
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 280/2023 (IJ)
Μεταξύ:
Διαχειριστική Επιτροπή της πολυκατοικίας HAWAII ROYAL GARDENS COURT
Εναγόντων,
ν.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΙΑΠΩΝΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΑΚΤΟΡΕΥΣΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ
Εναγόμενης.
Αίτηση ημερομηνίας 27/2/2024 για αποκλεισμό της Ανταπαίτησης
Ημερομηνία: 7 Φεβρουαρίου, 2025
Για τους Ενάγοντες / Αιτητές: κος Φωτάκης Τ. Αποστολίδης
Για την Εναγόμενη / Καθ’ης η Αίτηση: κα Μικαέλα Καραπατάκη για KARAPATAKIS PAVLIDES LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Μέσω της υπό εξέταση αίτησης, οι Ενάγοντες / Αιτητές (στο εξής θα αναφέρονται ως οι «Ενάγοντες») επιδιώκουν τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης της Εναγόμενης / Καθ’ης η Αίτηση Εταιρείας (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Εναγόμενη»).
II. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
2. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, οι Ενάγοντες διεκδικούν από την Εναγόμενη ποσό €30.659,62 ως η αναλογία της τελευταίας στις δαπάνες, για την περίοδο 31/1/2020 μέχρι 18/1/2023, για την εξασφάλιση όλων των αναγκαίων υπηρεσιών σύμφωνα με τον σχετικό Νόμο, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλισης, συντήρησης, λειτουργίας, επιδιόρθωσης, αποκατάστασης, ανακαίνισης και διαχείρισης (στο εξής οι «κοινόχρηστες δαπάνες») της πολυκατοικίας την διαχείριση της οποίας έχουν οι Ενάγοντες ως Διαχειριστική Επιτροπή (στο εξής η «επίδικη πολυκατοικία») και μέρος της οποίας αποτελούν τρία διαμερίσματα, ιδιοκτησίας της Εναγόμενης (στο εξής τα «επίδικα ακίνητα»).
3. Με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της ημερ.21/2/24, η Εναγόμενη, παραδέχεται την ιδιότητα των Εναγόντων και ότι η ίδια είναι ιδιοκτήτρια των επίδικων ακινήτων. Παραδέχεται επίσης την υποχρέωση της να συνεισφέρει στις δαπάνες της επίδικης πολυκατοικίας αλλά, ως ισχυρίζεται, αυτή τελεί υπό τον όρο ότι οι Ενάγοντες τηρούν τις από πλευράς τους σχετικές υποχρεώσεις που τους επιβάλλει ο Νόμος, οι κοινόχρηστες δαπάνες σχετίζονται με αναγκαία έξοδα και οι εργασίες και ενέργειες από τις οποίες πηγάζουν έχουν εκτελεστεί και εκπληρωθεί. Ισχυρίζεται ότι το αξιούμενο ποσό είναι γενικό, αόριστο, συγχυστικό και περιλαμβάνει χρεώσεις οι οποίες είναι πρόωρες, αυθαίρετες και αδικαιολόγητες και μέρος του αφορά εργασίες ανακαίνισης οι οποίες δεν έχουν διεκπεραιωθεί. Η Εναγόμενη επίσης επικαλείται την ύπαρξη συμφωνίας με τους Ενάγοντες (υπό διαφορετική σύνθεση) κατά το 2011 για την καταβολή της συνεισφοράς της στις κοινόχρηστες δαπάνες, δια της αποκοπής και/ή της απομείωσης αυτής από τον λογαριασμό που οι Ενάγοντες διατηρούν για τις κοινόχρηστες δαπάνες της Εναγόμενης (στο εξής η «επίδικη συμφωνία»). Η εν λόγω συμφωνία, σύμφωνα με την Εναγόμενη, αφορούσε καταβολή από πλευράς της ποσού €11.778,28 εκ μέρους των Εναγόντων κατόπιν απόφασης των τελευταίων κατά το 2011 για εξόφληση δανείου και/ή δανείων, με σκοπό την εκτέλεση εργασιών ανακαίνισης της επίδικης πολυκατοικίας. Περαιτέρω, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι, από το 2011 μέχρι και την καταχώρηση της υπεράσπισης της, χωρίς να αποτελεί υποχρέωση της, προέβηκε σε ενέργειες και/ή εργασίες με σκοπό τον περιορισμό ζημιάς επί των επίδικων ακινήτων λόγω αμέλειας και/ή παράλειψης εκτέλεσης νόμιμων καθηκόντων των Εναγόντων σε σχέση με φωταγωγούς στην επίδικη πολυκατοικία, το κόστος των οποίων ζημιών ανέρχεται στις €17.475,30. Ως αποτέλεσμα, ανταπαιτεί από τους Ενάγοντες, τα προαναφερόμενα ποσά, διαζευκτικά με το ποσό των €11.778,28 πίστωση αυτού στον λογαριασμό που διατηρούν οι Ενάγοντες για κοινόχρηστες δαπάνες που αντιστοιχούν στα επίδικα ακίνητα, διάταγμα διατάσσον τους Ενάγοντες να προβούν σε αναγκαίες επιδιορθώσεις σε σχέση με τους φωταγωγούς της επίδικης πολυκατοικίας, νόμιμους τόκους και έξοδα.
4. Με την απάντηση τους στην υπεράσπιση και την υπεράσπιση τους στην ανταπαίτηση ημερ.26/2/24, οι Ενάγοντες αρνούνται την ύπαρξη της επίδικης συμφωνίας. Ενώ δεν φαίνεται να αρνούνται ρητά την καταβολή από πλευράς της Εναγόμενης του ποσού €11.778,28, ισχυρίζονται ότι δεν οφείλουν να της καταβάλουν το εν λόγω ποσό ή οποιονδήποτε μέρος του και γενικότερα οποιοδήποτε ποσό. Απορρίπτουν τον ισχυρισμό ότι τα επίδικα ακίνητα έχουν υποστεί ζημιές, ότι τέτοιες ζημιές είναι εξ υπαιτιότητας τους και ότι ενήργησαν αμελώς και/ή κατά παράβαση των νόμιμων καθηκόντων τους απέναντι στην Εναγόμενη. Αμφισβητούν τις εργασίες στις οποίες προέβη η Εναγόμενη, την αναγκαιότητα τους, και ισχυρίζονται ότι τέτοιες εργασίες, εάν έγιναν, έγιναν κατά παράβαση της σχετικής Νομοθεσίας που διέπει τις κοινόκτητες οικοδομές και είναι παράνομες. Ισχυρίζονται ότι ο τρόπος χρέωσης των κοινόχρηστων δαπανών από πλευράς τους είναι λογικός και νόμιμος. Εγείρουν διάφορα νομικής φύσεως ζητήματα όπως ισχυρισμό παραγραφής των απαιτήσεων της Εναγόμενης στα πλαίσια της ανταπαίτησης της, προνόμιο (Privilege) σε σχέση με την μεταξύ τους αλληλογραφία την οποία επικαλείται η Εναγόμενη στο δικόγραφο της, την απουσία αναγκαίων διαδίκων σε σχέση με το διάταγμα επιδιορθώσεων που διεκδικεί η Εναγόμενη εναντίον τους και επιφυλάσσουν σε διάφορα σημεία το δικαίωμα τους να ζητήσουν αποκλεισμό της ανταπαίτησης με αναφορά στην καθυστέρηση που θα προκληθεί στην απαίτηση της από την εκδίκαση της ανταπαίτησης, την έλλειψη αιτιώδης συνάφειας μεταξύ των δύο και την πολυπλοκότητα που εισήγαγε η ανταπαίτηση.
III. ΑΙΤΗΣΗ
5. Ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, με την αίτηση τους, οι Ενάγοντες ζητούν διάταγμα του Δικαστηρίου για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης της Εναγόμενης. Η νομική βάση της αίτησης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Δ.21 θ.10, Δ.30 θ.θ.1,2(f)(g),3-6, Δ.48 θ.θ.1-3 και 9(k). Η αίτηση αναφέρει ότι βασίζεται επί των δικογράφων που έχουν ήδη καταχωρηθεί εις τον φάκελο της αγωγής.
IV. ΕΝΣΤΑΣΗ
6. Η αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της Εναγόμενης και με την σχετική ειδοποίηση που καταχωρήθηκε, προβάλλονται 23 λόγοι ένστασεις, που συνοψίζονται ως εξής: Η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, καταχωρήθηκε κατά παράβαση των προνοιών της Δ.30, είναι πρόωρη και αντικανονική, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.21 Θ.10 και αυτές της σχετικής νομολογίας, η αίτηση δεν εξειδικεύει τους λόγους στη βάση των οποίων στηρίζεται το αίτημα για αποκλεισμό της ανταπαίτησης, η επίκληση των δικογράφων δεν αποτελεί επαρκή στοιχειοθέτηση και/ή εξειδίκευση της αίτησης, οι οιεσδήποτε σχετικές με την αίτηση αναφορές εις την απάντηση στην υπεράσπιση και στην υπεράσπιση στην ανταπαίτηση είναι γενικές και αόριστες και δεν στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, η αίτηση είναι παράτυπη και αντικανονική εφόσον έπρεπε να υποστηριχθεί από ένορκη δήλωση αφού τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται δεν εμφαίνονται επαρκώς στον φάκελο της υπόθεσης, η εκδίκαση της ανταπαίτησης στα πλαίσια της αγωγής θα έχει ως αποτέλεσμα την εξισορρόπηση των δικαιωμάτων των διαδίκων, την αποφυγή πολλαπλότητας διαδικασιών και την εξοικονόμηση δικαστικού χρόνου, δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου στο παρόν στάδιο να εκδικάσει τα αμφισβητούμενα γεγονότα με βάση τα δικόγραφα και την ένορκη δήλωση ή να εκφράσει πρόωρη άποψη επί της ουσίας της αγωγής, η συνεκδίκαση της ανταπαίτησης με την απαίτηση είναι πρόσφορη και/ή απαραίτητη λόγω της συνάφειας των επίδικων θεμάτων, ενώ ο διαχωρισμός θα προκαλέσει δυσχέρεια, σπατάλη χρόνου και έξοδα, η απαίτηση και ανταπαίτηση περιστρέφονται και αφορούν επί της ουσίας το ίδιο ζήτημα ήτοι το διαχειριστικό έργο και/ή υποχρεώσεις των Εναγόντων, η ανταπαίτηση αφορά το ίδιο σύμπλεγμα γεγονότων όπως η απαίτηση καθώς αποτελεί ισχυρισμό της Εναγόμενης ότι οι Ενάγοντες της οφείλουν ποσό το οποίο έπρεπε να αποπληρώνεται δια της απομείωσης του επίδικου λογαριασμού που διατηρούν οι Ενάγοντες για την Εναγόμενη, η ανταπαίτηση αφορά τις από μέρους των Εναγόντων παραλέιψεις να προβούν σε συγκεκριμένες εργασίες και ενέργειες οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών στην ιδιοκτησία της Εναγόμενης οι οποίες είναι άμεσα συνυφασμένες με τις νόμιμες υποχρεώσεις των Εναγόντων, η ανταπαίτηση αφορά τις τις νόμιμες υποχρεώσεις των Εναγόντων και οι τελευταίοι για να αποδείξουν την απαίτηση τους θα πρέπει να αποδείξουν την εκπλήρωση των εκ του Νόμου υποχρεώσεων τους κάτι που επιβεβαιώνει την ανάγκη εκδίκασης της ανταπαίτησης στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, η απαίτηση δεν είναι μια απλή υπόθεση κοινοχρήστων ως ισχυρίζονται οι Ενάγοντες αλλά στη πραγματικότητα αφορά και εργασίες ανακαίνισης της επίδικης πολυκατοικίας την εκτέλεση των οποίων η Εναγόμενη αρνείται που καθιστά απαραίτητη την παρουσίαση σχετικής μαρτυρίας αναφορικά με την εκτέλεση των ισχυριζόμενων εργασιών, οι Ενάγοντες θα πρέπει να αποδείξουν την από μέρους τους καταβολή των δαπανών επί των οποίων στηρίζεται η απαίτηση τους η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με τις εκ του Νόμου υποχρεώσεις τους η συμμόρφωση με τις οποίες αμφισβητείται από πλευράς της Εναγομένης και θα εξετάζετο και στα πλαίσια της Ανταπαίτησης, δεν επεξηγούνται και/ή δεν επεξηγούνται επαρκώς στα δικόγραφα τους οι λόγοι για τους οποίους θα υποστούν δυσχέρεια και καθυστέρηση οι Ενάγοντες, ουδεμία καθυστέρηση θα προκύψει στην εκδίκαση της αγωγής με την συνεκδίκαση της ανταπαίτησης, αντιθέτως η συνεκδίκαση εξυπηρετεί τα συμφέροντα της δικαιοσύνης και θα επιλύσει την επίδικη διαφορά στο σύνολο της, θα εξοικονομηθεί πολύτιμος Δικαστικός χρόνος και δεν θα κλητεύονται οι ίδιοι μάρτυρες για δεύτερη φορά, η ανταπαίτηση δεν είναι καταχρηστική και δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα των Εναγόντων και είναι καθόλα νομικά και πραγματικά βάσιμη και δικαιολογημένη.
7. Η νομική βάση της ένστασης περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Δ.21 θ.10, Δ.30 θ.1-5, Δ.48 θ.1-4 και 9 και τη Δ.19 θ.3.
8. Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση ενός εκ των διευθυντών της Εναγόμενης, με την οποία αναπαράγει περίπου τους λόγους ένστασης, ως εμφαίνονται στην ειδοποίηση της, με εκτενέστερη αναφορά κυρίως στην νομική πτυχή των ζητημάτων που εγείρονται.
V. ΑΚΡΟΑΣΗ
9. Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη μέσω γραπτών αγορεύσεων οι οποίες παραδόθηκαν από τους ευπαίδευτους συνήγορους των μερών, στα πλαίσια των οποίων ανέπτυξαν την επιχειρηματολογία τους.
10. Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, την ένορκη δηλώση που συνοδεύει την τελευταία ως και το περιεχόμενο των δικογράφων επί των οποίων και βασίζεται η αίτηση και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί ποιες από τις θέσεις της κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
VΙ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
11. Το δικαίωμα ενός Εναγόμενου να εγείρει ανταπαίτηση, διέπεται από τη Δ.21 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει αποκλεισμό ή διαγραφή μιας Ανταπαίτησης παρέχεται από το θεσμό 10 της ίδιας διαταγής η οποία προνοεί τα εξής:
"Where a defendant sets up a counter-claim, if the plaintiff, or any other person made a party to it, contends that the claim thereby raised ought not to be disposed of by way of counter-claim, but in an independent action, the Court or a Judge may at any time order that such counter-claim be excluded."
Σε μετάφραση:
«Όπου ο εναγόμενος εγείρει ανταπαίτηση, εάν ο ενάγων, ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο κατέστη διάδικος, ισχυρίζεται ότι η απαίτηση η οποία εγείρεται με την ανταπαίτηση δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί μέσω ανταπαιτήσεως, αλλά με ανεξάρτητη αγωγή, το δικαστήριο ή ο Δικαστής ο οποίος επιλαμβάνεται του αιτήματος μπορεί σε οποιοδήποτε στάδιο να διατάξει η ανταπαίτηση να αποκλειστεί.»
12. Η Δ.21 θ.10, είναι προσαρμοσμένη στην αντίστοιχη Αγγλική Διάταξη 0.21,r.15, και αναγνωρίζει την εξουσία του Δικαστηρίου να αποκλείσει σε κάποιες περιπτώσεις την Ανταπαίτηση αλλά δεν καθορίζει τα σχετικά κριτήρια. Σύμφωνα με την Αγγλική Νομολογία, τέτοιες περιπτώσεις περιλαμβάνουν οποτεδήποτε κρίνεται ότι η συνεκδίκαση της ανταπαίτησης με την αγωγή δεν είναι πρόσφορη (expedient) ή θα προκαλέσει δυσχέρεια (inconvenience) στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος, προσέγγιση η οποία έχει υιοθετηθεί και από τα Κυπριακά Δικαστήρια (βλ. Σιακόλας v. Federal Bank of Lebanon (SAL) (1992) 1 Α.Α.Δ. 711 η οποία παραπέμπει στην ερμηνεία και εφαρμογή της Δ.21 θ.10 από το Ανωτάτο Δικαστήριο στην Said Galip v. Umit Suleyman (1963) 2 C.L.R. 129).
13. Στην υπόθεση Σιακόλας (βλ. πιο πάνω, σελ.718) λέχθηκε ότι το μη πρόσφορο της συνένωσης και η αποτίμηση της δυσχέρειας η οποία θα προκληθεί στον ενάγοντα λόγω της ανταπαίτησης, ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου δικαστηρίου η οποία διέπεται από τις ακόλουθες αρχές (ως υιοθετήθηκαν και εκτέθηκαν στην υπόθεση Athina Leathergoods Ltd κ.ά. ν. Χαραλάμπους κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 787):
«(1) Παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει τη συνεκδίκαση της ανταπαίτησης με την αγωγή εφόσον τούτο κρίνεται πρέπον.
(2) Η σχετική εξουσία του Δικαστηρίου είναι συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης η οποία συναρτάται άμεσα με την απρόσκοπτη κατά το δυνατό διεκπεραίωση της δίκης.
(3) Η Αγγλική Νομολογία, ερμηνευτική των αντίστοιχων αγγλικών δικονομικών προνοιών στις οποίες η Δ.21 θ.10. είναι προσαρμοσμένη αναγνωρίζει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αποκλείσει ανταπαίτηση οποτεδήποτε κρίνεται ότι συνεκδίκαση της με την αγωγή δεν είναι πρόσφορος (expedient) ή θα προκαλέσει δυσχέρεια (inconvenience) στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ενάγοντος.
(4) Ενδεχόμενο πρόκλησης σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής συνιστά δυσχέρεια που παρέχει έρεισμα για τον αποκλεισμό της ανταπαίτησης.
(5) Το κυριαρχικό στοιχείο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου είναι το πρόσφορο της εκδίκασης της ανταπαίτησης συγχρόνως με την αγωγή και η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον ενάγοντα απ' αυτό το ενδεχόμενο.»
14. Παρόλο που η συνάφεια των επιδίκων θεμάτων της Ανταπαίτησης με εκείνα της αγωγής δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση Ανταπαίτησης, επισημάνθηκε στην Σιακόλας ότι, η πιθανότητα πρόκλησης δυσχέρειας στον Ενάγοντα από τη συνεκδίκαση της Ανταπαίτησης λόγω της ασυνάφειας των επίδικων θεμάτων και, ιδίως, το ενδεχόμενο σημαντικής καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής συνιστά λόγο για τον αποκλεισμό της Ανταπαίτησης. Ο αποκλεισμός της ανταπαίτησης μπορεί να διαταχθεί και παρά την συγγενικότητα των επιδίκων θεμάτων με την αγωγή αν η συνεκδίκαση θα επιφέρει σημαντική καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης (Βλ. Said Galip v Umit Suleiman (1963) 2 C.L.R 129).
VIΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΤΥΧΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
15. Κατ’αρχάς, η ευπάιδευτη συνήγορος της Εναγόμενης, μέσω της αγόρευσης της, ζητεί από το Δικαστήριο να εξετάσει, στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης, τις συνέπειες της από πλευράς των Εναγόντων παράλειψης να καταχωρήσουν στα πλαίσια της απαίτησης τους κλήση για οδηγίες δυνάμει της νέας Δ.30 των Θ.Π.Δ. και συνεπακόλουθα, να απορρίψει την αγωγή.
16. Ο τρόπος που η παράλειψη καταχώρησης Κλήσης οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής καθορίζεται στο θεσμό 1(γ) της ίδιας διαταγής, και προνοεί ότι, εφόσον ο Εναγόμενος δεν καταχωρεί αίτηση για απόρριψη της αγωγής εντός της σχετικής προθεσμίας, το Πρωτοκολλητείο οφείλει να θέσει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψή της. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν έχει συμβεί στην παρούσα υπόθεση μέχρι σήμερα. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι στο προαναφερόμενο πλαίσιο που θα εξεταστεί η τυχόν απόρριψη της αγωγή στην βάση που εισηγείται η συνήγορος της Εναγόμενης. Δεν αποτελεί παράγοντα που εξετάζει το Δικαστήριο στα πλαίσια διαδικασίας της φύσεως ως η υπό εξέταση αίτηση. Περαιτέρω, ως αναγνωρίζει και η ίδια, το εν λόγω ζήτημα δεν εγείρεται στα πλαίσια της ένστασης της Εναγόμενης, ενώ μπορούσε κάλλιστα να εγερθεί, εφόσον κατά την καταχώρηση της ένστασης, είχε ήδη παρέλθει η σχετική προθεσμία σύμφωνα πάντα με τα όσα η συνήγορος της αναφέρει στην αγόρευση της. Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο δεν θα προβεί σε εξέταση της εν λόγω θέσης στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.
17. Το ίδιο δεν ισχύει όμως για τη θέση της Εναγόμενης ως προς το πρόωρο και την νομιμοποίηση των Εναγόντων στην καταχώρηση της αίτησης στο στάδιο που αυτή έγινε, κάτι το οποίο όντως εγείρεται ως λόγος ένστασης και προωθείται και δια της αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου της.
18. Η νέα Δ.30 με τον θ.1(α) επιβάλλει στον ενάγοντα όπως εντός 90 ημερών από τον χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα, και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες.
19. Η Δ.26 θ.11 των Θ.Π.Δ. αναφέρει ότι όταν δεν έχει διαταχθεί δικόγραφο επακόλουθο της απάντησης και έχουν παρέλθει επτά ημέρες από την παράδοση της υπεράσπισης ή απάντησης (εάν υπάρχει), με την εκπνοή του εν λόγω χρόνου τα δικόγραφα θα θεωρούνται συμπληρωμένα. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χαραλάμπους v. Γεωργίου v. Αντωνίου Πολιτική Έφεση Αρ. 185/2017, ημερ. 18/4/18, ECLI:CY:AD:2018:A173 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Ο χρόνος κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα ήταν το ορόσημο και στην αρχική Διαταγή 30 («Such summons shall be taken out within 10 days from the time when the pleadings shall be deemed to be closed»).
Η έννοια δε του όρου «συμπλήρωση των δικογράφων» στη Δ.30 οριζόταν πάντοτε από τα προβλεπόμενα στη Δ.26 κ. 11 με αναφορά στους αρχικούς διαδίκους«Where a pleading subsequent to reply is not ordered, then, at the expiration of seven days from the delivery of defence or reply (if any)»
Εξ ου και στην Οδηγία Πρακτικής ημερ. 28.7.2017 διευκρινίστηκε ότι τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα εν τη εννοία της Δ.30, κ.(1)(α), ώστε να αρχίσει να τρέχει η προνοούμενη προθεσμία, όταν τα δικόγραφα συμπληρωθούν υπό την έννοια που προβλέπεται από τη Δ.26, κ.11 για όλους τους εναγόμενους.»
20. Ως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης, η Εναγόμενη καταχώρησε υπεράσπιση και ανταπαίτηση στις 21/2/2024. Ακολούθησε η καταχώρηση της απάντησης στην υπεράσπιση και υπεράσπισης στην ανταπαίτηση από τους Ενάγοντες στις 26/2/2024. Δεν ακολούθησε η καταχώρηση οποιουδήποτε άλλου δικογράφου από πλευράς τους, παρά μόνο της υπό κρίση αίτησης στις 27/2/2024.
21. Έχοντας υπόψη ότι το δικόγραφο της απάντησης στην υπεράσπιση και υπεράσπισης στην ανταπαίτηση είναι ένα ενιαίο έγγραφο (βλ. Annual Practice 1956 στη σελίδα 415: «The reply and defence are delivered together as a single document») και ότι σύμφωνα με τη Δ.21 θ.15 σε περίπτωση ανταπαίτησης ισχύουν οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες που εφαρμόζουν σε υπερασπίσεις, η Εναγόμενη είχε δικαίωμα να προβεί σε καταχώρηση απάντησης στην υπεράσπιση που προέβαλαν οι Ενάγοντες στην ανταπαίτηση της, εντός 7 ημερών από την παράδοση αυτής. Εφόσον δεν το έπραξε, τα δικόγραφα, με βάση την πιο πάνω ανάλυση, συμπληρώθηκαν υπό την έννοια της Δ.30 με την παρέλευση της εν λόγου περιόδου, δηλαδή στις 4/3/2025. Ως εκ τούτου, η αίτηση καταχωρήθηκε πριν τον χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα και προτού ενεργοποιηθεί η υποχρέωση της να καταχωρήσει κλήση για οδηγίες. Η συγκεκριμένη θέση της Εναγόμενης, κατά συνέπεια, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
22. Αξίζει να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι η νομολογία μας παρέχει καθοδήγηση ως προς το κατάλληλο στάδιο καταχώρησης αίτησης αποκλεισμού. Όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Χριστόδουλος Πελετιές ν. Fayek Ataya (1990) 1 AAΔ.535, αίτηση με βάση τις πρόνοιες της Δ.21 Θ. 10 πρέπει να καταχωρείται αμέσως μετά που διαπιστώνεται από τον ενάγοντα ότι η εκδίκαση της αγωγής θα καθυστερήσει αδικαιολόγητα λόγω των θεμάτων που εγείρονται από τον εναγόμενο στην ανταπαίτησή του. Στην συγκεκριμένη υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Αίτηση, η οποία υπεβλήθη 6 περίπου μήνες μετά την συμπλήρωση των δικογράφων και αφού προηγουμένως οι αγωγές διήλθαν από το στάδιο της πρώτης μνείας, καταχωρήθηκε με αδικαιολόγητη, και μοιραία ως προς την έκβαση της, καθυστέρηση διότι έγινε εμφανές ότι θα καθυστερούσε αδικαιολόγητα η δίκη από τη στιγμή που ο εφεσείων καταχώρησε τις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις στις αγωγές. Συνεπώς δεν βρίσκω υπό τις περιστάσεις παράλογη την ενέργεια των Εναγόντων να καταχωρήσουν την αίτηση λίγες μέρες μετά την καταχώρηση της ανταπαίτησης και της υπεράσπισης στην τελευταία. Με βάση τα προαναφερθέντα, αντίθετη προσέγγιση ενδεχομένως να εκλαμβανόταν ως καθυστέρηση που θα οδηγούσε στην απόρριψη της αίτησης τους.
23. Έχοντας υπόψη τους λόγους ένστασης που προβάλλει η Εναγόμενη ως προς την ανάγκη υποστήριξης της αίτησης από ένορκη δήλωση γιατί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται δεν εμφαίνονται επαρκώς στον φάκελο της υπόθεσης, καταρχάς, να αναφέρω πως δικαιωματικά οι Ενάγοντες επέλεξαν να βασίσουν το αίτημα τους στο περιεχόμενο των δικογράφων, εφόσον κάτι τέτοιο προνοείται και από τη Δ.48 θ.9 (k) (‘under Order 21, Rule 10, for exclusion of counter-claim, if all the facts relied upon are apparent on the face of the proceedings’). Ενδεχομένως αυτό να μπορούσε να προωθηθεί και με την παράθεση ανάλογης μαρτυρίας αλλά η επιλογή των Εναγόντων δεν οδηγεί από μόνη της το Δικαστήριο σε συμπέρασμα απόρριψης της αίτησης. Οφείλει όμως το Δικαστήριο να διαπιστώσει κατά πόσο η πραγματική βάση επί της οποίας στηρίζεται η αίτηση είναι δυνατό να κριθεί ως επαρκής για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος που προβάλλουν οι Ενάγοντες.
24. Θεωρώ ότι, στην παρούσα περίπτωση, οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί ως έχουν διατυπωθεί, παρέχουν το απαραίτητο πραγματικό υπόβαθρο. Είναι στην βάση των επίδικων ζητημάτων ως προκύπτουν από τα δικόγραφα που θα προσφερθεί μαρτυρία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης (βλ. Πούρικκος v. Σάββα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 507 και Federal Bank of Lebanon (SAL) v. Σιακόλα (2011) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1422). Ενώ το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν θα υπεισέλθει στην εξέταση και αξιολόγηση των επίδικων ζητημάτων ή οιασδήποτε μαρτυρίας, δύναται να διαπιστώσει κατά πόσο υπάρχει πιθανότητα τα επίδικα ζητήματα που εισαγάγει η ανταπαίτηση, να καταστήσουν απρόσφορη την εκδίκαση της ανταπαίτησης συγχρόνως με την αγωγή και να προκληθεί δυσχέρεια στους Ενάγοντες απ' αυτό το ενδεχόμενο. Τέτοια δυσχέρεια δυνατόν να προκληθεί και από το είδος της μαρτυρίας και την έκταση αυτής, που κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να προσαχθεί προς προώθηση της ανταπαίτησης και υπεράσπισης στην τελευταία. Δεν διαπιστώνω οιανδήποτε γενικότητα ή αοριστία στα δικόγραφα που έχουν καταχωρηθεί, ως ισχυρίζεται η πλευρά της Εναγόμενης. Αντιθέτως, εγείρονται και ισχυρισμοί που αφορούν τις αρνητικές επιπτώσεις που θα υποστεί η πλευρά των Εναγόντων από την εκδίκαση της ανταπαίτησης. Από το περιεχόμενο τους, προκύπτουν επίσης τόσο οι βάσεις αγωγής επί των οποίων εδράζονται η απαίτηση και η ανταπαίτηση, ως και ποιοι ισχυρισμοί έχουν καταστεί επίδικοι στα πλαίσια των δύο.
25. Προχωρώ τώρα να εξετάσω την ουσία της υπό κρίση αίτησης, δηλαδή κατά πόσο πρέπει να ασκήσει το Δικαστήριο την διακριτική του ευχέρεια προς αποκλεισμό της ανταπαίτησης της Εναγόμενης.
26. Η απαίτηση αφορά κατ' ισχυρισμό οφειλόμενες δαπάνες προς τους Ενάγοντες, υπό την ιδιότητα τους ως Διαχειριστική Επιτροπή, για την περίοδο από 31/1/2020 μέχρι 18/1/2023, σε σχέση με την επίδικη πολυκατοικία. Οι εξουσίες μιας Διαχειριστικής Επιτροπής αναφορικά με τον καθορισμό και είσπραξη δαπανών σχετικά με κοινόκτητη οικοδομή, ως και την έγερση αγωγής για ανάκτηση τυχόν οφειλόμενων τέτοιων δαπανών, είναι νομοθετικά κατοχυρωμένες και διέπονται από το ΜΕΡΟΣ ΙΙΑ του Κεφ.224. Η Εναγόμενη με την υπεράσπιση της δεν αμφισβητεί την ιδιότητα των Εναγόντων ως Διαχειριστική Επιτροπή της επίδικης πολυκατοικίας αλλά ούτε και την υποχρέωση της να συνεισφέρει στις κοινόχρηστες δαπάνες της επίδικης πολυκατοικίας. Ισχυρίζεται όμως ότι το αξιούμενο ποσό είναι γενικό, αόριστο, συγχυστικό και περιλαμβάνει χρεώσεις οι οποίες είναι πρόωρες, αυθαίρετες και αδικαιολόγητες και μέρος του αφορά εργασίες ανακαίνισης οι οποίες δεν έχουν διεκπεραιωθεί.
27. Το μέρος της ανταπαίτησης της Εναγόμενης που αφορά την αξίωση του ποσού των €11.778,28 βασίζεται επί της επίδικης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων και/ή αποτελεί επακόλουθο της καταβολής του εν λόγω ποσού από πλευράς της Εναγόμενης κατά το 2011 για εξόφληση δανείου και/ή δανείων εκ μέρους των Εναγόντων για εργασίες επί της επίδικης πολυκατοικίας. Δηλαδή, βασίζεται σε διαφορετικές νομικές βάσεις από την αξίωση. Οι Ενάγοντες, πέραν του ότι αρνούνται την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας και υποχρέωσης από πλευράς τους να καταβάλουν το εν λόγω ποσό στην Εναγόμενη, εγείρουν και ζήτημα παραγραφής της αντίστοιχης απαίτησης. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει, πέραν των ζητημάτων που αφορούν την απαίτηση στη βάση του Κεφ.224, ως προς την ύπαρξη της επίδικης συμφωνίας, τους όρους αυτής, κατά πόσο αυτοί παραβιάστηκαν από πλευράς των Εναγόντων, ενδεχομένως και την υποχρέωση των Εναγόντων να πληρώσουν την Εναγόμενη το ίδιο ποσό σε άλλη βάση, αλλά και επιπρόσθετα να εξετάσει ζήτημα παραγραφής της εν λόγω απαίτησης, κάτι το οποίο πιθανόν να προϋποθέτει την παρουσίαση πρώτα σχετικού υπόβαθρου γεγονότων μέσω μαρτυρίας. Παράλληλα, οι Ενάγοντες καλούνται να προσαγάγουν μαρτυρία προς αντίκρουση της θέσης της Εναγόμενης, η οποία ανατρέχει στον χρόνο σύναψης της συμφωνίας δηλαδή το 2011, και η οποία προφανώς θα είναι εκτενέστερη από την μαρτυρία που θα προσήγαγαν προς υποστήριξη της απαίτησης τους. Σημειώνεται εδώ ότι η ίδια η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι οι Ενάγοντες ενεργούσαν υπό διαφορετική σύσταση κατά τον εν λόγω χρόνο, κάτι που εισηγείται την ανάγκη για προσαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη και αντίκρουση των σχετικών της ισχυρισμών η οποία σχετίζεται πιθανόν με ισχυριζόμενα τρίτα πρόσωπα π.χ. πρώην μέλη της Διαχειριστικής Επιτροπής.
28. Τα ίδια ισχύουν σε σχέση με την διαζευκτική απαίτηση της Εναγόμενης η οποία διεκδικεί τον πίστωση του ποσού των €11.778,28 στον λογαριασμό που διατηρούν οι Ενάγοντες για την Εναγόμενη η οποία επίσης εδράζεται επί της επίδικης συμφωνίας. Περαιτέρω, ως διακρίνεται από τα δικόγραφα, το αντικείμενο της αφορά την υποχρέωση καταβολής του προαναφερόμενου ποσού από τους Ενάγοντες στην Εναγόμενη. Αυτό που επιδιώκει η Εναγόμενη με το εν λόγω διάταγμα, είναι ο συμψηφισμός του εν λόγω ποσού με την απαίτηση των Εναγόντων. Ο συμψηφισμός ποσών που απορρέουν από αμοιβαίες αλλά ανεξάρτητες υποχρεώσεις στο Κυπριακό νομικό σύστημα, σε αντίθεση με το τι ισχύει στην Αγγλία, δεν επιτρέπεται (Νικόλαος Αντωνίου δια της πληρεξουσίου αυτού αντιπροσώπου Γιαννούλλας Παπαδοπούλου v. Τhe Cyprus Popular Bank Ltd, (1994) 1ΑΑΔ 720 η οποία υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ηeatron Co Ltd v. Πολυκάρπου Νικολάου (1999) 1 (A) ΑΑΔ 577, μεταξύ άλλων). Η θέση ότι δεν εφαρμόζεται συμψηφισμός στο κυπριακό δίκαιο ενισχύεται και από την Δ.19 θ.3 των Θ.Π.Δ. σύμφωνα με την οποία ποσά που απορρέουν από αμοιβαίες αλλά ανεξάρτητες υποχρεώσεις δημιουργούν αιτία ξεχωριστής αγωγής ή ανταξίωσης. Αλλά ακόμη και εάν η θέση της Εναγόμενης είναι ότι το αντικείμενο της συμφωνίας ήταν η ίδια η απομείωση του εν λόγω ποσού από τον λογαριασμό της, τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω στην παράγραφο 27 πάλι θα εφάρμοζαν. Υπενθυμίζεται επίσης ότι αποκλεισμός της ανταπαίτησης μπορεί να διαταχθεί και παρά την συγγενικότητα των επιδίκων θεμάτων.
29. Από την άλλη, η ανταπαίτηση της Εναγόμενης στην έκταση που αφορά την διεκδίκηση του ποσού των €17.475,30 και του διατάγματος με το οποίο διατάσσονται οι Ενάγοντες να προβούν σε επιδιορθώσεις, βασίζεται επί ισχυριζόμενης αμέλειας και/ή παράβασης νόμιμων καθηκόντων των Εναγόντων από το 2011 έως και το 2023, σε σχέση με φωταγωγούς της επίδικης πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημιών στα επίδικα ακίνητα, τις οποίες με δικά της έξοδα επιδιόρθωσε η Εναγόμενη. Δηλαδή, δεν αφορά κατ’ισχυρισμόν αμέλεια των Εναγόντων που σχετίζεται με την χρέωση ή διεκδίκηση κοινόχρηστων δαπανών, το οποίο αποτελεί αντικείμενο της απαίτησης τους. Παρόλο που με βάση την νομολογία η μεταξύ των επίδικων θεμάτων συνάφεια δεν αποτελεί προϋπόθεση για την έγερση ανταπαίτησης, εντούτοις, κρίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση η εκδίκαση του συγκεκριμένου μέρους της ανταπαίτησης με την απαίτηση θα προκαλέσει καθυστέρηση στην εκδίκαση της αγωγής και δυσχέρεια στους Ενάγοντες. Όπως προκύπτει από τα δικόγραφα η Εναγόμενη αναμένεται να προσκομίσει μαρτυρία προς απόδειξη, μεταξύ άλλων, της αιτίας που προκάλεσε την ισχυριζόμενη ζημιά στα επίδικα ακίνητα, του ύψους της ζημιάς αυτής, των ποσών που κατέβαλε ως αποτέλεσμα της ζημιάς, καθώς και μαρτυρία προς απόδειξη της ισχυριζόμενης ευθύνης και καθήκοντος επιμέλειας των Εναγόντων και παράβασης αυτών. Η εν λόγω μαρτυρία εκτείνεται σε περίοδο που ανατρέχει στο 2011, περιλαμβάνει τεχνικά ζητήματα τα οποία πιθανότατα να απαιτούν την εκατέρωθεν προσαγωγή μαρτυρίας από εμπειρογνώμονες των σχετικών κλάδων, και αποτελεί μαρτυρία που δεν θα απαιτείτο στα πλαίσια εκδίκασης της απαίτησης των Εναγόντων. Οι Ενάγοντες σε σχέση με το εν λόγω σκέλος της Ανταπαίτησης, εγείρουν επίσης διάφορα νομικά ζητήματα όπως παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων και απουσίας αναγκαίων διαδίκων τα συμφέροντα των οποίων θα επηρεαστούν από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος επιδιόρθωσης. Τα προαναφερόμενα θα προστεθούν στα νομικά ζητήματα που θα πρέπει το Δικαστήριο να εξετάσει. Συνεπώς, είναι έκδηλο ότι η εκδίκαση της αγωγής θα περιπλεχθεί.
30. Δεν διέλαθε της προσοχής μου η θέση της Εναγόμενης ότι η αξίωση των Εναγόντων αφορά και κόστος εργασιών ανακαίνισης, το οποίο έχει καταστήσει επίδικο και συνεπώς θα κληθούν έτσι και αλλιώς οι Ενάγοντες να δικαιολογήσουν τις σχετικές χρεώσεις με την παρουσίαση μαρτυρίας της φύσεως που θα παρουσίαζαν και στα πλαίσια εκδίκασης της ανταπαίτησης. Όντως, με βάση το Άρθρο 38ΙΑ(1) Μέρος ΙΙΑ του Κεφ.224, η αναγκαιότητα των κοινόχρηστων δαπανών αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή τους. Προκύπτει όμως ως μη αμφισβητούμενο από τη δικογραφία, ότι οι διεκδικούμενες από πλευράς των Εναγόντων δαπάνες που αφορούν εργασίες ανακαίνισης στην επίδικη πολυκατοικία, διεκδικούνται προκαταβολικά, εφόσον οι εργασίες δεν έχουν ακόμη διεκπεραιωθεί. Η έκταση της σχετικής μαρτυρίας που θα αναμένετο να προσαχθεί στα πλαίσια της απαίτησης, για το κατά πόσο είναι αναγκαίες οι εργασίες ανακαίνισης για να καταστούν συνεπακόλουθα ‘αναγκαίες’ οι αντίστοιχες δαπάνες που διεκδικούν οι Ενάγοντες για το 2020-2023, δεν είναι λογικό ούτε αναμενόμενο να ανατρέχει σε περίοδο από το 2011, περίοδο επί της οποίας βασίζει την ανταπαίτηση της η Εναγόμενη. Δεν αποκλείεται επίσης η πιθανότητα να προκληθεί και πρακτική δυσκολία στην πλευρά των Εναγόντων για την εξασφάλιση μαρτυρίας που αφορά την εν λόγω περίοδο. Αλλά ούτε, κατά την άποψη μου, προκύπτει οιαδήποτε συνάφεια μεταξύ των επίδικων θεμάτων σε σχέση με τις ανακαινίσεις στις οποίες επιθυμούν να προβούν οι Ενάγοντες επί της επίδικης πολυκατοικίας με τα ζητήματα που αφορούν τις επιδιορθώσεις επί των επίδικων ακινήτων εις τις οποίες ισχυρίζεται ότι ήδη προέβη η Εναγόμενη, ώστε να καταστεί πρακτικό και λογικό να αξιοποιηθεί η ίδια μαρτυρία κατά την παράλληλη εκδίκαση της απαίτησης με την ανταπαίτηση.
31. Δεν με βρίσκει σύμφωνη επίσης η θέση της Εναγόμενης ότι, εφόσον αμφισβητείται η από πλευράς των Εναγόντων συμμόρφωση με τις εκ του Νόμου υποχρεώσεις τους στα πλαίσια της απαίτησης, είναι αναγκαίο και πρόσφορο να εκδικαστεί μαζί με την ανταπαίτηση. Ως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω, τα επίδικα ζητήματα που προκύπτουν σε σχέση με την απαίτηση των Εναγόντων περιορίζονται στο κατά πόσο δύναται να διεκδικούν οι Ενάγοντες το συγκεκριμένο ποσό για κοινόχρηστες δαπάνες εναντίον της Εναγόμενης. Η ιδιότητα των Εναγόντων δεν αμφισβητείται από πλευράς της Εναγόμενης ούτε η γενική υποχρέωση της να καταβάλει κοινόχρηστα σ ’αυτούς. Κατά συνέπεια, τα επίδικα ζητήματα της απαίτησης είναι πολύ πιο απλά συγκριτικά με τα θέματα που προκύπτουν από την ανταπαίτηση της και περιορισμένα τόσο σε αριθμό αλλά και σε χρονική περίοδο.
32. Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η μαρτυρία που θα απαιτηθεί στα πλαίσια των επίδικων ζητημάτων που εγείρονται στην Ανταπαίτηση θα επιφέρει σημαντική δυσχέρεια στους Ενάγοντες και σημαντική καθυστέρηση στην υπόθεση, εφόσον η μαρτυρία η οποία θα προσαχθεί προς απόδειξη της ανταπαίτησης και προς υπεράσπιση αυτής, θα είναι πολύ μεγαλύτερη σε έκταση και παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη και τα διάφορα νομικά ζητήματα που ενδεχομένως να εγερθούν, τις διαφορετικές νομικές βάσεις και επίδικα ζητήματα που δημιουργούνται, πολύ πιο περίπλοκη. Από την άλλη η Αγωγή αφορά συγκεκριμένα επίδικα θέματα αναφορικά με την λειτουργία της διαχειριστικής επιτροπής, την καταβολή κοινόχρηστων εξόδων και τον διαμερισμό αυτών μεταξύ των ιδιοκτητών κάθε μονάδας για μια περιορισμένη περίοδο.
VIII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
33. Στη βάση των πιο πάνω η παρούσα κρίνεται από τις περιπτώσεις που συντρέχουν λόγοι για να μην εκδικαστεί η ανταπαίτηση στα πλαίσια της παρούσας αγωγής και το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια θα πρέπει να εκδώσει διάταγμα αποκλεισμού της.
34. Συνεπώς η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται Διάταγμα αποκλεισμού της ανταπαίτησης από την παρούσα αγωγή.
35. Τα έξοδα της αίτησης όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων /Αιτητών και εναντίον της Εναγόμενης/Καθ' ης η αίτηση τα οποία θα είναι καταβλητέα στο τέλος της διαδικασίας.
(Υπ.)............................
Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο