ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 1135/2024
Μεταξύ:
1. KOTSONIS ENTERPRISES LTD
2. L&F ENTERPRISES LIMITED
3. P.K. GREEN ACRE LTD
4. P.K. BLUE ACRE LTD
5. ΦΑΙΔΩΝ ΚΟΤΣΩΝΗΣ
Ενάγοντες
και
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ
Εναγόμενη
30 Σεπτεμβρίου, 2025.
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες/Αιτητές: κ. Πουτζιουρής για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενη/Καθ΄ης η Αίτηση: κα Βασιλείου για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
στην Αίτηση των Εναγόντων/Αιτητών ημερομηνίας 2.5.2025
για ενδιάμεσα διατάγματα
Η παρούσα απόφαση αφορά αίτηση των Εναγόντων με την οποία επιδιώκουν να εμποδίσουν την Εναγόμενη (στο εξής η «Εθνική Τράπεζα») να προχωρήσει με τον πλειστηριασμό ενυπόθηκων ακινήτων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι μεταξύ 2003 και 2008, η Ενάγουσα 1 έλαβε πιστωτικές διευκολύνσεις υπό μορφή δύο δανείων και ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό από την Εθνική Τράπεζα. Οι σχετικές συμφωνίες έτυχαν, στην πορεία, κάποιων τροποποιήσεων. Μέρος των εξασφαλίσεων για τις πιστωτικές αυτές διευκολύνσεις ήταν υποθήκες επί ακίνητης περιουσίας των Εναγόμενων.
Δεν αμφισβητείται ότι έγιναν στο ενδιάμεσο κάποιες πληρωμές από τους Ενάγοντες έναντι των χορηγήσεων. Δεν αμφισβητείται επίσης ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι αποπληρωμής και ότι οι χορηγήσεις είναι υπερήμερες. Τα μέρη διαφωνούν για το ύψος των οφειλόμενων υπόλοιπων.
Οι μεν Ενάγοντες υποστηρίζουν ότι το συνολικό οφειλόμενο ποσό ανέρχεται περίπου στις €975.000 πλέον τόκους. Η Εθνική Τράπεζα υποστηρίζει ότι η οφειλή ανέρχεται περίπου σε €3.720.000 πλέον τόκους. Προσπάθειες και διαβουλεύσεις για να συμφωνηθεί το ύψος της οφειλής δεν τελεσφόρησαν. Η θέση των Εναγόντων είναι ότι το υπόλοιπο που διεκδικεί η Εθνική Τράπεζα δεν είναι ορθό γιατί προέρχεται από λανθασμένο υπολογισμό τόκου και αντισυμβατικές επιβαρύνεις και άλλες χρεώσεις. Η θέση της Εθνικής Τράπεζας είναι ότι η οφειλή είναι ορθά υπολογισμένη.
Η Εθνική Τράπεζα, επικαλούμενη την υπερημερία και μη τήρηση των συμφωνηθέντων τερμάτισε τις συμφωνίες των χορηγήσεων και ζήτησε εξόφληση. Εξέδωσε επίσης και απέστειλε τις ειδοποιήσεις τύπου Θ του Μέρους VIA του Ν.9/1965.
Ακολούθως, οι Ενάγοντες ήγειραν την παρούσα αγωγή με την οποία ζητούν δηλωτικές αποφάσεις ότι το οφειλόμενο ποσό είναι αυτό που εισηγούνται, απαγορευτικά διατάγματα που να εμποδίζουν την Εθνική Τράπεζα να προχωρήσει με τον πλειστηριασμό των ενυπόθηκων ακινήτων και διάταγμα που να καλεί την Εθνική Τράπεζα να συνεργαστεί για τον καθορισμό του ορθού ύψους της οφειλής με τη συνδρομή εμπειρογνώμονα.
Η Εθνική Τράπεζα έχει καταχωρήσει Υπεράσπιση στην οποία αρνείται ότι τηρούσε λανθασμένα τους λογαριασμούς των χορηγήσεων. Έχει επίσης εγείρει Ανταπαίτηση με την οποία αξιώνει απόφαση για τα ποσά που, κατά την ίδια συνιστούν τα οφειλόμενα υπόλοιπα καθώς και διατάγματα για εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων προς εξόφληση.
Μετά που έκλεισαν τα δικόγραφα, η Εθνική Τράπεζα εξέδωσε και επέδωσε ειδοποιήσεις Τύπου Ι του Μέρους VIA του Ν.9/1965 για κάποια από τα ενυπόθηκα ακίνητα, γεγονός που ώθησε τους Ενάγοντες να καταχωρήσουν την παρούσα Αίτηση επιδιώκοντας να ανακόψουν τη διαδικασία πλειστηριασμού.
Η πλευρά της Εθνικής Τράπεζας έχει εγείρει ένσταση στην έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων. Η δική της θέση είναι ότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις ώστε να δοθεί ενδιάμεση θεραπεία.
Θεωρώ ότι δεν χρειάζεται να επεκταθώ περαιτέρω στις θέσεις των δύο πλευρών. Έχω εξετάσει όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου όπως και τις αγορεύσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών που παρουσιάστηκαν για σκοπούς της ακρόασης.
Παρενθετικά σημειώνω ότι στην ένορκη δήλωση και αγόρευση του συνηγόρου των Εναγόντων υπάρχουν αναφορές σε ζητήματα που δεν συναντώνται στην έκθεση απαίτησης (λχ θέσεις που αφορούν μη τροποποίηση συμφωνιών υποθήκης). Εκείνες οι αναφορές δεν έχουν ληφθεί υπόψη. Όπως θα φανεί όμως στη συνέχεια, ούτως ή άλλως δεν θα ήταν καθοριστικές για σκοπούς του αποτελέσματος.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας.
Η γενική εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει ενδιάμεσα διατάγματα εκπηγάζει από το άρθρο 32(1) του Ν.14/60. Το λεκτικό έχει ως εξής:
«Τηρουμένου οποιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού, δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδει ενδιάμεσο διάταγμα (απαγορευτικό, διηνεκές, ή προστακτικό) ή να διορίζει παραλήπτη, εάν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις, παρόλο που δεν αξιώνεται ή χορηγείται μαζί με αυτό οποιαδήποτε αποζημίωση ή άλλη θεραπεία:
Νοείται ότι, δεν εκδίδεται ενδιάμεσο διάταγμα, εκτός εάν το δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, ότι υπάρχει πιθανότητα ο αιτών διάδικος να δικαιούται θεραπεία, και ότι θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η πλήρης απονομή δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, εάν δεν εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα.»
Παρά τις πρόσφατες τροποποιήσεις αυτής της διάταξης, επί της ουσίας οι προϋποθέσεις παραμένουν οι ίδιες.
Όπως προκύπτει από το λεκτικό, το Δικαστήριο εκδίδει παρεμπίπτον διάταγμα μόνο εάν ο αιτητής καταδείξει (α) ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) ότι υπάρχει πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία, και (γ) εάν δείξει ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη στο μέλλον εάν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τέλος, διάταγμα εκδίδεται μόνο εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι «δίκαιο ή πρόσφορο υπό τις περιστάσεις». Οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές.
Αναφορικά με την 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960, σύμφωνα με τη νομολογία το Δικαστήριο ανατρέχει στα δικόγραφα για να αποφασίσει κατά πόσο αποκαλύπτεται καλή βάση αγωγής.
Όπως επαναλήφθηκε στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Laxiflora Holdings Ltd κ.α. ν Κώστα Ζερβού κ.α., πολιτικές εφέσεις Ε38/2021 και Ε42/2021, ημερομηνίας 12.2.2024:
«για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση, αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης.»
Σύμφωνα με το έντυπο απαίτησης η Ενάγουσα διεκδικεί δηλωτικά και απαγορευτικά διατάγματα επικαλούμενη, μεταξύ άλλων, παράβαση συμφωνίας και αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αυτές οι βάσεις αγωγής δεν φαίνονται έκδηλα απαράδεκτες ή αντινομικές. Συνεπώς, θεωρώ ότι η 1η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, πληρείται.
Η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60 αφορά κατά πόσο διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρονται με την αγωγή. «Ορατή πιθανότητα επιτυχίας» σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα και κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων[1]. Εξετάζοντας κατά πόσο πληρείται αυτή η προϋπόθεση, το Δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει αν υπάρχει ενδεχόμενο, με βάση το μαρτυρικό υλικό, ο αιτητής να επιτύχει στο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας[2].
Στην Laxiflora (ανωτέρω), η προσέγγιση της νομολογίας συνοψίστηκε ως εξής:
«Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτά είναι αξιώματα που ανήκουν στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο.»
Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης της Αίτησης, των τεκμηρίων αλλά και από τα έγγραφα που συνοδεύουν την έκθεση απαίτησης, θεωρώ ότι η πλευρά των Εναγόντων έχει παρουσιάσει μαρτυρία που ικανοποιεί αυτή την προϋπόθεση, δηλαδή «ορατή πιθανότητα επιτυχίας» για σκοπούς αυτής της ενδιάμεσης διαδικασίας.
Τονίζω ότι δεν έχω προβεί σε εις βάθος ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσίασαν οι δύο πλευρές. Είμαστε σε ενδιάμεσο στάδιο της αγωγής και αυτός δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος ή πλαίσιο για αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατάληξης σε τελικά συμπεράσματα. Συνεπώς, δεν αποφασίζω εάν η Εθνική Τράπεζα χρέωνε με το ορθό επιτόκιο στη βάση της ισχύουσας νομοθεσίας ή στη βάση των συμφωνιών μεταξύ των μερών. Ούτε αποφασίζω εάν οι παραδοχές στις οποίες βασίστηκε ο εμπειρογνώμονας των Εναγόντων στους υπολογισμούς του για το ύψος του οφειλόμενου υπόλοιπου ήταν ορθές ή λανθασμένες. Αυτά τα ζητήματα δεν θα επιλυθούν τώρα αλλά στη δίκη.
Σε ό,τι αφορά αυτό το στάδιο, στη βάση της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από τους Ενάγοντες, έχω ικανοποιηθεί ότι διαθέτουν ορατή πιθανότητα επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρουν. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για την αξίωση που αφορά διάταγμα για να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις η Εθνική Τράπεζα καθότι δεν είναι αμέσως εμφανής η νομική βάση στην οποία αυτό στηρίζεται. Όμως το καθοριστικό είναι ότι για τις υπόλοιπες θεραπείες διαπιστώνεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας (για σκοπούς πάντα αυτής της ενδιάμεσης Αίτησης).
Στρέφομαι στην 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.
Για σκοπούς της 3ης προϋπόθεσης ο αιτητής πρέπει να καταδείξει ότι χωρίς την ενδιάμεση θεραπεία θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Έχει επικρατήσει στη νομολογία, ζημιά να μην θεωρείται ανεπανόρθωτη εάν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα[3], χωρίς βέβαια αυτό να είναι απόλυτο.
Στην παρούσα περίπτωση, ο ενόρκως δηλών υποστηρίζει ότι η Εθνική Τράπεζα «έχει πωλήσει σχεδόν όλα τα δάνεια της σε εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων ήτοι CAC Coral Limited ένεκα οικονομικών [της] προβλημάτων και δεν είναι φερέγγυα και σε περίπτωση που πωληθούν τα ακίνητα μας δεν θα μπορούν οι ενάγοντες να αποζημιωθούν για τις ζημιές και απώλειες τους» (παράγραφος 19 της ένορκης δήλωσης). Η πλευρά της Εθνικής Τράπεζας διαφωνεί.
Από την πλευρά μου σημειώνω ότι η πώληση χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων από μια τράπεζα δεν συνεπάγεται οικονομική δυσχέρεια. Η Εθνική Τράπεζα είναι εποπτευόμενος οργανισμός με υποχρεώσεις σε σχέση με την κεφαλαιακή της επάρκεια αλλά και τακτική αναφορά στη ρυθμιστική αρχή σε σχέση με την οικονομική της κατάσταση και ικανότητα να εξυπηρετεί τις υποχρεώσεις της. Συνεπώς, δεν μπορώ να δεχτώ ότι η Εθνική Τράπεζα δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει τυχόν απόφαση που θα εκδοθεί εναντίον της στην αγωγή.
Περαιτέρω, η πλευρά των Εναγόντων υποστηρίζει ότι η Εθνική Τράπεζα επιδιώκει να πωλήσει τα ενυπόθηκα ακίνητα σε αξία χαμηλότερη από την πραγματική. Όμως ο Ν.6/1965 περιέχει πρόνοιες που ρυθμίζουν τη διαδικασία εκτίμησης ενυπόθηκου ακινήτου με τη συμμετοχή και του ενυπόθηκου οφειλέτη. Συνεπώς οποιαδήποτε διαφωνία ως προς την αξία των ενυπόθηκων ακινήτων μπορεί να τύχει χειρισμού χωρίς να απαιτείται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Η πλευρά των Εναγόντων υποστηρίζει επίσης ότι εάν επιτραπεί η πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων και ακολούθως η αγωγή επιτύχει, η επιτυχία θα είναι χωρίς αντίκρισμα γιατί στο ενδιάμεσο τα ακίνητα θα έχουν εκποιηθεί.
Σε σχέση με αυτό το επιχείρημα, κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσω ότι οι ειδοποιήσεις Ι που έχουν σταλθεί δεν αφορούν όλα τα ενυπόθηκα ακίνητα των Εναγόμενων αλλά κάποια εξ αυτών. Περαιτέρω, σημειώνω ότι η δυνατότητα εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου δεν είναι απεριόριστη αλλά αποσκοπεί μόνο στην ικανοποίηση του ενυπόθηκου χρέους. Με την πληρωμή του ποσού της ειδοποίησης Τύπου ΙΑ (μέσω του πλειστηριασμού ή με άλλο τρόπο), ο ενυπόθηκος δανειστής έχει εξοφληθεί και τα δικαιώματα του σε τυχόν άλλες εξασφαλίσεις εξαντλούνται. Συνεπώς, δεν συμφωνώ ότι χωρίς τα αιτούμενα διατάγματα όλη η ενυπόθηκη περιουσία των Εναγόντων θα εκποιηθεί.
Ο συνήγορος των Εναγόντων παραπέμπει σε σειρά Κυπριακών πρωτόδικων αποφάσεων αλλά και Ευρωπαϊκών αποφάσεων στις οποίες είχε παρασχεθεί ενδιάμεση θεραπεία που εμπόδιζε την εκποίηση ενυπόθηκων ακινήτων μέχρι την εκδίκαση της αγωγής. Υπάρχει μια ουσιώδης ειδοποιός διαφορά εκείνων των υποθέσεων από την παρούσα. Σε όλες εκείνες τις υποθέσεις οι αιτητές/απαιτητές ήταν φυσικά πρόσωπα και τα ενυπόθηκα ακίνητα ήταν οι κύριες κατοικίες. Εδώ η ειδοποίηση Τύπου Ι που έχει σταλθεί αφορά ακίνητα της ενάγουσας 2 εταιρείας (υποθήκη Υ3019/2003) και των Εναγουσών 1 και 4 εταιρειών (υποθήκη Υ4272/2004) (σχετικό το Τεκμήριο 6 της Αίτησης). Ακόμα και τα ακίνητα που έχει υποθηκεύσει ο Εναγόμενος 5 (για τα οποία δεν έχει σταλθεί ειδοποίηση Τύπου Ι), φαίνεται να είναι χωράφια (σχετικό το Παράρτημα Α της έκθεσης απαίτησης). Συνεπώς, θεωρώ ότι δεν μπορεί αυτή η περίπτωση να παραλληλιστεί με τις υποθέσεις που προσφέρουν ως προηγούμενα/παραδείγματα οι Ενάγοντες. Η παρούσα περίπτωση αφορά ουσιωδώς διαφορετικά δεδομένα.
Ακολουθεί από τα πιο πάνω ότι η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/1960 δεν πληρείται.
Ενόψει του ότι οι προϋποθέσεις είναι σωρευτικές, αυτή η διαπίστωση καθορίζει και το αποτέλεσμα της Αίτησης.
Η Αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Εναγόντων/Αιτητών.
Δεν έχουν αναρτηθεί προτεινόμενοι κατάλογοι εξόδων (Μέρος 39.9(1)). Λαμβάνοντας υπόψη την κλίμακα, τη φύση και πορεία εκδίκασης της αίτησης, κρίνω εύλογο και επιδικάζω ποσό €4.500 πλέον ΦΠΑ.
(Υπ.) …………………………………………………
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Οδυσσέως (ανωτέρω)
[2] Fellowes v Fisher [1975]2 All E.R. 829
[3] Karydas Taxi Services Ltd v Komodikis (1975) 1 ΑΑΔ 330
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο