Αιμίλιου Ττοφαλή ν. Σάββα Σάββα, Εκλογική Αίτηση:184/2024, 9/10/2024
print
Τίτλος:
Αιμίλιου Ττοφαλή ν. Σάββα Σάββα, Εκλογική Αίτηση:184/2024, 9/10/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Δικαιοδοσία Εκλογοδικείου

 

Εκλογική Αίτηση:184/2024

 

Επί τοις αφορώσι Εκλογικήν Αίτηση σχετικώς με την εκλογήν εις την Εκλογικήν Περιφέρεια Άλασσας της επαρχίας Λεμεσού

 

Μεταξύ:

Αιμίλιου Ττοφαλή

Αιτητή

-και-

 

                                                      Σάββα Σάββα

Καθ’ού η Αίτηση

……………………………….

 

Ημερομηνία: 9.10.2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για Αιτητή: Ο κ. Γ. Αντωνίου

Για Καθ΄ού η Αίτηση: Ο κ. Κ. Αριστείδου

Για Έφορο Εκλογής: Η κα. Πηνελόπη Χαραλάμπους για Γενικό Εισαγγελέα

 

                                                Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Την 9.6.2024 διεξήχθησαν εκλογές, ανά το Παγκύπριο, για την ανάδειξη, μεταξύ άλλων, Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. 

 

Στα πλαίσια αυτά πραγματοποιήθηκαν κοινοτικές εκλογές στην κοινότητα Άλασσας της Επαρχίας Λεμεσού για την ανάδειξη νέου Προέδρου του Κοινοτικού της Συμβουλίου (στο εξής «ο Κοινοτάρχης») καθώς και 4 μελών της.

Υποψήφιοι για την θέση του Κοινοτάρχη ήταν ο Αιτητής, έχοντας ως ανθυποψήφιο του τον Καθ’ου η Αίτηση.   Ο Αιτητής έλαβε στις εκλογές 90 ψήφους ενώ ο Καθ’ ου η Αίτηση 108 ψήφους. Υπήρχε επίσης και ένα άκυρο ψηφοδέλτιο.

Στη βάση των πιο πάνω αποτελεσμάτων ο Καθ’ όυ η Αίτηση εκλέγηκε κοινοτάρχης Άλασσας και η εκλογή του δημοσιεύθηκε, στις 14.6.2024,  στην επίσημη εφημερίδα τη Δημοκρατίας στο Τρίτο Παράρτημα, Μέρος ΙΙ, σελίδια 1708 (Τεκμήριο 2). 

Με την παρούσα εκλογική αίτηση ο Αιτητής αιτείται από το Δικαστήριο, το οποίο συνεδριάζει ως Εκλογοδικείο, να κηρύξει αφενός μεν ως άκυρη την εκλογή του Καθ’ου η Αίτηση ως Κοινοτάρχη, αφετέρου δε ότι είναι ο Αιτητής που εκλέγηκε ως Κοινοτάρχης άνευ ανθυποψηφίου. 

Μοναδικό λόγο που προβάλλει ο Αιτητής, στη βάση των δικογραφημένων θέσεων του, είναι το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν είχε τη σύνηθη και/ή μόνιμη διαμονή του στο χωριό Άλασσα, κατά και ή πριν την υποβολή της υποψηφιότητας του, εφόσον διαμένει μόνιμα με την σύζυγο του στη διεύθυνση Λεβάντας 7, 4707 Λεμεσό για 15 και πλέον έτη. Ο Καθ’ου η Αίτηση υπηρέτησε ως Κοινοτάρχης  Άλασσας, μεταξύ της χρονικής περιόδου του 2001 μέχρι και το 2010, όπου και παραιτήθηκε μετά τον διορισμό του στην Δημόσια Υπηρεσία. ‘Εκτοτε δεν είχε οποιαδήποτε σύνδεση και δραστηριότητα με την κοινότητα Άλασσας.  

Ο Καθ’ου η Αίτηση, μέσω της Απάντησης του,  απορρίπτει την πιο πάνω βασική θέση του Αιτητή. Εγείρει δε τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις ως προς το παραδεκτό της αίτησης:

α) ότι δεν υποβλήθηκε ένσταση από τον Αιτητή επί των εγγράφων υποβολής της υποψηφιότητας του Καθ’ου η Αίτηση ώστε να αποφασίσει ο Έφορος Εκλογής επί του ζητήματος αυτού. Ως εκ τούτου ο Αιτητής με την παράλειψη του αυτή απεμπόλησε το δικαίωμα του να ζητά ακύρωση της εκλογής του Καθ’ου η αίτηση με την παρούσα αίτηση

β) ότι ο λόγος που επικαλείται ο Αιτητής για να στηρίξει το αίτημα του, ότι δηλαδή ο Καθ’ου δεν είχε τη συνήθη και/ή μόνιμη διαμονή του στο χωριό Άλασσα δεν στοιχειοθετούν βάσιμο αίτημα για την παροχή θεραπείας στη βάση της κείμενης νομοθεσίας καθότι τέτοιος λόγος δεν αποτελεί προϋπόθεση και ή κώλυμα εκλογιμότητας.

Πέραν των πιο πάνω αποτελεί δικογραφημένη θέση του Καθ’ού η Αίτηση ότι ο ίδιος έχει τη σύνηθη διαμονή του στην κοινότητα Άλασσας. Παραθέτει στη συνέχεια λεπτομέρειες αλλά και λόγους γιατί στην εν λόγω κοινότητα είναι ο τόπος της σύνηθους διαμονής του.  

Απάντηση στην υπό κρίση εκλογική αίτηση καταχώρισε και η Έφορος Εκλογής της Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού. Εγείρει και αυτή με τη σειρά της πανομοιότυπες προδικαστικές ενστάσεις με αυτές που ήγειρε ο Καθ’ου η Αίτηση.  Ειδικότερα είναι η θέση της ότι:

α) το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία εξέτασης της υπό κρίση εκλογικής αίτησης  λόγω του ότι δεν υπεβλήθη αίτημα για διαγραφή του Καθ’ου η Αίτηση από τον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας Άλασσας και ως εκ τούτου ο τελευταίος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε τα προσόντα εκλογιμότητας ως ορίζουν τα άρθρα 14 και 16 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999, Ν.86(Ι)/1999 (στο εξής «ο Νόμος»). 

β) το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία εξέτασης της υπό κρίσης εκλογικής αίτησης λόγω του ότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε ένσταση επί των εγγράφων υποβολής της υποψηφιότητας του Καθ’ου η Αίτηση ενώπιον του Εφόρου Εκλογής με αποτέλεσμα ο πρώτος να κωλύεται να ζητά την ακύρωση της εκλογής του δεύτερου.

Πέραν τούτου, είναι η θέση της ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε ότι ο Καθ’ου η Αίτηση δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στην κοινότητα Άλασσας. Αντίθετα παραθέτει και αυτή με την σειρά της διάφορα γεγονότα που τεκμηριώνουν ότι πράγματι ο Καθ΄ου η Αίτηση έχει τη σύνηθη διαμονή του στην Άλασσα.   

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης του Αιτητή μαρτυρία έδωσε ο ίδιος (Μ.Α 1), η Θεοδούλα Θεοδοσίου (Μ.Α 2), υπάλληλος στο Κοινοτικό Συμβούλιο Άλασσας, ο Μιχάλης Ιγνατίου (Μ.Α 3) και Στέλιος Χαραλάμπους (Μ.Α 4), μέλη, αντιστοίχως, της κοινότητας Άλασσας καθώς και η Αντριάνα Μαντριώτη (Μ.Α 5), επιθεωρήτρια στο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. 

Προς υπεράσπιση του Καθ’ου η Αίτηση μαρτυρία έδωσαν ο ίδιος ο Καθ’ου η Αίτηση (Μ.Υ 2), ο υιός του (Μ.Υ 1),  και δύο μέλη της κοινότητας Άλασσας, ο Αναστασιάδης Πόλυς (Μ.Υ 3),   και ο Τάσος Αναστασίου (Μ.Υ 4), αντιστοίχως.

Εκ μέρους του Εφόρου Εκλογής μαρτυρία έδωσε ο Νικόλας Τσιούλος (Μ.Υ 5), εκτελών χρέη Βοηθού Επάρχου Λεμεσού.

Ο Αιτητής υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 1).  Ανέφερε σε γενικές γραμμές ότι διετέλεσε κοινοτάρχης Άλασσας από το 2010 μέχρι και τον Ιούνιο του 2024.  Στα πλαίσια αυτά ανέπτυξε στενή και συνεχή επαφή με τους συγχωριανούς και είναι σε θέση να γνωρίζει τους κατοίκους της κοινότητας. Ήταν ο ισχυρισμός του ότι ο Καθ’ου η  Αίτηση, για 20 και πλέον έτη, διαμένει μόνιμα με την σύζυγο του στη Μέσα Γειτονιά Λεμεσού.  Μετά την παραίτηση του από Κοινοτάρχης ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν είχε οποιαδήποτε σύνδεση και ουσιαστική δραστηριότητα με την κοινότητα Άλασσας.  Γνωρίζει ότι ο τελευταίος πλήρωνε φορολογίες για τα χωράφια που είναι ιδιοκτήτης στην Άλασσα και τα οποία όμως είναι ακαλλιέργητα. 

Η διεύθυνση που δήλωσε ο Καθ’ου η Αίτηση για την αποστολή των κοινοτικών φορολογιών του ήταν η μόνιμη του διεύθυνση στη Λεμεσό, δηλαδή  Λεβάντας 7, Μέσα Γειτονιά. 

Το γεγονός ότι ο Καθ’ου η Αίτηση δεν διέμενε στην εν λόγω κοινότητα αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ουδέποτε πλήρωσε σκύβαλα και υδατοπρομήθεια στην κοινότητα Άλασσας.  Από το 2010 μέχρι και τις κοινοτικές εκλογές ο Καθ’ου η Αίτηση την επισκεπτόταν πολύ σπάνια.  Ως προς τον ισχυρισμό του τελευταίου ότι επισκεπτόταν συχνά το γιό του και τα εγγόνια του στην οικία επί της οδού Μιχαλάκη Καραολή 7, αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα εφόσον αυτή ήταν ενοικιασμένη σε τρίτα πρόσωπα για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Ο γιος του Καθόυ η Αίτηση διέμενε στην εν λόγω κατοικία από το 2020 μέχρι το 2023.  Το γεγονός αυτό το γνωρίζει καθότι τα γραφεία του Κοινοτικού Συμβουλίου βρίσκονται ακριβώς δίπλα από την εν λόγω κατοικία. Συνεπώς γνωρίζει ότι ο Καθόυ η Αίτηση ούτε διέμενε ούτε επισκεπτόταν συχνά την εν λόγω κατοικία τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια.  Τους τελευταίους 5 με 6 μήνες η εν λόγω οικία είναι ενοικιασμένη σε τρίτα πρόσωπα. Ούτε ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η Αίτηση ότι συμμετέχει στα κοινά της κοινότητας ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από το 2010 ο Καθ’ου η Αίτηση επισκεπτόταν πολύ σπάνια την κοινότητα και δεν είχε καμία συμμετοχή στις εκδηλώσεις της.  Ούτε και ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ο ισχυρισμός του ότι έρχεται τις Κυριακές για εκκλησιασμό.

Σε σχέση με το σπίτι του αδελφού του, το οποίο ο Καθ’ου η Αίτηση ισχυρίζεται ότι το χρησιμοποιούσε ως εκλογικό επιτελείο, αυτό μέχρι και το τέλος του 2023 ήταν ενοικιασμένο σε τρίτους. Τα τέλη σκυβάλων που εκδίδονταν για την εν λόγω κατοικία εκδόθηκαν σε αρκετές περιπτώσεις στο όνομα τρίτων προσώπων. Ο δε αδελφός του πλήρωνε και φόρο ενοικίου, τον οποίο χρέωνε το Κοινοτικό Συμβούλιο σε όσους ενοικίαζαν υποστατικά.  Επομένως ο Καθ’ου η Αίτηση ουδέποτε διέμενε στην οικία του αδελφού του. 

Μετά την καταχώριση και επίδοση της παρούσας εκλογικής αίτησης, ο Καθ’ου η Αίτηση σκόπιμα τοποθέτησε έξω από την εν λόγω κατοικία πινακίδα που ανέγραφε «Οικία Κοινοτάρχη».  Απόδειξη του γεγονότος ότι ο Καθ’ου αίτηση έχει συνεχή και καθημερινή διαμονή εκτός Άλασσας  αποτελεί το γεγονός ότι η παρούσα εκλογική αίτηση επιδόθηκε προσωπικά στον Καθ’ου η Αίτηση στην διεύθυνση του στην Μέσα Γειτονιά.

Η Μ.Α.2, εργοδοτούμενη στο Κοινοτικό Συμβούλιο Άλασσας, παρουσίασε κατάσταση λογαριασμού για τα έτη 2005 μέχρι και το έτος 2024 σε σχέση με τις φορολογίες που χρέωνε το εν λόγω Κοινοτικό Συμβούλιο στο όνομα του Χρύσανθου Σάββα (αδελφού του Καθ’ου η Αίτηση) (Τεκμήριο 4) και στο όνομα του Καθ’ού η Αίτηση (Τεκμήριο 5).

Ο Μ.Α.3 είναι μόνιμος κάτοικος Άλασσας από το 1967 και υπάλληλος στο Κοινοτικό Συμβούλιο για περίοδο 22 ετών. Μεταξύ άλλων, ασχολείτο με τις εργασίες καθαριότητας του χωριού και την καταγραφή των μετρητών νερού.  Ανέφερε ότι ο Καθ’ου η Αίτηση, εξ όσων γνωρίζει, δεν έχει ιδιόκτητη κατοικία στο εν λόγω χωριό εφόσον την έδωσε στο γιο του.  Ανάφερε επίσης ότι ο αδελφός του Καθ’ού η Αίτηση, Χρύσανθος Σάββας, διατηρεί κατοικία στην οδό Αγίου Νικολάου, η οποία ήταν ενοικιασμένη σε τρίτα πρόσωπα για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν περαιτέρω ισχυρισμός του ότι τα τελευταία 5 χρόνια που ο ίδιος ήταν ψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου ο Καθ’ου η Αίτηση ερχόταν μόνο στις κηδείες γνωστών του προσώπων και δεν εκκλησιαζόταν τακτικά. Τέλος ισχυρίσθηκε ότι σπάνια έβλεπε τον Καθ’ου η Αίτηση στην κοινότητα τα τελευταία 14 χρόνια.  

Ο Μ.Α.4, μόνιμος επίσης κάτοικος στην κοινότητα Άλασσας, ισχυρίσθηκε ότι ούτε ο Καθ’ου η Αίτηση ούτε και κανένας από την οικογένεια του τελευταίου φοίτησαν στο δημοτικό της σχολείο.  Ο ίδιος γνωρίζει ότι η διαμονή του Καθ’ου η αίτηση είναι στη Λεμεσό ενώ οι γονείς του διέμεναν τόσο στο χωριό Τριμίκλινη όσο και στην Άλασσα για γεωργικές δουλειές.  Είναι ταμίας στην εκκλησιαστική επιτροπή  και ισχυρίστηκε ότι ο Καθ’ου η Αίτηση, μετά την αποχώρηση του από κοινοτάρχης, τα τελευταία χρόνια δεν επισκεπτόταν το χωριό αλλά ούτε και διέμενε σε αυτό.

Η Μ.Α.5, ανέφερε ότι σύμφωνα με τα έντυπα (Τεκμήριο 6)  που είναι καταχωρημένα στο σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων δηλωμένη διεύθυνση διαμονής αλλά και ταχυδρομική διεύθυνση του Καθ’ου η Αίτηση είναι η Λεβάντας 7 Λεμεσός. Κατάθεσε επίσης βεβαίωση λήψης παροχής υπηρεσιών (Τεκμήριο 7) των Κοινωνικών Ασφαλίσεων στο όνομα του Καθ’ ου η Αίτηση, η οποία αποστέλλεται στην πιο πάνω διεύθυνση.

Ο Μ.Υ 1 ανέφερε ότι από το 2011 μέχρι και το 2024 κατοικούσε στην κοινότητα Άλασσας.  Αρχικά από το 2011 μέχρι το 2015 κατοικούσε με τον πατέρα του (Καθ’ου η Αίτηση) στο εν λόγω χωριό.  Από το 2015, όταν ξεκίνησε να συγκατοικά με την σύζυγο του, διαμορφώθηκε ένας βοηθητικός χώρος στην εν λόγω κατοικία και ο πατέρας του μεταφέρθηκε εκεί.  Ο ίδιος πλήρωνε φόρους σκυβάλων και νερό στην Άλασσα (Τεκμήρια 10, 11 και 12, αντιστοίχως).  Ο Καθ’ου η Αίτηση κάποιες Κυριακές εκκλησιάζετο στην εκκλησία και μπορεί να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι ο πατέρας του αγαπούσε την κοινότητα του και ποτέ δεν εξέλειψε το ενδιαφέρον του γι’ αυτή. Ισχυρίσθηκε ότι όλες οι συναντήσεις του Καθ’ου η Αίτηση πραγματοποιούνταν στην Άλασσα.  Ο ίδιος αποχώρησε από την εν λόγω οικία πριν το Πάσχα του 2024.  Στη συνέχεια ο Καθ’ου η Αίτηση μετακόμισε στο σπίτι του αδελφού του, που βρίσκεται επί της οδού Αγίου Νικολάου.  Επιβεβαίωσε το γεγονός ότι μεταξύ της περιόδου 2011 – 2024 ο Καθ’ου η αίτηση διανυκτέρευσε στην Άλασσα αφενός για να προσέχει τα εγγόνια του, όταν ο ίδιος με την σύζυγο του είχαν βραδινές εξόδους, αφετέρου δε λόγω των συναντήσεων του που είχε στην εν λόγω κοινότητα. 

Ο Καθ’ου η Αίτηση υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 13).  Σύμφωνα με αυτήν ο ίδιος γεννήθηκε στο χωριό ‘Αλασσα το 1959, όπου και διέμενε με τους γονείς του.  Οι γονείς του ήταν μέλη της κοινότητας Άλασσας και από την ενηλικίωση του είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της.  Τα πρώτα τρία χρόνια φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Άλασσας. Στη συνέχεια λόγω εργασιών των γονέων του μετακινήθηκε σε άλλο δημοτικό σχολείο της περιοχής και ακολούθως φοίτησε σε γυμνάσιο και λύκειο στη Λεμεσό. 

Με την ολοκλήρωση των φοιτητικών του σπουδών επέστρεψε στην Κύπρο και στην κοινότητα Άλασσας, όπου και διέμενε με τους γονείς του.  Στη συνέχεια παντρεύτηκε και μετακόμισε σε κατοικία της συζύγου του αλλά συνέχισε την επαφή και παρουσία του στην Άλασσα, όπου και διατηρούσε και την κατοικία του.  Μετά τον χωρισμό του το 1995 επέστρεψε στην κατοικία του στην Άλασσα μαζί με τον γιο του.  Από το 1995 μέχρι το 2002 διετέλεσε μέλος και πρόεδρος της εκκλησιαστικής επιτροπής του ιερού ναού Αγίου Νικολάου Άλασσας.  Μέχρι και σήμερα ο λογαριασμός του ρεύματος της εκκλησίας (Τεκμήριο 14) είναι στο όνομα του και έχει ενδιαφέρον και μεριμνά για την εξόφληση του.  Το 2006 παντρεύτηκε την δεύτερη του σύζυγο, η οποία διαμένει σε κατοικία στη Λεμεσό στην διέυθυνση Λεβάντας 7.  

Διετέλεσε κοινοτάρχης Άλασσας από το 2022 μέχρι το 2010, όταν και παραιτήθηκε, εφόσον διορίστηκε στην δημόσια υπηρεσία.  Περί το έτος 2011 ο γιος του επανήλθε στο χωριό Άλασσα όπου και διέμενε στην οικία του επί της οδού Μιχαλάκη Καραολή την οποία και του είχε δωρίσει.  Από το 2011 μέχρι και το 2015 είχε το δωμάτιο του στην εν λόγω οικία και από το 2015 έμενε στα βοηθητικά της, σε ξεχωριστό χώρο, και βεβαίως περιστασιακά και στην κατοικία της Λεμεσού.  Ο γιος του αποχώρησε από την κοινότητα Άλασσας το πρώτο τετράμηνο του έτους 2024.  Από το διορισμό του ως καθηγητής (το έτος 2012) μέχρι την συνταξιοδότηση του (περί το έτος 2022), η παρουσία του στην Άλασσα και η ενασχόληση του με τα θέματα του χωριού, γινόταν ως επί τω πλείστον τα απογεύματα. Η αντιμισθία του και η σύνταξη του λαμβανόταν στην διεύθυνση Μιχαλάκη Καραολή στην Άλασσα (Τεκμήριο 15).

Κατά τη διάρκεια της ζωής του το ενδιαφέρον του και η επαφή του με την κοινότητα της Άλασσας ήταν συνεχής και αδιάληπτη.  Συμμετείχε σε εκδηλώσεις, αναλάμβανε πρωτοβουλίες προώθησης συμφερόντων των κατοικιών της κοινότητας, ακόμα και για προσωπικά θέματα τους.  Επίσης διατηρεί και ακίνητα τα οποία συντηρεί και καλλιεργεί.  Ήταν ιδρυτικό μέλος της ομάδας πρωτοβουλίας κοινότητας Άλασσας και ήταν το πρόσωπο που εκπροσωπούσε την εν λόγω ομάδα σε συναντήσεις με διάφορους φορείς, οργανωμένα σύνολα αλλά και αξιωματούχους του κράτους (Τεκμήριο 16).  Σκοπός της ομάδας αυτής ήταν να δώσουν κίνητρα σε νέους ώστε να παραμείνουν στην κοινότητα προσφέροντας τους οικόπεδα σε τιμές κόστους.

Από το 1995 μέχρι και σήμερα προέβη σε ενέργειες και πρωτοβουλίες να αγιογραφηθούν με δωρεές διάφορες εκκλησίες της κοινότητας.  Οργάνωσε επίσης διάφορες εκδηλώσεις.  Συμμετείχε στην οργάνωση και λειτουργία εκπαίδευσης και προπόνησης κωπηλατικών σωματείων στο φράγμα Κούρρη που ανήκει στην κοινότητα Άλασσας.  Υπέβαλε επίσης διάφορες προτάσεις για ποδηλατοδρόμους, δημιουργία πάρκου και αθλητικών εγκαταστάσεων.  Μέχρι και σήμερα διατηρούσε και χώρο συναντήσεων σε χώρο που είτε αυτός ήταν στο όνομα το δικό του, είτε του γιου του είτε στο όνομα του αδελφού του.  Ουδέποτε διέκοψε τις σχέσεις του με τους συγχωριανούς του είτε με την κοινότητα. Δεν αποκρύβει το γεγονός ότι περιστασιακά διανυκτερεύει με την σύζυγο του στην κατοικία της στη Λεμεσό αλλά ταυτόχρονα η καθημερινή ενασχόληση του με τα κοινά της Άλασσας και η παρουσία του στο χωριό είναι πολύωρη και συνεχής.  Είναι για το λόγο αυτό που οι συγχωριανοί του τον εξέλεξαν στη θέση του Κοινοτάρχη. 

Πέραν της κατοικίας που δώρισε στο γιο του, είναι ιδιοκτήτης ακινήτων στο χωριό Άλασσας  όπου και καταβάλλει κοινοτικούς φόρους (Τεκμήριο 17).  Για όλα τα χρόνια της ζωής του όχι μόνο εκκλησιάζεται τακτικά αλλά εκφωνεί και επικήδειους συγχωριανών και ομιλίες σε μνημόσυνα.  Στη βάση όλων των πιο πάνω, η ενασχόληση, ενδιαφέρον, πρωτοβουλία, συνεισφορά, δεσμοί και καθημερινή παρουσία του στο χωριό, αποδεικνύουν περίτρανα τη σύνηθη του διαμονή στην κοινότητα Άλασσας που δεν υπολείπεται καθόλου των δεσμών και ενδιαφέροντος και συμμετοχής άλλων μελών της κοινότητας αλλά αντίθετα είναι και αυξημένη.   

Ο Μ.Υ.3 διαμένει στην κοινότητα Άλασσας από το 1995 και είναι στενός φίλος του Καθ’ου η Αίτηση. Ανέφερε ότι καθημερινά τον βλέπει στην κοινότητα Άλασσας τα τελευταία χρόνια.  Τον συναντά στο σπίτι που διέμενε ο γιος του μέχρι το Πάσχα και στη συνέχεια στην οικία του αδελφού του (Χρύσανθου Σάββα) όπου και μετακόμισε.  Ο Καθ’ου η Αίτηση από το έτος 2010 δεν σταμάτησε να επισκεπτόταν την κοινότητα Άλασσας και κατόπιν πρωτοβουλίας του ίδιου ο τελευταίος προέβη σε διάφορες εργασίες και εισφορές στην κοινότητα.  Συμμετείχε επίσης σε διάφορες εκδηλώσεις που ο Καθ’ου η Αίτηση διοργάνωνε.

Ο Μ.Υ.4 γεννηθείς στην Άλασσα και πάντοτε μόνιμος κάτοικος αυτής, επιβεβαίωσε το γεγονός ότι ο Καθ’ου η Αίτηση φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Άλασσας και ήταν παιδικοί φίλοι.  Με τον Καθ’ου η Αίτηση συναντιούνται συχνά στο χωριό 2 με 3 φορές την εβδομάδα, είτε στο σπίτι του είτε σε σπίτι κάποιου άλλου φίλου τους.

Ο Μ.Υ.5 υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 21).  Κατέθεσε τα προσωπικά στοιχεία που διατηρεί το αρχείο πληθυσμού σε σχέση με τον Καθ’ου η Αίτηση (Τεκμήριο 22).  Επιβεβαίωσε το γεγονός ότι ο Καθ’ου η Αίτηση ανέκαθεν είχε την εκλογική του διεύθυνση στην κοινότητα Άλασσας και είναι εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο της. Στο έγγραφο πρότασής υποψηφίου (Τεκμήριο 23) αναγράφεται ως διεύθυνση του Καθ’ου η Αίτηση η Μιχαλάκη Καραολή 7 στην Άλασσα.  Σύμφωνα με το γενικό λογιστήριο η καταχώριση που αφορά την αντιμισθία του Καθ’ου η Αίτηση (Τεκμήριο 24) καθώς και η αντιμισθία του, ως προέδρου του Κοινοτικού Συμβουλίου Άλασσας (Τεκμήριο 25), φέρουν επίσης την ίδια πιο πάνω διεύθυνση. Εξ όσων πληροφορήθηκε από τον Καθ’ου η Αίτηση αυτός βρίσκεται καθημερινά στην κοινότητα και διαμένει στην οικία του αδελφού του στην οδό Αγίου Νικολάου 25, όπου και πληρώνει και τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος (Τεκμήριο 26).  Ο Καθ’ου η Αίτηση ως τον πληροφόρησε διαμένει περιστασιακά και σε ιδιόκτητη κατοικία της συζύγου του που βρίσκεται στη Λεμεσό.

Προτού εξετάσω την ουσία των επίδικων ζητημάτων θα εξετάσω κατά προτεραιότητα τις δικογραφημένες προδικαστικές ενστάσεις που οι Καθ’ων η Αίτηση ήγειραν και ανέπτυξαν μέσω των αγορεύσεων τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους εφόσον σε περίπτωση που αυτές γίνουν αποδεκτές θα σφραγίσουν και την τύχη της υπό κρίση εκλογικής αίτησης.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω προδικαστικές ενστάσεις των Καθ’ων η Αίτηση θα εξεταστούν από κοινού εφόσον σε γενικές γραμμές είναι πανομοιότυπες. 

Είναι επομένως η θέση των Καθ’ων η Αίτηση ότι το παρόν Εκλογοδικείο κωλύεται να εξετάσει επί της ουσίας την υπό κρίση εκλογική αίτηση δια το λόγο ότι:

α)     ο Αιτητής δεν υπέβαλε αίτημα για διαγραφή του ονόματος του Καθ’ου η Αίτηση από τον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας της Άλασσας και ως εκ τούτου από την στιγμή που ο τελευταίος ήταν εγγεγραμμένος σε αυτόν, σύμφωνα με τον περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμου, ο Καθ’ου η αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, είχε τα προσόντα εκλογιμότητας.   

β) ο Αιτητής δεν υπέβαλε ένσταση επί των εγγράφων υποβολής υποψηφιότητας του Καθ’ου η Αίτηση ενώπιον του Εφόρου Εκλογής και ως εκ τούτου δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις  του Άρθρου 24(5) του περί Κοινοτήτων Νόμου («ο Νόμος») καθώς και του άρθρου 58(vi) του περί Εκλογής της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου.

Ο Αιτητής, ήταν πάντοτε η θέση των Καθ’ών η Αίτηση, με την πιο πάνω συμπεριφορά και παράλειψη του απεμπόλησε το δικαίωμα του να ζητεί με την υπό κρίση εκλογική αίτηση την ακύρωση της εκλογής του Καθ’ου η Αίτηση.

Πανομοιότυπα ζητήματα με τις επίδικες προδικαστικές ενστάσεις  έχουν εγερθεί, εξετασθεί και αποφασισθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Εκλογική Αίτηση σχετικά με την εκλογή Δημάρχου στο Δήμο Πόλεως της Χρυσοχούςτην 16.12.2001, Μιχάλης Στυλιανού-Κόρακου ν. 1. Αγαθαγγέλου (Άγγελου) Γεωργίου, 2. Ανδρέα Χριστοδουλίδη, Εφόρου Εκλογής Δημάρχων και μελών των Δημοτικών Συμβουλίων των Δήμων της Επαρχίας (2004) 1 Α.Α.Δ. 281.

 

Στην εν λόγω εκλογική αίτηση, ο Αιτητής αξίωνε την ακύρωση της εκλογής του ανθυποψηφίου του.  Ο λόγος που προέβαλε ήταν ότι ο Καθ’ου η Αίτηση δεν ήταν δημότης του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς και ως εκ τούτου  στερείτο του προσόντος της εκλεξιμότητας. Ο Καθ’ου η Αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση στο παραδεκτό της εκλογικής αίτησης για το λόγο ότι ο Αιτητής δεν ήγειρε ένσταση στην υποψηφιότητα του  (βλέπε άρθρο 25 του περί Δήμων Νόμου), και ως εκ τούτου κωλυόταν να υποβάλει εκλογική αίτηση για ακύρωση της εκλογής του.  Ο Αιτητής υποστήριξε ότι η υποβολή ένστασης κατά υποψηφιότητας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αμφισβήτηση της εκλεξιμότητας εκλεγέντος υποψηφίου.

Κατά την εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων το Εκλογοδικείο στην πιο πάνω απόφαση εξέτασε, κατ’ αναλογία, και το πανομοιότυπο ερώτημα που οι Καθ’ων η Αίτηση στην υπό κρίση αίτηση ήγειραν, δηλαδή στο κατά πόσο «η συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς επισφραγίζει και την εκλογιμότητα υποψηφίου για αξίωμα στο Δημοτικό Συμβούλιο ώστε να αποκλείεται η προσβολή της εκλογής ατόμου στο αξίωμα του Δημάρχου ή του δημοτικού συμβούλου». Και αυτό ως δεδομένο ότι αποτελεί κοινό τόπο των μερών ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση ανέκαθεν ήταν εγγεγραμμένος στον εκλογικό κατάλογο της Άλασσας. Το Εκλογοδικείο απέρριψε, κατά πλειοψηφία, τις εν λόγω  προδικαστικές ενστάσεις με το εξής σκεπτικό:

«Οι πρόνοιες του Εκλογικού Νόμου, που διέπουν τα των εκλογικών αιτήσεων και θέματα συναφή προς τη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου να επιλαμβάνεται του αντικειμένου τους, περιέχονται στο Μέρος Έβδομο.

Το Άρθρο 57(1) του Εκλογικού Νόμου, προσαρμοζόμενο προς τα δεδομένα των δημοτικών εκλογών, ορίζει ότι παν ζήτημα, αναφερόμενο στο δικαίωμα προσώπου να γίνει ή να παραμείνει δήμαρχος, αποφασίζεται οριστικά και αμετάκλητα από το Εκλογοδικείο.  Ως προκύπτει σαφώς από τη φράση - «να γίνη», - η εκλεξιμότητα υποψηφίου αποτελεί αντικείμενο εκλογικής αίτησης.

Οι θεραπείες, που μπορεί να παράσχει το Εκλογοδικείο, καθορίζονται στο Άρθρο 57(3) του Εκλογικού Νόμου (Βλ. Παρισινού ν. Κυριακού κ.ά., Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/2001, 24/4/02).  Αυτές είναι:-

(α)   Η ακύρωση της εκλογής στο σύνολό της.

(β)   Η ακύρωση της εκλογής συγκεκριμένου προσώπου· και

(γ)   Η αναμέτρηση των ψήφων, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο αποτυχών υποψήφιος, ο οποίος προσβάλλει την εκλογή ανθυποψηφίου του, εξασφάλισε την πλειοψηφία των ψήφων, σε αντίθεση προς τον ανακηρυχθέντα στο αξίωμα.

Το Άρθρο 57(3) του Εκλογικού Νόμου αποκαλύπτει ότι δεν είναι παραδεκτή εκλογική αίτηση, ανεξάρτητα από τη διεξαγωγή και το αποτέλεσμα της εκλογής. Επομένως, η πρόνοια του Άρθρου 25(5) του  Νόμου δεν παρέχει δικαίωμα άσκησης εκλογικής αίτησης κατά απόφασης του Εφόρου σε ένσταση που υποβάλλεται σε υποψηφιότητα, ανεξάρτητα και έξω από το πλαίσιο της εκλογής η οποία ακολουθεί.

Ο αιτητής υπέβαλε ότι οι ενστάσεις στο παραδεκτό της εκλογικής αίτησης στερούνται ερείσματος, υπό το φως των διατάξεων του Άρθρου 58 του Εκλογικού Νόμου, κυρίως εκείνων των παραγράφων (ε) και (στ), που καθιερώνουν, αντίστοιχα, ως λόγους ακύρωσης της εκλογής ατόμου:-

(α)   Την έλλειψη προσόντων εκλεξιμότητας του υποψηφίου· και

(β)   Το εσφαλμένο απόφασης του Εφόρου, με την οποία γίνεται δεκτή ένσταση κατά της υποψηφιότητας διεκδικητή του αξιώματος.

Ο αιτητής υποστήριξε ότι η υποβολή ένστασης κατά υποψηφιότητας δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αμφισβήτηση της εκλεξιμότητας εκλεγέντος υποψηφίου.  Η ένσταση έχει ως αποκλειστικό σκοπό τον έλεγχο του περιεχομένου των εγγράφων που συνοδεύουν την υποψηφιότητα ατόμου και όχι τη διαπίστωση της ορθότητας ή του βάσιμου του περιεχομένου τους.  Εάν τα έγγραφα περιέχουν τα προβλεπόμενα από το Νόμο στοιχεία και λεπτομέρειες, ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Νόμος για την αποδοχή της υποψηφιότητας.  Δε χωρεί ένσταση με αναφορά στην αλήθεια ή την ακρίβεια του περιεχομένου των εγγράφων.  Αυτό προκύπτει ευθέως από τις πρόνοιες του Άρθρου 25(1), που περιορίζει τον έλεγχο:-

(α)   Στην επάρκεια της περιγραφής του υποψηφίου.

(β)   Στη συμμόρφωση των εγγράφων με τις διατάξεις του Νόμου.

(γ)   Στο προφανές της έλλειψης προσόντων εκλεξιμότητας· και

(δ)   Στην κατάθεση του χρηματικού ποσού, το οποίο προβλέπεται από τις διατάξεις του Άρθρου 23(5) του Νόμου.

Ο κ. Βραχίμης μας παρέπεμψε και στις πρόνοιες της αγγλικής νομοθεσίας που αντιστοιχούν προς το Άρθρο 25 - Municipal Corporations Act 1882 και Local Government Act 1933 - και στην ερμηνεία που τους αποδόθηκε από τα αγγλικά δικαστήρια.

Το θέμα εξετάζεται στο Halsbury's Laws of England, Third Edition, Volume 14, para. 177, και το τιθέμενο ερώτημα απαντάται άμεσα σε δύο αποφάσεις, στις οποίες έκαμε ειδική αναφορά - Hobbs v. Morey [1904] 1 K.B. 74, D.C.· Watson v. Ayton. [1946] 1 K.B. 297.  Αντικείμενο της ένστασης και οποιασδήποτε απόφασης του Εφόρου επ' αυτής, είναι, ως διευκρινίζεται από την αγγλική νομολογία, ο τυπικός έλεγχος των εγγράφων και όχι ο ουσιαστικός έλεγχος, με αναφορά στο βάσιμο του περιεχομένου τους.

Στερείται αρμοδιότητας ο Έφορος να αποφασίσει επί των προσόντων εκλεξιμότητας του υποψηφίου.  Το ίδιο το Άρθρο 25(1) του Νόμου περιορίζει την εμβέλεια της ένστασης, ως ρητά προβλέπεται στο κείμενό του, στα θέματα που καθορίζονται σ' αυτό.  Η εκλεξιμότητα υποψηφίου δεν αποτελεί λόγο για τον οποίο μπορεί να προβληθεί ένσταση, εκτός όπου η έλλειψή της είναι καταφανής - (Άρθρο 25(1)(γ)).  Μόνο με εκλογική αίτηση μπορεί να προσβληθεί η εκλεξιμότητα υποψηφίου.  Η μη εκλεξιμότητα υποψηφίου αποτελεί, ως ρητά ορίζεται στο Άρθρο 58(ε) του Εκλογικού Νόμου, αυτοτελή λόγο για την ακύρωση της εκλογής του.

Κατά την εξέταση των εγειρομένων με τις προδικαστικές ενστάσεις θεμάτων, μας απασχόλησε και το ερώτημα κατά πόσο η συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς επισφραγίζει και την εκλεξιμότητα υποψηφίου για αξίωμα στο Δημοτικό Συμβούλιο, ώστε να αποκλείεται η προσβολή της εκλογής ατόμου στο αξίωμα του δημάρχου ή του δημοτικού συμβούλου.  Ζήτημα, συναρτημένο προς αυτή την πτυχή του θέματος, ηγέρθη και στην Εκλογική Αίτηση 2/2002, η οποία, επίσης, ακούστηκε και εκκρεμεί προς απόφαση.

Ο καταρτισμός των εκλογικών καταλόγων διεπόταν από τις διατάξεις του περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμου του 1980, (Ν. 40/80) και τροποποιήσεις, ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο διεξαγωγής της εκλογής για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου του Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς, στις 16 Δεκεμβρίου, 2001. Έκτοτε, ο Νόμος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο του 2002, (Ν. 141(Ι)/2002) - ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ.  Στα καίρια σημεία ο νέος Νόμος δε διαφέρει ουσιωδώς από τον παλαιό.

Η απάντηση στο ερώτημα - αν η συμπερίληψη στον εκλογικό κατάλογο συγκεκριμένου δήμου αποκλείει εξέταση των προσόντων εκλεξιμότητας υποψηφίου για δημοτικό αξίωμα - είναι αρνητική για τους ακολούθους λόγους:-

Πρώτο: Ο ίδιος ο Νόμος, που διέπει τα της εκλογής πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας στο δημοτικό αξίωμα, καθιστά την εκλεξιμότητα του υποψηφίου θέμα αναγόμενο στη δικαιοδοσία του Εκλογοδικείου και την απουσία των αναγκαίων προσόντων λόγο ακύρωσης της εκλογής του - (βλ. Άρθρο 58(ε) του Ν. 72/79).

Δεύτερο:    Ο Νόμος επιβάλλει, με τον επίσημο τρόπο τον οποίο έχουμε διαγράψει, την κατοχή των εκλογικών προσόντων ως απαραίτητο στοιχείο για την έκθεση υποψηφιότητας για αξίωμα στο δήμο - (βλ. Άρθρο 23(3) του Νόμου).  Η πρόδηλη απουσία των εκλογικών προσόντων από το περιεχόμενο των εγγράφων υποβολής υποψηφιότητας παρέχει δικαίωμα στον Έφορο να αποκλείσει τον υποψήφιο. Πέραν τούτου, η όποια απόφασή του επί του θέματος ελέγχεται από το Εκλογοδικείο. Εσφαλμένη δε απόρριψη της υποψηφιότητας αποτελεί λόγο ακύρωσης της εκλογής - (βλ. Άρθρο 58(στ)).

Τρίτο:    Τα προσόντα εκλογιμότητας καθορίζονται από τον περί Δήμων Νόμο. Συναρτάται το δικαίωμα εκλογής σε δημοτικό αξίωμα με την κατοχή των προσόντων του δημότη και του εκλογέα. Τα δύο προσόντα δεν ταυτίζονται, όπως δεν ταυτίζονται, γενικά, τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι. Το δεύτερο προσόν - εκλογέας - συναρτάται με τη συμπερίληψη του υποψηφίου στον εκλογικό κατάλογο. Το πρώτο - δημότης - προσδιορίζεται από τον ίδιο το Νόμο στο Άρθρο 9(1), το οποίο έχουμε νωρίτερα παραθέσει. Δημότης είναι ο έχων τη συνήθη διαμονή του στο δήμο.  Βάσει των προνοιών τόσο του Ν. 40/80 όσο και του Ν. 141(Ι)/2002, πρόσωπο δυνατό να παραμείνει εγγεγραμμένο στον εκλογικό κατάλογο δήμου, έστω και αν δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο δήμο - (βλ., μεταξύ άλλων, τις πρόνοιες του Άρθρου 9(8) του Ν. 40/80 και τις πρόνοιες του Άρθρου 100 του Ν. 141(Ι)/2002). Περαιτέρω, η εκλεξιμότητα σε δημοτικό αξίωμα συναρτάται και με την απουσία των κωλυμάτων που θέτει ο Νόμος στο Άρθρο 16.

Καταλήγουμε ότι η κατοχή των προσόντων εκλογιμότητας, που θέτει ο Νόμος, στοιχειοθετείται κατά την υποβολή υποψηφιότητας για δημοτικό αξίωμα και ελέγχεται δικαστικά στη διαδικασία εκλογικής αίτησης.  Απουσία των εκλογικών προσόντων αποτελεί λόγο ακύρωσης της εκλογής. Τις ίδιες συνέπειες ενέχει και ο εσφαλμένος αποκλεισμός υποψηφίου από τον Έφορο Εκλογής λόγω μη κατοχής των εκλογικών προσόντων.  

Καταλήγουμε ότι οι προδικαστικές ενστάσεις είναι αβάσιμες»

 

Συνεπακόλουθα ενόψει των πιο πάνω, οι προδικαστικές ενστάσεις που οι Καθ’ων η Αίτηση ήγειραν δεν έχουν οποιοδήποτε νομικό έρεισμα και ως εκ τούτου απορρίπτονται. Στη βάση του πιο πάνω δικαστικού λόγου είναι άνευ σημασίας και ουσίας ότι αφενός μεν ο Αιτητής δεν υπέβαλε ένσταση, δυνάμει του άρθρου 24 του Νόμου, επί των εγγράφων υποβολής της υποψηφιότητας του Καθ’ου η Αίτηση, αφετέρου δε ότι δεν υπέβαλε οποιοδήποτε αίτημα για διαγραφή του τελευταίου από τον εκλογικό κατάλογο της Άλασσας. Επομένως ο Αιτητής, παρά το γεγονός ότι δεν προέβη στις πιο πάνω ενέργειες, δεν κωλύεται από του να καταχωρήσει την υπό κρίση εκλογική αίτηση αλλά και να προβάλλει και να προωθήσει τη θέση ότι ο Καθ’ου η Αίτηση στερείται τα προσόντα εκλογιμότητας και εκλεξιμότητας.

Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση αίτησης.

Μοναδικό επίδικο ζήτημα που καλείται το Εκλογοδικείο  να απαντήσει, ως προκύπτει μέσω της δικογραφίας αλλά και τις εκατέρωθεν θέσεις που τα μέρη προώθησαν κατά την επ΄ακροατηρίω συζήτηση της υπό κρίσης εκλογικής αίτησης, είναι κατά πόσο ο Καθ’ου η Αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής της υποψηφιότητας του, είχε τα προσόντα εκλογιμότητας ως αυτά καθορίζονται στον Νόμο.

Ως έχει αναφερθεί ανωτέρω ο  μοναδικός λόγος που προβάλλει ο Αιτητής είναι ότι ο Καθ’ου η Αίτηση δεν είχε, πριν και κατά την υποβολή της αίτησης του για υποψηφιότητα (29.4.2024), τη σύνηθη και/ή μόνιμη διαμονή του στο χωριό Άλασσα.

Κάθε ζήτημα που αφορά στην εγκυρότητα της εκλογής Προέδρου Κοινοτικού Συμβουλίου διέπεται, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρο 39 του Νόμου, από τις σχετικές διατάξεις του περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμος του 1979, Ν. 72/1979.

Το άρθρο 57(1) του Ν. 72/1979 προνοεί, κατ’ αναλογία και προσαρμοσμένο προς τα δεδομένα των κοινοτικών εκλογών, ότι κάθε θέμα το οποίο δύναται να προκύψει σε σχέση προς το δικαίωμα προσώπου να γίνει ή να παραμείνει κοινοτάρχης «αναφέρεται ως το Εκλογοδικείον και εκδικάζεται οριστικώς και αμετακλήτως υπ’ αυτού συμφώνως προς τον εκάστοτε ισχύοντα Διαδικαστικόν Κανονισμόν». 

Οι εκ του Νόμου  καθορισμένες θεραπείες που μπορεί να παράσχει το Εκλογοδικείο καθορίζονται στο άρθρο 57(3).  Αυτές είναι:

α)         να ακυρώσει την εκλογή

β)        να ακυρώσει την εκλογή  συγκεκριμένου προσώπου (ως αυτή επιζητείται στην προκειμένη περίπτωση)

γ)         την διακήρυξη ότι ένας υποψήφιος εξελέγη και

δ)         επανακαταμέτρηση των ψήφων στην περίπτωση που υπάρχει αίτημα από αποτυχόντα υποψήφιο ότι εξελέγη καθότι είχε την πλειοψηφία των ψήφων.

Το άρθρο 58 προνοεί επίσης τους λόγους για τους οποίους το Εκλογοδικείο, μέσω εκλογικής αίτησης, μπορεί να κηρύξει άκυρη την εκλογή.  Ένας από αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 58(ε) είναι ότι «υποψήφιος τις κατά τον χρόνον της εκλογής του δεν ήτο εκλέξιμος».

Αυτό είναι που προβάλλει ως επιχείρημα ο Αιτητής.

Το άρθρο 16 του Νόμου προνοεί, σε ότι εν προκειμένω ενδιαφέρει, ότι:

« 16.-(1) Κοινοτάρχης ή μέλος Συμβουλίου μπορεί να εκλεγεί πρόσωπο το οποίο έχει το δικαίωμα του εκλέγειν και του οποίου το όνομα είναι καταχωρημένο στον εκλογικό κατάλογο, συμπληρώνει μέχρι την ημερομηνία των εκλογών το 21ο έτος της ηλικίας του και δεν υπόκειται σε οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κωλύματα εκλογιμότητας...»

 

Το άρθρο 14 του Νόμου διαλαμβάνει ότι:

« Δικαίωμα του εκλέγειν

14.-(1) Το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκει σε όλα τα μέλη της κοινότητας τα οποία-

(α) Έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, και

(β) είναι εγγεγραμμένα στον εκλογικό κατάλογο της κοινότητας.

(2) Στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν εκείνος που δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε νόμου ή με απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν.»

(υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

 

Το άρθρο 3 ορίζει ποιά πρόσωπα αποτελούν μέλη της κοινότητας. Σύμφωνα με αυτό είναι «κάθε πολίτης της Δημοκρατίας ή υπήκοος άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαίκής Ένωσης….μέσα στα πλαίσια της οποίας έχει τη μόνιμη διαμονή του».

Αποτελεί θέση των Καθ’ων η Αίτηση  ότι τα προσόντα εκλογιμότητας συμπληρώνονται από το άρθρο 14 του Νόμου και ότι το άρθρο 3 δεν τυγχάνει εφαρμογής  στην προκειμένη περίπτωση. 

Προς τεκμηρίωση της θέσης αυτής, οι Καθ’ων η Αίτηση προβάλλουν το επιχείρημα ότι ο Νομοθέτης παραπέμπει μόνο στο άρθρο 14 του Νόμου, σε σχέση με τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν, και όχι στο άρθρο 3 του Νόμου. Εάν πρόθεση του Νομοθέτη ήταν να συμπεριλάβει στο δικαίωμα του εκλέγειν και την προϋπόθεση του άρθρου 3 θα το δήλωνε ρητώς.

Με κάθε σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση των Καθ’ων η Αίτηση. Και τούτο γιατί το άρθρο 16 αναφέρει τα κριτήρια που θα πρέπει να πληρεί ένα πρόσωπο ώστε να μπορεί να εκλεγεί Κοινοτάρχης. Ένα από τα κριτήρια είναι, μεταξύ άλλων, να έχει το δικαίωμα του εκλέγειν.  

Στο ερώτημα ποιο πρόσωπο έχει το δικαίωμα του εκλέγειν η απάντηση δίδεται μέσα από το άρθρο 14 του Νόμου. Συνάγεται μέσα από το λεκτικό του εν λόγω άρθρου, όπως και αν διαβαστεί, ότι δικαίωμα του εκλέγειν έχει το πρόσωπο

α) που είναι μέλος της κοινότητας

β)  έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του

γ) είναι εγγεγραμμένος στο εκλογικό κατάλογο της κοινότητας και

δ) δεν στερείται του δικαιώματος του εκλέγειν στη βάση οποιουδήποτε Νόμου η κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου

Στην υπόθεση Τ. Γεωργιάδης & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 1142  λέχθηκε ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων εκτός όπου αυτό είναι σε αντίθεση με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του Νόμου ή αν αυτό το νόημα θα οδηγούσε σε παράλογο αποτέλεσμα.

Αποτελεί κοινό τόπο ότι ο Καθ’ου η Αίτηση πληροί τις ως άνω (α), (β) και (γ) προϋποθέσεις.  Αυτό το οποιο ο Αιτητής αμφισβητεί και είναι το βασικό ζήτημα που θα εξετάσει το Δικαστήριο, είναι το κατά πόσο ο Καθ’ου η Αίτηση είχε, κατά τον επίδικο χρόνο υποβολής της υποψηφιότητα του, την μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα. Ως προς το τί συνιστά μόνιμη διαμονή σε μία κοινότητα δεν δίδεται οποιαδήποτε ερμηνεία του εν λόγω όρου.  Ο όρος αυτός όμως έχει ερμηνευτεί μέσα από την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από την οποία και άντλησα, κατ’ αναλογία, σχετική καθοδήγηση.

Στην υπόθεση Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 4046,  παρά το γεγονός ότι αντικείμενο της ήταν οι πρόνοιες του Κανονισμού 4 παράγραφος 2 (δ)(i) του περί Μηχανοκίνητων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών, του 1984, (ΚΔΠ66/84), έγινε ανάλυση των όρων «σύνηθους διαμονής» και «μόνιμης διαμονής». Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα:

«Στην προσφυγή αρ. 885/91 Μ. Χ"Αδάμου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 21.9.92, είχα την ευκαιρία στην απόφασή μου, να αναλύσω τους όρους της "συνήθους διαμονής" και της "μόνιμης διαμονής", που χρησιμοποιούνται στους πιο πάνω κανονισμούς και στις σελ. 4,5 και 6 της απόφασης, αναφέρω τα ακόλουθα:

"Το ότι υπάρχει διαφορά στην έννοια των δύο όρων 'συνήθους διαμονής' και 'μόνιμης διαμονής', γίνεται πρόδηλο και από τους πιο πάνω αναφερόμενους κανονισμούς, οι οποίοι κάμνουν χρήση και των δύο όρων. Πέραν αυτού, έχει νομολογηθεί από το Δικαστήριο πως οι δύο αυτοί όροι, έχουν διαφορετική σημασία και δεν είναι όμοιοι.

Στην υπόθεση Matsas v. Republic (1985) 3 C.L.R. 54, στη σελ. 61 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

"To my mind permanent settlement carries with it the notion of a real or permanent home and should be distinguished from the notion of ordinary residence."

Ακόμα, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθεί πως στο νομικό λεξικό Stroud's Judicial Dictionary of Words and Phrases, 4η έκδοση, Τόμος 4, σελ. 2358, δίδεται η ακόλουθη ερμηνεία του όρου 'residence':

"(1) 'Residence', 'signifies a man's abode or continuance in a place'.

(2) 'What is the meaning of the word 'residence'? I take it that that word, where there is nothing to show that it is used in a more extensive sense, denotes the place where an individual eats drinks and sleeps; or where his family or his servants eat drink and sleep'. Ά man's residence is where he habitually sleeps'......."

Ως προς την ερμηνεία του όρου 'συνήθης διαμονή', αναφέρονται τα ακόλουθα στον Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 8, σελ. 330, παρα. 445:

'"Ordinary residence’ is residence in the ordinary, regular course of life, as opposed to such residence as is casual, temporary or unusual. It is possible, in some contexts, for a man to be ordinarily resident in two or more places, but this would seem to be impossible in cases where ordinary residence is a basis for the court's jurisdiction.

Different views have been expressed on the question whether there is any difference between 'residence' and 'ordinary residence'. It is clear that ordinary residence, like residence, can be changed in a day."

(Βλ., επίσης, Forsyth v. Forsyth [1947] 2 All E.R. 623, Macrae v. Macrae [1949] 2 All E.R. 34, 36).

Στην υπόθεση Michael v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2067, γίνεται πάλι η διαφοροποίηση των όρων 'συνήθης διαμονή' και 'μόνιμη διαμονή'. Στη σελ. 2075 αναφέρονται τα ακόλουθα;

"Permanent establishment' is not synonymous to 'residence'. Residence alone is not sufficient. Permanent establishment indicates a quality of residence rather than its length. The duration of the residence, i.e. regular physical presence in a place, is only one of a number of relevant factors. An element of intention to reside and establish is required. Evidence of intention may be important where the period or periods of residence are such as to point to both directions. It is not possible for a person to be permanently settled in the Republic and in another country. The intention of permanently settling may be gathered from the conduct and action consistent with such settlement. Though permanent settlement cannot be assimilated to domicile, it is akin to it and pronouncements on domicile are very relevant and helpful."

(Βλ., επίσης, την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μαλακουνίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 920, ημερ. απόφασης 29.10.90)."

(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

Στην υπόθεση Μοσφίλη ν. Δημοκρατίας κ.α. (1992) 4 ΑΑΔ 2049, στην οποία και πάλι αντικείμενο της ήταν οι πρόνοιες της Κ.Δ Π 66/84, λέχθηκε επί του προκειμένου ότι:

“Η κυπριακή νομολογία αναγνωρίζει τη διάκριση μεταξύ συνήθους διαμονής και μόνιμης εγκατάστασης. Η διάκριση μεταξύ των δύο εννοιών αναγνωρίζεται και από τον κανονισμό τον οποίο επικαλείται ο αιτητής. Στη Matsas ν. Republic (1985) 3 C.L.R. 54, ο τότε Δικαστής και νυν Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α. Ν. Λοΐζου, επεσήμανε τη διάκριση μεταξύ συνήθους και μόνιμης διαμονής, υιοθετώντας στο προκείμενο την προσέγγιση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στη Reg. ν. Barnet LBC, Ex p. Shah (Η.L.(Ε.)) [1983] 2 W.L.R. 16. H Matsas ακολουθήθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου [βλ. loannou ν. Republic (1986) 3 C.L.R. 1263 Michael v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2067· και Christou v. Republic - Case No. 229/87 -αποφασίστηκε την 14/12/88, δημοσιεύτηκε στο (1988) 3 C.L.R. 2563]. Στη Barnet, το Δικαστήριο εκκινούμενο από τις προγενέστερες αποφάσεις της δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στις Inland Revenue Commissioners v. Lysaght [1928] A.C. 234, H.L.(E.), και Levene v. Inland Revenue Commissioners (1928) A.C. 217 H.L. (E), και τη συμφυή έννοια του όρου "ordinarily resident" (συνήθης διαμονή), έκρινε ότι, στον επίμαχο όρο πρέπει να αποδοθεί η συνήθης έννοια που επιβάλλεται και από τη γραμματική ερμηνεία των λέξεων. Η συνήθης διαμονή προσώπου είναι ο τόπος που κατά κανόνα διαμένει, άσχετα και ανεξάρτητα από μελλοντικές προθέσεις. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Η "συνήθης διαμονή" διακρίνεται από τη μόνιμη διαμονή, που συναρτάται με τις προθέσεις για μόνιμη εγκατάσταση, "domicile". Όπως υποδεικνύεται στη Barnet, ο όρος "συνήθης διαμονή" είναι αλληλένδετος με τις πραγματικότητες της διαμονής. Η συνήθεια πρέπει να είναι σταθερή και να έχει νόμιμο έρεισμα. Η παραμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο φοιτητών από την αλλοδαπή για εκπαιδευτικούς σκοπούς, κρίθηκε στη Barnet ότι, είχε τα χαρακτηριστικά της συνήθους διαμονής, και εφόσον σχετιζόταν με σταθερό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, μπορούσε να αποτελέσει το βάθρο για τη διεκδίκηση εκπαιδευτικών οφελημάτων από τις βρεττανικές Αρχές, νοουμένου ότι ικανοποιούσε το κριτήριο της τριετούς διάρκειας (που θέτει η αγγλική νομοθεσία).”

(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών ο όρος «μόνιμη διαμονή» είναι ισχυρότερος από τον όρο της «συνήθους διαμονής».  Επί του προκειμένου υιοθετώ τα όσα ο Α.Ε.Δ. Ηλίας Γεωργίου (ως ήταν τότε) ανάφερε στην Εκλογική Αίτηση 1/17, Νικολάου ν. Δουκανάρη, ημερομηνίας 13.03.2017 στην ενδιάμεση απόφαση του:

“Τα γεγονότα της αίτησης αναφέρονται σε μόνιμη διαμονή και όχι σε σύνηθη διαμονή του Καθ’ου η αίτηση.  Το πιο πάνω δεν είναι ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα δεν είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 4(2)(γ) των Κανονισμών καθότι η φράση «μόνιμη διαμονή» είναι ισχυρότερης της φράσης «συνήθους διαμονής» και η τελευταία περιλαμβάνεται στην πρώτη.  Μόνιμη διαμονή είναι αυτή που δεν μεταβάλλεται (βλ. λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσα Γ. Παμπινιώτη Β έκδοση και αντιδιαστέλλεται με την έκτακτη ή προσωρινή.»   

 

Στην υπόθεση  RAZIS & ANOTHER ν. REPUBLIC (1979) 3 CLR 127 λέχθηκε ότι:

«The terms "residence" and "ordinary residence'" are not defined in the Treaty and accordingly have their ordinary dictionary meaning. "Residence" describes the country where an individual lives and "ordinary residence" is generally speaking equivalent to habitual residence and is used in contradistinction to casual or occasional residence. These terms are used in Tax Acts and also are to be found in section 18(1)(b) of the Matrimonial Causes Act 1950, in relation to the qualification of residence and "ordinary residence" by a wife for a period of three years immediately preceding the commencement of proceedings for divorce for the purpose of giving to the Court jurisdiction in the matter. The question whether an individual is "ordinarily resident" in this country or not, has to be decided by examining his pattern of life over a period of years and in this respect as stated in Pinson on Revenue Law, 10th Edition, p. 166, "the concept of ordinary residence resembles domicile more than residence".

In the case of Levene v. Commissioner of Inland Revenue [1928] A.C. 217, the appellant, a British subject, who left England under medical advice with the intention of living abroad but returned for a period of about five months in each year for the next six years, was found by the Special Commissioners that he was resident and ordinarily resident in the United Kingdom during those years. Viscount Cave had this to say at pages 222-223:

 

"My Lords, the word 'reside' is a familiar English word and is defined in the Oxford English Dictionary as meaning 'to dwell permanently or for a considerable time, to have one's settled or usual abode, to live in or at a particular place'. No doubt this definition must for present purposes be taken subject to any modification which may result from the terms of the Income Tax Act and Schedules; but, subject to that observation, it may be accepted as an accurate indication of the meaning of the word 'reside'. In most cases there is no difficulty in determining where a man has his settled or usual abode, and if that is ascertained he is not the less resident there because from time to time he leaves it for the purpose of business or pleasure. Thus, a master mariner who had his home at Glasgow where his wife and family lived, and to which he returned during the intervals between his sea voyages, was held to reside there, although he actually spent the greater part of the year at sea: In re Young, I Tax Cas. 57; Rogers v. Inland Revenue, 1 Tax Cas. 225. Similarly a person who has his home abroad and visits the United Kingdom from time to time for temporary purposes without setting up an establishment in this country is not considered to be resident here, although if he is the owner of foreign possessions or securities falling within Case IV. or V. of Sch. D, then if he has actually been in the United Kingdom for a period equal in the whole to six months in any year of assessment he may be charged with tax under r. 2 of the Miscellaneous Rules applicable to Sch. D. But a man may reside in more than one place. Just as a man may have two homes—one in London and the other in the country—so he may have a home abroad and a home in the United Kingdom, and in that case he is held to reside in both places and to be chargeable with tax in this country. Thus, in Cooper v. Cadwalader 5 Tax Cas. 225, an American resident in New York who had taken a house in Scotland which was at any time available for his occupation, was held to be resident there, although in fact he had only occupied the house for two months during the year; and to the same effect is the case of Loewenstein v. de Salis, 10 Tax Cas. 424".

 

He went on to say at page 225:

 

"The expression 'ordinary residence' is found in the Income Tax Act of 1806 and occurs again and again in the later Income Tax Acts, where it is contrasted with usual or occasional or temporary residence; and I think that it connotes residence in a place with some degree of continuity and apart from accidental or temporary absences. So understood the expression differs little in meaning from the word 'residence' as used in the Acts; and I find it difficult to imagine a case in which a man while not resident here is yet ordinarily resident here".

Τέλος, στην υπόθεση Στυλιανού - Κόρακα Μιχάλης ν. Αγαθάγγελου (Άγγελου) Γεωργίου και Άλλων (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1935 λέχθηκε ότι:

«Προκύπτει επομένως ως μοναδικό ζήτημα στην εκλογική αίτηση η ερμηνεία της φράσης «συνήθης διαμονή». Η νομολογία μας σε σειρά πρωτόδικων αποφάσεων, αρχίζοντας από την υπόθεση Razis and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 127, ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα, αντλώντας κυρίως καθοδήγηση από την αντίστοιχη αγγλική, για να ερμηνεύσει τον όρο «ordinary residence", με δεδομένο ζητούμενο πως πρέπει να υπάρχει διαμονή ή φυσική παρουσία σε ορισμένο τόπο.  Η δε αναβάθμιση της διαμονής σε συνήθη, με τη φυσική σημασία του όρου που δεν είναι τεχνητός, εξαρτάται από διάφορες άλλες περιστάσεις.  H δε έννοια της συνήθους διαμονής αντιδιαστέλλεται προς την έκτακτη ή προσωρινή. Σημειώνουμε δε πως σε κάθε περίπτωση το εγχείρημα δεν εξαντλείται στην αναζήτηση οποιουδήποτε συγκεκριμένου στοιχείου, το οποίο, αφ΄εαυτού, θα ήταν δυνατό να δώσει απάντηση.  Αντίθετα, εκτείνεται και στον συνυπολογισμό ποιοτικών χαρακτηριστικών ή δεδομένων, και εν γένει, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, στον τρόπο και τις συνήθειες της ζωής, που βεβαίως δεν είναι δυνατό να προκαθοριστούν κατά τρόπο εξαντλητικό.  Είναι πραγματικά θέματα σε κάθε περίπτωση αλλά, πέραν από όσα σχετίζονται με την επαγγελματική απασχόληση, αφού αναφερόμαστε σε εκλογικό νόμο, σημειώνουμε και  τη συμμετοχή σε πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις και όποια άλλη δραστηριότητα σε σχέση με τα κοινά. Επιπλέον, αναγνωρίζεται και η δυνατότητα τεκμαιρόμενης συνήθους διαμονής (constructive residence) στην περίπτωση προσωρινής απομάκρυνσης από ορισμένο τόπο για κάποιο σκοπό, με πρόθεση την επάνοδο.»

 

Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την ενώπιον μου προσαχθείσα μαρτυρία (έγγραφη και προφορική) καθώς και τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς μέσω των ικανών και πολύ κατατοπιστικών γραπτών αγορέυσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων των μερών.

Ο περί Δήμων Νόμος, Ν. 111/1985 σε αντιδιαστολή με τον επίδικο Νόμο, προβλέπει ότι υποψήφιος για τη θέση Δημάρχου ή δημοτικού συμβούλου θα πρέπει να έχει την ιδιότητα του δημότη εντός των δημοτικών ορίων του οποίου έχει τη σύνηθη διαμονή του. Ο Νομοθέτης όμως αντίθετα, εν τη σοφία του, στον επίδικο Νόμο θέτει ως προϋπόθεση ότι ο υποψήφιος Κοινοτάρχης θα πρέπει να είναι μέλος της Κοινότητας στην οποία έχει τη μόνιμη του διαμονή. Δεν είναι έργο του παρόντος Εκλογοδικείου να αναζητήσει το γιατί. Έργο του είναι να ερμηνεύει τον επίδικο Νόμο με βάση τους ισχύοντες κανόνες που η Νομολογία έχει καθορίσει. Επομένως είναι τον όρο της μόνιμης διαμονής που το Δικαστήριο καλείται να αναζητήσει κατά πόσο πληρείται στην προκειμένη περίπτωση στην βάση των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή κατά πόσο ο Καθ’ου η Αίτηση είχε κατά τον επίδικο χρόνο όχι τη σύνηθη αλλά τη μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα.

Θα πρέπει εξ αρχής να σημειωθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος του Καθ’ου η Αίτηση, στην κατά τα άλλα ικανότατη και πολύ προς το Δικαστήριο βοηθητική του αγόρευση, προβάλλει και προωθεί, επί της ουσίας, τη θέση ότι ο Καθ’ου η Αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε τη σύνηθη και όχι τη μόνιμη διαμονή του στο χωριό Άλασσας. Προφορικά διευκρίνισε ότι για να διαπιστωθεί ποια είναι η μόνιμη κατοικία του Καθ’ου θα πρέπει να αναζητηθεί η σύνηθης κατοικία του.

Στην ίδια βάση ούτε και ο Καθ΄ού η Αίτηση χαρακτήρισε την διαμονή του μέσω της μαρτυρίας του αλλά και μέσω του δικογράφου του (βλέπε παράγραφο 4 και 6 της Απάντησης) ως μόνιμη αλλά ως σύνηθη. Αυτό που προβάλλει ως θέση είναι ότι ο ίδιος έχει τη σύνηθη διαμονή του στην Άλασσα και όχι τη μόνιμη του. Αυτό από μόνο του, ακόμα και με την μεταβολή και μετάλλαξη των θέσεων του στην δια ζώσης μαρτυρία του σε αντιπαραβολή με τις δικογραφημένες θέσεις του (ότι δηλαδή, ενώ στο δικόγραφο αναφέρει ότι αφενός επισκεπτόταν τον υιό του στην οικία του στην Άλασσα και ότι χρησιμοποιούσε την οικία του αδελφού του, ενώ αντίθετα, κατά τη μαρτυρία του ενόρκως, ισχυρίσθηκε ότι διέμενε μέχρι το 2015 στην ίδια οικία με τον γιό του, στην συνέχεια σε βοηθητικό χώρο αυτής και από το Πάσχα του 2024 στην οικία του αδελφού του), αυτό το οποίο και πάλι χαρακτηρίζει την διαμονή του είναι σύνηθη και όχι μόνιμη. Επομένως στην βάση των πιο πάνω δεδομένων ούτε ο ίδιος ο Καθ’ου η Αίτηση δεν θεωρεί την δική του διαμονή ως μόνιμη που είναι και το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση. Πουθενά ο Αιτητής δεν αναφέρει είτε στο δικόγραφο του είτε στη μαρτυρία του ότι πρόθεση του είναι να διαμένει για πάντα στην κοινότητα Άλασσας, χαρακτηριστικό στοιχείο που με βάση την νομολογία προσδιορίζει τη μόνιμη διαμονή. Μολονότι λεκτικά στην δια ζώσης μαρτυρία του παρουσίασε ισχυρισμούς συνάδοντες με την θέση ότι η πρόθεση είναι να μείνει και να εγκατασταθεί μόνιμα, εντούτοις τα όσα προκύπτουν ακόμα και από την δική του και μόνο μαρτυρία, τέτοια έκφραση περί μόνιμης διαμονής ελλείπει (τουναντίον πλειστάκις τόσο δικογραφικά όσο και στη μαρτυρία αυτό που προσπαθούσε να πείσει το Δικαστήριο είναι η σύνηθης θεωρώντας ο ίδιος προφανώς και οι συνηγόροι του ότι απόδειξη συνήθους διαμονής επαρκεί για την παρούσα διαδικασία).

Ωστόσο όμως δεν θα καταπιαστώ με την γραμματική ερμηνεία των όσων ο Καθ΄ ού η Αίτηση ανάφερε, είτε δηλαδή αν ο ίδιος χαρακτήρισε την διαμονή του μόνιμη ή σύνηθη, αλλά θα αναζητήσω, μέσα από την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία, κατά πόσο αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι κατά πόσο ο τελευταίος είχε μόνιμη ή σύνηθη ή καμία εκ των δύο διαμονή στην Άλασσα.

Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί αν τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου από τον Καθ’ού η Αίτηση γινόντουσαν δεκτά, αποδεικνύουν και ικανοποιούν το κριτήριο της μόνιμης διαμονής, εν τη εννοία του Νόμου.

Με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου προκύπτει ότι ο Καθ΄ού η Αίτηση από το 2010, όταν και παραιτήθηκε από Κοινοτάρχης, μέχρι και το 2023 που υπέβαλε υποψηφιότητα δεν είχε μόνιμη διαμονή αλλά σύνηθης, υπό την έννοια ότι στο χωριό Άλασσα, διέμενε κάποιες φορές, μέρος της αλληλογραφίας του αποστελλόταν στην οικία όπου ο γιός του διέμενε, η παρουσία του στην Άλασσα ήταν μέρος της ζωής του, ασκούσε δραστηριότητες και συμμετείχε στα κοινά. Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου από πουθενά δεν μπορεί να συναχθεί η πρόθεση του Καθ΄ού η Αίτηση ότι αυτός θα είναι ο τόπος όπου πλέον διέμενε και/ή θα διαμένει μόνιμα. Ως έχει αποκρυσταλλωθεί, μέσω της πιο πάνω νομολογίας, η διαφορά της σύνηθους από τη μόνιμη είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει ξεκάθαρη πρόθεση του προσώπου να ζήσει και να εγκατασταθεί μόνιμα σε ένα τόπο, στην προκειμένη περίπτωση την Άλασσα. Ούτε και στο απώγειο της αποδεικτικής αξίας του δικογράφου του συνάγεται ότι ο Καθ’ου η Αίτηση είχε τέτοια πρόθεση, δηλαδή πρόθεση περί μόνιμης διαμονής στην εν λόγω κοινότητα. Όπως και αν διαβαστεί το δικόγραφο του Καθ’ου η Αίτηση μέχρι την ημέρα της υποβολής της υποψηφιότητας (εφόσον αυτό είναι το κρίσιμο χρονικό σημείο κατά πόσο ο Καθ’ου η Αίτηση είχε ή όχι τη μόνιμη του διαμονή στην Άλασσα)  πουθενά δεν συνάγεται οποιοδήποτε συμπέρασμα περί μόνιμης διαμονής του αλλά περί σύνηθης. Εξ ου και ο Καθ’ου η Αίτηση αναφέρει ότι επισκεπτόταν τον γιο του και ότι χρησιμοποιούσε την οικία του αδελφού του. Πουθενά δεν αναφέρει ότι διανυκτέρευε είτε στην οικία του γιού του και στην συνέχεια του αδελφού του αλλά και ότι περιστασιακά διέμενε και με την σύζυγο του, ως ισχυρίσθηκε στη δια ζώσης μαρτυρία του. Ο Καθ’ού η Αίτηση στις δικογραφημένες θέσεις του δεν προβάλλει τη θέση ότι διαμένει σε οποιαδήποτε κατοικία στην Άλασσα παρά μόνο ότι την επισκέπεται. Επίσης σε σχέση με την κατοικία του αδελφού του προβάλλεται η δικογραφημένη θέση ότι, πριν από την ημέρα της εκλογής του, διατηρούσε εκεί το εκλογικό του επιτελείο και ότι την εν λόγω κατοικία την χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα. Οι δικογραφημένες του θέσεις έρχονται σε σύγκρουση με τα όσα ανάφερε ενόρκως ότι δηλαδή αφενός μεν πριν ο γιός του μετακομίσει από την οικία του στην Άλασσα διέμενε εκεί σε βοηθητικό χώρο, αφετέρου δε διέμενε στην οικία του αδελφού του μετά την αποχώρηση του γιού του από το χωριό. Η πιο πάνω μεταβολή των θέσεων του πλήττει την όλη εκδοχή του.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στη βάση της μαρτυρίας του Καθ’ου η Αίτηση που συνάδει με το δικόγραφο του (και όχι αυτής που παρουσίασε έξω και μακριά από τις δικογραφημένες θέσεις του) είναι ότι ο Καθ’ου η Αίτηση είχε τη σύνηθη διαμονή του στην Άλασσα. Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι η δίκη δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία νομολογία (Ευάνθη Ιωάννης v Nικολάου Νεοφύτου και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 2751).

Επί τούτου δεν δέχομαι τις απόλυτες και υπερβολικές θέσεις του Αιτητή στο βαθμό που αυτές αφορούν ότι ο Καθ’ού η Αίτηση ουδέποτε διέμενε στην Άλασσα και επί της ουσίας και σε αδρές γραμμές την βασική του θέση ότι ο ίδιος αποτελεί ένα ξένο σώμα στην κοινότητα. Ενδεικτικό των υπερβολών του είναι ότι παρουσίαζε τον Καθ’ου η Αίτηση να μην είχε οποιαδήποτε επαφή με την εν λόγω κοινότητα και ότι σπάνια ερχόταν σε αυτήν. Από την ενώπιον μου μαρτυρία, ακόμη και αυτή που παρουσίασε προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης ο Αιτητής, ο Καθ’ου η Αίτηση φέρεται να έχει σχέση με τα κοινά της κοινότητας, ότι το εν λόγω πρόσωπο ηγείται ομάδας, η οποία έχει ως σκοπό την βελτίωση της ποιότητας ζωής των μελών της κοινότητας και την προσέλκυση νέων ανθρώπων ώστε να διαμένουν μόνιμα σε αυτήν, έχει φίλους, βοηθά τους συγχωριανούς του, πληρώνει λογαριασμούς, διατηρεί αλληλογραφία και εκφωνεί επικήδειους λόγους στις κηδείες. Κατά συνέπεια αυτή η απόλυτη θέση του Αιτητή καθώς επίσης και των υπόλοιπων μαρτύρων που κατάθεσαν στο Δικαστήριο με σκοπό να υποστηρίξουν τις θέσεις του τελευταίου και στην προσπάθεια τους να πείσουν το Δικαστήριο ότι μετά το 2010 ο Καθ’ου η Αίτηση δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την κοινότητα και απλά παρουσιάστηκε εκεί για σκοπούς και μόνο των εκλογών και παρουσιαζόταν μόνο εντελώς περισταστιακά δεν μπορεί να με βρεί σύμφωνο αφου η ενώπιον μου κοινώς αποδεκτή και μη αμφισβητηθείσα, πόσο μάλλον έγγραφη μαρτυρία, καταμαρτυρεί κάτι εντελώς διαφορετικό, μαρτυρία η οποία συνάδει με τους μάρτυρες του Καθ’ ου η Αίτηση. Απορρίπτω τις θέσεις του Αιτητή στο βαθμό που αυτές αφορούν ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν είχε καν σύνηθη διαμονή εφόσον αυτό προσπάθησε να προωθήσει και να αποδείξει στο Δικαστήριο και σε συνδυασμό με την μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τον Καθ’ου η Αίτηση και δεν αμφισβητήθηκε όπως για παράδειγμα η αλληλογραφία που λαμβάνει αλλά και οι θέσεις των δικών του μαρτύρων, οι οποίοι, παρά την αντεξέταση που έτυχαν, δεν κλονίσθηκε η αξιοπιστία τους, μπορώ με ασφάλεια να καταλήξω ότι ο Καθ΄ού η Αίτηση τουλάχιστον είχε σύνηθη διαμονή στην Άλασσα.

Πρόκειται για ένα πρόσωπο και παρά το ότι δεν ήταν πλέον Κοινοτάρχης από το 2010 μέχρι και το 2023, εντούτοις φάινεται να ασχολείται με τα κοινά της Άλασσας, να ηγείται συγκεκριμένης ομάδας, να διοργανώνει αγώνες και να βρίσκεται κοντά στους χωριανούς του μέχρι και του σημείου να εκφωνεί επικήδειους. Οι δε θέσεις των Μ.Υ 3 και Μ.Υ 4 ότι τον βλέπουν και συναναστρέφονται μαζί του, 2 με 3 φορές την εβδομάδα στην Άλασσα δεν αντικρούστηκαν και δεν κλονίσθηκαν, σε αντιδιαστολή με την μαρτυρία των Μ.Α 3 και 4, αντιστοίχως, που κατέθεσαν προς υποστήριξη των θέσεων του Αιτητή ότι δεν τον βλέπουν. Δεν αναμένεται όμως όποιος πηγαίνει σε ένα χωριό να κυκλοφορά και να γίνεται αντιληπτός από όλους. Η θέση τους ότι δεν τον έβλεπαν στην Άλασσα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο Καθ’ου η Αίτηση να βρίσκόταν πράγματι στο χωριό και να συναναστρέφεται με τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν. Περαιτέρω η μαρτυρία που προσκόμισε ο ίδιος, η οποία είναι προσδιοριστική ότι βρίσκεται στην Άλασσα, τουλάχιστον κάποιες μέρες την εβδομάδα, και ότι συναναστρέφεται με συγκεκριμένα πρόσωπα, παρά την αντεξέταση, δεν κλονίσθηκε. Κατά συνέπεια είναι με μεγάλη ευκολία που καταλήγω ότι στο βαθμό που αφορά το κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο Καθ’ου η Αίτηση είχε σύνηθη διαμονή στην Άλασσα, δηλαδή χώρο τον οποίο αναμένεται ο άλλος να δηλώσει ότι βρίσκεται ο τόπος διαμονής του, με τα όσα έχουν τεθεί μπορώ να καταλήξω σε ένα τέτοιο εύρημα και συμπέρασμα. Εξ ου και ο Καθ’ ου η Αίτηση αλλά και οι συνηγόροι του χαρακτήρισαν τη διαμονή του πλειστάκις ότι είναι σύνηθης, θεωρώντας ότι αυτό αρκεί εν προκειμένω για να θεωρηθεί κάποιο μέλος της κοινότητας εν τη εννοία του Νόμου.

Αυτό όμως δεν σημαίνει κατ΄ανάγκην ότι ο Καθ΄ού η Αίτηση είχε κατά τον επίδικο χρόνο, πέραν από την σύνηθη, και την μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω και παρά το γεγονός ότι δικογραφικά τέτοια θέση περί μόνιμης διαμονής δεν δικογραφείται, το Δικαστήριο θα αναζητήσει μέσα από την μαρτυρία του Καθ’ου η Αίτηση κατά πόσο προκύπτει πρόθεση περί μόνιμης διαμονής του στην Άλασσα.

Επί τούτου οι σχετικές θέσεις του Καθ’ου η Αίτηση δεν είναι πειστικές ενώ από την άλλη οι σχετικές θέσεις του Αιτητή, στο βαθμό που αυτές αφορούν το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είχε τη μόνιμη διαμονή του στην Άλασσα ,γίνονται αποδεκτές εφόσον επιβεβαιώνονται και από την ίδια την μαρτυρία του πρώτου. Για παράδειγμα δεν είναι πειστική η εξήγηση που έδωσε ο Καθ’ου η Αίτηση ότι ο λόγος που δεν ανάφερε στο δικόγραφο του ότι διέμενε σε βοηθητικό χώρο στην οικία του γιού του είναι επειδή δεν ένιωσε την ανάγκη να αναφέρει όλες τις λεπτομέρειες στον δικηγόρο του. Το γεγονός αυτό δεν στέκει στην κοινή λογική γιατί αυτό θεωρείται το πλέον ουσιωδέστερο γεγονός στην προκειμένη περίπτωση. Θα ανέμενε κανείς ότι το γεγονός αυτό θα ήταν το πρώτο πράγμα για το οποίο θα έκανε αναφορά στον συνήγορο του ο Καθ’ού η Αίτηση.

Προς περαιτέρω υποστήριξη των θέσεων του, έστω αν δεν προβάλλει την εν λόγω δικογραφική θέση περί μόνιμου διαμονής και χωρίς να καταπιάνομαι με το γεγονός κατά πόσο χρησιμοποίησε τον όρο μόνιμη ή όχι, ο Καθ’ου η Αίτηση για να αποδείξει προφανώς ότι διαμένει μόνιμα στην Άλασσα κατάθεσε αντίγραφο λογαριασμό ηλεκτρικού ρεύματος (Τεκμήριο 18), το οποίο εκδόθηκε στο όνομα του σε σχέση με την οικία του αδελφού του Χρύσανθου Σάββα, στην οδό Αγίου Νικολάου 25, μεταξύ της περιόδου 17.7.2024 μέχρι 6.8.2024. Δεν μπορώ όμως καταρχάς να παραγνωρίσω το γεγονός ότι ο εν λόγω λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος μεταφέρθηκε στο όνομα του μετά την εκλογή του ως Κοινοτάρχης. Ως έχει αναφερθεί κρίσιμο επίδικο χρονικό σημείο είναι ο χρόνος υποβολής της υποψηφιότητας του (29.4.2024). Πέραν τούτου η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας για την περίοδο 1 μηνός περίπου, ως προκύπτει, ανέρχεται στο ποσό των €3.31. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος εμπειρογνώμονας για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση αυτή δεν είναι αρκετή για ένα πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι έχει τη μόνιμη του διαμονή στην εν λόγω οικία. Τουναντίον το γεγονός αυτό δεικνύει ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν διέμενε μόνιμα, αλλά μάλλον περιστασιακά, ως ήθελε να παρουσιάσει τον εαυτό του και ούτε το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο συμβαδίζει με την πρόθεση κάποιου να διαμένει μόνιμα και να αποτελεί τον μόνιμο τόπο διαμονής του. Ούτε και συμβαδίζει με την πρόθεση του περί μόνιμης διαμονής (για να δικαιολογήσει την χαμηλή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας) ότι είχε ένα μόνο μικρό ψυγείο στην εν λόγω οικία. Δηλαδή ζει μόνιμα στην εν λόγω οικία χωρίς τηλεόραση και χωρίς διαδίκτυο, απαραίτητα μέσα στην σύγχρονη εποχή που ζούμε (για όποιον βεβαίως έχει την οικονομική δυνατότητα και ο Καθ’ου η αίτηση δεν ανάφερε ότι δεν είναι τέτοιος).  Ούτε και είναι πειστική η θέση του, όταν ρωτήθηκε περί τούτου γιατί προσκόμισε λογαριασμό στο όνομα του αφότου εξελέγη Κοινοτάρχης και όχι προγενέστερα της εκλογής του, ότι δηλαδή ήταν χρονοβόρες οι διαδικασίες για να εγγραφεί στο όνομα του ο εν λόγω λογαριασμός και ότι τις προσπάθειες τις ξεκινήσε προ πολλού. Επί τούτου δεν παρέθεσε περαιτέρω στοιχεία αλλά ούτε και κάλεσε μάρτυρα στο Δικαστήριο, άγνωστο το γιατί, το πρόσωπο που του δάνειζε ρεύμα ώστε ο ίδιος να είναι σε θέση να διαμένει μόνιμα στην εν λόγω οικία. Ούτε και το αποδεικτικό στοιχείο που ο Καθ’ου η Αίτηση προσκόμισε στο Δικαστήριο κατά την αντεξέταση του από την συνήγορο του Εφόρου Εκλογής, παραδεχόμενος μάλιστα (μετά από σχετική ερώτηση με ποιο τρόπο αυτό βρέθηκε στην κατοχή του Εφόρου) ότι το έδωσε ο ίδιος στον συνήγορο του και προφανώς αυτός με την σειρά του το έδωσε στην εν λόγω συνήγορο,  είναι ικανό να τεκμηριώσει την σχετική θέση του Καθ’ού η Αίτηση περί μόνιμης διαμονής του, σε σχέση με τον λογαριασμό υδατοπρομήθειας που εκδόθηκε στις 16.9.2024. Και ο εν λόγω λογαριασμός φέρει ημερομηνία μεταγενέστερης της εκλογής του Καθ’ού η Αίτηση. Το Δικαστήριο πέραν των πιο πάνω δεν θα προσδώσει βαρύτητα στο εν λόγω Τεκμήριο εφόσον αφενός ο λογαριασμός εκδόθηκε στο όνομα του Χρύσανθου Σάββα (αδελφού του Καθ’ού η Αίτηση) για την περίοδο 1.5.2024 μέχρι 30.6.2024 σε σχέση με την οικία Μιχάλη Καραολή 7, 4712 Άλασσα. Η οικία αυτή όμως δεν ανήκει στον αδελφό του Καθ’ου η Αίτηση αλλά ήταν η οικία η οποία άνηκε στον Καθ’ού και στην συνέχεια ο τελευταίος την δώρισε στο γιό του όπου και ο τελευταίος διέμενε. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου, όπως και ο ίδιος ο Καθ’ου η Αίτηση ανάφερε κατά την αντεξέταση του, ότι ο εν λόγω λογαριασμός περιέχει πολλά λάθη. Ούτε και το Δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει, σε συνάρτηση με τα πιο πάνω γεγονότα, ότι ο Καθ’ού η Αίτηση αμέσως μετά που παρέλαβε την υπό κρίση αίτηση ένιωσε την ανάγκη να τοποθετήσει πινακίδα η οποία αναγράφει «Οικία Κοινοτάρχη» έξω από την οικία του αδελφού του. Δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις επί τούτου στο Δικαστήριο ως προς το χρονικό σημείο που επέλεξε να προβεί στην εν λόγω ενέργεια. Θα πρέπει επίσης να συνυπολογιστεί από το Δικαστήριο, ως προς το ότι το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι ο Καθ’ού η Αίτηση διαμένει μόνιμα στην Άλασσα, και το γεγονός ότι  η υπό κρίση αίτηση επιδόθηκε στη Λεμεσό εφόσον εκεί βρέθηκε ο Καθ΄ού η Αίτηση, ότι η δηλωθείσα του διεύθυνση διαμονής στο Κοινοτικό Συμβούλιο Αλασσας, στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις και στο Κτηματολόγιο είναι η Λεβάντας 7, 4007 Μέσα Γειτονιά Λεμεσός, αλλά και ότι η νυν σύζυγος του διαμένει μόνιμα στην πιο πάνω διεύθυνση και επί της ουσίας ο ίδιος δήλωσε και στους λειτουργούς των Κοινωνικών Ασφαλίσεων ότι διαμένει και με την σύζυγο του στη Λεμεσό. Ουδόλως είναι πειστική η θέση του ότι επειδή το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει καταχωρημένη ως μόνιμη διεύθυνση αυτήν στη Λεμεσό δεν υποδεικνύει ότι είναι η μόνιμη κατοικία του και δεν την άλλαξε, ως χαρακτηριστικά ανάφερε, «για σκοπούς ασφαλείας».

Την ίδια ώρα παρατηρείται το ίδιο πρόσωπο να μην προβαίνει σε οποιαδήποτε αναφορά για οποιαδήποτε πρόθεση του να διαμείνει μόνιμα στην Άλασσα ή έστω ότι μένει μόνιμα, ελλείπει δηλαδή οποιαδήποτε μαρτυρία του προσδιοριστική αν μη τι άλλο περί προθέσεως του για μόνιμη διαμονή. Εξ ου και ο ίδιος νιώθει την ανάγκη πλειστάκις να αναφέρει ότι αυτό που στην πραγματικότητα συμβαίνει είναι σύνηθης διαμονή. Είναι για το λόγο αυτό που προσδίδεται αρκετή βαρύτητα στον όρο σύνηθους διαμονής που ο ίδιος χρησιμοποιεί γιατί και ο ίδιος αντιλαμβάνεται ότι στην ουσία δεν πρόκειται για ένα αλλά πρόκειται για δύο χώρους όπου διαμένει, προσδιοριστικό του ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει τη διαμονή του και ότι αντίθετα δεν δεικνύει ότι είχε πρόθεση την μόνιμη εγκατάσταση του στην Άλασσα. Ενδεικτική επί τούτου είναι η ρητή αναφορά του Καθ’ου η αίτηση κατά την αντεξέταση του ο οποίος ανάφερε αυτολεξεί ότι: «Εδώ και δύο χρόνια έχω δύο σπίτια. Και στην Άλασσα και στη Λεμεσό. Αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια». Περαιτέρω σε άλλο μέρος της μαρτυρίας του και πάλι ο ίδιος ο Καθ΄όύ η Αίτηση όταν ρωτήθηκε από τον συνήγορο του Αιτητή «Από το 2002 όταν εκλεγήκατε κοινοτάρχης μέχρι και σήμερα, που διαμένετε;» απάντησε ότι «Διαμένω και στην Άλασσα κάποιες νύκτες και στη Λεμεσό. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να μην πηγαίνω στο σπίτι που ζούμε με την σύζυγο μου.»

Όπως και αν αναγνωστεί η μαρτυρία του Καθ’ ου η Αίτηση ακόμη και χωρίς να μπεί κανείς στη βάσανο της αξιολόγησης εκείνο που στην ουσία ο ίδιος προβάλλει είναι ότι στο παρόν στάδιο, δηλαδή λίγο πριν τις εκλογές μέχρι και σήμερα, σύνηθες διευθύνσεις έχει τουλάχιστον δύο. Μπορεί να ανευρεθεί ανά πάσα στιγμή είτε στην κατοικία της συζύγου του στη Λεμεσό είτε στην Άλασσα. Αυτό όμως ως εικόνα νομολογιακά δεν αρκεί εφόσον ως υποδείχθηκε ανωτέρω μόνιμη διαμονή, σε αντιδιαστολή με τη σύνηθη (η οποία επιτρέπει και άλλο χώρο διαμονής ενδεχομένως περιστασιακά) δεν αποκλείει τον άλλο να επισκέπτεται και άλλους χώρος αλλά πρέπει να συνοδεύεται από πρόθεση μόνιμης διαμονής και εγακτάστασης σε συγκεκριμένο χώρο που στην προκειμένη περίπτωση ελλείπει σχετικός ισχυρισμός όχι κατ’ ανάγκην αυτούσιος αλλά έστω και προσδιοριστικού αυτού της προθέσεως. Τουναντίον αυτό το οποίο παρατηρείται είναι ότι στη βάση του απώγειου της αποδεικτικής αξίας των όσων έχει παραθέσει, χωρίς αξιολόγηση, αυτό το οποίο ο ίδιος προβάλλει είναι ότι συνεχίζει να έχει σχέση με τα κοινά ότι αναμειγνύεται σε διάφορα ζητήματα που αφορούν την κοινότητα, κατά το ήμισυ της βδομάδας βρίσκεται στην κοινότητα προφανώς το άλλο ήμισυ στη Λεμεσό, εφόσον ελλείπει ισχυρισμός που να τον φέρει να διαμένει και σε τρίτο πρόσωπο, και κατά συνέπεια στην δεύτερη περίπτωση έχει τουλάχιστον δύο χώρους διαμονής με αμφότερους τους οποίου μπορούν να χαρακτηριστούν ως σύνηθης, πλην όμως όχι μόνιμη εν τη εννοία του Νόμου και της νομολογίας.

Ακόμη και ο Μ.Υ 1, γιός του Καθ’ου η Αίτηση, στην μαρτυρία του ανάφερε ότι:

«Ε. Ο πατέρας σου με την νυν, σύζυγο του, γνωρίζεις που διαμένουν;

Α. Στα Πάνθεα, στη Λεμεσό.

Ε. Μας είπες ότι ερχόταν και διέμενε. Μπορείς να μας την περίοδο απ’όσων θυμάσαι, κάθε πόσο ερχόταν και έμενε;

Α. Από το 2011 μέχρι το 2015 μέναμε μαζί στο ίδιο σπίτι κάθε μέρα. Όπως σας είπα για την αλλαγή στη ζωή μου μετά το 2015, συγκεκριμένο αριθμό αν έμεινε δύο ή τρεις φορές την εβδομάδα, δεν το θυμάμαι.

 

Ο Νόμος είναι ξεκάθαρος. Για να θεωρηθεί κάποιος μέλος της Κοινότητας με βάση τις πρόνοιες αυτού, θα πρέπει ο υποψήφιος να έχει τη μόνιμη διαμονή του εντός αυτής. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Καθ’ού η Αίτηση γεννήθηκε στην Άλασσα, αγαπά το χωριό του και ενδιαφέρεται για τους συγχωριανούς τους αλλά και την πρόοδο τους. Οι πράξεις και οι ενέργειες του πιστοποιούν αυτό το γεγονός πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Δυστυχώς όμως αυτά στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι αρκετά για σκοπούς απόδειξης της μόνιμης διαμονής εν τη εννοία του Νόμου.  

Ως πολύ εύστοχα αναφέρθηκε στην υπόθεση ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ v. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΤΕΛΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 159/2021, 1/12/2023:

«Όπως αναφύεται από τη Νομολογία, η αποστολή των Δικαστηρίων, σε ξεκάθαρες περιπτώσεις, περιορίζεται στο να διαγιγνώσκουν, μέσα από τη συνήθη και φυσική έννοια των λέξεων, τον δεδηλωμένο σκοπό του Νομοθέτη.

Η υποκειμενική άποψη του Δικαστηρίου επί του ορθολογισμού ή μη του δεδηλωμένου σκοπού, δεν δικαιολογεί ερμηνευτική εκτροπή.»

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η παρούσα εκλογική αίτηση επιτυγχάνει.

Εκδίδονται διατάγματα ως η παράγραφος Α της αίτησης καθώς και Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής Αιμίλιος Ττοφαλής, κατά τις εκλογές στις 9.6.2024, ήταν ο μόνος υποψήφιος που πληρούσε τα προσόντα εκλογιμότητας και εκλεξιμότητας και ότι δεν είχε κανένα ανθυποψήφιο για την θέση του Κοινοτάρχη Άλασσας.

Τα έξοδα της παρούσας αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ’ου η Αίτηση και του Εφόρου Εκλογής ως αυτά θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.)

................................

Μ. Χαραλάμπους, A.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο