ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ ν. Σάββα Ευαγόρα κ.α., Αρ. Αίτησης: 220/2008, 7/1/2025
print
Τίτλος:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ ν. Σάββα Ευαγόρα κ.α., Αρ. Αίτησης: 220/2008, 7/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αίτησης: 220/2008

Μεταξύ:

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ

 

                                                                                                        Αιτητών

-και-

 

1.    Σάββα Ευαγόρα

2.    Ξενοφών Νικολάου

3.    Σταυρούλλας Νικολάου

                                                                                    Καθ’ ων η Αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 02/08/2023 για ανανέωση εκτέλεσης απόφασης ημερομηνίας 16/12/2008

 

Ημερομηνία07 Ιανουαρίου 2025  

Εμφανίσεις:

Για Αιτητές: κα. Ι. Κόμπου για Ch. Avgousti & Partners LLC

Για Καθ’ ου η Αίτηση 1: κα Χ. Ασημάκη για G. Kaimakliotis & Co LLC

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγή

 

1.    Στις 02/08/2023 οι Αιτητές καταχώρησαν την υπό εξέταση αίτηση μονομερώς (η «Αίτηση») με σκοπό να δοθεί άδεια για εκτέλεση  της απόφασης ημερομηνίας 16/12/2008. Μετά που το Δικαστήριο, υπό άλλη σύνθεση, τους έδωσε το δικαίωμα να καταχωρήσουν συμπληρωματική ένορκη δήλωση για σκοπούς προώθησης της Αίτησης μονομερώς, διατάχθηκε η επίδοση της στους Καθ' ων η Αίτηση. Η αίτηση εν τέλει προωθήθηκε μόνο αναφορικά με τον Καθ’ ου η Αίτηση 1.

Αίτηση

 

2.    Η υπό κρίση αίτηση βασίζεται στις Δ.40 θ.8, Δ.48 θ.θ 1,2 και 8(1)(κκ), Δ.57 θ.2, Δ.64 θ.θ 1,2 Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στις συμφυείς εξουσίες, στην γενική πρακτική και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Την Αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της κας Αλεξίας Αντωνίου (Ε/Δ ΑΑ) το περιεχόμενο της οποίας θα συνοψίσω, καθότι παρέλκει η αυτούσια μεταφορά και επανάληψης όλων των αναφορών στο πλαίσιο της παρούσας.

 

3.    Συνοπτικά, στην Ε/Δ ΑΑ αναφέρεται ότι η ίδια εργάζεται ως λειτουργός στο τμήμα διαχείρισης δικαστικών υποθέσεων της εταιρείας Dovalue Cyprus Ltd η οποία ενεργεί εκ μέρους των Αιτητών,         από τους οποίους είναι εξουσιοδοτημένη να καταχωρήσει την παρούσα και περιγράφει την διαδοχή των αρχικών αιτητών από τους σημερινούς. Στην συνέχεια επεξηγεί την έκδοση διαιτητικής απόφασης εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση στις 06/06/2005 για το ποσό των €15,560.05 πλέον τόκους όπως και ότι οι Αιτητές δικαιούνται να λάβουν μέτρα εκποίησης της Υποθήκης με αριθμό Υ3989/2001. Η εν λόγω απόφαση εγγράφτηκε στο σχετικό μητρώο του Δικαστηρίου, κατόπιν σχετικού διατάγματος Δικαστηρίου ημερομηνίας 16/12/2008, για σκοπούς εκτέλεσης (η «Απόφαση»). Έπειτα επισυνάπτει σχετική κατάσταση λογαριασμού αναφορικά με τους Καθ’ ων η Αίτηση βάσει της οποίας  το οφειλόμενο ποσό σήμερα ανέρχεται στο ποσό των €75,291.70. Σημειώνει ότι μετά την εγγραφή της εν λόγω διαιτητικής απόφασης λήφθηκαν μέτρα με σκοπό την εκποίηση του ακινήτου με αριθμό υποθήκης Υ3989/2001 οι οποίες όμως αναστάλθηκαν καθότι το ενυπόθηκο ακίνητο αποτελεί την πρώτη κατοικία του Καθ’ ου η Αίτηση 1. Πιστεύει ότι οι Αιτητές δικαιούνται σε εκτέλεση της απόφασης και ανανέωση της απόφασης ημερομηνίας 16/12/2008.

 

4.    Με την  συμπληρωματική της ένορκη δήλωση ημερομηνίας 06/10/2023 (η «ΣΕΔ ΑΑ») προσθέτει ότι οι Αιτητές ανά τακτά χρονικά διαστήματα επικοινωνούσαν με τους Καθ’ ων η Αίτηση για διευθέτηση των οφειλών τους τους και επαναλαμβάνει ότι υπήρχε προσπάθεια εκποίησης του ακινήτου της Υ3989/2001 και επισυνάπτει αντίγραφο της σχετικής αίτησης πώλησης. Αναφορικά με τους Καθ’ ων η Αίτηση 2 και 3 επισημαίνει ότι οι Αιτητές δεν προχώρησαν με λήψη μέτρων εκτέλεσης εναντίον τους καθότι οι ίδιοι ήταν πτωχεύσαντες αν και αποκαταστάθηκαν αυτοδίκαια στις 07/11/2015. Επισυνάπτει σχετικά πιστοποιητικά όπως και αντίγραφα των επαληθεύσεων χρέους που υποβλήθηκαν αναφορικά με τα εν λόγω πρόσωπα. Επιπλέον, αναφέρεται στην καθυστέρηση καταχώρησης της παρούσας Αίτησης κάτι που αποδίδει στις συνέχεις συγχωνεύσεις και μεταβιβάσεις των συνεργατικών ταμιευτηρίων. Επαναλαμβάνει ότι κατά την ίδια είναι δίκαιο και εύλογο να εγκριθεί η αίτηση ώστε  να δύναται να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης και εκποίησης της υποθήκης όταν αυτό θα είναι επιτρεπτό βάσει της νομοθεσίας  καθότι επί του παρόντος αυτό απαγορεύεται εξ όσων γνωρίζει μέχρι και τις 31/10/2023.

 

 

Ένσταση

5.    Ο Καθ΄ ου η Αίτηση 1 καταχώρισε την ένσταση του στις 20/10/2023 και με αυτή προβάλλονται 34 συνολικά λόγοι ένστασης ως προς το γιατί η υπό κρίση Αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του κ. Σάββα Σάββα (Ε/Δ ΣΣ) ο οποίος είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1. Αν και προωθείτο σχετικός λόγος ένστασης, περί προώθησης της Αίτησης εναντίον λανθασμένου προσώπου, κατά την ακρόαση της Αίτησης κατέστη παραδεκτό με σχετικές δηλώσεις των συνηγόρων ότι ο κ. Σάββας Σάββα είναι ο Καθ΄ ου η Αίτηση 1 και ότι με αυτό τον τρόπο αναγράφεται το όνομα του στο δελτίο ταυτότητας του. Η ένσταση βασίζεται στο άρθρο 30.3 του Συντάγματος, στην Δ.9, Δ.12,θ.8, Δ.40, θ.8. Δ.48, θ.θ-1-4, 7 και 8 και στην Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας όπως έχουν τροποποιηθεί, στην νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.

 

6.    Συνοπτικά αποδιδόμενοι, παρά το πολυάριθμο αυτών, επικεντρώνονται κυρίως στο ότι: η αίτηση είναι αβάσιμη, ασκείται καταχρηστικά, με υπέρμετρη καθυστέρηση ήτοι 16 χρόνια μετά την έκδοση της απόφασης, ότι υπήρξε αδράνεια στην λήψη μέτρων εκτέλεσης η οποία ουδόλως δικαιολογείται, ότι η Ε/Δ ΑΑ είναι παράτυπη και δεν είναι σε θέση να ορκίζεται θετικά για τα όσα αναφέρει, ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για έγκριση της Αίτησης  δυνάμει της Δ.40 θ.8, ότι η οικονομική κατάσταση του Καθ’ ου η Αίτηση 1 έχει αλλάξει ριζικά ώστε να επηρεάζονται δυσμενώς τα συμφέροντα του, θα προκληθεί αδικία αν εγκριθεί η αίτηση και ότι δεν αναφέρεται το σημερινό οφειλόμενο ποσό.

 

7.    Με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση ουσιαστικά επαναλαμβάνονται και υιοθετούνται οι πιο πάνω λόγοι ένστασης. Προσδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην καθυστέρηση προώθησης της παρούσας, ότι η αγωγή χρονολογείται από το έτος 2008 με αποτέλεσμα να έχουν παρέλθει 16 χρόνια για τα οποία οι Αιτητές φέρουν αποκλειστική ευθύνη και ότι σύμφωνα με τον ίδιο η υποκατάσταση τραπεζικών ιδρυμάτων είναι σύνηθες φαινόμενο  και δεν σχετίζεται με τα επίδικα γεγονότα της παρούσας.  Επιπλέον, αμφισβητεί την αναφορά της ένορκως δηλούσας ότι έχει προσωπική γνώση ενώ η διαδικασία αφορά υπόθεση του 2008 και εγείρει ερωτήματα σχετικά με τον χειρισμό η μη της υπόθεσης εκ μέρους των Αιτητών. Αμφισβητεί ποιοι εν τέλει είναι αυτοί και αν είναι η Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων η ή Dovalue Cyprus td. Το μόνο που προσθέτει από άποψη πραγματικών γεγονότων είναι ότι έχει αλλάξει ριζικά η οικονομική του κατάσταση με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάζεται δυσμενώς από την καθυστέρηση. Ειδικότερά είναι 65 ετών και αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας αφού υποβλήθηκε σε χειρουργείο σπονδυλόδεσης με αποτέλεσμα να έχει μόνιμη δυσκολία στην κινητικότητα. Επίσης νοσηλεύθηκε για 3 μήνες λόγω λοίμωξης και επισυνάπτει σχετικό πιστοποιητικό ιατρού.

 

Ακρόαση της Αίτησης

8.    Η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη αποκλειστικά στη βάση των αντίστοιχων ένορκων δηλώσεων που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση. Ουδείς εκ των ενόρκως δηλούντων αντεξετάστηκε. Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προσκόμισαν στο Δικαστήριο γραπτές αγορεύσεις και αγόρευσαν προφορικά.

 

9.    Επισημαίνω, ότι τα επιχειρήματα και όλη η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, αμφότερων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται. (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

10. Επιπλέον, παρατηρώ ότι με τις γραπτές αγορεύσεις που υποβλήθηκαν από την πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση 1 δεν αναπτύχθηκαν αρκετοί από τους λόγους ένστασης. Συνεπώς με εξαίρεση τους λόγους ένστασης που αφορούν το γεγονός ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της Δ.40 θ.8, την καθυστέρηση που υπήρξε στην προώθηση της παρούσας, την ισχυριζόμενη μεταβολή της οικονομικής κατάστασης του Καθ’ ου η Αίτηση 1 και την επάρκεια της γνώσης της ομνύουσας των Αιτητών όλοι οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης έχουν εγκαταλειφθεί και άρα δεν θα με απασχολήσουν άλλο (Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, ημερομηνίας 28/05/2020).

 

 

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

 

Επάρκεια ενόρκων δηλώσεων

 

 

11. Κρίνω σκόπιμο να εξετάσω κατά προτεραιότητα τον λόγο ένστασης που προωθήθηκε ότι η ομνύουσα δεν μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα που αναφέρει στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση, καθότι η ίδια, δεν έχει ιδίαν γνώση των γεγονότων που αναφέρει σε αυτήν και επομένως η ένορκη δήλωση της πάσχει και είναι παράτυπη. Κατ' αρχάς, σημειώνω ότι η ομνύουσα, για λογαριασμό των Αιτητών, αναφέρει ξεκάθαρα στην παράγραφο 1 της ένορκής της δήλωσης ότι γνωρίζει τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα υπόθεση, ότι είναι μία από τους λειτουργούς της εταιρείας Dovalue που χειρίζονται τις δικαστικές υποθέσεις των Αιτητών και έχει στην κατοχή της έγγραφα και/ή αντίγραφα εγγράφων που αφορούν την παρούσα υπόθεση είτε λόγω προσωπικής γνώσης είτε από όσα προκύπτουν από τα εν λόγω έγγραφα που έχει στην κατοχή της. Οι εν λόγω ισχυρισμοί παρέμειναν αναντίλεκτοι καθότι, αφενός δεν αντεξετάστηκε επ' αυτών και αφετέρου δεν παρουσιάστηκε αντίθετη μαρτυρία από πλευράς του Καθ’ ου η Αίτηση που να μπορεί να μεταβάλει την εν λόγω θέση.

 

12. Επιπρόσθετα, είναι νομολογημένο ότι στις περιπτώσεις που ο ομνύων έχει προσωπική γνώση ως προς τα γεγονότα για τα οποία ορκίζεται, αυτή η γνώση του δεν διαπιστώνεται μόνο από την σχετική διαβεβαίωση που δίνει στην ένορκη δήλωση. Σχετική είναι η υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Βασίλη Χαραλάμπους κ.α. (2010) 1Β Α.Α.Δ 829, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Εκείνο που έχει σημασία σε μια τέτοια περίπτωση δεν είναι αν ο ομνύων είχε ή όχι προσωπική εμπλοκή ή γνώση σε κάθε στάδιο της εξελικτικής πορείας της δικαιοπραξίας, αλλά το σημαντικό είναι το κατά πόσο παρουσιάζει στο Δικαστήριο μαρτυρία η οποία είναι αποδεκτή κατά το δίκαιο της απόδειξης και σχετική, με την έννοια ότι μπορεί, με βάση αυτή, να αποδειχθούν οι διάφορες πτυχές της αξίωσης. Εδώ είναι φανερό ότι η όποια γνώση και πληροφόρηση του ομνύοντα προέρχεται και εκπηγάζει από τα έγγραφα τα οποία προσφέρονται ως δεόντως τηρηθέντα από τον Οργανισμό στον οποίο υπηρετεί και τα οποία συνιστούν αποδεκτή εξ ακοής μαρτυρία.

 

Ο σκοπός στον οποίο φαίνεται να στοχεύουν οι πρόνοιες της Δ.39, θ.2 είναι άλλος. Δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κάτι που ένας ενόρκως δηλών έχει πληροφορηθεί χωρίς να αναφέρει με ποίον τρόπο το πληροφορήθηκε, ούτε και κάτι που ο ομνύων εκφέρει ως άποψη ή πεποίθηση, χωρίς να διευκρινίζει πού την βασίζει. Στην υπό εξέταση περίπτωση, η πηγή πληροφόρησης του ομνύοντα είναι φανερή και έχει παρουσιαστεί προς έλεγχο του Δικαστηρίου μέσω των επισυναφθέντων εγγράφων. Σημειώνουμε περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει, η σημασία της πιο πάνω προϋπόθεσης έχει μειωθεί, μετά που η εξ ακοής μαρτυρία κατέστη γενικά αποδεκτή δια νόμου [Περί Αποδείξεως (Τροποποιητικός) Νόμος αρ. 32(Ι)/2004].»

(η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)

 

13. Στην παρούσα περίπτωση, στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση, η ομνύουσα, πέραν του ότι αναφέρει ότι γνωρίζει πλήρως τα γεγονότα της υπόθεσης, παραθέτει ως τεκμήρια αντίγραφα των εγγράφων που αφορούν και σχετίζονται με τις προϋποθέσεις που σχετίζονται με την λήψη άδειας για ανανέωση της περιόδου εκτέλεσης μιας απόφασης. Επομένως, προκύπτει από προσεκτική μελέτη του συνόλου της εν λόγω ένορκης δήλωσης και των εγγράφων που την συνοδεύουν και κατ’ εφαρμογή των όσων λέχθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου ανωτέρω, ότι η ομνύουσα, ως εκ της θέσης της, έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που κρίνονται απαραίτητα για σκοπούς εξέτασης των προϋποθέσεων ανανέωσης της Απόφασης όπως αυτά έχουν αναπτυχθεί πιο πάνω και συνεπώς οι περί του αντίθετου ισχυρισμοί του Καθ΄ ου η Αίτηση 1 παρέμειναν γενικοί και ατεκμηρίωτοι.

 

Ανανέωση εκτέλεσης απόφασης

14. Η Αίτηση βασίζεται στη Δ.40, θ. 8, η οποία προνοεί ως ακολούθως:

«8. Όταν παρέλθουν δώδεκα έτη από την απόφαση ή την ημερομηνία του διατάγματος, ή όταν έχει γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στους διαδίκους οι οποίοι δικαιούνται ή υπόκεινται σε εκτέλεση, ο διάδικος ο οποίος ισχυρίζεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο ή το Δικαστή για άδεια να εκτελέσει ανάλογα. Και το Δικαστήριο ή ο Δικαστής εάν ικανοποιηθεί ότι ο διάδικος, ο οποίος υποβάλλει την αίτηση αυτή, δικαιούται να εκτελέσει, μπορεί να εκδώσει διάταγμα προς αυτό το σκοπό, ή μπορεί να διατάξει όπως οποιοδήποτε επίδικο θέμα ή ζήτημα αναγκαίο για να αποφασιστούν τα δικαιώματα των διαδίκων εκδικαστεί με οποιοδήποτε από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να εκδικαστεί οποιοδήποτε ζήτημα σε αγωγή. Και σε κάθε μια από τις περιπτώσεις το Δικαστήριο ή ο Δικαστής μπορεί να επιβάλει τέτοιους όρους ως προς τα έξοδα ή διαφορετικά, οι οποίοι θα είναι δίκαιοι.». 

 

15. Για σκοπούς πληρότητας, σημειώνεται ότι αρχικά ο χρόνος ισχύος δικαστικής απόφασης για σκοπούς λήψης εκτελεστικών μέτρων καθοριζόταν στα 6 έτη. Στις 9/9/2011, σύμφωνα με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2011, ο χρόνος αυτός αυξήθηκε στα 10 έτη και ακολούθως, στις 27/3/2020, σύμφωνα με τον περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.1) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2020, ο χρόνος αυξήθηκε στα 12 έτη. Σημειώνω ότι παρά την αντίθετη θεώρηση των συνηγόρων ως προς το χρονικό σημείο από το οποίο έληξε η εκτελεστότητα της απόφασης (16/12/2018), με δεδομένο ότι οι τροποποιήσεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έχουν αναδρομικό χαρακτήρα, εκτός αν προβλεφθεί ρητά το αντίθετο (ΕΤΑΙΡΕΙΑ LANDBROKE GROUP PLC, κ.α. v. ΑΛΕΚΑΣ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ (1999) 1 ΑΑΔ 1535), το Δικαστήριο είναι δεσμευμένο κατά το χρόνο που λαμβάνει την παρούσα  απόφαση να λάβει υπόψη του τις πρόνοιες της Δ.40, θ. 8 ως βρίσκονταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία καταχώρησης της υπό κρίση Αίτησης και/ή κατά το χρόνο έκδοσης της δικής του απόφασης αναλόγως της περίπτωσης. Επομένως, εφόσον η Απόφαση εγγράφηκε στις 16/12/2008, έπεται πως με βάση την υφιστάμενη εν ισχύ Δ.40, θ.8 η εκτελεστότητα της απόφασης έληξε την 16/12/2020.

 

16. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του αδελφού Δικαστή Π. Αγαπητού Κυπριακή Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ v 1. Ανδρέα Νικολάου κ.α, Γεν. Αίτηση: 698/04, απόφαση ημερομηνίας 14/11/2024, παρατίθενται τα ακόλουθα σε ότι αφορά τον τρόπο ερμηνείας και εφαρμογής της Δ.40 θ.8 με σχετικές παραπομπές στην υφιστάμενη Κυπριακή Νομολογία επί του ζητήματος, τα οποία και υιοθετώ πλήρως για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης:

«Η Νομολογία επί της ερμηνείας της Δ.40, θ.8 είναι πλούσια. Στην απόφαση 1. Ορφανίδη κ.α. ν. S. & G. Securities And General Finance Ltd, Πολ. Έφεση 302/13 ημερομηνίας 8.4.21 με παραπομπή στην προγενέστερη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Σταυρινίδης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία, Πολ. Έφεση 367/12, ημερομηνίας 17.01.19, ECLI:CY:AD:2019:A11, αναφέρθηκε ότι ο αιτητής πρέπει να προσδιορίσει την ημερομηνία το αρχικό ποσό της απόφασης και το οφειλόμενο ακόμη υπόλοιπο και να τεκμηριώνεται ότι δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης αλλά και δέον να αιτιολογείται και τυχόν καθυστέρηση.

 

Στη δε Astrapi Commision Agents Ltd. κ.α. v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ., Πολ. Έφεση Ε107/13, ημερομηνίας 21.02.19 αναφέρθηκε ότι πιο καθοριστικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη.

Επίσης στην απόφαση Ορφανίδης (ανωτέρω), τούτη τη φορά με αναφορά στην προηγούμενη απόφαση Κτωρίδης ν Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφ. 290/10, ημερομηνίας 19.06.14 αναφέρθηκε ότι:

«η λυδία λίθος για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, και το πιο σημαντικό κριτήριο, είναι ο δυσμενής επηρεασμός του εξ αποφάσεως χρεώστη (βλ. Westacre Investments Inc. v. Yugo import SDPR [2008] EWHC 801 και Good Challenger Navegante SA v. Mineral export import SA [2004] 1 Lloyd΄s Rep. 67)». Ως τέτοιος προσδιορισμός του δυσμενούς επηρεασμού θα πρέπει να θεωρείται πως ο εξ αποφάσεως πιστωτής αφήνει τον εξ αποφάσεως οφειλέτη να πιστεύει πως η απραξία του σημαίνει πως δεν πρόκειται να εκτελέσει».

Ενώ στην 1.Λάμπρος Κυπριανού & Υιοί (Εργολάβοι) Λτδ. κ.α. ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ., Πολ. Έφεση 179/2013, ημερομηνίας 27.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:A492, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«ο κανόνας φαίνεται να είναι ότι η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου ασκείται εναντίον της έγκρισης της αίτησης για εκτέλεση, μετά την παρέλευση της προθεσμίας των δέκα ετών, εκτός αν υπάρχουν τέτοια γεγονότα που δείχνουν ότι η δικαιοσύνη εξυπηρετείται καλύτερα με την έγκριση της αίτησης. Το βάρος απόδειξης ότι ο αιτητής δικαιούται αδείας εκτέλεσης το φέρει ο ίδιος ο αιτητής (δέστε, ΣΠΕ Κοντέας, ανωτέρω). Επομένως δεν αποτελεί δικαίωμα του εξ αποφάσεως πιστωτή, η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης μετά την παρέλευση των δέκα ετών και ο εξ αποφάσεως πιστωτής οφείλει να δώσει εξηγήσεις, στην απουσία ειδικών περιστάσεων, για το λόγο της καθυστέρησης. Όμως όπως υποδείχθηκε στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Ευσταθίου κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. 47/13, ημερ. 10.6.2019:

«.Εν προκειμένω υπεισέρχεται και η κυπριακή πραγματικότητα με τις δυσχέρειες εκτέλεσης και τις συνεπαγόμενες μεγάλες καθυστερήσεις, η οποία δεν πρέπει να παραβλέπεται με μηχανιστική μεταφορά της αγγλικής νομολογίας.

 

Ο περιορισμός που θέτει η Δ.40 κ.8 δεν είναι μηχανιστικός ή τυπολατρικός. Αποβλέπει στην ουσία και η ουσία έγκειται στην άσκηση εποπτείας και ελέγχου από το δικαστήριο προς αποτροπή καταχρηστικής ή άδικης συμπεριφοράς εκ μέρους του εξ αποφάσεως δανειστή. Το βασικό αυτό πλαίσιο τέθηκε προ πολλού και με ενάργεια στην Panaou v. Haji Christofi (1963) 2 CLR 19, ως ακολούθως:

 

«The execution of a judgment is a matter under the Court's supervision and control; and cannot be allowed to be used for purposes of unnecessary oppression as the circumstances of the present case would seem to suggest; or, indeed, for any purpose, other than the proper satisfaction of the Court's judgment, under the Court's control.»

 

17. Επιπλέον στην απόφαση MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD ΟΠΩΣ ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΤΗΚΕ ΣΕ CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD ν. Π. Κ. κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2012, 31/1/2019 καταγράφονται τα ακόλουθα:

«Σύμφωνα με καθιερωμένη αρχή δικαίου:  "... a judgment creditor is in general entitled to enforce a money judgment which he has lawfully obtained against a judgment debtor by all or any of the means of execution prescribed by the relevant rules of court.", (βλ. Roberts Petroleum v Bernard Kenny Ltd [1982] 1 All ER 685σελίδα 690, καθώςεπίσης, [1983] 1 All ER 564, σελίδες 571 έως572, και Κτωρίδης v. Alpha Bank Cyprus Ltd (2014) 1 Α.Α.Δ. 1173, σελίδα 1178, όπου το πιο πάνω απόσπασμα παρατίθεται). Πρόκειται για δικαίωμα το οποίο έχει κάθε εξ αποφάσεως πιστωτής, όταν ο εξ αποφάσεως χρεώστης παραλείπει να συμμορφωθεί με την εκδοθείσα εναντίον του απόφαση.  Το εν λόγω δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μέσα σε χρονική περίοδο δέκα χρόνων από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, χωρίς να χρειάζεται σχετική άδεια από το Δικαστήριο.  Με την παρέλευση του χρόνου αυτού, τούτο ασκείται κατόπιν εξασφάλισης άδειας από το Δικαστήριο, δυνάμει του Κ. 8[1] της Δ.40 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  

 

Το δικαστήριο παραχωρεί άδεια για λήψη μέτρων εκτέλεσης, ασκώντας προς τούτο διακριτική εξουσία, εφόσον ο εξ αποφάσεως πιστωτής καταδεικνύει, κατ' ελάχιστο, προς ικανοποίησή του, ότι εξακολουθεί να υφίσταται το εξ αποφάσεως χρέος ή οποιοδήποτε μέρος του, ότι δικαιολογημένα δεν έχουν αποδώσει τα μέτρα εκτέλεσης που ο ίδιος τυχόν να έχει λάβει εμπρόθεσμα, ώστε να καθίσταται αναγκαία η λήψη επιπρόσθετων μέτρων και ότι τα προτιθέμενα μέτρα δυνατό να οδηγήσουν στην είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους, προς ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης.

 

Επιπρόσθετα, η αδράνεια εξ αποφάσεως πιστωτή στη λήψη μέτρων εκτέλεσης, προς είσπραξη του εξ αποφάσεως χρέους πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, προς ικανοποίηση του δικαστηρίου ότι δικαιολογείται η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας μετά την πάροδο δέκα ετών.  Σε τέτοια περίπτωση, το εν λόγω δικαίωμα αντισταθμίζεται και με τυχόν μεταβολή των συνθηκών του εξ αποφάσεως χρεώστη, ώστε να διασφαλίζεται πως η παραχώρηση της αιτούμενης άδειας δε θα του προκαλέσει οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό, (βλ. Duerv Frazer [2001] 1 All ER 249, σελίδα 255, The "Good Challenger" [2004] 1 Lloyd's Rep. 67, σελίδες 85 έως 86, και Ανδρέας Τρύφωνος ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, ECLI:CY:AD:2017:A373, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 206/2012, 26.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A373, ECLI:CY:AD:2017:A373).»

 

18. Από το σύνολο των ως άνω αυθεντιών προκύπτει ότι  οι προϋποθέσεις για την έγκριση αίτησης για παροχή άδειας προς εκτέλεση απόφασης μετά τη λήξης της είναι οι ακόλουθες:

 

α)   προσδιορίζεται η ημερομηνία, το αρχικό ποσό της απόφασης και το   οφειλόμενο ακόμα ποσό,

β)   τεκμηριώνεται ότι ο αιτητής δικαιούται σε εκτέλεση της απόφασης,

γ)   αιτιολογείται η καθυστέρηση, και

δ)  δεν επηρεάζεται δυσμενώς ο εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης.

 

19. Στην Ε/Δ ΑΑ περιλαμβάνονται τόσο η ημερομηνία έκδοσης, ουσιαστικά εγγραφής, της Απόφασης, το αρχικό ποσό των €15,560.05, το σημερινό υπόλοιπο, δηλαδή το ποσό των €75,291.70 και το γεγονός ότι κανένα ποσό δεν καταβλήθηκε έναντι του εξ αποφάσεως χρέους μέχρι και την ημέρα καταχώρισης της Αίτησης.

 

20. Στρεφόμενος τώρα να εξετάσω τον λόγο ένστασης της καθυστέρησης στην λήψη μέτρων εκτέλεσης αλλά και στην προώθηση της παρούσας, μετά που ανέτρεξα στο φάκελο του Δικαστηρίου και στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων των Αιτητών διαπιστώνω ότι δεν προηγήθηκε άλλη προσπάθεια να ληφθεί άδεια για εκτέλεση της Απόφασης. Επιπλέον, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για προώθηση οποιονδήποτε μέτρων εκτέλεσης εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1, τουλάχιστο μέτρα που απαιτούν την εμπλοκή και συνδρομή του Δικαστηρίου. Το μόνο που εντοπίζεται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση ως προσπάθεια είσπραξης του οφειλόμενου ποσού, αφορά την υποβολή αίτησης στο Κτηματολόγιο το 2010 για εκποίηση ενυπόθηκου ακινήτου, πλην όμως παρατηρώ ότι, για άγνωστους προς το Δικαστήριο λόγους, προωθήθηκε η διαδικασία που προνοείται στο άρθρο 37 του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (9/1965), με την υποβολή σχετικής αίτησης για αναγκαστική πώληση όταν το οφειλόμενο χρέος βρίσκεται σε υπερημερία, κάτι το οποίο δεν απαιτείται όταν υπάρχει απόφαση Δικαστηρίου, όπως στην παρούσα. Παρατηρώ επίσης, ότι δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία αναγκαστικής πώλησης ακινήτου δυνάμει των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6 ούτε και ακολουθήθηκε η διαδικασία που προνοείται στο άρθρο 44 του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (9/1965). Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει ούτε προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία κατά πόσο η διαδικασία αναγκαστικής πώλησης που προωθήθηκε μέσω του Κτηματολογίου και όχι μέσω ιδιωτικής πώλησης από τον ενυπόθηκο δανειστή, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους VIA του Ν.9/1965, εκκρεμεί ή αν αυτή όντως αναστάλθηκε δυνάμει νομοθεσιών, οι οποίες ουδέποτε συγκεκριμενοποιήθηκαν και εξειδικεύτηκαν στο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο ώστε να μην είναι επιτρεπτή η υιοθέτηση οποιασδήποτε της εν λόγω θέσης. Τα ως άνω φυσικά δεν παρέχουν ούτε και αποτελούν εξήγηση για ποιο λόγο δεν υπήρξαν οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες από τους Αιτητές που να αποσκοπούν στην εκτέλεση της Απόφασης, κάτι για το οποίο δεν υπάρχει οποιαδήποτε ρητή αναφορά και επεξήγηση.

 

21. Όσον αφορά την αιτιολογία που δόθηκε για την καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας Αίτησης, που όπως προκύπτει ανέρχεται σε περίπου 3 έτη από τότε που οι Αιτητές μπορούσαν  να λάβουν μέτρα εκτέλεσης, αυτή διασυνδέθηκε γενικά και αόριστα με τις συγχωνεύσεις και μετονομασίες των Συνεργατικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων. Σημειώνω ότι η λόγω αιτιολογία διασυνδέθηκε με την καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώριση της παρούσας Αίτησης και όχι με την όποια αδράνεια ή αδυναμία στην λήψη μέτρων εκτέλεσης κάτι για το οποίο γίνεται για πρώτη φορά αναφορά με τις γραπτές αγορεύσεις της συνηγόρου των Αιτητών, όπου αναφέρθηκε ότι «ως αποτέλεσμα των πιο πάνω μεταβιβάσεων και/ή συγχωνεύσεων, μεταξύ άλλων σχετικών γεγονότων, είναι ο λόγος όπου οι Αιτητές δεν κατάφεραν να προχωρήσουν στην εκτέλεση της απόφασης…». Όπως είναι καλά νομολογημένο οι αγορεύσεις δεν συνιστούν αποδεκτή μέθοδος προσκόμισης μαρτυρίας και συνεπώς η σχετική αναφορά θα αγνοηθεί εξ ολοκλήρου (El Fath Co For International Trade S.A.E v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1ΑΑΔ 1255).

 

22. Δεν είναι αντιληπτό πως η απλή αναφορά στα εν λόγω γεγονότα  θα μπορούσε να αποτελεί δίχως άλλο επαρκή αιτιολόγηση της παρατηρηθείσας καθυστέρησης. Δηλαδή δεν υπάρχει οποιαδήποτε συγκεκριμένη και επαρκής αναφορά στις πιθανές συνέπειες από τις εν λόγω συγχωνεύσεις και ότι για παράδειγμα άλλαξαν τα πρόσωπα που χειρίζονταν τον φάκελο του Καθ΄ ου η Αίτηση 1 λόγω κάποιας μετακίνησης ή απομάκρυνσης ή άλλου είδους τερματισμού της εργοδότης, ούτε εάν η φύλαξη του όποιου φυσικού φακέλου ανατέθηκε σε άλλα πρόσωπα, ούτε εάν η τοποθεσία που ο φυσικός φάκελος, αν πρόκειται περί αυτού απωλέσθηκε ή αν υπήρχε κάποια αλλαγή στα ηλεκτρονικά λογισμικά των Αιτητών, χωρίς να αποφαίνομαι αν τα ως άνω θα ήταν ικανοποιητικά. Το ότι η καθυστέρηση στην προώθηση της παρούσας Αίτησης έγκειται στις συγχωνεύσεις και στις μετονομασίες, αν και δεν είναι κατανοητό πώς η απλή μετονομασία δύναται να ενέχει οποιαδήποτε αυτόματη επενέργεια στο όλο ζήτημα, ήταν η επεξήγηση που η πλευρά των Αιτητών επέλεξε εν προκειμένω να προσφέρει προς το Δικαστήριο και όφειλε κατά την κρίση μου, να παρέχει ικανοποιητικές και συγκεκριμένες λεπτομέρειες ως προς το τι ακριβώς επεσυνέβη, κάτι το οποίο δεν υφίσταται. Επισημαίνω ότι ούτε υπήρχε έστω οποιαδήποτε επεξήγηση για τον χρόνο που διέρρευσε από τον Οκτώβριο 2022 όπου σύμφωνα με τους Αιτητές ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες συγχώνευσης μέχρι τον Αύγουστο 2023 που υποβλήθηκε η παρούσα.

 

23. Επιπρόσθετα ούτε και οι περαιτέρω αναφορές που υπάρχουν για δικαιολόγηση της καθυστέρησης κατ’ επίκληση i) της μεταφοράς των υποθέσεων πρώην ΣΠΕ, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας, από το προηγούμενο δικηγορικό γραφείο στο υφιστάμενο γραφείο των Αιτητών και ii) της κατάρρευσης του συνεργατισμού, όπως το έχει θέσει η συνήγορος των Αιτητών, μπορούν να ληφθούν υπόψη από την στιγμή που και αυτές εμφανίζονται για πρώτη φορά στις αγορεύσεις της συνηγόρου (El Fath Co ανωτέρω).

 

24. Επιθυμώ να σχολιάσω και την αναφορά στην ΣΕΔ ΑΑ ότι οι Αιτητές επικοινωνούσαν με τους Καθ΄ ων η Αίτηση με σκοπό να διευθετηθεί το χρέος τους. Σημειώνω ότι η εν λόγω γενική και αόριστη αναφορά, η οποία απορρίπτεται με εξίσου γενικό και αόριστο τρόπο από τον Καθ’ ου η Αίτηση 1, ουδόλως διασυνδέθηκε ρητώς με την ομολογουμένως εμφανή καθυστέρηση στην προώθηση της παρούσας Αίτησης αλλά ούτε και διασυνδέθηκε ρητώς με την μη λήψη μέτρων εκτέλεσης, κάτι το οποίο αφήνεται ανεπίτρεπτα να νοηθεί συμπερασματικά. Παρεμβάλλω εδώ ότι στην απόφαση Astrapi ανωτέρω, υπήρχαν, μεταξύ άλλων, αιτήματα παράτασης χρόνου αποπληρωμής, κατόπιν συζητήσεων για διευθέτηση του εξ αποφάσεως χρέους και υποσχέσεων πληρωμής από τους Καθ’ ων η Αίτηση κάτι που κρίθηκε ικανοποιητικό για τα γεγονότα της εκεί διαδικασίας. Σε αντίθεση με την Astrapi ανωτέρω, στην παρούσα, δεν υπάρχει καμία μαρτυρία έστω σε επίπεδο γενικού ισχυρισμού ότι υπήρχαν οποιεσδήποτε υποσχέσεις περί καταβολής των εν λόγω ποσών από τον Καθ’ ου η Αίτηση 1 ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά ότι Καθ’ ου η Αίτηση 1 ζητούσε κατά καιρούς παράταση χρόνου προς διευθέτηση τρόπου πληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους τους. Τα όσα προσπάθησε να προσθέσει η συνήγορος με τις γραπτές της αγορεύσεις ήτοι ότι «ο ίδιος ζητούσε περαιτέρω χρόνο καθ΄ότι βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Υποσχόταν δε ο Καθ’ ου η αίτηση ότι θα κατέθετε κάποια ποσά εις ένδειξη καλής θελήσεως. Οι Αιτητές εν όψει των χαλεπών καιρών της τότε εποχής αλλά και της οικονομικής κρίσης του 2013 με πλήρη κατανόηση και επιείκεια δεν προχώρησαν με την καταχώρηση μέτρων εκτέλεσης» και πάλι θα αγνοηθούν (El Fath Co ανωτέρω). Σε κάθε περίπτωση παραμένει παντελώς άγνωστο προς το Δικαστήριο τόσο το περιεχόμενο των εν λόγω επικοινωνιών όπως και το χρονικό σημείο που αυτές πραγματοποιήθηκαν και συνεπώς εύλογα προκύπτει ότι οι πιο πάνω αναφορές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για σκοπούς εξέτασης της παρούσας.

 

25. Σε αυτό το σημείο επιθυμώ να σχολιάσω την θέση που προβλήθηκε από τον Καθ΄ ου η Αίτηση 1 ότι υπήρξε μεταβολή των οικονομικών συνθηκών του. Η εν λόγω θέση τέθηκε με πάσα γενικότητα και αοριστία ώστε να μην δύναται να προβληθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στην εν λόγω θέση. Δεν παραβλέπω ότι η ακριβής οικονομική ικανότητα του Καθ' ου η Αίτηση μπορεί να διαπιστωθεί ευχερέστερα στα πλαίσια μιας διαδικασίας οικονομικής εξέτασης έχοντας πάντοτε υπόψη πως οι πιθανότητες να είναι επιτυχές το μέτρο ενδεχομένως να έχουν πλέον μειωθεί δραστικά, λόγω της παρόδου του χρόνου, στον βαθμό που αυτός επιδρά φυσιολογικά στην ικανότητα του να αποπληρώσει το χρέος σε συνάρτηση με την ηλικία του. Η τυχόν μεταβολή λαμβάνεται υπόψη ως παράμετρος απόλυτα σχετική με το ζητούμενο της εκτέλεσης, πλην όμως ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 που είχε το βάρος απόδειξης του εν λόγω ισχυρισμού, απέτυχε να τον αποσείσει καθότι κατ΄ ελάχιστο εύλογα θα αναμενόταν να υπάρχει αναφορά και ανάλυση των προγενέστερων οικονομικών του συνθηκών και σαφής επεξήγηση πώς αυτές έχουν πλέον μεταβληθεί, ώστε να δύναται και το Δικαστήριο να μορφώσει το ίδιο αντικειμενικά κρίση επί τούτου, κάτι που ουδόλως έπραξε. Συνεπώς, η απλή αναφορά στην ηλικία του και στα ζητήματα υγείας που αντιμετωπίζει δεν προσθέτει οτιδήποτε στην όλη συζήτηση, ώστε ακόμη και αν τύγχαναν αποδοχής οι εν λόγω θέσεις, αυτές δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτοτελώς λόγους για απόρριψη της υπό κρίση Αίτησης.

 

 

26. Αποτελεί γεγονός ότι, η συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις και η εκτέλεση αυτών είναι θεμελιακής σημασίας σε ένα κράτος δικαίου. Είναι στοιχείο που συναρτάται άμεσα με το κύρος της δικαστικής διαδικασίας και με την αξιοπιστία της δικαιοσύνης, η οποία εξαρτάται άμεσα και από την αποτελεσματικότητά της (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας ν. Κωνσταντίνου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1034 και Αδελφοί Θράσου και Συνεργάτες (Ομόρρυθμη Εταιρεία) ν. Άβιβου Βασιλαρά κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 830). Εντούτοις, όπως διαφαίνεται από την ως άνω παρατεθείσα νομολογία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τύχει αποδοχής και υποστήριξης μια προσέγγιση όπου ο εκάστοτε εξ' αποφάσεως πιστωτής αφήνει σε αδράνεια την εκτέλεση Δικαστικών Αποφάσεων με σκοπό την ανανέωση τους όταν οι ίδιοι επιθυμούν και κρίνουν ορθό ή όταν ολοκληρώνονται σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας, διαδικασίες συγχώνευσης και μετονομασίας, ζητήματα, για τα οποία όντως ουδεμία ευθύνη φέρει ο εκάστοτε Καθ΄ ου η Αίτηση 1. Στην παρούσα περίπτωση δεν μπορεί παρά να μνημονευθεί η αδικαιολόγητη λήθη και αδράνεια στην οποία έχουν περιπέσει οι Αιτητές τα τελευταία 3, αν όχι και περισσότερα χρόνια, για ανανέωση της παρούσας αλλά και η απουσία λήψης οποιονδήποτε μέτρων εκτέλεσης δια μέσω του Δικαστηρίου από την εγγραφή της διαιτητικής απόφασης και έπειτα. Στις αγορεύσεις της συνηγόρου των Αιτητών υπάρχει αναφορά ότι οι Αιτητές προέβαιναν σε εκτίμηση του ενυπόθηκου ακινήτου του Καθ΄ ου η Αίτηση 1, με σκοπό να εξηγήσει ότι οι Αιτητές επιθυμούσαν να προβούν σε εκτέλεση της απόφασης. Για το εν λόγω ζήτημα και πάλι δεν υπάρχει σχετική μαρτυρία στο σώμα των ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την Αίτηση, με αποτέλεσμα η προσπάθεια επεξήγησης του περιεχομένου του Τεκμηρίου 7 Ε/Δ ΑΑ να συνιστά και πάλι μια μη επιτρεπτή προσπάθεια προσκόμισης μαρτυρίας με τις γραπτές αγορεύσεις της. Ακόμη όμως και να ισχύει κάτι τέτοιο, το γεγονός αυτό  ουδόλως διαφοροποιεί την όλη διαμορφωθείσα κατάσταση καθότι είναι προς τον εκάστοτε καθ’ ου η αίτηση που πρέπει να υπάρχει κοινοποίηση της λήψης και πραγματοποίησης οποιονδήποτε ενεργειών που αποσκοπούν στο να τον ενημερώσουν ότι εξακολουθεί ο εκάστοτε εξ αποφάσεως πιστωτής να επιθυμεί να εκτελέσει την απόφαση του και αναμφίβολα δεν δύναται ο εκάστοτε εξ αποφάσεως πιστωτής να επικαλείται εσωτερικές διεργασίες για να καταδείξει κάτι τέτοιο.

 

27. Αποφαίνομαι ότι δεν ήταν σκοπός του Νομοθέτη  η διαιώνιση Δικαστικών Διαδικασιών στο διηνεκές ή η εναπόθεση στα χέρια των πιστωτών του δικαιώματος όπως ανανεώνουν Δικαστικές αποφάσεις κατά το δοκούν, όταν οι ίδιοι, κρίνουν πρόσφορο, ή να θεωρούν ότι δικαιωματικά μπορούν να τυγχάνουν έγκρισης τα αιτήματα τους. Παρατηρώ ότι υφίσταται μια νομολογιακή τάση να δίδεται άδεια για εκτέλεση των Δικαστικών αποφάσεων, εντούτοις κατά την κρίση μου σε περιπτώσεις, ως η παρούσα, όπου οι Αιτητές δεν έχουν προβεί σε κανένα μέτρο εκτέλεσης για αριθμό ετών, το όλο ζήτημα δημιουργεί έντονο προβληματισμό. Ως εκ τούτου, ορθώς η εκτέλεση αποφάσεων των Δικαστηρίων τυγχάνει επίβλεψης και ελέγχου από το Δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώνεται ότι ο εξ' αποφάσεως πιστωτής, κάθε φορά που αιτείται άδεια για ανανέωση μιας απόφασης έχει λάβει όλα εκείνα τα μέτρα, εντός της εμβέλειας των δυνατοτήτων του, τα οποία λαμβανομένης υπόψιν και της Κυπριακής επί τούτου, πραγματικότητας.

 

28. Συγκεφαλαιώνοντας όλα τα πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αιτητές δεν αιτιολόγησαν με οποιοδήποτε τρόπο την αδράνεια τους να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό την εκτέλεση της Απόφασης για 13 χρόνια ήτοι έστω από το 2010 όπου κατατέθηκε η αίτηση για αναγκαστική πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου μέχρι και την 02/08/2023, ημερομηνία καταχώριση της παρούσας Αίτησης, αλλά ούτε και δικαιολόγησαν επαρκώς την αδράνεια τους να αιτηθούν την λήψη άδειας για εκτέλεση της Απόφασης από τις 16/12/2020 και έπειτα. Για όλους τους λόγους που έχω εξηγήσει, αποφαίνομαι ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στις περιπτώσεις που δύναται να θεωρηθεί ότι οι Αιτητές επέδειξαν αδιαφορία για την εκτέλεση της Απόφασης κάτι που επιτρέπει την κατάληξη ότι είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι δεν επρόκειτο να ληφθούν μέτρα εκτέλεσης εναντίον του Καθ΄ ου η Αίτηση 1, με αποτέλεσμα να τίθεται ζήτημα δυσμενούς επηρεασμού του από τυχόν έγκριση της παρούσας. Επιθυμώ να αναφέρω ότι παρά την κρίση του Δικαστηρίου ενάντια στην έγκριση της παρούσας Αίτησης αυτό δεν αφαιρεί από τους Αιτητές το δικαίωμα να λάβουν μέτρα εκτός της εμβέλειας του άρθρου Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 6) για είσπραξη του εξ΄ αποφάσεως χρέους τους.

Κατάληξη

 

29. Για όλους τους πιο πάνω λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Αίτηση απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Καθ' ου η αίτηση 1 όφειλε, αλλά παρέλειψε να αποπληρώσει το εξ αποφάσεως χρέος και συνυπολογίζοντας το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 1 απέτυχε να προσκομίσει ικανοποιητική μαρτυρία προς απόδειξη των δικών του ισχυρισμών του κρίνω ορθό να μην εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα υπέρ του.

(Υπ.) ……………………………….

           Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο