ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Μιχάλη Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Αγωγή με αρ.: 779/2015.
Μεταξύ:
PETROS SAVVA CONSTRUCTIONS & DEVELOPMENT LTD
Ενάγουσας
-και-
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΑΚΟΥ
Εναγόμενου
----------
Ημερομηνία: 29/09/2025.
[Ένσταση του Εναγόμενου να γίνει αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε.1 που περιλαμβάνεται στην έγγραφη δήλωση του που παρουσιάστηκε για να κατατεθεί στο Δικαστήριο ως μέρος της μαρτυρίας του ημερομηνίας 25/09/2025]
Εμφανίσεις:
Για την Ενάγουσα: κ. Δ. Μιχαηλίδης για κ. Χ. Τριανταφυλλίδη.
Για τον Εναγόμενο: Α. Τσάρκατζιης για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ακρόαση της αγωγής ξεκίνησε με την παρουσίαση του Μ.Ε.1, διευθυντή και ιδιοκτήτη της Ενάγουσας, ο οποίος προσκόμισε γραπτή δήλωση μάρτυρα με τους ισχυρισμούς του, προκειμένου να αποτελέσει μέρος της κυρίως εξέτασής του.
Κατά την κατάθεσή της, ο δικηγόρος του Εναγόμενου υπέβαλε ένσταση, με την οποία υποστήριξε ότι περιλαμβάνονται ισχυρισμοί εκτός των δικογραφημένων θέσεων της Ενάγουσας. Ειδικότερα, προέβαλε ότι με τις παραγράφους 13, 14, 15 και 16 της έγγραφης δήλωσης, επιχειρείται εξειδίκευση της ζημιάς που η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί, γεγονός το οποίο όφειλε να είχε περιληφθεί εξ αρχάς στην έκθεση απαίτησης της· καθώς, και παρουσίαση περιστατικών αναφορικά με τον ισχυρισμό της περί περιορισμού της ζημίας, τα οποία συνδέει με την ως άνω αξιούμενη και τον τρόπο υπολογισμού της, χωρίς να έχει προηγουμένως γίνει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτά στο ανωτέρω δικόγραφο της. Επιπλέον, σημείωσε ότι τα πιο πάνω περιστατικά φέρεται να είχαν διαδραματιστεί πριν από την καταχώριση της αγωγής και συνεπώς, ήταν σε γνώση της Ενάγουσας, η οποία όφειλε να τα είχε περιλάβει στη δέουσα δικογράφηση, ώστε να τεθούν σε γνώση και του Εναγόμενου στον κατάλληλο χρόνο. Προς επίρρωση, παρέπεμψε στις υποθέσεις Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου, (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083 και Γρηγορίου ν. Sun Sea (SS) Developers Ltd, κ. α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 1/2023, 30/01/2019.
Αντίθετα, ο δικηγόρος της Ενάγουσας υποστήριξε ότι αν ο Εναγόμενος είχε αμφιβολία σχετικά με το ύψος της ζημίας που αξιώνεται από αυτόν, από το έτος 2015, όταν καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης της, θα μπορούσε να ζητήσει αναλυτικά στοιχεία (λεπτομέρειες) σχετικά με αυτήν, όπως παρέχεται βάσει των Θ.Π.Δ., αλλά δεν έπραξε οποιαδήποτε ενέργεια. Αφού υπέδειξε στο κλητήριο ένταλμα και στην έκθεση απαίτησης της Ενάγουσας τον τρόπο δικογράφησης της αξιούμενης ζημίας, η οποία, όπως ανέφερε, αντιστοιχεί στο απολεσθέν κέρδος της, τόνισε ότι αυτή περιγράφεται επαρκώς, καθώς στα δικόγραφα καταγράφονται τα γεγονότα και όχι η μαρτυρία, και ότι η τρέχουσα μαρτυρία του Μ.Ε.1 περιορίζεται στην ανάλυση της ζημίας με βάση τους δικούς του υπολογισμούς. Επισήμανε επίσης ότι η προσπάθεια της Ενάγουσας μετά την καταχώρηση κλητήριου εντάλματος, να μειώσει τη ζημία της, μπορεί να τεθεί με μαρτυρία, δεδομένου ότι αφορά μαρτυρία και όχι γεγονότα που θα έπρεπε να δικογραφηθούν. Τόνισε εκ νέου ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 περιορίζεται στην ανάλυση του τρόπου υπολογισμού της αξιούμενης ζημίας και ότι με αυτήν καταδεικνύεται η προσπάθεια της Ενάγουσας να περιορίσει τη ζημιά της, γεγονός που είναι προς όφελος και του Εναγόμενου. Υπογράμμισε περαιτέρω ότι, κατά τη θέση του, το καθήκον για μετριασμό της ζημίας εξακολουθεί να βαρύνει την Ενάγουσα ανεξαρτήτως της καταχώρισης, μέχρι και την ακρόαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο. Σημείωσε επίσης ότι η πλευρά της Ενάγουσας είχε ήδη προσκομίσει εκ των προτέρων τη γραπτή μαρτυρία του Μ.Ε.1, ώστε να μην μπορεί να υποστηριχθεί ότι η άλλη πλευρά καταλαμβάνεται εξ απίνης κατά την ακρόαση της. Υπογράμμισε εκ νέου ότι η άλλη πλευρά είχε στη διάθεσή της την έκθεση απαίτησης από το 2015, αλλά δεν ζήτησε διευκρινίσεις σχετικά με την ανάλυση του ποσού που αξιώνεται, και ότι το βάρος απόδειξης για τυχόν μείωση της ζημίας ανήκει στον Εναγόμενο και όχι στην Ενάγουσα. Συνεπώς, ήταν η θέση του συνηγόρου ότι δεν προκύπτει οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός για τον Εναγόμενο, ο οποίος, αντιθέτως, επωφελείται.
Το Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιόν του και μελέτησε προσεκτικά τις θέσεις και ισχυρισμούς των διαδίκων, καθώς και τις εισηγήσεις των συνηγόρων τους, προχωρεί στην εξέταση των ζητημάτων όπως αυτά αναφύονται στην παρούσα διαδικασία.
Κατ’ αρχάς, ένα σύντομο ιστορικό. Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η διαδικασία αυτής της Αγωγής ξεκίνησε από την Ενάγουσα με την καταχώριση του γενικά οπισθογραφημένου κλητήριου εντάλματος στις 20/05/2015. Η έκθεση απαίτησης της υποβλήθηκε στις 30/11/2015, ενώ η έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης του Εναγόμενου καταχωρήθηκε στις 15/01/2016. Στη συνέχεια κατατέθηκε το δικόγραφο απάντησης στην υπεράσπιση και υπεράσπισης στην ανταπαίτηση της Ενάγουσας, στις 19/05/2016, για τη συμπλήρωση των δικογράφων.
Μετά από προσεκτική εξέταση των δικογράφων, το Δικαστήριο διαπιστώνει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που αναφέρονται σε αυτά. Κατωτέρω, επιχειρείται μία σύντομη αναφορά στις βασικές θέσεις των διαδίκων.
Με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η Ενάγουσα περιέγραψε συνοπτικά τη φύση της Αγωγής και τις θεραπείες που ζητούσε. Μεταξύ άλλων, υπό το στοιχείο Γ, αξίωνε:
«Ποσό €204.105 υπό μορφή αποζημίωσης των Εναγόντων το οποίο συνιστά το κέρδος το οποίο θα αποκόμιζαν οι Ενάγοντες από την πώληση του διαμερίσματος δυνάμει της εν λόγω Συμφωνίας πώλησης εις τον Εναγόμενο εάν δεν ετερματίζετο νομίμως η εν λόγω Συμφωνία Πώλησης.».
Με την έκθεση απαίτησης της, η Ενάγουσα παρουσίασε τα εξής: Υποστηρίζει ότι επιχειρεί στο τομέα των ακινήτων και ότι στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της προέβη σε πώληση στον Εναγόμενο ενός διαμερίσματος μαζί με δύο αποθήκες και ενός χώρου στάθμευσης (εφεξής «το Διαμέρισμα»), σύμφωνα με πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 25/11/2012 (εφεξής «η Σύμβαση»). Το συμφωνηθέν τίμημα ανήρχετο σε €546.000, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Ο Εναγόμενος παρέλειψε να καταβάλλει την προκαταβολή ποσού €163.000 ως είχε συμφωνηθεί, παρά την επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 14/11/2013, με την οποία καθοριζόταν και καθίστατο ότι ο χρόνος καταβολής της ήταν ουσιώδης και όριζε προθεσμία έως 25/11/2013. Λόγω της μη συμμόρφωσης του Εναγόμενου, με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 08/01/2014, τερμάτισε νόμιμα τη Σύμβαση. Ισχυρίζεται ότι λόγω της παράβασης από τον Εναγόμενο ως άνω της Σύμβασης, υπέστη ζημία και απώλεια κέρδους συνολικού ποσού €204.105, που θα αποκόμιζε από την πώληση του Διαμερίσματος, και διεκδικεί, επίσης, νόμιμους τόκους επί του ποσού αυτού από τις 08/01/2014 μέχρι πλήρους εξόφλησης.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση απαίτησης της, στην παράγραφο 9, η Ενάγουσα αναφέρει τα ακόλουθα:
«Η Ενάγουσα ως αποτέλεσμα της παράβασης υπό του Εναγόμενου των συμφωνηθέντων δια της συμφωνίας ημερομηνίας 25/11/2012 υπέστησαν ζημιά και/ή απώλεια κέρδους ως ακολούθως:
Λεπτομέρειες της Ζημιάς και/ή Απώλειας της Ενάγουσας
(α) Ποσό €204.105 το οποίο συνιστά το κέρδος το οποίο θα αποκόμιζε η Ενάγουσα από τη πώληση του Διαμερίσματος δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας πώλησης στον Εναγόμενο.
(β) Νόμιμο τόκο επί του εις (α) ανωτέρω αναφερομένου ποσού από 08/01/2014 μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.».
Στο δε μέρος της έκθεσης απαίτησης της που περιλαμβάνει τις αξιώσεις της, με το υπό στοιχείο Γ απαιτεί από τον Εναγόμενο:
«Ποσό €204.105 υπό μορφή αποζημείωσης της Ενάγουσας το οποίο συνιστά το κέρδος το οποίο θα αποκόμιζε η Ενάγουσα από τη πώληση του Διαμερίσματος δυνάμει της εν λόγω Συμφωνίας πώλησης εις τον Εναγόμενο εάν δεν ετερµατίζετο νομίμως η εν λόγω Συμφωνία Πώλησης.».
Ο Εναγόμενος, με την Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του, αρνείται στο σύνολό τους τούς ισχυρισμούς της Ενάγουσας και παρουσιάζει τις ακόλουθες βασικές θέσεις και ισχυρισμούς. Υποστηρίζει ότι ουδέποτε συνήψε οποιαδήποτε συμφωνία με τους Ενάγοντες για την αγορά του Διαμερίσματος έναντι του ποσού των €546.000. Αναφέρεται στις προσωπικές και επιχειρηματικές σχέσεις που διατηρούσε με τον διευθυντή της Ενάγουσας και την Ενάγουσα προσωπικά ή μέσω των εταιρειών Baroll και Kokomix, καθώς και στις προηγηθείσες διαπραγματεύσεις και άλλες συμφωνίες μαζί τους και την εξέλιξή τους. Ισχυρίζεται ότι το έγγραφο που παρουσιάζει η Ενάγουσα ως πωλητήριο δεν συνιστά έγκυρη ή δεσμευτική συμφωνία και ότι οποιαδήποτε υπογραφή του επετελέσθη κατόπιν παρακλήσεων και για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους που ισχυρίζεται η Ενάγουσα. Το ιστορικό των σχέσεων τους ως άνω, ισχυρίζεται, μπορεί να τεκμηριώσει αυτή του την θέση. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η Ενάγουσα δολίως χρησιμοποίησε το εν λόγω έγγραφο και προέβαλε ψευδείς ή παραπλανητικές παραστάσεις με σκοπό την αποκόμιση ωφελήματος. Συνεπώς, αρνείται ότι υπήρξε οποιαδήποτε παραβίαση συμφωνίας και ότι η Ενάγουσα υπέστη ζημία ή απώλεια κέρδους, θεωρώντας ότι οι αξιώσεις της εναντίον του είναι αβάσιμες και ανυπόστατες.
Η Ενάγουσα με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση της, αρνείται και απορρίπτει στο σύνολό τους τούς πιο πάνω ισχυρισμούς του Εναγόμενου, στο βαθμό που αυτοί έρχονται σε αντίθεση με την Έκθεση Απαίτησής της, θέτοντας τον σε αυστηρή απόδειξη τους. Υιοθετεί, δε, όλους τους ισχυρισμούς της που περιέχονται στην Έκθεση Απαίτησης, υποστηρίζοντας ότι τα αληθή και πραγματικά γεγονότα παρουσιάζονται όπως εκεί αναφέρονται. Ιδιαιτέρως, η Ενάγουσα αμφισβητεί και απορρίπτει ως ψευδείς, κακόβουλους, παραπλανητικούς και ανυπόστατους τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου που σχετίζονται με την προηγούμενη επιχειρηματική σχέση τους, άλλες συμφωνίες ή διαπραγματεύσεις, καθώς και τις ισχυριζόμενες δολιότητες ή ψευδείς παραστάσεις, θεωρώντας ότι αποτελούν εφεύρημα για να αποφύγει τις υποχρεώσεις του. Επιπλέον, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι, παρά τυχόν προτάσεις του Εναγόμενου για αγορά άλλου διαμερίσματος μικρότερης αξίας, ουδέποτε υπεγράφη νέα σύμβαση εξ υπαιτιότητας του, με αποτέλεσμα να παραμένει σε ισχύ η Σύμβαση της 25/11/2012.
Αναφορικά με το πως κατηγοριοποιούνται τα διάφορα είδη ζημιών και συγκεκριμένα σε σχέση με το δίκαιο των συμβάσεων, παραπομπή γίνεται στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, 32η έκδοση, στην παράγραφο 26-010:
«Damages that are to compensate a claimant who has suffered a loss as the result of a breach of contract may be “general” or “special”. The distinction between general damages and special damages is mainly a matter of pleading and evidence. General damages are given in respect of such damage as the law presumes to result from the infringement of a legal right or duty: damage must be proved but the claimant cannot quantify exactly any particular items in it. The main meaning of special damages is that precise amount of pecuniary loss which the claimant can prove to have followed from the particular facts set out in his pleadings. Special damage must be specifically pleaded and evidence relevant to it cannot be adduced if only general damages have been pleaded, since the purpose of pleading special damage is to prevent surprise at the trial by giving the defendant prior notice of any item in the claim for which a definite amount can be given in evidence, e.g. in a claim for wrongful dismissal, loss of salary during the period of notice required by the contract. A claimant who bases his claim on precise calculations must give the defendant access to the facts on which they are based: thus it was held that where loss of profits was not a necessary consequence of the alleged breach of contract the claim for such loss should be specifically pleaded, in order to give the defendant fair warning of the claim.».
Με βάση τα πιο πάνω, η βασική έννοια των ειδικών ζημιών είναι ότι πρόκειται για το ακριβές ποσό της οικονομικής ζημίας που ο ενάγοντας μπορεί να αποδείξει ότι προέκυψε από τα συγκεκριμένα γεγονότα που αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης του. Οι ειδικές ζημιές πρέπει να αναφέρονται ρητά και κατά την ακρόαση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή η απόδειξη τους με την παρουσίαση μαρτυρίας εάν η αξίωση ήταν για γενικές ζημιές, καθώς ο σκοπός της ρητής αναφοράς τους είναι η αποφυγή έκπληξης, δίνοντας στον εναγόμενο προειδοποίηση για οποιοδήποτε στοιχείο της αξίωσης μπορεί κατά την ακρόαση να δοθεί με μαρτυρία συγκεκριμένο ποσό. Συναφώς, ο ενάγοντας που βασίζει την αγωγή του σε ακριβείς υπολογισμούς πρέπει να αποκαλύπτει στον εναγόμενο τα γεγονότα που στηρίζουν αυτούς τους υπολογισμούς. Έτσι, έχει κριθεί ότι, όταν η απώλεια κέρδους δεν είναι αναγκαία συνέπεια της ισχυριζόμενης παράβασης σύμβασης, η αξίωση για τέτοια ζημιά πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην έκθεση απαίτησης, προκειμένου να δοθεί στον εναγόμενο δίκαιη προειδοποίηση για την αξίωση αυτή. Σε ότι αφορά τα ανωτέρω, στο πιο πάνω σύγγραμμα γίνεται παραπομπή στην υπόθεση Perestrello e Companhia Limitada v. United Paint Co Ltd, [1969] 3 All ER 479 στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω.
Σε σχέση με το πως πρέπει να δικογραφούνται στην έκθεση απαίτησης αξιώσεις που αφορούν ειδικές ζημιές, στη νομική εγκυκλοπαίδεια Halsbury's Laws of England, 2024, στην παράγραφο 630 του τόμου 29 αναφέρεται:
«In particulars of claim, the claimant should give particulars of special damage, but need not give particulars of general damage unless the damage is of a kind which is not the necessary and immediate consequence of the defendant's wrongful act. A properly drafted pleading should, where appropriate, give details of the way in which, and the measure according to which, damages are calculated. Nevertheless, even if a given head of loss ought to be pleaded, it is likely to be regarded as improper to dismiss proceedings simply on the ground of failure to plead it if the defendant is not in fact taken by surprise, at the very least without giving the claimant a chance to amend. … Where a claimant claims damages based on a claim for mitigation expenditure, or wishes to rely on a defendant's knowledge to show that a given loss was within the parties' contemplation, details must be stated in the particulars of claim.».
Είναι λοιπόν ξεκάθαρο από τα πιο πάνω ότι, μία ορθά διατυπωμένη έκθεση απαίτησης πρέπει, όπου ενδείκνυται επειδή η αξίωση για αποζημίωση αφορά ειδικές ζημιές, να τις αναφέρει ρητά και να παραθέτει λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο με τον οποίο και το μέτρο βάσει του οποίου αυτές υπολογίζονται.
Η νομολογία έχει υιοθετήσει και ενσωματώσει τις ανωτέρω αρχές. Βλ. Ismail v. Αντωνίου, κ.α., (2014) 1 Α.Α.Δ. 347, Ερμογένους ν. Πουρή, κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 428/2019, 12/05/2025 και Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου, (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083.
Στην υπόθεση Perestrello ανωτέρω, το 1964, οι ενάγοντες καταχώρησαν ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ζητώντας αποζημιώσεις για παραβίαση συμφωνιών του 1963, δυνάμει των οποίων θα κατασκεύαζαν και θα πωλούσαν στην Πορτογαλία ένα προϊόν που παραγόταν στην Αγγλία από τους εναγόμενους με μυστική διαδικασία, με μηχανήματα και τεχνική υποστήριξη που θα τους παρείχαν οι τελευταίοι. Οι εναγόμενοι αθέτησαν τις συμφωνίες στα τέλη του 1963, χωρίς να παραδώσουν ποτέ τα μηχανήματα ή την υποστήριξη, με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να μην κατασκευάσουν ποτέ το προϊόν. Αρχικά, οι ενάγοντες διεκδίκησαν και έδιναν λεπτομέρειες στην έκθεση απαίτησης τους, τις άσκοπες δαπάνες και ετοιμασίες που έκαναν προπαρασκευαστικά για να είναι σε θέση να ενεργήσουν με βάση τα συμφωνηθέντα, ύψους περίπου £4.288, τις οποίες στη συνέχεια τροποποίησαν ζητώντας επίσης και «αποζημιώσεις». Οι εναγόμενοι αρνήθηκαν το μεγαλύτερο μέρος της απαίτησης και κατέβαλαν £4.000 στο Δικαστήριο προς πλήρη ικανοποίηση των Εναγόντων. Μέχρι το 1968, ύστερα από διαδοχικές τροποποιήσεις και αναπροσαρμογές, οι ενάγοντες επιδίωκαν να αξιώσουν σχεδόν £250.000 ως ειδικές ζημιές και απώλεια κερδών που θα είχαν πραγματοποιήσει εάν οι συμφωνίες είχαν τηρηθεί. Ακολούθησαν άλλες δύο τροποποιήσεις με τις οποίες το πιο πάνω ποσό αυξήθηκε. Τελικά, το 1998, κατά την τρίτη ημέρα της ακρόασης της υπόθεσης, αιτήθηκαν και πάλι τροποποίηση ώστε η αξίωση τους να ήταν £3,728 17 για τις άσκοπες προπαρασκευαστικές δαπάνες και ετοιμασίες και £249,988 για την απώλεια κερδών. Αν και η απώλεια κερδών είχε από πριν αναφερθεί, ήταν λίγο πριν τη ακρόαση που οι ενάγοντες είχαν καταθέσει ένα λεπτομερές έγγραφο 51 σελίδων με τον υπολογισμό των απολεσθέντων κερδών.
Το ζήτημα της προαναφερόμενης τροποποίησης τέθηκε ενώπιον του Court of Appeal που αποφάσισε ότι η ορθή προσέγγιση ήταν η απόρριψη του σχετικού αιτήματος. Οι ενάγοντας ωστόσο, πρόβαλαν και την εναλλακτική θέση ότι η έκθεση απαίτησης τους δεν χρειαζόταν τροποποίηση επειδή οι αποζημιώσεις για απώλεια κερδών είναι γενικές και όχι ειδικές και άρα δεν υπήρχε υποχρέωση δικογράφισης τους πέραν της αναφοράς που περιλαμβανόταν: «αποζημιώσεις». Ούτε και αυτή η θέση όμως έγινε δεκτή από το Εφετείο το οποίο, μεταξύ άλλων, ανέφερε:
«… if a plaintiff has suffered damage of a kind which is not the necessary and immediate consequence of the wrongful act, he must warn the defendant in the pleadings that the compensation claimed will extend to this damage, thus showing the defendant the case he has to meet and assisting him in computing a payment into court.
The limits of this requirement are not dictated by any preconceived notions of what is general or special damage but by the circumstances of the particular case. “The question to be decided does not depend on words, but is one of substance” (per Bowen LJ in Ratcliffe v Evans ([1892] 2 QB 524 at p 529; [1891–94] All ER Rep 699 at p 702)).
The same principle gives rise to a plaintiff's undoubted obligation to plead and particularise any item of damage which represents out-of-pocket expenses, or loss of earnings, incurred prior to the trial, and which is capable of substantially exact calculation. Such damage is commonly referred to as special damage or special damages but is no more than an example of damage which is “special” in the sense that fairness to the defendant requires that it be pleaded.
The obligation to particularise in this latter case arises not because the nature of the loss is necessarily unusual, but because a plaintiff who has the advantage of being able to basis claim on a precise calculation must give the defendant access to the facts which make such calculation possible.
The matter is clearly stated in Mayne and MacGregor on Damages (12th Edn, 1961) in para 970, where the learned editors write:
“Special damage consists in all items of loss which must be specified by [the plaintiff] before they may be proved and recovery granted. The basic test of whether damage is general or special is whether particularity is necessary or useful to warn the defendant of the type of claim and evidence, or of the specific amount of claim, which he will be confronted with at the trial.”
The claim which the present plaintiffs now seek to prove is one for unliquidated damages, and no question of special damage in the sense of a calculated loss prior to trial arises. However, if the claim is one which cannot with justice be sprung on the defendants at the trial it requires to be pleaded so that the nature of that claim is disclosed. As Viscount Dunedin said in Admiralty Comrs v Suspuchanna (Ouners), The Susquehanna ([1926] AC 655 at p 661; [1926] All ER Rep 124 at p 127):
“If the damage be general, then it must be averred that such damage has been suffered, but the quantification of such damage is a jury question.”
What amounts to a sufficient averment for this purpose will depend on the facts of the particular case, but a mere statement that the plaintiffs claim “damages” is not sufficient to let in evidence of a particular kind of loss which is not a necessary consequence of the wrongful act and of which the defendants are entitled to fair warning.».
Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι κάθε ζημιά που δεν αποτελεί αναγκαίο και άμεσο επακόλουθο της αδικοπραξίας και η οποία αποκρυσταλλώνεται πριν από την έγερση της αγωγής και είναι συγκεκριμένη, εμπίπτει στην κατηγορία των ειδικών αποζημιώσεων.
Έπεται συνεπώς ότι η ζημιά που η Ενάγουσα αξιώνει των €204.105 για την απώλεια του κέδρους που θα είχε σε περίπτωση που δεν επερχόταν ο νόμιμος τερματισμός της Σύμβασης από πλευράς της, εμπίπτει στην κατηγορία των ειδικών ζημιών. Πέραν τούτου, γεγονός είναι επίσης ότι παρά την συγκεκριμενοποίηση της ως άνω, στην έκθεση απαίτησης της η Ενάγουσα δεν αποκαλύπτει κανένα γεγονός αναφορικά με τον τρόπο που υπολογίστηκε με ακρίβεια.
Στην υπόθεση Hayward a.a. v. Pullinger & Partners Ltd, [1950] 1 All ER 581 ο μ. Λόρδος Devlin, Δικαστής ως ήταν τότε στο High Court, αφού έθεσε την αρχή ότι κανένας ενάγοντας δεν μπορεί να ανακτήσει οποιαδήποτε ειδική ζημία εκτός εάν αυτή η ειδική ζημία έχει περιληφθεί ορθά στο δικόγραφο της αγωγής του· και διαπίστωσε ότι στην ενώπιον του υπόθεση η έκθεση απαίτησης του ενάγοντα ήταν από αυτή την άποψη ελαττωματική, εξέτασε και το ζήτημα του κατά πόσο ο εναγόμενος θα μπορούσε να είχε ζητήσει αναλυτικά στοιχεία (λεπτομέρειες) σχετικά με αυτήν. Με το ακόλουθο σκεπτικό αποφάνθηκε ότι ο εναγόμενος αν και θα μπορούσε, δεν είχε υποχρέωση να το πράξει:
«It is, of course, extremely common, when damage is alleged in general terms, for an application to be made to obtain particulars of the special damage, if any, relied on, but there can be no obligation to ask for such particulars, and I think the true position is that, unless they are contained in the statement of claim, evidence leading to damage in respect of which damages are claimed cannot technically be relied on at the trial. I am dealing purely with the technical position. I have not to consider at this stage whether anybody has been prejudiced as a result of the pleading in its present form. Counsel for the plaintiffs has indicated that, if I rule against him, he will apply for leave to amend, and I shall consider such matters on that application.».
Σε σχέση με τα προαναφερόμενα, πρέπει βεβαίως να αναφερθεί και η υπόθεση Αχιλ, κ.α. ν. Beven, κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 9689, 19/04/1999. Εκεί, οι ενάγοντες αξίωσαν από τους εναγόμενους αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης πώλησης ακινήτου. Οι ενάγοντες ήταν οι πωλητές. Κατά την ακρόαση, κάλεσαν ειδικό εκτιμητή με δηλωμένο στόχο τον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου κατά τον χρόνο της παράβασης της σύμβασης από τους εναγόμενους. Οι εναγόμενοι έφεραν ένσταση η εν λόγω μαρτυρία να γινόταν αποδεκτή, βασιζόμενοι στη θέση ότι η έκθεση απαίτησης των εναγόντων δεν περιείχε λεπτομέρειες, ιδίως το ύψος της διεκδικούμενης αποζημίωσης. Κατ’ έφεση, εξετάστηκε η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την ένσταση, κρίνοντας ότι οι εναγόμενοι είχαν επαρκή ειδοποίηση της αξιούμενης ζημιάς και ότι αν θεωρούσαν ότι χρειάζονταν λεπτομέρειες θα μπορούσαν να τις είχαν ζητήσει, πριν από την έναρξη της ακρόασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, έχοντας ωστόσο ταξινομήσει τις ζημιές για τις οποίες οι ενάγοντες αξίωναν αποζημίωση ως γενικές. Και αυτή είναι η βασική και ειδοποιός διαφορά της υπόθεσης εκείνης και των όσων αναφέρθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο για την εφαρμογή του λόγου της υπόθεσης Perestrello ανωτέρω, από την παρούσα. Εκεί το δικόγραφο των εναγόντων κρίθηκε ότι δεν ήταν ελαττωματικό, εξ ου και η αναφορά του Ανωτάτου Δικαστηρίου καταληκτικά στα εξής:
«Εν προκειμένω, με δοσμένο το είδος της αποζημίωσης που διεκδικήθηκε οι δυο πλευρές ήταν ακριβώς στην ίδια θέση. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερα γεγονότα στην κατοχή των εφεσειόντων. Το τίμημα ήταν δεδομένο και η αξία του ακινήτου κατά τον ορισμένο χρόνο δεν ήταν συνάρτηση στοιχείων στα οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εφεσίβλητοι και όχι οι εφεσείοντες είχαν πρόσβαση. Μπορεί πράγματι η εξειδίκευση του ποσού να ήταν χρήσιμη. Εν πάση περιπτώσει, αποτελούσε λεπτομέρεια την οποία οι εφεσείοντες δικαιολογημένα θα μπορούσαν να διεκδικήσουν. Δεν την διεκδίκησαν όμως και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως έχουμε εδώ εγγενώς ελαττωματική Έκθεση Απαίτησης. Περιλαμβάνει το βασικό ισχυρισμό και μπορούσαν οι εφεσίβλητοι να προσάξουν μαρτυρία προς απόδειξη του.».
Έχω εξετάσει με προσοχή τις παραγράφους 13, 14, 15 και 16 της έγγραφης δήλωσης του Μ.Ε.1, για τις οποίες υποβλήθηκε η εξεταζόμενη ένσταση του Εναγόμενου και κρίνω ότι, βάσει των ανωτέρω, αυτή είναι βάσιμη. Όπως έχει ήδη λεχθεί, η Ενάγουσα, από την έναρξη της διαδικασίας αυτής της Αγωγής με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρισε στις 20/05/2015 και στην συνέχεια, μέσω της έκθεσης απαίτησης που καταχώρησε στις 30/11/2015, αξίωνε αποζημιώσεις για την απώλεια του κέδρους που θα είχε σε περίπτωση που δεν επερχόταν ο νόμιμος τερματισμός της Σύμβασης από πλευράς της· φερόμενη ζημιά της η οποία κατά την θέση της ήταν αποκρυσταλλωμένη και συγκεκριμένη, ύψους €204.105. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, αυτή εμπίπτει στην κατηγορία των ειδικών αποζημιώσεων και η Ενάγουσα όφειλε, για να μπορούσε τώρα κατά την ακρόαση να παρουσιάσει μαρτυρία προς απόδειξη της, στην έκθεση απαίτησης της να είχε αποκαλύψει τα γεγονότα που αφορούν τον ακριβή υπολογισμό της. Δεν το έπραξε, και από αυτή την άποψη η έκθεση απαίτησης της είναι ελαττωματική, σε σχέση με ζήτημα που, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Hayward ανωτέρω, ο Εναγόμενος αν και θα μπορούσε, δεν όφειλε να ζητήσει διευκρινίσεις.
Είναι συνεπώς βάσιμη η θέση του δικηγόρου του Εναγόμενου ότι και οι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονται στις ανωτέρω παραγράφους 14, 15 και 16 της έγγραφης δήλωσης του Μ.Ε.1 περί περιορισμού της ζημίας της Ενάγουσας είναι από τα στοιχεία που αφορούν στον ακριβή τρόπο υπολογισμού της αξιούμενης ζημιάς της, τα οποία όφειλε να δικογραφήσει αλλά δεν το έπραξε. Ας σημειωθεί ότι με την εν λόγω παράγραφο 14 της έγγραφης δήλωσης, ο Μ.Ε.1 επιχειρεί να εισάγει ισχυρισμό ότι προς τον σκοπό μείωσης της ζημιάς της, η Ενάγουσα βρήκε νέο αγοραστή με τον οποίο προσήλθε σε σχετική συμφωνία στις 12/01/2015, όταν όπως έχει ήδη αναφερθεί, το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της Ενάγουσας καταχωρήθηκε στις 20/05/2015 και η έκθεση απαίτηση της στις 30/11/2015. Συνεπώς, η θέση του δικηγόρου της Ενάγουσας ότι τα μέτρα που έλαβε η Ενάγουσα για να μειώσει την ζημιά της, ήταν μετά την καταχώριση της Αγωγής της, δεν μπορεί να υιοθετηθεί.
Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω, οι παράγραφοι 13, 14, 15 και 16 της έγγραφης δήλωσης του Μ.Ε.1 δεν γίνονται δεκτές και διαγράφονται. Ως εκ τούτου, αποκλείεται και η κατάθεση του αντιγράφου της συμφωνίας ημερομηνίας 12/01/2015 που αναφέρεται στην παράγραφο 14 της έγγραφης δήλωσης του Μ.Ε.1.
Η έγγραφη δήλωση του Μ.Ε.1 μετά την διαμόρφωση της ως άνω, κατατίθεται και σημειώνεται ως Έγγραφο Α.
Υπογραφή: ____________________
Μιχάλης Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο