ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΤΣΗΣ ν. WTE WASSERTECHNIK GMBH, Aγωγή αρ.: 3069/23, 31/10/2025
print
Τίτλος:
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΟΤΣΗΣ ν. WTE WASSERTECHNIK GMBH, Aγωγή αρ.: 3069/23, 31/10/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Ν. Ταλαρίδου-Koντοπούλου, Π.Ε.Δ.

 

Aγωγή αρ.: 3069/23 (i-justice)

Μεταξύ:

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΒΟΤΣΗΣ

                                                                                        Ενάγοντα

-και-

 

WTE WASSERTECHNIK GMBH

                                                                                          Εναγομένης

---------------

Αίτηση ημερ. 21.11.2023

 

Ημερομηνία: 31 Οκτωβρίου 2025

Εμφανίσεις:

Για ενάγοντα-καθ’ου η αίτηση: κα Χρ. Χριστάκη για Χριστάκης Θ. Χριστάκη ΔΕΠΕ

Για εναγόμενη- αιτήτρια: κ. Μ. Παναγιώτου με κα Ρένου για Τορναρίτης & Σία ΔΕΠΕ

-----------------

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η αιτήτρια εναγόμενη στην αγωγή έχει καταχωρήσει αίτηση με την οποία ζητεί την έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

 

“Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει την αναστολή της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής και/ή του κλητήριου εντάλματος και/ή της διαδικασίας (stay of proceedings), λόγω του ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είναι τα πιο βολικά και κατάλληλα (forum conveniens) για να εκδικάσουν και/ή να επιληφθούν της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγής και/ή λόγω ύπαρξης ρήτρας παραπομπής προς επίλυση τυχόν διαφορών ενώπιον Διαιτητικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τους νόμους και της διαδικασίες των Δικαστηρίων της Γερμανίας κα/ή συμφώνα με τους κανόνες και/ή τους κανονισμούς που προβλέπει το Γερμανικό Ινστιτούτο Διαιτησίας (Schiedsgerichtsordnung der Deutschen Institution fϋr Schiedsgerichtsbarkeit e. V., D.I.S.) σε ότι αφορά τις απαιτήσεις των παραγραφών 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36 και 37 της Ε/Α.

 

Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλονται οποιεσδήποτε εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίες (stay of proceedings), σε σχέση και/ή αναφορικά με την πολιτική αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο εναντίον της Εναγόμενης - Αιτήτριας λόγω του ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είναι τα πιο βολικά και κατάλληλα (forum conveniens) γιο να εκδικάσουν και/ή να επιληφθούν της υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή και την παραπομπή της υπόθεσης και/ή λόγω ύπαρξης ρήτρας παραπομπής προς επίλυση τυχόν διαφορών.

 

Γ.  Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να παραμερίζεται (set aside) και/ή να ακυρώνεται και/ή να διαγράφεται (strike out) το κλητήριο ένταλμα της πολιτικής αγωγής υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο, η οποία έχει εγερθεί εναντίον της Αιτήτριας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εν όψει του ότι η εν λόγω αγωγή έχει εγερθεί και/ή προωθείται παράτυπα και/ή αντινομικά και/ή κατά παράβαση βασικών νομικών αρχών και/ή λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους δικονομικούς κανόνες και/ή λόγω ακυρότητας και/ή λόγω αντικανονικότητας της όλης διαδικασίας και/ή λόγω μη τήρησης των προβλεπόμενων από τους σχετικούς νόμους, τους διαδικαστικούς κανονισμούς, και/ή λόγω έλλειψης ύπαρξης οποιουδήποτε αγώγιμου δικαιώματος εναντίον της Εναγόμενης - Αιτήτριας και/ή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Δ. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αναστέλλονται οποιεσδήποτε εκκρεμούσες ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίες (stay of proceedings), σε σχέση και/ή αναφορικά με την πολιτική αγωγή με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, εναντίον του Εναγόμενης- Αιτήτριας μέχρι την εκδίκαση της παρούσης.”

 

Η νομική βάση της αίτησης είναι οι διαταγές 1,2,6,7,8,9,50,51 των θεσμών, ο περί Αποδείξεως Νόμος Κεφ. 9, ο περί Διαιτησίας Νόμος Κεφ.4 , ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος 101/1987 και ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1215/2012.

 

Το πραγματικό πλαίσιο της αίτησης στηρίζεται σε ένορκη δήλωση Κύπριου Δικηγόρου από το Δικηγορικό γραφείο που αντιπροσωπεύει την εναγόμενη στην αγωγή.

 

Αναφέρει ότι η εναγόμενη-αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη εταιρεία στο Εσσεν της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας που διατηρεί παράρτημα για πολλά χρόνια στην Κύπρο και διεξάγει εργασίες ως αλλοδαπή εταιρεία με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 347 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113.

 

Δραστηριοποιείται στον τομέα της συλλογής, μεταφοράς, επεξεργασίας λυμάτων και προβαίνει σε σχεδιασμό, μελέτη , κατασεκυή και λειτουργία εργοστασίων και αποχετευτικών συστημάτων και εγκαταστάσεων. Κατά καιρούς έχει υποβάλει προσφορές σε δημόσιους διαγωνισμούς για την ανάληψη οικοδομικών και τεχνικών έργων που σχετίζονται με κατά τόπους αποχετευτικά συστήματα.

 

Ο ενάγοντας ήταν ελεύθερος επαγγελματίας και παρείχε υπηρεσίες αντιπροσώπευσης εταιρειών σε δημόσιους διαγωνισμούς για ανάληψη εξειδικευμένων τεχνικών οικοδομικών έργων και που σχετίζονται με μελέτη και λειτουργία αποχετευτικών έργων. Η αιτήτρια σύνηψε στην Κύπρο τρεις συμβάσεις με τον ενάγοντα ότι θα την συμβούλευε έναντι αμοιβής σε θέματα αντιπροσώπευσης της αιτήτριας.

 

Κατά ή περί την 25/03/2004, υπεγράφη η Σύμβαση που αναφέρει ο Καθ' ου η Αίτηση στην παράγραφο 9 της Ε/Α που τιτλοφορείται ως Consultancy σύμφωνα με την οποία η Αιτήτρια, ο Καθ' ου η Αίτηση και ένα τρίτο πρόσωπο αναφερόμενο ως Bamag GMBH, συμφώνησαν μεταξύ άλλων (σε ελεύθερη μετάφραση) τα ακόλουθα:

 

«i      O Καθ` ου η Αίτηση συμφώνησε να παραχωρήσει βοήθεια και/ή συμβουλευτικές υπηρεσίες στην Κοινοπραξία (Bamag GMB και WTE WASSERTECHNIK GMBH) έτσι ώστε η Κοινοπραξία να εξασφαλίσει το έργο με την ονομασία «Σχεδιασμός Κατασκευή και Λειτουργία του Σταθμού Επεξεργασίας Λυμάτων Ανθούπολης» (Τhe Design Build and Operation of the Anthoupolis Sewage Treatment Plant»). Επίσης συμφωνήθηκε ότι o Καθ' ου η Αίτηση θα συμβουλεύει την Κοινοπραξία κατά την εκτέλεση της αντίστοιχης σύμβασης. Ήταν υποχρέωση του Καθ' ου Αίτηση πως θα ενημερώνει πάντοτε την Κοινοπραξία για την πραγματική κατάσταση του Έργου και Θα ακολουθεί αυστηρά τις οδηγίες της Κοινοπραξίας.

ii.         Η Κοινοπραξία δεσμεύτηκε με την Σύμβαση πως σε περίπτωση ανάθεσης της σύμβασης που αφορά το 'Έργο στην Κοινοπραξία, αμοιβή επιτυχίας ίση με το τρία τοις εκατό (3%) του ποσού του συνολικού Συμβατικού Τιμήματος για τη μελέτη και την κατασκευή της μονάδας επεξεργασίας λυμάτων στην Ανθούπολη θα δοθεί στον Καθ' ου η Αιτηση, όπως αναφέρεται στην Παράγραφο 1.

iii.       Η συμφωνία αυτή όπως είναι ξεκάθαρο από την παράγραφο 10 τέθηκε σε ισχύ με την υπογραφή του τελευταίου υπογράφοντος μέρους, που ήταν στις 25/03/2004 και Θα έχει αρχική ισχύ ενάμισι έτους (ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΜΗΝΕΣ) εκτός εάν παραταθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη με γραπτή τροποποίηση, κάτι που δεν έχει συμβεί. Συνεπώς η Σύμβαση έχει λήξη από τις 25/09/2005.»

 

Όλοι οι όροι που αναφέρονται στην παρούσα Αίτηση και αφορούν τις συμφωνίες που υπεγράφησαν μεταξύ των διαδίκων, αναφέρονται με επιφύλαξη των δικαιωμάτων της Αιτήτριας να αναφερθεί και/ή να σχολιάσει τόσο την ερμηνεία τους όσο και την εφαρμογή τους στα πραγματικά επίδικα.

 

Δυνάμει ρητών όρων της συμβουλευτικής συμφωνίας διαφορές που θα προέκυπταν θα έπρεπε να επιλυθούν μέσω διαιτησίας με εφαρμοστέο δίκαιο το Γερμανικό και δικάζεται από ένα διαιτητή στην Κύπρο στην Αγγλική γλώσσα σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας. Ο όρος 9 της συμφωνίας προνοούσε ότι η νομιμότητα, ερμηνεία και παράβαση της συμφωνίας θα επιλυθούν οριστικά από σώμα διαιτησίας απαρτιζόμενο από ένα διαιτητή στην βάση των κανονισμών του Γερμανικού Ινστιτούτο Διαιτησίας. Η συμφωνία διαιτησίας είναι συμφωνημένη από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στην παράγραφο 9 της συμβουλευτικής συμφωνίας και αφαιρεί δικαιοδοσία από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Κατά ή περί την 10/11/2005, υπεγράφη η Σύμβαση που αναφέρει ο Καθ' ου η Αίτηση στην παράγραφο 21 της Ε/Α και τιτλοφορείται ως Freelancer Agreement μαζί με όλες τις τροποποιήσεις ημερομηνίας 08/08/2007, 18/12/2009, 10/10/2011, 13/12/2012, 04/11/2013, 24/11/2015, 21/11/2016, 30/11/2017, 30/11/2018 και 05/12/2019. Ανανεώθηκε μέχρι τις 30/11/2020 σύμφωνα με την οποία η Αιτήτρια και ο Καθ' ου η Αίτηση, συμφώνησαν μεταξύ άλλων (σε ελεύθερη μετάφραση) τα ακόλουθα:

 

«i.   Ο Καθ' ου η Αίτηση είχε υποχρέωση να υποστηρίζει και/ή να βοηθά την Αιτήτρια στην πώληση των τεχνολογικών υπηρεσιών της και στην εξασφάλιση συμβολαίων στον τομέα της επεξεργασίας λυμάτων στην Κύπρο, έναντι αμοιβής.

ii. H Αιτήτρια συμφώνησε πως ο Καθ' ου η Αίτηση Θα λάμβανε μηνιαία εφάπαξ πληρωμή ύψους €5.000 (ΠΕΝΤΕ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ) η οποία καταβάλλετο στο τέλος του μήνα για όσο χρονικό διάστημα Θα ισχύει η συμφωνία με τις ανανέωσης της.

iii. Επίσης, συμφωνήθηκε πως θα καταβάλλετο στον Καθ' ου η Αίτηση αμοιβή επιτυχίας, πέραν της εφάπαξ καταβολής, ύψους 3% επί του καθαρού τιμήματος της επένδυσης για την κατασκευή μονάδας επεξεργασίας λυμάτων για κάθε έργο που θα διαμεσολαβεί ο Καθ` ου η Αίτηση, κατ' ανώτατο όριο €500.000 (ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ) ανά έργο.»

 

Η συμφωνία  freelancer  προνοούσε ότι διαφορές που θα προέκυπταν θα έπρεπε να επιλυθούν με βάση το Γερμανικό Δίκαιο και από το αρμόδιο Δικαστήριο της Έσσεν της Γερμανίας. Η παράγραφος 10 της συμφωνίας προνοεί επί λέξη: This agreement shall be ruled by German law. “The place of jurisdiction shall be Essen.”

 

H τρίτη Σύμβαση υπεγράφηκε κατά/ή περί την 08/09/2009 τιτλοφορούμενη ως Advisory Services and Support Agreement. H Σύμβαση αυτή συμφωνήθηκε έτσι ώστε o Καθ' ου η Αίτηση να συμβάλει με την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών για να κατακυρωθούν οι δημόσιες συμβάσεις της «Κατασκευής των Μονάδων Επεξεργασία Λυμάτων της Πόλης Μόρφου/Γκουζελιούρτ και της Πόλης της Αμμοχώστου» («Construction of the Waste Water Treatment Plants of the Town of Morphou/Guzelyurt and the City of Famagusta» και «Η Καινούρια Moνάδα Επεξεργασίας Λυμάτων Νέο Μιλιά/Χασπολάτ «New Μία Milia/Haspolat Waste Water Treatment Plant»).  Προς όφελος της Αιτήτριας, συμφώνησαν μεταξύ άλλων (σε ελεύθερη μετάφραση) τα ακόλουθα:

 

i. Ο Καθ' ου η Αίτηση με βάση την Παράγραφο 1 από την προαναφερόμενη Σύμβαση υποχρεούτο να παρέχει ένα ευρύ φάσμα συμβουλευτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στην Αιτήτρια σε σχέση με τις προσπάθειες της Αιτήτρια να εξασφαλίσει τις συμβάσεις. Επιπλέον, o Καθ' ου η Αίτηση θα προσφέρει κατάλληλες συμβουλές στην Αιτήτρια σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας και της προώθησης των προαναφερόμενων έργων.

 

ii     Οποιαδήποτε απαίτηση που προκύπτει από την παρούσα Σύμβαση υπόκειται, όπως ρητά αναφέρεται στην Παράγραφο 9 (ΕΝΝΕΑ), σε προθεσμία παραγραφής ενός έτους, η οποία αρχίζει στο τέλος του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμη η αντίστοιχη απαίτηση ή το αργότερο δύο έτη μετά τη λήξη της παρούσας συμφωνίας ή την καταγγελία, ανάλογα με την περίπτωση.

 

Δυνάμει των όρων της Συμβουλευτικής και Υποστηρικτικής συμφωνίας διαφορές που θα προέκυπταν σε σχέση με την συμφωνία θα έπρεπε να επιλυθούν μέσω διαιτησίας με εφαρμοστέο δίκαιο το Γερμανικό και θα δικάζεται από διαιτητή στην Κύπρο στην Αγγλική γλώσσα σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας. Παραπέμπει στην παράγραφο 12 της συμφωνίας με παρόμοιο στο λεκτικό ως η παράγραφος 9 της συμβουλευτικής συμφωνίας και έχει ως αποτέλεσμα να αφαιρεθεί η δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Η επιλογή παραπομπής διαφορών ενώπιον του Δικαστηρίου της Έσσεν και του Διαιτητικού Δικαστηρίου στη βάση Γερμανικού Δικαίου δεν ήταν τυχαίο. Οι ρήτρες Γερμανικού δικαίου και παραπομπής στο Δικαστήριο της Έσσεν είναι έγκυρες και δεσμευτικές και αναπόφευκτη η εφαρμογή τους.

 

Σημειώνεται ότι, η θέση της Αιτήτριας είναι ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν είναι το φυσικό και/ή πιο βολικό και/ή το πιο κατάλληλο forum για εκδίκαση της παρούσας διαφοράς όπως αυτή περιγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης. Αντιθέτως, η Αιτήτρια έχει τη Θέση ότι το Δικαστήριο της πόλης 'Εσσεν της Γερμανίας καθώς και το Διαιτητικό Δικαστήριο το οποίο ιδρύεται με βάση το Γερμανικό Δίκαιο και τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας αποτελούν το φυσικό και/ή πιο βολικό και/ή το πιο κατάλληλο forum για την εκδίκαση της εν λόγω διαφοράς και υπάρχει σωρεία λόγων που συνηγορούν υπέρ της αναστολής της διαδικασίας. Συγκεκριμένα:

 

1.  Το αντικείμενο της υπόθεσης, αφορά τη σύναψη συμφωνιών (ήτοι Τεκμήρια 1 μέχρι 3), των οποίων η οποιαδήποτε διαφορά πρέπει και οφείλει να επιλυθεί με βάση το Γερμανικό Δίκαιο.

2.  Κανείς από τους μάρτυρες που προτίθεται να καλέσει η Αιτήτρια ομιλεί την Ελληνική γλώσσα, γεγονός που θα προκαλέσει έξοδα μεταφράσεως αλλά και άσκοπη ανάλωση του δικαστικού χρόνου, γεγονός το οποίο θα καταστήσει την όλη διαδικασία χρονοβόρα και πολυέξοδη. Εάν η παρούσα υπόθεση εκδικαστεί στα πλαίσια του Διαιτητικού Δικαστηρίου, τέτοια έξοδα δεν θα είναι αναγκαία.

3.  Το εφαρμοστέο δίκαιο το οποίο, δυνάμει των Βασικών Συμφωνιών, τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση δεν είναι το Κυπριακό αλλά το δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Συνεπώς, και δεδομένου ότι το σύνολο των απαιτήσεων του Καθ' ου η Αίτηση, αμφισβητείται από την Αιτήτρια, πολλές πτυχές της γερμανικής νομοθεσίας είναι βέβαιο ότι Θα τύχουν επίκλησης και θα πρέπει να αποδειχτούν από εμπειρογνώμονες. Κατά συνέπεια, θα είναι, πιο εύκολο, πιο πρακτικό, πιο πρόσφορο και πιο αποτελεσματικό το Γερμανικό Διαιτητικό Δικαστήριο και/ή το Δικαστήριο τον 'Εσσεν της Γερμανίας - και όχι τα Κυπριακά - να εφαρμόσουν το Γερμανικό Δίκαιο. Εν πάση περιπτώσει, θα χρειαστεί μαρτυρία για απόδειξη του Γερμανικού Δικαίου ως πραγματικό γεγονός.

4.  H Αιτήτρια είναι έτοιμη και πρόθυμη να παρουσιαστεί σε δικαστική διαδικασία ενώπιον του Γερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου και/ή του Δικαστηρίου της πόλης του 'Εσσεν της Γερμανίας, όπως ήταν η καθαρά συνειδητή απόφαση των μερών σύμφωνα με τις Βασικές Συμφωνίες και συνεπώς είναι έτοιμη να τιμήσει τις συμφωνίες που υπέγραψε.

5.  O Καθ' ου η Αίτηση δεν θα υποστεί καμιά ζημιά από την εκδίκαση της υπόθεσης στο Γερμανικό Διαιτητικό Δικαστήριο και/ή το Δικαστήριο της πόλης 'Εσσεν της Γερμανίας.

6.  Από την Έκθεση Απαίτησης είναι σαφές ότι το Γερμανικό Διαιτητικό Δικαστήριο και/ή το Δικαστήριο του Έσσεν της Γερμανίας δεν συμφωνήθηκαν τυχαία ως δικαιοδοσία επίλυσης, αντίθετα αυτό έγινε διότι είναι το κατάλληλο forum conveniens για την εκδίκαση της παρούσας διαφοράς.

7.  H εκδίκαση της παρούσας διαφοράς από το Γερμανικό Διαιτητικό Δικαστήριο και/ή το Δικαστήριο του 'Εσσεν της Γερμανίας δεν θα προβεί επιζήμια στον Καθ' ου η Αίτηση και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει κανένα κώλυμα ή εμπόδιο στην έγερση αγωγής εναντίον της Αιτήτριας στη Γερμανία για προώθηση των επιχειρημάτων του Καθ' ου η Αίτηση και ανάκτησης του αιτούμενου ποσού εάν αποδείξουν την υπόθεση τους.

8.  H εκδίκαση της παρούσας διαφοράς από το Γερμανικό Διαιτητικό Δικαστήριο και/ή το Δικαστήριο του 'Εσσεν της Γερμανίας θα οφελέσει τους διαδίκους αφού θα είναι πολύ πιο σύντομη και Θα εξοικονομηθεί χρόνος και χρήμα.

 

Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι σε ότι αφορά την υπόθεση το σύνολο της αλληλογραφίας μεταξύ των διαδίκων περιλαμβάνει εκατοντάδες σελίδες εγγράφων. Το Κυπριακό Δικαστήριο δεν είναι το πιο καταλληλότερο forum  για εκδίκαση της διαφοράς.

 

Ο ενάγοντας- καθ’ ου η αίτηση έχει καταχωρήσει ένσταση και έχει προβάλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

1.   Η επίδικη Αίτησή είναι νομικά και/ή ουσιαστικά αβάσιμη και/ή αστήριχτη και/ή παράτυπη και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίες τίθενται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και τη σχετική νομολογία επί του θέματος.

 

2.   H επίδικη Αίτηση είναι 'καταχρηστική και/ή χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς. και/ή αποτελεί προσπάθεια της Εναγομένης/Αιτήτριας να αποστερήσει από τα Κυπριακά Δικαστήρια τη δικαιοδοσία που νομίμως έχουν να εκδικάσουν την παρούσα αγωγή και/ή να αποφύγει να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις της προς τον Ενάγοντα/Καθ' ου η αίτηση.

 

3.   H υπό κρίση Αίτηση δεν μπορεί. να πετύχει αφού σε αιτούμενες θεραπείες δεν υποστηρίζονται από επαρκή και/ή ικανοποιητική και/ή κατάλληλη μαρτυρία με αποτέλεσμα να ελλείπει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο προς υποστήριξη των εν λόγω θεραπειών.

 

4.   Η επίδικη Αίτηση υποστηρίζεται ανεπίτρεπτα από δικηγόρο ενώ η Εναγόμενη εταιρεία, αν και αλλοδαπή; είναι εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών ως αλλοδαπή εταιρεία με αρ. ΑΕ2275 (International Branch), διατηρεί προ πολλών ετών (από το 2006) γραφείο και/ή υποκατάστημα στην Κύπρο όπου και διεξάγει εργασίες και έχει αντιπρόσωπο και/ή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας που θα μπορούσε να προβεί σε ένορκη δήλωση εκ μέρους της.

 

5.   Το Δικαστήριο δεν δύναται να εκδώσει και/ή στερείται. δικαιοδοσίας και/ή διακριτικής, ευχέρειας να: εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα, ενόψει των αιτούμενων θεραπειών και/ή αξιώσεων Ξ, 0 και Π της Έκθεσης Απαίτησης με τις οποίες. ο Ενάγων/Καθ' ου η αίτηση αξιώνει δήλωση και/ή η απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο όρος 9 της συμφωνίας ημερ. 25/03/2004, ο όρος 12 της συμφωνίας ημερ. 08/01/2009 και ο όρος 10(4) της συμφωνίας ημερ. 10/11/2.005 είναι άκυροι και/ή παράνομοι και/η αόριστοι και/η ασαφείς και/ή· μη εφαρμόσιμοι και/η μη δεσμευτικοί και/ή ανενεργοί και/ή κακόπιστοι και/ή καταπιεστικού και/ή καταχρηστικοί και/ή διαταράσσουν την ισορροπία των δικαιωμάτων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Ενάγοντα/Καθ' ου η αίτηση.

 

6.   Οι ανωτέρω όροι 9, 12 και 10(4) είναι άκυροι και/ή παράνομοι και/ή αόριστοι και/ή ασαφείς και/ή μη εφαρμόσιμοι και/ή μη δεσμευτικοί και/ή ανενεργοί και/ή κακόπιστοι και/ή καταπιεστικοί και/ή καταχρηστικοί και/ή διαταράσσουν την ισορροπία των δικαιωμάτων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Ενάγοντα/Καθ' ου η αίτηση και/ή δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης και/ή είναι αντίθετες στην απαίτηση καλής πίστης δημιουργούν, εις βάρος του Ενάγοντα/Καθ' ου η αίτηση σημαντική ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών και απορρέουν από τη σύμβαση και/ή τέτοιου είδους ρήτρες εμπίπτουν στην κατηγορία των ρητρών που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να ματαιώνουν ή να παρεμποδίζουν ή να δυσχεραίνουν την προσφυγή του ασθενέστερου μέρους (Ενάγοντα εν προκειμένω) ενώπιον Δικαστηρίου.

 

7.   H παρούσα αίτηση είναι πρόωρη υπό την έννοια ότι τα ζητήματα τα οποία τίθενται σε αυτή θα πρέπει να αποφασισθούν από το Δικαστήριο μετά που το Δικαστήριο θα ακούσει μαρτυρία, αφού η εγκυρότητα των όρων δικαιοδοσίας και/ή διαιτησίας και/ή εφαρμοστέου δικαίου (όρος 9 της συμφωνίας ημερ. 25/03/2004, όρος 12 της συμφωνίας ημερ. 02/01/2009 και όρος 10(4) της συμφωνίας ημερ. 10/11/2005) συνιστά επίδικο θέμα της παρούσας αγωγής. Το Δικαστήριο. θα πρέπει να αποφασίσει επί των ζητημάτων παν εγείρονται στην Αίτηση και την ένορκη δήλωση της κας Χριστίνας Μαρίας Παναγιώτου που την υποστηρίζει, κατόπιν πλήρους ακρόασης της υπόθεσης και/ή παράθεσης σχετικής μαρτυρίας κατά την εκδίκασή της υπόθεσης με βάση τη Δ.33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και/ή όταν τεθεί ενώπιον του επαρκές πλαίσιο παραδεκτών γεγονότων.

8.   Σύμφωνα με την Σύμβαση τής Ρώμης του 1980 και τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008, το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το Κυπριακό καθότι η Κύπρος έχει την στενότερη θέση με την υπόθεση και .η επιλογή των μερών ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να θίξει την εφαρμογή του δικαίου της χώρας που βρίσκεται σε στενότερη σχέση με την υπόθεση και δεν μπορεί να υπάρξει παρέκκλιση με συμφωνία από τις διατάξεις της χώρας αυτής.

 

9.   Τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία με βάση τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές: υποθέσεις.

 

10.  Οι διάδικοι δεν συμφώνησαν ότι η δικαιοδοσία των γερμανικών δικαστηρίων στην πόλη Έσσεν της Γερμανίας είναι αποκλειστική.

 

11.  Το Δικαστήριο το οποίο είναι τόσο κατά τόσον αλλά και καθ’ ύλη αρμόδιο και/ή το οποίο έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την παρούσα Αγωγή, είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και εφαρμοστέο το Κυπριακό δίκαιο.

 

12.  Οι επίδικες συμβάσεις ημερ. 25/03/2004 και 08/01/2009 καταρτίσθηκαν και υπεγράφησαν στην Κύπρο και συγκεκριμένα στη Λευκωσία, ο Ενάγων διαμένει στη Λευκωσία και η Εναγόμενή έχει εγγεγραμμένο γραφείο στη Λευκωσία και είναι εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών σύμφωνα με το Κεφ. 113 ως Αλλοδαπή Εταιρεία International Branch) με αρ. ΑΕ 2275, και τα επίδικα έργα που ανέλαβε η Εναγόμενη ευρίσκονται στην Κύπρο, σε διάφορες πόλεις, συμπεριλαμβανομένου και της Λευκωσίας. Η δε συμφωνία ημερ. 10/11/2005 υπεγράφη από τον Ενάγοντα στην Κύπρο, στη Λευκωσία.

 

13.  O «τόπος» που εκπληρώθηκε η επίδικη παροχή είναι η Κύπρος και/ή οι υπηρεσίες του Ενάγοντα παρασχέθηκαν στην Κύπρο και η αξιούμενη αμοιβή και/ή προμήθεια του θα καταβαλλόταν στην Κύπρο και συνεπώς τα δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας έχουν δικαιοδοσία.

 

14.  H βάση της αγωγής έχει προκύψει στην Κύπρο και/ή η μη τήρηση των συμφωνηθέντων η οποία οδήγησε στην έγερση της παρούσας αγωγής προκλήθηκε από τη .μη εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων της Εναγομένης/Αιτήτριας στην Κύπρο.

 

15.  Τα Κυπριακά Δικαστήρια είναι o καταλληλότερος χώρος («fοrum conveniens») για την καταχώριση και εκδίκαση της παρούσας Αγωγής και/ή ο χώρος με τον οποίο η Αγωγή έχει την πιο πραγματική και ουσιαστική διασύνδεση (the. action has the most real and substantial connection» ).

 

16.  Ο ισχυρισμός της Εναγομένης/Αιτήτριας περί ακαταλληλότητας του παρόντος Δικαστηρίου («forum non conveniens») είναι νομικά αβάσιμος και αστήρικτος και/ή το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί δικαιοδοσία με βάση τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κυπριακών Δικαστηρίων και δεν υπάρχει άλλο προσφορότερο Δικαστήριο προς εκδίκαση της ουσίας της παρούσας υπόθεσης.

 

17.  H Εναγόμενη/Αιτήτρια έχει αποτύχει να αποδείξει ότι άλλο. «forum» είναι ευκρινώς πιο αρμόδιά και/ή κατάλληλό για να εκδικάσει την εν λόγω αγωγή.

 

18.  Αμφισβητείται η εγκυρότητα των ρητρών διαιτησίας των επίδικων συμφωνιών (όρος 9 της συμφωνίας ημερ. 25/03/2004 και όρος 12 τής συμφωνίας ημερ. 08/01/2009) παν προνοούν εκδίκαση της επίδικης διαφοράς από ένα. διαιτητή («one arbitrator») .στην Κύπρο; στην αγγλική γλώσσα, σύμφωνα με τους κανόνες. τον Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας. Επομένως οι συγκεκριμένοι. όροι δεν μπορούν να. αποτελέσουν διαφορά στη διαιτητική διαδικασία.

 

19.  Οι ρήτρες διαιτησίας είναι καταχρηστικές και-/ή άκυρες και/ή δεν είναι επιδεκτικές εφαρμογής, σύμφωνα με το άρθρο ΙΙ του -περί της Συμβάσεως περί της Αναγνωρίσεως και Εκτελέσεως Αλλοδαπών Διαιτητικών Αποφάσεων (Κυρωτικού Νόμου) Ν. 84/1979 και/ή το: Κεφ. 4 και/ή το Κεφ. 149 και/ή τη νομολογία.

 

20.  Οι επίδικες ρήτρες διαιτησίας είναι γενικές και/ή ασαφείς και δεν πληρούν. τις σχετικές προϋποθέσεις τον Νόμου: και/ή της νομολογίας και/ή οι συμφωνίες παραπομπής σε διαιτησία και/ή οι ρήτρες διαιτησίας είναι άκυρες (null arid void) και/ή αδρανείς (inoperative) και/ή ανεφάρμοστες και/ή δεν είναι δεκτικές εκτέλεσης- (incapable of being performed) και/ή καταχρηστικές και/ή παράνομες και/ή δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και/ή είναι αντίθετες στην απαίτηση καλής πίστης, καθότι δημιουργούν., εις βάρος του Ενάγοντα/Καθ' ου η αίτηση σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών τα οποία απορρέουν από τη σύμβαση και/ή τέτοιου είδους. ρήτρες εμπίπτουν στην κατηγορία των ρητρών που έχουν ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να ματαιώνουν ή να δυσχεραίνουν να παρεμποδίζουν  την προσφυγή του ασθενέστερου μέρους (του Ενάγοντα εν προκειμένω ενώπιον Δικαστηρίου.

 

21.  Οι διάδικοι δεν συμφώνησαν ότι η δικαιοδοσία ενός διαιτητή· στην Κύπρο, για να εκδικάσει τη μεταξύ τούς διαφορά στην Αγγλική γλώσσα, σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας είναι αποκλειστική.

 

22.  Τα Κυπριακά Δικαστήρια είναι ο καταλληλότερος χώρος («fοrum. conveniens»] για την εκδίκαση της παρούσας Αγωγής και όχι η διαιτησία στην Κύπρο, στην αγγλική γλώσσα σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας.

 

23.  Κανείς δεν μπορεί με συμφωνία παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία, να αποκλείσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Το· κατά πόσο η αγωγή θα πρέπει να ανασταλεί ή όχι είναι θέμα που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται δικαστικά. Τα Δικαστήρια δεν επιβάλλουν την ειδική εκτέλεση συμφωνιών παραπομπής σε διαιτησία, αλλά έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αρνηθούν σε διάδικο την επιλογή της εκδίκασης της: διαφοράς, από Δικαστήριο, αφήνοντας τον έτσι χωρίς άλλη επιλογή από του να προχωρήσει με την διαιτησία.

 

24.  Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί εναντίον της παραπομπής σε διαιτησία και αναστολής της διαδικασίας. καθότι υπάρχουν πολύ καλοί λόγοι για απόρριψη τού σχετικού αιτήματος και/ή είναι ορθό και δίκαιο όπως η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκηθεί εναντίον της. παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία και αναστολής της διαδικασίας.

 

25.  Η Εναγόμενη/Αιτήτρια δεν υποδεικνύει κανένα κατάλληλο πρόσωπο στην Κύπρο. που πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και/ή έχει τα απαιτούμενα προσόντα για να ενεργήσει ως διαιτητής στην επίδικη διαφορά και να την εκδικάσει και αποφασίσει σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας:

 

26.  Η Εναγόμενη/Αιτήτρια δεν έχειν καταδείξει την ύπαρξη πραγματικής δυνατότητας και/ή το εφικτό παραπομπής της επίδικης διαφοράς σε διαιτητή για να εκδικάσει και αποφασίσει επί αυτής σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας

 

27.  Η αξίωση στην αγωγή δεν αποτελεί «διαφορά» μεταξύ των συμβληθέντων με ·την έννοια των ρητρών διαιτησίας ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες των εν λόγω ρητρών.

 

28.  Η Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές και ειδικότερα τα άρθρα 3(3) και 7 καθώς και ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008, άρθρο 3 δεν αποκλείουν αλλά αντίθετα επιτρέπουν την εφαρμογή του κυπριακού δικαίου ως εφαρμοστέου δικαίου επί των επίδικων συμβάσεων στην··παρούσα αγωγή.

29.  Στην επίδικη Αίτηση η Εναγόμενη/Αιτήτρια καμία αναφορά δεν κάνει σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στην επίδικη διαφορά.

 

30.  Η αγωγή περιλαμβάνει αξιώσεις από διάφορες συμβάσεις του Ενάγοντα με την Εναγομένη και η τυχόν χορήγηση των αιτούμενων διαταγμάτων· θα είναι άδικη προς διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, με όλες τις προφανείς και οικονομικές και άλλες δυσχέρειες.

 

31.  H Εναγόμενη καμία απολύτως ζημία δεν θα·υποστεί από τη μη χορήγηση των αιτούμενων διαταγμάτων ενώ αντίθετα ο Ενάγων θα υποστεί ζημία ένεκα του κατατεμαχισμού της υπόθεσης και/ή των αξιώσεων του και θα χρειασθεί να συμμετέχει σε δύο διαδικασίες, διαφορετικές μεταξύ τους (δικαστηριακή και διαιτητική) σε διαφορετικές χώρες (Γερμανία και Κύπρο).

 

32.  Η εκδίκαση των διαφορών των διαδίκων τόσο. στη Γερμανία με βάση το γερμανικό δίκαιο, όσο και σε διαιτησία στην Κύπρο σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας, θα πλήξει ιδιαιτέρως τα συμφέροντα του ασθενέστερου μέρους της σύμβασης που είναι ο Ενάγων/Καθ' ου. η αίτηση, ο οποίος θα πρέπει, προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να έχει αυτός τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση ενός μόνου Δικαστηρίου το σύνολο των απαιτήσεων του.

 

33.  Αν το Δικαστήριο εκδώσει τα αιτούμενο διάταγμα, τότε θα ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 30 τον Συντάγματος που διασφαλίζει την ελευθερία πρόσβασης σε Δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και/ή θα ενεργήσει κατά παράβαση της δημόσιας πολιτικής και/ή κατά παράβαση των άρθρων 4, 7 και 25 του Κανονισμού (ΕΈ). 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου .2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, και/ή των άρθρων 3 και 7 της Σύμβασης της Ρώμης τον 1980 και/ή του άρθρου 3 του (ΕΚ) 593/2008.

 

34.  Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραμερισμό και/ή ακύρωση του Κλητηρίου Εντάλματος λόγω ισχυριζόμενης έλλειψης δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αντιθέτως, τα Κυπριακά Δικαστήρια και συγκεκριμένα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι καθ'·όλα αρμόδιο με βάση τα γεγονότα που πλαισιώνουν την επίδική διαφορά καθώς επίσης και την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση.

 

35.  Δεν είναι εύλογο και /ή δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα και/ή τυχόν έκδοση τους  προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στον Ενάγοντα/Καθ' ου η αίτηση.

 

36.  Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων.

 

37.  Σύμφωνα με τη νομολογία, η διαγραφή της αγωγής είναι δραστικό μέτρο και πρέπει να ενασκείται με φειδώ.

 

38.  Η επίδικη αίτηση είναι πρόωρη επειδή για να χορηγηθούν τα αιτούμενα διατάγματα πρέπει πρώτα να απορριφθούν τα αιτήματα θεραπείας Ξ, 0 και Π της Έκθεσης Απαίτησης και τούτο προϋποθέτει διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων στο πλαίσιο δίκης ή/και ακροαματικής διαδικασίας όταν έκαστος των διαδίκων παρουσιάσει την υπόθεση και τη μαρτυρία του, ως το δικαίωμα του με βάση το άρθρο 30 τον Συντάγματος και το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Ενδεχόμενη αίτησης της Εναγομένης στο παρόν στάδιο ενδεχομένως να εγείρει θέμα δίκαιης δίκης για τον Ενάγοντα.

 

39.  Η υπό κρίση αίτηση είναι πρόωρη καθότι η Εναγόμενη δεν καταχώρησε Έκθεση Υπεράσπισης και επομένως ουδείς γνωρίζει ποια είναι η θέση της σε σχέση με τα όσα ο Ενάγων ισχυρίζεται και αξιώνει.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση που έχει συντάξει ο ενάγοντας. Συμφώνησε ότι η εναγόμενη είναι Γερμανική εταιρεία με παράρτημα στην Κύπρο και ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα την εξυπηρετούσε για διάφορες υπηρεσίες για την εγκατάσταση της στην Κύπρο. Παραδέχεται την σύναψη των τριών συμφωνιών ως η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση.

 

Από τον Απρίλιο 2003 μέχρι 30.11.2020 ενεργούσε ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος της εναγόμενης και ανέλαβε διάφορα ζητήματα όπως την συμμετοχή της εναγόμενης σε δημόσιους διαγωνισμούς στην Κύπρο. Μέχρι και ως αντιπρόσωπος της εναγόμενης ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής είχε εμφανισθεί. Στα πλαίσια της πιο πάνω επαγγελαμτικής σχέσης είχαν συναφθεί οι συμφωνίες 25.3.2004, 10.11.2005 και 8.1.2009. Η κοινοπραξία  WTE-BAMAG της οποίας η εναγόμενη ήταν επικεφαλής και με βάση την συμβουλευτική συμφωνία ανέλαβε συμβουλευτικές υπηρεσίες της κοινοπραξίας σε σχέση με προσπάθεια να εξασφαλίσει δημόσιους διαγωνισμούς ειδικά για το έργο the design ,build operation of the Anthoupolis Sewage Treatment Plant’.

 

Ήταν, μεταξύ άλλων, ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος (όρος «1)») της ανωτέρω συμφωνίας ότι στην περίπτωση κατά την οποίαν το ανωτέρω έργο κατακυρωνόταν στην Κοινοπραξία θα είχε δικαίωμα και θα ελάμβανε από την Κοινοπραξία και/ή αλληλέγγυα και κεχωρισμένα από έκαστο μέλος της, αμοιβή επιτυχίας (success fee) σε ποσοστό 3% επί της συνολικής αξίας της σύμβασης για τον Σχεδιασμό και την Κατασκευή του Σταθμού/Εργοστασίου της Ανθούπολης. Ειδικότερα, ο όρος «1)» της ανωτέρω συμφωνίας προνοούσε τα εξής:

 

«ln case the contract applicable to the Project is awarded to WTE-BAMAΓ a success fee equal to three per cent (3%) of the amount of the total Contract Proce for the design and construction of the sewage treatment plant at Anthoupolis shall be paid as remuneration to the CONSULTANT»

 

Ήταν περαιτέρω ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος (όρος «4)») της ανωτέρω συμφωνίας ότι η ανωτέρω αμοιβή επιτυχίας θα καταβαλλόταν εντός 30 ημερών από την παραλαβή του σχετικού τιμολογίου, στο λογαριασμό ή λογαριασμούς που εγγράφως θα υπεδείκνυε. Ειδικότερα, ο όρος «4)» της ανωτέρω συμφωνίας προνοούσε τα εξής:

 

«4) The success fee payable under clause 1 above, shall be remitted to the CONSULTANT within thirty (30) days after receipt of the respective invoice to such account or accounts as the CONSULTANT may notify to WTE-BAMAG in writing.»

 

Ο ανωτέρω διαγωνισμός κατακυρώθηκε στην κοινοπραξία και στις 12.10.2005  υπέγραψε συμφωνία με το συμβούλιο αποχετεύσεων. Η συμφωνηθείσα εύλογη αμοιβή ήταν το 3%  επι της αξίας της σύμβασης ήτοι €804.811.

 

Σε διάφορα χρονικά διαστήματα ζήτησε από την εναγόμενη να της καταβάλει αμοιβή επιτυχίας αλλά αρνήθηκαν ή παρέλειψαν και το ποσό είναι οφειλόμενο.

 

Η δεύτερη συμφωνία ημερομηνίας 25.3.2004 αφορούσε συμβουλευτικές υπηρεσίες που θα παρείχε του δημόσιου διαγωνισμού ‘  Operation Maitainance and Staff training of the Anthoupolis Sewage Treatment

 

Ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος («1)») της ανωτέρω Συμφωνίας ότι θα ελάμβανε από την Κοινοπραξία WTE-BAMAG και/ή αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα από έκαστο μέλος της, ως αμοιβή, το ποσά των €3.000,00 μηνιαίως για όλη την περίοδο που θα διαρκούσε η σύμβαση Λειτουργίας και Συντήρησης του ανωτέρω έργου. Ειδικότερα, ο όρος «1)» της ανωτέρω συμφωνίας προνοούσε τα εξής:

 

«1) In case the contract applicable to the Project is awarded to WTE-ΒΑΜΑΓ a fee equal to Three Thousand Euros (Euros 3,000) per month shall be paid by WTE-BAMAG to the CONSULTANT as remuneration for the Operation, Maintenance and Staff Training of the sewage treatment plant at Anthoupolis. The aforesaid fee shall apply for the entire duration of Operation and Maintenance period under the contract and shall be updated at three (3) year intervals according to the rate of inflation for Cyprus as officially published by the Government.»

 

Ήταν περαιτέρω ρητός και/ή εξυπακουόμενος όρος (όρος «3)») της ανωτέρω συμφωνίας ότι η ανωτέρω αμοιβή θα καταβάλλετο εντός 30 ημερών από την παραλαβή τον σχετικού τιμολογίου, στο λογαριασμό ή λογαριασμούς που εγγράφως θα υποδείκνυε. Ειδικότερα, ο όρος «3)» της ανωτέρω συμφωνίας προνοούσε τα εξής:

 

«3) The fee payable hereunder shall be remitted to the CONSULTANT within thirty (30) days after receipt of the respective invoice to such account or accounts as the CONSULTANT may notify to WTE-BAMAG in writing.»

 

Η περίοδος λειτουργίας/συντήρησης του σταθμού επεξεργασίας λυμάτων Ανθούπολης ξεκίνησε την 1.12.2007 και συνεχίσθηκε βάση σύμβασης που υπεγράφη με ΣΑΛ μέχρι 18.5.2018 και με νέα σύμβαση που παρατάθηκε από 18.5.2018 μέχρι 18.5.2033. Ζητούσε προφορικά να του καταβληθεί το μηνιαίο ποσό των €3.000 και πρόσθετα στις 25.11.2022 υπέβαλε τιμολόγιο με το συνολικό ποσό των €919.778 για την περίοδο από 1.12.2007 μέχρι 18.5.2033 ημερομηνία τερματισμού της λειτουργίας του έργου. Μέχρι σήμερα δεν του έχει καταβληθεί κανένα ποσό.

 

Την 10.11.2005 υπογράφτηκε το  Freelancer Agreement που υπέγραψε στην Κύπρο και ανανεώθηκε την 30.11.2020. Έναντι αμοιβής ανέλαβε να  βοηθά την εναγόμενη στην πώληση τεχνολογικών υπηρεσιών (wastewater technological services) και στην εξασφάλιση συμβολαίων στον τομέα επεξεργασίας λυμάτων στην Κύπρο.

 

Ήταν ρητός και/ή εξυπακουομενος όρος («όροι 4(1) και 4(1.1)») της ανωτέρω συμφωνίας ημερομηνίας 10/11/2005 ότι θα είχε δικαίωμα και θα λάμβανε, μεταξύ άλλων, (a) μηνιαία αμοιβή ύψους €5.000 από την 01/12/2005 μέχρι την ημερομηνία λήξης της συμφωνίας ή της τυχόν παράτασης της, πληρωτέα στο τέλος έκαστον μήνα και (β) αμοιβή επιτυχίας (success fee) σε ποσοστό 3% επί της αξίας έκαστου έργου που Θα εξασφάλιζε η Εναγόμενη στην Κύπρο με μέγιστο ποσό αμοιβής επιτυχίας (success fee) για κάθε έργο το ποσό των €500.000,00. Ειδικότερα οι όροι 4(1) και 4(1.1) προνοούν τα εξής:

 

«(1)     Mr. Votsis shall receive a monthly lump sum payment in the amount of 5.000,-€ payable at the end of each month.

 

(1.1)     It is agreed to pay Mr. Votsis a success fee in addition to the lump sum payment in the amount of 3% of the net investment price for the construction of wastewater treatment plants for each project arranged by Mr. Votsis, maximally 500.000,--€ per project»

 

Σύμφωνα με τον όρο 4(1.Ζ) της ανωτέρω συμφωνίας, η αμοιβή επιτυχίας θα καταβαλλόταν εντός 30 ημερών από την παραλαβή του σχετικού τιμολογίου. Ειδικότερα ο όρος 4(1.2) προνοεί τα εξής:

«(1.2.) The entitlement for the success fee arises by sίgnίng, of the contract for a project arranged by Mr. Votsis and shall be due 30 days after receipt of the respective invoice.»

 

Η εν λόγω συμφωνία παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι τις 30.11.2020 . Κατά παράβαση της συμφωνίας η ενάγουσα του κατέβαλε το ποσό των €4.000 ευρώ μηνιαίως με αποτέλεσμα να του οφείλει το ποσό των €180.000 (180 μήνες). Ζήτησε να του καταβληθεί το εν λόγω οφειλόμενο ποσό αλλά αρνείται ή παραλείπει η εναγόμενη να το πληρώσει μέχρι σήμερα.

 

Συνείσφερε σημαντικά σε διαγωνισμό με την ονομασίαDesign Construction and 12 months operation of the extension and upgrading of the Larnaca wastewater treatment plant’ την 10.8.2012 με συνολική τιμή €37.651,770. Με βάση την συμφωνία  “freelance”  θα έπρεπε να του καταβληθεί το ποσό των 3% σε ποσοστό επί της αξίας του έργου με μέγιστο ποσό το ποσό των €500.000. Τα ζήτησε αυτά τα χρήματα αλλά δεν τα έχει πληρώσει η εναγόμενη.

 

Την 8.1.2009 σύνηψε στην Κύπρο με την εναγόμενη την συμφωνία  ‘ advisory services and support agreement ‘ για το έργο ‘ construction of the waste water treatment plants of the town of Morphou and the city of Famagusta’  και δεύτερο έργο τοthe new Mia Milia Waste water treatment plant’ έναντι αμοιβής.

 

Ήταν ρητός και/ή εξυπακουόμεvoς όρος (όρος «5)») της ανωτέρω συμφωνίας ημερομηνίας 08/01/2009 ότι η Εναγόμενη θα του κατέβαλλε το ποσό των €60.000,00 ως αμοιβή επιτυχίας (success fee) στην περίπτωση που της κατακυρωνόταν το έργο "Construction of the Waste Water, Τreαtment Plants of the town of Morphou /Guzelyurt and the city of Famagusta και €140.00,000 ως αμοιβή επιτυχίας (success fee) στην περίπτωση που της κατακυρωνόταν το έργο με την ονομασία "The New Mia Milia/Haspolat Waste Water Τreatment Plant (WWTP)". Ειδικότερα ο όρος 5 της συμφωνίας ημερ. 08/01/2009 προνοούσε τα εξής:

 

«In the event the Contracts are awarded to the COMPANY, a success fee of two Hundred Thousand Euros (€200,000=) namely, in the case of project I and for project 1)60.000, and the project 2) €140.000,- shall be paid by the COMPANY as remuneration to the CONSULTANT. The said success fee shall be remitted to the CONSULTANT with six (6) calendar months from the last date of receipt by the COMPANY of formal instructions by any of the Clients to commence the works, under any of the Contracts for which such date is the latest, to such account or accounts the CONSULTANTS shall notify the COMPANY in writing or via a bankers draft issued by an internationally recognized bank. The relevant payment shall be made to the CONSULTANT in the same currency paid to the COMPANY by the Clients».

 

Την 20.10.2019 κατακυρώθηκε στην εναγόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η σύμβαση για το έργο ‘ construction of the waste water treatment plants of the town of Morphou and the city of Famagusta’ με συνολική τιμή του έργου €3.602,5000. Εξαιτίας της κατακύρωσης της συμφωνίας δικαιούται αμοιβή ύψους €60.000, βάση της συμφωνίας ημερομηνίας 8.1.2009. Έχει ζητήσει την αμοιβή του.  Δεν την έχει πληρωθεί μέχρι σήμερα.

 

Ακόμη ένα έργο ανατέθηκε στην εναγόμενη την 5.2.2010 από τα Ηνωμένα Εθνη με ονομασία ‘The new Mia Milia Haspolat Waste Water treatment plant συνολικής αξίας €4.667,645 και παραδόθηκε στον εργοδότη την 1.7.2013. Ως αποτέλεσμα της ανάθεσης δικαιούται να πληρωθεί το ποσό των €140.000. Ζήτησε να πληρωθεί και απέστειλε σχετικό τιμολόγιο αλλά δεν έχει πληρωθεί μέχρι σήμερα.

 

Με την ενεργή μεσολάβηση του στις 19.11.2018 επεκτάθηκε η λειτουργία της αρχικής σύμβασης λειτουργίας του εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων στην Ανθούπολη μέχρι 2033 με συνολική τιμή σύμβασης €30.000.000. Περαιτέρω, τον Σεπτέμβριο 2020 με την συνεισφορά και μεσολάβηση του κατακυρώθηκε στην εναγόμενη από το Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λεμεσού - Αμαθούντας ο Διαγνωσιμός 2/18 για την παροχή υπηρεσιών για τη λειτουργία και συντήρηση βιολογικού σταθμού στη Μονή έναντι του ποσού των €9.258,877. Με βάση την συμφωνία Freelancer δικαιούται στην καταβολή αμοιβής επιτυχίας σε ποσοστό 3% επί της αξίας του έργου ήτοι το ποσό των €277,766 με μέγιστο ποσό αμοιβής €500.000. Ζήτησε να πληρωθεί το ποσό αλλά παρόλο ότι η συμφωνία ημερομηνίας 10.11.2005 ανανεώθηκε  μέχρι 30.11.2020  το ποσό δεν έχει καταβληθεί.

 

Θεωρεί ότι η εναγόμενη κακόπιστα αρνείται να πληρώσει τα οφειλόμενα εκμεταλλευόμενη τους όρους 9 της συμφωνίας ημερομηνίας 25.3.2004, τον όρο 12 της συμφωνίας ημερομηνίας 8.1.2009 και τον όρο 10(4) της συμφωνίας ημερομηνίας 10.11.2005.

O Όρος 9 της συμφωνίας ημερ. 25/03/2004 προνοεί τα εξής:

 

«This agreement hereby constituted shall be governed by and construed in accordance with the applicable laws of Germany. Any dispute arising as to the legality, interpretation, breach or non-performance of this agreement shall be settled finally by an arbitration panel consisting of one arbitrator pursuant to the rules of the German Arbitration Institution (Schiedsgerichtsordnung der Deutsehe Institution fiir Schiedsgerichtsbarkeit e. V., D.I.S.). Such arbitration proceedings shall take place in Nicosia, Cyprus in the English language.»

 

O Όρος 10(4) της συμφωνίας ημερ. 10/11/2005 προνοεί τα εξής:

 

«(Final Clauses) Rule (4): This agreement shall be ruled by German Law. The place of jurisdiction shall be Essen.»

 

O Όρος 12 της συμφωνίας ημερ. 08/01/2005 προνοεί τα εξής:

 

«This agreement hereby constituted shall be governed by and construed in accordance with the applicable laws of the Federal Republic of Germany. Any dispute the legality, interpretation, breach or non-performance of this agreement shall be finally settled by an arbitration panel consisting of one arbitrator pursuant to the rules of the Federal Republic of Germany Arbitration Institution (Schiedsgericiitsordnung der Deutschen Institution fir Schiedsgerichtsbarkeit e. V., D.I.S.). Such arbitration proceedings shall take place in Nicosia, Cyprus in the English language.»

 

Θεωρεί ότι οι ρήτρες διαιτησίας είναι άκυρες, καταχρηστικές  και παράνομες. Δεν έχει συμφωνηθεί ότι η δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της Έσσεν και του Διαιτητή στην Κύπρο σύμφωνα με τους κανόνες του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας είναι αποκλειστική. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας είναι το  forum conveniens.  Τυγχάνει εφαρμογής ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση, και την εκτέλεση αποφάσεων σε εμπορικές υποθέσεις. Προνοείται ότι για διαφορές εκ συμβάσεων παροχής υπηρεσιών δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του κράτους μέλους όπου δυνάμει της σύμβασης έγινε ή έπρεπε  να γίνει η παροχή των υπηρεσιών.

 

Επίσης, εν προκειμένω, ισχύει το άρθρο 24 (3) του ανωτέρω Κανονισμού το οποίο προνοεί ότι:

 

«Τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η κατοικία των διαδίκων:

 

….

 

3) σε δίκες που έχουν ως αντικείμενο το κύρος καταχωρίσεων σε δημόσια βιβλία, τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τηρούνται τα βιβλία αυτά.»

 

Ισχύουν  οι παράγραφοι 15,16 και 17 του προοιμίου του ΕΚ593/2008 και τα άρθρα 3 και 5 που προνοούν ότι το εφαρμοστέο δίκαιο είναι το κυπριακό από το οποίο δεν μπορεί να υπάρχει παρέκκλιση με συμφωνία. Το ίδιο προνοούν τα άρθρα 3 και 7 της ‘σύμβασης της Ρώμης 1980’. Είναι δύσκολο να προσκομιστούν δημόσια έγγραφα δημόσιων έργων στην Γερμανία. Με βάση την συμφωνία τα χρήματα που θα του κατέβαλε η εναγόμενη θα ήταν σε τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο.

 

Περαιτέρω,  τα Κυπριακά Δικαστήρια είναι το πιο βολικό και κατάλληλο «βήμα» (forum conveniens) για την εκδίκαση της παρούσας αγωγής, μεταξύ άλλων, και για τούς ακόλουθους λόγους:

 

i.    H βάση της Αγωγής προέκυψε εν όλω και/ή εν μέρει εντός της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων.

 

ii.   H μη τήρηση των συμφωνηθέντων η οποία οδήγησε στην έγερση της παρούσας αγωγής προκλήθηκε από τη μη εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων της Εναγομένης στην Κύπρο.

 

iii.             Οι επίδικες συμβάσεις είναι άμεσα συνδεδεμένες και/ή παρεπόμενες των συμβάσεων που έχουν συνυπογραφεί μεταξύ των Κυπριακών Αναθετουσών Αρχών και της Εναγόμενης και έχουν ως αντικείμενο την κατασκευή και λειτουργία έργων αποκλειστικά στο έδαφος της Κύπρου και διέπονται από το Κυπριακό δίκαιο.

 

iv.             Ο τόπος όπου εκπληρώθηκαν οι επίδικες παροχές είναι η Κύπρος.

 

ν.         Τα έργα με τα οποία οι εν λόγω συμβάσεις είναι άμεσα συνδεδεμένες και/ή παρεπόμενες και τα οποία τελικά ανατέθηκαν στην Εναγόμενη κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, συνιστούν δημόσια έργα και έργα κοινής ωφέλειας εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

vi.            Οι μάρτυρες που παρατίθενται βρίσκονται στην Κύπρο. Συνεπώς σε περίπτωση εκδίκασης της αγωγής στο Δικαστήριο της πόλης 'Εσσεν της Γερμανίας και/ή στα Γερμανικά Δικαστήρια, θα χρειασθεί μετάβαση στην Γερμανία, αεροπορικά έξοδα και έξοδα διαμονής, διατροφής και διακίνησης. Πρόσθετα θα χρειασθεί και μεταφραστής, κάτι που συνεπάγεται επιπλέον έξοδα και σπατάλη πολύτιμου χρόνου.

 

vii.           Μεγάλος όγκος των εγγράφων θα προσκομιστεί ως μαρτυρία είναι κυρίως στην Αγγλική και ολιγότερα στην Ελληνική γλώσσα, συνεπώς σε περίπτωση εκδίκασης της αγωγής στο Δ.41Cαστήριο της πόλης 'Εσσεν της Γερμανίας και/ή στα Γερμανικά Δικαστήρια, τα έγγραφα θα πρέπει να μεταφρασθούν στη Γερμανική γλώσσα, κάτι που συνεπάγεται επιπλέον έξοδα και σπατάλη πολύτιμου χρόνου.

 

viii.         Η εκδίκαση της αγωγής στο Δικαστήριο της πόλης Έσσεν της Γερμανίας και/ή στα Γερμανικά Δικαστήρια θα προκαλέσει αχρείαστη σπατάλη πολύτιμου χρόνου και υπέρογκα έξοδα.

 

ix.  Μεταξύ των εγγράφων που θα κατατεθούν ως μαρτυρία είναι έγγραφα και/ή καταχωρήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία κατακυρωθέντα έργα. Δεν παρέχεται η δυνατότητα προσκόμισης τέτοιων εγγράφων σε δικαστήριο του εξωτερικού.

 

x. Οι μάρτυρες είναι δημόσιοι υπάλληλοι στην Κυπριακή Δημοκρατία και/ή υπάλληλοι νομικών προσώπων στην Κυπριακή Δημοκρατία θα ήταν διατεθειμένοι να μεταβούν στην Γερμανία για να δώσουν μαρτυρία. Στην περίπτωση που αμφισβητηθεί το κύρος των συμφωνιών που υπεγράφησαν μεταξύ της Εναγομένης και των Αναθέτουσων Αρχών ή τα ποσά των συμφωνιών και τα ποσά που μέχρι σήμερα έχουν καταβάλει οι Αναθέτουσες Αρχές στην Εναγομένη είναι άγνωστο τι θα γίνει. Αφού καταβάλει τα όσα αξιώνει από την Εναγόμενη συσχετίζονται και/ή εξαρτώνται από το κύρος των συμφωνιών που η Εναγόμενη συνυπέγραψε με τις διάφορες Αναθέτουσες Αρχές στην Κύπρο καθώς και από το ύψος τον συμφωνηθέντος ποσού και των μέχρι σήμερα πληρωμών που έγιναν στην Εναγόμενη.

 

Εφόσον αμφισβητείται η εγκυρότητα τους οι εν λόγω ρήτρες δεν μπορούν να αποτελέσουν διαφορά στη διαιτητική διαδικασία. Οι εν λόγω ρήτρες διαιτησίας δεν είναι επιδεκτικές εφαρμογής καθώς προνοείται ως τόπος διαιτησίας η Λευκωσία της Κύπρου, με γλώσσα την αγγλική και κανόνες διαιτησίας του Γερμανικού Ινστιτούτο Διαιτησίας και άρα με εφαρμοστέο δίκαιο το Γερμανικό.  Τούτο λειτουργεί αποτρεπτικά στην εκκίνηση διαδικασίας διαιτησίας με βάση τις εν λόγω ρήτρες.  Θα πρέπει όλα τα έγγραφα που σχετίζονται με τις απαιτήσεις να μεταφραστούν στην Αγγλική γλώσσα, και θα πρέπει να προσλάβει και μεταφραστή για να μεταφράζει την μαρτυρία των μαρτύρων στην Αγγλική γλώσσα. Επίσης θα πρέπει να προσλάβει δικηγόρο που να γνωρίζει το Γερμανικό δίκαιο και να μιλάει και αγγλικά αν υπάρχει τέτοιος δικηγόρος. Έχει αποταθεί με επιστολή ημερ. 06/10/2022 στην Γερμανική Πρεσβεία στην Κύπρο ζητώντας πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα εξεύρεσης κατάλληλού διαιτητή σύμφωνα με τις αναφερόμενες ρήτρες διαιτησίας. Με απαντητική επιστολή ημερ. 10/10/2022, η Πρεσβεία του ανέφερε ότι δεν γνωρίζει αν υπάρχει τέτοιο πρόσωπο στην Κύπρο, παραπέμποντας τον στο Γερμανικά Ινστιτούτο Διαιτησίας.

 

Στις 18.10.2022 απέστειλε στο Γερμανικό Ινστιτούτο Διαιτησίας ηλεκτρονικό μήνυμα και ζήτησε πληροφορίες για κατάλληλο άτομο στην Κύπρο  να διενεργήσει διαιτησία σε σχέση με τις ρήτρες και του απάντησαν ότι είναι πολλοί παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να απαντήσουν το αίτημα. Επικοινώνησε με το Ινστιτούτο και ενημερώθηκε ότι σε πιθανή διαιτησία πιθανή αμοιβή που προβλέπεται είναι €530,00 και €27.000 ως αρχική προκαταβολή. Η εναγόμεη από την αρχή είχε υπόψη της την εκμετάλλευση του ασθνέστερου οικονομικά συμβαλλόμενου της συμφωνίας .

 

Πρόσθετα, ενημερώθηκε ότι σύμφωνα με το άρθρο 11 των Κανονισμών του Γερμανικού Ινστιτούτου Διαιτησίας:

 

«If the arbitral tribunal is comprised of a sole arbitrator, the parties may jointly nominate the sole arbitrator. If the parties do not agree upon a sole arbitrator within a time limit fixed by the DΙS, the Αppοίnting Committee of the DΙS (the 'Appointing Committee’) shall select and appoint the sole arbitrator pursuant to Article 13.2. In such case, the sole arbitrator shall be of a nationality different from that of any party, unless all parties are of the same nationality or have agreed otherwise.»

 

Υπάρχει μεγάλη δυσκολία εξεύρεσης ξένου στην πιθανότητα διαφωνίας σε σχέση με τον διορισμό διαιτητή. Η εξεύρεση εμπειρογνώμονα Γερμανικού δικαίου και Γερμανικής διαιτησίας είναι δυσχερής για τον ενάγοντα  διότι διαμένει και εργάζεται Κύπρο.

 

Παρά ότι οι ρήτρες καθορίζουν το εφαρμοστέο δίκαιο το Γερμανικό σύμφωνα με την Σύμβαση της Ρώμης, και ειδικά τα άρθρα 3 και 7 το Κυπριακό Δίκαιο δεν εμποδίζεται από του να εφαρμοσθεί. Το άρθρο 3 του ΕΚ 593/2008 απαγορεύει την παρέκκλιση με συμφωνία από την εφαρμογή Κυπριακού Δικαίου.

 

Θεωρεί ότι η αίτηση υποστηρίζεται ανεπίτρεπτα από δικηγόρο ενόψει του ότι η εναγόμενη διατηρεί υποκατάστημα στην Κύπρο.

 

Ανάλυση

 

Αυτό που προκύπτει από το πραγματικό πλαίσιο των παραστάσεων των μερών είναι ότι τα μέρη είχαν συνεχιζόμενη συνεργασία από το 2004. Η σχέση υπήρξε συμβατική αλληλοεξυπηρέτησης. Οι αιτητές είχαν τις υποδομές και την τεχνολογία για να πετύχουν κατακύρωση δημόσιων διαγωνισμών που αφορούσαν την επεξεργασία λυμάτων στην Κύπρο και ο καθ’ ου η αίτηση εξαιτίας των διασυνδέσεων του και γνώσεις επί του εδάφους ενεργούσε ως αντιπρόσωπος τους. Η παρουσία των αιτητών  στην Κύπρο ήταν τέτοιας φύσεως και έκτασης που είχαν μόνιμη παρουσία με την δημιουργία παραρτήματος της εταιρείας τους στην Κύπρο.  Οι αιτητές δεν έχουν παραθέσει κανένα γεγονός για να αμφισβητήσουν τις συμβατικές αξιώσεις του καθ’ ου η αίτηση. Εστιάζονται στο περιεχόμενο των τριών συμφωνιών που παραδέχονται ότι είχαν συναφθεί μεταξύ των μερών για να προβάλουν  την θέση ότι το κλητήριο θα πρέπει να παραμερισθεί και η αγωγή να ανασταλεί καθότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στερείται δικαιοδοσίας να επιλύσει την διαφορά.

 

Κρίνω σκόπιμα να εστιάσω την προσοχή μου στο πλέγμα των γραπτών συμφωνιών και το περιεχόμενο τους προκειμένου να γίνει αντιληπτό ότι οι σχέσεις των μερών δεν ήταν εφήμερες και ότι η εκτέλεση των συμφωνιών προϋποθέτει την χορήγηση εκτεταμένων υπηρεσιών του καθ’ ου η αίτηση στην Κύπρο.

 

Η πρώτη  Συμβουλευτική συμφωνία ημερομηνίας  25 Μαρτίου 2004  είχε υπογραφτεί στο Butzbach και η αντιπαροχή που συμφωνήθηκε προκειμένου ο καθ’ ου η αίτηση να κερδίσει την αμοιβή του ήταν να επιτύχει η κατακύρωση της προσφοράς των αιτητών στο έργο κατασκευής εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων στην Ανθούπολη. Πράγματι κατακυρώθηκε η προσφορά στους αιτητές. Η σχετική πρόνοια που επικαλούνται οι αιτητές είναι ως ακολούθως:

 

“This Agreement hereby constituted shall be governed by and construed in accordance with the applicable laws of Germany. Any dispute arising as to the legality, interpretation, breach or non-performance of this Agreement shall be settled finally by an arbitration panel consisting of one arbitrator pursuant to the rules of the German Arbitration Institution (Schiedsgerichtsordnung der Deutschen Institution fur Schiedsgerichtsbarkeit e.V., D.1.S.). Such arbitration proceedings shall take place in Nicosia, Cyprus, in the English language.”

 

Η δεύτερη συμφωνία Freelancer  υπογράφτηκε την 10.11.2005 ταυτόχρονα στο  Essen και Λευκωσία από τα μέρη και η ισχύος της συμφωνίας επεκτάθηκε κατ’ επανάληψη μέχρι το 2020. Η αντιπαροχή  για την αμοιβή του καθ’ ου η αίτηση είναι υπηρεσίες που θα χορηγούσε προκειμένου να κατακυρωθούν προσφορές των αιτητών σε διάφορα έργα επεξεργασίας λυμάτων στην Κύπρο. Είχε συναφθεί η  εν λόγω συμφωνία διότι ως αναγνωρίσθηκε στην συμφωνία ο καθου η αίτησηbased on his long standing regional connections knows about his demand for water and wastewater treatment plants in Cyprus and is therefore in the position to advise and acquire projects’.   Πράγματι κατακυρώθηκε   προσφορά που αφορούσε την επέκταση και αναβάθμιση του εργοστασίου επεξεργασίας λυμάτων στην Λάρνακα καθώς και άλλα έργα. Η σχετική πρόνοια που επικαλούνται οι αιτητές για το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι η παράγραφος 10(4) ως ακολούθως:

 

“This agreement shall be ruled by German law. The place of jurisdiction shall be Essen.”

 

Τέλος υπογράφτηκε μια γενική συμφωνία συμβουλευτικών και υποστηρικτικών υπηρεσιών το 2009 στην Λευκωσία. Η αντιπαροχή  για την αμοιβή του καθ’ ου η αίτηση είναι υπηρεσίες που θα χορηγούσε προκειμένου να κατακυρωθούν προσφορές των αιτητών σε διάφορα έργα επεξεργασίας λυμάτων στην Κύπρο.  Πράγματι κατακυρώθηκαν  τουλάχιστον δύο τέτοιες προσφορές που αφορούσαν τις περιοχές Μια Μηλιά και Αμμόχωστο . Η σχετική πρόνοια που επικαλούνται οι αιτητές για το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι η παράγραφος 12 ως ακολούθως:

 

“This Agreement hereby constituted shall be governed by and construed in accordance with the applicable la4 is of the Federal Republic of Germany. Any dispute arising as to the legality, interpretation, breach or non-performance of this Agreement shall be finally settled by an arbitration panel consisting of one arbitrator pursuant to the rules of the Federal German Arbitration Institution (Schiedsgenchtsordnung der Deutschen Institution fϋr Schiedsgerichtsbarkeit e.V., D.I.S.). Such arbitration proceedings shall take place in Nicosia, Cyprus, in the English language.”

 

Είτε οι συμφωνίες κριθούν ξεχωριστά ή ως ενιαίο σύνολο περιλαμβάνουσα ολόκληρη την συμφωνημένη σχέση των μερών ως συμφωνίες που είχαν συναφθεί στην Κύπρο και που εκτελέστηκαν με την παροχή υπηρεσιών στην Κύπρο, και  με την καταβολή κάποιων πληρωμών του καθ’ ου η αίτηση σε τραπεζικό του λογαριασμό της Κύπρου, με βάση τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έχει την καθ’ ΄ύλην αρμοδιότητα να  επιλύσει την διαφορά. Είναι αρμόδιο Δικαστήριο επειδή η διαφορά  πηγάζει από συμβατική σχέση που είχε συναφθεί και/ή εκτελεστεί ολικώς ή μερικώς στην Κύπρο.

 

Ενόψει του ότι οι αιτητές έχουν ως έδρα την Γερμανία σχετική και δεσμευτική για το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι η Ευρωπαική οδηγία 1215/2012 ΕΚ. Δυνάμει του άρθρου 2 της προσαρτημένης στη Συνθήκη Προσχώρησης Πράξης και των όρων προσάρτησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή οφείλει να εφαρμόσει τις διατάξεις των Συνθηκών περί Ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση όπως επίσης και τις πράξεις των οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμμορφούμενη στις πιο πάνω υποχρεώσεις επήλθε τροποποίηση του Συντάγματος ως ακολούθως:

 

«Ουδεμία διάταξη του Συντάγματος θεωρείται ότι ακυρώνει νόμους που θεσπίζονται, πράξεις που διενεργούνται ή μέτρα που λαμβάνονται από τη Δημοκρατία τα οποία καθίστανται αναγκαία από τις υποχρεώσεις της ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε εμποδίζει Κανονισμούς, Οδηγίες ή άλλες πράξεις ή δεσμευτικά μέτρα νομοθετικού χαρακτήρα που θεσπίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή από τα θεσμικά τους όργανα ή από τα αρμόδιά τους σώματα στη βάση των συνθηκών που ιδρύουν τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες ή την Ευρωπαϊκή Ένωση από του να έχουν νομική ισχύ στη Δημοκρατία.»

 

Δυνάμει του άρθρου 249 της συνθήκης ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δίδεται εξουσία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με το Συμβούλιο να εκδίδει κανονισμούς που θα έχουν γενική, άμεση και καθολική εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη της Κοινότητας. Ο Κανονισμός που εκδίδεται με αυτόν τον τρόπο ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του, και άρα η Δημοκρατία δεν χρειάζεται ούτε επιτρέπεται να αντιγράψει τον Κανονισμό σε κυπριακό νομοθέτημα. Υποχρεούται όμως να λάβει μέτρα, είτε με διοικητικές πράξεις είτε τη με θέσπιση νομοθεσίας, προς επίτευξη της αποτελεσματικής εφαρμογής του Κανονισμού. 

 

Ως συμβατική σχέση μεταξύ παραγόντων που έχουν διασυνοριακή διαφορά δεν είναι από τις περιπτώσεις που ο κανονισμός προνοεί αποκλειστική δικαιοδοσία σε συγκεκριμένο κράτος μέλους. Το άρθρο 7, πιο κάτω, είναι σχετικό:

 

Άρθρο 7

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)    α)  ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η παροχή.

 

β) για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης, και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

 

- εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων

 

- εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων, ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων

 

γ) το στοιχείο α) εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο β).

 

Ως εκ τούτο ως διαφορά που πηγάζει από συμβατική σχέση αρμοδιότητα θα μπορούσε να το  έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας επειδή  αναντίλεκτα προκύπτει  ότι οι υπηρεσίες χορηγήθηκαν στην Κύπρο. Τίθεται ζήτημα αποκλειστικής αρμοδιότητας μόνο εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει κάτι διαφορετικό. Σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο οι αιτητές έχουν το βάρος να αποδείξουν ότι υπάρχει συμφωνία διαιτησίας που παραπέμπει αποκλειστικά την διαφορά σε διαιτησία. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν παύει το Επαρχιακό Δικαστήριο να έχει αρμοδιότητα. Ρήτρα διαιτησίας δεν καταργεί τη δικαιοδοσία αλλά παρέχει την δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας. (βλ. Προοδευτική Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ. ν Κουρουκίδη 1 ΑΑΔ 1374(2002).

 

Εφόσον οι αιτητές έχουν καταχωρήσει την παρούσα αίτηση προτού προβούν σε οποιοδήποτε άλλο μέτρο στην διαδικασία το Δικαστήριο δύναται να εξετάσει το μέτρο της αναστολής της αγωγής στην βάση του άρθρου 8 πιο κάτω:

 

“8. Αv oπoιoσδήπoτε συμβαλλόμεvoς σε συvυπoσχετικό ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo πoυ πρoβάλλει αξίωση μέσω τoυ ή βάσει oδηγιώv τoυ, αρχίζει oπoιαδήπoτε διαδικασία εvώπιov Δικαστηρίoυ κατά oπoιoυδήπoτε άλλoυ πρoσώπoυ πoυ είvαι συμβαλλόμεvoς στo συvυπoσχετικό ή κατά oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ πρoβάλλει αξίωση μέσω ή βάσει oδηγιώv τoυ, αvαφoρικά με oπoιoδήπoτε από τα θέματα πoυ συμφωvήθηκε vα παραπεμφθoύv σε διατησία, τότε oπoιoσδήπoτε από τoυς διαδίκoυς στηv εv λόγω διαδικασία δύvαται oπoτεδήπoτε μετά τηv εμφάvιση, και πριv παραδώσει oπoιεσδήπoτε γραπτές πρoτάσεις ή πρoβεί σε oπoιoδήπoτε άλλo στάδιo της διαδικασίας, vα απoταθεί στo Δικαστήριo για αvαστoλή της διαδικασίας και τo Δικαστήριo δύvαται vα εκδώσει διάταγμα για αvαστoλή της διαδικασίας αv ικαvoπoιηθεί ότι δεv υπάρχει λόγoς πoυ vα δικαιoλoγεί τη μη παραπoμπή τoυ θέματoς σε διαιτησία σύμφωvα με τo συvυπoσχετικό και ότι o αιτητής ήταv, όταv άρχισε η διαδικασία, και εξακoλoυθεί vα είvαι έτoιμoς και πρόθυμoς vα πράξει oτιδήπoτε τo αvαγκαίo για τηv καvovική διεξαγωγή της διαιτησίας.”

 

Το κατά πόσο δικαιολογείται το παρόν αίτημα για αναστολή της διαδικασίας στην αγωγή επειδή τα μέρη υπέγραψαν τυποποιημένη συμφωνία που περιλαμβάνει και ρήτρα διαιτησίας δεν αποφασίζεται ως θέμα δικαίου αλλά είναι θεραπεία που χορηγείται με βάση την διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου στην κατάλληλη περίπτωση. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται με τον τρόπο που προδιαγράφει το άρθρο 8 του περί Διαιτησίας Νόμου Κεφ. 4.

 

Στο ίδιο μήκος κύματος ο περί Διεθνούς Εμπορικής Διαιτησίας Νόμος 101/1987, που αφορά διεθνή διαιτησία, προβλέπει την υποχρεωτική αναστολή της Δικαστικής διαδικασίας στην περίπτωση έγγραφης συμφωνίας παραπομπής ζητήματος της συγκεκριμένης διαφοράς σε διαιτησία. Αυτός ο νόμος έχει εφαρμογή μόνο αν κατά το χρόνο συνομολόγησης της συμφωνίας τα μέρη της συμφωνίας είχαν την έδρα των εργασιών τους σε διαφορετικά κράτη και τα άρθρα 7 και 8 είναι σχετικά:

 

Ορισμός και τύπoς της συμφωvίας περί διαιτησίας

7.-(1) Συμφωvία περί διαιτησίας" είvαι η συμφωvία με τηv oπoία υπάγovται σε διαιτησία όλες ή oρισμέvες διαφoρές, παρoύσες ή μέλλoυσες, πoυ απoρρέoυv από καθoρισμέvη έvvoμη σχέση, συμβατική ή μη. Η συμφωvία περί διαιτησίας μπoρεί vα εvταχθεί σε σύμβαση ως ρήτρα διαιτησίας ή vα απoτελέσει τo αvτικείμεvo χωριστής συμφωvίας.

(2) Η συμφωvία περί διαιτησίας είvαι έγκυρη μόvo αv είvαι γραπτή.

(3) Θεωρείται γραπτή η συμφωvία περί διαιτησίας αv περιέχεται σε έγγραφo πoυ φέρει τηv υπoγραφή τωv μερώv, ή σε αvταλλαγή επιστoλώv, τέλεξ, τηλεγραφημάτωv ή άλλωv μέσωv τηλεπικoιvωvίας πoυ καταγράφoυv τη σχετική συμφωvία, ή στηv αvταλλαγή εκθέσεωv απαιτήσεως και υπερασπίσεως, στις oπoίες περιέχεται ισχυρισμός τoυ εvός τωv μερώv για τηv ύπαρξη συμφωvίας περί διαιτησίας χωρίς o ισχυρισμός αυτός vα αvτικρoύεται από το άλλο μέρος ή διαπιστώνεται από τη συμπεριφορά των μερών.

(4) Συμφωνία περί διαιτησίας λογίζεται ως γραπτή, εάν περιλαμβάνεται σε ηλεκτρονική επικοινωνία, υπό την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες οι οποίες περιέχονται σε αυτήν είναι προσβάσιμες και εύχρηστες για μελλοντική αναφορά.

(5) Συμφωνία περί διαιτησίας λογίζεται ως γραπτή, εάν περιέχεται στην ανταλλαγή εκθέσεων απαιτήσεως και υπερασπίσεως, οι οποίες περιλαμβάνουν ισχυρισμό του ενός από τα μέρη για την ύπαρξη συμφωνίας περί διαιτησίας, χωρίς ο ισχυρισμός αυτός να αντικρούεται από το άλλο μέρος.

(6) Σύμβαση, η οποία αναφέρεται σε άλλο έγγραφο το οποίο περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας, λογίζεται ως γραπτή συμφωνία περί διαιτησίας, εάν η αναφορά είναι τέτοια ώστε να καθιστά τη ρήτρα αυτή αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης.

(7) Για τους σκοπούς των διατάξεων του παρόντος άρθρου-

(α) “ηλεκτρονική επικοινωνία” σημαίνει οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ των μερών η οποία επιτυγχάνεται μέσω μηνυμάτων  δεδομένων∙ και

(β) “μηνύματα δεδομένων” σημαίνει τις πληροφορίες οι οποίες παράγονται, στέλνονται, λαμβάνονται ή αποθηκεύονται με ηλεκτρονικά, μαγνητικά, οπτικά ή άλλα παρόμοια μέσα, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, ανταλλαγών ηλεκτρονικών δεδομένων (electronic data interchange- EDI), μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ο όρος αυτός περιλαμβάνει την ψηφιακή συμπίεση δεδομένων, τη διαβίβαση και/ή μεταφορά και παραλαβή με ενσύρματα και/ή ασύρματα μέσα και/ή με οπτικά και/ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα ή άλλα μέσα επικοινωνίας, όπως καταγράφεται στη σχετική συμφωνία.

 

 

Και,

 

Συμφωvία περί διαιτησίας και έγερση αγωγής εvώπιov Δικαστηρίoυ

8.-(1) Σε περίπτωση πoυ εγείρεται αγωγή για ζήτημα πoυ απoτελεί τo αvτικείμεvo συμφωvίας περί διαιτησίας, τo Δικαστήριo εvώπιov τoυ oπoίoυ εγείρεται η αγωγή oφείλει, αv τo ζητήσει τo έvα τωv μερώv πριv από τηv υπoβoλή της πρώτης έκθεσης τoυ επί της oυσίας της διαφoράς, vα παραπέμψει τη διαφoρά σε διαιτησία, εκτός αv εύρει ότι η συμφωvία είvαι άκυρη, αvεvεργής ή μη δεκτική εκτέλεσης.

(2) Η έγερση αγωγής κατά τα oριζόμεvα στo εδάφιo (1) δεv απoτελεί κώλυμα για τηv έvαρξη ή τη συvέχιση της διαιτητικής διαδικασίας ή τηv έκδoση τελικής διαιτητικής απόφασης, εv όσω τo επίδικo θέμα εκκρεμεί εvώπιov τoυ Δικαστηρίoυ.»

 

Το επιτακτικό λεκτικό του άρθρου 8, πιο πάνω, έχει ως αποτέλεσμα να περιορίσει την διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου. Προϋπόθεση της υποχρεωτικής παραπομπής ζητήματος σε διαιτησία θα πρέπει να είναι  εύρημα του Δικαστηρίου ότι το ζήτημα της αγωγής αποτελεί το αντικείμενο συμφωνίας περί της διαιτησίας.

 

Στη βάση του άρθρου 8 του Κεφ. 4 προκειμένου το Δικαστήριο να ασκήσει την διακριτική του εξουσία υπέρ της αναστολής, η εν λόγω διαφορά θα πρέπει να αφορά θέμα που συμφωνήθηκε να παραπεμφθεί σε διαιτησία συμφώνως των προνοιών της ρήτρας διαιτησίας.

 

Η απόφαση Steamer Shipping v Sibyl Trading & Shipping Ltd 1 ΑΑΔ 1069 (1999) διαφωτίζει ως προς τον τρόπο που θα πρέπει να εφαρμόζονται ρήτρες διαιτησίας δυνάμει του άρθρου 8 του Κεφ.8. Δεν είναι αυταπόδεικτο ότι οι αιτητές δικαιούνται αναστολή της διαδικασίας στα πλαίσια της αγωγής για κάθε είδους διαφορά που θα προκύψει μεταξύ των μερών μονάχα επειδή το  συμβόλαιο περιέχει ρήτρα διαιτησίας. Πρέπει να ξεκαθαρίσουν τα γεγονότα που συντελούν την διαφορά ώστε να φανεί ότι η συγκεκριμένη διαφορά εμπίπτει στην ρήτρα διαιτησίας που προνοεί το συμβόλαιο.

 

Η ύπαρξη ρήτρας διαιτησίας δεν αρκεί για να υπάρξει αναστολή της δικαστικής διαδικασίας. Το ίδιο το άρθρο 8, όπως και το αντίστοιχο και ουσιαστικά πανομοιότυπο άρθρο  4 του Αγγλικού Arbitration Act 1950 (και πριν από αυτό το άρθρο 4 του Arbitration Act 1889), αφορά μόνο αγωγή "in respect of any matter agreed to be referred".  Η ρήτρα διαιτησίας, εκφράζοντας τη συμφωνία των μερών, έχει μόνο τέτοια και τόση έκταση όση της δίδουν οι όροι της και όχι άλλη ή περισσότερη.  Στην προκειμένη περίπτωση, η ρήτρα διαιτησίας καλύπτει "any dispute", δηλαδή "οποιαδήποτε διαφορά", και δεν είναι ακόλουθο ότι οποιαδήποτε απαίτηση συνιστά αναγκαστικά και dispute ή διαφορά, ούτε, όπως λέγουν οι Εναγόμενοι 2, ότι οποιαδήποτε απαίτηση έχει ως γενεσιουργό αιτία τη μη τήρηση των όρων της συμφωνίας συνιστά "dispute". Ο ευπαίδευτος δικαστής ορθώς λοιπόν έθεσε τη βάση της προσέγγισης του λέγοντας ότι το κρίσιμο ερώτημα ήταν αν η απαίτηση των εναγόντων συνιστούσε διαφορά ή αμφισβήτηση που να ενέπιπτε στα πλαίσια του όρου 17 των ναυλοσυμφώνων.

 

Ως προς το πώς θα πρέπει να προσδιοριστεί η συγκεκριμένη διαφορά ώστε να καταλήξει το Δικαστήριο σε συμπέρασμα κατά πόσο η διαφορά καλύπτεται από την ρήτρα διαιτησίας το Δικαστήριο επεξήγησε ότι η διαφορά προσδιορίζεται με αναφορά των γραπτών  παραστάσεων  των μερών ως αυτά προκύπτουν από την αίτηση και την ένσταση που έχουν καταχωρηθεί εκ μέρους των μερών. Η έκθεση απαιτήσεως είναι σημαντική πηγή για την άντληση πληροφόρησης ως προς τον προσδιορισμό της συγκεκριμένης διαφοράς όμως είναι σημαντικό να εκτεθούν τα συγκεκριμένα γεγονότα που συντελούν την διαφορά ώστε να είναι γνωστό στο Δικαστήριο ποια γεγονότα είναι αμφισβητούμενα μεταξύ των μερών ώστε να αναδειχθεί κατά πόσο αυτά πρόκειται για  διαφορές  που εμπίπτουν στα πλαίσια της ρήτρας  της διαιτησίας. Το πιο κάτω απόσπασμα είναι σχετικό:

 

“With respect to counsel's argument, a mere reference to arbitration is not sufficient, and it was up to the affiant to point out clearly what was actually the dispute in more specific language, because once the plaintiff instituted proceedings, and the defendant was relying on paragraph 14(1)(c) containing the arbitration clause, it was up to him to pinpoint to the trial Judge the precise nature of dispute which was arisen between the parties in order to obtain a stay of proceedings.

 

We would, reiterate that, in such cases, there must be a dispute in fact, that is to say, there must be some issue joined between the parties which the arbitrator would have to try at the end. The effect of there being no dispute between the parties within an arbitration agreement is, of course, that the Court has no power to stay an action. See Monro v. Bongor U.D.C. [1915] 3 K.B. 167 at p. 171)."

 

Η υπόθεση Ιnvesta Foreign Trade Co Ltd v. Onisiforos Demetriades & Co. (1982) 1 C.L.R. 276, στην οποία οι εναγόμενοι είχαν βασισθεί ιδιαίτερα πρωτοδίκως, δείχνει ακριβώς την έκταση της έρευνας του δικαστηρίου για να διαπιστωθεί αν αποκαλύπτεται "dispute" στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας (που εκεί αποκαλύπτετο από την οπισθογράφηση, την έκθεση απαιτήσεως και τις ενόρκους δηλώσεις), με δεδομένη την αρχή της Skaliotou v. Pelekanos. Η δε υπόθεση Βulfracht v. Third World Steel Co. Ltd, ανωτέρω, στηρίζει την άποψη του ευπαίδευτου δικαστή ότι απαίτηση για πληρωμή ναύλου δεν συνιστά "dispute"  στα πλαίσια της ρήτρας διαιτησίας.  Το θέμα ετέθη καθαρώτατα από τον Πική, Δ., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Tradax v. Queensea Marine Co. (1986) 1 C.L.R. 559, στη σ. 562:

 

"A dispute presupposes disagreement about facts relevant to liability of the parties or the implications of such facts in law. ............ The object of arbitration is not to provide a substitute for the coercive powers of the Court to order the discharge of contractual or other obligations. Arbitration is merely an alternative forum for the elucidation of the facts and establishment of the contractual liabilities of the parties."

 

Εκείνο το οποίο υπέδειξε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Steamer Shipping Co Ltd v. Sibyl Trading & Shipping Ltd, πιο πάνω, είναι ότι για την ενάσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, θα πρέπει πρώτα να προσδιοριστεί αν όντως υπάρχει διαφορά που να παραπέμπεται σε Διαιτησία. Μια διαφορά προϋποθέτει διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς τα γεγονότα που αφορούν την υπαιτιότητα της Αιτήτριας. Ο σκοπός της Διαιτησίας, δεν είναι για να παρέχει στους διαδίκους μίαν εναλλακτική διαδικασία επίλυσης της διαφοράς εν σχέσει με τον επιτακτικό χαρακτήρα μηχανισμού επίλυσης διαφοράς που παρέχει το Δικαστήριο προς εξακρίβωση των συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών. Η Διαιτησία είναι κάτι περισσότερο. Είναι εναλλακτικό forum για τη διακρίβωση γεγονότων, ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα και ώστε να αποδίδεται ευθύνη των μερών στη βάση των συμβατικών τους υποχρεώσεων. Συνεπώς αν τα μέρη δεν συγκεκριμενοποιήσουν τις συγκεκριμένες παραμέτρους της διαφοράς μεταξύ των μερών, το θέμα ή το ζήτημα, δεν συνιστά διαφορά στα πλαίσια ρήτρας Διαιτησίας ώστε να δικαιολογείται η παραπομπή του σε Διαιτησία προς επίλυση της διαφοράς. Στην υπόθεση Tradax Graanhandel B. V v. Quennsea Marine Co Ltd (1986) 1 CLR 559, το Ανώτατο Δικαστήριο έθεσε το ζήτημα συνοπτικά με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«A dispute presupposes disagreement about facts relevant to liability of the parties or the implications of such facts in law. In this case there was neither disagreement about the facts nor their effect in law as to the liability of the defendants to pay the "dispatch money" provided for in the charterparties. Nor was the amount owing, in dispute. Inability on the part of the defendants to meet their contractual obligations did not give rise to a dispute between the parties. The object of arbitration is not to provide a substitute for the coercive powers of the Court to order the discharge of contractual or other obligations. Arbitration is merely an alternative forum for the elucidation of the facts and establishment of the contractual liabilities of the parties. In this case, no question ever arose between the parties about the liabilities of the defendants nor is presently a dispute pending between them. In the absence of a dispute the arbitration clause was inapplicable and the right of the plaintiffs to have recourse to the Court cannot be suspended or defeated by reference thereto».

 

Στην αγγλική υπόθεση Gruden Construction Ltd v. Commission for the New Toms (1995) 2 Lloy's Rep 387, 75 BIR 134, το Δικαστήριο επεξήγησε ότι δεν υπάρχει διαφορά στην περίπτωση που το ένα μέρος έχει ζητήσει επιπρόσθετες πληροφορίες προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα αποδεχτεί την απαίτηση της άλλης πλευράς. Στην αγγλική υπόθεση Collins Contractors Ltd v. Baltic Quay Management (1994) Ltd (2004) EWCA Civ 1757, το Δικαστήριο παρέθεσε σειρά παραγόντων που μπορεί να λάβει υπόψη του το Δικαστήριο για να διακρίνει κατά πόσο προσδιορίζεται διαφορά που χρήζει παραπομπής σε Διαιτησία. Διευκρίνισε επίσης, ότι η λέξη "διαφορά ή αμφισβήτηση θέματος", θα πρέπει να ερμηνεύεται απλά σύμφωνα με τη ρητή σημασία των λέξεων. Δεν πρέπει να ερμηνεύεται η λέξη ‘διαφορά’ κατασταλτικά ώστε να περιορίζεται η δικαιοδοτική εμβέλεια του Δικαστηρίου να παραπέμπει διαφορές που προκύπτουν στην περίπτωση ύπαρξης τέτοιων ρητρών του συνυποσχετικού. Δεν υπάρχουν άτεγκτοι κανόνες ως προς το ποια είναι διαφορά που χρήζει παραπομπή σε Διαιτησία. Αντλώντας καθοδήγηση από τη νομολογία, εντοπίζονται κάποιες κατευθυντήριες γραμμές ως ακολούθως ως προς την ερμηνεία του όρου “διαφορά.’

 

The mere fact that one party (whom I shall call 'the claimant') notifies the other party (whom I shall call 'the respondent') of a claim does not automatically and immediately give rise to a dispute. It is clear, both as a matter of language and from judicial decisions, that a dispute does not arise unless and until it emerges that the claim is not admitted.

4. The circumstances from which it may emerge that a claim is not admitted are Protean. For example, there may be an express rejection of the claim. There may be discussions between the parties from which objectively it is to be inferred that the claim is not admitted. The respondent may prevaricate, thus giving rise to the inference that he does not admit the claim. The respondent may simply remain silent for a period of time, thus giving rise to the same inference.

 5. The period of time for which a respondent may remain silent before a dispute is to be inferred depends heavily upon the facts of the case and the contractual structure. Where the gist of the claim is well known and it is obviously controversial, a very short period of silence may suffice to give rise to this inference. Where the claim is notified to some agent of the respondent who has a legal duty to consider the claim independently and then give a considered response, a longer period of time may be required before it can be inferred that mere silence gives rise to a dispute.

6. If the claimant imposes upon the respondent a deadline for responding to the claim, that deadline does not have the automatic effect of curtailing what would otherwise be a reasonable time for responding. On the other hand, a stated deadline and the reasons for its imposition may be relevant factors when the court comes to consider what is a reasonable time for responding.

7. If the claim as presented by the claimant is so nebulous and ill‑defined that the respondent cannot sensibly respond to it, neither silence by the respondent nor even an express non‑admission is likely to give rise to a dispute for the purposes of arbitration or adjudication.”

 

Στην παρούσα περίπτωση οι αιτητές δεν έχουν παραθέσει κανένα γεγονός για να αμφισβητήσουν την αξίωση του καθ’ ου η αίτηση δυνάμει των συμφωνιών. Οι προσφορές των αιτητών κατακυρώθηκαν για τα διάφορα έργα. Αυτός ήταν και ο λόγος που η συνεργασία ήταν μακρόχρονη, αφορούσε πολλά έργα και  υπογράφτηκαν πολλές συμφωνίες που επεκτάθηκαν σε βάθος χρόνου. Οι αιτητές ζητούν αναστολή και παραμερισμό της διαδικασίας χωρίς να προσδιορίσουν την διαφορά γεγονότων που ενδεχόμενα θα μπορούσε να  αποφασίσει διαιτητικό Δικαστήριο προκειμένου να απορρίψει την αξίωση του καθ’ ου η αίτηση για  πληρωμή ως προνοούν οι συμφωνίες. Εάν η  διαφορά δεν προσδιορίζεται με αναφορά τα επίδικα  πραγματικά ζητήματα προς τι να παραπεμφθεί η διαφορά ειδικά εάν ο καθ’ου η αίτηση θα δυσκολευτεί στην Κύπρο να βρει, όπως ανέφερε, κατάλληλο διαιτητή  και/ή  θα αναγκαστεί να προσκομίσει μαρτυρία για την Γερμανική νομοθεσία από εμπειρογνώμονα με αποτέλεσμα την καθυστέρηση στην επίλυση της διαφοράς  και της  οικονομικής εξουθένωσης του ως το οικονομικό ασθενέστερο μέρος της συμφωνίας. Εάν δεν υπάρχει πραγματική διαφορά να αποφασισθεί η παραπομπή του ζητήματος σε άλλο forum δεν δικαιολογείται ως κακόπιστη ενέργεια των αιτητών να  εξουθενώσουν οικονομικά  τον καθ’ ου η αίτηση  ώστε να τον παρεμποδίσουν από τα συμβατικά δικαιώματα του. Και οι τρεις συμφωνίες περιέχουν πρόνοιες ότι θα πρέπει να πληρωθεί ο καθ’ ου η αίτηση καθορισμένο ποσό για την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών σε  καθορισμένο χρόνο. Στην βάση της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου οι υπηρεσίες έχουν χορηγηθεί όμως ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πληρωθεί και τα έργα έχουν κατακυρωθεί προς όφελος των αιτητών. Δεν έχουν παραθέσει κανένα γεγονός που θα ήθελαν διαιτητικό Δικαστήριο να το πραγματευτεί προκειμένου να αμφισβητηθεί η απαίτηση. Οπότε μόνο για τον λόγο αυτό θα πρέπει η αίτηση να απορριφθεί επειδή η απαίτηση έχει καταχωρηθεί, εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου για να εξετασθεί, και η παραπομπή ζητήματος σε διαιτησία θα προκαλέσει αχρείαστη καθυστέρηση στην διαδικασία και άρνηση δικαιοσύνης εφόσον δεν προσδιορίζεται διαφορά να αποφασισθεί. Ο καθ’ ου η αίτηση έχει απαιτήσει πληρωμή και έχει εκδώσει τιμολόγιο. Οι αιτητές προκειμένου να παραπέμψουν την διαφορά σε διαιτησία όφειλαν να προσδιορίσουν ακόμη και γενικά τους λόγους που αρνούνται να πληρώσουν όταν οι πρόνοιες των συμφωνιών που υπέγραψαν περιέχουν λεκτικό που υποστηλώνει το δικαίωμα του καθ’ ου η αίτηση σε πληρωμή. Τους έχει δοθεί κάθε ευκαιρία να αναπτύξουν τους λόγους διαφοράς με την αίτηση τους . Επειδή βρίσκονται στο εξωτερικό έχουν ορκισθεί για λογαριασμό τους οι δικηγόροι τους έτσι  κάθε διευκόλυνση τους έχει παραχωρηθεί προκειμένου να αναπτύξουν τις θέσεις τους . Παρόλο ότι συμφωνώ με την θέση του συνηγόρου του καθ’ ου η αίτηση ότι δικηγόροι θα πρέπει να αποστασιοποιηθούν από την διαφορά διότι είναι ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ( βλ. Rybolovlev v Rybolovlev  Πολιτικές Εφέσεις 130/09 και 131/09 ημερομηνίας 29.1.2020)  και οι αιτητές έχουν σημαντική παρουσία στην Κύπρο με παράρτημα  επί τόπου, η προβολή του μαρτυρικού υλικού μέσω του ομνύοντα δικηγόρου , που αφορά κυρίως το λεκτικό των τριών συμφωνιών ενώπιον μου, δεν δημιουργεί πρόβλημα αποδεκτότητας της μαρτυρίας. Επί της ουσίας των ισχυρισμών που προβάλλονται δεν αναδύεται το πραγματικό πλαίσιο της υπεράσπισης των αιτητών  επί των οποίων το Δικαστήριο θα μπορούσε να στηριχθεί να εντοπίσει διαφορά ώστε να αρνηθεί να αναλάβει την καθ ’ύλην αρμοδιότητα να εξετάσει την απαίτηση του καθ’ ου η αίτηση.

 

Υπάρχει όμως πιο σημαντικός παράγοντας που επιδρά στην κρίση μου και επιβάλει απόρριψη της αίτησης. Δεν στοιχειοθετείτε ξεκάθαρη πρόθεση των μερών να παραπέμψουν την διαφορά που προκύπτει από την δικογραφία σε διαιτησία.

 

Προκειμένου να χορηγήσω την αιτούμενη θεραπεία καλούμαι να εξάξω την αντικειμενική ερμηνεία των λέξεων που καταγράφονται στις τρεις συμφωνίες που να αφορούν το θέμα της δικαιοδοσίας. Κατά δεύτερο λόγο ενόψει των πραγματικών παραστάσεων των μερών στα πλαίσια της αίτησης καλούμαι να ερευνήσω τις εμπορικές συνέπειες του συγκεκριμένου λεκτικού για να εξάξω την πραγματική πρόθεση των μερών.

 

Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση Fiona Trust & Holding Corporation v Privalov UKHL (2007) 40  επεξήγησε τον ορθό τρόπο προσέγγισης της ερμηνείας του λεκτικού των συμφωνιών διαιτησίας. Υπέδειξε ότιany jurisdiction or arbitration clause in an international commercial contract should be liberally construed’. Για να μπορέσει το Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα σε σχέση με την πρόθεση  των μερών ως προς τα συμφωνηθέντα και για να την  κατατάξει ως διαφορά  δύναται να λάβει υπόψη του τις εμπορικές συνέπειες του συμφωνητικού λεκτικού. Και οι τρεις συμφωνίες αναφέρουν ότι θα εφαμοστεί το Γερμανικό δίκαιο σε σχέση με την διαφορά. Επομένως, ήδη υπάρχει δυσκολία του Δικαστηρίου να ερμηνεύσει τις συμφωνίες διότι δεν είναι γνωστό  κατά πόσο υπάρχει ουσιαστική διαφορά Γερμανικού δικαίου  με το Κυπριακό δίκαιο σε σχέση με την υπό επίλυση πραγματική διαφορά.  Ο προσδιορισμός της διαφοράς και οι διαφορές μεταξύ του δικαίου που δυνατόν να εφαρμοσθεί  συνιστούν ερμηνευτικά εργαλεία σε σχέση με την πρόθεση των μερών.  Στην περίπτωση που το δίκαιο των δύο χωρών είναι το ίδιο για το ζήτημα που αφορά την διαφορά  δυνατόν να είναι παράγοντας που θα  πρέπει να ληφθεί υπόψη προκειμένου να αποφασιστεί κατά πόσο δικαιολογείται το δρακόντιο μέτρο του παραμερισμού της απαίτησης και αναστολή της αγωγής. Οι πρόνοιες του Γερμανικού δικαίου δυνατόν να είναι σημαντικές να τις γνωρίζει το Δικαστήριο ώστε να ερμηνεύσει τις σχετικές πρόνοιες.

 

Περαιτέρω, θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά πόσο οι συγκεκριμένες πρόνοιες είτε ξεχωριστά ή στο σύνολο τους δημιουργούν  έδρα αποκλειστικής αρμοδιότητας επίλυσης της διαφοράς. Η λέξη αποκλειστική αρμοδιότητα δεν εμφανίζεται στις πρόνοιες της συμφωνίας και ως υπέδειξε ο κ. Χριστάκης με αναφορά  την  συμφωνία ημερομηνίας 2009 σε σχέση με την πρόνοια  ‘The place of jurisdiction shall be Essenδεν προστίθεται λεκτικό που ξεκαθαρίζει θετικά  κατά πόσο η συγκεκριμένη πρόνοια  δημιουργεί αποκλειστική αρμοδιότητα σε συγκεκριμένο Δικαστήριο.  Εκείνο που επεξήγησε η Βουλή των Λόρδων στην υπόθεση Fiona, πιο πάνω, είναι ότι η συμφωνία διαιτησίας θα πρέπει να προσεγγίζεται ως ξεχωριστή συμφωνία σε σχέση με την υπόλοιπη συμφωνία. Εάν η κύρια συμφωνία είναι άκυρη ή μη εφαρμόσιμη αυτό δεν προϋποθέτει το ίδιο σε σχέση με την διαιτητική πρόνοια της συμφωνίας. Όμως λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας για την ερμηνεία της ρήτρας διαιτησίας  ότι τα μέρη ως επιχειρηματίες  κατά την σύναψη της συμφωνίας δυνατόν να είχαν κατά νου τα ακόλουθα:

 

“the parties, as rational businessmen, are likely to have intended any dispute arising out of the relationship into which they have entered or purported to enter to be decided by the same tribunal. The clause should be construed in accordance with this presumption unless the language makes it clear that certain questions were intended to be excluded from the arbitrator’s jurisdiction.”

 

Οι αιτητές είχαν το βάρος να αποδείξουν την εγκυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας και κατά δεύτερο λόγο να αποδείξουν την συγκεκριμένη  ερμηνεία της συμφωνίας με τις επιπτώσεις της  . Το ζήτημα  της ερμηνείας περιπλέκεται στην παρούσα περίπτωση  επειδή υπάρχουν τουλάχιστον τρεις συμφωνίες των μερών που αφορούν  την συνεργασία τους  σε βάθος χρόνου .  Η πρόθεση των μερών για τα συμφωνηθέντα δεν εξάγεται αποσπασματικά. Κρίσιμο είναι το ζήτημα της  δικαιοδοσίας  να ερμηνευθεί  με αναφορά όλη την  συμβατή σχέση των μερών ( βλ.  Saytam Computer Services v Unpaid Systems Ltd Ewltc 31 (2008).

 

Η πρόνοια ότι θα υπάρχει τελική επίλυση θεμάτων από ένα διαιτητή στην Κύπρο που θα εφαρμόσει στο Γερμανικό δίκαιο αναμφίβολα έρχεται σε αντίθεση με την  πρόνοια  ότι δικαιοδοσία ανήκει  στο Έσσεν της Γερμανίας . Παρόλο ότι θα πρέπει να υπάρχει φιλελεύθερη προσέγγιση στην ερμηνεία συμβατικών προνοιών διαιτησίας ώστε εν τέλει   να τεκμαίρεται ότι τα μέρη είχαν συμφωνήσει σε ένα  forum  επίλυσης της διαφοράς τέτοια θεώρηση των πραγμάτων ανατρέπεται όταν υπάρχει σειρά συμφωνιών μεταξύ των μερών που  οι πρόνοιες τους ως προς το ζήτημα της δικαιοδοσίας αντιφάσκουν  μεταξύ τους. Η υπόθεση  Monde Petroleum SA v Westernzagros Ltd.  (2015 ) EWHC 67  πιο κάτω είναι σχετική:

 

33. The leading modern authority on the construction of dispute resolution clauses is the decision of the House of Lords in Fiona Trust & Holdings v Privalov & others [2007] Bus LR 1917[2008] 1 Lloyd's Rep 254, in which it was held that arbitration clauses in a series of time charters governed claims for rescission of the charters on the ground of bribery. In the leading speech Lord Hoffmann emphasised that it is to be presumed that rational businessmen who are parties to a contract intend all questions arising out of their legal relationship to be determined in the same forum; and that the presumption is a strong one, and requires clear words to the contrary if it is to be displaced: see paragraphs [6]-[7] and [13]. This is what, as Hoffmann LJ in Harbour Assurance Co (U.K.) Ltd v Kansa General International Assurance Co [1993] QB 701at p. 726B, he had characterised as the “presumption in favour of one-stop adjudication”. Lord Hope observed at paragraph [26] that a dispute resolution clause is not one that parties tend to focus on during contractual negotiations, and so Courts will be wary of placing too much weight on particular forms of words, so as to exclude certain disputes from its scope.

 

34. The presumption applies as much to a jurisdiction clause as to an arbitration clause: see Continental Bank N.A. v Aeakos Compania Naviera S.A. [1994] 1 WLR 588at pp. 592F to 593G.

 

35. Where there is more than one agreement between the same parties, and they contain conflicting dispute resolution provisions, the presumption of one stop adjudication dictates that the parties will not be taken to have intended that a particular kind of dispute will fall within the scope of each of two inconsistent jurisdiction agreements. They will fall to be construed on the basis that they are mutually exclusive in the scope of their application, rather than overlapping, if the language and surrounding circumstances so allow: see Deutsche Bank AG v Sebastian Holdings Inc (No 2) [2011] 2 All ER (Comm) 245 per Thomas LJ at paragraph [41] and UBS AG v HSH Nordbank [2009] 1 CLC 934 per Lord Collins at paragraph [84].

 

36. Nevertheless the possibility of fragmentation may be inherent in the scheme of the parties' agreements and clear agreements must be given effect to even if this may result in a degree of fragmentation in the resolution of disputes between the parties. At paragraph [49] of his judgment in Deutsche Bank v Sebastian Holdings, Thomas LJ approved a passage from Dicey Morris & Collins on the Conflict of Laws which is in the following terms (omitting the citation of authorities).

 

'But the decision in Fiona Trust has limited application to the questions which arise where parties are bound by several contracts which contain jurisdiction agreements for different countries. There is no presumption that a jurisdiction (or arbitration) agreement in contract A, even if expressed in wide language, was intended to capture disputes under contract B; the question is entirely one of construction ... The same approach to the construction of potentially-overlapping agreements on jurisdiction (but there will, in this respect, be no difference between the construction of agreements on jurisdiction, arbitration agreements and service of suit clauses) was taken in [UBS]…

 

In the final analysis, the question simply requires the careful and commercially-minded construction of the various agreements providing for the resolution of disputes, the point of departure being that agreements which appear to have been deliberately and professionally drafted are to be given effect so far as it is possible and commercially rational to do so, even where this may result in a degree of fragmentation in the resolution of disputes. It may be necessary to enquire under which of a number of inter-related contractual agreements a dispute actually arises; this may be answered by seeking to locate its centre of gravity.

 

The same approach, namely to focus on the commercially-rational construction, governs the interpretation of agreements on jurisdiction as exclusive or nonexclusive, and of agreements which specifically provide that the parties will not take objection to the bringing of proceedings if proceedings are brought in more courts than one.'

 

Το ερώτημα ως επεξηγείται, πιο πάνω,  κατά πόσο  υφίσταται δικαιοδοτική πρόνοια αποκλειστικής αρμοδιότητας  είναι το αποτέλεσμα προσεκτικής ερμηνείας του λεκτικού της πρόνοιας  λαμβάνοντας   υπόψη την πρόθεση των μερών στο ζήτημα επίλυσης  της διαφοράς. Ενας παράγοντας στην εξίσωση της ερμηνείας  του λεκτικού  είναι κατά πόσο η προβαλλόμενη  ερμηνεία θα μπορούσε να συνάδει με την πρόθεση των μερών ως   εμπορικά εφικτή.  Στην περίπτωση, επί παραδείγματι, που δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ του Γερμανικού δικαίου και του Κυπριακού δικαίου ως εφαρμοζόμενο δίκαιο σε συγκεκριμένη διαφορά η εφαρμογή του δικαίου δυνατόν να μην είναι περιοριστικός παράγοντας  την ερμηνεία της διαιτητικής πρόνοιας . Επιτρέπεται, στο  Δικαστήριο  να  έχει υπόψη του την μεγάλη εικόνα σε σχέση με την  εκδηλωθείσα  πρόθεση των μερών ως εκ των γραπτών συμφωνιών.  Το ζήτημα εφαρμογής του ουσιαστικού δικαίου στην διαφορά  καθώς και ο τόπος που έχουν διεξαχθεί  οι  εμπορικές συναλλαγές  που θα πρέπει να κριθούν  είναι κριτήρια  σχετικά ερμηνείας προνοιών που να αφορούν την δικαιοδοσία. Ναι υπάρχει τεκμήριο υπέρ της θέσης ότι τα μέρη είχαν κατά νου να μην επικρατεί πολλαπλότητα των διαδικασιών όμως όταν υπάρχουν πολλές συμφωνίες με αντικρουόμενες πρόνοιες η πρόθεση των μερών εξάγεται από  πολλούς παράγοντες, μεταξύ άλλων , και το  μέρος όπου θα διεξάγονται οι συναλλαγές για τις οποίες έχει προκύψει η διαφορά. Αυτή είναι η θεώρηση των πραγμάτων που  είχε το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση  UBS AG v HSH Nordbank AG (2009)  όταν ξέσπασε  διαφορά που αφορούσε συμβατική σχέση σε  σειρά από περίπλοκες συμφωνίες και είχαν ξεκινήσει δικαστικές διαδικασίες στο Λονδίνο και Νέα Υόρκη.

 

83. But the essential task is to construe the jurisdiction agreement in the light of the transaction as a whole. As I suggested in Satyam Computer Services Ltd v Upaid Systems Ltd [2008] EWCA Civ 487, [2008] 2 All ER (Comm) 465, at [93], whether a dispute falls within one or more related agreements depends on the intention of the parties as revealed by the agreements.

 

84. Plainly the parties did not actually contemplate at the time of the conclusion of the contracts that there would be litigation in two countries involving allegations of misrepresentation in the inception and performance of the agreements. But in my judgment sensible business people would not have intended that a dispute of this kind would have been within the scope of two inconsistent jurisdiction agreements. The agreements were all connected and part of one package, and it seems to me plain that the result for which UBS contends would be a wholly uncommercial result and one that sensible business people cannot have intended.

 

85. It is fanciful to suppose (as UBS contends) that the Dealer's Confirmation jurisdiction clause had been specially renegotiated to provide expressly for the exclusive jurisdiction of the English court to deal with disputes of this kind, or that the parties must have envisaged the risk of a clash.

 

Εν τέλει το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι θα έπρεπε να επικρατήσει ερμηνεία των δικαιοδοτικών προνοιών που λάμβανε υπόψη την επιχειρηματική προτίμηση των μερών με αποτέλεσμα  να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχε εφαρμογή  δικαιοδοτική  πρόνοια  που θα έφερνε την διαφορά πιο κοντά στον τόπο της απαίτησης.

 

“then, where the jurisdiction clauses are in conflict, I do not see why the GMRA clause should not prevail: either on the basis that, in a case of conflict on standard forms plainly drafted by CS Europe, MLC should be entitled to exercise the broader rights; or on the basis that the clause in the contract which is closer to the claim and which is more specifically invoked in the claim should prevail over the clause which is only more distantly or collaterally involved.”

 

93. He therefore refused to grant an injunction restraining MLC's claims in New York under the GMRA, because (at 781) the claims were preferably to be viewed as arising out of or in connection with the GMRA rather than the Purchase Agreement and thus were not within the jurisdiction clause in the Purchase Agreement; but if he were wrong about that, the New York court would be in a much better position to analyse the complaint for the purpose of identifying the relevant or more relevant jurisdiction clause.

 

94. The essence of Rix J's first reason is that under the contra proferentem principle, the intention must be taken to have been that, where a dispute fell within the wording of both jurisdiction agreements, it was the GMRA which was to be taken as the agreed position. The second reason, which he must have meant as a matter of construction, was that the parties must be taken to have intended that, where a dispute fell within both sets of agreements, it should be governed by jurisdiction clause in the contract which was closer to the claim.

 

95. In this case it is not necessary to go so far. Whether a jurisdiction clause applies to a dispute is a question of construction. Where there are numerous jurisdiction agreements which may overlap, the parties must be presumed to be acting commercially, and not to intend that similar claims should be the subject of inconsistent jurisdiction clauses. The jurisdiction clause in the Dealer's Confirmation is a “boiler plate” bond issue jurisdiction clause, and is primarily intended to deal with technical banking disputes. Where the parties have entered into a complex transaction it is the jurisdiction clauses in the agreements which are at the commercial centre of the transaction which the parties must have intended to apply to such claims as are made in the New York complaint and reflected in the draft particulars of claim in England.

 

Επομένως ζητήματα όπως το είδος της διαφοράς των μερών, το εφαρμοζόμενο ουσιαστικό δίκαιο και η τοπική διασύνδεση της διαφοράς που εκφράζεται στην απαίτηση είναι σχετικό για να εξαχθεί η πρόθεση των μερών στην περίπτωση αντιφατικών προνοιών δικαιοδοσίας σε σειρά συμφωνιών.

 

Βαρύτητα θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός ότι όλες οι υπηρεσίες χορηγήθηκαν στην Κύπρο σε σχέση με εμπορική συναλλαγή που επεκτείνεται σε βάθος χρόνου. Δύσκολα γίνεται αποδεκτό ότι ο καθ’ ου η αίτηση  θα είχε συμφωνήσει σε πρόνοια διαιτησίας προκειμένου να απαιτήσει να πληρωθεί που θα τον υποχρέωνε να αποταθεί σε διαιτητή στην Κύπρο και παράλληλα να υποχρεούται να καταχωρήσει απαίτηση στο Έσσεν της Γερμανίας. Για να εξαχθεί η πρόθεση των μερών έχει σημασία ποια είναι η φύση της διαφοράς που ζητείται η επίλυση της. Κάτι τέτοιο δεν έχει γίνει στην παρούσα περίπτωση με αποτέλεσμα  να μην είναι εφικτό το Δικαστήριο να διακρίνει τι εννοούσαν τα μέρη με την επίκληση των συγκεκριμένων προνοιών των συμφωνιών που αντιφάσκουν μεταξύ τους.

 

Συμφωνώ με την θέση των αιτητών ότι ζητήματα  forum non conveniens  δεν καθορίζουν την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στην περίπτωση ξεκάθαρης συμφωνίας διαιτησίας. Στην υπόθεση  In National Westminster Bank v Utrecht-America Finance Co [2001] EWCA Civ 658, [2001] CLC 1372, at [23] το Αγγλικό εφετείο αποφάνθηκε ότι στην περίπτωση ξεκάθαρης πρόνοιας παραπομπής  συγκεκριμένου σημείου σε διαιτησία αποκλείονται επιχειρήματα που αφορούν forum non conveniens. Όμως στην παρούσα περίπτωση τέτοια διαπίστωση δεν είναι  πρόδηλο συμπέρασμα.

 

Τουλάχιστον οι δύο συμφωνίες περιείχαν πρόνοια για την σύσταση διαδικασίας διαιτησίας στην Κύπρο με ένα διαιτητή που θα μπορούσε να εφαρμόσει το Γερμανικό δίκαιο. Μια τρίτη συμφωνία προνοούσε ότι υπήρχε δικαιοδοσία Γερμανικού Δικαστηρίου χωρίς να προβλέπεται ρητώς ότι αυτός ο όρος αφορούσε πρόνοια αποκλειστικής δικαιοδοσίας. Πρόκειται για  ισχυρό επιχείρημα που πλήττει την θέση των αιτητών.  Ουδέποτε θα συμφωνούσε  ο καθ’ ου η αίτηση  κατά την σύναψη των συμφωνιών να μεταβεί στην Γερμανία για να αξιώσει πληρωμή ή να πληρώσει δεκάδες χιλιάδες ευρώ για να βρει Κύπριο διαιτητή που θα μπορούσε να εφαρμόσει το Γερμανικό δίκαιο. Η πρόθεση των μερών δεν εξάγεται με μόνη αναφορά το λεκτικό των συμφωνιών. Άλλοι παράγοντες σημαδεύουν και επηρεάζουν την μακρόχρονη τους συνεργασία. Η ανασκόπηση στις εμπορικές συνέπειες που θα επέφερε η προτεινόμενη ερμηνεία των συμφωνιών ως εισηγούνται οι αιτητές δεν αντανακλά τις πραγματικές προθέσεις των μερών σε σχέση με τον τρόπο επίλυσης διαφοράς. Τέτοια γραμματική αποσπασματική ερμηνεία, των λέξεων ως εισηγούνται οι αιτητές, οδηγεί πιθανώς σε ετεροβαρή συμφωνία εις βάρος του ασθενέστερου οικονομικά μέρους.

 

Υπάρχει εκ των πραγμάτων σοβαρός λόγoς πoυ vα δικαιoλoγεί τη μη παραπoμπή της απαίτησης  σε διαιτησία. Δεν είναι βέβαιο τι προνοεί  τo συvυπoσχετικό και δεν φαίνονται οι συνθήκες να είναι τέτοιες που τα μέρη να είναι έτοιμοι  και πρόθυμoι vα πράξουν τα δέοντα  αναγκαία για τηv καvovική διεξαγωγή  διαιτησίας. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο και έτοιμο να επιληφθεί της απαίτησης δεν δικαιολογείται  υπό τις δοσμένες περιστάσεις η χορήγηση των αιτούμενων θεραπειών. Η αίτηση απορρίπτεται. Ενόψει του ότι είναι ενδιάμεση αίτηση με ακρόαση κάτω των 6 ωρών έχει γίνει συνοπτικός υπολογισμός εξόδων.  Τα έξοδα αυτής επιδικάζονται υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των αιτητών, ήτοι στο ποσό των €2.000, πλέον Φ.Π.Α, πλέον πραγματικά έξοδα.

 

 

    (Υπ.)  …………………………………………..

Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Π.Ε.Δ

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

/ΕΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο