ΚΩΣΤΑ ΠΑΥΛΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αγωγής: 4146/2013, 19/9/2024
print
Τίτλος:
ΚΩΣΤΑ ΠΑΥΛΟΥ ν. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αγωγής: 4146/2013, 19/9/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝΜ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  4146/2013

Μεταξύ:

 

ΚΩΣΤΑ ΠΑΥΛΟΥ

 

Ενάγοντα

-και-

 

 

1.    ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

2.    ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

3.    ΣΩΤΗΡΑΚΗ ΦΕΛΛΑ

 

Εναγομένων

 

 

Ημερομηνία: 19/9/2024

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγοντα: Ο κ. Ν. Καλλής μαζί με κα. Ι. Καλλή

Για Εναγομένη: Ο κ. Χρ. Στυλιανίδης μαζί με κα. Μ. Κυριάκου  για Στέλιος Στυλιανίδης & Σία ΔΕΠΕ

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο Ενάγοντας ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, ο Γραμματέας – Διευθυντής της πρώην ΣΠΕ Αγίας Φύλας. Θέση την οποία και ανέλαβε από το 2004.

 

Η πρώην ΣΠΕ Αγίας Φύλας (στο εξής «η Εναγομένη 1»), περί το 2012, συγχωνεύθηκε με το πρώην Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού, το οποίο στη συνέχεια το διαδέχθηκε η Εναγομένη 1 στην παρούσα αγωγή.

 

Ο Εναγόμενος 2 ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, μέλος της Επιτροπείας της Εναγομένης 1 και με την αποχώρηση του Ενάγοντα από τη θέση του διετέλεσε προσωρινά αναπληρωτής Γραμματέας της, μέχρι τον διορισμό νέου. Ο πρώην Εναγόμενος 3 ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπείας της Εναγομένης 1.

 

Κάθε εγγεγραμμένο Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα (ΣΠΙ), το οποίο αποτελούσε και εταιρεία, ως ήταν και η Εναγομένη 1 (πρώην ΣΠΕ Αγίας Φύλας) κατάρτιζέ Επιτροπεία, η οποία την αντιπροσώπευε σε συναλλαγές ενώπιον αρμόδιων αρχών και εκτελούσε γενικά καθήκοντα διαχείρισης των υποθέσεων της.  Η Επιτροπεία συνεδρίαζε και τηρούσε πρακτικά για κάθε συνεδρία της. 

 

Μεσούσης της ακροαματικής διαδικασίας η αγωγή εναντίον των πρώην Εναγομένων 2 και 3 αποσύρθηκε και ο Εναγόμενος 2 κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης (Μ.Υ. 3).

 

Με την παρούσα αγωγή ο Ενάγοντας αξιώνει από την Εναγομένη 1 αποζημιώσεις, ύψους €360.000, συνεπεία παράβασης από αυτήν της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας. Διαζευκτικά αξιώνει «ειδικές αποζημιώσεις στη βάση της αμοιβής και των ωφελημάτων που θα απολάμβανε από την δουλειά του από την υποβολή της παραίτησης του και μέχρι της εκδίκασης της αγωγής» και/ή αποζημιώσεις για την παράνομη και άδικη απόλυση του. 

 

Είναι σε αδρές γραμμές η δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντα, την οποία και προώθησε και κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης, ότι ο ίδιος, περί το 2008, αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Λόγω αυτών αναγκάζετο να απουσιάζει από την εργασία του.

 

Σε κάποια χρονική στιγμή οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 συζήτησαν, μεταξύ άλλων, το θέμα και τους όρους της παραίτησης του από την θέση του. 

 

Αρχές του 2010 ο Ενάγοντας και η Εναγόμενη 1, η οποία εκπροσωπείτο από τους πρώην Εναγόμενους 2 και 3, κατέληξαν σε προφορική συμφωνία.  Αυτή προέβλεπε την παραίτηση του Ενάγοντα από τη θέση του και η Εναγόμενη 1 θα τον αποζημίωνε ταυτόχρονα με το ποσό των €360.000. 

 

Ως εκ τούτου ο Ενάγοντας την 26.3.2010, στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας, υπέβαλε και γραπτώς την παραίτηση του αφού οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 τον διαβεβαίωσαν ότι ο Έφορος Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών («ο Έφορος»).  ήταν σύμφωνος.  Η Εναγόμενη 1 αρνείται μέχρι και σήμερα, κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, να του καταβάλει το πιο πάνω ποσό. 

 

Από την άλλη είναι η εκδοχή της Εναγομένης 1 ότι ουδέποτε η ίδια κατάρτισε οποιαδήποτε συμφωνία με τον Ενάγοντα για την πρόωρη αφυπηρέτηση του αλλά και της καταβολής σε αυτόν οποιουδήποτε ποσού ως αποζημίωση/φιλοδώρημα.  Ήταν επί του προκειμένου η θέση της ότι ο Ενάγοντας πράγματι υπέβαλε την 26.3.2010, οικειοθελώς, μέσω γραπτής επιστολής την παραίτηση του από τη θέση του για λόγους υγείας.  Ζήτησε επιπρόσθετα, μέσω αυτής, όπως η Εναγόμενη 1 του καταβάλει το ποσό των €360.000 ως αποζημίωση-φιλοδώρημα.  Η Εναγόμενη 1 αποδέχθηκε την παραίτηση του.  Ως προς το αίτημα του για την καταβολή του πιο πάνω ποσού η Εναγόμενη 1 του ανάφερε ότι θα το εξέταζε ευνοϊκά υπό την προϋπόθεση ότι, από την έρευνα που ήδη διεξαγόταν στην Εναγομένη 1 από την Αρμόδια Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών (η «ΥΕΑΣΕ»), δεν θα προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα εναντίον του.  Στη βάση της εν λόγω έρευνας και του σχετικού πορίσματος προέκυψαν εναντίον του Ενάγοντα σωρεία πειθαρχικών και ή άλλων αδικημάτων. Ως εκ τούτου το αίτημα του Ενάγοντα για αποζημίωση δεν εξετάσθηκε.

 

Προτού προχωρήσω με την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα τα οποία προέκυψαν είτε μέσω παραδεκτών γεγονότων είτε μέσω της μη αμφισβητούμενης και αναντίλεκτης μαρτυρίας. 

 

Ο Ενάγοντας ξεκίνησε, περί το 2008, να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας. Σύμφωνα με τα σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά (Τεκμήριο 2) που προσκομίσθηκαν στο Δικαστήριο, τον Μάιο του 2008 υπεβλήθη σε ολική θυρευειδεκτομή (θηλώδες καρκίνωμα) και υπεβλήθη σε θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο. Τον Οκτώβριο του 2008 υπεβλήθη σε λαπαροσκοπική γαστρεκτομή λόγω σοβαρής πααχυσαρκίας. Τον Μάρτιο του 2010 υπεβλήθη σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή λόγω χολολιθίασης και τον Ιούνιο του 2010 υπεβλήθη σε αφαίρεση όγκου στον όρχι. Παρουσίασε επίσης σακχαρώδη διαβήτη το οποίο προκλήθηκε από μετεγχειρητικό υποπαραθυεοειδισμό. Προς το σκοπό αυτό λάμβανε ημερησίως φαρμακευτική αγωγή Συνεπεία των πιο πάνω προβλημάτων υγείας ο Ενάγοντας απουσίαζε πολύ συχνά από την εργασία του. Κρίθηκε δε, από δύο εκ των θεραπόντων ιατρών του, ανίκανος για εργασία.

 

Ο Γραμματέας της Εναγομένης 1 αποτελούσε εκτελεστικό όργανο της και ήταν υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για την οργάνωση, διοίκηση, συντονισμό και προγραμματισμό των δραστηριοτήτων της, μεριμνούσε για την σύγκλιση και παρίστατο στις συνεδρίες της Επιτροπείας καθώς και προγραμμάτιζε, επόπτευε και συντόνιζε τις εργασίες του προσωπικού της.

 

Ο Γραμματέας κάθε εταιρείας αποτελούσε μέλος της Επιτροπείας και η αμοιβή και οι άλλοι όροι υπηρεσίας του καθορίζονταν από το σχέδιο υπηρεσίας που κατάρτιζε η Επιτροπεία και το οποίο εγκρινόταν από τον Έφορο. Το ίδιο και ο διορισμός και η παύση του γραμματέα αποφασιζόταν από την Επιτροπεία και εγκρινόταν από τον Έφορο.

 

Ο Έφορος ήταν το ανώτατο εκτελεστικό όργανο της ΥΕΑΣΕ, η οποία επόπτευε τη λειτουργία των ΣΠΙ.  Κάποιες από τις αποφάσεις της Επιτροπείας χρειάζονταν την έγκριση του Εφόρου.  Η επικοινωνία μεταξύ των ΣΠΙ και του Εφόρου και οι σχετικές από αυτόν εγκρίσεις ή υποδείξεις δίδονταν πάντοτε γραπτώς. 

 

Την 9.3.2010 είχε αρχίσει, από λειτουργούς της ΥΕΑΣΕ, στην Εναγομένη 1 επιτόπεια εποπτική επιθεώρηση σε σχέση με θέματα τα οποία αφορούσαν την εσωτερική διακυβέρνηση, τις διαδικασίες διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου και την ποιότητα του χαρτοφυλακίου της λόγω σοβαρών αδυναμιών που προέκυψαν κατά τον έλεγχο της. 

 

Οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 επισκέφθηκαν τον Ενάγοντα στην οικία του στις 15.3.2010. Για το τί διαμείφθηκε στην εν λόγω συνάντηση καθώς και αν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία υπάρχει διάσταση μεταξύ των μερών.  

 

Μετά την πιο πάνω συνάντηση ο Ενάγοντας απέστειλε στην Εναγομένη 1 γραπτή επιστολή (Τεκμήριο 3), με την οποία υπέβαλε την παραίτηση από τα καθήκοντα του αναφέροντας, μεταξύ άλλων, αυτολεξεί τα ακόλουθα: «Η υποβολή της παραίτηση από μέρους μου θα έχει ισχύ εάν και εφόσον συνδυάζεται άμεσα και ταυτόχρονα με έγκριση από μέρους σας (Επιτροπή ΣΠΕ) μιας ικανοποιητικής αποζημίωσης», η οποία σε άλλο μέρος της επιστολής καθορίστηκε από αυτόν στο ποσό των €360.000.

 

Εις απάντηση της πιο πάνω επιστολής η Εναγόμενη 1 με επιστολή της, ημερομηνίας 29.3.2010 (Τεκμήριο 4), προς τον Ενάγοντα τον πληροφόρησε ότι η παραίτηση του γίνεται αποδεκτή με ισχύ την 31.3.2010.  Ως προς το αίτημα του για αποζημίωση του ανάφερε ότι αυτό θα εξεταστεί ευνοϊκά υπό την προϋπόθεση ότι κατά την έρευνα που διεξάγεται από την ΥΕΑΣΕ δεν προέκυπτε εναντίον του οποιοδήποτε αδίκημα. 

 

Έκτοτε ο Ενάγοντας, μετά την αποστολή της δικής του επιστολής και την απάντηση της Εναγομένης 1, ουδέποτε επανήλθε στην εργασία του αλλά ούτε και άσκησε οποιαδήποτε καθήκοντα σε σχέση με τη θέση του. 

 

Την 2.11.2010 ο Ενάγων, με νέα επιστολή του (Τεκμήριο 5) που απέστειλε στην Εναγόμενη 1, ανάφερε, μεταξύ άλλων, ότι λόγω των προβλημάτων υγείας του δεν μπόρεσε να απαντήσει συντομότερα στην πιο πάνω επιστολή της.  Ισχυρίσθηκε επιπρόσθετα ότι στην επιστολή παραίτησης του είχε καταστήσει σαφές ότι αυτή ίσχυε υπό τον όρο της καταβολής προς αυτόν αποζημίωσης και ότι παρά τις προφορικές διαβεβαιώσεις που είχε από μέρους της Επιτροπείας ότι το αίτημα του θα ικανοποιείτο, εκτός αν προέκυπταν ποινικά αδικήματα εναντίον του, η Εναγόμενη 1 του παρέδωσε την επιστολή Τεκμήριο 4 στην οποία αποδέχεται μόνο την παραίτηση του. Σε ό,τι αφορά το θέμα της αποζημίωσης του, ότι ο ίδιος δεν θα αποζημιωθεί εάν προκύψει οποιονδήποτε ποινικό αδικήματα εναντίον του, ήταν η θέση του ότι είναι  εντελώς εκτός της μεταξύ τους συμφωνίας.  Τους κάλεσε δε, επειδή ο ίδιος μέχρι στιγμής δεν είχε ενημερωθεί εάν είχε διαπράξει οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, να τιμήσουν το λόγο και τις υποσχέσεις τους και να του καταβάλουν τη σχετική αποζημίωση. 

 

Η Εναγόμενη 1 απέστειλε στις 16.12.2010, εις απάντηση της πιο πάνω επιστολής, προς τον Ενάγοντα νέα επιστολή (Τεκμήριο 6) με την οποία, πέραν από το ότι επαναλάμβανε την αρχική της θέση, ως αυτή αποτυπωνόταν στο Τεκμήριο 4, τον ενημέρωνε πως από την έρευνα που διενήργησε η ΥΕΑΣΕ «προκύπτουν πάρα πολλές παραβάσεις ή παραβιάσεις του Νόμου και των Κανονισμών, υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας από μέρους σας κ.α., που θα μπορούσαν, εάν φυσικά ήσασταν στην υπηρεσία, να οδηγούσαν στην διατύπωση πειθαρχικών κατηγοριών εναντίων σας».  Του ανάφεραν επιπρόσθετα ότι αποδέχθηκαν την παραίτηση του άνευ όρων και ότι το γεγονός ότι ο ίδιος έθεσε όρο για αποζημίωση με την επιστολή παραίτησης του δεν σήμαινε ότι η Εναγομένη 1 είχε δεχθεί τους όρους που είχε θέσει ο ίδιος για να ίσχυε η παραίτηση του.  Ως εκ τούτου στη βάση του πορίσματος της επιτόπιας έρευνας το αίτημα του για αποζημίωση δεν άφηνε κανένα περιθώριο στην Επιτροπεία ώστε να το εξετάσει.

 

Τα πιο πάνω, αποτελούν ταυτόχρονα και μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.

 

Καθίσταται προφανές από τα πιο πάνω ότι το βασικό επίδικο ζήτημα που καλείται να απαντήσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο καταρτίσθηκε οποιαδήποτε προφορική συμφωνία μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγομένης 1 για την καταβολή στον πρώτο οποιουδήποτε ποσού αποζημίωσης/φιλοδωρήματος λόγω της παραίτησης του.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης του Ενάγοντα, μαρτυρία έδωσε ο ίδιος, ο γιός του Μάρκος Παύλου (Μ.Ε 2) και ο Αγαθοκλής Παπαγεωργίου, μέλος, κατά τον ουσιώδη χρόνο, της Επιτροπείας της Εναγόμενης 1. Προς υπεράσπιση της τελευταίας κατέθεσε ο Σταύρος Ιακώβου (Μ.Υ 1), γραμματέας και γενικός διευθυντής της Εναγομένης 1, ο Γαβριήλ Χριστοφόρου (Μ.Υ 2) ανώτερος λειτουργός στο γραφείο του Εφόρου και, ως έχει αναφερθεί, ο πρώην Εναγόμενος 3 (Μ.Υ 3).

 

ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

Ο Μ.Ε 1 υιοθέτησε στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του τη γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 1).  Ήταν σε γενικές γραμμές η θέση του ότι όταν γνωστοποιήθηκαν τα προβλήματα υγείας του, τα μέλη της Επιτροπείας της Εναγομένης 1, και ειδικότερα οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3, του παρουσιάστηκαν συμπάσχοντες σ΄αυτά και κέρδισαν την εμπιστοσύνη του. Οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 τον συμβούλευαν για εργασιακά θέματα στις μεταξύ τους συζητήσεις που ακολούθησαν.  Σε κάποια στιγμή συζητήθηκε μεταξύ τους το θέμα και οι όροι της παραίτησης του από τη θέση του.  Στις 15.3.10 οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3, κατόπιν επίσκεψης τους στην οικία του, του εισηγήθηκαν να αφυπηρετήσει έναντι αποζημίωσης για το ποσό των €360.000. Του προσκόμισαν δε έτοιμη επιστολή ώστε να την υπογράψει. Ο ίδιος αρνήθηκε, λόγω του ότι σε αυτήν δεν καθορίζονταν συγκεκριμένα ποσά τα οποία θα λάμβανε.  Στη συνέχεια ακολούθησαν μεταξύ τους συζητήσεις αναφορικά με τους όρους της παραίτησης του. 

 

Περί τις αρχές Μαρτίου του 2010 ο Ενάγοντας κατέληξε σε προφορική συμφωνία με την Εναγόμενη 1, η οποία εκπροσωπείτο από τους πρώην Εναγόμενους 2 και 3. Αυτή προέβλεπε την πρόωρη αφυπηρέτηση του, μέσω του σχεδίου αφυπηρέτησης των υπαλλήλων του πρώην Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού, και οι πρώην Εναγομένοι 2 και 3 δεσμεύτηκαν ρητά, έναντι του, να τον αποζημιώσουν, δυνάμει του σχεδίου αυτού, με το ποσό των €360.000. 

 

Την 26.3.10, αφού οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 τον διαβεβαίωσαν ότι και ο Έφορος ήταν σύμφωνος με την κατ΄ισχυρισμόν προφορική τους συμφωνία, τον έπεισαν όπως υποβάλει, για τυπικούς και προσχηματικούς λόγους, καθώς και για σκοπούς διευκόλυνσης της Επιτροπής, εγγράφως την παραίτηση του (Τεκμήριο 3), προκειμένου η τελευταία να έχει δικαιολογία για την ως άνω κατ’ ισχυρισμό προφορική συμφωνία που επιτεύχθη. Πριν παραδώσει την πιο πάνω επιστολή στην Εναγόμενη 1 επισκέφθηκε προηγουμένως τον πρώην Εναγόμενο 3 στην οικία του, όπου και ο τελευταίος συμφώνησε με το περιεχόμενο της. 

 

Μόλις παρέλαβε την απάντηση της Εναγόμενης 1 (Τεκμήριο 4) ανησύχησε από το περιεχόμενο αυτής.  Διαμαρτυρήθηκε στους πρώην Εναγόμενους 2 και 3, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι το περιεχόμενο της επιστολής του Τεκμηρίου 4, με κανένα τρόπο δεν επηρέαζε την προφορική του συμφωνία με την Εναγόμενη 1 και για τον λόγο αυτό δεν θα έπρεπε να εγείρει θέμα συζήτησης του περιεχομένου της, πράγμα το οποίο και έπραξε.  Στη συνέχεια η Εναγόμενη 1 αρνήθηκε να του καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση και απέρριψε το αίτημα του, λόγω του ότι προέβαλε για πρώτη φορά αβάσιμους ισχυρισμούς ότι, μέσω της έρευνας της ΥΕΑΣΕ, προέκυψαν πάρα πολλές παραβάσεις του Νόμου και των Κανονισμών, υπέρβαση εξουσίας και άλλα πειθαρχικά παραπτώματα από τον ίδιο, τα οποία όμως ουδέποτε του εξειδίκευσαν.  Η Εναγόμενη 1, δια μέσω των πρώην Εναγομένων 2 και 3, προσπάθησαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του και έπειτα να μεθοδεύσουν την παραίτηση του, η οποία ανάγεται σε εξαναγκασμό σε παραίτηση και ισοδυναμεί με άμεση απόλυση.  Βασισμένος στις ψευδείς παραστάσεις των πρώην Εναγομένων 2 και 3, ο ίδιος υπέβαλε την παραίτηση του, απώλεσε την μόνιμη εργοδότηση του, τις απολαβές και τα ωφελήματα του, από 1.4.2010 μέχρι και τον 8ο του 2025 οπόταν και θα αφυπηρετούσε, συνολικού ύψους €1.120.000. 

 

Ο Μ.Ε 2, κατά τον επίδικο χρόνο, εκτελούσε τη στρατιωτική του θητεία και διέμενε μαζί με τον Ενάγοντα. Ήταν η θέση του ότι, περί το 2010, τους επισκέφθηκαν στην οικία τους οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3, έχοντας στην κατοχή τους μία επιστολή της Εναγομένης 1.  Οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 τους ανάφεραν ότι η επιστολή αφορούσε την παραίτηση του Ενάγοντα για λόγους υγείας. Ζήτησαν δε από τον Ενάγοντα να την υπογράψει αφού την  διαβάσει.  Κατά την ανάγνωση αυτής ο Ενάγοντας διαπίστωσε ότι στην εν λόγω επιστολή δεν αναγράφετο το ποσό της αποζημίωσης που θα λάμβανε καθώς και ότι περιείχε και μία παράγραφο, η οποία μιλούσε για τυχόν παραπτώματα από μέρους του Ενάγοντα.  Αφού ζήτησαν διευκρινιστικές ερωτήσεις, οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 τους καθησύχασαν ότι ήταν μια τυπική επιστολή. Ως προς το ποσό της αποζημίωσης τους ανάφεραν ότι αυτό θα υπολογιστεί στη συνέχεια, με βάση την φόρμουλα αποζημιώσεων που έδιδε το πρώην Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού προς τους υπαλλήλους του. 

 

Ο Ενάγοντας αρνήθηκε να υπογράψει την εν λόγω επιστολή, αναφέροντας τους ότι θα μελετήσει το όλο ζήτημα και θα τους ενημερώσει αναλόγως.  Στη συνέχεια επισκέφθηκαν, μαζί με τον Ενάγοντα, τον Διευθυντή ενός υποκαταστήματος του πρώην Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού, όπου και του ζήτησαν να υπολογίσει τις αποζημιώσεις στη βάση της φόρμουλας που εφάρμοζε για τους δικούς του υπαλλήλους το εν λόγω Ταμιευτήριο. Αυτός τους ενημέρωσε ότι η αποζημίωση του Ενάγοντα θα πρέπει να ανέρχεται στο ποσό των €360.000.  Στη συνέχεια ο ίδιος συνέταξε εκ νέου την επιστολή που τους είχαν παραδώσει οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3, προσθέτοντας μόνο την αναγραφή του εν λόγω ποσού. Ακολούθως μετέβηκαν στην οικία του πρώην Εναγομένου 3, ο οποίος και συμφώνησε με το περιεχόμενο της. Τους έδωσε δε οδηγίες να την παραδώσουν στον πρώην Εναγόμενο 2.  Αφού μετέβηκαν στο γραφείο του εν λόγω προσώπου και του παρέδωσαν την επιστολή, ο τελευταίος τους ανάφερε αυτολεξεί ότι «Σας το εγγυώμαι ότι θα πάρετε τα χρήματα που γράφει η επιστολή και είμαστε εδώ για να σας βοηθήσουμε και όχι για να σας γελάσουμε».

 

Ο Μ.Ε 3 ανάφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο δημιουργήθηκαν ψίθυροι στην ΣΠΕ Αγίας Φύλας ότι ο Ενάγοντας, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, προέβη σε ορισμένες παρατυπίες καθώς και σε παρανομίες. Ήταν η θέση του ότι ο Ενάγοντας πείσθηκε στην συνέχεια από τους πρώην Εναγομένους 2 και 3, οι οποίοι τον επισκέφθηκαν στην οικία του, σε συνεννόηση με τον Έφορο, όπως υποβάλει την παραίτηση του, ούτως ώστε να διευκολυνθούν τα πράγματα και να διοριστεί νέος γραμματέας. Κατά τη συνεδρία της Επιτροπείας τους αναφέρθηκε ότι ο Ενάγοντας αποδέχθηκε να παραιτηθεί και θα λάμβανε αποζημίωση νοουμένου ότι δεν θα προέκυπταν οποιαδήποτε παραπτώματα εναντίον του. Ανάφερε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο η Εναγομένη 1 να μην τον πλήρωνε με αποζημίωση. 

 

Ο Μ.Υ 1 υιοθέτησε γραπτή δήλωση (Τεκμήριο 10).  Ανάφερε σε γενικές γραμμές ότι έχει στην κατοχή του, υπό την ιδιότητα της επαγγελματικής του θέσης, το φάκελο που διατηρεί η Εναγομένη 1 σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Ήταν η θέση του ότι η περίπτωση της αποχώρησης Γραμματέα από την πρώην ΣΠΕ Αγίας Φύλας καθώς και η πληρωμή αποζημιώσεως για τέτοιο λόγο δεν ρυθμιζόταν ρητά από το σχέδιο υπηρεσίας του Γραμματέα (Τεκμήριο 8) και επομένως χρειαζόταν η ενημέρωση του Εφόρου σε περίπτωση αποχώρησης του και ειδική έγκριση του για την καταβολή και το ύψος αποζημίωσης που δυνατό να παραχωρείτο σε αυτόν. Έκανε ακολούθως αναφορά στην μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγομένης 1 ανταλλαγείσα αλληλογραφια. Ο Ενάγοντας μετά την επιστολή παραίτησης και την απάντηση της Εναγομένης 1 δεν επανήλθε στην εργασία του καταδεικνυοντας εμπράκτως την παραίτηση του.  Η Επιτροπεία αποφάσισε, ως καταμαρτυρούν και τα πρακτικά της (Τεκμήριο 9), όπως αποδεχθεί την παραίτηση του, για την οποία θα ενημέρωνε τον Έφορο και θα προκύρησσε τη θέση προς αντικατάσταση του. 

 

Αφού ενημερώθηκε ο Έφορος για το ζήτημα αυτό, δηλαδή περί παραίτησης του Ενάγοντα, ο τελευταίος με επιστολή του προς την Επιτροπεία (Τεκμήριο 15), της ανάφερε ότι είχε σημειώσει την παραίτηση του πρώτου και την κάλεσε να προχωρήσει στο διορισμό νέου Γραμματέα.  Ο Έφορος δεν έκανε οποιαδήποτε νήξη ή έδωσε οποιαδήποτε έγκριση σε σχέση με την καταβολή αποζημίωσης προς στον Ενάγοντα.  Είναι η θέση του ότι, ως προκύπτει από το φάκελο, η Εναγομένη 1 ουδέποτε έκανε οποιαδήποτε συμφωνία με τον Ενάγοντα, γραπτή ή προφορική, για την καταβολή αποζημίωσης λόγω της πρόωρης αφυπηρέτησης του ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, ούτε συμφώνησε καθ΄οιονδήποτε χρόνο να καταβάλει σε αυτόν οποιοδήποτε ποσό ως αποζημίωση, παρά μόνο έκανε δεκτή την παραίτηση του.

 

Η επιτόπια εποπτική επιθεώρηση της ΥΕΑΣΕ ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2010 και από το πόρισμα αυτής (Τεκμήριο 16) προέκυψαν σωρεία παραβάσεων και αδικημάτων από τον Ενάγοντα, τις οποίες και παραθέτει με λεπτομέρεια στη δήλωση του.  Συνεπεία των πράξεων και παραλείψεων του η Εναγομένη 1 υπέστη τεράστιες ζημιές.  Στη βάση των ανωτέρων ευρημάτων αν ο Ενάγοντας βρισκόταν στην υπηρεσία της αναμφίβολα θα λαμβάνονταν οι απαραίτητες διαδικασίας για πειθαρχική δίωξη του.  Εναντίον του Ενάγοντα είχαν καταχωριστεί ποινικές υποθέσεις.  Ήταν η θέση του ότι ουδέποτε οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 υποσχέθηκαν στον Ενάγοντα ότι θα του καταβαλλόταν αποζημίωση και σε κάθε περίπτωση ο Ενάγοντας γνώριζε ότι τα εν λόγω πρόσωπα δεν μπορούσαν να δεσμεύσουν την Επιτροπεία.  Επίσης ο Ενάγοντας γνώριζε ότι ήταν απαραίτητη η έγκριση της επιτροπείας βάση της νενομισμένης λήψης αποφάσεων καθώς και η έγκριση του Εφόρου για να είναι δεσμευτική οποιαδήποτε δήλωση ή παράσταση των πρώην Εναγομένων 2 και 3.  Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ενάγοντας υπέβαλε οικειοθελώς την παραίτηση του και ουδέποτε επέστρεψε στην εργασία του.  Ήταν επίσης η θέση του ότι ο Ενάγοντας γνώριζε ότι είχε διαταχθεί έρευνα από την ΥΑΣΕ για υποθέσεις τις οποίες εμπλεκόταν και γνώριζε ότι θα του αποδιδόταν ευθύνη, κάτι το οποίο έπαιζε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του να παραιτηθεί από τα καθήκοντα του.

 

O M.Y 2 υιοθέτησε στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης τη γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 17).  Λόγω της θέσης του η ΥΕΑΣΕ και σήμερα η ΥΣΕ και ο εκάστοτε Έφορος τηρούσαν και τηρούν αρχείο των υποθέσεων που χειρίστηκαν.  Προς το σκοπό αυτό έχει στην κατοχή του όλες τις σχετικές με την παρούσα αγωγή επιστολές και έγγραφα.

 

Ήταν η θέση του ότι η αμοιβή και οι όροι υπηρεσίας του Γραμματέα κάθε ΣΠΙ καθορίζονται σε σχέδιο υπηρεσίας που καταρτίζεται από την επιτροπεία και εγκρίνεται από τον Έφορο.  Πολλές από τις αποφάσεις που λαμβάνουν οι Επιτροπείες χρειάζονται όπως κοινοποιηθούν στον Έφορο και εγκριθούν και από τον ίδιο για να αποτελούν δεσμευτικές και έγκυρες αποφάσεις.  Η καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης σε Γραμματέα χρειαζόταν απόφαση της Επιτροπείας και ειδική προς τούτο έγκριση του Εφόρου.  Στην προκειμένη περίπτωση, πέραν της επιστολής του Τεκμηρίου 15, ο Έφορος δεν απέστειλε οποιαδήποτε άλλη επιστολή σε σχέση με το ζήτημα αυτό.  Ως προς τον λόγο που δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά επί του Τεκμηρίου 15 για το ενδεχόμενο καταβολής οποιουδήποτε ποσού αποζημίωσης προς στον Ενάγοντα είναι επειδή ουδέποτε απεστάλη τέτοιο αίτημα προς έγκριση στον Έφορο. Επομένως ήταν η καταληκτική του θέση ότι ουδέποτε ο Έφορος ενέκρινε την καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης ή άλλου φιλοδωρήματος προς τον Ενάγοντα. 

 

Ο Μ.Υ 3 υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 18).  Ήταν η θέση του ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπείας γνώριζαν για τα προβλήματα υγείας που ανάγκαζαν τον Ενάγοντα να απουσιάζει συχνά από την εργασία του.

 

Αρχές του 2010 υπήρχαν φήμες και άρχισαν να δημιουργούνται υποψίες και ψίθυροι για κακοδιαχείριση της Εναγομένης 1 και εσωτερικά παραπτώματα με εμπλοκή του Ενάγοντα.  Συνεπεία της κατάστασης αυτής ο ίδιος και ο πρώην Εναγόμενος 3 μετέβηκαν στην οικία του Ενάγοντα για να δουν την κατάσταση της υγείας του και να συζητήσουν προκαταρκτικά τον χειρισμό της όλης κατάστασης.  Ουδέποτε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης ανάφεραν στον Ενάγοντα ότι προσήλθαν στην οικία του ως αντιπρόσωποι της Επιτροπείας ή ότι τα όσα συζητήθηκαν έτυχαν οποιαδήποτε εγκρίσεως από αυτήν ή από τον Έφορο.  Κατά την εν λόγω συνάντηση συζήτησαν με τον Ενάγοντα κατά πόσο θα ήταν ωφέλιμο τόσο για τον ίδιο όσο και για τη ΣΠΕ να υποβάλει γραπτώς την παραίτηση του.  Συζητήθηκε επίσης στα πλαίσια αυτά, η επιτόπια εποπτεία που ξεκίνησε στην Εναγομένη 1 από την ΥΕΑΣΕ.  Κατά την εν λόγω συνάντηση δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά για την καταβολή προς τον Ενάγοντα οποιουδήποτε φιλοδωρήματος ή αποζημίωσης για την υπηρεσία του προς αυτήν. 

 

Ακολούθησε στη συνέχεια η επιστολή παραίτησης του Ενάγοντα.  Ουδεμία σχέση είχε ο ίδιος ή ο Εναγόμενος 3 με το περιεχόμενο αυτής ή τη σύνταξης της.  Αφού παραλήφθηκε η εν λόγω επιστολή την ίδια ημέρα συζητήθηκε το ζήτημα αυτό σε συνεδρία της Επιτροπείας, στην οποία ο ίδιος ήταν παρών.  Ως προς την παράκληση του Ενάγοντα για την καταβολή αποζημίωσης η Επιτροπεία αποφάσισε ότι θα εξέταζε το αίτημα του μελλοντικά νοουμένου ότι δεν προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα εις βάρος του.  Η Επιτροπεία ουδεμία υπόσχεση έδωσε στον Ενάγοντα για την καταβολή σ΄αυτόν οποιασδήποτε αποζημίωσης.  Ουδέποτε επίσης προβλήθηκε οποιοδήποτε αίτημα από την Επιτροπή στον Έφορο για έγκριση καταβολής οποιουδήποτε ποσού.  Η κοινοποίηση της επιστολής του Τεκμηρίου 4 προς τον Έφορο αποσκοπούσε απλά στην ενημέρωση του περί της αποδοχής της παραίτησης του Ενάγοντα.  Λόγω του πορίσματος της ΥΕΑΣΕ και των αδικημάτων που προέκυψαν εναντίον του Ενάγοντα το αίτημα του τελευταίου για την καταβολή αποζημίωσης καθίστατο ξεκάθαρο ότι η Εναγομένη 1 δεν μπορούσε να το εξετάσει ούτε σαφώς θα μπορούσε ποτέ ο Έφορος να αποδεχθεί τέτοια παραχώρηση.  Ο Ενάγοντας μετά την παραίτηση του ουδέποτε επανήλθε στην εργασία του αλλά ούτε και επικοινώνησε με κανένα. 

 

Ο Ενάγοντας γνώριζε ότι είχε διαταχθεί εσωτερική έρευνα στη ΣΠΕ για υποθέσεις στις οποίες εμπλεκόταν πριν την παραίτηση του και γνώριζε ότι θα του αποδιδόταν ευθύνη, κάτι το οποίο, κατά τη γνώμη του, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόφαση του να παραιτηθεί από τα καθήκοντα του, αν και λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε δεν ήταν δυνατό να επιστρέψει σε αυτά.  Μάλιστα, το ενδεχόμενο να του αποδίδονταν ευθύνες το συζήτησαν με τον Ενάγοντα όταν και τον επισκέφθηκαν στην οικία του. Ήταν η θέση του ότι ακόμη και αν ο Ενάγοντας δεν υπέβαλε την παραίτηση του, ενόψει των πειθαρχικών αδικημάτων που προέκυψαν εναντίον του θα τερματιζόταν η απασχόληση του χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε ποσού.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Η αξιολόγησή των μαρτύρων θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) Α.Α.Δ., Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ,   Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαμπάς v . A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1Α.Α.Δ. 820, C & Α Pelekanos Associates Limited v.Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Ως υποδείχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ, η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του ξεχωριστά, αλλά πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

Αποτελεί επίσης βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων (Cheeseline Ltd v. Ανθούλης Θωμά & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Για τον ίδιο λόγο η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται και υπό το πρίσμα της δικογραφηθείσας εκδοχής της κάθε πλευράς.

 

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα προχωρήσω να αξιολογήσω την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία. 

 

Ο Ενάγοντας δεν άφησε στο Δικαστήριο θετικές εντυπώσεις και ως εκ τούτου η μαρτυρία του δεν γίνεται αποδεκτή, στο βαθμό που αυτή συγκρούεται με τη λοιπή αποδεκτή μαρτυρία. Η βασική του θέση, η οποία είναι και ο πυρήνας της αξίωσης του, περί κατάρτισης προφορικής συμφωνίας με την Εναγόμενη 1, βάση της οποίας ο ίδιος θα υπέβαλε την παραίτηση του και η τελευταία θα του κατέβαλλε ταυτόχρονα και άμεσα το ποσό των €360.00 ως φιλοδώρημα/αποζημίωση, δεν είναι καθόλου πειστική.  Στην προσπάθεια του ο Ενάγοντας, ώστε να προωθήσει την πιο πάνω θέση, δεν απέφυγε τις αντιφάσεις, τις αμφιταλαντεύσεις, κάποιες δε θέσεις του συγκρούονται με την δικογραφημένη του εκδοχή ενώ κάποιες άλλες με την κοινή λογική.  Περαιτέρω η όλη του εκδοχή όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από την ενώπιον του  Δικαστηρίου έγγραφη μαρτυρία, αλλά αντιθέτως διαψεύδεται από αυτήν.

 

Προχωρώ στο να εξηγήσω το γιατί. 

 

Κατ’ αρχάς o Ενάγοντας δεν καταγράφει το γεγονός ότι, με βάση τη δικογραφημένη θέση του, καταρτίστηκε οποιαδήποτε προφορική συμφωνία, μεταξύ του ιδίου και της Εναγομένης 1, στην επιστολή παραίτησης του (Τεκμήριο 3). Αποτελεί άξιον απορίας εάν πράγματι υπήρξε μία τέτοια προφορική συμφωνία για ποιο λόγο αυτή να μην καταγράφετο στην εν λόγω επιστολή. Πόσο μάλλον από τη στιγμή που ο ίδιος προέβαλε τη θέση αφενός μεν ότι οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 ήταν εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι της Εναγομένης 1, αφετέρου δε ότι ο Έφορος ήταν γνώστης του ζητήματος αυτού και έδωσε την έγκριση του. Επί του προκειμένου ουδόλως είναι πειστική η εξήγηση που ο ίδιος έδωσε ως προς τον λόγο που δεν κατέγραψε την κατ’ισχυρισμό προφορική συμφωνία στην εν λόγω επιστολή, ότι δηλαδή  τον έπεισαν οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 για προσχηματικούς λόγους αλλά και για διευκόλυνση της Επιτροπείας να αποστείλει μία τέτοια επιστολή. Με ποιόν τρόπο θα διευκολύνετο η Επιτροπεία είναι ζήτημα που παραμένει άγνωστο στο Δικαστήριο έχοντας και ως δεδομένο ότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, οι πρώην Εναγομένοι 2 και 3 ήταν εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι της.      Αποτελεί επίσης άξιον απορίας για ποιόν λόγο να μην αποτυπώνετο σε αυτή το τι ακριβώς τα μέρη είχαν συμφωνήσει προφορικά. Ούτε επίσης το Δικαστήριο μπορεί να αντιληφθεί τον «προσχηματικό λόγο» που σύμφωνα με τον Ενάγοντα απεστάλη η εν λόγω επιστολή. Το ποιος ήταν αυτός ουδεμία εξήγηση έδωσε ο Ενάγοντας. Σε κάθε όμως περίπτωση ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι καταρτίστηκε δήθεν προφορική συμφωνία βρίσκεται σε αντίφαση με έτερη του θέση ότι δηλαδή ο ίδιος πείστηκε για προσχηματικούς λόγους να υποβάλλει εγγράφως την παραίτηση του.  Αυτό από μόνο του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Ενάγοντας ούτως ή άλλως γνώριζε ότι δεν ήταν αρκετή από  μόνη της η όποια συζήτηση έλαβε χώρα μεταξύ του ιδίου και των πρώην Εναγομένων 2 και 3 και ότι χρειαζόταν ώστε να είναι δεσμευτική η οποιαδήποτε δήθεν συμφωνία αφενός μεν απόφαση της Επιτροπείας, αφετέρου δε γραπτή έγκριση του Εφόρου. Κάτι που δεν υπήρχε την δεδομένη στιγμή και ο ίδιος ήταν γνώστης περί τούτου.

 

Ούτε και το Δικαστήριο μπορεί να αγνοήσει την αντιτφατικότητα των θέσεων του επί της βασικής του εκδοχής. Και τούτο γιατί ενώ ο ίδιος δικογραφεί τη θέση περί κατάρτισης προφορικής συμφωνίας μεταξύ των μερών, αντίθετα στην επιστολή του Τεκμηρίου 5 που απέστειλε, εις απάντηση της επιστολής της Εναγομένης 1, δεν προβάλει την θέση περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας  αλλά μόνο ότι υπήρξαν προς το μέρος του, από τους πρώην Εναγομένους 2 και 3, προφορικές διαβεβαιώσεις. Η διαφορά μεταξύ προφορικής συμφωνίας και προφορικών διαβεβαιώσεων είναι εμφανής και δεν χρήζει από το Δικαστήριο οποιουδήποτε περαιτέρω σχολιασμού.

 

Αντίφαση επίσης στη μαρτυρία του Ενάγοντα παρατηρείται και στο γεγονός ότι ενώ στα δικόγραφα του προβάλλει τη θέση ότι οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3, κατά τη συνάντηση τους, του παρέδωσαν έτοιμη επιστολή, την οποία ακολούθως υπέγραψε και παρέδωσε στα γραφεία της Εναγόμενης 1 (βλέπε παράγραφο 8 στην Έκθεση Απαιτήσεως), στη γραπτή του δήλωση, σε αντιδιαστολή με την πιο πάνω θέση του, ο ίδιος προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ναι μεν οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 του παρέδωσαν επιστολή, πλην όμως ο ίδιος δεν την υπέγραψε, και στην συνέχεια συνέταξε ο ίδιος νέα, μετά τη μετάβαση του στο πρώην Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού.

 

Αντιφατικές επίσης ήταν και η εξής θέσεις του. Ενώ στην παράγραφο 7 της γραπτής του δήλωσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 όταν τον επισκέφθηκαν στην οικία του, του προσκόμισαν επιστολή, στην οποία καταγράφετο ότι θα λάμβανε ως αποζημίωση το ποσό των €360.000, κατά την αντεξέταση του, προέβαλε μία αντίθετη θέση ότι δηλαδή, κατά τη πιο πάνω συνάντηση, δεν συζητήθηκε οποιοδήποτε συγκεκριμένο ποσό που θα λάμβανε ως αποζημίωση και ότι το ποσό των €360.000 το πληροφορήθηκε από υπάλληλο του πρώην Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λεμεσού. Περαιτέρω, ενώ στα δικόγραφα προβάλλει τη θέση ότι κατά τη συνάντηση με τους πρώην Εναγόμενους 2 και 3 συζητήθηκαν συγκεκριμένα ποσά που θα του δίδοντο ως αποζημίωση, στην αντεξέταση και γραπτή του δήλωση αναφέρει ότι κανένα ποσό δεν τέθηκε προς συζήτηση. 

 

Ούτε και είναι αποδεκτός από το Δικαστήριο ο ισχυρισμός του Ενάγοντα ότι οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 εκπροσωπούσαν, κατά την επίσκεψη στην οικία του αλλά και στην μετέπειτα δήθεν κατάρτιση της μεταξύ τους κατ΄ ισχυρισμόν προφορικής συμφωνίας, την Επιτροπεία. Και τούτο γιατί ο Ενάγοντας γνώριζε υπό την επαγγελματική  του θέση, ιδιότητα και εμπειρία ότι για να καταρτιστεί μια έγκυρη και νομικά εκτελεστή δεσμευτική συμφωνία απαιτείτο αφενός μεν ομόφωνη απόφαση της Επιτροπείας, μέσω συνεδρίας της,  αφετέρου δε θα έπρεπε να υπήρχε η έγκριση του Εφόρου, γεγονός το οποίο και ο ίδιος αποδέχθηκε στη δια ζώσης μαρτυρία του. Κάτι που ο ίδιος γνώριζε ότι δεν υπήρχε την δεδομένη στιγμή εφόσον τίποτε δεν είχε τεθεί ενώπιον του.  Επομένως στην απουσία των πιο πάνω αποτελεί άξιον απορίας πως ο Ενάγων προβάλλει τέτοια θέση ότι μεταξύ του ιδίου και της Εναγομένης 1, δια μέσω των πρώην Εναγομένων 2 και 3, είχε καταρτιστεί μία τέτοια δεσμευτική συμφωνία.   Ούτε και στέκει στην κοινή λογική επειδή οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 ήταν, αντιστοίχως, ο Πρόεδρος και αναπληρωτής Γραμματέας της ΣΠΕ μπορούσαν να δεσμεύσουν την Επιτροπή εφόσον οι αποφάσεις, ως γνώριζε ο Ενάγοντας ως εκ της θέσεως του, λαμβάνονταν μετά την σύγκληση σχετικής συνεδρίας. Ακόμη όμως και στο υποθετικό σενάριο που αποδεχόμουν το γεγονός ότι οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 πράγματι ανάφεραν στον Ενάγοντα ότι θα αποζημιωθεί καθώς και ότι συμφώνησαν μαζί του, τα εν λόγω πρόσωπα δεν είχαν καμία εξουσιοδότηση να δεσμεύσουν με οποιοδήποτε τρόπο την Επιτροπεία εφόσον δεν υπήρχε μία τέτοια απόφαση. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπείας (Τεκμήριο 9).

 

Eπιπρόσθετα ο Ενάγοντας ενώ προσπάθησε να πείσει το Δικαστήριο ότι ξεγελάστηκε από τους πρώην Εναγομένους 2 και 3 ότι θα αποζημιωθεί, στην περίπτωση που υπέβαλλε την παραίτηση του, από την άλλη αποδέχθηκε το γεγονός (βλ. σελ. 13 των πρακτικών, ημερομηνίας 23.11.2023) ότι η ανάγκη για αποχώρηση του από την θέση του προέκυψε λόγω των πολύ σοβαρών προβλημάτων υγείας του που τον καθιστούσαν ανίκανο για εργασία, ως το επιβεβαιώνουν και τα ιατρικά πιστοποιητικά που προσκόμισε στο Δικαστήριο.  Ούτε και στέκει η θέση του ότι θα μπορούσε να θεραπευτεί και να επιστρέψει στην εργασία του, σε μία προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο ότι δεν είχε κανένα λόγο παραίτησης, εφόσον το γεγονός αυτό δεν επιβεβαιώνεται από τα ιατρικά πιστοποιητικά. Αντίθετα αυτό το οποίο καταγράφουν είναι ότι ο ίδιος είναι ανίκανος για εργασία. Το γεγονός αυτό οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι δεν τον παρακίνησαν οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 να παραιτηθεί αλλά ο ίδιος το έπραξε οικειοθελώς και αυτό αποτελεί και εύρημα του Δικαστηρίου.    

 

Ούτε και μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο, γεγονός το οποίο σωρευτικά ιδώμενο με όλα τα πιο πάνω είναι ένα ακόμη στοιχείο που καταρρίπτει την όλη εκδοχή του Ενάγοντα, ότι στο σχέδιο Κανονισμών για τους όρους υπηρεσίας των υπαλλήλων της Εναγομένης 1 αλλά και του Γραμματέα (Τεκμήρια 7 και 8, αντιστοίχως) δεν υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια για αποζημίωση. Σχετικό είναι επίσης και το άρθρο 48 των Περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών στο οποίο ορίζεται ότι η αμοιβή και οι άλλοι όροι υπηρεσίας καθορίζονται από την Επιτροπεία και εγκρίνονται από τον Έφορο. Επίσης το εν λόγω άρθρο προνοεί ότι ο διορισμός και η παύση του γραμματέα αποφασίζονται από την Επιτροπεία και επικυρώνονται από τον Έφορο. Ούτε και μπορεί να παραγνωριστεί από το Δικαστήριο ότι η Εναγομένη 1 δεν είχε εγκρίνει οποιοδήποτε σχέδιο αφυπηρέτησης των υπαλλήλων της, όπως αντίστοιχα είχε πράξει το πρώην Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού. Συνεπακόλουθα στην απουσία αυτού ο Ενάγοντας γνώριζε ως εκ της θέσεως του ότι απαιτείτο η έγκριση του Εφόρου ώστε να του καταβληθεί η οποιαδήποτε σχετική αποζημίωση. Μάλιστα ο ίδιος ο Ενάγοντας αποδέχθηκε (βλ. σελ. 8 των πρακτικών, ημερομηνίας 23.11.2023) το γεγονός ότι η Επιτροπεία ήταν υπεύθυνη για την διαχείριση των υποθέσεων της ΣΠΕ και ότι έπαιρνε όλες τις αποφάσεις μέσα από συνεδρίες και τήρηση πρακτικών.  Επομένως πως μπορεί ο ίδιος να προβάλλει τη θέση ότι οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 εκρποσωπούσαν την Επιτροπεία και συνεπακόλουθα την Εναγομένη 1 είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο στο Δικαστήριο. Επίσης μάλιστα γνώριζε, ως αποδέχθηκε και πάλι ο ίδιος (βλ. σελ. 9 των πιο πάνω πρακτικών), ότι κάποιες αποφάσεις θα έπρεπε να τύγχαναν της εγκρίσεως του Εφόρου. Συμφώνησε δε (βλ. σελ. 10 των πιο πάνω πρακτικών) ότι οι όροι εργοδότης και αποχώρησης ενός Γραμματέα αποφασίζονταν από την Επιτροπεία πρωτίστως και εγκρίνονταν από τον Έφορο.  Αποδέχθηκε επίσης τη θέση (βλ. σελ. 11 των εν λόγω πρακτικών) ότι για να λάβει ο ίδιος αποζημίωση θα έπρεπε να αποστέλλετο από την ΣΠΕ σχετική επιστολή στον Έφορο για να λάβει αποζημίωση. Συνεπακόλουθα οι πιο πάνω θέσεις του δεν συμβαδίζουν με την βασική του εκδοχή.

 

Όλα τα πιο πάνω επιβεβαιώθηκαν και από τον Μ.Ε 3, ο οποίος ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο μέλος της Επιτροπείας. Ο Μ.Ε 3 συμφώνησε με το γεγονός ότι για να δεσμεύσει κάποιος έγκυρα την Επιτροπεία και την Εναγομένη 1 θα πρέπει να υπάρχει ομόφωνη απόφαση της (βλέπε σελ. 8 των πρακτικών ημερομηνίας 29.1.2024).  Επίσης ανέφερε (βλέπε σελ. 9 των ιδίων πρακτικών) ότι στην περίπτωση που δεν ρυθμίζεται ένα ζήτημα από τους Κανονισμούς της Εναγομένης 1, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η παραίτηση ενός Γραμματέα της και η αποζημίωση του, χρειάζεται απαραίτητα η έγκριση του Εφόρου.

 

Ως προς τις λοιπές πτυχές της μαρτυρίας του Μ.Ε 3 και μελετώντας το περιεχόμενο αυτής, θα έλεγα ότι ουδόλως αυτή βοηθά αλλά και είναι υποστηρικτική της όλης εκδοχής του Ενάγοντα.  Και τούτο γιατί από την μια ο ίδιος προβάλλει την προσωπική του θέση ότι ο Ενάγοντας θα έπρεπε να αποζημιωθεί από την Εναγομένη1, από την άλλη όμως  αποδέχεται τη θέση ότι ο Ενάγοντας θα λάμβανε αποζημίωση νοουμένου ότι δεν θα εντοπίζονταν από μέρους του οποιαδήποτε παραπτώματα.  Ειδικότερα στη σελ. 3 των πρακτικών, ημερομηνίας 29.1.2024 αναφέρει ότι:

 

«ίσως ο Κώστας, ένεκα της υγείας του και ένεκα τω παραπτωμάτων του, σε εισαγωγικά, μπορεί να μην έπαιρνε τίποτα, αυτή ήταν η πραγματική εικόνα». 

 

Ως προς τη θέση του ότι η ΣΠΕ ήταν υπόχρεα να του καταβάλει αποζημίωση πρόκειται περί αποκλειστικής του προσωπικής του θέσης, η οποία είναι και γενική και αόριστη. Πρωτίστως όμως δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε έγγραφο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο. Αρκέστηκε στο να αναφέρει τη δική του  και μόνο προσωπική άποψη ως προς το ζήτημα της αποζημίωσης ενώ από την άλλη αποδέχθηκε το γεγονός ότι η θέση της Εναγομένης 1 ήταν πράγματι αυτή που καταγράφεται στο Τεκμήριο 4. Επιπρόσθετα την προσωπική του αυτή άποψη, δηλαδή περί αποζημίωσης του Ενάγοντα, δεν την εξέφρασε κατά την συνεδρίαση της Επιτροπείας (Τεκμήριο 9) όπου συζητήθηκε το ζήτημα αυτό.

 

Επομένως το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Ε 3, πλην των θέσεων του που δεν συγκρούονται με την λοιπή αποδεκτή μαρτυρία.

 

Ούτε επίσης ο Μ.Ε 2 άφησε στο Δικαστήριο θετικές εντυπώσεις και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην μαρτυρία του. Ήταν φανερή η προσπάθεια του να βοηθήσει τον Ενάγοντα πατέρα του, παρά να διαφωτίσει το Δικαστήριο ως προς την πραγματική διάσταση των γεγονότων.  Πέραν του ότι σημαντικό μέρος της μαρτυρίας του δεν δικογραφείται, αυτή επιπρόσθετα περιέχει αντιφάσεις, συγκρούεται αφενός με την κοινή λογική, αφετέρου δε και με την ίδια την εκδοχή που προώθησε ο Ενάγοντας. 

 

Καταρχάς η μαρτυρία του θα πρέπει να ιδωθεί με κάποια επιφυλακτικότητα από το Δικαστήριο εφόσον το εν λόγω πρόσωπο είχε προσωπικό συμφέρον ως προς την έκβαση της παρούσας υπόθεσης, εφόσον ο Ενάγοντας είναι ο πατέρας του. Στο νομικό σύγγραμμα ‘Το Δίκαιο της Απόδειξης-Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές’ των κ. Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, στην Σελίδα 40  αναφέρεται ότι:

 

«η συγγένεια ή η στενή σχέση και φιλία μεταξύ μαρτύρων και διαδίκων δεν μπορεί συνήθως και από μόνη της, να απαρτίσει εύλογο λόγο αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους………, αποτελεί εντούτοις αξιολογήσιμο παράγοντα προς αυτή την κατεύθυνση.» 

 

Επομένως και το γεγονός αυτό λαμβάνεται υπόψιν από το Δικαστήριο, σε συνάρτηση βεβαίως με όλους τους πιο αμέσως πιο κάτω καταγραφειθέντες παράγοντες, για τους οποίους η μαρτυρία του Μ.Ε 2 δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Ενώ ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι κατά τη συνάντηση που είχε με τους  πρώην Εναγομενους 2 και 3 έγινε αναφορά για το ποσό της αποζημίωσης που θα του δίδετο, ο εν λόγω μάρτυρας αναφέρει ότι στην επιστολή του Τεκμηρίου 3 δεν αναγράφεται οποιοδήποτε ποσό.   Ούτε και ο εν λόγω μάρτυρας, παρά τον ισχυρισμό του ότι ήταν παρών κατά τη εν λόγω συνάντηση, προβάλλει τη θέση ότι καταρτίστηκε οποιαδήποτε προφορική συμφωνία μεταξύ της Εναγομένης 1 και του Ενάγοντα, παρά μόνο προβάλλει τη θέση ότι αυτοί τον διαβεβαίωσαν ότι θα λάμβανε σχετική αποζημίωση. 

 

Ούτε και στέκει στην κοινή λογική να μην γνωρίζει αλλά και να μην δείξει το παραμικρόν ενδιαφέρον ότι ο Ενάγοντας έλαβε απάντηση, σε σχέση με την επιστολή του Τεκμηρίου 3 που ετοίμασε ο ίδιος, παρά την προβαλλόμενη θέση του ότι ήταν μια δεμένη οικογένεια, όπως ο ίδιος χαρακτηριστικά ανέφερε, και με τον τελευταίο συζητούσαν μεταξύ τους όλα τα ζητήματα. Πόσο μάλλον που ο ίδιος ήταν παρών όπως δήλωση στην συνάντηση μεταξύ του πατέρα του και των πρώην Εναγομένων 2 και 3.   

 

Προβάλλει επίσης τη θέση κατά την αντεξέταση του (βλ. σελ. 9 των πρακτικών, ημερομηνίας 12.12.2023) ότι οι πρώην Εναγόμενοι 2 και 3 δεσμεύτηκαν μπροστά σε όλους του παρόντες, τους οποίους ειρρήσθω εν παρόδω ανάφερε πως δεν γνωρίζει, ότι ο Ενάγοντας θα αποζημιωνόταν.  Η θέση αυτή όμως προβάλλεται για πρώτη φορά στο Δικαστήριο. Ούτε καν ο Ενάγοντας προέβαλε μία τέτοια παρόμοια θέση. Πέραν τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι εντελώς γενικός και αόριστος.  Και κάτι εξίσου σημαντικό το οποίο επίσης δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο. Η κατ’ ισχυρισμό δέσμευση των πρώην Εναγομένων 2 και 3, περί αποζημίωσης του Ενάγοντα, σύμφωνα με τον Μ.Ε 2, έλαβε χώρα στα γραφεία της Εναγομένης 1, σε αντιδιαστολή με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα ότι το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην οικία του τελευταίου.

 

Περαιτέρω, ήταν η θέση του Μ.Ε 2 ότι οι πρώην Εναγομένοι 2 και 3 κατά την επίσκεψη τους στην οικία του Ενάγοντα προσκόμισαν σχετική επιστολή, η οποία έκανε αναφορά για την πιθανή διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων εκ μέρους του τελευταίου. Η θέση του αυτή όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την βασική εκδοχή του Ενάγοντα ότι το γεγονός αυτό δεν αποτελούσε μέρος της δήθεν μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας. Τέλος, αφού ο ίδιος πρόσθεσε στην επιστολή που τους προσκόμισαν οι πρώην Εναγομένοι 2 και 3 μόνο το ποσό των €360.000, ως ισχυρίσθηκε, για ποιο λόγο τότε δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο Τεκμήριο 3 περί ύπαρξης διάπραξης πιθανών πειθαρχικών παραπτωμάτων από μέρους του Ενάγοντα; Αυτό είναι ένα ακόμα στοιχείο που κλονίζει την όλη αξιοπιστία του.   

 

Το Δικαστήριο επί του προκειμένου αποδέχεται την μαρτυρία του Μ.Υ 3, ο οποίος άφησε στο Δικαστήριο θετικές εντυπώσεις. Ο εν λόγω μάρτυρας ήταν σταθερός στις απαντήσεις του ως προς τη βασική εκδοχή γεγονότων, δεν περιέπεσε σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση ενώ μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του γίνεται αποδεκτό και από τον ίδιο τον Ενάγοντα.  Για παράδειγμα αποτελεί κοινό τόπο ότι οι αποφάσεις της Εναγομένης 1 λαμβάνονταν από την Επιτροπεία, μέσω συνεδρίας όπου τηρούνταν πρακτικά.  Επίσης αποτελεί κοινό τόπο ότι κάποιες αποφάσεις της Επιτροπείας για να τεθούν σε ισχύ και για να δεσμεύσουν την Εναγομένη 1 χρειαζόταν, εκτός από επίσημη γραπτή απόφαση της Επιτροπείας, και η έγκριση του ίδιου του Εφόρου.  Αποτελεί επίσης κοινό τόπο ότι η περίπτωση της αποχώρησης Γραμματέα από την Εναγομένη 1 καθώς και η πληρωμή αποζημίωσης για τέτοιο λόγο δεν ρυθμιζόταν από το σχέδιο υπηρεσίας του γραμματέα και επομένως χρειαζόταν η ενημέρωση του Εφόρου σε περίπτωση αποχώρησης του και ειδική έγκριση του για την καταβολή και το ύψος της αποζημίωσης που δυνατόν να παραχωρείτο σε περίπτωση αποχώρησης.  Ο εν λόγω μάρτυρας παρέμεινε καθόλα σταθερός στη θέση η οποία επιβεβαιώνεται και από την ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη μαρτυρία ότι δηλαδή ουδέποτε υπήρξε, ως ο Ενάγων διατείνει, οποιαδήποτε προφορική συμφωνία μεταξύ του ιδίου και της Εναγομένης 1. Συνεπακόλουθα αποδεχόμενος την μαρτυρία του προβαίνω και στα ανάλογα ευρήματα.

 

Αποδεκτή γίνεται επίσης και η μαρτυρία των Μ.Υ 1 και Μ.Υ 2. Η δική τους εκδοχή γεγονότων είναι και λογική και αληθοφανής. Παρέμειναν σταθεροί στις θέσεις τους χωρίς να υποπέσουν σε οποιαδήποτε ουσιαστική αντίφαση επί των επίδικων ζητημάτων. Παρά την αντεξέταση τους η μαρτυρία τους δεν έχει κλονισθεί. Οι εν λόγω μάρτυρες ανάφεραν όλα όσα γνωρίζουν σε σχέση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης υπό την επαγγελματική τους ιδιότητα.  Οι θέσεις τους όχι μόνο υποστηρίζεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα τεκμήρια αλλά κάποιες από αυτές γίνονται αποδεκτές και από τον ίδιο τον Ενάγοντα.  Αποδεχόμενος την μαρτυρία τους προβαίνω και στα ανάλογα ευρήματα.

 

Πέραν των πιο πάνω λόγων που έχουν καταγραφεί η όλη εκδοχή του Ενάγοντα, περί δήθεν κατάρτισης προφορικής συμφωνίας, καταρρίπτεται και από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα έγγραφη μαρτυρία. Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι συμβαλλόμενοι είναι ελεύθεροι να συνάψουν μία σύμβαση είτε γραπτώς είτε προφορικώς (Limassol Drugs Co Ltd ν. Ευριδίκης Λάμπρου και Άλλης (2010) 1 ΑΑΔ 371).   

 

Ως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα Τεκμήρια ο Ενάγοντας απέστειλε επιστολή (Τεκμήριο 3)  προς την Εναγομένη 1 υποβάλλοντας την εξής πρόταση. Ο ίδιος θα παραιτείτο από τη θέση του Γραμματέα, υπό τον όρο ότι η Εναγομένη 1 θα του κατέβαλλε ταυτόχρονα και άμεσα το ποσό των €360.000 ως αποζημίωση/φιλοδώρημα.

 

Δεν γίνεται επομένως σε αυτήν οποιαδήποτε αναφορά περί κατάρτισης προφορικής συμφωνίας.

 

Αυτή ήταν η πρόταση του Ενάγοντα προς την Εναγομένη 1 με βάση το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής.

 

Προσφορά ή πρόταση είναι μία εκδήλωση, είτε διαμέσου του λόγου είτε διαμέσου της συμπεριφοράς, της θέλησης για δέσμευση, υπό συγκεκριμένους όρους, μόλις αυτή γίνει αποδεκτή από το πρόσωπο προς το οποίο η πρόταση έχει υποβληθεί (Stover v Mancjester City Council [1974] 1 W.L.R. 1403 και Air Transport Ltd v Bombardier Inc [2012] E.W.H.C. 243).

Κατά το άρθρο 2(2)(α) του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 πρόταση ή προσφορά υπάρχει όταν:

«(α) πρόσωπο το οποίο δηλώνει σε άλλο τη βούληση του για πράξη ή αποχή, με σκοπό να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση του άλλου στην πράξη αυτή ή αποχή, θεωρείται ότι προβαίνει σε πρόταση.»

 

Στην υπόθεση Γεωργίου Eιρήνη ν. Kυπριακών Aερογραμμών Λτδ. (1998) 1 ΑΑΔ 1794 λέχθηκε ότι:

«Στον Chitty on Contracts (25th Ed., Vol. 1, para. 12), η προσφορά ορίζεται ως ακολούθως:-

"Offer defined.  The offer is an expression of willingness to contract made with the intention (actual or apparent) that it shall become binding on the person making it as soon as it is accepted by the person to whom it is addressed. It may be made to an individual or to a specified group of persons or to the world at large. It may be made expressly (by words) or by conduct."

 

Η εν λόγω όμως πρόταση του Ενάγοντα δεν έγινε αποδεκτή από την Εναγομένη 1. Το γεγονός αυτό συνάγεται από το ίδιο το περιεχόμενο της επιστολής (Τεκμήριο 4) που η τελευταία απέστειλε στον Ενάγοντα, εφόσον δεν υπήρξε από μέρους της ρητή αποδοχή ως προς την πρόταση του τελευταίου. Σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής η Εναγομένη 1 έκανε μεν αποδεκτή τη παραίτηση του, ως προς την πρόταση του όμως για αποζημίωση του, του ανάφερε ότι «θα εξεταστεί ευνοϊκά υπό την προϋπόθεση ότι κατά την έρευνα που διεξάγεται από την Αρμόδια Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειων δεν προκύψει οποιοδήποτε αδίκημα»   

 

Αποδοχή προσφοράς για συμβατική δέσμευση συνίσταται στην τελική και άνευ όρων εκδήλωση συναίνεσης στους όρους της προσφοράς (Treitel, The Law of Contract, 14η έκδοση, στην παράγραφο 2-016).

Κατά το άρθρο 2(2)(β) του Κεφ. 149:

«(β) η πρόταση θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, δηλώσει τη συγκατάθεση του σε αυτή. Η πρόταση όταν γίνει αποδεκτή, καθίσταται υπόσχεση»

 

Επομένως στην προκειμένη περίπτωση  δεν υπήρχε ρητή συναίνεση της Εναγομένης 1 στους όρους της πρότασης του Ενάγοντα εφόσον ήταν η ρητή της θέση ως προς το αίτημα αποζημίωσης που υπέβαλε ο τελευταίος αυτό δεν έγινε αποδεκτό, αλλά θα εξετάζετο σε μελλοντικό στάδιο από την Εναγομένη 1, και μάλιστα ευνοϊκά,  εάν δεν προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα εναντίον  του. Ουδεμία άλλη ερμηνεία μπορεί να δοθεί στο περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, πέραν από αυτήν που το Δικαστήριο δίδει. Η ουσία και τούτο αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η απάντηση της Εναγομένης 1 (Τεκμήριο 4) στην επιστολή του Ενάγοντα  δεν αποτελεί απόλυτη και ανεπιφύλακτη αποδοχή της πρότασης του Ενάγοντα, απαραίτητο συστατικό στοιχείο για να θεωρηθεί αποδοχή με βάση το άρθρο 7(α) του Κεφ.149.

Ο Ενάγοντας όταν έλαβε την εν λόγω επιστολή ουδέποτε αντέδρασε στο περιεχόμενο αυτής αλλά ούτε και έκτοτε επανήλθε στην εργασία του. Ούτε ακόμη και στην επιστολή που απέστειλε (Τεκμήριο 5) 8 μήνες αργότερα, εις απάντηση του Τεκμηρίου 4, ο ίδιος ζήτησε να επανέλθει στην εργασία του αλλά και ότι η παραίτηση του δεν ισχύει. Ζήτησε απλά όπως τιμηθεί ο λόγος της Εναγομένης 1 και του καταβληθεί η κατ’ ισχυρισμόν συμφωνηθείσα αποζημίωση

Επί του προκειμένου δεν γίνεται αποδεκτή η θέση του Ενάγοντα, εφόσον στερείται πειστικότητας, ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ενωρίτερα στην επιστολή του Τεκμηρίου 4 για λόγους υγείας. Πέραν του ότι η θέση του αυτή είναι αόριστη και δεν υποστηρίζεται από κανένα ιατρικό πιστοποιητικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελεί άξιον απορίας εάν ο ίδιος πράγματι διαφωνούσε σφόδρα με το περιεχόμενο του για ποιο λόγο δεν έδωσε οδηγίες στον γιό του, ο οποίος ανάφερε κατά την μαρτυρία του ότι ήταν πάντα στο πλευρό του Ενάγοντα και τον βοηθούσε ή στον δικηγόρο του ώστε να ενημερώσει με κάποιο τρόπο την Εναγομένη 1 για την διαφωνία του. Η θέση του αυτή είναι αντιφατική επίσης γιατί ο ίδιος στη γραπτή του δήλωση ανάφερε ότι μόλις παρέλαβε την επιστολή του Τεκμηρίου 4 ανησύχησε από το περιεχόμενο αυτής και διαμαρτυρήθηκε στους πρώην Εναγόμενους 2 και 3, οι οποίοι τον διαβεβαίωσαν ότι το περιεχόμενο της επιστολής του Τεκμηρίου 4, με κανένα τρόπο δεν επηρέαζε την προφορική του συμφωνία με την Εναγόμενη 1 και για τον λόγο αυτό δεν θα έπρεπε να εγείρει θέμα συζήτησης του περιεχομένου της, πράγμα το οποίο και έπραξε. Πέραν του ότι ήταν σε θέση να επικοινωνήσει με τους πρώην Εναγομένους 2 και 3 και τα οποιαδήποτε προβλήματα υγείας του δεν αποτελούσαν εμπόδιο, η θέση του αυτή έρχεται σε αντίφαση ως προς την έτερη του θέση ότι ο ίδιος δεν αντέδρασε στην εν λόγω επιστολή λόγω των προβλημάτων υγείας του.

 

Ούτε και μπορεί να θεωρηθεί ότι η Εναγόμενη 1 δια της απάντησης της επί του Τεκμηρίου 4 και την αποδοχή του περιεχομένου της από τον Ενάγοντα, δια της ανωτέρω συμπεριφοράς του, καταρτίσθηκε μεταξύ τους οποιαδήποτε συμφωνία, η οποία τελούσε υπό αίρεση. Και τούτο γιατί στην προκειμένη περίπτωση απουσιάζει η οποιαδήποτε αίρεση εφόσον η Εναγόμενη 1 δεν αποδέχθηκε, μετά απόλυτης βεβαιότητας, ότι θα αποζημίωνε τον Ενάγοντα στην περίπτωση που δεν προέκυπταν αδικήματα εναντίον του, μέσω της επιτόπιας έρευνας που διεξήγαγε η ΥΕΑΣΕ. Η θέση της Εναγομένης 1 ήταν απλά ότι θα εξέταζε το αίτημα του ευνοϊκά. Η λέξη «ευνοϊκός» ερμηνεύεται στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Δ΄ Έκδοση, του καθηγητή Μπαμπινιώτη ως «αυτός που είναι θετικά διατεθειμένος απέναντι σε κάποιον/κάτι». Επομένως ακόμη στο υποθετικό σενάριο που δεν προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα εναντίον του Ενάγοντα από την έρευνα της ΥΕΑΣΕ, ως εν τέλει προέκυψε σύμφωνα με το Τεκμήριο 16, η Εναγομένη 1 δεν υποσχέθηκε ότι θα τον αποζημίωνε, αλλά ότι θα εξέταζε ευνοϊκά δηλαδή με θετική διάθεση το αίτημα του. 

Επομένως ενόψει όλων των πάνω το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε θετικό εύρημα ότι μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγομένης 1 καταρτίσθηκε οποιαδήποτε προφορική συμφωνία και συνεπακόλουθα η οποιαδήποτε αξίωση του Ενάγοντα για καταβολή σε αυτόν του ποσού των €360.000, στη βάση του ότι η Εναγόμενη 1 παραβίασε την μεταξύ τους συμφωνία, δεν έχει οποιοδήποτε νομικό έρεισμα και συνεπακόλουθα απορρίπτεται.

 

Ακόμη όμως και αν κάποιος θεωρήσει ότι η Εναγομένη 1 με την αποστολή του Τεκμηρίου 4 υπόσχετο στον Ενάγοντα ότι θα τον αποζημιώσει με βεβαιότητα στην περίπτωση που δεν προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα εναντίον του, δηλαδή να έδιδε στην λέξη «ευνοικά» την ερμηνεία της βεβαιότητας, τότε η Εναγομένη 1  υπέβαλε στον Ενάγοντα, μέσω αυτής, νέα πρόταση, βάσει της οποίας αποδεχόταν την παραίτηση του Ενάγοντα άνευ όρων και ως προς το ζήτημα της αποζημίωσης του, του αναφέρθηκε ότι αυτό θα του καταβάλλετο, υπό τον αίρεση ότι δεν θα προέκυπτε εναντίον του Ενάγοντα οποιοδήποτε αδίκημα με βάση την έρευνα που διεξήγαγε η ΥΕΑΣΕ.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, κάτω υπό αυτές τις περιστάσεις, η Εναγομένη 1 υπέβαλε στον Ενάγοντα αντιπρόταση, δηλαδή μια νέα πρόταση που ουσιαστικά ακύρωσε την πρόταση του Ενάγοντα. Ως προκύπτει από τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα, αυτή η νέα πρόταση έγινε αποδεκτή από τον Ενάγοντα ως δεικνύει η ίδια του η συμπεριφορά για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω.  

 

Σύμφωνα και με το σύγγραμμα Chitty on Contracts, "General Principles", παρά 2-050, σελίδα 121:

«An offer can be accepted by conduct; and this is never thought to give rise to any difficulty where the conduct takes the form of a positive act.  In principle, conduct can also take the form of a forbearance ....»

 

Αποτελεί θέση του Δικαστηρίου ότι με βάση την όλη συμπεριφορά του ο ίδιος αποδέχθηκε την πρόταση της Εναγομένης 1 και ο λόγος που δεν αντέδρασε ήταν προφανώς γιατί δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμφωνία για την καταβολή του ποσού των €360.000. Αυτό εξάλλου αποτυπώνεται και στα πρακτικά της Επιτροπείας (Τεκμήριο 9). 

 

Επομένως στη βάση της από μέρους του Ενάγοντα αποδοχής της πρότασης της Εναγομένης καταρτίσθηκε μεταξύ των μερών μια σύμβαση υπό αίρεση.  Η αίρεση ήταν ότι θα καταβάλλετο στον Ενάγοντα ως αποζημίωση/φιλοδώρημα το ποσό των €360.000 νοουμένου ότι δεν θα προέκυπτε οποιοδήποτε αδίκημα εναντίον του μέσα από την έρευνα που ήδη διεξήγαγε ο ΥΕΑΣΕ.

 

Στην υπόθεση Ocean Reef Properties Ltd ν. James Alan Kerr Colville και Άλλης (2015) 1 ΑΑΔ 1002 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

“ Σύμφωνα με τον περί Συμβάσεων Νόμο Κεφ. 149, Άρθρο 31, σύμβαση υπό αίρεση είναι η σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη αν γεγονός συνακόλουθο της σύμβασης επέλθει ή δεν επέλθει.  Το Άρθρο 32, ακολούθως, ορίζει ότι σύμβαση για πράξη ή αποχή από πράξη υπό την αίρεση της επέλευσης μελλοντικού και αβέβαιου γεγονότος δεν είναι νομικά εκτελεστή μέχρι την επέλευση του γεγονότος. Το μελλοντικό γεγονός από το οποίο εξαρτάται η σύμβαση μπορεί να είναι ο τρόπος συμπεριφοράς τρίτου. Αν το υπό αίρεση γεγονός καταστεί αδύνατο η σύμβαση καθίσταται άκυρη (βλ. Κανναουρίδης ν. Οικονομικής Εταιρείας Τ.Κ.Ε.Κ. «Μέριμνα» Λτδ (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1390, Στυλιανού κ.ά. ν. Εφορείας Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Στροβόλου (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1924, Μούη ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1540).»

 

Επομένως στη βάση των πιο πάνω προκύπτει ότι αυτό που συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών είναι ότι η παραίτηση του Ενάγοντα γινόταν άνευ όρων αποδεκτή και ως προς το ποσό της αποζημίωσης/φιλοδωρήματος αυτό θα εξετάζετο από την Εναγομένη 1 ευνοϊκά, υπό την αίρεση ότι δεν θα προέκυπταν εναντίον του οποιαδήποτε αδικήματα μέσω της έρευνας που πραγματοποιούσε η ΥΕΑΣΕ στην Εναγομένη 1.

 

Με δεδομένη την πιο πάνω συμφωνία αυτό που θα πρέπει στη συνέχεια να αποφασισθεί από το Δικαστήριο είναι κατά πόσο έχει πληρωθεί η πιο πάνω αίρεση, δηλαδή κατά πόσο προέκυψαν οποιαδήποτε αδίκηματα εναντίον του Ενάγοντα, μέσω της έρευνας που πραγματοποιούσε η ΥΕΑΣΕ.

 

Ενώπιον του Δικαστηρίου η Εναγομένη 1 προσκόμισε, μέσω του Μ.Υ 1, το αποτέλεσμα (Τεκμήριο 16) της επιτόπιας εποπτείας της ΥΕΑΣΕ στην πρώην ΣΠΕ Αγίας Φύλας με σκοπό να καταδείξει ότι στη βάση των ευρημάτων αυτής διαπιστώθηκε ότι ο Ενάγοντας υπέπεσε σε παραπτώματα κατά την διάρκεια εκτέλεσης των καθηκόντων του. Ο Ενάγοντας ουδόλως αμφισβητεί ότι πράγματι αυτό είχε, μεταξύ άλλων, καταδείξει το εν λόγω πόρισμα. Αυτό το οποίο όμως αμφισβητεί είναι το γεγονός ότι ο ίδιος αρνείται ότι διέπραξε οποιαδήποτε αδικήματα, ότι εκτέλεσε με τον προσήκοντα τρόπο τα επαγγελματικά του καθήκοντα, ότι αυτό είναι λανθασμένο και ότι οι λειτουργοί που το ετοίμασαν ουδέποτε ζήτησαν τις απόψεις του, κατά παράβαση των δικαιωμάτων του.

 

Οι οποιοιδήποτε ισχυρισμοί του Ενάγοντα επί του προκειμένου είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας. Και τούτο γιατί η συμφωνία τελούσε υπό την αίρεση κατά πόσο από το πόρισμα της ΥΕΑΣΕ προέκυπταν οποιαδήποτε αδικήματα εναντίον του Ενάγοντα και όχι του κατά πόσο αυτό ήταν ορθό και αν όντως ο Ενάγοντας διέπραξε αυτά που του καταλογίζονται. Δεν αποτελεί επίδικο θέμα στη παρούσα αγωγή η αξιοπιστία και η ορθότητα των ευρημάτων του πορίσματος. Σημασία στην προκειμένη περίπτωση έχει το αποτέλεσμα της. Επομένως στη βάση αυτού και με δεδομένο το αναντίλεκτο αυτό γεγονός περί του αποτελέσματος του πορίσματος η αίρεση όπου τελούσε η συμφωνία δεν είχε πληρωθεί με αποτέλεσμα αυτή να μην είναι νομικά δεσμευτική και εκτελεστή για τα μέρη.  

 

Ο Ενάγοντας στην επιστολή του ημερομηνίας 2.11.10 (Τεκμήριο 6) κάνει επίτηδες αναφορά για ποινικά αδικήματα και διαστρεβλώνει την πραγματικότητα.  Ουδέποτε η Εναγόμενη 1, μέσω του Τεκμηρίου 4, μίλησε ή υπέβαλε πρόταση ότι δεν θα τον αποζημίωνε μόνο αν προέκυπταν εναντίον του ποινικά αδικήματα.  Ούτε και γίνεται αποδεκτή η θέση του ότι ο ίδιος δεν γνώριζε ότι διεξάγετο έρευνα στην πρώην ΣΠΕ Αγίας Φύλας αφού για το γεγονός αυτό ενημερώθηκε μεταξύ άλλων και από το περιεχόμενο της επιστολής του Τεκμηρίου 4.  Το γεγονός ότι ο Ενάγοντας αθωώθηκε στην ποινική διαδικασία, ως αποτελεί κοινό τόπο, είναι άνευ σημασίας για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω. 

 

Ενόψει των πιο πάνω, πρωτίστως μην αποδεχόμενος την μαρτυρία του Ενάογντα, αλλά και όλων των υπολοίπων μαρτύρων που κατέθεσαν εκ μέρους του, η αξίωση του Ενάγοντα απορρίπτεται στο βαθμό που αυτή εδράζεται στο ότι η Εναγόμενη όφειλε να τον αποζημιώσει στη βάση της μεταξύ τους κατ΄ ισχυρισμόν προφορική συμφωνίας.

 

Ως προς τις διαζευκτικές αξιώσεις του με τις οποίες ο Ενάγοντας αξιώνει «ειδικές αποζημιώσεις στη βάση της αμοιβής και των ωφελημάτων που θα απολάμβανε από την δουλειά του από την υποβολή της παραίτησης του και μέχρι της εκδίκασης της αγωγής» και/ή αποζημιώσεις για παράνομη και άδικη απόλυση επίσης και αυτές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία.   

 

Και τούτο γιατί κανένα ίχνος μαρτυρίας δεν τέθηκε σε σχέση με το ζήτημα αυτό από την πλευρά του Ενάγοντα, εφόσον η όλη εκδοχή του στηρίχθηκε αποκλειστικά στην από μέρους της Εναγομένης 1 παράβαση της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας. Οι εν λόγω διαζευκτικές αξιώσεις επί της ουσίας ουδόλως προωθήθηκαν.  Σε κάθε όμως περίπτωση ενόψει και του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας παραιτήθηκε οικειοθελώς από την θέση του οι οποιεσδήποτε πιο πάνω διαζευκτικές αξιώσεις του στερούνται νομικού και πραγματικού ερείσματος. Περαιτέρω με την απόρριψη της μαρτυρίας του Ενάγοντα και του Μ.Ε 2 δεν προκύπτει οποιαδήποτε θετική μαρτυρία ότι οι πρώην Εναγομένοι 2 και 3 προέβησαν σε οποιεσδήποτε ψευδείς και δόλιες παραστάσεις με σκοπό να πείσουν τον Ενάγοντα να παραιτηθεί.

 

Συνεπακόλουθα, για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, η παρούσα αγωγή απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα της αγωγής, εν απουσία λόγου που να επιτρέπει παρέκκλιση από τον κανόνα που θέλει τούτα να ακολουθούν το αποτέλεσμα της διαδικασίας, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Εναγομένης 1 και εναντίον του Ενάγοντα, ως τούτα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ..............................................

Μ. Χαραλάμπους, A.Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο