ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Ηλία, Ε.Δ.
Αγωγή αρ. 5582/15
Μεταξύ:-
Νίκος Νικολάου
Ενάγων / Εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενος
-και-
1. Ερασιτεχνικός Σύλλογος Τάεκβοντό Διαμερίσματος Μόρφου
2. Χαράλαμπος Στρατουράς
Εναγόμενοι / Εξ ανταπαιτήσεως Ενάγοντες
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ημερομηνία: 27 Νοεμβρίου 2025
Για Ενάγοντα / Εξ ανταπαιτήσεως Εναγόμενο: κ. Α. Πέτσας για Ανδρέας Πέτσας & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο / Εξ ανταπαιτήσεως Ενάγοντα 1: κ. Χ. Στρατουράς
Ο Εναγόμενος / Εξ ανταπαιτήσεως Ενάγων 2 εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Με την ως άνω αγωγή, ο Ενάγων αξιώνει αποζημιώσεις λόγω δυσφήμησης και/ή επιζήμιας ψευδολογίας αναφορικά με τη δημοσίευση από μέρους των Εναγομένων δύο επιστολών, ημερομηνίας 13/4/2015 και 2/6/2015.
Αποτελούν δικογραφικά παραδεκτό και μη αμφισβητούμενο υπόβαθρο τα εξής:
Ο Ενάγων ασχολείται με το άθλημα του τάεκβοντό. Ο Εναγόμενος 1 είναι εγγεγραμμένο σωματείο (Τεκμήριο 3Β), το οποίο έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη του εν λόγω αθλήματος. Πρόεδρος του Εναγόμενου 1 είναι ο Εναγόμενος 2 (Τεκμήριο 3Α). Στις 13/4/2015 ο Εναγόμενος 2 συνέταξε και οι Εναγόμενοι απέστειλαν επιστολή με θέμα «Παγκύπριοι Αγώνες και ο τρόπος που διεξάγονται και τα προβλήματα που παρουσιάζονται», Τεκμήριο 4. Στις 2/6/2015 ο Εναγόμενος 2 συνέταξε και οι Εναγόμενοι απέστειλαν την επιστολή με θέμα «Παγκόσμιοι Αγώνες Τάεκβοντό Μαϊου 2015», Τεκμήριο 5. Το περιεχόμενο των πιο πάνω επιστολών, οι οποίες θα αναφέρονται μαζί ως «οι Επιστολές», δεν αμφισβητήθηκε. Αμφότερες οι Επιστολές κοινοποιήθηκαν στην Παγκύπρια Ερασιτεχνική Ομοσπονδία Τζούντο Τάεκβοντό (εφεξης «η ΠΕΟΤΤ» ή «η Ομοσπονδία») και στον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού (ΚΟΑ). Η επιστολή, Τεκμήριο 5 κοινοποιήθηκε επιπρόσθετα στον Πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΑ και στον Πρόεδρο της Κυπριακής Ολυμπιακής Επιτροπής (ΚΟΕ). Κατόπιν της αποστολής των Επιστολών, ανταλλάχθηκαν μεταξύ του Ενάγοντα και του Εναγομένου 2 οι επιστολές, Τεκμήρια 6 και 7.
Για όλα τα πιο πάνω προβαίνω σε συναφή ευρήματα.
Ο Ενάγων με την Έκθεση Απαίτησης του προβάλλει ότι ήταν επί σειρά ετών πρωταθλητής τάεκβοντό Κύπρου και προπονητής της εθνικής ομάδας με αρκετές διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 1995 ίδρυσε την δική του σχολή και σωματείο και το 2006 την εταιρεία N. Nicolaou Sports Ltd (εφεξής «η Εταιρεία»), η οποία ασχολείται με την εισαγωγή, εξαγωγή και διανομή αθλητικού εξοπλισμού και ενοικιάζει συστήματα στην Ομοσπονδία για τη διοργάνωση πρωταθλημάτων.
Σε ό,τι αφορά τις Επιστολές, προβάλλει ότι αμφότερες κοινοποιήθηκαν και σε προπονητές του αθλήματος των οποίων οι Εναγόμενοι κατείχαν τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις. Ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι αναφέρονται στον ίδιο δια υπονοουμένων και/ή ευθέως με δυσφημιστικές αναφορές και σχόλια σε σχέση με επηρεασμό αγώνων και αποτελεσμάτων, θέτοντας το προσωπικό του συμφέρον υπεράνω, με σκοπό να πλήξουν την αξιοπρέπεια, την τιμιότητα, το επάγγελμα και την ενασχόληση του. Ως αποτέλεσμα, υπέστη σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημιά στην αξιοπρέπεια, επαγγελματική υπόληψη και εκτίμηση του.
Οι Εναγόμενοι με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση τους, πέραν των παραδοχών στις οποίες προβαίνουν, αρνούνταν τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα. Προβάλλουν ότι σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί ότι οι Επιστολές κοινοποιήθηκαν σε προπονητές, αυτό έγινε προνομιακά και καλόπιστα με σκοπό την ίση μεταχείριση όλων των αθλητών και την προστασία τους. Αρνούνται ότι οι Επιστολές αναφέρονται με δυσφημιστικές αναφορές στον Ενάγοντα προβάλλοντας ότι θα πρέπει να διαβάζονται στο σύνολο τους και όχι αποσπασματικά και ότι αναφέρονται καλόπιστα σε πραγματικά και αληθή γεγονότα σε σχέση με θέματα δημοσίου συμφέροντος και εκφράζουν τη θέση και/ή άποψη των Εναγομένων αναφορικά με αυτά. Είναι η θέση τους ότι ο Ενάγων καταχώρισε την αγωγή με μοναδικό σκοπό να τους φιμώσει ούτως ώστε να εξακολουθήσει να διασφαλίζει τα οικονομικά συμφέροντα που ενδεχομένως να έχει.
Οι Εναγόμενοι προβάλλουν, τέλος, ότι ο Ενάγων, από το 2013 έως και το 2016, χρησιμοποίησε και/ή επεξεργάστηκε και/ή παρενέβη σε προσωπικά δεδομένα των Εναγομένων και/ή μελών αθλητών τους χωρίς την άδεια τους παραβιάζοντας την ιδιωτική και προσωπική τους ζωή. Ανταπαιτούν, συναφώς, την έκδοση απαγορευτικού και προστατικού διατάγματος καθώς και γενικές αποζημιώσεις συνεπεία παράβασης του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001 (138(I)/2001).
Ο Ενάγων με την Απάντηση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς και την ανταπαίτηση των Εναγομένων και προβάλλει ότι οι Εναγόμενοι ενήργησαν κακόβουλα ενώ γνώριζαν την αναλήθεια των δημοσιευμάτων τους.
Η απαίτηση και η ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν. Εκ μέρους του Ενάγοντα, κατέθεσε ο ίδιος (ΜΕ1), ο [] (ΜΕ2) και ο [] (ΜΕ3). Εκ μέρους των Εναγομένων κατέθεσε ο [] (ΜΥ1), ο [] (ΜΥ2) και ο [] (ΜΥ3).
Σύνοψη μαρτυρίας
Ο Ενάγων, ΜΕ1, στο Έγγραφο Α’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, πέραν των ως άνω αναφερόμενων παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων, αναφέρθηκε στην επαγγελματική του ενασχόληση με το τάκεβοντό και την ίδρυση της Εταιρείας, η οποία, ως ανέφερε, διαθέτει αναγνωρισμένο ηλεκτρονικό σύστημα σκοραρίσματος, κληρώσεων και διαχείρισης αγώνων καθώς και προστατευτικό εξοπλισμό, τα οποία ενοικιάζει μεταξύ άλλων στην Ομοσπονδία. Ως ανέφερε, τα συστήματα σκοραρίσματος έτυχαν διεθνούς αναγνώρισης και χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορες ολυμπιάδες. Σε σχέση με τις επίδικες επιστολές, ανέφερε ότι αποστάλθηκαν και σε προπονητές των οποίων οι Εναγόμενοι κατείχαν τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις τους. Αναφέρθηκε, επίσης, στο περιεχόμενο των Επιστολών, τις κατ’ ισχυρισμό δυσφημιστικές αναφορές προς τον ίδιο και τη συνακόλουθη ζημιά που υπέστη. Κατά την προφορική του κυρίως εξέταση αναφέρθηκε, τέλος, στην επεξεργασία προσωπικών δεδομένων αθλητών μελών των Εναγομένων.
Αντεξετάστηκε σε σχέση με την ιδιότητα του ως πρωταθλητής και προπονητής της εθνικής ομάδας, την ίδρυση της δικής του σχολής και σωματείου, το προσωπικό του όφελος από την πρώτη θέση που κατέλαβε η [], την ιδιοκτησία και τους σκοπούς της Εταιρείας, την ιδιοκτησία του συστήματος στο οποίο δηλώνονταν οι αθλητές και τη χρήση του από την Ομοσπονδία, τη διεξαγωγή των κληρώσεων και τις παραμέτρους που θα μπορούσε να επηρεάσει ο χειριστής του ηλεκτρονικού συστήματος, τις κληρώσεις ιδιωτικού τουρνουά που διοργάνωσε, το χειρισμό των συστημάτων διεξαγωγής αγώνων για τη διόρθωση λαθών καθώς και τη ζημιά που υπέστη.
Ο ΜΕ2, Γενικός Γραμματέας της ΠΕΟΤΤ από το 2015 μέχρι και τον Οκτώβριο 2024, στο Έγγραφο Β’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρθηκε στη λήψη των Επιστολών και την άσχημη εντύπωση και αναστάτωση που του προκάλεσαν. Ανέφερε, επίσης, ότι ως Ομοσπονδία επανεξέτασαν τα συστήματα, χωρίς να προβούν σε οποιαδήποτε αλλαγή.
Αντεξετάστηκε σε σχέση με την διάλυση της ΠΕΟΤΤ το 2016, την εκπροσώπηση του σωματείου του Ενάγοντα από τον ίδιο στην Ομοσπονδία, την εξέταση των όσων αναφέρονται στις Επιστολές, τη λειτουργία και χρήση του συστήματος, τη δήλωση αθλητών, τη διεξαγωγή των κληρώσεων, τις παρεμβάσεις στο σύστημα, την απάντηση της Ομοσπονδίας στις Επιστολές, το περιεχόμενο των Επιστολών και το συμφέρον του Ενάγοντα.
Ο ΜΕ3, προπονητής, στο Έγγραφο Γ’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρθηκε στη λήψη των Επιστολών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Ανέφερε ότι παρ’ όλο που γνώριζε προσωπικά τον Ενάγοντα, του προκλήθηκαν υποψίες και ερωτηματικά και ότι συζήτησε το θέμα με τον Ενάγοντα και με άλλους προπονητές, ο οποίοι θορυβήθηκαν.
Αντεξετάστηκε σε σχέση με τις Επιστολές και την αποστολή τους στον ίδιο καθώς και τη διεξαγωγή των κληρώσεων.
Ο ΜΥ1, γυμναστής / προπονητής στο Εναγόμενο 1 σωματείο, στο Έγγραφο Δ’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρθηκε στην εργασία του, στη δήλωση των αθλητών, στην νομική υπόσταση της ΠΕΟΤΤ, στις κληρώσεις, στις επεμβάσεις που επέτρεπε το σύστημα και στις ενέργειες στις οποίες προέβαινε ο Ενάγων, στο χειρισμό των συστημάτων κατά τη διεξαγωγή των αγώνων και στα «αποτελέσματα» στα οποία κατέληξε έρευνα του Εναγόμενου 1.
Αντεξετάστηκε αναφορικά με την σχέση του με την εταιρεία Kana Sports Cy Limited, τους κατά τον ίδιο αδικαιολόγητους βαθμούς, τον επηρεασμό του αποτελέσματος αγώνων από τους διαιτητές, τις κληρώσεις και τη δήλωση των αθλητών.
Ο ΜΥ2, αθλητής τάεκβοντό, στο Έγγραφο Ε’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, με αναφορά στον αγώνα του με τον [ΝΤ] το 2015 (Τεκμήριο 20Α) και τον [Σ] (Τεκμήριο 20Β), ο οποίος, ως ανέφερε προφορικά, έλαβε χώρα τον Δεκέμβρη 2015, ανέφερε ότι δεν του πιστώνονταν βαθμοί που δικαιούνταν. Κατά την περαιτέρω προφορική του εξέταση, αναφέρθηκε στα βίντεο που κατέθεσε και στη διαδικασία πίστωσης βαθμών.
Αντεξετάστηκε σε σχέση με τον προπονητή του και τον διαιτητή στον αγώνα, Τεκμήριο 20Α, την εμπλοκή του Ενάγοντα και την απόσυρση του από το άθλημα.
Ο ΜΥ3, αθλητής και προπονητής τάεβοντό, στο Έγγραφο Στ’, το οποίο αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, αναφέρθηκε στη δήλωση των αθλητών, στις κληρώσεις και στην πίστωση βαθμών με σκοπό να ευνοηθούν αθλητές με αναφορά στους αγώνες [] (ΜΥ2) – [ΝΤ], Φυλλακούδια (ΜΥ2) – [Σ] και του ιδίου με τον ΜΥ1 (Τεκμήρια 16 και 24), ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκε περαιτέρω κατά την προφορική εξέταση του.
Κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε σε σχέση με τους αγώνες [] (ΜΥ2) – [ΝΤ] και [] (ΜΥ2) – [Σ], την επαγγελματική σχέση του με τον ΜΥ1 και τη σχέση του με τον Εναγόμενο 1.
Η ακρόαση ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων, οι οποίες έχουν μελετηθεί και λαμβάνονται υπόψη, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η λεπτομερής αναφορά σε αυτές, πέραν του αναγκαίου κατωτέρω.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το στάδιο ότι παρόλο που δικογραφικά γίνεται από μέρους του Ενάγοντα αναφορά τόσο στο αστικό αδίκημα της δυσφήμησης όσο και της επιζήμιας ψευδολογίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος του βάσισε την επιχειρηματολογία του στο αστικό αδίκημα της δυσφήμησης μόνο μιας και ούτε δικογραφικά αλλά ούτε και δια της μαρτυρίας έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε ειδική ζημιά ή σκοπιμότητα των δημοσιευμάτων για απώλεια απoτιμητή σε χρήμα. Επομένως, η βάση αγωγής της επιζήμιας ψευδολογίας θεωρείται εγκαταλειφθείσα.
Ανάλυση και Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Αρχές αξιολόγησης
Σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας προς εξαγωγή διαπιστώσεων αναφορικά με τα αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα (δέστε Wynne v Mavronicola (2009) 1 ΑΑΔ 1138), μέσα στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με κάθε δυνατή προσοχή τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου. Όπως λέχθηκε στην C&A Pelecanos Associates Limited v Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ 1273, «η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής, είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του, ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας.». Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη σειρά παραγόντων, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, αφορούν στην σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων των μαρτύρων, την ύπαρξη υπερβολών και ουσιαστικών αντιφάσεων, τη λογικοφάνεια και αληθοφάνεια της εκδοχής τους, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης, τη μνήμη και τους λόγους που είχαν να ενθυμούνται ή να πιστεύουν αυτά για τα οποία καταθέτουν. Πέραν τούτου, με βάση τις καλά καθιερωμένες αρχές της νομολογίας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα θα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της, συγκρινόμενη με την υπόλοιπη μαρτυρία (Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506). Όπως λέχθηκε στην Στυλιανίδης ν Χατζηπιέρα (1992) 1 ΑΑΔ 1056, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή.» (δέστε, επίσης, Ναούμ ν Chris Cash & Carry Ltd, Πολ. Εφ. Αρ. 291/2013, ημερομηνίας 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A321)
Περαιτέρω, έχω κατά νου την πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο «έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει. Η ευχέρεια όμως αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη ούτε και είναι απόλυτη. Υπόκειται σε συγκεκριμένο περιορισμό. Υπόκειται στον περιορισμό της αιτιολόγησης της σχετικής από το Δικαστήριο προσέγγισης του.» (Λαζάρου κ.α. ν Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 633) (δέστε, επίσης, Mustafa v Κακούρη κ.α. (2002) 1 ΑΑΔ 165, Χρίστου ν Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 454). Στην πρόσφατη απόφαση Παυλίδης ν Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Πολ. Εφ. Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/11/2023 λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα: «Εν πρώτοις είναι νομολογημένο ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207) και δεν είναι επιλήψιμο, μέρος μαρτυρίας να γίνεται αποδεκτό ενώ άλλο να απορρίπτεται. Τούτο, όμως, είναι δυνατό εφόσον προηγηθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας του (Χριστοφή ν. Γρηγορίου (2015) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2154) και όταν μέσα από μια αξιόπιστη μαρτυρία προσφέρονται στοιχεία τα οποία κρίνονται μη αξιόπιστα και τα οποία δεν αντικρούουν την αξιόπιστη μαρτυρία.».
Δημοσιεύματα
Ο Ενάγων στην Έκθεση Απαίτησης του δικογραφεί αυτούσια τα αποσπάσματα των Επιστολών επί των οποίων εδράζει την αξίωση του (δέστε “Αλήθεια” Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν Λεωνίδα (1997) 1 ΑΑΔ 550, Γαληνιώτης ν Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 474). Παρατίθενται πιο κάτω διατηρώντας αυτούσια τη σύνταξη, ορθογραφία και έμφαση που δίδεται από τον συντάκτη τους:
Επιστολή, ημ. 13/4/2015, Τεκμήριο 4
«Με την τελευταία κλήρωση που έγινε για το Παγκύπριο πρωτάθλημα 2015, και τα αποτελέσματα που τυχαία ήταν τα ίδια με τα περσινά και ευνοούσαν αθλητές συγκεκριμένων σχολών, μας δημιουργήθηκαν αμφιβολίες και ψάξαμε το θέμα και διαπιστώσαμε μετ’ εκπλήξεως μας ότι η κληρώσεις γίνονται από ένα προπονητή και το ηλεκτρονικό σύστημα είναι δικό του και εμείς λέμε ότι είναι επιεικώς απαράδεκτο γιατί υπάρχει το ασυμβίβαστο και εξηγούμε.
α) Όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα δίνουν δικαίωμα στο χρήστη να επηρεάζει κάποιες παραμέτρους του, με αποτέλεσμα να βγαίνει το αποτέλεσμα που θέλει ο χρήστης.
β) Αφού όλοι θέλουμε να υπάρχει διαφάνεια ζητούμε να μάθουμε, ποιο πρόγραμμα χρησιμοποιείτε για την κλήρωση από τον κύριο Νίκο Νικολάου και τι παραμέτρους δίνει το δικαίωμα το πρόγραμμα στο χρήστη να επηρεάζει.».
«…Ποιος θα μας απαντήσει, αν υπάρχει απάντηση γιατί εμείς πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει και απλός οι πλύστη αγώνες δεν κερδίζονται από τους αθλητές αλλά από τους διαιτητές και τον ιδιοκτήτη του ηλεκτρονικού συστήματος;»
Επιστολή, ημ. 2/6/2015, Τεκμήριο 5
«…Η Ομοσπονδία επιβάλετε να έχει τα δικά της Ηλεκτρονικά Συστήματα, και θα παραπέμψουμε στη επιστολή μας ημερομηνίας 13/4/2015 που θα σας την ξανά επισυνάπτουμε, που εξηγούμε τα προβλήματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι ανήκουν και τα χειρίζονται ιδιώτες αυτά τα συστήματα, φέρνοντας και τα επιθυμητά σε αυτούς αποτελέσματα.»
«…Ποιοι θα κάμνουν την Διαιτησία. Θα είναι ο ίδιος τρόπος και οι ίδιες μέθοδοι για να βολεύονται κάποιοι. Θα δούμε πάλη αντί τα αποτελέσματα να τα βγάζουν οι αθλητές στα γήπεδα, να τα βγάζουν οι διαιτητές και οι χειριστές των Ηλεκτρονικών συστημάτων;…»
Το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει είναι κατά πόσο οι δύο Επιστολές θα πρέπει να εξεταστούν μαζί ως ένα ενιαίο σύνολο ή κατά πόσο θα πρέπει να εξεταστεί η κάθε μια ξεχωριστά. Ο Ενάγων στην Έκθεση Απαίτησης του αναφέρεται και στις δύο Επιστολές σωρευτικά δικογραφώντας διαδοχικά τις σχετικές αναφορές και, ακολούθως, την κατ’ ισχυρισμό δυσφημιστική έννοια που προκύπτει από το σύνολο τους. Με αυτόν τον τρόπο, ο Ενάγων καλεί, ουσιαστικά, το Δικαστήριο να εξετάσει τις Επιστολές ως σύνολο. Την ίδια θέση προβάλλει, άλλωστε, και ο κ. Πέτσας στη γραπτή του αγόρευση. Ουδόλως, δε, υποστηρίχθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης ότι το κείμενο της κάθε επιστολής θα πρέπει να ιδωθεί ξεχωριστά, αλλά αντίθετα προβάλλεται δικογραφικά η θέση ότι «…τα όσα έχουν αναγραφεί στις δύο…επιστολές, θα πρέπει να διαβάζονται στο σύνολο τους και όχι αποσπασματικά κατ’ επιλογή του Ενάγοντα.». Προκύπτει, εξάλλου, ότι αμφότερες οι Επιστολές αναφέρονται στα ίδια θέματα σε σχέση με ό,τι εδώ απασχολεί και η επιστολή, Τεκμήριο 5, ως αναφέρεται σε αυτή, αποστάλθηκε «σε συνέχεια της επιστολής…ημερομηνίας 13/4/2015…» (Τεκμήριο 5, σελ. 1), στην οποία παραπέμπει επισυνάπτοντας την (σελ. 4).
Σχετικά, στην Παπασάββας ν Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 274/2016, ημ. 27/9/2018, ECLI:CY:AD:2018:A418 λέχθηκε ότι «[ε]ίναι ορθή η θέση πώς [τα επίδικα δημοσιεύματα] έπρεπε να αντικριστούν στην ολότητα τους και σφαιρικά. Παρά το ότι δεν ήταν δημοσιεύματα μιας ημέρας, όπου και ισχύει αναμφισβήτητα η αρχή της συνολικότητας (Βλ. Gatley on Libeland Slander 12th ed. p.152 κ.επ.), εν προκειμένω υπάρχει συνεκτικός κρίκος μεταξύ των δημοσιευμάτων αφορώντων τον εφεσείοντα με μια χρονική και θεματική συνέχεια που δεν μπορεί να απομονωθεί εφόσον τα γεγονότα που απασχολούν αφορούν δύο βασικά θέματα…».
Σχετική αναφορά, με παραπομπή στην αγγλική νομολογία, έγινε και στην Εκδοτικός Οίκος Δία Λτδ ν Γεωργιάδη, Πολ. Εφ. Αρ. 339/2008, ημ. 24/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:A107 και, ακολούθως, στην Sigma Radio Television Ltd κ.α. ν Γεωργιάδη, Πολ. Εφ. Αρ. 349/2009, ημ. 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A230. Σχετική, επίσης, είναι η παλαιότερη Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.α. ν Βασιλείου (2005) 1 ΑΑΔ 683.
Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω και ιδιαίτερα τη θεματολογική συνάφεια των Επιστολών, το ότι στάλθηκαν σε σύντομο μεταξύ τους χρονικό διάστημα και το ότι, ως καταγράφεται και στις ίδιες τις Επιστολές, οι πλείστοι παραλήπτες τους ήταν οι ίδιοι, σημειώνοντας ότι στην επιστολή, Τεκμήριο 5, επισυνάφθηκε η προγενέστερη επιστολή, Τεκμήριο 4, και, συνεπώς, οι επιπρόσθετοι παραλήπτες της επιστολής, Τεκμήριο 5, έλαβαν γνώση και της επιστολής, Τεκμήριο 4, θεωρώ δόκιμη και ενδεδειγμένη την εξέταση των Επιστολών ως ενιαίο σύνολο και όχι κάθε μιας αυτοτελώς.
Σημειώνεται, επίσης, ότι το σύνολο των Επιστολών θα πρέπει, ως οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν, να διαβάζεται συνολικά και όχι αποσπασματικά, χωρίς, δηλαδή, να απομονώνονται συγκεκριμένες φράσεις.
Στην Κουτσού (ανωτέρω) υποδείχθηκε συναφώς η επισήμανση της νομολογίας «…ότι θα πρέπει το κείμενο να κρίνεται στο σύνολο του και όχι αποσπασματικά, αφού ο μέσος συνηθισμένος αναγνώστης εκλαμβάνει τις αναφορές στο σύνολο τους. Είναι η εντύπωση που θα αποκομίσει ο συνηθισμένος άνθρωπος από μια πρώτη ανάγνωση του κειμένου (Βλέπε: Slim v. Daily Telegraph Ltd [1968] 1 All E.R. 497 και Hayward v. Thompson [1981] 3 All E.R. 450).».
(Δέστε, επίσης, Χαραλάμπους ν Βασιλείου (2000) 1 ΑΑΔ 1395, Εκδόσεις Αρκτίνος ν Γεωργιάδη (2011) 1 ΑΑΔ 407, Κυριάκου κ.α. ν Λουκαϊδη, Πολ. Εφ. Αρ. 103/2014, ημ. 18/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:A450)
Συνοπτικά, οι Επιστολές θα συνεξεταστούν λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του περιεχομένου τους.
Αναφορά στον Ενάγοντα
Το επόμενο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει είναι το κατά πόσο οι Επιστολές αναφέρονται στον Ενάγοντα.
Ως λέχθηκε στην Λεωνίδα (ανωτέρω), «…αποτελεί προϋπόθεση για τη θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος ότι η δυσφημιστική δήλωση αφορά τον ενάγοντα. Ο λόρδος Atkin το έθεσε ως εξής στην Κnupffer v. London Express Newspaper Ltd. [1944] 1 All E.R. 495:
"......in order to be actionable the defamatory words must be understood to be published of and concerning the plaintiff."
Tην ίδια σπουδαιότητα απέδωσε στο στοιχείο αυτό ο Λόρδος Denning στη μεταγενέστερη υπόθεση Hayward v. Thompson and Others [1981] 3 All E.R. 450, 456:
"One thing is of the essence in the law of libel. It is that the words should be defamatory and untrue and should be published "of and concerning the plaintiff"."».
(Δέστε, επίσης, Χαραλάμπους (ανωτέρω), Εκδοτικού Οίκου Δία Λτδ ν Γεωργιάδη, Πολ. Εφ. Αρ. 339/2008, ημ. 24/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:A107)
Συναφώς, στην Κουτσού (ανωτέρω) αναφέρθηκε «…ότι το κριτήριο για να καθοριστεί αν το κείμενο ή οι λέξεις του κειμένου αναφέρονται στον ενάγοντα, είναι και πάλιν η αντίληψη του μέσου, συνηθισμένου λογικού ανθρώπου. Ο ενάγοντας, μπορεί προς τούτο, να καλέσει μάρτυρες. Αλλά, στο τέλος, το Δικαστήριο είναι που θα κρίνει, με κριτήριο την αντίληψη του συνηθισμένου, λογικού ανθρώπου αν οι λέξεις αναφέρονται στον ενάγοντα. (Βλέπε Knuffer ν. London Express Newspaper Ltd [1944] 1 All E.R. 495 και Morgan v. Odhams Press Ltd [1971] 2 All E.R. 1156).».
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι αμφότερες οι Επιστολές αναφέρονται στον Ενάγοντα. Κατά την ακροαματική διαδικασία, μάλιστα, ο κ. Στρατουράς δήλωσε πως είναι ξεκάθαρο ότι «τούτες οι επιστολές αναφέρονται στον ιδιοκτήτη του συστήματος που ανήκει τον κύριο Νίκο Νικολάου.». Αναφορά, εξάλλου, στο όνομα του Ενάγοντα γίνεται ευθέως στην επιστολή, Τεκμήριο 4, ως του χειριστή και ιδιοκτήτη του ηλεκτρονικού συστήματος, τόσο σε σχέση με τον επηρεασμό των κληρώσεων όσο και των αποτελεσμάτων των αγώνων, και η επιστολή, Τεκμήριο 5 αναφέρεται σε αυτή του την ιδιότητα.
Δυσφημιστικό περιεχόμενο
Το ουσιωδέστερο ζήτημα είναι το κατά πόσο το περιεχόμενο των Επιστολών είναι δυσφημηστικό για τον Ενάγοντα.
Αδιαμφησβήτητα, το όλο ζήτημα αφορά στην εξισορρόπηση δύο αντίρροπων δικαιωμάτων. Αφενός, του δικαιώματος των Εναγομένων σε σχέση με την ελευθερία του λόγου και της έκφρασης, και, αφετέρου, του δικαιώματος του Ενάγοντα σε σχέση με την προάσπιση της φήμης και της υπόληψης του. Σύμφωνα με την Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ ν Παπαευσταθίου (2007) 1 ΑΑΔ 856, «[κ]αι τα δύο προαναφερόμενα δικαιώματα είναι εξίσου σημαντικά και κατά συνέπεια τα Δικαστήρια εξετάζοντας υποθέσεις όπως την παρούσα θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και προσεκτικά ώστε να μην παραβιάζεται, στο βαθμό που είναι δυνατό, οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα δικαιώματα.». Κατά την εξισορρόπηση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων, οδηγό αποτελούν η αρχή της αναλογικότητας και η αρχή της αναγκαιότητας για προστασία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Ως λέχθηκε στην Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν Αλωνεύτη (2002) 1 ΑΑΔ 1863, «[ο]ι περί δυσφημίσεως διατάξεις του ΚΕΦ. 148 συνιστούν, αναμφιβόλως, περιορισμό του δικαιώματος τόσο της ελευθερίας έκφρασης όσο και της ελευθερίας μετάδοσης πληροφοριών. Αντικείμενο των περιορισμών είναι η προστασία της υπόληψης του ατόμου και, παράλληλα, των δικαιωμάτων του, σκοποί για τους οποίους είναι παραδεκτός ο περιορισμός των δικαιωμάτων που προστατεύονται από την παράγραφο 1 και 2 του Άρθρου 19 του Συντάγματος.». «…[Ο]ι περιορισμοί οι οποίοι τίθενται με τις διατάξεις του ΚΕΦ. 148, που αναφέρονται στο αστικό αδίκημα της δυσφήμισης, ευρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 19.3 του Συντάγματος, χάριν της προστασίας της υπόληψης του ατόμου και των θεμελιωδών του δικαιωμάτων.».
Γενικά, ως λέχθηκε στην Κουτσού ν Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 1198, «[η] έννοια της δυσφήμισης περιγράφεται στο άρθρο 17(1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Δυσφημιστικό είναι, μεταξύ άλλων, το δημοσίευμα που τείνει να βλάψει την υπόληψη του άλλου ή που ενδέχεται να τον εκθέσει σε γενικό μίσος, περιφρόνηση ή χλευασμό ή να προκαλέσει την αποστροφή ή αποφυγή του από άλλους….H νομολογία επίσης έχει καθιερώσει τον κανόνα ότι οι λέξεις έχουν το νόημα που τους αποδίδει η φυσική και συνήθης σημασία τους. Δεν τίθεται θέμα νομικής αντίληψης και της γενικής εικόνας που αποκομίζει ο μέσος συνηθισμένος αναγνώστης. Αν οι λέξεις επιδέχονται παράλληλα προς την κακή σημασία και άλλες ερμηνείες δεν θα τους αποδοθεί η πρώτη ώστε να χαρακτηριστούν δυσφημιστικές. (Βλέπε: Rubber Improvement Ltd v. Associated Newspapers Ltd [1964] A.C. 234 και Capital and Counties Bank v. Henty & Sons [1880] 5 C.P.D. 514).».
Περαιτέρω, ως λέχθηκε στην Γαληνιώτης ν Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ κ.α. (2011) 1 ΑΑΔ 474, «…σε αγωγές για δυσφήμιση το θέμα κρίνεται από το Δικαστήριο ως πραγματικό ζήτημα αποδίδοντας στις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται τη συνηθισμένη και φυσική τους έννοια, χωρίς να ενέχει σημασία για την εξαγωγή του συμπεράσματος ως προς το δυσφημιστικό ή όχι του κειμένου είτε η γνώμη του ιδίου του ενάγοντος, είτε η τυχόν μαρτυρία που προσφέρεται από διάφορα άτομα ως προς την ερμηνεία, νόημα ή γενική έννοια του κειμένου. (Δέστε τις υποθέσεις Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co. Ltd a.o. (1963) 2 C.L.R. 290, Capital & County' s Bank v. Henty [1882] 7 A.C. 745 και Harvey v. French [1832] 1 Cr. & M11 (149 E.R. Exch 293). Η θέση του Δικαστηρίου τεκμαίρεται ότι αποδίδει την αντίληψη του μέσου κοινού λογικού ανθρώπου (Knuffer v. London Express Newspaper Ltd [1944] 1 All E.R. 495 και Κουτσού v. Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2003) 1(B) Α.Α.Δ. 1198). Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Salmond on the Law of Torts, 16η έκδ., σελ. 142:
«The statement is judged by the standard of an ordinary, right-thinking member of society. Hence the test is an objective one, and it is no defence to say that the statement was not intended to be defamatory or uttered by way of a joke.»
Και στο σύγγραμμα Street on Torts 11η έκδ. (2003), σελ. 487-488:
«The judge decides whether a statement is capable of bearing a defamatory meaning, whether in its normal meaning or by innuendo. That being resolved in the affirmative, the jury then decides whether it did bear a defamatory meaning on the occasion complained of.»
Στην Κύπρο βεβαίως ο Δικαστής προβαίνει σε μια νοητική εργασία που καλύπτει και τις δύο ανωτέρω λειτουργίες.
Επομένως, η αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς αυτή την πτυχή, κατά πόσο, δηλαδή, το κείμενο ήταν ή όχι δυσφημιστικό δεν ήταν δόκιμη….»
Εκτενέστερα, στην Γεωργιάδη (2011) (ανωτέρω) λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Το κριτήριο αν ένα δημοσίευμα είναι δυσφημιστικό είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος προς τον οποίο απευθύνεται το κείμενο θα μπορούσε να το αντιληφθεί κατά δυσφημιστικό τρόπο και όχι να αποδώσει απλώς ο ίδιος ο ενάγων ένα δυσφημιστικό νόημα στο δημοσίευμα θεωρώντας τον εαυτό του θιγμένο ενώ το κείμενο μπορεί να είναι δεκτικό και άλλων αθώων ερμηνειών. Κατά την εξέταση του κειμένου, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την ετυμολογία συγκεκριμένων λέξεων αλλά εξετάζει το κείμενο στην ολότητά του με αναφορά στον χρόνο και τον τόπο του δημοσιεύματος αλλά και την κρατούσα κοινή γνώμη για το θέμα. Στον Gatley on Libel and Slander, 11η έκδ., σελ. 103 αναφέρονται τα εξής:
«The general approach. In ruling on meaning, the court is not determining the actual meaning of the words but delimiting the outside boundaries of the possible range of meaning and setting the "ground rules" for the trial.
Thus in Shah v. Standard Chartered Bank the allegations were capable of bearing the meaning that the plaintiffs were guilty of money laundering; but the use of miscellaneous qualifying words such as "alleged" or "apparently" meant that in the alternative they were capable of imputing no more than reasonable suspicion. The nature of the exercise has been summarized as follows (citations omitted):
"(1) The governing principle is reasonableness. (2) The hypothetical reasonable reader is not naïve but he is not unduly suspicious. He can read between the lines. He can read in an implication more readily than a lawyer and may indulge in a certain amount of loose thinking but he must be treated as being a man who is not avid for scandal and someone who does not, and should not, select one bad meaning where other non-defamatory meanings are available. (3) Over-elaborate analysis is best avoided. (4) The intention of the publisher is irrelevant. (5) The article must be read as a whole, and any "bane and antidote" taken together. (6) Τhe hypothetical reader is taken to be representative of those who would read the publication in question. (7) In delimiting the range of permissible defamatory meanings, the court should rule out any meaning which, can only emerge as the produce of some strained, or forced, or utterly unreasonable interpretation ... (8) It follows that it is not enough to say that by some person or another the words might to be understood in a defamatory sense". (Jeynes v. New Magazines Ltd [2008] EWCA Civ. 130.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Η γενική προσέγγιση: Κατά την απόφαση ως προς το νόημα, το δικαστήριο δεν καθορίζει την πραγματική σημασία των λέξεων, αλλά προσδιορίζει τα ακραία όρια του δυνατού εύρους των εννοιών και θέτει τους «βασικούς κανόνες» για τη δίκη.
Έτσι, στην υπόθεση Shah v. Standard Chartered Bαnk, οι ισχυρισμοί ήταν ικανοί να αποδώσουν το νόημα ότι οι ενάγοντες ήταν ένοχοι για ξέπλυμα χρήματος· αλλά η χρήση των διαφόρων διακριτικών λέξεων όπως "κατ' ισχυρισμόν" ή "προφανώς" σήμαινε εναλλακτικά ότι δεν μπορούσαν να προσδώσουν τίποτε περισσότερο πέραν της εύλογης υποψίας. Η φύση του θέματος έχει συνοψιστεί ως εξής (οι αναφορές παραλείπονται):
«(1) Η βασική αρχή είναι η λογική. (2) Ο υποθετικός λογικός αναγνώστης δεν είναι αφελής αλλά ούτε υπερβολικά καχύποπτος. Μπορεί να διαγιγνώσκει. Μπορεί να αντιληφθεί ένα υπονοούμενο πιο εύκολα από ότι ένας δικηγόρος και μπορεί να ενδώσει σε ένα πιο χαλαρό (ελεύθερο) τρόπο σκέψης αλλά πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένας άνθρωπος που δεν διψά για σκάνδαλα και ως κάποιος που δεν επιλέγει ή δεν θα πρέπει να επιλέγει μόνο την κακή σημασία, όπου υπάρχουν άλλες μη δυσφημιστικές σημασίες. (3) Υπερβολικά λεπτομερής ανάλυση είναι καλύτερα να αποφεύγεται. (4) Η πρόθεση του δημοσιεύοντος είναι άσχετη. (5) Το άρθρο πρέπει να αναγνωστεί ως σύνολο και «το δηλητήριο με το αντίδοτο» να συνεξεταστούν. (6) Ο υποθετικός αναγνώστης θεωρείται αντιπροσωπευτικός εκείνων που θα διάβαζαν το επίμαχο δημοσίευμα. (7) Οριοθετώντας το φάσμα των επιτρεπτών δυσφημιστικών σημασιών, το δικαστήριο θα πρέπει να αποκλείει κάθε έννοια η οποία μπορεί να προκύψει μόνο και μόνο ως παράγωγο ορισμένης παρατραβηγμένης, εξαναγκαστικής ή εντελώς παράλογης ερμηνείας. (8) Επομένως, δεν αρκεί να πούμε ότι, από ορισμένους, οι λέξεις θα μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως δυσφημιστικές.».».
Σημειώθηκε, περαιτέρω, στην Σταυράκης ν Κοντεάτη (2004) 1 ΑΑΔ 1957, ότι «[η] διακρίβωση του νοήματος ενός δημοσιεύματος δεν εξαρτάται από το τί ήθελε να αποδώσει με το δημοσίευμα αυτός που το δημοσίευσε ούτε κατ' ανάγκη αποφασίζεται από την έννοια την οποία του προσδίδει εκείνος που τον αφορά. Το δημοσίευμα δεν είναι δυσφημιστικό έστω και αν αυτός προς τον οποίο στρέφεται, θεωρεί τούτο δυσφημιστικό, αν δεν είναι τέτοιο για ένα λογικό άνθρωπο. Το κριτήριο επομένως είναι καθαρά αντικειμενικό, η δε έννοια και σημασία ενός δημοσιεύματος κρίνονται ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο και τις περιστάσεις που έγινε. Βλ. Tassos Papadopoulos v. Kyrix Publishing Co Ltd (1963) 2 C.L.R. 290
(Δέστε, επίσης, Κωνσταντίνου κ.α. ν Καραμεσίνη (2011) 1 ΑΑΔ 715, Μεσαρίτη ν Λαζαρίδη, Πολ. Εφ. Αρ. 470/2011, ημ. 14/5/2018, ECLI:CY:AD:2018:A226, Γεωργιάδη (2020) (ανωτέρω))
Ως εξηγείται στην αγγλική υπόθεση Lewis v Daily Telegraph Ltd [1963] 2 All ER 151, 154, αναφορά στην οποία γίνεται στην Χαραλάμπους (ανωτέρω), «[w]hat the ordinary man would infer without special knowledge has generally been called the natural and ordinary meaning of the words. But that expression is rather misleading in that it conceals the fact that there are two elements in it. Sometimes it is not necessary to go beyond the words themselves as where the plaintiff has been called a thief or a murderer. But more often the sting is not so much in the words themselves as in what the ordinary man will infer from them and that is also regarded as part of their natural and ordinary meaning.».
Συναφώς, στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, Sweet & Maxwell, 11η εκδ., σελ. 109, παρ. 3.16 αναφέρεται ότι «[t]he natural and ordinary meaning may also include implications or interferences.». Περαιτέρω, στην σελ. 113, παρ. 3.19 αναφέρεται ότι «[i]f the defamatory meaning arises indirectly by inference or implication from the words published without the aid of any extrinsic facts there is said to be a “false” or “popular” innuendo and this does not give rise to a separate cause of action.».
Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν στην Ηνωμένη Εκδοτική Εταιρεία Δίας Λτδ ν Χατζηκώστα (1990) 1 ΑΑΔ 244, όπου με αναφορά στην αγγλική υπόθεση Slim v Daily Telegraph Ltd [1968] 1 All ER 497, 511 αναφέρθηκε ότι «…η φυσική και συνήθης έννοια των λέξεων περιλαμβάνει εκτός από την κατά κυριολεξία έννοια και την συμπερασματική που είναι συμφυής με την κατά κυριολεξία έννοια. Αυτή η συμφυής συμπερασματική έννοια ονομάζεται ψευδοϋπαινιγμός (popular or false innuendo).».
Καθοριστικός είναι ο χρόνος της δημοσίευσης. Ως λέχθηκε στην Γεωργιάδη (2020) (ανωτέρω), «[σ]ύμφωνα με το γενικό κανόνα, μια δήλωση πρέπει να γίνεται αντιληπτή με τον τρόπο που ένας λογικός αποδέκτης θα την αντιλαμβανόταν κατά το χρόνο δημοσίευσής της. Γνώση η οποία αποκτάται μεταγενέστερα, με αποτέλεσμα ο αποδέκτης να δει τη δήλωση υπό διαφορετικό φως, δεν την καθιστά δυσφημιστική.».
Εν προκειμένω, οι κατ’ ισχυρισμό δυσφημιστικές αναφορές στον Ενάγοντα αφορούν σε δύο θέματα: τον επηρεασμό των κληρώσεων και τον επηρεασμό των αποτελεσμάτων αγώνων.
Αναφορικά με τις κληρώσεις, αρχικά, στην επιστολή, Τεκμήριο 4, επ’ αφορμή του ότι, κατά τους Εναγόμενους, στο Παγκύπριο πρωτάθλημα 2015 «τα αποτελέσματα [των κληρώσεων]…τυχαία ήταν τα ίδια με τα περσινά και ευνοούσαν αθλητές συγκεκριμένων σχολών» και ενόψει της θέσης τους ότι «όλα τα ηλεκτρονικά συστήματα δίνουν δικαίωμα στο χρήστη να επηρεάζει κάποιες παραμέτρους, με αποτέλεσμα να βγαίνει το αποτέλεσμα που θέλει ο χρήστης», οι Εναγόμενοι ζήτησαν να μάθουν ποιο πρόγραμμα χρησιμοποιεί ο Ενάγων για τις κληρώσεις και ποιες παραμέτρους του δίνει το δικαίωμα το πρόγραμμα να επηρεάζει, θεωρώντας ότι ο ίδιος είχε εύλογο συμφέρον από τον εν λόγω επηρεασμό εφόσον ήταν προπονητής και είχε αθλητές που συμμετείχαν στις κληρώσεις. Προσέθεσαν, δε, ότι «σε αντίθετη περίπτωση ΝΑΙ αμφισβητούμε όχι το πρόγραμμα αλλά το χρήστη και ιδιοκτήτη του» καταλήγοντας με την πεποίθηση ότι «…οι κληρώσεις δεν μπορεί να είναι ιδιωτική υπόθεση κανενός και πρέπει να σταματήσει αμέσως.».
Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της επιστολής, Τεκμήριο 4, και συνυπολογίζοντας την απαίτηση των Εναγομένων για περαιτέρω πληροφόρηση ως προς τις παραμέτρους που το σύστημα κληρώσεων επιτρέπει στο χρήστη να επηρεάζει, αυτό που αντικειμενικά προκύπτει είναι μια έντονη αμφισβήτηση και δυσπιστία ως προς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι κληρώσεις αφήνοντας σοβαρές αιχμές εις βάρος του Ενάγοντα αφού υπό τύπο διαπίστωσης αναφέρεται ότι τα αποτελέσματα ευνοούσαν αθλητές συγκεκριμένων σχολών, το σύστημα ήταν δεκτικό επηρεασμού κάποιων παραμέτρων και το σύστημα το χρησιμοποιούσε ο Ενάγων.
Στην επόμενη επιστολή, Τεκμήριο 5, οι αιχμές μετουσιώθηκαν σε ευθείς αναφορές επηρεασμού των κληρώσεων από τον Ενάγοντα, ως τον ιδιοκτήτη και χειριστή του ηλεκτρονικού συστήματος. Σε αυτό το πλαίσιο, βάση για την θέση των Εναγομένων ότι η Ομοσπονδία θα πρέπει να έχει τα δικά της συστήματα αποτέλεσαν «τα προβλήματα που προκύπτουν από το γεγονός ότι ανήκουν και τα χειρίζονται ιδιώτες αυτά τα συστήματα, φέρνοντας και τα επιθυμητά σε αυτούς αποτελέσματα». Γίνεται, μάλιστα, αναφορά και σε επιστημονική απόδειξη των όσων αναφέρονται («Ποιος θα κάμνει και πως θα γίνουν οι κληρώσεις. Από τον ιδιοκτήτη του Ηλεκτρονικού Συστήματος. Δεν μας έχετε δώσει τις πληροφορίες που ζητήσαμε και εμείς αμφισβητούμε τον τρόπο που γίνονται και εξηγήσαμε στην επιστολή μας ημερ. 13/4/2015 σας επισυνάπτουμε και είμαστε έτυμοι να σας το αποδείξουμε και επιστημονικά.»).
Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των Επιστολών, έκδηλα κατά την κρίση μου προκύπτουν δυσφημιστικές αναφορές εις βάρος του Ενάγοντα, ήτοι του αποδίδεται ότι επηρεάζει τα αποτελέσματα των κληρώσεων ώστε να καταλήγουν στους συνδυασμούς αθλητών που αυτός επιθυμεί προς εύνοια συγκεκριμένων αθλητών καταλογίζοντας του έτσι κακοπιστία και ανεντιμότητα.
Σε ό,τι αφορά την διεξαγωγή των αγώνων, στην επιστολή, Τεκμήριο 4, αφού γίνεται αναφορά στον αγώνα [] (ΜΥ2) - «[Τ] Υιού», λέγοντας ότι ο τελευταίος έκανε 9 βήματα πίσω και δεν τιμωρήθηκε ενώ οι κανονισμοί προβλέπουν τιμωρία για μόλις 3 βήματα, διερωτάται ο συντάκτης αν ήταν «τυχαίο άραγε» που ο προπονητής του [ΜΥ2] ζήτησε να μην εκτελέσει χρέη διαιτητή κέντρου κάποιος από τη σχολή του Ενάγοντα, αφού ο τελευταίος ήταν ο προπονητής του [Τ], ή «μήπως ήταν στημένο». Καταλήγει, δε, ότι «οι πλύστη [sic] αγώνες δεν κερδίζονται από τους αθλητές αλλά από τους διαιτητές και τον ιδιοκτήτη του ηλεκτρονικού συστήματος». Αφού γίνεται αναφορά σε αδικαιολόγητους βαθμούς μετά από ένα «Τόλιο Τσάκι του [Τ]», τίθενται οι ακόλουθοι «προβληματισμοί»: «Το σύστημα είναι ιδιωτικό. Ποιοι κάθονται πίσω από τα τραπέζια και το χειρίζονται; Μήπως άνθρωποι το ιδιοκτήτη του; Τί μπορούν να κάνουν; Μπορούν άραγε ταυτόχρονα με ένα λάκτισμα να βάλουν οι χειριστές του συστήματος βαθμό; Μπορούν να επηρεάσουν το σύστημα να μην δέχεται βαθμούς όταν κλοτσά ένας αθλητής και πόσο εύκολα; Μήπως με ένα περιστρεφόμενο μοχλό στο κοντρόλ του συστήματος μπορούν κυριολεκτικά να εξουδετερώνουν τον ένα αντίπαλο και με ένα πάτημα κουμπιού μπορούν να βάζουν πόντους;». Τα πιο πάνω καταλήγουν στην εισήγηση ότι τα ηλεκτρονικά συστήματα πρέπει να ανήκουν στην Ομοσπονδία και σε πρώτο στάδιο, τουλάχιστον, να ασκείται από την Ομοσπονδία περισσότερος έλεγχος και να τοποθετούνται ανεξάρτητοι άνθρωποι για τον χειρισμό τους.
Στο ίδιο μοτίβο συνεχίζει και η επιστολή, Τεκμήριο 5. Αναφέρονται, συγκεκριμένα, τα εξής: «Ποιοι θα κάμνουν την Διαιτησία. Θα είναι ο ίδιος τρόπος και οι ίδιες μέθοδοι για να βολεύονται κάποιοι. Θα δούμε πάλη αντί τα αποτελέσματα να τα βγάζουν οι αθλητές στα γήπεδα, να τα βγάζουν οι διαιτητές και οι χειριστές των Ηλεκτρονικών συστημάτων; Θα δούμε πάλη να αγωνίζονται αθλητές και οι διαιτητές να είναι από την σχολή του ενός αθλητή; Είναι αυτό ηθικό; Είναι αυτό δίκαιο; Υπάρχει περίπτωση να βγει νικητής ο άλλος αθλητής. Εμείς απαντούμε ΟΧΙ, να πιάνει πουλιά με το στόμα του. Είναι αυτά τα φαινόμενα που αδικούν τους καλούς αθλητές και προωθούν τους ημέτερους.»
Και πάλι, έκδηλα κατά την κρίση μου προκύπτουν δυσφημιστικές αναφορές εις βάρος του Ενάγοντα, ήτοι του αποδίδεται ότι επηρεάζει τα αποτελέσματα των αγώνων με αθέμιτο τρόπο, μομφή που, επίσης, εμπεριέχει το στοιχείο της ανεντιμότητας και της κακοβουλίας.
Σημειώνω ότι οι πιο πάνω δυσφημιστικές μομφές αποτέλεσαν και ευθείς υποβολές κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα.
Αν και ο κ. Στρατουράς αμφισβήτησε την ιδιότητα του Ενάγοντα ως προπονητή, οι Επιστολές, το περιεχόμενο των οποίων σθεναρά η πλευρά των Εναγομένων υποστήριξε ως αληθές, ως τέτοιον τον παρουσιάζουν. Δεν διαφαίνεται κανένας λόγος και ούτε θα ήταν λογικό ο Ενάγων να παρουσίαζε ψευδώς τον εαυτό του ως προπονητή αφ’ ης στιγμής οι ίδιοι οι Εναγόμενοι τον κατηγορούν για την εμπλοκή του στα όσα αναφέρονται στις Επιστολές ένεκα ακριβώς και αυτής του της ιδιότητας. Δέχομαι, επομένως, ότι ο Ενάγων ήταν προπονητής, πέραν από ιδιοκτήτης των ηλεκτρονικών συστημάτων, και ωσαύτως προκύπτει ότι οι πιο πάνω δυσφημιστικές αναφορές αφορούν τόσο στην φήμη του Ενάγοντα στο επιτήδευμα και την απασχόληση του όσο και στην υπόληψη του.
Στο σημείο αυτό σημειώνω σε σχέση με τη θέση του Ενάγοντα ότι ήταν πρωταθλητής Κύπρου στο τάεκβοντό και προπονητής της εθνικής ομάδας με αρκετές διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο, ότι, παρ’ όλο που αντεξετάστηκε σχετικά, η αξιοπιστία του δεν κλονίστηκε αφού παρέθεσε με πειστικότητα σχετικές λεπτομέρειες. Σχετικό με το ζήτημα αυτό είναι και το Τεκμήριο 1, ήτοι σχετική βεβαίωση από την Εθνική Ομοσπονδία Τάεβοντό Κύπρου (ΕΟΤΚ), το οποίο ουδόλως αμφισβητήθηκε και ουδόλως καταδείχθηκε βάσιμα ο οποιοσδήποτε λόγος για τον οποίο η ΕΟΤΚ θα δήλωνε ψευδώς τα όσα εκεί αναφέρονται.
Δημοσίευση
Ως λέχθηκε πιο πάνω, είναι δικογραφικά παραδεκτό ότι και οι δύο Επιστολές αποστάλθηκαν στην ΠΕΟΤΤ και στον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του ΚΟΑ, και ότι η επιστολή, Τεκμήριο 5, αποστάλθηκε, επιπρόσθετα, στον Πρόεδρο και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΚΟΑ και στον Πρόεδρο της ΚΟΕ. Σημαντικό είναι να υποδειχθεί και σε αυτό το σημείο ότι, ως διαπιστώνεται από την ίδια την επιστολή, Τεκμήριο 5, σε αυτή επισυνάφθηκε η προηγούμενη επιστολή, Τεκμήριο 4, και συνεπώς, οι επιπρόσθετοι παραλήπτες της επιστολής, Τεκμήριο 5, έλαβαν γνώση και της προηγούμενης επιστολής, Τεκμήριο 4.
Επίδικο θέμα παρέμεινε κατά πόσο οι Επιστολές κοινοποιήθηκαν και σε προπονητές. Η Υπεράσπιση καταθέτοντας δια του ΜΥ1 το Τεκμήριο 9 παραδέχθηκε, ουσιαστικά, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου, το οποίο δεν έτυχε αμφισβήτησης από την πλευρά του Ενάγοντα, ότι η επιστολή, Τεκμήριο 4, στάλθηκε στις 14/4/2015 αρχικά σε 6 προπονητές, ακολούθως σε άλλους 5 και, τέλος, σε ακόμα ένα, δηλαδή συνολικά σε 12 προπονητές. Σε ό,τι αφορά την επιστολή, Τεκμήριο 5, προκύπτει ότι στάλθηκε στους ίδιους 12 προπονητές στις 4/6/2014.
Σημείο αντιπαράθεσης αποτέλεσε εν τέλει μόνο το κατά πόσο οι Επιστολές κοινοποιήθηκαν και στον ΜΕ3. Σχετική επί τούτου ήταν η μαρτυρία του ιδίου του ΜΕ3 και του ΜΥ1. Ο ΜΕ3 υποστήριξε ότι έλαβε από τους Εναγόμενους με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τις Επιστολές, θέση για την οποία αμφισβητήθηκε έντονα υποβάλλοντας του ότι η ηλεκτρονική του διεύθυνση δεν περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 9. Τη θέση αυτή υποστήριξε ο ΜΥ1 λέγοντας ότι οι Επιστολές αποστάλθηκαν μόνο στους προπονητές οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις των οποίων περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 9. Ο ΜΕ3 δέχθηκε ότι πράγματι η ηλεκτρονική του διεύθυνση δεν περιλαμβάνεται στο Τεκμήριο 9 και, αν και δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό σε σχέση με την αποστολή των Επιστολών στον ίδιο, ανέφερε ότι θα μπορούσε να εντόπιζε σχετικό έγγραφο μέσω των servers του και να το παρουσίαζε.
Δεν θεωρώ ότι ο ΜΕ3 προσήλθε στο Δικαστήριο με σκοπό να παραπλανήσει ως προς τα πραγματικά γεγονότα. Ουδόλως εντοπίζεται οτιδήποτε που να υποστηρίζει βάσιμα ότι η μαρτυρία του ήταν προϊόν αλλότριων κινήτρων και η γενική εντύπωση που άφησε ήταν ενός σοβαρού και ειλικρινούς ατόμου. Το γεγονός ότι δεν παρουσίασε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, ενώ δήλωσε την ετοιμότητα του να το εντοπίσει, δεν θεωρώ ότι πλήττει την αξιοπιστία του και δεν εντοπίζω οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που να καθιστά την θέση του περί παραλαβής των Επιστολών αναξιόπιστη. Αντίθετα, θεωρώ ότι η θέση του ΜΥ1 στερείται πειστικότητας. Εξηγώ.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι Επιστολές στάλθηκαν σε 12 άλλους προπονητές, ουδόλως προβλήθηκε ότι υπήρχε οποιοσδήποτε ιδιαίτερος λόγος να στέλλονταν μόνο σε αυτούς τους 12 ή ότι αυτοί οι 12 είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση ή ρόλο που να τους διαφοροποιούσε από τον ΜΕ3 ή ότι υφίστατο κάποιος ιδιαίτερος λόγος που να απέκλειε τον ΜΕ3 από τη λήψη των Επιστολών. Ουδέν περί τούτου ο ΜΥ1 προέβαλε.
Πέραν τούτου, σκοπός των Εναγομένων με την σύνταξη και αποστολή των Επιστολών, ως οι ίδιοι προέβαλαν, ήταν η βελτίωση της κατά τους ίδιους νοσηρής κατάστασης. Δεν θα ήταν παράλογο οι Επιστολές να αποστέλλονταν και στον ΜΕ3 αφού, όπως και οι άλλοι 12, έτσι και αυτός, ήταν προπονητής τάεκβοντό και αν ίσχυαν τα όσα οι Εναγόμενοι προέβαλαν στις Επιστολές, θα υφίστατο και ο ίδιος την ίδια αδικία. Λαμβάνεται προς τούτο υπόψη ότι ουδόλως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας ότι ο ΜΕ3 είχε οποιαδήποτε ιδιαίτερη σχέση ή σύνδεση με τον Ενάγοντα και ουδόλως του υποβλήθηκε ότι οι αθλητές του ευνοούνταν αθέμιτα συνεπεία των όσων καταλογίστηκαν στον Ενάγοντα.
Εύλογα, θεωρώ, ο κ. Πέτσας προβάλλει στη γραπτή του αγόρευση ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο αποστολής των Επιστολών στον ΜΕ3 με ξεχωριστό ηλεκτρονικό μήνυμα αφού από τα έγγραφα που αποτελούν το Τεκμήριο 9 προκύπτει ότι η επιστολή, Τεκμήριο 4, αποστάλθηκε στους 12 προπονητές τμηματικά, ως αναφέρεται πιο πάνω, με 3 διαφορετικά μηνύματα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ουδόλως υποβλήθηκε ρητά στον ΜΕ3 ότι έλαβε τις Επιστολές από τρίτο άτομο ή ότι δεν τις έλαβε καθόλου.
Στη βάση των πιο πάνω, λοιπόν, δέχομαι ότι έλαβε και ο ΜΕ3 τις Επιστολές μαζί με άλλους 12 προπονητές, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 9. Οι Επιστολές, δηλαδή, αποστάλθηκαν συνολικά σε 13 προπονητές τάεκβοντό.
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, το επόμενο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί αφορά στις υπερασπίσεις που προβάλλονται από την πλευρά των Εναγομένων, ήτοι στην υπεράσπιση της αλήθειας και του έντιμου σχολίου.
Αλήθεια
Σχετικό με την υπεράσπιση της αλήθειας είναι το α. 19(α), Κεφ. 148, το οποίο προβλέπει ως ακολούθως:
«19. Σε αγωγή για δυσφήμηση απoτελεί υπεράσπιση-
(α) ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv αληθές:
Νoείται ότι, όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα περιέχει δυo ή περισσότερες ξεχωριστές κατηγoρίες κατά τoυ εvάγovτα, υπεράσπιση βάσει της παραγράφoυ αυτής δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε μιας κατηγoρίας, αv τo μέρoς τoυ δημoσιεύματoς πoυ δεv απoδείχτηκε ως αληθές δεv βλάπτει oυσιωδώς τηv υπόληψη τoυ εvάγovτα, αφoύ ληφθεί υπόψη τo αληθές τωv υπόλoιπωv κατηγoριώv͘.».
Ως λέχθηκε στην Αλωνεύτη (ανωτέρω), «[η] καθιέρωση της αλήθειας του δημοσιεύματος ως υπεράσπιση, διασφαλίζει τον πυρήνα του δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης. Η καλή πίστη, από την οποία πρέπει να διακατέχεται ο γράφων, αναιρείται όταν αυτός αδιαφορεί για την αλήθεια των γραφομένων και παραλείπει να πάρει εύλογα μέτρα για την εξακρίβωσή της.».
Στην Γαληνιώτης (ανωτέρω) λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Όσον αφορά την υπεράσπιση της αλήθειας («justification») της οποίας το βάρος απόδειξης φέρει ο εναγόμενος, εφόσον δεν εναπόκειται στον ενάγοντα να αποδείξει το ψεύδος του κειμένου (Beevis v. Dawson [1957] 1 QBD 195), αυτή όπως το θέτει και το σύγγραμμα Salmond on the Law of Torts, - ανωτέρω - σελ. 160, είναι πάντοτε επικίνδυνη διότι τυχόν ανεπιτυχής προσπάθεια θεμελίωσης της αλήθειας του κειμένου, μπορεί να θεωρηθεί εν τέλει επιβαρυντική της αρχικής ζημιογόνας πράξης της δημοσίευσης. Αυτό, διότι αν το κείμενο είναι τελικώς ψευδές, δεν έχει σημασία για σκοπούς υπεράσπισης ότι ο εναγόμενος έντιμα και εύλογα πίστευε ότι ήταν ορθό. Η αλήθεια κάθε λεπτομέρειας των γεγονότων στο δημοσιευμένο κείμενο δεν χρειάζεται να αποδειχθεί, υπό την αίρεση ότι η ουσία του δημοσιεύματος είναι αληθής, οι δε λεπτομέρειες που αποδεικνύονται αναληθείς δεν επιδεινώνουν τον δυσφημιστικό χαρακτήρα του κειμένου ή διαφοροποιούν τη φύση του. Όπως εξηγείται και στον Street on Torts - ανωτέρω - σελ. 502-503, οι δυσκολίες απόδειξης της υπεράσπισης της αλήθειας υπάρχουν για να εμποδίζεται η κατάχρησή της.»
Ως τέθηκε στην Καψού (ανωτέρω) με αναφορά στην Grobbelaar v. News Group Newspapers Ltd and Another [2002] 4 All E.R. 732, «…είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι για να επιτύχει υπεράσπιση της αλήθειας, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να αποδείξει την αλήθεια ενός εκάστου επιβλαβούς ισχυρισμού στον οποίο είχε προβεί. Είναι αρκετό εάν αποδείξει το κεντρί (sting) των ισχυρισμών του και οι ένορκοι (εδώ το Δικαστήριο) θα πρέπει να διακριβώσουν ποιο είναι το κεντρικό σημείο (sting) του δημοσιεύματος.
Όπως περαιτέρω αναφέρεται και στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 6th Edition, para 1053, είναι επαρκές εάν η υπεράσπιση της αλήθειας καλύπτει την κύρια κατηγορία ή την ουσία της δυσφήμησης και ο εναγόμενος δεν χρειάζεται όπως δικαιολογήσει επουσιώδεις λεπτομέρειες ή καταχρηστικές εκφράσεις, οι οποίες δεν προσθέτουν στο κεντρί της δυσφήμησης, ή οι οποίες δεν προκαλούν στον αποδέκτη επίπτωση διαφορετική απ' εκείνη η οποία προκλήθηκε από το ουσιώδες μέρος το οποίο αποδεικνύεται αληθές. Είναι αρκετό εάν η ουσία της δυσφημιστικής δήλωσης δικαιολογείται.». (Δέστε, επίσης, Γεωργιάδη (2011) (ανωτέρω).)
Εν προκειμένω, ως προς τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά τον χρόνο που στάλθηκαν οι Επιστολές, από το σύνολο της μαρτυρίας και το περιεχόμενο των ίδιων των Επιστολών προκύπτει ότι οι σχέσεις των Εναγομένων με την Ομοσπονδία δεν ήταν αρμονικές αλλά τεταμένες. Δηλωτική του τεταμένου κλίματος ήταν η μαρτυρία, αφενός, του ΜΕ2 και, αφετέρου, του ΜΥ1, ο οποίος ανέφερε ότι λόγω διαφορών που είχε ο Εναγόμενος 1 με την Ομοσπονδία οι αθλητές του ήταν δηλωμένοι σε αγώνες, ημερομηνίας 1/3/2014 και 5/4/2015, με άλλα ονόματα, ήτοι «Pilavakis» και «Power Kicks», Τεκμήρια 18 και 19 αντίστοιχα.
Αποτελεί, δε, κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι τόσο το σύστημα κληρώσεων, το οποίο ήταν διαδικτυακό και στο οποίο δηλώνονταν οι αθλητές, όσο και τα συστήματα βαθμολόγησης, τα οποία χρησιμοποιούνταν στους αγώνες που διοργανώνονταν από την Ομοσπονδία, ανήκαν στον Ενάγοντα και ενοικιάζονταν στην Ομοσπονδία. Σε σχέση με το σύστημα κληρώσεων, συγκεκριμένα, η εταιρεία του Ενάγοντα κατείχε άδεια χρήσης κατόπιν καταβολής των σχετικών τελών.
Το ζήτημα που τέθηκε δεν αφορούσε κυρίως αυτά καθ’ εαυτά τα συστήματα αλλά τις ανθρώπινες παρεμβάσεις που κατ’ ισχυρισμό γίνονταν σε αυτά. Συναφώς, ο κ. Στρατουράς δεν διαφώνησε με τη θέση του ΜΕ2 κατά την αντεξέταση του ότι τα συστήματα είναι αξιόπιστα, πλην, όμως, προέβαλε διάφορες θέσεις ως προς τις δυνατότητες του χειριστή σε σχέση με τη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Συναφώς, δεν αμφισβητήθηκε ότι τα συστήματα κληρώσεων και βαθμολόγησης αγώνων τυγχάνουν διεθνούς αναγνώρισης. Ως ο ΜΕ2 υποστήριξε χωρίς να αμφισβητηθεί και ως προκύπτει και από το Τεκμήριο 2, ήτοι βεβαίωση της ΕΟΤΚ, το περιεχόμενο της οποίας δεν έχει βάσιμα αμφισβητηθεί, τα συστήματα σκοραρίσματος «είναι αναγνωρισμένα από την Παγκόσμια Ομοσπονδία WT και έχουν χρησιμοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία στους Ολυμπιακούς Αγώνες Λονδίνου 2012, Βραζιλίας 2016 και Τόκυο 2021» και το σύστημα κληρώσεων και διαχείρισης αγώνων χρησιμοποιούνταν σε αρκετές χώρες για τα επίσημα πρωταθλήματα τους.
Ο Ενάγων υποστήριξε ότι ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στη διενέργεια των κληρώσεων και ότι ο υπολογιστής μέσω του οποίου διενεργούνταν ανήκε στην Ομοσπονδία, η οποία όριζε και τον χειριστή του συστήματος. Συναφώς, ο ΜΕ3, ο οποίος, ως ανέφερε, παρευρέθηκε σε πάμπολλες κληρώσεις, υποστήριξε ότι οι κληρώσεις διενεργούνταν είτε από τον Έφορο Αγώνων είτε από λειτουργό της Ομοσπονδίας. Ομοίως, και ο ΜΕ2, Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας, ανέφερε ότι οι κληρώσεις διενεργούνταν από την Ομοσπονδία.
Υποβλήθηκε έντονα στον Ενάγοντα ότι είναι ο ίδιος που διενεργούσε τις κληρώσεις αφού ήταν αυτός που «τσιλλούσε το κουμπί.». Αν και αρνήθηκε τη δική του εμπλοκή, δέχθηκε, όπως και ο ΜΕ3, ότι οι κληρώσεις διενεργούνταν με το πάτημα ενός κουμπιού λέγοντας ότι «κατέβαιναν τα δεδομένα του αθλητή, πατούσες το drop και γίνονταν οι κληρώσεις». Το ουσιώδες, όμως, κατά την κρίση μου, έχοντας υπόψη ότι το σύστημα ήταν ηλεκτρονικό, δεν είναι το ποιος πατούσε το κουμπί, ως ο κ. Στρατουράς έντονα υπέβαλε, ή το κατά πόσο η ιστοσελίδα, στην οποία δηλώνονταν οι αθλητές ήταν ή όχι του Ενάγοντα, αλλά το κατά πόσο υπήρχε η δυνατότητα και πράγματι θέτονταν από τον χειριστή δεδομένα και παράμετροι που οδηγούσαν σε ευνοϊκές κληρώσεις για κάποιους αθλητές.
Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, ο χειριστής δήλωνε στο σύστημα τον πρώτο και δεύτερο στην κατάταξη αθλητές της περσινής χρονιάς, δηλαδή τους περσινούς πρωταθλητές, προκειμένου να μην αγωνιστούν μαζί από τον πρώτο αγώνα του πρωταθλήματος. Πέραν τούτου, το σύστημα «διάβαζε» την ονομασία του σωματείου από το οποίο προερχόταν ο κάθε αθλητής ούτως ώστε να μην ανταγωνιστούν δύο αθλητές του ιδίου σωματείου.
Τα πιο πάνω δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα αλλά ούτε και προβλήθηκε οτιδήποτε αντίθετο κατά τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης. Ουσιωδώς, όμως, δεν προβλήθηκε οποιαδήποτε εισήγηση ότι είναι αυτοί οι παράγοντες που οδηγούσαν στην ισχυριζόμενη αθέμιτη εύνοια συγκεκριμένων αθλητών και ούτε αυτοί αναφέρονται στις Επιστολές. Είναι, εξάλλου, λογικό ότι το να μην αγωνίζονται οι περσινοί πρωταθλητές μαζί από τον πρώτο γύρο συμβάλλει στην δικαιότερη κατάταξη του συνόλου των αθλητών στο τέλος του πρωταθλήματος και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για τον μη ανταγωνισμό αθλητών του ιδίου σωματείου από τον πρώτο γύρο. Εν πάση περιπτώσει, ως ο Ενάγων ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, η μη επιλογή ζεύγους αθλητών από το ίδιο σωματείο γινόταν από το ίδιο το σύστημα χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση από τον χειριστή.
Οι Εναγόμενοι ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε σωρεία άλλων αθέμιτων παρεμβάσεων. Συγκεκριμένα, ως προκύπτει από τις υποβολές του κ. Στρατουρά κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα, θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι ο χειριστής του συστήματος μπορούσε να βάλει έναν αθλητή σε τάξη ή αγώνα που ο ίδιος επιθυμούσε με αποτέλεσμα να αναιρείται η τυχαιότητα κατά την επιλογή των αθλητών που θα ανταγωνίζονταν. Η επί του προκειμένου θέση του Ενάγοντα ήταν ότι το σύστημα δεν παρείχε τέτοια δυνατότητα.
Θα πρέπει να τονιστεί στο σημείο αυτό ότι ουδόλως προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με τις τεχνικές προδιαγραφές και δυνατότητες του συστήματος κληρώσεων. Ο ΜΥ1 ανέφερε, όμως, ότι παρευρισκόταν στις κληρώσεις, όπως και άλλοι προπονητές, θέση που επιβεβαιώνεται από τη μαρτυρία του ΜΕ2. Σύμφωνα με τον ΜΥ1, ο Ενάγων πήγαινε εκεί φέρνοντας μαζί του ένα φορητό υπολογιστή και διενεργούσε τις κληρώσεις. Προσέθεσε, δε, τα εξής: «…Κάποιες φορές πήγαινα και καθόμουν δίπλα του ή στεκόμουν πίσω του και έβλεπα τι έκαμνε. Άνοιγε τον υπολογιστή και ξεκινούσε να καθορίζει στο πρόγραμμα αυτούς που δεν ήθελε να αγωνιστούν μαζί, όπως ο πρώτος με τον δεύτερο του περσινού πρωταθλήματος, ή και οποιοσδήποτε άλλος αθλητής, ή να μην αγωνίζονται από τους πρώτους αγώνες μεταξύ τους αθλητές του ιδίου σωματείου. Είναι μερικές παρεμβάσεις που επιτρέπει το σύστημα κληρώσεων, καθώς και πολλές άλλες να γίνουν. 9. Μας ενημέρωνε πιες [sic] παρεμβάσεις έκαμε στο σύστημα και πατούσε το κουμπί και το σύστημα έκαμνε τις κληρώσεις, πάντα σύμφωνα με τις οδηγίες που του είχαν δοθεί από τον κύριο Νικολάου που το χειριζόταν. Το σύστημα επέτρεπε να γίνουν και οι κληρώσεις με το χέρι. Δηλαδή να κάμει τις κληρώσεις ο χειριστής του προγράμματος όπως ήθελε.» (Έγγραφο Δ’, παρ. 8-9). Αναφέρθηκε, συναφώς, «σε μια κλήρωση» όπου εκ λάθους δεν καθορίστηκαν εξ αρχής οι περσινοί πρωταθλητές με αποτέλεσμα ο Ενάγων να το αναφέρει λέγοντας ότι «θα το διορθώσει αμέσως». Τότε, σύμφωνα με τον ΜΥ1, τον είδε «να παίρνει τον αθλητή με το βελάκι και να τον μεταφέρει σε άλλη θέση και να μεταφέρει άλλο αθλητή στη θέση του.» (παρ. 10). Ο ΜΥ1 ανέφερε, περαιτέρω, ότι «[τ]ο 2015 διαπίστωσα ότι σε συγκεκριμένους αθλητές του ΣΥΛΛΟΓΟΥ οι κληρώσεις ήταν οι ίδιες με τις περσινές, ή ενώ έβλεπα ότι στην κλήρωση αθλητής του ΣΥΛΛΟΓΟΥ θα αγωνιζόταν με συγκεκριμένο αθλητή, όταν μας έστελλαν τις κληρώσεις, βρισκόταν να αγωνίζεται με άλλο αθλητή.» (παρ. 11).
Εν πρώτοις, οι αναφορές του ΜΥ1 περί «πολλών άλλων παρεμβάσεων» είναι γενικές και αόριστες. Κατά δεύτερον, εφόσον ο ΜΥ1 ήταν παρών και, ως ο ίδιος ανέφερε, ο Ενάγων τους ενημέρωνε για τις παρεμβάσεις στις οποίες προέβαινε, εύλογα και φυσιολογικά θα ανέμενε κανείς ότι σε περίπτωση που ο Ενάγων προέβαινε σε αθέμιτες παρεμβάσεις, ο ΜΥ1 θα αντιδρούσε όχι μόνο αμέσως και επί τόπου αλλά και έντονα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι, ως ο ίδιος ο ΜΥ1 ανέφερε, παρών στο χώρο ήταν όχι μόνο ο γενικός γραμματέας της ΠΕΟΤΤ αλλά και άλλοι προπονητές. Ουδόλως αναφέρθηκε οποιαδήποτε άμεση αντίδραση από μέρους του ΜΥ1 κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε κλήρωσης ή της συγκεκριμένης κλήρωσης με το αναφερόμενο ανθρώπινο λάθος.
Σε σχέση με τις κληρώσεις του 2015, οι αναφορές του ΜΥ1 ήταν και πάλι αόριστες, γενικές αλλά και ασαφείς. Πέραν τούτου, το κατ’ ισχυρισμό γεγονός ότι σε σχέση με «συγκεκριμένους αθλητές» του Εναγόμενου 1 οι κληρώσεις ήταν ίδιες με τις περσινές, παρά το ότι δεν δίδεται οποιαδήποτε λεπτομέρεια ή στοιχείο, θα μπορούσε να λεχθεί πως δεν σημαίνει απαρέγκλιτα ότι η επιλογή δεν ήταν τυχαία εφόσον ο συναγωνισμός κάποιου με τον ίδιο αθλητή που κληρώθηκε και την προηγούμενη χρονιά ως πιθανότητα δεν μπορεί να αποκλειστεί λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη, αφενός, ότι η ισχυριζόμενη ομοιότητα, ως αναφέρεται, δεν αφορούσε στο σύνολο των αθλητών και, αφετέρου, ως λέχθηκε και πιο πάνω, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι το 2014 και το 2015 οι αθλητές του Εναγομένου 1 δεν ήταν δηλωμένοι κάτω από την δική του ονομασία αλλά κάτω από τις ονομασίες «Pilavakis» και «Power Kicks» αντίστοιχα. Δεν μπορεί, λοιπόν, εύλογα και πειστικά να γίνεται λόγος περί του ότι αθλητής του Εναγόμενου 1 έτυχε σκόπιμα της ίδιας κλήρωσης εφόσον δεν δηλωνόταν υπό την ονομασία του Εναγομένου 1, ασχέτως αν πράγματι προπονούνταν εκεί, γεγονός που για οποιουσδήποτε λόγους δεν δηλωνόταν στην Ομοσπονδία. Σημαντικό είναι, δε, ότι ούτε ο ΜΥ1 αλλά ούτε και ο ΜΥ2 ή ο ΜΥ3 υποστήριξαν ότι αγωνίστηκαν με τους ίδιους αντιπάλους στα σχετικά πρωταθλήματα.
Κατά δεύτερον, σε σχέση με τον ισχυρισμό του ΜΥ1 περί διαφοροποίησης του αποτελέσματος της κλήρωσης στα έγγραφα που τους αποστέλλονταν μεταγενέστερα, ουδόλως δίδεται οποιαδήποτε λεπτομέρεια ή συγκεκριμένο στοιχείο ή έστω το όνομα κάποιου εκ των εμπλεκόμενων αθλητών. Ο εν λόγω ισχυρισμός αντιφάσκει, δε, με το παράπονο που ο ΜΥ1 εκφράζει αμέσως μετά στη γραπτή δήλωση του (Έγγραφο Γ, παρ. 12(α)), ότι δηλαδή ενώ ζητούσε να τους δοθούν οι κληρώσεις, ο γενικός γραμματέας της ΠΕΟΤΤ και ο Ενάγων αρνούνταν και τις αναρτούσαν στο διαδίκτυο πολύ αργότερα και καθυστερημένα. Ενώ, δηλαδή, από τη μια ο ΜΥ1 προβάλλει τους ισχυρισμούς του στη βάση σύγκρισης των κληρώσεων που ο ίδιος έβλεπε με το ό,τι μεταγενέστερα τους αποστελλόταν, από την άλλη παραπονιέται περί του ότι οι κληρώσεις δεν τους δίδονταν αλλά αναρτούνταν. Όλα τα πιο πάνω δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά και αμφιβολίες ως προς τη βασιμότητα των όσων ο ΜΥ1 ανέφερε και πλήττουν την αξιοπιστία του.
Πέραν των πιο πάνω, ο επηρεασμός των κληρώσεων συσχετίστηκε με την εύνοια συγκεκριμένων αθλητών, χωρίς, όμως, να αναφερθεί και να τεκμηριωθεί ποιοι συγκεκριμένοι αθλητές ευνοήθηκαν, πότε και με ποιο ακριβώς τρόπο αφού ουδόλως αναφέρθηκε ή εξηγήθηκε σε τί ακριβώς συνίστατο η ισχυριζόμενη εύνοια. Η κατ’ ισχυρισμό εύνοια συγκεκριμένων αθλητών ένεκα των κληρώσεων παρέμεινε να αιωρείται ως ένας νεφελώδης ισχυρισμός χωρίς καμιά πραγματική τεκμηρίωση. Επί τούτου καθόλα εύλογη κρίνω τη θέση του Ενάγοντα ότι η επιτυχία ενός αθλητή εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, «…παράγοντες προετοιμασίας, φυσικής κατάστασης, ενδυνάμωσης τεχνικής, ποσότητας αθλητών που θα πάρουν μέρος τους αγώνες», και ότι, ως είναι άλλωστε και λογικό, σε περίπτωση που κάποιος τύγχανε να αγωνιστεί στον πρώτο γύρο με εύκολο αντίπαλο, μπορεί μεν να τον κέρδιζε αλλά δεν σήμαινε ότι στους μετέπειτα γύρους θα εξακολουθούσε να κερδίζει. Ακόμα, όμως, κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι η ισχυριζόμενη εύνοια αφορούσε στην τελική κατάταξη των αθλητών, δεν παρουσιάστηκε καμιά συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι πράγματι αυτό συνέβαινε όπως ούτε και λέχθηκε ή εξηγήθηκε ποιος και γιατί ήταν «εύκολος» αντίπαλος ή, αντίθετα, περισσότερο ικανός.
Σε σχέση με το Τεκμήριο 8, το οποίο υποδείχθηκε στον Ενάγοντα κατά την αντεξέταση του με την εισήγηση ότι όλοι οι αθλητές του στον πρώτο γύρο δεν είχαν αντίπαλο με αποτέλεσμα να περνούν στον επόμενο γύρο αυτόματα, ο Ενάγων ανέφερε, και προκύπτει άλλωστε και από το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου, ότι αποτελεί δέσμη φύλλων από διάφορους αγώνες ιδιωτικών τουρνουά παιδιών, οι οποίοι έλαβαν χώρα σε διάφορες ημερομηνίες κατά το 2017. Πέραν της αποσπασματικής παρουσίασης των σχετικών φύλλων αγώνων στην οποία αναφέρθηκε ο Ενάγων, ουδόλως θα μπορούσε να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα που να υποστηρίζει τα όσα προβάλλουν οι Εναγόμενοι στις Επιστολές, αφού το Τεκμήριο 8 αφορά σε αγώνες που έλαβαν χώρα το 2017, ήτοι μετά την αποστολή των Επιστολών το 2015. Ακόμα, δηλαδή, και να γινόταν δεκτό ότι οι Εναγόμενοι έχουν δίκαιο σε σχέση με τους αγώνες που αναφέρονται στο Τεκμήριο 8, δεν μπορεί αυτόματα και άνευ άλλου να συναχθεί ότι το ίδιο συνέβαινε και προηγουμένως, όταν στάλθηκαν οι Επιστολές. Πέραν τούτου, το Τεκμήριο 8 αφορά σε διαφορετική διοργάνωση, ήτοι ιδιωτικά τουρνουά, και όχι σε ομοσπονδιακούς αγώνες για τους οποίους στάλθηκαν οι Επιστολές. Είναι, δε, ευνόητο ότι δεν μπορεί χωρίς οτιδήποτε περαιτέρω να εξομοιωθεί ένα ιδιωτικό τουρνουά με τους ομοσπονδιακούς αγώνες, οι οποίοι, ως αναφέρθηκε, αποτελούν το προκριματικό στάδιο για την συμμετοχή αθλητών σε παγκόσμιους, διεθνικούς αγώνες. Εν τέλει, ο Ενάγων εύλογα κατά την κρίση μου διερωτήθηκε πού φαίνεται και με ποιο τρόπο οι αθλητές του ευνοήθηκαν, χωρίς, όμως, να παρασχεθεί οποιαδήποτε εξήγηση.
Εν τέλει, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η ιστοσελίδα στην οποία δηλώνονταν οι αθλητές ήταν του Ενάγοντα, ο υπολογιστής του ανήκε και ήταν πράγματι ο χειριστής του συστήματος και «πατούσε» το κουμπί, ως οι θέσεις της Υπεράσπισης, και συνυπολογιστεί ακόμα το γεγονός ότι ο Ενάγων ήταν δια της εταιρείας του ο κάτοχος της άδειας χρήσης του συστήματος κληρώσεων και το ενοικίαζε στην Ομοσπονδία, ουδόλως μπορεί κανείς εύλογα και βάσιμα να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι επηρέαζε αθέμιτα τις παραμέτρους για τη διενέργεια των κληρώσεων με σκοπό την εύνοια συγκεκριμένων αθλητών. Προς τούτο απαιτούνταν συγκεκριμένη, σχετική, αξιόπιστη μαρτυρία, η οποία παντελώς ελλείπει.
Σε ό,τι αφορά την διεξαγωγή των αγώνων, τη διαιτησία και τη βαθμολόγηση, η θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι συγκεκριμένοι αθλητές ευνοούνταν κατά τη βαθμολόγηση.
Ως ο Ενάγων επαρκώς εξήγησε, οι αγώνες διεξάγονταν με ηλεκτρονικούς θώρακες και κάλτσες, τα οποία φορούσαν οι αθλητές, και αναλόγως του κτυπήματος και της δύναμης του καταχωρούνταν αυτόματα ο σχετικός βαθμός. Οι διαιτητές μπορούσαν να προσθέσουν επιπλέον βαθμούς σε κάποιες περιπτώσεις, όπως π.χ. σε περίπτωση περιστροφικού κτυπήματος ή επίδειξης υψηλής τεχνικής. Ο χειριστής του συστήματος βαθμολόγησης μπορούσε, επίσης, να βάλει βαθμό ή ποινή, πλην, όμως, μόνο κατόπιν υπόδειξης του διαιτητή, περίπτωση κατά την οποία σταματούσε ο αγωνιστικός χρόνος για να γίνουν τα σχετικά. Κατά τη διεξαγωγή των αγώνων παρών ήταν τεχνικός από την εταιρεία του Ενάγοντα, ο οποίος παρενέβαινε μόνο για τεχνικά θέματα όταν του το ζητούσε ο υπεύθυνος διαιτησίας, π.χ. όταν έσβηνε μια οθόνη ή ένας υπολογιστής. Στον τρόπο βαθμολόγησης αναφέρθηκαν και οι ΜΥ1, ΜΥ2 και ΜΥ3 χωρίς να προβάλλουν οτιδήποτε αντίθετο.
Το γεγονός ότι τα συστήματα βαθμολόγησης ανήκαν στον Ενάγοντα και τα ενοικίαζε στην Ομοσπονδία ουδόλως καταδεικνύει από μόνο του αθέμιτη παρέμβαση από μέρους του.
Κοινή συνισταμένη των θέσεων των δύο πλευρών ήταν ότι ο Ενάγων δεν χειριζόταν ο ίδιος προσωπικά τα συστήματα βαθμολόγησης. Αφενός, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι τα χειρίζονταν οι διαιτητές, χωρίς να έχει ο ίδιος οποιαδήποτε εμπλοκή, και, αφετέρου, όλοι οι μάρτυρες υπεράσπισης προέβαλαν ότι τα χειρίζονταν «άνθρωποι του Ενάγοντα». Ουδεμία μαρτυρία, όμως, προσκομίστηκε σχετικά με το ποιοί ήταν αυτοί οι «άνθρωποι του» και ουδόλως επεξηγήθηκε πώς και γιατί ήταν «του Ενάγοντα» ή τί τους συνέδεε με αυτόν, πόσο δε μάλλον ποιά ήταν αυτή η σύνδεση ή σχέση που δικαιολογούσε την από μέρους τους εσκεμμένη βαθμολογική υποτίμηση συγκεκριμένων αθλητών προς όφελος αθλητών του Ενάγοντα ή άλλων ευνοούμενων του.
Οι μάρτυρες υπεράσπισης αναφέρθηκαν σε τρεις αγώνες παρουσιάζοντας και τις σχετικές βιντεοσκοπήσεις: (α) τον αγώνα ΜΥ1 - ΜΥ3, (β) τον αγώνα ΜΥ2 – [Τ], και, (γ) τον αγώνα ΜΥ2 – [Σ]. Σε σχέση με τους κανόνες βαθμολόγησης, ουδεμία εισήγηση υπήρξε ως προς τυχόν εμπειρογνωμοσύνη οποιοδήποτε μάρτυρα. Αν και έγιναν κάποιες σποραδικές αναφορές από τους μάρτυρες υπεράσπισης, ουδόλως οι σχετικοί κανόνες εξηγήθηκαν εμπεριστατωμένα, στοιχειοθετημένα και τεκμηριωμένα με την απαιτούμενη επάρκεια και σαφήνεια από οποιονδήποτε ούτως ώστε να παρασχεθεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο το εξειδικευμένο υπόβαθρο επί του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να κρίνει το ίδιο κατά πόσο υπήρξε αδικαιολόγητη βαθμολόγηση σε οποιοδήποτε αγώνα. Πέραν τούτου, σημειώνω τα ακόλουθα.
Σε ό,τι αφορά τον αγώνα ΜΥ1-ΜΥ3 (Τεκμήρια 16 και 24), ο ΜΥ1 ανέφερε ότι διεξήχθη το 2021 ενώ ο ΜΥ3 ανέφερε ότι διεξήχθη το 2022. Το σημαντικό είναι ότι έλαβε χώρα τουλάχιστον έξι χρόνια μετά την αποστολή των Επιστολών (2015) και, συνεπώς, δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλές συμπέρασμα προς απόδειξη της αλήθειας των όσων εκεί αναφέρονται. Ανεξαρτήτως αυτού, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι «έμπαιναν πόντοι δίχως λάκτισμα» (Έγγραφο Δ, παρ. 14(ε)) και ο ΜΥ3 ότι προσέθεταν βαθμούς στον ίδιο χωρίς να τους δικαιούται για να τιμωρήσουν τον ΜΥ1. Από τα όσα ο ίδιος ο ΜΥ3 ανέφερε, σε συνάρτηση με τις θέσεις της Υπεράσπισης, θα μπορούσε εύλογα να συναχθεί ότι ο ίδιος ήταν «ευνοούμενος» του Ενάγοντα. Αν, δε, ίσχυαν τα όσα προβάλλει η Υπεράσπιση και ο ΜΥ3 ήταν «ευνοούμενος», θα ήταν λογικό να γνώριζε και, ωσαύτως, να εξηγήσει ποιοί ήταν «οι άνθρωποι του Ενάγοντα» και γιατί ήθελαν να τιμωρήσουν τον ΜΥ1 ευνοώντας τον ίδιο αδίκως. Από την άλλη, αν ο ΜΥ3 δεν ήταν «ευνοούμενος» και μέρος της «ομάδας» του Ενάγοντα, εύλογα αναμενόταν να αντιδράσει για την αδικία που κατ’ ισχυρισμό του υφίστατο ο συναθλητής του, η οποία, μάλιστα, ως ο ίδιος ανέφερε, έφτανε σε βαθμό τιμωρίας του ΜΥ1 ενώ ο ίδιος επωφελούνταν χωρίς λόγο. Ουδόλως αναφέρθηκε οποιαδήποτε αντίδραση από μέρους του ΜΥ3 ή του ΜΥ1 κατ’ εκείνο το χρόνο, η οποία ήταν λογικά αναμενόμενη αφού η αποδιδόμενη στον Ενάγοντα και «τους ανθρώπους του» συμπεριφορά αντιστρατευόταν κάθε έννοια της ευγενούς άμιλλας, ιδεώδες που τόσο ο ΜΥ3 όσο και ο ΜΥ1 παρουσιάστηκαν να ενστερνίζονται.
Ο αγώνας ΜΥ2-[Τ] (Τεκμήριο 20Α), ως προέκυψε κατά την αντεξέταση του ΜΥ2, διεξήχθη στις 5/4/2015 στο πλαίσιο του Παγκύπριου Πρωταθλήματος 2015 και ο [Τ] ήταν αθλητής του Ενάγοντα.
Ως προς τον διαιτητή του εν λόγω αγώνα, ενώ κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΥ2 ανέφερε ότι «ο πατέρας [Τ] εκτελούσε και χρέη Διαιτητή» (Έγγραφο Ε’, παρ. 3), αναφορά την οποία προέβαλε πανομοιότυπα και ο ΜΥ3 (Έγγραφο Στ’, παρ. 5), κατά την αντεξέταση του, δεδομένου ότι στον βιντεοσκοπημένο αγώνα φαίνεται ότι ο κεντρικός διαιτητής ήταν γυναίκα (Τεκμήριο 20Α), ο ΜΥ2 υποστήριξε ότι ο πατέρας [Τ] «εκτελούσε γενικά χρέη διαιτητή…όχι στον συγκεκριμένο αγώνα.». Παρεμβάλλεται εδώ ότι ο ΜΥ3 κατά την αντεξέταση του υποστήριξε το αντίθετο, ότι δηλαδή κατ’ εκείνη τη μέρα διαιτητής ήταν ο πατέρας [Τ]. Η εν λόγω αναφορά του ΜΥ3 δεν επιβεβαιώνεται από τη βιντεοσκόπηση που παρουσιάστηκε, τόσο σε σχέση με τη διαιτητή όσο και τον προπονητή του ΜΥ2 στον οποίο ο ΜΥ3 αναφέρθηκε. Ο ΜΥ3 υποστήριξε ότι γυναίκα διαιτητής στον αγώνα του ΜΥ2 με τον Τσαγκαρίδη ήταν όταν προπονητής του ΜΥ2 ήταν ο ίδιος. Διαπιστώνεται, αντίθετα, ότι στον αγώνα του Τεκμηρίου 20Α δεν καθόταν ο ίδιος ο ΜΥ3 στη θέση του προπονητή και διαιτητής ήταν γυναίκα.
Ο ΜΥ2 ανέφερε, περαιτέρω, ότι ένοιωσε την αδικία σε πολύ μεγάλο βαθμό σε σχέση με τις ποινές που θα έπρεπε να επιβληθούν στον αντίπαλο του με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από το άθλημα. Ως υποστήριξε κατά την αντεξέταση του, η αδικαιολόγητη βαθμολόγηση προερχόταν είτε από τους χειριστές των ηλεκτρονικών συστημάτων που κάθονταν πίσω από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ήτοι την γραμματεία, είτε από τους «κριτές που έχουν τηλεχειριστήριο τζιαι πατούν», οι οποίοι, επίσης, κάθονταν πίσω. Αν και δέχθηκε ότι ο Ενάγων δεν καθόταν είτε με τους χειριστές είτε με τους κριτές, αλλά καθόταν στην θέση του αντίπαλου προπονητή, προέβαλε τη θέση ότι «…τα συστήματα κληρώσεων και διεξαγωγής των αγώνων ήταν του κύριου Νικολάου και τα χειρίζονταν άνθρωποι δικοί του» (Έγγραφο Ε, παρ. 5). Ερωτώμενος επί της θέσης του αυτής κατά την αντεξέταση του, ανέφερε ότι «[δ]εν μπορώ να πω ξεκάθαρα τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή. Ως συνήθως ναι, ήταν άνθρωποι του κύριου Νικολάου Νικολάου ή εθελοντές που έρχονταν, εν ηξέρω, που καλούσαν εν ηξέρω.». Ζητώντας του στη συνέχεια να αναφέρει ένα όνομα απάντησε πως δεν μπορούσε να ξέρει. Κατά τον ίδιο, η αιτία της ισχυριζόμενης αδικίας που υπέστη ήταν το ότι άλλαξε προπονητή. Ενώ, δηλαδή, αρχικά προπονούνταν από τον [ΠΛ], ο οποίος ήταν υπεύθυνος διαιτησίας, μετά προπονούνταν με τον [ΠΧ] με αποτέλεσμα να γίνει στόχος για να μην κερδίσει.
Ουδόλως εξηγήθηκε ποιά ήταν η σύνδεση του Ενάγοντα με τους προπονητές του ΜΥ2 και πολύ περισσότερο με τους χειριστές των ηλεκτρονικών συστημάτων. Δεν παρουσιάστηκε, επίσης, οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει και πειστικά να εξηγεί τον λόγο που οι διαιτητές και οι χειριστές των συστημάτων υπάκουαν και εκτελούσαν τις κατ’ ισχυρισμό αθέμιτες βουλές του Ενάγοντα, ως οι θέσεις που προβλήθηκαν. Ούτε και εξηγήθηκε τυχόν έμμεση επιρροή ή άλλος επηρεασμός του Ενάγοντα σε αυτούς ώστε να καταλήγει η βαθμολογία σκόπιμα υπέρ των αθλητών που κατ’ ισχυρισμό ευνοούνταν από τον ίδιο. Και τούτο πέραν και ανεξάρτητα της μη παρουσίασης οποιουδήποτε στοιχειοθετημένου υποβάθρου για την τεκμηρίωση του ότι όντως η βαθμολογία ήταν λανθασμένη.
Σε ό,τι αφορά τον αγώνα ΜΥ2-[Σ] (Τεκμήριο 20Β), ο ΜΥ2 ανέφερε ότι διεξήχθη τέλος του 2015, πιθανόν τον Δεκέμβρη, στο πλαίσιο τουρνουά. Ίδια ήταν και η θέση του ΜΥ3, ο οποίος ήταν ο τότε προπονητής του ΜΥ2. Ο ΜΥ2 ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του, «μόνο μια στιγμή [θεώρησε] ότι ήταν αδικία, όταν ο αντίπαλος [του] έκανε ένα λάκτισμα που ήταν σε αρκετή απόσταση [από τον ίδιο] χωρίς να έχου[ν] επαφή τζαι εγραφτήκαν τρεις πόντοι υπέρ του», νοουμένου ότι, ως λέχθηκε, οι βαθμοί πιστώνονται όταν υπήρχε επαφή με συγκεκριμένη δύναμη. Πέραν των θεμάτων που αναλύονται πιο πάνω, το ουσιώδες εν προκειμένω είναι ότι ο εν λόγω αγώνας αφορά σε μεταγενέστερη και διαφορετική διοργάνωση από αυτές στις οποίες αναφέρονται οι Επιστολές, χωρίς καν να αναφερθεί η οποιαδήποτε εμπλοκή της Ομοσπονδίας σε αυτόν.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΥ2 προέβαλε ότι «[ό]λα τα πιο πάνω, εγώ τα απέδωσα και τα αποδίδω σε ανθρώπινη παρέμβαση. Δεν μπορώ μέχρι σήμερα να δώσω οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση. Δεν μπορώ να τα αποδώσω σε λάθος γιατί τα μηχανήματα δεν κάνουν λάθει [sic] εκτός αν είναι ελαττωματικά και αν ήταν έτσι, θα ήταν σε όλους τους αθλητές και όχι σε συγκεκριμένους που είχαν κάτι μαζί τους και ήθελαν να τους τιμωρήσουν όπως εμένα» (Έγγραφο Ε, παρ. 6), κατά την προφορική εξέταση του ανέφερε ότι δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο τα όσα περιέγραψε συνέβαιναν επειδή το σύστημα ήταν ελαττωματικό ή επειδή έγινε κάποιο λάθος από το σύστημα ή επειδή παρενέβη ανθρώπινος παράγοντας. «…[Έ]να που τούτα τα τρία δεν είμαι ειδικός για να το εξηγήσω.», ανέφερε συγκεκριμένα. Λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, το σύνολο των όσων ο ΜΥ2 ανέφερε στο Έγγραφο Ε’, και, αφετέρου, τα όσα ανέφερε κατά την προφορική μαρτυρία του, εμφανώς είναι που προκύπτει η διαφοροποίηση του. Ενώ, δηλαδή, κατά την κυρίως εξέταση του με κατηγορηματικό τρόπο υποστήριξε την εμπλοκή του Ενάγοντα, κατά την προφορική μαρτυρία του οι θέσεις του διατυπώθηκαν με τρόπο που ουδόλως καταδεικνύει βεβαιότητα και θετικότητα.
Η μαρτυρία και οι θέσεις του Ενάγοντα σε σχέση με τη μη εμπλοκή του σε ό,τι του αποδόθηκε χαρακτηρίζονται από εγγενή συνοχή και λογικότητα. Απάντησε εμπεριστατωμένα σε όσα του καταλογίστηκαν με άμεσο τρόπο και χωρίς περιστροφές ή αμφιταλαντεύσεις και αντέκρουσε πειστικά κάθε ισχυρισμό περί κινήτρου ή αποκόμισης αθέμιτου προσωπικού οφέλους. Κατά την κρίση μου, δεν έχει βάσιμα καταδειχθεί κανένας λόγος που να δημιουργεί αμφιβολία ως προς το ότι προσήλθε στο Δικαστήριο για να παρουσιάσει την αληθή και πραγματική εικόνα των όσων λάμβαναν χώρα κατά τον επίδικο χρόνο. Κρίνω, λοιπόν, ότι ουδείς λόγος υφίσταται που να καθιστά τη μαρτυρία του αναξιόπιστη και την αποδέχομαι. Ομοίως, ως αναφέρθηκε και πιο πάνω, αξιόπιστη και αποδεκτή είναι και η μαρτυρία του ΜΕ3.
Ο ΜΕ2, πέραν της λήψης των Επιστολών από την ΠΕΟΤΤ και της ενοικίαση από τον Ενάγοντα στην Ομοσπονδία των συστημάτων κληρώσεων, σκοραρίσματος και διαχείρισης αγώνων, ζητήματα τα οποία είναι παραδεκτά και δεν αμφισβητούνται, αναφέρθηκε στην άσχημη εντύπωση και αναστάτωση που προκλήθηκε στον ίδιο προσωπικά από το περιεχόμενο των Επιστολών και την επανεξέταση των συστημάτων από την Ομοσπονδία. Ανέφερε κατά την αντεξέταση του, όμως, ότι δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε αλλαγή ενόψει του ότι τόσο ο ίδιος όσο και η Ομοσπονδία θεώρησαν τους ισχυρισμούς των Εναγομένων εξ αρχής εσφαλμένους. Το ότι δεν έγινε οποιαδήποτε αλλαγή στα συστήματα από την Ομοσπονδία, όπως και το ότι εξακολούθησε να τα ενοικιάζει από τον Ενάγοντα, δεν αμφισβητήθηκαν. Κατά την αντεξέταση του ερωτήθηκε, περαιτέρω, για διάφορα ζητήματα σε σχέση με τη δήλωση των αθλητών και τις κληρώσεις, τα οποία δεν γνώριζε, καθώς και για τον αγώνα ΜΥ2-[Τ], τον οποίον δεν θυμούνταν.
Χωρίς να παραγνωρίζω και λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, ότι, ως ο ίδιος ο ΜΕ2 ανέφερε κατά την αντεξέταση του, εκπροσωπούσε το σωματείο του Ενάγοντα και διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Ομοσπονδίας, η οποία είχε και την ευθύνη της διοργάνωσης και διεξαγωγής των αγώνων στους οποίους οι Εναγόμενοι αναφέρθηκαν δια των Επιστολών, και, αφετέρου, τη δυσανασχέτηση που εξέφρασε σε σχέση με τα όσα κατά τον ίδιο αδίκως καταλογίστηκαν στην Ομοσπονδία και τα προβλήματα που κατά τον ίδιο δημιούργησαν οι Εναγόμενοι σε αθλήτρια, εξέτασα τη μαρτυρία του με αυξημένη προσοχή προς αποκλεισμό της όποιας πιθανότητας να έχει αλλοιώσει τη μαρτυρία του προς υποστήριξη του Ενάγοντα. Δεν έχω διαπιστώσει τέτοια πρόθεση ή προσπάθεια. Σε ό,τι αφορά τα συστήματα κληρώσεων και βαθμολόγησης, ειδικότερα, ο τρόπος λειτουργίας των οποίων αποτελεί το κατ’ εξοχήν επίδικο ζήτημα, παρά την διαφωνία του με τις θέσεις τις Υπεράσπισης, τα όσα ανέφερε περιορίστηκαν στα όσα ο ίδιος γνώριζε, χωρίς να προβαίνει σε αστήρικτες εικασίες προς υποστήριξη των θέσεων του Ενάγοντα. Κρίνω, λοιπόν, ότι η μαρτυρία του στο βαθμό που αφορά τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής είναι αξιόπιστη και αποδεκτή.
Αντίθετα, θεωρώ ότι η μαρτυρία των ΜΥ1, ΜΥ2 και ΜΥ3 ως προς τα όσα αποδόθηκαν στον Ενάγοντα ήταν γενική, αόριστη και χωρίς συγκεκριμένη τεκμηρίωση αφού ουδόλως παρουσιάστηκαν ή αναφέρθηκαν συγκεκριμένα και απτά στοιχεία προς υποστήριξη των θέσεων τους. Ιδιαίτερα, σε σχέση με τα όσα οι ΜΥ1 και ΜΥ3 προέβαλαν, ως εξηγείται πιο πάνω, παρέμειναν αναπάντητα καίρια ερωτήματα, τα οποία, κατά την κρίση μου, κλονίζουν την αξιοπιστία τους. Η μαρτυρία, δε, του ΜΥ2 δεν χαρακτηρίζεται από σταθερότητα και πειστικότητα αλλά από αβεβαιότητα. Κρίνω, επομένως, ότι η μαρτυρία των ΜΥ1, ΜΥ2 και ΜΥ3 δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή οποιουδήποτε ευρήματος ή συμπεράσματος σε σχέση με τις αμφισβητούμενες πτυχές της υπόθεσης και την απορρίπτω.
Συνοψίζοντας, η εμπλοκή του Ενάγοντα στον επηρεασμό των κληρώσεων και των αποτελεσμάτων των αγώνων παρέμεινε μια αβάσιμη εικασία.
Κρίνω, συνεπώς, ότι οι Εναγόμενοι, έχοντας το σχετικό βάρος στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, απέτυχαν να αποδείξουν ότι ο Ενάγων αθέμιτα παρενέβαινε στις κληρώσεις και τα αποτελέσματα των αγώνων και, ως εκ τούτου, η υπεράσπιση της αλήθειας δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Έντιμο σχόλιο
Σύμφωνα με το α. 19(β), Κεφ. 148, σε αγωγή για δυσφήμιση αποτελεί υπεράσπιση «ότι τo δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή ήταv έvτιμo σχόλιo για θέμα δημoσίoυ συμφέρovτoς: Νoείται ότι όταv τo δυσφημηστικό δημoσίευμα συvίσταται εv μέρει στov ισχυρισμό γεγovότωv και εv μέρει στηv έκφραση γvώμης, υπεράσπιση έvτιμoυ σχoλίoυ δεv καταρρίπτεται για μόvo τo λόγo ότι δεv απoδεικvύεται τo αληθές κάθε ισχυρισμoύ γεγovότoς, αv η έκφραση γvώμης απoτελεί έvτιμo σχόλιo αφoύ ληφθoύv υπόψη αυτά τα oπoία ισχυρίζovται ή αvαφέρovται στo δυσφημηστικό δημoσίευμα για τo oπoίo έγιvε η αγωγή τα oπoία απoδεικvύovται: Νoείται περαιτέρω ότι η βάσει της παράγραφoυ αυτής υπεράσπιση δεv επιτυγχάvει αv o εvάγωv απoδείξει ότι η δημoσίευση δεv έγιvε καλή τη πίστει εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 21 τoυ Νόμoυ αυτoύ.».
Ως λέχθηκε στην Γεωργιάδης (2011), με αναφορά στην αγγλική υπόθεση Lyon v. Daily Telegraph [1943] 1 KB 746, «το δικαίωμα έντιμου σχολίου είναι ένα από τα βασικά δικαιώματα του ελεύθερου προφορικού και γραπτού λόγου και είναι ζωτικής σημασίας στην επικράτηση του δικαίου στο οποίο βασιζόμαστε για την προσωπική μας ελευθερία.». Συναφώς, στην Γεωργιάδης (2020) λέχθηκε ότι «[κ]ατά το κοινοδίκαιο, η υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της προστασίας της ελευθερίας του λόγου, χαρακτηριζόμενη ως «προπύργιο» (bulwark) της ελευθερίας αυτής.». Εύστοχα, όμως, υποδείχθηκε στην Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. ν Δρουσιώτη, Πολ. Εφ. Αρ. 355/2015, ημ. 17/11/2025, ότι «[τ]ούτο, δεν εξυπακούει ότι αυτή η ελευθερία λόγου και έκφρασης είναι ανεξέλεγκτη και, κατ' επέκταση ανέλεγκτη. Θα πρέπει να εναρμονίζεται με άλλα, θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένα, όπως είναι η υπόληψη και η καλή φήμη των άλλων (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ v. Χαράλαμπου Λεωνίδα (1997) 1 Α.Α.Δ. 550). Περαιτέρω προϋποθέτει το σχόλιο να γίνεται επί θέματος δημοσίου ενδιαφέροντος, στη βάση υπαρκτού υπόβαθρου γεγονότων που εύλογα και έντιμα, χωρίς κακοπιστία, θα το δικαιολογούσε (Χριστοδούλου v. Αυξεντίου, (2026) 1 Α.Α.Δ. 705).».
Ως προς τα συστατικά στοιχεία της εν λόγω υπεράσπισης, ως λέχθηκε στην Γαληνιώτης (ανωτέρω), «[ο] έντιμος σχολιασμός…το βάρος του οποίου επίσης είναι στους ώμους του εναγομένου, περιλαμβάνει τρία στοιχεία υπεράσπισης: (i) ότι οι επίδικες λέξεις αποτελούν σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων, (ii) ότι αποτελούν έντιμο ή εύλογο («fair») σχολιασμό επί γεγονότων ορθώς διατυπωμένων και (iii) ότι αποτελούν σχολιασμό επί θέματος δημοσίου συμφέροντος. Εάν το σχόλιο αλλοιώνει ή παραποιεί τα γεγονότα η υπεράσπιση του εντίμου σχολιασμού εκπίπτει. Το σχόλιο επίσης πρέπει να γίνεται έντιμα και να μην έχει ως πηγή του κακόβουλο κίνητρο, ενώ γενικώς πρέπει να αποδειχθεί ότι τα γεγονότα επί των οποίων το σχόλιο γίνεται, είναι αληθή, το δε σχόλιο δικαιολογείται και από την άποψη ότι είναι της φύσεως που θα μπορούσε να γίνει από ένα έντιμο άνθρωπο.».
Στην Πετρίδης ν Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 1464, υιοθετήθηκε η σύγχρονη διατύπωση της υπεράσπισης του εντίμου σχολίου, όπως τέθηκε «στην υπόθεση Spiller & Anor v. Joseph & Anors [2010] UKSC 53, η οποία ουσιαστικά υιοθετεί τα στοιχεία που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την υπεράσπιση, όπως συνοψίζονται στην Paul v. Cheng [2001] E.M.L.R. 31 από τον δικαστή Lord Nicholls of Birkenhead στο ακόλουθο απόσπασμα:
«[i] . First, the comment must be on a matter of public interest. ..
[ii] Second, the comment must be recognisable as comment, as distinct from an imputation of fact. If the imputation is one of fact, a ground of defence must be sought elsewhere, for example, justification or privilege. Much learning has grown up around the distinction between fact and comment. For present purposes it is sufficient to note that a statement may be one or the other, depending on the context. Ferguson J gave a simple example in the New South Wales case of Myerson v. Smith's Weekly (1923) 24 SR (NSW) 20, 26 :
'To say that a man's conduct was dishonourable is not comment, it is a statement of fact. To say that he did certain specific things and that his conduct was dishonourable is a statement of fact coupled with a comment.'
[iii] Third, the comment must be based on facts which are true or protected by privilege: see, for instance, London Artists Ltd v Littler [1969] 2 QB 375, 395. If the facts on which the comment purports to be founded are not proved to be true or published on a privilege occasion, the defence of fair comment is not available.
[iv] Next the comment must explicitly or implicitly indicate, at least in general terms, the facts on which it is based.
[v] Finally, the comment must be one which could have been made by an honest person, however prejudiced he might be, and however exaggerated or obstinate his views: see Lord Porter in Turner v Metro-Goldwyn-Mayer Pictures Ltd [1950] 1 All ER 449, 461, commenting on an observation of Lord Esher MR in Merivale v Carson (1888) 20 QBD 275,281. It must be germane to the subject-matter criticised. Dislike of an artist's style would not justify an attack upon his morals or manners. But a critic need not be mealy-mouthed in denouncing what he disagrees with. He is entitled to dip his pen in gall for the purposes of legitimate criticism: see Jordan CJ in Gardiner v Fairfax (1942) 42 SR (NSW) 171, 174.
These are the outer limits of the defence. The burden of establishing that a comment falls within these limits, and hence within the scope of the defence, lies upon the Defendant who wishes to rely upon the defence.
[vi] A Defendant is not entitled to rely on the defence of fair comment if the comment was made maliciously»
Ένας εναγόμενος δεν δικαιούται να βασισθεί στην υπεράσπιση του ευλόγου σχολίου εάν το σχόλιο έγινε κακόβουλα. Το βάρος να αποδείξει κακοβουλία βαρύνει τον ενάγοντα.»
Σε ό,τι αφορά την διάκριση γεγονότος – σχολίου, στην Παπασάββας (ανωτέρω) αναφέρθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Προκύπτει πως η υπεράσπιση αυτή καλύπτει δημοσίευση κάποιου σχολίου, γνώμης και όχι τον καταλογισμό κάποιου γεγονότος στο πρόσωπο του δυσφημούμενου. Στη Μαύρος ν. Στυλιανού ανωτέρω λέχθηκαν τα εξής:
«Το σχόλιο είναι έκφραση γνώμης (Christie v. Robertson [1889] 10 N.S.W.L.R. 157, 161). Αν λεχθεί ότι συγκεκριμένη πράξη κάποιου είναι ανέντιμη, έχουμε σχόλιο, αλλά αποτελεί ισχυρισμό γεγονότος αν λεχθεί ότι το πρόσωπο αυτό διέπραξε την πράξη για την οποία ασκείται η κριτική. Αν ο εναγόμενος αποφασίσει να προβάλει την υπεράσπιση του εύλογου σχολίου, ο δυσφημιστικός ισχυρισμός θα πρέπει να αναγνωρίζεται από το μέσο λογικό άνθρωπο ως σχόλιο και όχι ως δήλωση γεγονότος (Crawford v. Albu [1917] A.D. (S. Africa) 102).
Αν ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι κάποιο δημόσιο πρόσωπο είναι ένοχο απρεπούς συμπεριφοράς ή έχει οδηγηθεί από ανέντιμα κίνητρα, χωρίς να δηλώνει ποιες είναι αυτές οι ανέντιμες πράξεις ή δεν αναφέρει οποιουσδήποτε λόγους από τους οποίους τα κίνητρα αυτά μπορούν ευλόγως να εξαχθούν, οι ισχυρισμοί του είναι αναφορά γεγονότος και όχι έκφραση γνώμης. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση της υπεράσπισης του εύλογου σχολίου (βλέπε Gatley on Libel and Slander, ανωτέρω, παραγρ. 701)….
Σωστότερο είναι να λεχθεί πως το σχόλιο «είναι εύλογα να συναχθεί ότι αποτελεί συμπέρασμα, κριτική διαπίστωση ή παρατήρηση .....». Βλ. Clark v. Norton {1910} VLR 494)….».
Αναγνωρίζοντας ότι η διάκριση μεταξύ δηλώσεων γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων δεν είναι εύκολη, το Ανώτατο Δικαστήριο στην Γεωργιάδης (2020) (ανωτέρω), ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα:
«Το κατά πόσο η επίμαχη δήλωση συνιστά γνώμη ή σχόλιο και όχι δήλωση γεγονότων κρίνεται εξετάζοντας την σε συνάρτηση με το υπόλοιπο κείμενο (βλ. Δημοσιογραφική Χ.Λ.Σ. Λίμιτεδ κ.ά. ν. Φιλίππου (1998)1 Α.Α.Δ. 958). Στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander (11η έκδοση) παράγραφος 12.10, αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:
«While some indication, express or implied, of what underlies the alleged comment is necessary the ultimate question on whether the words are comment or fact is how they would strike the ordinary, reasonable reader and it is unlikely that any attempt to formulate general principles of construction will be of much help, especially bearing in mind that any particular statement must be taken in the context of the piece as a whole.»
Επί του ίδιου θέματος, ο Λόρδος Nicholls of Birkenhead ανέφερε στην Tse Wai Chun v Cheng [2001] EMLR 777 αναφερόμενος στις προϋποθέσεις της υπεράσπισης του έντιμου σχολίου:
«17. Second, the comment must be recognisable as comment, as distinct from an imputation of fact….
Σχολιάζοντας το αμέσως πιο πάνω απόσπασμα ο Λόρδος Phillips of Worth Matravers στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας στην υπόθεση Joseph vSpiller [2010] UKSC 53 σημείωσε:
«This merits elaboration. Jurists have had difficulty in defining the difference between a statement of fact and a comment in the context of the defence of fair comment. The example given in Myerson v. Smith's Weekly Publishing Co Ltd . cited by Lord Nicholls is not wholly satisfactory. To say that a man's conduct was dishonourable is not a simple statement of fact. It is a comment coupled with an allegation of unspecified conduct upon which the comment is based. A defamatory statement about a person will almost always be based, either expressly or inferentially, on conduct on the part of the person. Judges and commentators have, however, treated a comment that does not identify the conduct on which it is based as if it were a statement of fact. For such a comment the defence of fair comment does not run. The defendant must justify his comment. To do this he must prove the existence of facts which justify the comment.».».
Προκειμένου να επιτύχει η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου, θα πρέπει τα γεγονότα επί του οποίου εδράζεται να είναι ουσιωδώς αληθινά. Συναφώς, στην Πετρίδης (ανωτέρω) έγινε αναφορά στο σύγγραμμα Brown, The Law of Defamation in Canada, σελ. 15-84 μέχρι 15-86, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«[The facts] must be truly stated, or, at least, be substantially true. They must not be patently distorted or materially misstated, or so incomplete as to lead to a material alteration of the truth. A necessary foundation for the defence of fair comment is the truth of the facts commented upon. It is not sufficient to show some of the facts upon which the comment is made are true if some are also false, or if material facts are omitted which would fundamentally change the complexion of the facts which are stated.»
Προστέθηκε, δε, ότι «[ο] σχολιαστής δεν υποχρεούται στην παράθεση όλων των γεγονότων που σχετίζονται με το αντικείμενο του σχολίου. Παρατηρείται σχετικά από τον δικαστή Tysoe που έδωσε την απόφαση του Εφετείου για τη Βρετανική Κολομβία στην υπόθεση Creative Salmon Company Ltd. v. Staniford [2009] BCCA 61 (CanLII):
«. the requirement to state the facts truly does not obligate the commentator to set out all facts, both pro and con, relevant to the matter upon which he or she is commenting. Such an obligation would unduly hinder the commentator from forcefully expressing his or her opinion.»
Η υπεράσπιση του εντίμου σχολίου δεν παύει να είναι διαθέσιμη επειδή στα γεγονότα του δημοσιεύματος υπάρχουν κάποιες μικροανακρίβειες ή παραλείψεις [Βλ. Andrews v Chapman [1853] 3 C & K 286 at 290 και Qadir v. Associated Newspapers Ltd [2013] E.M.L.R. 15].». (Δέστε, επίσης, Παπασάββας (ανωτέρω), Δρουσιώτης (ανωτέρω).)
Αποτελεί, επίσης, παγιωμένη αρχή ότι ο εναγόμενος δεν μπορεί να στηριχθεί στην υπεράσπιση του εύλογου σχολίου εάν το σχόλιο δεν έγινε με καλή πίστη ως ορίζεται στο α. 21(2), Κεφ. 148.
(Δέστε, επίσης, Μαυρίδης ν Παπαδόπουλου (2006) 1 ΑΑΔ 136, Καψού (ανωτέρω), Γεωργιάδης (2011), Πετρίδης (ανωτέρω), Εκδόσεις «Αρκτίνος Λτδ» κ.α. ν Αγγελίδη, Πολ. Εφ. Αρ 315/2013, ημ. 3/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D449, Κυριάκου (ανωτέρω))
Εν προκειμένω, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των Επιστολών, τα όσα αποδίδονται στον Ενάγοντα σε σχέση με τον επηρεασμό κληρώσεων και αποτελεσμάτων αγώνων δεν μπορούν, κατά την κρίση μου, εύλογα και αντικειμενικά να αποτελούν οτιδήποτε άλλο εκτός από ισχυρισμούς γεγονότων. Στην επιστολή, Τεκμήριο 5, δηλώνεται, άλλωστε, σε σχέση με τις κληρώσεις η ετοιμότητα των Εναγομένων να αποδείξουν επιστημονικά τους ισχυρισμούς τους και, περαιτέρω, διερωτάται ο συντάκτης αν «θα [δουν] πάλη [sic] αντί τα αποτελέσματα να τα βγάζουν οι αθλητές στα γήπεδα, να τα βγάζουν οι διαιτητές και οι χειριστές των Ηλεκτρονικών συστημάτων.». Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστολή, Τεκμήριο 4, καταλήγει σε συγκεκριμένες εισηγήσεις και η επιστολή, Τεκμήριο 5, καλεί τους διοικούντες την Ομοσπονδία να αναλάβουν τις ευθύνες τους ή να παραιτηθούν. Τα όσα καταλογίζονται στον Ενάγοντα αποτελούν, βασικά, γεγονότα που οι Εναγόμενοι θεώρησαν ότι λάμβαναν χώρα, τα οποία, ως αναφέρεται πιο πάνω, δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια.
Εφόσον, λοιπόν, πρόκειται για ισχυρισμούς γεγονότων, η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Ακόμα, όμως, κι αν οι επίδικες αναφορές των Εναγομένων ήθελε θεωρηθεί ότι συνιστούν σχολιασμό, με δεδομένη την μη απόδειξη του ότι τα γεγονότα επί των οποίων εδράζεται είναι ουσιωδώς αληθινά, η εν λόγω υπεράσπιση και πάλι δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Προνόμιο υπό επιφύλαξη
Αν και η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη δεν προωθήθηκε στην γραπτή αγόρευση του κ. Στρατουρά και, ως εκ τούτου, θεωρείται εγκαταλειφθείσα, για σκοπούς πληρότητας σημειώνω τα ακόλουθα.
Δικογραφικά, οι Εναγόμενοι αναφέρονται γενικά σε προνόμιο σε σχέση με την κοινοποίηση των Επιστολών στους προπονητές με σκοπό την ίση μεταχείριση όλων των αθλητών και την προστασία τους. Παρ’ όλο που δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά ως προς το κατά πόσο το προνόμιο που επικαλούνται είναι απόλυτο ή τελεί υπό την επιφύλαξη της καλής πίστης, προκύπτει από τα περιστατικά της υπόθεσης και τα όσα δικογραφούνται ότι αναφέρονται στο προνόμιο υπό επιφύλαξη κατά το α. 21(1)(δ), Κεφ. 148, το οποίο προνοεί ως ακολούθως:
«21.-(1) Η δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-…
(δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση͘…».
Σύμφωνα με το εδάφιο (2), «[η] δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-
(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές͘ ή
(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ͘ ή
(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.»
Τo βάρoς απόδειξης ότι η δημoσίευση δεv έγιvε με καλή πίστη φέρει o εvάγovτας (α. 21(3)).
Οι Εναγόμενοι αυτό που σθεναρά προέβαλαν ήταν το αληθές των όσων αναφέρονται στις Επιστολές και το ότι εκεί εκφράζεται η γνώμη του διοικητικού συμβουλίου του Εναγόμενου 1. Συναφώς, ο ΜΥ1 ανέφερε καταληκτικά στη γραπτή δήλωση του ότι «η [sic] αλήθειες μπορεί να ξενίζουν και να θίγουν τα συμφέροντα κάποιων, αλλά δεν δυσφημίζουν κανένα.» (Έγγραφο Δ’, παρ. 15). Ουδόλως προβλήθηκε κατά τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης ότι σκοπός της κοινοποίησης των Επιστολών στους προπονητές ήταν η προστασία των δικαιωμάτων των αθλητών και ούτε εξηγήθηκε πώς θα προστατεύονταν με αυτό τον τρόπο. Δεν θεωρώ, επομένως, ότι στοιχειοθετήθηκε ή επεξηγήθηκε με επάρκεια και σαφήνεια από μέρους της Υπεράσπισης ο σκοπός της κοινοποίησης των Επιστολών στους προπονητές ούτως ώστε να μπορούσε με βεβαιότητα η περίπτωση να υπαχθεί στις πρόνοιες του α. 21.
Πέραν τούτου, εφόσον οι Επιστολές στάλθηκαν στην Ομοσπονδία, διερωτάται κανείς γιατί ήταν αναγκαίο να κοινοποιηθούν και στους προπονητές. Όπως οι Εναγόμενοι, έτσι και οι άλλοι προπονητές, εάν ίσχυαν τα όσα οι πρώτοι ανέφεραν στις Επιστολές και η Ομοσπονδία αποδεχόταν τις εισηγήσεις τους, θα επωφελούνταν εξίσου και θα προστατεύονταν τα κατ’ ισχυρισμό θιγόμενα συμφέροντα όλων των αθλητών. Δεν διαφαίνεται, επομένως, ότι ήταν εύλογα αναγκαίο οι Επιστολές να κοινοποιούνταν και σε προπονητές για το σκοπό αυτό. Υπό αυτό το πρίσμα, οι Εναγόμενοι, θεωρώ, ενήργησαν «με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo … τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo», με αποτέλεσμα το στοιχείο της καλής πίστης να μην πληρούται και η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη να μην μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να επιτύχει.
Σε σχέση, δε, με την κοινοποίηση των Επιστολών στην Ομοσπονδία και τους λοιπούς αποδέκτες, ουδόλως δικογραφείται ρητά, συγκεκριμένα και με την απαιτούμενη ενάργεια, σαφήνεια και πληρότητα η υπεράσπιση του προνομίου. Ως λέχθηκε στην Constantinides and another v Vassiliou (1986) 1 CLR 75, «…the defence of qualified privilege can only be invoked if specially pleaded. Not only express reference must be made in the defence to the privilege claimed but the facts giving rise to it must, unless clearly disclosed in the statement of claim be specifically averred….The very nature of the defence dependent on the relationship between the maker of a statement and the recipient of it and the context in which it is made, requires that it should be specially pleaded….The circumstances of publication and the content of it are facts peculiarly in the knowledge of the defendant, who is consequently required by rules of pleading to raise the defence of qualified privilege specifically if he intends to rely on it.». Το ζήτημα δεν είναι τυπικό, αλλά ουσιαστικό. Ως περαιτέρω εξηγείται, «[r]ules of pleading are as Courts in England and Cyprus often affirmed, bound up not only with proper procedural requirements but with more fundamental precepts of justice too fairness in particular, especially the need to afford an adversary an opportunity to answer the case of his opponent.». Σχετική, επίσης, είναι η Αλωνεύτης (ανωτέρω), στην οποία κρίθηκε ότι ορθώς δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως η υπεράσπιση του προνομίου υπό επιφύλαξη εφόσον δεν προσδιορίστηκε, όπως και εδώ, το καθήκον κατ' επίκληση του οποίου έγινε το δημοσίευμα.
Εν πάση περιπτώσει, έκδηλα είναι που προκύπτει από το περιεχόμενο των Επιστολών ότι οι Εναγόμενοι υπερέβησαν το εύλογα επαρκές υπό τις περιστάσεις τόσο κατ' έκταση όσο και κατ' oυσία (α. 21(1)(α)), ενεργώντας «σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ» ώστε κατ’ ουσία να στοιχειοθετείται ο σκοπός βλάβης του Ενάγοντα και να εκθεμελιώνεται το στοιχείο της καλής πίστης.
Συνοψίζοντας, οι υπερασπίσεις που προέβαλαν οι Εναγόμενοι υπόκεινται σε απόρριψη και κρίνονται υπεύθυνοι για τη δυσφήμιση που προκάλεσαν στον Ενάγοντα δια της κοινοποίησης των Επιστολών στα πρόσωπα που αναφέρονται πιο πάνω. Είναι ως εκ τούτου υπόχρεοι στην αποκατάσταση του δια της καταβολής αποζημιώσεων.
Αποζημιώσεις
Σύμφωνα με την Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ ν Νικολάου (1993) 1 ΑΑΔ 285, «[η] υπόσταση του ανθρώπου είναι συνυφασμένη με την υπόληψη του στην κοινωνία. Προσβολή της υπόληψης συντελεί στον κοινωνικό εξοστρακισμό και συγχρόνως αποτελεί δοκιμασία για τα αισθήματα του ανθρώπου. Η αποζημίωση είναι το μέσο που παρέχει ο νόμος για την αποκατάσταση του δυσφημισθέντα.» Aντικείμενο της δικαστικής προστασίας είναι η προσωπικότητα και η αξία του ανθρώπου και, ως εκ τούτου, «[τ]ο μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου…» (Αλωνεύτης (ανωτέρω)). Ως περαιτέρω λέχθηκε στην Λεωνίδα (ανωτέρω), το σωστό μέτρο αποζημιώσεων είναι συνυφασμένο με τη λογικότητα (Lewis (ανωτέρω)) και η αποζημίωση θα πρέπει να διατηρείται σε ρεαλιστικά πλαίσια αντανακλώντας τις συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Επικροτήθηκε, δε, η αυξητική τάση στην παροχή αποζημιώσεων σε περιπτώσεις λιβέλων κατ' αναλογία με την ίδια τάση που παρατηρήθηκε σε αγωγές για σωματικές βλάβες.
Διαφωτιστικά είναι, επίσης, τα όσα αναφέρθηκαν στην Χατζηπαναγιώτου ν Δρουσιώτη κ.α. (2009) 1 ΑΑΔ 1321:
«Αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης, σε περιπτώσεις δυσφήμισης, καθοδηγητικά είναι τα όσα αναγράφονται στο σύγγραμμα Gatley on Libel and Slander, 10η έκδοση, Κεφ. 9, σελ. 228-258. Οι αποζημιώσεις είναι η πρωταρχική θεραπεία, σε περιπτώσεις δυσφημίσεων. Ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι η αποκατάσταση του ενάγοντα από τα αποτελέσματα της δυσφημιστικής δήλωσης. Οι γενικές αποζημιώσεις, στην περίπτωση της δυσφήμισης, εξυπηρετούν τρεις βασικούς στόχους: (α) τη θεραπεία του ενάγοντα από τη βλάβη που υπέστη εξαιτίας της δημοσίευσης της δήλωσης, (β) την αποκατάσταση της ζημιάς στην πληγείσα φήμη του ενάγοντα και (γ) τη δικαίωσή του. Οι αποζημιώσεις, σε περιπτώσεις δυσφήμισης όπως η παρούσα, δεν υπολογίζονται με αναφορά σε οποιοδήποτε μαθηματικό τύπο. Το δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του όλους τους σχετικούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων, τη συμπεριφορά του ενάγοντα, τη θέση και την υπόληψή του, τη φύση της δυσφήμισης, τον τρόπο και το βαθμό της δημοσίευσης, την απουσία ή την άρνηση του εναγομένου να απολογηθεί και να αποκαταστήσει τη φήμη του ενάγοντα και τη συμπεριφορά του εναγόμενου από το χρόνο της δημοσίευσης της δυσφήμισης μέχρι την απόφαση.».
Πιο πρόσφατα, στην Κυριάκου (ανωτέρω) επαναλήφθηκαν, ουσιαστικά, οι ίδιες αρχές αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Στο δίκαιο της δυσφήμισης ο προσδιορισμός του ύψους των αποζημιώσεων είναι θέμα πολύπλοκο και γίνεται με βάση τη συνεκτίμηση διαφόρων παραμέτρων. Ως θέμα αρχής, η αποζημίωση πρέπει να είναι δίκαιη και εύλογη. Δίκαιη υπό την έννοια να αποκαθιστά, ουσιαστικά, το θύμα της δυσφήμισης, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό, με μέτρο αποκατάστασης το χρήμα. Να βρίσκει δε, ως εύλογη, αντικειμενικό έρεισμα στον κοινωνικό χώρο. Οι παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος των αποζημιώσεων, συναρτώνται, μεταξύ άλλων, από τη θέση του ενάγοντα στην κοινωνία, την έκταση και μορφή του δημοσιεύματος και τη γενικότερη συμπεριφορά του εναγόμενου πριν και μετά τη δυσφήμιση, τον τρόπο διεξαγωγής της Υπεράσπισης, την τυχόν απολογία, το στάδιο που αυτή δίδεται και την επανάληψη της δυσφήμισης. Εν τέλει, το μέτρο των αποζημιώσεων συναρτάται με τη φύση, το χαρακτήρα και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του ανθρώπου.».
Σημειώνεται ότι «[σ]την περίπτωση δε που κριθεί ότι το κείμενο είναι δυσφημιστικό, ο ενάγων δεν είναι απαραίτητο να αποδείξει ειδικές ζημιές για να δικαιούται σε θεραπεία και μπορεί μόνο να αποδείξει ότι υπέστη ταλαιπωρία και ψυχική οδύνη για να δικαιούται σε αποζημιώσεις (βλ. Gatley onLibel and Slander, ανωτέρω, σελ. 148, υποσημείωση 87).» (Μεσαρίτη (ανωτέρω)).
Εν προκειμένω, ούτε δικογραφείται αλλά ούτε και δια της μαρτυρίας προωθήθηκε οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί ειδικής ζημιάς του Ενάγοντα.
Σε ό,τι αφορά τις γενικές αποζημιώσεις, ενδεικτικά αναφέρεται ότι στην Λουκαϊδης (ανωτέρω) επιδικάστηκε το ποσό των €10.000 υπέρ του εφεσίβλητου, ο οποίος ήταν δημόσιο πρόσωπο, γνωστός νομικός και δικηγόρος, έχοντας διατελέσει Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα και Δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το δημοσίευμα αφορούσε το ζήτημα των προσφυγών στο ΕΔΑΔ και της παραβίασης των δικαιωμάτων των εκτοπισθέντων, το οποίο κρίθηκε ότι συνιστούσε θέμα έντονου δημοσίου και δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος. Λήφθηκε υπόψη πρωτοδίκως ότι το δημοσίευμα ήταν μεμονωμένο και «...το παραδεδεγμένο εγνωσμένο κύρος του Ενάγοντος, δηλ. η παραδεδεγμένη αναγνωρισμένη αξία και υπόληψή του, η αποδεδειγμένη ευρεία κυκλοφορία του φύλλου της εφημερίδας «ΠΟΛΙΤΗΣ» ημερ. 21.12.2008 και το παραδεδεγμένο ευρύ αναγνωστικό κοινό της στήλης, η οποία εφιλοξένησε το δημοσίευμα, καθώς επίσης και το γεγονός πως οι Εναγόμενοι δεν απελογήθηκαν και ούτε προσεφέρθηκαν να επανορθώσουν.». Σε σχέση με το δυσφημιστικό χαρακτήρα μέρους του δημοσιεύματος, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι «[χ]ωρίς κανένα σχετικό υπόβαθρο γεγονότων προς στήριξη, ο συντάκτης αποδίδει στον Εφεσίβλητο αντιδεοντολογική συμπεριφορά και τον παρουσιάζει ως πρόσωπο το οποίο, υπό την κάλυψη γνήσιων δήθεν θέσεων, αποσκοπεί, στην ουσία, στην εξαπάτηση των πελατών του, εκμεταλλευόμενος τις ευαισθησίες τους σε σχέση με την καταπάτηση από την Τουρκία των περιουσιακών τους δικαιωμάτων.».
Στο ίδιο ζήτημα αφορούσε και το δημοσίευμα στην Αγγελίδη (ανωτέρω), το οποίο κρίθηκε ότι έθιγε την υπόληψη και τη φήμη του ενάγοντα εφόσον άφηνε έντονες αιχμές για τα κίνητρα του πίσω από τις πολιτικές του θέσεις. Το θέμα, όμως, αφορούσε τον ενάγοντα ως πολιτικό και ωσαύτως, ως υποδείχθηκε, θα έπρεπε να έχει μεγαλύτερη αντοχή στη δημόσια κριτική. Επίσης, δεύτερο δημοσίευμα είχε τη δυναμική να επενεργήσει διορθωτικά. Με αυτά ως δεδομένα, η επιδικασθείσα αποζημίωση μειώθηκε στο ποσό των €5,000.
Στην Αλωνεύτη, ο ενάγων/εφεσίβλητος υπηρέτησε ως Υπουργός Άμυνας και με 12 επώνυμα άρθρα του αρχισυντάκτη της εφημερίδας, τα οποία δημοσιεύτηκαν σε χρόνο που συνέπιπτε με την προεκλογική περίοδο των προεδρικών εκλογών, αποδόθηκαν στον εφεσίβλητο αναίσχυντες πράξεις, ότι, δηλαδή, συνωμότησε με φίλους του προς καταδολίευση του δημοσίου και προς ζημία της άμυνας της Κύπρου. Η πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι τα δημοσιεύματα ήταν καταλυτικά για την υπόσταση του εφεσίβλητου, καταβαράθρωναν την υπόληψη του παριστάνοντας τον ως ανυπόληπτο και εγκληματικό άτομο, ικανό για κάθε ατιμία χάριν οικονομικού συμφέροντος και ως εκ τούτου, ως λέχθηκε, με κανένα μέτρο το ποσό των £30,000 (€49,667.48) δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολικό, ούτε και με την προσθήκη του ποσού των £5,000 (€8,277.91), το οποίο επιδικάστηκε υπό τη μορφή παραδειγματικών αποζημιώσεων.
Στην Μαυρίδης (ανωτέρω), ο ενάγων/εφεσίβλητος ήταν αφυπηρετήσας δικαστής. Το επίδικο δημοσίευμα δημοσιεύτηκε σε εφημερίδα και κρίθηκε ότι ήταν δυσφημιστικό καθότι έθιγε «την έλλειψη ανεξαρτησίας του ως εκ των προσβάσεων του προς την εξουσία και τα κέντρα λήψης αποφάσεων και την εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπιμοτήτων». Επιδικάστηκαν υπέρ του αποζημιώσεις ύψους £15,000 (€24,833.74) και κρίθηκε συναφώς ότι «οι αποζημιώσεις δεν ήσαν υπερβολικές προκειμένου για λίβελο συνιστάμενο στην απόδοση έλλειψης ανεξαρτησίας και εντιμότητας σε αφυπηρετήσαντα δικαστή.».
Εν προκειμένω, ως λέχθηκε και πιο πάνω, δια των Επιστολών αποδίδεται στον Ενάγοντα ανεντιμότητα και κακοβουλία κατά τη διεξαγωγή των κληρώσεων και τη βαθμολόγηση των αγώνων που διεξάγονταν από την Ομοσπονδία με σκοπό την εύνοια συγκεκριμένων αθλητών χωρίς οι αποδιδόμενες σοβαρές μορφές να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι Εναγόμενοι, δε, επέμειναν στην αλήθεια των όσων αναφέρονται στις Επιστολές μέχρι τέλους.
Ο Ενάγων αναμφίβολα δεν είναι δημόσιο πρόσωπο, πλην, όμως, σημαντικό στην υπό κρίση περίπτωση είναι το ότι οι δυσφημιστικές Επιστολές αποστάλθηκαν στην Ομοσπονδία, στους διοικούντες τον ΚΟΑ και στον Πρόεδρο της ΚΟΕ καθώς και σε 13 προπονητές τάεκβοντό. Κοινοποιήθηκαν, δηλαδή, σε επίσημους φορείς και στον κύκλο όπου ο Ενάγων δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά ως προπονητής και παροχέας ηλεκτρονικών συστημάτων, σε άτομα, δηλαδή, που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στο χώρο του τάεκβοντό. Οι Εναγόμενοι, από την άλλη, δεν ήταν τυχαία και αμέτοχα άτομα αλλά ήταν άμεσα εμπλεκόμενοι: ο Εναγόμενος 1 ως ένας από τους συλλόγους οι αθλητές του οποίου συμμετείχαν στους ομοσπονδιακούς αγώνες και ο Εναγόμενος 2 ως ο πρόεδρος του Εναγόμενου 1. Ο δε Ενάγων εκτός από προπονητής ήταν πρώην πρωταθλητής Κύπρου και προπονητής της εθνικής ομάδας με αρκετές διακρίσεις σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αναμφίβολα οι Επιστολές έπληξαν σοβαρά και στοχευμένα την προσωπικότητα, την υπόληψη και την επαγγελματική φήμη του Ενάγοντα.
Στον καθορισμό του ύψους των γενικών αποζημιώσεων λαμβάνεται υπόψη και συνυπολογίζεται το ότι, ως προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΕ2, η Ομοσπονδία, όπως και ο ίδιος, θεώρησε εξ αρχής τους ισχυρισμούς που προβάλλονταν στις Επιστολές εσφαλμένους και, ωσαύτως, κατόπιν επανεξέτασης των όσων εκεί αναφέρονται, δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αλλαγή συνεχίζοντας να ενοικιάζει τα ηλεκτρονικά συστήματα από τον Ενάγοντα.
Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω υπό το φως όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, το πλαίσιο, το βαθμό των δημοσιεύσεων, τη θέση του Ενάγοντα, την έκταση, τη μορφή και τη φύση των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων, τη γενικότερη συμπεριφορά των Εναγομένων, τον τρόπο διεξαγωγής της Υπεράσπισης και, εν τέλει, τη φύση, το χαρακτήρα, το βαθμό και την έκταση της προσβολής της υπόληψης του Ενάγοντα, κρίνω ότι είναι δίκαιη η απόδοση γενικών αποζημιώσεων ύψους €7,000.
Προσωπικά δεδομένα αθλητών Εναγομένου 1
Πέραν του ότι οι σχετικές με το πιο πάνω θέμα αξιώσεις των Εναγομένων δεν θεμελιώθηκαν νομικά, δεν παρασχέθηκε ούτε και οποιαδήποτε θετική και αξιόπιστη μαρτυρία που να τις υποστηρίζει. Χωρίς να παραγνωρίζω ότι, ως ο Ενάγων ανέφερε χωρίς να αμφισβητηθεί, το σύστημα στο οποίο δηλώνονταν οι αθλητές ήταν διαδικτυακό και τα στοιχεία τους ήταν ορατά από όλους τους χρήστες, ακόμα και στο εξωτερικό, καθώς και ότι τα φύλλα αγώνων μετά το πέρας του πρωταθλήματος αναρτούνταν από την Ομοσπονδία, ουσιωδώς, ουδόλως παρασχέθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη και θετική μαρτυρία από πλευράς Υπεράσπισης περί του ότι ο Ενάγων διατηρούσε τα στοιχεία των αθλητών του Εναγομένου 1, είτε κατά τη δήλωση τους είτε μετά το πέρας των αγώνων, και τα επεξεργάστηκε για οποιουσδήποτε δικούς του σκοπούς.
Επομένως, οι σχετικές αξιώσεις των Εναγομένων δεν μπορούν να επιτύχουν.
Κατάληξη
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η αγωγή επιτυγχάνει.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €7,000 ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο μέχρι εξοφλήσεως.
Η ανταπαίτηση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Νοείται ένα σετ εξόδων για την απαίτηση και την ανταπαίτηση ενόψει της συνεκδίκασης τους.
(Υπ.)……………………
Κ. Ηλία, Ε.Δ.
Πρωτοκολλητής
Πιστό αντίγραφο
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο