
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Αριθμός Απαίτησης: 572/2024 (i-justice)
Μεταξύ:
Μαρίας Κόκκινου
Ενάγουσας
και
1. Κούλλας Σπύρου
2. Μαρίνου Αλεξάνδρου
Εναγόμενων
--------------------
Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης, ημερομηνίας 14/11/2024
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 3/4/2025
EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για ενάγουσα - αιτήτρια: κ. Ο. Καΐλης με κα Α. Αμποβιάν, για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε.
Για εναγόμενους 1 και 2 - καθ’ ων η αίτηση: κ. Μ. Γαβριηλίδης, για ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ & ΤΙΜΟΘΕΟΥ ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ενάγουσα καταχώρησε την αγωγή της με έντυπο απαίτησης μαζί με έκθεση απαίτησης, στις 18/6/2024. Με αυτή αξιώνει εναντίον των εναγόμενων τα ακόλουθα:
«Α) Αναγνωριστική απόφαση ή/και Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη 1 ή/και μέλη της οικογένειας του ή/και αντιπρόσωποι του ή/και υπάλληλοι της ή/και οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν κατόπιν εντολών της, ουδέν δικαίωμα έχουν να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο ή/και να χρησιμοποιούν ή/και να διαμένουν ή/και να κατέχουν με οποιονδήποτε τρόπο ή/και να εισέρχονται ή/και να εκμεταλλεύονται ή/και να καρπούνται με οποιονδήποτε τρόπο στο διαμέρισμα με αριθμό 102, [ ] Κωρτ, στην οδό [ ] 17, 3066 Λεμεσό ή/και
(Β) Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την Εναγόμενη 1 ή/και μέλη της οικογένειας της ή/και αντιπροσώπους της ή/και υπαλλήλους της ή/και οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν κατόπιν εντολών του, όπως εκκενώσουν και παραδώσουν κενή και ελεύθερη την κατοχή του διαμερίσματος με αριθμό 102, [ ] Κωρτ, στην οδό [ ] 17, 3066 Λεμεσό αμέσως ή/και εντός του χρόνου που ήθελε καθορίσει ως δίκαιο και εύλογο το Δικαστήριο ή/και
(Γ) Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την Εναγόμενη 1 ή/και μέλη της οικογένειας της ή/και αντιπροσώπους της ή/και υπαλλήλους της ή/και οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν κατόπιν εντολών της, όπως παύσουν κάθε επέμβαση που προκαλούν με πράξεις ή/και παραλείψεις ή/και μετακινήσουν οποιαδήποτε αντικείμενα ή/και έπιπλα ή/και οικιακές συσκευές έχουν τοποθετηθεί εντός του διαμερίσματος ή/και απαγορεύσουν σ' αυτούς από του να επεμβαίνουν επί του διαμερίσματος με αριθμό 102, [ ] Κωρτ, στην οδό [ ] 17, 3066 Λεμεσό αμέσως ή/και εντός του χρόνου που ήθελε καθορίσει ως δίκαιο και εύλογο το Δικαστήριο ή/και
(Δ) Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον του Εναγόμενους αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να καταβάλουν στην Ενάγουσα το ποσό των €3.529,84 που αφορά καθυστερημένα και οφειλόμενα ενοίκια μέχρι και τις 14/9/2023 ή/και
(Ε) Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον του Εναγόμενους αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να καταβάλουν στην Ενάγουσα το ποσό των €16.000,00 και/ή οποιοδήποτε άλλο ποσό κρίνει το Δικαστήριο ορθό και δίκαιο, το οποίο αντιστοιχεί σε ενδιάμεση οφέλη από 15/9/2023 μέχρι και σήμερα, ή/και
(Στ) Απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον του Εναγόμενους αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα να καταβάλουν στην Ενάγουσα ενδιάμεσα οφέλη ύψους €1.600,00 μηνιαίως ή/και οποιοδήποτε άλλο ποσό ήθελε καθορίσει το Δικαστήριο από 15/7/2024 μέχρι εκκενώσεως και παραδόσεως κενής κατοχής του διαμερίσματος, ή/και
(ΣΤ) Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαια και εύλογη υπό τις περιστάσεις, ή/και
(Ζ) Νόμιμο Τόκο από την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, ή/και
(Η) Δικαστικά έξοδα, δικηγορικά έξοδα, έξοδα επίδοσης πλέον Φ.Π.Α.»
Οι εναγόμενοι, στις 11/9/2024 καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης, ενώ η ενάγουσα, στις 14/11/2024 καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του εναγόμενων.
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η ενάγουσα και σ’ αυτή επισυνάπτονται διάφορα τεκμήρια.
Οι εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 10 λόγους και υποστηρίζεται ένορκη δήλωση στην οποία προέβησαν οι εναγόμενοι από κοινού.
Παρεμβάλλεται ότι τόσο η αγωγή όσο και η υπό κρίση αίτηση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των - νέων - Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «ΚΠΔ»).
Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας που αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω το περιεχόμενο των παραπάνω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
Η αίτηση διέπεται από το Μέρος 24 των ΚΠΔ, το οποίο ακολουθεί αυτούσιο:
«24.1. Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους
(1) To παρόν Μέρος παραθέτει τη διαδικασία με την οποία το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη.
(2) To δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου σε οποιοδήποτε είδος δικαστικής διαδικασίας.
24.2. Λόγοι έκδοσης συνοπτικής απόφασης
(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:
(α) κρίνει ότι:
(i) ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή
(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και
(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.
24.3. Διαδικασία
(1) Ενάγων δεν δύναται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης μέχρις ότου ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια.
(2) Αν ενάγων αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης προτού ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση καταχωρίσει υπεράσπιση, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να καταχωρίσει υπεράσπιση πριν από την ακρόαση.
(3) Όταν ορίζεται ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση, δίδεται στον καθ’ ου η αίτηση (ή στους διαδίκους όταν η ακρόαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο) ειδοποίηση τουλάχιστον 14 ημερών για την ημερομηνία ακρόασης.
24.4. Η Αίτηση
(1) Υπό την επιφύλαξη των προνοιών του παρόντος Μέρους, η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23.
(2) Η αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή ή επιδίδεται με αυτή:
(α) προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής, ή/και
(3) Εκτός αν η ίδια η αίτηση περιέχει το σύνολο τής μαρτυρίας (αν υπάρχει) στην οποία στηρίζεται ο αιτητής, η αίτηση πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία στηρίζεται ο αιτητής. Αυτό δεν επηρεάζει το δικαίωμα του αιτητή να καταχωρίσει πρόσθετη μαρτυρία, δυνάμει του κανονισμού 24.5(2).
24.5. Μαρτυρία για σκοπούς ακρόασης αίτησης για συνοπτική απόφαση
(1) Αν ο καθ’ ου η αίτηση σε αίτηση για συνοπτική απόφαση επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία στην ακρόαση, αυτός :
(α) καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και
(β) επιδίδει αντίγραφο αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στην αίτηση, τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, εκτός αν το δικαστήριο δώσει διαφορετικές οδηγίες.
(2) Αν ο αιτητής επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία προς απάντηση, αυτός :
(α) καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και
(β) επιδίδει αντίγραφο αυτής στον καθ’ ου η αίτηση, τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, εκτός αν το δικαστήριο δώσει διαφορετικές οδηγίες.
(3) Όταν ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο χωρίς την έκδοση άλλων οδηγιών:
(α) οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία κατά την ακρόαση:
(i) καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και
(ii) εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, επιδίδει αντίγραφα αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία, τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης·
(β) οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία κατά την ακρόαση προς απάντηση γραπτής μαρτυρίας οποιουδήποτε άλλου διαδίκου :
(i) καταχωρίζει τη γραπτή απαντητική μαρτυρία· και
(ii) εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, επιδίδει αντίγραφα αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία, τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης.
(4) Ο παρών κανονισμός δεν απαιτεί:
(α) την καταχώριση γραπτής μαρτυρίας αν αυτή έχει ήδη καταχωριστεί· ή
(β) την επίδοση γραπτής μαρτυρίας σε διάδικο στον οποίο έχει ήδη επιδοθεί.
(5) Το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας, η οποία καταχωρίζεται επιβεβαιώνεται με δήλωση αληθείας.
24.6. Διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο
(1) Τα διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο κατόπιν αίτησης, δυνάμει του Μέρους 24 περιλαμβάνουν:
(α) απόφαση επί της απαίτησης,
(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης,
(γ) απόρριψη της αίτησης,
(δ) διάταγμα υπό όρους.
(2) Διάταγμα υπό όρους είναι διάταγμα το οποίο απαιτεί από διάδικο:
(α) να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή
(β) να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση τού διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.
(3) Το δικαστήριο δύναται επίσης:
(α) να δώσει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση υπεράσπισης·
(β) να δώσει περαιτέρω οδηγίες για τη διαχείριση της υπόθεσης.
24.7. Παραμερισμός διατάγματος συνοπτικής απόφασης
(1) Αν εκδοθεί διάταγμα για συνοπτική απόφαση εναντίον καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στην ακρόαση της αίτησης, ο καθ’ ου η αίτηση δύναται να αιτηθεί τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση του διατάγματος.
(2) Κατά την ακρόαση αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ως κρίνει δίκαιο.»
Από την παραπάνω πρόνοια - για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτουν τα εξής:
Το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον του εναγόμενου σε σχέση με όλες ή για μερικές από τις αξιώσεις του ενάγοντα, εάν κρίνει ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση, δηλαδή την αγωγή και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.
Ο ενάγοντας, εκτός εάν έχει εξασφαλίσει την άδεια του Δικαστηρίου, μέχρις ότου ο εναγόμενος καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, δεν μπορεί να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23 των ΚΠΔ και η αίτηση ή η υποστηρικτική της μαρτυρία, θα πρέπει, πρώτο, να προσδιορίζει περιεκτικά το νομικό σημείο/σημεία ή την πρόνοια/πρόνοιες στο έγγραφο/έγγραφα στα οποία στηρίζεται ο ενάγοντας ή/και, να αναφέρει ότι η αίτηση υποβάλλεται διότι ο ενάγοντας πιστεύει ότι με βάση τη μαρτυρία, ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και ότι δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η αίτηση πρέπει να εκδικαστεί. Η φράση «ή/και» έχει την έννοια ότι αρκεί να ικανοποιείται η μια από τις δυο αυτές απαιτήσεις. Δεύτερο, δεδομένου ότι η αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23, για σκοπούς στοιχειοθέτησής της απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας, επί της ουσίας της απαίτησης η οποία μπορεί να προκύπτει είτε από στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης είτε από το περιεχόμενο σχετικών ενόρκων δηλώσεων, οι οποίες θα πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση. Εκτός εάν το σύνολο της μαρτυρίας στην οποία στηρίζεται η αίτηση περιέχεται στην ίδια την αίτηση, αυτή θα πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία στηρίζεται ο ενάγοντας, χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμά του να καταχωρήσει πρόσθετη μαρτυρία.
Η βασική διαφορά που διέπει την αίτηση έκδοσης συνοπτικής απόφασης με βάση το Μέρος 24 των ΚΠΔ από την αίτηση η οποία εδράζεται στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έγκειται στο γεγονός, ότι στην πρώτη περίπτωση, όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις καθίστανται δικαιοδοτικής φύσεως, υπό την έννοια ότι, το δικαίωμα του ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θεμελιώνεται, νοουμένου ότι όλες αυτές οι προϋποθέσεις αποδειχθεί ότι πληρούνται σωρευτικά.
Για να επιληφθεί το Δικαστήριο αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης, η οποία εδράζεται στη Δ.18, κατά πάγια νομολογία, θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες τρεις, προκαταρκτικές - δικαιοδοτικής φύσεως, προϋποθέσεις:
Πρώτο, το κλητήριο ένταλμα θα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο, δυνάμει της Δ.2 Θ.6, δεύτερο, ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση, και τρίτο, αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προσώπου που να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται καθώς και να δηλώνει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, The Chain Gulf Traders Ltd κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (1997) 1(B) Α.Α.Δ. 1168, Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818 κ.ο.κ.).
Αν διαπιστωθεί ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται το δικαίωμα του ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θεμελιώνεται, ενώ την ίδια ώρα, το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης μετατοπίζεται στον εναγόμενο (βλ. Kyprianides v. Ioannou (1961) 1 C.L.R. 265, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333 κ.α.).
Πλέον, δηλαδή, για όσες αιτήσεις έχουν δικαιοδοτικό υπόβαθρο το Μέρος 24 των ΚΠΔ δεν τίθεται θέμα μετατόπισης βάρους, υπό την εξής έννοια: Ο ενάγοντας οφείλει να αποδείξει με θετικό τρόπο ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση, δηλαδή στην αγωγή και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί με δίκη. Δηλαδή, ο ενάγοντας δεν αρκεί να το δηλώνει απλώς αυτό, αλλά απαιτείται και να το αποδεικνύει. Και η απόδειξή του εξυπακούει παράθεση εκ μέρους του, ικανοποιητικών στοιχείων μαρτυρίας που να στοιχειοθετούν τόσο την απαίτησή του όσο και τη θέση του ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί με δίκη. Δηλαδή, κατόπιν πλήρους ακρόασης.
Εάν το πετύχει αυτό γίνεται αντιληπτό, ότι δεν τίθεται θέμα μετατόπισης βάρους στον εναγόμενο και υποχρέωσής του να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης, αλλά, απλώς, απόσεισης του αρχικού συμπεράσματος/διαπίστωσης του Δικαστηρίου, περί απόδειξης των παραπάνω.
Παρά τις διαφορές που διέπουν την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης με βάση τις πρόνοιες του Μέρους 24 των ΚΠΔ από την αντίστοιχη αίτηση η οποία διέπεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, έχω τη γνώμη, ότι οι ακόλουθες νομολογιακές αρχές ισχύουν και στις δυο περιπτώσεις.
Σύμφωνα με την Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 Α.Α.Δ. 148:
«…είναι γνωστό ότι η δυνατότητα που παρέχεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προς έκδοση συνοπτικής απόφασης, αποτελεί τον επιτρεπόμενο δικονομικά τρόπο παράκαμψης της συνήθους διεξαγωγής της δίκης και κατά συνέπεια αποτελεί από αυτή την άποψη ένα εξαιρετικό μέτρο. Προσφέρεται στα πλαίσια όσο το δυνατόν γρήγορης απονομής της δικαιοσύνης ….. Αναμφίβολα η εξουσία του Δικαστηρίου κάτω από τη Δ.18 ασκείται με φειδώ …. »
Αναφορικά με το σκοπό της διαδικασίας για συνοπτική απόφαση σύμφωνα με τη Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818 είναι:
«…κυρίως η ταχύτητα, δηλαδή να λαμβάνει ο ενάγων έγκαιρα απόφαση εκεί που τα γεγονότα είναι τέτοια που δείχνουν ότι η απαίτηση του είναι τόση καθαρή που να μην χρειάζεται κανονική δίκη,…»
Στην υπό εξέταση περίπτωση αποτελεί γεγονός, ότι οι εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και ακολούθως, η ενάγουσα, την υπό κρίση αίτηση η οποία υποβλήθηκε σύμφωνα με το Μέρος 23 των ΚΠΔ. Αποτελεί επίσης γεγονός, ότι η μαρτυρία που υποστηρίζει την αίτηση προσδιορίζει περιεκτικά, τόσο τα νομικά σημεία όσο και τις πρόνοιες στα έγγραφα στα οποία στηρίζεται η ενάγουσα. Προς τούτο παραπέμπω στο περιεχόμενο, τόσο της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας όσο και των επισυνημμένων σ’ αυτή, εγγράφων/τεκμήριων. Θα έλεγα πως, ούτε και υπάρχει περί αντιθέτου θέση από τους εναγόμενους.
Ό,τι απομένει προς εξέταση - που είναι και το πλέον σημαντικό - είναι να εξεταστεί κατά πόσο η ενάγουσα έχει αποδείξει ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον τους απαίτηση, δηλαδή στην αγωγή και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.
Οι βασικές θέσεις της ενάγουσας, τις οποίες προβάλλει δικογραφικά και επαναλαμβάνει στο πλαίσιο της ένορκης δήλωσής της που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, οι οποίες συνθέτουν τη βάση της αγωγής της και θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμά της και τις παραπάνω αξιώσεις της εναντίον των εναγόμενων, είναι οι εξής:
Η ίδια είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια ενός διαμερίσματος στη Λεμεσό («στο εξής «επίμαχο διαμέρισμα»). Η πολυκατοικία στην οποία βρίσκεται το επίμαχο διαμέρισμα ανεγέρθηκε περί το έτος 2007. Κατόπιν γραπτής συμφωνίας μεταξύ ενάγουσας και εναγόμενης («στο εξής «επίδικη σύμβαση») - την οποία εγγυήθηκε ο εναγόμενος - η οποία έγινε κατά ή περί τις 15/11/2015, η ενάγουσα νοίκιασε στην εναγόμενη το επίμαχο διαμέρισμα, για την περίοδο από 15/11/2015 μέχρι 14/11/2016. Ήταν ρητός όρος της επίδικης σύμβασης ότι δε θα ανανεωνόταν αυτόματα, ως επίσης και ότι το ενοίκιο θα καταβαλλόταν μηνιαίως.
Η περίοδος ενοικίασης έληξε κατά τις 14/11/2016 και δεν ανανεώθηκε και έκτοτε έως και τις 14/9/2023, η εναγόμενη 1 κατείχε το επίμαχο διαμέρισμα με ενοικίαση από μήνα σε μήνα.
Η ενάγουσα, με επιστολή των δικηγόρων της, ημερομηνίας 19/7/2023, η οποία επιδόθηκε στην εναγόμενη, στις 2/8/2023 τερμάτισε την, από μήνα σε μήνα ενοικίαση του επίμαχου διαμερίσματος, στις 14/9/2023 και κάλεσε την εναγόμενη να παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή του διαμερίσματος. Με την ίδια επιστολή, την κάλεσε να καταβάλει και το ποσό των €3.529,84 που αντιστοιχούσε σε απλήρωτα ενοίκια μέχρι τότε.
Η εναγόμενη δεν παρέδωσε την κατοχή του επίμαχου διαμερίσματος και δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό. Το τελευταίο μηνιαίο ενοίκιο που καταβαλλόταν ανερχόταν στο ποσό των €600. Ενόψει τούτου, η εναγόμενη από 15/9/2023 κατέστη παράνομη επεμβασίας.
Όσα ακολουθούν είναι από την ένορκη δήλωση της ενάγουσας:
Στις 5/4/2024 αποστάλθηκε στους εναγόμενους επιστολή (πρωτόκολλο) με το οποίο εκτέθηκαν τα σχετικά γεγονότα και προβλήθηκαν οι αξιώσεις της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι απάντησαν στην εν λόγω επιστολή, στις 23/4/2024, λέγοντας ότι δεν παραδέχονται τα όσα αναφέρονται στην επιστολή της ενάγουσας, προβάλλοντας κάποιες έωλες και παράλογες δικαιολογίες, χωρίς να επισυνάψουν οποιαδήποτε έγγραφα.
Το ποσό που οφείλει η εναγόμενη υπό μορφή ενοικίων μέχρι και τις 14/9/2023 ανέρχεται σε €3.529,84.
Εξ όσων συμβουλεύεται, από τις 15/9/2023 και εντεύθεν, όπου η εναγόμενη κατέχει το επίμαχο διαμέρισμα παράνομα, το μέτρο αποζημίωσης είναι η ενοικιαστική αξία του υποστατικού, που διαπιστώνεται αντικειμενικά και όχι το όφελος που στην πραγματικότητα προσπορίστηκε ο παράνομος κάτοχος. Ανάθεσε σε ανεξάρτητο εκτιμητή και συγκεκριμένα, στον κ. Ιωάννη Πολυβίου, να προχωρήσει σε εκτίμηση αναφορικά με τη μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος και σύμφωνα με την εκτίμησή του, αυτή ανέρχεται σε €1.580. Ως εκ τούτου, για την περίοδο από 15/9/2023 μέχρι και τις 14/11/2024 αξιώνει το συνολικό ποσό των €20.540 (13 μήνες x €1.580). Επιπλέον αξιώνει μηνιαίως το ποσό των €1.580 από 15/11/2024 μέχρι παραδόσεως της κατοχής.
Όλα τα πιο πάνω, τα αξιώνει και από τον εναγόμενο, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με την εναγόμενη, καθότι αυτός εγγυήθηκε πιστή τήρηση των υποχρεώσεών της.
Πραγματικά πιστεύει ότι οι εναγόμενοι στερούνται υπεράσπισης και/ή καλής υπεράσπισης και δεν μπορούν να αντικρούσουν την παρούσα αγωγή. Γι’ αυτό ζητά την έκδοση απόφασης εναντίον τους.
Να πω απλώς, ότι οι 5 από τις 7 συνολικά αξιώσεις της ενάγουσας, για τις οποίες, με την παράγραφο 25 της ένορκης δήλωσής της ζητά την έκδοση απόφασης εναντίον των εναγόμενων είναι ίδιες ακριβώς με τις αντίστοιχες αξιώσεις της που περικλείονται στο έντυπο απαίτησης, για τις οποίες ζητά την έκδοση απόφασης με την έκθεση απαίτησης. Εκεί όπου υπάρχει διαφοροποίηση είναι στην 5η και 6η αξίωσή της - υπό (Ε) και (Στ) στο έντυπο απαίτησης, η οποία, ωστόσο, δεν είναι τόσο ουσιαστική, υπό την εξής έννοια. Ενώ με την 5η αξίωσή της, με βάση το έντυπο απαίτησης ζητά την έκδοση απόφασης για το συνολικό ποσό των €16.000, υπό μορφή ενδιάμεσων οφελών από 15/9/2023 «μέχρι και σήμερα», με την παράγραφο 25 (Ε) της ένορκης δήλωσής της που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, το αντίστοιχο ποσό για το οποίο ζητά την έκδοση απόφασης ανέρχεται σε €20.540 και αφορά την περίοδο από 15/9/2023 μέχρι 14/11/2024.
Η εξήγηση για τη σχετική διαφοροποίηση απορρέει από τη μαρτυρία της ενάγουσας και όπως θα διαφανεί αμέσως, επί της ουσίας καθιστά τη διαφοροποίηση προς όφελος των εναγόμενων.
Η διαφοροποίηση οφείλεται στο γεγονός, ότι στην έκθεση απαίτησης, βάση υπολογισμού του συνολικού ποσού που συνθέτει τη συγκεκριμένη αξίωση αποτελεί η δικογραφημένη θέση της ενάγουσας ότι η μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος κυμαίνεται πέριξ των €1.600. Δεδομένου ότι η ενάγουσα τερμάτισε την κατ’ ισχυρισμό της, από μήνα σε μήνα, ενοικίαση του επίμαχου διαμερίσματος, στις 14/9/2023, το συνολικό ποσό των €16.000 προκύπτει με πολλαπλασιασμό του ποσού των €1.600 (μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος) x 10 (που είναι οι μήνες που μεσολάβησαν από τις 15/9/2023 μέχρι και τις 15/6/2024 που είναι η ημερομηνία καταβολής του τελευταίου οφειλόμενου μηνιαίου ενοικίου, πριν από την καταχώρηση της αγωγής, την επομένη, 18/6/2024). Με την παράγραφο 25 (Ε), η ενάγουσα ζητά την έκδοση απόφασης, για το συνολικό ποσό των €20.540, επειδή, με βάση πλέον, έκθεση εκτίμησης, η μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος καθορίστηκε στο ποσό των €1.580 - αντί €1.600 - και η σχετική αξίωση καλύπτει την περίοδο από 15/9/2023 μέχρι και τις 14/11/2024 που είναι η ημερομηνία καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης (€1.580 x 13 = €20.540). Μάλιστα, σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί η εν λόγω αξίωση, οι εναγόμενοι θα επωφεληθούν και ενός ενοικίου, καθώς τα ενοίκια για την περίοδο που καλύπτει η συγκεκριμένη αξίωση είναι 14 και όχι 13 για τα οποία η ενάγουσα ζητά την έκδοση απόφασης εναντίον τους.
Για τους ίδιους ακριβώς λόγους διαφοροποιείται και η 6η αξίωση της ενάγουσας, καθώς αυτή, ενώ δικογραφικά ζητά την έκδοση απόφασης για το ποσό των €1.600 μηνιαίως, υπό μορφή ενδιάμεσων οφελών από 15/7/2024 μέχρι την παράδοση κενής κατοχής του επίμαχου διαμερίσματος, με την παράγραφο 25 (Στ) της ένορκης δήλωσής της που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση ζητά την έκδοση απόφασης για ποσό των €1.580 και για την περίοδο από 15/11/2024 μέχρι την παράδοση κενής κατοχής του επίμαχου διαμερίσματος.
Έχοντας υπόψη και τη δήλωση του ευπαίδευτου δικηγόρου της ενάγουσας - κατά την ακρόαση της αίτησης - ότι σε περίπτωση που εκδοθεί απόφαση για τις αξιώσεις της, της παραγράφου 25 (Α) (Β) (Γ) (Ε) (Στ) και (Ζ) αυτή δε θα προωθήσει και εγκαταλείπει την αξίωσή της, της υποπαράγραφου (Δ) παρατηρώ τα εξής:
Οι εναγόμενοι, με την ένορκη δήλωσή τους που υποστηρίζει την ένστασή τους στην αίτηση αρνούνται ότι η ενάγουσα είναι ιδιοκτήτρια του επίδικου διαμερίσματος και ότι το νοίκιασε στην εναγόμενη με την επίδικη σύμβαση. Ισχυρίζονται ότι οποιαδήποτε συμφωνία, πραγματοποιήθηκε μεταξύ των ίδιων και του πατέρα της ενάγουσας.
Ουδεμία τέτοια συμφωνία έχει τεθεί ενώπιόν μου από τους εναγόμενους, σε αντίθεση με την ενάγουσα, η οποία έθεσε ενώπιόν μου, τόσο τον τίτλο ιδιοκτησίας του επίμαχου διαμερίσματος, από τον οποίο προκύπτει ότι πράγματι, η ίδια είναι ιδιοκτήτρια του επίμαχου διαμερίσματος όσο και την επίδικη σύμβαση, από την οποία προκύπτει ότι πράγματι, αυτή συνάφθηκε μεταξύ της ίδιας και της εναγόμενης, με εγγυητή, όλων των υποχρεώσεων της τελευταίας που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση έναντι της ενάγουσας, τον εναγόμενο.
Όμως, το παράδοξο - ας μου επιτραπεί να πω - είναι ότι οι εναγόμενοι, στη συνέχεια και συγκεκριμένα, με την παράγραφο 6 της ένορκης δήλωσής τους, όπως αναφέρουν «Άνευ βλάβης των δικαιωμάτων τους» αποδέχονται το περιεχόμενο των παραγράφων 6 μέχρι 9 της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας. Να πω απλώς, ότι με αυτές τις παραγράφους, η ενάγουσα αναφέρεται στους όρους της επίδικης σύμβασης - την οποία οι εναγόμενοι προηγουμένως αρνούνται - στη διάρκειά της, στον όρο περί μη αυτόματης ανανέωσής της, ότι την εγγυήθηκε ο εναγόμενος, ότι πρόκειται για το τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση της ενάγουσας, η επίδικη σύμβαση, ότι η περίοδος ενοικίασης έληξε κατά τις 14/11/2016 και δεν ανανεώθηκε και ότι έκτοτε μέχρι και τις 14/9/2023, η εναγόμενη κατείχε το επίμαχο διαμέρισμα με ενοικίαση, από μήνα σε μήνα.
Οι εναγόμενοι, με την παράγραφο 7 απορρίπτουν κατηγορηματικά το περιεχόμενο των παραγράφων 10 και 11 της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας και ισχυρίζονται ότι αυτή επιχείρησε παράνομα να τερματίσει την επίδικη σύμβαση, ισχυριζόμενη ψευδώς την ύπαρξη οφειλόμενων ενοικίων.
Για την ώρα περιορίζομαι να πω τα εξής:
Η ενάγουσα δεν επιχείρησε να τερματίσει, αλλά τερμάτισε την επίδικη σύμβαση. Την τερμάτισε με την επιστολή των δικηγόρων της, ημερ. 19/7/2023 την οποία επέδωσε στην εναγόμενη, στις 2/8/2023 (βλ. το τεκμ. 3 στην ένορκη δήλωση της ενάγουσας, η σχετική επιστολή με επισυνημμένη την ένορκη δήλωση επίδοσής της). Κατά πόσο ήταν νόμιμος ο τερματισμός ή όχι, θα με απασχολήσει σε κατοπινό στάδιο.
Άξιο αναφοράς είναι το περιεχόμενο και της παραγράφου 9 της ένορκης δήλωσης των εναγόμενων με την οποία και πάλιν «Άνευ βλάβης των δικαιωμάτων» τους αποδέχονται το περιεχόμενο της παραγράφου 12 της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας, διευκρινίζοντας ότι το αρχικό συμφωνηθέν ποσό ήταν €530, το οποίο, κατά ή περί το 2020 συμφωνήθηκε η αύξησή του στο ποσό των €600. Να πω και πάλιν, ότι η ενάγουσα, στην παράγραφο 12 της ένορκης δήλωσής της αναφέρει ότι το τελευταίο μηναίο ενοίκιο που καταβαλλόταν ανερχόταν σε €600.
Οι εναγόμενοι, με την παράγραφο 10 της ένορκης δήλωσής τους απορρίπτουν κατηγορηματικά το περιεχόμενο της παραγράφου 13 της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας και αναφέρουν ότι ουδεμία παράνομη επέμβαση υφίσταται, καλώντας την σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Να πω και πάλιν, ότι η ενάγουσα, στην παράγραφο 13 της ένορκης δήλωσής της ισχυρίζεται ότι η εναγόμενη από τις 15/9/2023 κατέστη παράνομη επεμβασίας του επίμαχου διαμερίσματος.
Απ’ όσα αναφέρουν οι εναγόμενοι στη συνέχεια σημειώνω την παραδοχή τους ότι παρέλαβαν την επιστολή (πρωτόκολλο) στην οποία απάντησαν (τεκμ. 4 και 5 στην ένορκη δήλωση της ενάγουσας) και κυρίως, την παραδοχή τους στην παράγραφο 21, ότι η τελευταία πληρωμή ενοικίου έγινε στις 22/9/2023.
Οι εναγόμενοι, με την παράγραφο 24 της ένορκης δήλωσής τους απορρίπτουν κατηγορηματικά το περιεχόμενο των παραγράφων 19 μέχρι 22 της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας. Η τελευταία, στην παράγραφο 19 προβάλλει τη νομική θέση ότι η εναγόμενη από τις 15/9/2023 κατέχει το επίμαχο διαμέρισμα παράνομα και ότι το μέτρο της αποζημίωσης είναι η ενοικιαστική αξία του υποστατικού, με την παράγραφο 20 ισχυρίζεται ότι ανάθεσε σε ανεξάρτητο εκτιμητή να προχωρήσει σε εκτίμηση αναφορικά με τη μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος, η οποία σύμφωνα με την εν λόγω εκτίμηση ανέρχεται σε €1.580. Με την παράγραφο 21 - σε συνέχεια όσων αναφέρει στην παράγραφο 20 - αναφέρει ότι για την περίοδο από 15/9/2023 μέχρι και τις 14/11/2024 αξιώνει το ποσό των €20.540 (13 μήνες x €1.580), ενώ στην παράγραφο 22 αναφέρει ότι επιπλέον αξιώνει το ποσό των €1.580 μηνιαίως, από 15/11/2024 μέχρι την παράδοση της κατοχής του επίμαχου διαμερίσματος.
Για την ώρα περιορίζομαι να πω ότι η έκθεση εκτίμησης στην οποία αναφέρεται η ενάγουσα επισυνάπτεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωσή της, είναι ημερομηνίας 16/10/2024, ετοιμάστηκε από τον εγγεγραμμένο - στο ΕΤΕΚ - εκτιμητή ακινήτων, Ιωάννη Πολυβίου, ο οποίος με αυτή, πράγματι καθορίζει τη μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος σε €1.580. Να πω και πάλιν, ότι οι εναγόμενοι, που δε δέχονται τον ισχυρισμό της ενάγουσας για οτιδήποτε αφορά στην ύπαρξη και κυρίως, στο περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης εκτίμησης, μολονότι αυτή περιλαμβάνεται στα έγγραφα της υπό κρίση αίτησης που τους είχαν επιδοθεί, ουδεμία θέση προβάλλουν αναφορικά με τη μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος μα ούτε και έχουν θέσει ενώπιόν μου οποιαδήποτε σχετική εκτίμηση.
Με μερικούς από τους υπόλοιπους ισχυρισμούς των εναγόμενων, θα ασχοληθώ στη συνέχεια.
Δεδομένου ότι αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι η επίδικη σύμβαση έληξε στις 14/11/2016 και δεν ανανεώθηκε και ότι η εναγόμενη, έκτοτε και μέχρι τις 14/9/2023 κατείχε το επίμαχο διαμέρισμα με ενοικίαση από μήνα σε μήνα και περαιτέρω, ότι κατά το χρόνο που η ενάγουσα τερμάτισε την ενοικίαση του επίμαχου διαμερίσματος, το συμφωνημένο μηνιαίο ενοίκιο ήταν €600 και λαμβάνοντας, τέλος, υπόψη, ότι η εναγόμενη, καθ’ ομολογία της κατέβαλε για τελευταία φορά ενοίκιο, στις 22/9/2023, παρατηρώ τα εξής:
Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Χ.Π.Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΤΔ v. K ΤΣΙΑΜΕΖΗ, Πολ. ΄Εφ. Αρ. 162/2014, ημερ. 11/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:A313:
«Σύμφωνα με ό,τι λέχθηκε στην υπόθεση Nicos Christou Developm.Ltd v. Τοφινή (1998) 1 Α.Α.Δ. 1990, στη σελίδα 1995: «... για να θεωρηθεί η ενοικίαση ως λήξασα ή θα πρέπει να έχει λήξει η περίοδος ενοικίασης που αναφέρεται στο άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο, ή να έχει δοθεί νόμιμη ειδοποίηση τερματισμού.» Ειδικά, σε περίπτωση ενοικίασης από μήνα σε μήνα, για να είναι νόμιμος ο τερματισμός της, πρέπει να δοθεί ειδοποίηση ενός μηνός, η οποία να εκπνέει στο τέλος της περιόδου της υπό αναφορά ενοικίασης, (βλ.Georghios E. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides (1959 - 60) 24 C.L.R. 220 και Sergiou Estates Ltd v. Μπεντέζη (1995) 1 Α.Α.Δ. 889).»
Από τα παραπάνω είναι σαφές, ότι για σκοπούς νόμιμου τερματισμού ενοικίασης από μήνα σε μήνα, η μόνη προϋπόθεση που τίθεται είναι να δοθεί σχετική ειδοποίηση ενός μηνός η οποία να εκπνέει στο τέλος της περιόδου της ενοικίασης. Κατά πόσο οφείλονται ή όχι οποιαδήποτε ενοίκια αποτελεί στοιχείο αδιάφορο.
Για να επαναλάβω αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ότι η επίδικη σύμβαση μετά τη λήξη της, στις 14/11/2016 μετατράπηκε αυτόματα σε ενοικίαση του επίμαχου διαμερίσματος από μήνα σε μήνα. Αυτό σημαίνει ότι η πρώτη μηνιαία ενοικιαστική περίοδος άρχισε στις 15/11/2016 και έληξε στις 14/12/2016 και κάθε επόμενη άρχιζε την 15η μέρα κάθε επόμενου μήνα και έληγε την 14η μέρα, επίσης, κάθε επόμενου μήνα.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι δικηγόροι της ενάγουσας, με την επιστολή τους προς στην εναγόμενη, ημερομηνίας 19/7/2023, την οποία της επέδωσαν στις 2/8/2023 την πληροφόρησαν ότι η ενοικίαση του επίμαχου διαμερίσματος τερματίζεται στις 14/9/2023. Με την ίδια επιστολή, που υπέχει θέση ειδοποίησης, την κάλεσαν να παραδώσει στην ενάγουσα κενή και ελεύθερη κατοχή του διαμερίσματος και να της καταβάλει το ποσό των €3.529.84 «.. που αντιστοιχεί σε απλήρωτα ενοίκια μέχρι σήμερα.»
Έχοντας υπόψη το χρόνο που μεσολάβησε από την παραλαβή της εν λόγω επιστολής από την εναγόμενη μέχρι και την ημερομηνία τερματισμού, της από μήνα σε μήνα ενοικίασης του επίμαχου διαμερίσματος, που είναι πέραν του ενός μηνός και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι η ειδοποίηση τερματισμού εξέπνεε στο τέλος της περιόδου ενοικίασης, η ειδοποίηση τερματισμού ή ο τερματισμός της ενοικίασης ήταν καθόλα ορθός και νόμιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσο υπήρχαν μέχρι τότε οφειλόμενα ενοίκια, είτε για το ποσό που αξίωσε η ενάγουσα με την επιστολή τερματισμού είτε για οποιοδήποτε διαφορετικό ποσό.
Των παραπάνω λεχθέντων, η ενάγουσα δικαιούται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση με τις τρεις πρώτες από τις αξιώσεις της, για τις οποίες κρίνω ότι έχει αποδείξει με ακλόνητα στοιχεία μαρτυρίας - πλείστα των οποίων αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών - ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.
Υπεισέρχομαι τώρα και στις χρηματικές αξιώσεις της ενάγουσας, όπως αυτές προβάλλονται με την παράγραφο 25 της ένορκης δήλωσής της η οποία υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση.
Όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο πιο πάνω, η ενάγουσα με την αξίωσή της, της παραγράφου 25 (Δ) ζητά την έκδοση απόφασης και/ή διατάγματος που να διατάσσει τους εναγόμενους, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, να της καταβάλουν το ποσό των €3.529,84, υπό μορφή καθυστερημένων και οφειλόμενων ενοικίων μέχρι και τις 14/9/2023, με την αξίωσή της, της υποπαραγράφου (Ε) ζητά την έκδοση απόφασης και/ή διατάγματος που να διατάσσει τους εναγόμενους, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, να της καταβάλουν το ποσό των €20.540, για την περίοδο από 15/9/2023 μέχρι 14/11/2024 και με την αξίωσή της, της υποπαραγράφου (Στ) ζητά την έκδοση απόφασης και/ή διατάγματος που να διατάσσει τους εναγόμενους, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, να της καταβάλλουν το ποσό των €1.580 μηνιαίως από 15/11/2024 μέχρι την εκκένωση και παράδοση κενής κατοχής του επίμαχου διαμερίσματος. Τα ποσά των δυο τελευταίων από τις αξιώσεις της αξιώνονται υπό μορφή ενδιάμεσων οφελών. Τέλος, με την αξίωσή της, της υποπαραγράφου (Ζ) ζητά - γενικά - νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής.
Στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882 επισημαίνονται τα εξής:
«Το μέτρο της αποζημίωσης για την παράνομη κατοχή ακινήτου είναι η ενοικιαστική αξία του κτήματος και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη. Το κριτήριο για την αποζημίωση του ιδιοκτήτη είναι αντικειμενικό, αλληλένδετο με την ενοικιαστική αξία του κτήματος. Αυτό καθορίστηκε στη Whitwham v. Westminster Brymbo Coal and Coke Company (1896) 2 Ch.D. 538, και επαναλήφθηκε σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, στη Swordheath Properties v. Tabet (1979) 1 All E.R. 240, Wrotham Park Estate v. Parkside Homes (1974) 2 All E.R. 321, και Penarth Dock Company v. Pounds, 1 Lloyd's Rep. 359 ports, 1963, Vol. 1, 359. Στον προσδιορισμό της ενοικιαστικής αξίας δε λαμβάνονται υπόψη βελτιώσεις στο κτήμα που επέφερε ο εναγόμενος (βλ. McGregor on Damages -14th ed., p. 1135 et seq.).
…..
Το κοινό δίκαιο περιόριζε την αποζημίωση που μπορούσε να επιδικασθεί στη ζημία η οποία είχε προκύψει μέχρι την καταχώρηση της αγωγής. Η αδυναμία αυτή στους μηχανισμούς του δικαίου για αποζημίωση, θεραπεύθηκε με την εισαγωγή του θεσμού Ord.36 r.58 (μεταγενέστερα αναριθμήθηκε σε Ord.36B r.7) που παρέχει εξουσία στο δικαστήριο σε περιπτώσεις συνεχιζόμενων αστικών αδικημάτων να επιδικάζει αποζημιώσεις για ολόκληρη τη ζημία που ο ενάγων υπέστη μέχρι τη δίκη. Ανάλογο κενό στον τομέα του δικαίου της επιείκειας θεραπεύθηκε με τη θέσπιση του Lord Cairn's Act, 1858. Το προεξάρχον στοιχείο στον καθορισμό του πλαισίου των αποζημιώσεων είναι, όπως υποδεικνύεται στη Coopers v. Rodgers (1975) Ch.D. 43, η απόδοση δικαιοσύνης υπό το φως του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης.
Στην Κύπρο, το θέμα ρυθμίζεται με τη Δ.33 θ. 14, προσαρμοσμένη στις διατάξεις της Ord.36 r.58. Διαπιστώνουμε ότι παρεχόταν ευχέρεια αποζημίωσης των εφεσιβλήτων για ολόκληρη τη ζημία που υπέστησαν μέχρι την ημερομηνία καθορισμού των αποζημιώσεων, που συνετελέσθη με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.»
Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης στις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:
Αποτελεί θέση της ενάγουσας η οποία έχει αποδειχθεί, καθώς τεκμηριώνεται από το περιεχόμενο σχετικής έκθεσης εκτίμησης, ότι η μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος ανέρχεται στο ποσό των €1.580. Περαιτέρω, αποτελεί θέση των εναγόμενων ότι όλα τα ενοίκια για τα έτη 2022 μέχρι και τις 22/9/2023 που έγινε η τελευταία πληρωμή έχουν καταβληθεί. Θέση, η οποία είναι γεγονός, ότι από τα διάφορα παραστατικά που έχουν θέσει ενώπιόν μου (τεκμ. 1 και 2 στην ένορκη δήλωσή τους που υποστηρίζει την ένστασή τους στην αίτηση, που αποτελούν αποδείξεις είσπραξης και αποδείξεις κατάθεσης της τράπεζας) εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να τεκμηριώνεται. Σε συνδυασμό και με το γεγονός, ότι οι δικηγόροι της ενάγουσας, με την επιστολή τερματισμού της ενοικίασης, ημερομηνίας 19/7/2023 κάλεσαν την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των €3.529.84 «το οποίο αντιστοιχεί σε απλήρωτα ενοίκια μέχρι σήμερα.» χωρίς να επεξηγείται ποιες μηνιαίες ενοικιαστικές περιόδους αφορά το ποσό αυτό, που αποτελεί και την πρώτη από τις χρηματικές αξιώσεις της ενάγουσας για την οποία ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης, σε σχέση με την εν λόγω αξίωση, κρίνω ότι οι εναγόμενοι έχουν πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης και ότι υπάρχει σοβαρός επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση θα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.
Αναφορικά με την αξίωση της ενάγουσας, της υποπαραγράφου (Ε) ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Με αυτή αξιώνει το συνολικό ποσό των €20.540, για την περίοδο από 15/9/2023 μέχρι 14/11/2024. Η πρώτη ημερομηνία αποτελεί την επομένη τής ημερομηνίας τερματισμού της ενοικίασης και η δεύτερη, την ημερομηνία καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης. Σε συνδυασμό και με όσα αναφέρει στην παράγραφο 21 της ένορκης δήλωσής της η ενάγουσα, το ποσό αυτό αποτελεί την αποζημίωσή της για τη ζημιά που υπέστηκε, ως αποτέλεσμα της παράνομης κατοχής του επίμαχου διαμερίσματος από την εναγόμενη, με βάση ή μέτρο υπολογισμού της αποζημίωσης, τη μηνιαία ενοικιαστική αξία του επίμαχου διαμερίσματος για 13 μήνες. Συγκεκριμένα, από τις 15/9/2023 μέχρι και τις 14/11/2024. Σε συνδυασμό και με την ομολογία των εναγόμενων ότι η τελευταία πληρωμή ενοικίου έγινε στις 22/9/2023 και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη, ότι από τις 15/9/2023 μέχρι και τις 14/11/2024, ενώ οι μηνιαίες ενοικιαστικές περίοδοι είναι 14, εντούτοις, η ενάγουσα ζητά αποζημίωση, μόνο για τις 13 και λαμβάνοντας, τέλος, υπόψη, ότι ο εναγόμενος με τη σύμβαση εγγύησης που έχει υπογράψει εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις της εναγόμενης προς την ενάγουσα, που απορρέουν από την επίδικη σύμβαση, για οποιαδήποτε ζημιά υποστεί αυτή, λόγω παράβασης και/ή ρήξης της επίδικης σύμβασης, θεωρώ ότι η ενάγουσα δικαιούται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση με τη συγκεκριμένη αξίωσή της, για ολόκληρο το ποσό που τη συνθέτει. Και τούτο, επειδή, αναφορικά με αυτή κρίνω ότι ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.
Για τους ίδιους λόγους και με το ίδιο σκεπτικό, η ενάγουσα δικαιούται στην έκδοση απόφασης και για την τελευταία ουσιαστική αξίωσή της (της παραγράφου 25 (Στ) της ένορκης δήλωσής της). Όμως, σε εφαρμογή όσων αναφέρονται στην υπόθεση Ναυτικός Όμιλος Πάφου (ανωτέρω) - στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της -, η απόφαση θα αφορά την περίοδο από τις 15/11/2024 μέχρι σήμερα.
Από το απόσπασμα που ακολουθεί - υπό μορφή επανάληψης - από την εν λόγω απόφαση θεωρώ πως δε νομιμοποιούμε να ικανοποιήσω την αξίωση της ενάγουσας για καταβολή του ποσού που αξιώνει κάθε μήνα, για οποιαδήποτε περίοδο, πέραν της σημερινής, κατά την οποία εκδίδεται η απόφασή μου επί της αίτησης:
«Στην Κύπρο, το θέμα ρυθμίζεται με τη Δ.33 θ. 14, προσαρμοσμένη στις διατάξεις της Ord.36 r.58. Διαπιστώνουμε ότι παρεχόταν ευχέρεια αποζημίωσης των εφεσιβλήτων για ολόκληρη τη ζημία που υπέστησαν μέχρι την ημερομηνία καθορισμού των αποζημιώσεων, που συνετελέσθη με την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης.»
Από το παραπάνω απόσπασμα είναι σαφές, ότι ότι η αξίωση της ενάγουσας για καταβολή του ποσού των €1.580 μέχρι την εκκένωση και παράδοση κενής κατοχής του επίμαχου διαμερίσματος, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Η τελευταία αξίωση της ενάγουσας - της παραγράφου 25 (Ζ) - αφορά στην καταβολή νόμιμου τόκου από την καταχώρηση της αγωγής. Με μόνο λόγο ότι το μεγαλύτερο μέρος του συνολικού ποσού για το οποίο θα εκδοθεί απόφαση υπέρ της ήταν ξεκαθαρισμένο και αποκρυσταλλωμένο πριν από την καταχώρηση της αγωγής και η ενάγουσα ζητά νόμιμο τόκο από την καταχώρηση της αγωγής, είμαι διατεθειμένος να ικανοποιήσω πλήρως τη συγκεκριμένη αξίωσή της.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση, στην έκταση που έχει αναφερθεί γίνεται αποδεκτή.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγόμενων, ως ακολούθως:
Α) Εναντίον της εναγόμενης, ως η παράγραφος 25 (Α) (Β) και (Γ) της ένορκης δήλωσης της ενάγουσας που υποστηρίζει την αίτηση.
Η εναγόμενη να συμμορφωθεί με τους όρους των παραπάνω αποφάσεων και/ή διαταγμάτων, εντός δυο μηνών από την επίδοσή τους στην ίδια.
Β) Εναντίον των εναγόμενων 1 και 2, απόφαση, ως η παράγραφος 25 (Ε) (Στ) και (Ζ) της ίδιας ένορκης δήλωσης, με διαφοροποίηση σε σχέση με το (Στ), ως ακολούθως: Με διαγραφή της φράσης «μέχρι εκκενώσεως και παραδόσεως κενής κατοχής του διαμερίσματος, ή/και» (στις δυο τελευταίες γραμμές) και αναγραφή στη θέση της, της φράσης «μέχρι σήμερα.»
Οι εναγόμενοι να καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους, εντός 28 ημερών από σήμερα και να επιδώσουν αντίγραφό της στους δικηγόρους της ενάγουσας.
Αναφορικά με τα έξοδα παρατηρώ τα εξής:
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των μηνυμάτων των ευπαίδευτων δικηγόρων των διαδίκων, ημερομηνίας 14 και 17/3/2025, αντίστοιχα, τα έξοδα της αίτησης έχουν συμφωνηθεί μεταξύ τους για το ενδεχόμενο, είτε επιτυχίας είτε αποτυχίας της αίτησης.
Επειδή ωστόσο, η αίτηση έχει επιτύχει μερικώς και στα έξοδα της ενάγουσας είναι φανερό ότι περιλαμβάνονται και αυτά της αγωγής, η οποία, με την έκδοση της σημερινής απόφασής μου, δεν ολοκληρώνεται, προτού καθορίσω το ύψος των εξόδων, τα οποία, εν πάση περιπτώσει θα είναι υπέρ της ενάγουσας, συναφώς με το θέμα θεωρώ αναγκαίο να ακούσω και τις θέσεις των ευπαίδευτων δικηγόρων και των δυο μερών.
Η αγωγή ορίζεται για οδηγίες, στις 11/4/2025 και ώρα 09:00.
Οι άμεσα εμπλεκόμενοι δικηγόροι να είναι παρόντες.
`
(Υπ.) ...…………………………
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ-TA
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο