Themis Portfolio Management Holdings Limited ν. Χαράλαμπου Σπύρου κ.α., Αρ. Αγωγής: 918/2022, 12/11/2024
print
Τίτλος:
Themis Portfolio Management Holdings Limited ν. Χαράλαμπου Σπύρου κ.α., Αρ. Αγωγής: 918/2022, 12/11/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  918/2022 (i-Justice)

 

Μεταξύ:

 

Themis Portfolio Management Holdings Limited

 

Ενάγουσας

-και-

 

1.       Χαράλαμπου Σπύρου

2.       Κυριακούλλας Κυπριανού

3.       Δέσπως Κυπριανού

4.       Σωτήρη Λογγίνου

                                                                                 

                                                                                    Εναγομένων

……………………………….

 

Ημερομηνία: 12.11.2024

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Εναγομένους 1 και 2 - Αιτητές:  Ο κ. Ζ. Νικολαίδης για Ζήνωνας Ν Νικολαίδης Δ.Ε.Π.Ε

 

Για Ενάγουσα-Καθ’ης η Αίτηση : Η κα. Α. Χατζηχαραλάμπους για Α. Μ. Σοφοκλέους & Σία Δ.Ε.Π Ε

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(επί της αίτησης, ημερ. 22.07.24, για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων)

 

 

Η Ενάγουσα, εταιρεία εξαγοράς και διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων, αξιώνει με την παρούσα αγωγή από τους Εναγομένους το ποσό των €266.504,00, πλέον τόκους, ως οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας δανείου καθώς και  διατάγματα πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων (Υ 3134/2009 και 3136/2009).

 

Οι Εναγομένοι 1 και 2 ενάγονται ως πρωτοφειλέτες.

 

Οι Εναγομένοι 3 και 4 ενάγονται ως εγγυητές. 

 

Οι Εναγόμενοι, μέσω της κοινής Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους, προβάλλουν την θέση ότι τα αξιούμενα από την Ενάγουσα ποσά (μαζί με τους τόκους και τα ισχυριζόμενα επιτόκια) είναι υπερβολικά, εξογκωμένα, έχουν επιβληθεί αυθαίρετα, παράνομα και μονομερώς, κατά παράβαση της μεταξύ των Εναγομένων 1 και 2 συμφωνίας δανείου. Περαιτέρω, είναι η θέση τους ότι η Ενάγουσα παρέλειψε να τους ενημερώσει για τις νομικές συνέπειες αυτής, ότι η συμφωνία δανείου είναι άκυρη εφόσον περιέχει καταχρηστικές ρήτρες σε σχέση με την αύξηση του τόκου, την επιβολή επιβαρύνσεων και υποχρεώσεων σε αυτούς.  Ανταπαιτούν δε απόφαση με την οποία να κηρύσσονται οι μεταξύ των διαδίκων συμφωνίες δανείου και εγγυήσεως παράνομες, άκυρες και χωρίς καμία νομική ισχύ.

 

Με την παρούσα αίτηση, ημερομηνίας 14.10.24, οι Εναγομένοι 1 και 2 (στο εξής «οι Αιτητές») αξιώνουν από το Δικαστήριο:

 

A.         Διάταγμα με το οποίο να απαγορεύει στην Ενάγουσα-Καθ’ης η Αίτηση (στο εξής «η Καθ’ης η Αίτηση») να εκποιήσει το ενυπόθηκο ακίνητο (Υ3134/2009) (στο εξής «το ενυπόθηκο ακίνητο»), το οποίο αποτελεί την πρώτη και μοναδική κατοικία των Αιτητών καθώς και των ανήλικων τέκνων τους, μέχρι την πλήρη εκδίκαση της παρούσας αγωγής.

 

Β. Διάταγμα που να απαγορεύσει στην Καθ’ής η Αίτηση την συνέχιση της διαδικασίας εκποίησης και συγκεκριμένα την αποστολή επιστολών Τύπου ΙΑ, ΙΒ και ΙΓ δυνάμει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν. 9/1965 (στο εξής «ο Νόμος») σε σχέση με το ενυπόθηκο ακίνητο και

 

Γ.  Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει στην Καθ’ης η Αίτηση από του να προβεί σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία για την εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου.

 

Προτού παραθέσω τις εκατέρωθεν θέσεις των μερών κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα ως αυτά προκύπτουν μέσω των σχετικών ενόρκων δηλώσεων των μερών.

 

Αποτελεί κοινό τόπο ότι η Καθ’ης η Αίτηση παραχώρησε στους Αιτητές δάνειο (Τεκμήριο 1 της ένορκης δήλωσης της Καθ’ης Αίτησης). 

 

Προς εξασφάλιση του εν λόγω δανείου εγγράφηκε μεταξύ άλλων και η Υποθήκη   Υ3134/2009, την οποία οι Αιτητές υποθήκευσαν προς όφελος της Καθ’ης η Αίτηση (Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης της). Το ενυπόθηκο ακίνητο ανήκει εξ ημισείας στον Αιτητή 1 και Αιτήτρια 2, αντιστοίχως. Οι Αιτητές είναι μεταξύ τους σύζυγοι.

 

Λόγω του ότι οι Αιτητές παρέλειψαν να καταβάλουν τις δόσεις της συμφωνίας ο λογαριασμός τους τερματίστηκε και η Καθ’ής η Αίτηση καταχώρισε την παρούσα αγωγή.   

 

Παράλληλα με την προώθηση της εν λόγω αγωγής η Καθ’ης η Αίτηση ενεργοποίησε και τις πρόνοιες του μέρους VIA του Νόμου για την εκποίηση, μέσω πλειστηριασμού, του ενυπόθηκου ακινήτου.

 

Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί την πρώτη και μοναδική κατοικία των Αιτητών καθώς και των ανήλικων τέκνων τους (βλέπε Τεκμήριο Ζ’ στην ένορκη δήλωση των Αιτητών).

 

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από κοινού οι συνήγοροι και των δύο πλευρών ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι ο πλειστηριασμός για την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου ορίστηκε στις  15.11.2024.     

 

 

ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ

 

Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας 2. 

 

Είναι η θέση της εν προκειμένω ότι οι Αιτητές είχαν προωθήσει και στο παρελθόν, στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, αίτηση αναστολής εκποίησης του ενυπόθηκου ακινήτου. Την απέσυραν όμως μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αναστολή εκποίησης της πρώτης κατοικίας. 

 

Έκτοτε βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με λειτουργούς της Καθ’ης η Αίτηση για σκοπούς επίτευξης αναδιάρθρωσης του επίδικου δανείου τους. Στα πλαίσια αυτά αρχικά συμφώνησαν με την Καθ’ης η Αίτηση να πωληθεί το ακίνητο τους που βαρύνεται με την Υποθήκη Υ3136/2009, ώστε να της καταβληθεί, έναντι του επίδικου χρέους, το ποσό των €47.000.  Η Καθ’ης η Αίτηση προς το σκοπό αυτό τους εφοδίασε με βεβαίωση απαλλαγής ακινήτου (Τεκμήριο Γ στην αίτηση των Αιτητών) ώστε να προχωρήσουν στην πώληση του. Συμφωνήθηκε επίσης ότι η πιο πάνω διαδικασία θα περιλάμβανε και την απόσυρση της παρούσας αγωγής καθώς και της από μέρους τους Ανταπαίτησης. 

 

Στην βάση των πιο πάνω συμφωνηθέντων οι Αιτητές προέβησαν στην πώληση του πιο πάνω ακινήτου και τελικώς κατέθεσαν το ποσό των €55.000 (μεγαλύτερο ποσό από ότι τους είχε ζητηθεί) (Τεκμήριο Δ στην αίτηση των Αιτητών) ώστε να καταστεί εφικτή η αναδιάρθρωση του δανείου τους και η οποία θα διέσωζε και το ενυπόθηκο ακίνητο. 

 

Παρά την πιο πάνω συμφωνία η Καθ’ης η Αίτηση τους εξαπάτησε εφόσον το δάνειο τους δεν αναδιαρθρώθηκε και προχώρησε κανονικά με τον πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου.  Αρνείται δε να τους προμηθεύσει με κατάσταση λογαριασμού με το νέο υπόλοιπο του επίδικου δανείου τους (Τεκμήριο Ε στην αίτηση των Αιτητών). 

 

Πριν την συμφωνία για την αναδιάρθρωση του επίδικου δανείου, την οποία αρχικά η Καθ’ής η Αίτηση δεν αποδεχόταν, συμφωνήθηκε μεταξύ τους ότι με την κατάθεση του ποσού των €47.000 από τους Αιτητές, θα εκδίδετο εκ συμφώνου δικαστική απόφαση για την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού δανείου (περί των €175.000) δια μηνιαίων δόσεων (Τεκμήριο ΣΤ). 

 

Είναι η θέση τους ότι υπήρξαν δανειολήπτες καλής διαγωγής εφόσον έναντι του δανείου κατέβαλαν συνολικό ποσό περίπου ύψους €107.000. 

 

Λόγω όμως της καταχρηστικότητας των όρων της επίδικης συμφωνίας δανείου αλλά και της αυθαιρεσίας των λειτουργών της Καθ’ης η αίτηση, είναι η θέση τους ότι οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο καθότι παρά τις καταθέσεις τους το ποσό του δανείου δεν μειωνόταν, οπότε αυτό τους οδήγησε σταδιακά στην ανικανότητα αποπληρωμής του.

 

Μέσω της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης τους εγείρουν σοβαρά ζητήματα νομιμότητας των επίδικων συμβάσεων (Τεκμήριο Η) και επί της βάσης της ύπαρξης καταχρηστικών και ετεροβαρών ρητρών προς όφελος της Καθ’ης η Αίτηση. Επιπρόσθετα προκύπτει αμφισβήτηση των ισχυριζόμενων από πλευράς της Καθ’ης η Αίτησης οφειλομένων ποσών, τα οποία αντίκεινται στο περί Φιλελευθεροποίησης Επιτοκίου Νόμου και στις νομικές αρχές προσβλέπουσες στην προστασία του καταναλωτή. 

 

Οι λειτουργοί της Καθ’ης η Αίτηση την ενημέρωσαν ως προς την προώθηση εκ μέρους της νέας επιστολής Τύπου ΙΑ. 

 

Στη βάση των πιο πάνω είναι αναγκαία η παρέμβαση του Δικαστηρίου ώστε να διατηρηθεί το status quo και να καταστεί εφικτή η διευθέτηση της υπόθεσης αυτής.  Δεν πρόκειται να παραβλαφτούν τα δικαιώματα της Καθ’ης η Αίτηση ούτε υπάρχει πιθανότητα πρόκλησης σε αυτήν οποιασδήποτε ανεπανόρθωτης ζημιάς.  Αντίθετα, η ζημιά για τους ίδιους θα είναι μοιραία εφόσον στην περίπτωση που εκποιηθεί η πρώτη τους κατοικία αυτή δεν μπορεί να αποτιμηθεί σε χρήμα.  Έχουν σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και υπάρχει πιθανότητα να δικαιούνται σε θεραπεία έναντι της Καθ’ης η Αίτηση.

 

ΈΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ

 

Η Καθ’ης η Αίτηση αντέδρασε στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων καταχωρώντας προς τούτο σχετική ένσταση, προβάλλοντας συνολικά 18 λόγους ένστασης.

 

Αυτοί μπορεί να συνοψιστούν στο ότι η υπό κρίση αίτηση είναι αβάσιμη, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, δεν είναι ορθό και δίκαιο η έκδοση τους, το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης, η αίτηση είναι κακόπιστη και καταχρηστική, τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων παραβιάζει το δικαίωμα της Καθ’ης η Αίτηση, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση προβάλλονται αναληθείς και αβάσιμοι ισχυρισμοί καθώς και μη ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, η Καθ’ης η Αίτηση είναι φερέγγυα εταιρεία και διαθέτει επαρκή αποθέματα σε περίπτωση που κληθεί να καταβάλει στους Αιτητές τυχόν αποζημιώσεις, οι Αιτητές κωλύονται  να προβάλλουν ισχυρισμούς περί καταχρηστικότητας εφόσον αυτοί αφορούν την ουσία της αγωγής, τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα ανατρέψει το υφιστάμενο status quo, οι επίδικες συμφωνίες δανείου και εγγυήσεων είναι έγκυρες και νόμιμες, καθώς και όλα όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των μερών ήταν με την ελεύθερη βούληση και συναίνεση τους.

 

Η ένσταση συνοδεύεται από την ένορκη δήλωση του Δημήτρη Χριστοφίδη, λειτουργού στην Καθ’ης η Αίτηση. 

 

Ο ομνύων, πέραν του ότι υιοθετεί και επαναλαμβάνει όλους τους λόγους ένστασης, αναφέρει επιπρόσθετα ότι όλοι οι ισχυρισμοί των Αιτητών είναι γενικοί, αόριστοι, παντελώς αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι. Οι Αιτητές δεν παραθέτουν ικανοποιητική μαρτυρία για τους ισχυρισμούς τους περί καταχρηστικών και παράνομων ρητρών στις επίδικες συμβάσεις.  Δεν παραθέτουν με σαφήνεια ποιες συγκεκριμένες ρήτρες των επίδικων συμβάσεων ήταν καταχρηστικές, δεν δίδουν οποιαδήποτε μαρτυρία και λεπτομέρειες προς απόδειξη των ισχυρισμών τους αλλά και για ποιο λόγο αυτές καθίστανται καταχρηστικές.  Είναι η θέση της Καθ’ης η αίτηση ότι οι επίδικες συμφωνίες δανείων υποθηκών και εγγυήσεων είναι έγκυρες, νόμιμες, ισχυρές και εκτελεστές.  Έγιναν δε σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση των μερών. Η Καθ’ης η Αίτηση αρνείται επίσης το γεγονός ότι χρέωνε τους επίδικους λογαριασμούς με οποιεσδήποτε αυθαίρετες χρεώσεις, τόκους και ή υπερχρεώσεις. Είναι επί του προκειμένου η θέση του ότι οι Αιτητές δεν προσκόμισαν καμία μαρτυρία που να υποστηρίζει την πιο πάνω θέση τους.    

 

Η Καθ’ης η Αίτηση επιβεβαιώνει το γεγονός ότι οι Αιτητές κατέβαλαν το ποσό των €55.000 έναντι του χρέους τους και αυτό υπολογίστηκε και αφαιρέθηκε από το ποσό που οι Αιτητές οφείλουν, ως διαπιστώνεται από το Τεκμήριο 3.  Ουδέποτε όμως η Καθ’ης η Αίτηση συμφώνησε ότι με την καταβολή του πιο πάνω ποσού θα απέσυρε την παρούσα αγωγή.  Αυτό διαπιστώνεται και από το Τεκμήριο Γ που οι ίδιοι οι Αιτητές κατέθεσαν στο Δικαστήριο.     

 

ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν και μέσω των γραπτών αγορεύσεων που αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι παρέδωσαν στο Δικαστήριο, επιχειρηματολογώντας ως προς τις θέσεις τους και παραπέμποντας αυτό και σε σχετική επί του θέματος νομολογία. Τα όσα υποστήριξαν έχουν μελετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή και αναφορά στις θέσεις τους θα γίνει όταν αυτό κριθεί αναγκαίο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι δεν προσφέρθηκε προφορική μαρτυρία ή αντεξετάσθηκε οιοσδήποτε εκ των ενόρκως δηλούντων.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων βρίσκεται στο άρθρο 32 των Περί Δικαστηρίων Νόμων (Ν.14/60). Το άρθρο αυτό παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο ανάλογα βεβαίως με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.

 

Οι σωρευτικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ως έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσω της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557, National Bank of Greece v. Motovia (1987) 1 Α.Α.Δ. 303, Cyprus Sulphur & Copper Co Ltd & άλλων ν. Παραλράμα Λτδ , KOT v. Θεωρή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 255, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. X''Bασίλη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 152, Parico Aluminium Designs Ltd v Muskita Aluminium Co Ltd (2002) 1Γ Α.Α.Δ 2015), είναι οι ακόλουθες:

 

- Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

- Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

-Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.                        

 

Στην υπόθεση Eurocypria Airlines Ltd υπό εκκαθάριση μέσω του εκκαθαριστή της Κρις Ιακωβίδη v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Γενικού Εισαγγελέα κ.α (2011) 1 Α.Α.Δ. 1783 λέχθηκε ότι:

 

«Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη επεξηγήθηκε ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα. Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία, επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλής πιθανότητας επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε πολιτικές υποθέσεις. Απαιτείται από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει μια ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η τρίτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εξετάζεται κυρίως υπό το φως του ερωτήματος κατά πόσο η απονομή αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία κάτω από τα γεγονότα κάθε υπόθεσης».

 

Το Δικαστήριο, σ' αυτό το στάδιο, δεν καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, κάτι το οποίο θα αποτελέσει την κρίση του κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Περί προϋποθέσεων ο λόγος και μόνον (Jonitexo Ltd. v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 663 και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά.(1995) 1 Α.Α.Δ. 248). Στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα που ουσιαστικά θα ισοδυναμούσαν με απόφαση επί της ουσίας της αγωγής. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφύγει να προχωρήσει σε αξιολόγηση μαρτυρίας (Χαριτίνη Χρυσάνθου Κυριλλου, διά της πληρεξουσίου αντιπροσώπου της Γεωργίας Καραγιώργη v. Άντρης Λάμπρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1528). 

 

Πέραν των πιο πάνω προϋποθέσεων τα Δικαστήρια προτού εκδώσουν ή οριστικοποιήσουν προσωρινά διατάγματα, ανάλογα με την περίπτωση, θα πρέπει να λάβουν υπόψη και κάποιες ευρύτερες αρχές οι οποίες έχουν αποκρυσταλλωθεί και αναπτυχθεί μέσω της νομολογίας.

 

Αναγνωρίζεται πως αφότου ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται σωρευτικά όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη και τον παράγοντα του ισοζυγίου της ευχέρειας (balance of convenience). Το Δικαστήριο, δηλαδή, πριν εκδώσει οποιοδήποτε ενδιάμεσο διάταγμα θα πρέπει να αποφασίσει, ζυγίζοντας όλα τα δεδομένα, κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να το εκδώσει, ισοζυγίζοντας τον κίνδυνο αδικίας που θα προκληθεί στις δύο πλευρές. Η οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας. (Bacardi & Co Ltd v Vinco Ltd (1996) 1(B)Α.Α.Δ.).

 

Θα προχωρήσω στην συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο οι Αιτητές έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης που βρίσκεται στους ώμους τους και έχουν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή μαρτυρία ότι δηλαδή συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση και οι 3 πιο πάνω προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Εξετάζοντας την 1η προϋπόθεση υπενθυμίζεται ότι, με βάση τη νομολογία, η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος αποκαλύπτεται στη βάση του καταχωρημένου δικογράφου και αφορά τη νομική θεμελίωση της αξίωσης του Ενάγοντα. Στην προκειμένη περίπτωση εφόσον υπάρχει ανταπαίτηση (ως γνωστό η Ανταπαίτηση εντάσσεται στον όρο «αγωγή» (βλέπε άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου και Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.30) η 1η προϋπόθεση θα εξεταστεί στην βάση του δικογράφου της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Επί της ουσίας, εκείνο το οποίο εξετάζεται είναι το κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία, αν επιτύχει, θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας.

 

Μελετώντας το δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης οι Εναγομένοι αξιώνουν απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσονται τόσο η επίδικη συμφωνία δανείου όσο και η συμφωνία εγγύησης ότι είναι παράνομες, άκυρες και χωρίς καμία νομική ισχύ στη βάση του ότι η Καθ΄ής η Αίτηση παραβίασε τις  συμβατικές της υποχρεώσεις, στο ότι η συμφωνία δανείου περιέχει καταχρηστικούς όρους και ότι η Καθ’ής η Αίτηση τους επέβαλε παράνομες χρεώσεις και υπερχρεώσεις στον λογαριασμό δανείου τους.  Στη βάση επομένως των πιο πάνω, η 1η προϋπόθεση του άρθρου 32 κρίνω ότι πληρείται. 

 

Όσον αφορά τη 2η προϋπόθεση, είναι αρκετό ο Ενάγων να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα που θα πείθουν το Δικαστήριο ότι έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας, η δε ικανοποίηση του εξαρτάται από τη συσχέτιση της νομικής θεμελίωσης της αξίωσης με την προσφερόμενη μαρτυρία, όπως αυτή εξάγεται σ΄ αυτό το στάδιο από τις ένορκες δηλώσεις. Επισημαίνεται ότι σε σχέση με την 2η  προϋπόθεση του Άρθρου 32, η προοπτική επιτυχίας εξετάζεται σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή.

 

Όπως υπεδείχθη στην απόφαση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά ν. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερ. 23/3/17, ECLI:CY:AD:2017:A102:

 

«τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία.».

 

Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, λέχθηκε ότι,

 

«κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»

 

Εξέταση των ισχυρισμών των Αιτητών, ως αυτοί καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, αποκαλύπτει πως στο βαθμό που η αξίωση/θέση τους εδράζεται στο γεγονός ότι τα μέρη είχαν καταλήξει σε συμφωνία για αναδιάρθρωση του επίδικου λογαριασμού, βάση της οποίας θα πωλούσαν ένα ενυπόθηκο ακίνητο το οποίο βαρύνετο με την υποθήκη (Υ 3136/2009) και η Καθ’ής η Αίτηση θα προχωρούσε σε αναδιάρθωση του επίδικου δανείου καθώς και σε απόσυρση της παρούσας αγωγής (συμπεριλαμβανομένου προφανώς και της αναστολής εκποίησης μέσω πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου στην βάση των προνοιών του Νόμου), αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι αυτή δεν έχει ορατές πιθανότητες επιτυχίας. Συνεπώς δεν πληρείται η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32.  

 

Πέραν του γεγονότος ότι μια τέτοια θέση δεν δικογραφείται από τους Αιτητές και ως εκ τούτου με βάση τις πάγιες νομολογιακές αρχές το Δικαστήριο δεν μπορεί να τις λάβει υπόψιν κατά την εκδίκαση της ουσίας της διαφοράς (και στη βάση των δεδομένων αυτών καμία ορατή πιθανότητα επιτυχίας υπάρχει ως προς την αξίωση τους αυτή), από μια απλή ανάγνωση του Τεκμηρίου Γ, πουθενά δεν τεκμηριώνεται η θέση αυτή. Αυτό το οποίο επιβεβαιώνει η Καθ’ ης η Αίτηση μέσω του περιεχομένου του εν λόγω Τεκμηρίου είναι πως  με την καταβολή του ποσού των €47.000 θα εξαλειφθεί η Υποθήκη με αρ. Υ3136/2009.  Μάλιστα δε αναφέρει ειδικά σε σχέση με την παρούσα αγωγή ότι «νοουμένου ότι θα υλοποιηθούν όλα τα πιο πάνω συμφωνηθέντα το αργότερο μέχρι τις 11/10/2023, τότε η Themis θα προχωρήσει σε ανάλογη τροποποίηση της απαίτησης…», εννοώντας προφανώς ότι θα προχωρήσει σε μείωση του αξιούμενου στην παρούσα αγωγή ποσού.

 

Συνεπακόλουθα ενόψει των πιο πάνω η θέση των Αιτητών περί ύπαρξης νέας συμφωνίας την οποία η Καθ’ής η Αίτηση δεν τήρησε  δεν έχει ορατές πιθανότητες επιτυχίας και ως εκ τούτου στο βαθμό που η αξίωση των Αιτητών εδράζεται στο γεγονός αυτό  αποτελεί κρίση του Δικαστηρίου ότι δεν πληρείται η 2η προϋπόθεση.

 

Στο βαθμό που η Ανταπαίτηση των Αιτητών εδράζεται στην θέση ότι εγείρονται σοβαρά ζητήματα νομιμότητας της επίδικης συμφωνίας δανείου στη βάση της ύπαρξης καταχρηστικών και ετεροβαρών ρητρών υπάρχει προς τούτο σχετική αναφορά στο δικόγραφο τους (βλέπε παραγράφους 12 και 13 της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης), τις οποίες παραθέτω:  

 

«οι διατάξεις και οι όροι των επίδικων συμφωνιών οι οποίες αφορούσαν την αύξηση του τόκου και/ή επιβολή επιβαρύνσεων και/ή υποχρεώσεων στους Εναγομένους, και οι οποίοι επέτρεπαν στους Ενάγοντες να τροποποιούν μονομερώς τους όρους των επίδικων συμφωνιών δανείων και/ή της λειτουργίας των λογαριασμών των Εναγομένων συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες»

 

και ότι

 

«οι όροι και/ή ρήτρες των πιο πάνω συμφωνιών των διαδίκων δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και/ή αυτοί είχαν συνταχθεί εκ των προτέρων και οι Εναγόμενοι εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατόν να επηρεάσουν το περιεχόμενο τους και/ή εκτέλεση των υποχρεώσεων των Εναγόντων δυνάμει των πιο πάνω συμφωνιών, εξαρτήθηκε από τη βούληση τους και μόνο και ως εκ τούτου οι επίδικες συμφωνίες δανείων είναι καταχρηστικές και/ή συνήφθηκαν κατά παράβαση της καλής πίστης.»     

 

Στην δε ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση οι Αιτητές προβάλλουν ειδικότερα τους όρους, που σύμφωνα πάντοτε με την θέση τους, είναι καταχρηστικοί. Ειδικότερα είναι ο ισχυρισμός τους ότι ο όρος 5 της συμφωνίας δανείου καθώς και οι γενικοί της όροι 2, 3, 4, 5, 9, 10 και 15 (Τεκμήριο Η στην ένορκη δήλωση Αιτητών), οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος αυτής, είναι καταχρηστικοί.

 

Μελετώντας την μαρτυρία των Αιτητών και στο βαθμό που αυτή δεν αμφισβητείται από την Καθ’ής η Αίτηση θέλουν την τελευταία να εξάσκησε μονομερώς, κατά καιρούς, με βάση τους όρους της συμφωνίας δανείου αύξηση του επιτοκίου της εν λόγω συμφωνίας με αποτέλεσμα να αυξηθεί το ύψος των δόσεων τους και οι πρώτοι να μην μπορούν να εκτελέσουν τους όρους με επακόλουθο οι δεύτεροι να καταχωρήσουν την παρούσα αγωγή αλλά και να ενεργοποιήσουν τις πρόνοιες του Νόμου.

 

Επί του προκειμένου υπάρχει επίσης σχετικός ισχυρισμός στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας 2 (βλέπε παράγραφο 13), ο οποίος ουσιαστικά δεν έχει αμφισβητηθεί από την Καθ’ ης η Αίτηση, και ο οποίος προνοεί ότι:

 

«η αυθαιρεσία των λειτουργών των εναγόντων αλλά και η καταχρηστικότητα των όρων της επίδικης συμφωνίας δανείου, μας οδήγησαν σε αδιέξοδο καθότι παρά τις καταθέσεις μας το ποσό δανείου δεν μειωνόταν ποτέ και έτσι η μόνη διέξοδος που μας παρουσιάστηκε εκ των εναγόντων και ως σήμερα αντιλαμβάνομαι ήτο η σύναψη τροποποιητικών συμφωνιών ως προς την αποπληρωμή που επηρέασαν κατά καιρούς το επιτόκιο το οποίο χωρίς να έχομε γνώση ως προς τις έννοιες και το αποτέλεσμα των όρων κατέστησε ανίκανη την από πλευράς μας ορθή διαχείριση ώστε να αντιδράσουμε νωρίτερα χωρίς να επιτρέψουμε να μας εξωθήσουν σε περαιτέρω τροποποιήσεις»

 

Από μία απλή ανάγνωση των εν λόγω ρητρών (βλέπε γενικούς όρους 2,3, και 4 της συμφωνίας δανείου) βάση των οποίων επιτρέπουν στην Καθ΄ης η Αίτηση να μεταβάλει το επιτόκιο της συμφωνίας δανείου αλλά και να το τροποποιεί, χωρίς να αποφαίνομαι επί της ουσίας αλλά έχοντας υπόψιν την Ευρωπαϊκή νομολογία επί του ζητήματος (Case C-118/17 Zsuzsanna Dunai v ERSTE Bank Hungary Zrt, ΔΕΕ απόφαση της 26.4.2012, υπόθ. C-472/10, Invitel, απόφαση της 21.3.2013, υπόθ. C-92/11, RWE Vertrieb, Unfair Contract Terms Guidance, 2015, παρ. 5.21.2-5.21.3, 5.21.6, 5.22.6-5.22.7,C-600/19 - Ibercaja Banco, C-593/22, First Bank και C-125/18, Gomez del Moral Guesch), κρίνω ότι οι Αιτητές έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης, δηλαδή να καταδείξουν, μέσω του δικογράφου τους αλλά και την από μέρους τους προσκομισθείσα μαρτυρία, ότι έχουν ορατές πιθανότητες επιτυχίας ώστε να τους αποδοθεί θεραπεία στο βαθμό που αυτή εδράζεται στο ότι οι επίδικες ρήτρες για τις οποίες κάνουν αναφορά είναι όντως καταχρηστικές.

 

Η σύμφωνα πάντοτε με τους Αιτητές θέση ότι η ύπαρξη των πιο πάνω καταχρηστικών ρητρών τους οδήγησαν να μην μπορούν να αποπληρώσουν το αυξημένο ποσό των δόσεων τους, συνεπεία της αύξησης του επιτοκίου, και αυτός ήταν και ο λόγος τερματισμού της συμφωνίας δανείου, ουδόλως έχει αμφισβητηθεί από την Καθ’ής η Αίτηση. Εξάλλου η ίδια η Καθ’΄ής η Αίτηση παραδέχεται, μέσω της Έκθεσης Απαίτησης της, ότι προέβη σε μονομερή αύξηση του επιτοκίου και ότι προέβη σε διάφορες χρεώσεις σε σχέση με τον επίδικο λογαριασμού δανείου. Όπως εξάλλου διαφαίνεται μέσα από το Τεκμήριο 3 της ένστασης της Καθ’ής η Αίτηση ο επίδικος λογαριασμός έχει χρεωθεί με τόκους αλλά και χρεώσεις τόκων υπηρημερίας.

 

Στην περίπτωση που το Δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει την ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών έχει το δικαίωμα να θεραπεύσει την τυχόν ζημιά που θα έχουν υποστεί οι Αιτητές από την ύπαρξη και αυθαίρετη εφαρμογή των καταχρηστικών ρητρών.

 

Ο τότε Π.Ε.Δ Στ. Σταύρου στην υπόθεση CAC CORAL LTD ως αντικαταστάτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v Νεοφύτου Δημητρίου κ.α, Αριθμός Αγωγής 1512/2013, ημερομηνίας 27.5.2022 εξέτασε ζήτημα καταχρηστικότητας ρητρών σε δανειακή σύμβαση. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

 

«Το ότι το επίδικο δάνειο ήταν καταναλωτικό το δήλωσε ρητά ενώπιον του Δικαστηρίου η ΜΕ1. Εν πάση περιπτώσει, κρίνοντας από τη φύση της Σύμβασης, η οποία ήταν η δανειοδότηση με σκοπό την βραχυπρόθεσμη επένδυση, είναι πρόδηλο ότι η Σύμβαση εμπίπτει στις παραμέτρους εφαρμογής του τότε ισχύοντος περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου 93/1996.

 

Ο εν λόγω Νόμος ήταν εναρμονιστικός της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, η οποία εκδόθηκε με βασικό σκοπό την άρση των έντονων διαφορών που παρουσίαζαν οι εθνικές νομοθεσίες των κρατών μελών σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων, προκειμένου να προστατευθούν οι καταναλωτές με την υιοθέτηση από τα κράτη μέλη κατάλληλων και αποτελεσματικών μέσων για κατάργηση των καταχρηστικών ρητρών (βλ. Μιχαηλίδη κ.ά. v. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πέγειας, Πολ. Έφεση Αρ. 477/2012, ημερ. 27.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A311). Επισημαίνεται ότι ο Νόμος 93(1)/1996 έχει καταργηθεί με τον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο 112(Ι)/2021 (ημερ. 12.5.2021), ο οποίος συμφώνα με το προοίμιο του, ενοποίησε, εκσυγχρόνισε και κωδικοποίησε διάφορους νόμους που ρύθμιζαν θέματα προστασίας του καταναλωτή. Σύμφωνα με το άρθρο 75 του Νόμου «οποιαδήποτε δικαιώματα και υποχρεώσεις πηγάζουν από τον παρόντα Νόμο, εφαρμόζονται αναφορικά με συμβάσεις οι οποίες συνήφθησαν και/ή τερματίστηκαν πριν την έναρξη της ισχύους του παρόντος Νόμου..». Η εν λόγω πρόνοια προσδίδει κατ' ουσία αναδρομική ισχύ σε ουσιώδη μέρη του Νόμου. Η επίδικη δανειακή σύμβαση συνήφθηκε (και τερματίστηκε) μετά τη θέσπιση του καταργηθέντος Νόμου 93(Ι)/1996, αλλά πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω Νόμου με αποτέλεσμα ο Νόμος αυτός να τυγχάνει εφαρμογής. Επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει το νομικό καθεστώς σε ότι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή ως ίσχυαν με βάση τον Νόμο 93(Ι)/1996, ο οποίος ούτως ή άλλως ήταν το νομοθέτημα που ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συνεπώς η αναφορά θα γίνεται στις πρόνοιες του Νόμου 93(Ι)/1996.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του εν λόγω Νόμου, αυτός τύγχανε εφαρμογής σε κάθε ρήτρα σύμβασης που συναπτόταν μεταξύ πωλητή ή προμηθευτή και καταναλωτή και η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.  Σύμφωνα με το εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου, ρήτρα θεωρείται ότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης όταν έχει συνταχθεί εκ των προτέρων και ο καταναλωτής εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατό να επηρεάσει το περιεχόμενο της, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προσπάθειά του για τον σκοπό αυτό. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης το φέρει αυτός που επικαλείται κάτι τέτοιο (βλ. εδάφιο 5).

 

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εδώ επίδικη Σύμβαση, ειδικά το μέρος που αποτελείται από τη «ΒΑΣΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ» -τεκμήριο 7, δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου, καταχρηστική θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από την σύμβαση. Στην υπόθεση Frakapor Courier Ltd κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 9/2011, ημερ. 16.6.2016, αποφασίστηκε κατ' ουσία, ότι, προς κατανόηση της φράσης «παρά την απαίτηση καλής πίστης» καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από το άρθρο 3(1) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ στο αγγλικό κείμενο της οποίας ο αντίστοιχος όρος συναντάται ως  «contrary to the requirement of good faith". Κρίθηκε κατ' επέκταση ότι για να μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο σε εύρημα ότι ο όρος κάποιας συμφωνίας αποτελεί καταχρηστική ρήτρα, είναι απαραίτητο να καταρριφθεί και η ύπαρξη καλής πίστης εκ μέρους των εναγόντων (βλ. Paget's Law of Banking Malek & Odgers [14η  έκδοση] σελ. 101).

 

Βάσει του άρθρου 7 είναι περαιτέρω υποχρέωση του πωλητή σε γραπτές συμβάσεις να διασφαλίζει ότι οι ρήτρες διατυπώνονται με σαφή και κατανοητό τρόπο.  Σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια γραπτής ρήτρας, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για τον καταναλωτή ερμηνεία.

 

Επιστρέφοντας στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, υπενθυμίζω κατ' αρχάς ότι η Σύμβαση έληξε/ωρίμασε όταν το δάνειο κατέστη πληρωτέο στις 18.3.2008. Διαρκούσης της Σύμβασης, υπήρξε μια και μόνο διαφοροποίηση του επιτοκίου και μάλιστα προς τα κάτω. Έγινε στις 21.12.2007 με το επιτόκιο να μειώνεται από 6.25% σε 5.75%, ποσοστό στο οποίο παρέμεινε μέχρι τη λήξη της Σύμβασης. Συνεπώς δεν επηρέασε με οποιονδήποτε αρνητικό τρόπο τους εναγόμενους, το εδώ δικαίωμα της τράπεζας να διαφοροποιεί το επιτόκιο διαρκούσης της Σύμβασης. Εν πάση περιπτώσει το ότι το δικαίωμα συναρτάται με δημοσίευση ή ειδοποίηση του πελάτη, αφαιρεί από το όποιο στοιχείο αυθαιρεσίας και κατάχρησης, ειδικά δε αν κατά τη διαφοροποίηση, παρέχονται στον πελάτη που ενδιαφέρεται να πληροφορηθεί, στοιχεία που εξηγούν τη φιλοσοφία και το σκεπτικό της διαφοροποίησης.

 

Εκείνο που εδώ έχει σημασία και έκανε και την τεράστια διαφορά στο «οφειλόμενο ποσό» είναι το δικαίωμα της τράπεζας μετά τον  τερματισμό, να αυξάνει κατά την απόλυτη της κρίση το επιτόκιο. Ο όρος αυτός κατ' αρχάς είναι σε αντιδιαστολή με τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου 7 αφού δεν είναι σαφής και κατανοητός. Καμία προσδιοριστική διασαφήνιση ή εξήγηση δεν δίνεται στον πελάτη (καταναλωτή) για το πώς και γιατί, δυνητικά, θα λάβει χώρα αυτή η διαφοροποίηση. Τα στοιχεία αυτά κρίνονται απαραίτητα για να μπορούσε ο πελάτης με ορθολογισμό να αναλογισθεί το πραγματικό κόστος της συναλλαγής, έστω και σε περίπτωση διάρρηξης της Σύμβασης.

 

Στην υπόθεση Kasler and another v. OTP Jelzalogbank Zrt [2014] 2 All ER (Comm) 443, (Case C-26/13) στην οποία εύστοχα παρέπεμψε ο κ. Κορακίδης αναφέρονται - σε άλλο πλαίσιο βέβαια αλλά απολύτως σχετικά - τα εξής:

 

"(2) Article 4(2) of Directive 93/13 must be interpreted as meaning that, as regards a contractual term such as that at issue in main proceedings, the requirement that a contractual term must be drafted in plain intelligible language is to be understood as requiring not only that the relevant term should be grammatically intelligible to the consumer, but also that the contract should set out transparently the specific functioning of the mechanism of conversion for the foreign currency to which the relevant term refers and the relationship between that mechanism and that provided for by other contractual terms relating to the advance of the loan, so that that consumer is in a position to evaluate, on the basis of clear, intelligible criteria, the economic consequences for him which derive from it."

 

        (η υπογράμμιση είναι δική μου)

 

Ακόμα πιο έντονη είναι η καταχρηστικότητα του εν λόγω όρου συμφώνως του άρθρου 5 του Νόμου. Το δικαίωμα που παρέχει στην τράπεζα να αυξάνει κατά τρόπο αχαλίνωτο και ετεροβαρή την οικονομική υποχρέωση του πελάτη, δημιουργεί «σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών..».

 

Η απόλυτη διαπραγματευτική δύναμη της τράπεζας [βλ. άρθρο 5(3)(α)] ήταν διάχυτη από τη στερεότυπη καταφυγή των μαρτύρων της ενάγουσας στη φράση «ήταν στην απόλυτη κρίση της τράπεζας». Το ίδιο καταδεικνύεται από την αναφορά της ΜΕ1 σε ερώτηση του κ. Κούμα στο κατά πόσο το βασικό επιτόκιο 6.25% που επέβαλε η τράπεζα μετά τον τερματισμό συνήδε με τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η μάρτυρας απάντησε «Όχι, ήταν το βασικό επιτόκιο της τράπεζας. Όταν τερματίστηκε η οφειλή άλλαξε η βάση προσδιορισμού του επιτοκίου ως αναφέρεται στα τεκμήρια 6 και 7, ήταν κατά την απόλυτη κρίση της να αλλάζει τόσο το βασικό επιτόκιο [όσο και] τη βάση προσδιορισμού».  Το ίδιο προκύπτει και από την αναφορά της ΜΕ2, σε ερώτηση του κ. Κορακίδη αυτή τη φορά, στο κατά πόσο η τράπεζα θα μπορούσε να αυξήσει το επιτόκιο ακόμα και σε 20% αν ήθελε. Αποκρίθηκε η μάρτυρας «θα μπορούσε, δεν το έκαμε όμως». Ωσάν δηλαδή να επρόκειτο για χειρονομία μεγαλοψυχίας ή ύψιστης παραχώρησης. Στην πραγματικότητα η απάντηση αναδεικνύει το μέγεθος της ανισότητας των μερών και την απόλυτη κυριαρχία της τράπεζας επί της συναλλαγής εν γένει. Τα προαναφερθέντα καταρρίπτουν την «απαίτηση καλής πίστης»  αναδεικνύοντας συνάμα την καταχρηστικότητα της ρήτρας.

 

Αν μια ρήτρα κριθεί ως καταχρηστική δεν δεσμεύει τον καταναλωτή (βλ. άρθρο 6). Η καταχρηστικότητα μιας ρήτρας παρέχει δικαίωμα είτε τερματισμού της σύμβασης είτε σε απαίτηση για μη εφαρμογή της. Η σύμβαση κατά τα λοιπά συνεχίζει να ισχύει και να δεσμεύει τους συμβαλλομένους, εκτός αν αυτό δεν είναι δυνατό χωρίς τη συγκεκριμένη ρήτρα (βλ. Περικλέους v. Ellinas Finance Ltd κ.α. (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 513).

 

Παρενθετικά να σημειώσω ότι ο όρος Δ (γ) του τεκμηρίου 7 παρέχει δικαίωμα στην τράπεζα να χρεώνει τον λογαριασμό με τόκο υπερημερίας 5%. Παρά το γεγονός ότι τέτοια αξίωση δεν περιλήφθηκε στην αγωγή, επιχειρήθηκε να προσκομιστεί μαρτυρία από τη ΜΕ2 που αφορούσε σε αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού όπου περιλαμβανόταν τόκος υπερημερίας 5% και άλλες όπου περιλαμβανόταν τόκος υπερημερίας 2%. Η μαρτυρία κρίθηκε ως εκτός δικογράφων και αποκλείστηκε. Συνεπώς η εξέταση του κατά πόσο μια τέτοια αξίωση συνιστά «ποινική ρήτρα» κρίνεται αχρείαστη. Αν είναι όμως κάτι που προκύπτει από τον εν λόγω όρο, σε επίταση των όσων ανέφερα και προηγουμένως, είναι η κατακλυσμιαία δυνατότητα της τράπεζας να χρεώνει τον λογαριασμό κατά το δοκούν, σε σημείο που τελικώς, υπήρξε σύγχυση με το τι θα έπρεπε να χρεωθεί ο λογαριασμός και με τι, όχι.

 

Πέραν του ζητήματος των τόκων, υπάρχουν ρήτρες της Σύμβασης που παρέχουν στην τράπεζα το δικαίωμα να προβαίνει σε άλλες χρεώσεις. Ανάμεσα σε αυτές είναι οι όροι 2, 5, 6 και 9 του τεκμηρίου 7. Ο όρος 9(ι) προβλέπει τα εξής:

 

«Σε περίπτωση καθυστερήσεως στην πληρωμή από τον πελάτη οποιουδήποτε ποσού δόσεως ή οποιουδήποτε ποσού κεφαλαίου, τόκων, προμηθειών, δαπανών κάθε φύσεως ή εξόδων οποιασδήποτε χορήγησης, οποιοδήποτε πιο πάνω καθυστερημένο ποσό θα χρεώνεται κατά την κρίση της τράπεζας με επιβάρυνση καθυστέρησης»

 

Στηριζόμενη κατά μείζονα λόγο στον όρο αυτό, χρέωσε τον λογαριασμό με το συνολικό ποσό των €2.145 (βλ. τεκμήριο 23). Το ποσό αυτό περιλαμβάνεται στην κατάσταση λογαριασμού (τεκμήριο 19Α) και στις αναδομημένες καταστάσεις (τεκμήρια 21 και 27Α και Β) και ενσωματώνονται στο τελικό ποσό που αξιώνει η ενάγουσα.

 

Παράλληλα και επιπρόσθετα της καταχρηστικότητας που προκύπτει από την ασάφεια του όρου (άρθρο 7) και της έκδηλης ανισότητας - «κατά την κρίση της τράπεζας» (άρθρο 5), οι χρεώσεις αυτές δεν είναι τίποτε άλλο από ένας επιπλέον συγκεκαλυμμένος και παράνομος τόκος. Καμία μαρτυρία δεν έχει προσκομιστεί που να καταδεικνύει ότι η τράπεζα υπέστη οποιαδήποτε ζημιά ή έξοδα που να αντιστοιχούν σε ένα τέτοιο ποσό έτσι ώστε να δικαιολογείτο η χρέωση του στον λογαριασμό των εναγομένων (βλ. Τράπεζα Κύπρου κ.α.  v. Coudounaris Food Products Ltd κ.α. (1995) 1 Α.Α.Δ. 641, Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 530 και Επίσημος Παραλήπτης κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος Α.Ε (2005) 1 Α.Α.Δ. 38). Συνεπώς ούτε αυτό το ποσό είναι ανακτήσιμο.»

 

Τα όλα όσα εν προκειμένω αναφέρουν οι Αιτητές στην ένορκη δήλωσή τους, αποκαλύπτουν, στον αναγκαίο βαθμό, την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση έχοντας και ως δεδομένο ότι οι τελευταίοι με την Ανταπαίτηση τους ζητούν απόφαση του Δικαστηρίου ότι η επίδικη σύμβαση και οι επίδικες υποθήκες είναι άκυρες.

 

Ότι οι Αιτητές νομιμοποιούνται να αξιώνουν εναντίον της Καθ’ής η Αίτηση όλα τα παραπάνω και το Δικαστήριο της ουσίας υποχρεούται να ικανοποιήσει τις εν λόγω αιτούμενες θεραπείες σε περίπτωση βέβαια που ήθελε αποφασίσει επί του πραγματικού καθεστώτος της υπόθεσης, σύμφωνα με την εκδοχή τους, αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από τα ακόλουθα:

 

Το άρθρο 63 του Νόμου 112(1)/2021 νομιμοποιεί καταναλωτή του οποίου τα οικονομικά συμφέρονται έχουν θιγεί, συνεπεία οποιασδήποτε παράβασης των διατάξεων του εν λόγω νόμου, να καταχωρήσει αγωγή για καταβολή αποζημίωσης και/ή για υπαναχώρηση από τη σύμβαση.

 

Το ίδιο άρθρο παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο που δικάζει τέτοια αγωγή, μεταξύ άλλων, να κηρύξει άκυρη τη σύμβαση και να καταβάλει στον ενάγοντα τέτοιο χρηματικό ποσό το οποίο ήθελε θεωρήσει ως εύλογη αποζημίωση.

 

Κρίνω εν προκειμένω με τη μαρτυρία που οι Αιτητές προσκόμισαν στο Δικαστήριο ότι στην προκειμένη περίπτωση πληρείται και η 2η προϋπόθεση του άρθρου 32. Το κατά πόσο ευσταθούν ή όχι οι πιο πάνω θέσεις των Αιτητών δεν είναι στο παρόν στάδιο που θα πρέπει να κριθεί. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο τη δεδομένη χρονικά στιγμή. Το ερώτημα είναι κατά πόσο με τα όσα οι Αιτητές έχουν προσκομίσει ενώπιον του Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη των θέσεων της άλλης πλευράς, στοιχειοθετείτε ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η απάντηση που θα πρέπει να δοθεί στο εν λόγω ερώτημα είναι καταφατική. Σχετική επί τούτου είναι και η πρόσφατη υπόθεση ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. ALPHA BANK CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: E202/2018, 17/10/2023.

 

Παρεμφερώς και μόνο και εις απάντηση της θέσης που προβάλλει η Καθ’ής η Αίτηση ότι οι Αιτητές δεν προσκόμισαν επαρκή και ικανοποιητική μαρτυρία που να τεκμηριώνει στην προκειμένη περίπτωση ότι υπάρχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας ως προς την αξίωση τους αυτή, με κάθε σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο η εν λόγω θέση. Και τούτο γιατί δεν βρισκόμαστε αντιμέτωποι στην προκειμένη περίπτωση  με τη θέση ότι οι πιο ισχυρισμοί των Αιτητών αμφισβητούνται από πλευράς της Καθ’ής η Αίτηση ώστε να προκύπτει η ανάγκη αναζήτησης επαρκέστερους και σχετικής μαρτυρίας από αυτούς. Κρίνεται επομένως επαρκής η μαρτυρία των Αιτητών αφού έστω και με τη γενική εικόνα τους μετέφεραν στο Δικαστήριο αφενός την ύπαρξη συγκεκριμένων ρητρών, αφετέρου δε την καταχρηστικότητα τους, το γεγονός ότι η Καθ’ής η Αίτηση ενήργησε στη βάση αυτών, τις συνέπειες από την πιο πάνω ενέργεια της τελευταίας αλλά και το γεγονός ότι λόγω αυτών οι Αιτητές δεν ήταν σε θέση πλέον να καταβάλουν την δόση τους.

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στη χειρότερη για τους Αιτητές περίπτωση, στο ενδεχόμενο δηλαδή που το Δικαστήριο της ουσίας καταλήξει σε συμπέρασμα ότι κάποιες ρήτρες της συμφωνίας δανείου ή της συμφωνίας εγγυήσεως είναι καταχρηστικές και δοθεί θεραπεία μόνο ως προς το ύψος του όποιου οφειλόμενου ποσού (αφού το Δικαστήριο, έστω και αν δεν κρίνει ορθό να τερματίσει την σύμβαση δανείου λόγω καταχρηστικότητας της ρήτρας, θα διακήρυττέ ότι ο τόκος είναι πολύ μικρότερος του τόκου που η Καθ’ής η Αίτηση εφάρμοσε), αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα η Καθ’ής η Αίτηση, στην καλύτερη περίπτωση, να δικαιούται μικρότερο ποσό και κατά συνέπεια μικρότερο ποσό που επιδιώκει να εισπράξει από τον σκοπούμενο πλειστηριασμό του ενυπόθηκου ακινήτου. Σημειώνω ότι στο σημείο αυτό ελλείπει μαρτυρία ότι στο ποσό που επιδιώκει να εισπράξει η Καθ’ ης η Αίτηση δεν συμπεριλαμβάνεται ο τοκισμός και οι χρεώσεις  στον επίδικο λογαριασμό δανείου κατ’ εφαρμογή των εν προκειμένων ρητρών, για τις οποίες οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι είναι καταχρηστικοί. Είναι επίσης γεγονός ότι στην περίπτωση που κάποιοι όροι της συμφωνίας κριθούν καταχρηστικοί υπάρχει το ενδεχόμενο να μην συμπαρασύρει αυτόματα στην ακυρότητα των επίδικων συμβάσεων, αλλά οι επίδικες συμβάσεις να παραμείνουν έγκυρες και εκτελεστές.

 

Η 3η προϋπόθεση συναρτάται με τα συγκεκριμένα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, και όπως τονίστηκε μέσω της πιο πάνω αναφερόμενης νομολογίας το ζήτημα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων εξετάζεται μέσα στα πλαίσια αυτής της προϋπόθεσης. Όσο απομακρύνεται η πιθανότητα να συνιστά επαρκή θεραπεία η θεραπεία των αποζημιώσεων, τόσο ενισχύεται η πιθανότητα να πληρείται η 3η προϋπόθεση. Αν η υπόθεση εκ της φύσης της δεν επιδέχεται τη θεραπεία των αποζημιώσεων ή ο υπολογισμός των αποζημιώσεων θα είναι αδύνατος, τότε εύκολα μπορεί να λεχθεί ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μελλοντικό στάδιο εκτός αν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα. Αντίθετα, εκεί που η ζημιά μπορεί να υπολογιστεί, έστω και με κάποια δυσκολία, τότε δεν θεωρείται ανεπανόρθωτης φύσης και γι' αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να αποδώσει πλήρη δικαιοσύνη.

 

Επιπρόσθετα, μέσω της νομολογίας  λέχθηκε ότι η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, και ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψιν (Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1848).

 

Ήταν η επί του προκειμένου θέση των Αιτητών ότι τυχόν εκποίηση του ενυπόθηκου ακινήτου σε αυτό το στάδιο θα καταστήσει την παρούσα Ανταπαίτηση τους άνευ αντικειμένου, αφού αν κριθεί ότι η επίδικη υποθήκη είναι άκυρη και/ή μη έγκυρη δεν θα υπάρχει θεραπεία εφόσον το ενυπόθηκο ακίνητο θα έχει ήδη πλειστηριαστεί. Σε τέτοια περίπτωση η ζημία τους, όπως αναφέρεται, θα είναι ανεπανόρθωτη τόσο σε οικονομικό αλλά και σε κοινωνικό και ηθικό επίπεδο.

 

Αντίθετη ήταν η θέση της Καθ’ ης η Αίτηση η οποία ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση που οι Αιτητές υποστούν οποιαδήποτε ζημιά αυτή είναι αποτιμητή σε χρήμα.

 

Μελετώντας τα ενώπιον μου δεδομένα έχω ικανοποιηθεί ότι αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά. Εξηγώ το γιατί.

 

Είναι πράγματι γεγονός ότι στην περίπτωση που ο πλειστηριασμός του ενυπόθηκου ακινήτου προχωρήσει, οι Αιτητές θα υποστούν ζημιά, η οποία ζημιά είναι αποτιμητή σε χρήμα. Επί τούτου θα με έβρισκε σύμφωνο η θέση της συνηγόρου της Καθ’ής η Αίτηση ότι ενόψει του πιο πάνω γεγονότος δεν πληρείται η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32, στην περίπτωση μόνο όμως που το αντικείμενο του πλειστηριασμού δεν ήταν η πρώτη και μοναδική κατοικία των Αιτητών αλλά ένα οποιοδήποτε άλλο ενυπόθηκο.

 

Απόλυτα σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-415/11, Mohamed Aziz v. Caixa d' Estalvis de Catalunya, C-415/11, ημερ. 14/3/2013. Το Δικαστήριο ανάφερε τα εξής σχετικά  (βλέπε σκέψεις 60 μέχρι 64):

«Πράγματι, όπως επίσης επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 50 των προτάσεών της, σε κάθε περίπτωση όπως εκείνη της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου η κατάσχεση του ενυπόθηκου ακινήτου πραγματοποιήθηκε πριν από την έκδοση της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας που αναγνώρισε τον καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η υποθήκη και, ως εκ τούτου, την ακυρότητα της διαδικασίας εκτελέσεως, η απόφαση αυτή μπορεί να εξασφαλίσει στον οικείο καταναλωτή ένδικη προστασία μόνο σε μεταγενέστερο στάδιο, υπό μορφή αποζημιώσεως, η οποία θα συνιστούσε ελλιπές και ανεπαρκές μέτρο και δεν θα αποτελούσε ούτε κατάλληλο ούτε αποτελεσματικό μέσο παύσεως της χρήσεως της εν λόγω ρήτρας, αντιθέτως προς όσα προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13.

 

Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περιπτώσεις όπως η υπόθεση της κύριας δίκης, όπου το ακίνητο επί του οποίου έχει συσταθεί υποθήκη είναι η κατοικία του θιγόμενου καταναλωτή και της οικογένειάς του, καθόσον αυτός ο μηχανισμός προστασίας των καταναλωτών που περιορίζεται στην επιδίκαση αποζημιώσεως δεν αποτρέπει την οριστική και μη αναστρέψιμη απώλεια του εν λόγω ακινήτου.»

 

 

Με μόνο λόγο ότι το ενυπόθηκο ακίνητο  αποτελεί την οικογενειακή κατοικία των Αιτητών  υπό το φως όσων αναφέρονται ανωτέρω και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη, ότι εκτός και αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, εκκρεμούσης της αγωγής, στην οποία οι Αιτητές με την ανταπαίτησή τους, μεταξύ άλλων ζητούν και την ακύρωση της επίδικης συμφωνίας δανείου και των επίδικων υποθηκών, η Καθ’ής η Αίτηση, σε λίγες μέρες, θα προχωρήσει σε πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, δυνάμει και πάλι του Μέρους VIA του Νόμου, με αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις, η ανταπαίτηση των Αιτητών να απωλέσει ένα από τα πλέον σημαντικά αντικείμενά της, είναι σαφές, ότι σε τέτοια περίπτωση, θα είναι χωρίς νόημα η όποια αποζημίωση θα τύχουν οι τελευταίοι, σε περίπτωση που πετύχει η ανταπαίτησή τους, αφού το ενυπόθηκο ακίνητο τους, θα έχει ήδη απωλεσθεί. Στην προκειμένη περίπτωση, το όλο θέμα δεν αποτελεί και δεν μπορεί να ανάγεται σε απλό ζήτημα καταβολής αποζημιώσεων.

 

Έχω θέσει ενώπιον μου τις αποφάσεις Loucas Panayiotou Estates Ltd  κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε203/2013, ημερομηνίας 11.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A360 (στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος της Καθ’ής η Αίτηση) και ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. ALPHA BANK CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: E202/2018, 17/10/2023 στις οποίες αποφασίσθηκε ότι δεν πληρείται η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32 σε περίπτωση πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου εφόσον δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη βλάβη στους Ενάγοντες. Το τί διαφοροποιεί όμως την παρούσα υπόθεση από τις πιο πάνω αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτές το ενυπόθηκο ακίνητο δεν αποτελούσε την 1η κατοικία των Εναγόντων.

 

Στο ερώτημα λοιπόν κατά πόσο είναι εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα απαντώ καταφατικά. Από την έκδοσή τους δεν διαταράσσεται καθ' όλου το «status quo ante bellum», σε σχέση με το ενυπόθηκο ακίνητο, υπό την έννοια ότι αυτό θα εξακολουθεί να είναι υποθηκευμένο και να αποτελεί εμπράγματη εξασφάλιση προς όφελος της Καθ’ής η Αίτηση, η οποία σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής της, θα μπορεί να προχωρήσει σε πώλησή του με πλειστηριασμό, δυνάμει σχετικού δικαστικού διατάγματος, όπως εξάλλου είναι και οι σχετικές αξιώσεις της στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής. Με άλλα λόγια, σε τέτοια περίπτωση, ό,τι διαφοροποιεί τη θέση της Καθ’ής η Αίτηση είναι ο χρόνος πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου, ο οποίος, απλώς μετατίθεται μέχρι και το πέρας της παρούσας αγωγής. Αντίθετα, εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, η ανταπαίτηση των Αιτητών, θα χάσει μερικώς το αντικείμενό της καθώς με αυτή, μεταξύ άλλων ζητούν και αναγνωριστική απόφαση ότι οι επίδικες υποθήκες είναι άκυρες και προτού αυτό κριθεί από το Δικαστήριο της ουσίας, η Καθ’ής η Αίτηση σε λίγες μέρες θα προχωρήσει με την σε πώληση του.

 

Από τα παραπάνω είναι φανερό, ότι για σκοπούς ορθής και αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης προέχει η διατήρηση του σημερινού status quo του ενυπόθηκου ακινήτου, το οποίο, σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, θα ανατραπεί δραματικά σε βάρος των Αιτητών, σε βαθμό που θα είναι πραγματικά δύσκολο και ενδεχομένως αδύνατο να απονεμηθεί πλήρως δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Η αίτηση εγκρίνεται και ταυτόχρονά όλοι οι λόγοι ένστασης είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους εκδίδονται Διατάγματα ως οι παράγραφοι Α’, Β’ και Γ’ της αίτησης με έξοδα υπέρ των Αιτητών και εναντίον της Καθ’ής η Αίτηση, ως υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο τα οποία θα είναι πληρωτέα στο τέλος της Δικαστικής διαδικασίας.

 

     

(Υπ.) ……………………………………….

                                                               Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Πιστόν αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο