ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: M. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 4416/2013
Μεταξύ:
1. Ανδρέα Σάββα
2. Μαρία Σάββα
3. Κυριάκος Σάββα
4. Χάρης Σάββα
5. Γεωργία Σάββα
6. June Anne Savva
Εναγόντων
και
Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ
Εναγόμενων
και
1. Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου
2. Γενικός Εισαγγελέας
3. Αρχή Εξυγίανσης
Τριτοδιάδικων
------------------------------------------------
Αίτηση ημερομηνίας 6/3/2025 για τιμωρία των εναγόμενων
λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με διάταγμα
Ημερομηνία: 29/10/2025
Εμφανίσεις:
Για τους Ενάγοντες 1-6 - Αιτητές: κα Ε. Μελεάγρου.
Για τους Εναγόμενους - Καθ’ ων η αίτηση: κα Κλ. Πολυβίου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Εισαγωγή
Το Δικαστήριο (υπό διαφορετική σύνθεση) στις 14/6/2024, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, εξέδωσε τελική απόφαση στην πιο πάνω αγωγή «προς όφελος των Εναγόντων 1 - 6 και σε βάρος της Εναγόμενης Τράπεζας, με την οποία διατάσσεται η Εναγόμενη όπως εκτελέσει την οδηγία που της είχε δοθεί στις 06/03/2013 και ολοκληρώθηκε στις 15/03/2013 και όπως καταστήσει τους Ενάγοντες 3, 4, 5 και 6 συνδικαιούχους στους συγκεκριμένους λογαριασμούς, ήτοι των λογαριασμών των Εναγόντων 1 και 2 και ακολούθως να εφαρμόσει την όποια απομείωση σύμφωνα με τον Ν.17(Ι)/2013. Τα ποσά που θα παραμείνουν μετά την απομείωση θα φέρουν νόμιμο τόκο από 15/03/2013 μέχρι σήμερα.
Οι Ενάγοντες 1 και 2 θα επιστρέψουν τις μετοχές που τους έχουν παραχωρηθεί σύμφωνα με τα Τεκμήρια 6 και 7. »
Η επίδικη αίτηση
Με την επίδικη αίτηση τους, οι ενάγοντες ζητούν την τιμωρία των εναγόμενων λόγω παράλειψης των τελευταίων να συμμορφωθούν με το πιο πάνω διάταγμα του Δικαστηρίου.
Η αίτηση βασίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρο 42 και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.48 Θ. 1, 2, 3, 9 και 12 και Δ.42 Α και επί της πρακτικής και των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Η Αίτηση δε, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Κυριάκου Σάββα, Ενάγοντα 3, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
« 1. Είμαι ο Ενάγων 3 στην υπό ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή και έχω την πλήρη εξουσιοδότηση και συγκατάθεση των υπολοίπων Εναγόντων να προβώ στην παρούσα ένορκη δήλωση, τόσο για λογαριασμό μου, όσο και για λογαριασμό των άλλων Εναγόντων που είναι στενά συγγενικά μου άτομα: Οι Ενάγοντες 1 και 2 είναι οι γονείς μου, οι Ενάγοντες 4 και 5 είναι αδελφός και αδελφή μου αντιστοίχως και η Ενάγουσα 6 είναι η σύζυγος μου. Να αναφέρω επίσης ότι οι Ενάγοντες 1,2,4,5 και εγώ είμαστε κάτοικοι Κύπρου και η Ενάγουσα 5 είναι κάτοικος Ηνωμένου Βασιλείου.
2. Γνωρίζω προσωπικά όλα τα γεγονότα της υπόθεσης ως αναφέρονται στην παρούσα ένορκη δήλωση και όπου γίνονται νομικές αναφορές είναι κατόπιν συμβουλής των δικηγόρων των Εναγόντων-Αιτητών.
3. Έχω διαβάσει την Αίτηση παρακοής που έχουν καταχωρήσει οι δικηγόροι των Εναγόντων, σύμφωνα με τις οδηγίες των Εναγόντων, και υιοθετώ πλήρως το περιεχόμενο της.
4. Την 14/6/2024 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε απόφαση (Τεκμήριο 1) στην υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγή υπέρ των Εναγόντων/Αιτητών και εναντίον των Εναγόμενων/ Καθ’ ων η Αίτηση. Στην εν λόγω απόφαση εμπεριέχεται Διάταγμα με το οποίο διατάσσονται οι Εναγόμενοι/ Καθ’ ων η Αίτηση όπως εκτελέσουν την οδηγία που είχε δοθεί στην Εναγόμενη Τράπεζα στις 06/03/2013 και ολοκληρώθηκε στις 15/03/2013 και όπως καταστήσει τους Ενάγοντες 3, 4, 5 και 6 συνδικαιούχους στους συγκεκριμένους λογαριασμούς, ήτοι των λογαριασμών των Εναγόντων 1 και 2 και ακολούθως να εφαρμόσει την όποια απομείωση σύμφωνα με τον Ν.17(Ι)/2013. Τα ποσά που θα παραμείνουν μετά την απομείωση θα φέρουν νόμιμο τόκο 5.5% από 15/3/2013 μέχρι 31.12.2014 και τόκο 4% από 1.1.2015 μέχρι 31.12.2016 και τόκο 3.5% από 1.1.2017 μέχρι 31.12.2018 και 2% από 1.1.2019 μέχρι 31.12.2022 και 2.5% από 1.1.2023 μέχρι 31.12.2023 και 5.5% από 1.1.2024 μέχρι σήμερα.
5. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των Εναγόντων, όταν καταστούν συνδικαιούχοι όλοι οι Ενάγοντες /Αιτητές, δεν θα υπάρξει απομείωση, τα δε ποσά που θα τοκιστούν από την 15/3/2013 μέχρι και την 14/06/2024, είναι €371,691 (ευρώ) και £159,014 (στερλίνες) (Τεκμήριο 2). Οι τόκοι είναι €144,777 και £60,226 αντιστοίχως. Συνολικά τα ποσά που πρέπει να κατατεθούν στους κοινούς λογαριασμούς είναι ως εξής: 371,691+144,777 = 516,468 (ευρώ) και 159,014+60, 226=219,240 (στερλίνες) (Τεκμήριο 3).
6. Επίσημο αντίγραφο του ως άνω διατάγματος (Τεκμήριο 4) επιδοθεί στους Εναγόμενους/Καθ’ ων η Αίτηση («Καθ’ ων η Αίτηση») την 03/02/2025. Συγκεκριμένα οι Ενάγοντες/Αιτητές ( «Αιτητές») έδωσαν οδηγίες στον επιδότη, Πανίκο Αριστείδου, («ο επιδότης») όπως επιδώσει το Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου στον Διευθύνων Σύμβουλο των Καθ’ ων η Αίτηση, Πανίκο Νικολάου (« Διευθύνων Σύμβουλο»). Όπως όμως πληροφορούμαι από τον επιδότη, η επίδοση στον Διευθύνων Σύμβουλο δεν είναι εφικτή διότι η παραλαβή δικαστικών εγγράφων γίνεται από την νομική υπηρεσία των Καθ’ ων η Αίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση το Διάταγμα επιδόθηκε στην Μαριλένα Μιχαηλίδου εκ μέρους της νομικής υπηρεσίας των Καθ’ ων η Αίτηση. (Τεκμήριο 5).
7. Οι Καθ’ ων η Αίτηση κατά παράβαση του Διατάγματος, που εμπεριέχεται στην ανωτέρω απόφαση μέχρι σήμερα παρέλειψαν και παραλείπουν να εκτελέσουν την οδηγία που είχε δοθεί στην Εναγόμενη Τράπεζα στις 06/03/2013 και ολοκληρώθηκε στις 15/03/2013 και να καταστήσουν τους Ενάγοντες 3, 4, 5 και 6 συνδικαιούχους στους συγκεκριμένους λογαριασμούς, ήτοι των λογαριασμών των Εναγόντων 1 και 2 και ακολούθως να εφαρμόσει την όποια απομείωση σύμφωνα με τον Ν.17(Ι)/2013. Τα ποσά που θα παραμείνουν μετά την απομείωση θα φέρουν νόμιμο τόκο 5.5% από 15/3/2013 μέχρι 31.12.2014 και τόκο 4% από 1.1.2015 μέχρι 31.12.2016 και τόκο 3.5% από 1.1.2017 μέχρι 31.12.2018 και 2% από 1.1.2019 μέχρι 31.12.2022 και 2.5% από 1.1.2023 μέχρι 31.12.2023 και 5.5% από 1.1.2024 μέχρι σήμερα.
8. Η άρνηση των Καθ’ ων η Αίτηση να συμμορφωθούν με την απόφαση της 14/06/2024 («η Απόφαση») χρονολογείται πριν και της επίδοσης του Διατάγματος και στοιχειοθετείται καθαρά από τα γεγονότα ως ακολούθως: Την 22/07/2024 οι Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρησαν έφεση, (144/24), εναντίον της απόφασης όπου με την αιτιολογία του όγδοου λόγου έφεσης αμφισβητείται ότι τα ποσό που πρέπει να επιστραφεί με νόμιμο τόκο στους Αιτητές ήταν αυτό που προϋπήρχε της απομείωσης. Αντίθετα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι «μόνο το ποσό της απομείωσης που θα επιστρεφόταν στο λογαριασμό θα έπρεπε να τοκιστεί από τις 15/3/2013 και όχι το συνολικό ποσό των λογαριασμών. Στην ουσία η Απόφαση διατάζει τον τοκισμό ποσού που ήδη τοκιζόταν.» (Τεκμήριο 6). Οι Αιτητές καταχώρισαν Αντέφεση, 13/08/2024, με ένα μόνο λόγο, ότι η απόφαση του δικαστηρίου να δώσει νόμιμο τόκο μόνο μέχρι την ημερ. έκδοσης της απόφασης και όχι μέχρι εξόφλησης είναι αντίθετη με τον νόμο και την νομολογία. (Τεκμήριο 7)
9. Ακολούθως, με συνειδητή προσπάθεια μη συμμόρφωσης με την Απόφαση, οι Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρισαν (22/7/2024) στα πλαίσια της έφεσης και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της Απόφασης. (Τεκμήριο 8) Οι Αιτητές καταχώρισαν ένσταση, 25/9/2024, στην πιο πάνω αίτηση για αναστολή (Τεκμήριο 9) και με απόφαση του ημερ. 20/12/2024, το Επαρχιακό Δικαστήριο απέρριψε την αίτησης αναστολής σημειώνοντας, ότι, «Ως προκύπτει από το δραστικό μέρος της απόφασης ημερομηνίας 14/06/2024 με την εκτέλεση της απόφασης, συνεπάγεται διαταγή για πληρωμή εκκαθαρισμένου ποσού χρηματικών αποζημιώσεων». (Τεκμήριο 10)
10. Στην απόφαση του το δικαστήριο έκρινε ότι κάποια δεδομένα στην υπόθεση είναι αποφασιστικά για την απόρριψη της αίτησης, δηλ. «το ύψος του οφειλόμενου ποσού βάσει της αιτιολογημένης απόφασης και του γεγονότος ότι η επίδικη διαφορά αφορά αγώγιμο δικαίωμα που συμπληρώθηκε τον Μάρτιο του 2013 και που η εκδίκαση της αγωγής καθυστέρησε με αποτέλεσμα να ενταχθεί η εκδίκαση της σε ειδικό πρόγραμμα εκδίκασης καθυστερημένων αγωγών. Η Αιτήτρια είναι πιστωτικό ίδρυμα και δεν αντιμετωπίζει καμία πρακτική δυσκολία να συμμορφωθεί με τη δικαστική απόφαση που μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα. Οι επιτυχόντες διάδικοι έχουν ταλαιπωρηθεί εξαιτίας της καθυστέρησης του αποτελέσματος στην πρωτόδικη διαδικασία και ο δε χρόνος που θα μεσολαβήσει μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης επενεργεί αποτρεπτικά για την επιτυχία της Αίτησης.».
11. Χαρακτηριστικά της πρόθεσης καταστρατήγησης της απόφασης η/και του διατάγματος του δικαστηρίου αργότερα είναι και τα ηλεκτρονικά μηνύματα των δικηγόρων των Καθ’ ων η Αίτηση απαντώντας και αποκρούοντας την επίμονη απαίτηση της δικηγόρου των Αιτητών για την ορθή εκτέλεση της απόφασης, από την έκδοση της μέχρι και σήμερα: Αρνούμενοι να εκτελέσουν την Απόφαση, καθαρή είναι η πρόθεση τους να μην συμμορφωθούν με το διατακτικό της απόφασης του Δικαστήριού, συστηματικά ερμηνεύοντας το με τον τρόπο που θα ήθελαν να είναι δηλ. ως ο όγδοος λόγος έφεσης του. Εν ολίγοις, ενώ είναι ξεκάθαρο, από το περιεχόμενο του όγδοου λόγου έφεσης τους, ότι αντιλαμβάνονται πλήρως τι αποφάσισε το δικαστήριο σχετικά με ποια ποσά πρέπει να επιστραφούν στους Αιτητές και να φέρουν νόμιμο τόκο, αρνούνται να συμμορφωθούν και επιμένουν σε ερμηνεία της απόφασης σαν να έχουν ήδη κερδίσει την έφεση και ιδιαίτερα τον όγδοο λόγο της και την σχετική αιτιολογία. Παραθέτω πιο κάτω αναλυτικότερα την σχετική επικοινωνία
12. Την 5/07/2024 η δικηγόρος των Αιτητών απέστειλε το πρώτο μήνυμα αιτώντας άμεση εκτέλεση της Απόφασης (Τεκμήριο 11). Ακολούθησε η καταχώριση έφεσης και αίτησης αναστολής από τους Καθ’ ων η Αίτηση ως αναφέρεται ανωτέρω. Την 9/01/2025, τρείς σχεδόν βδομάδες από την απόρριψη της αίτησης αναστολής , η δικηγόρους των Αιτητών απέστειλε δεύτερο μήνυμα αιτούμενη εκτέλεση της Απόφασης εντός τακτού χρόνου. ( Τεκμήριο 12). Την 13/01/2025, κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας η δικηγόρος των Αιτητών απέστειλε μήνυμα (επισυνάπτοντας σχετικά έγγραφα) και παραθέτοντας την θέση τους σύμφωνα με την Απόφαση σχετικά με το ποσό που πρέπει να κατατεθεί στους κοινούς λογαριασμούς των Αιτητών. (Τεκμήριο 13). Την 15/01/2025, οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση σε απάντηση απαιτούν όπως οι Αιτητές επαναλάβουν τις αιτήσεις τους για να καταστούν συνδικαιούχοι των λογαριασμών (σε αντίθεση με τη Απόφαση) και προσθέτουν ότι μετα την συμπλήρωση της νέας διαδικασίας « Τράπεζα θα προχωρήσει με την κατάθεση του ποσού που έχει απομειωθεί και με τον σχετικό τόκο επί αυτού». (Τεκμήριο 14). Δηλαδή ως ο όγδοος λόγος έφεση τους και κατά ηθελημένη παρακοή της Απόφασης . Επίσης απαιτούν επιστροφή των μετοχών ως η Απόφαση.
13. Εν τω μεταξύ η δικηγόρος των Αιτητών επικοινώνησε τόσο με το ΧΑΚ όσο και με το σχετικό τμήμα της Τράπεζας Κύπρου όπως της είχαν υποδείξει. Την 16/01/2025, η δικηγόρος των Αιτητών απέστειλε μήνυμα στο shares@bankofcyprus.com εξηγώντας την υπόθεση και ζητούσα οδηγίες για την σωστή επιστροφή των μετοχών της Τράπεζας. (Τεκμήριο 15). Εφ όσον δεν είχε λάβει απάντηση απέστειλε εκ νέου το ίδιο μήνυμα την 30/01/2025. (Τεκμήριο 16). Τελικά στην 4/2/2025 ελήφθη απάντηση από την κ. Χρύσω Βιολάρη (η οποία είχε συστήσει να αποσταλεί το μήνυμα στο shares@bankofcyprus.com) όπου αναφέρεται ότι τι θέμα το χειρίζονται οι εξωτερικοί δικηγόροι της Τράπεζας. Το μήνυμα και η απάντηση της δικηγόρου των Αιτητών επισυνάπτονται(Τεκμήριο 17)
14. Την 4/2/2025 οι δικηγόροι των Καθ’ ων η Αίτηση επανήλθαν αναφερόμενοι τώρα στο Διάταγμα που είχε επιδοθεί στους Καθ’ ων η Αίτηση όπως περιγράφεται ανωτέρω (παρ.5) και που προφανώς ήταν εις πλήρη γνώση τους, το οποίο παραθέτω αυτούσιο:
15. «Η Τράπεζα ασφαλώς και είναι έτοιμη να συμμορφωθεί με το Διάταγμα που έχει εκδοθεί. Με βάση το Διάταγμα θα πρέπει οι πελάτες σας να αποστείλουν στην Τράπεζα τα στοιχεία που σας έχουμε ήδη αναφέρει ούτως ώστε να ανοιχτούν 7 κοινοί λογαριασμοί και πιστωθούν τα χρήματα που έχουν κουρευτεί με τόκο από 15/3/2013 μέχρι 14/06/2024 ως αναγράφεται στο Διάταγμα. Δηλαδή να κατατεθεί το ποσό των €168.477 πλέον €63.179 (τόκοι) σύνολο €231.657. Επίσης βάσει του Διατάγματος οι Ενάγοντες 1 και 2 οφείλουν να επιστρέψουν τις μετοχές που τους έχουν παραχωρηθεί σύμφωνα με τα τεκμήρια 6 +7 δηλαδή οφείλουν να επιστρέψουν 85.730 και 82.747 (σημειώνω ότι σήμερα κατέχουν 4.287 και 4.138).
Περαιτέρω έχουν λάβει και μέρισμα το οποίο δεν έχει υπολογιστεί ή αναφερθεί από το Δικαστήριο ύψους €2.000 περίπου. Για την επιστροφή μετοχών οι πελάτες θα πρέπει να ανοίξουν μερίδα να τις πουλήσουν και να δώσουν στην Τράπεζα τα χρήματα που θα λάβουν.
Για πρακτικούς σκοπούς η Τράπεζα είναι έτοιμη να καταβάλει τα χρήματα στο λογαριασμό που θα υποδείξετε μειωμένα στην αξία των μετοχών εάν επιθυμούν οι πελάτες να τις κρατήσουν, εάν όχι , η Τράπεζα μπορεί να καταβάλει το ανωτέρω ποσό αφού πουλήσουν τις μετοχές οι ενάγοντες και καταβάλουν στην Τράπεζα την αξία που έλαβαν από την πώληση.
Νοείται ότι μπορούμε να διευθετήσουμε και συνάντηση για να μελετήσουμε το σύνολο των ζητημάτων που προκύπτει από την εν λόγω Απόφαση.»(Τεκμήριο 18)
16. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η πιο πάνω εκδοχή ή/και ερμηνεία του Διατάγματος πόρρω απέχει από το διατακτικό της Απόφασης και φυσικά και από το Διάταγμα που είχε επιδοθεί την προηγούμενη μέρα στους Καθ’ ων η αίτηση με συγκεκριμένο αποδέκτη τον Διευθύνων Σύμβουλο της Τράπεζας. Στην απάντηση της, 18/02/2025, η δικηγόρος των Αιτητών τονίζει τόσο την κωλυσιεργία όσο και την άρνηση των Καθ’ ων η αίτηση να συμμορφωθούν με το Διάταγμα ως έχει και τους καλούν σε πλήρη συμμόρφωση εντός επτά ημερών άνευ της οποίας θα αναγκαστούν να προβούν στα κατάλληλα νόμιμα μέτρα. (Τεκμήριο 19). Η απάντηση των Καθ’ ων η αίτηση επαναλαμβάνει την εκδοχή της Απόφασης που θα ήθελαν να είχαν, δηλ. ότι θα καταβάλουν «το ποσό το οποίο οφείλουμε να καταβάλουμε μόλις επιστραφεί το ποσό από την πώληση των μετοχών, ως η Απόφαση προβλέπει.» (Τεκμήριο 20).
17. Σε μια τελευταία επικοινωνία σχετικά με τις μετοχές που πρέπει να επιστραφούν, η δικηγόρος των Αιτητών υπογραμμίζει ότι η Απόφαση δεν αναφέρεται σε πώληση αλλά σε επιστροφή μετοχών που οι Αιτητές είναι έτοιμοι να πράξουν «χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα» εφόσον η Τράπεζα τους υποδείξει την κατάλληλη διαδικασία. (Τεκμήριο 21). Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι τα ζητήματα που προκύπτουν από την μεθοδευμένη άρνηση των Καθ’ ων η αίτηση να συμμορφωθούν με την Απόφαση του δικαστηρίου και να εκτελέσουν το Διάταγμα δεν απαιτούν «διευκρίνισης δια ζώσης» (Τεκμήριο 22) αλλά πηγάζουν εξ ολοκλήρου από την ηθελημένη ανυπακοή προς την Απόφαση του Δικαστηρίου και την πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.
18. Και οι Αιτητές ζητούν όπως το σεβαστό δικαστήριο εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα και οιονδήποτε άλλο Διάταγμα και/ή Θεραπεία ήθελε θεωρήσει το Δικαστήριο δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις.
19. Ορκίζομαι την παρούσα εξ’ όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω προς υποστήριξη αιτήσεως για τιμωρία Καθ’ ων η αίτηση, λόγω παρακοής του δικαστικού Διατάγματος που εμπεριέχεται στην απόφαση ημερομηνίας 14/06/2024 στην αγωγή υπ’ αριθμό 4416 /2013. »
Η ένσταση
Οι εναγόμενοι αντέδρασαν στην επίδικη αίτηση καταχωρώντας ειδοποίηση περί πρόθεσης Ένστασης στις 19/3/2025, στην οποία καταγράφονται εννέα (9) λόγοι ένστασης. Οι λόγοι ένστασης είναι οι εξής:
« (α) Η παρούσα αίτηση είναι ανεπίτρεπτη και/ή αντίθετη και/ή κατά παράβαση των Διαδικαστικών Κανονισμών και της πρακτικής του Δικαστηρίου.
(β) Η αίτηση είναι νόμω και/ή ουσία αβάσιμη και αστήρικτη και/ή η αίτηση έχει συνταχθεί παράτυπα και/ή είναι ελαττωματική και/ή ανυπόστατη και/ή πάσχει από ουσιώδες ελάττωμα καθ’ ότι στην αίτηση και/ή στο αιτητικό αυτής δεν εξειδικεύεται η κατ’ ισχυρισμό παρακοή την οποία οι εναγόμενοι διέπραξαν και/ή σε τι συνίστατο αυτή και/ή πότε και/ή με ποιο τρόπο οι εναγόμενοι προέβησαν στην ισχυριζόμενη παρακοή.
(γ) Οι καθ’ ων η αίτηση σε ουδεμία παρακοή του Διατάγματος προέβησαν, ηθελημένη και/ή εσκεμμένη και/ή άλλως πως. Η συμπεριφορά και/ή πράξεις και/ή παραλείψεις των καθ’ ων η αίτηση δεν συνιστούν και/ή δεν καταδεικνύουν και/ή δεν αποδεικνύουν ηθελημένη παρακοή του επίδικου Διατάγματος και/ή αδιαφορία προς τις πρόνοιες αυτού και/ή εκ προθέσεως καταστρατήγηση των προνοιών αυτού.
(δ) Η παρούσα αίτηση είναι αβάσιμη και/ή αστήριχτη και/ή πρόωρη καθότι καταχωρίστηκε χωρίς να καταχωριστεί η οποιαδήποτε αίτηση για έκδοση διατάγματος εντάλματος παράδοσης σύμφωνα με τη Διαταγή 43Β και συνεπώς χωρίς να έχει ληφθεί το οποιονδήποτε μέτρο εκτέλεσης πριν την καταχώρηση της παρούσας.
(ε) Η παρούσα αίτηση καταχωρίστηκε καταχρηστικά και εκδικητικά καθότι οι δικηγόροι των 2 πλευρών βρίσκονταν σε προσπάθεια διαβούλευσης, ως δεικνύει και η αλληλογραφία μεταξύ των δικηγόρων των 2 πλευρών, αναφορικά με την εκτέλεση της επίδικης Απόφασης όταν αυτή καταχωρίστηκε.
(στ) Οι ενάγοντες παρέλειψαν και/ή αμέλησαν με τα όσα η επίδικη Απόφαση επέβαλλε σε αυτούς να πράξουν με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση οι εναγόμενοι να καταβάλουν το ποσό της απομείωσης στον ή στους επίδικους λογαριασμούς.
(ζ) Οι ενάγοντες / αιτητές παρέλειψαν και/ή αμέλησαν με τα όσα η επίδικη Απόφαση επέβαλλε σε αυτούς να πράξουν και ειδικότερα, παρέλειψαν να προσκομίσουν στους εναγόμενους/καθ’ ων η αίτηση τα απαραίτητα στοιχεία, ως τους είχαν δεόντως υποδειχθεί, ούτως ώστε να ανοιχτούν από τους τελευταίους οι 7 κοινοί λογαριασμοί, ως η Διαταγή του Δικαστηρίου.
(η) Οι ενάγοντες / αιτητές παρέλειψαν και/ή αμέλησαν με τα όσα η επίδικη Απόφαση επέβαλλε σε αυτούς να πράξουν και ειδικότερα, παρέλειψαν να επιστρέψουν τις μετοχές που είχαν δοθεί σε αυτούς σαν αντάλλαγμα του «κουρέματος», ως η Διαταγή του Δικαστηρίου.
(θ) Οι ενάγοντες απαιτούν την καταβολή ποσού που δεν ανταποκρίνεται στο ποσό της απομείωσης και στην καταβολή τόκου που δεν μπορεί να τεκμηριωθεί και/ή να στοιχειοθετηθεί με τον οποιονδήποτε τρόπο. Το ύψος του εν λόγω ποσού έχει αμφισβητηθεί από τους καθ’ ων η αίτηση, ως εμφαίνεται και από την Έφεση που έχει καταχωρηθεί από αυτούς. »
Η ένσταση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.42Α και Δ.48 Θ.1-6, 9 και 12, στον Περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 και επί των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Η ένσταση δε, υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Σωκράτη Κόκκινου, δικηγόρου στο γραφείο που εκπροσωπεί τους εναγόμενους, ο οποίος αναφέρει τα ακόλουθα:
« 1. Είμαι δικηγόρος στο γραφείο των κ.κ. Χρυσαφίνη και Πολυβίου που είναι οι δικηγόροι των εναγόμενων / καθ’ών η αίτηση και δεόντως εξουσιοδοτημένος από αυτούς να προβώ στην παρούσα Ένορκη Δήλωση.
2. Ανέγνωσα την αίτηση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει αυτή ημερ.6/3/25 στην παρούσα αγωγή και απορρίπτω στην ολότητά τους το περιεχόμενο αμφοτέρων, και ισχυρίζομαι τα κάτωθι εξ’ όσων κάλλιον γνωρίζω και πιστεύω.
3. Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντινομική και/η αβάσιμη καθότι δεν συγκεκριμενοποιείται αυτό το οποίο οι εναγόμενοι / καθ΄ ων η αίτηση αμέλησαν και/ή παρέλειψαν να πράξουν και ως εκ τούτου, δεν συγκεκριμενοποιείται ποιο μέρος του εκδοθέν Διατάγματος έχουν παρακούσει οι τελευταίοι.
Επιπλέον, δεν έχει ληφθεί το οποιονδήποτε μέτρο εκτέλεσης προτού καταχωρηθεί η επίδικη αίτηση. Από τη στιγμή που δεν έχει καταχωριστεί η οποιαδήποτε αίτηση για εκτέλεση εντάλματος παράδοσης σύμφωνα με τη Διαταγή 43Β, δεν νομιμοποιούνται οι ενάγοντες / αιτητές να έχουν καταχωρήσει και να προωθούν την επίδικη αίτηση αναφορικά με την παράλειψη των εναγομένων / καθ’ ων η αίτηση να εκτελέσουν την Απόφαση του Δικαστηρίου.
4. Σε απάντηση των όσων αναφέρονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ημερομηνίας 6/3/25, αναφέρω ότι είναι στο σύνολό τους ανεδαφικά και/ή ανυπόστατα και/ή ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Η Απόφαση του Δικαστηρίου διατάζει τους εναγόμενους να εκτελέσουν την οδηγία που είχε δοθεί στην Τράπεζα από τους ενάγοντες στις 6/3/13 και όπως καταστήσει τους ενάγοντες 3,4,5 και 6 σαν συνδικαιούχους στους συγκεκριμένους λογαριασμούς και ακολούθως να εφαρμόσει την οποία απομείωση οφείλει να εφαρμόσει σε αυτούς. Στη συνέχεια, τα ποσά τα οποία θα παραμείνουν μετά την απομείωση θα φέρουν τον τόκο, ως αυτός διατυπώνεται στην εν λόγω Απόφαση. Περαιτέρω, οι ενάγοντες 1 και 2 διατάζονται όπως επιστρέψουν τις μετοχές που τους έχουν παραχωρηθεί.
(α) Για να καταστεί εφικτό να ανοιχτούν οι κοινοί λογαριασμοί και να καταστούν οι ενάγοντες 3, 4, 5 και 6 ως συνδικαιούχοι στους συγκεκριμένους λογαριασμούς, οι ενάγοντες θα έπρεπε να προσκομίσουν τα στοιχεία τα οποία απαιτούνται για το άνοιγμα κοινών λογαριασμών φυσικών προσώπων και ειδικότερα, φυσικών προσώπων που διαμένουν στο εξωτερικό, ως εμφαίνεται από το Τεκμήριο 14 που αποτελεί email από αποστάλθηκε από τους δικηγόρους των εναγομένων προς την δικηγόρο των εναγόντων και που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την επίδικη αίτηση ημερομηνίας 6/3/25. Τα στοιχεία αυτά, τα οποία επιβάλλονται από το αρμόδιο Τμήμα Συμμόρφωσης των εναγομένων -σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου-, είναι απαραίτητα για το άνοιγμα λογαριασμών τέτοιας φύσης και χωρίς αυτά οι εν λόγω λογαριασμοί δεν μπορούν να ανοιχτούν. Τα εν λόγω στοιχεία ουδέποτε δόθηκαν από τους ενάγοντες και/ή την δικηγόρο αυτών στους εναγόμενους και/ή τους δικηγόρους αυτών.
(β) Επιπλέον, οι ενάγοντες 1 και 2 δεν έχουν επιστρέψει τις μετοχές που τους έχουν παραχωρηθεί σαν αποτέλεσμα της απομείωσης, ως υποχρέωση των τελευταίων -δυνάμει την εκδοθείσας Απόφασης- να πράξουν. Με email των δικηγόρων των εναγομένων ημερομηνίας 24/2/25 και 18/2/25 (Τεκμήρια 18 και 20), ως επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση των εναγόντων ημερομηνίας 6/3/25, υποδείχτηκε στην δικηγόρο των εναγόντων το ποσό τον μετοχών που βρίσκονται στην ιδιοκτησία των εναγόντων, η αξία αυτών καθώς και η αξία των μερισμάτων που έχουν λάβει και ότι με την επιστροφή αυτών θα κατατεθεί σε λογαριασμούς των εναγόντων το ποσό το οποίο οφείλουν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε αυτούς δυνάμει της Απόφασης, εφόσον τα απαραίτητα στοιχεία -που είχαν ήδη ζητηθεί- σε σχέση με το άνοιγμα των εν λόγω λογαριασμών δοθούν στους εναγόμενους.
Η διαδικασία επιστροφής των μετοχών μέσω ανοίγματος μερίδας στο ΧΑΚ και πώλησης αυτών, υποδείχτηκε στην δικηγόρο των εναγόντων, καθώς και η πραχτική επιλογή καταβολής του ποσού στους ενάγοντες, ως αυτό προκύπτει από την εκδοθείσα Απόφαση, μετά από την αφαίρεση του ποσού που ισοδυναμεί με την αξία των εν λόγω μετοχών.
Συνεπώς, τα όσα αναγράφονται στην ένορκη δήλωση των εναγομένων / αιτητών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι εναγόμενοι / καθ’ ων η αίτηση ουδέποτε αρνήθηκαν και/ή παρέλειψαν να συμμορφωθούν με την εκδοθείσα Απόφαση. Τουναντίον, η άρνηση των ίδιων των εναγόντων να προσκομίσουν τα απαραίτητα στοιχεία για το άνοιγμα των κοινών λογαριασμών και να επιστρέψουν τις μετοχές που τους δόθηκαν σαν αντάλλαγμα της απομείωσης, αποτελούν κώλυμα στην πλευρά των εναγομένων να συμμορφωθούν με τα όσα η εκδοθείσα Απόφαση επιβάλλει σε αυτούς. Η ξεκάθαρη άρνηση των εναγόντων αναφορικά με την από μέρους τους συμμόρφωση με τα όσα διατάζει η Απόφαση, δεν αναφέρεται σε οποιονδήποτε μέρος της αίτησης και/ή της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 6/3/25 και αυτό αποτελεί παραπλάνηση του Δικαστηρίου και διαστρέβλωση της πραγματικότητας και των προθέσεων των εναγομένων.
5. Επιπλέον, η θέση των εναγόντων / αιτητών, ως προβάλλεται μέσα από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση ημερομηνίας 6/3/25, ότι η παράλειψη των εναγομένων να συμμορφωθούν με την εκδοθείσα Απόφαση, εμφαίνεται μέσα από την καταχώρηση Έφεσης στις 22/7/24 και ειδικότερα, μέσα από τους Λόγους Έφεσης, αλλά και μέσα από την καταχώρηση αίτησης ημερομηνίας 22/7/24 για αναστολή της εκτέλεσης μέχρι της εκδίκασης της Έφεσης, είναι παντελώς ανεδαφική και ανυπόστατη και ουδόλως συνάδει με τα δικαιώματα των εναγομένων, ως αυτά διαφυλάσσονται μέσα από το Σύνταγμα αλλά και τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Το ότι οι εναγόμενοι διαφώνησαν με την εκδοθείσα Απόφαση και/ή με κάποια σημεία αυτής και ότι καταχώρησαν Έφεση εναντίον αυτής αλλά και αίτηση αναστολής, ήταν το δικαίωμά τους να πράξουν και ουδόλως φανερώνουν την οποιανδήποτε διάθεση και/ή απόφαση αυτών να μην συμμορφωθούν με την εν λόγω Απόφαση.
Ανεξάρτητα του ότι οι εναγόμενοι διαφωνούν με την εκδοθείσα Απόφαση, έχουν δηλώσει την ετοιμότητά τους να πράξουν όλα όσα η Απόφαση αναφέρει και τα οποία αφορούν τους εναγόμενους / καθ’ ων η αίτηση και έχουν επανειλημμένα ζητήσει τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς από την δικηγόρο των εναγόντων να συνεργαστεί προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Η πλευρά των εναγόντων αρνείται να συνεργαστεί με την πλευρά των εναγομένων / καθ’ ων η αίτηση και ούτε φαίνεται πρόθυμη να συνεργαστεί με τα όσα η εκδοθείσα Απόφαση επιβάλλει.
Αντιθέτως, η επίγνωση της υποχρέωσης των εναγομένων να συμμορφωθούν με την εκδοθείσα Απόφαση, διαφαίνεται ξεκάθαρα μέσα από την ανταλλαχθείσα αλληλογραφία μεταξύ των μερών, μέρος της οποίας οι ίδιοι οι ενάγοντες έχουν επισυνάψει στην παρούσα αίτηση, και συγκεκριμένα, μέσα από την προσπάθεια των εναγομένων να υποδείξουν στους ενάγοντες με ποιο τρόπο να ενεργήσουν οι ίδιοι με σκοπό να γίνει εφικτό να εκτελεστεί η εν λόγω Απόφαση από μέρους των εναγομένων, στην έκταση που αυτή αφορά τους τελευταίους.
6. Οι συνεχείς προσπάθειες των εναγομένων να λάβουν τα απαραίτητα στοιχεία ούτως ώστε να μπορέσουν να προχωρήσουν στο άνοιγμα των εν λόγω λογαριασμών αλλά και να εξασφαλίσουν τρόπο ώστε μετοχές των εναγόντων να επιστραφούν, ως η εν λόγω Απόφαση διέταξε, εμφαίνεται και μέσα από το αίτημα των δικηγόρων των εναγομένων στο να πραγματοποιηθεί συνάντηση με σκοπό να ξεκαθαρίσουν τα ζητήματα τα οποία εκκρεμούσαν. Email ημερομηνίας 26/2/25, το οποίο επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την επίδικη αίτηση ημερομηνίας 6/3/25 σαν Τεκμήριο 22, αποτελεί απόδειξη αυτού.
Στην πρόσκληση και επιθυμία των δικηγόρων των εναγομένων να συναντηθούν με την δικηγόρο των εναγόντων, η τελευταία ήταν μάλλον θετική, ως διατυπώνεται στην απάντηση της δικηγόρου των εναγόντων ημερομηνίας 28/2/25, η οποία επισυνάπτεται στην παρούσα ένσταση σαν Τεκμήριο. Το email ημερομηνίας 28/2/25 αναφέρει ρητά ότι η δικηγόρος των εναγόντων θα μετέφερε στους ενάγοντες την εισήγησή των δικηγόρων των εναγομένων για πραγματοποίηση συνάντησης και θα ανέμενε τις οδηγίες αυτών.
Η δικηγόρος των εναγόντων παρέλειψε να αναφερθεί μέσα στην αίτηση και ένορκη δήλωση στην πιο πάνω απάντησή της και επέλεξε να επισυνάψει στην ένορκη δήλωση μόνο το email ημερομηνίας 26/2/25. Στη συνέχεια, και ενώ η πλευρά των εναγομένων και οι δικηγόροι αυτών ανέμεναν μία απάντηση ή έστω μια ανταπόκριση στο αίτημα των δικηγόρων των εναγομένων, η δικηγόρος των εναγόντων προχώρησε με την καταχώρηση της παρούσας αίτησης και επιπλέον, στην επίδοση κλήσης στον Κύριο Πανίκο Νικολάου, Διευθύνων Σύμβουλο της εναγόμενης Τράπεζας. Σε τηλεφώνημα ενός εκ των δικηγόρων των εναγομένων, η Κυρία Μελεάγρου, δικηγόρος των εναγόντων, απλά απάντησε ότι οι ενάγοντες δεν επιθυμούσαν την οποιανδήποτε συνάντηση.
Το γεγονός ότι η δικηγόρος των εναγόντων ουδέποτε απάντησε στην πρόσκληση των δικηγόρων των εναγομένων και ούτε ενημέρωσε αυτούς σε σχέση με την απροθυμία των εναγόντων στο να πραγματοποιηθεί συνάντηση και προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης, υποδηλώνει την απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων από τους αντιδίκους αλλά και από το Δικαστήριο. Η στάση της δικηγόρου των εναγόντων δεν ήταν μόνο αντισυναδελφική αλλά και κακόπιστη απέναντι στο Δικαστήριο και στους Διαδικαστικούς Θεσμούς. Θα μπορούσε πολύ απλά να ενημερώσει τους δικηγόρους των εναγομένων ότι οι ενάγοντες δεν επιθυμούσαν την πραγματοποίηση συνάντησης, ώστε και οι δικηγόροι των εναγομένων να ήταν πιο προετοιμασμένοι για τις εξελίξεις που πιθανόν να λάμβαναν χώρα. Αντί αυτού, το απέκρυψε εσκεμμένα, όχι μόνο από τους δικηγόρους των εναγομένων, αλλά και από το ίδιο το Δικαστήριο.
7. Η θέση των εναγομένων / καθ’ ων η αίτηση είναι ότι πάντοτε ήταν και στο παρόν στάδιο είναι έτοιμοι να συμμορφωθούν με την εκδοθείσα Απόφαση. Οι εναγόμενοι είναι έτοιμοι να καταβάλουν το ποσό κατά το οποίο απομειώθηκαν οι λογαριασμοί των εναγόντων 1 και 2 στους λογαριασμούς που θα ανοιχτούν -εφόσον τα απαραίτητα στοιχεία προσκομιστούν- και το οποίο ποσό δεν είναι αυτό που αναφέρεται στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση ημερομηνίας 6/3/25. Το ποσό της απομείωσης, ως προκύπτει από τις σχετικές καταστάσεις απομείωσης (Τεκμήρια στην παρούσα ένσταση) είναι €85.730,35 σε σχέση με τον ενάγοντα 1 και €82.747,21 σε σχέση με την ενάγουσα 2, δηλαδή συνολικό ποσό €168.477,56. Θα ήταν παντελώς παράλογο, οι εναγόμενοι να καλούνται από τους ενάγοντες να καταβάλουν υψηλότερο ποσό από το ποσό της απομείωσης, ιδιαίτερα εφόσον η Απόφαση του Δικαστηρίου δεν αναφέρεται στο οποιονδήποτε ποσό αριθμητικά παρά στην εκτέλεση της δοθείσας εντολής.
Επιπλέον, οι μετοχές που πρέπει να επιστραφούν στους εναγόμενους και που σήμερα διατηρούν οι ενάγοντες 1 και 2 είναι 4.287 και 4.138, αντίστοιχα. Οι εναγόμενοι σημειώνουν ότι αν και η Απόφαση αναφέρεται στην επιστροφή του συνολικού αριθμού των μετοχών, οι ίδιοι είναι έτοιμοι να αποδεχτούν την επιστροφή τω πιο πάνω αναφερόμενων μετοχών, οι οποίες είναι λιγότερες σε αριθμό από αυτές που τους είχαν αρχικά δοθεί αλλά είναι αυτές τις οποίες κατέχουν σήμερα.
8. Για όλους τους πιο πάνω λόγους, είναι η θέση μας ότι η επίδικη αίτηση των εναγόντων είναι παντελώς ανεδαφική και/ή αντινομική και ή αστήριχτη και ότι καταχωρίστηκε παραπλανητικά και/ή πρόωρα κα/ή καταχρηστικά και/ή χωρίς να αποκαλύπτεται με καλή πίστη το σύνολο των γεγονότων και των εγγράφων στο Δικαστήριο.
9. Αντιθέτως, οι εναγόμενοι / καθ΄ ων η αίτηση, κατά πάντα ουσιώδη προς την παρούσα αγωγή χρόνο, ενήργησαν καλόπιστα, συναδελφικά και σύμφωνα με τον Νόμο, τους Διαδικαστικούς Κανονισμούς και τις Διαταγές του Δικαστηρίου.
10. Όλα τα πιο πάνω καταθέτω εξ’ όσων καλύτερα γνωρίζω, πιστεύω και πληροφορούμαι ως αληθή.
11. Για όλους τους πιο πάνω λόγους αιτούμαι όπως η αίτηση του των εναγόντων / αιτητών απορριφθεί με έξοδα υπέρ των εναγομένων /καθ’ ων η αίτηση. »
Η Ακρόαση της Αίτησης
Η ακρόαση της αίτησης έγινε με αγορεύσεις, στη βάση των όσων αναφέρονται πιο πάνω, χωρίς σημειώνω να ζητηθεί η αντεξέταση οιουδήποτε εκ των ενόρκως δηλούντων.
Επιχειρηματολογία των δύο πλευρών-Γραπτές αγορεύσεις
Οι θέσεις των δύο πλευρών, περιλαμβάνονται στις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων τους. Οι αγορεύσεις έχουν τύχει ενδελεχούς μελέτης από το Δικαστήριο. Δεν κρίνω όμως σκόπιμο να παραθέσω εδώ ό,τι οι συνήγοροι αναφέρουν με τις αγορεύσεις τους και θα αναφερθώ σε συγκεκριμένα σημεία των αγορεύσεων κατωτέρω, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Νομική πτυχή
Νομική βάση της αίτησης αποτελεί στην ουσία το άρθρο 42 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
Το άρθρο 42 του Ν. 14/60 προβλέπει ότι:
«Τηρουµένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισµού έκαστον δικαστήριον θα έχη εξουσίαν να εξαναγκάζη εις υπακοήν προς οιονδήποτε διάταγµα εκδοθέν υπ' αυτού, διατάττον ή απαγορεύον την εκτέλεσιν οιασδήποτε πράξεως, διά προστίµου ή φυλακίσεως ή µεσεγγυήσεως πραγµάτων. Και το δικαστήριον δύναται επιπροσθέτως να επιδικάση εις το πρόσωπον προς το συµφέρον του οποίου εξεδόθη το διάταγµα τοιούτον ποσόν υπό µορφήν αποζηµιώσεως, ως το δικαστήριον δύναται να θεωρήση πρέπον.
Νοείται ότι έκαστο δικαστήριο θα έχει εξουσία τιµωρίας για παρακοή ή και εξαναγκασµού σε υπακοή σ' οποιοδήποτε διάταγµά του στις περιπτώσεις που αφορούν διάδικο σε δικαστική διαδικασία αλλά και στις περιπτώσεις που αφορούν οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, νοουµένου ότι αυτό έλαβε γνώση του διατάγµατος και εν γνώσει του και ηθεληµένα παροτρύνει ή συνεργεί στη µη υπακοή διατάγµατος.»
Έχει εξηγηθεί στην Krasias Shoes Factory Ltd v. Adidas Sportschuhfabriken Adi Dassier KG (1989) 1(E) A.A.Δ. σελ. 750, ότι το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί το δικαιοδοτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η αίτηση εξαναγκασμού σε συμμόρφωση, ενώ η Δ.42Α των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών το δικονομικό πλαίσιο. Οι πρόνοιες της Δ.42Α συνιστούν τις δικονομικές διατάξεις που διέπουν και ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 42 του Ν.14/60.
Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει της ποινικής διαδικασίας όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι επιφέρει ανάλογες σοβαρές είτε οικονομικές κυρώσεις, υπό τύπο προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας, είτε ακόμη και στέρηση ελευθερίας με φυλάκιση, αλλά και διότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται. Είναι καλά θεμελιωμένο ότι η διαδικασία που ακολουθείται στα πλαίσια αίτησης παρακοής αποτελεί διαδικασία stricticimy uris, διαδικασία δηλαδή κατά την οποία όλα τα δικονομικά εχέγγυα και προϋποθέσεις θα πρέπει με αυστηρότητα και σχολαστικότητα να τηρούνται, απόρροια των δραστικότατων συνεπειών που μπορεί να έχει η κατάληξη μιας αίτησης παρακοής για τον καθ' ου η αίτηση. Πρέπει να σημειωθεί πως ο βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε αιτήσεις παρακοής δικαστικών διαταγμάτων είναι το ίδιο υψηλός όπως σε ποινική υπόθεση, δηλαδή πέραν από κάθε λογική αμφιβολία (βλ. Borrie & Lawe, The Law of Contempt, 3η εκδ., σελ.565-567, Halsbury's Laws of England, 5η εκδ, τόμος 22, παρα. 75, σελ.61).
Στην απόφαση In re Bramblevale Ltd (1970) Ch. 128, στην σελίδα 137, ο Λόρδος Denning ανέφερε τα ακόλουθα:
«A contempt of court is an offence of criminal character. A man may be sent to prison for it. It must be satisfactorily proved. To use the time - honoured phrase, it must be proved beyond all reasonable doubt. It is not proved by showing that, when the man asked about it, he told lies. There must be further evidence to incriminate him. Once some evidence is given, then his lies can be thrown into the scale against him. But there must be some other evidence.
.........................................................................................
Where there are two equally consistent possibilities open to the Court, it is not right to hold that the offence is proved beyond reasonable doubt.»
Στην δε απόφαση Berry Piling Systems Ltd v. Sheer Projects Ltd [2013] EWCH 347, λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά στην παράγραφο 25:
«[25] In Malgar Ltd v RE Leach (Engineering) Ltd (1999) EWHC 843 (Ch), [2000] FSR 393, the Vice-Chancellor on an application to bring contempt proceedings in relation to allegedly false statements in witness statements supported by a statement of truth said:
"It is, I think, necessary to make clear that Rules of Court cannot make substantive changes in the law of contempt. There is much case law describing in what circumstances a contempt of court is committed. There are civil contempts and there are criminal contempts and the line between the two is not always easy to draw. But the circumstances which may justify a finding of contempt are established by case law and set out in the text books on the subject. It is not open to Rules of Court to introduce a new category of contempt, and CPR 32.14 does not do that. It provides for the possibility of a person being prosecuted for contempt if he makes or causes to be made a false statement, etc, but it does not predict what the outcome of the prosecution will be. That is a matter which must be left to the general law . . . .
So what is the general law in this particular area? The general law of contempt is that actions done by an individual which interfere with the course of justice or which attempt to interfere with the course of justice are capable of constituting contempt of court. In order for the individual who has done acts which fall into that category to be liable for contempt, an appropriate state of mind of the individual must be shown. As to this the case law is not entirely clear and I am certainly not going to attempt to resolve it on this application. On one view it must be shown that the individual who is being prosecuted for this species of contempt intended to interfere with the course of justice. The other view is that it must be shown that the individual intended to do the acts in question, and that the acts interfere with the course of justice. I only mention that for the purpose of showing that there are difficulties which may arise if an attempt is made to commit for a contempt consisting of interference with the course of justice. The difficulty lies in knowing quite what mental state on the part of the accused has to be shown.»
(η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
Βλ. επίσης Savings and Inestment Bank Ltd v. Gasco (No 2) [1988] 1 All E.R. 975, Knight v. Clifton [1971] Ch 700, Benham v. UK (1996) 22 E.H.R.R. 293 και Arlidge, Eady & Smith on Contempt, 4η εκδ., παρ. 3-250, σελ. 226 επ. και παρ. 12-35, σελ. 1012.
Η αστική παρακοή κατά συνέπεια κρίνεται ως υπαρκτή μόνο εφόσον ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο στον αναμενόμενο βαθμό, υπερπηδώντας το βάρος απόδειξης που έχει, που είναι αυτό της βεβαιότητας ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Βλ. David Bean: Injunctions, 8η έκδ., (2004) σελ. 90 κ.ε. παρ. 6.18 και 6.19, όπου περιγράφεται και η όλη διαδικασία στη δικάσιμο. Γι' αυτό το λόγο η νομολογία έχει διαχρονικά και με συνέπεια ακολουθήσει τη γραμμή ότι «για να είναι δυνατή η τιμωρία ενός καθ' ου η αίτηση, τα διατάγματα θα πρέπει να εξειδικεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία ως προς το ποιες πράξεις απαγορεύονται και υπό ποία ιδιότητα» βλ. Yugos Finance κ.α. v Halebay Holdings Ltd, Πολ. Εφ. 180/90, ημερ. 08/03/2013. Η πράξη ή παράλειψη του καθ' ου για την οποία εκ των υστέρων ζητείται η τιμωρία του, πρέπει να εμπίπτει εντός των ρητών και αναμφισβήτητων προδιαγραφών που το λεκτικό του διατάγματος καταγράφει.
Άκρως διαφωτιστικό και καθοδηγητικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Δρόσος Μιχαηλίδης ν. Μαργαρίτα Μιχαηλίδου (2011) 1A AAΔ.356 (σελ.364 και επόμενες):
«Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει της ποινικής διαδικασίας όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι επιφέρει ανάλογες σοβαρές είτε οικονομικές κυρώσεις υπό τύπο προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας, είτε ακόμη και στέρηση ελευθερίας με φυλάκιση, αλλά και διότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται. (In re Bramblevale Ltd (1970) Ch. 18 και Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No 2)(1988) 1 All E.R. 975). Η αστική παρακοή κατά συνέπεια κρίνεται ως υπαρκτή μόνο εφόσον ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο στον αναμενόμενο βαθμό, υπερπηδώντας το βάρος απόδειξης που έχει που είναι αυτό της βεβαιότητας ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (δέστε και David Bean: Injunctions 8η έκδ. (2004) σελ. 90-1 παρ. 6.18 και 6.19, όπου περιγράφεται και η όλη διαδικασία στη δικάσιμο). Γι΄ αυτό το λόγο η νομολογία έχει διαχρονικά και με συνέπεια ακολουθήσει τη γραμμή ότι για να είναι δυνατή η τιμωρία ενός καθ΄ ου η αίτηση, τα διατάγματα θα πρέπει να εξειδικεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία ως προς το ποιες πράξεις απαγορεύονται και υπό ποία ιδιότητα. Η πράξη ή παράλειψη του καθ΄ ου για την οποία εκ των υστέρων ζητείται η τιμωρία του, πρέπει να εμπίπτει εντός των ρητών και αναμφισβήτητων προδιαγραφών που το λεκτικό του διατάγματος καταγράφει (δέστε τις υποθέσεις Iberian Trust Ltd v. Founders Trust and Investment Co Ltd (1932) All E.R. 176 [Repr.] και P.A. Thomas & Co and Others v. Mould and Others (1968) 1 All E.R. 963). Στο σύγγραμμα των Borris & Lowe: "The Law of Contempt" 2η έκδ., σελ. 395, αναφέρεται ότι:
«Thus although persons are under a duty to comply strictly with the terms of an injuction, the Courts will only punish a person for contempt upon adequate proof of the following points. First, it must be established that the terms of the injunction are clear and unambiquous; secondly it must be shown that the defendant has had proper notice of such terms; and thirdly, there must be clear proof that the terms have been broken by the defendant.»
Για να καταδειχθεί παρακοή, όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Λάζαρος Μαύρος ν. Θεόδωρου Στυλιανού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2389, πρέπει να ικανοποιείται τόσο η αντικειμενική υπόσταση («actus reus»), όσο και η υποκειμενική υπόσταση («mens rea») του αδικήματος της αστικής καταφρόνησης, όπως προδιαγράφεται στο άρθρο 42 του Νόμου 14/60. Στη δε υπόθεση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ. 309 λέχθηκε, με αναφορά στη Μουζούρης ν. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, ότι:
«.. για να στοιχειοθετηθεί η καταφρόνηση πρέπει να αποδειχθεί η ηθελημένη ανυπακοή του καθ΄ ου η αίτηση προς την απόφαση του δικαστηρίου, δηλαδή πρόθεση ανυπακοής προς το διάταγμα του δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα της ανυπακοής αφ΄ εαυτού δεν αρκεί• πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του δικαστηρίου.»
Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ΄ ου, εφόσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεως καταστρατήγηση των όρων του. (δέστε Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No. 2) (1897) Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η έκδ. σελ. 400-1).»
Στο σύγγραμμα Borrie & Lowe: "The Law of Contempt", 3η έκδ., σελ. 568, σε σχέση με παρακοή θετικής υποχρέωσης, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«So far as disobedience to a positive order is concerned it has been held that it is the duty of the defendants to find out the proper means of obeying the order and although it may be a defence to show that compliance with the order was impossible, the burden of proving such impossibility is upon the defendants.»
Εκείνο που θα οφείλει να καταδείξει ο αιτητής ώστε να προκύψει εύρημα για περιφρόνηση εκ μέρους του καθ ου η αίτηση είναι ότι θα πρέπει να προκύπτει μια ηθελημένη και εκ προθέσεως συμπεριφορά καταστρατήγησης του διατάγματος. Στην υπόθεση Attorney General for Tuvalu and Another v. Philatelic Distributors Corporation Ltd and others (1990) W.L.R. 926, υποδείχτηκε ότι επί αστικής περιφρόνησης η διαδικασία είναι οιονεί ποινική και απαιτείται όπως η παρακοή αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η υπόθεση αφορούσε διευθυντή εταιρείας, με βάση την αγγλική O.45 r.5 και υπεδείχθη ότι ο καθ ου η αίτηση διευθυντής θα πρέπει να είναι ένοχος μιας υπαίτιας συμπεριφοράς και ότι η απλή απραξία (inactivity) δεν είναι αρκετή (sufficient). Να προστεθεί επίσης ότι στην υπόθεση αυτή υπεδείχθη ότι στην αίτηση παρακοής θα πρέπει να καταγράφονται επαρκείς λεπτομέρειες του τι έπραξε, ή δεν έπραξε, ή τι θα έπρεπε να πράξει ο καθ’ ου η αίτηση, δεδομένης ακριβώς και της φύσης της διαδικασίας, λαμβανομένου υπόψη και του ιστορικού της υπόθεσης.
Το βάρος είναι στον αιτητή, που επέχει θέση κατηγόρου, να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία της παρακοής του διατάγματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Ως λέχθηκε στην Παπαχρυσοστόμου (ανωτέρω):
«Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και το μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στη τιμωρία του παραβάτη. Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»
Δεδομένου ότι πρόκειται για οιονεί ποινική διαδικασία, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αίτησης για καταφρόνηση δικαστικού διατάγματος, η οποία προσλαμβάνει το χαρακτήρα ποινικής κατηγορίας, είναι αναγκαία η απόδειξη των ακόλουθων προϋποθέσεων - συστατικών στοιχείων, με το υψηλό επίπεδο απόδειξης, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Πρώτο, η έκδοση του διατάγματος.
Δεύτερο, η αναγκαία οπισθογράφηση του διατάγματος από τον Πρωτοκολλητή, σύμφωνα με τη Δ.42Α Θ.1.
Τρίτο, η επίδοση του διατάγματος προσωπικά στον καθ' ου η αίτηση, σύμφωνα με τη Δ.42Α Θ.2.
Τέταρτο, η επίδοση της αίτησης παρακοής, προσωπικά και πάλιν στον καθ' ου η αίτηση. Και,
Πέμπτο, ηθελημένη ανυπακοή ή πρόθεση ανυπακοής ή καταστρατήγησης του διατάγματος εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση.
Σχετικά βλέπε και τη Μαυρονικόλα ν. Ξάνθου (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 293, από την οποία και το απόσπασμα που ακολουθεί:
« Από την ιδία τη φύση της διαδικασίας παρακοής ως οιονεί ποινικής, (βλ. Ηalin v. Timur (2005) 1(Α) A.A.Δ.424), αναφύεται η ανάγκη πλήρους και αποτελεσματικής διαπίστωσης ύπαρξης των πιο κάτω προϋποθέσεων, επί ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, (Μακρίδης (1991) 1 Α.Α.Δ. 401):
α. Ύπαρξη διατάγματος.
β. Ύπαρξη αναγκαίας οπισθογράφησης.
γ. Προσωπική επίδοση του διατάγματος.
δ. Προσωπική επίδοση της αιτήσεως παρακοής.
Σχετική επί του θέματος της ικανοποίησης των προϋποθέσεων για απόδειξη παρακοής είναι η υπόθεση Ονουφρίου v. Βye (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 371.»
Εξέταση της Αίτησης
Έχω μελετήσει πολύ προσεκτικά την αίτηση και την ένσταση που έχουν καταχωριστεί, καθώς επίσης, επαναλαμβάνω, τις αγορεύσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί πως είναι παραδεκτό ότι στις 14/6/2024, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας εξέδωσε την απόφαση που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας (βλ. Τεκμήριο 1 στην αίτηση). Με βάση την εν λόγω απόφαση διατάσσονταν οι εναγόμενοι όπως εκτελέσουν συγκεκριμένη οδηγία που τους δόθηκε και όπως καταστήσουν τους ενάγοντες 3-6 συνδικαιούχους σε συγκεκριμένους λογαριασμούς των εναγόντων 1 και 2 και ακολούθως να εφαρμόσουν την όποια απομείωση σύμφωνα με το Ν.17(Ι)/2013. Τα ποσά που θα παρέμεναν θα έφεραν νόμιμο τόκο από 15/3/2013 μέχρι 14/6/2024. Επίσης, οι ενάγοντες 1 και 2 θα έπρεπε να επιστρέψουν τις μετοχές που τους έχουν παραχωρηθεί σύμφωνα με τα Τεκμήρια 6 και 7.
Αποτελεί επίσης διαπίστωση μου πως παρέμεινε αδιαμφησβήτητο ότι το διάταγμα του Δικαστηρίου συντάχθηκε στις 27/1/2025 και αυτό φέρει την αναγκαία οπισθογράφηση (βλ. Τεκμήριο 4 στην αίτηση), αλλά και ότι αυτό επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 3/2/2025 (βλ. Τεκμήριο 5 στην αίτηση). Ως προκύπτει επίσης η αίτηση επιδόθηκε στους εναγόμενους, οι οποίοι εμφανίστηκαν κατά την πρώτη δικάσιμο (28/3/2025) με το δικηγόρο τους και δήλωσαν ότι ήδη καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Επισημαίνεται ότι η επίδοση της αίτησης γίνεται παραδεκτή και από τον Κόκκινο στην τρίτη υποπαράγραφο της παραγράφου 6 της ένορκης του δήλωσης, όπου ακριβώς αναφέρεται στην καταχώρηση της αίτησης και στην επίδοση κλήσης στον διευθύνοντα σύμβουλο των εναγόμενων, ο οποίος να σημειωθεί ότι ήταν παρών κατά την πρώτη δικάσιμο, μαζί με άλλους λειτουργούς των εναγόμενων.
Εν πάση περιπτώσει, ως προκύπτει από τα όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση Κόκκινου αλλά και στην αγόρευση της συνηγόρου των εναγόμενων, δεν αμφισβητείται από τους τελευταίους ότι πληρούνται οι προυποθέσεις στις οποίες αναφέρεται η υπόθεση Μαυρονικόλα ανωτέρω. Ό,τι ισχυρίζονται οι εναγόμενοι εν τέλει, με βάση και την αγόρευση τους, είναι ουσιαστικά πως οι ενάγοντες δεν συγκεκριμενοποιούν ποιο μέρος του διατάγματος έχουν παρακούσει, ότι δεν έχει ληφθεί προηγουμένως άλλο μέτρο εκτέλεσης και ότι σε κάθε περίπτωση τα όσα αναφέρουν οι ενάγοντες δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ουδέποτε υπήρξε άρνηση των εναγόμενων να συμμορφωθούν με την απόφαση και δεν υπάρχει ηθελημένη παρακοή.
Ξεκινώντας από τη θέση των εναγόμενων περί μη συγκεκριμενοποίησης του μέρους του διατάγματος που έχουν παρακούσει οι ενάγοντες, σημειώνω πως αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο. Το διάταγμα του Δικαστηρίου με το συγκεκριμένο περιεχόμενο έχει παρατεθεί σε άλλο σημείο ανωτέρω, με αυτό ορίζεται ευκρινώς τι θα πρέπει να πράξουν οι εναγόμενοι και είναι σαφές ότι οι ενάγοντες ζητούν την εφαρμογή του ως έχει.
Περιπλέον, απορρίπτεται και η θέση περί μη λήψης άλλου μέτρου εκτέλεσης πριν την καταχώρηση της αίτησης παρακοής, στο βαθμό που με τη συγκεκριμένη θέση υπονοείται ότι αποτελεί προυπόθεση η λήψη τέτοιου μέτρου πριν την καταχώρηση αίτησης παρακοής. Από πουθενά όμως δεν προκύπτει ότι για να προχωρήσει κάποιος με αίτηση παρακοής θα πρέπει προηγουμένως να λάβει άλλα μέτρα εκτέλεσης ή και ότι θα πρέπει να καταχωριστεί αίτηση για εκτέλεση εντάλματος παράδοσης σύμφωνα με τη Δ.43Β. Ούτε έχει παραπέμψει η πλευρά των εναγόμενων σε κάποιο σύγγραμμα ή νομολογία που να υποστηρίζει τη θέση της.
Με αυτά υπόψη, έρχομαι στην ουσία του πράγματος. Ως προκύπτει από τα όσα αναφέρουν οι δύο πλευρές, αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ τους ότι μέχρι και σήμερα οι εναγόμενοι δεν έχουν συμμορφωθεί με το διάταγμα. Η διαφωνία των δύο πλευρών έγκειται στο κατά πόσο η εν λόγω παράλειψη συμμόρφωσης είναι ηθελημένη. Οι ενάγοντες ομιλούν για συνειδητή και ηθελημένη παρακοή του διατάγματος του Δικαστηρίου, ενώ οι εναγόμενοι σημειώνουν την διάθεση και την προσπάθεια τους να εκτελέσουν ορθά την απόφαση, κάτι που δεν κατέστη δυνατό συνεπεία της συμπεριφοράς των εναγόντων και εισηγούνται πως ένεκα τούτου δεν έχει αποδειχθεί ηθελημένη παρακοή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ευθέως αναφέρω πως δεν μπορεί βεβαίως να αποδοθεί πρόθεση μη συμμόρφωσης στους εναγόμενους επειδή άσκησαν το δικαίωμα τους να καταχωρήσουν έφεση, αμφισβητώντας συγκεκριμένη πτυχή της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου. Ούτε, όμως, η καταχώρηση στη συνέχεια αίτησης αναστολής της εκτέλεσης της απόφασης μέχρι να εκδικαστεί η έφεση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα. Πρόκειται για δικονομικά διαβήματα στα οποία είχαν δικαίωμα να προβούν και δεν μπορεί η άσκηση τους να θεωρηθεί ως πρόθεση μη συμμόρφωσης με το διάταγμα.
Ως προς τα ηλεκτρονικά μηνύματα, τα οποία σύμφωνα με την εισήγηση των εναγόντων καταδεικνύουν πρόθεση καταστρατήγησης της απόφασης ή και του διατάγματος του Δικαστηρίου, θεωρώ ορθό στο σημείο αυτό να παραθέσω συνοπτικά το περιεχόμενο τους προς ευχερέστερη κατανόηση του σκεπτικού του Δικαστηρίου και της κατάληξης του στη συνέχεια.
- Στις 5/7/2024 η δικηγόρος των εναγόντων ζήτησε από τη δικηγόρο των εναγόμενων συμμόρφωση με την απόφαση, αναφέροντας ότι αν αυτό δεν γίνει μέχρι 28/7/2025, τότε θα ληφθούν μέτρα εκτέλεσης (βλ. Τεκμήριο 11). Τα ίδια περίπου επανέλαβε η συνήγορος των εναγόντων και σε νέο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 9/1/2025, δίνοντας προθεσμία μέχρι 30/1/2025 (βλ. Τεκμήριο 12).
- Στις 13/1/2025 η δικηγόρος των εναγόντων, απευθυνόμενη και πάλιν στη δικηγόρο εναγόμενων και αφου την ευχαριστεί για την τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν νωρίτερα, αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου καθώς επίσης στις ενέργειες της μέσω του ΧΑΚ και της Τράπεζας προκειμένου να διευκρινιστεί η διαδικασία επιστροφής των μετοχών από τους πελάτες της, όπως προνοείται στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. Τεκμήριο 13).
- Η δικηγόρος των εναγόμενων με ηλεκτρονικό της μήνυμα ημερ. 15/1/2025 προς τη δικηγόρο των εναγόντων, σημειώνει πως για να συμμορφωθεί η Τράπεζα με την απόφαση θα πρέπει να συμπληρωθεί συγκεκριμένο έγγραφο που επισυνάπτεται και το οποίο συμπληρώνεται από φυσικά πρόσωπα για το άνοιγμα κοινών λογαριασμών. Επίσης γίνεται περιγραφή της διαδικασίας για άνοιγμα κοινών λογαριασμών σε άτομα που διαμένουν στο εξωτερικό και των απαιτούμενων εγγράφων, καταλήγοντας ότι μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία η τράπεζα θα προχωρήσει με την κατάθεση του ποσού που έχει απομειωθεί μαζί με τον σχετικό τόκο (βλ. Τεκμήριο 14).
- Στις 16/1/2025 και στις 31/1/2025 η δικηγόρος των εναγόντων επικοινώνησε με την Τράπεζα, ζητώντας οδηγίες για την επιστροφή των μετοχών (βλ. Τεκμήρια 15 και 16). Η Τράπεζα ανταποκρίθηκε στα πιο πάνω μηνύματα στις 4/2/2025 και παρέπεμψε την συνήγορο στους εξωτερικούς τους δικηγόρους, ήτοι στους δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση, για λήψη απάντησης. Την ίδια μέρα δε η συνήγορος των εναγόντων απάντησε στην Τράπεζα ότι απευθύνθηκε κοντά τους, επειδή την παρέπεμψε το ΧΑΚ (βλ. Τεκμήριο 17).
- Η συνήγορος των εναγόμενων με ηλεκτρονικό της μήνυμα ημερ. 4/2/2025 προς τη δικηγόρο των εναγόντων, σημειώνει την ετοιμότητα της Τράπεζας να συμμορφωθεί με το διάταγμα και επαναλαμβάνει ότι θα πρέπει να αποσταλούν τα στοιχεία που τους έχουν αναφέρει ήδη και ότι οι ενάγοντες 1 και 2 θα πρέπει να επιστρέψουν τις μετοχές που τους έχουν παραχωρηθεί με βάση τα τεκμήρια 6 και 7 δηλαδή 85.730 και 82.747 (με σημείωση ότι σήμερα κατέχουν 4.287 και 4.138). Αναφέρεται επίσης ότι για την επιστροφή των μετοχών «θα πρέπει να ανοίξουν μερίδα να τις πουλήσουν και να δώσουν στην Τράπεζα τα χρήματα που θα λάβουν», ενώ σημειώνεται περαιτέρω ότι για πρακτικούς σκοπούς η Τράπεζα είναι έτοιμη να καταβάλει τα χρήματα στο λογαριασμό που θα υποδειχθεί, μειωμένα στην αξία των μετοχών εάν επιθυμούν οι ενάγοντες 1 και 2 να τις κρατήσουν. Εν τέλει υπάρχει και εισήγηση για συνάντηση προς συζήτηση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την απόφαση (βλ. Τεκμήριο 18).
- Η συνήγορος των εναγόντων με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ.18/2/2025 προς τη δικηγόρο των εναγόμενων, αναφέρει ότι τους καλούν για ακόμη μια φορά να συμμορφωθούν και σε αντίθετη περίπτωση θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα (βλ. Τεκμήριο 19). Την ίδια μέρα δε η δικηγόρος των εναγόμενων, σε απαντητικό της μήνυμα σημειώνει ότι, όπως τους έχουν ενημερώσει με email ημερομηνίας 4/2/2025 είναι έτοιμοι να καταβάλουν το ποσό που οφείλουν μόλις επιστραφεί το ποσό από την πώληση των μετοχών, ως η απόφαση προβλέπει (βλ. Τεκμήριο 20).
- Η συνήγορος των εναγόντων επανήλθε με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 25/2/2025, διευκρινίζοντας πως τόσο η απόφαση όσο και το διάταγμα που έχει επιδοθεί στους εναγόμενους, αναφέρονται σε επιστροφή μετοχών και όχι σε πώληση «που κατά εσάς πρέπει να συμπληρωθεί προτού συμμορφωθεί η εναγόμενη Τράπεζα με το διάταγμα.» Επιπλέον σημειώνει πως οι ενάγοντες δεν έχουν στην κατοχή τους 4.287 και 4.138 μετοχές και ότι εν πάση περιπτώσει η θέση των εναγόντων είναι πως είναι έτοιμοι να «επιστρέψουν» τις μετοχές τους χωρίς χρηματικό αντάλλαγμα και καλούν την Τράπεζα να τους ενημερώσει σχετικά με τη διαδικασία (Τεκμήριο 21).
- Το τελευταίο ηλεκτρονικό μήνυμα που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση (Τεκμήριο 22) στάλθηκε από τη δικηγόρο των εναγόμενων στις 26/2/2025 και με αυτό εισηγείται στη δικηγόρο των εναγόντων συνάντηση εφόσον υπάρχουν διάφορα ζητήματα που είναι ευκολότερο να διευκρινιστούν δια ζώσης, παρά με την ανταλλαγή επιστολών.
Ως προκύπτει βεβαίως από τη μαρτυρία του Κόκκινου και δεν έχει αμφισβητηθεί, η ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων δεν σταμάτησε στο Τεκμήριο 22 πιο πάνω, αφου η δικηγόρος των εναγόντων απάντησε στο εν λόγω μήνυμα στις 28/2/2025, λέγοντας ότι έχει μεταφέρει στους ενάγοντες την εισήγηση για συνάντηση και αναμένει τις οδηγίες τους (βλ. το πρώτο τεκμήριο της ένστασης). Παρέμεινε επίσης αδιαμφησβήτητο ότι η δικηγόρος των εναγόντων δεν επανήλθε ποτέ μετά το τελευταίο της μήνυμα και πως η αμέσως επόμενη ενέργεια από την πλευρά των εναγόντων ήταν η καταχώρηση της επίδικης αίτησης. Ως προς το γιατί τώρα ο ενάγοντας 3 απέκρυψε το τελευταίο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ.28/2/2025, είναι γεγονός πως δεν έχει δοθεί κάποια εξήγηση από την πλευρά των εναγόντων, ούτε όμως δόθηκε κάποια εξήγηση ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λήφθηκε η απόφαση να καταχωρηθεί η επίδικη αίτηση αντί να πραγματοποιηθεί η συνάντηση που εισηγήθηκε η πλευρά των εναγόντων.
Εν πάση περιπτώσει, με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω και έχοντας ενδιατρίψει με προσοχή στο σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιον μου, αναφέρω πως δεν έχω πεισθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι εν προκειμένω οι εναγόμενοι έχουν προβεί σε ηθελημένη παρακοή του διατάγματος. Αντίθετα θεωρώ πως από το περιεχόμενο της αλληλογραφίας προκύπτει η προσπάθεια τους να συμμορφωθούν. Επισημαίνεται ότι οι ενάγοντες δεν έχουν αποστείλει τα στοιχεία και έγγραφα που ζητήθηκαν προς το σκοπό ανοίγματος κοινών λογαριασμών φυσικών προσώπων που διαμένουν στο εξωτερικό, όπως απαιτείται από τη νομοθεσία και τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας – γεγονός που αναφέρει ο Κόκκινος χωρίς να αμφισβητηθεί. Επίσης, οι ενάγοντες 1 και 2 δεν έχουν επιστρέψει ούτε τις μετοχές που διατάχθηκαν να επιστρέψουν με βάση την ίδια απόφαση.
Δεν διαλανθάνει την προσοχή μου βεβαίως ότι η δικηγόρος των εναγόντων προέβη σε ενέργειες για να πληροφορηθεί τη διαδικασία επιστροφής των μετοχών, ούτε ότι σε κάποια στιγμή η δικηγόρος των εναγόμενων επισημαίνει ότι οι ενάγοντες 1 και 2 κατέχουν 4.287 και 4.138 μετοχές (βλ. Τεκμήριο 18), ενώ η δικηγόρος των εναγόντων υποστηρίζει πως δεν κατέχουν τέτοιο αριθμό μετοχών (βλ. Τεκμήριο 21). Ωστόσο η ουσία έγκειται στο ότι, την ίδια στιγμή που οι ενάγοντες κατηγορούν τους εναγόμενους για παρακοή διατάγματος, οι ενάγοντες 1 και 2 δεν έχουν συμμορφωθεί με το σκέλος της απόφασης που τους υποχρέωνε να επιστρέψουν τις μετοχές, έστω και στον μικρότερο αριθμό που οι ίδιοι παραδέχονται ότι κατέχουν. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως η αίτηση καταχωρήθηκε στις 6/3/2025, ενώ μόλις λίγες μέρες νωρίτερα, στις 25/2/2025, οι ίδιοι καλούσαν τους εναγόμενους να τους ενημερώσουν σχετικά με τη διαδικασία επιστροφής των μετοχών (βλ. Τεκμήριο 21).
Όσον αφορά το ηλεκτρονικό μήνυμα της δικηγόρου των εναγόμενων ημερ.4/2/2025 (Τεκμήριο 18) και τη θέση των εναγόντων πως το περιεχόμενο του «πόρρω απέχει από το διατακτικό της Απόφασης», σημειώνω τα εξής.
Στο εν λόγω μήνυμα η δικηγόρος επαναλαμβάνει την ανάγκη αποστολής των ζητηθέντων στοιχείων για το άνοιγμα των λογαριασμών, ώστε να πιστωθούν τα χρήματα που έχουν κουρευτεί μαζί με τον τόκο από 15/3/2013 μέχρι 14/6/2024 (γίνεται αναφορά στο ποσό των €168.477, το οποίο ως προκύπτει από την απόφαση ήταν πράγματι το ποσό της απομείωσης/κουρέματος με βάση τη θέση των εναγόντων και τα ευρήματα του Δικαστηρίου, πλέον ποσό €63.179 που αντιστοιχεί στον τόκο επί του εν λόγω ποσού). Ακολούθως γίνεται αναφορά στην επιστροφή των μετοχών και προτείνονται εναλλακτικοί τρόποι επίλυσης του ζητήματος, ενώ επισημαίνεται και η λήψη μερίσματος ύψους €2.000 που δεν έχει αναφερθεί από το Δικαστήριο (στην απόφαση του). Από τα πιο πάνω κατ’ αρχάς προκύπτει ότι οι εναγόμενοι αναγνωρίζουν την υποχρέωση επιστροφής του ποσού του κουρέματος/απομείωσης. Το γεγονός δε ότι η δικηγόρος πρότεινε εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης του ζητήματος με τις μετοχές ή αναφέρθηκε στο μέρισμα, δεν συνιστά ούτε μπορεί να εκληφθεί ως προσπάθεια μη συμμόρφωσης προς το διάταγμα.
Αναφορικά με το θέμα του τόκου, πράγματι η απόφαση διέταξε τον τοκισμό των ποσών που θα παραμείνουν στους λογαριασμούς μετά την απομείωση, και όχι του ποσού της απομείωσης. Οι εναγόμενοι έχουν αμφισβητήσει το μέρος αυτό της απόφασης με σχετικό λόγο έφεσης (βλ. λόγο έφεσης αρ. 8 – Τεκμήριο 6), όμως είναι σαφές ότι από τη στιγμή που απορρίφθηκε η αίτηση των εναγόμενων για αναστολή της απόφασης και μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, η απόφαση παραμένει σε πλήρη ισχύ. Ωστόσο, κατά την κρίση μου, η αναφορά της δικηγόρου των εναγόμενων, η οποία αντικατοπτρίζει ουσιαστικά τη θέση που προβάλλεται στην έφεση, δεν αρκεί από μόνη της για να καταδείξει πρόθεση μη συμμόρφωσης ή καταστρατήγησης του διατάγματος, δεδομένης της μη εκπλήρωσης από πλευράς των εναγόντων των δικών τους υποχρεώσεων ώστε να καταστεί εφικτή η εφαρμογή της πρακτικής και πολιτικής της Τράπεζας αναφορικά με το άνοιγμα των κοινών λογαριασμών φυσικών προσώπων που διαμένουν στο εξωτερικό, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στη νομοθεσία και τις οδηγίες της Κεντρικής Τράπεζας. Ενώ περαιτέρω οι ενάγοντες 1 και 2 δεν επέστρεψαν τις μετοχές, σύμφωνα με την απόφαση.
Το ζήτημα βεβαίως της εκ προθέσεως παρακοής διατάγματος δεν δύναται, στην παρούσα υπόθεση, να κριθεί κατ’ απομόνωση μίας αναφοράς της συνηγόρου των εναγομένων στο εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα.
Εν κατακλείδι, αποτελεί συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως εν προκειμένω δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ηθελημένη και εκ προθέσεως συμπεριφορά καταστρατήγησης του διατάγματος από μέρους των εναγόμενων.
Κατάληξη
Ενόψει των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω, η αίτηση των εναγόντων απορρίπτεται.
Τα έξοδα της αίτησης €6.000.-, ως έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των δύο πλευρών, επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων-καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των εναγόντων 1-6-αιτητών.
(Υπ.) …………………………………..
Μ. Παπαθανασίου, Α.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο