ΥΒΟΝΗ ΣΑΒΒΑ ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, Αγωγή με αρ.: 2437/2014., 17/10/2025
print
Τίτλος:
ΥΒΟΝΗ ΣΑΒΒΑ ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, Αγωγή με αρ.: 2437/2014., 17/10/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Μιχάλη Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.

                                       

Αγωγή με αρ.: 2437/2014.

 

Μεταξύ:  

 

ΥΒΟΝΗ ΣΑΒΒΑ

 

Ενάγουσα

 

-και-

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

 

Καθ' ου η Αίτηση

/ Εναγόμενος

 

-------------------

 

Ημερομηνία: 17/10/2025.

 

[Αίτηση έρευνας

ημερομηνίας 29/05/2024]

 

Εμφανίσεις:

Ο Αιτητής, κ. Ματθαίου Χριστάκης, αυτοπροσώπως.

Ο Καθ’ ου η Αίτηση, κ. Κωνσταντίνος Λαζαρίδης, παρών.

 

---------------------

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ι.

Η Αίτηση

 

Ο Αιτητής, με την υπό κρίση Αίτησή του, αιτείται από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση, για εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους του με μηνιαίες δόσεις, όπως ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο κατόπιν εξέτασης του Καθ’ ου η Αίτηση. Το ως άνω αίτημα ήταν εκείνο που τελικώς προωθήθηκε εκ μέρους του Αιτητή κατά την ακρόαση της Αίτησης, και ως προς αυτό περιορίζει το Δικαστήριο την εξέτασή του.

 

Η Αίτηση βασίζεται στον Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6, Μέρη 8 (VIII) και 9 (IX), όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 134(Ι)/1999, καθώς και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48, κ. κ. 1, 2, 3, 8 και 9.

 

Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Αιτητή, ημερομηνίας 29/05/2024. Στην εν λόγω ένορκη δήλωση ο Αιτητής αναφέρει ότι, δυνάμει Πιστοποιητικού Ψήφισης Καταλόγου Εξόδων ημερομηνίας 23/03/2023, ο Καθ’ ου η Αίτηση αποφασίστηκε όπως του καταβάλει το ποσό των €5.862,60, με ετήσιο τόκο 2% από την πιο πάνω ημερομηνία μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον ποσού €1.009,09 αναφορικά με Φ.Π.Α. Διευκρινίζεται ότι ο Αιτητής είναι ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε τον Καθ’ ου η Αίτηση στο πλαίσιο της Αγωγής στην οποία αναφέρεται η παρούσα διαδικασία. Η έκδοση Πιστοποιητικού Ψήφισης Καταλόγου Εξόδων από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου πραγματοποιείται σε περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ δικηγόρου και πελάτη αναφορικά με την αμοιβή του πρώτου.

 

Ο Αιτητής αναφέρει επίσης ότι, στις 29/01/2024, ένταλμα εκτέλεσης επί της κινητής ιδιοκτησίας, το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση, επιστράφηκε ανεκτέλεστο, καθότι ο τελευταίος στερείται κινητής ιδιοκτησίας υποκείμενης σε κατάσχεση δυνάμει του Νόμου. Περαιτέρω, επισημαίνει ότι, μέχρι και σήμερα, ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν του έχει καταβάλει οποιοδήποτε ποσό έναντι της πιο πάνω οφειλής, ενώ, εξ όσων γνωρίζει και πιστεύει, ο Καθ’ ου η Αίτηση δύναται να καταβάλλει μηνιαίες δόσεις προς εξόφληση του χρέους του.

ΙΙ.

Η Ένσταση

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση, ο οποίος στη συγκεκριμένη διαδικασία δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο, κατέθεσε, σε σχέση με την υπό κρίση Αίτηση, γραπτό κείμενο με τίτλο: «Τύπος Αρ. 47: Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης σε Αίτηση δια Κλήσεως (Δ.48, θ. 4)».

 

Σε σχέση με το προαναφερόμενο έγγραφο, πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το έγγραφο αυτό δεν πληροί τα απαιτούμενα στοιχεία της Δ.48, κ. 4(1) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (εφεξής «οι Θ.Π.Δ.»), ώστε να θεωρηθεί έγκυρη ειδοποίηση για την πρόθεση του Καθ’ ου η Αίτηση να ασκήσει ένσταση στην υπό κρίση Αίτηση. Συνεπώς, δεν δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εξέταση της υπόθεσης.

 

Συγκεκριμένα, το έγγραφο δεν συμμορφώνεται πλήρως με τον Τύπο 47 των Θ.Π.Δ., καθώς δεν αναφέρεται στο συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου ή στους συγκεκριμένους Διαδικαστικούς Κανονισμούς επί των οποίων βασίζεται η ένσταση. Τα δε γεγονότα που καταγράφονται σε αυτό, προφανώς προς υποστήριξη των θέσεων του Καθ’ ου η Αίτηση σε σχέση με την υπό κρίση Αίτηση, δεν προκύπτουν εμφανώς από τον φάκελο της διαδικασίας και δεν έχουν παρουσιαστεί ενόρκως. Σύμφωνα με την Δ.48, κ. 4(1) των Θ.Π.Δ., τα εξής ορίζονται:

«Αν πρόσωπο προς το οποίο επιδίδεται αίτηση προτίθεται να ενστεί, τουλάχιστο δύο ημέρες πριν από την ημερομηνία κατά την οποία ορίζεται η αίτηση για πρώτη εμφάνιση, θα καταχωρεί ειδοποίηση αυτής της πρόθεσής του σύμφωνα με τον Τύπο 47 και θα αφήνει αντίγραφο της για τον αιτητή στη διεύθυνση επίδοσής του. Η ειδοποίηση αυτή θα αναφέρεται στο συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου ή στους συγκεκριμένους Διαδικαστικούς Κανονισμούς επί των οποίων βασίζεται η ένσταση και θα εξειδικεύει του συγκεκριμένους λόγους της ένστασης. Οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση τα οποία δεν είναι εμφανή από το φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις οι οποίες θα συνοδεύουν την ειδοποίηση. Αντίγραφα αυτών των ένορκων δηλώσεων θα αφήνονται στον αιτητή μαζί με την ειδοποίηση.».   

 

Σχετική προς το προκείμενο θέμα είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Τράπεζας Κύπρου ν. Χαρίδη, (2011) 1 Α.Α.Δ. 825, από την οποία παρατίθεται σχετική περικοπή:

«… θα πρέπει να εντοπίσουμε μια άλλη σοβαρή παράλειψη η οποία καθάπτετο της κανονικότητας της Ένστασης. Αυτή αναφέρεται στο γεγονός ότι στο κυρίως σώμα της Ένστασης, κατά παράβαση της Δ.48, κ.4(1) δεν εξειδικευόταν κανένας Λόγος Ένστασης. Σύμφωνα με τις επιτακτικές πρόνοιες της Διαταγής αυτής, η οποία τροποποιήθηκε στις 23.12.1999, κάθε Ειδοποίηση Ένστασης θα πρέπει να είναι σύμφωνη με τον Τύπο 47 και “θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους της ένστασης”. Και οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση τα οποία δεν είναι εμφανή στο φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις. Άλλο είναι οι λόγοι ένστασης και άλλο τα γεγονότα στα οποία αυτοί στηρίζονται. Ο συγκεκριμένος δε Τύπος 47 με τον οποίο πρέπει να συνάδει κάθε Ένσταση, ρητά απαιτεί την παράθεση εξειδικευμένων λόγων ένστασης ως εξής:

“Η ένσταση βασίζεται (α) …

Οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης είναι οι ακόλουθοι: …”

Εδώ όμως, ο εφεσίβλητος δεν εξειδίκευσε ή παρέθεσε κανένα λόγο ένστασης παρά μόνο πρόβαλε κάποια γεγονότα και κάποιους ισχυρισμούς που κατέγραψε στο κυρίως σώμα της Ένστασής του.

Στην απόφασή του το Εφετείο στην υπόθεση Σοφοκλέους v. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92, είχε τονίσει τα εξής σχετικά:

“... Θα θέλαμε όμως με αυτή την ευκαιρία να θυμίσουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα της νέας διάταξης αναφορικά με τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει. Και θα προσθέταμε με την καθαρότητα, λιτότητα έκφρασης και περιεκτικότητα, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νομική γραφή. Ας μη λησμονείται ότι ο συντάκτης της ένστασης δεν έχει μόνο καθήκον να πληροφορήσει τον αντίδικο του σε ποιους ακριβώς λόγους έγκειται η ένσταση του, αλλά και ανάλογη υποχρέωση απέναντι στο δικαστήριο.”».

 

Τέλος, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Yukos Finance BV, κ.α. ν. Halebay Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 180/2009, 08/03/2013, αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων:

«Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου οδήγησε σε εξέταση ισχυρισμών και θέσεων εκτός των λόγων ένστασης και εκτός των "δικογραφημένων θέσεων" του εφεσίβλητου, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο. Η διαδικασία της αίτησης για παρακοή διατάγματος δεν επιτρέπει ελαστικότητα σε σχέση με τις πρόνοιες της Δ.48, κ.4, έτσι ώστε κάθε ζήτημα που άμεσα ή έμμεσα εγείρεται να μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο. Οι λόγοι ένστασης όπως καταγράφονταν στο σώμα της αίτησης, η ουσιαστική απουσία γεγονότων στην ένορκη δήλωση και η απουσία μαρτυρίας εκ μέρους της εταιρείας και του εφεσίβλητου, δεν επέτρεπαν τέτοια προσέγγιση.».

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προαναφερθείσες παρατυπίες, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν θεραπεύονται με βάση τη Δ.64 των Θ.Π.Δ. Σχετική είναι η υπόθεση Bank for Foreign Trade of Russian Federation «VNESHTORGBANK» v. I CC Chemicals (UK) Ltd, (1999) 1 Α.Α.Δ. 1728, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Η Δ.64 δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την τροποποίηση δικογράφων ή αιτήσεων. Η εν λόγω Διαταγή μπορεί να θεραπεύσει τη μη συμμόρφωση προς τους θεσμούς μόνο όταν αυτή θεωρηθεί ως απλή παρατυπία που δεν καθιστά άκυρη τη διαδικασία. Η παράλειψη αναφοράς συγκεκριμένου άρθρου σε αίτηση δυνάμει της Δ.48 δεν μπορεί να θεωρηθεί μη συμμόρφωση προς τους θεσμούς, αλλά συνιστά παράλειψη στήριξης της αίτησης στο συγκεκριμένο άρθρο. Αυτό συνέβη στην παρούσα υπόθεση: η αίτηση της 1.7.1997 συμμορφώνεται πλήρως με τους θεσμούς. Αντιθέτως, η αίτηση της 21.5.1998 επιδιώκει τροποποίηση με την προσθήκη πρόσθετης νομικής βάσης. Τέτοια παρέμβαση, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θεραπεύει οποιαδήποτε παρατυπία που προκλήθηκε λόγω μη συμμόρφωσης της αίτησης προς οποιοδήποτε θεσμό.».

 

Κατά την εξέλιξη της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί, σε συνέχεια των πιο πάνω, ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση, κατόπιν άδειας που ζήτησε από το Δικαστήριο στις 30/04/2025, σχετικά με την οικονομική του κατάσταση, κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, στις 02/07/2025, ένορκη δήλωση. Το Δικαστήριο θα αναφερθεί στη συνέχεια της απόφασης στο περιεχόμενο της δήλωσης αυτής και στους ισχυρισμούς που περιλαμβάνει.

 

ΙΙΙ.

Νομική Πτυχή

 

Προκειμένου, ωστόσο, να εξεταστεί ορθά η υπό κρίση Αίτηση και να αξιολογηθούν οι εν λόγω ισχυρισμοί στο ορθό νομικό τους πλαίσιο, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να παρουσιάσει αρχικά τη σχετική νομική πτυχή της υπόθεσης, αναφερόμενο στις εφαρμοστέες διατάξεις του Νόμου, καθώς και στη συναφή νομολογία.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 (εφεξής «το Κεφ. 6»), δικαστική απόφαση ή διάταγμα που διατάσσει πληρωμή χρημάτων δύναται, τηρουμένων των διατάξεων του Κεφ. 6, να εκτελεστεί, μεταξύ άλλων, με την εξέταση του εξ αποφάσεως οφειλέτη δυνάμει του Μέρους 8 (VIII) (βλ. Άρθρο 14(1)(ε)) και με την έκδοση διατάγματος δυνάμει του Μέρους 9 (IX).

 

Αίτημα για την εξέταση εξ αποφάσεως οφειλέτη μπορεί να υποβληθεί από τον εξ αποφάσεως πιστωτή στη βάση των διατάξεων του Μέρους 8 (VIII). Το βασικό Άρθρο 82 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι:

«(1) Όταν χρέος οφειλόμενο δυνάμει απόφασης ή διατάγματος δικαστηρίου παραμένει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει απλήρωτο (ανεξάρτητα αν εκδόθηκε ή όχι οποιοδήποτε ένταλμα εκτέλεσης), ο εξ αποφάσεως πιστωτής δύναται να αποταθεί στο Δικαστήριο για να εξεταστεί ο εξ αποφάσεως οφειλέτης αναφορικά-

(α) Με την οικονομική του κατάσταση με σκοπό την έκδοση οποιουδήποτε από τα διατάγματα που αναφέρονται στο Μέρος 9 (ΙΧ)

(β) με οποιοδήποτε συμφέρον έχει σε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, ασφάλειες για ποσό χρημάτων, αγαθά ή άλλη κινητή ιδιοκτησία στη φύλαξη ή κάτω από τον έλεγχο τρίτου προσώπου στη Δημοκρατία, ή αναφορικά με τυχόν οφειλές τρίτου προσώπου σ΄ αυτόν, με σκοπό την έκδοση εντάλματος κατασχέσεως εις χείρας τρίτου δυνάμει του Μέρους 7 (VII)˙ και

(γ) με οποιαδήποτε δωρεά, παράδοση ή μεταβίβαση οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου ή με οποιαδήποτε επιβάρυνση, διακίνηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου που είχε ως αποτέλεσμα να παρεμποδιστεί ο πιστωτής στην είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους ή μέρους αυτού.

(2) Ο εξ αποφάσεως πιστωτής δύναται στην αίτησή του (η οποία στο εξής θα αναφέρεται ως “αίτηση έρευνας”) να ζητήσει τη διεξαγωγή έρευνας για όλες τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ή οποιεσδήποτε από αυτές καθώς και την κατάθεση στο Δικαστήριο ένορκης δήλωσης από τον εξ αποφάσεως οφειλέτη, στην οποία να περιγράφει πλήρως την περιουσία στην οποία είχε ή έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) καθώς και του άρθρου 84.

(3)(α) Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο δύναται, αν τούτο ζητείται στην αίτηση έρευνας από τον εξ αποφάσεως πιστωτή δυνάμει του εδαφίου (2), να διατάξει όπως ο εξ αποφάσεως οφειλέτης υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως την περιουσία στην οποία είχε ή έχει οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) καθώς και του άρθρου 84.

(β) Σε περίπτωση διάθεσης οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων, στην οποίαν προέβη ο εξ αποφάσεως οφειλέτης μετά τη δημιουργία ή τη γένεση της αστικής ευθύνης, αυτός  υποχρεούται, ύστερα από αίτηση του εξ αποφάσεως πιστωτή, να δώσει με συμπληρωματική ένορκη δήλωση πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της, ενώ αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον εξ αποφάσεως οφειλέτη να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, για την παροχή στοιχείων σχετικών με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της.

(4) Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (3) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου για καταφρόνηση του Δικαστηρίου.

(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, αναφορικά με τη διεξαγωγή έρευνας για την περίπτωση της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), ουδόλως επηρεάζουν την απ’ ευθείας εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους 7 (VII), χωρίς προηγούμενη αίτηση έρευνας δυνάμει του παρόντος Μέρους.».

 

Όπως έχει νομολογηθεί, η διαδικασία αιτήσεως για έρευνα της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη είναι εξεταστικού χαρακτήρα (βλ. Gesico Photographics Ltd v. JK. Video Art Co. Ltd, (1991) 1 A.A.Δ. 134 και Φλαγκοφάς ν. Αταλέζα Λτδ, (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 686). Το Άρθρο 83 του Κεφ. 6 παρέχει στο Δικαστήριο εξουσίες εξαναγκασμού παρουσίας του οφειλέτη, ενώ το Άρθρο 85 επιτρέπει την εξέταση του εξ αποφάσεως πιστωτή και των μαρτύρων, ενόρκως ή με άλλο αποδεκτό τρόπο, ακόμη και αν ο οφειλέτης δεν εμφανιστεί (βλ. Μιχαήλ, κ.α. ν. Αδελφοί Πούλλου Λτδ, (1997) 1 Α.Α.Δ. 1759).

 

Το Άρθρο 84 του Κεφ. 6 προβλέπει ότι ο οφειλέτης εξετάζεται ενόρκως, ή με οποιοδήποτε άλλο αποδεκτό τρόπο, από ή εκ μέρους του εξ αποφάσεως πιστωτή και από το Δικαστήριο σχετικά με: (α) την ικανότητα του να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό· (β) την αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων τα οποία μπορούν να διατεθούν για την πληρωμή του χρέους· και (γ) τη διάθεση οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων στην οποία προέβη μετά τη δημιουργία ή τη γένεση της αστικής ευθύνης στην βάση της οποίας προέκυψε το εξ αποφάσεως χρέος. 

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 84(2) του Κεφ. 6, ο οφειλέτης «υποχρεούται» να προσκομίσει ενόρκως όλα τα βιβλία, έγγραφα, συμβόλαια, καταστάσεις λογαριασμών και αποδεικτικά τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχο του ή στη φύλαξη ή κάτω από τον έλεγχο τρίτου που σχετίζονται με περιουσία που δύναται να διατεθεί για την εξόφληση του χρέους.

 

Το Άρθρο 84(3) του Κεφ. 6 επιβάλλει ειδικά στον οφειλέτη την αποκάλυψη των ακόλουθων στοιχείων: (α) το όνομα και τη διεύθυνση του εργοδότη του, ή άλλου προσώπου, το οποίο του καταβάλλει μισθούς ή άλλα ποσά· (β) λεπτομερή στοιχεία σχετικά με τις απολαβές του, πραγματικές ή αναμενόμενες· (γ) αντίγραφα όλων των καταστάσεων λογαριασμών που διατηρεί σε τραπεζικά ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα· (δ) οποιαδήποτε εισοδήματα από εργασία ή άλλες πηγές· (ε) τις ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του· και (στ) οποιαδήποτε άλλη αναγκαία πληροφορία που είναι άμεσα σχετική με την ενώπιον του Δικαστηρίου διεξαχθείσα διαδικασία.

 

Η νομολογία, όπως στην υπόθεση Βασιλειάδης ν. Τσουρή, (2007) 1Α Α.Α.Δ. 43, επιβεβαιώνει ότι το βάρος απόδειξης για την οικονομική δυνατότητα του οφειλέτη βαρύνει τον ίδιο. Ο οφειλέτης υποχρεούται να αποκαλύψει πλήρως την περιουσία του, ώστε να αξιολογηθεί η δυνατότητά του να εξοφλήσει το χρέος ή να προσδιοριστεί ποσό μηνιαίας δόσης. Στην πιο πάνω υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε για αυτό το ζήτημα τα εξής:

«Ο σκοπός της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας, η οποία απορρίπτει την εισήγηση του εφεσείοντος είναι πασιφανής. Ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν μπορεί να γνωρίζει ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία του εξ αποφάσεως οφειλέτη, τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση διατάγματος καταβολής του εξ αποφάσεως χρέους δια μηνιαίων δόσεων. Έτσι το βάρος απόδειξης ότι ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος του, μετατοπίζεται στους ώμους του. Ο εξ αποφάσεως οφειλέτης υποχρεούται να προβαίνει ενόρκως σε πλήρη αποκάλυψη όλων των περιουσιακών του στοιχείων για να δείξει, αν έτσι ισχυρίζεται, πως δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος του ή να καθορίσει το ποσό που προτείνει ότι είναι μέσα στην οικονομική του δυνατότητα να πληρώνει μηνιαίως. Ο εξ αποφάσεως πιστωτής μπορεί επίσης να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε στοιχεία έχει που αφορούν την περιουσία του εξ αποφάσεως χρεώστη. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου θα πρέπει να εφαρμόζονται. Στις αστικές υποθέσεις η περιουσία του εξ αποφάσεως χρεώστη βαρύνεται με το ποσό που οφείλεται δυνάμει της δικαστικής απόφασης προς όφελος του εξ αποφάσεως πιστωτή. Θεωρείται δηλαδή στην πράξη πως μέρος της περιουσίας και των εισοδημάτων του εξ αποφάσεως χρεώστη ανήκουν στον εξ αποφάσεως πιστωτή, μέχρι την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους.».

 

Συναφώς, στην υπόθεση S. X. v. X. X., Έφεση Αρ. 31/2015, 19/10/2018 λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο πως:

«Στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 84 (πιο πάνω), ο εξ' αποφάσεως οφειλέτης υποχρεούται να παρουσιάσει ενόρκως όλα τα βιβλία, έγγραφα ή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του, με σκοπό τη διαπίστωση της περιουσιακής του ικανότητας. Ο σκοπός της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας δεν είναι άλλος παρά να προστατεύσει τον εξ' αποφάσεως πιστωτή, ο οποίος δεν μπορεί να γνωρίζει ποια είναι τα περιουσιακά στοιχεία του εξ' αποφάσεως οφειλέτη τα οποία θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση διατάγματος καταβολής του εξ' αποφάσεως χρέους. Καθίσταται, συναφώς, έκδηλο ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του εξ' αποφάσεως οφειλέτη, ο οποίος θα πρέπει να καταδείξει ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το χρέος του. Υποχρεούται προς τούτο να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των περιουσιακών του στοιχείων.».

 

Περαιτέρω, αξίζει να σημειωθεί ότι στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και άλλες αποφάσεις της νομολογίας επί του ζητήματος. Βλ. Σωτηρίου ν. Universal Bank Public Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2013, 09/03/2020, ECLI:CY:AD:2020:A93, Σάββα ν. Ανδρέας Κάτσουρας Και Υιός Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε30/2020, 03/07/2025 και The Old Salt Yachting Co Ltd v. Βικης, Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 42/2014, 11/07/2018, ECLI:CY:AD:2018:D358.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 87(1) του Κεφ. 6, το Δικαστήριο μπορεί, μετά την εξέταση του οφειλέτη, να εκδώσει: (α) διάταγμα πληρωμής του χρέους με μηνιαίες δόσεις· (β) διάταγμα ακύρωσης καταδολιευτικών μεταβιβάσεων ή επιβαρύνσεων· (γ) διάταγμα αποκοπής απολαβών· (δ) διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται ο εξ αποφάσεως οφειλέτης να διαθέσει, αποξενώσει ή επιβαρύνει την περιουσία του ή μέρος της· και (ε) ένταλμα κατάσχεσης εις χείρας τρίτου.

 

Το Άρθρο 87(2) του Κεφ. 6 περιορίζει την έκδοση διατάγματος ή εντάλματος σε όσα περιλαμβάνονται στην αίτηση του πιστωτή.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξετάσει επανειλημμένα την εφαρμογή του μέτρου αυτού, ειδικά για την έκδοση διατάγματος πληρωμής με μηνιαίες δόσεις, επισημαίνοντας ότι το κριτήριο είναι η διασφάλιση ότι η εκτέλεση δεν διαταράσσει το αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του. Στην υπόθεση Φλαγκοφάς v. Αταλέζα Λτδ, (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 686 ειπώθηκε ότι:

«Η ατομική ευχέρεια για την αποπληρωμή εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις, μετά τον προσδιορισμό των μέσων του χρεώστη, συναρτάται άμεσα με τις ανάγκες του χρεώστη και της οικογένειας του για αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτές περιλαμβάνουν τη στέγαση, τη διατροφή και την ιατρική περίθαλψη των μελών της οικογένειας καθώς και τη μόρφωση των παιδιών και κάποια ευχέρεια για την κοινωνική διακίνηση του χρεώστη.».

 

Παράλληλα, δεν πρέπει να λησμονείται ο σκοπός του Μέρους 8 (VIII) του Κεφ. 6, που είναι η διασφάλιση της εκτέλεσης των δικαστικών αποφάσεων, στοιχείο κρίσιμο για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

 

Συναφώς, στην πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση S. X. v. X. X., Έφεση Αρ. 31/2015, ημερομηνίας 19/10/2018, το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε, μεταξύ άλλων, ότι:

«… με βάση τη νομοθεσία και τον επιτακτικό προσδιορισμό της υποχρέωσης ενός εξ' αποφάσεως οφειλέτη να παρουσιάσει στοιχεία, το δικαστήριο θα έπρεπε να επιμείνει σ' αυτό έτσι ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της νομοθεσίας που δεν είναι άλλος παρά η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, στοιχείο που συνάπτεται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας. Η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της. Σ' αντίθετη περίπτωση, δημιουργείται δυσπιστία με ανάλογες επιπτώσεις. Τα προβλεπόμενα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα, εκτός σε απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις. Πρέπει να υπάρχει μια εξισορρόπηση μεταξύ της αναγκαιότητας εκτέλεσης, με την προοπτική αξιοπρεπούς διαβιώσεως του εξ' αποφάσεως οφειλέτη.».

 

Προς επίρρωση των πιο πάνω, αξίζει να σημειωθεί και η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Πιερή ν. Ματθαίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 378/2018, 24/05/2024, από την οποία παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα:

«Πρώτα απ' όλα να τονίσουμε ότι οι δικαστικές αποφάσεις και διαταγές θα πρέπει να είναι ωφέλιμες, εφαρμόσιμες και τελέσφορες. Εκεί όπου επιδικάζονται χρηματικά ποσά, περιλαμβανομένων βεβαίως και δικηγορικών εξόδων, θα πρέπει να καταβάλλονται από τους εξ αποφάσεως οφειλέτες, στην ανάγκη με τη συνδρομή αποτελεσματικών μέτρων εκτέλεσης. Αλλιώς, εκκολάπτεται ανομία και ευνοείται απαξίωση προς τον θεσμό των Δικαστηρίων και της δικαιοσύνης γενικότερα …. Την ίδια ώρα, σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου, θα πρέπει να υπάρχει απόλυτος σεβασμός στο δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών. Αυτή περιλαμβάνει τη διατροφή, τη στέγαση, την ιατρική περίθαλψη, τη μόρφωση και κάποιο περιθώριο για κοινωνικοποίηση. Πρώτα, η διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης - ως καθορίζεται διαχρονικά από τη Νομολογία - και έπειτα η έκδοση διατάγματος μηναίων πληρωμών προς ικανοποίηση εξ αποφάσεως οφειλής.».

 

Συναφώς, το ζήτημα έχει απασχολήσει και σε άλλες περιπτώσεις τη νομολογία, ενδεικτικά στις υποθέσεις Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου, Έφεση Αρ. 29/2019, 15/02/2022 και The Old Salt Yachting Co Ltd v. Βικης, Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 42/2014, 11/07/2018, ECLI:CY:AD:2018:D358.

 

Πέραν των πιο πάνω, και ευρύτερα σε σχέση με τα επιμέρους ζητήματα που εξετάστηκαν, η ως άνω προσέγγιση εναρμονίζεται με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως αυτή διαμορφώθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις: Kokoni v. Ioannides, (1963) 2 C.L.R. 468, Ρολάνδης, κ.α ν Κούτσιου, (1970) 1 C.L.R. 25, Petsas v.  Demetriadou, (1971) 1 C.L.R. 187, Chrysostomou v. Athanasiou, (1981) 1 C.L.R. 696, Λαϊκή Τράπεζα Λτδ v. Χαραλάμπους, (1989) 1 Α.Α.Δ.536, Gesico Photographics Ltd v. JK. Video Art Co. Ltd, (1991) 1 A.A.Δ. 134, Μιχαήλ v. Κυπριακής Λαϊκής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, (1993) 1 Α.Α.Δ. 812, Χριστάκη ν. Μιχαήλ, (1998) 1Α Α.Α.Δ 422, Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αραδίππου v. Ιακώβου, (1999) 1 Α.Α.Δ. 2032, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε ν. Κωνσταντίνου, (2000) 1 Α.Α.Δ 1034, Βασιλείου ν. Μακρίδης, (2002) 1 Α.Α.Δ 801, Αρέστης ν. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας, (2002) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1258, Λουγκρίδης ν. Eurolife Ltd, (2004) 1 (B) 1 A.A.Δ. 886 και Βασιλειάδης ν. Τσουρή. (2007) 1Α Α.Α.Δ 43.

 

IV.

Η Μαρτυρία και η Αξιολόγηση της

 

Αφού παρατέθηκε το νομικό πλαίσιο που διέπει την υπό κρίση Αίτηση, το Δικαστήριο στρέφεται τώρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του (βλ. Σάββα ν. Ανδρέας Κάτσουρας Και Υιός Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε30/2020, 03/07/2025 και The Old Salt Yachting Co Ltd v. Βικης, Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 42/2014, 11/07/2018), ECLI:CY:AD:2018:D358. Η διαδικασία περιορίστηκε στην εξέταση του Καθ’ ου η Αίτηση, καθώς κανένας από τους διαδίκους δεν προσκόμισε ή κάλεσε άλλον μάρτυρα προς εξέταση.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση, κατέθεσε ότι είναι πολιτικός μηχανικός και έχει παρακολουθήσει επιπρόσθετα σεμινάρια στη διοίκηση επιχειρήσεων (business management). Ανέφερε ότι εργάστηκε στην Κύπρο την περίοδο 1994 - 1999 σε κοινοπραξίες έργων, με μηνιαίες απολαβές περίπου £500, και στη συνέχεια απασχολήθηκε στο εξωτερικό για περίπου 21 έτη, με μηνιαίες απολαβές μεταξύ €4.000 και €5.000, ανάλογα με τη χώρα και τη θέση του.

 

Κατά την επιστροφή του στην Κύπρο, εργάστηκε στην εταιρεία Lois Builders Ltd για περίπου ένα έτος, το 2012, με μεικτό μισθό περίπου €2.200 μηνιαίως, πριν αποχωρήσει.

 

Ο μάρτυρας δήλωσε ότι από το 2021 και μετά δεν εργάζεται, λόγω ακυρώσεων συμβολαίων και έργων μετά την πανδημία Covid-19. Από τότε διαμένει με τη μητέρα του και εξαρτάται οικονομικά από τη σύνταξή της. Αναφορικά με την οικογενειακή του κατάσταση, κατέθεσε ότι είναι σε διάσταση με τη σύζυγό του εδώ και περίπου τρία έτη, ενώ η σύζυγος έχει επιστρέψει στη χώρα της χωρίς να έχει εκδοθεί διαζύγιο. Όταν ζούσε με τη σύζυγο, τα έξοδα διαβίωσης περιορίζονταν σε ενοίκιο και τρόφιμα, ενώ το εισόδημα καλύπτονταν κυρίως από οικονομική συνδρομή των γονέων του. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, διαβιεί με τη σύνταξη της μητέρας του και την οικονομική συνδρομή της.

 

Σχετικά με την αναζήτηση εργασίας, κατέθεσε ότι διαθέτει ενεργό βιογραφικό και αναζητεί θέσεις μέσω πλατφορμών (π.χ. LinkedIn) και μέσω πρακτόρων (agents). Ο ίδιος ανέφερε ότι επιθυμεί θέσεις οι οποίες δεν αποκλίνουν από το επίπεδο και τα προσόντα του, δηλαδή δουλειές που ανταποκρίνονται στην εμπειρία και εκπαίδευσή του, ενώ είναι διατεθειμένος να εξετάσει και θέσεις εκτός αυστηρά της ειδικότητάς του εφόσον καλύπτουν τα βασικά οικονομικά του έξοδα και υποχρεώσεις. Παρά τις προσπάθειες, δεν έχει μέχρι σήμερα εξασφαλίσει εργασία.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση ανέφερε ότι έχει σημαντικές χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων δάνειο ύψους περίπου €220.000, για το οποίο οφείλει να καταβάλλει μηνιαίως περίπου €2.000, ενώ υπάρχουν καθυστερημένες δόσεις ύψους περίπου €22.000. Τόνισε ότι η εργασία που αναζητεί πρέπει να του επιτρέπει τουλάχιστον την κάλυψη της μηνιαίας δόσης του δανείου.

 

Ο μάρτυρας εξέφρασε διαφωνία με την αμοιβή και το ποσό που ψηφίστηκε υπέρ του δικηγόρου (Αιτητή), υποστηρίζοντας ότι κατά τη διαδικασία ψηφίστηκε ποσό το οποίο θεωρεί δυσανάλογο και ότι οι προηγούμενες επικοινωνίες του δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Παρουσίασε το ιστορικό της διαφοράς, επισημαίνοντας ότι η έκδοση του πιστοποιητικού ψήφισης εξόδων έγινε χωρίς να συμφωνεί με το καταλογισθέν ποσό.

 

Ο ίδιος δήλωσε ότι προτείνει την καταβολή μηνιαίας δόσης €100 προς τον Αιτητή και ότι το ποσό αυτό δύναται να καλυφθεί από τη σύνταξη της μητέρας του, λόγω της έλλειψης δικού του εισοδήματος.

 

Ανέφερε επίσης ότι διαθέτει κινητό τηλέφωνο με μηνιαίο κόστος €24, το οποίο δεν καταβάλλει ο ίδιος, και ότι δεν προσκόμισε όλα τα έγγραφα που του ζητήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων αποδεικτικών εισοδημάτων και εισφορών, επικαλούμενος άγνοια.

 

Τέλος, υπογράμμισε ότι, από το 2021 λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης, ζει κυρίως από δωρεές των γονέων του, δανεισμό της πρώην συζύγου του και τη σύνταξη της μητέρας του, και ότι η οικονομική πίεση αποτελεί σημαντικό παράγοντα στη διαχείριση των υποχρεώσεών του.

 

Με βάση τη μαρτυρία του Καθ’ ου η Αίτηση, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ισχυρισμοί του παραμένουν σε γενικό επίπεδο και δεν τεκμηριώνονται με κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Ο μάρτυρας δεν κατέθεσε έγγραφα ή πιστοποιητικά για τα εισοδήματα που επικαλείται, για τις οικονομικές του υποχρεώσεις, ούτε για το ύψος της σύνταξης της μητέρας του ή τα πραγματικά έξοδα του νοικοκυριού, παρά μόνο γενικόλογες εκτιμήσεις.

 

Η έλλειψη στοιχείων δημιουργεί αρνητική εντύπωση ως προς την ειλικρίνεια των ισχυρισμών του και αφήνει την εντύπωση ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τον Αιτητή οφείλεται κυρίως σε διαφωνία με την αμοιβή του δικηγόρου και το καταλογισθέν ποσό, και όχι αποκλειστικά σε πραγματική αδυναμία αποπληρωμής.

 

Χαρακτηριστικά, στην πιο πάνω ένορκη δήλωσή του ημερομηνίας 02/07/2025 ο Καθ’ ου η Αίτηση δηλώνει μεταξύ άλλων τα εξής:

«Πως είναι λοιπόν δυνατό να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό στον Ενάγοντα με βάση αυτών των δεδομένων, ιδιαίτερα όταν ο Εναγόμενος είχε προσφέρει κάποιο ποσό έναντι στον Ενάγοντα, παλιά όταν σε κάποια φάση είχε μια κάποια μικρή ευχέρεια, αλλά αυτό το είχε απορρίψει.»

 

Δεν διαφεύγει άλλωστε της προσοχής του Δικαστηρίου ότι, στο προαναφερόμενο γραπτό κείμενο με τίτλο «Τύπος Αρ. 47: Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης σε Αίτηση δια Κλήσεως (Δ.48, θ. 4)», ο Καθ’ ου η Αίτηση κατέγραφε ως πρώτο λόγο ένστασής του: «το γεγονός ότι ο Εναγόμενος διαφωνεί με το ποσό χρέωσης του Ενάγοντα».

 

Αποκαλυπτικά είναι και όσα ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την προφορική του κατάθεση. Είπε χαρακτηριστικά:

«Εγώ μπορώ να αποδείξω ότι ούτε λογαριασμούς έχω στην τράπεζα, ούτε οποιοδήποτε ποσό μπορώ να πληρώσω στο ποσό που αφορά δεν μπορώ να καταλάβω, το σημαντικό που το έκανα όταν επέστρεψα από το εξωτερικό ήταν ο δικηγόρος μου για άλλες υποθέσεις του είπα πολλές φορές ένα ποσό για να συνεχίσει αλλά μου έλεγε όχι τα θέλω όλα και παραιτήθηκε, μάλιστα θα μπορούσε να το έπιανε ο κύριος Ματθαίου αλλά δεν τα δέχτηκε και τώρα θέλει 500 ή 50 ευρώ δεν είμαι σε καμία θέση, τι είναι η τιμωρία μου δηλαδή;».

 

Είχε μάλιστα δηλώσει εμφατικά και ότι:

«Πάνω στην ένσταση έχει και το θέμα του ποσού της χρέωσης, αυτό το είπα επανειλημμένα, δεν μου δίνεται σημασία.»:

 

Επιπλέον, από τη μαρτυρία του προκύπτει ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση είναι άνεργος και ζει κυρίως από τη σύνταξη της μητέρας του, ενώ απέκλεισε για τον εαυτό του οποιαδήποτε εργασία που δεν ανταποκρίνεται στα προσόντα και στο επίπεδο που θεωρεί ότι έχει. Η στάση αυτή, σε συνδυασμό με την ηλικία του (μεσήλικας), τη μορφωτική και επαγγελματική του κατάρτιση και την πολυετή εργασιακή εμπειρία του, δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέλησή του να επιδιώξει εργασία ώστε να ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις του και να διαβιώνει.

 

Η αντίφαση μεταξύ της προφανούς δυνατότητας εύρεσης εργασίας εκτός των «προδιαγραφών» που ο ίδιος έθεσε και της αδυναμίας ή μη επιθυμίας του να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις, ενισχύει την αρνητική εντύπωση για την ειλικρίνεια του και την αξιοπιστία της μαρτυρίας του, ιδίως σε σχέση με την αξίωση ότι δήθεν δεν διαθέτει εισοδήματα λόγω πραγματικής οικονομικής αδυναμίας. Η γενικότητα των ισχυρισμών του, η αποφυγή προσκόμισης στοιχείων και η έλλειψη ακριβούς αναφοράς σε ποσά και έξοδα δημιουργούν την αντίληψη ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση εσκεμμένα δεν αποκάλυψε την πλήρη αλήθεια ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, ακόμη και στην εκδοχή ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση πράγματι δεν εργάζεται και δεν διαθέτει εισόδημα, η σχετική νομολογία δεν φαίνεται να ευνοεί τη θέση του. Προς επίρρωση της ανωτέρω εκτίμησης, ενδεικτικά παρατίθενται οι ακόλουθες αποφάσεις:

 

Στην υπόθεση Σωτηρίου ν. Universal Bank Public Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 271/2013, 09/03/2020, ECLI:CY:AD:2020:A93, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Είναι νομολογημένο ότι είναι δυνατή η έκδοση διατάγματος μηνιαίων πληρωμών έστω και αν κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δεν εργάζεται, εφόσον διαπιστωθεί ότι έχει δυνατότητα για προσοδοφόρα απασχόληση …

Η διαχρονική προσέγγιση της νομολογίας εναποθέτει στον εξ' αποφάσεως οφειλέτη την υποχρέωση να αναζητήσει προσοδοφόρα απασχόληση και να εργαστεί για να αποπληρώσει τα δικαστικά του χρέη. Έτσι στην Χριστάκη ή άλλως Παναγιώτου ν. Μιχαήλ (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 422, κρίθηκε ότι τα προβλήματα υγείας της εφεσείουσας που μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, η αφοσίωση της προς τον συμβίο της τον οποίο ήθελε να φροντίζει και οι ευθύνες της προς το παιδί της που διέμενε μαζί τους, δεν αποτελούσαν ακόμα και σωρευτικά ιδωμένα, βάσιμες αιτίες για τη μη αναζήτηση εργασίας από μέρους της. Αναφέρθηκε πως η κατάληξη ότι μπορούσε να εργοδοτηθεί δεν ήταν μόνο εύλογη αλλά και επιβεβλημένη.».

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και στις υποθέσεις Zilos Ltd v. Χαραλάμπους, κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 41/2019, 30/09/2025, Στυλιανού ν. Ανδρεάδη, (2005) 1 ΑΑΔ 509, Λουγκρίδης ν. Eurolife Ltd, (2004) 1 (B) A.A.Δ. 886, Προκοπίου, κ.α. ν. Ανδρέας Λάμπρου Λτδ, (2004) 1(Α) Α.Α.Δ. 310 και Νικολάου ν. Μακρίδη, (2002) 1 Α.Α.Δ. 801.

 

Επιπρόσθετα, και σε συνέχεια των ανωτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί του Καθ’ ου η Αίτηση ευσταθούν, παραμένει το ζήτημα ότι οι αναφορές του είναι γενικές και αόριστες, χωρίς συγκεκριμένη τεκμηρίωση, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη άλλου χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, η νομολογία προσφέρει σχετική καθοδήγηση. Αξίζει να σημειωθεί η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Zilos Ltd v. Χαραλάμπους, κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 41/2019, 30/09/2025, η οποία επαναβεβαιώνει την πάγια αρχή που έχει διαμορφωθεί από τη νομολογία: «ότι χρέη για τα οποία δεν έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες και για τα οποία δεν έχουν εκδοθεί διατάγματα μηνιαίων δόσεων δεν μπορούν και δεν προηγούνται του εξ αποφάσεως χρέους.» (βλ. επίσης, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Κωνσταντίνου, (2000) 1 Α.Α.Δ. 1034, Κλεοβούλου ν. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ, (2005) 1 Α.Α.Δ. 207, Νικολάου ν. Μακρίδη, (2002) 1 Α.Α.Δ. 801, Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Αραδίππου ν. Ιακώβου, (1999) 1 Α.Α.Δ. 2032).

 

Όπως προειπώθηκε, από την ένορκη μαρτυρία του Καθ’ ου η Αίτηση προκύπτει ότι οι αναφορές του παραμένουν γενικές και αόριστες. Ενδεικτικά, ακόμη και με βάση τους ίδιους τους ισχυρισμούς του, φαίνεται ότι προσεγγίζει την οφειλή του έναντι του Αιτητή, η οποία είναι εκ δικαστικής αποφάσεως, ως δευτερεύουσα σε σχέση με άλλο χρέος, χωρίς να παρέχει σαφή πληροφόρηση για το ύψος ή την καταβολή οποιουδήποτε ποσού ή για το αν αυτό προκύπτει από δικαστική απόφαση. Ανέφερε συγκεχυμένα για μηνιαία δόση €2.000 και για καθυστερήσεις, χωρίς να είναι σαφής αν αυτό είναι ένα ποσό το οποίο τώρα καταβάλλει ή αν είναι το ποσό το οποίο οφείλει να καταβάλλει. Το γεγονός αυτό από μόνο του δημιουργεί προβληματισμό ως προς τη στάση και την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του.

 

Κατά τη μαρτυρία του ανέφερε:

«… στην ένορκη δήλωση έχω βάλει ότι έχω δάνειο που έχω κάνει από τον καιρό του χρηματιστηρίου που χρωστώ 220 χιλιάδες τα οποία πρέπει ναι πληρώνω 2000 ευρώ για να μην χαθούν τα σπίτια τους, έχει 22.000 καθυστερημένα, η δουλειά που πρέπει να πιάσω πρέπει οπωσδήποτε να ζω ή να φάω να πιω και να καλύπτει minimum εκείνη τη δόση πριν χαθούν τα σπίτια, είναι φοβερή η θέση που βρέθηκα.».

 

Στη δε ένορκη δήλωσή του ημερομηνίας 02/07/2025 ο Καθ’ ου η Αίτηση δηλώνει για το ίδιο θέμα:

«…ο Εναγόμενος έχει ένα χρέος από παλιά το οποίο είναι συνολικά €209.061,46 με €19.561,21 καθυστερημένα, στο οποίο δάνειο είναι υποθηκευμένη όλη η περιουσία της οικογένειας του η οποία αυτή τη στιγμή κινδυνεύει άμεσα να εκποιηθεί.».

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι πουθενά στους ανωτέρω ισχυρισμούς ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν αναφέρεται σε χρέος από δικαστική απόφαση, αλλά σε δάνειο με καθυστερημένες δόσεις αποπληρωμής, χωρίς να διευκρινίζεται, επαναλαμβάνεται, αν καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό για αυτές και από ποια εισοδήματα, ενώ ταυτόχρονα δηλώνει αδυναμία να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς τον Αιτητή.

  

Έχοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, όπως έχουν αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, και ειδικότερα ότι δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τα εισοδήματα του Καθ’ ου η Αίτηση, καθώς και ότι ο ίδιος κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τον ισχυρισμό του ότι δεν διαθέτει την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσει το εκ δικαστικής αποφάσεως χρέος του προς τον Αιτητή, και λαμβάνοντας υπόψη την αρχή ότι το Δικαστήριο δεν οφείλει, όταν οι περιστάσεις το καθιστούν δύσκολο, να αποφανθεί σε επίπεδο μικροσκοπικών ή κλασματικών ποσοστών (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου, Έφεση Αρ. 29/2019, 15/02/2022), και έχοντας κατά νου ότι ο Αιτητής εισηγήθηκε €500 και ο Καθ’ ου η Αίτηση €100, κρίνεται δίκαιο και εύλογο να διαταχθεί ο Καθ’ ου η Αίτηση να καταβάλλει στον Αιτητή το ποσό των €400 μηνιαίως, προς σταδιακή εξόφληση της εξ αποφάσεως οφειλής του, ως επί το πλείστον σύμφωνα με την εισήγηση του Αιτητή. Ειδικότερα, αυτό κρίνεται δίκαιο και εύλογο, εφόσον ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι ισχυρισμοί του Καθ’ ου η Αίτηση ευσταθούν, μπορεί να καλυφθεί από εργασία που έχει τη δυνατότητα να εξασφαλίσει, ενώ το ποσό των €400 μηνιαίως δεν υπερβαίνει το επίπεδο που επιτρέπει την αξιοπρεπή διαβίωση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, ως επιπρόσθετα στοιχεία αξιολόγησης, και το ύψος της οφειλής, την προοπτική σταδιακής εξόφλησής της στον χρόνο, καθώς και ότι εκκρεμεί από 23/03/2023 και επιβαρύνεται με τόκο· τα στοιχεία αυτά δεν είναι όμως, τονίζεται, καθοριστικά για τον προσδιορισμό της μηνιαίας δόσης.

 

Επιπλέον, ο Αιτητής δικαιούται την επιδίκαση εξόδων σε βάρος του Καθ’ ου η Αίτηση αναφορικά με την κριθείσα ως άνω Αίτηση, στην οποία ήταν επιτυχής (βλ. Σάββα ν. Ανδρέας Κάτσουρας και Υιός Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε30/2020,03/07/2025, Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου, Έφεση Αρ. 29/2019, 15/02/2022 και Κλεοβούλου ν. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ, (2005) 1 Α.Α.Δ. 207). Τα έξοδα αυτά, όπως αναφέρεται κατωτέρω, υπολογίστηκαν από το Δικαστήριο συνοπτικά στην κλίμακα €2.000 – €10.000, βάσει της εξ αποφάσεως οφειλής σε σχέση με την οποία υποβλήθηκε η Αίτηση και λαμβάνοντας υπόψη ότι, αν και η Αίτηση καταχωρήθηκε από τον δικηγόρο Ανδρέα Μ. Κλεάνθους, υπήρξε μόνο μία εμφάνιση εκ μέρους του στις 26/06/2024. Από εκεί και πέρα, εμφανιζόταν στη διαδικασία ο ίδιος ο Αιτητής, ο οποίος, παρά την επαγγελματική του ιδιότητα ως δικηγόρος, εμφανιζόταν υπό προσωπική ιδιότητα και, ως εκ τούτου, δεν δικαιούται σε έξοδα διαδικασίας.

 

V.

Κατάληξη

 

Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερόμενων, η υπό κρίση Αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται συνεπώς το ακόλουθο διάταγμα υπέρ του Αιτητή και κατά του Καθ’ ου η Αίτηση:

 

Α. Εκδίδεται διάταγμα πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους του Καθ’ ου η Αίτηση υπέρ του Αιτητή, ήτοι του ποσού των €5.862,60, με τόκο 2% ετησίως από 23/03/2023 μέχρι πλήρους εξόφλησης, πλέον του ποσού των €1.009,09 Φ.Π.Α. δυνάμει του Πιστοποιητικού Ψήφισης Καταλόγου Εξόδων ημερομηνίας 23/03/2023. Η εξόφληση θα γίνεται σε μηνιαίες δόσεις των €400,00, μέχρι πλήρους εξόφλησης ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου. Η πρώτη δόση είναι πληρωτέα την 01/11/2025 και οι επόμενες την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, με προθεσμία χάρης 7 ημερών, μέχρι πλήρους εξόφλησης του εξ’ αποφάσεως χρέους.

 

Β. Επιπλέον, επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και κατά του Καθ’ ου η Αίτηση τα έξοδα της παρούσας Αίτησης, ποσού €300, πλέον Φ.Π.Α., καθώς και €23 έξοδα καταχώρισης και €10 έξοδα επίδοσης. Τα έξοδα αυτά υπολογίστηκαν συνοπτικά από το Δικαστήριο στην κλίμακα €2.000 – €10.000, βάσει της εξ αποφάσεως οφειλής, και θα καταβάλλονται διά των μηνιαίων δόσεων σε συνέχεια και διαδοχικά μετά την εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους.

 

Εν όψει της κατάληξης, το Δικαστήριο κρίνει σημαντικό να επιστήσει την προσοχή του Καθ’ ου η Αίτηση στις προβλέψεις της νομοθεσίας που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις έκδοσης διαταγμάτων πληρωμής εξ αποφάσεως χρέους με δόσεις. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα Άρθρα 91Α(3) και 91Β(3)(β) του Κεφ. 6, η παράλειψη καταβολής οποιασδήποτε δόσης συνιστά πράξη καταδολίευσης, που θεωρείται ποινικό αδίκημα. Κατά το Άρθρο 91Β(1) του Κεφ. 6, ο εξ αποφάσεως οφειλέτης που προβαίνει σε τέτοια πράξη τιμωρείται με φυλάκιση έως δώδεκα μηνών ή/και χρηματική ποινή μέχρι χιλίων λιρών (€1.707,60), χωρίς να επηρεάζονται οι εξουσίες του Δικαστηρίου για έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος δυνάμει του Κεφ. 6 ή άλλου νόμου.

 

 Υπογραφή: ____________________

Μιχάλης Γ. Λοΐζου, Α. Ε. Δ.

  

Πιστό αντίγραφο

  

Πρωτοκολλητής

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο