ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1222/2023 (i-justice)
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Α.Κ.
2. Κ.Κ.
Ενάγοντες
και
Δ.Κ.
Εναγόμενου
Αίτηση ημερ.12/3/2024 για αντεξέταση ενόρκως δηλούντα
Ημερομηνία: 23/9/2025
Εμφανίσεις
Για τους Ενάγοντες 1 και 2-Αιτητές: Ανδρέας Μερακλής ΔΕΠΕ
Για τον Εναγόμενο-Καθ’ ου η αίτηση: κ. Γρηγόριος Α. Χριστοδουλίδης
ΑΠΟΦΑΣΗ
Εισαγωγή
Οι Ενάγοντες 1 και 2-Αιτητές (στο εξής οι Ενάγοντες), με την παρούσα αγωγή τους, ζητούν διάταγμα με το οποίο ν’ αναγνωρίζεται ότι ο Εναγόμενος-Καθ’ ου η αίτηση (στο εξής ο Εναγόμενος) κατέχει παράνομα το επίδικο εργοστάσιο, διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται ο τελευταίος να εκκενώσει και να παραδώσει το εργοστάσιο και διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στον τελευταίο να εισέρχεται και να επεμβαίνει παράνομα στο εργοστάσιο. Επίσης, αξιώνουν αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και ή τιμωρητικές αποζημιώσεις και ή διαφυγόντα κέρδη, δεδουλευμένα ενοίκια και ή ενδιάμεσα οφέλη, νόμιμο τόκο και έξοδα.
Μετά την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, ο τελευταίος καταχώρησε εμφάνιση.
Οι ενάγοντες δε, μετά την καταχώριση εμφάνισης από μέρους του Εναγόμενου, καταχώρησαν αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Εναγόμενου, η οποία υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση αμφότερων των Εναγόντων (στο εξής η πρώτη ένορκη δήλωση των Εναγόντων). Στην αίτηση αυτή καταχωρήθηκε ένσταση εκ μέρους του Εναγόμενου, η οποία βεβαίως υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του ιδίου (στο εξής η πρώτη ένορκη δήλωση του Εναγόμενου).
Η επίδικη αίτηση
Οι Ενάγοντες, με την επίδικη αίτηση τους, ζητούν την αντεξέταση του Εναγόμενου σε σχέση με συγκεκριμένα σημεία της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την ένσταση του στην αίτηση για συνοπτική απόφαση.
Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.30, θ.θ.1-7, 9 και 10, Δ.36 θ1, Δ.38 θ.θ.1-6 και 9, Δ.39 Θ. 1, Δ.38 θ.θ.1-3 και 9 και στη Δ.48, θ.θ.1-3, 4, 8 και 9, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρα 31, 32 και 42, στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, άρθρο 9, στη Νομολογία, την πρακτική, την διακριτική ευχέρεια και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Η αίτηση δε υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση των Εναγόντων. Εις αυτήν, οι τελευταίοι κατ’ αρχάς επεξηγούν σε ποια σημεία επιθυμούν την αντεξέταση του Εναγόμενου. Ακολούθως δε αναφέρουν ότι για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης, καθώς επίσης για την αποκρυστάλλωση και διασαφήνιση των επίδικων ζητημάτων, θα πρέπει να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, από την έκδοση του οποίου δεν θα προκληθεί καμία ταλαιπωρία στον Εναγόμενο. Από την άλλη δε, ισχυρίζονται ότι αν δεν εκδοθεί το διάταγμα, θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη και αδικία, ενώ δεν θα απονεμηθεί ορθά δικαιοσύνη, εφόσον δεν θα τους επιτραπεί να αντικρούσουν τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου και να επιχειρήσουν με αυτό τον τρόπο, πέραν της δικής τους μαρτυρίας, να αποσείσουν το βάρος απόδειξης της απαίτησης τους. Ως αναφέρουν επίσης, έχουν λάβει ενημέρωση από τους δικηγόρους τους ότι ο χρόνος αντεξέτασης του μάρτυρα θα είναι περίπου 60 λεπτά.
Η ένσταση
Η πλευρά του εναγόμενου αντέδρασε στην αίτηση, καταχωρώντας ένσταση, στην οποία καταγράφονται 6 λόγοι ένστασης, που είναι οι ακόλουθοι:
« 1. Η παρούσα Αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, αντικανονική, δεν πληροί τις προϋποθέσεις της ισχύουσας Νομοθεσίας και Νομολογίας και παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα του Καθ' ου η Αίτηση.
2. Περαιτέρω, η εν λόγω Αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστηριακής και δικονομικής διαδικασίας και πρακτικής ένεκα του ότι δεν είναι δυνατόν και εφικτόν να τύχει έγκρισης ή αποδοχής, παρά μόνο σε σπάνιες και εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες δεν υφίστανται, δεν συντρέχουν ή και δεν έχουν καταδειχθεί στην παρούσα.
3. Επιπρόσθετα, οι Αιτητές δεν έχουν παρουσιάσει ή καταδείξει στο Δικαστήριο οιονδήποτε σοβαρό λόγο ή περίσταση που να αιτιολογεί ή και να επιβάλλει όπως το Δικαστήριο ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια και εξουσία προς όφελος τους.
4. Οι προϋποθέσεις που τάζονται από την σχετική Νομολογία, Νομοθεσία και Κανονισμούς δεν υφίστανται και δεν πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση για να είναι δυνατόν και εφικτόν να δοθεί το αιτούμενο Διάταγμα ή Άδεια.
5. Τα γεγονότα και οι περιστάσεις που περιβάλλουν την ως άνω Αγωγή επιτάσσουν όπως το Σεβαστό Δικαστήριο απορρίψει την εν λόγω Αίτηση διότι η έγκριση της αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή συνθήκες - που δεν υφίστανται στην παρούσα - μπορεί να τύχει αποδοχής ή έγκρισης η παρούσα Αίτηση.
6. Περαιτέρω λόγοι, γεγονότα και λεπτομέρειες παρατίθενται πιο κάτω δια της Ενόρκου Δηλώσεως του Καθ' ου η Αίτηση. »
Η ένσταση βασίζεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως τροποποιήθηκε, Άρθρα 28, 30 και 35, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, όπως τροποποιήθηκε, άρθρα 29, 30, 31, 32 και 42, στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6, όπως τροποποιήθηκε, άρθρο 9, στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς, Δ.2 θ.6, Δ.30 θ.θ.1 - 10, Δ.36 θ.1, Δ.38 θ.θ.1 - 6 και 9, Δ.39 θ.1, Δ.18, Δ.48 θ.θ.1 - 13, Δ.64, στην Νομολογία, στους Κανόνες της Επιείκειας, στις Συμφυείς και Γενικές Εξουσίες, στην Διακριτική Ευχέρεια και στην Πρακτική του Δικαστηρίου.
Η ένσταση δε υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, ο οποίος αναφέρει κατ’ αρχάς πως αρνείται τους ισχυρισμούς της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση για αντεξέταση, εκτός όπου προβαίνει σε ρητή παραδοχή. Αποτελεί δε θέση του ότι η αίτηση είναι νομικά, δικονομικά και ουσιαστικά άκυρη ή ακυρώσιμη, αβάσιμη, αντικανονική και άνευ αντικειμένου διότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις και δεν συντρέχουν οι λόγοι για να είναι δυνατόν και εφικτόν η εν λόγω αίτηση να επιτύχει και να εγκριθεί. Ως αναφέρει, τα ζητήματα για τα οποία ζητείται αντεξέταση αφορούν τα επίδικα θέματα και την ουσία της αγωγής και σε περίπτωση που δοθεί άδεια η διαδικασία θα παρεκτραπεί. Το Δικαστήριο σε αυτό το στάδιο δεν δύναται να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, ούτε να εξετάσει τα αμφισβητούμενα γεγονότα και να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται πως δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικοί λόγοι και περιστάσεις που να υποστηρίζουν και τεκμηριώνουν το αίτημα και δεν πληρούνται οι προυποθέσεις για την έγκριση της αίτησης. Τέλος, αναφέρει πως είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, όπως η αίτηση απορριφθεί.
Επιχειρηματολογία των δύο πλευρών-Γραπτές αγορεύσεις
Οι θέσεις των δύο πλευρών, περιλαμβάνονται στις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων τους. Οι αγορεύσεις έχουν τύχει ενδελεχούς μελέτης από το Δικαστήριο. Δεν κρίνω όμως σκόπιμο να παραθέσω εδώ ό,τι οι συνήγοροι αναφέρουν με τις αγορεύσεις τους και θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα σημεία των αγορεύσεων κατωτέρω, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Νομική Πτυχή
Σύμφωνα με τη Δ.48, θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (που ήταν σε ισχύ όταν καταχωρίστηκε η παρούσα αγωγή), η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις, τηρούμενης της δυνατότητας αντεξέτασης που προνοείται από τη Διαταγή 39.
H Δ.39, θ.1 δε (που ήταν σε ισχύ κατά τον πιο πάνω χρόνο) έχει ως εξής:
« Upon an application evidence may be given by affidavit; but the Court or a Judge may, on the request of either party, order the attendance of the deponent for cross-examination.»
Συναφώς - όπως εξάλλου καταδεικνύεται και μέσα από την Κυπριακή Νομολογία - αναφορικά με την αντεξέταση μαρτύρων η έκδοση διατάγματος αντεξέτασης εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.[1]
Η Δ.39 δεν καθορίζει τα κριτήρια με βάση τα οποία εξασκείται η διακριτική αυτή ευχέρεια. Για σκοπούς καθοδήγησης, στο Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 21, σελ. 418 - 419, παρ. 878 συζητούνται κάποιοι παράγοντες που πρέπει το Δικαστήριο να λάβει υπόψη όταν αποφασίζει αν θα εξασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και αναφέρονται τα εξής:
«Discretionary power of the Court as to evidence. The Court has a discretionary power of acting upon such evidence as may be before it at the time, and will not allow a motion to stand over in order to enable a party to examine a witness viva voce, if it considers that the application is made in order to create delay, or that there is sufficient evidence before it to enable it to deal with the motion.»
Η καθοδήγηση και από την Κυπριακή νομολογία παραπέμπει στο ότι το Δικαστήριο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης και διαδικασίας. Η αντεξέταση πρέπει να περιορίζεται σε ζητήματα που είναι αναγκαία και δεν πρέπει να επιτρέπεται η επέκτασή της σε ζητήματα αδιάφορα ή επουσιώδη.
Επιπρόσθετα, εάν οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η άδεια αντεξέτασης είναι γενικοί και δεν εξειδικεύονται, το Δικαστήριο δεν πρέπει να εκδίδει το επιδιωκόμενο διάταγμα. Αυτό διότι σε τέτοια περίπτωση υπάρχει ο κίνδυνος η αντεξέταση να επεκταθεί σε θέματα που δεν αφορούν τη συγκεκριμένη διαδικασία αλλά τη γενικότερη διαφορά μεταξύ των διαδίκων και σε ζητήματα πραγματικά και νομικά που αφορούν την ουσία της διαφοράς μεταξύ τους.[2]
Εδώ παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την Balraj Singh Samra πιο πάνω, στην οποία ο κ. Κ. Κληρίδης, Π.Ε.Δ. (όπως ήταν τότε) έθεσε το ζήτημα ως ακολούθως:
«Όπως είναι γνωστό, σύμφωνα με τις πρόνοιες της νέας Δ.48 Κ.4(2), όπως αυτή θεσπίστηκε στις 23.12.92, ουσιαστικά δεν απαιτείται ή επιτρέπεται πλέον η προσκόμιση προφορικής μαρτυρίας κατά την ακρόαση ενδιάμεσης αίτησης, προς απόδειξη αμφισβητούμενων γεγονότων και ισχυρισμών. Όπως ρητά αναφέρεται στη δικονομική αυτή διάταξη, η ακρόαση αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων που αναφέρονται στην αίτηση ή στις ένορκες δηλώσεις, ενώ διατηρείται μόνο η δυνατότητα του διαδίκου να αντεξετάσει ομνύοντα με βάση τις πρόνοιες της Δ.39. Υπενθυμίζεται το ότι η αντεξέταση δεν διεξάγεται αυτοδίκαια, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες της Δ.39 Κ.1, το Δικαστήριο μπορεί μόνο κατόπιν αιτήματος διαδίκου να διατάξει την παρουσία ενός ομνύοντα για αντεξέταση. Τα θέματα δε επί των οποίων μπορεί να αντεξετάσει ένας διάδικος θα πρέπει να είναι περιορισμένα και να εξυπηρετούν τις άμεσες ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας και όχι να εκτείνονται επί οποιουδήποτε θέματος ήθελε υπάρξει διαφωνία ή αμφισβήτηση μεταξύ των μερών ή απλά προς το σκοπό της μείωσης της γενικότερης αξιοπιστίας ενός διαδίκου ή της ενίσχυσης της αξιοπιστίας άλλου.» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Ανάλογη είναι και η προσέγγιση στο αγγλικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο η αντεξέταση σε ενδιάμεσες αιτήσεις αποθαρρύνεται (βλ. Blackstone’s Civil Practice 2011 στη σελ. 461, με αναφορά στην Canada Trust Co. V. Stolzenberg (No. 2) [2002] 1 AC 1).
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές, είναι σαφές ότι πολύ σπάνια μπορεί να γίνεται δεκτό αίτημα για αντεξέταση ενόρκως δηλούντα σε ενδιάμεση αίτηση και αν θα επιτραπεί αντεξέταση, αυτή πρέπει να είναι πολύ περιορισμένη ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας.
Εξέταση της αίτησης
Το Δικαστήριο, έχοντας μελετήσει πολύ προσεκτικά την επίδικη αίτηση και την σχετική ένσταση, σε συνάρτηση βεβαίως με την αίτηση για συνοπτική απόφαση αλλά και την ένσταση επ’ αυτής, μαζί και τις σχετικές ένορκες δηλώσεις που τις συνοδεύουν και με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές, μέσα από τις οποίες είναι σαφές ότι το αίτημα για αντεξέταση μπορεί να γίνει δεκτό ουσιαστικά μόνον αν εξυπηρετούνται οι ανάγκες της διαδικασίας, καταλήγει ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Και εξηγώ.
Κατ’ αρχάς οφείλω να παρατηρήσω πως έχει δίκαιο ο Εναγόμενος να ενίσταται, υπό το φως των πολλών και ουσιωδών ζητημάτων που επιδιώκει να αγγίξει με την αντεξέταση της η πλευρά των Εναγόντων και μάλιστα χωρίς ουσιαστικά να δίνεται κάποια εξήγηση ή και να εξειδικεύονται οι λόγοι που επιδιώκεται αντεξέταση επί των συγκεκριμένων σημείων. Με βρίσκει σύμφωνο δε η θέση που προβάλλει ο Εναγόμενος, ότι εάν επιτραπεί εν προκειμένω η αντεξέταση θα οδηγηθούμε χωρίς αμφιβολία σε ακρόαση της ουσίας της υπόθεσης ή και της γενικότερης διαφοράς των διαδίκων, παρά σε εκδίκαση αίτησης για συνοπτική απόφαση, και η διαδικασία θα παρεκτραπεί. Κάτι που είναι βεβαίως ανεπίτρεπτο.
Ανεξάρτητα όμως των ανωτέρω, ερχόμενος στην εξέταση των συγκεκριμένων σημείων στα οποία επιδιώκεται αντεξέταση, σημειώνω τα ακόλουθα.
(α) Ως προς τους διευθυντές και μετόχους των εταιρειών ALMET (1973) Ltd (στο εξής η ALMET) και M. & K. DUCTING Co. Ltd (στο εξής η DUCTING), αλλά και τη συγγένεια των Εναγόντων με τον Εναγόμενο και τη συγγένεια των μετόχων των δύο εταιρειών μεταξύ τους, σχετικές είναι οι παράγραφοι 6-8 της πρώτης ένορκης δήλωσης των εναγόντων και τα σχετικά τεκμήρια που έχουν καταθέσει. Συνεπώς δεν προκύπτει καμία ανάγκη αντεξέτασης του Εναγόμενου σε σχέση με τους διευθυντές και μετόχους των εταιρειών ή για τη σχέση του με την DUCTING, ούτε για τη συγγένεια των Εναγόντων με τον Εναγόμενο ή αυτή των μετόχων των εταιρειών μεταξύ τους, ενώ δεν εξηγείται τι θα εξυπηρετήσει η αντεξέταση για την έδρα των δύο εταιρειών. Επίσης, δεν προκύπτει ανάγκη αντεξέτασης αναφορικά με το δάνειο που συνήφθη και την υποθήκη που έχει δοθεί, για τα οποία οι ενάγοντες έχουν δώσει σχετικές λεπτομέρειες και κατέθεσαν τα σχετικά έγγραφα.
Με αυτά υπόψη, το αίτημα για αντεξέταση επί των σημείων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους 2.1-2.3 και 2.16 της ΕΔ των εναγόντων, απορρίπτεται.
(β) Περαιτέρω, υπό τις περιστάσεις, σε τίποτε δεν θα εξυπηρετήσει η αντεξέταση σε σχέση με το κατά πόσο εκκρεμούσε δικαστική διαδικασία εναντίον της DUCTING πριν την 1.2.2016. Ότι η ΣΕΔΙΠΕΣ δε προχώρησε σε πώληση του ακινήτου μέσω διαδικασίας δημόσιου πλειστηριασμού, το αναφέρουν οι Ενάγοντες στην παράγραφο 10 της πρώτης τους ένορκης δήλωσης, επισυνάπτοντας και σχετικό έγγραφο.
Συναφώς, το αίτημα για αντεξέταση επί του σημείου που αναφέρεται στην υποπαράγραφο 2.8 της ΕΔ των εναγόντων, επίσης απορρίπτεται.
(γ) i. Ως προκύπτει από την πρώτη ένορκη δήλωση των Εναγόντων αλλά και από τις λεπτομέρειες του κλητηρίου εντάλματος, η κύρια θέση τους είναι πως έγινε δεκτή η προσφορά που υπέβαλαν στην ΣΕΔΙΠΕΣ, στο πλαίσιο διαδικασίας πλειστηριασμού του ακινήτου και το ακίνητο με νόμιμες διαδικασίες τους μεταβιβάστηκε και από 19/7/2022 είναι οι νόμιμοι ιδιοκτήτες του. Όταν δε μετέβηκαν στο ακίνητο διαπίστωσαν ότι ο Εναγόμενος επεμβαίνει παράνομα και ή χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το ακίνητο, ενώ παρά τις οχλήσεις τους προς τον τελευταίο για να εκκενώσει το ακίνητο, αυτός αρνείται ή και παραλείπει να τους το παραδώσει. Από την άλλη πλευρά, ο Εναγόμενος στην πρώτη του ένορκη δήλωση αναφέρει πως για το ακίνητο υπεγράφη συμφωνία ενοικίασης με κάποιον Κ.Δ. την 1/2/2016, πολύ ενωρίτερα δηλαδή από τον χρόνο που οι Ενάγοντες ενεγράφησαν ως ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου και πως η ενοικίαση είναι διάρκειας 10 ετών (1/2/2016-1/2/2026 -βλ.Τεκμήριο Β). Ως αναφέρει δε περαιτέρω, δεν είναι σε θέση ν’ αναφέρει αν ο ενοικιαστής γνωρίζει το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ακινήτου και πως αυτός ενδέχεται να κινήσει νομικές διαδικασίες εναντίον της ιδιοκτήτριας στο ενοικιαστήριο έγγραφο εταιρείας (ALMET) ή εναντίον του ιδίου, όταν περιέλθει σε γνώση του το γεγονός αυτό. Δεν αποκλείεται επίσης το ενδεχόμενο να αξιώσει και αποζημιώσεις από τους Ενάγοντες. Με βάση αυτά λοιπόν, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται στο πλαίσιο της αίτησης για συνοπτική πως έχει καλή και βάσιμη υπεράσπιση.
ii. Πριν αναφερθεί οτιδήποτε άλλο, επισημαίνεται ότι ο Εναγόμενος δεν ισχυρίζεται ότι ενοικίασε ο ίδιος προσωπικά το ακίνητο. Αυτό που λέει είναι πως ενοικιάστηκε σε κάποιον τρίτο, επ’ ονόματι Κ.Δ.. Διευκρινίζεται δε πως το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαία τη συγκεκριμένη επισήμανση, διότι ως προκύπτει από συγκεκριμένα σημεία που ζητούν οι Ενάγοντες να αντεξετάσουν (π.χ. υποπαράγραφοι 2.9, 2.10 και 2.17 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την επίδικη αίτηση), οι τελευταίοι εξ όσων γίνεται αντιληπτό θεωρούν ότι το ακίνητο με βάση τη συμφωνία ενοικιάστηκε από τον ίδιο και εν πάση περιπτώσει πως θέση του Εναγόμενου είναι πως το ενοικίασε ο ίδιος, κάτι που δεν ισχύει.
iii. Προχωρώντας περαιτέρω, σημειώνεται εδώ πως το Δικαστήριο βεβαίως στο πλαίσιο της αίτησης για συνοπτική δεν θα ασχοληθεί με την εγκυρότητα ή νομιμότητα της συμφωνίας ενοικίασης που έχει επισυνάψει ο Εναγόμενος ή με επιμέρους όρους αυτής. Και λέω αυτό διότι είναι σαφές πως με την αντεξέταση που επιδιώκουν οι Ενάγοντες σε αρκετά σημεία, αποσκοπούν ουσιαστικά στην αμφισβήτηση της ή και στο να καταδείξουν ότι είναι εικονική. Ενασχόληση όμως με το ζήτημα αυτό θεωρώ πως εκφεύγει από το πλαίσιο της διαδικασίας. Σε αυτό το στάδιο ό,τι χρειάζεται να λεχθεί είναι πως ευρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου ένα ενοικιαστήριο έγγραφο, που φαίνεται εκ πρώτης να συνομολογήθηκε μεταξύ της ALMET και του Κ.Δ.. Εις αυτό υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι ως προς τη διάρκεια της συμφωνίας, το ενοίκιο, τη χρήση του ακινήτου, κλπ. Με βάση την πιστοποίηση δε του πιστοποιούντος υπαλλήλου στη δεύτερη σελίδα, φαίνεται ότι υπεγράφη την 1/6/2016, στην παρουσία του, από τον Εναγόμενο, προφανώς εκ μέρους της εταιρείας και τον Κ.Δ.. Τώρα αν με βάση το έγγραφο αυτό, σε συνάρτηση με τους λοιπούς ισχυρισμούς του Εναγόμενου, καταδεικνύεται στον απαιτούμενο βαθμό καλή υπεράσπιση ως διατείνεται ο τελευταίος, αυτό θα αποφασιστεί στο πλαίσιο της αίτησης για συνοπτική απόφαση.
iv. Από εκεί και πέρα σημειώνω πως καμία απολύτως εξήγηση έχει δοθεί για την ανάγκη παρουσίασης από τον Εναγόμενο είτε του τραπεζικού λογαριασμού της ALMET από 1/2/2026 είτε των ετήσιων εκθέσεων και οικονομικών καταστάσεων της τελευταίας για τα έτη 2016-2022 και πως η παρουσίαση τους θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες της κυρίως διαδικασίας. Η οποία ALMET υπενθυμίζω δεν είναι καν μέρος της διαδικασίας αυτής.
v. Τέλος, θεωρώ πως δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα διαδικασία αν υπήρξε ή όχι εξαπάτηση των λοιπών μετόχων και διευθυντών των εταιρειών ALMET και DUCTING, επειδή δεν γνώριζαν για το ενοικιαστήριο, ούτε θεωρώ πως δικαιολογείται αντεξέταση επειδή απλά ο Εναγόμενος ανέφερε πως αν δεν του επιτραπεί να καταχωρήσει υπεράσπιση θα επέλθει ρήξη στη σχέση του με τους Ενάγοντες.
Με αυτά υπόψη λοιπόν, αποτελεί κατάληξη μου πως θα πρέπει να απορριφθεί το αίτημα για αντεξέταση και για τα σημεία των υπόλοιπων υποπαραγράφων της παραγράφου 2 της ένορκης δήλωσης των Εναγόντων.
Συναφώς, στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω πεισθεί ότι υπάρχει ανάγκη αντεξέτασης και βρίσκω ότι με βάση όσα αναφέρονται δεν θα εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της διαδικασίας στην κυρίως αίτηση, εάν επιτραπεί η αντεξέταση.
Τέλος, ως προς τη θέση των Εναγόντων ότι θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη και αδικία, και ότι θα παραβιαστούν τα δικαιώματα τους αν δεν επιτραπεί η αντεξέταση, αυτή ως γενική, αόριστη και αστήριχτη απορρίπτεται. Εν πάση περιπτώσει αναφέρω πως ενόψει των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω και έχοντας αποφασίσει ότι με βάση τις αρχές που διέπουν το θέμα δεν μπορεί να επιτραπεί η αντεξέταση, δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο εδώ προς εξέταση.
Κατάληξη
Η αίτηση ημερ.12/3/2024 απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου και εναντίον των Εναγόντων όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) Μιχάλης Παπαθανασίου
Μ. Παπαθανασίου, A.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Πολ. Έφ. Ε101/2022, Δημητριάδη v. Gordian Holdings Ltd, ημερ.5/3/2024.
[2] Βλ. τις υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Rana Wahed Ali (Αρ.1) (2004)1 A.A.Δ. 1660, Αναφορικά με την αίτηση των Λευτέρη Μήλου και Πανίκου Χατζηλοϊζου (2008) 1 Α.Α.Δ. 280, Balraj Singh Samra v. Ναταλίας Πατσαλίδου, ημερ. 9.4.09, Αγωγή 7123/08 και Grigoryev Alexander v. Nikitin Alexander, ημερ.14.1.11, Αγωγή 4590/10.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο