ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Δ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 7357/12
Μεταξύ:-
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Ενάγοντα
-και-
N CIVIL CONSTRUCTION LTD
Εναγομένης
Ημερομηνία: 07 Νοεμβρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα: κα Σιακαλλή
Για την Εναγόμενη: κ. Αδαμίδης
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η απαίτηση ως περιορίστηκε
Ανεξαρτήτως των δικογραφημένων θέσεων του Ενάγοντα, στην Έκθεση Απαίτησης, και των υπερασπιστικών γραμμών που προβάλλονται από την Εναγόμενη, στην Υπεράσπισή της, τα υπό αμφισβήτηση επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής έχουν περιοριστεί σε ένα, στην βάση σχετικών δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων, που έγιναν, ακριβώς πριν και αμέσως μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, και ειδικότερα στις 18.09.2023 (προ της έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας) και στις 05.10.2023 (μετά την περάτωση της μαρτυρίας του Μ.Ε.1).
Πιο συγκεκριμένα, στις 18 Σεπτεμβρίου 2023, και κατόπιν δήλωσης της συνήγορού του Ενάγοντα περί εγκατάλειψης συγκεκριμένων θεραπειών που επιζητούνται στην Έκθεση Απαίτησης, καθώς επίσης και περί περιορισμού της χρηματικής απαίτησης του τελευταίου σε σχέση με τις επικαλούμενες από αυτόν κακοτεχνίες της Εναγόμενης, ο συνήγορος της τελευταίας προέβη στην εξής δήλωση: «Κύριε Πρόεδρε, όπως θα προσέξατε από την υπεράσπιση μας, και παρά τις όποιες εκεί γενικές αναφορές μας, εμείς δεν σκοπεύουμε να αμφισβητήσουμε, όχι γιατί δεχόμαστε τους ισχυρισμούς αλλά για τους λόγους που θα εξηγήσω, τις οποίες επικαλούμενες από πλευράς εναγόντων κακοτεχνίες. Ο λόγος γιατί κατ’ εμάς τον Νοέμβριο του 2010 επήλθε νέα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται η υπεράσπιση Novation, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κατ’ εμάς ο ενάγοντας να επικαλείται τους όρους της αρχικής συμφωνίας. Είναι δε η θέση μας ότι εμείς, η πλευρά μας πλήρωσε όλους τους όρους και υποχρεώσεις της νέας αυτής συμφωνίας με αποτέλεσμα να πρέπει να απορριφθεί η αγωγή». Στη βάση δε των σχετικών, αυτών, δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων, η συνήγορος του Ενάγοντα ζήτησε αναβολή ώστε να μεταβάλει τις ήδη ετοιμασθείσες γραπτές δηλώσεις των μαρτύρων του Ενάγοντα, ώστε να καταπιάνονται μόνο με τα υπό αμφισβήτηση επίδικα γεγονότα.
Στις 04.10.2023, άρχισε και περατώθηκε η μαρτυρία του Μ.Ε.1 και η υπόθεση ήταν ήδη ορισμένη για συνέχιση στις 05.10.2023. Κατ' εκείνη την μέρα, ο συνήγορος της Εναγόμενης προέβη στην εξής δήλωση: «Κύριε Πρόεδρε, έχουμε καταλήξει με την άλλη πλευρά. Δηλώνουμε ότι στην περίπτωση που η αγωγή αυτή πετύχει στην βάση των νομικών βάσεων που εδράζεται εναντίον της εναγόμενης εταιρείας, τότε το ποσό που θα δικαιούται ο ενάγοντας, τόσο ως γενικές και ως ειδικές, ανέρχεται στο ποσό των €100.000, πλέον νόμιμο τόκο επί του ποσού από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής. Κατά συνέπεια, το μόνο που παραμένει να εξεταστεί ως επίδικο υπό αμφισβήτηση ζήτημα, είναι το κατά πόσο τυγχάνει εφαρμογής η υπεράσπιση της νέας συμφωνίας (novation), που προβάλλεται μέσω της υπεράσπισης μας, και δη κατά πόσο σε μεταγενέστερο, των παραπόνων του ενάγοντα για κακοτεχνίες χρόνο, επήλθε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων η οποία επαναπροσδιορίζει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις εκάστου σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής.».
Στη δήλωση αυτή του συνηγόρου της Εναγόμενης, η συνήγορος του Ενάγοντα ανέφερε: «Συμφωνώ κύριε Πρόεδρε. Να πω απλά, στη βάση του δεδομένου αυτού, θα πρέπει η υπόθεση να οριστεί σε νέα ημερομηνία, όχι γιατί αδυνατώ σήμερα να παρουσιάσω μάρτυρα για να συνεχίσουμε, γιατί έχει ετοιμαστεί από πλευράς του ενάγοντα 74σέλιδη γραπτή δήλωση, η οποία ως επί το πλείστο αφορά τα ζητήματα των κακοτεχνιών και γενικότερα της ανάγκης επιδιόρθωσης κάποιων, χρήματα που καταβλήθηκαν για το σκοπό αυτό, χρήματα που πρέπει να καταβληθούν για να επιδιορθωθούν κάποια, αλλά και ανάδειξη εκείνων των προβλημάτων που δυστυχώς δεν μπορούν να διορθωθούν με αποτέλεσμα να επιτρέπουν την επιδίκαση σχετικών αποζημιώσεων. Εισήγηση μου είναι να οριστεί σε νέα ημερομηνία, να μεταβληθεί η γραπτή δήλωση του ενάγοντα εις τρόπο που να αφορά μόνο στα υπό αμφισβήτηση ζητήματα που αναφέρθηκε ο κ. Αδαμίδης προηγουμένως.». Στη βάση δεν των δηλώσεων αυτών, η υπόθεση ορίστηκε για συνέχιση σε νέες ημερομηνίες, κατά τις οποίες παρουσιάστηκε η μαρτυρία των διαδίκων.
Ως αβίαστα προκύπτει από τις πιο πάνω δηλώσεις των συνηγόρων των διαδίκων, από τα εντελώς αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας υποθέσης, οι διάδικοι συμφώνησαν ότι, στην περίπτωση που δεν επιτύχει η Υπεράσπισή της αντικατάστασης (novation), ο Ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση, υπέρ του και εναντίον της Εναγόμενης, για το ποσό των €100.000, πλέον νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού από την μέρα καταχώρησης της αγωγής. Εξού, και ως αβίαστα προκύπτει από την αντεξέταση των μαρτύρων που παρουσίασε η πλευρά του Ενάγοντα, ουδέποτε αμφισβητήθηκαν οι οποίοι ισχυρισμοί τους ως προς τις παρατηρούμενες κακοτεχνίες στο επίδικο κτήριο ή τις αιτίες που προκάλεσαν τούτες ή, τέλος την οικονομική ζημιά που υπέστη ο ενάγοντας συνεπεία τους.
Στην βάση των πιο πάνω δεδομένων, κάθε τι άλλο προβάλλεται και ή απαιτείται μέσω της Έκθεσης Απαίτησης, από πλευράς του Ενάγοντα, εκλαμβάνεται ως εγκαταλειφθέν. Ως τέτοια (εγκαταληφθείσα), εκλαμβάνεται και κάθε άλλη Υπερασπιστική γραμμή που προβάλλεται στην Υπεράσπισή της Εναγόμενης. Κατά συνέπεια, τα όποια επιχειρήματα των συνηγόρων των διαδίκων, στο πλαίσιο των τελικών τους αγορεύσεων που εκφεύγουν του πιο πάνω μοναδικού υπό αμφισβήτηση επίδικου ζητήματος, δεν θα εξεταστούν, αφού οι διάδικοι δεσμεύονται από τις δηλώσεις των συνηγόρων τους (βλ. Stargel Co Ltd v. Lutkin κ.α., Π.Ε. αρ. 407/11, απόφαση ημερ. 21.6.2018, και Χρίστου ν. Khoreva (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1874).
Κρίνω, επίσης, σημαντικό, από το στάδιο αυτό, να σημειώσω ότι, η θέση που προωθείται από πλευράς του Ενάγοντα, στη βάση της αγόρευσης της συνηγόρου του, περί του ότι δεν προβάλλεται, δικογραφικώς, η ανωτέρω Υπεράσπιση, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Μολονότι η σχετική δικογράφηση της εν προκειμένω υπεράσπισης δεν είναι η ιδανική, εν τούτοις, με ξεκάθαρο τρόπο, στις παραγράφους 6, 7, 8, 9 και 10 της Υπεράσπισης γίνεται σαφής αναφορά σε συνομολόγηση νέας συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων στη βάση του περιεχομένου επιστολής του Πολιτικού Μηχανικού και ή Αρχιτέκτονα του έργου, ημερομηνίας 17.11.2010, η οποία υπογράφτηκε από τους διαδίκους στις 23.11.2010, και ότι αμφότεροι οι διάδικοι ενήργησαν στη βάση της, με την Εναγόμενη να φέρεται να έχει περατώσει όλες τις παρατηρήσεις που υπήρχαν στις διάφορες λίστες που ετοίμασε ο Πολιτικός Μηχανικός και ή ο Αρχιτέκτονας σε σχέση με ατέλειες που παρατηρούνταν στις εκτελεσθείσες από αυτήν εργασίες. Στη βάση της πιο πάνω δικογράφησης, και παρά την εμφανή απουσία αναφοράς στον όρο «αντικατάσταση» (novation), ή, ως θα φανεί κατωτέρω, της «μεταβολής» (variation), και με δεδομένη τη μη καταχώρηση από πλευράς του Ενάγοντα του δικογράφου της Απάντησης, κρίνω ότι η Εναγόμενη νομιμοποιείται να προωθεί την εν προκειμένω υπεράσπιση, καθότι καλύπτεται από τις σχετικές δικογραφήσεις της (βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24, Πούρικκος ν. Σάββα κ.α. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507, Ayia Napa Nissi Development Ltd κ.α. v. Χρίστου Παπαμιχαήλ (1992) 1 Α.Α.Δ. 549).
Σημειώνεται, φυσικά, ότι, δεδομένων των ανωτέρω δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά και της παντελούς απουσίας οποιασδήποτε, σχετικής, ειδικής, δικογράφησης άλλων, συναφών, υπερασπίσεων, η πιο πάνω υπερασπιστική γραμμή της Εναγόμενης θα εξεταστεί αποκλειστικώς στη βάση των αρχών της αντικατάστασης και ή της μεταβολής και όχι της απεμπόλησης (waiver) ή του κωλύματος (estoppel). Και τούτο γιατί, για τις τελευταίες δύο υπερασπίσεις, καθίσταται αναγκαία η ειδική δικογράφηση και δεν επιτρέπεται η εξέτασή τους στη βάση μόνο δικογράφησης γενικών γεγονότων (βλ. Odgers’ Principles of Pleading and Practice, 21st Edition, σελ.184 (ειδικώς) και 107 και 133 (γενικώς)). Σημειώνεται, συναφώς, ότι, από την Υπεράσπιση ελλείπει δικογράφηση, π.χ. περί ενεργειών της Εναγόμενης που έγιναν ενάντια των συμφερόντων της στη βάση της συνομολόγησης της επικαλούμενης νέας συμφωνίας (acting on her detriment), ώστε να έρχεται στο προσκήνιο η υπεράσπιση του κωλύματος ή ότι ο Ενάγοντας προέβη σε συγκεκριμένες ενέργειες με τις οποίες αναγνώρισε τη νέα κατάσταση πραγμάτων ως δεσμευτική, ώστε να προκύπτει ζήτημα απεμπόλησης του δικαιώματός του να επικαλείται τους όρους της αρχικής συμφωνίας (βλ., Απόφαση νέου εφετείου, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Χρ. Χατζημιτσή κ.α., Πολ. Έφ. 311/2022, απόφαση ημερ. 30.01.2025 και Κωνσταντίνος Μ. Πιττάλης κ.α. ν. Ianira Enterprises Ltd κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814). Επαναλαμβάνω, ίσως φορτικώς, ότι με τις σχετικές δηλώσεις του συνηγόρου της Εναγόμενης, ως μοναδική προωθούμενη υπεράσπιση καθορίστηκε η αντικατάσταση (novation).
Οι εκδοχές των διαδίκων
Η εκδοχή του Ενάγοντα
Σε σχέση με το ανωτέρω αναφερόμενο, μοναδικό, υπό αμφισβήτηση επίδικο ζήτημα, ο Ενάγοντας προβάλλει την θέση ότι, στις 02.02.2009 υπέγραψε με την Εναγόμενη συμφωνία εργολαβίας με σκοπό η τελευταία να επιδιορθώσει κακοτεχνίες και αστοχίες που παρουσίαζε η υπό ανέγερση, τότε, οικοδομή του ‑ την οποία, αρχικώς, ανέλαβε να ανεγείρει άλλος εργολάβος, που, ακολούθως, εγκατέλειψε το εργοτάξιο -, καθώς επίσης και να συμπληρώσει τις λοιπές εργασίες, ώστε να περατωθεί και ολοκληρωθεί το έργο στην βάση των όρων της σχετικής άδειας οικοδομής που εκδόθηκε από την αρμόδια αρχή (στο εξής «η συμφωνία εργολαβίας»). Ισχυρίζεται επιπροσθέτως, ότι, μέχρι και την εγκατάλειψη του εργοταξίου και από την Εναγόμενη, οι σχέσεις των διαδίκων διέπονταν από τους όρους της συμφωνίας εργολαβίας. Εν προκειμένω προβάλλει ότι, η όποια τυχόν συμφωνία ή συνεννόηση του με την Εναγόμενη, μεσούσης της εκτελέσης των εργασιών και ή σε οποιαδήποτε στάδιο πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, αποτελούσε συμφωνία ως προς τον τρόπο που η κάθε πλευρά θα εκτελούσε τις υποχρεώσεις της προς την άλλη, στην βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας, και σε καμία περίπτωση συννομολογήθηκε νέα συμφωνία με σκοπό τον επαναπροσδιορισμό των εκατέρωθεν υποχρεώσεων και ή δικαιωμάτων των συμβαλλομένων της ή με σκοπό να ακυρωθεί ή αντικατασταθεί η συμφωνία εργολαβίας. Εν προκειμένω προτάσσει ότι, η επιστολή ημερομηνίας 17.11.2010, Τεκμήριο 12, την οποία υπέγραψαν οι διάδικοι, δεν αποτελεί νέα σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, παρά μόνο συμφωνημένο τρόπο ώστε να προκύψει συμμόρφωση της Εναγόμενης με τις συμβατικές της (στη βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας) υποχρεώσεις σε σχέση με τις αναφερόμενες, στο τελικό διατακτικό που εξέδωσε (διατακτικό αρ.10), εργασίες, που θα έπρεπε να εκτελέσει, και κατά συνέπεια να προκύψει και η υποχρέωση του να καταβάλει το ορθό αντίτιμο για αυτές. Προβάλλει, επιπροσθέτως, ότι, εν πάση περιπτώσει, και ανεξαρτήτως των χρημάτων που κατέβαλλε στην Eναγόμενη στην βάση των εκεί συμφωνηθέντων (Τεκμήριο 12), η τελευταία δεν συμμορφώθηκε με τις εκεί αναφερόμενες υποχρεώσεις της και εγκατέλειψε το έργο, το οποίο, παρά τις όποιες, από πλευράς του, διορθωτικές ενέργειες, συνεχίζει να παρουσιάζει σωρεία κακοτεχνιών και έλλειψη εργασιών που θα έπρεπε να εκτελέσει η Εναγόμενη.
Η εκδοχή της Eναγόμενης
Αποτελεί εκδοχή της Eναγόμενης ότι, το Τεκμήριο 12, το οποίο αποτελεί επιστολή που ετοίμασε ο πολιτικός μηχανικός του έργου, επί της οποίας υπέγραψαν οι διάδικοι, αποτελεί νέα συμφωνία μεταξύ τους, η οποία επαναπροσδιόρισε τη συμβατική τους σχέση, επί νέας βάσης, με αποτέλεσμα να τυγχάνει εφαρμογής η υπεράσπιση της αντικατάστασης (novation), και η ίδια να έχει απαλλαχθεί από τις όποιες υποχρεώσεις της στην βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας. Στη βάση δε, της θεώρησης αυτής, προτάσσει, συναφώς, ότι ο Ενάγοντας δεν νομιμοποιείτο να καταχωρήσει και να προωθήσει την παρούσα αγωγή στη βάση της συμφωνίας εργολαβίας και κατά συνέπεια τούτη θα πρέπει να απορριφθεί, ανεξαρτήτως του κατά πόσο οι διάδικοι συμμορφώθηκαν ή μη, με τα συμφωνηθέντα στο Τεκμήριο 12. Εν πάση περιπτώσει, η Eναγόμενη προωθεί και την θέση ότι, τούτη συμμορφώθηκε με τα εκεί συμφωνηθέντα (Τεκμήριο 12), με αποτέλεσμα, ο Ενάγοντας να μην νομιμοποιείται, επί οποιασδήποτε βάσης, να προβάλλει την οποιαδήποτε απαίτηση εναντίον της.
Ακροαματική διαδικασία
Για σκοπούς απόδειξης της παρούσας αγωγής, ο Ενάγοντας, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου, κάλεσε 3 μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, πρώτο τον Κώστα Αγρότη (Μ.Ε.1), δεύτερος κατέθεσε ο ίδιος (ο Ενάγοντας) και τρίτη την Ολίβια Χούτρη (Μ.Ε.3). Για σκοπούς αναχαίτησης της αγωγής, η Εναγόμενη κάλεσε τον διευθύνοντα σύμβουλό της, Νεκτάριο Φάκα (Μ.Υ.1). Στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, οι συνήγοροι των διαδίκων παρέδωσαν γραπτές αγορεύσεις, υιοθετώντας, έκαστος, το περιεχόμενο της δικής τους αγόρευσης.
Το Τεκμήριο 12
Στο σημείο αυτό κρίνεται αναγκαίο να καταγραφεί, αυτούσιο, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 12, επί του οποίου οι δύο πλευρές βασίζουν τα επιχειρήματά τους, ώστε να γίνεται με ευχέρεια κατανοητή η μαρτυρία που προσκομίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Έχει ως εξής:
«ΠΑΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ
Πολιτικός Μηχανικός
[ ]
ΚΥΡΙΟΥΣ FAKAS investments & developments ltd
17 Νοεμβρίου 2010
Αξιότιμοι κύριοι
ΕΡΓΟ: ΚΤΗΝΙΑΤΡΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ «ΙΑΣΩ»
ΘΕΜΑ: ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΔΙΑ ΕΞΟΦΛΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟΥ ΠΛΗΡΩΜΗΣ
ΑΡ.10 ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΕΛΙΚΟΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΕΡΓΟΥ
Αναφερόμαστε στην επιστολή σας με ημερ. 10/1/2010 και σας πληροφορούμε τα ακόλουθα.
1. Θα σας δοθεί επιταγή δια εξόφληση του διατακτικού αρ.10 μείον τρεις χιλιάδες ευρώ (3000.00) δια ατέλειες στην ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση (οδηγία που δόθηκε από τον σύμβουλο μηχανολόγο) και μείον 3500 (3500.00) δια κατασκευαστικές ατέλειες στα αλουμίνια.
2. Η επιταγή θα έχει ημερομηνία πληρωμής που θα μας πείτε εσείς και θα είναι η ημερομηνία που θα έχετε τελείωση όλες τις παρατηρήσεις που υπάρχουν στις διάφορες λίστες με ατέλειες που σας έχουν δοθεί.
3. Ο ιδιοκτήτης θα έχει το δικαίωμα να αποσύρει την επιταγή, εάν κατά την κρίση του επιβλέποντος μηχανικού, μέχρι την ημερομηνία που θα μας ορίσετε δεν έχετε τελειώσει όλες τις εργασίες και ο ιδιοκτήτης θα προχωρήσει με άλλους για να ολοκληρώσει το έργο.
4. Με την πληρωμή του διατακτικού αρ. 10 συμφωνείται ότι αποτελεί τελικό λογαριασμό δια το ποιο πάνω συμβόλαιο και δεν θα υπάρχει οποιανδήποτε άλλη απαίτηση και από τα δυο μέρη (εργολάβο και εργοδότη).
5. Δια το ποσό των 9001.33 ευρώ συν Φ.Π.Α. που αντιπροσωπεύει το ποσοστό 2.5% της κράτησης του διατακτικού αρ. 10 θα εκδοθεί επιταγή με ημερομηνία 15 Νοεμβρίου 23011 και θα δοθεί στον εργολάβο μαζί με την επιταγή που αναφέρεται στην παράγραφο αρ. 1 ποιο πάνω.
* Όλες οι εργασίες βάση των διαφόρων λιστών θα διεκπεραιωθούν στις 07.12.2010.
* Έναντι Διατακτικού Νο. 10 έχομε λάβει ήδη €5000=
Διατελώ
Πανίκος Χατζηιωάννου (υπογραφή Εναγόμενης) (υπογραφή Ενάγοντα)
Πολιτικός Μηχανικός (Δια FAKAS CONSTR.& DEV.)
(23.11.2010)»
(Οι καταγραφές παραπλεύρως των αστερίσκων, καθώς επίσης και οι υπογραφές του Πολιτικού Μηχανικού και των διαδίκων, τέθηκαν χειρογράφως)
Παράθεση μαρτυρίας
Μ.Ε.1
Ο Μ.Ε.1 κατέθεσε υπό την ιδιότητα του ως μηχανολόγος μηχανικός, ιδιότητα η οποία δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς της Εναγόμενης. Στην βάση της μαρτυρίας του, ο ίδιος επισκέφθηκε, κατά το 2023, σε 3 περιπτώσεις, το επίδικο ακίνητο, και επιθεώρησε τούτο αναφορικά με τις όποιες τυχόν κακοτεχνίες παρατηρούνται σε αυτό. Για σκοπούς της μελέτης του, έλαβε υπόψη τις τεχνικές προδιαγραφές του έργου, μελετώντας τα τεχνικά, αρχιτεκτονικά, στατικά, μηχανολογικά και ηλεκτρολογικά σχέδια, καθώς επίσης και τους όρους της πολεοδομικής και οικοδομικής άδειας, που εκδόθηκαν από τις αρμόδιες αρχές. Συνυπολόγισε, επίσης, όλη την αλληλογραφία που ανταλάχθηκε μεταξύ των παραγόντων του έργου, όπως τον αρχιτέκτονα, τον πολιτικό μηχανικό, τον επιβλέπων μηχανολόγο μηχανικό, επιβλέπων ηλεκτρολόγο μηχανικό, την Eναγόμενη και τον Ενάγοντα, καθώς επίσης και ανεξάρτητη πραγματογνωμοσύνη που ετοίμασε η Μ.Ε.3, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Ενάγοντα. Ως ανέφερε, όλη η αλληλογραφία μεταξύ των παραγόντων του έργου περιλαμβάνεται, και στην πραγματογνωμοσύνη της Μ.Ε.3. Στη βάση των βιντεογραφήσεων, καθώς επίσης και φωτογραφιών, τις οποίες κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ως τεκμήρια, αναφέρθηκε στις κακοτεχνίες που παρατήρησε, υποδεικνύοντας επί τούτων τα διάφορα σημεία που απεικονίζουν είτε τις κακοτεχνίες είτε τις συνέπειες τους, προωθώντας, επίσης, και τις διάφορες θέσεις του είτε ως προς τους λόγους που παρατηρούνται οι κακοτεχνίες αυτές είτε ως προς τον τρόπο που δύνανται τούτες να επιδιορθωθούν. Σε κάποιες δε περιπτώσεις, αναφέρθηκε και το κόστος μιας τέτοιας τυχον επιδιόρθωσης.
Ενάγοντας
Ο Ενάγοντας, ως προς το μοναδικό υπό αμφισβήτηση επίδικο ζήτημα, προώθησε ισχυρισμούς σύμφωνους με την ανωτέρω αναφερόμενη εκδοχή του. Στο πλαίσιο της σχετικής αυτής μαρτυρίας του, αναφέρθηκε, τόσο στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 12, καθώς και στην εκατέρωθεν αλληλογραφία, με σκοπό να καταδίξει ότι ουδέποτε αποτελούσε πρόθεση, αλλά ούτε και, τελικώς, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων, να επαναπροσδιοριστεί η συμβατική τους σχέση ή να ακυρωθεί η συμφωνία εργολαβίας, προβάλλοντας, στην ουσία, ότι, το Τεκμήριο 12 αποτελούσε απλώς συμφωνημένη μέθοδο μεταξύ των διαδίκων για το πώς θα εκτελεστεί η συμφωνία εργολαβίας, η οποία δέσμευε τούτους μέχρι και την εγκατάλειψη του εργοταξίου από την Eναγόμενη. Παρέπεμψε, προς τούτο, σε επιστολές της Eναγόμενης, οι οποίες ετοιμάστηκαν και στάλθησαν μετά την ετοιμασία του Τεκμηρίου 12, προς υποστήριξη της θέσης του ότι η τελευταία, ακόμα και τότε (μετά την ετοιμασία του Τεκμηρίου 12), συνέχιζε να αναγνωρίζει ότι δεσμεύεται από την συμφωνία εργολαβίας και ότι αναγνώριζε την υποχρέωση της να εκτελέσει, μη εκτελεσθείσες, μέχρι τότε, εργασίες και ή να επιδιορθώσει κακοτεχνίες που παρουσίαζαν εργασίες που εκτέλεσε στην βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας. Επιπροσθέτως, ως και η ανωτέρω εκδοχή του, προώθησε την θέση ότι, μέχρι και σήμερα, και παρά τις όποιες από πλευράς του σχετικές ενέργειες, το επίδικο ακίνητο παρουσιάζει κακοτεχνίες και προβλήματα συνέπεια της παράβασης, από πλευράς της Eναγόμενης, των όρων της συμφωνίας εργολαβίας. Στη βάση δε των σχετικών, ανωτέρω, δηλώσεων των συνηγόρων των διαδίκων στις 05.10.2023, ο Ενάγοντας περιόρισε την απαίτηση του σε χρηματική αποζημίωση ύψους σε €100.000, πλέον νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής για κάθε ζημιά που υπέστη ως αποτέλεσμα ενεργειών και ή παραλείψεων της Εναγόμενης. Υποστήριξε ακόμα ότι, παρά το γεγονός ότι έδωσε εντολή στην τράπεζά του να μην τιμήσει την επιταγή που εξέδωσε στη βάση των όσων αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 του Τεκμηρίου 12, εν τούτοις, αναγκάστηκε να εξοφλήσει το συγκεκριμένο ποσό στην Εναγόμενη καθότι η τελευταία αντιμετώπιζε θέμα ρευστότητας και αδυνατούσε να εκτελέσει τις εναπομείνασες εργασίες και ή να επιδιορθώσει τις κακοτεχνίες, ως αυτές αναγράφονταν στις λίστες (στις οποίες γίνεται αναφορά στο Τεκμήριο 12) και βρέθηκε προ του διλήμματος να εγκαταλείψει η Εναγόμενη το έργο ως είχε, ή να καταβάλει τα χρήματα, υπό τύπο χρηματοδότησης, ώστε να επιδιορθωθούν όσο το δυνατό οι κακοτεχνίες και ακολούθως να παραλάβει το έργο. Ισχυρίστηκε, συναφώς, ότι η συμπεριφορά της Εναγόμενης, κατά το διάστημα αυτό, ήταν απειλητική, του τύπου ότι, αν δεν καταβληθούν τα χρήματα της εν λόγω επιταγής, δεν θα προχωρούσε στην επιδιόρθωση των κακοτεχνιών και την εκτέλεση άλλων εργασιών λόγω προβλήματος ρευστότητας που αντιμετώπιζε.
Μ.Ε.3
Η Μ.Ε.3, Πολιτικός Μηχανικός (η ιδιότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε), μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ., ως μέρος της κυρίως εξέτασής της, υιοθέτησε την έκθεση που ετοίμασε κατόπιν σχετικού αιτήματος του Ενάγοντα. Ως ανάφερε, στο πλαίσιο της εξέτασης που διενήργησε, της οποίας ακολούθησε η ετοιμασία της έκθεσής της (Τεκμήριο 2), δεν ασχολήθηκε με την όποια οικονομική ή νομική πτυχή της διαφοράς των μερών, παρά μόνο με τα τεχνικά θέματα τους. Με αναφορά σε συγκεκριμένα σημεία της έκθεσής της, ανέφερε ότι για την εκπόνησή της έλαβε υπόψη, τόσο τα έγγραφα που της παραδόθηκαν από τον Ενάγοντα και τον εκπρόσωπο της Εναγόμενης, όσο και τις εκατέρωθεν αναφορές τους στις διάφορες συναντήσεις που είχε μαζί τους. Σημείωσε επίσης, ότι όλη η αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των διαδίκων αλλά και των λοιπών παραγόντων του επίδικου έργου, αποτελούν μέρος της έκθεσής της. Προς τούτο, σημείωσε ότι, στην έκθεσή της, καταγράφει την κάθε τοποθέτηση των προσώπων αυτών, κατά τις συναντήσεις τους, και ακολούθως το σχόλιο στο οποίο προβαίνει ή ίδια σε σχέση με αυτές. Ως προς την έννοια του όρου «κράτηση» που χρησιμοποιείται σε συμβόλαια εργολαβίας, δήλωσε ότι τα όσα γνωρίζει είναι γενικά, καθότι δεν ασχολήθηκε, ειδικώς, με το εν λόγω θέμα, και ότι για αυτόν τον όρο θα μπορούσε να τοποθετηθεί κάποιος επιμετρητής ποσοτήτων. Όσο δε αφορά στην «περίοδο ευθύνης ελαττωμάτων» ανέφερε ότι πρόκειται για μια περίοδο, συνήθως ενός έτους, η οποία προβλέπεται σε συμβόλαια εργολαβίας, κατά την οποία ο εργολάβος θα πρέπει να επιδιορθώσει κακοτεχνίες ή άλλα ζητήματα σε σχέση με το κατασκευαστικό μέρος του συμβολαίου.
Κατά την αντεξέτασή της, διευκρίνισε ότι δεν καταλογίζει οποιεσδήποτε ευθύνες σε σχέση με τις κακοτεχνίες που εντόπισε, παρά μόνο καταγράφει τούτες καθώς επίσης και την λογική εξήγηση για το πώς προέκυψαν. Ως προς το πρόσωπο το οποίο δύναται να δώσει εντολή στον εργολάβο ενός οικοδομικού έργου, καθόρισε τον αρχιτέκτονα του κάθε τέτοιου έργου, χωρίς να ήταν σε θέση να αναφέρει ποιος ήταν ο αρχιτέκτονας του επίδικου έργου. Ως προς το κατά πόσο η επιστολή της Εναγόμενης, η οποία αναφέρεται στη σελίδα 418 της έκθεσής της (Τεκμήριο 2), έχει απαντηθεί από πλευράς του Πολιτικού Μηχανικού που διόρισε ο Ενάγοντας για το έργο, ισχυρίστηκε ότι δεν ασχολήθηκε με το θέμα αυτό και επομένως δεν μπορούσε να τοποθετηθεί.
Μ.Υ.1
Ο Μ.Υ.1 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και είναι ακόμα διευθυντής της Εναγόμενης. Στο βαθμό που αφορά στο μοναδικό, υπό αμφισβήτηση, επίδικο ζήτημα της παρούσας αγωγής, ανέφερε ότι το Τεκμήριο 12 αποτελεί συμφωνία που συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων της παρούσας αγωγής με σκοπό να επαναπροσδιοριστούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους. Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής, υπέδειξε ότι στη βάση του περιεχομένου του (του Τεκμηρίου 12), η Εναγόμενη αποδέχθηκε να μην της καταβληθούν συγκεκριμένα χρηματικά ποσά για εργασίες που εκτέλεσε, καθώς επίσης και να της καταβληθούν νέα συμφωνημένα ποσά από τον Ενάγοντα, εντός νέου καθορισμένου χρόνου, στη βάση της ανάληψης, από πλευράς της Εναγόμενης, υποχρέωσης να εκτελέσει και ή να επιδιορθώσει συγκεκριμένες εργασίες στο έργο. Ισχυρίστηκε, συναφώς, ότι η Εναγόμενη εκτέλεσε και επιδιόρθωσε τις εργασίες αυτές εντός του καθορισμένου, στο Τεκμήριο 12, χρόνου, και ενημέρωσε, σχετικώς, τον «άρχοντα» του έργου (Πολιτικό Μηχανικό), μέσω της επιστολής της ημερομηνίας 03.12.2010, ότι θα ήταν δυνατός ο σχετικός έλεγχος στο εργοτάξιο στις 06.12.2010, η οποία επιστολή ουδέποτε απαντήθηκε από τον παραλήπτη της (επιστολή, σελ. 418 του Τεκμηρίου 2). Προς τούτο, υποστήριξε, πλειστάκις, ότι, δεδομένης της μη απάντησης της επιστολής αυτής από τον «άρχοντα» του έργου, και της σχετικής πρόνοιας της συμφωνίας εργολαβίας (άρθρο 3, παράγραφοι (1), (2) και (3)), τα όσα καταγράφονται σε αυτήν (επιστολή της Εναγόμενης ημερομηνίας 03.12.2010) τύγχαναν πλέον εφαρμογής, ως αδιαμφησβήτητα, μετά την πάροδο εφτά (7) ημερών από την ημέρα αποστολής της. Κατά την αντεξέτασή του, η οποία, στην ουσία, καταπιάστηκε, αφενός με το κατά πόσο το Τεκμήριο 12 αποτελούσε νέα συμφωνία μεταξύ των διαδίκων ή, απλώς, συμφωνηθείσα μέθοδο και τρόπο εκπλήρωσης των εκατέρωθεν υποχρεώσεων στη βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας ως προς τον τρόπο εξόφλησης του τελευταίου διατακτικού του αρχιτέκτονα του έργου (διατακτικό αρ. 10), και αφετέρου του κατά πόσο η Εναγόμενη επιδιόρθωσε τις κακοτεχνίες που αναφέρονταν σε σχετικές λίστες των συμβούλων του Ενάγοντα (αναφορά στις οποίες γίνεται στο Τεκμήριο 12), ο Μ.Υ.1 επέμεινε στις ανωτέρω θέσεις του, παραπέμποντας, προς τούτο, στο περιεχόμενο διαφόρων, ενώπιον του Δικαστηρίου, τεκμηρίων, θεωρώντας ότι τούτο (το περιεχόμενο των τεκμηρίων) υποστηρίζει τις θέσεις του. Αποδέχθηκε, ωστόσο, ότι, το Τεκμήριο 12 ετοιμάστηκε με σκοπό να εξοφληθεί το εν λόγω τελικό διατακτικό, που εκδόθηκε στη βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας και να κλείσει ο λογαριασμός.
Κρίνω ορθό να σημειώσω στο σημείο αυτό ότι, για τους λόγους που εξήγησα στα αρχικά στάδια της παρούσας απόφασης, περί του περιορισμού των επιδίκων ζητημάτων της παρούσας αγωγής, δεν κρίνεται αναγκαία η εδώ παράθεση του μέρους της μαρτυρίας του Μ.Υ.1 το οποίο άπτεται άλλων, εγκαταληφθεισών, υπερασπιστικών γραμμών που προβάλλονται στην Υπεράσπιση της Εναγόμενης, ή άλλων ζητημάτων για τα οποία ελλείπει σχετική δικογράφηση.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Μ.Ε.1 και Μ.Ε.3
Οι Μ.Ε.1 και Μ.Ε.3 μου έκαναν άριστη εντύπωση ως μάρτυρες. Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι ενώπιον του Δικαστηρίου είπαν την αλήθεια σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, τα οποία περιήλθαν στη γνώση τους. Εξάλλου, ούτε και η πλευρά της Εναγόμενης προβάλλει διαφορετική θέση. Σημειώνω, προς τούτο, ότι, εν πάση περιπτώσει, η αντεξέτασή τους ήταν εντελώς περιορισμένη και διενεργήθηκε διά της υποβολής διευκρινιστικού και όχι αντιπαραθετικού τύπου ερωτήσεων, με σκοπό να προκύψουν οι τοποθετήσεις τους, επί των οποίων και η Εναγόμενη βασίζει τα, σχετικά με το υπό αμφισβήτηση επίδικο ζήτημα, επιχειρήματα της. Μολονότι, στη βάση των ανωτέρω, αποδέχομαι τη μαρτυρία τους στην ολότητά της, τούτη, στην ουσία, δεν κρίνεται βοηθητική για την επίλυση του υπό αμφισβήτηση επίδικου ζητήματος, αφού, αμφότεροι οι μάρτυρες, δεν είχαν γνώση των περιστάσεων υπό τις οποίες ετοιμάστηκε το Τεκμήριο 12, αλλά ούτε και το υπόβαθρο για να μπορούν να εκφράσουν σχετική με αυτό γνώμη. Ωστόσο, αποδέχομαι την μη αμφισβητηθείσα θέση τους ότι στην έκθεση, Τεκμήριο 2, που ετοίμασε η Μ.Ε.3, περιλαμβάνεται όλη η αλληλογραφία που αντάλλαξαν μεταξύ τους οι διάδικοι και γενικότερα οι παράγοντες του έργου.
Ενάγοντας
Και ο Ενάγοντας μού έκανε άριστη εντύπωση ως μάρτυρας, και δεν έχω, επίσης, καμία αμφιβολία, ότι είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια. Ελλείπει από τη μαρτυρία του οποιαδήποτε ουσιώδης αντίφαση ή ταλάντευση ή άλλου είδους αδυναμία, η οποία θα δικαιολογούσε κρίση περί αναξιοπιστίας του, παρά της αντεξέτασης που έτυχε από τον συνήγορο της Εναγόμενης. Κρίνω, επί τούτου, σημαντικό να σημειώσω ότι, η αντεξέταση του Ενάγοντα ήταν εντελώς περιορισμένη, και τούτη καταπιάστηκε, στην ουσία, με το κατά πόσο εκπληρώθηκαν, εκατέρωθεν, τα όσα καταγράφονται στο Τεκμήριο 12. Οι εξηγήσεις που έδωσε ως προς το γιατί έδωσε εντολή να μην τιμηθεί η επιταγή, Τεκμήριο 13, στην οποία γίνεται αναφορά στις παραγράφους 1, 2 και 3 του Τεκμηρίου 12, ήταν πειστικές, αφού, εν πάση περιπτώσει, υποστηρίζονται και από τη σχετική μαρτυρία των Μ.Ε.1 και Μ.Ε.3 ως προς τις κακοτεχνίες που συνέχιζαν να παρουσιάζονται μετά την έκδοσή της και πριν την ημερομηνία εξόφλησής της. Πειστική ήταν και η εξήγηση για το πώς, εν τέλει, η Εναγόμενη κατάφερε να εισπράξει το εν λόγω ποσό από τον Ενάγοντα σε χρόνο μετά που ο τελευταίος έδωσε εντολή να μην τιμηθεί. Προς τούτο, υποδεικνύω, ότι, κατά την αντεξέτασή του, οι σχετικές τοποθετήσεις του δεν αμφισβητήθηκαν, ούτε και υποβλήθηκε σε αυτόν οποιαδήποτε αντίθετη ή έστω διαφορετική θέση. Τουναντίον, ο συνήγορος υπεράσπισης έθετε απλώς την ερώτηση και ακολούθως ο Ενάγοντας τοποθετείτο επ’ αυτής αναφέροντας τους σχετικούς ισχυρισμούς του, και ακολούθως ο συνήγορος υπεράσπισης προχωρούσε με την υποβολή νέας ερώτησης επί άλλου ζητήματος. Κατά συνέπεια, τη μαρτυρία του Ενάγοντα, επί των γεγονότων, την αποδέχομαι στο σύνολό της και προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα. Ωστόσο, δεν μπορώ να προβώ και σε ανάλογο εύρημα ως προς τη θέση του επί του υπό αμφισβήτηση επίδικου ζητήματος, αφού τούτο αποτελεί αμιγώς νομικό ζήτημα για το οποίο κρίση μπορεί να επέλθει μόνο από το Δικαστήριο.
Μ.Υ.1
Ο Μ.Υ.1 δεν μου έκανε καλή εντύπωση ως μάρτυρας και δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι στο Δικαστήριο δεν ανέφερε την αλήθεια σε σχέση με τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση. Η μαρτυρία του παρουσιάζει έκδηλες υπεκφυγές, καθώς επίσης και ισχυρισμούς οι οποίοι βρίσκονται σε πλήρη σύγκρουση με την ενώπιον μου αναντίλεκτη μαρτυρία. Ήταν εμφανής η πρόθεση του να αποφύγει να παραδεχθεί, αδιαμφισβήτητα γεγονότα, απλά και μόνο για να αποφύγει η Εναγόμενη τις όποιες ευθύνες της έναντι του Ενάγοντα. Πλειστάκις, αντί να απαντήσει στις ερωτήσεις που του τίθεντο, υπέβαλλε ο ίδιος ερώτηση, είτε με σκοπό να αποπροσανατολίσει τη συνήγορο του Ενάγοντα ή ακόμα και το Δικαστήριο, είτε με σκοπό να μεταφέρει τη συζήτηση σε άλλο θέμα για να αποφύγει να τοποθετηθεί επί της ερώτησης. Πρόκειται για ευφυές και έξυπνο πρόσωπο, ο οποίος, ωστόσο, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την ευφυία του με σκοπό να αποφύγει η Εναγόμενη την όποια ευθύνη της, παρά να βοηθήσει το Δικαστήριο με αληθείς ισχυρισμούς, κάτι που θα επέτρεπε στο τελευταίο, στη βάση τους, να προβεί σε ευρήματα αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα της παρούσας αγωγής.
Για σκοπούς επίρρωσης της ανωτέρω, ήδη, εκφρασθείσας κρίσης μου ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του Μ.Υ.1, ενδεικτικώς και όχι εξαντλητικώς, σημειώνω τα εξής.
Επέμεινε, πλειστάκις, στη θέση του ότι, από τις 03.12.2010, η Εναγόμενη είχε ήδη επιδιορθώσει όλες τις κακοτεχνίες του έργου και εκτελέσει όλες τις εργασίες που αναφέρονταν στις λίστες ατελειών, στις οποίες γίνεται αναφορά στο Τεκμήριο 12, ενώ η θέση του αυτή έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τη αδιαμφισβήτητη και αναντίλεκτη σχετική μαρτυρία όλων των μαρτύρων του Ενάγοντα, περιλαμβανομένου και του ιδίου (δεν αντεξετάστηκαν επί των σχετικών ισχυρισμών τους). Ως έχει, νομολογιακώς, υποδειχθεί, σκοπός της αντεξέτασης δεν είναι μόνο να πληγεί η αξιοπιστία ενός μάρτυρα, αλλά και να τεθούν, μέσω της, οι αντίστοιχες θέσεις της πλευράς που αντεξετάζει. Σημειώθηκε, συναφώς, ότι μια τέτοια αντεξέταση αποτελεί προϋπόθεση για να μπορεί η πλευρά που αντεξετάζει, ακολούθως, να παρουσιάσει μαρτυρία για να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του αντεξετασθέντος μάρτυρα (βλ. Frederickou Schools Co. Ltd v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527).
Η ίδια αδυναμία, και δη προώθηση ισχυρισμών από πλευράς του Μ.Υ.1 για τους οποίους δεν αντεξετάστηκε ο Ενάγοντας επί των δικών του, αντίστοιχων, ισχυρισμών, παρατηρείται και σε σχέση με το ποιος ήταν το αρμόδιο πρόσωπο για να δίνει οδηγίες στην Εναγόμενη για σκοπούς εκτέλεσης εργασιών στο έργο. Εν πάση περιπτώσει, η θέση του Μ.Υ.1 ότι εντολές λάμβανε μόνο από τον «άρχοντα» του έργου (Πολιτικό Μηχανικό) έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με την ενώπιον μου μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία (βλ. αλληλογραφία μεταξύ των παραγόντων του έργου) στη βάση της οποίας προκύπτει αβίαστα ότι η Εναγόμενη, όχι μόνο λάμβανε υπόψη τις διάφορες τοποθετήσεις του Ενάγοντα αλλά και των λοιπών συμβούλων του, αλλά, επιπροσθέτως, ενεργούσε στη βάση τους, είτε απαντώντας σε αυτές, είτε ενεργώντας προς ικανοποίηση των διαφόρων, σχετικών, αιτημάτων τους.
Στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής του, υιοθετώντας το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσης του (Έγγραφο Γ), στη βάση του περιεχομένου της παραγράφου 7 τούτης, προώθησε την απόλυτη θέση ότι η επιταγή με αριθμό 07043214 που εκδόθηκε από τον Ενάγοντα προς όφελος της Εναγόμενης για το ποσό των €11.376,58 «εξαργυρώθηκε κανονικά καθότι η Εναγόμενη τέλειωσε όλες τις παρατηρήσεις που υπήρχαν στις διάφορες λίστες με ατέλειες που είχαν δοθεί σε αυτήν από τον Πολιτικό Μηχανικό και ή αρχιτέκτονα …». Την ίδια θέση προέβαλε και κατά τα αρχικά στάδια της αντεξέτασής του. Όταν, ακολούθως, στο πλαίσιο, πάντα, της αντεξέτασής του, αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να επιμένει στην εν λόγω θέση του, καθότι η σχετική επιταγή επιστράφηκε στον Ενάγοντα μετά την εντολή του τελευταίου, στην τράπεζά του, για να μην τιμηθεί, αναγκάστηκε, πλέον, να αποδεχθεί τη θέση της συνηγόρου του τελευταίου ότι ουδέποτε η εν λόγω επιταγή εξαργυρώθηκε κανονικά και αποδέχθηκε, συναφώς, ότι το ποσό στο οποίο αυτή αφορούσε καταβλήθηκε σε μεταγενέστερο χρόνο σταδιακά.
Η τελευταία, ανωτέρω, παρατήρησή μου, καθώς και αυτή που ακολουθεί, δεν σημειώνονται λόγω της σημαντικότητάς τους ως προς το υπό αμφισβήτηση επίδικο ζήτημα, αλλά και με σκοπό να καταδειχθεί η ευκολία με την οποία ο Μ.Υ.1 προωθούσε απόλυτους ισχυρισμούς, τους οποίους, ακολούθως, στη βάση των αδιαμφισβήτητων σχετικών θέσεων που του έθετε η συνήγορος του Ενάγοντα, αναγκαζόταν να μεταβάλει, χωρίς, ωστόσο, να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση για τις αρχικές, συγκρουόμενες, εκδοχές του.
Τέτοια περίπτωση παρατηρείται και σε σχέση με τις χειρόγραφες σημειώσεις κάτω από την παράγραφο 5 του Τεκμηρίου 12. Η αρχική, σχετική, απόλυτη, τοποθέτηση του, ήταν ότι τούτες δεν τέθηκαν από εκπρόσωπο της Εναγόμενης. Αναγκάστηκε, ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, σε μεταγενέστερο στάδιο της αντεξέτασής του, να αποδεχτεί την αντίθετη θέση που του υπέβαλε η συνήγορος του Ενάγοντα. Σημειώνω, συναφώς, ότι, ως δικαιολογία για την αρχική, αντίθετη, τοποθέτησή του, ισχυρίστηκε ότι οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε διαβάσει, προηγουμένως, τις εν προκειμένω χειρόγραφες αναφορές. Αν όντως αυτό ισχύει, καταδεικνύεται, έτι περισσότερο, η ευκολία του μάρτυρα να προωθήσει θετικούς ισχυρισμούς επί ζητημάτων για τα οποία δεν είχε καν γνώση, ανεξαρτήτως αν τούτοι είναι αληθείς η μη, με σκοπό, προφανώς, να αποφύγει η Εναγόμενη τα όσα της καταλογίζει ο Ενάγοντας. Κρίνω σημαντικό, επίσης, να σημειώσω ότι ο Ενάγοντας, επί της αντίστοιχης θέσης του (και δη ότι τις χειρόγραφες σημειώσεις επί του Τεκμηρίου 12 τις κατέγραψε ο εκπρόσωπος της Εναγόμενης), δεν αντεξετάστηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης.
Το ανεδαφικό του ισχυρισμού του Μ.Υ.1 ότι στις 03.12.2010 είχαν διεκπεραιωθεί όλες οι εργασίες, καθώς επίσης και επιδιορθωθεί οι ατέλειες που αναφέρονται στις λίστες των συμβούλων του Ενάγοντα, προκύπτει αβίαστα και από το περιεχόμενο των επιστολών της Εναγόμενης ημερομηνίας 18.10.2011 και 09.12.2011 (Τεκμήριο 10, από τη μια, και 20η σελίδα του Τεκμηρίου 9, από την άλλη - αμφότερες ετοιμασθείσες ένα περίπου χρόνο μετά τις 03.12.2010), στη βάση των οποίων η Εναγόμενη, ευθαρσώς, αναφέρεται σε εργασίες που πρέπει να εκτελέσει. Σημειώνεται, συναφώς, ότι, επί της επιστολής της Εναγόμενης, Τεκμήριο 10 (ημερομηνίας 18.10.2011), επισυνάπτεται πεντασέλιδη κατάσταση, η οποία τιτλοφορείται ως ΠΡΟΧΕΙΡΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΩΝ-ΚΑΚΟΤΕΧΝΙΩΝ, και στην οποία επιστολή καταγράφεται η σειρά αλλά και το είδος της κάθε εργασίας που θα εκτελέσει, καθώς επίσης και το ποσοστό που θα πρέπει, ανά στάδιο, να καταβάλλει ο Ενάγοντας έναντι των οφειλών του για εξόφληση του τότε υπολοίπου του. Στη δε επιστολή της Εναγόμενης ημερομηνίας 09.12.2011, αφού επαναλαμβάνεται η επιθυμία της Εναγόμενης να εκτελέσει εργασίες αναφορικά με τις κατά καιρούς παρατηρήσεις (snagging list), επιβεβαιώνεται από αυτή η πρόθεσή της να ενεργήσει ως αναφέρεται στην επιστολή της Τεκμήριο 10.
Άλλη ουσιαστική αντίφαση που παρατηρείται στη μαρτυρία του Μ.Υ.1, αφορά στο ισχυρισμό του ότι με το Τεκμήριο 12, στη βάση των εκατέρωθεν προθέσεών τους, οι διάδικοι απαλλάχθηκαν από τις όποιες υποχρεώσεις ή δικαιώματά τους που πήγαζαν από τη συμφωνία εργολαβίας η οποία και έπαψε να ισχύει, καθότι οι σχέσεις τους, πλέον, διέπονταν από τους όρους του Τεκμηρίου 12. Αν και αυτό αποτελεί το ζητούμενο, για το οποίο θα αποφανθεί το Δικαστήριο, τουλάχιστον για την Εναγόμενη, στη βάση άλλης ενώπιόν μου, μη αμφισβητηθείσας, μαρτυρίας, τούτο δεν φαίνεται να ισχύει. Και τούτο γιατί, έντεκα περίπου μήνες μετά, και συγκεκριμένα στις 17.10.2011, η Εναγόμενη, στο πλαίσιο της επιστολής της, Τεκμήριο 10, αναφέρεται στο υπόλοιπο του «συμβολαίου» (όρος, που, προφανώς, παραπέμπει στη συμφωνία εργολαβίας), αναφορά στο οποίο γίνεται, επίσης, από την Εναγόμενη, στην επιστολή της ημερομηνίας 21.04.2011, προς τον Ενάγοντα (σελ.425 του Τεκμηρίου 2), χωρίς ποτέ στο πλαίσιο της αλληλογραφίας αυτής να γίνει οποιαδήποτε μνεία στο Τεκμήριο 12 ή το εκεί αναφερόμενο υπόλοιπο.
Δεν χρειάζεται κατά τη γνώμη μου να παραθέσω επιπρόσθετες αντιφάσεις και ή αδυναμίες που παρατηρούνται στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 για να αιτιολογήσω την ανωτέρω, ήδη εκφρασθείσα, κρίση μου ως προς την ποιότητα της μαρτυρίας του. Κατά συνέπεια, τη μαρτυρία του, στο βαθμό που συγκρούεται με τη λοιπή ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία, δεν την αποδέχομαι.
Τελικά ευρήματα σε σχέση με το υπό αμφισβήτηση επίδικο ζήτημα
Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης της ενώπιόν μου μαρτυρίας προβαίνω στα εξής τελικά ευρήματα. Περί τον Οκτώβριο του 2010 το επίδικο έργο βρισκόταν στα τελικά στάδια του, πλην όμως σε αυτό παρατηρούντο εμφανείς κακοτεχνίες επί των εκτελεσθεισών εργασιών, αλλά και μη εκτέλεση εργασιών που θα έπρεπε να εκτελέσει η Εναγόμενη στη βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας. Είχε, στο μεταξύ, εκδοθεί από την Εναγόμενη το τελικό διατακτικό (Διατακτικό 10), το οποίο ο Ενάγοντας αρνείτο να αποπληρώσει λόγω των ανωτέρω κακοτεχνιών και μη εκτελεσθεισών εργασιών. Η Εναγόμενη, αρνείτο, επίσης, να ικανοποιήσει τα διάφορα σχετικά αιτήματα του Ενάγοντα, για διάφορους λόγους. Στο πλαίσιο αυτό, ο Πολιτικός Μηχανικός-Αρχιτέκτονας του έργου επιδίωξε να γεφυρώσει την διαφορά των μερών και ετοίμασε την επιστολή Τεκμήριο 12, με το περιεχόμενο της οποίας, αφού, προηγουμένως, προστέθηκαν, από τον εκπρόσωπο της Εναγόμενης, και οι ανωτέρω αναφερόμενες χειρόγραφες καταγραφές, οι διάδικοι συμφώνησαν. Στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 12, και ειδικότερα της παραγράφου 1 τούτου, η Εναγόμενη αποδέχθηκε να μην της καταβληθούν συγκεκριμένα ποσά (σύνολο €6.500), για ατέλειες που παρουσίαζε η ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση και οι σχετικές με τις κατασκευές αλουμινίων εκτελεσθείσες εργασίες της. Στη βάση δε των λοιπών παραγράφων του Τεκμηρίου 12, περιλαμβανομένων των χειρόγραφων καταγραφών, μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ο τρόπος με τον οποίο ο Ενάγοντας θα καταβάλει το υπόλοιπο οφειλόμενο, στη βάση του τελικού διατακτικού, ποσό, δεδομένου ότι η Εναγόμενη θα εκτελούσε, μέχρι τις 07.12.2010, τις εργασίες (εκτέλεση εργασιών και επιδιόρθωση κακοτεχνιών) οι οποίες αναφέρονταν ρητώς σε συγκεκριμένες λίστες που ετοίμασαν οι σύμβουλοι του Ενάγοντα και οι οποίες, αφενός γνωστοποιήθηκαν ήδη στην Εναγόμενη και αφετέρου αφορούσαν εργασίες που η τελευταία είχε αναλάβει να εκτελέσει στη βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας. Καμία από τις αναφερόμενες στις λίστες εργασίες δεν αφορούσε επιπρόσθετη εργασία (extra work). Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό, ότι και ο ίδιος ο Μ.Υ.1, στη προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί παρατηρούνται, μέχρι και σήμερα, κακοτεχνίες, ισχυρίστηκε ότι εκτέλεσε όλες ανεξαιρέτως τις εργασίες που αναφέρονταν στις εν προκειμένω λίστες, καθότι αναγνώριζε ότι αυτές δεν αφορούσαν επιπρόσθετες εργασίες, και ότι οι παρατηρούμενες σήμερα κακοτεχνίες αφορούν αστοχίες του προηγούμενου εργολάβου τις οποίες δεν ανέλαβε να επιδιορθώσει. Επανερχόμενος στα τελικά μου ευρήματα, σημειώνω ότι, με την τελευταία χειρόγραφη σημείωση επί του Τεκμηρίου 12, αναγνωριζόταν από την Εναγόμενη ότι έναντι του τελικού διατακτικού είχε ήδη λάβει το ποσό των €5.000. Σε χρόνο πριν τις 07.12.2010, και πιο συγκεκριμένα στις 03.12.2010, η Εναγόμενη απέστειλε επιστολή προς τον Πολιτικό Μηχανικό-Αρχιτέκτονα του έργου με την οποία ισχυριζόταν ότι διεκπεραίωσε όλες τις εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει με βάση το Τεκμήριο 12, οι οποίες εργασίες αφορούσαν σε παρατηρήσεις που καταγράφηκαν, κατά καιρούς, σε λίστες που ετοίμασαν οι σύμβουλοι του Ενάγοντα, τόσο σε σχέση με κακοτεχνίες που παρουσίαζε το έργο, όσο και με τις μη εκτελεσθείσες εργασίες που θα έπρεπε, στη βάση της συμφωνίας εργολαβίας, να εκτελεστούν. Η σχετική τοποθέτηση της Εναγόμενης επί της επιστολής της 03.12.2010 δεν ήταν αληθής, αφού στο έργο παρατηρούντο ακόμα μη εκτελεσθείσες εργασίες, καθώς επίσης και κακοτεχνίες οι οποίες προκαλούσαν σοβαρά προβλήματα στη χρήση της οικοδομής από τον Ενάγοντα και την επιχείρησή του, η οποία θα στεγαζόταν στα κατώτερα στρώματά της. Συνεπεία της εικόνας αυτής του έργου, ο Ενάγοντας έδωσε εντολή στη τράπεζά του όπως μη τιμήσει την επιταγή την οποία έκδωσε στη βάση των παραγράφων 1, 2 και 3 του τεκμηρίου 12, με αποτέλεσμα τούτη να του επιστραφεί. Μετά τις 07.12.2010, συνέχισε να ανταλλάσσεται αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων, καθώς επίσης και των παραγόντων του έργου, στη βάση των οποίων προβάλλονταν τα παράπονα του Ενάγοντα αλλά και των συμβούλων του σε σχέση με τις μη διεκπεραιωθείσες εργασίες, αλλά και κακοτεχνίες, τις οποίες η Εναγόμενη όφειλε να διεκπεραιώσει και ή επιδιορθώσει. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ενάγοντας, κατά καιρούς, στη βάση προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η Εναγόμενη, τα οποία η τελευταία προέβαλλε ως λόγο για την αδράνειά της, και παρά τη μη σχετική υποχρέωσή του, κατέβαλε σε αυτή διάφορα χρηματικά ποσά, και η πρώτη, εκτέλεσε κάποιες εργασίες και ή προέβη σε επιδιορθώσεις κάποιων κακοτεχνιών, πλην όμως, ακολούθως, επήλθε εκ νέου ρήξη στις σχέσεις των διαδίκων και η Εναγόμενη εγκατέλειψε το εργοτάξιο, με το έργο να συνεχίζει να παρουσιάζει αριθμό κακοτεχνιών, καθώς επίσης και μη εκτέλεση εργασιών που θα έπρεπε να εκτελέσει. Η αποζημίωση του Ενάγοντα για τις κακοτεχνίες και τις μη εκτελεσθείσες εργασίες από την Εναγόμενη, στην περίπτωση που η Υπεράσπιση της αντικατάστασης (novation) ή της μεταβολής (variation) δεν επιτύχει, ανέρχεται στο ποσό των €100.000, πλέον νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, αποζημίωση την οποία συμφώνησαν οι διάδικοι στα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας της παρούσας αγωγής.
Νομική πτυχή
Αποτελεί βασική αρχή δικαίου, η οποία αναγνωρίστηκε, τόσο στην αγγλική όσο και στη δική μας νομολογία, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη μιας συμφωνίας δύνανται να συμφωνήσουν εκ νέου επί του ίδιου αντικειμένου (με νέα συμφωνία) και σε μια τέτοια περίπτωση δυνατό να προκύψει αντικατάσταση (novation) της αρχικής συμφωνίας, με συνέπεια να απαλλαχθούν, αμφότεροι, από τα δικαιώματα και ή υποχρεώσεις τους που πήγαζαν από την τελευταία. Ο όρος «αντικατάσταση» επικράτησε να χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που στην νέα συμφωνία, προστίθεται νέος συμβαλλόμενος κάποιο τρίτο πρόσωπο, που είτε αντικαθιστά έναν εκ των συμβαλλομένων της αρχικής συμφωνίας, είτε καθίσταται συνεργάτης ενός εκ των συμβαλλομένων τούτης, με σκοπό, είτε, στην πρώτη περίπτωση, ο αντικατασταθείς συμβαλλόμενος να απαλλαγεί από τις/τα όποιες/α συμβατικές/α, στη βάση της αρχικής συμφωνίας, υποχρεώσεις και δικαιώματά του, είτε, στη δεύτερη περίπτωση, να δεσμεύεται και ο νέος συμβαλλόμενος από τις πρόνοιες της αρχικής συμφωνίας (βλ. Commercial Bank of Tasmania Ltd v. Jones [1893] A.C. 313 (P.C.), Chandler Bros v. Boswell [1936] 3 All E.R. 179 (C.A.), Chatsworth Investments Ltd v. Cussins (Contractors) Ltd [1969] 1 W.L.R. 1 (C.A.), Rasbora Ltd v. JCL Marine Ltd [1977] 1 Loyd’s Rep. 845, Halsbury’s Laws of England, 5th Edition, Vol. 22, para. 598 – 602, Chitty on Contract, Vol. 1 σελ. 1619, παρ. 22-031, Hudson’s Building and Engineering Contracts, 13th Edition, σελ. 1009 και 1010, παρ. 9-001 και Keating on Building Contract, 5th Edition, σελ. 274).
Στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα ν. Πολυδωρίδη κ.α. (1993) 1 Α.Α.Δ. 68, στην σελίδα 78, λέχθηκε με αναφορά στη σχετική νομοθεσία ότι "Το άρθρο 62 του περί Συμβάσεων Νόμου - Κεφ. 149, που καθιερώνει και ρυθμίζει την αντικατάσταση (novation) στο δίκαιο των συμβάσεων, προβλέπει ότι κάθε συμφωνία συνεπαγόμενη όχι μόνο την υποκατάσταση υφιστάμενης σύμβασης με νέα αλλά και την ακύρωση ή τη μετατροπή της, απαλλάττει τους συμβαλλόμενους από την υποχρέωση εκτέλεσης της. (Βλ. Pollock & Mulla, Indian Law of Contract and Specific Relief Acts, 10th Ed., σελ. 434 κ.επ.)."
Ομοίως, στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου κ.α. ν. Coudounaris Food Products Ltd κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641, στις σελίδες 647 και 648 σημειώθηκε ότι:
"Νέα σύμβαση (novation) υποδηλοί τη δημιουργία μεταξύ των συμβαλλομένων ή/και άλλων, νέας σύμβασης σε αντικατάσταση της υφιστάμενης. Στο αγγλικό Σύγγραμμα Cheshire and Fifoot "Law of Contract", 7η έκδοση, σελίδα 473 (που αναφέρθηκε και από το πρωτόδικο Δικαστήριο), αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Novation is a transaction by which, with the consent of all the parties concerned, a new contract is substituted for one that has already been made. The new contract may be between the original parties, e.g. where a written agreement is later incorporated in a deed; or between different parties, e.g. where a new person is substituted for the original debtor or creditor. It is this last form, the substitution of one creditor for another that concerns us at the moment. The effectiveness of such a substitution was concisely illustrated by Buller J.:
'Suppose A. owes B. £100.-, and B. owes C. £100.- and the three meet, and it is agreed between them that A. shall pay C. the £100.-; B.'s debt is extinguished, and C. may recover the sum against A.'".
Επίσης το Αγγλικό Σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 8, παράγραφος 460 (το οποίο επίσης αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο), κάτω από τον τίτλο "Novation", αναφέρει τα εξής:
"460. Meaning of novation. Novation is, in effect, a form of assignment in which, by the consent of all parties, a new contract is substituted for an existing contract. Usually, but not necessarily (o), a new person becomes party to the new contract, and some person who was party to the old contract is discharged from further liability. The introduction of a new party prevents the new contract from being a mere accord without satisfaction (p), and thus affords a defence to any action upon the old contract (q).
For novation to ensue there must be not only the substitution of some other obligation for the original one, but also the intention or animus novandi (r).".
Δύο βασικά σημεία προκύπτει ότι είναι απαραίτητα για τη δημιουργία νέας συμφωνίας:
(α) Η ύπαρξη μιας αρχικής συμφωνίας.
(β) Η διαγραφή των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών, ή του ενός, στην αρχική συμφωνία και η ανάληψη των υποχρεώσεων αυτών από ένα τρίτο μέρος στη νέα συμφωνία.
Επίσης, βασική προϋπόθεση είναι η πρόθεση των μερών για αντικατάσταση της υφιστάμενης συμφωνίας (animus novandi).
Η νέα όμως συμφωνία ή πράξη δεν συνιστά novation παρά μόνο αν εκφράζεται καθαρά η πρόθεση των μερών ότι η οφειλή από τον Άλφα προς τον Βήτα θα διαγραφεί."
Όταν όμως η νέα αυτή συμφωνία συνομολογείται μεταξύ των υφιστάμενων συμβαλλομένων της αρχικής συμφωνίας, επικράτησε να χρησιμοποιείται ο όρος «μεταβολή» (variation), με τις συνέπειες να παραμένουν οι ίδιες ως ισχύει και για την αντικατάσταση, νοουμένου ότι μέσω της νέας αυτής συμφωνίας προκύπτει ξεκάθαρα η πρόθεση των συμβαλλόμενων να ακυρώσουν (resign) την αρχική συμφωνία (βλ. Halsbury’s Laws of England, (ανωτέρω), παρ. 598). Σε μια τέτοια δε περίπτωση, οι σχέσεις, πλέον, των μερών, διέπονται από τη νέα συμφωνία. Αν από την άλλη, η μεταβολή αφορά μόνο κάποιους από τους όρους της αρχικής συμφωνίας, τότε η νέα συμφωνία δεσμεύει του συμβαλλόμενους μόνο αναφορικά με τους μεταβληθέντες όρους, με την αρχική συμφωνία, κατά τα λοιπά, να παραμένει ζωντανή.
Επομένως, σε αυτή την περίπτωση (νέας συμφωνίας μεταξύ των συμβαλλομένων της αρχικής συμφωνίας), το κρίσιμο ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει είναι το κατά πόσο η νέα συμφωνία αποτελεί απλώς μεταβολή κάποιων εκ των όρων της αρχικής συμφωνίας, χωρίς η τελευταία να ακυρώνεται ή κατά πόσο τούτη (η νέα συμφωνία) συνομολογήθηκε με σκοπό να ακυρώσει την αρχική συμφωνία και να απαλλάξει τα μέρη από τις όποιες εκεί προβλεπόμενες υποχρεώσεις και ή δικαιώματά τους (βλ. Chitty on Contract, (ανωτέρω), σελ. 1620, παρ. 22-033). Το ερώτημα αυτό, ως αποφασίστηκε στην υπόθεση Morris v. Baron & Co [1918] A.C. 1, απαντάται στη βάση της εξής συλλογιστικής: per Lord Dunedin «The difference between variation and recission is a real one, and it tested, to my thinking, by this: In the first case there are no such executory clauses in the second arrangement as would enable you to sue upon that alone if the first did not exist; in the second you could sue on the second arrangement alone, and the first contract is got rid of either by express words to that effect, or because, the second dealing with the same subject-matter as the first but in a different way, it is impossible that the two should be both performed» και per Lord Haldane «…there would have been made manifest the intention in any event of a complete extinction of the first and formal contract, and not merely the desire of an alteration, however sweeping, in terms which leave it still subsisting.»
Όπως, όμως, και να έχει το πράγμα, τόσο στην περίπτωση της αντικατάστασης, όσο και στην περίπτωση της μεταβολής, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι η νέα συμφωνία είναι δεσμευτική για τα μέρη σε βαθμό που απαλλάσσονται από τις συμβατικές υποχρεώσεις τους που πήγαζαν από την αρχική συμφωνία, θα πρέπει η νέα συμφωνία να παρουσιάζει όλα τα αναγκαία χαρακτηριστικά μιας νόμιμης δεσμευτικής συμφωνίας, μεταξύ άλλων, και αντιπαροχή - αντάλλαγμα (βλ. Chitty on Contract, (ανωτέρω), σελ. 1621, παρ. 22-035). Δεν μου διαφεύγει η αναφορά στο σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, έκδοση του 2021, σελ. 649 και 650, ότι, στη Κύπρο, στη βάση των αρχών της επιείκειας, δεν απαιτείται ύπαρξη αντιπαροχής για να δύναται ένας συμβαλλόμενος να επικαλείται ότι μέσω της νέας συμφωνίας αποδεσμεύτηκε από υποχρεώσεις που είχε στη βάση της αρχικής. Η θέση αυτή, όμως, εδραιώθηκε, ως εκεί αναφέρεται και υπεδείχθη ανωτέρω, στη βάση των αρχών της επιείκειας (απεμπόληση (waiver) και κώλυμα (estoppel)), υπερασπίσεις οι οποίες, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν δύνανται να εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής. Κατά συνέπεια, η ανάγκη - για εφαρμογή της υπεράσπισης της αντικατάστασης ή της μεταβολής - απόδειξης ύπαρξης αντιπαροχής, παραμένει επιβεβλημένη, καθότι αμφότερες οι υπερασπίσεις αυτές επιβάλλουν την απόδειξη ότι μεταξύ των διαδίκων συνομολογήθηκε νέα νόμιμη δεσμευτική συμφωνία, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τούτοι να απαλλαχθούν από τις συμβατικές υποχρεώσεις και ή δικαιώματά τους ως αυτά πήγαζαν από την αρχική συμφωνία (βλ. επίσης και την υπόθεση Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδης Λτδ v. G & C Exhaust Systems Ltd (2001) 1 Α.Α.Δ. 500, στη οποία, δια της ακόλουθης κρίσης, επιβεβαιώθηκε η ανάγκη, και στη Κύπρο, ύπαρξης αντιπαροχής για σκοπούς εφαρμογής της υπεράσπισης της μεταβολής: «Η υπόσχεση εκείνη ισοδυναμεί με απεμπόληση (waiver) του δικαιώματος της εφεσείουσας να αναβάλει την παράδοση των υποστατικών. Διακρίνεται από τη μεταβολή (variation) και δεν χρειάζεται αντιπαροχή (Chitty on Contracts, Vol. I, General Principles, 27 εκ. παραγ. 22-040)).
Στην περίπτωση της μεταβολής (variation), και δη όταν οι συμβαλλόμενοι της αρχικής συμφωνίας συνομολογούν νέα συμφωνία επί του ιδίου αντικειμένου, δεν λογίζεται ότι συμβαλλόμενος της νέας αυτής συμφωνίας παρείχε αντιπαροχή, και, κατά συνέπεια, ότι επήλθε μεταβολή, αν απλώς αναλαμβάνει να εκτελέσει εργασίες τις οποίες είχε, ούτως ή άλλως, συμβατική υποχρέωση να εκτελέσει στη βάση των όρων της αρχικής συμφωνίας, εκτός αν, ρητώς, στη βάση των όρων της νέας συμφωνίας προκύπτει, αβίαστα, ότι αστάθμητοι και απρόβλεπτοι παράγοντες καθιστούν την εκτέλεση τους εκτός του πλαισίου της αρχικής συμφωνίας, εις τρόπον δηλαδή που επιζητείται από αυτόν να εκτελέσει επιπρόσθετες εργασίες για τις οποίες δεν υπήρχε ειδική πρόβλεψη στην αρχική συμφωνία και δη ότι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως λογικά αναμενόμενες, στη βάση της, εργασίες που θα έπρεπε να εκτελεστούν (βλ. Hudson’s Building and Engineering Contracts, (ανωτέρω), σελ. 634 - 637, παρ. 5-020[1] και γενικότερα 5-021 και– 5-022, Stilk v. Myrick (1809) 2 Camp. 317 και Williams v. Roffey Bros & Nicholls (Contractors) Ltd [1991] WASCA 10).
Υπαγωγή γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή στο ανωτέρω νομικό πλαίσιο που τα διέπει.
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομικές αρχές στα τελικά μου ευρήματα, είναι με ασφάλεια που καταλήγω ότι η μοναδική υπεράσπιση που προβάλλει η Εναγόμενη δεν μπορεί να πετύχει. Ως ήδη σημειώθηκε, ανωτέρω, με εξαίρεση την πρώτη παράγραφο του Τεκμηρίου 12, στο πλαίσιο της οποίας, ρητώς, οι διάδικοι συμφώνησαν να μεταβάλουν τις εκατέρωθεν υποχρεώσεις και δικαιώματα τους, ως αυτά πήγαζαν από την αρχική συμφωνία, και δη ο Ενάγοντας να απαλλαχθεί από την υποχρέωση να καταβάλει συγκεκριμένη αντιπαροχή για τις αναφερόμενες στο τελευταίο διατακτικό ηλεκτρομηχανολογικές και σχετικές με τις κατασκευές αλουμινίων εργασίες, και η Εναγόμενη να εγκαταλείψει την όποια σχετική απαίτησή της στη βάση της αναγνώρισης, από πλευράς της, ότι τούτες (οι εργασίες), παρουσίαζαν ατέλειες, κάθε τι άλλο συμφωνήθηκε μέσω του Τεκμηρίου 12 αφορούσε απλώς στον τρόπο με τον οποίο θα καταβαλλόταν από τον Ενάγοντα στην Εναγόμενη το υπόλοιπο οφειλόμενο, στη βάση του τελικού διατακτικού, ποσό, νοουμένου ότι η Εναγόμενη, εντός συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, θα εκτελούσε διορθωτικές και ή κατασκευαστικές εργασίες, τις οποίες, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να εκτελέσει στη βάση των προνοιών της αρχικής συμφωνίας. Προκύπτει δε αβίαστα από το λεκτικό του Τεκμηρίου 12, ότι παρεχόταν στον Ενάγοντα χρόνος 12 μηνών, από την σύνταξη του Τεκμηρίου 12, για να καταβάλει τα σχετικά ποσά, και τούτο, προφανώς, ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να κατέχει το ακίνητο, μετά την παραλαβή του, για το χρονικό αυτό διάστημα ενός έτους, ως η αρχική συμφωνία προέβλεπε (βλ. άρθρο 16 τούτης – Έμπρακτη Συμπλήρωση και Περίοδος Ευθύνης για Ελαττώματα, Τεκμήριο 7).
Δεδομένων των πιο πάνω, εύκολα μπορεί κάποιος, στη βάση της ανωτέρω (στη νομική πτυχή) συλλογιστικής, να καταλήξει, εξ ου και κρίνω, ότι με εξαίρεση την πρώτη παράγραφο του Τεκμηρίου 12, για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν, κανένας εκ των διαδίκων δεν θα μπορούσε, με μόνη βάση το εν προκειμένω τεκμήριο, να καταχωρήσει αγωγή εναντίον του αντιδίκου του, χωρίς να προκύπτει ανάγκη συνυπολογισμού των όρων της συμφωνίας εργολαβίας.
Και τούτο γιατί, τυχόν παράπονο της Εναγόμενης για μη καταβολή από τον Ενάγοντα των ποσών που αναγράφονται στο Τεκμήριο 12, καθιστούσε αναγκαίο τον συνυπολογισμό των, σχετικών με τις εργασίες που θα έπρεπε να εκτελέσει η Εναγόμενη, όρων της συμφωνίας εργολαβίας, ώστε να διαφανεί ότι αν οι εργασίες που εκτέλεσε αφορούσαν ή όχι εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει στη βάση της ή επιπρόσθετες (extra) εργασίες. Υπενθυμίζω, στο σημείο αυτό, ότι στη βάση της εκδοχής της Εναγόμενης, πλειάδα διορθωτικών εργασιών για τις οποίες παραπονείτο ο Ενάγοντας, αφορούσαν εργασίες που ουδέποτε η Εναγόμενη ανέλαβε να εκτελέσει με βάση τη συμφωνία εργολαβίας, και κατά συνέπεια δεν τις εκτέλεσε, καθότι, για την εκτέλεση τους, ως επιπρόσθετες εργασίες, θα έπρεπε ο Ενάγοντας να καταβάλει επιπρόσθετα χρήματα, κάτι που αρνείτο να πράξει. Σημειώνω, επίσης, ότι, το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 12, δεν είναι διαφωτιστικό ως προς τις λίστες που εκεί αναφέρονται ή τον συντάκτη τους. Προσθέτω, προς τούτο, συναφώς πάντα, ότι, στη βάση της εκδοχής της Εναγόμενης, δεν όφειλε να εκτελέσει καμιά εργασία, παρά μόνο αν αυτή απαιτείτο από τον «άρχοντα» του έργου και δη τον αρχιτέκτονα-πολιτικό μηχανικό, και ότι, λίστες με ατέλειες ετοιμάστηκαν και από άλλους παράγοντες του έργου, όπως ο Ενάγοντας και άλλοι σύμβουλοι του. Τέλος, πάντα σε σχέση με τυχόν απαίτηση της Εναγόμενης, στο διατακτικό, για την εξόφληση του οποίου υπογράφθηκε το Τεκμήριο 12, αναφέρονταν εργασίες που κατά την Εναγόμενη είχε εκτελέσει, ενώ στις λίστες ατελειών, που αναφέρονται στο εν λόγω τεκμήριο, αναφερόταν και πλειάδα άλλων ατελειών και ή κακοτεχνιών ή, ακόμα, και μη εκτελεσθείσες εργασίες, για τις οποίες αναγκαίο ήταν να ανατρέξει κάποιος στους όρους της συμφωνίας εργολαβίας για να εξετάσει αν εκτελέστηκαν από την Εναγόμενη επαρκώς και σε αποδεκτό επίπεδο.
Ομοίως, για να μπορούσε ο Ενάγοντας, στη βάση των προνοιών του Τεκμηρίου 12, να εναγάγει την Εναγόμενη για μη εκτέλεση ή επιδιόρθωση των εργασιών που αναφέρονταν στις λίστες, ή για να απαλλαγεί από την ευθύνη του να καταβάλει τα χρήματα που αναφέρονται σε αυτό (Τεκμήριο 12), θα έπρεπε, επίσης, να συνυπολογιστούν οι σχετικοί, με τις εργασίες που θα έπρεπε να εκτελέσει η Εναγόμενη, όροι της συμφωνίας εργολαβίας, ώστε να καταδείξει ότι οι αναφερόμενες στις εν λόγω λίστες εργασίες, αφενός αποτελούν εργασίες που προνοούνται στη συμφωνία εργολαβίας και αφετέρου δεν εκτελέστηκαν στο αποδεκτό, στη βάση της, επίπεδο.
Επομένως, το Τεκμήριο 12, με εξαίρεση τα όσα συμφωνήθηκαν στην πρώτη παράγραφο τούτης, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει, από μόνο του, και δη χωρίς τον αναγκαίο συνυπολογισμό των όρων της συμφωνίας εργολαβίας, τη βάση για να μπορεί οποιοσδήποτε εκ των διαδίκων να εναγάγει τον αντίδικό του. Τούτου δοθέντος, είναι με ευκολία, επαναλαμβάνω, που καταλήγω ότι με το Τεκμήριο 12, οι διάδικοι δεν ακύρωσαν (resigned) τη συμφωνία εργολαβίας, παρά μόνο μετέβαλαν τούτη. Και τούτο μόνο, (α) ως προς την αντιπαροχή του Ενάγοντα για τις αναφερόμενες στο διατακτικό 10 εργασίες, που σχετίζονται με την ηλεκτρομηχανολογική εγκατάσταση και τις κατασκευές αλουμινίων, λόγω ατελειών (παράγραφος 1 του τεκμηρίου 12) και (β) το χρόνο περάτωσης και παράδοσης του έργου (07.12.2010), σε αντιδιαστολή με το σχετικό αναφερόμενο στη συμφωνία εργολαβίας.
Όπως όμως και να έχει το πράγμα, στη βάση των ανωτέρω, σχετικών με τη μεταβολή, νομολογιακών αρχών (βλ. Hudson’s Building and Engineering Contracts, (ανωτέρω), σελ. 634 - 637, παρ. 5-020 – 5-022), η Εναγόμενη δεν θα μπορούσε, ούτως ή άλλως, να επικαλεστεί την εν προκειμένω υπεράσπιση (μεταβολή - όχι ακύρωση (rescission)) για το μέρος εκείνο του Τεκμηρίου 12 (με εξαίρεση την πρώτη παράγραφο του), καθότι, το εν προκειμένω μέρος του, δεν πληροί τις προϋποθέσεις γένεσης της εν λόγω υπεράσπισης, αφού αμφότεροι οι διάδικοι, μέσω του, ανέλαβαν απλώς να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους ως αυτές προβλέπονταν στη συμφωνία εργολαβίας, και δη την Εναγόμενη να εκτελέσει επαρκώς και αποδεκτώς (δια επιδιορθώσεως των κακοτεχνιών και ατελειών ήδη εκτελεσθεισών εργασιών και εκτελέσεως άλλων εργασιών) τις εκεί προβλεπόμενες εργασίες και τον Ενάγοντα να εξοφλεί, απλώς, το σχετικό τελικό διατακτικό, πλην του ποσού που ρητώς συμφωνήθηκε στην πρώτη παράγραφο τούτου να μην καταβληθεί. Για τη δε μεταβολή του χρόνου αποπεράτωσης και παράδοσης του έργου, και δη μέχρι και τις 07.12.2010 (σε αντιδιαστολή με τον σχετικό προβλεπόμενο στη συμφωνία εργολαβίας χρόνο), δεν μετεβλήθει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, η προβλεπόμενη στη συμφωνία εργολαβίας αντιπαροχή του Ενάγοντα, ο οποίος, ως ήδη σημειώθηκε, όφειλε, απλώς, να εξοφλήσει το υπόλοιπο ποσό του διατακτικού 10, το οποίο εκδόθηκε στη βάση των όρων της συμφωνίας εργολαβίας.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η Εναγόμενη δεν κατάφερε να αποδείξει ότι στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα αγωγή τυγχάνει εφαρμογής η υπεράσπιση της αντικατάστασης ή της μεταβολής. Κατά συνέπεια, δεδομένης της απόρριψης της μόνης προωθηθείσας υπεράσπισης, στη βάση των, κατά τα άλλα, συμφωνηθέντων μεταξύ των διαδίκων, ο Ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση υπέρ του και εναντίον της Εναγόμενης ως η συμφωνία των Μερών.
Επομένως εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης για το ποσό των €100.000, πλέον νόμιμο τόκο επί του εν λόγω ποσού από την ημέρα καταχώρισης της αγωγής μέχρι τελείας εξοφλήσεως.
Ως προς τα έξοδα, δεν έχω κανένα λόγο για να αποκλίνω από τον κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας και κατά συνέπεια, τούτα επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………
Δ. Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] «Instructions which do no more than insist upon the full discharge of all the Contractor’s actual or potential completion obligations in these various situations will not, therefore, constitute a variation or change, as a matter of interpretation of those terms as used in a variation or changes clause, even though, in some cases altered or additional undescribed work may be involved. A further reason for denying liability will be because, on general principles, there will be no consideration present for any promise by the Employer to pay extra for work, even though undescribed in the original contract, which the Contractor is already bound to carry out as included in his price (although in some situations, not applicable to the present discussion, other forms of consideration can sometimes be found). The only case, rare at the present day, in which an Employer might theoretically be liable to the Contractor in such a situation, it is submitted, will be if the Architect’s decision or certificate has been made permanently binding on the Employer as to what will constitute “extras” or varied work».
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο