Κυριάκος (Κίκης) Κυριακίδης κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Αρ. Αγωγής: 2871/2013, 17/10/2025
print
Τίτλος:
Κυριάκος (Κίκης) Κυριακίδης κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Αρ. Αγωγής: 2871/2013, 17/10/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝΔ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2871/2013

 

Μεταξύ:

1.      Κυριάκος (Κίκης) Κυριακίδης

2.      Στέλλα Κυριακίδη

3.      Ιωάννης Κυριακίδης

4.      Μιχαήλ Κυριακίδης

Εναγόντων

-και-

 

1.      Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ

2.      Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου

3.      Γενικός Εισαγγελέας

Εναγομένων

 

 

Ημερομηνία17 Οκτωβρίου, 2025.

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κ. Χ. Τριανταφυλλίδης

Για Εναγόμενη 1: κα. Γ. Ζαχαρίου

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η απαίτηση

               Με την υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή, στη βάση σχετικού περιορισμού που προέκυψε τόσο από τον χειρισμό της υπόθεσης όσο και από τα όσα δεν αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της τελικής αγόρευσής των Εναγόντων (βλ. Στέλιος Σάββα και Υιοί ν. Γενικού Εισαγγελέα, απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 28 Μαΐου 2020, στην Αγωγή 1/2019), οι Ενάγοντες 1, 2, 3 και 4 (στο εξής, όλοι μαζί, «οι Ενάγοντες») επιδιώκουν, την έκδοση αριθμού αποφάσεων, στη βάση των οποίων να διακηρύττεται από το Δικαστήριο ότι η Εναγόμενη 1[1] (στο εξής «η Εναγόμενη»), ενήργησε κατά παράβαση ουσιώδους όρου συμφωνίας που συνομολογήθηκε, στις 14.03.2013, μεταξύ της ίδιας και των Εναγόντων 1 και 2, και/ή ότι ενήργησε κατά παράβαση του Περί Λειτουργίας Σχεδίου Προστασίας Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμού του 2013, Κ.Δ.Π. 92/2013 και/ή ότι τούτη, καθ' όλους τους ουσιώδεις για την παρούσα αγωγή χρόνους, ενεργούσε υπό την ιδιότητά εμπιστευματοδόχου προς όφελος όλων των Εναγόντων. Στη βάση των ανωτέρω, επιζητούν επίσης την επιδίκαση αποζημιώσεων για συγκεκριμένο ποσό. Κάθε άλλη νομική βάση η οποία αναφέρεται στο δικόγραφο της έκθεσης απαίτησης έχει εγκαταλειφθεί.

 

Η Υπεράσπιση

               Η Εναγόμενη, μέσω της Υπεράσπισής της, απορρίπτει τα όσα της αποδίδονται από τους Ενάγοντες και προβάλλει τη θέση ότι ουδέποτε συνομολογήθηκε η επικαλούμενη, από τους τελευταίους, συμφωνία, και εν πάση περιπτώσει, στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, δεν προέκυψε το επικαλούμενο από αυτούς εμπίστευμα. Προτάσσει, επιπροσθέτως, ότι ενήργησε σύμφωνα με τον Νόμο, και/ή τις, εν ισχύ, τότε, Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις και/ή Διατάγματα που εκδόθηκαν στη βάση τους, και κατά συνέπεια η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Κοινώς αποδεχτά γεγονότα

               Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή, είναι, εν πολλοίς, κοινώς αποδεχτά μεταξύ των διαδίκων, με την όποια διαφορά τους, επί τούτων, να επικεντρώνεται στα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ του Ενάγοντα 1 και του Μ.Υ.1, στην παρουσία της Ενάγουσας 2, στις 14.03.2013, αλλά και περί τα τέλη του ίδιου μήνα, μεταξύ των δύο ανδρών[2]. Διαφορά - η οποία προκύπτει από τις σχετικές ερωτήσεις που τέθηκαν στον Ενάγοντα 1 κατά την αντεξέτασή του -, παρουσιάζεται και αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες παραδόθηκαν συγκεκριμένα έγγραφα στον Μ.Υ.1 στις 25.03.2013, και δη αν τούτα παραλήφθηκαν από τον τελευταίο υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με λήψη τους από την Εναγόμενη.

 

               Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό, ότι, το γεγονός ότι τα έγγραφα αυτά παραδόθηκαν στην Εναγόμενη στις 25.03.2013, δικογραφικώς, δεν αμφισβητείται, παρά το ότι απασχόλησε τους συνηγόρους των διαδίκων κατά την ακροαματική διαδικασία, αφού και οι 2 πλευρές δικογραφούν σχετικούς, σαφείς, σύμφωνους ισχυρισμούς. Οι Ενάγοντες, στην παράγραφο 9 της Έκθεσης Απαίτησής τους, και η Εναγόμενη, στις παραγράφους 6(α), και 17 της Υπεράσπισής της, ρητώς αναφέρουν ότι τα εν λόγω έγγραφα παραδόθηκαν στην Εναγόμενη στις 25.03.2013.

 

               Επανερχόμενος στα κοινώς αποδεχτά γεγονότα, μέχρι και τις 14.03.2013, οι Ενάγοντες 1 και 2, ως συνδικαιούχοι, διατηρούσαν στην Εναγόμενη εμπρόθεσμο καταθετικό λογαριασμό, με πιστωτικό υπόλοιπο €405,278.46 (βλέπε Τεκμήρια 5, 6, 7 και 8[3], στο εξής «ο επίδικος λογαριασμός»). Στις 14.03.2013, επισκέφθηκαν συγκεκριμένο υποκατάστημα της Εναγόμενης (άλλο από το υποκατάστημα στο οποίο ανοίχτηκε και διατηρείτο ο επίδικος λογαριασμός), στο οποίο διευθυντής ήταν ο Μ.Υ.1, το οποίο επισκέπτονταν συχνά για την εξυπηρέτησή τους, και ανέφεραν στον τελευταίο ότι επιθυμούσαν να καταστήσουν τα τέκνα τους, Ενάγοντες 3 και 4, συνδικαιούχους του εν λόγω λογαριασμού, χωρίς δικαίωμα υπογραφής, το οποίο θα συνέχιζαν να διατηρούν οι ίδιοι. Στη βάση του αιτήματος αυτού, ο Μ.Υ.1 παρέδωσε στους Ενάγοντες 1 και 2 συγκεκριμένα έγγραφα που θα έπρεπε να υπογράψουν, πράγμα το οποίο και έπραξαν, καθώς επίσης και άλλα έγγραφα, που θα υπογράφονταν από τους Ενάγοντες 3 και 4, οι οποίοι, τη δεδομένη στιγμή, απουσίαζαν στο εξωτερικό (Αργεντινή).

 

               Οι Ενάγοντες 1 και 2 - αφού πρώτα παρέδωσαν τα έγγραφα που υπέγραψαν οι ίδιοι - ακολούθως αποχώρησαν από το εν λόγω υποκατάστημα της Εναγόμενης και την επομένη ταξίδεψαν για Αργεντινή. Εκεί έλαβαν τις υπογραφές των Εναγομένων 3 και 4, επί των εγγράφων που τους δόθηκαν από τον Μ.Υ.1 σε σχέση με αυτούς. Στις 25.03.2013, ο συνήγορος των Εναγόντων, ο οποίος βρισκόταν, επίσης, στην Αργεντινή (τελείτο, εκεί, ο γάμος του Ενάγοντα 3), επέστρεψε στην Κύπρο και παράδωσε, την ίδια μέρα, τα υπογραμμένα, από τους Ενάγοντες 3 και 4, έγγραφα στον Μ.Υ.1, ο οποίος, τη δεδομένη στιγμή, βρισκόταν στο τότε Συνεδριακό Κέντρο της Εναγόμενης, στο πλαίσιο συνάντησης των διευθυντών των υποκαταστημάτων της, με τη διοίκηση της, αναφορικά με τα ανακύψαντα θέματα των τότε ημερών.

 

               Μεταξύ τις 14.03.2013 μέχρι και τις 27.03.2013, έλαβαν χώρα τα εξής γεγονότα: Στις 15.03.2013 (Παρασκευή), η Εναγόμενη λειτούργησε κανονικά. Οι 16.03.2013 και 17.03.2013, ήταν σαββατοκύριακο. Η 18.03.2013, ήταν δημόσια αργία. Λόγω των γνωστών γεγονότων που ταλάνισαν την οικονομία της Δημοκρατίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, στη βάση των προνοιών της Κ.Δ.Π. 84/2013, η 19.03.2013 και η 20.03.2013, κηρύχθηκαν ως ειδικές τραπεζικές αργίες. Ως τέτοιες κηρύχθηκαν, με την Κ.Δ.Π. 85/2013, και η 21.03.2013 και 22.03.2013. Ακολούθησε το Σαββατοκύριακο 23.03.2013 και 24.03.2013, και η 25.03.2013 ήταν δημόσια εθνική αργία. Ακολούθως, στη βάση των προνοιών της Κ.Δ.Π. 95/2013, κηρύχθηκαν ως ειδικές τραπεζικές αργίες η 26.03.2013 και 27.03.2013, και η επάνοδος των εργασιών όλων των τραπεζικών ιδρυμάτων έγινε στις 28.03.2013. Καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου αυτής (από το απόγευμα στις 15.03.2013 μέχρι και τις 27.03.2013) δεν διενεργούντο οποιεσδήποτε τραπεζικές συναλλαγές, μεταξύ των οποίων και η αλλαγή και/ή προσθήκη δικαιούχων σε τραπεζικούς λογαριασμούς, ως εν προκειμένω[4]. Στις 28.03.2013, όταν και επανάρχισε η λειτουργία της Εναγόμενης, χωρίς, προηγουμένως, να ενημερωθούν, σχετικώς, οι Ενάγοντες, κατ’ εφαρμογή των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν στη βάση του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013 και εφαρμόστηκαν στις 26.03.2013 (στο εξής «τα Διατάγματα»), επήλθε απομείωση του επίδικου λογαριασμού από την οποία εξαιρέθηκαν μόνο €200.000 (€100.000 για έκαστο εκ των Εναγόντων 1 και 2), χωρίς να συνυπολογιστεί, για τη διεργασία αυτή, το όποιο τυχόν δικαίωμα των Εναγόντων 3 και 4, στη βάση της επίδικης εντολής που δόθηκε στις 14.03.2013, με αποτέλεσμα ο επίδικος λογαριασμός, να συνεχίζει να έχει ως συνδικαιούχους μόνο τους Ενάγοντες 1 και 2 και να παρουσιάζει, πλέον, εμφανώς μειωμένο πιστωτικό υπόλοιπο[5], για την οποία μείωση, η Εναγόμενη παραχώρησε στου Ενάγοντες 1 και 2, ως αντάλλαγμα (στη βάση των σχετικών προνοιών των Διαταγμάτων) 118,617 μετοχές της[6].

 

              Μετά την επάνοδο των Εναγόντων 1 και 2 στην Κύπρο - λίγες μέρες μετά την παράδοση των ανωτέρω, αναφερόμενων, υπογραμμένων από τους Ενάγοντες 3 και 4, εγγράφων, στην Εναγόμενη - επεδίωξαν να ενημερωθούν ως προς το κατά πόσο εκτελέστηκε η εντολή τους για να προστεθούν οι Ενάγοντες 3 και 4 ως συνδικαιούχοι του επίδικου λογαριασμού. Ενημερώθηκαν, τότε, για πρώτη φορά, ότι η εντολή τους δεν εκτελέστηκε και ότι ήταν αδύνατο, πλέον, να εκτελεστεί λόγω των γεγονότων που μεσολάβησαν, αλλά και των προνοιών των σχετικών Διαταγμάτων. Ακολούθησε επιστολή του συνηγόρου των Εναγόντων ημερομηνίας 08.04.2013, με την οποία ζητείτο από την Εναγόμενη όπως επιβεβαιώσει, γραπτώς, την προσθήκη των Εναγόντων 3 και 4 ως συνδικαιούχους του επίδικου λογαριασμού (βλ. Τεκμήριο 2(α)). Η εν λόγω επιστολή δεν απαντήθηκε από την Εναγόμενη, με αποτέλεσμα, στις 24.04.2013, ο συνήγορος των Εναγόντων να αποστείλει νέα, υπενθυμιτική, επιστολή (βλέπε Τεκμήριο 2(β)). Ούτε η επιστολή αυτή απαντήθηκε από την Εναγόμενη, και στις 09.05.2013 καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή.

 

              Τα πιο πάνω, κοινώς αποδεκτά, γεγονότα, αποτελούν πλέον ευρήματα του Δικαστηρίου.

 

Οι εκδοχές των μερών

Η εκδοχή των Εναγόντων

              Στη βάση της εκδοχής των Εναγόντων, στις 14.03.2013, οι Ενάγοντες 1 και 2 έδωσαν ρητή εντολή στην Εναγόμενη, μέσω του Μ.Υ.1, όπως προχωρήσει και προσθέσει τους Ενάγοντες 3 και 4 ως συνδικαιούχους του εν λόγω λογαριασμού, χωρίς, ωστόσο, τούτοι (Ενάγοντες 3 και 4) να έχουν δικαίωμα υπογραφής. Ο Μ.Υ.1, ως εκπρόσωπος της Εναγόμενης, διαβεβαίωσε τους Ενάγοντες 1 και 2 ότι η εντολή τους θα εκτελεστεί αυθημερόν, αφού, προηγουμένως, ζήτησε και έλαβε από αυτούς υπογραμμένα σχετικά έντυπα για σκοπούς εκτέλεσης της. Κατά τη συνάντηση αυτή, ο Μ.Υ.1 παράδωσε στους Ενάγοντες 1 και 2 επιπρόσθετα έγγραφα τα οποία ζήτησε από αυτούς να υπογράψουν οι Ενάγοντες 3 και 4, χωρίς ποτέ να θέσει την επιστροφή των εγγράφων αυτών, υπογραμμένων από τους τελευταίους, ως προϋπόθεση για την εκτέλεση της εντολής. Τουναντίον, ως οι Ενάγοντες προτάσσουν, στη βάση των όσων διαμείφθηκαν μεταξύ των Εναγόντων 1 και 2 και του Μ.Υ.1, την εν λόγω ημέρα, εκείνο που αφήνετο, ξεκάθαρα, να εννοηθεί ήταν ότι η εντολή θα εκτελείτο αυθημερόν και η επιστροφή των εγγράφων που θα υπέγραφαν οι Ενάγοντες 3 και 4 αποτελούσε απλώς μία τυπική ενέργεια, η οποία δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την εκτέλεσή της. Ουδέποτε οι Ενάγοντες είχαν ενημερωθεί ότι εποικείτο η στάση εργασιών των τραπεζών ή η οποιαδήποτε απομείωση των καταθέσεων των πελατών της Εναγόμενης, και η απόφασή τους να καταστήσουν τους Ενάγοντες 3 και 4 (υιούς τους) συνδικαιούχους του επίδικου λογαριασμού, ήταν το αποτέλεσμα της ήδη ειλημμένης πρόθεσής τους, να πράξουν τούτο για κληρονομικούς λόγους. Ούτε στις 25.03.2013, όταν και παράδωσαν, μέσω του συνηγόρου τους, τα υπογραμμένα, από τους Ενάγοντες 3 και 4, έγγραφα στην Εναγόμενη, γνώριζαν περί της όποιας ενδεχόμενης απομείωσης των καταθέσεων. Μέχρι και την παράδοση των εν λόγω εγγράφων, από τον συνήγορό τους, στην Εναγόμενη, οι Ενάγοντες δεν γνώριζαν ότι δεν είχε εκτελεστεί η εντολή τους, ούτε ότι η Εναγόμενη θεωρούσε την επιστροφή, σε αυτή, των εν λόγω εγγράφων ως προϋπόθεση για την εκτέλεσή της. Περί τούτου ενημερώθηκαν, για πρώτη φορά, όταν επέστρεψαν στην Κύπρο και αναζήτησαν να ενημερωθούν σχετικώς. Μετά την ενημέρωση αυτή, αλλά και τη μη απάντηση της Εναγόμενης στις επιστολές του συνηγόρου τους, είχαν ήδη αποφασίσει ότι θα επιλύσουν τη διαφορά τους στα Δικαστήρια, αφού, κατά την εκδοχή τους, ο Μ.Υ.1, μετά τις 28.03.2013, ενημέρωσε τον Ενάγοντα 1, ότι ο λόγος που δεν εκτελέστηκε η επίδικη εντολή τους ήταν γιατί παρέπεσε, και όχι λόγω αδυναμίας εκτέλεσής της κατά το χρόνο που δόθηκε, καθώς επίσης και ότι, στη βάση της πεποίθησής του (του Μ.Υ.1), το Δικαστήριο θα τους δικαίωνε, αφού, εξόφθαλμα, η εντολή δόθηκε πριν τις 15.03.2013 όταν και επήλθε η στάση εργασιών των τραπεζών. Μολονότι οι Ενάγοντες πικράθηκαν από τη στάση της Εναγόμενης, και παρά το γεγονός ότι είχαν, στο μεταξύ, καταχωρήσει την παρούσα αγωγή, τον Ιούνιο του 2013 ανανέωσαν τον επίδικο λογαριασμό (με εμφανώς μειωμένο, πλέον, πιστωτικό υπόλοιπο), προσθέτοντας - με τη χρήση των εγγράφων που είχαν ήδη υπογράψει, από τον Μάρτη του εν λόγω έτους, οι υιοί τους - ως συνδικαιούχους τους Ενάγοντες 3 και 4, και τούτο γιατί θεωρούσαν ότι, λόγω και της αγωγής, το όλο ζήτημα θα επιλυόταν εξωδίκως και θα δικαιώνονταν.

              Κατά τους Ενάγοντες, στις 14.03.2013, στη βάση των ενεργειών και διαμειφθέντων που έλαβαν χώρα μεταξύ των Εναγόντων 1 και 2 και του Μ.Υ.1, συνομολογήθηκε σύμβαση μεταξύ τους και της Εναγόμενης, με ουσιώδη όρο όπως η τελευταία εκτελέσει την εντολή τους αυθημερόν, όρο τον όποιο η Εναγόμενη παραβίασε. Εν πάση περιπτώσει, στη βάση των ίδιων δεδομένων, ως η εκδοχή τους, οι Ενάγοντες προβάλλουν και τη θέση ότι η Εναγόμενη κατέστη εμπιστευματοδόχος, όλων των Εναγόντων, για τους οποίους, έκτοτε, (14.03.2013), κατείχε όλα τα χρήματα του επίδικου λογαριασμού, και, κατά συνέπεια, κατά την εφαρμογή των Διαταγμάτων που εκδόθηκαν και εφαρμόστηκαν στις 26.03.2013, τούτη δεν θα έπρεπε να προχωρήσει στην απομείωση οποιουδήποτε ποσού κάτω των €400,000,00 αφού, ως ισχυρίζονται, θα έπρεπε να αποφευχθεί η όποια απομείωση για €100,000.00 για έκαστο συνδικαιούχο. Τέλος, αποτελεί, διαζευκτική, θέση των Εναγόντων ότι, δεδομένης της παράδοσης, στις 25.03.2013 - και δη πριν την έκδοση των Διαταγμάτων - των εγγράφων που υπέγραψαν οι Ενάγοντες 3 και 4 στην Εναγόμενη, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η παράδοση τους, στην Εναγόμενη, αποτελούσε προϋπόθεση για την εκτέλεση της επίδικης εντολής τους, τούτα είχαν παραδοθεί σε αυτήν και, κατά συνέπεια, θα έπρεπε η εντολή να εκτελεστεί και να μην αφεθούν τα γεγονότα που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες (έκδοση Διαταγμάτων) να ανατρέψουν την πορεία των πραγμάτων.

 

              Στη βάση της ανωτέρω εκδοχής τους, οι Ενάγοντες επιδιώκουν τις θεραπείες, στις οποίες έγινε αναφορά στο αρχικό στάδιο της παρούσας απόφασης

 

Η εκδοχή της Εναγόμενης 

              Κατά την Εναγόμενη, ουδέποτε συνομολογήθηκε η επικαλούμενη από τους Ενάγοντες συμφωνία. Κατά τις 14.03.2013, ο Μ.Υ.1, με ξεκάθαρο τρόπο ανάφερε στους Ενάγοντες 1 και 2 ότι η εντολή τους δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί χωρίς, προηγουμένως, να παραδοθούν στην Εναγόμενη υπογραμμένα τα σχετικά έγγραφα από τους Ενάγοντες 3 και 4. Εν πάση περιπτώσει, η εντολή αυτή δεν θα ήταν δυνατό να εκτελεστεί, καθότι ο Μ.Υ.1 ήταν διευθυντής υποκαταστήματος άλλου από το υποκατάστημα στο οποίο ανοίχθηκε και διατηρείτο ο επίδικος λογαριασμός, με αποτέλεσμα, στη βάση της σχετικής πρακτικής, πολιτικής και των σχετικών εγκυκλίων της Εναγόμενης, η όποια μεταβολή των δικαιούχων ενός λογαριασμού μπορούσε να διενεργηθεί μόνο από το υποκατάστημα στο οποίο τούτος διατηρείτο. Επίσης, πλην όμως συναφώς, δεδομένου ότι ο Ενάγοντας 3 ουδέποτε διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό στην Εναγόμενη, αλλά και γιατί οι Ενάγοντες 3 και 4 ήταν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, κατά την Εναγόμενη, δεν θα ήταν δυνατή η προσθήκη τους ως συνδικαιούχοι του επίδικου λογαριασμού αν δεν υπέγραφαν και επέστρεφαν τα συγκεκριμένα έγγραφα προηγουμένως, καθότι θα έπρεπε, πρώτα, να καταστούν πελάτες της Εναγόμενης, και μετά συνδικαιούχοι του επίδικου λογαριασμού. Προβάλλει, ακόμη, ότι, και να συνομολογήθηκε η επικαλούμενη από τους Ενάγοντες συμφωνία στις 14.03.2013, η εκτέλεσή της τελούσε υπό την αίρεση ότι θα παραδίδονταν στην Εναγόμενη τα υπογραμμένα, από τους Ενάγοντες 3 και 4, έγγραφα, τα οποία δεν παραδόθηκαν μέχρι και τις 25.03.2013, όταν και επήλθε, ήδη, η υποχρεωτική στάση των εργασιών της στη βάση των Κ.Δ.Π. που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Ως η Εναγόμενη προτάσσει, όταν και εφόσον ήταν δυνατή, πλέον, η διενέργεια τραπεζικών συναλλαγών, ως η επίδικη εντολή των Εναγόντων, είχαν ήδη εκδοθεί τα Διατάγματα, με αποτέλεσμα να μην ήταν πλέον επιτρεπτό στην Εναγόμενη να εκτελέσει την εντολή, για λόγους για τους οποίους δεν ευθύνεται, καθότι όφειλε να συμμορφωθεί με τις νομοθετικές επιταγές που προέκυψαν. Στη βάση της θεώρησης αυτής, πάντα κατά την Εναγόμενη, μία τέτοια τυχόν συμφωνία ματαιώθηκε (frustrated) για λόγους που δεν ευθύνεται η ίδια. Ως προς τη θέση των Εναγόντων ότι, στη βάση των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή, δημιουργήθηκε εμπίστευμα, η Εναγόμενη προβάλλει ότι, η θέση αυτή, μολονότι επιτρέπεται, ως διαζευκτική βάση, να προβληθεί δικογραφικώς, δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο, καθότι, κατά την παρουσίαση, πλέον, της υπόθεσης των Εναγόντων, μέσω της μαρτυρίας τους, επέλεξαν να προωθήσουν την εκδοχή της συνομολόγησης σύμβασης, κάτι που τους στερεί πλέον το δικαίωμα να επικαλούνται τη δημιουργία εμπιστεύματος. Συναφώς πάντα, προβάλλει και τη θέση ότι, για να είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε εμπίστευμα, θα έπρεπε να παρουσιαστεί μαρτυρία, από πλευράς των Εναγόντων, ότι κατά την υποβολή της εντολής από τους Ενάγοντες 1 και 2, στις 14.03.2013, τούτοι ήταν ειδικώς και σχετικώς εξουσιοδοτημένοι από τους Ενάγοντες 3 και 4, ώστε να τους καταστήσουν μέρη της συμφωνίας και ότι μετέφεραν την ιδιότητά και πρόθεσή τους αυτή στην Εναγόμενή. Συναφώς, κατά την Εναγόμενη, στο απόγειο της αποδεικτικής αξίας της σχετικής μαρτυρίας που προσκόμισαν οι Ενάγοντες, ουδέποτε οι Ενάγοντες 1 και 2 ανάφεραν ότι είχαν σχετική εξουσιοδότηση από τους Ενάγοντες 3 και 4, και ουδέποτε μετέφεραν στον Μ.Υ.1 ότι ενεργούσαν ως αντιπρόσωποι των τελευταίων με σκοπό να καταστήσουν τούτους συμβαλλόμενους στην εν προκειμένω, κατ' ισχυρισμό, συμφωνία. Εξ ου, πάντα κατά την Εναγόμενη, η υπογραφή των εγγράφων από τους Ενάγοντες 3 και 4 και η επιστροφή τους σε αυτή αποτελούσε προϋπόθεση για καταστούν οι Ενάγοντες 3 και 4 πελάτες της. Αποτελεί, επιπρόσθετη, θέση της Εναγόμενης ότι, οι Ενάγοντες κωλύονται να προωθούν την παρούσα αγωγή, συνεπεία της συμπεριφοράς που υπέδειξαν σε χρόνο μετά την απομείωση, αλλά και μετά την καταχώρηση της (της αγωγής), αφού, χωρίς να επιφυλάξουν το οποιοδήποτε δικαίωμα τους, τον Ιούνιο του 2013, υπέβαλαν αίτημα για προσθήκη των Εναγόντων 3 και 4 ως συνδικαιούχους του επίδικου λογαριασμού – με εμφανώς μειωμένο, λόγω της απομείωσης, πιστωτικό υπόλοιπο - με τη χρήση των εγγράφων που είχαν υπογραφτεί κατά τον Μάρτιο του 2013. Ακόμα, δεδομένης της μη προσθήκης, μέχρι και τη καταχώρηση της αγωγής, των Εναγόντων 3 και 4 ως συνδικαιούχους στον επίδικο λογαριασμό, τούτοι δεν είχαν έννομο συμφέρον (locus standi) να την καταχωρήσουν, αλλά και να την προωθούν, επί τη βάσει της παράβασης σύμβασης. Τέλος, η Εναγόμενη προβάλλει και τη θέση ότι, οι Ενάγοντες 1 και 2, ανεξαρτήτως της τύχης των ανωτέρω επιχειρημάτων τους, δεν απέδειξαν ότι υπέστηκαν οποιανδήποτε ζημιά, καθότι, στο πλαίσιο της απομείωσης, εκδόθηκαν στο όνομα τους μετοχές της Εναγόμενης, εν είδει αποζημίωσης, για την αξία των οποίων δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία από καμία πλευρά, με αποτέλεσμα να έχουν αποτύχει να αποδείξουν ότι, παρά το αντάλλαγμα αυτό, έχουν υποστεί οικονομική ζημιά.

 

Ακροαματική διαδικασία

              Για σκοπούς απόδειξης της υπόθεσης τους, εκ μέρους των Εναγόντων, κατάθεσε ο Ενάγοντας 1. Για σκοπούς αναχαίτισης της αγωγής, εκ μέρους της Εναγόμενης, κατάθεσε ο Γ. Γεωργιάδης (Μ.Υ.1), ο Ε. Τάσουλας (Μ.Υ.2), η M. Αρτεμίου (Μ.Υ.3) και ο M. Στυλιανού (Μ.Υ.4).

 

Συνοπτική παράθεση της μαρτυρίας 

Ο Ενάγοντας 1 

              Ο Ενάγοντας 1 προώθησε ισχυρισμούς ως η ανωτέρω εκδοχή των Εναγόντων, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται ανάγκη να επαναλάβω τούτη στο σημείο αυτό. Ήταν επίμονος στη θέση ότι, η απόφαση του και της Ενάγουσας 2 να καταστήσουν τα τέκνα τους, Εναγόμενους 3 και 4, συνδικαιούχους του επίδικου λογαριασμού, δεν σχετιζόταν με την όποια γνώση τους (των Εναγόντων 1 και 2), την οποία δεν είχαν, περί της όποιας στάσης εργασιών των τραπεζών ή επικείμενης απομείωσης των καταθέσεων στην Εναγόμενη, παρά μόνο για κληρονομικούς λόγους. Επίμονος ήταν και στο ότι, μέχρι και την επιστροφή τους από την Αργεντινή, δεν γνώριζαν περί της όποιας ενδεχόμενης απομείωσης, ούτε και ότι η Εναγόμενη δεν είχε εκτελέσει την εντολή που έδωσαν στις 14.03.2013. Επέμεινε, επίσης, στο ότι, στη βάση των όσων διαμείφθηκαν μεταξύ του ιδίου και του Μ.Υ.1, στις 14.03.2013, τόσο ο ίδιος όσο και η Ενάγουσα 2 τελούσαν υπό την αντίληψη ότι η εντολή θα εκτελείτο αυθημερόν και ότι η επιστροφή των εγγράφων που θα υπέγραφαν οι Ενάγοντες 3 και 4 ήταν τυπική και μη αναγκαία, εν είδει προϋπόθεσης, για σκοπούς εκτέλεσης της εντολής τους. Ως προς το γιατί στην επιστολή του συνηγόρου τους, ημερομηνίας 08.04.2013 (Τεκμήριο 2(α)), παρουσιάζεται η εικόνα ότι εκτελέστηκε η εν λόγω εντολή και απλώς επιζητείτο γραπτή επιβεβαίωση του γεγονότος αυτού, ενώ, από προηγουμένως, είχε ενημερωθεί από την Εναγόμενη ότι τούτη (η εντολή) δεν είχε εκτελεστεί, ανάφερε ότι αυτά είναι ζητήματα που αφορούν τον συνήγορό τους, αφού είχαν ήδη αποφασίσει ότι η διαφορά θα κατέληγε στα Δικαστήρια. Αναφορικά με το γιατί, τον Ιούνιο του 2013, αποδέχτηκε την ανανέωση του επίδικου λογαριασμού (με εμφανώς μειωμένο πιστωτικό υπόλοιπο) με τη χρήση των εγγράφων που είχαν ήδη συμπληρωθεί και υπογραφεί από το Μάρτιο του 2013, ενώ, στο μεταξύ, είχαν ήδη ενημερωθεί ότι (α) η εντολή τους δεν εκτελέστηκε, (β) σεβαστό ποσό της κατάθεσης είχε απομειωθεί και (γ) είχαν, ήδη, καταχωρήσει την παρούσα αγωγή, ισχυρίστηκε ότι αυτό έγινε λόγω των καλών σχέσεων που διατηρούσαν με την Εναγόμενη και ειδικότερα με τον Μ.Υ.1, ο οποίος ήταν υποστηρικτικός, στη βάση της θεώρησης ότι, αργά ή γρήγορα, η υπόθεση θα διευθετείτο εξωδικαστικώς. Επέμεινε, τέλος, στη θέση του ότι, ο Μ.Υ.1, μετά τις 28.03.2013, τον ενημέρωσε ότι η εντολή δεν εκτελέστηκε λόγω του ότι παρέπεσε και όχι ως αποτέλεσμα αδυναμίας εκτέλεσής της λόγω μη έγκαιρης προσκόμισης των υπογραμμένων από τους Ενάγοντες 3 και 4 εγγράφων.  

 

Μ.Υ.1

              Ο Μ.Υ.1, ανάφερε ότι, στις 14.03.2013, έλαβε χώρα η συνάντηση του με τους Ενάγοντες 1 και 2, οι οποίοι και ζήτησαν να προσθέσουν τους Ενάγοντες 3 και 4 ως συνδικαιούχους στον επίδικο λογαριασμό χωρίς δικαίωμα υπογραφής. Ανάφερε, ακόμα, ότι, όλα τα έγγραφα που τους έδωσε, «υπογραμμένα και μη», θα αποστέλλονταν, ακολούθως, στο κατάστημα της Εναγόμενης, στην Λεωφόρο Καντάρας, στο Καϊμακλί, στο οποίο ανοίχθηκε και διατηρείτο ο εν λόγω λογαριασμός για τις περαιτέρω ενέργειες. Επί τούτου σημείωσε ότι, στη βάση σχετικής πρακτικής της Εναγόμενης, η προσθήκη νέων δικαιούχων σε κάποιο λογαριασμό μπορούσε να διενεργηθεί μόνο από το κατάστημα στο οποίο διατηρείτο ο λογαριασμός, και τούτο γιατί, για τη συγκεκριμένη τροποποίηση (προσθήκη συνδικαιούχων), το ηλεκτρομηχανογραφικό σύστημα της Εναγόμενης δεν επιτρέπει σχετική επέμβαση, παρά μόνο από ηλεκτρονικό υπολογιστή που βρίσκεται στο κατάστημα στο οποίο διατηρείται ο συγκεκριμένος λογαριασμός. Ως προς τα όσα διαμείφθηκαν στις 14.03.2013, ισχυρίστηκε ότι, στους Ενάγοντες 1 και 2, «... ανέφερα ότι θα κατέβαλλα προσπάθεια να προστεθούν τα παιδιά τους στην κατάθεση εφόσον δεν θα ήταν signatories στον λογαριασμό αλλά απλά συνδικαιούχοι».

 

              Παρεμβάλλω, στο σημείο αυτό ότι, ως προς το ανωτέρω μέρος της μαρτυρίας του, ο Μ.Υ.1 δεν αντεξετάστηκε.

 

               Επανερχόμενος στη μαρτυρία του, επί των όσων αντεξετάστηκε, ο Μ.Υ.1 συμφώνησε ότι γνώριζε τον Ενάγοντα 1 και ότι εξυπηρετούσε τούτον στο υποκατάστημα στο οποίο ήταν διευθυντής για διάφορες τραπεζικές εργασίες. Δέχθηκε, επίσης, ότι, όταν εξυπηρετούσε οποιονδήποτε πελάτη στο κατάστημα, το έπραττε ως εκπρόσωπος της Εναγόμενης, χωρίς ποτέ να ενημερώνει τον πελάτη αν τα όσα έπραττε ήταν συμβατά ή αντίθετα με τις εκάστοτε εγκυκλίους της τελευταίας. Συμφώνησε, ακόμα, με την υποβληθείσα θέση ότι, στις 25.03.2013, βρισκόταν στο τότε Συνεδριακό Κέντρο της Εναγόμενης, στα πλαίσια συνάντησης με τη διοίκηση της για τα τρέχοντα θέματα εκείνων των ημερών, ώστε να τύχει ενημέρωσης για το πως θα λειτουργήσει η Εναγόμενη όταν θα άνοιγαν ξανά οι τράπεζες και ότι, κατ' εκείνην την ημέρα, εντός του Συνεδριακού Κέντρου, ο συνήγορος των Εναγόντων του παράδωσε τα έγγραφα που είχαν υπογράψει οι Ενάγοντες 3 και 4, αναφέροντας, επίσης, ότι, η εκεί παρουσία του, στο Συνεδριακό Κέντρο, δεν ήταν υπό την όποια προσωπική του ιδιότητα, αλλά υπό την ιδιότητα του ως τραπεζικός υπάλληλος της τελευταίας.

 

Μ.Υ. 2, Μ.Υ. 3 και Μ.Υ. 4

              Οι Μ.Υ.2, Μ.Υ.3 και η Μ.Υ.4, κατέθεσαν, υπό την ιδιότητα τους ως λειτουργοί της Εναγόμενης, και μέσω της μαρτυρίας τους, προώθησαν ισχυρισμούς σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη εκδοχή της Εναγόμενης, όχι ως προς το τι διαμείφθηκε μεταξύ Εναγόντων 1 και 2 και Μ.Υ.1, - για τα οποία τελούσαν υπό άγνοια - αλλά αναφορικά με τις διάφορες εγκυκλίους, πολιτική και πρακτική της Εναγόμενης και κατά πόσο, στη βάση τους, ήταν δυνατή η εκτέλεση της επίδικής εντολής στις 14.03.2013 ή μετέπειτα, μέχρι και τις 28.03.2013, όταν και επαναλειτούργησε η Εναγόμενη. Μέσω τους κατατέθηκαν αριθμός τεκμηρίων (όπως, Εγκύκλιοι, Τεκμήρια 9.1 και 10, Κώδικας Συμπεριφορά Υπαλλήλων της Εναγόμενης, Τεκμήριο 9.2, Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις, Τεκμήριο 9.3, και όλα τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν, τον Ιούνιο του 2013, για την ανανέωση του επίδικου λογαριασμού, με συνδικαιούχους, πλέον, τους Ενάγοντες 3 και 4, Τεκμήριο 11). Επί τούτων των θέσεων τους, και δη το τι ακριβώς ίσχυε, εσωτερικά, στην Εναγόμενη, για σκοπούς εκτέλεσης της επίδικης εντολής πριν την έκδοση των Διαταγμάτων, αλλά και το πώς επενέργησαν τούτα (τα Διατάγματα) για τις μετέπειτα εξελίξεις, οι εν λόγω μάρτυρες δεν αντεξετάστηκαν.

 

              Η αντεξέτασή τους, ως επί το πλείστο, καταπιάστηκε με το κατά πόσο οι πελάτες της Εναγόμενης, περιλαμβανομένων των Εναγόντων, ήταν ενήμεροι των διαφόρων εγκυκλίων και ή πολιτικής και ή πρακτικής που ακολουθούσε τούτη για σκοπούς εκτέλεσης των διαφόρων εντολών τους, και οι μάρτυρες ανέφεραν ότι, οι, εν προκειμένω, εγκύκλιοι, πολιτική και πρακτική απευθύνονταν στους λειτουργούς της Εναγόμενης και μόνο, και όχι στους πελάτες. Και οι τρεις, αυτοί, μάρτυρες, αποδέχτηκαν, στην ουσία, ότι, στη βάση του τρόπου που οι λειτουργοί της Εναγόμενης επικοινωνούν με τον πελάτη και συναλλάσσονται με αυτόν, ο τελευταίος θεωρεί ότι ενεργούν σύμφωνα με τις εγκυκλίους, πολιτική και πρακτική της Εναγόμενης, χωρίς να γνωρίζουν αν τούτο ισχύει ή όχι. Επιπροσθέτως, ο Μ.Υ.2, ο οποίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν ο διευθυντής του υποκαταστήματος της Εναγόμενης στο Καϊμακλί, στο οποίο και ανοίχθηκε και διατηρείτο ο επίδικος λογαριασμός, δεν αμφισβήτησε την υποβληθείσα, σ' αυτόν, θέση ότι, οι Ενάγοντες 1 και 2 εξυπηρετούντο, σε σχέση με αυτόν (τον επίδικο λογαριασμό) και από άλλα υποκαταστήματα της Εναγόμενης. Ο δε Μ.Υ.4, ερωτηθείς, κατά την αντεξέτασή του, ως προς το κατά πόσο οι μετοχές που δόθηκαν στους Ενάγοντες 1 και 2, συνεπεία της απομείωσης, ήταν «οι ίδιες μετοχές με εκείνες που κουρεύτηκαν;», απάντησε «Είμαι παθών, ναι, δεν ήταν οι ίδιες».

 

Αξιολόγηση

Ενάγοντας 1

               Μολονότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του Ενάγοντα 1 το αποδέχομαι, αφού οι σχετικοί ισχυρισμοί του ήταν (α) πειστικοί, (β) δεν αμφισβητήθηκαν και (γ) υποστηρίζονται και από την λοιπή, ενώπιόν μου, σχετική μαρτυρία, εντούτοις, για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, συγκεκριμένους ισχυρισμούς του δεν μπορώ να τους δεχτώ. Και τούτο γιατί, είτε αυτοί δεν υποστηρίζονται από, ή ακόμα και συγκρούονται με, την λοιπή, ενώπιόν μου, κοινώς αποδεκτή μαρτυρία, είτε δεν συμβιβάζονται με τη σχετική αναντίλεκτη ενώπιόν μου μαρτυρία, είτε συγκρούονται με τη κοινή λογική.

 

               Πιο συγκεκριμένα, μολονότι ότι αποδέχομαι ότι στο πλαίσιο της συνομιλίας του με τον Μ.Υ.1, στις 14.03.2013, ουδέποτε του αναφέρθηκε ότι η επίδικη εντολή δεν μπορεί να εκτελεστεί, εκτός αν παραδοθούν, προηγουμένως, τα υπογραμμένα από τους Ενάγοντες 3 και 4 έγγραφα, εντούτοις δεν μπορώ να αποδεχτώ την έτερη, σχετική, θέση του ότι, ο Μ.Υ.1, του ανέφερε ότι η εντολή θα εκτελείτο αυθημερόν. Και τούτο γιατί, επί του προκειμένου, κατέθεσε ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου και ο Μ.Υ.1, ο οποίος τοποθετήθηκε, ευθαρσώς, ως προς τα διαμειφθέντα εκείνης της ημέρας, και δεν αντεξετάστηκε επί τούτων. Στη βάση δε της μη αμφισβητηθείσας, αυτής, θέσης του Μ.Υ.1, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του οποίου θα αναφερθώ κατωτέρω, το μόνο, σχετικό, που ανάφερε στους Ενάγοντες 1 και 2, ήταν ότι θα κατέβαλλε προσπάθεια να προστεθούν οι Ενάγοντες 3 και 4 στον λογαριασμό ως συνδικαιούχοι καθότι δεν ήταν signatories (δεν θα είχαν δικαίωμα υπογραφής), χωρίς να αναφέρει οτιδήποτε ως προς τον χρόνο που θα εκτελείτο η συγκεκριμένη εντολή. Η λογική και μόνο θέλει ότι, αν όντως στη συνομιλία των Εναγόντων 1 και 2 με τον Μ.Υ.1, ο τελευταίος, δεσμεύτηκε να εκτελέσει την εντολή αυθημερόν, ως ο Ενάγοντας 1 ισχυρίστηκε, τούτος θα αντεξεταζόταν σχετικώς και δεν θα αφήνετο η σχετική μαρτυρία του χωρίς αμφισβήτηση (βλ. Frederickou Schools Co κ.α. v. Acuac Inc (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527). Πόσο δε μάλλον όταν, στη βάση της θέσης του αυτής, η εκτέλεση της εντολής εξαρτάτο από το αποτέλεσμα των προσπαθειών που θα κατέβαλλε και όχι, απλώς, από την προώθηση του αιτήματος στο αρμόδιο υποκατάστημα της Εναγόμενης. Το ότι δεν συμφωνήθηκε ότι η εντολή θα εκτελεστεί αυθημερόν, εν πάση περιπτώσει, συνάδει και με τα όσα ισχυρίστηκε ο Ενάγοντας 1, και έγιναν δεκτά, και δη ότι οι Ενάγοντες δεν γνώριζαν περί επικείμενης στάσης των εργασιών των τραπεζών ή την όποια απομείωση των καταθέσεων. Ποιος ο λόγος, στη βάση των ανωτέρω, είτε οι Ενάγοντες 1 και 2 να αιτηθούν είτε ο Μ.Υ.1 να νιώσει την ανάγκη να διαβεβαιώσει ότι η εντολή να εκτελεστεί αυθημερόν, τη στιγμή, που, ως ισχυρίστηκε, και δεν αμφισβητήθηκε, τούτη δεν μπορούσε να εκτελεστεί από το υποκατάστημά του; 

 

               Δέχομαι, ωστόσο, πάντα συναφώς, ότι στη βάση της συνομιλίας τους με τον Μ.Υ.1, οι Ενάγοντες 1 και 2 ορθώς εξέλαβαν ότι η επιστροφή υπογραμμένων των εγγράφων που αφορούσαν τους Ενάγοντες 3 και 4, δεν αποτελούσε, εκ προοιμίου, εμπόδιο για σκοπούς εκτέλεσης της εντολής τους από την Εναγόμενη. Εξ άλλου, καμία μαρτυρία παρουσιάστηκε που να θέλει την Εναγόμενη να έχει επικοινωνήσει τέτοια πρόθεση σε αυτούς.      

 

              Δεν μπορώ, όμως, να αποδεχτώ τη θέση του ότι, περί τα τέλη Μαρτίου 2013, όταν και επέστρεψαν από την Αργεντινή, ο Μ.Υ.1 του ανάφερε ότι η εντολή δεν εκτελέστηκε λόγω αμέλειας της Εναγόμενης (παρέπεσε) και ότι θα μπορούσε να προχωρήσει δικαστικώς, καθότι τα Δικαστήρια θα τον δικαίωναν. Και τούτο, για τον ίδιο λόγο, που ανέπτυξα ανωτέρω, σε σχέση με την αντίστοιχη, μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία του Μ.Υ.1. Επαναλαμβάνω ότι ο τελευταίος κατάθεσε ενόρκως και στη βάση της μαρτυρίας του παρουσίασε τον εαυτό του να έρχεται σε επικοινωνία με τους Ενάγοντες 1 και 2 στις 14.03.2013, χωρίς ποτέ να ισχυριστεί ότι συναντήθηκαν και τα τέλη Μαρτίου. Επίσης, στη βάση της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, δεν θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί η τροποποίηση των δικαιούχων του επίδικου λογαριασμού από το υποκατάστημα του οποίου ηγείτο, παρά μόνο από το υποκατάστημα του Καϊμακλίου. Θέσεις οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση. Ούτε καν ρωτήθηκε σχετικώς. Αν όντως τα όσα ισχυρίστηκε ο Ενάγοντας 1 αναφορικά με, κατ’ ισχυρισμό, συνομιλία του με τον Μ.Υ.1 περί τέλη Μαρτίου ήταν ορθά, η λογική και μόνο λέει ότι ο Μ.Υ.1 θα αντεξεταζόταν επί τούτων και/ή, εν πάση περιπτώσει, θα τίθετο υπό αμφισβήτηση ο ισχυρισμός του ότι η εμπλοκή του περιορίστηκε στα όσα συζητήθηκαν μεταξύ τους στις 14.03.2013. Κατά τα λοιπά, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Ενάγοντα 1.

 

Μ.Υ.1, Μ.Υ.2, Μ.Υ. 3 και Μ.Υ. 4

              Η αξιολόγηση των μαρτύρων Υπεράσπισης θα γίνει συνολικά, καθότι, στην ουσία, ούτε ο συνήγορος των Εναγόντων ζητεί να κριθεί οποιοσδήποτε εκ των μαρτύρων αυτών αναξιόπιστος. Όπως, ειδικώς σημειώνει στην αγόρευσή του, «... τα γεγονότα της υπόθεσης αυτά στο πλείστο μέρος τους δεν τελούν υπό αμφισβήτηση». Ως δε σημειώθηκε, ήδη, κατά το στάδιο της παράθεσης της μαρτυρίας τους, η αντεξέτασή τους, δεν έγινε με σκοπό να κλονιστεί η αξιοπιστία τους ή να αμφισβητηθούν οι ισχυρισμοί τους, παρά μόνο με σκοπό να τεθούν σε αυτούς διευκρινιστικού και όχι αντιπαραθετικού χαρακτήρα ερωτήσεις για συγκεκριμένο σκοπό, ως τούτος αναφέρθηκε ανωτέρω. Στις δε απαντήσεις που έδωσαν οι μάρτυρες αυτοί επί αυτών των διευκρινιστικών ερωτήσεων, είναι που βασίζεται και ο συνήγορος των Εναγόντων για να προωθήσει τα διάφορα επιχειρήματα τους. Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία των Μ.Υ.2, Μ.Υ.3 και Μ.Υ.4, υποστηρίζεται, εν πολλοίς, από το περιεχόμενο των ενώπιον μου, σχετικών, τεκμηρίων, ενώ όσον αφορά στον Μ.Υ.1, πέραν των διευκρινήσεων του ως προς την όποια γνώση των πελατών της Εναγόμενης για τις εγκυκλίους, πρακτική και πολιτική της, επί των οποίων εδράζονται και τα σχετικά επιχειρήματα των Εναγόντων, επί της λοιπής μαρτυρίας δεν αντεξετάστηκε, παρά της εμφανούς ασυμφωνίας της με τις αντίστοιχες θέσεις του Ενάγοντα 1. Κατά συνέπεια, τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων Υπεράσπισης την αποδέχομαι στο σύνολό της.

 

Τελικά ευρήματα

              Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης της ενώπιόν μου μαρτυρίας, προβαίνω και στα εξής, επιπρόσθετα, ευρήματα.

 

              Κατά τις 14.03.2013, ο Μ.Υ.1, ως αντιπρόσωπος της Εναγόμενης, ανάφερε στους Ενάγοντες 1 και 2 ότι θα καταβάλει προσπάθεια να εκτελεστεί η επίδικη εντολή τους, χωρίς ποτέ να θέσει ως προϋπόθεση για την εκτέλεσή της, την προγενέστερη προσκόμιση στην Εναγόμενη των υπογραμμένων από τους Ενάγοντες 3 και 4 εγγράφων. Ωστόσο, ποτέ δεν ανάφερε ότι η συγκεκριμένη εντολή θα εκτελεστεί αυθημερόν. Τουναντίον, στη βάση της σχετικής συνεννόησης των Εναγόντων 1 και 2 με τον Μ.Υ.1, η εκτέλεση της εντολής τελούσε υπό την προϋπόθεση της επιτυχούς σχετικής προσπάθειας του τελευταίου, για την οποία ουδέποτε έδωσε την όποια εγγύηση ή διαβεβαίωση. Μέχρι και τη λήξη του ωραρίου λειτουργείας της Εναγόμενης στις 15.03.2013, δεν εκτελέστηκε η επίδικη εντολή. Ακολούθως, η Εναγόμενη, είτε λόγω των προνοιών των ανωτέρω αναφερόμενων Κ.Δ.Π. είτε λόγω δημοσίων αργιών ή σαββατοκύριακων, δεν λειτούργησε μέχρι και τις 27.03.2013. Στις 26.03.2013, τέθηκαν σε εφαρμογή τα Διατάγματα και, στη βάση τους, ο επίδικος λογαριασμός υπέστη την ανωτέρω αναφερόμενη απομείωση. Στο πλαίσιο της απομείωσης, στη βάση, και πάλι, των προνοιών των Διαταγμάτων, για τα χρήματα που απομειώθηκαν από τον επίδικο λογαριασμό, δόθηκαν στους Ενάγοντες 1 και 2 οι ανωτέρω αναφερόμενες μετοχές της Εναγόμενης, η αξία των οποίων παρέμεινε άγνωστη στο Δικαστήριο. Τις μετοχές αυτές, οι Ενάγοντες 1 και 2 δεν αρνήθηκαν να τις αποδεχτούν, και ουδέποτε τις επέστρεψαν ή επιδίωξαν να τις επιστρέψουν στην Εναγόμενη. Η εντολή δεν εκτελέστηκε ούτε μετά τις 28.03.2013, μέχρι και τη λήξη της προθεσμίας του επίδικου λογαριασμού. Οι επιστολές του συνηγόρου των Εναγόντων (Τεκμήρια 2(α) και 2(β)), ετοιμάστηκαν από τον ίδιο στο πλαίσιο της στρατηγικής που θα ακολουθούσε για την παρούσα αγωγή, η οποία είχε ήδη, από τότε (από το χρόνο σύνταξης των επιστολών, και δη τον Απρίλιο του 2013,) αποφασιστεί ότι θα καταχωρηθεί. Τον Ιούνιο του 2013 έληγε η προθεσμία του λογαριασμού, και ενώ, στο μεταξύ, επήλθε ρήξη μεταξύ των μερών, και είχε ήδη καταχωρηθεί η παρούσα αγωγή, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, οι Ενάγοντες προχώρησαν και υπέγραψαν ώστε να ανανεωθεί τούτος, με συνδικαιούχους, πλέον, και τους Ενάγοντες 3 και 4, και ενώ το πιστωτικό υπόλοιπό του λογαριασμού ήταν εμφανώς μειωμένο λόγω της απομείωσης. Για σκοπούς της προσθήκης αυτής – των Εναγόντων 3 και 4 ως συνδικαιούχους – στο πλαίσιο της ανανέωσης, χρησιμοποιήθηκαν τα έγγραφα που υπέγραψαν οι Ενάγοντες το Μάρτιο του 2013.

 

              Ωστόσο, η τελευταία αυτή ενέργεια των Εναγόντων (ανανέωση του λογαριασμού τον Ιούνιο του 2013), ανεξαρτήτως του λόγου που έγινε, δεν υπέχει οποιασδήποτε σημασίας για την τύχη της παρούσας αγωγής, καθότι ελλείπει δικογραφημενος ισχυρισμός στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης περί σχετικού κωλύματος των Εναγόντων, να προωθούν την αγωγή. Σημειώνεται, συναφώς, ότι, οι σχετικές ερωτήσεις που τέθηκαν στον Ενάγοντα 1 κατά την αντεξέτασή του, επιτράπηκαν στη βάση της θέσης της συνηγόρου της Εναγόμενης ότι σκοπό έχουν να πλήξουν την αξιοπιστία του, αναγνωρίζοντας τούτη (η συνήγορος) ότι, διαφορετικά, δεν ήταν επιτρεπτές λόγω μη σχετική δικογράφησης.   

 

Νομική πτυχή

Σχέση πελάτη - τράπεζας

               Η συμφωνία που διέπει τις σχέσεις πελάτη και τράπεζας, έχει περιγραφεί από τον Atkin LJ, στην υπόθεση Joahimson v. Swisss Bank Corpn [1921] 3 KB 100, at 117 ως εξής: «The bank undertakes to receive money and to collect bills for its customers account. The proceeds so received are not to be held in trust for the customer, but the bank borrows the proceeds and undertakes to repay them. The promise to repay is to repay at the branch of the bank where the account is kept, and during banking hours. It includes a promise to repay any part of the amount due against the written order of the customer addressed to the bank at the branch, and as such written orders may be outstanding in the ordinary course of business for two or three days, it is a term of the contract that the bank will not cease to do business with the customer except upon reasonable notice. The customer on his part undertakes to exercise reasonable care in executing his written orders so as not to mislead the bank or to facilitate forgery. I think it is necessarily a term of such a contract that the bank is not liable to pay the customer the full amount of his balance until he demands payment from the bank at the branch at which the current account is kept.» (βλ. επίσης, Paget’s Law of Banking, 15th Edition, Σελ.110, παρ.4.7. (στο εξής «το σύγγραμμα Paget’s»)).

 

Χρόνος και τόπος εκτέλεσης εντολής

               Στο σύγγραμμα Paget’s, με αναφορά στα όσα αποφασίστηκαν στην Joahimson (ανωτέρω) και την υπόθεση Bank business hours were considered in Lehman Brothers International (Europe) v. Exxommobil Financial Services [2016] 96 LJKB 801, σχετικά με τον χρόνο και τόπο που αναμένεται υλοποιηθούν τα συμφωνηθέντα μεταξύ πελάτη και τράπεζας, σημειώνεται ότι «An element in the relationship of banker and customer consists of their respective rights and obligations in regard to the days and hours during which business is transacted. A customer is entitled to know when he may expect his or her business to be dealt with. Atkin LJ’s formulation in Joachimson includes the banker’s promise to repay at the branch of the bank where the account is kept during banking hours, and, a fortiori, on days on which the bank is open for business» και ότι «Bank business hours were considered in Lehman Brothers International (Europe) v. Exxommobil Financial Services, where the standard Global Master Repurchase Agreement (governing repo transactions) provides that notices received after close of business for commercial banks in the place of receipt take effect on the next day» (σελ.126, παρ.4.39 και σελ. 127, παρ. 4.41)

 

Ευθύνη τράπεζας έναντι τρίτων

               Στην υπόθεση McEvoy v. Belfast Banking Co Ltd [1935] AC 24, HL, αποφασίστηκε ότι όταν ένας δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού, κατά το άνοιγμά του, καταθέτει χρήματα σε αυτό, με δικαίωμα ανάληψης τόσο από τον ίδιο όσο και από άλλο συνδικαιούχο, το δικαίωμα του τελευταίου να απαιτήσει την κατάθεση και να εναγάγει την τράπεζα σε σχέση με αυτή (την κατάθεση), εξαρτάται από το αν ο πρώτος, κατά το άνοιγμα του λογαριασμού, σκοπούσε να τον καταστήσει μέρος της σχετικής συμφωνίας του με την τράπεζα, και στη περίπτωση που ενεργούσε με αυτό το σκοπό, ότι, επιπροσθέτως, είχε εξουσιοδοτηθεί ειδικώς από αυτόν (τον συνδικαιούχο) για να ενεργήσει ως αντιπρόσωπός του ή ότι ο τελευταίος επικύρωσε (ratified) την ενέργειά του. Η σχετική περικοπή από το σύγγραμμα Paget’s, σελ. 142, παρ. 5.16, έχει ως εξής: «The question of privity has in the past arisen where there is no signed mandate form and the account is opened by a deposit made by one of the named account holders. The position arising from the deposit by one person of money on joint account was considered in McEvoy v. Belfast Banking Co Ltd. It was held that where A deposits money with a bank in the names of himself and B, payable to either or to the survivor, B’s right to claim the deposit and to sue the bank depends on whether A purported to make B a party to the contract. If he did, he must either have had authority to act as agent or B must have ratified.».

 

               Όσον, τώρα, αφορά στην ευθύνη της τράπεζας έναντι τρίτου, ο οποίος θα επωφελείτο αν εκτελείτο εντολή που δόθηκε σε αυτήν από πελάτη της, την οποία απέτυχε να εκτελέσει, στο σύγγραμμα Paget’s, σελ. 120, παρ. 4.26, αναφέρεται ότι, στη βάση των όσων αποφασίστηκαν στην Wells v. First National Commercial Bank [1998] PNLR 552, CA, «… a bank which receives and acknowledges an irrevocable instruction from its customer to transfer funds owes no tortious duty of care to the intended beneficiary of the payment and will not be liable to him should the bank fail to execute the payment instruction.».

 

               Ακόμα και στην περίπτωση που εν γνώση της τράπεζας συγκεκριμένος πελάτης της διατηρεί λογαριασμό στο όνομά του, πλην όμως τα κατατεθειμένα σε αυτόν χρήματα ανήκουν σε τρίτο (μη πελάτη της τράπεζας) υπό μορφή εμπιστεύματος, ο τρίτος δε νομιμοποιείται να εναγάγει τη τράπεζα σε σχέση με τον εν λόγω λογαριασμό, καθότι τέτοιο δικαίωμα έχει μόνο ο πελάτης της, αφού η τράπεζα αποτελεί ξένο σώμα στο εμπίστευμα και δεσμεύεται μόνο από τους όρους της συμφωνίας της με τον πελάτη της (βλ. Paget’s (ανωτέρω), σελ. 731, παρ. 25.29). Και τούτο, στη βάση της θεμελιώδους αρχής του δικαίου των συμβάσεων ότι «the common law doctrine means, and means only, that a person cannot acquire rights, or be subjected to liabilities, arising under a contract to which he is not a party» (Chitty on Contract, Vol. 1, General Principles, 32th edition, p.1412, par. 18-023. Βλέπε, επίσης και Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, του Π Πολυβίου, σελ. 285 και 286.).

 

               Συναφώς, στο σύγγραμμα Paget’s (ανωτέρω), σελ. 820, παρ. 28.23, σημειώνεται ότι, «When a customer deposits money into a bank account, the title the money itself vests absolutely in the bank (in law and equity). However, as previously described, the customer’s title to the money is replaced by title to the cause of action (the debt) exercisable against the bank for the repayment of the money. In the case of an ordinary deposit account, the title to that cause of action will vest absolutely in the customer. In the case of the trust account, the customer will hold such title on trust for the beneficiaries. Ordinarily, the bank itself is not a trustee in either situation; even in the case of a trust account, the bank is a third party to the trust and simply has a contractual relationship with its customer (and the beneficiaries are third parties to that relationship).».

 

Ευθύνη τράπεζας για πράξεις και παραλήψεις διευθυντών της

               Στην υπόθεση Bank of New South Wales v. Owston (1879) 4 App Cas 270, at 289, αναφέρθηκαν τα εξής, σε σχέση με την ευθύνη της τράπεζας για ενέργειες διευθυντή της ο οποίος εκτελεί τα καθήκοντα του στο πλαίσιο συνήθων τραπεζικών συνδιαλλαγών: «The duties of a bank manager would usually be to conduct banking business on behalf of his employers, and when he is found so acting, what is done by him in the way of ordinary banking transactions may be presumed, until the contrary is shewn, to be within the scope of his authority; and his employers would be liable for his mistakes, and, under some circumstances, for his frauds, in the management of such business.».

 

Τραπεζικές πρακτικές

               Ως έχει νομολογιακώς αποφασισθεί, αλλά και συγγραμματικώς αναπτυχθεί, ο πελάτης που δίνει συγκεκριμένη εντολή στην τράπεζα του, δεσμεύεται από τη σχετική, με την εντολή αυτή, τραπεζική πρακτική και νοουμένου ότι η τράπεζα ενήργησε στη βάση της πρακτικής αυτής, δεν νομιμοποιείται ο πρώτος να επικαλείται ευθύνη της τελευταίας (βλ. Tidal Energy Ltd v Bank of Scotland [2014] EWHC 2780 (QB) και Paget’s (ανωτέρω), σελ. 731, παρ. 25.29).

 

               Ωστόσο, μια τράπεζα, έστω και αν, κατά κανόνα, δεν αναλαμβάνει να εκτελέσει μια εντολή παρά μόνο αν αυτή δίδεται γραπτώς, διατηρεί το δικαίωμα να αποδεχθεί να εκτελέσει μια προφορική εντολή πελάτη της, με τον τελευταίο να δεσμεύεται από τις όποιες συνέπειες της (βλ. Morrell v. Workers Savings & Loan Bank, Lord Mance, [2007] UKPC 3). Συναφώς, στο σύγγραμμα Ellinger’s, Modern Banking Law, 5th ed. σελ. 486, με σκοπό να αναδειχθεί ότι αμφότερα τα μέρη (τράπεζα και πελάτης) δεσμεύονται από τις συνέπειες εκτέλεσης μιας προφορικής εντολής πελάτη, την οποία αποδέχθηκε η τράπεζα να εκτελέσει, σημειώνεται ότι: «Whilst a bank can always seek to reverse the common law position by means of a term to the effect that it will only act upon written instructions, in Morrell v. Workers Savings & Loan Bank, Lord Mance recognized that a bank remained entitled to act upon any oral instructions given by the customer and to debit that customer’s account accordingly. Even though Morrell did not specifically involve a countermand, there is no logical reason why the reasoning in that case would not apply equally in the countermand context.»

 

Ματαίωση σύμβασης

               Το άρθρο 56 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 προνοεί ότι:

(1) ………………………………………………………………………………..

(2) Σύμβαση προς τέλεση πράξης, η οποία μετά την κατάρτιση της σύμβασης καθίσταται αδύνατη, ή παράνομη λόγω γεγονότος το οποίο ο οφειλέτης δεν μπορούσε να αποτρέψει, καθίσταται άκυρη μόλις η πράξη καταστεί αδύνατη ή παράνομη.

Στην υπόθεση Kier (Cyprus) Ltd v. Trenco Constructions Ltd (1981) 1 C.L.R. 30, με αναφορά στα όσα καταγράφονται στο σύγγραμμα Pollock and Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9th Ed. σελ. 402-403 σε σχέση με το δόγμα της ματαίωσης, ως αυτή προνοείται στο αντίστοιχο άρθρο του ινδικού νόμου (άρθρο 56, επίσης), σημειώθηκε ότι: «The doctrine of frustration comes into play when a contract becomes impossible of performance, after it is made, on account of circumstances beyond the control of parties or the change in circumstances makes the performance of the contract impossible. In fact impossibility and frustration are often used as interchangeable expressions. The changed circumstances make the performance of contract impossible. In India, the law dealing with frustration must primarily be looked at as contained in sections 32 and 56 of the Contract Act. The rule in section 56 exhaustively deals with the doctrine of frustration of contracts and it cannot be extended by analogies borrowed from the English Common Law. The Court can give relief on the ground of subsequent impossibility when it finds that the whole purpose or the basis of the contract has frustrated by the intrusion or occurrence of an unexpected event or change of circumstances which was not contemplated by the parties at the date of the contract.».

Το ότι στη Κύπρο, για σκοπούς εφαρμογής του εν προκειμένω δόγματος, αντλούμε καθοδήγηση από την Ινδία πάρα την Αγγλία (εκεί που σχετικές αρχές διαφέρουν), επιβεβαιώθηκε, με κάθε σαφήνεια, στην υπόθεση K & M Transport Ltd v. Επιτροπής Σιτηρών, Πολ. Εφ. 341/2013, απόφαση ημερομηνίας 22.10.2022, στην οποία, συναφώς, έγινε παραπομπή στα όσα, με αναφορά στο σύγγραμμα Pollock and Mulla (ανωτέρω), αποφασίστηκαν στην Kier (ανωτέρω), και σημειώθηκε, επιπροσθέτως, και ότι: «Το κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αντικειμενικό και, όπως ορθά παρατηρούν οι εφεσίβλητοι, αφορά στο κατά πόσο το επιγενόμενο γεγονός καταλύει το θεμέλιο της σύμβασης. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπίστωσε, στη βάση των γεγονότων, ότι υπήρχε αδυναμία εκτέλεσης της σύμβασης με βάση τους όρους της, λόγω των ενεργειών τρίτων με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση υπέρ τους για την επιστροφή του ποσού της εγγύησης που κατακρατήθηκε από τους εφεσίβλητους. Η επιστροφή χρημάτων λόγω ματαίωσης δεν επιτρεπόταν αρχικά από το κοινοδίκαιο στη βάση και της απόφασης στη Chandler vWebster (1904) 1 K.B. 493, αφήνοντας έτσι τη ζημία να επιπέσει στους ώμους εκείνων που την υπέστησαν. Η θεωρία ήταν ότι όταν επέλθει ματαίωση  «... it does not merely provide one party with a defence in an action brought by the other. It kills the contract itself and discharges both parties automatically», (Joseph Constantine S.S. Line Ltd v. Imperial Smelting Corp. Ltd  (1942) AC 154). Στην πορεία, με τη Fibrosa Spolka Akeyjna v. Fairbrain Lawson Combe Barbour Ltd (1943) AC 32, η θέση αυτή ανατράπηκε ώστε να θεωρείται ότι η αποτυχία της πλήρους αντιπαροχής δεν επισυνέβαινε μόνο όταν το συμβόλαιο ακυρωνόταν εξ υπαρχής, αλλά και όταν χρήματα είχαν πληρωθεί στη βάση ενός υποβάθρου που έχει πλήρως αποτύχει. Εν προκειμένω, η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί από τους τρίτους δεν επέτρεπε τη συνέχιση της σύμβασης. Συνεπώς, ανεξαρτήτως του λόγου που προβλήθηκε στην επιστολή τερματισμού, η συμφωνία δεν μπορούσε να υλοποιηθεί και, με δεδομένο ότι το εμπόρευμα που έπρεπε να μεταφερθεί ήταν σιτηρά που δεν μπορούσαν να μείνουν εκτεθειμένα επί μακρόν, ο τερματισμός της ήταν αναπόφευκτος, χωρίς όμως υπαιτιότητα κανενός από τους συμβαλλομένους. Ως εκ τούτου, δεν απαιτείτο υπολογισμός των αξιούμενων αποζημιώσεων, εφόσον δεν τίθετο θέμα απόδοσης οποιασδήποτε αποζημίωσης.».

              Ως προς τις συνέπειες σε μία σύμβαση όταν αλλάζει το νομικό πλαίσιο που τη διέπει ή θεσπίζεται νόμος που καθιστά την εκτέλεσή της αδύνατη, στην υπόθεση Δήμος Στροβόλου ν. Επίσημος Παραλήπτης, ως προσωρινός εκκαθαριστής της εταιρείας P.C. Infomedia Publications Ltd, Πολ. Εφ. 125/2011, απόφαση ημερομηνίας 20.01.2017, με παραπομπή στα όσα αποφασίστηκαν στην Baily v. De Crespigny (1869) L.R. 4 Q.B., 180, τονίστηκε ότι «Μια αλλαγή στο νόμο ή στη νομική θέση που διέπει τη σύμβαση, μετά την υπογραφή της, αναγνωρίζεται ως έγκυρος λόγος ματαίωσης της σύμβασης» (βλ. επίσης, Chitty on Contracts, Vol. I, General Principles, 32th ed, para. 23-022).

 

              Τέλος, στην υπόθεση A.N. Stasis Estates Co Ltd v. Walder κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 250, ως προς τα δικαιώματα των συμβαλλομένων μιας σύμβαση που ματαιώθηκε, σημειώθηκε ότι: «η ματαίωση τερματίζει τη σύμβαση αυτομάτως κατά το χρόνο επέλευσης του γεγονότος που την επιφέρει και δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα δικαιώματος των συμβαλλομένων για επιλογή».

              

Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τη διέπει

 

Για τους λόγους που θα εξηγήσω ευθύς αμέσως, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω νομικών αρχών επί των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό εξέταση περίπτωση, κρίνω ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους και, κατά συνέπεια, η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.

 

               Και τούτο γιατί, στον βαθμό που η υπόθεση τους εδράζεται επί το ότι η Εναγόμενη παραβίασε ουσιώδη όρο της μεταξύ τους συμφωνίας, και δη να εκτελέσει την επίδικη εντολή αυθημερόν, τούτοι απέτυχαν να αποδείξουν ότι η όποια συμφωνία και/ή συνεννόηση τους με την Εναγόμενη εμπεριείχε τέτοιο ουσιώδη όρο. Ως ήδη υποδείχθηκε, ανωτέρω, στο πλαίσιο της παράθεσης των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, στη βάση της συνεννόησης των Εναγόντων 1 και 2 με τον Μ.Υ.1, και κατά συνέπεια με την Εναγόμενη (βλ. Bank of New South Wales, ανωτέρω), η εκτέλεση της, κατά τα άλλα σαφούς και ρητής, εντολής τους, εξαρτάτο από τη μη εγγυημένη και χωρίς διαβεβαίωση επιτυχή κατάληξη των σχετικών προσπαθειών που θα κατέβαλλε ο Μ.Υ.1, χωρίς ποτέ να προσδιοριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο θα λάμβανε χώρα η εν λόγω προσπάθεια. Πόσο δε μάλλον όταν, ως και οι Ενάγοντες - μέσω του Ενάγοντα 1 - ισχυρίστηκαν, δεν γνώριζαν ή πίστευαν ότι επέκειτο στάση των εργασιών των τραπεζών ή, ακόμα περισσότερο, ενδεχόμενο απομείωσης των καταθέσεων, ώστε να είχαν λόγο να απαιτήσουν την άμεση εκτέλεσή της.  

 

               Τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να θέλει την Εναγόμενη, ή, ειδικότερα, τον Μ.Υ.1, να έχει αδρανήσει ως προς την προσπάθεια που θα κατέβαλλε για την εκτέλεση της εντολής. Ούτε και το χρονικό διάστημα της μιας μέρας που μεσολάβησε, από τη στιγμή που δόθηκε η εντολή, μέχρι το σαββατοκύριακο και την, ακόλουθη, νομικώς επιβαλλόμενη, στάση των εργασιών των τραπεζών, μπορεί να θεωρηθεί μη εύλογο χρονικό διάστημα, για σκοπούς καταβολής των εν προκειμένω προσπαθειών του. Το βάρος απόδειξης ότι η Εναγόμενη ενήργησε αμελώς, το έφεραν οι Ενάγοντες, και απέτυχαν να αποδείξουν ότι στη βάση των όσων συμφωνήθηκαν και/ή επί των οποίων υπήρξε συναντίληψη, στη βάση των διαμειφθέντων στις 14.03.2013, η Εναγόμενη ενήργησε αμελώς. Για την τελευταία αυτή κρίση του Δικαστηρίου, υποδεικνύεται και το γεγονός, το οποίο δεν αμφισβητήθηκε από τους Ενάγοντες, ότι, στη βάση της σχετικής τραπεζική πρακτικής, δεν θα ήταν δυνατό η εντολή τους να εκτελεστεί από τον Μ.Υ.1 μέσω του υποκαταστήματος του οποίου, αυτός, ηγείτο, παρά μόνο μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή του υποκαταστήματος Καϊμακλίου, στο οποίο και ανοίχθηκε και διατηρείτο ο επίδικος λογαριασμός. Δεδομένης δε, και της περαιτέρω αδιαμφισβήτητης θέσης της Εναγόμενης ότι, στη βάση της σχετικής εγκυκλίου που ήταν σε ισχύ τότε, για σκοπούς εκτέλεσης της εν προκειμένω εντολής, θα έπρεπε να προσκομιστούν, προηγουμένως, υπογραμμένα από τους Ενάγοντες 3 και 4 τα έγγραφα που τους αφορούν, ευκόλως μπορεί κάποιος να κατανοήσει ότι η εκτέλεσή της δεν εξαρτάτο απλώς από την προώθηση της στο αρμόδιο υποκατάστημα της Εναγόμενης, αλλά και από την επιτυχή κατάληξη των προσπαθειών του Μ.Υ.1 ώστε να μην εφαρμοστεί η εν λόγω εγκύκλιος. Οι Ενάγοντες, που είχαν και το σχετικό βάρος, δεν προσκόμισαν μαρτυρία που να θέλει την Εναγόμενη, στη βάση των ανωτέρω, να μπορούσε να εκτελέσει την εντολής μέχρι και τις 15.03.2013, και ότι η μη εκτέλεσή της να οφειλόταν σε αμέλεια της.

 

               Αναφορικά τώρα με τη νομική βάση που θέλει την Εναγόμενη να κατέχει, από τις 14.03.2013, τα κατατεθειμένα στον επίδικο λογαριασμό χρήματα, ως εμπιστευματοδόχος όλων των Εναγόντων, αποτελεί κρίση μου ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι δημιουργήθηκε ένα τέτοιο εμπίστευμα. Και τούτο, για πέραν του ενός λόγου.

 

               Πρώτο, δεδομένης της ανωτέρω αναφερόμενης συναντίληψης που προέκυψε στις 14.03.2013, ουδέποτε συνομολογήθηκε η επικαλούμενη, δικογραφημένη από τους Ενάγοντες, συμφωνία με την Εναγόμενη, με αποτέλεσμα να ελλείπει το αναγκαίο υπόβαθρο για να αναζητηθεί αν οι Ενάγοντες 3 και 4, στη βάση των διαμειφθέντων εκείνης της μέρας, κατέστησαν, έστω προφορικώς, συνδικαιούχοι των χρημάτων του επίδικου λογαριασμού, στη βάση εμπιστεύματος. Το τί συμφωνήθηκε εκείνη τη μέρα, ήταν ότι ο Μ.Υ.1 θα κατέβαλλε προσπάθεια να εκτελέσει την εντολή, χωρίς ποτέ να εγγυηθεί, εκ προοιμίου, το επιτυχές αποτέλεσμα των προσπαθειών του ή να ορίσει το χρόνο εντός του οποίου θα εκτελεστεί η εντολή στη περίπτωση που οι προσπάθειές του θα στέφονταν με επιτυχία.   

 

               Και δεύτερο, πλην όμως άρρηκτα συνυφασμένα με το πρώτο, ως νομολογιακώς έχει υποδειχθεί (βλ. McEvoy, ανωτέρω) για να προέκυπτε σχετική ευθύνη της Εναγόμενης έναντι των Εναγόντων 3 και 4, θα έπρεπε οι Ενάγοντες να αποδείξουν, αφενός, ότι οι Ενάγοντες 1 και 2, κατά τις 14.03.2013, ήταν ειδικώς εξουσιοδοτημένοι από τους Ενάγοντες 3 και 4 να ενεργήσουν ως αντιπρόσωποί τους, με σκοπό να τους καταστήσουν μέρος της συμφωνίας (συνδικαιούχους του επίδικου λογαριασμού), ή ότι οι τελευταίοι επικύρωσαν, προς την Εναγόμενη, τις ενέργειές των πρώτων.

 

               Στην προκειμένη περίπτωση, οι πιο πάνω προϋποθέσεις δεν πληρούνται, τόσο γιατί, για τους λόγους που εξήγησα ανωτέρω, δεν συνομολογήθηκε η δικογραφημένη από πλευράς των Εναγόντων συμφωνία, όσο και γιατί, ουδέποτε οι Ενάγοντες 1 και 2, ανέφεραν στον Μ.Υ.1, ή στο Δικαστήριο, ότι οι ενέργειες τους, κατά τις 14.03.2013, ήταν το αποτέλεσμα, έστω, προγενέστερης συνεννόησης τους με τους Ενάγοντες 3 και 4. Η εντελώς γενική αναφορά του Ενάγοντα 1, στη δήλωση του (Έγγραφο Α), ότι στη συνάντηση αυτή αντιπροσώπευαν τους Ενάγοντες 3 και 4, δεν αρκεί για σκοπούς απόδειξης του ότι ήταν εξουσιοδοτημένοι από αυτούς να ενεργήσουν για λογαριασμό τους, ούτε και ότι είχαν οδηγίες ώστε να καταστήσουν τούτους μέρος των όποιων τυχόν συμφωνηθέντων εκείνης της ημέρας. Τουναντίον, στη βάση της εκδοχής των Εναγόντων, ως αυτή προωθήθηκε μέσω της μαρτυρίας του Ενάγοντα 1, η απόφαση του, και της Ενάγουσας 2, να επισκεφθούν, στις 14.03.2013, το υποκατάστημα της Εναγόμενης, στο οποίο διευθυντής ήταν ο Μ.Υ.1, και να ζητήσουν όπως οι Ενάγοντες 3 και 4 καταστούν συνδικαιούχοι του επίδικου λογαριασμού, ήταν το αποτέλεσμα δικής τους απόφασης (ως γονείς), για καθαρά κληρονομικούς, και μόνο, λόγους, χωρίς ποτέ να αναφερθούν στην όποια τυχόν σχετική γνώση των Εναγόντων 3 και 4 και/ή την όποια τυχόν μεταξύ τους συνεννόηση. Ποτέ δε, πριν τη παύση των εργασιών της Εναγόμενης, οι Ενάγοντες 3 και 4 επικύρωσαν τις εν προκειμένω ενέργειές των Εναγόντων 1 και 2. Κατά συνέπεια, οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους και επί αυτής της βάσης και δη ότι, από τις 14.03.2013 δημιουργήθηκε εμπίστευμα προς όφελος των Εναγόντων 3 και 4.

 

               Με γνώμονα δε την τελευταία πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, οι Ενάγοντες 3 και 4 ουδέποτε κατέστησαν μέρος της όποιας τυχόν συμφωνίας ή συνεννόησης που προέκυψε κατά τις 14.03.2013, και, κατά συνέπεια, ουδέποτε εξασφάλισαν την ιδιότητα του συνδικαιούχου του επίδικου τραπεζικού λογαριασμού κατ’ εκείνη τη μέρα.      

 

               Όσο δε αφορά στην τελευταία, διαζευκτική, βάση επί της οποίας εδράζουν οι Ενάγοντες την παρούσα αγωγή, και δη ότι, εν πάση περιπτώσει, τα έγγραφα που υπόγραψαν οι Ενάγοντες 3 και 4 βρίσκονταν στην κατοχή της Εναγόμενης από τις 25.03.2013, και δη πριν την έκδοση και εφαρμογή των Διαταγμάτων, στη βάση των οποίων έγινε η απομείωση, ούτε αυτή μπορεί να αποτελέσει έρεισμα για επιτυχή κατάληξη της παρούσας αγωγής, στο βαθμό, που, μέσω της, επιδιώκεται η επιδίκαση αποζημιώσεων.

 

               Και τούτο γιατί, με δεδομένες τις ανωτέρω κρίσεις, το ζητούμενο είναι αν η μη εκτέλεση της εντολής κατά η μετά τις 25.03.2013, είχε ως αποτέλεσμα οι Ενάγοντες να υποστούν της επικαλούμενη από αυτούς οικονομική ζημιά.         

 

               Εν προκειμένω, ως ήδη σημειώθηκε (βλ. σχετική νομική πτυχή ανωτέρω), μια τράπεζα οφείλει να εκτελέσει μια σαφή τραπεζική εντολή του πελάτη της εντός εύλογου χρόνου (στην υπόθεση Joahimson, ανωτέρω, τέτοιος χρόνος, στη βάση των εκεί δεδομένων, καθορίστηκε οι δύο, τρεις μέρες). Αν τούτη δεν εκτελεστεί, για λόγους που δεν ευθύνεται η τράπεζα, και μεσολαβήσει αργία, τότε η όποια σχετική υποχρέωση της τράπεζας μεταφέρεται στην επόμενη εργάσιμη μέρα, κατά τις ώρες λειτουργίας της. Τέτοια μέρα - δεδομένης της κρίσης ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ευθύνη της Εναγόμενης για τη μη εκτέλεση της μέχρι και τις 15.03.2013 -, ήταν η 28.03.2013, ημέρα κατά την οποία είχαν ήδη εκδοθεί και εφαρμοστεί επί του επίδικου λογαριασμού τα Διατάγματα (από τις 26.03.2013), με αποτέλεσμα η εκτέλεση της εντολής, κατ’ εκείνη την ημέρα (28.03.2013) ή και μετά, να μην μετέβαλλε τα δεδομένα της ήδη, δια νόμου επιβαλλόμενης, διενεργηθείσας απομείωσης, και δη της μόνης βάσης επί της οποίας οι Ενάγοντες εδράζουν κάθε επιχείρημά του περί πρόκλησής, σε αυτούς, οικονομικής ζημιάς. Σημειώνω, επί του προκειμένου, ότι, στη βάση των προνοιών των Διαταγμάτων (βλ. Κανονισμό 6 της Κ.Δ.Π. 103/2013), η Εναγόμενη όφειλέ να εφαρμόσει την απομείωση στη βάση των στοιχείων που καταγράφονταν στα βιβλία της στις 22:00 της 26ης Μαρτίου 2013, σύμφωνα με τα οποία, κατ’ εκείνη τη μέρα, συνδικαιούχοι του επίδικου λογαριασμού ήταν μόνο οι Ενάγοντες 1 και 2, λόγω του ότι δεν μεσολάβησε (μεταξύ 25.03.2013 (όταν και παραδόθηκαν τα υπογραμμένα από τους Ενάγοντες 3 και 4 έγγραφα) και 26.03.2013 (όταν και όφειλε να προβεί, και όντως προέβη, στην απομείωση)), εργάσιμη μέρα ώστε να της δοθεί η ευκαιρία να εκτελέσει την εντολή και να καταστούν οι Ενάγοντες 3 και 4 συνδικαιούχοι.

 

               Για σκοπούς πληρότητας και μόνο, νιώθω την ανάγκη, στο σημείο αυτό, να σημειώσω ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε ζήτημα ματαίωσης (frustration) της όποιας συμφωνίας των διαδίκων. Και τούτο γιατί, στη βάση των όσων συμφωνήθηκαν στις 14.03.2013, η μόνη υποχρέωση της Εναγόμενης, νοουμένου ότι οι σχετικές προσπάθειες του Μ.Υ.1 θα στέφονταν με επιτυχία, ήταν να καταστούν συνδικαιούχοι του επίδικου λογαριασμού οι Ενάγοντες 3 και 4, χωρίς για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής να τεθεί οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός ή άλλη προϋπόθεση. Τέτοια εκπλήρωση, στη βάση πάντα των ανωτέρω τελικών ευρημάτων μου, μπορούσε να λάβει χώρα οποιανδήποτε μέρα από 28.03.2013 και μετά, και δη μετά που επαναλειτούργησε η Εναγόμενη. Η στάση των εργασιών της Εναγόμενης, μεταξύ 16.03.2013 και 27.03.2013, καθώς, επίσης, και η έκδοση και εφαρμογή των Διαταγμάτων, στις 26.03.2013, δεν κατέστησαν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αδύνατη την εκτέλεση των, εν προκειμένω, συμφωνηθέντων. Η εκτέλεση της εντολής πριν την όποια στάση των εργασιών της Εναγόμενης ή την απομείωση, ουδέποτε αποτέλεσε όρο της όποιας συμφωνίας των μερών.  Πώς, εξάλλου, θα μπορούσε να αποτελέσει όρο της, όταν, ως ο ίδιος ο Ενάγοντας 1 ισχυρίστηκε, και έγινε δεκτό, κανένας εκ των Εναγόντων γνώριζε, κατά τις 14.03.2013, περί της όποιας τυχόν μελλοντικής στάσης των εργασιών της Εναγόμενης, ή της μετέπειτα απομείωσης; Ούτε και, στις 25.03.2013, όταν και παραδόθηκαν τα, υπογραμμένα από τους Ενάγοντες 3 και 4, έγγραφα στην Εναγόμενη, οι Ενάγοντες γνώριζαν, ως, επίσης, έγινε δεκτό, περί της επικείμενης απομείωσης, ώστε να τίθετο τέτοιος όρος στη συμφωνία τους με την Εναγόμενη.

 

               Αν και από τις ανωτέρω κρίσεις προκύπτουν οι λόγοι για τους οποίους κρίνω ότι η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί, κρίνω σημαντικό να σημειώσω ότι, εν πάση περιπτώσει, στο βαθμό που, μέσω της, επιδιώκεται η επιδίκαση αποζημιώσεων, θα ήταν απορριπτέα και για το λόγο ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι υπέστηκαν την οικονομική ζημιά που επικαλούνται, ή έστω άλλη οικονομική ζημιά. Ως αναφέρθηκε στα τελικά ευρήματα του Δικαστηρίου, οι Ενάγοντες 1 και 2, ως οι δικαιούχοι του επίδικου λογαριασμού κατά την ημέρα της απομείωσης, έλαβαν από την Εναγόμενη, εν είδει ανταλλάγματος για το μέρος της κατάθεσης τους που απομειώθηκε, αριθμό μετοχών της τελευταίας, τις οποίες αποδέχθηκαν και ουδέποτε επέστρεψαν, με την αξία τους να παραμένει άγνωστη στο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να αδυνατώ να εξετάσω κατά πόσο προκλήθηκε, συνεπεία της απομείωσης, οποιαδήποτε οικονομική ζημιά σε αυτούς. Το σχετικό βάρος ότι υπέστηκαν οικονομική ζημιά, το έφεραν οι ίδιοι, και απέτυχαν να παρουσιάσουν μαρτυρία προς απόδειξή της. Σύμφωνα δε με τα τεκμήρια 7 και 8 (παραδεκτά γεγονότα), καμία κατάθεση των Εναγόντων 3 και 4 απομειώθηκε.

 

               Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η παρούσα αγωγή απορρίπτεται.

 

               Ως προς τα έξοδα δεν έχω κανένα λόγο γιατί να παρεκκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, και κατά συνέπεια τούτα επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον των Εναγόντων 1, 2, 3 και 4, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……………………………

Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] Η αγωγή εναντίον των Εναγομένων 2 και 3 αποσύρθηκε πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.

[2] Από πλευράς της Εναγόμενης, αμφισβητείται ότι υπήρξε τέτοια συνομιλία.

[3] Τα οποία κατατέθηκαν για την αλήθεια του περιεχομένου τους, σχετικό είναι το Έγγραφο Χ.

[4] Το ότι η μεταβολή των δικαιούχων ενός τραπεζικού λογαριασμού αποτελεί τραπεζική συναλλαγή, το αποδέχτηκε και ο Ενάγοντας 1, κατά την αντεξέτασή του, ως πρώην τραπεζικός υπάλληλος και σχετικός γνώστης και, εν πάση περιπτώσει, τούτο δεν αμφισβητείται.

[5] Κατά €118,616.90 (€59,473.38 σε σχέση με τον Ενάγοντα 1 και €59,143.52 σε σχέση με την Ενάγουσα 2), βλ. Έγγραφο Χ σε συνδυασμό με τα Τεκμήρια 5 και 6.

[6] Ως προς την αξία των μετοχών αυτών και το κατά πόσο, συνεπεία της εν προκειμένω απομείωσης, οι Ενάγοντες υπέστηκαν ζημιά, οι δύο πλευρές διαφωνούν.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο