ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΗΧΟΥ Ή/ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «GRAMMO» ν. ΜΙΜΟΖΑ HOLIDAYS LIMITED, Αριθμός Αγωγής: 1293/2018, 31/3/2025
print
Τίτλος:
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΗΧΟΥ Ή/ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «GRAMMO» ν. ΜΙΜΟΖΑ HOLIDAYS LIMITED, Αριθμός Αγωγής: 1293/2018, 31/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

 

Ενώπιον: Χ. Στρόππου, Ε.Δ.

                                                                                                           

Αριθμός Αγωγής: 1293/2018

 

 

ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ ΗΧΟΥ Ή/ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «GRAMMO»

                                                                                                                                     Ενάγουσα

 

-και-

 

 

 

ΜΙΜΟΖΑ HOLIDAYS LIMITED

                                                                                                                                                                           

            Εναγόμενη

 

Ημερομηνία: 31/03/2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγουσα/Καθ’ ης: κύριος Χριστοφίδης για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Για Εναγόμενη/Αιτήτρια: κύριος Γεωργίου Γ. για ΑΛΕΚΟΣ ΟΡΟΥΝΤΙΩΤΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Αίτηση για διαγραφή ή/και παραμερισμό Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης)

 

I.          ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.         Επίδικη στην παρούσα διαδικασία είναι η Αίτηση ημερομηνίας 06/12/2024 δια της οποίας ζητείται η διαγραφή ή/και ο παραμερισμός της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης ημερομηνίας 29/11/2024.  

 

2.         Η πιο πάνω Αγωγή αφορά κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία διαχειριζόταν η Ενάγουσα για τους πελάτες της που έλαβαν χώρα από το έτος 2010  ή/και από το 2015 ή/και από την ημερομηνία ανέγερσης του Ξενοδοχείου. Η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση έγινε από την Εναγόμενη Εταιρεία, η οποία ήταν κατά τον επίδικο χρόνο ιδιοκτήτρια ξενοδοχειακών μονάδων κατά την διαχείριση Ξενοδοχείου που διαχειριζόταν η Εναγόμενη.

 

3.         Η παραβίαση συνίσταται στην παρουσίαση στους χώρους του ξενοδοχείου της, στους κοινόχρηστους χώρους και δωμάτια, σε παρουσίαση στο κοινό ολόκληρου ή μέρους των Έργων και/ή μέσω των τηλεοράσεων και/ή ραδιοφώνων και/ή άλλων συσκευών χωρίς να καταβάλλει εκ των προτέρων αμοιβή και/ή να λάβει την έγγραφη άδεια της Ενάγουσας.

 

4.         Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 12 της Έκθεσης Απαίτησης «οι Ενάγοντες και/ή εκπρόσωποι τους προέβησαν κατά ή περί τις 24/05/2018 σε καταγραφές στο Ξενοδοχείο από τις οποίες προκύπτει ότι η Εναγόμενη μεταδίδει στο κοινό, δηλαδή στους πελάτες και/ή επισκέπτες της ξενοδοχειακής μονάδας της ηχογραφήματα και/ή φωνογραφήματα των μελών των Εναγόντων, προσβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τα πνευματικά δικαιώματα που εκπροσωπούν.»

 

5.         Ενόψει της πιο πάνω παραβίασης των έχει καταστεί η Εναγόμενη πλουσιότερη.

 

6.         Κατά την ημέρα που ήταν ορισμένη για Ακρόαση η υπόθεση ήτοι στις 29/11/2024 η πλευρά της Ενάγουσας προχώρησε και καταχώρισε Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης Εγγράφων. Στην σχετική συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση αποκαλύπτονται περαιτέρω 17 έγγραφα «με σκοπό να προσκομιστούν στο Δικαστήριο περαιτέρω αναγκαία έγγραφα ώστε να τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η πλήρης εικόνα των γεγονότων επί των οποίων εδράζεται η παρούσα υπόθεση.» Παράλληλα, δια της σχετικής Ένορκης Δήλωσης επιφύλαξε το δικαίωμα της η Ενάγουσα να προσκομίσει περαιτέρω έγγραφα.

 

7.         Για σκοπούς πληρότητας αναφέρεται ότι η Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης της Ενάγουσας είχε προηγηθεί στις 02/10/2019 κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου. Όπως αναφέρεται στην σχετική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης «εξ’ όσων κάλλιον γνωρίζω οι Ενάγοντες δεν έχουν στην κατοχή, φύλαξη ή έλεγχο τους οποιαδήποτε άλλα έγγραφα τα οποία έχουν σχέση με τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση ή οιονδήποτε τούτων εκτός από εκείνα που αναφέρονται στο επισυνημμένο στην παρούσα Παράρτημα Α.» Στο Παράρτημα Α καταγράφονται 19 έγγραφα.

 

Η επίδικη Αίτηση και η Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει

 

8.         Με την Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση προβάλλεται ως επιχείρημα ότι η εν λόγω καταχώριση των εγγράφων έγινε με μεγάλη καθυστέρηση και κατά τρόπο αιφνιδιαστικό και επιβλαβή για τα δικαιώματα των Εναγόμενων/Αιτητών. Αυτή η «αιφνίδια» αποκάλυψη αποστερεί το δικαίωμα των Αιτητών να επιθεωρήσουν έγκαιρα τα έγγραφα λαμβάνοντας γνώση του περιεχόμενου τους και να προετοιμαστούν κατάλληλα και επαρκώς για σκοπούς ακρόασης.

 

9.         Επιπλέον αναφέρεται ότι τα έγγραφα που αποκαλύπτονται στην πλειοψηφία τους βρίσκονταν στην κατοχή των Καθ’ ων η Αίτηση από την αρχή. Μάλιστα, αρκετά από τα έγγραφα αυτά φέρουν ημερομηνία ή συντάχθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της αρχικής ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων χωρίς να προσδιορίζεται στην σχετική συμπληρωματική ένορκη δήλωση αποκάλυψης ποια από αυτά τα έγγραφα δεν τα είχαν στην κατοχή τους οι Εναγόμενοι. Κάποια εξ’ αυτών, όπως αναφέρεται δεν φέρουν καν ημερομηνία και για κάποια άλλα δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα κατά πόσο πρόκειται για σχετικά με τα επίδικα ζητήματα, έγγραφα.

 

Η Ένσταση και η Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει

 

 

10.      Με την Ένσταση προβάλλονται 10 λόγοι για τους οποίους η επίδικη Αίτηση δεν πρέπει να επιτύχει. Επιχειρώντας μια σύνοψη των λόγων Ένστασης, αυτό που προβάλλει η Καθ’ ης η Αίτηση είναι ότι (α) η επίδικη Αίτηση είναι αντικανονική και παράτυπη και η Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης έχει καταχωριστεί ορθά και νομότυπα (β) πρόκειται για συμμόρφωση με το καθήκον διαρκούς αποκάλυψης (γ) η συμπληρωματική αποκάλυψη έγινε στο ορθό στάδιο και δεν στερούσε από την υπεράσπιση το δικαίωμα να επιθεωρήσει τα έγγραφα αλλά ούτε τίθεται ζήτημα αποστέρησης των δικαιωμάτων της για να εξετάσει την αποδεκτότητα τους (δ) πρόκειται για καταχρηστική αίτηση που στόχο έχει την πρόκληση καθυστέρηση στην διαδικασία. 

 

11.      Στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση προβάλλεται ότι η Εναγόμενη και οι Δικηγόροι της θα είχαν επαρκή χρόνο να εξετάσουν τα έγγραφα που αποκαλύφθηκαν με δεδομένο ότι ο τρόπος που είχε προγραμματιστεί η Ακρόαση της υπόθεσης από το Δικαστήριο, θα καθιστούσε δυνατή την προετοιμασία των Συνηγόρων της Εναγόμενης για την αντεξέταση και την μελέτη των εγγράφων που είχαν αποκαλυφθεί. Επιπλέον, καταγράφεται για έκαστο έγγραφο η θέση των Εναγόντων για τον λόγο που δεν είναι αιφνίδια η αποκάλυψη των εγγράφων.

 

12.      Μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, προβάλλεται στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την επίδικη Αίτηση ότι για όσα έγγραφα φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της αρχικής Ένορκης Δήλωσης αυτά ήρθαν στην κατοχή τους μετά την κατάρτιση της αρχικής Ένορκης Δήλωσης αποκάλυψης. Για όσα έγγραφα φέρουν προγενέστερη της Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης ημερομηνία, αυτά δεν είχαν αποκαλυφθεί λόγω του όγκου του αρχείου των Εναγόντων, ένα σφάλμα που διορθώνεται, όπως αναφέρουν.

 

II.         ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

13.      Η νομική βάση μιας αίτησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Για να είναι έγκυρο ένα δικονομικό μέτρο, θα πρέπει να καθορίζονται στη νομική βάση της ενδιάμεσης Αίτησης οι διατάξεις στις οποίες στηρίζεται το αίτημα (Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη και Άλλων (1990) 1A.A.Δ. 965, Φλουρέντζου κ.ά ν. Cashgrove Betting Ltd κ.ά (2007) 1 A.A.Δ. 393 και Egiazaryan κ.ά ν. Denoro Investments Limited (2013) 1 A.A.Δ. 409).

 

14.      Νομική Βάση της Αίτησης αποτελούν οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί Δ.28 Θ.Θ.1, 2, 3 και 11, Δ.30 Θ.Θ. 3, 5(3), Δ.39 Θ.Θ.1 έως 21, Δ.48 Θ.Θ.1 έως 4, 8 και 9 και Δ.64 ΘΘ. 1 και 2, στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρ. 30, στους περί της Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022 ως έχουν τροποποιηθεί μέχρι σήμερα, στον περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης (Ηλεκτρονική Επικοινωνία) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2024, στο κοινοδίκαιο, στην Νομολογία των Δικαστηρίων, στις αρχές της επιείκειας και στην πρακτική και συμφυή δικαιοδοσία και εξουσίες του Δικαστηρίου.

 

15.      Νομική Βάση της Ένστασης αποτελεί ο Περί Δικαστηρίων Νόμος Ν. 14/60 όπως τροποποιήθηκε, άρθρα 29, 30 και 32, επί των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.30, Δ.39, Δ.48 Θ1-3, Θ4 και Θ12, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, στη νομολογία και στις συμφυείς εξουσίες και γενικές αρχές του Δικαστηρίου.  

 

 

16.      Η Δ.28 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ρυθμίζει τη διαδικασία αποκάλυψης εγγράφων. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση G.A.P. Navigation Ltd v. Merzario Marrittima SRL (1998) 1 A.A.Δ. 1624, η αποκάλυψη εγγράφων στοχεύει στη λήψη πληροφοριών και στην παρουσίαση εγγράφων που σχετίζονται με τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων για τον σκοπό προετοιμασίας για την ακρόαση.  Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Τηλλυρή ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2271 «Είναι σημαντικό για ένα διάδικο να έχει την πρέπουσα αποκάλυψη πριν προχωρήσει στη δίκη.». 

 

17.      Η αποκάλυψη υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Το διάταγμα δεν εκδίδεται αν το Δικαστήριο είναι της γνώμης ότι δεν είναι αναγκαίο για την δίκαιη επίλυση της αιτίας αγωγής ή ενός επίδικου θέματος ή για εξοικονόμηση εξόδων (Βλ., μεταξύ άλλων, Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 13, σελ. 2).

 

18.      Στην Αγωγή 31/13 του Ναυτοδικείου Marcegaglia SpA κ.ά. v. Του Πλοίου «VYSOKOGORSK», ημερομηνίας 31/05/2016 παρατίθεται και συνοψίζεται η σχετική επί του θέματος Νομολογία. Το απαύγασμα της σχετικής νομολογίας είναι ότι η υποχρέωση αποκάλυψης ενός διαδίκου είναι διαρκής και θα πρέπει να ασκείται χωρίς καθυστέρηση. Η συμμόρφωση με την υποχρέωση αποκάλυψης γίνεται (α) είτε μέσω καταχώρισης και παράδοσης στον αντίδικο σχετικής ειδοποίησης, ή (β) δια της καταχώρισης Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης. Η «συμπληρωματική» αυτή αποκάλυψη δεν χρειάζεται την προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου καθότι πρόκειται για διαρκή υποχρέωση και καθήκον.

 

19.      Όπως αναφέρεται στην Vianova Holdings Ltd ν.   Brassolis Holdings Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής 3568/2010, ημερομηνίας 25/07/2019, ECLI:CY:EDLEM:2019:A417:

 

«Με άλλα λόγια, αυτή η συνεχής υποχρέωση θα πρέπει να ασκείται χωρίς καθυστέρηση και με επιμέλεια, υπό την έννοια πως η πλευρά που προβαίνει στην αποκάλυψη θα πρέπει, ιδιαίτερα όταν παρατηρείται αργοπορία, να παρέχει κάποια βάσιμη και επαρκή δικαιολογία για την παράλειψη συμπερίληψης του νέου εγγράφου στην αρχική ένορκη δήλωση του και να δείχνει τη σχετικότητα του, έχοντας υπόψιν της τον σκοπό της αποκάλυψης και τον σεβασμό των δικαιωμάτων της άλλης πλευράς. Σε αντίθετη περίπτωση θα υπήρχε η απεριόριστη δυνατότητα αποκάλυψης κατά το δοκούν, και όπως λέχθηκε στην υπόθεση Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ. 2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 798, «ασφαλώς η πορεία της τμηματικής αποκάλυψης δεν είναι ενδεδειγμένη ή πρόσφορος για σκοπούς εύρυθμης λειτουργίας της διαδικασίας», στην οποία κρίθηκε πως η νέα αίτηση για αποκάλυψη συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας και δεν έγινε δεκτή.»

 

20.      Το αναγκαίο δικονομικό υπόβαθρο για την εξέταση από το Δικαστήριο της συμμόρφωσης ενός διαδίκου με την υποχρέωση διαρκούς αποκάλυψης αποτελεί η Δ.64 θ. 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Δυνάμει της σχετικής Διαταγής το Δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει «οποιοδήποτε βήμα έγινε στη διαδικασία εκείνη, ή οποιοδήποτε έγγραφο, απόφαση ή διάταγμα σε αυτή, ή ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν οι παρόντες Κανονισμοί, να επιτρέψει τέτοιες τροποποιήσεις, εάν χρειάζονται, και να εκδώσει τέτοιο διάταγμα, εάν χρειάζεται, αναφορικά με τη διαδικασία γενικά, όπως κρίνει πρέπον.»

 

21.      Από την Πρωτόδικη μεν, αλλά πλήρως καθοδηγητική υπόθεση Vianova Holdings Ltd ν.   Brassolis Holdings Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής 3568/2010, ημερομηνίας 25/07/2019, ECLI:CY:EDLEM:2019:A417 καθίσταται ευδιάκριτο ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να παραμερίσει την Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης συνδέεται με την εξουσία του να καταστέλλει την κατάχρηση των διαδικασιών, ελέγχοντας επί της ουσίας κατά πόσο η αποκάλυψη «συνάδει πλήρως και με τον σκοπό της αποκάλυψης που δεν είναι άλλος από του να παρέχει στην αντίδικη πλευρά τις πληροφορίες εκείνες ούτως ώστε να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη δίκη». (βλ. την παραπομπή του Δικαστηρίου στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε. (Αρ.2) (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 79).

 

22.      Αποτυχία αποκάλυψης ενός εγγράφου επιφέρει τις συνέπειες που καθορίζονται στην Δ.28 θ. 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Δηλαδή η μη αποκάλυψη ενός εγγράφου συνεπάγεται την αδυναμία παρουσίασης ενός εγγράφου κατά την διάρκεια της δίκης, εκτός και αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι υπήρχε λόγος για την μη αποκάλυψη και το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει να κατατεθούν τέτοια έγγραφα υπό τους όρους που κρίνει ορθό.

 

III.       ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΔΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ

 

23.      Καταρχάς στις γραπτές αγορεύσεις που παρέδωσαν στο Δικαστήριο οι Συνήγοροι της Εναγόμενης/Αιτήτριας εγείρεται ως προδικαστικό σημείο ότι η Ένσταση της πλευράς της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση καταχωρίστηκε εκπρόθεσμα με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Από το φάκελο του Δικαστήριο προκύπτει ότι οι Οδηγίες που δόθηκαν ήταν οι εξής:

 

«[…] εντός 10 ημερών να καταχωριστεί γραπτό αίτημα για παραμερισμό της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. Η Αίτηση να σταλεί στην άλλη πλευρά και η Ένσταση να καταχωριστεί εντός 15 ημερών από την λήψη της Αίτησης […]».

 

24.      Από το φάκελο του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε στις 06/12/2024 και η Ένσταση ακολούθησε στις 27/12/2024. Δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία από την οποία να προκύπτει το χρονικό σημείο που αποστάλθηκε η επίδικη Αίτηση στην Καθ’ ης η Αίτηση. Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι δεν μπορεί ένας διάδικος να προσφέρει μαρτυρία μέσα από τις γραπτές του αγορεύσεις (βλ. El Fath Co For International Trade S.A.E v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1ΑΑΔ 1255).

 

25.      Επιπλέον, η Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση προβάλλει ότι δεν υπάρχει στην νομική βάση της Ένστασης η Δ.28 και Δ.64 των ΘΠΔ με αποτέλεσμα να ελλείπει το αναγκαίο δικονομικό υπόβαθρο για την εξέταση της Ένστασης της Καθ’ ης η Αίτηση. Η παράλειψη συμπερίληψης όμως της Δ.28 των ΘΠΔ στο σώμα της Ένστασης δεν κρίνεται ως καταλυτικής σημασίας καθότι είναι ξεκάθαρο ότι η Ένσταση της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση καταχωρίστηκε ως δικονομική αντίδραση στην επίδικη Αίτηση και κανένας δυσμενής επηρεασμός δεν διαπιστώνεται από την μη συμπερίληψη της στη νομική βάση της Ένστασης και ούτε ηγέρθηκε ένας τέτοιος ισχυρισμός από την πλευρά της Αιτήτριας/Εναγόμενης. Η παράλειψη συμπερίληψης της Δ.28 των ΘΠΔ θα είχε ενδεχομένως την σημασία που της αποδίδει η Αιτήτρια αν δεν συμπεριλαμβανόταν στην επίδικη Αίτηση (βλ. David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφεση αρ. 208/2012, ημερομηνίας 24.11.2017), ECLI:CY:AD:2017:A415, ECLI:CY:AD:2017:A415). Επιπλέον όμως, η νομική βάση που περιλαμβάνεται στην Ένσταση υποστηρίζει πλήρως τις θέσεις της Καθ’ ης η Αίτηση/Ενάγουσας, όπως αυτές προβάλλονται στην σχετική Ένσταση και την Ένορκη Δήλωση που την συνοδεύει.

 

26.      Ενόψει των δύο προδικαστικών ενστάσεων που ήγειρε η πλευρά της Αιτήτριας/Εναγόμενης και παρά τα ευρήματα του Δικαστηρίου που διατυπώνονται πιο πάνω, διευκρινίζεται ότι ακόμα και παράτυπη να ήταν η Ένσταση για τους λόγους που προβάλλει η πλευρά της Αιτήτριας/Εναγόμενης και να εξεταζόταν η επίδικη Αίτηση, η Απόφαση του Δικαστηρίου δεν θα διαφοροποιείτο. Αυτό διότι το Δικαστήριο δύναται να ανατρέξει στον φάκελο του Δικαστηρίου και να αντλήσει πληροφορίες και άλλα στοιχεία από έγγραφα που αποτελούν μέρος του φακέλου (βλ. Γεωργίου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ (Αρ. 2), (1999) 1 Α.Α.Δ. 1938).

 

27.      Σύμφωνα με τα όσα έχουν παρατεθεί πιο πάνω αποτελεί υποχρέωση των διαδίκων να αποκαλύπτουν τα έγγραφα που έχουν στην κατοχή τους. Η υποχρέωση αυτή αφορά όλα τα σχετικά έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή ενός διαδίκου, «ξεχάστηκαν» και γι’ αυτό δεν αποκαλύφθηκαν, εντοπίστηκαν ή περιήλθαν αργότερα στην κατοχή του διαδίκου.[1]

 

28.      Η Ενάγουσα, προφανώς προς συμμόρφωση με την υποχρέωση της αυτή προχώρησε και αποκάλυψε τα έγγραφα που περιλαμβάνοντα στην επίδικη Συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης.

 

29.      Υπενθυμίζεται ότι οι ίδιοι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας παρέχουν την ευχέρεια στον διάδικο, να παρουσιάσει και έγγραφο που δεν αποκάλυψε κατά την ακρόαση της υπόθεσης, υπό την προϋπόθεση ότι έχει επαρκή εξήγηση για την μη αποκάλυψη (had sufficient excuse for so failing).[2] Δεν είναι με άλλα λόγια εκ προοιμίου απαγορευτικό για ένα διάδικο να παρουσιάσει ένα έγγραφο κατά την ακρόαση της υπόθεσης, νοουμένου πάντοτε ότι παρέχει επαρκή εξήγηση. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι η συμμόρφωση και ο τρόπος συμμόρφωσης δεν ελέγχονται από το Δικαστήριο. Το ερώτημα που τίθεται στην παρούσα αλληλουχία είναι κατά πόσο διαπιστώνεται ότι η αποκάλυψη αυτή θα πρέπει να παραμεριστεί καθότι διαπιστώνονται τέτοιοι λόγοι που δικαιολογούν την παρέμβαση του Δικαστηρίου.

 

30.      Από την μια η Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση προβάλλει ως δικαιολογία ότι για όσα έγγραφα είναι προγενέστερα της Αγωγής, ουσιαστικά δεν τα είχε εντοπίσει εξαιτίας του μεγέθους της Ενάγουσας και του όγκου των υποθέσεων που εκκρεμούν στα Δικαστήρια. Επιπλέον, η Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση προβάλλει ότι για όσα έγγραφα είναι μεταγενέστερα, αυτά περιήλθαν στην κατοχή της μετά την καταχώριση της Αγωγής χωρίς όμως να προσδιορίζεται το ακριβές χρονικό σημείο που τα έγγραφα αυτά περιήλθαν στην κατοχή της και τον λόγο που αυτά δεν αποκαλύφθηκαν νωρίτερα και ανέμεναν να καταχωριστούν την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για Ακρόαση.

 

31.      Από την άλλη, η Εναγόμενη προβάλλει επί της ουσίας ότι το χρονικό σημείο που έγινε η αποκάλυψη ήταν αιφνιδιαστικό καθώς επίσης και ότι η σχετική Αποκάλυψη έγινε με μεγάλη καθυστέρηση. Αποτέλεσμα τούτων ήταν να μην είναι δυνατή η έγκαιρη επιθεώρηση των εγγράφων και η κατάλληλη προετοιμασία τους για την Ακρόαση.

 

32.      Δεν παραγνωρίζεται ότι ο σκοπός της Αποκάλυψης είναι η λήψη πληροφοριών και η παρουσίαση εγγράφων που σχετίζονται με τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων για το σκοπό προετοιμασίας για την ακρόαση. Αποτρέπεται κατ’ αυτό τον τρόπο ο αιφνιδιασμός κατά την ακροαματική διαδικασία της άλλης πλευράς ενώ ταυτόχρονα παρέχεται η δυνατότητα στην άλλη πλευρά να εκτιμήσει σωστά την δύναμη της υπόθεσης της.[3]

 

33.      Στο σημείο αυτό, παρατίθεται το σκεπτικό της Απόφασης του Αγγλικού Εφετείου  στην υπόθεση McTear and another v Engelhard and others [2016] EWCA Civ 487. Παρά το ότι η εν λόγω Απόφαση εκδόθηκε στο πλαίσιο των Νέων Αγγλικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν αποτελεί με τον οποιοδήποτε τρόπο δεσμευτικό προηγούμενο, εντούτοις περιγράφει ιδιαίτερα εύστοχα την εξισορρόπηση που πρέπει να γίνεται κάθε φορά, μεταξύ της υποχρέωσης για διαρκή αποκάλυψη και του δικαιώματος της άλλης πλευράς να γνωρίζει την υπόθεση που θα αντιμετωπίσει. Στις παραγράφους 47 - 49 της εν λόγω Απόφασης σημειώνονται τα ακόλουθα:

 

«47. The judge relied on CPR Part 31.21 which only provides that a "party may not rely on any document which he fails to disclose … unless the court gives permission", but by the time of the hearing the defendants had not failed to disclose the new documents; they had served a list in respect of them.

 

48. [….] The important question was whether, in all the circumstances, the defendants were to be permitted to rely upon them at the forthcoming trial. That depended, amongst other things, on considerations including whether the claimants would have wished to rely on them, the circumstances in which they had not been disclosed before, and their relevance to the issues.

 

49. I accept also that the failure to produce the documents at the initial disclosure stage was a significant breach. Parties must take seriously the need to conduct proper searches for documents in response to an order for standard disclosure by a fixed date. But here there was an excuse, albeit one that was not very well explained in the 2nd application. The documents had been thought to have been destroyed, but were discovered when new counsel emphasised the need to look for them. In these circumstances, the most important question was whether the claimants could properly deal with them at the forthcoming trial. In my judgment, they could have done so. They were not very important, had probably already been for the most part in the possession of the claimants, and did not require any significant work for accountants to digest. In my judgment, the documents ought to have been admitted. I emphasise, however, that if the judge had been justified in thinking that the defendants had been trying to "bury" or disguise significant documents by exhibiting them to a witness statement rather than openly disclosing them, he might have been justified in excluding them. In my judgment, however, the judge was not right to infer impropriety from the defendants' conduct. They did not behave correctly as I have explained, but that is a different matter.»[4]

 

34.      Σχετική στην παρούσα αλληλουχία καθίσταται η Απόφαση OSCAR  SHIPPING PTE  LTD, v. ΤΟΥ ΦΟΡΤΙΟΥ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ASPHODEL, ΣΗΜΑΙΑΣ ΛΙΒΕΡΙΑΣ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΙΟ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ (ΑΡ. 2) (2012) 1 ΑΑΔ 2771. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα για περαιτέρω αποκάλυψη, αναφέροντας όμως το εξής:

 

«[…] Εν πάση περιπτώσει, τα πράγματα ίσως να ήταν διαφορετικά αν η υπό κρίση αίτηση υποβαλλόταν στα αρχικά στάδια της ακροαματικής διαδικασίας και όχι σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. (Βλ. Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος ΑΕ (Αρ. 2) (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 798.)».

 

35.      Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και σχετικά με τα έγγραφα που επιδιώκει να αποκαλύψει η Ενάγουσα, δεν διαπιστώνεται ότι είναι τέτοια που θα επηρεάσουν σε τέτοιο βαθμό την ικανότητα της Εναγόμενης να υπερασπιστεί τον εαυτό της κατά την επερχόμενη δίκη. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση αλλά και από την ίδια την συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης τα όσα επιδιώκει να αποκαλύψει τώρα η Ενάγουσα/Καθ’ ης η Αίτηση είναι καθόλα σχετικά με την υπόθεση ενώ αποτελεί υποστήριξη δικογραφημένων θέσεων.

 

36.      Δεν θα παρατεθούν όλα τα έγγραφα που απαριθμούνται στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Ωστόσο αυτά μπορούν να καταταχθούν στις ακόλουθες κατηγορίες, ήτοι (α) έγγραφα που αφορούν την λειτουργία της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση και της Αιτήτριας/Εναγόμενης, όπως είναι η Γνωμάτευση του Καθηγητή κύριου Γεώργιου Μπαμπέτα (έγγραφο 1), έρευνα στον Έφορο Εταιρειών αναφορικά με την Εναγόμενη Εταιρεία (έγγραφο 12), (β) έγγραφα που αφορούν την κατ’ ισχυρισμό παράβαση των κατ’ ισχυρισμό δικαιωμάτων της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση, όπως είναι τα ηχογραφήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 15 της Έκθεσης Απαίτησης αλλά και τα έγγραφα που αναφέροντα στις παραγράφους 6-9 της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης, (γ) έγγραφα που αφορούν την νομιμοποίηση της Ενάγουσας να διεκδικεί αποζημιώσεις για τις κατ’ ισχυρισμό παραβάσεις των δικαιωμάτων που διατηρεί ή/και διαχειρίζεται, όπως είναι οι Συμβάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 14-16 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης και (δ) αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ της Εναγόμενης και της Ενάγουσας (βλ. έγγραφα αρ. 4 και 5 της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης).

 

37.      Έχοντας αναφέρει τα πιο πάνω για όσα έγγραφα προϋπήρχαν της αρχικής ένορκης δήλωσης αποκάλυψης αλλά και για όσα έγγραφα περιήλθαν αργότερα στην κατοχή της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση δεν παρέχεται ιδιαίτερα ικανοποιητική δικαιολογία. Όμως, με δεδομένο ότι σύμφωνα με την Δ.28 θ. 3 των ΘΠΔ, απαιτείται «επαρκής» αιτιολογία, για να παρουσιάσει κάποιος έγγραφο που δεν αποκάλυψε κατά την ακρόαση της υπόθεσης, διαπιστώνεται όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην  USB BANK PLC -και- Παναγιώτης Θεοφάνους κ.α., Αρ. Αγωγής 554/2010, ημερομηνίας 22/12/2014, ECLI:CY:EDAMM:2014:A97,  ότι «ο πήχης δεν έχει τεθεί ιδιαίτερα ψηλά». Συνεπώς, από την στιγμή που κατά την ακρόαση της υπόθεσης, δυνητικά δεν αποκλείεται να παρουσιαστεί έγγραφο που δεν είχε αποκαλυφθεί, παρέχοντας «επαρκή» αιτιολογία, τότε θα πρέπει να θεωρείται ότι αντίστοιχα ισχύουν και κατά το στάδιο που προηγείται της ακρόασης, όπου ο διάδικος επιλέγει μάλιστα να συμμορφωθεί με την υποχρέωση του για διαρκή αποκάλυψη, παρέχοντας κάποια αιτιολογία.

 

38.      Στην Απόφαση του Δικαστηρίου λαμβάνεται σοβαρά υπόψη το ότι (α) τα έγγραφα αυτά διαφαίνεται ότι είναι καθόλα σχετικά με τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων[5] και θα πρέπει να βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου για την ορθή επίλυση της διαφοράς, (β) ότι όπως προκύπτει από την σχετική Νομολογία το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να αποστερεί ή να απορρίπτει μαρτυρία (συνδυαστική ανάγνωση των Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ κ.ά. -ανωτέρω-, Marcegaglia -ανωτέρω- και της Avacom Computer Services Ltd v. Έλενας Νικολάου (2006) 1 Α.Α.Δ. 359) η οποία είναι σχετική με τα επίδικα ζητήματα καθώς επίσης και το γεγονός ότι (γ) η ακρόαση της υπόθεσης δεν έχει ακόμα ξεκινήσει.[6] Επιπλέον, λαμβάνεται υπόψη ότι δεν διαφαίνεται από τα όσα προβάλλει η Εναγόμενη/Αιτήτρια στην σχετική Αίτηση της και την ένορκη δήλωση που την συνοδεύει ότι υπάρχει αλλότριος σκοπός για την κατάθεση της Συμπληρωματικής Ένορκης Δήλωσης Αποκάλυψης και ότι δεν διαφαίνεται ο τρόπος με τον οποίο θα προκληθεί τέτοιος δυσμενής επηρεασμός της ικανότητας της Εναγόμενης να προβάλει και να προωθήσει την υπεράσπιση της.

 

IV.      Κατάληξη

 

39.      Υπό το φως των όσων έχουν σημειωθεί η Αίτηση απορρίπτεται.

 

40.      Παρά το πιο πάνω αποτέλεσμα και ενόψει του ότι η πλευρά της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση επέλεξε να καταχωρίσει συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση Αποκάλυψης την ημέρα της Ακρόασης, προκαλώντας ουσιαστικά την αντίδραση της Εναγόμενης/Αιτήτριας και την αναβολή της ακρόασης της υπόθεσης και με δεδομένη την παλαιότητα της υπόθεσης  κρίνεται ορθότερο τα έξοδα να επιδικαστούν υπέρ της Εναγόμενης/Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας/Καθ’ ης η Αίτηση και να είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας. 

 

41.      Η υπόθεση ορίζεται στις 11/04/2025 και ώρα 09:00 π.μ. για Οδηγίες με σκοπό τον προγραμματισμό.                                                                                                                                                     

 

  (Υπ.)…………………………………………..

                                                                                                                                                                                                                                                                       Χ. Στρόππος, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

                                                           

 



[1] Βλ. την υπόθεση Mitchell v. Darley Main Colliery Co (1884) 1 Cab & El 215 [1886-90] All ER Rep 449 (HL) στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα: « Now, in my opinion, a party, who, after filing an affidavit of documents, discovers a document of which his opponent has a right to have inspection, but which is not disclosed in the schedule because it has been forgotten, or overlooked, οr supposed not tο exist, is bound to inform his opponent of the discovery either by a supplementary affidavit, which Ι think is the proper course, or at least by notice; and he has no right to keep back all knowledge of the newly-discovered document simply because he was nοt aware of it at the time he swore his affidavit in obedience to the order for discovery».

[2] Δ.28 θ. 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

[3] National Bank of Greece S.A. v. Mitsides and Another (1962) 1 C.L.R. 40, G. A. P. Navigation Ltd v. Merzario Marritimes SRL (1998) 1 ΑΑΔ 1624 και Τυλληρής ν. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (1998) 1 Α.Α.Δ. 2271.

[4] Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου.

[5] Βλ. τα όσα αναφέρονται στην Transmarine Shipping Ltd ν. Πανίκου Oνουφρίου και Άλλων (2008) 1 ΑΑΔ 151.

[6] Βλ. το σκεπτικό της Πρωτόδικης Απόφασης ΗΛΙΑΔΗ – ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ κ.α. -και- ΑΚΙΝΗΤΑ Σ.Ζ. ΗΛΙΑΔΗ ΛΤΔ κ.α., Αρ. Αγωγής 943/2005, ημερομηνίας 13/02/2019 και της επίσης Πρωτόδικης Απόφασης ΧΧΧ ΑΝΘΟΥΛΗΣ -και- ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αρ. Αγωγής 6276/2015, ημερομηνίας 03/04/20220, ECLI:CY:EDLEF:2020:A172.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο