Wade Adams Contracting (Cyprus) Ltd ν. Lois Builders Limited, Αρ. Αγωγής: 435/2025, 14/11/2025
print
Τίτλος:
Wade Adams Contracting (Cyprus) Ltd ν. Lois Builders Limited, Αρ. Αγωγής: 435/2025, 14/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Π.Ε.Δ

Αρ. Αγωγής: 435/2025

Μεταξύ:

Wade Adams Contracting (Cyprus) Ltd

 

Ενάγουσας

και

 

Lois Builders Limited

Εναγόμενης

 

Αίτηση ημερομηνίας 17.3.25 για Προσωρινό Διάταγμα

 

Ημερομηνία:  14 Νοεμβρίου, 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα – Αιτήτρια:  κ. Π. Δημητριάδης για Κώστας Π. Δημητριάδης  Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη – Καθ΄ ης η αίτηση: κα N. Κουκουμά για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μετά από αίτηση της μονομερώς η Αιτήτρια εξασφάλισε προσωρινό Διάταγμα που να απαγορεύει στην Εναγόμενη, είτε απευθείας είτε μέσω των αξιωματούχων, υπαλλήλων ή αντιπροσώπων της, από το να καταχωρήσει, προωθήσει, δημοσιεύσει και κοινοποιήσει ή επιδώσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο αίτηση για εκκαθάριση της Ενάγουσας στη βάση του αμφισβητούμενου χρέους που αναφέρεται στην απαίτηση πληρωμής της Εναγόμενης κατά της Ενάγουσας ημερ. 27/02/2025, μέχρι τελικής απόφασης του Δικαστηρίου στην παρούσα απαίτηση ή μέχρι νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6), στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023 Μέρος 23, Μέρος 25 και Μέρος 32, στον περί Εταιρειών Νόμο άρθρα 209, 211 και 212, στο κοινοδίκαιο, στις αρχές της επιείκειας και στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.

 

 H αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του διευθυντή της Ενάγουσας ο οποίος αναφέρει τα ακόλουθα, όπως προσπάθησα να τα συνοψίσω: Η Ενάγουσα είναι κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο που ανέρχεται σε €8,000,000, και κατέχεται από τον μόνο μέτοχο της, δηλαδή την εταιρεία Wade Adams (Middle East) Limited (εγγεγραμμένη στα British Virgin Islands). Είναι κατασκευαστική εταιρεία, και μέλος του ομίλου εταιρειών Wade Adams (ο «Όμιλος»), του οποίου μητρική είναι η Wade Adams (Middle East) Limited. Ο Όμιλος είναι διεθνής με κύρια εργασία τις κατασκευές και αναπτύξεις έργων και είναι επίσης κερδοφόρα επιχείρηση, με καθαρή αξία στοιχείων ενεργητικού (net asset value) πέραν των $200,000,000 (Δολαρίων Αμερικής). Η οικονομική κατάσταση της Ενάγουσας είναι επίσης καλή. Τα περιουσιακά της  στοιχεία κατά τις 30/9/24, ημερομηνία των πιο πρόσφατων ελεγμένων οικονομικών καταστάσεων της, υπερβαίνουν τις υποχρεώσεις της κατά €1,8 εκατομμύρια. Ο λόγος της καλής οικονομικής θέσης της Ενάγουσας είναι η ισχυρή κεφαλαιοποίηση της, η οποία είναι το αποτέλεσμα της προθυμίας του Ομίλου να παρέχει στην Ενάγουσα τα κεφάλαια που απαιτούνται για την διεξαγωγή των εργασιών της.

 

Η Εναγόμενη είναι κυπριακή εταιρεία με κύρια δραστηριότητα τις κατασκευές και αναπτύξεις έργων. Είναι γενικά γνωστό στην οικοδομική βιομηχανία ότι η οικονομική κατάσταση της Εναγόμενης είναι κακή, και ότι γενικά δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της. Υπάρχουν περιπτώσεις που τα εργολαβικά συμβόλαια που συνάπτει η Ενάγουσα τερματίζονται από τους σχετικούς εργοδότες, προφανώς λόγω της αδυναμίας της Ενάγουσας να εκτελέσει τα έργα που αναλαμβάνει. Πρόσφατα παραδείγματα αποτελούν το έργο “ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΑΛΙΕΥΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΤΑΜΟΥ ΣΤΟ ΛΙΟΠΕΤΡΙ, ΦΑΣΗ Α” και το έργο «Δημοτική αγορά και δημοτικός χώρος στάθμευσης στη Λάρνακα» του Δήμου Λάρνακας

 

Το Δεκέμβριο 2020, η Ενάγουσα και η Εναγόμενη συνέστησαν υπό τη μορφή ομόρρυθμου συνεταιρισμού την κοινοπραξία LOIS BUILDERS LIMITED - WADE ADAMS CONTRACTING (CYPRUS) LIMITED JV (η «Κοινοπραξία»). Η Κοινοπραξία ανέλαβε, ως κυρίως εργολάβος ή υπεργολάβος, την εκτέλεση αριθμού έργων, δημοσίων και ιδιωτικών τα οποία απαριθμούνται στην ένορκη δήλωση. Για κάθε ένα από τα εν λόγω έργα, με την εξαίρεση ενός, οι διάδικοι υπέγραφαν συμφωνία κοινοπραξίας (joint venture agreement) παρόμοιου περιεχομένου. Με την κάθε συμφωνία συμφωνούνταν ζητήματα όπως τα ποσοστά συμμετοχής του κάθε μέλους στο εκάστοτε έργο (τα οποία κυμαίνονταν από 30% - 70% για τα διάφορα έργα), αντιπροσώπευση και διακυβέρνηση, προσωπικό και εξοπλισμός, υποχρέωση για παροχή κεφαλαίου κίνησης (working capital) όπου αυτό απαιτείτο και διανομή κερδών και υποχρέωση κάλυψης ζημιών στη βάση των αντίστοιχων ποσοστών συμμετοχής των μερών. Περαιτέρω, υπάρχουν κάποιες συμβάσεις μεταξύ των μερών που δεν είναι κοινοπρακτικές συμβάσεις, και τις οποίες τα μέρη σύναψαν προσωπικά και όχι ως συνέταιροι στην κοινοπραξία.

 

Υπάρχει επίσης το έργο με την ονομασία «Κέντρο Επιχειρηματικής Καινοτομίας – Συνοικία Δημιουργικών Επιχειρήσεων – Αποκατάσταση και Επέκταση Παλιάς Δημοτικής Αγοράς» του Δήμου Λευκωσίας (το «Έργο»), στο οποίο αφορά η απαίτηση πληρωμής της Εναγόμενης. Το Έργο έχει ως εργοδότη τον Δήμο Λευκωσίας και αφορά την αποκατάσταση και επέκταση της παλιάς δημοτικής αγοράς για την δημιουργία επιχειρηματικής καινοτομίας. Κυρίως εργολάβος του Έργου, και αντισυμβαλλόμενος του Δήμου Λευκωσίας στο σχετικό οικοδομικό συμβόλαιο, είναι η Εναγόμενη και όχι η Κοινοπραξία. Όμως, πρόθεση των μερών ήταν πάντοτε το Έργο να ανήκει στην Κοινοπραξία (όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των μερών). Εξ’ ου και στις 11/1/2021 υπογράφηκε αναφορικά με το Έργο κοινοπρακτική συμφωνία, πανομοιότυπη με τις κοινοπρακτικές συμφωνίες για τα υπόλοιπα έργα, η οποία προνοούσε για συμμετοχή των μερών στο Έργο με ποσοστά 60% για την Εναγόμενη και 40% για την Ενάγουσα. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο ΘΚ 6 δέσμη που αποτελείται από αντίγραφο της κοινοπρακτικής συμφωνίας αναφορικά με το Έργο και ορισμένες τροποποιητικές ή παρεπόμενες συμφωνίες. Κατ’ επέκταση, το οποιοδήποτε κέρδος ή ζημιά, καθώς και η οποιαδήποτε χρηματοδότηση, του Έργου θα κατανεμόταν μεταξύ των μερών βάσει των ποσοστών συμμετοχής που συμφωνήθηκαν. Σημειώνει ότι ο λόγος για τον οποίο το οικοδομικό συμβόλαιο υπογράφηκε στο όνομα της Εναγόμενης ήταν ότι είχε προηγηθεί της έναρξης της συνεργασίας μεταξύ των μερών η υποβολή προσφοράς για το Έργο από την Εναγόμενη και η κατακύρωση του Έργου σε αυτήν.

 

Στις 27/2/25, επιδότης παρέδωσε σε αντιπρόσωπο της Ενάγουσας στο γραφείο της τελευταίας στην Βιομηχανική Περιοχή Νήσου, επιστολή της Εναγόμενης ημερ. 27/2/25, η οποία συνιστούσε απαίτηση πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 212(α) του Κεφ. 113 (η «Απαίτηση Πληρωμής») η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο ΘΚ 7 στη βάση της οποίας  η Εναγόμενη απαίτησε από την Ενάγουσα την πληρωμή ποσού €639,888.47, με την αιτιολογία ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 40% της ζημιάς του Έργου που αναλογεί στην Ενάγουσα. Σύμφωνα με την Απαίτηση Πληρωμής, τα έξοδα του Έργου ανήρθαν σε €6,460,928.52, ενώ τα έσοδα του σε €4,861,207.34. Συνεπώς η διαφορά τους, δηλαδή €1,599,721.18, συνιστά τη ζημιά του Έργου και το 40% της ζημιάς, δηλαδή €639,888.47, αναλογεί στην Ενάγουσα. Η Εναγόμενη θεωρεί πως το ποσό αυτό είναι οφειλόμενο από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη, και το αξιώνει, αναφέροντας επίσης ότι η Ενάγουσα έχει αναγνωρίσει την οφειλή αυτή στις οικονομικές της καταστάσεις για το έτος που λήγει 30/9/2024 και την οφειλή ως είχε κατά τις 30/9/22 μέσω συμπληρωματικής συμφωνίας (Παράρτημα Β Απαίτησης Πληρωμής). Με την Απαίτηση Πληρωμής η Εναγόμενη ζητά πληρωμή του κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενου ποσού και αναφέρει πως αν αυτό δεν γίνει εντός 21 ημέρων, η Εναγόμενη θα προχωρήσει με την καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας. Αποτελεί θέση της Ενάγουσας ότι κανένα ποσό δεν οφείλει στην Εναγόμενη και ότι η Απαίτηση Πληρωμής είναι εντελώς αβάσιμη και υποβάλλεται καταχρηστικά και αποκλειστικά για να εξασκηθεί αθέμιτη πίεση στη Ενάγουσα.

 

Παρά το ότι το Έργο άνηκε στην Κοινοπραξία οι πληρωμές του εργοδότη του Έργου γίνονταν προς την Εναγόμενη, αφού με αυτή είχε, και εξακολουθεί να έχει, συμβατική σχέση. Η Εναγόμενη, παρά το ότι όφειλε να εμβάζει με τη σειρά της προς την Κοινοπραξία τα ποσά που εισέπραττε από τον εργοδότη, όπως αναφέρεται στην ανάληψη υποχρέωσης ημερ. 2/2/22, συμμορφώθηκε με την υποχρέωση της  αυτή  μόνο μερικώς. Συγκεκριμένα, εισέπραξε από τον εργοδότη του Έργου μέχρι τις 28/2/2024 το συνολικό ποσό των €4,738,031.15 και έμβασε στην Κοινοπραξία μόλις το ποσό των €1,654,472.02, κρατώντας  στους τραπεζικούς λογαριασμούς της το ποσό των €3,083,559.39. Προς επιβεβαίωση των πιο πάνω επισυνάπτονται ως Τεκμήριο ΘΚ 7 πιστοποιητικό πληρωμής του Δήμου Λευκωσίας και ως Τεκμήριο ΘΚ 9 τα ποσά που η Εναγόμενη πλήρωσε προς την Κοινοπραξία αναφορικά με το Έργο. Επίσης, η Κοινοπραξία πλήρωσε ένα μεγάλο μέρος των εξόδων του Έργου, πολύ μεγαλύτερο από τα ποσά που εισέπραξε. Συγκεκριμένα,  η Κοινοπραξία πλήρωσε αναφορικά με το Έργο έξοδα ύψους €3,729,486 (Τεκμήριο ΘΚ 10). Το ποσό της διαφοράς, που συνιστά και την χρηματοδότηση του Έργου εκ μέρους της Κοινοπραξίας, ανέρχεται σε €2,075,030. Το 60% του ποσού αυτού, δηλαδή €1,245,018 έπρεπε να καταβληθεί από την Εναγόμενη και μόνο το 40% από την Ενάγουσα. Η Εναγόμενη όμως ουδέν πλήρωσε, και συνεπώς η Ενάγουσα παρείχε  ολόκληρο το ποσό αυτό. Η Κοινοπραξία έπρεπε να χρηματοδοτήσει μόνο την ζημιά του Έργου, δηλαδή €1,599,721.18 στη βάση των αριθμών της Απαίτησης Πληρωμής. Ο λόγος που η Κοινοπραξία πλήρωσε μεγαλύτερο ποσό είναι η αντισυμβατική πρακτική της Εναγόμενης να μην εμβάζει στην Κοινοπραξία όλες τις εισπράξεις του Έργου. Με δεδομένο ότι τα έξοδα του Έργου είναι €6,460,928.52 όπως αναφέρεται στην Απαίτηση Πληρωμής, και από αυτά η Κοινοπραξία πλήρωσε €3,729,486, προκύπτει ότι η Εναγόμενη πλήρωσε έξοδα ύψους €2,731,442.52. Στη βάση όμως του ποσού που κράτησε η Εναγόμενη όχι μόνο δεν συνείσφερε το μέρος της ζημιάς του Έργου που της αναλογεί, αλλά από θέμα ταμειακών ροών είναι σε θετική θέση, καθώς το ποσό που κράτησε από τις εισπράξεις του Έργου ανέρχεται σε €3,083,559.39 ενώ τα έξοδα που πλήρωσε ανέρχονται σε  €2,731,442.52. Συνεπώς, κράτησε στα ταμεία της πλεόνασμα ύψους €352,116.87 αναφορικά με το Έργο. Σύμφωνα με τον όρο 11.1 της συμφωνίας κοινοπραξίας αναφορικά με το Έργο ο καταμερισμός του κέρδους / ζημιάς γίνεται αφού ληφθούν υπόψη οι χρηματοδοτήσεις που έκανε κάθε μέρος αναφορικά με το Έργο. Κάτι που η Απαίτηση Πληρωμής αγνοεί παντελώς. Συνεπώς, όχι μόνο  η Ενάγουσα δεν οφείλει στη Εναγόμενη οποιοδήποτε ποσό αναφορικά με το Έργο, αλλά είναι η Εναγόμενη που οφείλει στη Ενάγουσα όχι μόνο το ποσό της ζημιάς του Έργου που της αναλογεί και ουδέποτε συνείσφερε (€959,832.71 βάσει των αριθμών της Απαίτησης Πληρωμής) αλλά και το ποσό που αναλογεί στη Ενάγουσα από πλεόνασμα πληρωμών / εισπράξεων που κατακράτησε η Εναγόμενη (€352,116.87 βάσει των αριθμών της Απαίτησης Πληρωμής).  

 

Θέση του ενόρκως δηλούντα είναι, περαιτέρω, ότι η Εναγόμενη οφείλει στη Ενάγουσα μερικά εκατομμύρια αναφορικά με την Κοινοπραξία γενικότερα στη βάση του γεγονότος ότι η Ενάγουσα χρηματοδοτεί κατ’ ουσία μόνη της εδώ και χρόνια την Κοινοπραξία, με ποσά πολλαπλάσια του μεριδίου που της αναλογεί, ενώ η Εναγόμενη δεν συνεισφέρει το δικό της μερίδιο. Στη βάση των οικονομικών καταστάσεων της Κοινοπραξίας για το έτος που λήγει στις 30/9/2023, Τεκμήριο ΘΚ 11, τις οποίες υπογράφουν τόσο η Εναγόμενη όσο και η Ενάγουσα, σύμφωνα με τους αριθμούς που παραθέτει ο ενόρκως δηλών κατά την 30/9/23, η Εναγόμενη όφειλε συνολικά το ποσό των €3,819,612, από το οποίο €3,482,082 αναλογούσε σε τρίτους πιστωτές και €337,530 στην Ενάγουσα. Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις της Κοινοπραξίας για το έτος που λήγει στις 30/9/2024, Τεκμήριο ΘΚ 12, τις οποίες προς το παρόν υπογράφει μόνο η Ενάγουσα, στη βάση των υπολογισμών που παρατίθενται, το ποσό που οφείλει η Εναγόμενη ανέρχεται σε €4,520,714, από το οποίο €1,476,605 αναλογεί σε τρίτους πιστωτές και €3,044,109 στην Ενάγουσα. Μεταξύ δε της 30/9/23 και της 30/9/24 προέκυψαν οφειλές της Κοινοπραξίας προς την Ενάγουσας ύψους  €3,272,684 ως το Τεκμήριο ΘΚ 14 ενώ από τις 30/9/24 η Ενάγουσα συνείσφερε ακόμα €600,000, ενώ εκδόθηκαν περαιτέρω απλήρωτα τιμολόγια ύψους  €554,985, δηλαδή συνολικά  περαιτέρω οφειλές προς την Ενάγουσας ύψους €1,154,985 ως το  Τεκμήριο ΘΚ 15.

 

Πέραν των πιο πάνω οφειλών, υπάρχουν και δύο επιπρόσθετες οφειλές της Εναγόμενης προς την Ενάγουσα, στη βάση συμβάσεων μεταξύ των μερών που δεν είναι κοινοπρακτικές συμβάσεις, δηλαδή τις οποίες τα μέρη σύναψαν προσωπικά και όχι ως συνέταιροι στην κοινοπραξία. Η πρώτη τέτοια συμφωνία είναι η συμφωνία υπεργολαβίας ημερομηνίας 17/7/21 μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης που συνάφθηκε αναφορικά με το Έργο (Σύμβαση Υπεργολαβίας), Τεκμήριο ΘΚ 16 σε σχέση με την οποία παραμένει οφειλόμενο προς την Ενάγουσα υπόλοιπο ύψους €307,647.99. Αναφορικά με το πιο πάνω υπόλοιπο, η Ενάγουσα υπέβαλε κατά της Εναγόμενης απαίτηση πληρωμής δυνάμει του άρθρου 212(α) του Κεφ. 113, Τεκμήριο ΘΚ 18.  Η σχετική επιστολή της Ενάγουσας φέρει ημερ. 21/1/25 και επιδόθηκε στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εναγόμενης στις 23/1/25. Υπάρχει επίσης και η συμφωνία ημερ. 20/4/22 με τίτλο Cooperation Agreement (η «Συμφωνία Συνεργασίας») Τεκμήριο ΘΚ 20. Ως καταγράφεται στην ανάλυση που περιλαμβάνεται στον πίνακα που επισυνάπτεται Τεκμήριο ΘΚ 21, οφείλεται προς όφελος της Ενάγουσας ποσό ύψους €49,246.87.

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η θέση της Ενάγουσας είναι ότι δεν οφείλει στην Εναγόμενη οποιοδήποτε ποσό αναφορικά με το Έργο ή με οποιοδήποτε άλλο έργο ή ζήτημα. Ειδικά αναφορικά με το κατ’ ισχυρισμό χρέος που αποτελεί το αντικείμενο της Απαίτησης Πληρωμής, η θέση της Ενάγουσας είναι ότι η σχετική αξίωση της Εναγόμενης είναι παντελώς αβάσιμη. Στις 7/3/25, η Ενάγουσα απάντησε μέσω επιστολής των δικηγόρων της, Τεκμήριο ΘΚ 22 στην Απαίτηση Πληρωμής, απορρίπτοντας την έδωσε δε μέσω της απαντητικής επιστολής της στην Εναγόμενη διορία μέχρι τις 12/3/25 να αποσύρει ανεπιφύλακτα και χωρίς όρους την Απαίτηση Πληρωμής και να αναλάβει δέσμευση να μην προχωρήσει με την καταχώρηση στο Δικαστήριο αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας στη βάση της Απαίτησης Πληρωμής. Η Εναγόμενη δεν απάντησε στην εν λόγω επιστολή.

 

Εισηγείται ότι υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Είναι προφανές από τα γεγονότα ότι η Ενάγουσα αμφισβητεί, βάσιμα και καλόπιστα, το κατ’ ισχυρισμό χρέος που αποτελεί το αντικείμενο της Απαίτησης Πληρωμής, και ότι η Εναγόμενη δεν είναι πιστωτής της Ενάγουσας. Περαιτέρω, η Απαίτηση Πληρωμής, υποβάλλεται καταχρηστικά και αποκλειστικά για να εξασκηθεί αθέμιτη πίεση στη Ενάγουσα να υποκύψει στα διάφορα ζητήματα που αφορούν την Κοινοπραξία, ιδιαίτερα στα τεράστια ποσά που έχει να λαμβάνει, και γενικά να μην προωθήσει η Ενάγουσα τις αξιώσεις της κατά της Εναγόμενης. Περαιτέρω, η Ενάγουσα είναι μια πλήρως φερέγγυα εταιρεία η οποία είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της όπως αυτές καθίστανται πληρωτέες, όπως προκύπτει και από τις οικονομικές της καταστάσεις και γενικά την οικονομική κατάσταση του Ομίλου.

 

Εισηγείται επίσης ότι θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Σε περίπτωση που η Εναγόμενη καταχωρήσει αίτηση εκκαθάρισης της Ενάγουσας, η ζημιά που θα προκληθεί στην Ενάγουσα θα είναι τεράστια, ανεπανόρθωτη και δεν θα αποτιμάται σε ή αποζημιώνεται με χρήματα. Ενδεχόμενη καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας θα οδηγούσε κατά πάσα λογική πρόβλεψη σε παγοποίηση των τραπεζικών λογαριασμών της, αφού αυτή είναι η συνήθης τραπεζική πρακτική σε τέτοιες περιπτώσεις. Μία τέτοια εξέλιξη θα ήταν καταστροφική για την Ενάγουσα λόγω της φύσης των εργασιών της. Η Ενάγουσα είναι κατασκευαστική εταιρεία, και ως τέτοια λαμβάνει και προβαίνει σε εκατοντάδες τραπεζικά εμβάσματα κάθε μήνα, προς είσπραξη οφειλόμενων σε αυτή ποσών που προκύπτουν από τα έργα που εκτελεί αλλά και προς πληρωμή των οφειλών της όπως μισθούς υπαλλήλων, αγορές προϊόντων, πληρωμές υπεργολάβων κλπ. Τα διάφορα κατασκευαστικά συμβόλαια που διατηρεί η Ενάγουσα για κατασκευή δημοσίων έργων, τα οποία είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους, περιλαμβάνουν όρο σύμφωνα με τον οποίο η αντισυμβαλλόμενη αναθέτουσα αρχή μπορεί να προχωρήσει σε τερματισμό του εκάστοτε συμβολαίου μόνο για τον λόγο ότι καταχωρήθηκε αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας (ανεξάρτητα αν αυτή είναι βάσιμη ή επιτυχής ή όχι). Συνεπώς, υπάρχει κίνδυνος ενδεχόμενη  αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας να οδηγήσει σε τερματισμό των κατασκευαστικών συμβολαίων που διατηρεί αναφορικά με έργα του δημοσίου. Παραπέμπει στον σχετικό όρο 63.1 των δημοσίων συμβάσεων  ο οποίος προνοεί για δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης από τον εργοδότη σε περίπτωση που «έχει αρχίσει νομική διαδικασία ή έχει παρθεί απόφαση σχετικά με τη διάλυση ή εκκαθάριση» του εργολάβου. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο ΘΚ 23 το σχετικό απόσπασμα από τις δημόσιες συμβάσεις που διατηρεί η Ενάγουσα. Επίσης, σε περίπτωση καταχώρησης αίτησης εκκαθάρισης θα επηρεαστεί γενικά η πιστοληπτική ικανότητα της Ενάγουσας, κάτι που θα οδηγήσει σε προβλήματα στις σχέσεις της με τους πελάτες και πιστωτές της. Η γενικά πολύ καλή φήμη της Ενάγουσας θα πληγεί ανεπανόρθωτα σε περίπτωση προώθησης αίτησης εκκαθάρισης, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει τους πελάτες, επιχειρηματικούς εταίρους και συνεργάτες της να σταματήσουν ή να είναι επιφυλακτικοί να συναλλάσσονται με αυτήν, καθώς η Ενάγουσα θα εκλαμβάνεται ως μια ενδεχομένως αφερέγγυα εταιρεία που μπορεί να τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης. Αυτό θα επηρεάσει αναπόφευκτα ολόκληρο τον Όμιλο και την φήμη του γενικά, αφού ο Όμιλος συχνά αντιμετωπίζεται ως ενιαία επιχείρηση από τους πελάτες του και γενικά τα πρόσωπα με τα οποία συναλλάσσεται, δημιουργώντας ένα ντόμινο αρνητικών επιπτώσεων. Αναφέρει επίσης ότι ακόμα και να επαρκούσε η επιδίκαση αποζημιώσεων για την αποκατάσταση της ζημιάς που θα υποστεί η Ενάγουσα σε περίπτωση καταχώρησης αίτησης εκκαθάρισης της, η οικονομική θέση της Εναγόμενης είναι πολύ κακή, και δεν θα είναι σε θέση να ικανοποιήσει την όποια επιδίκαση ουσιαστικών αποζημιώσεων.

 

Τονίζει επίσης ότι σε περίπτωση έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, η Εναγόμενη δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά. Τα όποια δικαιώματα και αξιώσεις θεωρεί πως διατηρεί κατά της Ενάγουσας μπορεί να τα προωθήσει μέσω πολιτικής αγωγής. Συνεπώς, η επιλογή με τις συντριπτικά λιγότερες πιθανότητες αδικίας είναι η χορήγηση της αιτούμενης προσωρινής θεραπείας. Προσθέτει ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι επείγουσα, και οι περιστάσεις της υπόθεσης επέβαλλαν όπως αυτό εκδοθεί χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά. Αν δίδετο ειδοποίηση στην άλλη πλευρά, το αιτούμενο διάταγμα θα καθίστατο άνευ αντικειμένου, και είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα αποτρέπετο η καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας, κάτι που θα της δημιουργούσε ανεπανόρθωτη ζημιά. Ενόψει των πολύ στενών χρονικών περιθωρίων η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος καθίστατο επείγουσα. Η Ενάγουσα κινήθηκε με κάθε λογική σπουδή μετά την επίδοση της Απαίτησης Πληρωμής στις 27/2/25. Έδωσε αμέσως οδηγίες στους δικηγόρους της να μελετήσουν το ζήτημα, τους παρείχε τις αναγκαίες πληροφορίες και στοιχεία για να αξιολογήσουν τις διάφορες πτυχές της υπόθεσης και να ετοιμάσουν απάντηση προς την Εναγόμενη. Τέτοια απάντηση στάληκε στις 7/3/25, δηλαδή μια εβδομάδα και μια ημέρα μετά. Η προθεσμία των 21 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της Απαίτησης Πληρωμής (27/2/25), έληγε στις 20/3/25. Είναι προφανές πως αν το αιτούμενο διάταγμα δεν είχε εκδοθεί μονομερώς και είχε δοθεί ειδοποίηση στην άλλη πλευρά, η προθεσμία των 21 ημερών θα είχε παρέλθει, και ως εκ τούτου η Εναγόμενη θα μπορούσε να προχωρήσει με αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της Ενάγουσας, κάτι που ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα έπραττε ενόψει της μέχρι τότε συμπεριφοράς της και της δηλωθείσας πρόθεσης της στην Απαίτηση Πληρωμής.

 

Η Καθ΄ ης η Αίτηση καταχώρησε ένσταση στην αίτηση. Οι λόγοι Ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:

 

1.    Δεν πληρούνται και/ή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίου Νόμου Ν.14/60 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων αφού, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει το στοιχείο του κατεπείγοντος για την έκδοση των Διαταγμάτων μονομερώς εφόσον δεν υπήρχε οποιοσδήποτε άμεσος κίνδυνος οι Αιτητές να απωλέσουν οποιοδήποτε περιουσιακό τους στοιχείο.

 

2.    Οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει και/ή αποδείξει ότι υπάρχει σοβαρό θέμα προς εκδίκαση και/ή καλό αγώγιμο δικαίωμα στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτηση και/ή δεν πληρείται η πρώτη προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60.

 

3.    Οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει και/ή αποδείξει ότι θα είναι δύσκολο και/ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο σε περίπτωση μη έκδοσης και/ή απολυτοποίησης των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

4.    Οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει και/ή αποδείξει ότι έχουν ορατές πιθανότητες επιτυχίας στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτηση και/ή δεν πληρείται η δεύτερη προϋπόθεση ως αυτή τίθεται στο άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/60.

 

5.    Οι Αιτητές δεν έχουν καταδείξει και/ή αποδείξει ότι η μη έκδοση και/ή απολυτοποίηση του αιτούμενου προστακτικού διατάγματος ενδέχεται να επιφέρει σε αυτούς ανεπανόρθωτη και/ή μη υπολογίσιμη ζημιά και/ή επηρεασμό.

 

6.    Η υπό εξέταση Αίτηση είναι κακόπιστη και/ή εκδικητική και/ή εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς και συγκεκριμένα επιδιώκει τον δυσμενή επηρεασμό της λειτουργίας και/ή δραστηριότητας της Καθ' ης η Αίτηση.

 

7.    Η Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εμπεριέχει ανακρίβειες, αναληθείς και παραπλανητικούς ισχυρισμούς που δεν πρέπει να γίνουν δεκτοί αφού σκοπός τους πέραν των άλλων είναι η παραπλάνηση και ο αποπροσανατολισμός του Σεβαστού Δικαστηρίου.

 

8.    Οι Αιτητές απέτυχαν και/ή παρέλειψαν να προβούν σε πλήρη και/ή ειλικρινή αποκάλυψη όλων των γεγονότων και/ή όλων των ουσιωδών γεγονότων και/ή εγγράφων και/ή δεν ενήργησαν καλόπιστα και παραπλάνησαν το Σεβαστό Δικαστήριο για να επιτύχουν την έκδοση παρεμπίπτοντων διαταγμάτων.

 

9.    Οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν την αναγκαιότητα και/ή τις εξαιρετικές περιστάσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

10.  Η Αίτηση και/ή η Ενδιάμεση Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερομηνίας 18.03.2025 αντιτίθενται και/ή παραβιάζουν τα άρθρα 30(1) και 30(3) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

 

11.  Το Σεβαστό Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εκδώσει αντιαγωγικά διατάγματα (anti-suit injunctions) καθώς τέτοιου είδους διατάγματα αντίκεινται στα άρθρα 30(1) και 30(3) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και/ή το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

 

12.  Η υπό κρίση Αίτηση είναι αντικανονική και/ή καταχρηστική καθότι για να κριθεί αίτηση εκκαθάρισης καταχρηστική θα έπρεπε εν πρώτης να καταχωριστεί μια τέτοια αίτηση και στα πλαίσια αυτής το Δικαστήριο να εξετάσει τυχόν ισχυρισμούς περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, έχοντας ενώπιον του όλα τα πραγματικά και νομικά δεδομένα.

 

13.  Η παρούσα Αίτηση έχει καταχωρηθεί καταχρηστικά και/ή κακόπιστα και/ή με σκοπό την αποστέρηση των νομοθετικών και/ή Συνταγματικών δικαιωμάτων της Καθ’ ης η Αίτηση.

 

14.  Δεν υπήρξε από πλευράς της Καθ’ ης η Αίτηση απειλή και/ή εκφοβισμός και/ή οποιαδήποτε παράνομη και/ή άλλη πράξη η οποία δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος τύπου Quia Timet. Η Ειδοποίηση Απαίτησης Πληρωμής αποτελεί μια καθόλα νόμιμη πράξη σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ.113.

 

15.  Δεν πληρούνται οι νομολογιακές προϋποθέσεις για έκδοση διατάγματος τύπου Quia Timet.

 

16.  Τα γεγονότα τα οποία επικαλέστηκαν οι Αιτήτες δεν στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση των Αιτούμενων διαταγμάτων.

 

17.  Οι Αιτητές δεν ικανοποιούν με την Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση ποιος είναι ο επαυξημένος και/ή άμεσος κίνδυνος για σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων τους και/ή ποια είναι η επαπειλούμενη ζημιά καταστροφικής φύσης που θα υποστούν σε περίπτωση μη έκδοσης των διαταγμάτων και/ή δεν έχει διαφανεί ότι οι Αιτητές έχουν υποστεί την οποιαδήποτε ζημιά.

 

18.  Δεν υφίσταται οιοδήποτε νομικό και/ή πραγματικό υπόβαθρο το οποίο να δικαιολογεί την υπό τις περιστάσεις έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

19.  Δεν είναι δίκαιο και/ή εύλογο και/ή πρόσφορο να εκδοθούν τα Αιτούμενα διατάγματα.

 

20.  Οι Αιτητές απέτυχαν και/ή παρέλειψαν να καταδείξουν και/ή να αποδείξουν ότι η ως άνω αριθμό και τίτλο Απαίτηση συνιστά μια εκ των σαφών, προφανών και ισχυρών περιπτώσεων που να δικαιολογούν την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος, το οποίο, στην ουσία, ταυτίζεται με την τελική θεραπεία που αξιώνουν οι Αιτητές στην Απαίτηση τους. Η έκδοση τέτοιου διατάγματος θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη προκατάληψη της έκβασης της κύριας διαδικασίας.

 

21.  Η έκδοση του αιτούμενου προστακτικού διατάγματος θα επιφέρει συνέπειες που υποσκάπτουν το νόημα και/ή το πνεύμα απόδοσης ενδιάμεσης θεραπείας στα πλαίσια μιας αγωγής.

 

22.  Το παρόν Δικαστήριο κατά την άσκηση της πολιτικής του δικαιοδοσίας είναι αναρμόδιο να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα καταχώρησης αίτησης εκκαθάρισης στα πλαίσια αγωγής.

 

Η  ένσταση βασίζεται στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν. 14/1960), στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6), στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023 Μέρος 23, Μέρος 25 και Μέρος 32, στον περί Εταιρειών Νόμο άρθρα 209, 211 και 212, στα άρθρα 30(1) και 30(3) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στο Κοινοδίκαιο και στις συμφυείς εξουσίες και γενική πρακτική του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του  Νικόλα Λοή, διευθυντή της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση (στο εξής η «Καθ’ ης η Αίτηση»)

 

Ως αναφέρει, πέραν της υπογραφής Κοινοπρακτικών Συμβολαίων για κάθε έργο, κατά τους επίδικους χρόνους, τα μέρη υπέγραψαν διάφορα Κοινοπρακτικά Συμβόλαια, τα οποία ρύθμιζαν την σχέση μεταξύ τους. Πέραν των Κοινοπρακτικών Συμφωνιών οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήρια ΘΚ 5 και 6 στη αίτηση των Αιτητών, περί τις 31.10.2020, υπογράφηκε μεταξύ των μερών η συμφωνία «Memorandum of Teaming Agreement», Τεκμήριο 1 και επίσης η Συμφωνία «Teaming Agreement», ημερομηνίας 22.04.2021 Τεκμήριο 2  οι οποίες δεν έχουν αποκαλυφθεί από τους Αιτητές στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης. Με την τελευταία, μεταξύ άλλων, ορίζονταν τα ποσοστά συμμετοχής των μερών σε διάφορα έργα ανά κατηγορία. Στις 03.01.2022 υπεγράφη τροποποιητική συμφωνία, η οποία επίσης δεν έχει αποκαλυφθεί από τους Αιτητές, με τίτλο Collaboration Agreement η οποία θα είχε ισχύ για περίοδο ενός έτους και προνοούσε ότι οποιοδήποτε ποσό εγγυητικών θα καταβάλλετο από τους Αιτητές (όρος 9). Με βάση τις δύο προαναφερθείσες συμφωνίες, η χρηματοδότηση των έργων γίνεται μέσω της εγγυητικής προκαταβολής, υποχρέωση των Αιτητών.

 

Περαιτέρω, στις 22.02.2023 (μέρος του Τεκμηρίου ΘΚ13) κατόπιν συνάντησης των μερών, συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων ότι οι αξιωματούχοι των Αιτητών θα αναλάβουν τον οικονομικό έλεγχο και τον πλήρη έλεγχο όλων των λογαριασμών της Κοινοπραξίας, δηλαδή όλες τις οικονομικές συναλλαγές της Κοινοπραξίας, όπως παραδείγματος χάριν την πληρωμή των υπεργολάβων της Κοινοπραξίας περιλαμβανομένων των πληρωμών των υπεργολάβων για το Έργο της Καινοτομίας. Τα μέρη συμφώνησαν ομόφωνα ότι σε περίπτωση που οι Αιτητές επιθυμούσαν να χρηματοδοτήσουν την Κοινοπραξία το ποσό που θα καταβαλλόταν δεν θα υπερέβαινε το €1.000.000 και ότι οι Αιτητές θα εξασφάλιζαν την Καθ’ ης η Αίτηση για οποιαδήποτε ζημία θα προέκυπτε δια της διαχείρισης των λογαριασμών της Κοινοπραξίας από μέρους τους. Στις 24.02.2023 δόθηκαν από κοινού, επίσημες οδηγίες προς την Τράπεζα Eurobank, βάσει των οποίων παραχωρείται ο πλήρης έλεγχος και χειρισμός όλων των Τραπεζικών Λογαριασμών της Κοινοπραξίας, σε αντιπροσώπους των Αιτητών. 

 

Περαιτέρω, στις 12.05.2023 υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ των μερών (μέρος του Τεκμηρίου ΘΚ13), η οποία θα διέπει την συνεργασία τους σε σχέση με τα υπό εκτέλεση έργα. Παρά το ότι οι Συμφωνίες ημερομηνίας 22.02.2023 και 12.05.2023 είναι υψίστης σημασίας, οι Αιτητές, αν και τις παρουσιάζουν ως μέρος του Τεκμηρίου ΘΚ6 και ΘΚ13 αντίστοιχα, δεν αναφέρονται στους όρους τους και δεν επεξηγούν στο Δικαστήριο την σημασία τους. Σημειώνεται δε, ότι βάση αυτών των συμφωνιών οι Αιτητές οφείλουν το ποσό των €639.888,47 στην Καθ’ ης η Αίτηση, και δια αυτού του λόγου τους αποστάλθηκε η Ειδοποίηση Απαίτησης. Οι εν λόγω συμφωνίες, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, αφορούν την ευρύτερη σχέση συνεργασίας μεταξύ των μερών.

 

Περί το 2019, η Καθ’ ης η Αίτηση υπέβαλε προσφορά για το έργο αποκατάστασης και επέκτασης της παλαιάς δημοτικής αγοράς για την δημιουργία επιχειρηματικής καινοτομίας, η οποία επικυρώθηκε στην Καθ’ ης η Αίτηση. Εργοδότης του έργου ήταν ο Δήμος Λευκωσίας. Η ανάθεση έγινε στις 25.02.2020 Τεκμήριο 5. Η  συνεργασία των μερών άρχισε μετά από την υποβολή προσφοράς από την Καθ’ ης η Αίτηση στον Δήμο Λευκωσίας για το Έργο της Καινοτομίας. Συνεπεία τούτου, Εργολάβος του έργου ήταν η Καθ’ ης η Αίτηση. Ωστόσο, στις 11.01.2021 υπογράφηκε Συμφωνία Κοινοπραξίας για το Έργο της Καινοτομίας, μεταξύ των μερών (Τεκμήριο ΘΚ6). Στη βάση αυτής τα οποιαδήποτε κέρδη ή ζημιές του έργου της Καινοτομίας θα παρουσιάζονταν φαινομενικά και όχι πραγματικά ως κέρδος ή ζημιά της Καθ’ ης η Αίτηση. Αυτή ήταν η μόνη και κύρια διαφορά από τις λοιπές κοινοπρακτικές συμφωνίες. Λόγο τούτου, στη συμφωνία ημερομηνίας 12.05.2023 μεταξύ των μερών είχε συμφωνηθεί ότι η λογιστική οφειλή της Καθ’ ης η Αίτηση που προκύπτει από τη ζημιά στο έργο αυτό προς την Κοινοπραξία δεν αποτελεί την πραγματική εμπορική οφειλή και ότι η ζημιά που αναλογεί στους Αιτητές από το έργο, είναι άμεσα οφειλόμενη στην Καθ’ ης η Αίτηση. Στη συνέχεια ο ενόρκως δηλών επεξηγεί τη βάση και το σκεπτικό της υπογραφής της Συμφωνίας Υπεργολαβίας ημερομηνίας 16.07.2021 (Τεκμήριο ΘΚ 16), τα οποία σύμφωνα με την εισήγηση του δεν αποκαλύφθηκαν στο Δικαστήριο, και το γεγονός ότι η Συμφωνία Υπεργολαβίας, ουσιαστικά αποτελούσε συμφωνία προς νομιμοποίηση της παρουσίας των Αιτητών στο εργοτάξιο.

 

Περαιτέρω, ως αναφέρει, για σκοπούς λογιστικής τάξης, και δεδομένου ότι οι Αιτητές δεν είχαν απευθείας συμβατική σχέση με τον εργοδότη (Δήμο Λευκωσίας), όλες οι λογιστικές εγγραφές του έργου θα έπρεπε να είναι κάτω από την Καθ’ ης η Αίτηση. Κατ’ επέκταση, ενώ στα λοιπά κοινοπρακτικά έργα τα μέρη τιμολογούν κατ’ ευθείαν την Κοινοπραξία για τις υπηρεσίες ή και πόρους που προσφέρουν για την συγκεκριμένη περίπτωση, οι Αιτητές θα έπρεπε να τιμολογούν την Καθ’ ης η Αίτηση για τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφεραν ως συνέταιροι στο έργο. Επί της ουσίας, η Καθ’ ης η Αίτηση για λογαριασμό της Κοινοπραξίας χρεωνόταν και πλήρωνε, το ποσό το οποίο αναλογούσε στους Αιτητές για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στο έργο ως συνεταίροι, υπό τον μανδύα της Συμφωνίας Υπεργολαβίας. Είναι η θέση τους ότι τα πιο πάνω επιβεβαιώνονται και από τα ίδιο το Τεκμήριο ΘΚ17, το οποίο κατ’ ισχυρισμό αποτελεί το πιστοποιητικό πληρωμής των Αιτητών ως «υπεργολάβοι», σε σχέση με το οποίο κάνει σχετικές παραπομπές οι οποίες κατά την άποψη τους ενισχύουν την θέση της Καθ’ ης η Αίτηση, ότι η σχέση μεταξύ των μερών δεν ήταν σχέση εργολάβου – υπεργολάβου αλλά κοινοπρακτική σχέση. Κατά τον ομνύοντα οι ενδείξεις στις οποίες κάνει αναφορά στα πιστοποιητικά πληρωμής των Αιτητών προς την Καθ’ ης η Αίτηση, υποδεικνύουν ότι οι Αιτητές προσπάθησαν να παραπλανήσουν το Δικαστήριο, ότι διατηρούσαν σχέσεις εργολάβου - υπεργολάβου με την Καθ’ ης η Αίτηση, παρόλο που στην πραγματικότητα, οι υπηρεσίες και οι πόροι που προσέφεραν περιλαμβάνονται ρητώς και αποτελούν υποχρέωση των μερών στην Συμφωνία Κοινοπραξίας ημερομηνίας 11.01.2021 και ουδεμία σχέση έχουν με υπεργολαβικές υπηρεσίες. Τονίζεται δε ότι κατά την περίοδο όπου οι Αιτητές κατείχαν τον πλήρη έλεγχο των τραπεζικών λογαριασμών και συνδιαλλαγών της Κοινοπραξίας πλήρωσαν ή και εξόφλησαν τους πραγματικούς υπεργολάβους του Έργου Καινοτομίας, καταβάλλοντας μάλιστα ποσό ύψους €969.573,52 προς αυτούς, παραλείποντας ωστόσο να εξοφλήσουν τους εαυτούς τους. Ως επιπρόσθετα αναφέρει, για την περίοδο μεταξύ της ανάληψης υποχρέωσης της Κοινοπραξίας να χρηματοδοτήσει το έργο ήτοι 02.02.2022 και της ημέρας που παραδόθηκαν οι λογαριασμοί στους Αιτητές, η Κοινοπραξία κατέβαλε επιπρόσθετα ποσά σε Υπεργολάβους ύψους €1.586.053,74. Σημειώνεται ότι ούτε κατά αυτή την περίοδο η Κοινοπραξία εξόφλησε τους Αιτητές ως υπεργολάβους, επειδή πολύ απλά δεν το ζήτησαν, δηλαδή για περίοδο πέραν των τριών ετών κατά την οποία οι Αιτητές, είχαν τον πλήρη έλεγχο του λογαριασμού για πέραν των δύο χρόνων και ενώ η Κοινοπραξία πλήρωσε τους λοιπούς υπεργολάβους, το συνολικό ποσό των €2.555.627,26, οι Αιτητές σκοπίμως δεν εξόφλησαν τον εαυτό τους. Πέραν των πιο πάνω, με αναφορά στο Τεκμήριο ΘΚ6 και, ειδικότερα, στην Συμφωνία «Admission of liability and undertaking to pay» ημερομηνίας 02.02.2022, εισηγείται ότι οι Αιτητές είχαν συμβατική υποχρέωση να ξοφλήσουν τους εαυτούς τους. Εισηγείται συνεπώς ότι οι Αιτητές προχωρούν σε Αίτηση Εκκαθάρισης της  Καθ’ ης η Αίτηση σε ξεχωριστή αίτηση για ποσό που θα μπορούσαν με δικές τους μόνο ενέργειες να διευθετήσουν, παρά το ότι ξεκάθαρα προβλέπεται από την Συμφωνία Κοινοπραξίας ημερομηνίας 11.01.2021, ότι το ποσό αυτό οφείλεται στους Αιτητές από την Κοινοπραξία και όχι από την Καθ’ ης η Αίτηση. Στη συνέχεια ο ομνύων αντικρούει τους ισχυρισμούς των Αιτητών στην ένορκη δήλωση στην αίτηση. Συγκεκριμένα, ως αναφέρει, το ποσό των €959.832,71 της παραγράφου 36 της ΕΔ στην αίτηση είναι ποσό το οποίο έχει χρεωθεί και παρουσιάζεται ως αποκοπή επί των κερδών της Καθ’ ης η Αίτηση και ή οφειλή της προς την Κοινοπραξία, της οποίας η αποπληρωμή ρυθμίζεται και δεν είναι άμεση, συμφώνως των όρων της Συμφωνίας 12.05.2023. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς των Αιτητών επί της παραγράφου 37(i) της ΕΔ στην αίτηση, αναφέρει ότι οι Αιτητές παραλείπουν να αναφέρουν στο Δικαστήριο ότι στη βάση των προνοιών της Ανάληψης Υποχρέωσης ημερομηνίας 02.02.2022, η Κοινοπραξία ανέλαβε να χρηματοδοτήσει πλήρως το έργο της Καινοτομίας, με την παράλληλη δέσμευση της Καθ’ ης η Αίτηση να εμβάζει όλα τα εισπρακτέα του εν λόγω έργου στον λογαριασμό της Κοινοπραξίας. Αναφέρει περαιτέρω ότι η ρητή δέσμευση των Αιτητών να καλύπτουν και να πληρώνουν τα τιμολόγια της Καθ’ ης η Αίτηση και να μην κατακρατούν ποσά για οφειλές καταγράφεται ρητώς στα πρακτικά ημερομηνίας 08.02.2022  Τεκμήριο 7  το οποίο δεν έχει αποκαλυφθεί από τους Αιτητές.

 

Επιπρόσθετα, εάν πράγματι οι Αιτητές κατέβαλαν στην Κοινοπραξία το ποσό των €2.075.030 ως ισχυρίζονται, αυτό συνιστά υπέρβαση του συμφωνημένου ορίου καταβολής χρημάτων, όπως αυτό καθορίζεται ρητώς στον όρο 1(IV) της Συμφωνίας ημερομηνίας 22.02.2023,  και ουσιαστική παραβίαση των συμφωνηθέντων όρων για τους λόγους που συγκεκριμενοποιεί.

 

Αναφορικά με τις θέσεις των Αιτητών ως αυτοί προβάλλονται στην παράγραφο 37(ii) της ΕΔ στην αίτηση, αναφέρει ότι οι Αιτητές παρέλειψαν να υπολογίσουν και δεν έλαβαν υπόψη τους το διοικητικό κόστος του έργου της Καινοτομίας, που υπόκειται η Καθ’ ης η Αίτηση και που η Καθ’ ης η Αίτηση μηνιαία ζητούσε να εμβάσουν οι Αιτητές και αυτοί παραλείπουν να το πράξουν μέχρι σήμερα.

 

Αναφορικά με την παράγραφο 37(iv) της ΕΔ στην αίτηση και συγκεκριμένα τον ισχυρισμό των Αιτητών ότι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν έχει συνεισφέρει στο μέρος της ζημιάς που της αναλογεί, η θέση αυτή είναι ανυπόστατη. Ο ισχυρισμός των Αιτητών για κατακράτηση συνολικού ποσού €352.116,87, είναι ατεκμηρίωτος και λανθασμένος και, τουναντίον, οφείλεται στην Καθ’ ης η Αίτηση το ποσό των €610.479,25 από ελλιπή  εμβάσματα, αποκλειστικά για την περίοδο 02.02.2022 έως 31.03.2023, πέραν της αναλογικής ζημιάς (ως η Ειδοποίηση Απαίτησης) που οι Αιτητές αρνούνται να καταβάλουν.

 

Θέση του είναι επίσης ότι ο ισχυρισμός της παραγράφου 37(ν) της ΕΔ στην αίτηση είναι ανυπόστατος αφού είναι αυταπόδεικτο ότι ο συγκεκριμένος όρος της Συμφωνίας Κοινοπραξίας, αναφορικά και μόνον με την Καθ’ ης η Αίτηση, έχει τροποποιηθεί και συγκεκριμένα διαμορφωθεί ως προβλέπεται στην Συμφωνία Ανάληψης Υποχρέωσης ημερομηνίας 02.02.2022  και στην Συμφωνία ημερομηνίας 12.05.2023 η οποία υιοθετεί τα όσα συμφωνήθηκαν στο πρακτικό ημερομηνίας 19.04.2023. Αναφορικά με τα όσα ισχυρίζονται οι Αιτητές επί των παραγράφων 38 και 41 της ΕΔ στην αίτηση, αναφέρει ότι από το σύνολο της μαρτυρίας και των τεκμηρίων που παρουσίασαν οι Αιτητές προκύπτει ότι αν η Καθ’ ης η Αίτηση οφείλει το οιοδήποτε ποσό, αυτό οφείλεται στην Κοινοπραξία και δεν είναι άμεσα πληρωτέο, ενώ αντίθετα στις παραγράφους αυτές οι Αιτητές ισχυρίζονται παραπλανητικά ότι η Καθ’ ης η Αίτηση τους οφείλει εκατομμύρια. Η  παράγραφος 39 (ii) της ΕΔ στην αίτηση, επιβεβαιώνει κατά τον ισχυρισμό του, για τους λόγους που εξηγεί ότι πράγματι οι Αιτητές οφείλουν ποσό πέραν των €620.000 στην Καθ’ ης η Αίτηση για το έργο Καινοτομίας. Ως προς τα όσα ισχυρίζονται οι Αιτητές στην παράγραφο 40 της ΕΔ αναφέρει ότι η Καθ’ ης η Αίτηση παραδέχεται ότι οφείλει στην Κοινοπραξία, ωστόσο το ποσό το οποίο οφείλει δεν έχει ξεκαθαρίσει και δεν είναι άμεσα αποπληρωτέο ενώ από την άλλη, οι Αιτητές, ως και οι ίδιοι παραδέχονται, οφείλουν στην Καθ’ ης η Αίτηση για το έργο Καινοτομίας, ποσό το οποίο είναι ξεκαθαρισμένο και άμεσα απαιτητό.

 

Σε σχέση τώρα με την επίδικη Απαίτηση Πληρωμής ο ομνύων  αναφέρει ότι όπως προκύπτει από τον όρο 3.2 της Συμφωνίας Κοινοπραξίας, σε περίπτωση οικονομικής ζημιάς της Κοινοπραξίας για το Έργο Καινοτομίας, το ποσοστό του 40% της οικονομικής ζημιάς θα οφείλετο από τους Αιτητές, ενώ το 60% θα οφείλετο από την Καθ’ ης η Αίτηση. Ως προκύπτει από τους υπολογισμούς της Καθ’ ης η Αίτηση (Τεκμήριο ΘΚ7 - Ειδοποίηση Απαίτησης Πληρωμής και ειδικότερα το Παράρτημα Α), η Κοινοπραξία υπέστη οικονομική ζημιά ύψους €1.599.721,18, για το έτος που έληγε στις 30.09.2024, ποσό το οποίο χρεώθηκε από την Κοινοπραξία αποκλειστικά στην Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία ήταν η συμβαλλόμενη με τον εργοδότη του εν λόγω έργου. Το ποσό των  €639.888,47 που αναλογεί στο 40% της οικονομικής ζημιάς που υπέστη η Κοινοπραξία, οφείλεται από τους Αιτητές στην Καθ’ ης η Αίτηση. Για την περίοδο που έληξε στις 30.09.2022, υπολογίστηκε οτι το 40%  της οικονομικής ζημιάς του Έργου της Καινοτομίας  ανέρχετο στις €183.466. Προς τούτο και στην βάση της Συμφωνίας Κοινοπραξίας, τα μέρη υπέγραψαν συμφωνία ημερομηνίας 12.05.2023 (μέρους του Τεκμηρίου ΘΚ13), στην οποία μεταξύ άλλων οι Αιτητές αποδέχονται ότι οφείλουν και είναι άμεσα πληρωτέο το ποσό των €183.466 στην Καθ’ ης η Αίτηση, ως συνεισφορά στην ζημιά (loss attribute) για το Έργο της Καινοτομίας (Παράρτημα Β της Ειδοποίησης Απαίτησης Πληρωμής). Μέχρι σήμερα οι Αιτητές δεν κατέβαλαν το οφειλόμενο αυτό ποσό προς την Καθ’ ης η Αίτηση.  Το 40% του ποσού των €1.599.721,18, δηλαδή το ποσό των €639.888,47, αναλογούσε στους Αιτητές οι οποίοι αρνούνται να καταβάλουν το ποσό αυτό στην Καθ’ ης η Αίτηση αποστερώντας της μάλιστα το δικαίωμα να λάβει Δικαστικά μέτρα εναντίον τους για να λάβει το οφειλόμενο αυτό ποσό.  

 

Δυνάμει δε της Συμφωνίας ημερομηνίας 12.05.2023, τα μέρη συμφώνησαν και αποδέχθηκαν ότι η λογιστική οφειλή της Καθης η Αίτηση προς την Κοινοπραξία, δεν αποτελεί την πραγματική οφειλή (commercial debt) και προς τούτο συμφώνησαν ότι η οφειλή της Καθης η Αίτηση προς την Κοινοπραξία προτού της καταβληθεί θα υπόκειται σεadjustable and/or amounts to be finalized subject and upon to the financial closing of the Innovation Center – S231/CY403 Contract” (Έργο Καινοτομίας) και επίσης ότι, “The remaining balance amount and/or any future debt balance owed by LB to the JV will be settled with any future profit distribution that LB might be entitled to related to the Financial Year period ending 30 September 2023 and/or as otherwise agreed”. Ως εκ τούτου, το ποσό το οποίο ενδεχομένως να οφείλει η Καθ’ ης η Αίτηση προς την Κοινοπραξία δεν έχει ξεκαθαρίσει και δεν είναι άμεσα πληρωτέο. Τουναντίον, δεν υπάρχει οιαδήποτε αντίστοιχη συμφωνία αναφορικά με την εκκαθαρισμένη οφειλή των Αιτητών προς την Καθ’ ης η Αίτηση, ότι αυτή δεν θα είναι άμεσα πληρωτέα, αναφορικά με το έργο Καινοτομία ή άλλως πως. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί των Αιτητών ότι η Καθ’ ης η Αίτηση οφείλει στην Κοινοπραξία, ως δικαιολογία για να μην καταβάλλουν τις οφειλές τους, είναι ανυπόστατοι.

 

Σε σχέση με τις Οικονομικές Καταστάσεις Κοινοπραξίας αναφέρει ότι παρά το ότι από τις Οικονομικές Καταστάσεις για το έτος που λήγει 30.09.2023 (Τεκμήριο ΘΚ11), παρουσιάζονται οφειλές της Καθ’ ης η Αίτηση προς την Κοινοπραξία, αυτές δεν είναι άμεσα πληρωτέες, για τους λόγους που έχει ήδη αναφέρει. Περαιτέρω, επειδή δεν παρουσιάζονταν κέρδη της Κοινοπραξίας, δεν θα μπορούσαν οι οικονομικές υποχρεώσεις της Καθ’ ης η Αίτηση έναντι της Κοινοπραξίας να αφαιρεθούν από μη δηλωθέντα κέρδη. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τις Συμφωνίες Κοινοπραξίας (όρος 11.1), η κατανομή των κερδών ή ζημιών υλοποιούνται ή και αποκρυσταλλώνονται όταν ολοκληρωθούν οι εκάστοτε τελικοί λογαριασμοί των Έργων. Ως εκ τούτου, οι ζημιές που παρουσιάζονται στους λογαριασμούς 30.9.2023, είναι προσωρινές και μη επιβεβαιωμένες. Παρά δε το ότι η εικόνα των Οικονομικών Καταστάσεων που λήγει το έτος 30.09.2023 είναι φαινομενικά ορθή, εντούτοις, δεν αποτυπώνονται  οι διεκδικήσεις και  ή οι μελλοντικές διεκδικήσεις της Κοινοπραξίας προς Εργοδότες για τα κοινοπρακτικά έργα. Στις Οικονομικές Καταστάσεις για το έτος που λήγει 30.09.2022, η Κοινοπραξία παρουσιάζει μεγάλο κέρδος, ενώ στις Οικονομικές Καταστάσεις για το έτος που λήγει 30.09.2023, η Κοινοπραξία παρουσιάζει μεγάλη ζημιά. Τούτο, έγκειται στο ότι, στις Οικονομικές Καταστάσεις για το έτος που λήγει 30.09.2023, σε αντίθεση με την πρακτική που ακολουθείτο μέχρι τότε στον τρόπο κατάρτισης των οικονομικών καταστάσεων της Κοινοπραξίας δεν παρουσιάστηκαν τα πραγματικά μη πιστοποιημένα έσοδα και διεκδικήσεις της Κοινοπραξίας. Ενώ δηλαδή, έως τις 30.09.2022 η Κοινοπραξία παρουσίαζε για το έργο ποσοστό κέρδους 26.8% επί του τζίρου, ένεκα της αλλαγής στην πρακτική που ακολουθείτο, η εικόνα της Κοινοπραξίας, ως παρουσιάστηκε έως τις 30.09.2023, φαινομενικά, παρουσιάζει ζημιά για το έργο 3.12%. Αναφορικά με τις Οικονομικές Καταστάσεις για το έτος που λήγει 30.09.2024, η Καθ’ ης η Αίτηση θα ήταν πρόθυμη να τις  υπογράψει νοουμένου ότι σε αυτές αντικατοπτριζόταν η πραγματική διάσταση της οικονομικής κατάστασης της Κοινοπραξίας. Οι Αιτητές στην ετοιμασία των Οικονομικών Καταστάσεων για το έτος που λήγει στις 30.09.2024 ακολούθησαν την ίδια πρακτική με τις Οικονομικές Καταστάσεις για τα έτη που έληγαν στις 30.09.2023, πρακτική με την οποία η Καθ’ ης η Αίτηση διαφωνεί κάθετα.

 

Είναι η θέση τους ότι δεν ικανοποιείται η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32. Η υπό κρίση Αίτηση έχει καταχωρηθεί στα πλαίσια της  Απαίτησης στη βάση της οποίας ζητούνται η έκδοση διατάγματος πανομοιότυπου με της παρούσας αίτησης και η καταβολή αποζημιώσεων «που η Ενάγουσα υφίσταται ή θα υποστεί αναφορικά με την απαίτηση πληρωμής ή ενδεχόμενη καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας». Οι αξιώσεις των Αιτητών, στην Έκθεση Απαίτησης τους δεν αποτελούν βάσιμες αξιώσεις και περαιτέρω, ως διαπιστώνεται από το παρακλητικό Α της Έκθεσης Απαίτησης των Αιτητών, το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα αποτελεί τελική θεραπεία. Σε σχέση με το παρακλητικό Β της Έκθεσης Απαίτησης με το οποίο αξιώνονται αποζημιώσεις για την αποστολή ειδοποίησης απαίτησης πληρωμής, είναι η θέση  τους ότι δεν αποτελεί αστικό  αδίκημα για το οποίο οι Αιτητές να δικαιούνται ή να ενδέχεται να δικαιούνται θεραπεία. Τουναντίον, αποτελεί νομοθετική προϋπόθεση η αποστολή απαίτησης πληρωμής προ της καταχώρησης αίτησης εκκαθάρισης, την οποία άσκησε η Καθ’ ης η Αίτηση, νομότυπα και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του νόμου.

 

Προσθέτει ότι η  καταχώριση αίτησης εκκαθάρισης εναντίον εταιρείας δεν συνιστά από μόνη της  γεγονός ικανό να στοιχειοθετήσει ανεπανόρθωτη ζημιά. Η εκκίνηση της διαδικασίας εκκαθάρισης αποτελεί νόμιμο μέσο που παρέχεται στους πιστωτές δυνάμει των σχετικών διατάξεων του Κεφ. 113 και από μόνη της δεν επιφέρει αυτομάτως νομικές ή εμπορικές συνέπειες τέτοιας βαρύτητας που να κρίνονται ως ανεπανόρθωτες. Σε σχέση με το επιχείρημα περί ύπαρξης ανεπανόρθωτης ζημίας λόγω πιθανής παγοποίησης των τραπεζικών λογαριασμών της αιτήτριας, εισηγείται ότι αυτό το θέμα επιλύεται μέσω της καταχώρισης αίτησης για έκδοση διατάγματος επικύρωσης συναλλαγών (validation order). Το validation order, το οποίο εκδίδεται κατόπιν αίτησης της εταιρείας εναντίον της οποίας καταχωρίστηκε αίτηση εκκαθάρισης, επιτρέπει τη διενέργεια συγκεκριμένων συναλλαγών, περιλαμβανομένης της πρόσβασης και διαχείρισης τραπεζικών λογαριασμών κατά τη διάρκεια που εκκρεμεί η αίτηση εκκαθάρισης, ώστε να διασφαλιστεί η ομαλή συνέχιση της λειτουργίας της εταιρείας και να αποφευχθούν τυχόν αρνητικές επιπτώσεις στις εμπορικές της σχέσεις. Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, εφόσον πειστεί ότι η σχετική συναλλαγή (ή κατηγορία συναλλαγών) εξυπηρετεί το συμφέρον της εταιρείας, των πιστωτών της και εν γένει την εμπορική σταθερότητα. Εξ αυτού προκύπτει σαφώς ότι οι Αιτητές δεν βρίσκονται σε κατάσταση κατά την οποία είναι ανήμποροι να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους ή να αποτρέψουν τυχόν συνέπειες.

 

Αναφορικά με τον  ισχυρισμό των Αιτητών ότι διατηρούν ενεργά κατασκευαστικά έργα στο πλαίσιο δημοσίων συμβάσεων και ότι, σε περίπτωση καταχώρισης αίτησης εκκαθάρισης εναντίον τους, ελλοχεύει o κίνδυνος τερματισμού των εν λόγω συμβάσεων, σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν οι Αιτητές πράγματι εμπλέκονται σε έργα τα οποία εκτελούνται δυνάμει δημοσίων συμβάσεων, παρέλειψαν να αποκαλύψουν στο Δικαστήριο ότι το συμβαλλόμενο μέρος έναντι των εκάστοτε δημόσιων οργανισμών δεν είναι οι ίδιοι, αλλά διάφορες κοινοπραξίες στις οποίες συμμετέχουν υπό την ιδιότητα του συνεταίρου. Επισημαίνεται ότι οι Αιτητές δεν προσκόμισαν οποιαδήποτε δημόσια σύμβαση προς τεκμηρίωση του ως άνω ισχυρισμού τους. Κατά συνέπεια, καθόσον οι αντισυμβαλλόμενοι των δημόσιων οργανισμών στις εν λόγω συμβάσεις είναι νομικά πρόσωπα διαφορετικά από τους ίδιους τους Αιτητές (ήτοι οι εν λόγω κοινοπραξίες), η ενδεχόμενη καταχώριση αίτησης εκκαθάρισης εναντίον των Αιτητών δεν δύναται να επιφέρει τον τερματισμό των συμβάσεων αυτών, αφού οι Αιτητές δεν αποτελούν το νομικό πρόσωπο, συμβαλλόμενο μέρος.Τέλος, σημειώνεται ότι εάν υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα η εκκαθάριση ενός εκ των εταίρων κοινοπραξίας να μπορούσε να επιφέρει τη λύση ή τον τερματισμό των σχετικών δημοσίων συμβάσεων, οι ίδιοι οι Αιτητές δεν θα είχαν προχωρήσει σε καταχώριση αίτησης εκκαθάρισης εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση, δεδομένης της συμμετοχής τους σε πλήθος κοινοπραξιών που έχουν αναλάβει έργα με δημόσιους οργανισμούς, καθώς κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν σημαντικό κίνδυνο διακοπής αυτών των έργων.

 

Περαιτέρω, αναφέρει ότι στην παρούσα περίπτωση, η ύπαρξη μη θετικής δημοσιότητας ή η πιθανή ανησυχία συμβαλλομένων μερών δεν συνιστούν νομικά ανεπανόρθωτη ζημιά, αλλά αποτελούν φυσιολογικές συνέπειες της λειτουργίας του εμπορικού και νομικού πλαισίου. Επιπλέον, η εκδοχή ότι ενδέχεται να πληγεί η φήμη ή η εμπορική υπόσταση της εταιρείας είναι γενική και αόριστη και δεν τεκμηριώνεται με συγκεκριμένα και πειστικά στοιχεία που να αποδεικνύουν άμεσο και σοβαρό κίνδυνο μη αναστρέψιμης βλάβης. Επιπρόσθετα,  τα Κυπριακά Δικαστήρια έχουν διαχρονικά επισημάνει ότι η δυνατότητα καταχώρισης αίτησης εκκαθάρισης αποτελεί ουσιώδες εργαλείο των πιστωτών για την προάσπιση των συμφερόντων τους, και η χρήση του δεν μπορεί να θεωρηθεί κατάχρηση ή παράνομη ενέργεια εκ των προτέρων.  Το γεγονός ότι μπορεί να υπάρξουν εμπορικές επιπτώσεις δεν συνιστά επαρκή λόγο για την αποστέρηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη μέσω της καταχώρησης νόμιμης αίτησης. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θέση  του ομνύοντα δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη του στοιχείου του κατεπείγοντος ούτε η αναγκαιότητα προσωρινής δικαστικής προστασίας εφόσον οι Αιτητές δεν διατρέχουν οποιοδήποτε άμεσο κίνδυνο να απωλέσουν οποιοδήποτε περιουσιακό τους στοιχείο.

 

Πρόσθετα, εισηγείται ότι το εκδοθέν διάταγμα συνιστά, στην ουσία, συγκεκαλυμένο αντιαγωγικό διάταγμα (anti-suit injunction). Τα Κυπριακά Δικαστήρια δεν διαθέτουν εξουσία έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, καθώς αυτά αντίκεινται στα άρθρα 30(1) και 30(3) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).  Αν το αιτούμενο διάταγμα καταστεί απόλυτο, ουσιαστικά η Καθ’ ης η Αίτηση θα αποστερηθεί του δικαιώματος της να αποταθεί στην δικαιοσύνη.

 

Ουσιαστικά, με το αιτούμενο διάταγμα οι Αιτητές επιδιώκουν να απαγορεύσουν στην Καθ’ ης η Αίτηση να προβάλει τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων (το οποίο είναι το μόνο που έχει δικαιοδοσία να τους ακούσει), καλώντας μάλιστα το Δικαστήριο στα πλαίσια Απαίτησης να προαποφασίσει επί ζητημάτων που αφορούν αίτηση εκκαθάρισης και τις εκεί προϋποθέσεις και επί της ουσίας να προαποφασίσει κατά πόσο τυχόν καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης από την Καθ’ ης η Αίτηση θα ήταν επιτυχής. Στη βάση των πιο πάνω, το Δικαστήριο στα πλαίσια αγωγής, δεν θα έπρεπε να καλείται να αποφασίσει κατά πόσο τυχόν αίτηση εκκαθάρισης θα ήταν καταχρηστική ή θα υπόκειτο σε απόρριψη. Τούτο θα πρέπει να αποφασιστεί στα πλαίσια είτε της ίδιας της αίτησης εκκαθάρισης είτε στα πλαίσια αίτησης παραμερισμού.

 

Επίσης, σύμφωνα με τη θέση τους δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου προληπτικού διατάγματος τύπου Quia Timet. Η Καθ’ ης η Αίτηση, προς συμμόρφωση με την υποχρέωση τήρησης των προνοιών του Άρθρου 212(α) του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, απέστειλε καθόλα νόμιμα Ειδοποίηση Απαίτησης Πληρωμής στους Αιτητές εκθέτοντας με σαφήνεια τις νομικές της θέσεις και καθορίζοντας τις νομικές και οικονομικές της αξιώσεις. Η δε καταχώρηση Αίτησης εκκαθάρισης, αποτελεί μια νόμιμη πράξη η οποία επιτρέπεται ρητά από το Άρθρο 211 του Κεφ.113, η οποία ασκείται εντός νομικού πλαισίου και με δικαστικό έλεγχο. Ως εκ των ανωτέρω, είναι θέση της Καθ’ ης η Αίτηση ότι δεν υπήρξε ή τεκμηριώθηκε καμία απειλή ούτε επαυξημένος ή άμεσος κίνδυνος για σοβαρή παραβίαση των δικαιωμάτων των Αιτητών και ο ισχυρισμός των Αιτητών περί τούτου είναι αβάσιμος.

 

Τέλος, ο ενόρκως δηλών εισηγείται ότι οι Αιτητές δεν προέβησαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και εγγράφων, τα οποία εάν τίθεντο υπόψη του Δικαστηρίου θα επηρέαζαν ενδεχομένως την κρίση του. Τα έγγραφα και ειδικότερα οι συμφωνίες οι οποίες ήταν ουσιώδης σημασίας και από τις οποίες διαπιστώνεται τόσο η συμβατική σχέση των μερών όσο και το όλο πνεύμα της συνεργασίας των μερών, είτε δεν παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια ενώπιον του Δικαστηρίου, είτε παρουσιάστηκαν συγκεκαλυμένα πίσω από άλλα τεκμήρια.

 

Προσθέτει ότι το εκδοθέν διάταγμα, επί της ουσίας, αποστερεί διαπαντός το δικαίωμα της Καθ’ ης η Αίτηση να καταχωρήσει Αίτηση Εκκαθάρισης εναντίον των Αιτητών. Σε  περίπτωση οριστικοποίησης του αιτούμενου διατάγματος, ακόμη και εάν η Καθ’ ης η Αίτηση ήθελε εξασφαλίσει Διαιτητική ή Δικαστική απόφαση εναντίον των Αιτητών και αυτοί καθίσταντο πλέον εξ αποφάσεως πιστωτές δυνάμει δικαστικής ή διαιτητικής απόφασης και, στη βάση αυτής, οι Αιτητές αρνούνταν να καταβάλουν το εξ αποφάσεως χρέος τους, και πάλι η Καθ’ ης η Αίτηση δεν θα δικαιούτο και θα εμποδίζετο να καταχωρήσει ως συνταγματικά και νομοθετικά δικαιούται αίτηση εκκαθάρισης εναντίον τους.

 

Οι ενόρκως δηλούντες και των δύο πλευρών  καταχώρησαν ΣΕΔ.

 

Στην ΣΕΔ του ο ενόρκως δηλών στην αίτηση αναφέρει ότι ο ισχυρισμός της Εναγόμενης ότι η ζημιά που της αναλογεί αναφορικά με το Έργο του Δήμου Λευκωσίας, δηλαδή το ποσό των €959,832.71, της έχει ήδη χρεωθεί από την Κοινοπραξία και παρουσιάζεται ως οφειλή της Εναγόμενης προς την Κοινοπραξία  δεν ευσταθεί. Σημειώνει, συνοπτικά  ότι από λογιστικής άποψης, το Έργο δεν παρουσιάζεται στα λογιστικά βιβλία της Κοινοπραξίας ως κοινοπρακτικό. Προς υποστήριξη της θέσης ότι από λογιστικής άποψης δεν χρεώθηκε  στην Εναγόμενη από την Κοινοπραξία η ζημιά του Έργου αλλά η διαφορά μεταξύ των ποσών που πλήρωσε η Κοινοπραξία εκ μέρους την Εναγόμενης και τα ποσά που η Εναγόμενη πλήρωσε στην Κοινοπραξία από τις εισπράξεις του έργου, επισυνάπτει ως Τεκμήριο ΘΚ 24 απόσπασμα από το σχετικό λογιστικό βιβλίο της Κοινοπραξίας. Αναφορικά με τη θέση της Εναγόμενης ότι η Ενάγουσα εμπλέκεται μεν σε έργα τα οποία εκτελούνται δυνάμει δημοσίων συμβάσεων αλλά όχι η ίδια προσωπικά αλλά ως μέλος κοινοπραξιών (παρ. 89 με 92 της ΕΔ Λοή), αναφέρει ότι και αυτή είναι  αβάσιμη. Σημειώνει ότι τα κοινοπρακτικά έργα που αναφέρονται στις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας (Τεκμήριο ΘΚ3) δεν είναι τα μόνα της έργα. Παραθέτει τα έργα που η Ενάγουσα εκτελεί επί του παρόντος από μόνη της, χωρίς κάποια κοινοπρακτική συμμετοχή και ως Τεκμήριο ΘΚ 25 δέσμη με έγγραφα που επιβεβαιώνουν τα πιο πάνω. Αναφορικά με τα κοινοπρακτικά έργα, σημειώνει ότι όλες οι κοινοπραξίες που εμπλέκονται έχουν τη μορφή συνεταιρισμού, δηλαδή δεν αποτελούν ξεχωριστές νομικές οντότητες. Ακόμα δηλαδή και για εκείνα τα έργα, η εταιρική κατάσταση της Ενάγουσας και κατά πόσο εκκρεμεί εναντίον της αίτηση διάλυσης παραμένει σχετική. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο ΘΚ 26 δέσμη με εκτυπώσεις από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών που επιβεβαιώνουν τη νομική μορφή και τους συνεταίρους των κοινοπραξιών στις οποίες κάνει αναφορά. 

 

Κατά την άποψη του η θέση της Εναγόμενης ότι τα μέρη συμφώνησαν στην συνάντηση ημερ. 22/2/23, πως η Ενάγουσα δεν θα χρηματοδοτήσει την Κοινοπραξία με ποσό πέραν του €1,000,000 δεν ευσταθεί. Η εν λόγω συμφωνία ότι η Ενάγουσα δεν θα καταθέσει στον τραπεζικό λογαριασμό της Κοινοπραξίας ποσό πέραν του €1,000,000, δεν αποτελούσε συμφωνία που θα ίσχυε καθολικά για όλες τις υποθέσεις της Κοινοπραξίας αλλά συμφωνία για σκοπούς της απόφασης που λήφθηκε τότε να δοθεί σε αντιπροσώπους της Ενάγουσας εξουσία να χειρίζονται από μόνοι τους τον τραπεζικό λογαριασμό της Κοινοπραξίας στη Eurobank. Το γεγονός πως το όριο των €1,000,000 ξεπεράστηκε έγινε εξ ανάγκης για να μπορέσει η Κοινοπραξία να παραμείνει σε λειτουργία και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της κάτω από τα έργα που ανέλαβε. Χωρίς τα ποσά που συνείσφερε η Ενάγουσα, αυτό δεν θα ήταν εφικτό, καθώς η Εναγόμενη δεν συνείσφερε ποτέ τη δική της αναλογία και δεν έμβαζε στον λογαριασμό της Κοινοπραξίας ούτε καν τα έσοδα του Έργου του Δήμου Λευκωσίας. Το όριο αυτό ξεπεράστηκε λίγο μετά την συνεδρία ημερ. 22/2/23, και συγκεκριμένα από τις 26/5/23. Επισυνάπτει Τεκμήριο ΘΚ 27 κατάσταση με τα σχετικά εμβάσματα. Ποτέ πριν την καταχώρηση της παρούσας Απαίτησης η Εναγόμενη δεν παραπονέθηκε για την επιπλέον χρηματοδότηση που παρείχε η Ενάγουσα στην Κοινοπραξία. Αντιθέτως, μεταξύ άλλων υπόγραψε χωρίς κανένα σχολιασμό ή επιφύλαξη τις οικονομικές κατατάσεις της  Κοινοπραξίας για το έτος που λήγει στις 30/9/2023.

 

Σε σχέση με τα διάφορα έγγραφα ή περιστάσεις για τα οποία η Εναγόμενη παραπονιέται ότι η Ενάγουσα δεν αποκάλυψε, αναφέρει τα εξής:

 

                      i.        Memorandum of Τeaming Agreement 31/10/20 – Τεκμήριο 1 της ΕΔ Λοή (παρ. 9 ΕΔ Λοή): Η σύμβαση αυτή αφορά το έργο του Casino στην Λεμεσό. Δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με το κατά πόσο η Ενάγουσα αμφισβητεί καλόπιστα και για ουσιαστικούς λόγους την Απαίτηση Πληρωμής και γενικά το καταχρηστικό της ενδεχόμενης αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας. Τερματίστηκε από τις 3/1/22.

 

                    ii.        Τeaming Agreement 22/2/21 – Τεκμήριο 2 της ΕΔ Λοή (παρ. 9 ΕΔ Λοή): Πρόκειται για γενικής φύσεως συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Ισχύουν και για αυτή όσα αναφέρει πιο πάνω.

 

                   iii.        Collaboration Agreement 3/1/22 - Τεκμήριο 3 της ΕΔ Λοή (παρ. 14 ΕΔ Λοή): Πρόκειται για γενικής φύσεως συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Με αυτή τερματίστηκαν οι δύο πιο πάνω συμφωνίες. Στις 19/4/23 συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών πως αυτή η συμφωνία δεν θα ανανεωθεί και πως κανένα από τα μέρη δεν έχει οποιαδήποτε απαίτηση. Συνεπώς, ουδεμία σχέση ή σημασία έχει με τα επίδικα θέματα.

 

                   iv.        Πρακτικά ημερ. 22/2/23 – Μέρος του Τεκμηρίου ΘΚ 13 (παρ. 15  - 17 ΕΔ Λοή): Η Εναγόμενη παρουσιάζει τη δική της αντίληψη αναφορικά με τη σημασία των όσων εκεί διαλαμβάνονται μέσω της ΕΔ Λοή. Η αντίληψη αυτή της ποτέ δεν επικοινωνήθηκε στην Ενάγουσα πριν την καταχώρηση της Απαίτησης, για να την γνωρίζει η Ενάγουσα και να τη θέσει υπόψη του Δικαστηρίου. Σε κάθε περίπτωση, τίποτα από αυτά που περιλαμβάνονται στα πρακτικά ημερ. 22/2/23 δεν αναίρει ή επηρεάζει το βάσιμο και ουσιαστικό της αμφισβήτησης εκ μέρους της Ενάγουσας της ισχυριζόμενης οφειλής που αναφέρεται στην Απαίτηση Πληρωμής. 

 

                    v.        Συμφωνία ημερ. 12/5/23 - Μέρος του Τεκμηρίου ΘΚ 13 (παρ. 18 ΕΔ Λοή): Το τι συμφωνήθηκε αναφορικά με τα υπόλοιπα την Εναγόμενης προς την Κοινοπραξία το 2022 ουδεμία σημασία έχουν με τα σημερινά υπόλοιπα την Εναγόμενης προς την Κοινοπραξία. Ως προς την αναγνώριση του μεριδίου της ζημιάς που Έργου του Δήμου Λευκωσίας που αναλογεί στην Ενάγουσα, αυτό ποτέ δεν έτυχε αμφισβήτησης από την Ενάγουσα. Αντιθέτως, η Ενάγουσα έχει επανειλημμένα αναγνωρίσει, ακόμα και στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ότι μέρος της ζημιάς του Έργου  του Δήμου Λευκωσίας βαρύνει αυτή.  Η  Συμφωνία ημερ. 12/5/23 είναι παντελώς άσχετη με το αντικείμενο της Μονομερής Αίτησης, και σίγουρα δεν επηρεάζει τη θέση που προωθεί η Ενάγουσα.

 

                   vi.        Αλληλογραφία που προηγήθηκε της σύναψης της Σύμβασης Υπεργολαβίας – Τεκμήριο 6 της ΕΔ Λοή και Πιστοποιητικό Πληρωμών ΘΚ 17 (παρ. 28 και 32 ΕΔ Λοή): Δεδομένης της υπογραφής της Σύμβασης Υπεργολαβίας, οι σχέσεις και υποχρεώσεις που δημιουργεί είναι ζήτημα του κειμένου της, και όχι αλληλογραφίας που ανταλλάχθηκε πριν από αυτή.  Aπό το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 6 φαίνεται ότι η Εναγόμενη ήταν που εισηγήθηκε την συνεργασία υπό την μορφή της υπεργολαβίας.

 

                  vii.        Admissίon of liability and undertaking to pay ημερ. 2/2/22 – Μέρος ΘΚ 6 (παρ. 35 και 36 ΕΔ Λοή): Η πρόνοια της Admissίon of liability and undertaking to pay ημερ. 2/2/22 που επικαλείται η Εναγόμενη ουδόλως συγκρούεται με τη θέση της Ενάγουσας, η οποία έχει αναφέρει επανειλημμένα ότι η Κοινοπραξία προέβαινε σε πληρωμές αναφορικά με το Έργο του Δήμου Λευκωσίας, οι οποίες συμποσούνται σε πέραν των €3,500,000. Ποτέ δεν ανέλαβε η Ενάγουσα να παρέχει αστείρευτη χρηματοδότηση στην Κοινοπραξία για να πληρώσει αυτή τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης αναφορικά με το Έργο, ιδιαίτερα όσο η Εναγόμενη παρακρατούσε εισπράξεις του Έργου που υπερέβαιναν τα ποσά που ίδια πλήρωσε για το Έργο, άρα είχε ταμειακό πλεόνασμα για ένα ζημιογόνο έργο.

 

Στη ΣΕΔ του ο ενόρκως δηλών στην ένσταση αναφέρει ότι η Εναγόμενη επί τη ουσίας αναγνωρίζει την οφειλή της προς την Κοινοπραξία,  η οποία δεν είναι άμεσα πληρωτέα. Είναι κοινώς αποδεκτή θέση, ότι το Έργο Καινοτομίας είναι κοινοπρακτικό. Δεδομένου ότι η συμφωνία με τον Εργοδότη για το έργο της Καινοτομίας ήταν με την Εναγόμενη και όχι με την Κοινοπραξία, στα λογιστικά βιβλία της Κοινοπραξίας το έργο και η οφειλή δεν παρουσιάζονται ως κοινοπρακτικά. Ωστόσο από την σελίδα 6, βραχυπρόθεσμα κεφάλαια (current assets) σημείο (item) εμπορικές και άλλες χρεώσεις (Trade and Receivables) – σημείωση(note) 16, σελίδα 22, σημείο 16, εισπρακτέα αποσυνδεδεμένα μέρη (Receivables from Related parties), σημείωση (note) 22, σελίδα 25, υποσημείωση 22.2, των λογιστικών βιβλίων της Κοινοπραξίας (Τεκμήριο ΘΚ12), προκύπτει σχετική οφειλή της Εναγόμενης προς την Κοινοπραξία. Παρα ταύτα τούτο διαπιστώνεται στην συμφωνία ημερομηνίας 12.05.2023. Ειδικότερα, αναφέρει ότι ως προκύπτει από τα συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών και ειδικότερα από την πιο πάνω Συμφωνία, στην πράξη  η Εναγόμενη έχει απορροφήσει τη ζημιά του Έργου, ωστόσο το ποσό το οποίο οφείλει δεν έχει ξεκαθαρίσει και δεν είναι άμεσα πληρωτέο. Επιπλέον, το μέρος της ζημιάς που αναλογούσε στην Ενάγουσα με βάση τα ποσοστά συμμετοχής (60%-40) συμφωνήθηκε ρητά να οφείλεται απευθείας από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη, και όχι μέσω της Κοινοπραξίας. Άρα, η Κοινοπραξία δεν θα επιβαρυνόταν ούτε θα λάμβανε λογιστικά την εν λόγω ζημιά για το έργο της Καινοτομίας, ούτε και θα μετέφερε μέρος της, ως χρέος προς την Ενάγουσα. Αντιθέτως, η ζημιά αυτή βαραίνει αποκλειστικά την Εναγόμενη, η οποία διατηρεί απαίτηση μόνο έναντι της Ενάγουσας, για το μερίδιο της. Αναφέρει επίσης ότι οι Αιτητές όφειλαν να πληροφορήσουν το Δικαστήριο κατά το στάδιο στο οποίο αιτήθηκαν και πέτυχαν την μονομερή έκδοση του διατάγματος για την ύπαρξη της συμφωνίας ημερομηνίας 12.05.2023 κάτι το οποίο δεν έπραξαν. Στη ΣΕΔ τους αποδέχονται την ύπαρξη της συμφωνίας αυτής, η οποία σχετίζεται άμεσα με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αίτησης, ενώ γίνεται και προσπάθεια μείωσης της σημασίας  της. Προσθέτει ότι η Εναγόμενη ουδέποτε αποποιήθηκε των δικαιωμάτων της επειδή υπέγραψε τις οικονομικές καταστάσεις χωρίς σχόλια ή επιφυλάξεις. Η δε καταβολή ποσών από την Ενάγουσα προς την Κοινοπραξία, πέραν του ποσού των €1.000.000 δεν εξυπακούει ότι η Εναγόμενη αναγνωρίζει υποχρέωση για συνεισφορά σε ποσό πέραν του ποσού των €1.000.000, το οποίο είχε συμφωνηθεί ρητώς. Αναφέρει επίσης ότι οι Ενάγοντες, ισχυριζόμενοι ότι κατέβαλαν στην Κοινοπραξία ποσό ύψους €2.075.030, προέβησαν σε ενέργεια η οποία συνιστά ευθεία παραβίαση του όρου 1(IV) της συμφωνίας «Admission of Liability and Undertaking to Pay» ημερομηνίας 22.02.2023, ο οποίος ρητώς περιορίζει τη χρηματοδότηση της Κοινοπραξίας –συμπεριλαμβανομένου του Έργου Καινοτομίας– από την Ενάγουσα πέραν του ποσού του €1.000.000.

 

Είναι περαιτέρω η θέση του ότι, η Εναγόμενη ουδέποτε αποδέχθηκε ότι οφείλει οιοδήποτε μερίδιο (60%) σε σχέση με τη χρηματοδότηση που παρείχε η Ενάγουσα, για ποσό πέραν του €1.000.000. Η Ενάγουσα αποφάσισε μόνη της και κατά παράβαση της μεταξύ τους Συμφωνίας, να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την Κοινοπραξία. Μάλιστα, η Ενάγουσα δεν κοινοποίησε ποτέ στην Εναγόμενη τα ακριβή ποσά που κατέβαλε πριν την αποστολή της Απαίτησης. Το γεγονός ότι η Εναγόμενη σε απάντηση προς την ειδοποίηση απαίτησης δεν παραπονέθηκε αμέσως, δεν αποτελεί αποδοχή της ούτε και αποποίηση των δικαιωμάτων της. Η θέση της Εναγόμενης ήταν και παραμένει ότι δεν μπορεί να υποχρεωθεί ή να καλείται να καταβάλει και να θεωρείται ότι οφείλει ποσό για χρηματοδότηση του Έργου, για το οποίο δεν συμφωνεί. Σημειώνει επίσης ότι πριν την αποκρυστάλλωση των τελικών λογαριασμών του Έργου, συμπεριλαμβανομένου των υπεργολάβων και προμηθευτών, δεν μπορεί να φανεί αν πράγματι υπάρχει ζημιά επί του Έργου.

 

Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση και των ΣΕΔ, ως οι σχετικές οδηγίες που δόθηκαν κατά την ΑΔΟ. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο.

 

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

 

Υπάρχει πλούσια νομολογία αναφορικά με την εξουσία έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60.  Το εν λόγω άρθρο έχει αναλυθεί με σαφήνεια στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and another (1982) 1 C.L.R. 557, ικανοποίηση δε των τριών κριτηρίων που τίθενται ως προϋποθέσεις αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα του Δικαστηρίου προτού εξετάσει τους υπόλοιπους παράγοντες που θα πρέπει να συνεκτιμηθούν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας (Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263).

 

Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη ικανοποιείται με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα που θα καταδείξουν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.

 

Η δεύτερη προϋπόθεση της ύπαρξης πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης που αφορά την παρουσίαση μιας ορατής πιθανότητας επιτυχίας.  Αυτή η δεύτερη προϋπόθεση συσχετίζει στην ουσία τη νομική θεμελίωση που απορρέει από το καταχωρημένο δικόγραφο με την πραγματική διαθέσιμη μαρτυρία όπως αυτή καταγράφεται στις ένορκες δηλώσεις για να θεμελιώσει την αγωγή.  Αν ο αιτητής μπορεί να δείξει κάτι περισσότερο από την απλή πιθανολόγηση αλλά λιγότερο από το βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, τότε το δεύτερο κριτήριο ικανοποιείται.

 

Η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείται εφόσον καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο - όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία. Αν αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύλογα, τότε η έκδοση του ή η διατήρηση του σε ισχύ, αποκλείεται.  Ακόμη και ασυνήθης δυσκολία στην εκτίμηση των ζημιών δεν δικαιολογεί κατ΄ ανάγκην την έκδοση διατάγματος. (Βλ. ΚΟΤ v. Θεωρή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 255).

 

Εφόσον ληφθούν υπόψη οι πιο πάνω παράγοντες, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το διάταγμα. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό, δεν προχωρεί στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση, είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, δεδομένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (ανωτέρω), αυτό εμπίπτει στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου που εκδικάζει την ουσία της ίδιας της αγωγής. (Βλ. επίσης Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 269-270).

 

Οι πιο πάνω αρχές και το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζονται αιτήσεις για προσωρινά Διατάγματα έχουν εύστοχα συνοψισθεί στην πρόσφατη απόφαση του Νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολ. Εφ. αρ. Ε179/2017, ημερ.2/5/24, συνάδουν δε με τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να εξετάζονται με βάση τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, στη βάση των οποίων εγείρεται η υπό κρίση αίτηση.

 

Θεωρώ ότι κατά προτεραιότητα θα πρέπει να εξεταστεί το κατά πόσο έχουν αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο όλα τα ουσιαστικά γεγονότα τα οποία δύνανται να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική του κρίση. Στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Ιωάννη Καρυδά και Σοφία Καρυδά, Πολ.Εφ. 190/2019, ημερ.26.2.25 λέχθηκε ότι το ζήτημα της μη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων θα πρέπει να εξετάζεται και να αποφασίζεται ως πρωτεύον από το Δικαστήριο και ακολούθως να προχωρεί στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 και του ισοζυγίου της ευχέρειας, αφού, όταν το Δικαστήριο εξετάζει αίτηση για προσωρινό διάταγμα λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σωρεία παραγόντων που επενεργούν στην άσκηση της.

 

Αποτέλεσε εισήγηση της Καθ’ ης η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη εγγράφων και ότι παρουσίασε στο Δικαστήριο ελλιπή εικόνα της πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη θέση της αφενός δεν παρουσιάστηκαν συναφείς με τις συμβατικές σχέσεις των μερών συμφωνίες, αφετέρου δε παρουσιάστηκαν συγκεκαλυμμένα, χωρίς σαφή αναφορά σε αυτά με αποτέλεσμα τον επηρεασμό της κρίσης του Δικαστηρίου.  

 

Αρχίζοντας από το αυτονόητο, σημειώνεται ότι το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο της φύσης της αντιδικίας μεταξύ των μερών. Αποτελεί καθήκον του κάθε αιτητή, όταν προσφύγει μονομερώς στο Δικαστήριο αιτούμενος συγκεκριμένη θεραπεία, να θέτει ξεκάθαρα στην ένορκη δήλωση του όλα τα ουσιώδη στοιχεία που αφορούν την υπόθεση.  Είναι επιβεβλημένη η παράθεση όλων των σημαντικών περιστατικών της υπόθεσης ενώ η υφή της κάθε υπόθεσης οριοθετεί την έκταση αυτού του καθήκοντος. Στην υπόθεση Ιωάννη Καρυδά (πιο πάνω), η νομική πτυχή την οποία παρέθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίθηκε ικανοποιητική και επαρκής σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της πλήρους αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων (βλ. Harvardskiy Prumyslovy Holding A.S. v. Daventree Resources Ltd κ.ά (2008)1(B) Α.Α.Δ. 801, Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Ltd (2015) 1(A) A.Α.Δ. 386). Προσετέθηκαν τα ακόλουθα :

 

«… όταν αιτητής προσέλθει ενώπιον του Δικαστηρίου και, στην απουσία του αντιδίκου του, κατά παρέκκλιση της αρχής "audi alteram partem", ζητά θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, τότε έχει υποχρέωση προς το Δικαστήριο να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδεχομένως θα επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση μονομερώς προσωρινού διατάγματος.  Ο αιτητής σε τέτοιες περιπτώσεις έχει υποχρέωση να δείξει καλή πίστη, αφού η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου.  Είναι άσχετο αν η παράλειψη αποκάλυψης είναι εσκεμμένη ή έγινε χωρίς πρόθεση εξαπάτησης και μη εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής ενδεχομένως να σημαίνει την ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς.  Το Δικαστήριο εξετάζοντας μια αίτηση για προσωρινό διάταγμα λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σωρεία παραγόντων που επιδρούν στην άσκηση της. Για αυτό και είναι σημαντικό η αποκάλυψη να είναι ειλικρινής και πλήρης.  Στην υπόθεση Brink's-MAT Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 Αll ΕR 188, η οποία υιοθετήθηκε στην Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. (ανωτέρω), τονίστηκε ότι η αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων θα πρέπει να είναι πλήρης, δίκαιη και ότι τα ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα που καθορίζονται από τον δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων. Η υποχρέωση δεν περιορίζεται στα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή αλλά και σε εκείνα που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με εύλογη έρευνα. (Σύγγραμμα «Διατάγματα, Injunctions», των Γιώργου Ερωτοκρίτου και Πέτρου Αρτέμη σελ. 163-165, Fedossova Larissa (Αρ.2) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1333, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168, United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co (2002) 1(B) A.A.Δ. 938, Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(A) A.A.Δ. 82 και Interpartemental Concern "Uralmetrom" v. Besuno Ltd (2004) 1(A) A.A.Δ. 557).

 

Υπό το φως των πιο πάνω, έχω εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών επί του πιο πάνω θέματος και καταλήγω ότι η αιτήτρια  δεν μπορεί να κριθεί υπόλογη για απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Η αιτήτρια,  με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα Αίτηση, προέβαλε τη δική της εκδοχή επί των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης, συγκεκριμένα τους λόγους αμφισβήτησης του κατ’ ισχυρισμό χρέους, παρουσίασε δε τη βασική θέση της Εναγομένης σε σχέση με το εν λόγω χρέος. Οι διαφορετικές θέσεις που προβλήθηκαν στην ένορκη δήλωση στην ένσταση με αναφορά μάλιστα σε συγκεκριμένες συμφωνίες και έγγραφα δεν συνιστούν κατά την άποψη μου απόκρυψη γεγονότων ή εγγράφων. Έχω την άποψη ότι πρόκειται για παράθεση των αλληλοσυγκρουόμενων εκδοχών των δύο πλευρών που αφορούν την ουσία της διαφοράς μεταξύ τους, τις οποίες το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει στο παρόν στάδιο, ούτε και να καταλήξει σε συμπεράσματα σ' αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ως προς την πλήρη εξέταση του πραγματικού καθεστώτος της υπόθεσης.  Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά τη δίκη για την ουσία της διαφοράς τους στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. (βλέπε σχετικά την Μιχαηλίδης Φαέθων ν. Παπάκυριακου (2004) 1 Α.Α.Δ. 209).

 

Συνεπώς, κρίνω ότι ο σχετικός λόγος Ένστασης περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και παραπλάνησης του Δικαστηρίου εκ μέρους της αιτήτριας, δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται.

 

Έχει πλέον αναγνωριστεί και από τα Κυπριακά Δικαστήρια η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδίδει προσωρινά Διατάγματα με τα οποία να απαγορεύεται η καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης εναντίον εταιρείας. Κατατοπιστική επί του θέματος είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σε ό,τι αφορά την Εταιρεία G.Paraskevaides(1966) Ltd, Πολιτική Έφεση 2/2024 ημερ.9.3.21:

 

«Η υπόθεση Re a Company (Νο.003079 οf 1990) and other petitions (1991)BCLC 235, 236 βεβαιώνει τα πιο πάνω ως εξής:

 

"It is well established that if an application is made to the court to restrain the presentation of a petition or to restrain advertisement of a petition which has already been presented on the ground that the creditor's debt is disputed, the court will grant the restrain asked for if it is satisfied that the debt is disputed on substantial and bona fide grounds [xxx]. 

 

Kαι παρακάτω:

 

In my judgment the test which I ought to apply is the test which appears from Stonegate Securities v. Gregory and Mann v. Goldstein, that is to say if I can see now that the petition, if and when it comes on for substantive hearing, is bound to be dismissed because the locus standi of the petitioners is disputed, then it would be appropriate to strike out the petitions and not to leave them on file with a view to their coming back before the court at some future time, when the result will inevitably be the one that I have indicated".

 

Στο Σύγγραμμα Commercial Litigation Pre-emptive remedies”, Thomson, Sweet & Maxwell 2007, A7-073, εξηγείται το βάρος που έχει να καταδείξει ο αιτούμενος τη διαγραφή του Petition για εκκαθάριση.  Είναι αυτό του  "genuine tribal issue", σε ελεύθερη μετάφραση «γνήσιο συζητήσιμο θέμα» ή «καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση», ότι το «χρέος» δεν οφείλεται εύλογα και γνήσια.

 

Όταν λοιπόν καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση, δικαιωματικά (as of right), η εταιρεία μπορεί να επιτύχει παραμερισμό της αίτησης εκκαθάρισης ή ακόμη και προληπτικά να επιτύχει διάταγμα απαγορευτικό της καταχώρησης τέτοιας Αίτησης (Petition). 

 

Στη Stonegate Securities Ltd v. Gregory [1980]1 All E.R. 241 αναφέρονται στην προμετωπίδα, τα εξής:

"Since there was a bona fide dispute whether the money was presently due from the company to the defendant and there was evidence that the defendant was nonetheless threatening to present a petition on the basis that it was so due, the company was entitled as of right to an injunction restraining the defendant from presenting a petition for the winding up of the company on that basis ."

 

Και παρακάτω στη σελ.249:

"Winding-up proceedings are not suitable proceedings in which to determine a genuine dispute whether the company owes the sum in question".

 

Eίναι φανερό κατά την κρίση μας, ότι το τελικό συμπέρασμα για το γνήσιο και εύλογο του χρέους ή για το γνήσιο της αμφισβήτησης της απαίτησης προϋποθέτει μια αξιολόγηση συναρτώμενη με την αξιοπιστία μαρτύρων και εν γένει μαρτυρικού υλικού που δεν μπορεί να παραμείνει στα στεγανά μιας αίτησης εκκαθάρισης.  Γι΄αυτό είναι ορθό ο έχων τη βούληση να ενεργήσει ως πιστωτής να καταχωρήσει πρώτα αγωγή και μετά από την υπέρ του εκδοθείσα απόφαση, να προχωρήσει με αίτηση διάλυσης (βλ. New Traveller's Chambers Ltd v. Cheese and Green (1894) 70 LT 271 και Re a Company (1992) 2 All E.R. 797) και Pennington's Company Law, 4th ed.679). »

 

 

Η ερμηνεία του όρου «πιστωτής» εντός της έννοιας του άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου ΚΕΦ.113 δόθηκε στην Χατζηγιάννης ν C.&J. Κyprianou Promotions Ltd (2010) 1(B) A.A.Δ. 991, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Όπως καθαρά διαφαίνεται από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του άρθρου 212, τις οποίες κατά κύριο λόγο επικαλείται ο εφεσείων, η γραπτή απαίτηση για καταβολή οφειλής που οφείλεται από εταιρεία, θα πρέπει να προέρχεται από "πιστωτή". Τίθεται επομένως ευθέως το ερώτημα ποίος θεωρείται "πιστωτής" ή πιο συγκεκριμένα κατά πόσο ο εφεσείων - αιτητής στην εκδικασθείσα αίτηση μπορούσε να θεωρηθεί ως "πιστωτής". Παρόμοιο θέμα που αφορούσε στη διακρίβωση του ποιος μπορεί να θεωρηθεί ως "πιστωτής" μέσα στην έννοια του επόμενου άρθρου που ακολουθεί, δηλαδή του άρθρου 213(ι) του Νόμου, το οποίο παραθέτει τη διαδικασία υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας, εξετάστηκε από το Εφετείο στη Σπανού vG.I.PConstructions Ltd (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 315. Εξετάζοντας το θέμα τούτο, το Εφετείο, αφού υπενθύμισε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 213(1) του Κυπριακού περί Εταιρειών Νόμου ήταν ταυτόσημες με τις πρόνοιες του S.224(1) του Αγγλικού Companies Act 1948, ανέφερε και τα εξής στη σελίδα 321 του τόμου αποφάσεων:

 "Ο όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει: "a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent" - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golastein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer's πιο πάνωσελ.1127, παρ. 85-14, Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol.7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen - -van Colliery Co. [1877] 6 ChD. 477)".

 

Όπως δε πρόσθεσε το Εφετείο στην ίδια απόφαση, έστω ακόμα και αν ένα μέρος της απαίτησης του αιτητή ήταν για εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις, αυτός εστερείτο του απαραίτητου locus standi ώστε να αιτηθεί την εκκαθάριση της εταιρείας. Ακόμη και πού παλαιότερα τα Δικαστήρια ακολουθούσαν την ίδια σταθερή προσέγγιση επί του εξεταζόμενου θέματος. Όπως είχε λεχθεί και στην Αγγλική απόφαση στην υπόθεση New TravellersChambers Ltd v. Cheese and Green [1894]70 LT 271 επανειλημμένα έχει αποφασισθεί ότι η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής. Εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης του χρέους, όχι απλά του ύψους του, δεν πρέπει να υποβάλλεται τέτοια αίτηση. Ούτε και ασφαλώς είναι επιτρεπτό όπως χρησιμοποιείται καταχρηστικά η διαδικασία υποβολής αίτησης για εκκαθάριση ως μέθοδος άσκησης πίεσης σε εταιρεία να καταβάλει χρήματα τα οποία αμφισβητεί ότι οφείλει (Re a company [1992] 2 All E.R. 797).»

 

Από μελέτη των γεγονότων της υπόθεσης, ευθύς εξ’ αρχής θα πρέπει να αναφερθεί ότι με βάση το αποδεικτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου στα πλαίσια της υπό συζήτηση αίτησης και τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας, όπως αυτές είναι ήδη καταχωρημένες στο φάκελο της διαδικασίας, θεωρώ ότι η αιτήτρια  έχει αποκαλύψει συζητήσιμη υπόθεση, με ορατή μάλιστα πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία. Οι ισχυρισμοί της Καθ΄ ης η Αίτηση δεν εξασθενίζουν, κατά την εκτίμηση μου, την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης της αιτήτριας σε βαθμό μάλιστα που να οδηγούν στη διαπίστωση μη ύπαρξης ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Με το περιορισμένο βάρος που έχει για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, η Ενάγουσα έχει θέσει εκείνο το πραγματικό πλαίσιο γεγονότων κατά τρόπο που φαίνεται να ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις. Επισημαίνω συναφώς ότι η αιτήτρια  εύλογα αμφισβητεί το κατ’ ισχυρισμό χρέος το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της επίδικης Απαίτησης Πληρωμής και προβάλλει τον ισχυρισμό ότι Καθ’ ης η αίτηση δεν είναι πιστωτής της.  Είναι σαφές ότι η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου γίνεται εκ πρώτης όψεως, χωρίς την ουσιαστική ενασχόληση με τους ισχυρισμούς και κατάληξη σε συμπεράσματα και τελική διάγνωση των δικαιωμάτων των διαδίκων, τα οποία θα απασχολήσουν στα πλαίσια της εκδίκασης της ουσίας της αγωγής. Η παρούσα, είναι η περίπτωση, θεωρώ, που οι αντικρουόμενες εκδοχές και το ευρύ πλέγμα των διαφορών που αναδύονται από τα ενώπιον μου στοιχεία,  στη βάση μεταξύ άλλων των συναφών συμφωνιών και οικονομικών καταστάσεων, θα πρέπει να εξεταστούν τελεσίδικα κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.

 

 Ερχόμενη στην τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή αυτή της δυσκολίας να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, αν το διάταγμα δεν εκδοθεί, σημειώνεται ότι αποτέλεσε θέση της αιτήτριας ότι σε περίπτωση που η Εναγόμενη καταχωρήσει αίτηση εκκαθάρισης της Ενάγουσας, η ζημιά που θα προκληθεί στην τελευταία θα είναι τεράστια, ανεπανόρθωτη και δεν θα αποτιμάται σε χρήματα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα η αιτήτρια προβάλλει:

·         Ενδεχόμενη καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας θα οδηγούσε κατά πάσα λογική πρόβλεψη σε παγοποίηση των τραπεζικών λογαριασμών της.

·         Τα διάφορα κατασκευαστικά συμβόλαια που διατηρεί η Ενάγουσα για κατασκευή δημοσίων έργων, τα οποία είναι πανομοιότυπα μεταξύ τους, περιλαμβάνουν όρο σύμφωνα με τον οποίο η αντισυμβαλλόμενη αναθέτουσα αρχή μπορεί να προχωρήσει σε τερματισμό του εκάστοτε συμβολαίου μόνο για τον λόγο ότι καταχωρήθηκε αίτησης εκκαθάρισης της Ενάγουσας (ανεξάρτητα αν αυτή είναι βάσιμη ή επιτυχής ή όχι).

·         Σε περίπτωση καταχώρησης αίτησης εκκαθάρισης θα επηρεαστεί γενικά η πιστοληπτική ικανότητα της Ενάγουσας, κάτι που θα οδηγήσει σε προβλήματα στις σχέσεις της με τους πελάτες και πιστωτές της.

·         Η γενικά πολύ καλή φήμη της Ενάγουσας θα πληγεί ανεπανόρθωτα σε περίπτωση προώθησης αίτησης εκκαθάρισης, κάτι που ενδέχεται να οδηγήσει τους πελάτες, επιχειρηματικούς εταίρους και συνεργάτες της να σταματήσουν ή να είναι επιφυλακτικοί να συναλλάσσονται με αυτήν.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, τα οποία η Καθ’ ης η αίτηση δεν έχει επαρκώς ανατρέψει, κρίνω ότι και η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείται. Οι πιθανές συνέπειες μίας αίτησης εκκαθάρισης εταιρείας δεν μπορούν να κριθούν σε στεγανά πλαίσια υπολογισμού αποζημιώσεων. Η αίτηση εκκαθάρισης συνιστά δρακόντειο μέτρο το οποίο, ακόμη και σε περίπτωση που δεν πετύχει, μπορεί να επιφέρει καταλυτικές συνέπειες στην εταιρεία οι οποίες δημόσια επηρεάζουν την οικονομική κατάσταση της και τη φήμη της (Βλ. Claybridge Shipping Company S.A. (1997) 1BCLC 572). Επιπρόσθετα, στη βάση των ίδιων παραμέτρων και στη βάση του συνολικού πλαισίου της υπόθεσης  κρίνω ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπερ της αιτήτριας, ειδικότερα στη βάση ότι η αξιώσεις της Καθ’ ης η αίτηση, αν ευσταθούν,  μπορούν να προωθηθούν μέσω αγωγής ενώ αν ακυρωθεί το Διάταγμα η βλάβη στην αιτήτρια θα είναι μεγάλης εμβέλειας.    

 

Έρχομαι στη συνέχεια στον ισχυρισμό της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ’ ης η αίτηση ότι δεν τεκμηριώνεται η ύπαρξη του στοιχείου του κατεπείγοντος. Σημειώνεται επι του προκειμένου ότι το Μέρος 25.3(1) των Νέων ΚΠΔ, δίδουν στο Δικαστήριο την ευχέρεια να εκδώσει μονομερώς ενδιάμεσο διάταγμα, εφόσον ο αιτητής έχει αποδείξει το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις. Πρόσφατη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επι των παλαιών ΚΠΔ έχει δείξει ότι και ο παράγων του χρόνου μπορεί να είναι σημαντικός από την άποψη ότι ο αιτητής θα πρέπει να δείξει στο μονομερές στάδιο το επείγον του θέματος, παρακάμπτοντας έτσι τη συνήθη διαδικασία της ακρόασης και του άλλου μέρους στη διαφορά, το δε Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει το διάταγμα γι΄ αυτό το λόγο, διότι το στοιχείο του κατεπείγοντος αποτελεί το βάθρο της εξουσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα πάνω σε μονομερή βάση (Stavros Hotel Apartments Ltd (No.2) (1994) 1 A.A.Δ. 836, 841 και Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ (1995) 1 Α.Α.Δ. 949, 954).

 

Απόλυτα διαφωτιστικές είναι οι πολύ πρόσφατες αποφάσεις Χρίστος Ανδρέου v. Olympic Insurance Company Ltd, Πολ. Έφ.Αρ. E396/2016,ημερ.12/10/23 και Βγενόπουλος κ.ά. v. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, Πολ. Έφ Αρ. Ε141/2014 και Ε142/2014, ημερ. 13.9.2023. Στην Βγενόπουλος (ανωτέρω) επαναλήφθηκε η νομολογιακή αρχή ότι ένας διάδικος που αιτείται μονομερώς θεραπεία από το Δικαστήριο πρέπει να προσκομίσει μαρτυρία σχετικά με τη χρονική στιγμή κατά την οποία περιήλθαν στη γνώση του τα γεγονότα τα οποία επικαλείται και να δείξει ότι κατά την εν λόγω χρονική στιγμή δεν του παρείχετο η δυνατότητα να κινήσει τις νενομισμένες διαδικασίες.

 

Έχω την άποψη ότι στην περίπτωση που απασχολεί είναι προφανές πως η έκδοση του Διατάγματος ήταν επείγουσα, και οι περιστάσεις της υπόθεσης συνηγορούσαν υπερ της έκδοσης του χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά. Η Απαίτηση Πληρωμής επιδόθηκε στις 27/2/25 και η προθεσμία των 21 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της Απαίτησης Πληρωμής έληγε στις 20/3/25. Τα χρονικά περιθώρια για την αιτήτρια ήταν ιδιαίτερα στενά και σε περίπτωση που δίδετο ειδοποίηση στην άλλη πλευρά, η προθεσμία των 21 ημερών θα είχε παρέλθει, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα η Εναγόμενη να δύνατο να προχωρήσει με αίτηση εκκαθάρισης εναντίον της Ενάγουσας, ενόψει και της δηλωθείσας πρόθεσης της στην Απαίτηση Πληρωμής. Στη βάση των πιο πάνω δεδομένων έχει καταδειχθεί το στοιχείο του κατεπείγοντος ενώ δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε ολιγωρία στην καταχώρηση της υπο κρίση αίτησης.

 

 Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να σχολιάσω τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι το εκδοθέν Διάταγμα αποτελεί συγκεκαλυμμένο αντιαγωγικό Διάταγμα (anti-suit injunction) το οποίο αν καταστεί απόλυτο θα επηρεάσει δυσμενώς τα νόμιμα δικαιώματα της Καθ’ ης η αίτηση. Η πιο πάνω εισήγηση δεν ευσταθεί. Το θέμα έχει ξεκαθαρίσει με την απόφαση στην Πολιτική Εφεση Αρ.9/2018, ημερ.3.4.18, ECLI:CY:AD:2018:D157, Αναφορικά με την Αίτηση της Ελληνικής Τράπεζας Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Με όλο το σεβασμό προς τη συνήγορο, η anti-suit δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, ουδεμία απολύτως σχέση έχει με το εξεταζόμενο θέμα.  Όπως επιγραμματικά αναφέρεται στο Commercial Injuctions του Steven Gee, 5η Έκδοση, σελ. 393:

 

"An anti-suit injuction is any injuction against a person enjoining him from commencing or continuing with proceedings in a court abroad"

 

                                    (η υπογράμμιση είναι δική μου)»

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ασκώντας τη διακριτική ευχέρεια που έχει το Δικαστήριο, το προσωρινό Διάταγμα ημερ.18.3.25 καθίσταται απόλυτο.

 

Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της αιτήτριας και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση. Το ποσό των εξόδων θα καθοριστεί από το Δικαστήριο με συνοπτικό υπολογισμό στη βάση της Κ 39 εδάφιο 7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023.

 

 

 

(Υπ.):  ………………………….

Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο