Themis Portfolio Management Holdings Limited ν. A.P Akamas Holdings Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 1252/2013, 24/10/2024
print
Τίτλος:
Themis Portfolio Management Holdings Limited ν. A.P Akamas Holdings Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 1252/2013, 24/10/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  1252/2013

 

Μεταξύ:

 

Themis Portfolio Management Holdings Limited

 

Ενάγουσας

-και-

 

1.         A.P Akamas Holdings Ltd

2.         Ανδρέα Παπαργυρού

3.         Πάρη Ανδρέα Παπαργυρού

                                                                                 

                                                                                    Εναγομένων

……………………………….

 

Ημερομηνία: 24.10.2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Ενάγουσα:  Η κα. Α. Δημητρίου με κα. Χρ. Αυγουστή για ELIA NEOCLEOUS & CO LLC

 

Για Εναγομένους : Η κα. Χ. Μιχαήλ

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

H Eνάγουσα, εταιρεία εξαγοράς και διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων, αξιώνει από τους Εναγομένους

 

(α) το ποσό των €256.474,83, πλέον τόκους, ως οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας δανείου και

(β) διάταγμα πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου με αριθμό Υποθήκης Υ11132/2008 (βλέπε αιτητικό Δ΄ του παρακλητικού της Έκθεσης Απαιτήσεως).

 

Σε ότι αφορά το αξιούμενο διάταγμα πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου με Αριθμό Υποθήκης Υ11129/08 (βλέπε αιτητικό Γ’ του παρακλητικού της Έκθεσης Απαιτήσεως) αυτό εν τέλει δεν προωθήθηκε.   

 

Αρχικά Ενάγουσα στην παρούσα αγωγή ήταν η Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (στο εξής «η Λαϊκή»), η οποία, κατά τον επίδικο χρόνο, διεξήγαγε τραπεζικές εργασίες και υπό αυτή την ιδιότητα χορήγησε πιστωτικές διευκολύνσεις/δάνειο στην Εναγόμενη 1. 

 

Στη συνέχεια, η Λαϊκή  υποκαταστάθηκε από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ( στο εξής «η Τράπεζα Κύπρου»), δυνάμει του Νόμου Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και άλλων Ιδρυμάτων, Ν. 17(Ι)/2013.

 

Ακολούθως, η υφιστάμενη Ενάγουσα έχει υποκαταστήσει και αντικαταστήσει την Τράπεζα Κύπρου στα δικαιώματα της που μεταξύ άλλων αφορούν την επίδικη συμφωνία δανείου, δυνάμει του  άρθρου 18 του Νόμου 169(Ι)/15 και δυνάμει των προνοιών Σχεδίου Διακανονισμού, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 8.6.2021.

 

Σχετική προς τούτο ειδοποίηση έχει καταχωριστεί στο φάκελο του Δικαστηρίου. Οι Εναγόμενοι έτυχαν ενημέρωσης για το πιο πάνω γεγονός μέσω σχετικών επιστολών (Τεκμήριο 5).

 

Διευκρινίζεται στη συνέχεια ότι κάθε αναφορά στην εν λόγω απόφαση σε Ενάγουσα θα νοείται η Λαϊκή, εφόσον ήταν με αυτή που αρχικά είχαν συμβληθεί οι Εναγομένοι.

 

Η Εναγόμενη 1 ενάγεται ως πρωτοφειλέτιδα του επίδικου δανείου.

 

Οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενάγονται υπό την ιδιότητα των εγγυητών της. 

 

Η Εναγόμενη 1 και από κοινού οι Εναγόμενοι 2 και 3 καταχώρισαν ξεχωριστές Υπερασπίσεις. Ως διεφάνη, μέσω της επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης αλλά και μέσω των τελικών τους θέσεων (και παρά την περί αντιθέτου δικογραφημένη θέση τους), η Εναγομένη 1 ουδόλως αμφισβήτησε το γεγονός ότι κατάρτισε γραπτή συμφωνία δανείου με την Ενάγουσα. Στο ίδιο πλαίσιο ούτε και οι Εναγόμενοι 2 και 3 αμφισβητούν το γεγονός ότι εγγυήθηκαν εγγράφως στην Ενάγουσα όλες τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1. 

 

Ήταν σε γενικές γραμμές η περαιτέρω δικογραφική τους θέση, στις σχεδόν πανομοιότυπες υπερασπίσεις τους, ότι η επίδικη συμφωνία δανείου αλλά και οι συμφωνίες εγγυήσεων περιείχαν ετεροβαρείς όρους αλλά και ότι αυτές υπεγράφησαν κατόπιν ψυχικής πίεσης, δόλου, απάτης και δεν ήταν προϊόν της ελεύθερης βούλησης των μερών. Ούτε και τους επεξηγήθηκαν οι όροι της συμφωνίας δανείου και των συμφωνιών εγγυήσεων αλλά και τη νομική σημασία και τις επιπτώσεις που θα είχαν σ’ αυτούς. Περαιτέρω περιέχονταν σε αυτές γενικοί, ασαφείς, αόριστοι και καταχρηστικοί όροι που καθιστούν τις επίδικες συμφωνίες άκυρες.  Ούτε και κλήθηκαν από την Ενάγουσα να καταβάλουν οποιαδήποτε ποσά, ούτε και παρέλαβαν οποιαδήποτε επιστολή περί τερματισμού των επίδικων συμφωνιών καθώς επίσης δεν ενημερώθηκαν για την αύξηση του επιτοκίου. Σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι οφείλουν οποιαδήποτε ποσά ο επίδικος λογαριασμός έχει χρεωθεί με αυθαίρετα και παράνομα ποσά και τόκους.

 

Παρά την ύπαρξη των πιο πάνω δικογραφημένων θέσεων των Εναγομένων, αυτό το οποίο εν τέλει προωθήθηκε ως βασική Υπεράσπιση τους, όπως διεφάνη μέσω της ακροαματικής διαδικασίας αλλά και μέσω της τελικής τους γραπτής αγόρευσης, είναι η αμφισβήτηση των χρεώσεων και του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού που οι Εναγομένοι  οφείλουν προς την Ενάγουσα. Και τούτο γιατί οι Εναγομένοι, μέσω του μοναδικού μάρτυρα που κάλεσαν στο Δικαστήριο, του Μιχάλη Κυριακίδη (Μ.Υ 1), επιχείρησαν να τεκμηριώσουν στο Δικαστήριο τη θέση ότι η Ενάγουσα χρέωνε παράνομα τον επίδικο λογαριασμό δανείου με λανθασμένο επιτόκιο, κατά παράβαση της μεταξύ των διαδίκων επίδικης συμφωνίας δανείου, καθώς και ότι προέβαινε σε παράνομες υπερχρεώσεις.

 

Συνεπακόλουθα, οι οποιοιδήποτε άλλοι πιο πάνω δικογραφημένοι  ισχυρισμοί παρέμειναν μετέωροι, γενικοί και αόριστοι και ως εκ τούτου έκθετοι σε απόρριψη εφόσον ουδείς από τους Εναγομένους προσήλθε στο Δικαστήριο να καταθέσει ώστε να αποδείξει με θετική μαρτυρία τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Οι δε οποιεσδήποτε υποβολές της συνηγόρου αλλά και θέσεις της, μέσω της αγόρευσης της, σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των ισχυρισμών τους (Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 ΑΑΔ 665).

 

Στη βάση λοιπόν των πιο πάνω περιορισμένων επίδικων ζητημάτων, αποτελούν κοινό τόπο των μερών, είτε μέσω παραδεκτών γεγονότων, είτε μέσω της μη αμφισβητούμενης και αναντίλεκτης μαρτυρίας, τα ακόλουθα γεγονότα:

 

Η Εναγόμενη 1 υπέβαλε αίτημα προς την Ενάγουσα για παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων το 2008.

 

Η Ενάγουσα με επιστολή της προς την Εναγόμενη 1, ημερομηνίας 30.9.2008, (Τεκμήριο 6), την ενημέρωσε ότι ενέκρινε το αίτημα της για την παραχώρηση πιστωτικών διευκολύνσεων, ύψους €264.000.

 

Στα πλαίσια αυτά η Ενάγουσα και η Εναγομένη 1 υπέγραψαν στις 3.10.08 γραπτή συμφωνία δανείου («η συμφωνία δανείου») (Τεκμήριο 7). Ήταν, μεταξύ άλλων, όροι της τα ακόλουθα:

 

(α) το εν λόγω ποσό θα ήταν πληρωτέο με 14 εξαμηνιαίες δόσεις των €24.980,23.

(β) Η 1η δόση θα ήταν πληρωτέα την 3.4.2009 και οι υπόλοιπες την 3ην ημέρα εκάστου επόμενου εξαμήνου.

(γ) Αναμενόμενη ημερομηνία εξόφλησης ήταν η 3.10.2015

(δ) Το εν λόγω δάνειο θα χρεώνετο με κυμαινόμενο επιτόκιο, το οποίο θα συνίστατο από το Euribor 6 μηνών και θα υπολογιζόταν τριμηνιαίως, αρχίζοντας από την ημέρα της πρώτης εκταμίευσης του δανείου, προσαυξημένο κατά 2.75000% περιθώριο.

 

Κατά την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας δανείου το συνολικό επιτόκιο του δανείου ανερχόταν σε 7,98500% (5.25% το οποίο ήταν το επιτόκιο  Euribor  6 μηνών, πλέον 2.75000% περιθώριο).

 

Προς υλοποίηση των συμφωνηθέντων ανοίχθηκε στο όνομα της Εναγομένης 1 λογαριασμός, με αριθμό 024-12-521255, στον οποίο κατατέθηκε το ποσό των €264.000. 

 

Προς εξασφάλιση του πιο πάνω δανείου η Ενάγουσα έλαβε τις ακόλουθες διευκολύνσεις:

 

1. Εγγραφή Α’ Υποθήκης επί του ακινήτου με Αριθμό Εγγραφής 0/15790 και επί των ακινήτων με αριθμό εγγραφής 0/17647 και 0/17648

2. Εγγραφή Β’ Υποθήκης επί του ακινήτου με αριθμού εγγραφής 8158

3. 1η κυμαινόμενη επιβάρυνση επί του ενεργητικού της Εναγομένης 1

4. Προσωπικές εγγυήσεις των Εναγομένων 2 και 3

5. Εκχώρηση Ασφάλεια ζωής

 

 

Ακολούθησαν στην συνέχεια διάφορα αιτήματα από πλευράς Εναγομένης 1, είτε για μη καταβολή της 1ης δόσης του υφιστάμενου δανείου είτε αιτήματα για παράταση αποπληρωμής του, τα οποία και έτυχαν της έγκρισης της Ενάγουσας.

 

Μέσα στα πλαίσια αυτά και πιο συγκεκριμένα η Ενάγουσα με νέα επιστολή της προς την Εναγόμενη 1, ημερομηνίας 27.4.2009 (Τεκμήριο 8), την ενημέρωσε  ότι ενέκρινε το αίτημα της για μη καταβολή της δόσης, ημερομηνίας 3.4.2009, και καταβολή αυτής την 3.7.2009.   Στη συνέχεια το δάνειο θα ήταν πληρωτέο με 13 εξαμηνιαίες δόσεις, με την πρώτη δόση να καταβάλλεται στις 3.10.2009.  Η Εναγόμενη 1 την 29.4.2009, υπέγραψε ότι παρέλαβε την εν λόγω επιστολή και την επέστρεψε υπογεγραμμένη στην Ενάγουσα. Το επιτόκιο που έφερε το επίδικο δάνειο παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με την συμφωνία δανείου.

 

Η Ενάγουσα με νέα επιστολή της, ημερομηνίας 23.7.2009 (Τεκμήριο 9), προς την Εναγόμενη 1, την ενημέρωσε ότι ενέκρινε το αίτημα της για παράταση αποπληρωμής του υφιστάμενου δανείου. Παράλληλα συμφωνήθηκε ότι το περιθώριο της Τράπεζας αυξήθηκε από 2.75% σε 6%. Η Εναγόμενη 1 επέστρεψε υπογεγραμμένη στην Ενάγουσα την εν λόγω επιστολή δηλώνοντας ότι μελέτησε και κατανόησε το περιεχόμενο της.

 

Η Ενάγουσα με νέα επιστολή της προς την Εναγόμενη 1, ημερομηνίας 20.12.2010 (Τεκμήριο 10),  την ενημέρωσε και πάλι ότι ενέκρινε το αίτημα της για παράταση αποπληρωμής του υφιστάμενου δανείου. Παράλληλα συμφωνήθηκε ότι το περιθώριο της Τράπεζας αυξήθηκε σε 6,5000%. Η Εναγόμενη 1 επέστρεψε υπογεγραμμένη στην Ενάγουσα την εν λόγω επιστολή δηλώνοντας ότι μελέτησε και κατανόησε το περιεχόμενο της.

 

Η Ενάγουσα με νέα επιστολή της προς την Εναγόμενη 1, ημερομηνίας 30.6.2011 (Τεκμήριο 11),  την ενημέρωσε ότι ενέκρινε το αίτημα της για παράταση αποπληρωμής του υφιστάμενου δανείου.  Η Εναγόμενη 1 και πάλι επέστρεψε υπογεγραμμένη στην Ενάγουσα την εν λόγω επιστολή δηλώνοντας ότι μελέτησε και κατανόησε το περιεχόμενο της.

 

Οι Εναγόμενοι 2 και 3, εις αντάλλαγμα της παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη 1, υπέγραψαν, την 3.10.2008, συμφωνίες εγγύησης (Τεκμήριο 12), με τις οποίες εγγυήθηκαν προσωπικώς όλες τις υποχρεώσεις της τελευταίας μέχρι του ποσού των €264.000. Ανέλαβαν δε όπως αποπληρώσουν οποιονδήποτε οφειλόμενο ποσό οφείλεται από την Εναγομένη 1 στην Ενάγουσα.

 

Ο Εναγόμενος 2 προς περαιτέρω εξασφάλιση και εγγύηση των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 προς την Ενάγουσα παραχώρησε με έγγραφο και δήλωση Υποθήκης, ημερομηνίας 8.10.2008 τις Υποθήκες με αρ. Υ11129/2008 και Υ11132/2008 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λεμεσού (Τεκμήριο 23).     

 

Η Εναγομένη 1 κοινοποίησε στην Ενάγουσα τις αποφάσεις της σύμφωνα με τα πρακτικά του Διοικητικού της Συμβουλίου (Τεκμήριο 16), αναφορικά με την επίδικη συμφωνία δανείου.

 

Στις 29.10.2020 η Ενάγουσα προχώρησε, με βάση τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965, στην ανάκτηση των ακινήτων με αριθμούς εγγραφής 0/17647, 0/17648, 0/15790 τα οποία αφορούν την Υποθήκη Υ11129/2008 (Τεκμήριο 15).  Το προϊόν της εν λόγω ανάκτησης, το οποίο ανερχόταν στο ποσό των €300.071,70, κατατέθηκε στον επίδικο λογαριασμό της Εναγόμενης 1 έναντι του οφειλομένου ποσού του δανείου.

 

Mε επιστολή της προς τους Εναγομένους, ημερομηνίας 1/3/2021 (Τεκμήριο 4), η Τράπεζα Κύπρου τους ενημέρωσε για την πρόθεση της να πωλήσει στην υφιστάμενη Ενάγουσα το επίδικο δάνειο. Τους καλούσε δε όπως εντός χρονικού διαστήματος 45 ημερών είτε να καταθέσουν προσφορά για την απόκτηση του είτε να προχωρήσουν με την εξόφληση του. Καμία όμως ανταπόκριση δεν υπήρξε από μέρους τους.

 

Τα πιο πάνω αποτελούν ταυτόχρονα και μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου. 

 

Η Ενάγουσα για να αποδείξει την υπόθεση της κάλεσε ένα μάρτυρα, τον Κωνσταντίνο Μαυρέλλη (Μ.Ε.1), υπεύθυνο λειτουργό στην Ενάγουσα, ο οποίος χειρίζεται την παρούσα υπόθεση εκ μέρους της. Ως έχει αναφερθεί μοναδικός μάρτυρας που κατέθεσε εκ μέρους της Υπεράσπισης ήταν ο Μ.Υ.1, Διευθυντής και Μέτοχος της εταιρείας Μ. Κyriakides Financial Consultants Ltd, η οποία ασχολείται αποκλειστικά με τη μελέτη τραπεζικών λογαριασμών και υπολογισμό τυχόν υπερχρεώσεων σε αυτές, με την ετοιμασία αναδομημένων καταστάσεων τραπεζικών λογαριασμών και την διαπραγμάτευση αναδιάρθρωσης δανείων.  

 

ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Ο Μ.Ε.1 υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 1). Ήταν σε γενικές γραμμές η θέση του ότι λόγω καθυστέρησης πληρωμής των οφειλόμενων δόσεων της Εναγόμενης 1 αλλά και λόγω μη ικανοποιητικής λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού της, η Ενάγουσα με επιστολή της, ημερομηνίας 29.3.2012 (Τεκμήριο 17), την πληροφόρησε για τις εν λόγω καθυστερήσεις και την κάλεσε όπως τις εξοφλήσει εντός 21 ημερών.  Περαιτέρω την ενημέρωσε ότι το ποσοστό επιτοκίου, λόγω της πιο πάνω παράβασης των συμβατικών της υποχρεώσεων, θα μεταβαλλόταν σε 14% μετά την πάροδο της πιο πάνω προθεσμίας. Σχετικές επιστολές ενημέρωσης απεστάλησαν και στους Εναγομένους 2 και 3 (Τεκμήριο 17).

 

Λόγω άρνησης και παράλειψης της Εναγόμενης 1 να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, η Ενάγουσα με επιστολή της, ημερομηνίας 3.5.2012 (Τεκμήριο 18), προς την Εναγομένη 1 τερμάτισε την λειτουργία του λογαριασμού της. Σχετικές επιστολές της ίδιας πιο πάνω ημερομηνίας έχουν αποσταλεί και προς τους Εναγομένους 2 και 3 (Τεκμήριο 18). 

 

Την 3.12.2012 οι δικηγόροι της Ενάγουσας απέστειλαν επιστολή (Τεκμήριο 19)  σε όλους τους Εναγομένους με την οποία τους επιβεβαίωναν τον τερματισμό του επίδικου λογαριασμού και τους καλούσε να εξοφλήσουν το οφειλόμενο ποσό.

 

Όλες οι πιο πάνω επιστολές ταχυδρομήθηκαν στους Εναγόμενους με σύνηθες ταχυδρομείο στις διευθύνσεις που δηλώθηκαν από αυτούς στις επίδικες συμφωνίες, καθώς και στην τελευταία γνωστή διεύθυνση τους. Με βάση την εμπειρία του ήταν η θέση του ότι σε περίπτωση που επιστραφούν οι εν λόγω επιστολές αυτές τοποθετούνται στο φάκελο της υπόθεσης.  Από έρευνα που έχει προβεί, διαπίστωσε ότι στο φάκελο της παρούσας υπόθεσης αυτές ουδέποτε έχουν επιστραφεί. 

 

Η Ενάγουσα τηρούσε καθόλον τον ουσιώδη χρόνο τραπεζικό βιβλίο και σε ηλεκτρονική μορφή. Στο σύστημα που τηρείται για το τραπεζικό βιβλίο με ηλεκτρονική μορφή, φυλάσσονται όλες οι πληροφορίες και οι πράξεις που αφορούν όλους τους λογαριασμούς των πελατών της Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου και του επίδικου λογαριασμού. 

 

Όλες οι συναλλαγές του επίδικου λογαριασμού δανείου είναι καταχωρημένες στο αρχείο συναλλαγών, οι οποίες αποτελούσαν το αρχείο καθώς και το τραπεζικό βιβλίο της Τράπεζας Κύπρου μέχρι και τις 4.10.2021, ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω τράπεζα υποκαταστάθηκε από την υφιστάμενη Ενάγουσα. Το εν λόγω αρχείο ακολούθως αποτελεί το αρχείο της υφιστάμενης Ενάγουσας σε σχέση με τους επίδικους λογαριασμούς.  Το ηλεκτρονικό αρχείο της Τράπεζας Κύπρου δηλαδή μεταφέρθηκε σε αυτήν. 

 

Από το τραπεζικό βιβλίο σε ηλεκτρονική μορφή, κατόπιν εντολής του, εκτυπώθηκαν από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του, που είναι συνδεδεμένος με το πιο πάνω ηλεκτρονικό βιβλίο, όλες οι καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού.  Οι εν λόγω καταστάσεις συγκρίθηκαν από τον ίδιο με την αρχική καταχώριση των συναλλαγών στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή και διαπίστωσε ότι είναι ορθές. Κατάθεσε δε πιστοποιητικό (Τεκμήριο 20), δυνάμει του άρθρου 35(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, το οποίο πιστοποιεί ότι οι εν λόγω καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού αποτελούν αντίγραφο των καταχωρημένων πράξεων του ηλεκτρονικού αρχείου της Τράπεζας καθώς επίσης συνιστούν μέρος του  ηλεκτρονικού αρχείου τήρησης και διατήρησης λογαριασμών των πελατών της. Το εν λόγω πιστοποιητικό συνοδεύεται από τις αναλυτικές καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού.     

 

Προσκόμισε επίσης στο Δικαστήριο αναδομημένες καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού (Τεκμήριο 21), αφού προηγουμένως έχει ανατρέξει στο ηλεκτρονικό αρχείο της Ενάγουσας και έχει απομονώσει και καταγράψει όλες τις χρεώσεις και έξοδα τα οποία η τελευταία αποφάσισε να μην αξιώσει (από την ημερομηνία ανοίγματος του λογαριασμού μέχρι και τις 31.12.2011) παρόλο ότι της δικαιούται. 

 

Ήταν η θέση του ότι η αναδομημένη κατάσταση δομήθηκε με τρόπο που είναι προς όφελος των Εναγομένων και υπολογίστηκε με συνολικό τόκο 9.567 % που είναι μικρότερος του ποσοστού του 14% που δικογραφείται στην αγωγή.  Κατέθεσε δέσμη εγγράφων (Τεκμήριο 22) η οποία αποτελείται από κατάσταση που περιγράφει τα επιτόκια που χρεώνεται ο επίδικος λογαριασμός καθώς και τις εκτυπώσεις Εuribor 6 μηνών.  Σύμφωνα με τις αναδομημένες καταστάσεις το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό του επίδικου λογαριασμού δανείου ανέρχεται στις €270.251,67. 

 

Από την άλλη ο Μ.Υ.1 κατάθεσε επίσης στο Δικαστήριο γραπτή δήλωση (Τεκμήριο 25). Ήταν σε γενικές γραμμές η θέση του ότι αφού μελέτησε όλα τα έγγραφα που οι Εναγόμενοι του έχουν προσκομίσει και αφού έλαβε υπόψη τις οδηγίες, ανακοινώσεις, τραπεζικές πρακτικές που εκδόθηκαν κατά καιρούς στα πλαίσια νομισματικής πολιτικής της Κεντρικής Τράπεζας, ετοίμασε μελέτη για τον υπολογισμό του οφειλόμενου υπολοίπου στη βάση της επίδικης συμφωνίας δανείου. Προς το σκοπό αυτό κατάθεσε αναδομημένες καταστάσεις (Τεκμήρια 28 και 29 αντιστοίχως) του επίδικου λογαριασμού των Εναγομένων καθώς και αναδομημένες καταστάσεις που αφορούν τον υπολογισμό της αξίας ρευστοποίησης των Υποθηκών (Tεκμήρια 30 και 31, αντιστοίχως). Σκοπός της πιο πάνω μελέτης του ήταν, όπως εξήγησε, να επαναπροσδιοριστεί και επανακαθοριστεί το νομίμως οφειλόμενο ποσό και το νόμιμο χρεωστικό υπόλοιπο του χρεωστικού λογαριασμού, χρεώνοντας το συμφωνηθέν επιτόκιο και αφαιρώντας τις οποιεσδήποτε πληρωμές στις οποίες προέβησαν οι Εναγόμενοι 

 

Εξήγησε ακολούθως στο Δικαστήριο τα αποτελέσματα της μελέτης του.  Ήταν η θέση του ότι ως προκύπτει, δυνάμει της συμφωνίας δανείου, ο δανεισμός της Εναγομένης 1 έφερε επιτόκιο Euribor 6 μηνών, κυμαινόμενο, το οποίο θα υπολογίζεται τριμηνιαίως, προσαυξημένο αρχικά κατά 2.75% μονάδες ως περιθώριο κέρδους.  Θέση του ήταν ότι ο τόκος θα υπολογίζετο και θα ήταν πληρωτέος κάθε τριμηνία, σε μονάδα διακύμανσης επιτοκίου τύπου Euribor 6 μηνών, δύο εργάσιμες μέρες πριν τον υπολογισμό κάθε τοκοφόρας χρονικής περιόδου των 3 μηνών.  Κατά τον υπολογισμό των τόκων το οικονομικό έτος θα υπολογιζόταν στο σταθερό διαιρέτη των 360 ημερών.   

 

Τα ευρήματα από τη μελέτη του δεικνύουν ότι η Ενάγουσα ενήργησε κατά παράβαση των νομοθετικών διατάξεων και υπερχρέωσε το λογαριασμό της Εναγόμενης 1 με τόκους κατά πολύ ψηλότερους από το συμβατικό τόκο.  Περαιτέρω η Ενάγουσα επέβαλε κεφαλαιοποίηση των τόκων περισσότερο από δύο φορές το χρόνο και προχωρούσε σε ανακεφαλαιοποίηση του υπολογισμένου του τόκου, κατά παράβαση των συμβατικών όρων της επίδικης συμφωνίας δανείου.   Περαιτέρω, ήταν πάντοτε η θέση του, η Ενάγουσα υπολόγιζε τον τόκο επί του επίδικου λογαριασμού με διαιρέτη τις 360 μέρες κάθε έτους αντί τις 365 ή 366 μέρες που έχει κάθε χρόνος.  Η Ενάγουσα επίσης παράνομα προσαύξησε το βασικό επιτόκιο σε ποσοστό 6% και 6.50%, αντιστοίχως (το οποίο δεν δηλώνεται στη γραπτή συμφωνία των μερών ως περιθώριο), το οποίο επιτόκιο, κατά την εφαρμογή των προνοιών του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και συναφών θεμάτων Νόμου του 1999, δεν μπορεί να χρεωθεί ως ποσοστό περιθωρίου εφόσον δεν αποτελεί την πραγματική ζημιά της Ενάγουσας, αλλά αντίθετα αποτελεί επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία.   Τέλος ήταν η θέση του ότι η Ενάγουσα δεν μπορεί να αξιώνει τόκο υπερημερίας από τους Εναγόμενους εφόσον δεν απέδειξε ότι υπέστη οποιαδήποτε ζημιά.   

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ

Η αξιολόγησή των μαρτύρων θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) Α.Α.Δ. , Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ,   Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325Λάρκου v. Παναγή (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαμπάς v . A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1Α.Α.Δ. 820 C & Α Pelekanos Associates Limited v.Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

Ως υποδείχθηκε επίσης και πάλι μέσω της νομολογίας (Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ), η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του ξεχωριστά, αλλά πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία.

Αποτελεί επίσης βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων (Cheeseline Ltd v. Ανθούλης Θωμά & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Για τον ίδιο λόγο η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται και υπό το πρίσμα της δικογραφηθείσας εκδοχή της κάθε πλευράς.

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές προχωρώ να αξιολογήσω την ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσα μαρτυρία.

O M.E 1 άφησε στο Δικαστήριο πολύ θετικές εντυπώσεις και ως εκ τούτου αποδέχομαι την μαρτυρία του στην ολότητα της. Αυτή δε υποστηρίζεται πλήρως από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα Τεκμήρια, ήταν σταθερή και είχε λογική συνοχή. Η μαρτυρία του δεν έχει κλονισθεί παρά την επίπονη αντεξέταση του, ο ίδιος δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση και δεν έχω εντοπίσει το ο,τιδήποτε, το οποίο θα ήταν ικανό ώστε να ανατραπεί η θετική εικόνα που το Δικαστήριο αποκόμισε από αυτόν.

 

O εν λόγω μάρτυρας αρμοδίως και καθηκόντως παρουσίασε τις αναλυτικές καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού της Εναγομένης 1 σε σχέση με την χρηματοδότηση που αυτή έλαβε από την Ενάγουσα. Επιβεβαίωσε και προφορικά ότι οι εν λόγω πιστοποιημένες καταστάσεις είναι μια ορθή και ακριβής αναπαραγωγή μέρος του ηλεκτρονικού αρχείου της, τις οποίες και ο ίδιος έλεγξε προσωπικά.

 

Τούτο ικανοποιεί τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Κεφ.9 το οποίο προνοεί ότι:

 

«Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, αντίγραφο καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίνεται δεκτό σε όλες τις νομικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτοιας καταχώρισης και των θεμάτων, δοσοληψιών και λογαριασμών που είναι καταχωρισμένα σ'  αυτό»

 

Επ’ αυτού έδωσε όλες τις αναγκαίες λεπτομέρειες και εξηγήσεις που του ζητήθηκαν, χωρίς σε κανένα σημείο να αμφισβητηθούν κατά τρόπο γόνιμο τα λεγόμενα του. Οι εν λόγω καταστάσεις λογαριασμού θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατατέθηκαν άνευ ενστάσεως. Συνοδεύονται δε από σχετικό πιστοποιητικό, το οποίο κατατέθηκε  δυνάμει του άρθρου 35 του Κεφ. 9.

 

Το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι έγγραφο το οποίο καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος του αρχείου επιχείρησης, δύναται να προσαχθεί ως αποδεικτικό στοιχείο, η αξία του οποίου αποτιμάται από το δικαστήριο. Για να θεωρηθεί δε κάποιο έγγραφο ως μέρος αρχείου θα πρέπει να προσάγεται στο δικαστήριο πιστοποιητικό υπογραμμένο από αρμόδιο λειτουργό της σχετικής επιχείρησης με το οποίο να βεβαιούται το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή αποτελεί μέρος αρχείου. Πρόκειται ακριβώς για τη διαδικασία την οποία ακολούθησε η Ενάγουσα, παρουσιάζοντας επί της κατάστασης του Τεκμηρίου 20 το αναγκαίο πιστοποιητικό υπογραμμένο από τον Μ.Ε.1, ο οποίος όχι μόνο είναι λειτουργός πλέον της υφιστάμενης Ενάγουσας αλλά υπήρξε και λειτουργός και της Τράπεζας Κύπρου. Η ουσία είναι πως μέσω του πιστοποιητικού επιβεβαιώνεται ότι η αρχική αυτή κατάσταση αποτελούσε μέρος του αρχείου της Λαϊκής, η οποία πρώτη χορήγησε το δάνειο και ότι αυτό το αρχείο μεταφέρθηκε αυτούσιο στην Τράπεζα Κύπρου, πράγμα που επαναλήφθηκε και προς την υφιστάμενη Ενάγουσα όταν αυτή υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα προώθησης της αγωγής.

 

Εφόσον όμως αυτά κατετέθηκαν άνευ ενστάσεως, τότε εφαρμόζεται το Άρθρο 22(1) του ΚΕΦ. 9  (Χάρη Φωτίου κ.α. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 39/2012, ημερομηνίας 3/5/2018), το οποίο οδηγεί σε εκ πρώτης όψεως απόδειξη ορθότητας των σχετικών καταχωρίσεων (μαχητό τεκμήριο). Αυτή η εκ πρώτης όψεως απόδειξη παρέμεινε αλώβητη αφού ουδόλως κλονίστηκε και έχοντας ως δεδομένο, ως θα εξηγηθεί κατωτέρω, ότι η αντικρουστική μαρτυρία του Μ.Υ 1 δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο.

 

Αφού έλαβα υπόψιν τα όσα ο Μ.Ε 1 παράθεσε στο Δικαστήριο, συνυπολογίζοντας και την ενώπιον μου κατατεθειμένη έγγραφη μαρτυρία αλλά και έχοντας ως δεδομένο ότι η αντικρουστική μαρτυρία του Μ.Υ 1 δεν έγινε αποδεκτή δεν έχω διαπιστώσει την  ύπαρξη οποιασδήποτε ανακριβούς καταγραφής ή συναλλαγής στο όλο ιστορικό και πορεία του λογαριασμού. Κρίνεται λοιπόν ότι το Τεκμήριο 20 περιέχει με ακρίβεια όλη την πορεία και κίνηση του επίδικου λογαριασμού για το δάνειο το οποίο αφορά η αγωγή. Είναι με άλλα λόγια γνήσια πρωτογενής μαρτυρία για τις καταγραφές στον λογαριασμό και για αυτό πολύ ορθώς οι όποιες προσπάθειες αναδόμησης έγιναν έχοντας ως βάση το Τεκμήριο 20.

 

Οι αναδομημένες καταστάσεις (Τεκμήριο 21), οι οποίες με βάση τον Μ.Ε 1 αλλά και ως με ευκολία κανείς μπορεί να διαπιστώσει με μία απλή συγκρίση τους με τις καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού, μειώνουν κατά πολύ το οφειλόμενο ποσό που η Ενάγουσα αξιώνει. Δεν με βρίσκει σύμφωνο, με κάθε σεβασμό, η θέση του Μ.Υ 1 ότι καταδεικνύουν τις από μέρους της Ενάγουσας υπερχρεώσεις, γεγονός το οποίο, σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο, επιβεβαιώνουν τις δικές του θέσεις. Η αναδόμηση λογαριασμών αποτελεί επιτρεπτή ενέργεια από την Ενάγουσα και διαμορφώνει το ποσό της απαίτησης της προς τα κάτω με αφαίρεση χρεώσεων και δικαιωμάτων ή με διαφορετικό υπολογισμό των τόκων (Καλλικάς v Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 Α.Α.Δ 1238, Ζερβού Παναγιώτης και Άλλοι ν. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 722). 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η μαρτυρία του Μ.Ε 1 γίνεται πλήρως αποδεκτή. Αποδεχόμενος την μαρτυρία του προβαίνω και στα ανάλογα ευρήματα.

 

Στρεφόμενος στην μαρτυρία του M.Y.1 και προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση της θα πρέπει να σημειώσω ότι εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε στο Δικαστήριο υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα.  Αφού έλαβα υπόψιν του το επάγγελμα του, την εκπαίδευση που έτυχε, την πείρα του και τα προσόντα του τα οποία, ειρρήσθω εν παρόδω, ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί από την άλλη πλευρά και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (Τσαγγαρίδης Βασίλης και Άλλη ν. Ανδρέα Αυγουστή (2000) 1 ΑΑΔ 528) αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο εν λόγω μάρτυρας θεωρείται στον τομέα του ως τέτοιος.

 

Από τη στιγμή λοιπόν που ένας μάρτυρας κρίνεται εμπειρογνώμονας, έχει νομολογηθεί ότι αυτός μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με τα ζητήματα που εμπίπτουν εντός της σφαίρας της ειδικότητας του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από ένα μάρτυρα (Νικολάου v Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746).

Ο ρόλος και τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πιττάλης και άλλων v. Ianira Εnterprises Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ.814, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Στις εν λόγω αποφάσεις λέχθηκε ότι ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε αυτό να μπορέσει να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.

Στρεφόμενος στην ουσία της μαρτυρίας του ο εν λόγω μάρτυρας δεν άφησε στο Δικαστήριο καλές εντυπώσεις και δεν με έπεισε με τα λεγόμενα του, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να εξάγει οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα μέσω αυτής. Αντί να καταθέσει με αντικειμενικότητα και ανεξαρτησία, μοναδικός σκοπός του ήταν να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των εντολέων του, δηλαδή των Εναγομένων. Η μαρτυρία του δεν ήταν πειστική, ήταν αντιφατική, δεν είχε λογική συνοχή αλλά και συγκρούεται με την ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη μαρτυρία.

 

Διαπίστωσα παρακολουθώντας τον μάρτυρα κατά την αντεξέταση του ότι δεν απαντούσε ευθέως, υπεκφεύγοντας από τις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν και δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με πειστικότητα ακόμα και τις ίδιες τις θέσεις που εξέφρασε κατά την κυρίως εξέταση του.  Ανασκεύαζε τη μαρτυρία του και προσπαθούσε να την προσαρμόσει  απαντώντας ενίοτε υποθετικά στην αντίληψη που ήθελε να μεταδώσει περί λανθασμένων χρεώσεων εκ μέρους της Ενάγουσας.  Δεν ήταν ικανός να ερμηνεύσει έγγραφα ή τα ερμήνευε κατά το δοκούν εξυπηρετώντας τη διατεταγμένη αποστολή για την οποία κλήθηκε να καταθέσει,  της οποίας πρωταρχικός στόχος ήταν να αποδομήσει με κάθε δυνατό τρόπο τις καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού που η Ενάγουσα προσκόμισε στο Δικαστήριο.   

 

Θα πρέπει να σημειωθεί εξ αρχής, στοιχείο το οποίο ενέχει τη δική του σπουδαιότητα ως προς την βαρύτητα που το Δικαστήριο θα προσδώσει στο περιεχόμενο της μαρτυρίας του, το γεγονός ότι οι καταστάσεις και η μελέτη που ο ίδιος ετοίμασε ουδέποτε υποβλήθηκαν στην πλευρά της Ενάγουσας, όταν η τελευταία προσκόμισε στο Δικαστήριο τον δικό της μάρτυρα με σκοπό να αποδείξει την υπόθεση της. Ουδέποτε αυτές τέθηκαν εις γνώση του Μ.Ε 1 ώστε ο ίδιος, ως ο πλέον αρμόδιος, να τις σχολιάσει και να θέσει τις απόψεις του επ’ αυτών. Αποτελεί διαχρονική και σταθερή θέση της Νομολογίας μας ότι ότι κατά την αντεξέταση τίθεται στο μάρτυρα η υπόθεση που θα στηθεί από τον αντίδικο.  Tο Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να αγνοήσει, ιδιαίτερα στην απουσία οποιασδήποτε σαφούς εξήγησης, μαρτυρία που ενώ ο ένας από τους διάδικους θεωρεί σημαντική για την υπόθεσή του, εν τούτοις παραλείπει εσκεμμένα ή αμελώς, από του να τη θέσει στον αντίδικό του προς σχολιασμό (Δημήτρης Ευσταθίου v. Alpha Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 1682, Frederickou Shools Co Ltd κ.ά. v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527,   Adidas Sportshuhfabriken Ad Dassler KG v. The Jonitexo Limited (1987) 1 Α.Α.Δ. 383).

 

Η πλευρά της Εναγομένης δεν έθεσε προς σχολιασμό την μελέτη του Μ.Υ 1  κατά την αντεξέταση του Μ.Ε 1, ώστε ο εν λόγω μάρτυρας να τις σχολιάσει. Ούτε και δόθηκε από την πλευρά της Υπεράσπισης οποιαδήποτε εξήγηση για την παράλειψη της αυτή, γεγονός το οποίο δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο. 

 

Ανεξαρτήτως του πιο πάνω γεγονότος η ουσία  της μαρτυρίας του Μ.Υ 1 έγκειται στο γεγονός ότι ο ίδιος ετοίμασε μελέτη επανακαθορισμού του χρεωστικού υπολοίπου και αναδομημένες καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού, αντιγράφοντας όλες τις λογιστικές χρεώσεις.  Ετοίμασε με απλά λόγια μελέτη για τον υπολογισμό του οφειλόμενου υπολοίπου των Εναγομένων προς την Ενάγουσα στη βάση των συμφωνιών που οι πρώτοι υπέγραψαν με τη δεύτερη. Στα πλαίσια αυτά ετοίμασε δύο αναδομημένες καταστάσεις (Τεκμήριο 29) του επίδικου λογαριασμού στην βάση 2 σεναρίων. Η μία φέρει ως τίτλοReconstructed Loan Statement A’ και η δεύτερη φέρει ως τίτλο ‘Reconstructed Loan Statement B’.

                     

Το μεν 1ο σενάριο, και στην βάση αυτού ετοιμάστηκε η 1η αναδομημένη κατάσταση, έχει ως έρεισμα το γεγονός ότι η Ενάγουσα χρέωνε τον επίδικο λογαριασμό δανείου στη βάση λανθασμένου επιτοκίου (συμπεριλαμβανομένου και του περιθωρίου), κατά παράβαση των συμβατικών προνοιών της συμφωνίας δανείου. Με βάση τους δικούς του υπολογισμούς και χρεώνοντας τον επίδικο λογαριασμό με το ορθό επιτόκιο,  λαμβάνοντας υπόψιν και τις πληρωμές που έχουν πιστωθεί σε αυτό από τους Εναγομένους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα οφείλει στην Εναγόμενη 1 το ποσό των €39.000.

 

Στη βάση του 2ου σεναρίου, και στην βάση αυτού ετοιμάστηκε η 2η αναδομημένη κατάσταση, έχει ως έρεισμα το γεγονός ότι στην περίπτωση που το Δικαστήριο απορρίψει το 1ο σενάριο και καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα ορθώς χρέωνε τον επίδικο λογαριασμό στην βάση του συμβατικού επιτοκίου (συμπεριλαμβανομένης και της αύξησης του περιθωρίου από 2% σε αρχικά 6% και στη συνέχεια σε 6,5%, αύξηση περιθωρίου την οποία δεν εφάρμοσε ο Μ.Υ 1 επί του 1ου σεναρίου) τότε οι Εναγομένοι οφείλουν στην Ενάγουσα το ποσό των €140.000. 

Αποτελεί μία από τις βασικές  θέση του ότι με βάση την συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 7), αυτή έφερε επιτόκιο Euribor 6 μηνών, κυμαινόμενο, το οποίο θα υπολογίζετο τριμηνιαίως, προσαυξημένο αρχικά κατά 2.75% μονάδες ως περιθώριο κέρδους. Ήταν επίσης η συναφής θέση του ότι ο τόκος θα υπολογίζετο και θα είναι πληρωτέος κάθε τριμηνιαία, σε μονάδα διακύμανσης επιτοκίου τύπου Euribor. Αντιπαραβάλλοντας όμως τις πιο πάνω θέσεις του με τους όρους που προνοεί η συμφωνία δανείου, τα όσα πιο πάνω ανάφερε δεν αποτυπώνουν τα μεταξύ των μερών συμφωνηθέντα. Και τούτο γιατί σύμφωνα με τον όρο 3Α της συμφωνίας δανείου ο τόκος θα χρεώνεται με «κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα συνίστατο από το Εuribor 6 μηνών το οποίο θα υπολογίζεται τριμηνιαίως».  Αυτό είναι δηλαδή που προνοεί η συμφωνία δανείου. Αντί ο Μ.Υ 1 να εφαρμόσει το επιτόκιο Euribor 6 μηνών στις αναδομημένες καταστάσεις του, στην ουσία εφάρμοσε λανθασμένα το επιτόκιο Εuribor 3 μηνών.  Η αναφορά στην συμφωνία δανείου ότι το επιτόκιο θα υπολογίζεται τριμηνιαίως δεν αφορά την εφαρμογή του Euribor, ως ο Μ.Υ 1 λανθασμένα έπραξε, αλλά προνοεί ότι τριμηνιαία θα υπολογίζετο ο τόκος (Εuribor 6 μηνών) που θα συσσωρεύετο και θα χρεώνετο στη συνέχεια ο επίδικος λογαριασμός. Η εξήγηση που αντεξεταζόμενος έδωσε ο εν λόγω μάρτυρας, όταν του υποβλήθηκε η πιο πάνω θέση της Ενάγουσας,  ότι αν όντως έτσι είχαν τα πράγματα, τότε η τελευταία, κατά την υπογραφή της συμφωνίας δανείου, σύγχυσε και ξεγέλασε την Εναγομένη 1 εφόσον θα έπρεπε να αναγράφει στην συμφωνία δανείου των Euribor 3 μηνών ουδόλως είναι πειστική. Αυτό το οποίο προνοεί η συμφωνία δανείου είναι ότι δεν θα χρεώνεται τριμηνιαίως ο τόκος αλλά θα υπολογίζεται τριμηνιαίως.  Είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Επομένως δεν ισχύει η θέση του ότι το επιτόκιο με το οποίο θα χρεώνετο ο επίδικος λογαριασμός ήταν 6 μηνών Euribor,  το οποίο θα υπολογίζετο τριμηνιαίως, όπου και ο εν λόγω μάρτυρας χρησιμοποιούσε το Euribor 3 μηνών.  Πέραν των πιο πάνω, η θέση του αυτή επίσης καταρρίπτεται και πάλι μέσα από τις πρόνοιες των όρων του Τεκμηρίου 7 (2η σελίδα), και ειδικότερα στον όρο 3, όπου αναφέρεται ότι ο τόκος θα υπολογίζετο δύο φορές το χρόνο.  Η τριμηνιαία αναφέρεται στον τρόπο πληρωμής των τόκων («ο τόκος υπολογίζεται και είναι πληρωτέος κάθε τριμηνία»), όχι στο ποσοστό του επιτοκίου. Εξάλλου, η χρέωση του τόκου ανά τριμηνία δεν προνοείται στις μετέπειτα γραπτές συμφωνίες των μερών (Τεκμήριο 8, 9 και 10), τις οποίες για δικούς του λόγους ο εν λόγω μάρτυρας ξεκάθαρα παρέλειψε να τις λάβει υπόψιν με σκοπό να ετοιμάσει τις δικές του καταστάσεις. Οι εν λόγω συμφωνίας ξεκάθαρα προνοούν ότι το επιτόκιο θα χρεώνετο με Euribor 6 μηνών. Επομένως το γεγονός ότι ο Μ.Υ.1 συνέχιζε στις αναδομημένες καταστάσεις να υπολογίζει τον τόκο κάθε 3 μήνες είναι λανθασμένος. Αντί ο μάρτυρας στις αναδομημένες καταστάσεις που ετοίμασε να λάβει τις αυξήσεις των επιτοκίων, αλλά και το Euribor 6 μηνών που οι διάδικοι συμφώνησαν, εφάρμοσε επί της ουσίας λανθασμένα το Euribor 3 μηνών.

 

Για του λόγου του αληθές παραπέμπω αυτολεξεί στα όσα ο Μ.Υ 1 ανάφερε κατόπιν υποβολής της δικηγόρου των Εναγόντων ότι λανθασμένα και αυθαίρετα μείωσε το επιτόκιο στις 9.1.2009 από 8,185% σε 5,595% (βλέπε πρακτικά ημερομηνίας 16.4.2024, Σελίδες 23 και 24):

 

E.  Να προχωρήσουμε στις καταστάσεις που εσείς ετοιμάσατε.  Επομένως κύριε Κυριακίδη, 09/10/2008 χρεώσατε με 8,185% όπως είναι και το αντίστοιχο στις αναδομημένες καταστάσεις των Εναγόντων, σωστά;

A.     Σωστά.

Ε.    Ωραία.  Μετά έρχεστε λανθασμένα και παρά τη σύμβαση και χρεώνετε τριών μηνών Euribor στις 09/01/2009 και μειώνετε το ποσοστό επιτοκίου από 8,185% αυθαίρετες σε 5,595;

Α.    Έχω επεξηγήσει ήδη στο σεβαστό Δικαστήριο ότι η συγκεκριμένη τιμή είναι το έξι μηνών Euribor που άλλαξε στην 3μηνία, το έχω προαναφέρει η τιμή, το 5,595 είναι η τιμή του έξι μηνών Euribor, τρεις μήνες μετά από τις 09/10/2008 που ήταν η σύμβαση.»

 

Στα πρακτικά της ίδιας ημερομηνίας, σελίδα 25, ο εν λόγω μάρτυρας σε σχετικές ερωτήσεις ανάφερε τα εξής:

 

E.   H αλλαγή του επιτοκίου, σύμφωνα πάντοτε με τη συμφωνία θα έπρεπε να γίνει μετά από έξι μήνες, δηλαδή Απρίλη του 2009, σωστό;

A.        Σωστό.

Ε.    Εσείς έρχεστε 09/01/2009, δηλαδή στους τρεις μήνες και αλλάζετε αυτό το ποσό στο επιτόκιο και το μειώνετε από 5,435 σε 2,845 λανθασμένα.

Α.      Σωστά, όχι λανθασμένα, αφού το Τεκμήριο 7 αναφέρει στην παράγραφο 3 και θα το επαναλάβω θα χρεώνεται έξι μηνών Euribor, το οποίο θα υπολογίζεται 3μηνιαίως.  Το 3μηνιαίως σημαίνει ανά 3μηνία.  Άρα εγώ σωστά έπραξα και υπολόγισα το έξι μηνών Euribor  κάθε τρεις μήνες, αφού και στο Τεκμήριο 20 αυτό συμβαίνει με την τράπεζα, το Τεκμήριο 20 που προσπαθούσατε να δείξετε στον Εντιμότατο ότι 31/03 είναι ανά 3μηνία.  Απλά το Τεκμήριο 21 έχετε υπολογίσει λάθος  και το χρεώνετε ανά εξαμηνία, η αναδομημένη κατάσταση η δική μου, το Τεκμήριο 209 και το Τεκμήριο 20 που είναι η κατάσταση λογαριασμού που την τράπεζα λέω υπολογίζουμε τον τόκο 3μηνιαία.»

 

 

Mε βάση την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 1 ο τρόπος καθορισμού του επιτοκίου στην επίδικη συμφωνία δανείου είναι το Euribor 6 μηνών ενώ ο τρόπος υπολογισμού του είναι τριμηνιαίως, το οποίο σημαίνει ότι ο τόκος υπολογίζεται και συσσωρεύεται στο επίδικο λογαριασμό σαν μία μαθηματική πράξη.

                      Ως προκύπτει, μέσω των πιο πάνω, η μεθοδολογία που χρησιμοποίησε για την ετοιμασία του Τεκμηρίου 29, αφενός μεν δεν είναι σε συνάρτηση με τους όρους της συμφωνίας δανείου (Τεκμήριο 7), αφετέρου δε είναι λανθασμένη εφόσον πρακτικά εφάρμοζε επί της ουσίας λανθασμένο επιτόκιο, καθώς δεν υπάρχει 6 μηνών Euribor το οποίο να αλλάζει κάθε 3 μήνες αφού εξ ορισμού των 6 μηνών Euribor αλλάζει κάθε 6 μήνες. Πέραν των πιο πάνω, επί της ουσίας ο Μ.Υ 1 δεν αντιλήφθηκε ουσιαστικά την διαφορά μεταξύ του είδους του επιτοκίου το οποίο ήταν 6 μηνών Euribor και τον τρόπο υπολογισμού του τόκου, με αποτέλεσμα οι αναδομημένες καταστάσεις που ετοίμασε (Τεκμήριο 29) να μην παρουσιάζουν το ορθό οφειλόμενο ποσό σύμφωνα με το συμβατικό επιτόκιο, το οποίο συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων. Οι καταστάσεις που ετοίμασε δεν στηρίχθηκαν σε ορθά δεδομένα αλλά και στους όρους συμφωνιών των μερών. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασισθεί στις δικές του μελέτες ώστε να καταλήξει ποιο είναι σήμερα το πραγματικό ποσό που οι Εναγόμενοι οφείλουν καθώς και αν οφείλουν.

 

                      Μέσα από την αντεξέταση του Μ.Υ.1 προκύπτει και η ουσιώδης αντίφαση ότι ενώ ο Μ.Υ.1 αρχικά αναφέρει ότι το Εuribor 6 μηνών παραμένει το ίδιο το ποσοστό και αλλάζει κατά την περίοδο ανάλογα με το είδος του, μετέπειτα ανέφερε σε αντίθεση με τα πιο πάνω, ότι το 6 μηνών Euribor άλλαξε στους 3 μήνες, το οποίο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προηγούμενη του θέση. 

 

Ακόμη ένα στοιχείο το οποίο δεικνύει ότι ο εν λόγω μάρτυρας δεν ήταν αντικειμενικός αποτελεί και το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψιν το σύνολο των συμφωνιών μεταξύ των μερών. Και τούτο γιατί στην δική του κατάσταση (Τεκμήριο 29)-(1ο σενάριο-Table A) χρησιμοποίησε λανθασμένο περιθώριο, δηλαδή μόνο τόκο σε ποσοστό 2,75%, παρά το γεγονός ότι οι συμφωνίες του Τεκμηρίου 8,9 και 10 ομιλούν για άλλο περιθώριο κέρδους, δηλαδή για αρχικά 6% και στη συνέχεια 6,5%.  Η εξήγηση που εν προκειμένω έδωσε ότι δηλαδή δεν πρέπει να εφαρμοστεί το εν λόγω ποσοστό, παρά το γεγονός ότι αποδέχθηκε ότι πράγματι τα μέρη αυτό είχαν συμφωνήσει, ήταν γιατί η συγκεκριμένη αύξηση του περιθωρίου δεν συνάδει με τις συνθήκες αγοράς και το κόστος χρήματος αλλά με το επιπλέον κέρδος που ήθελε να αποκομίσει η τράπεζα από τον συγκεκριμένο δανεισμό δεν γίνεται αποδεκτή. Πέραν του γεγονός ότι η θέση του αυτή είναι εντελώς ατεκμηρίωτη και αόριστη, εφόσον ουδεμία μαρτυρία προσκομίσθηκε που να υποστηρίζει έστω και κατ΄ελάχιστον τον εν λόγω ισχυρισμό του, αυτή εκφεύγει και των αρμοδιοτήτων του δίδοντας την δική του νομική ερμηνεία ως προς το τί είχαν συμφωνήσει συμβατικά τα μέρη.   Αντί ο μάρτυρας ως εμπειρογνώμονας να λάβει υπόψιν τα όσα τα μέρη είχαν συμβατικά συμφωνήσει μεταξύ τους, ώστε να ετοιμάσει ορθούς αναδομημένους λογαριασμούς, προσήλθε στο Δικαστήριο με τη μαρτυρία του να κρίνει ότι δεν έπρεπε να συμφωνήσουν έτσι.

 

                      Επιπρόσθετα και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, προβάλλει τη θέση (βλέπε παράγραφο 31 της γραπτής του δήλωσης) ότι η Ενάγουσα παράνομα προσαύξησε το βασικό επιτόκιο σε ποσοστό 6% και 6.5%  εφόσον κάτι τέτοιο δεν καταγράφεται στην συμφωνία δανείου. Η προσαύξηση όμως του περιθωρίου προβλέπεται μέσα στις νέες διευκολύνσεις/τροποποιητικές συμφωνίες που τα μέρη υπέγραψαν (Τεκμήρια 8 και 9), και που σκοπίμως και για δικούς του λόγους ο εν λόγω μάρτυρας απέφυγε να λάβει υπόψιν. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω ούτε και επί των Τεκμηρίων  30 και 31 ο εν λόγω μάρτυρας δεν υπολόγισε τους τόκους, κατά παράβαση των γραπτών συμφωνιών.  Δεν αποδέχομαι τη θέση του, ως ανάφερε κατά την αντεξέταση του (βλέπε σελίδα 48 των πρακτικών ημερομηνίας 16.4.2024) ότι «διαφωνεί ξεκάθαρα για το λόγο ότι αναγράφεται στη συμφωνία της διευκόλυνσης και όχι στις τροποποιητικές συμφωνίες». Και τούτο γιατί αυτές είχαν συμφωνήσει τα μέρη και ο ίδιος και πάλι για δικούς του λόγους παρέλειψε να τα λάβει υπόψιν.

 

Ακόμη ένας λόγος για τον οποίο η μαρτυρία του Μ.Υ 1 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο αποτελεί και η προβληθείσα θέση του  ότι για να υπάρχει μεγάλη διαφορά, ως προς το κατ΄ισχυρισμόν οφειλόμενο ποσό, μεταξύ του Τεκμηρίου 20 (επίδικες καταστάσεις του λογαριασμού) με τις αναδομημένες καταστάσεις του Τεκμηρίού 21 (και που η διαφορά αυτή ανέρχεται περί τις €320.000 (€600.000 οι αρχικές καταστάσεις και €270.000 οι αναδομημένες), επιβεβαιώνονται τα λεγομένα του για τις από μέρους της Ενάγουσας υπερχρεώσεις. Ουδόλως βρίσκει, με κάθε σεβασμό, σύμφωνο το Δικαστήριο. Απλά η Ενάγουσα αφαίρεσε κάποιες νόμιμες και συμβατικές της χρεώσεις ως είχε το δικαίωμα και ασφαλώς η μείωση αυτή στις αναδομένες καταστάσεις, όπου εν τέλει με βάση αυτές αυτό είναι το ποσό που αξιώνεται, είναι προς όφελος των Εναγομένων. Επιπρόσθετα η θέση του περί υπερχρεώσεων εκ μέρους της Ενάγουσας είναι αόριστη, γενική και ατεκμηρίωτη. Και τούτο γιατί όταν αντεξεταζόμενος ενδεικτικά του ζητήθηκε να παραπέμψει το Δικαστήριο σε μια υπερχρέωση που η Ενάγουσα προέβη στον επίδικο λογαριασμό αλλά και ποιό ποσοστό τόκου έπρεπε να χρεωθεί ο επίδικος λογαριασμός στις 31.12.08, ο εν λόγω μάρτυρας αμήχανα απάντησε αυτολεξεί τα ακόλουθα:

 

«γιατί χρειάζεται εγώ να υπολογίσω…. Πρέπει τώρα να κάτσω να υπολογίσω πως χρέωνε το λογιστικό σύστημα της τράπεζας και αν είναι ορθό το επιτόκιο που δεν αναγράφεται πάνω; O μάρτυρας σας θα έπρεπε να εξηγήσει γιατί υπερεχρεώνε το σύστημα της τράπεζας.»

 

Επομένως ο εν λόγω μάρτυρας επέλεξε, για δικούς του αγνώστους προς το Δικαστήριο λόγους, να αποφύγει να απαντήσει με αποτέλεσμα οι οποιεσδήποτε θέσεις του να παραμείνουν ατεκμηρίωτες.  

 

                      Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το Μ.Υ.1 η διαφορά της δικής του μελέτης με τις αναδομημένες καταστάσεις που η Ενάγουσα ετοίμασε αποτελεί το γεγονός ότι υπάρχει χρέωση και στις δύο καταστάσεις σε διαφορετικές ημερομηνίες τόκου. Αυτός ήταν ο λόγος που υπάρχει διαφοροποίηση ως προς το οφειλόμενο ποσό μεταξύ των καταστάσεων της Ενάγουσας και των δικών του. Ήταν η συναφής του θέση ότι η τελευταία, όπως προκύπτει από τις επίδικες καταστάσεις της, χρέωνε παράνομα περισσότερες φορές τόκους, κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου. Αντεξεταζόμενος επί του ζητήματος αυτού,  ανάφερε ότι ο ίδιος, με βάση την δική του κατάσταση, στις 9.1.2009 μειώνει τη χρέωση του επιτοκίου από 8.185 % στις 5.595%.  Εξήγησε στη συνεχεια ότι αφού αφαιρεθεί το περιθώριο κέρδους, το οποίο είναι στο 2.75% με βάση τη συμφωνία, προκύπτει ότι το Euribor, το οποίο υπολόγισε και χρέωσε τον επίδικο λογαριασμό, στις 9.1.2009 ήταν 2.845%. Όταν όμως του ζητήθηκε να προσκομίσει σχετική κατάσταση που να αποδεικνύει ότι πράγματι αυτός ήταν ο τόκος του Εuribor 6 μηνών, ο εν λόγω μάρτυρας δεν είχε στην κατοχή του το ο,τιδήποτε για να τεκμηριώσει τη θέση του. Πέραν τούτου, ο πιο πάνω υπολογισμός του στον οποίο βάσισε τις δικές του μελέτες προκύπτει ότι είναι λανθασμένος,  εφόσον η μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα θέση του αντίθετα διαψεύδεται από το Τεκμήριο 22 (για το περιεχόμενο του οποίου δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε αντικρουστική μαρτυρία από τους Εναγομένους), το οποίο αποτελεί τις διακυμάνσεις του Euribor, οι οποίες δημοσιεύονται από το European Money Market Institute. Σὐμφωνα με αυτές στις 7.10.2008 το Euribor 6 μηνών ήταν 5,435%. Η αλλαγή του επιτοκίου, με βάση την συμφωνία δανείου, θα έπρεπε να γίνει τον Απρίλιο του 2009 (με δεδομένο το Euribor 6 μηνών) ενώ αντίθετα ο Μ.Υ 1 στις δικές του καταστάσεις και ειδικότερα την 9.1.2009, προχωράει λανθασμένα σε μείωση του επιτοκίου με το οποίο χρεώνετο ο επίδικος λογαριασμός.  

 

Ο Μ.Υ 1 όμως δεν αρκέστηκε μόνο στα πιο πάνω. Προχώρησε δε δίδοντας, μέσω της μαρτυρίας του, και νομική γνωμάτευση η οποία συνίστατο στο ότι, βάσει του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών θεμάτων Νόμου, η Ενάγουσα για να δικαιούται να χρεώνει τον επίδικο λογαριασμό με τόκο υπερημερίας θα πρέπει να αποδείξει τη ζημιά της. Λόγω του ότι η Ενάγουσα δεν απέδειξε τέτοια ζημιά, ο ίδιος στις δικές του καταστάσεις δεν χρέωσε τον επίδικο λογαριασμό με τον εν λόγω τόκο. Η θέση του αυτή δεν γίνεται αποδεκτή. Σκοπός της εμπειρογνωμοσύνης τους δεν ήταν αυτός. Πρόκειται για ζητήματα που εμπίπτουν  κατά την άποψη μου σε δικαστική κρίση και όχι στην ερμηνεία όπως κατά το δοκούν επιχείρησε ο Μ.Υ 1. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στις αναδομημένες καταστάσεις η Ενάγουσα δεν αξιώνει οποιοδήποτε τόκο υπερημερίας.

 

Επιπρόσθετα, ήταν η θέση του ότι οι τόκοι στις καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού προπληρώνονταν εφόσον η κεφαλαιοποίηση, η χρέωση δηλαδή του επίδικου λογαριασμού με την πρόσθεση του συσσωρευμένου τόκου πάνω στο κεφάλαιο, είχε ως αποτέλεσμα όταν γινόταν μια πληρωμή στο δάνειο να μην μειωνόταν ταυτόχρονα και το οφειλόμενο ποσό. Η θέση του αυτή όμως και πάλι διαψεύδεται μέσα από τις αναδομημένες καταστάσεις. Για παράδειγμα, στις 3.9.2009 επί του Τεκμηρίου 21 υπάρχει χρέωση τόκων ύψους €2.473,16, οι οποίοι προστέθηκαν στο υπόλοιπο και στη συνέχεια το ποσό των €2.552 που η Εναγομένη 1 κατάβαλε αφαιρέθηκε ως πίστωση.  Επίσης, στις 30.6.2009, ενώ το τοκοφόρο υπόλοιπο είναι €277.517,16, με την κατάθεση στις 4.12.2009 ποσού ύψους €47.410 αυτό μειώνεται σε €235.832,34. Άρα η θέση του εν λόγω μάρτυρα περί προπληρωμής των τόκων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αντίθετα, ως εξήγησε ο Μ.Ε 1 (βλέπε σελίδες 8-14 των πρακτικών) η κεφαλαιοποίηση του τόκου με τον υπολογισμό των τόκων διαφέρουν. Και τούτο γιατί η κεφαλαιοποίηση είναι όταν ο τόκος προστίθεται στο κεφάλαιο ενώ στον υπολογισμό του τόκου το ποσό (δηλαδή το ποσό του τόκου που υπολογίζεται τριμηνιαίως) δεν προστίθεται στο κεφάλαιο αλλά συσσωρεύεται και κεφαλαιοποιείται κάθε έξι μήνες, δηλαδή στις 30/6 και 31/12 εκάστου έτους

 

Περαιτέρω, μέσα από το  Τεκμήριο 21 διαπιστώνεται ότι η πρώτη κεφαλαιοποίηση των τόκων έγινε στις 31.12.2008, μετά στις 30.6.2009 και μετά  στις 31.12.2009, δηλαδή γινόταν κάθε 6 μήνες ως προνοούσε η μεταξύ των μερών συμφωνία δανείου. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την θέση του Μ.Υ 1 ότι η Ενάγουσα επέβαλλε κεφαλαιοποίηση του τόκου περισσότερες από δύο φορές. Εξάλλου, ενώ αρχικά υποστήριξε ότι η Ενάγουσα κεφαλαιοποίησε τους τόκους περισσότερο από 2 φορές το χρόνο, στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι στο Τεκμήριο 21 η κεφαλαιοποίηση των τόκων γίνεται δύο φορές το χρόνο ως άλλωστε προνοεί η συμφωνία δανείου.   

 

Ακόμη ένα στοιχείο που πλήττει την όλη εκδοχή του Μ.Υ 1 αποτελεί και το γεγονός ότι ενώ στη γραπτή του δήλωση (βλεπε παράγραφο 29) αναφέρει ότι η Ενάγουσα χρέωνε τόκο επί του λογαριασμού με διαιρέτη τις 360 μέρες κάθε έτους, αντί τις 365 μέρες, έχοντας σκοπό προφανώς για άλλη μια φορά να αποδομήσει τις καταστάσεις της Ενάγουσας, κατά την αντεξέταση του αποδέχθηκε εν τέλει ότι στις αναδομημένες καταστάσεις, οι οποίες είναι και το τελικό ποσό που η Ενάγουσα αξιώνει, η τελευταία χρησιμοποίησε το διαιρέτη των 365 ημερών.   Ακόμα και μετά την παραδοχή του αυτή, ο εν λόγω μάρτυρας επέμενε ότι οι καταστάσεις της Ενάγουσας είναι λανθασμένες.  Μάλιστα δεν ήταν φανερός ο εκνευρισμός τους και η αμηχανία του όταν διαπίστωσε το πιο πάνω λάθος του. Περί τούτου παραπέμπω σε αυτούσιο μέρος των πρακτικών (βλέπε σελίδα 45 των πρακτικών ημερομηνίας 16.4.2024).

 

                      «Ε. Κύριε Κυριακίδη, θα συμφωνήσω μαζί σας ότι στις αρχικές καταστάσεις, το Τεκμήριο 20, οι Ενάγοντες χρέωναν το επιτόκιο κάθε 360 μέρες σύμφωνα με τον όρο της επίδικης συμφωνίας, Τεκμήριο 7, που τους έδινε το δικαίωμα ότι θα λαμβάνεται σαν διαιρέτης το εμπορικό έτος που αποτελείται από 365 μέρες και συμφωνούμε ότι οι αρχικές ήταν με 360 μέρες. Η ερώτηση μου εμένα ήταν εντελώς διαφορετική, στις αναδομημένες καταστάσεις, το Τεκμήριο 21, που πλέον οι Ενάγοντες αξιώνουν το ποσό βάση αυτών των καταστάσεων, ξεχνούμε το Τεκμήριο 20, δεν ζητάμε κάτι σύμφωνα με το Τεκμήριο 20 και σας λέω πως διαπιστώσατε εσείς ότι και στις αναδομημένες καταστάσεις οι Ενάγοντες υπολόγιζαν με διαιρέτη τις 360 και όχι τις 365 μέρες;

                      A.           Να κάνουμε τον υπολογισμό να δούμε. Κάνετε ησυχία γιατί είμαι πολλά συγχυσμένος, δεν μπορώ να ακούω τον μάρτυρά σας.

 

                      …

                      A.           Έχω κάνει τον υπολογισμό και το υπόλοιπο, η χρέωση του τόκου είναι διά 365 μέρες στο Τεκμήριο 21.

                      E.           Ωραία, άρα λανθασμένα γράψατε στη γραπτή σας δήλωση ότι υπολόγιζαν οι Ενάγοντες με 360 αντί 365 γιατί προφανώς ούτε είχατε λάβει υπόψη σας, ούτε μελετήσατε τις αναδομημένες καταστάσεις που κατατέθηκαν από τους Ενάγοντες;

                      A.           Διαφωνώ, νομίζω έχω επεξηγήσει, οι καταστάσεις του Τεκμηρίου 21 είναι παντελώς λανθασμένες και τώρα προσπαθείτε   

                      E.           Κύριε Κυριακίδη, προσπαθούμε και προσπαθούμε, κάνω τη δουλειά μου. 

                      A.           Αφήστε με να ολοκληρώσω τότε.

                      E.           Προσπαθείτε να χαρακτηρίζετε τη πλευρά μας, σας παρακαλώ κάνετε τη δουλειά σας. 

 

                      Η κα Α. Δημητρίου συνεχίζει:

 

                      E.           Συνέχεια χαρακτηρίζετε;

                      A.           Στη δική μου μεριά να σας υποβάλω εγώ τότε.

                      E.           Δεν μπορείτε να μου υποβάλετε εσείς κύριε Κυριακίδη. 

A.           Συνεχίστε να δούμε που θα πάτε.»

 

Για τους πιο πάνω λόγους, όπως εξήγησα και πιο πάνω,  δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Υ 1 εφόσον κατά την αντίληψη μου ήταν φανερά προκατειλημμένος και η μαρτυρία του ήταν μεροληπτική η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από έναν ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα ο οποίος κλήθηκε για να εξηγήσει στο Δικαστήριο ζητήματα που άπτονται του επιστημονικού του ενδιαφέροντος κατά τρόπο αντικειμενικό έτσι που να βοηθούσε στην τελική κρίση του Δικαστηρίου. Στη βάση της μαρτυρίας του το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση εφόσον ο Μ.Υ 1 δεν το εφοδίασε με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια.

   

Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης, μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια, πέραν των πιο πάνω αρχικών μου ευρημάτων, στα ακόλουθα επιπρόσθετα τελικά ευρήματα:

 

Συνεπεία της παράλειψης των Εναγομένων να καταβάλουν στην Ενάγουσα τις καθυστερημένες τους δόσεις αυτή στις 3.5.2012 τερμάτισε την συμφωνία δανείου και κατέστησε ολόκληρο το οφειλόμενο ποσό πληρωτέο και απαιτητό καλώντας τους εναγομένους όπως προβούν σε πλήρη εξόφληση του.

 

Με βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, στην οποία η ενάγουσα αφαίρεσε οποιεσδήποτε χρεώσεις και έξοδα καθώς και τόκους επ’ αυτών, το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της Εναγομένης 1 στην Ενάγουσα ανέρχεται μέχρι και την 30.6.2023 στο ποσό των €270.251,62, πλέον τόκο προς 9,567% (o οποίος υπολογίστηκε στη βάση των όρων της συμφωνίας δανείου).

 

Η δε αύξηση του περιθωρίου πλέον το επιτόκιο Euribor 6 μηνών που η Ενάγουσα χρέωνε τον επίδικο λογαριασμό ήταν νόμιμη εφόσον και όχι αυθαίρετη και μονομερής εφόσον αυτό προέβλεπε η συμφωνία των μερών.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ 

 

Στην υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Χαραλάμπους (2010) 1 Α.Α.Δ.829 τονίστηκε ότι σε περιπτώσεις που αφορούν τραπεζικά χρέη (είτε αμφισβητείται η απαίτηση είτε δεν αμφισβητείται) θα πρέπει να αποδειχθούν τρία στοιχεία:

«α. Η σύναψη της σύμβασης δανείου ή χρηματοδότησης ή παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων κλπ., μαζί με τους όρους της.

β. Η παράβαση όρου της σύμβασης.

γ. Ο τερματισμός της σύμβασης και το οφειλόμενο υπόλοιπο.»

 

Ως προς την υποπαράγραφο (α) ανωτέρω το γεγονός ότι συνάφθηκε γραπτή συμφωνία δανείου (Τεκμήριο 7) καθώς και στην συνέχεια οι νέες διευκολύνσεις/τροποποιητικές συμφωνίες (Τεκμήρια 8,9 και 10), συμπληρωματικές της αρχικής, πέραν του ότι το αυτό ήδη αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου με βάση την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 1, θα έλεγα ότι ουδόλως έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση. Το ίδιο ισχύουν και για τις συμφωνίες εγγυήσεως των Εναγομένων 2 και 3 (Τεκμήριο 12). Όλα τα πιο πάνω έγγραφα είναι αποδεκτό ότι έχουν υπογραφεί από τους Εναγομένους.

Οι οποιεσδήποτε αναφορές στην Υπεράσπιση αλλά και στην γραπτή αγόρευση των Εναγομένων ότι αυτές έχουν υπογραφεί κατόπιν ψυχικής πίεσης των Εναγομένων, ψευδών παραστάσεων της Ενάγουσας αλλά και κατόπιν εξαναγκασμού και προιόν δόλου παρέμειναν γενικές και αόριστες και ως εκ τούτου έκθετες σε απόρριψη. Και τούτο γιατί ουδεμία θετική μαρτυρία προσκομίσθηκε από τους Εναγομένους 2 και 3, οι οποίοι ήταν παρόντες κατά την υπογραφή τους, ώστε να τεκμηριωθεί η πιο πάνω δικογραφική τους θέση. Έπεται ότι αυτές απορρίπτονται.

Ως προς το γεγονός ότι η Εναγομένη 1 παραβίασε όρους της μεταξύ τους συμφωνίας δανείου, αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1 ότι η τελευταία παρέλειψε να καταβάλει τις οφειλόμενες δόσεις της εντός συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων (Τεκμήρια 14 και 15), με αποτέλεσμα ο επίδικος λογαριασμός της να παρουσιάζει καθυστερήσεις και υπερβάσεις, πληρείται και η απόδειξη του 2ου πιο πάνω στοιχείου, δηλαδή η παράβαση εκ μέρους της Εναγόμενης 1 όρων της συμφωνίας δανείου. Ως έχει νομολογηθεί η παράλειψη καταβολής οφειλόμενων δόσεων παρέχει έρεισμα για την καταγγελία της σχετικής συμφωνίας δανείου και τον τερματισμό της εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιες της (Παπαγεωργίου κ.α v Λαικής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 961). Σε κάθε όμως περίπτωση και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό το γεγονός και πάλι δεν έχει αμφισβητηθεί από την Υπεράσπιση.    

Για να καταστεί ένα ποσό απαιτητό και να είναι δυνατή η διεκδίκηση του θα πρέπει να προηγηθεί τερματισμός της σχετικής συμφωνίας ή λογαριασμού (Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ.1466 και M.I.T Global Data Solutions Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ , Πολ. Έφεση 21/2011, ημερ. 4.2.2015). Στρεφόμενος στον τερματισμό της συμφωνίας δανείου με βάση την ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη μαρτυρία και αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1 αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας δανείου ήταν δικαιολογημένος, έγκυρος και νόμιμος με βάση τους όρους του Τεκμηρίου 7. Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 18 αυτός έλαβε χώρα στις 3.5.2012. Ως προκύπτει η Εναγόμενη 1 παραβίασε ουσιώδη όρο της γραπτής συμφωνίας στη βάση του ότι δεν είχε καταβάλει στην Ενάγουσα τις οφειλόμενες δόσεις της.Αυτά σε ό,τι αφορά την αιτιολογία του τερματισμού.

Ως προς το θέμα της διαβίβασης και ειδοποίησης του τερματισμού αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1, ότι το Τεκμήριο 18 αποστάληκε και παραλήφθηκε από τους Εναγομένους στην τελευταία τους γνωστή διεύθυνση με απλό ταχυδρομείο. Οι εν λόγω επιστολές ουδέποτε επεστράφησαν πίσω είτε ως αζήτητες είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο. Ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι αυτές έχουν παραληφθεί (Πιττάκα v. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1895 και Alpha Bank Cyprus Ltd v. Arena Motor Show Ltd , Πολ. Έφεση 84/2009, ημερ.2.10.2015, Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Deme Dairy Ltd κ.α., Πολ. Έφεση 246/2013 ημερ.11.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A523. Πέραν των πιο πάνω σημειώνω ότι, παρά την σχετική δικογράφηση από τους Εναγομένους, τέτοια θέση δεν προωθήθηκε από την Υπεράσπιση και ως εκ τούτου θεωρείται εγκαταληφθείσα.

Κλείνοντας με το θέμα του τερματισμού, υποδεικνύω για σκοπούς πληρότητας πως ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός δια των προαναφερθείσων επιστολών προς τους Εναγομένους, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ.1322).

 

Σε σχέση με το οφειλόμενο υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού αποδεχόμενος την μαρτυρία του Μ.Ε 1 και απορρίπτοντας την αντικρουστική μαρτυρία του Μ.Υ 1, αποτελεί ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα απέδειξε στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων το σημερινό υπόλοιπο που αξιώνει με βάση τις αναδομημένες κατάστάσεις που ετοίμασε και έγιναν αποδεκτές από το Δικαστήριο. Αναφορικά με την κατάθεση στο Δικαστήριο αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμών έχει νομολογηθεί ότι είναι έγγραφα βοηθητικά που καταρτίζονται για σκοπούς του δικαστικού αγώνα προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και περιορισμό, εν προκειμένω, των επίδικων θεμάτων (Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1238, 1246-48)

Οι οποιεσδήποτε χρεώσεις ήταν νόμιμες στην βάση της γραπτής συμφωνίας των μερών καθώς και οι τόκοι που χρεωνόταν ο επίδικος λογαριασμός είναι απότοκο των συμφωνιών. Επίσης η Ενάγουσα έχει καταφέρει να αποδείξει ότι ο καθορισμός του επιτοκίου έγινε σύμφωνα με τις επίδικες συμφωνίες και νομότυπα.

Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«Η πιο πάνω εισήγηση είναι ορθή. Η εφεσείουσα τράπεζα απέδειξε τη νομότυπη υπογραφή της συμφωνίας (Τ.1), την σύναψη της συμφωνίας εγγύησης (Τ.8) και το υπόλοιπο του λογαριασμού με την κατάθεση των Τεκμηρίων 9 και 11. Οι καταστάσεις του λογαριασμού (Τ.9 και 11), μαζί με την πιστοποίηση του αρμόδιου Λειτουργού της εφεσείουσας τράπεζας, ότι αυτά αποτελούσαν απόσπασμα του ηλεκτρονικού αρχείου της τράπεζας, συνιστούσαν εκ πρώτης όψεως απόδειξη των σχετικών καταχωρίσεων (Άρθρο 22 του Κεφ. 9 όπως έχει τροποποιηθεί). Από τη στιγμή που τα πιο πάνω έγγραφα έγιναν εκ συμφώνου αποδεκτά το περιεχόμενο τους συνιστούσε ικανοποιητική μαρτυρία που μπορούσε να οδηγήσει σε απόδειξη των ισχυρισμών της εφεσείουσας τράπεζας. Στην ουσία υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης από το Δικαστήριο.»

 

Εφόσον, λοιπόν, οι Εναγόμενοι δεν αμφισβητούν άλλες χρεώσεις, πέραν των ανωτέρω για τις οποίες έγινε αναφορά,  δεν είναι επιτρεπτό για το Δικαστήριο να υπεισέλθει σε λεπτομερή έλεγχο της απαίτησης και να προβεί σε λογιστικούς και μαθηματικούς υπολογισμούς ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Γιώργου Οικονόμου, Πολιτική Έφεση 335/2009, ημερομηνίας  17.10.2014).

Δεν θα πρέπει να αγνοηθεί και το γεγονός ότι ακόμη και ο ίδιος ο Μ.Υ 1 ισχυρίσθηκε ότι στην περίπτωση που το 1ο του σενάριο απορριφθεί από το Δικαστήριο, τότε υπάρχει παραδοχή εκ μέρους του, με βάση το 2ο σενάριο, ότι οι Εναγομένοι τουλάχιστον οφείλουν το ποσό των €140.000. Το 1ο σενάριο όμως, ως έχει προαναφερθεί, έχει βασισθεί σε λανθασμένο επιτόκιο εφόσον ο Μ.Υ 1 δεν εφάρμοσε την αύξηση του περιθωρίου, ως συμβατικά είχαν συμφωνήσει τα μέρη.

Σε σχέση με τους Εναγομένους 2 και 3, επισημαίνω ότι η απαίτηση εναντίον τους εδράζεται στο γεγονός ότι οι ίδιοι έχουν εγγυηθεί όλες τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα, συμπεριλαμβανομένων και των οποιονδήποτε οφειλών της προς αυτήν.

Η σύμβαση εγγύησης είναι αυτόνομη σύμβαση, αλλά είναι και το παρεπόμενο αποτέλεσμα της σύμβασης μεταξύ πιστωτή και πρωτοφειλέτη (άρθρο 86 του Κεφ.149). Η σύμβαση εγγύησης λοιπόν ενεργοποιείται μόνο όταν υπάρχει παράβαση από τον πρωτοφειλέτη των δικών του υποχρεώσεων. Στην υπόθεση  Lombard (ανωτέρω) αναφέρθηκε ότι η στοιχειοθέτηση της υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη να καταβάλει το χρέος, αποτελεί προϋπόθεση για την ανάκτηση του από τον εγγυητή.  Η υποχρέωση του εγγυητή είναι επάλληλη προς εκείνη του πρωτοφειλέτη.  Καθίσταται υπόχρεος να καταβάλει το χρέος εφόσον αυτό καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη.  Εφόσον στοιχειοθετείται η υποχρέωση του πρωτοφειλέτη για την αποπληρωμή του χρέους καθίσταται παράλληλα υπόλογος και ο εγγυητής για την αποπληρωμή του, χωρίς να παρίσταται ανάγκη, εκτός αν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου, υποβολής αξίωσης από τον δανειστή προς τον εγγυητή να το αποπληρώσει. Για να είναι ο εγγυητής υπόχρεος να καταβάλει το χρέος  και, συνεπώς, να μπορεί  προς τούτο να εναχθεί, πρέπει να τηρούνται δύο προϋποθέσεις. To χρέος πρέπει να έχει καταστεί απαιτητό έναντι του πρωτοφειλέτη, να έχει δηλαδή ο πρωτοφειλέτης υποχρέωση για την αποπληρωμή του, και να έχει υποβληθεί αξίωση αποπληρωμής από το δανειστή προς τον εγγυητή, εάν υφίσταται τέτοια πρόνοια στη συμφωνία εγγύησης.

Εν προκειμένω, όπως ήδη αναφέρθηκε, έχουν αποδειχθεί στον απαιτούμενο βαθμό οι υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα αλλά και ότι αυτή  παραβίασε τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Περαιτέρω η Ενάγουσα υπέβαλε αξίωση πληρωμής και από τους Εναγομένους 2 και 3, αποστέλλοντας τους τα Τεκμηρία 17 και 18, αντιστοίχως.

Συνεπώς, οι επίδικες συμβάσεις εγγύησης είναι έγκυρες και δεσμευτικές και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους γεννάται ευθύνη προς τους Εναγόμενους 2 και 3 αλληλέγγυα και /ή κεχωρισμένα με την Εναγόμενη 1.

Προχωρώ στην συνέχεια να εξετάσω τις υπόλοιπες προβληθείσες υπερασπίσεις των Εναγομένων.

 

Αποτελεί περαιτέρω θέση τους, δια μέσου της τελικής γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, ότι η Ενάγουσα καταχρηστικά και μονομερώς μετέβαλε το είδος του επιτοκίου από Euribor σε σταθερό. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, ήταν πάντοτε η θέση των Εναγομένων, ότι τα οφειλόμενα ποσά που η Ενάγουσα αξιώνει να έχουν βασισθεί σε λανθασμένους υπολογισμούς.

 

Με κάθε σεβασμό δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο η εν λόγω εισήγηση. Ως προκύπτει, μέσω των συμφωνιών που τα μέρη έχουν υπογράψει και που καθόριζε τις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις, η μεταβολή του οποιουδήποτε επιτοκίου ρυθμιζόταν μέσα από τις γραπτές συμφωνίες των μερών. H Ενάγουσα στη βάση των εν λόγω συμφωνιών είχε το δικαίωμα να τροποποιεί το εν λόγω επιτόκιο, γεγονός που εξάλλου συμφώνησαν και υπέγραψαν επί τούτου οι Εναγομένοι. Η ενέργεια αυτή της Ενάγουσας δεν αντίκειται στις πρόνοιες του Ν.160(Ι)/1999. Η δε νομολογία θεωρεί επιτρεπτό το δικαίωμα της Εναγομένης να μεταβάλλει το πρόσθετο επιτόκιο που στην προκειμένη περίπτωση απορρέει από τα έγγραφα που συνθέτουν τη σύμβαση δανείου (Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λίμιτεδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λίμιτεδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, Ξιούρουππας κ.α. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2010 ημερ. 15.11.16).

Επιπρόσθετα, πουθενά μέσα από τις καταστάσεις του Τεκμηρίου 21 που η Ενάγουσα προσκόμισε δεν προκύπτει ότι το επιτόκιο ήταν σταθερό, αντίθετα είχε αυξομειώσεις. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τα Τεκμήρια 6 και 7 είχε συμφωνηθεί αρχικά μεταξύ των μερών, ότι ο επίδικος λογαριασμός δανείου θα χρεωνόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο αποτελούμενο από 6 μηνών Euribor, το οποίο κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας δανείου (Τεκμήριο 7) ανερχόταν σε 5.25% προσαυξημένο προς 2.75 % περιθώριο.  Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 9, στη βάση του οποίου τροποποιήθηκε η ως άνω συμφωνία, στην οποία μεταξύ άλλων δόθηκε παράταση στους Εναγομένους στην αποπληρωμή των μηνιαίων δόσεων, συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι ο επίδικος λογαριασμός δανείου θα χρεωνόταν με το ίδιο πιο πάνω επιτόκιο, προσαυξημένο προς 6% περιθώριο.  Το ίδιο επεσυνέβη και με τη συμφωνία του Τεκμηρίου 10 όπου το περιθώριο προσαυξήθηκε από 6% σε 6.5%.  Συνεπακόλουθα ο οποιοσδήποτε ισχυρισμός των Εναγομένων ότι η Ενάγουσα παράνομα και ή καταχρηστικά αύξησε το επιτόκιο και το περιθώριο δεν ισχύει εν προκειμένω εφόσον μέσα από τις συμβατικές τους σχέσεις οι Εναγόμενοι συμφώνησαν για το γεγονός αυτό. Οι οποιοιδήποτε δε ισχυρισμοί των Εναγομενων ότι δεν τους εξηγήθηκαν τροποποιητικές συμφωνίες και οι συνέπειες αυτών, πέραν του ότι αυτές φέρουν την υπογραφή τους, ουδείς εκ των Εναγομένων προσήλθε στο Δικαστήριο να θέσει μαρτυρία ως προς τα ουσιαστικά γεγονότα της υπόθεσης με αποτέλεσμα αυτοί  να παραμείνουν γενικοί, αόριστοι και ατεκμηρίωτοι.

 

Ως προς την θέση ότι ήταν καταχρηστικό αφενός μεν η τροποποίηση της συμφωνίας δανείου, αφετέρου δε η μεταβολή του επιτοκίου σημειώνω τα εξής.  Στο Κυπριακό Δίκαιο δεν υφίσταται γενική ρήτρα περί απαγόρευσης κατάχρησης γενικά. Αυτό που υφίστατατο κατά τον χρόνο συνομολόγησης των επίδικων συμβάσεων και σύνταξης της Υπεράσπισης ήταν συγκεκριμένη νομοθεσία, ήτοι ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος του 1996, ο οποίος ενσωμάτωνε στην Κυπριακή έννομη τάξη την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή οδηγία. Για να εξέταζε το Δικαστήριο εισήγηση περί παράβασης της εν λόγω νομοθεσίας θα έπρεπε υπήρχε συγκεκριμένος ισχυρισμός στην Υπεράσπιση περί παραβίασης των προνοιών του εν λόγω Νόμου από συγκεκριμένες ρήτρες των επιδίκων συμβάσεων, πράγμα που δεν έγινε. Ακόμα, όμως, και να εκλάμβανε το Δικαστήριο ότι οι Εναγόμενοι με τις αναφορές τους στην Υπεράσπισή τους, αναφέρονταν στην συγκεκριμένη νομοθεσία ανωτέρω και πάλι δεν θα οδηγούμαστε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, αφού η σχετική νομοθεσία αφορά καταναλωτές. Η έννοια δε του καταναλωτή παρέχεται στην ίδια την Ευρωπαϊκή οδηγία αλλά και στο άρθρο 2 του  περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου του 1996, ως ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών.  Όπως προκύπτει ρητά από το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου, καταναλωτής είναι φυσικό πρόσωπο. Στην υπό κρίση υπόθεση δανειολήπτης ήταν νομικό πρόσωπο (η Εναγομένη 1), το οποίο προφανώς δεν εμπίπτει στην έννοια του καταναλωτή. Επομένως, οι ισχυρισμοί περί καταχρηστικών ρητρών δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

 

Τέλος ως προς τις θέσεις των Εναγομένων ότι η Ενάγουσα δεν μπορούσε να προχωρήσει σε ρευστοποίηση της Υ11129/18 κατά παράβαση της εγχώριας νομοθεσίας και/ή δεν είχε τέτοιο δικαίωμα (σελίδες 24-30 γραπτής αγόρευσης Εναγομένων) δεν θα ληφθούν υπόψιν εφόσον δεν καλύπτονται από την σχετική δικογραφία και ως εκ τούτου απορρίπτονται. Η δίκη κατά πάγια νομολογία δρομολογείται κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και όχι έξω από αυτήν (Παναγιώτης Παρλατά ν. Στέλλας Δημητρίου, Πολιτική Έφεση Αριθμός 387/2009, ημερομηνίας 21.5.2014, Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services) Ltd, Πολ. Έφεση αρ. 7367, ημερ. 14.1.1990Ayia Napa Nissi Development Ltd κ. άν. Παπαμιχαήλ).  Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκτείνεται και να συζητά ή να επιλύει θέματα άλλα από αυτά που είναι ή παραμένουν επίδικα κατά τη συμπλήρωση των εγγράφων προτάσεων ή που νομότυπα προστίθενται κατά την ημέρα ή τη διάρκεια της δίκης (Παφίτης ν. Κακουρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 1154 και Μερκής ν. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1091).

 

Ως εκ τούτου εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων, αλληλέγγυως και/ή κεχωρισμένως, για το ποσό των €270.251,67 πλέον τόκους προς 9,567% επί του ποσού €270.251,67 από 1.7.2023 μέχρι εξοφλήσεως.

Επίσης εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Δ της Έκθεσης Απαιτήσεως.

Ως προς τα έξοδα της αγωγής, εν απουσία λόγου που να επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, ως τούτα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ένα σετ εξόδων να δοθεί στην Ενάγουσα εφόσον η Υπεράσπιση τους ήταν κοινή και εκπροσωπούνταν από την ίδια συνήγορο.

 

(Υπ.) .......................................

  Μ. Χαραλάμπους, A.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο