
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3688/2014
Μεταξύ:
Ελένη Γ. Γεωργίου
Ενάγουσα
-και-
1. Αννέτα Ζαχαριάδου
2. Βάσος Γ. Βασιλείου
3. Ανδρέα Κανάρη
4. Ανδρέα (Ανδρίκκου) Δημητρίου
5. Στέλιου Δημητρίου
6. Δημήτρη Δημητρίου
Εναγομένων
……………………………….
Ημερομηνία: 18.12.2024
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: Ο κ. Μ. Φλωρίδης για Μ. Γ. Φλωρίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγομένους 4,5 και 6 : Ο κ. Μ. Β. Ιωάννου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Ενάγουσα ήταν, κατά τον ουσιώδη επίδικο χρόνο (2014), η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια ενός οικοπέδου στον Άγιο Νικόλαο του Δήμου Λεμεσού (Τεκμήριο 3) (στο εξής «το ακίνητο»).
Αυτό φέρεται να έχει μεταβιβαστεί στις 26.8.2014, σύμφωνα με σχετική δήλωση μεταβίβασης που έχει κατατεθεί στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού, στους Εναγόμενους 4, 5 και 6 (ως δικαιοδόχοι), έναντι του ποσού των €150.000.
Την σχετική δήλωση μεταβίβασης εκ μέρους της Ενάγουσας (ως δικαιοπάροχος) φέρεται να την υπέγραψε ο Εναγόμενος 3, δυνάμει ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 24.8.14 («το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 24.8.2014»), που η Εναγομένη 1 του παραχώρησε.
Η Εναγομένη 1 φέρεται, σύμφωνα πάντοτε με τα έγγραφα που είχαν κατατεθεί στο Κτηματολόγιο, να είχε διοριστεί ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ενάγουσας, δυνάμει και πάλι ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 28.2.14 («το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.2014»).
Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω μεταβίβαση του ακινήτου της έγινε χωρίς την οποιαδήποτε συγκατάθεση της και ήταν το αντικείμενο δόλου, απάτης και πλαστογραφίας.
Ως εκ τούτου ήγειρε την παρούσα αγωγή με την οποία αξιώνει από όλους τους Εναγομένους τις ακόλουθες θεραπείες:
Α) Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η μεταβίβαση, ημερομηνίας 26.8.14, στο όνομα των Εναγομένων 4, 5 και 6 του ακινήτου της είναι εξ υπαρχής άκυρη λόγω δόλου, πλαστογραφίας και απάτης.
Β) Απόφαση του Δικαστηρίου ότι το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.14, που παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο Λεμεσού βάσει του οποίου δήθεν η Ενάγουσα εξουσιοδότησε την Εναγόμενη 1, είναι εξ υπαρχής άκυρο λόγω πλαστογραφίας, δόλου και/ή non est factum
Γ) Απόφαση του Δικαστηρίου ότι το παρουσιασθέν στο Κτηματολόγιο Λεμεσού πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 24.8.2014, της Εναγομένης 1 ως πληρεξουσίου δήθεν αντιπροσώπου της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο 3, είναι εξ υπαρχής άκυρo και χωρίς οποιαδήποτε ισχύ .
Δ) Απόφαση του Δικαστηρίου ότι το ακίνητο παραμένει ιδιοκτησία της Ενάγουσας καθώς και απόφαση που να διατάσσεται η ακύρωση της μεταβίβασης και τιτλοποίησης αυτού στο όνομα των Εναγομένων 4, 5 και 6.
Ε) Απόφαση του Δικαστηρίου που να διατάσσει επανεγγραφή του ακινήτου στο όνομα της Ενάγουσας.
ΣΤ) Απόφαση του Δικαστηρίου ότι το ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 22.3.14, της Εναγόμενης 1 ως πληρεξουσίου δήθεν αντιπροσώπου της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο 3, είναι άκυρο εξ υπαρχής και δεν έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ.
Ζ) Απόφαση του Δικαστηρίου ότι το πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 22.3.14 είναι άκυρο εξ υπαρχής και χωρίς οποιαδήποτε νομική ισχύ.
Αξιώνει δε τέλος από τους Εναγομένους και γενικές αποζημιώσεις για τη ζημιά την οποία έχει υποστεί.
Οι Εναγόμενοι 1 και 3, παρά το γεγονός ότι η παρούσα αγωγή τους έχει επιδοθεί δεόντως και νομότυπα, δεν καταχώρησαν οποιοδήποτε σημείωμα εμφάνισης. Ως εκ τούτου η εναντίον τους αγωγή προχώρησε σε απόδειξη της, στην βάση αίτησης για απόφαση, ημερομηνίας 13.11.2023, που η Ενάγουσα καταχώρησε εναντίον τους. Η εν λόγω αίτηση, μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου, συνεκδικάστηκε παράλληλα με την ακρόαση της αγωγής αναφορικά με τους Εναγόμενους 4, 5 και 6.
Για τον δε Εναγόμενο 2 η παρούσα αγωγή έχει αποσυρθεί.
Προτού παρατεθούν οι εκατέρωθεν εκδοχές των μερών, κρίνω ορθότερο όπως καταγραφούν τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, τα οποία αναδύθηκαν είτε μέσω παραδεκτών γεγονότων, είτε μέσω της μη αμφισβητούμενης και αναντίλεκτης μαρτυρίας.
To ακίνητο της Ενάγουσας γειτνιάζει με μηχανουργείο επιδιόρθωσης οχημάτων, το οποίο ανήκει στην εταιρεία A.S.D. Auto Services Limited (στο εξής «η εταιρεία»). Διευθυντής αυτής είναι ο Εναγόμενος 4 (Τεκμήριο 4).
Το Μάιο του 2000 η Ενάγουσα παραχώρησε στην εν λόγω εταιρεία το δικαίωμα χρήσης του εν λόγω ακινήτου έναντι του ποσού των τότε Λ.Κ 250 και από το 2008 έναντι του ποσού των €500.
Η εν λόγω εταιρεία το χρησιμοποιούσε ως χώρο στάθμευσης οχημάτων για τις ανάγκες της επιχείρησης της.
Το Φεβρουάριο του 2012 η Ενάγουσα, μέσω του συζύγου της (Μ.Ε 1), ζήτησε από τον Εναγόμενο 4 να της παραδώσει την κατοχή του ακινήτου της.
Ο Εναγόμενος 4 αρχικά αρνήθηκε.
Στις 6.3.12 η Ενάγουσα, μέσω του τότε δικηγόρου της, απέστειλε στην εν λόγω εταιρεία επιστολή τερματισμού της άδειας χρήσης του και την καλούσε όπως εντός 1 μηνός εκκενώσει το εν λόγω ακίνητο και της παραδώσει ελεύθερη κατοχή (Τεκμήριο 5).
Η εν λόγω εταιρεία, μέσω της τότε συνηγόρου της, απάντησε στην εν λόγω επιστολή (Τεκμήριο 6), ισχυριζόμενη ότι ο τερματισμός της άδειας χρήσης του ήταν παράνομος. Διεκδικούσε επίσης αποζημιώσεις, ύψους €100.000 εφόσον ο παράνομος τερματισμός της δημιουργούσε τεράστια οικονομική ζημιά.
Ακολούθως, την 13.9.13 η πιο πάνω εταιρεία απέστειλε νέα επιστολή (Τεκμήριο 8), προς την τότε συνήγορο της Ενάγουσας, ενημερώνοντας την πως θα συνέχιζε να χρησιμοποιεί το εν λόγω ακίνητο και ότι δεσμεύεται να παραδώσει την ελεύθερη κατοχή αυτού, κατόπιν προηγούμενης ειδοποίησης 20 ημερών από την τελευταία.
Την 5.3.14 υπεγράφη συμφωνία μεταξύ της εν λόγω εταιρείας και της Ενάγουσας, στην οποία η πρώτη θα παρέδιδε στην δεύτερη την κατοχή του ακινήτου (Τεκμήριο 10). Την ίδια ημέρα δόθηκε στον Εναγόμενο 4 (Τεκμήριο 11) γραπτή προειδοποίηση για παράδοση της κατοχής του ακινήτου μέχρι και την 5.4.14.
Περί την 27.8.14 ο Μ.Ε 1 δέχθηκε τηλεφώνημα, από άγνωστο πρόσωπο, ότι το ακίνητο της Ενάγουσας μεταβιβάστηκε σε τρίτα πρόσωπα.
Την επόμενη ημέρα αυτός επικοινώνησε με υπάλληλο του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού, η οποία τον πληροφόρησε ότι την 26.8.14 πράγματι αυτό μεταβιβάστηκε σε τρίτα πρόσωπα, με βάση σχετικής δήλωσης μεταβίβασης με αριθμό Π1468/2014, μέσω του εντύπου Ν 270 (Τεκμήριο 14).
Στη συνέχεια μετέβη μαζί με την Ενάγουσα στην Αστυνομία όπου και προχώρησε σε καταγγελία.
Με οδηγίες της Αστυνομίας επισκέφθηκαν το Κτηματολόγιο Λεμεσού και ζήτησαν με αίτηση τους (Τεκμήριο 12) αντίγραφα όλων των σχετιζόμενων με την πιο πάνω μεταβίβαση του ακινήτου εγγράφων.
Το Κτηματολόγιο ικανοποίησε το αίτημα τους.
Από την μελέτη των εγγράφων διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
Την 22.3.14 υπεγράφη πωλητήριο έγγραφο με το οποίο η Ενάγουσα, μέσω πληρεξουσίου αντιπροσώπου της (του Εναγομένου 3), πωλούσε στους Εναγόμενους 4 και 5 το ακίνητο της έναντι του ποσού των €150.000. Το εν λόγω πωλητήριο με αριθμό ΠΩΕ 256/2014 κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο την 24.3.14 (Τεκμήριο 13). Εκ μέρους της Ενάγουσας φέρεται να υπέγραψε ο Εναγόμενος 3, τον οποίο διόρισε ως πληρεξούσιο της η Εναγόμενη 1 την 22.3.14. Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 παραδέχονται την ύπαρξη αυτού, ισχυρίζονται δε όμως ότι το υπέγραψαν με καλή τη πίστη και έναντι νόμιμου ανταλλάγματος.
Επανερχόμενος στα κοινώς αποδεκτά γεγονότα η Εναγόμενη 1 παρέστησε την πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της Ενάγουσας, δυνάμει πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 28.2.14.
Το εν λόγω πωλητήριο έγγραφο αποσύρθηκε από τους Εναγομένους 4 και 5 από το Κτηματολόγιο την 26.8.14 (όλα τα πιο πάνω έγγραφα αποτελούν μέρος του Τεκμηρίου 13).
Η υποτιθέμενη πώληση εν τέλει έγινε στην βάση δήλωσης μεταβίβασης ακινήτου, η οποία κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο την 25.8.2024.
Την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 26.8.14, το ακίνητο της Ενάγουσας στην βάση σχετικής δήλωσης μεταβίβασης Π1468/2014 (μέρος του Τεκμηρίου 14) μεταβιβάστηκε στους Εναγομένους 4, 5 και 6, από 1/3 μερίδιο έκαστος, έναντι του συνολικού τιμήματος των €150.000.
Εκ μέρους της Ενάγουσας φέρεται να υπέγραψε την εν λόγω δήλωση μεταβιβάσεως ο Εναγόμενος 3, δυνάμει νέου πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 24.8.14 (μέρος του Τεκμηρίου 14), που του παραχώρησε η Εναγόμενη 1, επικαλούμενη το ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο που της παραχώρησε η Ενάγουσα, ημερομηνίας 28.2.14 (μέρος του Τεκμηρίου 14).
Σε σχέση με την πώληση του επίδικου ακινήτου και στη βάση του παραπόνου που υπέβαλε στην Αστυνομία η Ενάγουσα και ο Μ.Ε 1, καταχωρίστηκε η ποινική υπόθεση υπ’ αριθμόν 23395/14 (Τεκμήριο 18). Μεταξύ άλλων κατηγορούμενοι στην εν λόγω ποινική υπόθεση ήταν οι Εναγόμενοι 1 και 3. Η Πρωτοκολλητής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τμήματος Ποινικού) (Μ.Ε 3) επιβεβαίωσε ότι όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι, μετά από καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου.
Tα πιο πάνω γεγονότα γίνονται ταυτόχρονα και ευρήματα του Δικαστηρίου.
Αποτελεί βασική θέση της Ενάγουσας ότι η πιο πάνω μεταβίβαση του ακινήτου της στους Εναγόμενους 4, 5 και 6 είναι άκυρη και δεν έχει καμία νομική ισχύ. Και τούτο γιατί ουδέποτε η ίδια εξουσιοδότησε την Εναγόμενη 1 και στη συνέχεια τον Εναγόμενο 3 να πωλήσουν το ακίνητο της. Ουδέποτε τους συνάντησε αλλά και ούτε τους γνωρίζει. Η υποτιθέμενη πώληση έγινε, σύμφωνα πάντοτε με την δική της εκδοχή, στη βάση πλαστών πληρεξουσίων εγγράφων. Αποδίδει με βάση τις δικογραφημένες θέσεις της λεπτομέρειες δόλου και απάτης μεταξύ των Εναγομένων 1 και 3, ξεχωριστές λεπτομέρειες δόλου και απάτης των Εναγομένων 4, 5 και 6 και ή οποιουδήποτε αυτών, καθώς και ξεχωριστές λεπτομέρειες συνωμοσίας όλων των Εναγομένων και ή εξ οιονδήποτε αυτών.
Οι Εναγόμενοι 4, 5 και 6 αρνούνται την πιο πάνω εκδοχή. Αυτό το οποίο προώθησαν μέσω της ακροαματικής διαδικασίας είναι το γεγονός ότι όλα τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν στο Κτηματολόγιο Λεμεσού δεν είναι πλαστογραφημένα αλλά και ότι η Ενάγουσα, μέσω της προσκομισθείσας μαρτυρίας, δεν απέδειξε εναντίον τους ότι αυτοί ενήργησαν με οποιοδήποτε δόλο αλλά και συμμετείχαν σε οποιαδήποτε πλαστογραφία. Οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 σε κάθε περίπτωση ήταν καλόπιστοι αγοραστές και ότι αγόρασαν το ακίνητο με καλή τη πίστη και έναντι νόμιμου ανταλλάγματος. Αρνούνται τις αποδιδόμενους σε αυτούς λεπτομέρειες δόλου και απάτης και ισχυρίζονται περαιτέρω ότι δεν γνώριζαν αλλά και δεν υποψιάστηκαν το ο,τιδήποτε το οποίο να σχετίζεται με την κατ’ ισχυρισμό απάτη και δολιότητα των Εναγομένων 1 και 3. Επομένως είναι θύματα και οι ίδιοι. Ως εκ τούτου ζητούν όπως το ακίνητο παραμείνει στην ιδιοκτησία τους.
Προς απόδειξη της υπόθεσης της Ενάγουσας μαρτυρία έδωσαν 6 πρόσωπα.
Προς Υπεράσπιση των Εναγομένων κατέθεσαν συνολικά 9 μάρτυρες.
ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ο Μ.Ε.1 (σύζυγος της Ενάγουσας) υιοθέτησε γραπτή δήλωση (Τεκμήριο 1). Ήταν σε γενικές γραμμές η θέση του ότι ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, γενικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ενάγουσας, δυνάμει σχετικού εγγράφου το οποίο έχει καταθέσει στο Κτηματολόγιο και έλαβε τον αριθμό ΠΛΕ435/2012 (Τεκμήριο 2).
Μέσα στα πλαίσια αυτά χειριζόταν όλη την ακίνητη περιουσία της.
Το Φεβρουάριο του 2012, αφού επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 4, του ζήτησε να του παραδώσει την κατοχή του ακινήτου της Ενάγουσας, λόγω του ότι αποφάσισαν να το πωλήσουν. Τον ρώτησε μάλιστα εάν ενδιαφέρεται αυτός ή η εταιρεία του να το αγοράσουν, έναντι του ποσού των €300.000. Ο Εναγόμενος 4 δεν αποδέχθηκε, λέγοντας του ότι δεν δίδει πάνω από €150.000. Εάν δεν δέχονταν αυτό το ποσό ο Εναγόμενος 4 δεν θα τους παρέδιδε την κατοχή του ακινήτου και θα επιλύαν τις διαφορές τους στο Δικαστήριο.
Η Ενάγουσα, μέσω κτηματομεσίτη αλλά και διαφημίσεων στον Τύπο, διαφήμιζε το οικόπεδο της ότι είναι προς πώληση. Περί τα τέλη του 2013, και ενώ συνεχιζόταν η διαφορά της Ενάγουσας με τον Εναγόμενο 4 και την εταιρεία του για την παράδοση της κατοχής του ακινήτου, επικοινώνησε τηλεφωνικώς μαζί του ο Εναγόμενος 3 από τη Λεμεσό, ο οποίος του ανάφερε ότι είδε την διαφήμιση και ήθελε περισσότερες λεπτομέρειες για το επίδικο ακίνητο εφόσον ενδιαφερόταν να το αγοράσει.
Προς το σκοπό αυτό του ζήτησε τιμή, αντίγραφα τίτλου και τοπογραφικού σχεδίου.
Ο Μ.Ε 1 του τα απέστειλε μέσω τηλεομοιότυπου.
Αρχές του 2014 συναντήθηκε για σκοπούς γνωριμίας με τον Εναγόμενο 3 στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας. Αφού συζήτησαν το ενδεχόμενο πώλησης του ακινήτου, το εν λόγω πρόσωπο του ζήτησε να του αποστείλει αντίγραφο του πληρεξουσίου που είχε ο ίδιος από την Ενάγουσα ώστε, όπως του ανάφερε, να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν νομότυπα. Ο εν λόγω μάρτυρας το έπραξε.
Αρχές Φεβρουαρίου του 2014 ο Εναγόμενος 3 τον ενημέρωσε τηλεφωνικώς ότι αποφάσισε να προχωρήσει στην αγορά του. Του ζήτησε δε να του στείλει δείγμα του πωλητηρίου εγγράφου που θα υπέγραφαν. Ο εν λόγω μάρτυρας και πάλι του το απέστειλε. Ο Εναγόμενος 3 στη συνέχεια τον πληροφόρησε, τηλεφωνικώς, ότι οι αγοραστές του ακινήτου θα ήταν οι θυγατέρες του, η Εναγόμενη 1 και κάποια Ξένια Λαμπή. Του ζήτησε όπως ετοιμάσει το σχετικό πωλητήριο (Τεκμήριο 9) και ορίστηκε συνάντηση στη Λευκωσία για την υπογραφή του. Στη εν λόγω συνάντηση τόσο οι προτειθέμενες αγοράστριες, όσο και ο Εναγόμενος 3 δεν προσήλθαν. Καθορίστηκε νέα συνάντηση στη Λεμεσό, την 5.3.2014, αυτή την φορά στην οικία του Εναγομένου 3. Παρά το γεγονός ότι μετέβηκε στη Λεμεσό μαζί με την Ενάγουσα, δεν υπήρξε από μέρους του τελευταίου οποιαδήποτε ανταπόκριση στα τηλεφωνήματα του για να τον καθοδηγήσει στην οικία του και έτσι η πώληση του εν λόγω ακινήτου ναυάγησε. Έκτοτε δεν είχαν οποιαδήποτε άλλη επαφή μαζί του.
Ακολούθως πληροφορήθηκε για την δήθεν πώληση του.
Πέραν από τα έγγραφα που έλαβαν στην κατοχή τους (στα πλαίσια υλοποίησης της παράνομης μεταβίβασης του οικοπέδου στους Εναγόμενους 4, 5 και 6 στη βάση δήλωση μεταβίβασης Π1468/2014), και για τα οποία έγινε αναφορά ανωτέρω, διαπιστώθηκε ότι παρουσιάστηκε, μεταξύ άλλων, στο Κτηματολόγιο και δήθεν ταυτότητα της Ενάγουσας (Σελίδα 11 του Τεκμηρίου 14). Η εν λόγω ταυτότητα, η οποία φέρεται να εκδόθηκε δήθεν την 23.7.14, ως διαπίστωσε ήταν πλαστή και η φωτογραφία που έφερε αυτή δεν απεικόνιζε την Ενάγουσα αλλά άλλο πρόσωπο. Η Ενάγουσα δεν έχει αιτηθεί την έκδοση Ευρωπαϊκής ταυτότητας αλλά κατέχει, μέχρι και σήμερα, χάρτινη ταυτότητα από τις 24.10.68 (Τεκμήριο 15). Ούτε και η Ενάγουσα αποτάθηκε την 23.7.14 στις αρμόδιες αρχές για την έκδοση νέας ταυτότητας. Περαιτέρω είναι η θέση του ότι τα ονόματα του πατέρα και της μητέρας της Ενάγουσας στην υποτιθέμενη ταυτότητα της είναι λανθασμένα. Είναι η θέση του ότι ως προκύπτει από τα γεγονότα αποδεικνύεται μια καλοστημένη κομπίνα, η οποία παρακινήθηκε από τους Εναγομένους 4, 5 και 6 και εκτελέστηκε από τους Εναγόμενους 1 και 3.
Η αξία του οικοπέδου της Ενάγουσας από έρευνα που έκανε στο Κτηματολόγιο ανερχόταν την 1.1.13 στο ποσό των €290.000 (Τεκμήριο 17).
Ζήτησε δε από την Αστυνομία τα αποτελέσματα των γραφολογικών εξετάσεων, τα οποία και δόθηκαν στον δικηγόρο της Ενάγουσας (Τεκμήρια 19 και 20).
Ούτε ο ίδιος ούτε και η σύζυγος του έχουν ποτέ συναντήσει τους Εναγόμενους 1 και 3. Ούτε και έχουν επισκεφθεί τον Εναγόμενο 2 για την πιστοποίηση της υπογραφής της. Οι Εναγόμενοι 1 και 3 για να επιτύχουν τους παράνομους σκοπούς τους προχώρησαν στον καταρτισμό πλαστού δελτίου ταυτότητας της Ενάγουσας. Το δε πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.14, το οποίο αποδίδεται στην Ενάγουσα είναι πλαστό και η υπογραφή στη θέση της πληρεξουσιοδοτούσας δεν ανήκει σε αυτήν. Η Εναγόμενη 1 όταν υπέγραφε το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 22.3.14, ενεργούσε δόλια εφόσον γνώριζε ότι δεν ήταν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ενάγουσας και δεν είχε εξουσιοδοτηθεί ουδέποτε από αυτή να πράξει ο,τιδήποτε και κατά συνέπεια δεν είχε εξουσία να διορίσει περαιτέρω πληρεξούσιο αντιπρόσωπο αυτής τον Εναγόμενο 3. Είναι επίσης η θέση του ότι οι Εναγόμενοι 4, 5 και 6 ενήργησαν δόλια. Και τούτο γιατί, σύμφωνα πάντοτε με την δική του εκδοχή, γνώριζαν πολύ καλά ότι αφενός μεν ο ίδιος ήταν το πρόσωπο που χειριζόταν το ζήτημα πώλησης του ακινήτου της Ενάγουσας, αφετέρου δε ότι η τιμή πώλησης την οποία η Ενάγουσα ζητούσε για την πώληση του ανερχόταν στο ποσό των €300.000. Παρά τα πιο πάνω, εντούτοις οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 δόλια και σκόπιμα προχώρησαν σε υποτιθέμενη πράξη αγοράς του ακινήτου όχι από τον ίδιο και την Ενάγουσα, αλλά από τον Εναγόμενο 3, στο μισό της τιμής πώλησης που ζητούσαν, χωρίς να νιώσουν την ανάγκη να του τηλεφωνήσουν.
Η Μ.Ε.2 εξήγησε το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 13 και 14 τα οποία αποτελούν την δέσμη εγγράφων που προσκομίσθηκαν στο Κτηματολόγιο για την υλοποίηση της μεταβίβασης του ακινήτου. Το τίμημα πώλησης του ακινήτου ήταν για το ποσό των €150.000. Το Κτηματολόγιο για σκοπούς δικαιωμάτων του (Μεταβιβαστικά τέλη) δεν αποδέχθηκε την εν λόγω αξία εφόσον στη βάση των δικών του εκτιμήσεων η αξία του οικοπέδου ανερχόταν στο ποσό των €290.300.
Ο Μ.Ε.4 ανάφερε αφού του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 15, ότι αυτό δεν αποτελεί δελτίο ταυτότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά αποτελεί δελτίο πιστοποίησης ταυτότητας προσώπου. Επιβεβαίωσε, μέσα από την έρευνα του στο ηλεκτρονικό αρχείο που διατηρεί η υπηρεσία του, ότι η Ενάγουσα δεν διαθέτει Κυπριακή ταυτότητα. Αφού του υποδείχθηκε η σελίδα 11 του Τεκμηρίου 14 επιβεβαίωσε το γεγονός ότι δεν υπάρχει στο ηλεκτρονικό αρχείο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού δελτίο ταυτότητας σε αυτή τη μορφή σε σχέση με την Ενάγουσα. Αυτό το οποίο διαπιστώνει από το εν λόγω έγγραφο είναι το γεγονός ότι η φωτογραφία είναι τοποθετημένη στη δεξιά πλευρά του εγγράφου, ενώ στις ταυτότητες είθισται να τοποθετείται στην πάνω αριστερή πλευρά. Επίσης η φωτογραφία είναι τετραγωνισμένη, γεγονός που καταδεικνύει ότι αυτή δεν εκδόθηκε με βάση το ηλεκτρονικό σύστημα που διατηρεί η υπηρεσία του.
Ο Μ.Ε.5 υπηρετεί στην υπηρεσία Εγκληματικών Ερευνών και είναι ο υπεύθυνος του εργαστηρίου γραφολογίας της Αστυνομίας. Κατέθεσε το βιογραφικό του (Τεκμήριο 21). Στα πλαίσια της ποινικής υπόθεσης υπ’ αριθμόν 23395/14 κλήθηκε να δώσει μαρτυρία και προς το σκοπό αυτό ετοίμασε σχετική έκθεση πραγματογνωμοσύνης (Τεκμήριο 22). Υιοθέτησε το περιεχόμενο της και για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, το οποίο και επεξήγησε στο Δικαστήριο. Επί της ουσίας, σκοπός της πραγματογνωμοσύνης του ήταν να εξετάσει κατά πόσο η υπογραφή που αποδίδεται στο όνομα της Ενάγουσας στην επιταγή (Τεκμήριο 34) καθώς και στο πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.14, ανήκει στην ίδια. Προς το σκοπό αυτό έλαβε, μεταξύ άλλων, δείγματα υπογραφών τόσο από την Ενάγουσα όσο και από άλλα τρίτα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και του Εναγομένου 3. Αφού τα σύγκρινε με την αμφισβητούμενη υπογραφή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπογραφές τόσο στην επιταγή όσο και στο εν λόγω πληρεξούσιο σε σύγκριση με το δειγματικό υλικό που έλαβε, δεν μπορεί να συνδεθεί ούτε με την Ενάγουσα αλλά ούτε και με τον Εναγόμενο 3 καθώς και με τα άλλα τρίτα πρόσωπα. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτές υπογραφές δεν ανήκουν στην Ενάγουσα.
Η Ενάγουσα υιοθέτησε επίσης γραπτή της δήλωση (Τεκμήριο 25). Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής, η ίδια κατάγεται από την Ελλάδα και μέχρι και σήμερα δεν έχει αποκτήσει την Κυπριακή υπηκοότητα. Ο πατέρας της ονομάζεται Κωνσταντίνος Γαμβρουλάς και η μητέρα της Πιπίτσα Μερεμέτη. Τον Οκτώβριο του 1968 αποτάθηκε στον Έπαρχο για εξασφάλιση πιστοποιητικού εγγραφής ή ταυτότητας, όπου και της δόθηκε το Τεκμήριο 15. Σε σχέση με το δελτίο ταυτότητας το οποίο της αποδίδεται (σελ.11 του Τεκμηρίου 14) ανάφερε ότι αυτό δεν είναι δικό της γιατί το εικονιζόμενο σε αυτή πρόσωπο δεν είναι η ίδια, δεν έχει Κυπριακή υπηκοότητα αλλά Ελληνική, το επώνυμο του πατέρα της και το ονοματεπώνυμο της μητέρας της είναι διαφορετικά και ουδέποτε την 23.7.14 δεν αποτάθηκε, ως αναγράφεται στο εν λόγω έγγραφο, για έκδοση Κυπριακού δελτίου ταυτότητας.
Δεν γνωρίζει την Εναγόμενη 1 και τον Εναγόμενο 3 αλλά ούτε και κανένα από τους κατηγορούμενους στην ποινική υπόθεση που καταχωρίστηκε. Η υπογραφή της που αποδίδεται στην ίδια επί του πληρεξουσίου έγγραφου, ημερομηνίας 28.2.14 (σελ. 12 του Τεκμηρίου 14), δεν είναι δική της, ουδέποτε διόρισε την Εναγόμενη 1 ως ειδικό πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της και ουδέποτε εξουσιοδότησε ή έδωσε εντολή στην Εναγόμενη 1 ή οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον σύζυγο της για την πώληση του ακινήτου της.
Η Μ.Υ.1, δικηγόρος στο επάγγελμα, κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο. Ανάφερε ότι περί το 2014 την επισκέφθηκαν οι Εναγόμενοι 4, 5 και 6, λόγω του ότι, ως της λέχθηκε, από τον Εναγόμενο 4, αυτός ενδιαφερόταν να αγοράσει το επίδικο ακίνητο. Επειδή τη δεδομένη στιγμή δεν είχε την απαιτούμενη νομική εμπειρία σε σχέση με αγορά και μεταβιβάσεις ακινήτων, συμβούλευσε τον Εναγόμενο 4 να ζητήσει τις υπηρεσίες του Μ.Υ.3. Συνόδευσε δε τον Εναγόμενο 4 στο γραφείο του εν λόγω προσώπου.
Ο Μ.Υ.2, εκτιμητής ακινήτων από το 2004, μέλος του ΕΤΕΚ και του RICS (Tεκμήριο 26), ανέφερε ότι του ζητήθηκε να μελετήσει το επίδικο ακίνητο και να εκφέρει γνώμη σχετικά με την αξία του κατά τoν επίδικο χρόνο μεταβίβασης του, δηλαδή κατά το 2014. Ισχυρίσθηκε ότι η εκτίμηση που φαίνεται στο τίτλο του ακινήτου (Τεκμήριο 3), αφορά εκτιμήσεις του Κτηματολογίου που διενεργήθηκαν καθαρά για φορολογικούς σκοπούς και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου. Εξ ου και ονομάζεται γενική εκτίμηση ακινήτου και όχι εκτίμηση αγοραίας αξίας. Γνώμη του ήταν ότι το τίμημα πώλησης για την αγορά του επίδικου ακινήτου, δηλαδή για το ποσό των €150.000, ανταποκρίνεται στην πραγματική του αγοραία αξία. Κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό αφού έχει μελετήσει τις συγκριτικές πωλήσεις στην περιοχή του επίδικου ακινήτου, τις οποίες και έχει καταγράψει σε σχετικό πίνακα (Τεκμήριο 28). Συμπερασματικά καταλήγει μέσα από την έρευνα του και με τα δεδομένα που είχε στη διάθεση του ότι η αγοραία αξία του για το ποσό των €150.000 είναι ορθή.
Ο Μ.Υ.3 διατηρεί γραφείο στη Λεμεσό και ασχολείται αποκλειστικά με κτηματομεσιτικές υπηρεσίες. Ανέφερε ότι το 2014 προσήλθαν στο γραφείο του ο Ανδρέας Γεωργίου, ο Φίλιππος Δημητρίου, οι Εναγόμενοι 4, 5 και 6 και η Μ.Υ.1. Του ζήτησαν να ετοιμάσει όλα τα αναγκαία έγγραφα για να καταστεί εφικτή η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στους Εναγομένους 4,5 και 6. Αφού του παραδόθηκαν σχετικά έγγραφα (αντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας, ταυτότητες των συμβαλλομένων, πληρεξούσια) προχώρησε στην ετοιμασία τους. Δήλωσε επίσης ότι ο ίδιος ήταν παρών κατά την ημέρα μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου στο Κτηματολόγιο.
Η Μ.Υ.4, υπεύθυνη του εργαστηρίου εξέτασης εγγράφων και χαρτονομισμάτων της Αστυνομίας, κατέθεσε στο Δικαστήριο την έκθεση πραγματογνωμοσύνης της (Τεκμήριο 29) καθώς και φωτοαντίγραφο του ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 28.2.14 (Τεκμήριο 30). Εξήγησε στο Δικαστήριο το περιεχόμενο αυτής. Ως ανάφερε σκοπός της πραγματογνωμοσύνης της ήταν να εξετάσει κάποια αποτυπώματα σφραγίδας που το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο έφερε, ώστε να διαπιστώσει κατά πόσο τα εν λόγω αποτυπώματα προέρχονται από συγκεκριμένες σφραγίδες. Προς τον σκοπό αυτό έλαβε δειγματικό υλικό σφραγίδων για να διαπιστώσει κατά πόσο τα αμφισβητούμενα αποτυπώματα σφραγίδα καθώς και το δειγματικό προέρχονται από την ίδια σφραγίδα. Ανέφερε ότι τα αποτυπώματα σφραγίδων, τα οποία υπήρχαν στο εν λόγω πληρεξούσιο, δεν ήταν πρωτότυπα αλλά αναπαραγωγή τύπου ink-Jet. Το συμπέρασμα της ήταν ότι δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει τα αποτυπώματα σφραγίδας από ποια σφραγίδα προέρχονταν για το λόγο ότι αυτά δεν ήταν πρωτότυπα.
Ο Μ.Υ.5 ιδιώτης γραφολόγος (σχετικό βιογραφικό του κατατέθηκε ως Τεκμήριο 33) ανέφερε στο Δικαστήριο ότι εξέτασε την υπογραφή που υπάρχει επί του ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 28.2.14, στη θέση της Ενάγουσας (Τεκμηρίου 30), και το οποίο βρίσκεται στο φάκελο της ποινικής υπόθεσης υπ’ αριθμόν 23395/14. Το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο αναφέρεται τόσο στην έκθεση της Μ.Υ.4 όσο και στην έκθεση του Μ.Ε.5. Η εντολή που του δόθηκε ήταν να εξετάσει την υπογραφή που φαίνεται στο Τεκμήριο 30, και η οποία αποδίδεται στην Ενάγουσα. Η εξέταση αυτή έγινε με το μεγεθυντικό του φακό και διαπίστωσε ότι η συγκεκριμένη υπογραφή δεν είναι η πρωτότυπη αλλά ότι είναι αποτέλεσμα έγχρωμης αναπαραγωγής τύπου ink-Jet. Ενόψει του δεδομένου αυτού ήταν η καταληκτική του θέση ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκριση της με δείγματα και η εκφορά οποιασδήποτε γνώμης σε ποιον ανήκει η εν λόγω υπογραφή είναι, όπως χαρακτηριστικά ανάφερε, «δισφαλής».
Η Μ.Υ.6 λειτουργός λογιστηρίου στο Συμβούλιο Αποχετεύσεως Λεμεσού-Αμαθούντος (ΣΑΛΑ), ανέφερε ότι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, ως φαίνεται στο σύστημα επιβολής φορολογίας του, είναι οι Εναγόμενοι 4, 5 και 6. Την πληροφορία αυτή τους την προσκόμισε το Κτηματολόγιο Λεμεσού.
Ο Μ.Υ.7, κατά τον επίδικο χρόνο, ήταν τραπεζικός υπάλληλος στην Τράπεζα Κύπρου. Ο σκοπός της κατάθεσης του ήταν να αναφέρει στο Δικαστήριο από ποιο λογαριασμό πληρώθηκε το ποσό των €20.000 της επιταγής με αριθμό 00947427 (Τεκμήριο 34) και ποιος είναι ο δικαιούχος της. Ανέφερε ότι η εν λόγω τραπεζική επιταγή, η οποία έχει ημερομηνία έκδοσης 21.3.14, δεν εκδόθηκε με χρέωση λογαριασμού αλλά με καταβολή μετρητών στο ταμείο. Τις οδηγίες για έκδοση της εν λόγω επιταγής έδωσε ο Εναγόμενος 4 και η επιταγή έχει εκδοθεί στο όνομα της Ενάγουσας. Ανέφερε επίσης ότι, μέσω της έρευνας του, πληροφορήθηκε ότι αυτή είχε εξαργυρωθεί από την τελευταία.
Η Μ.Υ.8 εργάζεται στο τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας στον κλάδο Μεταβιβάσεων και Υποθηκών. Αφού της υποδείχθηκε η δήλωση μεταβίβασης (Τεκμήριο 14) επιβεβαίωσε το γεγονός ότι τα μεταβιβαστικά τέλη και τα δικαιώματα του Κτηματολογίου, ύψους €6,915, έχουν πληρωθεί. Εντός του σχετικού φακέλου υπάρχει και η απόδειξη πληρωμής τους.
Ο Μ.Υ.9 (Εναγόμενος 5) ανέφερε ότι ο Εναγόμενος 4 είναι ο πατέρας του ενώ ο Εναγόμενος 6 ο αδελφός του. Εργάζεται στην οικογενειακή τους επιχείρηση ως μηχανικός αυτοκινήτων. Το μηχανουργείο τους βρίσκεται δίπλα από το επίδικο ακίνητο. Ουδέποτε περιήλθε στην αντίληψη του ότι ο ιδιοκτήτης αυτού το διέθετε προς πώληση. Το μόνο που γνώριζαν ήταν ότι αυτός επιθυμούσε να λάβει την κατοχή του και έκαναν κάποια συμφωνία για να του το παραδώσουν. Στη συνέχεια ισχυρίσθηκε ότι ήρθε κάποιος κτηματομεσίτης στο εν λόγω ακίνητο, ο οποίος και του ανέφερε ότι διορίστηκε σαν αντιπρόσωπος της Ενάγουσας για να το πωλήσει. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα περί τις αρχές Μαρτίου 2013.
Ακολούθως, πληροφόρησε για το γεγονός αυτό τον Εναγόμενο 4, ο οποίος και τηλεφώνησε στον Μ.Ε 1. Αυτός του επιβεβαίωσε ότι πράγματι διόρισε κτηματομεσίτες για την πώληση του και οι Εναγόμενοι στην συνέχεια αποτάθηκαν σ’ αυτούς γιατί ενδιαφέρονταν για την αγορά του. Ακολούθως, τους προσέγγισε κάποιος Φίλιππος Δημητρίου, ο οποίος ήταν κτηματομεσίτης, και τους ρώτησε αν ενδιαφέροντο να το αγοράσουν. Ξεκίνησαν τις διαδικασίες για την αγορά του ακινήτου μεταβαίνοντας στην τράπεζα. Το εν λόγω πρόσωπο σε κάποια χρονική στιγμή τους προσκόμισε όλα τα απαραίτητα έγγραφα και οι ίδιοι αποτάθηκαν στην Μ.Υ 1, η οποία τους παρέπεμψε στον Μ.Υ 3. Αφού το εν λόγω πρόσωπο τους ανέφερε ότι όλα είναι έτοιμα και ορθά, διευθέτησαν ακολούθως όπως προχωρήσουν με την μεταβίβαση του ακινήτου στο Κτηματολόγιο. Σε σχέση με την έκδοση της σχετικής επιταγής προς την Ενάγουσα (Τεκμήριο 34), ανέφερε ότι μετέβηκε μαζί με τον Εναγόμενο 4 στην τράπεζα και οι κτηματομεσίτες τους ανέφεραν ότι αυτή θα πρέπει να εκδοθεί στο όνομα της πρώτης. Την επιταγή την παρέδωσαν στον κτηματομεσίτη, ο οποίος είχε πληρεξούσιο και προχώρησε στην εξαργύρωση της. Τέλη Αυγούστου του 2014 μετέβηκαν στο κτηματολόγιο για την μεταβίβαση. Παρόντες ήταν ο ίδιος, ο Εναγόμενος 4, ο Μ.Υ.3 και ο Εναγόμενος 6. Αφού πλήρωσαν τα μεταβιβαστικά τέλη η πράξη ολοκληρώθηκε. Πλήρωσαν επίσης όλους τους φόρους που η Ενάγουσα όφειλε, υπό την ιδιότητα της ως η ιδιοκτήτης του ακινήτου.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η αξιολόγησή των μαρτύρων θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) Α.Α.Δ., Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ, Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαμπάς v . A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1Α.Α.Δ. 820, C & Α Pelekanos Associates Limited v.Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).
Ως υποδείχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ, η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του ξεχωριστά, αλλά πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία.
Αποτελεί επίσης βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων (Cheeseline Ltd v. Ανθούλης Θωμά & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Για τον ίδιο λόγο η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται και υπό το πρίσμα της δικογραφηθείσας εκδοχής της κάθε πλευράς.
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα προχωρήσω να αξιολογήσω την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία.
O M.E.1 άφησε εξαιρετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου αποδέχομαι την μαρτυρία του. Αφού έχω μελετήσει το περιεχόμενο αυτής αποτελεί διαπίστωση μου ότι o εν λόγω μάρτυρας προσήλθε στο Δικαστήριο να αναφέρει την αλήθεια και αυτό έπραξε. Περιέγραψε με τον δικό του τρόπο τα όσα προσωπικά ο ίδιος είχε αντιληφθεί και διαπιστώσει. Η μαρτυρία του έχει λογική συνοχή και είναι αληθοφανής. Απαντούσε με ευθύτητα και αμεσότητα στις διάφορες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, χωρίς να διαπιστώσω οποιοδήποτε ίχνος υπερβολής στα λεγόμενα του, μεταφέροντας στο Δικαστήριο τα όσα είχαν διαδραματισθεί κατά τον επίδικο χρόνο. Η όλη του εκδοχή παρέμεινε σταθερή και αναλλοίωτη, παρά την έντονη αντεξέταση του και δεν έχω διαπιστώσει το ο,τιδήποτε το οποίο θα ήταν ικανό να ανατρέψει τη θετική εικόνα που το Δικαστήριο σχημάτισε γι’ αυτόν. Η δε μαρτυρία του υποστηρίζεται πλήρως από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα τεκμήρια.
Το γεγονός ότι ο ίδιος ενεργούσε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ενάγουσας επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη του Τεκμηρίου 2. Επίσης το γεγονός ότι ζήτησε από τους Εναγομένους 4, 5 και 6 την κατοχή του ακινήτου με σκοπό αυτή να πωληθεί, επιβεβαιώνεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα τεκμήρια (βλέπε Τεκμήρια 5 εώς 8). Περαιτέρω το γεγονός ότι διαπραγματεύτηκε με τον Εναγόμενο 3 την πώληση του ακινήτου, για λογαριασμό των θυγατέρων του (της Εναγομένης 1 και κάποιας Ξένιας Λαμπή) , και προς τον σκοπό αυτό ετοίμασε και πωλητήριο έγγραφο, επιβεβαιώνεται και πάλι μέσα από την ύπαρξη του Τεκμηρίου 10. Οι ενέργειες του Εναγομένου 3, ως διαφαίνεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία, δεν ήταν γνήσιες εφόσον ο τελευταίος ουδέποτε είχε πρόθεση να αγοράσει το ακίνητο αλλά σκοπό είχε να ξεγελάσει τόσο την ίδια την Ενάγουσα αλλά και τον ίδιο τον μάρτυρα. Εξ ου και μεταγενέστερα, ως διαφαίνεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, ο Εναγόμενος 3 ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε δήθεν εκ μέρους της Ενάγουσας την πώληση του ακινήτου της, εν αγνοία της, ενώ η Εναγομένη 1, προτιθέμενη αγοράστρια, είχε στην κατοχή της δήθεν ειδικό πληρεξούσιο από αυτήν.
Αποδεκτή γίνεται και η βασική του θέση ότι η Ενάγουσα ουδέποτε πώλησε το ακίνητο της στους Εναγομένους 4,5 και 6 αλλά και ουδέποτε διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της είτε την Εναγομένη 1 είτε τον Εναγόμενο 3. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από την ανεξάρτητη μαρτυρία του Μ.Ε 5 (του οποίου την μαρτυρία κάνω πλήρως αποδεκτή για τους λόγους που εξηγώ κατωτέρω), ο οποίος επιβεβαίωσε το γεγονός, στην βάση των επιστημονικών του εξετάσεων, ότι η υπογραφή που φέρεται να ανήκει στην Ενάγουσα στο ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.14, δεν είναι δική της. Συνεπώς αυτό το οποίο συνάγεται είναι ότι η υπογραφή της Ενάγουσας είχε πλαστογραφηθεί, γεγονός το οποίο ασφαλώς και γνώριζαν οι Εναγόμενοι 1 και 3. Συνεπακόλουθα η οποιαδήποτε υποτιθέμενη πράξη μεταβίβασης του ακινήτου της Ενάγουσας, η οποία βασίσθηκε στο εν λόγω πληρεξούσιο και στη βάση αυτού η Εναγομένη 1 διόρισε στη συνέχεια ως πληρεξούσιο της τον Εναγόμενο 3 είναι προϊόν δόλου, απάτης και πλαστογραφίας. Ούτε και μέσα από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα μαρτυρία συνάγεται ότι η Ενάγουσα έλαβε οποιοδήποτε ποσό από το τίμημα αγοράς της υποτιθέμενης πώλησης του ακινήτου της. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Ενάγουσα έπεσε θύμα πλεκτάνης και απάτης εφόσον ουδεμία γνώση είχε περί της υποτιθέμενης πώλησης του ακινήτου της. Εξ ου και μόλις πληροφορήθηκαν το γεγονός αυτό ο Μ.Ε 1 μαζί με την Ενάγουσα προέβησαν άμεσα σε σχετική καταγγελία στην Αστυνομία.
Επίσης το γεγονός ότι η Ενάγουσα αξίωνε για την πώληση του ακινήτου της το ποσό των €300.000 επιβεβαιώνεται μέσα από την κατάρτιση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου (Τεκμηρίου 10).
Ως προς την υποκειμενική θέση του εν λόγω μάρτυρα ότι οι Εναγόμενοι 4, 5 και 6 γνώριζαν ότι η πώληση του ακινήτου της Ενάγουσας ήταν προϊόν απάτης και δόλου και ότι οι ίδιοι ήταν μέρος αυτής, το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα. Και τούτο γιατί πρόκειται για καθαρά υποκειμενική του θέση, με βάση τα όσα ο ίδιος αντιλήφθηκε υπό την σκοπιά του μέσου κοινού απλού πολίτη, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες προς τούτο νομικές γνώσεις. Σε κάθε όμως περίπτωση αυτό είναι ζήτημα που θα αποφασίσει το Δικαστήριο έχοντας σταθμίσει και αξιολογήσει όλη την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα μαρτυρία.
Ως προς το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είναι αντιπρόσωπος της Ενάγουσας εφόσον δεν πιστοποιήθηκε ορθά και νομότυπα η υπογραφή της από πιστοποιούντα υπάλληλο, ζήτημα το οποίο εγείρεται μέσα από την αγόρευση του συνηγόρου των Εναγομένων 4, 5 και 6, και συνεπακόλουθα, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις του, δεν έχει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση να την εκπροσωπεί (εφόσον η Ενάγουσα στην μαρτυρία της αποδέχθηκε το γεγονός ότι η υπογραφή της δεν πιστοποιήθηκε ενώπιον πιστοποιούντα υπαλλήλου), με κάθε σεβασμό αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν αντιπρόσωπος της Ενάγουσας το επιβεβαίωσε και η ίδια, της οποίας επίσης την μαρτυρία αποδέχομαι στην ολότητα της. Το αν παραβιάστηκε οποιαδήποτε πρόνοια του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου είναι άσχετη με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής. Ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει είναι το γεγονός ότι ο ίδιος είχε την εξουσιοδότηση από την Ενάγουσα να διαχειρίζεται την περιουσία της, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου ακινήτου της. Σε κάθε όμως περίπτωση δεν τίθεται εν αμφιβόλω ότι ο ίδιος, ανεξαρτήτως της ύπαρξης του Τεκμηρίου 2, είχε εξουσιοδοτηθεί από την ίδια την Ενάγουσα, ως επιβεβαίωσε και η ίδια, να διαχειρίζεται το ακίνητο της. Υπό τις περιστάσεις αυτές παράθεσε στο Δικαστήριο όλα τα γεγονότα τα οποία περιήλθαν προσωπικά στην αντίληψη του. Είναι για το λόγο αυτό που ο ίδιος εισέπραττε το ενοίκιο από τους Εναγομένους 4,5 και 6, είναι ο ίδιος που διαπραγματεύτηκε μαζί τους της παράδοση του ακινήτου στην Ενάγουσα και είναι το πρόσωπο που κατάρτισε και συνέταξε το αγοραπωλήτηριο έγγραφο αλλά και συζητούσε με τον Εναγόμενο 3 την πώληση αυτού. Σε κάθε όμως περίπτωση η Ενάγουσα με θετική μαρτυρία, ερωτηθείσα σχετικά «κατά πόσο το γενικό πληρεξούσιο που έκανες στο σύζυγο σου το υπέγραψες ενώπιον πιστοποιούντος υπαλλήλου;» απάντησε ότι «Ναι αφού έχω την υπογραφή μου να την».
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στη βάση του εν λόγω γενικού πληρεξουσίου εγγράφου καμία πράξη δεν έλαβε χώρα σε σχέση με την υποτιθέμενη πώληση του ακινήτου της Ενάγουσας, για την οποία η τελευταία, μέσω της παρούσας αγωγής, αξιώνει την ακύρωση της.
Η εισήγηση του συνηγόρου των Εναγομένων 4,5 και 6 θα είχε τη σημασία της αν η παρούσα αγωγή κινείτο στο όνομα του Μ.Ε 1, υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου της Ενάγουσας. Στην ίδια βάση ούτε η εισήγηση του συνηγόρου των Εναγομένων 4,5 και 6 ότι η παρούσα αγωγή έπρεπε να εγερθεί στο όνομα του Μ.Ε 1, υπό την ιδιότητα του αυτή, έχει οποιοδήποτε νομικό έρεισμα. Καταρχάς η θέση του αυτή είναι αντιφατική εφόσον από την μια επικαλείται την ακυρότητα του γενικού πληρεξουσίου εγγράφου και από την άλλη εισηγείται ότι η παρούσα αγωγή θα έπρεπε να εγερθεί στο όνομα του Μ.Ε 1. Επιπρόσθετα το αν μία αγωγή θα εγερθεί στο όνομα ενός αντιπροσώπου πρόκειται για ένα δυνητικό δικαίωμα του προσώπου που έχει το αγώγιμο δικαίωμα. Η αγωγή ηγέρθη στο όνομα της Ενάγουσας, η οποία στην προκειμένη περίπτωση έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των Εναγομένων εφόσον είναι η ιδιοκτήτρια του ακινήτου, έχοντας μάλιστα και πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα.
Κάτω υπό τις περιστάσεις αυτές ορθά η Ενάγουσα κίνησε την παρούσα αγωγή εξ ονόματος της και επομένως η σχετική εισήγηση δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα και απορρίπτεται.
Για τους λόγους που έχω παραθέσει αποδέχομαι την μαρτυρία του Μ.Ε 1, πλην της πιο πάνω διευκρίνισης στην οποία έχω προβεί ανωτέρω.
Στην ίδια βάση, πλήρως αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία της Ενάγουσας. Τα όσα η εν λόγω μάρτυρας παρέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου επιβεβαιώνονται και πάλι από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα Τεκμήρια. Ως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα αυτή ουδεμία σχέση είχε με την υποτιθέμενη πώληση του οικοπέδου της αλλά και ουδέποτε η ίδια διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της την Εναγόμενη 1, η οποία διόρισε στη συνέχεια ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της τον Εναγόμενο 3 για την πώληση του ακινήτου της. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό η μαρτυρία της έχει παραμείνει αναντίλεκτη και δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε αντικρουστική μαρτυρία από τα πιο πάνω πρόσωπα εφόσον δεν έλαβαν μέρος στη δικαστική διαδικασία. Οι Εναγόμενοι 1 και 3 επέλεξαν, για δικούς τους λόγους, να μην υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Πέραν τούτου, το γεγονός ότι η ταυτότητα της Ενάγουσας που προσκομίσθηκε στο Κτηματολόγιο, με σκοπό την μεταβίβαση του ακινήτου στους Εναγομένους 4,5 και 6, ήταν πλαστογραφημένη, και συνεπώς πρόκειται για μια πράξη η οποία ήταν προϊόν δόλου και απάτης. Το γεγονός αυτό, πέραν του ότι επιβεβαιώνεται από το Τεκμήριο 15, το επιβεβαίωσε και ο Μ.Ε.4, την μαρτυρία του οποίου κάνω πλήρως αποδεκτή. Ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε στο Δικαστήριο όλα όσα γνωρίζει σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής μέσα από την επαγγελματική του ενασχόληση. Επιβεβαίωσε στο Δικαστήριο ότι το Τεκμήριο 15 είναι αυτό που κατέχει η Ενάγουσα ως δελτίο πιστοποίησης ταυτότητας προσώπου και ότι η Ενάγουσα μέχρι και σήμερα δεν διαθέτει Κυπριακή ταυτότητα. Επιβεβαίωσε επίσης το γεγονός ότι στο ηλεκτρονικό αρχείο του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπάρχει δελτίο ταυτότητας σε αυτή τη μορφή ως αυτή κατατέθηκε (σελ. 11 του Τεκμηρίου 14) για την υποτιθέμενη αγορά του ακινήτου της Ενάγουσας στο Κτηματολόγιο. Με άλλα λόγια έμμεση θέση του εν λόγω μάρτυρα ήταν το γεγονός ότι το έγγραφο που παρουσιάστηκε στο Κτηματολόγιο ως υποτιθέμενη ταυτότητα της Ενάγουσας ήταν πλαστό. Ο εν λόγω μάρτυρας επιβεβαίωσε το γεγονός ότι μέσα από τα αρχεία του Τμήματος Μετανάστευσης και Πληθυσμού, η Ενάγουσα ουδέποτε αποτάθηκε στις 23.7.14 (ως αναγράφει η δήθεν ταυτότητα της) για την έκδοση οποιασδήποτε Κυπριακής ταυτότητας. Αυτό είναι και το μόνο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να εξαχθεί μέσα από τη μαρτυρία του, η οποία επί της ουσίας ουδόλως θα έλεγα ότι έχει αμφισβητηθεί. Επίσης το γεγονός ότι η Ενάγουσα ουδέποτε εξουσιοδότησε την Εναγόμενη 1 στη βάση πληρεξουσίου εγγράφου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η υπογραφή της που φέρει το εν λόγω πληρεξούσιο δεν ανήκει στην ίδια. Αναντίλεκτη και χωρίς την προσκόμιση οποιασδήποτε αντικρουστικής μαρτυρίας, αποτελεί και το γεγονός ότι η Ενάγουσα ουδέποτε συνάντησε τους Εναγομένους 1, 2 και 3.
Πλήρως αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία της Μ.Ε.2. Η εν λόγω μάρτυρας εξήγησε στο Δικαστήριο όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν στο Κτηματολόγιο (Τεκμήρια 13 και 14) για την υποτιθέμενη μεταβίβαση του ακινήτου στους Εναγόμενους 4, 5 και 6. Η μαρτυρία της ουδόλως αμφισβητήθηκε από την Υπεράσπιση εφόσον οι ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν ήταν καθαρά διευκρινιστικού παρά αντιπαραθετικού χαρακτήρα.
Αποδεκτή επίσης γίνεται και η μαρτυρία της Μ.Ε.3 εφόσον τα όσα ανέφερε στο Δικαστήριο επίσης έχουν παραμείνει αναντίλεκτα και αποτελούν επίσης κοινό τόπο των μερών. Περιορίστηκε απλά στο να καταθέσει το κατηγορητήριο στην ποινική υπόθεση υπ’ αριθμόν 23395/14 (Τεκμήριο 18). Στην εν λόγω ποινική υπόθεση κατηγορούμενοι, μεταξύ άλλων, ήταν οι Εναγόμενοι 1 και 3 στην παρούσα αγωγή. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι. Αντικείμενο της ποινικής υπόθεσης, ως συνάγεται από το κατηγορητήριο, ήταν η υποτιθέμενη μεταβίβαση του ακινήτου της Ενάγουσας στους Εναγομένους 4,5 και 6.
Με σκοπό η Ενάγουσα να αποδείξει ότι η υπογραφή της επί του ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 28.2.2014, είναι πλαστογραφημένη κλήτευσε ενώπιον του Δικαστηρίου τον Λοχία 837 (Μ.Ε 5), υπεύθυνο του Εργαστηρίου Γραφολογίας της Αστυνομίας με ειδικότητα την γραφολογία. Στον αντίποδα, με σκοπό να πλήξει τα ευρήματα του Μ.Ε 5, η Υπεράσπιση κλήτευσε τον ιδιώτη γραφολόγο Μ.Υ 5.
Και οι δύο πιο πάνω μάρτυρες κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες.
Καταρχάς, προτού αξιολογήσω την μαρτυρία τους, αφού έλαβα υπόψη μου το επάγγελμα τους, την εκπαίδευση που έτυχαν, την πείρα τους και τα προσόντα τους τα οποία, ειρρήσθω εν παρόδω, ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί από καμία πλευρά, αντιστοίχως, και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (Τσαγγαρίδης Βασίλης και Άλλη ν. Ανδρέα Αυγουστή (2000) 1 ΑΑΔ 528) αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι και οι δύο πιο πάνω μάρτυρες είναι εμπειρογνώμονες.
Από τη στιγμή λοιπόν που ένας μάρτυρας κρίνεται εμπειρογνώμονας, έχει νομολογηθεί ότι αυτός μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με τα ζητήματα που εμπίπτουν εντός της σφαίρας της ειδικότητας του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από ένα μάρτυρα (Νικολάου v Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746).
Ο ρόλος και τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πιττάλης και άλλων v. Ianira Εnterprises Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ.814, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Στις εν λόγω αποφάσεις λέχθηκε ότι ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.
Εκεί και όπου το Δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογήσει διιστάμενη επιστημονική μαρτυρία (μεταξύ Μ.Ε 5 και Μ.Υ 5), όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει να αναλύσει και αντιπαραβάλει αυτή ώστε στο τέλος να καταλήξει στη δική του ανεξάρτητη κρίση, αιτιολογώντας με επαρκή τρόπο την κατάληξη του ως προς την προτίμηση του (βλέπε κατ΄αναλογία Daria Novichkova ν. Θέμη Βλάβη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1111).
Προχωρώ ευθύς αμέσως στην αξιολόγηση τους.
Εξαιρετική εντύπωση έχω αποκομίσει για τον Μ.Ε.5.
Ο εν λόγω μάρτυρας, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, κατάθεσε με αμεροληψία και αντικειμενικότητα εφόσον ως διαφάνηκε δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τους διάδικους ή συμφέρον στην έκβαση της υπόθεσης. Σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα κλητεύθηκε ως μάρτυρας στην Ποινική Υπόθεση όπου και κατάθεσε έκθεση πραγματογνωμοσύνης (Τεκμήριο 22) καθώς και συγκριτικό Πίνακα (Τεκμήριο 23), το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησε και για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης. Έχω ικανοποιηθεί ότι πρόθεση του ήταν να μεταφέρει με ειλικρίνεια τα ευρήματα του κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων του. Εξήγησε με πειστικότητα το περιεχόμενο της πραγματογνωμοσύνης του και εξήγησε στο Δικαστήριο την μεθοδολογία που χρησιμοποίησε με σκοπό να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
Σκοπός της εμπειρογνωμοσύνης του ήταν να αναφέρει στο Δικαστήριο κατά πόσο τα αμφισβητούμενα έγγραφα τα οποία εξέτασε, δηλαδή την επιταγή (Τεκμήριο 34), η οποία εκδόθηκε προς όφελος της Ενάγουσας από τον Εναγόμενο 4, καθώς και το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.2014, φέρουν την υπογραφή της τελευταίας. Μέσα από την πλήρη εμπεριστατωμένη έκθεση που ετοίμασε, και αφού έλαβε δείγματα υπογραφών διαφόρων προσώπων για σκοπούς σύγκρισης τους με την υποτιθέμενη υπογραφή της Ενάγουσας, μεταξύ άλλων, από την ίδια και του Εναγομένου 3, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι υπογραφές τόσο στην επιταγή όσο και στο πληρεξούσιο έγγραφο καθώς και όσον αφορά την γραφή του αριθμού ταυτότητας στην επιταγή δεν μπορεί να συνδεθεί με τα πιο πάνω πρόσωπα. Κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι οι δύο αυτές υπογραφές επί των δύο πιο πάνω αμφισβητούμενων εγγράφων δεν ανήκουν στην Ενάγουσα.
Αυτό το οποίο αμφισβητήθηκε, και ήταν για το λόγο που η Υπεράσπιση κλήτευσε τον Μ.Υ 5, ήταν το γεγονός ότι η υπογραφή της Ενάγουσας στο πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.14, δεν ήταν πρωτότυπη υπογραφή αλλά ήταν το αποτέλεσμα έγχρωμης αναπαραγωγής τύπου ink-jet. Ως εκ τούτου θέση του Μ.Υ 5 ήταν ότι το συμπέρασμα του Μ.Ε 5, ότι η υπογραφή επί του πιο πάνω πληρεξουσίου εγγράφου δεν άνηκε στην Ενάγουσα, ήταν ακροασφαλής, στην βάση του ότι δεν μπορούσε να εξαχθεί με ασφάλεια ένα τέτοιο συμπέρασμα εφόσον δεν ήταν η πρωτότυπη. Επί τούτου ο Μ.Ε 5 εξήγησε με καθαρότητα λόγου αλλά και με πειστικό τρόπο ότι η υπογραφή που αποδίδεται στην Ενάγουσα, επί του ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου, πρόκειται για πρωτότυπο έγγραφο ως προς την υπογραφή. Δηλαδή η υπογραφή την οποία είχε εξετάσει, τόσο στην επιταγή όσο και στο πληρεξούσιο έγγραφο, ήταν μελάνι. Εξήγησε ότι άλλο οι σφραγίδες και τα αποτυπώματα σφραγίδων που περιέχοντο σε αυτό. Η σφραγίδα όπως εξήγησε είναι ένα άλλο πράγμα από μια υπογραφή. Σε κάθε όμως περίπτωση διευκρίνισε ότι ακόμα και αντίγραφο να ήταν η υπογραφή, ο ίδιος θα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η υπογραφή αυτή δεν ανήκει στην Ενάγουσα γιατί υπήρχαν πολύ εμφανείς διαφορές από το δείγμα των υπογραφών που έδωσε η τελευταία με την υπογραφή που υπήρχε επί του πληρεξουσίου εγγράφου. Ο Μ.Ε 5 εφοδίασε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε αυτό να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση.
Από την άλλη, η αντίθετη θέση του Μ.Υ 5 δεν μπορεί, με κάθε σεβασμό, να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο εφόσον η οποιαδήποτε γνώμη του είναι ατεκμηρίωτη και αόριστη και στη βάση αυτής το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα. Ο εν λόγω μάρτυρας προέβη σε μία απλή εξέταση, μέσω ενός μεγεθυντικού φακού, και όχι μικροσκοπικά και με τα κατάλληλα μηχανήματα, ως έπραξε ο Μ.Ε 5. Ούτε και σύγκρινε τα δείγματα της Ενάγουσας με την τεθείσα υπογραφή επί του ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου. Επομένως και λαμβάνοντας υπόψιν και την αποδεκτή μαρτυρία της Ενάγουσας, ότι δηλαδή η ίδια ουδέποτε έθεσε την υπογραφή της επί των αμφισβητούμενων εγγράφων και ότι η ίδια ουδέποτε διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της την Εναγόμενη 1, ως προκύπτει μέσα από την αναντίλεκτη μαρτυρία, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η υπογραφή επί των αμφισβητούμενων εγγράφων δεν ανήκει στην Ενάγουσα και ότι συνεπακόλουθα η υπογραφή της έχει πλαστογραφηθεί.
Στρεφόμενος στην μαρτυρία της Μ.Υ.1 το Δικαστήριο δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτήν. Και τούτο γιατί δεν στέκει στην κοινή λογική οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 να την επισκέφθηκαν, υπό την ιδιότητα της ως δικηγόρου, με σκοπό να καταρτίσουν αγοραπωλητήριο έγγραφο για την αγορά του ακινήτου της Ενάγουσας και αυτή να τους έχει παραπέμψει σε μη δικηγόρο (στον Μ.Υ 3) για την κατάρτιση του. Ούτε και στέκει στην κοινή λογική, έστω και αν η ίδια, ως χαρακτηριστικά ανάφερε, ότι η ετοιμασία ενός τέτοιου εγγράφου δεν ενέπιπτε εντός του πεδίου των νομικών της γνώσεων, εφόσον απασχολείτο στο εταιρικό τμήμα του εν λόγω δικηγορικού γραφείου που εργαζόταν, να μην τους έχει παραπέμψει σε συνάδελφο της εντός του γραφείου της (το οποίο σύμφωνα με την ίδια απασχολούσε κατά τον επίδικο χρόνο 15 δικηγόρους), και ο οποίος είχε τις απαραίτητες προς τούτο νομικές γνώσεις. Αυτό θα έπραττε ο μέσος συνετός και λογικός δικηγόρος.
Η θέση της επίσης αυτή έρχεται σε σύγκρουση με την μαρτυρία του Μ.Υ 3, ο οποίος ανάφερε ότι τους Εναγομένους 4,5 και 6 τους παρέπεμψε κάποιος κτηματομεσίτης και όχι η Μ.Υ 1. Περαιτέρω ο Εναγόμενος 5 (Μ.Υ 9) στην γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία (Τεκμήριο 35), όταν αυτή δόθηκε σε σύντομο από τα επίδικα γεγονότα χρόνο, δεν επιβεβαιώνει ένα τέτοιο γεγονός. Ούτε και στέκει στην λογική από τη στιγμή που η ίδια δεν γνώριζε να καταρτίσει ένα αγοραπωλητήριο έγγραφο να συνόδευσε τους Εναγομένους 4,5 και 6 στο γραφείο του Μ.Υ 3, χωρίς μάλιστα την από μέρους της οποιαδήποτε χρέωση. Σε κάθε όμως περίπτωση και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, το κατά πόσο οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 επισκέφθηκαν πράγματι την Μ.Υ 1 είναι επουσιώδες γεγονός σε σχέση με τα υπό κρίση επίδικα ζητήματα και δεν μεταβάλλει με καθ’ οιονδήποτε τρόπο την τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου, ως θα διαφανεί αμέσως κατωτέρω.
Από την άλλη γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία του Μ.Υ 3. Το γεγονός ότι ο ίδιος είναι το πρόσωπο που ετοίμασε όλα τα σχετικά έγγραφα με σκοπό να υλοποιηθεί η υποτιθέμενη μεταβίβαση του ακινήτου από την Ενάγουσα στους Εναγομένους 4,5 και 6 ουδόλως έχει αμφισβητηθεί. Είναι άσχετο με τα επίδικα ζητήματα και δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω το Δικαστήριο, ως ήταν η γραμμή αντεξέτασης του συνηγόρου της Ενάγουσας, κατά πόσο ο ίδιος αντιλήφθηκε ή όχι ότι η υποτιθέμενη πώληση είχε κάτι το επιλήψιμο, ή αν ίδιος αποτελούσε μέρος της όλης πλεκτάνης που στήθηκε εις βάρος της Ενάγουσας. Και τούτο γιατί ο ίδιος δεν είναι Εναγόμενος στην παρούσα αγωγή και η Ενάγουσα δεν του καταλογίζει οποιαδήποτε ευθύνη. Το ζητούμενο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι έχει αποδειχθεί, στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, ότι η Ενάγουσα ουδέποτε εξουσιοδότησε τους Εναγόμενους 1 και 3 να πωλήσουν το ακίνητο της.
Ο εν λόγω μάρτυρας όμως πιστοποίησε την υπογραφή της Εναγομένης 1 επί του πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 27.8.2014, βάση του οποίου η τελευταία εξουσιοδότησε τον Εναγόμενο 3 για την μεταβίβαση του ακινήτου της Ενάγουσας στους Εναγομένους 4,5 και 6. Είναι στην βάση αυτού του πληρεξουσίου εγγράφου που ο Εναγόμενος 3 μεταβίβασε το εν λόγω ακίνητο στα εν λόγω πρόσωπα. Με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία η Εναγόμενη 1 υπέγραψε το εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο ενώπιον του. Ο συνήγορος της Ενάγουσας εισηγήθηκε ότι η πιστοποίηση της υπογραφής της Εναγομένης 1 είναι άκυρη λόγω του ότι δεν έγινε ορθά, κατά παράβαση του σχετικού Νόμου και της Νομολογίας.
Το άρθρο 7 του Περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμος του 2012 (Ν. 165(I)/2012), το οποίο ήταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο, προνοεί ότι:
«Πότε δύναται να πιστοποιηθεί η υπογραφή ή/και η σφραγίδα
7. Κανένας πιστοποιών υπάλληλος δεν πιστοποιεί οποιαδήποτε υπογραφή ή/και σφραγίδα, εκτός αν-
(α) η υπογραφή ή/και η σφραγίδα τίθεται στο έγγραφο στην παρουσία του.
(β) το πρόσωπο το οποίο υπογράφει ή/και σφραγίζει το έγγραφο:
(i) είναι προσωπικά γνωστό στον πιστοποιούντα υπάλληλο· ή
(ii) η ταυτότητά του επιβεβαιώνεται από δύο πρόσωπα που είναι προσωπικά γνωστά στον πιστοποιούντα υπάλληλο, τα οποία υπογράφουν το έγγραφο ως μάρτυρες της σφραγίδας ή της υπογραφής του προσώπου που σφραγίζει ή/και υπογράφει. ή
(iii) το πρόσωπο που υπογράφει το έγγραφο επιβεβαιώνει την ταυτότητά του, παρουσιάζοντας στον πιστοποιούντα υπάλληλο δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο, το οποίο είναι έγκυρο και ισχύον·
(γ) το έγγραφο είναι χαρτοσημασμένο κανονικά με βεβαίωση σύμφωνα με το στοιχείο 32 του Πρώτου Παραρτήματος του περί Χαρτοσήμων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.»
Ο Μ.Υ 3 ενόρκως αποδέχτηκε το γεγονός ότι ο ίδιος δεν γνώριζε προσωπικά την Εναγομένη 1 και ότι την είδε για πρώτη φορά την ημέρα εκείνη, να ήταν συνεπιβάτης σε όχημα έξω από το Κτηματολόγιο, όπου και πιστοποίησε την υπογραφή της. Από την στιγμή όμως που δεν ήταν προσωπικά γνωστή του, ως ανάφερε ο ίδιος, εφαρμογής τυγχάνει η παράγραφος β (ii) του πιο πάνω άρθρου και ως εκ τούτου θα έπρεπε να θέσει άλλη σφραγίδα υπογραφής από αυτή που έθεσε (Γεώργιου Αντωνίου v Δήμητρας Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 10802, ημερομηνίας 19/2/2003). Το γεγονός αυτό εξάλλου το αποδέχθηκε ο εν λόγω μάρτυρας κατά την αντεξέταση του. Επομένως, πέραν του γεγονότος ότι η Ενάγουσα με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου ουδέποτε εξουσιοδότησε την Εναγομένη 1 ως αντιπρόσωπο της και συνεπακόλουθα το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 24.8.2024, της Εναγομένης 1 προς τον Εναγόμενο 3 είναι επίσης άκυρο, το τελευταίο είναι άκυρο επίσης και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η πιστοποίηση της Εναγόμενης 1 από τον Μ.Υ 3 δεν έγινε ορθά και νομότυπα, κατά παράβαση της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης.
Δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του Μ.Υ.2 εφόσον ο εν λόγω μάρτυρας δεν άφησε θετικές εντυπώσεις. Θα ήταν ακροσφαλές για το Δικαστήριο να καταλήξει σε οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα μέσω αυτής. Μοναδικός σκοπός του ήταν να βοηθήσει τους εντολείς του, δηλαδή τους Εναγομένους 4,5 και 6 και όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο ώστε αυτό βασιζόμενο στα δικά του συμπεράσματα να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση επί του ζητουμένου. Ο εν λόγω μάρτυρας κλήθηκε στο Δικαστήριο να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας, στον τομέα της εκτίμησης ακινήτων, με σκοπό να πληροφορήσει το Δικαστήριο ως προς το ποια ήταν η αγοραία αξία του ακινήτου κατά τον επίδικο χρόνο της υποτιθέμενης πώλησης του στους Εναγομένους 4,5 και 6.
Βασικός σκοπός της Υπεράσπισης, με την κλήτευση του, ήταν να καταδείξει ότι η πραγματική αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου το 2014 αντιστοιχούσε με την τιμή πώλησης του. Κατ’ επέκταση οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 δεν είχαν σκοπό να επωφεληθούν και να ξεγελάσουν την Ενάγουσα εφόσον η τιμή της υποτιθέμενης πώλησης του επίδικου ακινήτου ήταν η πραγματική αγοραία αξία του. Αυτό σύμφωνα πάντοτε με την Υπεράσπιση είναι ένα στοιχείο το οποίοι αποδεικνύει την καλοπιστία τους.
Καταρχάς, προτού αξιολογήσω την μαρτυρία του, αφού έλαβα υπόψη του το επάγγελμα του, την εκπαίδευση που έτυχε, την πείρα του και τα προσόντα του τα οποία, ειρρήσθω εν παρόδω, ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας στον τομέα του.
Βασική θέση του, ως έχει προαναφερθεί, ήταν ότι αυτό είχε πραγματική αγοραία αξία €150.000, θέση η οποία με κάθε σεβασμό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο.
Και τούτο γιατί ο ίδιος δεν επεξήγησε στο Δικαστήριο την μεθοδολογία που ο ίδιος χρησιμοποίησε για να καταλήξει στο εν λόγω ποσό, με δεδομένο ότι, όπως ο ίδιος ανάφερε, δεν υπήρχαν οποιεσδήποτε πωλήσεις οικοπέδων, ως είναι το ακίνητο της Ενάγουσας, τον επίδικο χρόνο της υποτιθέμενης πώλησης.
Επιπρόσθετα, η θέση του αυτή καταρρίπτεται από το ίδιο το Τεκμήριο 17 που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου. Με βάση αυτό η αξία του επίδικου ακινήτου, την 1.1.2013, ήταν €290,300. Η θέση του εν λόγω μάρτυρα ότι η εκτίμηση του Κτηματολογίου ήταν μόνο για φορολογικούς σκοπούς και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αγοραία αξία του, διαψεύδεται από το ίδιο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 27, (το οποίο αποτελεί έγγραφο αναρτημένο στην ιστοσελίδα του Κτηματολογίου), στο οποίο αναφέρεται ότι για την εκτίμηση αυτή λήφθηκαν υπόψιν οι διεθνείς αναγνωρισμένες μεθόδοι εκτίμησης, μεταξύ άλλων και η συγκριτική μέθοδος, οι σχετικές οδηγίες καθώς και ότι η μελέτη του Κτηματολογίου επιβεβαιώνεται και μέσα από μελέτη που διενεργήθηκε από εμπειρογνώμονες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Το ότι αυτή δύναται να χρησιμοποιηθεί και για φορολογικούς σκοπούς δεν αναιρεί την όλη μεθοδολογία του Κτηματολογίου. Επίσης στην παράγραφο 3 του εν λόγω Τεκμηρίου αναφέρεται ότι
«Αξία Γενικής Εκτίμησης σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία, σημαίνει το ποσό που προκύπτει από την διενέργεια Γενικής Εκτίμησης ή επανεκτίμησης ή αναθεώρησης γενικής εκτίμησης, το οποίο είναι όσο το δυνατό πλησιέστερο της αξίας. ‘Αξία’ σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία σημαίνει το ποσό το οποίο η Ακίνητη Ιδιοκτησία θα μπορούσε να αναμένεται ότι θα αποφέρει αν πωλείτο στην ελεύθερη αγορά από πωλητή που ενεργεί εκούσια σε αγοραστή που ενεργεί εκούσια»
Προσπαθώντας να καταρρίψει την εκτίμηση του Κτηματολογίου ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε χαρακτηριστικά ότι «το Κτηματολόγιο πάσχει και αντιφάσκει», ενδεικτικό της αμηχανίας του.
Για να εξηγήσει τον τρόπο που ο ίδιος κατέληξε στην αγοραία αξία του ακινήτου, κατά τον επίδικο χρόνο, ανέφερε ότι χρησιμοποίησε τη συγκριτική μέθοδο. Με την εν λόγω μέθοδο χρησιμοποιούνται οι διάφορες συγκριτικές πωλήσεις στην περιοχή του επίδικου ακινήτου, με ακίνητα που φέρουν παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτό. Προς τούτο ετοίμασε σχετικό πίνακα (Τεκμήριο 28). Ο εν λόγω πίνακας όμως, ως παραδέχτηκε εξάλλου ο εν λόγω μάρτυρας, δεν περιέχει οποιαδήποτε πώληση οικοπέδου ως ήταν το επίδικο κατά το 2014, δηλαδή αφορούσαν άλλες πωλήσεις για άλλου είδους ακινήτων (π.χ. διαμερίσματα και οικίες). Υπήρχαν όμως πωλήσεις οικοπέδων κατά την χρονική περίοδο 2007 – 2010 και εξήγησε ότι ο λόγος που δεν τις έλαβε υπόψη ήταν γιατί ήταν παλιές. Επί τούτου δεν είναι αποδεκτή η εξήγηση του να μην λάβει υπόψη αυτές γιατί είναι απομακρυσμένες χρονικά αλλά και επειδή μεσολάβησε και η κρίση. Θα μπορούσε να προβεί στις ανάλογες προσαρμογές, στην βάση των επιστημονικών του μεθόδων, πράγμα όμως που δεν έπραξε. Οι πιο πολλές πωλήσεις, σύμφωνα πάντοτε με τη θέση του, αφορούσαν αγοραστές, οι οποίοι είχαν οικονομικά προβλήματα. Οι πιο πάνω θέσεις του όμως συγκρούονται με την κοινή λογική. Και τούτο γιατί, αντίθετα, η λογική και μόνον υπαγορεύει ότι η έλλειψη οικοπέδων στην περιοχή, χωρίς το Δικαστήριο να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα, αυξάνει την αγοραία αξία ενός ακινήτου, γεγονός με το οποίο εξάλλου συμφώνησε ο εν λόγω μάρτυρας.
Οι πιο πάνω θέσεις του επίσης διαψεύδονται μέσα από το ίδιο το Τεκμήριο 28 που ο ίδιος ετοίμασε. Στο εν λόγω Τεκμήριο αναφέρεται ότι, μεταξύ άλλων, οικόπεδο την 1.9.2014 πωλήθηκε για το ποσό των €480.000 και την 5.4.11 πωλήθηκε οικόπεδο για το ποσό των €365,000.
Σε σχέση με τις θέσεις του ότι ο ίδιος δεν έλαβε υπόψιν τις πωλήσεις ακινήτων της περιόδου 2013-2014 επειδή αφορούσαν ιδιοκτήτες που είχαν οικονομικά προβλήματα με αποτέλεσμα να αναγκάζονται να τα πωλούν σε πιο χαμηλή από την πραγματική αγοραία τους αξία δεν γίνονται αποδεκτές. Και τούτο γιατί είναι άγνωστο για το μάρτυρα, εφόσον ενώπιον του δεν είχε οποιοδήποτε στοιχεία αλλά και ούτε υποστήριξε κάτι τέτοιο, για το ποια ακριβώς ήταν η οικονομική κατάσταση της Ενάγουσας κατά τον επίδικο χρόνο. Εξάλλου η θέση του συγκρούεται με την ίδια τη δικογραφημένη εκδοχή των Εναγομένων 4,5 και 6, η οποία συνίστατο στο γεγονός ότι το ακίνητο το αγόρασαν για το ποσό των €190.000. Για να «διασκεδάσει» τις εντυπώσεις ανέφερε για πρώτη φορά, δείγμα και της μη πειστικότητας αλλά και της μη σταθερότητας των θέσεων του, ότι
«Η θέση μου είναι ότι δεν είπα ότι η αξία του είναι 150 χιλιάδες, είπα ότι την υιοθετώ ως ορθή μέσα στο πλαίσιο του τι συνέβαινε κατά την περίοδο που έγινε η πώληση. Επίσης είπα, επίσης λέω ότι εάν οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι έγινε για 190 χιλιάδες δεν μπορώ να το γνωρίζω, λαμβάνοντας υπόψη μου το Τεκμήριο 13 και το ποσό που αναφέρθηκε στο Κτηματολόγιο.»
Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει να σημειωθεί, ως θα διαφανεί κατωτέρω, ότι για το ποια ήταν ακριβώς η πραγματική αγοραία αξία του ακινήτου δεν αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα ως προς την επίλυση των εγειρόμενων επίδικων ζητημάτων.
Αποδεκτή γίνεται η μαρτυρία της Μ.Υ 4. Η εν λόγω μάρτυρας επιβεβαίωσε το γεγονός ότι οι σφραγίδες που φέρει το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.2024, λόγω του ότι δεν ήταν πρωτότυπες δεν μπορούσε, μέσα από την έρευνα της, να καταλήξει σε συμπέρασμα από ποιο αποτύπωμα σφραγίδας είχαν τοποθετηθεί σε αυτό. Ουδέποτε ανάφερε ότι η υπογραφή επ’ αυτού δεν ήταν πρωτότυπη. Η θέση αυτή της μάρτυρος, θα πρόσθετα, επιβεβαιώνει την εκδοχή της Ενάγουσας περί πλαστότητας του εν λόγω ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου αφού η κοινή λογική και μόνον υπαγορεύει ότι δεν είναι λογικό να τοποθετήθηκε η σφραγίδα στο πληρεξούσιο με εκτύπωση από τον Πιστοποιούντα υπάλληλο. Η λογική και μόνο επιτάσσει ότι η σφραγίδα θα ήταν πρωτότυπη, δηλαδή θα τοποθετούσε την σφραγίδα με το χέρι επισκεπτόμενος κάποιος τον Πιστοποιούντα υπάλληλο για την πιστοποίηση της υπογραφής του.
Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία της Μ.Υ 6, η οποία απλά επιβεβαίωσε το γεγονός ότι, ως είναι καταχωρημένο στο σύστημα του ΣΑΛΑ, ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου φέρονται να είναι οι Εναγόμενοι 4, 5 και 6, στους οποίους αποστέλλονται και οι σχετικές χρεώσεις του Τμήματος της. Ουδεμία σημασία έχει όμως η μαρτυρία της σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα της υπόθεσης. Και τούτο γιατί με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αυτό που θα αποφασίσει ποιος δικαιούται σήμερα να είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου.
Από την άλλη δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Υ.7 ως προς τη βασική του θέση ότι το ποσό που αναγράφετο στην επιταγή (Τεκμήριο 34) εξαργυρώθηκε από την ίδια την Ενάγουσα. Το γεγονός αυτό το έχει επιβεβαιώσει μέσω υποκαταστήματος της Τράπεζας Κύπρου. Η θέση του αυτή όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Και τούτο γιατί αποτελεί θέση του Μ.Υ.9 ότι αυτή εξαργυρώθηκε από τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της Ενάγουσας (βλέπε σελ. 22 πρακτικών κυρίως εξέτασης Μ.Υ.9, ημερομηνίας 10.6.2024). Περαιτέρω σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 5 η υπογραφή στο πίσω μέρος της επιταγής (που προφανώς τέθηκε για σκοπούς εξαργύρωσης της) δεν ανήκει στην ίδια. Σημαντικό επίσης είναι και το γεγονός ότι ο ίδιος ο μάρτυρας, κατά την αντεξέταση του, ανασκεύασε τη θέση του περί εξαργύρωσής της από την Ενάγουσα, αναφέροντας ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εν τέλει από ποιο πρόσωπο αυτή έχει εξαργυρωθεί. Συνεπακόλουθα η πιο πάνω βασική του θέση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Αποδέχομαι επίσης την μαρτυρία της Μ.Υ.8, η οποία επίσης είναι επουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα ζητήματα. Η εν λόγω μάρτυρας απλώς αρκέστηκε στο να μεταφέρει στο Δικαστήριο την υπάρχουσα κατάσταση του ακινήτου ως αυτή παρουσιάζεται σήμερα στο Κτηματολόγιο.
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω την μαρτυρία του Εναγομένου 5 (Μ.Υ 9), ο οποίος ήταν ο ουσιωδέστερος μάρτυρας εκ μέρους της Υπεράσπισης.
Έχω αποκομίσει πολύ πτωχή εικόνα γι’ αυτόν και ως εκ τούτου η δική του εκδοχή γεγονότων απορρίπτεται. Η μαρτυρία του περιέχει ουσιώδεις αντιφάσεις, αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές και δεν έχει λογική συνοχή. Προσήλθε στο Δικαστήριο με μοναδικό σκοπό όχι για να το διαφωτίσει για το πως ακριβώς είχαν διαδραματιστεί τα επίδικα με την παρούσα αγωγή γεγονότα, αλλά αποκλειστικά για να προωθήσει τα συμφέροντα του ιδίου και των λοιπών Εναγομένων 4 και 6. Δεν απαντούσε με ευθύτητα και αμεσότητα στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και η μαρτυρία του έχει κλονισθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Εξηγώ ευθύς αμέσως τους λόγους που δικαιολογούν την μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα θέση του Δικαστηρίου.
Ο ίδιος προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει εκ μέρους και των λοιπών Εναγομένων 4 και 6, δηλαδή να προωθήσει την κοινή δική τους εκδοχή γεγονότων, με προφανή σκοπό να πείσει το Δικαστήριο ότι αφενός μεν οι ίδιοι δεν γνώριζαν ότι η πώληση του επίδικου ακινήτου ήταν προϊόν δόλου και απάτης αλλά και ότι οι ίδιοι δεν ήταν μέρος της όλης πλεκτάνης που στήθηκε εναντίον της Ενάγουσας, αφετέρου δε ότι οι ίδιοι ήταν καλόπιστοι αγοραστές του ακινήτου δίδοντας και το νόμιμα αντάλλαγμα του. Επί των βασικών ζητημάτων όμως που ερωτήθηκε και κυρίως ως προς το οικονομικό σκέλος της δήθεν μεταβίβασης του ακινήτου της Ενάγουσας προς αυτούς, ο ίδιος απέφευγε να απαντήσει, για δικούς του λόγους, παραπέμποντας συνεχώς στο γεγονός ότι αρμόδιο πρόσωπο επί των οικονομικών ζητημάτων σε σχέση με την δήθεν πώληση του ακινήτου ήταν ο πατέρας του, Εναγόμενος 4.
Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι ο Εναγόμενος 4, ο οποίος ήταν παρών σε κάποιες δικασίμους, επέλεξε για δικούς του λόγους να μην προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία στο Δικαστήριο. Δεν κρίνεται αρνητικά αυτή του η επιλογή εφόσον αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του. Η επισήμανση όμως αυτή του Δικαστηρίου γίνεται με μοναδικό σκοπό να αναδείξει ότι το πλέον αρμόδιο πρόσωπο, σύμφωνα με τον Μ.Υ.9, σε σχέση με το πολύ βασικό επίδικο ζήτημα της καταβολής του τιμήματος αγοράς αλλά και των διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα για την αγορά του ακινήτου από τους κτηματομεσίτες και δήθεν πληρεξουσίους αντιπροσώπους της Ενάγουσας ήταν αποκλειστικά ο Εναγόμενος 4. Για παράδειγμα ο εν λόγω μάρτυρας, ερωτηθείς σχετικά, δεν γνώριζε ότι η εταιρεία, στην οποία είναι και ο ίδιος μέτοχος, αξίωνε από την Ενάγουσα το ποσό των €100.000 ως αποζημίωση σε σχέση με τον τερματισμό της συμφωνίας για άδεια χρήσης του ακινήτου, δεν γνώριζε ότι εν τέλει υπεγράφη συμφωνία μεταξύ της εταιρείας του και της Ενάγουσας για την παράδοση του ακινήτου της καθώς επίσης και δεν μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο σε σχέση με το τίμημα που κατέβαλαν για την αγορά του. Δεν είναι πειστική η θέση του ότι ο ίδιος δεν ήταν γνώστης των οικονομικών εφόσον είχε μικρό μερίδιο στην εταιρεία. Ο ίδιος όμως ήταν ένας από τους αγοραστές του ακινήτου και επομένως όφειλε, έπρεπε και ήταν σε θέση να γνωρίζει.
Ούτε και αντέχει τη βάσανο της κοινής λογικής η θέση που προέβαλε ο Μ.Υ 9 ότι αφού ενημερώθηκαν από κτηματομεσίτες ότι το ακίνητο της Ενάγουσας ήταν προς πώληση και με δεδομένο του ότι, ως αποδέχεται ο ίδιος, στην συνέχεια ο Εναγόμενος 4 μίλησε με τον Μ.Ε.1 με σκοπό να επιβεβαιώσει το γεγονός αυτό, ο τελευταίος να μην ενημέρωσε τον πρώτο ότι αυτό πράγματι ήταν προς πώληση για το ποσό των €300.000. Αντίθετα η λογική και μόνο υπαγορεύει ότι ο Μ.Ε.1, έχοντας ως μοναδικό κίνητρο την πώληση του ακινήτου της Ενάγουσας, να τον ενημέρωσε για την τιμή πώλησης του με δεδομένο ότι ο ίδιος γνώριζε ότι αυτό χρησιμοποιείτο για τις ανάγκες της επιχείρησης των Εναγομένων και ότι πολύ πιθανόν οι τελευταίοι να ενδιαφέρονταν να το αγοράσουν, όπως και εν τέλει έγινε.
Αποτελεί επίσης άξιον απορίας το γεγονός ότι ενώ στις 5.3.2024 ο Μ.Ε 1 μαζί με την εταιρεία και τον Εναγόμενο 4 υπέγραψαν συμφωνία για την παράδοση της κατοχής του ακινήτου στην Ενάγουσα και ενώ οι Εναγόμενοι γνώριζαν ότι αυτό ήταν προς πώληση, οι τελευταίοι, μετά την παρέλευση λίγων ημερών, να διαπραγματεύονταν την πώληση του με ένα άγνωστο κτηματομεσίτη και στην συνέχεια να παρουσιάζονται δύο πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι για την πώληση αυτού, να μην θεωρήσουν αναγκαίο να επικοινωνήσουν με τον Μ.Ε 1 ώστε να επιβεβαιώσουν το γεγονός αυτό. Προφανώς ο λόγος ήταν επειδή η τιμή πώλησης του ακινήτου της Ενάγουσας εξυπηρετούσε τις δικές τους ανάγκες. Ούτε και έκριναν σκόπιμο ενώ γνώριζαν, με βάση την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 1, ότι η τιμή πώλησης του ακινήτου ήταν για το ποσό των €300.000 και σε λίγες ημέρες αυτό δήθεν να πωλείτο στη μισή τιμή, να μην είχαν υποψιαστεί το ο,τιδήποτε και να μην νιώσουν και πάλι την ανάγκη να επικοινωνήσουν μαζί του.
Ούτε και το Δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι η συμφωνία παραχώρησης του ακινήτου ενώ έλαβε χώρα στις 5.3.2014, βάση του οποίου ο Μ.Ε 1 υπέγραψε ως αντιπρόσωπος της Ενάγουσας, την ίδια ώρα να παρουσιάζεται στον Εναγομένους 4,5 και 6 προγενέστερο πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.2014, της Ενάγουσας προς την Εναγομένη 1, με την οποία η πρώτη εξουσιοδοτούσε την δεύτερη για την πώληση του ακινήτου της. Το γεγονός αυτό θα έπρεπε να τους προβληματίσει ιδιαίτερα σε σχέση με την γνησιότητα της επίδικης πράξης.
Ακόμη ένας λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει αποδεκτή την μαρτυρία του Μ.Υ 9 ήταν και οι εξής αντιφατικές του θέσεις επί ουσιωδών ζητημάτων.
Ενώ στις δικογραφημένες θέσεις τους οι Εναγόμενοι προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι η τιμή πώλησης του ακινήτου ανερχόταν στο ποσό των €190.000, αντίθετα ο Μ.Υ 9 ενόρκως προέβαλε την εκδοχή ότι η τιμή πώλησης ανερχόταν μόνο στο ποσό των €150.000. Όταν του υποδείχθηκε το γεγονός αυτό, ο εν λόγω μάρτυρας σε μία ανεπιτυχή προσπάθεια του να «διασκεδάσει» τις εντυπώσεις ανάφερε ότι το υπόλοιπο ποσό των €40.000 αφορούσε την πληρωμή διαφόρων εξόδων και φόρων που η Ενάγουσα όφειλε ως η ιδιοκτήτρια του ακινήτου. Πέραν του γεγονότος ότι αν όντως το γεγονός αυτό ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ο εν λόγω μάρτυρας θα το ανάφερνε εξ αρχής (καθώς επίσης και μία τέτοια θέση θα έπρεπε να δικογραφείτο αναλόγως), ένα τέτοιο γεγονός πουθενά δεν καταγράφεται στο αρχικό πωλητήριο που ο Εναγόμενος 3 υπέγραψε με τους Εναγομένους για την πώληση του ακινήτου. Ούτε και στην σχετική δήλωση μεταβίβασης καταγράφεται ένα τέτοιο ποσό, αλλά αυτό που καταγράφεται ως τιμή πώλησης είναι το ποσό των €150.000. Δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι το εν λόγω αγοραπωλητήριο εν τέλει αποσύρθηκε και η μεταβίβαση του ακινήτου έγινε με σχετική δήλωση μεταβίβασης. Ο μοναδικός λόγος όμως που αυτό αποσύρθηκε, σύμφωνα με την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία, ήταν λόγω του ότι μέσω της σχετικής δήλωσης μεταβίβασης, αντί του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 θα πλήρωναν πιο χαμηλά μεταβιβαστικά τέλη. Σε κάθε όμως περίπτωση το πλέον βαρυσήμαντο στοιχείο είναι ότι οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 δεν προσκόμισαν οποιεσδήποτε σχετικές αποδείξεις για την πληρωμή του ποσού των €40.000. Περαιτέρω τα μεταβιβαστικά τέλη ανέρχονταν περίπου, σύμφωνα με την μαρτυρία της Μ.Υ.8, στο ποσό των €6.915.
Στην συνέχεια βέβαια ο Μ.Υ 9 ανασκεύασε και πάλι τις θέσεις του, ερωτηθείς σχετικά, αναφέροντας ότι κατέβαλαν το ποσό των €150.000 και εκκρεμούσαν κάποια έξοδα του Μ.Υ 3 και του Εναγόμενου 3. Δεν έκανε δηλαδή οποιαδήποτε αναφορά για πληρωμή οποιονδήποτε φόρων.
Ανεξαρτήτως της δικογράφησης περί τιμήματος πώλησης του ακινήτου για το ποσό των €190.000, έστω και για χάριν συζήτησης ότι εν τέλει το τίμημα πώλησης του ακινήτου ήταν για το ποσό των €150.000, αρνητική εντύπωση, η οποία πλήττει καίρια την όλη εκδοχή των Εναγομένων 4,5 και 6, αποτελεί και το γεγονός ότι ουδεμία απόδειξη, πέραν του Τεκμηρίου 34, προσκομίστηκε από τους Εναγομένους, οι οποίοι έχουν και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους, ότι πράγματι κατέβαλαν το σχετικό τίμημα πώλησης. Θέση του Μ.Υ 9 ήταν ότι το εν λόγω ποσό καταβλήθηκε με την έκδοση της σχετικής επιταγής προς την Ενάγουσα (Τεκμήριο 34) και κατά διαστήματα έδιδαν διάφορα ποσά στον Εναγόμενο 3 μέχρι να μεταβούν στο Κτηματολόγιο όπου και εκεί έγινε η πλήρης εξόφληση του. Καμία όμως απόδειξη δεν προσκομίστηκε περί τούτου ενώπιον του Δικαστηρίου, για το ποια ακριβώς ποσά και πότε έχουν καταβληθεί, με αποτέλεσμα ο τρόπος καταβολής του εν λόγω ποσού να παραμείνει άγνωστος στο Δικαστήριο αλλά και οι Εναγόμενοι να μην αποσείσουν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους. Αφού ο Μ.Υ 9 ήταν παρών ως ο ίδιος ανέφερε στις πληρωμές και την έκδοση αποδείξεων, αποτελεί άξιον απορίας πως ο ίδιος να μην ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες. Ασφαλώς και το ερώτημα αυτό έχει παραμείνει αναπάντητο.
Όταν δε του ζητήθηκε από τον συνήγορο της Ενάγουσας να προσκομίσει τις σχετικές αποδείξεις (βλέπε σελ. 42 των πρακτικών, ημερομηνίας 10.6.2024) ανέφερε ότι δεν τις έχει στην κατοχή του και επιφυλάχθηκε να τις προσκομίσει κατά την επόμενη δικάσιμο. Αφού η ακροαματική διαδικασία διακόπηκε, για άλλους λόγους που εμφαίνονται στα πρακτικά του Δικαστηρίου, κατά την επόμενη δικάσιμο ανέφερε ότι τις σχετικές αποδείξεις των πληρωμών τις έχει στην κατοχή της η Αστυνομία. Πέραν του γεγονότος ότι αυτό μπορούσε να το αναφέρει εξ αρχής ενώπιον του Δικαστηρίου, κάτι που βεβαίως παρέλειψε να πράξει, η θέση του αυτή δεν είναι πειστική. Και τούτο γιατί η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε στις 2.9.2014 (λίγες ημέρες πριν την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης), και επομένως οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 γνώριζαν από τότε για την ύπαρξη της. Γνώριζαν επίσης ότι η καταβολή του τιμήματος αγοράς θα αποτελούσε βασικό επίδικο ζήτημα, εφόσον προέβαλαν το γεγονός αυτό στην Υπεράσπιση τους, και ως εκ τούτου θα έπρεπε να αποταθούν στην Αστυνομία λαμβάνοντας σχετικά αντίγραφα ούτως ώστε να τα προσκομίσουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Είτε θα έπρεπε να κρατήσουν εξ αρχής σχετικά αντίγραφα των εν λόγω αποδείξεων. Τίποτε όμως από τα πιο πάνω δεν φέρεται να έχουν πράξει. Ούτε και ακόμα όταν ολοκληρώθηκε η μαρτυρία του Μ.Υ.9 και έχοντας ως δεδομένο ότι ηγέρθη αυτό το ζήτημα από την πλευρά της Ενάγουσας, οι Εναγόμενοι δεν κάλεσαν οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο από την Αστυνομία ούτως ώστε να τις προσκομίσει ενώπιον του Δικαστηρίου. Η όλη τους στάση και συμπεριφορά εγείρει εύλογα ερωτήματα ως προς την αληθοφάνεια της εκδοχής τους.
Ακόμη μία ουσιώδη αντίφαση στην μαρτυρία του Μ.Υ 9 αποτελεί και το γεγονός ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός του, ότι δηλαδή οι Εναγομένοι εξόφλησαν το τίμημα της πώλησης του ακινήτου της Ενάγουσας πριν την μεταβίβαση αυτού, διαψεύδεται με τα όσα ο ίδιος ανάφερε στην γραπτή του κατάθεση στην Αστυνομία (Τεκμήριο 35), η οποία δόθηκε σε σύντομο μετά από τα επίδικα γεγονότα χρόνο. Στην εν λόγω κατάθεση ο Μ.Υ 9 προβάλλει τη θέση ότι οι Εναγόμενοι κατέβαλαν το ποσό των €15.000 ως προκαταβολή, και στη συνέχεια, δηλαδή μετά την μεταβίβαση, θα εξοφλούσαν το τίμημα πώλησης του ακινήτου με δόσεις. Πέραν της πιο πάνω αντιφατικότητας των θέσεων του, αποτελεί άξιον απορίας ποια πράξη αγοράς ακινήτου γίνεται με καλή τη πίστη όταν δεν εξοφλείται το τίμημα κατά την μεταβίβαση και παραμένει ως υπόλοιπο το μεγαλύτερο μέρος του τιμήματος. Επίσης είναι ένα ερώτημα το οποίο εγείρει εύλογα ερωτηματικά προς το Δικαστήριο.
Ακόμα ένας αλλησυγκρουόμενος ισχυρισμός με τις πιο πάνω θέσεις του αποτελεί και το γεγονός ότι σε σχέση με το τίμημα αγοράς ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε ότι οι Εναγόμενοι είχαν μόνο αποδείξεις ότι κατέβαλαν το ποσό των €107.000 και ότι το υπόλοιπο ποσό το κατέβαλαν κατά την ημέρα μετάβαση τους στο Κτηματολόγιο.
Ως προς το ζήτημα περί καταβολής του τιμήματος αγοράς του ακινήτου αποτελεί θέση της Υπεράσπισης ότι αυτό δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα στην παρούσα αγωγή εφόσον η Ενάγουσα αποδέχεται, μέσω του δικογράφου της, το γεγονός ότι πράγματι καταβλήθηκε το εν λόγω ποσό. Ο συνήγορος των Εναγομένων, προς τεκμηρίωση της πιο πάνω θέσης του, παρέπεμψε το Δικαστήριο, μέσω της γραπτής αγόρευσης του, στις παραγράφους 21, 21(στ) και 24 της Έκθεσης Απαιτήσεως. Είναι γεγονός ότι στις λεπτομέρειες αμέλειας εναντίον των Εναγομένων 1 και 3 αναφέρεται στην παράγραφο 21(στ) ότι τα εν λόγω πρόσωπα «μεταβίβασαν προς τους Εναγομένους 4,5 και 6 το οικόπεδο της Ενάγουσας χωρίς οποιαδήποτε εξουσιοδότηση από αυτή αποστερώντας την από την περιουσία της και αποκομίζοντας προς όφελος τους το χρηματικό αντάλλαγμα των €150.000:-το οποίο τους δόθηκε από τους Εναγομένους 4,5 και 6 χωρίς να δικαιούνται αυτό.» Η παράγραφος αυτή δεν θα πρέπει να ιδωθεί απομονωμένα από το υπόλοιπο περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης. Και τούτο γιατί τα όσα η Ενάγουσα δικογραφεί καθώς και όλες τις πληροφορίες που παραθέτει αναφορικά με την υποτιθέμενη πώληση γνωστοποιήθηκαν σε αυτή όταν και έλαβε αντίγραφα όλων των εγγράφων που κατατέθηκαν στο Κτηματολόγιο. Τόσο στο πωλητήριο έγγραφο όσο και στην σχετική δήλωση μεταβίβασης καταγράφεται ότι οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 κατέβαλαν πράγματι αυτό το ποσό. Είναι για το λόγο αυτό που στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαιτήσεως η Ενάγουσα καταγράφει ότι
«10. Από τα αντίγραφα των εγγράφων που η Ενάγουσα εξασφάλισε από το Κτηματολόγιο διαπιστώθηκε η ύπαρξη Πωλητηρίου Εγγράφου με ημερομηνία 22/03/2014 στο οποίο αυτή παρουσιάζεται και/ή εμφανίζεται, μέσω της Εναγομένης αρ. 1, ως δήθεν Πληρεξούσιου Αντιπροσώπου της δυνάμει Πληρεξουσίου Εγγράφου ημερομηνίας 28/02/204, να πώλησε στους Εναγομένους 4 και 5 το υπό αναφορά οικόπεδο της έναντι του ποσού των €150.000:- (Εκατόν Πενήντα Χιλιάδες) αντί των €300.000:- που ζητούσε.»
και στην παράγραφο 22(γ) ότι:
«Ενώ γνώριζαν ότι η τιμή του οικοπέδου της Ενάγουσας ήτο €300.000:- συνωμότησαν μετά των Εναγομένων 1 και 3 ή/και άλλων προσώπων και αγόρασαν δήθεν αυτό για το κατ’ ισχυρισμό ποσό των €150.000:-.»
Ενόψει των πιο πάνω είναι αβίαστα που καταλήγω στο συμπέρασμα ότι αποτελεί επίδικο ζήτημα στην παρούσα αγωγή του κατά πόσο όντως οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 κατέβαλαν το εν λόγω ποσό και το βάρος αυτό μεταφέρεται στους Εναγομένους να το αποδείξουν, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Υ 9 αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν έχουν αποσείσει το βάρος αυτό. Πως εξάλλου θα ήταν δυνατό η Ενάγουσα να γνώριζε ένα τέτοιο γεγονός εφόσον ουδέποτε εξουσιοδότησε την Εναγομένη 1 και τον Εναγόμενο 3 να πωλήσουν το ακίνητο της αλλά ούτε και η ίδια γνώριζε το ο,τιδήποτε σε σχέση με την υποτιθέμενη πώληση.
Ακόμη μία αντιφατική του θέση αποτελεί και το γεγονός ότι ενώ αρχικά ανέφερε ότι οι ίδιοι δεν γνώριζαν ότι το οικόπεδο της Ενάγουσας ήταν προς πώληση, στη συνέχεια (βλέπε σελίδα 10 των πρακτικών, ημερομηνίας 17.6.2024) ανασκεύασε τη θέση του δηλώνοντας ότι γνώριζαν το γεγονός αυτό. Επιπρόσθετα, ενώ ενόρκως ανέφερε ότι είδε τον κτηματομεσίτη και ο ίδιος στην συνέχεια ενημέρωσε τον πατέρα του, και ο τελευταίος κάλεσε τον Μ.Ε.1, αντίθετα, στη γραπτή του κατάθεση, ανέφερε ότι ο πατέρας του, του ανέφερε ότι το Μάρτη ήρθε ένας κτηματομεσίτης και συμφώνησαν όπως αγοράσει το ακίνητο της Ενάγουσας για το ποσό των €190.000.
Αποτελεί επίσης άξιον απορίας η θέση του ότι ενώ ο Μ.Υ 9 δήλωσε ότι ο Εναγόμενος 4 είχε σε μετρητά όλα τα χρήματα για την αγορά του ακινήτου τότε δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναγκαιότητα να αποταθούν μαζί με τον Εναγόμενο 4 σε πιστωτικό ίδρυμα ώστε να τους χορηγήσουν δάνειο. Ουδόλως πείθει η εξήγηση που έδωσε ότι ο σκοπός που αιτήθηκαν την χορήγηση δανείου ήταν για να επιστραφούν τα χρήματα πίσω στον πατέρα του εφόσον ήταν και ο τελευταίος αιτητής στο δάνειο. Αν πράγματι ίσχυε στην πραγματικότητα η εξήγηση που έδωσε ο εν λόγω μάρτυρας η λογική υπαγορεύει και μόνον ότι αιτητής στο δάνειο θα ήταν αποκλειστικά ο ίδιος. Αυτό βέβαια επίσης έρχεται σε αντίφαση με άλλη του θέση ότι πλήρωναν σταδιακά με δόσεις, μέσω προσωπικών τους χρημάτων, το τίμημα πώλησης. Αρνητική εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι ενώ υπέβαλε αίτημα για την χορήγηση δανείου ο ίδιος δεν ήταν καν σε θέση να θυμηθεί για το ακριβές ποσό που αιτήθηκαν.
Αντιφατική είναι και η εξής του θέση. Ενώ δήλωσαν ότι για την αγορά του ακινήτου μεσολάβησε κτηματομεσίτης, αντίθετα, επί του Τεκμηρίου 13, η οποία αποτελεί την δήλωση μεταβίβασης, (αφού προηγουμένως αποσύρθηκε το πωλητήριο έγγραφο) ο Μ.Υ 9 υπογράφει και βεβαιώνει επί του εν λόγω εντύπου ότι «για την συναλλαγή δεν υπήρξε μεσολάβηση κτηματομεσίτη».
Αποτελεί επίσης άξιον απορίας γιατί δεν κινήθηκαν νομικά εναντίον των Εναγομένων 1 και 3 αφού πληροφορήθηκαν ότι ήταν πλαστά τα πληρεξούσια έγγραφα. Ουδόλως πείθει η εξήγηση ότι ο λόγος ήταν επειδή οι Εναγομένοι 1 και 3 ήταν πτωχεύσαντες. Τέτοια σχετική μαρτυρία δεν προσκομίσθει. Πέραν τούτο αποτελεί και έμμεση παραδοχή τους ότι η υποτιθέμενη πώληση ήταν προϊόν απάτης και πλαστογραφίας.
Δεν χρειάζεται να παραθέσω οτιδήποτε άλλο για να καταδείξω του λόγου το αληθές ότι η μαρτυρία του βασικού μάρτυρα των Εναγομένων παρουσιάζει τέτοιου βαθμού αμφιταλαντεύσεις και έχει κλονισθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να είναι ακροσφαλές για το Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα μέσω αυτής. Η μαρτυρία του, ως έχει καταγραφεί ανωτέρω, είχε ουσιώδεις ασυνέπειες, που σχετίζονται, μεταξύ άλλων, με το βασικό θέμα της καταβολής του τιμήματος πώλησης του ακινήτου αλλά και της υποτιθέμενης αγοράς του και οι οποίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ασήμαντες ή ότι αφορούν παρεμφερείς λεπτομέρειες.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία του Μ.Υ 9 απορρίπτεται στο βαθμό που αυτή συγκρούεται με την λοιπή αποδεκτή μαρτυρία.
Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια στα πιο κάτω επιπρόσθετα ευρήματα:
Ο Μ.Ε.1 ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, γενικός πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ενάγουσας, δυνάμει σχετικού εγγράφου το οποίο έχει καταθέσει στο Κτηματολόγιο και έλαβε τον αριθμό ΠΛΕ435/2012.
Μέσα στα πλαίσια αυτά χειριζόταν όλη την ακίνητη περιουσία της Ενάγουσας.
Το Φεβρουάριο του 2012, αφού επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 4, του ζήτησε να του παραδώσει την κατοχή του ακινήτου της Ενάγουσας, λόγω του ότι αποφάσισαν να το πωλήσουν. Τον ρώτησε μάλιστα εάν ενδιαφέρεται αυτός ή η εταιρεία του να το αγοράσουν, έναντι του ποσού των €300.000. Ο Εναγόμενος 4 δεν αποδέχθηκε, λέγοντας του ότι δεν δίδει πάνω από €150.000.
Η Ενάγουσα, μέσω κτηματομεσίτη αλλά και διαφημίσεων στον Τύπο, διαφήμιζε το ακίνητο της ότι είναι προς πώληση. Περί τα τέλη του 2013 και ενώ συνεχιζόταν η διαφορά της Ενάγουσας με τον Εναγόμενο 4 και την εταιρεία του για την παράδοση της κατοχής του ακινήτου, επικοινώνησε τηλεφωνικώς μαζί του ο Εναγόμενος 3, ο οποίος του ανάφερε ότι είδε την διαφήμιση και ήθελε περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτό.
Ζήτησε τιμή, αντίγραφα τίτλου και τοπογραφικού σχεδίου τα οποία ο εν λόγω μάρτυρας του τα απέστειλε μέσω τηλεομοιότυπου.
Αρχές του 2014 συναντήθηκε για σκοπούς γνωριμίας με τον Εναγόμενο 3 στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας. Αφού συζήτησαν το ενδεχόμενο πώλησης του ακινήτου, το εν λόγω πρόσωπο του ζήτησε να του αποστείλει αντίγραφο του πληρεξουσίου που είχε ο ίδιος από την Ενάγουσα ώστε, όπως του ανάφερε, να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν νομότυπα. Ο εν λόγω μάρτυρας το έπραξε.
Αρχές Φεβρουαρίου του 2014 ο Εναγόμενος 3 τον ενημέρωσε τηλεφωνικώς ότι αποφάσισε να προχωρήσει στην αγορά του. Του ζήτησε δε να του στείλει δείγμα του πωλητηρίου εγγράφου που θα υπέγραφαν. Ο εν λόγω μάρτυρας και πάλι το έστειλε μέσω τηλεομοιότυπου. Ο Εναγόμενος 3 στη συνέχεια τον πληροφόρησε τηλεφωνικώς ότι οι αγοραστές του ακινήτου θα ήταν οι θυγατέρες του, η Εναγόμενη 1 και κάποια Ξένια Λαμπή. Του ζήτησε όπως ετοιμάσει το σχετικό πωλητήριο και ορίστηκε συνάντηση στη Λευκωσία για την υπογραφή του. Στη εν λόγω συνάντηση τόσο οι προστιθέμενοι αγοραστές, όσο και ο Εναγόμενος 3 δεν προσήλθαν. Καθορίστηκε νέα συνάντηση στη Λεμεσό, την 5.3.2014, αυτήν την φορά στην οικία του Εναγομένου 3. Παρά το γεγονός ότι μετέβηκε στη Λεμεσό μαζί με την Ενάγουσα, δεν υπήρξε ανταπόκριση στα τηλεφωνήματα του και έτσι το ζήτημα πώλησης ναυάγησε. Έκτοτε δεν είχαν οποιαδήποτε άλλη επαφή μαζί του.
Ακολούθως πληροφορήθηκε για την πώληση του ακινήτου της Ενάγουσας.
Στα πλαίσια υλοποίησης της παράνομης μεταβίβασης του οικοπέδου στους Εναγόμενους 4, 5 και 6 στη βάση δήλωση μεταβίβασης Π1468/2014 παρουσιάστηκε, μεταξύ άλλων, στο Κτηματολόγιο πλαστογραφημένη ταυτότητα της Ενάγουσας.
Ούτε ο Μ.Ε 1 ούτε και η Ενάγουσα είχαν ποτέ συναντήσει τους Εναγόμενους 1 και 3. Ούτε και έχουν επισκεφθεί τον πρώην Εναγόμενο 2 για την πιστοποίηση της υπογραφής της Ενάγουσας.
Το πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.14, το οποίο αποδίδεται στην Ενάγουσα είναι πλαστό και η υπογραφή στη θέση της πληρεξουσιοδοτούσας δεν ανήκει στην ίδια. Η Εναγόμενη 1 όταν υπέγραφε το ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 22.3.14, ενεργούσε δόλια εφόσον γνώριζε ότι δεν ήταν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Ενάγουσας και δεν είχε εξουσιοδοτηθεί ουδέποτε από αυτήν να πράξει το ο,τιδήποτε και κατά συνέπεια δεν είχε εξουσία να διορίσει περαιτέρω πληρεξούσιο αντιπρόσωπο αυτής, δηλαδή τον Εναγόμενο 3.
Το επίδικο ακίνητο της Ενάγουσας μεταβιβάστηκε στις 26.8.2014 στους Εναγόμενους 4, 5 και 6, δυνάμει δήλωσης μεταβίβασης μέσω του Εντύπου Ν 270. Πωλήτρια ήταν η Ενάγουσα. Εκ μέρους της υπέγραψε ο Εναγόμενος 3, στη βάση ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου που του παραχώρησε η Εναγόμενη 1. Ουδέποτε η Ενάγουσα διόρισε τον Εναγόμενο 3 ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της. Το τίμημα πώλησης του οικοπέδου ήταν για €150.000, χωρίς να έχει προσκομισθεί, πλην του Τεκμηρίου 34, οποιαδήποτε μαρτυρία ότι αυτά έχουν καταβληθεί σε οποιονδήποτε πρόσωπο. Το Κτηματολόγιο για σκοπούς δικαιωμάτων του (Μεταβιβαστικά τέλη) δεν αποδέχθηκε την εν λόγω αξία εφόσον στη βάση των δικών του εκτιμήσεων η αξία του οικοπέδου ανερχόταν στο ποσό των €290.300.
Η αγοραία αξία του ακινήτου της Ενάγουσας την 1.1.13 ανερχόταν στο ποσό περίπου των €290.000.
Η Ενάγουσα ουδέποτε έλαβε το ποσό της επιταγής που ο Εναγόμενος 4 είχε εκδώσει στο όνομα της.
Οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 επισκέφθηκαν το γραφείο του Μ.Υ.3. Μαζί τους ήταν επίσης ο Εναγόμενος 3 και ο Φίλιππος Δημητρίου. Το εν λόγω πρόσωπο ετοίμασε όλα τα σχετικά έγγραφα για την μεταβίβαση του ακινήτου της Ενάγουσας στους Εναγομένους 4, 5 και 6, αφού προηγουμένως του προσκόμισαν όλα τα σχετικά έγγραφα (αντίγραφο τίτλου ιδιοκτησίας, ταυτότητες των συμβαλλομένων, πληρεξούσια). Ο ίδιος ήταν επίσης παρών κατά την ημέρα μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου στο Κτηματολόγιο. Ο Μ.Υ.3 δεν είδε να γίνονται πληρωμές την ημέρα της μεταβίβασης και διαπίστωσε ότι τα μεταβιβαστικά τέλη, ύψους €6.915, καταβλήθηκαν από τους Εναγόμενους 4,5 και 6.
Τα αποτυπώματα σφραγίδων, τα οποία υπήρχαν επί του πληρεξουσίου εγγράφου, ημερομηνίας 28.2.14, δεν ήταν πρωτότυπα αλλά αναπαραγωγή τύπου ink-Jet. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να διαπιστωθεί από ποια σφραγίδα προέρχονταν αυτά.
Από το 2014 τα τέλη του ΣΑΛΑ αποστέλλονται στους Εναγομένους 4,5 και 6 οι οποίοι και τα πληρώνουν σε σχέση με το ακίνητο της Ενάγουσας.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η επίδικη μεταβίβαση του ακινήτου της στους Εναγομένους 4,5 και 6 είναι αποτέλεσμα, απάτης, δόλου αλλά και πλαστογραφίας.
Διατείνει επίσης ότι είναι το προϊόν συνωμοσίας μεταξύ των Εναγομένων 1 και 3 μετά των Εναγομένων 4,5 και 6.
Αναμφίβολα, η ελεύθερη συναίνεση των μερών που συνάπτουν μια σύμβαση αποτελεί συστατικό κάθε νόμιμης σύμβασης (άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149).
Σύμφωνα με το άρθρο 14 του Κεφ. 149, η συναίνεση θεωρείται ελεύθερη όταν δεν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού, άσκησης ψυχικής πίεσης, απάτης, ψευδούς παράστασης ή πλάνης.
Το άρθρο 17 του Κεφ. 149 διαλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου μια σύμβαση καταρτίζεται συνεπεία δόλου/απάτης.
Ο δόλος αποτελείται ουσιαστικά από την παράσταση αναληθούς γεγονότος ως αληθούς με γνώση περί της αναλήθειας αυτού, αλλά περιλαμβάνει και οποιαδήποτε άλλη πράξη επιτήδεια προς εξαπάτηση άλλου προσώπου.
Στην υπόθεση Μαρία Ιακώβου ν. Λαικής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 992, υιοθετείται σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England και υποδεικνύεται ότι συνήθως ο όρος «δόλος» αναφέρεται σε κάτι ανέντιμο και ηθικώς ανάρμοστο, ειδικά σε σχέση με την απόκτηση χρηματικού ή υλικού οφέλους με άδικα μέσα.
Σε σχέση με τον ισχυριζόμενο δόλο, υπογραμμίζεται ότι είναι αρκετό αν αποδειχθούν μερικές από τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες δόλου (Τσιάρτας κ.α. v. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1523).
Κάθε πράξη ή έγγραφο το οποίο είναι αποτέλεσμα ή προϊόν δόλου ακυρώνεται σε περίπτωση που θα αποδειχθεί η ύπαρξη δόλου.
Σε αγωγή που εγείρεται στη βάση ισχυρισμών για δόλο ο ενάγοντας θα πρέπει να αποδείξει ότι ο εναγόμενος δεν πίστευε έντιμα στη δήλωση που έκανε ή στην παράσταση του γεγονότος που προώθησε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ενάγων οφείλει να αποδείξει και τη γνώση του εναγόμενου περί της αναλήθειας της δήλωσης ούτε την ανεντιμότητα της πρόθεσης του εναγόμενου. Εκείνο το οποίο απαιτείται να αποδειχθεί είναι ότι ο εναγόμενος υποψιαζόταν ότι η δήλωσή του πιθανόν να ήταν ανακριβής ή ότι αμέλησε να διερευνήσει την ορθότητά της.
Σε σχέση με το αστικό αδίκημα της απάτης, αυτό στοιχειοθετείτε στο άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο Κεφ. 148 το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, με σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει με βάση αυτή...»
Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14th edition, παρ. 1640 αναφέρεται ότι:
«In order to give a cause of action in deceit not only must the statement complained of be untrue to the defendant's knowledge, it must be made with intent to deceive the plaintiff, with intent, that is to say, that it shall be acted upon by him».
Όσο αφορά τον ισχυρισμό για πλαστογραφία στην υπόθεση Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ κ.α. ν. Δημήτριου Κακαβού Πολ. Εφ. 278/2010 ημερ. 15/10/2015, λέχθηκαν εν προκειμένω τα ακόλουθα:
«Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Doe d. Davine v. Wilson (1855) 10 Moo P.C.C. 502, το βάρος απόδειξης πλαστογραφίας είναι με το διάδικο εκείνο που εγείρει τέτοιο ζήτημα, αλλά σε αστική δίκη το επίπεδο είναι στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ στην ποινική δίκη το βάρος το έχει κατά κανόνα η κατηγορούσα αρχή που ισχυρίζεται πλαστογραφία εγγράφου στο επίπεδο της απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές η Ενάγουσα έχει το βάρος να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι η υπογραφή της στο πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 28.2.2014, είναι πλαστογραφημένη. Σε περίπτωση που αυτό αποδειχθεί πλαστό, αυτόματα πλαστά και άκυρα αλλά και χωρίς την οποιαδήποτε νομική ισχύ θεωρούνται και τα ειδικά πληρεξούσια έγγραφα, ημερομηνίας 22.3.2014 και 24.8.2014, αντιστοίχως, που η Εναγόμενη 1, υπό την ιδιότητα της δήθεν αντιπροσώπου της Ενάγουσας, χορήγησε μετέπειτα στον Εναγόμενο 3, ώστε αυτός να μεταβιβάσει εξ ονόματος της το ακίνητο στους Εναγομένους 4, 5 και 6.
Με βάση την προσκομισθείσα και κριθείσα ως αξιόπιστη μαρτυρία έχει γίνει αποδεκτό ότι η Ενάγουσα ουδέποτε υπέγραψε το εν λόγω πληρεξούσιο εφόσον η υπογραφή της έχει πλαστογραφηθεί, και ούτε υπέγραψε στα εν λόγω πρόσωπα οποιοδήποτε πληρεξούσιο έγγραφο ώστε να προχωρήσουν με την πώληση του επίδικου ακινήτου της. Η Ενάγουσα ουδέποτε παρουσιάστηκε ενώπιον οποιουδήποτε πιστοποιούντος υπαλλήλου για την κατάρτιση οποιονδήποτε πληρεξουσίων εγγράφων καθώς επίσης και η ταυτότητα που προσκομίσθηκε στο Κτηματολόγιο, για σκοπούς ολοκλήρωσης της μεταβίβασης του ακινήτου της, ήταν πλαστογραφημένη.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω δεδομένα η Ενάγουσα με την προσκομισθείσα και αποδεκτή μαρτυρία που έθεσε απέσεισε το σχετικό βάρος και απέδειξε με θετικό τρόπο τον ισχυρισμό της ότι η επίδικη μεταβίβαση του ακινήτου της ήταν δόλια εφόσον ουδέποτε εξουσιοδότησε τους Εναγομένους 1 και 3 να προβούν σε μία τέτοια πράξη. Η αποδοχή του ισχυρισμού ότι η Ενάγουσα ουδέποτε έθεσε την υπογραφή της επί του ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου τεκμηριώνεται με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε.5 ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αμφισβητούμενη υπογραφή της Ενάγουσας επ’ αυτού δεν ανήκει σε αυτήν. Αναπόφευκτα οδηγείται το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο έγγραφο είναι πλαστό, χωρίς να χρειάζεται οποιαδήποτε νομική ανάλυση του όρου. Η επίδικη πώληση του ακινήτου της Ενάγουσας με βάση την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία ήταν το προϊόν απάτης, πλαστογραφίας και δόλου από μέρους των Εναγομένων 1 και 3.
Όλες οι πιο πάνω ενέργειες των Εναγομένων 1 και 3, είναι και δόλιες αλλά και απατηλές, εφόσον οι τελευταίοι είχαν γνώση των παράνομων των πράξεων τους αλλά και πρόθεση να αποστερήσουν από την Ενάγουσα την περιουσία της.
Συνεπακόλουθα η Ενάγουσα απέδειξε την υπόθεση της εναντίον των Εναγομένων 1 και 3 στην βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.
Σε σχέση με τους Εναγομένους 4,5 και 6 αποτελεί θέση του συνηγόρου των Εναγομένων ότι με την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα μαρτυρία η Ενάγουσα δεν έχει αποδείξει το γεγονός ότι αυτοί έχουν με οποιοδήποτε τρόπο πλαστογραφήσει οποιοδήποτε σχετικό με την μεταβίβαση έγγραφο, ή ότι οι ίδιοι αποτελούν μέρος του δόλου και της απάτης αλλά και ότι αυτοί συνωμότησαν με τους Εναγόμενους 1 και 3. Ήταν η καταληκτική του θέση ότι στην βάση των πιο πάνω η εναντίον τους αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί.
Το αποτέλεσμα αλλά και το προϊόν της απάτης και του δόλου των Εναγομένων 1 και 3 αλλά και της πλαστογραφίας ήταν η υποτιθέμενη πώληση του ακινήτου της Ενάγουσας. Οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 ήταν μέρος της παράνομης πράξης αυτής, εφόσον αυτοί ήταν οι αγοραστές του, ανεξαρτήτως του γεγονότος κατά πόσον έχει αποδειχθεί εναντίον τους η οποιαδήποτε από μέρους τους παράνομη πράξη. Δεν μπορούν να επωφεληθούν οι ίδιοι και να αποκτήσουν ιδίον όφελος από μία παράνομη πράξη.
Δεδομένης της επιτυχίας της Ενάγουσας περί δόλου, απάτης και πλαστογραφίας η σχετική δήλωση μεταβίβασης του ακινήτου της Ενάγουσας προς τους Εναγομένους 4, 5 και 6 δεν μπορεί να είναι δεσμευτική για την ίδια. Επομένως στην βάση των πιο πάνω συμπερασμάτων του Δικαστηρίου οι πιο πάνω παράνομες πράξεις δεν μπορούν με οποιοδήποτε τρόπο να δεσμεύσουν την Ενάγουσα.
Το συμφέρον που προκύπτει από δόλια πράξη δεν μπορεί να τύχει εκμετάλλευσης από τρίτο πρόσωπο, στην προκειμένη περίπτωση από τους Εναγομένους 4,5 και 6.
Στην υπόθεση Παναγιώτου ν. " Χ""Κυριάκου" (1991) 1 ΑΑΔ 362 λέχθηκε επί του προκειμένου ότι:
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, γιατί οι εφεσίβλητες δεν ήταν μέρη στο δόλο. Αυτό δεν είναι σύμφωνο με το Νόμο. Το συμφέρο που αποκτάται από δόλια πράξη δεν μπορεί να κρατηθεί από τρίτο πρόσωπο, παρόλο που το ίδιο δεν είναι μέρος στο δόλο - (βλ. Brigman v. Green 28 E.R. 399, L.C.).
Στην υπόθεση Huguenin v. Baseley, 33 E.R. 526, L.C., αποφασίστηκε ότι συμφέροντα που αποκτούνται μέσω του δόλου άλλου προσώπου, δεν μπορούν να κρατηθούν.
Στην υπόθεση Re Yates, Ex p. Brown, 27 W.R. 651, C.A., επιβεβαιώθηκε η πιο πάνω αρχή. Ο James, L.J., είπε:-
"The principle is established that interests obtained through fraud cannot be maintained by third persons, although not themselves parties to the fraud."
Οι εφεσίβλητες δεν είναι καλή τη πίστει αγοραστές έναντι ανταλλάγματος.
Και στην περίπτωση ακόμα του καλή τη πίστει αγοραστή, η νομολογία επιβάλλει εύλογη φροντίδα και έρευνα για να μπορεί να θεωρηθεί "καλή τη πίστει αγοραστής" -(βλ. Akil Hussein Arnaout v. Emine Hussein Zinouri, 19 C.L.R. 249, όπου ο Αρχιδικαστής Hallinan, στη σελ. 255, αναφέρθηκε στη νομολογία πάνω στο θέμα, την οποία δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε. Βλ., επίσης, Kyprianou ν. Mitsi and Another (1975) 3 J.S.C. 1179 Hanbury's Modern Equity, 5η Έκδοση,- 21 - σελ. 34 Cheshire Modern Law of Real Property, 10η Έκδοση, σελ. 63 και 65).»
Στην πρωτόδικη απόφαση ΜΑΛΕΚΚΟΣ κ.α. ν. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ κ.α., Αρ. Αγωγής: 6547/12, ημερομηνίας 31/12/2018 λέχθηκε από τον Π.Ε.Δ Σάντη, ως ήταν τότε, τον δικαστικό της λόγο το οποίο και υιοθετώ και για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, ότι:
«Η υπόθεση Παναγιώτου ν. Χ'Κυριάκου (ανωτέρω) αφορούσε σε δόλια αφαίρεση, από κτηματολογικό υπάλληλο, μέρους ιδιοκτησίας εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη και προσθήκη της στην ιδιοκτησία άλλου. Δεν αποδείχθηκε δόλος του άλλου ιδιοκτήτη, οπότε γι' αυτό το λόγο το πρωτόδικο δικαστήριο είχε απορρίψει την αγωγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο όμως ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση επί της αρχής ότι συμφέρον που αποκτάται από δόλια πράξη, δεν μπορεί να κρατηθεί από τρίτο πρόσωπο, παρόλο που το ίδιο δεν είναι μέρος στο δόλο. Παρά την κατάληξη αυτή, προστίθεται στην συνέχεια η αναφορά ότι ο άλλος ιδιοκτήτης δεν ήταν καλή τη πίστει αγοραστής και πως στην περίπτωση ακόμα του καλή τη πίστει αγοραστή, η νομολογία επιβάλλει εύλογη φροντίδα και έρευνα για να μπορεί να θεωρηθεί καλή τη πίστει αγοραστής. Αυτή η αναφορά θα μπορούσε ενδεχομένως να σημαίνει ότι η αρχή του καλόπιστου αγοραστή ισχύει και σε περίπτωση δόλιας πράξης και άρα, όπως εν προκειμένω, πλαστογραφίας. Είναι όμως φανερό πως τα παραπάνω ελέχθησαν ως obiter dicta, εφόσον δεν συναρτώνται με τον ήδη διατυπωθέντα λόγο (ratio) της απόφασης και εφόσον δεν επρόκειτο καν για αγοραπωλησία γης ώστε να ετίθετο ζήτημα καλή τη πίστει αγοραστή. Είναι εξίσου φανερό ότι προσετέθηκαν για να τονιστεί ότι δεν ετίθετο ζήτημα περαιτέρω συζήτησης. Ο λόγος της απόφασης, η δεσμευτική της αρχή είναι πως από δόλια πράξη δεν αποκτά δικαιώματα τρίτος, έστω και καλόπιστος.»
Στην δε υπόθεση ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10802, 19/2/2003 λέχθηκε επίσης ότι:
«Η εταιρεία και οι αξιωματούχοι της που συνενώθηκαν ως εναγόμενοι ήταν καλόπιστοι αλλά η μεταβίβαση του ακινήτου, ως το προϊόν παράνομων πράξεων άλλων, για τους νομικούς λόγους που εξήγησε, θα έπρεπε να ακυρωθεί, για να επανέλθει το ακίνητο ως εγγεγραμμένο στο όνομα της εφεσίβλητης.»
Επομένως από τη στιγμή που το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταβίβαση του ακινήτου στους Εναγομένους 4,5 και 6 ήταν το αντικείμενο δόλου, απάτης και πλαστογραφίας, δηλαδή το αντικείμενο παράνομων πράξεων και έχοντας υπόψιν τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές ότι από δόλια πράξη δεν αποκτά δικαιώματα τρίτος, οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 δεν μπορούν να επωφεληθούν της παρανομίας ανεξαρτήτως του γεγονότος αν ήταν ή όχι καλόπιστοι.
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που το Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το γεγονός κατά πόσο δηλαδή οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 ήταν στην προκειμένη καλόπιστοι αγοραστές, η απάντηση που θα πρέπει να δοθεί στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική.
Εξηγώ το γιατί.
Ως έχει αναφερθεί οι εναγόμενοι 4,5 και 6 προβάλλουν μέσω της υπεράσπισης τους ότι ήταν καλόπιστοι αγοραστές και ότι αγόρασαν το οικόπεδο της Ενάγουσας με καλή τη πίστη και έναντι νόμιμου ανταλλάγματος. Συνεπώς είναι φανερό ότι προβάλλουν την νομική υπεράσπιση του καλόπιστου αγοραστή, την οποία βέβαια έχουν το βάρος να αποδείξουν (Βασιλείου κ.ά. ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125, Orams κ.ά. ν. Αποστολίδη (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1402 και Τσιάρτας κ.α ν. Alocay Holdings Ltd κ.α (ανωτέρω). Ακόμη και στην περίπτωση του «καλή τη πίστει» αγοραστή, η νομολογία επιβάλλει εύλογη φροντίδα και έρευνα για να μπορεί να θεωρηθεί κάποιος ως τέτοιος (Kyprianou ν. Mitsi and Another (1975) 3 J.S.C. 1179, Hanbury and Martin, Modern Equity, 5η εκδ, σελ. 34 και Cheshire Modern Law of Real Property, 10η εκδ., σελ. 63 και 65).
Το ερώτημα που πρέπει συνεπώς να απαντηθεί είναι κατά πόσο οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 μπορούν να θεωρηθούν ως καλόπιστοι αγοραστές. Το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους τους να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ότι είναι καλόπιστοι αγοραστές και δεν είχαν λόγους να υποψιαστούν δόλο από την πλευρά της Εναγομένης 1 και 3 αλλά και το ότι τα πληρεξούσια έγγραφα βάση των οποίων έγινε η επίδικη μεταβίβαση ήταν πλαστά.
Στην βάση της ενώπιον μου αποδεκτής μαρτυρίας οι Εναγόμενοι δεν μπορούν να κριθούν ως καλόπιστοι αγοραστές για τους εξής λόγους:
Α) Ουδεμία μαρτυρία προσκόμισαν, έχοντας βεβαίως το βάρος απόδειξης επί τούτου, ότι κατέβαλαν το τίμημα πώλησης του ακινήτου στον Εναγόμενο 3. Καμία μαρτυρία δεν τέθηκε που να αποδεικνύει έστω και κατ΄ελάχιστο το γεγονός αυτό. Η μαρτυρία του Μ.Υ 9 απορρίφθηκε. Δεν νοείται κάποιος να ισχυρίζεται ότι είναι καλόπιστος αγοραστής, δηλαδή να προβάλλει τη θέση ότι αγόρασε το ακίνητο με καλή τη πίστη και έναντι ανταλλάγματος, και να μην προσκομίζει στο Δικαστήριο οποιοδήποτε στοιχείο ή αποδείξεις περί εξόφλησης του τιμήματος αγοράς του. Επομένως το ζήτημα τελειώνει εδώ από μόνο και αυτό το γεγονός.
Το γεγονός ότι στην Ποινική Υπόθεση καταγράφεται ότι κατεβλήθη το ποσό των Ευρώ 107.000, ως διατυπώνονται στις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποιαδήποτε ευρήματα του Ποινικού Δικαστηρίου ασφαλώς και δεν είναι δεσμευτικά. Οι Εναγομένοι 4,5 και 6 όφειλαν να θέσουν εκείνη την κατάλληλη και επαρκή μαρτυρία προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου για την εξόφληση του τιμήματος αγοράς. Ακόμη όμως και αν γινόταν αποδεκτό αυτό το γεγονός, έστω και για χάριν συζήτησης και μόνο, αυτό ακόμα υπολείπεται του συνολικού τιμήματος αγοράς. Επομένως και στην περίπτωση αυτή και πάλι το Δικαστήριο θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 δεν ήταν καλόπιστοι αγοραστές.
Ακόμη ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα αποτελεί και το γεγονός ότι ούτε οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 κατέβαλαν εύλογη φροντίδα και δεν προέβηκαν στη διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας κατά πόσο όντως η Εναγόμενη 1 και ο Εναγόμενος 3 είχαν την εξουσιοδότηση να πωλήσουν το ακίνητο της Ενάγουσας. Και τούτο γιατί γνώριζαν ότι η Ενάγουσα πωλούσε το ακίνητο της για το ποσό των €300.000 καθώς επίσης και ήταν εις γνώση τους ότι θα παρέδιδαν την κατοχή του σε αυτήν. Παρά όμως τα πιο πάνω, μετά την παρέλευση λίγων ημερών, βρέθηκαν να διαπραγματεύονται την πώληση του ακινήτου στην μισή τιμή με κάποιον άγνωστο προς αυτούς κτηματομεσίτη. Διαπίστωσαν επίσης ότι το δήθεν πληρεξούσιο έγγραφο της Ενάγουσας προς την Εναγομένη 1, έφερε ημερομηνία 28.2.2024, ημερομηνία δηλαδή προγενέστερη από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας παραχώρησης του ακινήτου και ότι μεταγενέστερα ο ίδιος ο Μ.Ε 1 είχε επικοινωνία με τον Εναγόμενο 4 όπου και του ανάφερε ότι ψάχνει αγοραστή για το ακίνητο της Ενάγουσας. Όλα τα πιο πάνω θα έπρεπε να τους εγείρουν εύλογες υποψίες και να τους έθεταν σε εγρήγορση ώστε να προβούν στην αναγκαία σχετική έρευνα κατά πόσο η Ενάγουσα όντως εξουσιοδοτούσε την Εναγόμενη 1 και τον Εναγόμενο 3 για την πώληση του ακινήτου της έναντι της τιμής αυτής.
Αντί να διερωτηθούν οι Εναγομένοι 4,5 και 6 τι μεσολάβησε και σε διάστημα λίγων ημερών η τιμή πώλησης του ακινήτου της Ενάγουσας μειώθηκε κατά πολύ αλλά και ότι διαπραγματεύονταν την πώληση του με άλλο πρόσωπο, και όχι με τον Μ.Ε 1, δεν έκριναν σκόπιμο να το διερευνήσουν και για παράδειγμα να επικοινωνήσουν με τον τελευταίο ώστε να τους επιβεβαιώσει το γεγονός αυτό.
Επιπρόσθετα, ενώ μετέβηκαν στο κτηματολόγιο και διαπίστωσαν την έλλειψη εγγράφων (απουσίαζε το αντίγραφο δελτίου της ταυτότητας της Ενάγουσας) και πάλι θα έπρεπε το γεγονός αυτό να τους εγείρει εύλογες υποψίες αλλά και αμφιβολίες ώστε να προχωρήσουν στην αναγκαία εύλογη έρευνα με σκοπό να διαπιστώσουν την καθαρότητα της επίδικης πράξης.
Όλα τα πιο πάνω γεγονότα καταδεικνύουν ότι οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 δεν ήταν καλόπιστοι και δεν ενήργησαν συνετά και με λογική επιμέλεια
Οι Εναγόμενοι όφειλαν να διερευνήσουν, κατά πόσο το ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο της Ενάγουσας προς την Εναγομένη 1 είναι γνήσιο και εκφράζει την πραγματικότητα βούλησης της ιδιοκτήτριας του ακινήτου. Δεν διερεύνησα οτιδήποτε και δεν ηγέρθηκαν στο μυαλό του οποιεσδήποτε αμφιβολίες. Θα έπρεπε να υποψιαστούν ότι στην επίδικη συναλλαγή μπορεί να συμπλέκονται αξιόμεμπτες και παράνομες πράξεις. Αυτό εκφεύγει της λογικής και οδηγεί στην απόρριψη της συγκεκριμένης υπεράσπισης αφού απέτυχαν να την αποδείξουν. Θεωρώ ότι οι Εναγόμενοι δεν ενήργησαν υπό τις περιστάσεις όπως κάθε άλλος μέσος λογικός αγοραστής στα πλαίσια της συνήθους πορείας των πραγμάτων σχετικά με τέτοιου είδους συναλλαγές.
Κλείνοντας θα ήθελα να σχολιάσω την εισήγηση του συνηγόρου των Εναγομένων, μέσω της γραπτής του αγόρευσης, ότι η απόσυρση της αγωγής εναντίον του Εναγομένου 2 (πιστοποιούντα υπαλλήλου), ο οποίος φέρεται να πιστοποίησε την υπογραφή της Ενάγουσας επί του ειδικού πληρεξουσίου εγγράφου 28.2.2024, δεν νομιμοποιεί την τελευταία να αξιώνει θεραπείες από τους Εναγόμενους 4,5 και 6. Και τούτο γιατί το υπόβαθρό της αξίωσης της βασίζεται στο εν λόγω πληρεξούσιο έγγραφο το οποίο πιστοποιήθηκε από αυτόν. Ήταν πάντοτε η θέση του ότι από την στιγμή που η αγωγή αποσύρθηκε δεν αποδείχθηκε η νομικά επιλήψιμή συμπεριφορά των Εναγομένων 4,5 και 6. Με κάθε σεβασμό δεν έχουν έρεισμα οι θέσεις αυτές εφόσον έχει αποδειχθεί στην βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτής μαρτυρίας ότι αυτό ήταν πλαστό εφόσον η Ενάγουσα ουδέποτε το υπέγραψε. Το αν δεν αποδείχθηκε η τυχόν συνδρομή και αμέλεια του Εναγομένου 2, πέραν των δόλιων και απατηλών ενεργειών των Εναγομένων 1 και 3, δεν είναι αναγκαίο από την στιγμή που αποδείχθηκε η πλαστότητα του.
Δεν μπορεί να αγνοηθεί και το γεγονός ότι κατά την εναρκτήρια αγόρευση ο συνήγορος των Εναγομένων ανέφερε ότι η Ενάγουσα μέσω του συζύγου της είχε πωλήσει με αγοραπωλητήριο έγγραφο 27.2.14 προς την Εναγόμενη 1 και κάποια Ξένια Λαμπή το επίδικο οικόπεδο και ακολουθήθηκαν όλες οι υπόλοιπες διαδικασίες. Πέραν του γεγονότος ότι το εν λόγω αγοραπωλητήριο έγγραφο (Τεκμήριο 10) φέρει μόνο την υπογραφή του συζύγου της Ενάγουσας, και ουδέποτε κατατέθηκε οποιοδήποτε αντίγραφο αυτού (το οποίο να φέρει την υπογραφή των υποτιθέμενων αγοραστών), αυτό έρχεται και σε πλήρη αντίφαση με τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα γεγονότα. Και τούτο γιατί αν όντως λάμβανε χώρα μια τέτοια πράξη, ποια ήτο η αναγκαιότητα να γίνει πληρεξούσιο έγγραφο από την Ενάγουσα στην Εναγόμενη 1 με την οποία δήθεν την εξουσιοδοτούσε να πωλήσει το ακίνητο.
Ενόψει των πιο πάνω η Ενάγουσα απέδειξε την υπόθεση της στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων και έναντι των Εναγομένων 4, 5 και 6.
Η Ενάγουσα, μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου της, αξιώνει και αποζημιώσεις. Αυτές συνίστανται στην στέρηση του δικαιώματος κατοχής και χρήσης του ακινήτου της, το οποίο οι Εναγόμενοι 4,5 και 6 θα έπρεπε να παραδώσουν σε αυτήν από τις 5.4.2014, με βάση την μεταξύ τους συμφωνία (Τεκμήριο 10). Με δεδομένο ότι αυτό ενοικιαζόταν στους Εναγομένους για το ποσό των €500 η ζημιά που υπέστη η Ενάγουσα ανέρχεται στο συνολικό ποσό των €5.500 (11 χρόνια χ €500). Επίσης αξιώνουν τα έξοδα για την απόσυρση της αγωγής εναντίον του Εναγομένου 2, με τα οποία η Ενάγουσα καταδικάστηκε.
Πρόκειται όμως για ειδικές ζημιές.
Αποτελεί σταθερή και πάγια αρχή της νομολογίας ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται με σαφήνεια και λεπτομέρεια αλλά και να καταγράφονται με ακρίβεια στο δικόγραφο (Παπαϊωάννου Nιόβη ν. Σάββα Kωνσταντίνου (2008) 1 ΑΑΔ 1083). Τέτοιες ειδικές ζημιές όμως δεν καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης. Αυτό που αξιώνεται από την Ενάγουσα είναι μόνο γενικές αποζημιώσεις και σε κάθε περίπτωση οι πιο πάνω αξιώσεις δεν δικογραφούνται. Ειδικότερα, ως προς την αξίωση της, για αποζημίωση της σε σχέση με τα έξοδα του Εναγομένου 2, αναφέρω επιπρόσθετα ότι είναι κατ’ επιλογή της Ενάγουσας που κινήθηκε η εναντίον του αγωγή και κατ’ επιλογή της Ενάγουσας απεσύρθη αυτή. Δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία ότι ο Εναγόμενος 2 δεν ήταν μέρος της όλης πλεκτάνης. Επομένως οι πιο πάνω αξιώσεις απορρίπτονται.
Στην απουσία απόδειξης οποιασδήποτε ζημιάς το Δικαστήριο υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων της υπόθεσης μπορεί να επιδικάσει μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις, παρά την απόδειξη απώλειας που προφανώς η Ενάγουσα υπέστη για την απώλεια χρήσης του ακινήτου της από το έτος 2014 μέχρι και σήμερα. Ούτε πρόκειται εν προκειμένω για περίπτωση όπου η Ενάγουσα ήταν δύσκολο να επιμετρήσει τη ζημιά της (Παπαϊωάννου Nιόβη ν. Σάββα Kωνσταντίνου (ανωτέρω). Επομένως θεωρώ δίκαιο όπως επιδικάσω ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €200 σε σχέση με τους Εναγομένους 1 και 3, και αποζημιώσεις ύψους €200 για τους Εναγομένους 4,5 και 6.
Ούτε και με κάθε σεβασμό μπορούν να επιδικασθούν οποιεσδήποτε τιμωρητικές αποζημιώσεις εφόσον αυτές δεν προωθούνται, με κάθε σεβασμό, κατά την τελική αγόρευση του συνηγόρου της Ενάγουσας. Ως εκ τούτου η σχετική αξίωση θεωρείται ως εγκαταληφθείσα (απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ως είναι δημοσιευμένη στην υπόθεση Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, 28/5/2020).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους εκδίδεται απόφαση υπερ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1,3,4,5 και 6 ως η παράγραφος Α,Β,Γ,Δ,Ε, Στ και Ζ της Έκθεσης Απαιτήσεως.
Εκδίδεται επίσης απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1 και 3 για το ποσό των €200, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής (2.9.2014) και για το ποσό των €200 εναντίον των Εναγομένων 4,5 και 6, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, επίσης με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.
Ως προς τα έξοδα της αγωγής, εν απουσία λόγου που να επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων 1,3,4,5 και 6 ως τούτα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Θα δοθούν δύο σετ εξόδων. Ένα σετ εξόδων θα δοθεί στην Ενάγουσα από τους Εναγομένους 1 και 3, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα (εφόσον η εναντίον τους αγωγή προχώρησε σε απόδειξη) και ένα σετ εξόδων θα δοθεί από τους Εναγομένους 4,5 και 6 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα (εφόσον. έχουν καταχωρίσει ξεχωριστεί Υπεράσπιση από τους Εναγομένους 1 και 3 και εκπροσωπούνταν από συνήγορο στην παρούσα ακροαματική διαδικασία).
(Υπ.) .......................................
Μ. Χαραλάμπους, Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο