Singh Kulwant ν. Reirei Investments Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 1335/2024, 22/5/2025
print
Τίτλος:
Singh Kulwant ν. Reirei Investments Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 1335/2024, 22/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής1335/2024 (i-Justice)

 

Μεταξύ:

 

Singh Kulwant

 

Ενάγοντα

-και-

 

1.       Reirei Investments Ltd

2.       Δημήτρη Κουμουδίου Μεταφοραί Λτδ

3.       Mortal Securities Services Ltd

4.       Ιωάννη Σπαθάρη

5.       Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης         Λεμεσού

6.       Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας

                                                                                 

                                                                                    Εναγομένων

……………………………….

 

Ημερομηνία: 22.5.2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για Ενάγοντα-Αιτητή:  Ο κ. Θ. Στ. Παπαβασιλείου

 

Για Εναγόμενους 1,2 και 3-Καθ’ών η Αίτηση : Η κα. Ν. Μαλά για Αρετή Χαριδήμου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

Για Εναγόμενο 4-Καθ’ου η Αίτηση: Η κα. Μ. Καραπατάκη για Karapatakis Pavlides LLC

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(επί της Αίτησης, ημερομηνίας 20.12.2024, για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων)

 

 

Στις 19.12.2024 ο Ενάγοντας, με καταγωγή από την Ινδία, καταχώρησε έντυπο απαίτησης, στο οποίο ενσωματώνεται και Έκθεση Απαίτησης του, εναντίον των Εναγομένων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Μέρους 7 των Νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Με αυτό αξιώνει από τους Εναγομένους, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, γενικές, ειδικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις, την έκδοση από το Δικαστήριο διαφόρων διαταγμάτων καθώς και αναγνωριστικών αποφάσεων, που έχουν ως βάση, μεταξύ άλλων, την κατ΄ισχυρισμόν παράνομη επέμβαση τους στο ακίνητο, το οποίο ο Ενάγοντας διέμενε νόμιμα, της κατακράτησης-ιδιοποίησης αλλά και κλοπής διαφόρων προσωπικών του αντικειμένων.

 

Στο εν λόγω ακίνητο (τα στοιχεία του οποίου με λεπτομέρεια καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης του) διαμένει, ως ισχυρίζεται, ο ίδιος με την οικογένεια του.

 

Για τους λόγους που καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης του όλοι οι Εναγόμενοι συνέβαλαν ο κάθε ένας με τις δικές του ενέργειες και παραλείψεις ώστε αυτό να κατεδαφιστεί παράνομα ενόσω αυτός ήταν ο νόμιμος κάτοχος τους.

 

Είναι σε γενικές γραμμές η δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα ότι ενοικίαζε το επίδικο ακίνητο, στην βάση συμφωνίας ενοικίασης, από τους νόμιμους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες τους. Σε κάποια χρονική στιγμή πληροφορήθηκε ότι αυτό άλλαξε ιδιοκτησία.  Ουδέποτε ενημερώθηκε για το γεγονός από τους προηγούμενους εγγεγραμμένους  ιδιοκτήτες του. 

 

Τον Ιούνιο του 2024 μετέβη στην Ιρλανδία για ιατρικούς λόγους.  Έμεινε εκεί για διάστημα 4 εβδομάδων με πρόθεση να επιστρέψει στο χώρο διαμονής του.  Κατά την επιστροφή του φρουρός ασφαλείας τον εμπόδισε να εισέλθει εντός της οικίας του. Αφού κάλεσε την Αστυνομία και αφού της έδωσε τις αναγκαίες διαβεβαιώσεις ως προς το ότι ο ίδιος κατέχει νόμιμα το ακίνητο, η τελευταία του επέτρεψε να εισέλθει σε αυτό.  Αφού εισήλθε, διαπίστωσε ότι είχε υποστεί κλοπή και ότι έλειπαν διάφορα προσωπικά του αντικείμενα.  Προχώρησε στην συνέχεια σε καταγγελία στην Αστυνομία.  Ενημερώθηκε επίσης από τους αστυνομικούς ότι η Εναγόμενη 1 είχε υποβάλει σχέδια για ανέγερση υψηλού κτιρίου και έχει λάβει άδεια κατεδάφισης του επίδικου ακινήτου. 

 

Στις 3.12.24 και ενώ ο ίδιος δεν είχε εγκαταλείψει το επίδικο ακίνητο και έχοντας την νόμιμη κατοχή του αυτό κατεδαφίστηκε παράνομα.

 

Στις 20.12.2024, ο Ενάγοντας-Αιτητής (στο εξής «ο Αιτητής») καταχώρισε ενδιάμεση αίτηση, δυνάμει του Μέρους 23 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, αξιώνοντας μονομερώς την έκδοση 16 συνολικά προσωρινών διαταγμάτων. 

 

Η εν λόγω αίτηση συνοδεύεται από δήλωση αλήθειας του Αιτητή. 

 

Αναγράφεται δε στο σχετικό έντυπο της ότι τα γεγονότα στα οποία βασίζεται ο Αιτητής για την έκδοση των ενδιάμεσων διαταγμάτων βασίζονται στη δήλωση μάρτυρα που επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α.

 

Ως προκύπτει, η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Mohammed Ali Ahmed (στο εξής «ο μεταφραστής»), η οποία καταχωρίστηκε δυνάμει του Μέρους 32.15(1) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Αυτή δε φέρει ημερομηνία 16.12.2024.

 

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τα όσα ο μεταφραστής αναφέρει στην ένορκη του δήλωση.

 

Ο εν λόγω μεταγραστής δηλώνει ότι κλήθηκε «από το δικηγορικό γραφείο  που εκπροσωπεί τον Αιτητή» όπως προχωρήσει «στην μετάφραση της ένορκης δήλωσης του Αιτητή … εκ Ινδίας από τα Urdu στα ελληνικά και αντίστροφα

 

Στην συνέχεια ορκίζεται και δηλώνει τα ακόλουθα:

 

«

1.      Eξ όσων γνωρίζω, δηλώνω ότι, 

 

1.  Γνωρίζω πολύ καλά την ελληνική όσο και Urdu γλώσσα και είμαι σε θέση να μεταφράσω από τη μια γλώσσα στην άλλη με ορθότητα και ακρίβεια. 

  1. Κατάγομαι από το Πακιστάν και η μητρική μου γλώσσα είναι η Urdu Γλώσσα η οποία είναι και η μητρική γλώσσα του Singh Kulwant ο οποίος με δικές του οδηγίες του έχω διαβάσει την ένορκη του δήλωση την οποία αποδέχθηκε ως ορθή εν σχέση με το περιεχόμενο του».

      …

6.  Έχω μεταφράσει ως πιο πιστά και καλά γίνεται την Ένορκη Δήλωση ημερ. 23.8.24 του Ενάγοντα … από την Urdu στην Ελληνική Γλώσσα. 

2.             Στο σημείο αυτό μου παρουσιάζεται σημειούμενα ως τεκμήρια,

7.  Ένορκη δήλωση ημερομηνίας 16.12.24 του Singh Kulwant, το οποίο σημειώνω ως Τεκμήριο Α.

8. Μεταφρασμένο αντίγραφο της Ένορκης δήλωσης του Singh Kulwant ημερ. 16.12.2024, το οποίο σημειώνω ως ‘Τεκμήριο Β’ μαζί με επισυναπτόμενα προς αυτή τεκμήρια.»

 

Η ένορκη δήλωση του μεταφραστή συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή στη μητρική του γλώσσα, δυνάμει του Μέρους 32.15(1), καθώς και ένορκη δήλωση της μεταφρασμένη στα ελληνικά. Σημειώνω ότι στις εν λόγω δύο ένορκες δηλώσεις δεν αναγράφονται επ’ αυτών τα Τεκμήρια Α και Β, αντιστοίχως, ως δηλώνει στην δική του ένορκη δήλωση ο μεταφραστής.

 

Το Δικαστήριο δεν ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την μονομερή έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων δίδοντας οδηγίες όπως η υπό κρίση αίτηση επιδοθεί στους Καθ’΄ων η Αίτηση. 

 

Με την επίδοση της αίτησης οι Καθ’ων η Αίτηση αντέδρασαν στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, καταχωρώντας προς τούτο σχετικές ενστάσεις, προβάλλοντας διάφορους λόγους ένστασης. 

 

Οι Καθ’ων η Αίτηση 1, 2 και 3 καταχώρισαν κοινή ένσταση.

 

Οι υπόλοιποι Καθ’ων η Αίτηση καταχώρισαν ο κάθε ένας ξεχωριστή ένσταση.

 

Πριν την ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών (ΑΔΟ) όλοι οι διάδικοι συμμορφώθηκαν με τις πρόνοιες του Μέρους 23.10 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας  καταχωρώντας σχετικά χρονοδιαγράμματα προς έγκριση τους από το Δικαστήριο, σε σχέση με την διαδικασία που θα ακολουθείτο από το Δικαστήριο αναφορικά με την πορεία ακρόασης της υπό κρίση αίτησης. 

 

Κατά την ημέρα της ΑΔΟ η συνήγορος των Καθ’΄ων η Αίτηση 1 εώς 3 αλλά και ο συνήγορος του Καθ΄ου η Αίτηση 4 αιτήθηκαν προφορικά στο Δικαστήριο όπως αυτό επιληφθεί κατά προτεραιότητα, δηλαδή προτού αποφασίσει την ουσία των επίδικων ζητημάτων της υπό κρίση αίτησης, τους λόγους ένστασης που έχουν εγείρει και που σχετίζονται με την θέση τους ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση είναι ελαττωματική, ότι αυτή καταχωρίστηκε κατά παράβαση των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και ως εκ τούτου αυτή δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο.

 

Οι σχετικοί λόγοι ένστασης των Καθ’΄ων η Αίτηση αναφορικά με το πιο πάνω ζήτημα μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

 

α) η απαίτηση του Αιτητή είναι αβάσιμη και αστήρικτη, δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία και θα πρέπει να απορριφθεί από το Δικαστήριο,

 

β) ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει στο Δικαστήριο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση αίτηση του,

 

γ) το Τεκμήριο Β που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του μεταφραστή δεν αποτελεί πιστή μετάφραση του Τεκμηρίου Α που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του μεταφραστή,

 

δ) ο Αιτητής δεν έχει παρουσιάσει ένορκη δήλωση μεταφραστή και οποιαδήποτε μαρτυρία από μεταφραστή στη βάση της οποίας να βεβαιώνεται πως το Τεκμήριο Β στη  ένορκη δήλωση του μεταφραστή αποτελεί πιστή και ορθή μετάφραση της ένορκης δήλωσης του Αιτητή και

 

ε) ότι οι οποιεσδήποτε ένορκες δηλώσεις επισυνάπτονται στην αίτηση δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. 

 

Το Δικαστήριο, αφού άκουσε προφορικά τις θέσεις όλων των μερών σε σχέση με το πιο πάνω εγερθέν ζήτημα, έδωσε οδηγίες όπως τόσο ο συνήγορος του Αιτητή όσο και οι συνήγοροι των Καθ’ων η αίτηση 1-4 καταχωρίσουν γραπτές αγορεύσεις, ζητώντας τους να τοποθετηθούν αφενός μεν κατά πόσο είναι πρόσφορο και πρέπον όπως το Δικαστήριο επιληφθεί κατά προτεραιότητας των εν λόγων εγειρόμενων ενστάσεων (έξω και μακριά από την ουσία της αίτησης), αφετέρου δε να επιχειρηματολογήσουν και ως προς την ουσία των εγειρόμενων ζητημάτων.  Ταυτόχρονα το χρονοδιάγραμμα για την ακρόαση της ενδιάμεσης αίτησης αναστάληκε από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου ορίστηκε νέα ΑΔΟ για την υπό κρίση αίτηση.

 

Οι δικηγόροι συμμορφώθηκαν με τις οδηγίες του Δικαστηρίου καταχωρώντας στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης τις γραπτές τους αγορεύσεις.

 

Το Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια προαγωγής του πρωταρχικού σκοπού των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, σκοπός ο οποίος προάγεται, μεταξύ άλλων, με την ενεργό διαχείριση των υποθέσεων από το Δικαστήριο και μέσα στα πλαίσια των καθηκόντων και εξουσιών του, ως αυτά καταγράφονται στο Μέρος 1.5 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, αλλά και προς εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων αποφάσισε, με την σύμφωνο γνώμη των μερών, όπως εξετάσει κατά προτεραιότητα τα πιο πάνω εγειρόμενα ζητήματα που ήγειραν με τις ενστάσεις τους οι Καθ’΄ων η Αίτηση 1 εώς 4. Και τούτο γιατί τυχόν επιτυχία των ενστάσεων των Καθ’ ων η Αίτηση θα έχει καταλυτικές συνέπειες ως προς την τύχη της υπό κρίση αίτησης.

 

Η ακρόαση της αίτησης έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων και των γραπτών αγορεύσεων που αμφότερες οι πλευρές προσκόμισαν στο Δικαστήριο. Σημειώνω επίσης ότι καμία πλευρά δεν προέβη στην αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα ή στην καταχώρηση οποιασδήποτε συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. 

 

Αποτελεί θέση του Αιτητή, μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε συμφώνως του Μέρος 32 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας εφόσον περιέχει ένορκη δήλωση του Αιτητή, η οποία είναι δεόντως μεταφρασμένη. Είναι πάντοτε η θέση του ότι επί της ένορκης δήλωσης του μεταφραστή επισυνάπτονται δύο τεκμήρια, η ένορκη δήλωση του Αιτητή στην γλώσσα Urdu και μεταφρασμένο αντίγραφο της στην ελληνική γλώσσα. Αποτελεί περαιτέρω θέση του ότι η αναφορά του Αιτητή, στην μεταφρασμένη του ένορκη δήλωση, ότι η αρχική του ένορκη δήλωση έγινε στην Αγγλική γλώσσα, αποτελεί απλά ένα τυπογραφικό λάθος. Στην ουσία πρόκειται για ένα εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της μεταφρασμένης ένορκης δήλωσης του Αιτητή. Αυτό το τυπογραφικό λάθος δεν μπορεί να ακυρώσει καμία διαδικασία.  Ούτε και επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των Καθ’ων η Αίτηση εφόσον δεν τους προκάλεσε καμία σύγχυση ή παρερμηνεία σε σχέση με τα όσα ο Αιτητής προβάλλει στο Δικαστήριο.  Οι ενστάσεις των Καθ’ων η Αίτηση αναφορικά με τα ζητήματα που έχουν εγείρει βασίζονται σε υπερβολική τυπολατρεία και ως τέτοια θα πρέπει να απορριφθεί. 

 

Εν σχέσει με την ένορκη δήλωση, ημερομηνίας 16.12.2024, που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση ήταν πάντοτε η θέση του ότι ορθώς αυτή υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του μεταφραστή από την στιγμή που ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν διαβάζει ή γράφει την urdu ή την ελληνική γλώσσα. Η δε ένορκη δήλωση του μεταφραστή συνάδει, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις του, με το Μέρος 32.15 (22)(α)(β) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Από την πλευρά τους οι συνήγοροι των Καθ’΄ων η Αίτηση 1 εώς 4, υποστήριξαν, μέσω των γραπτών τους αγορεύσεων, οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω εγείρουν πανομοιότυπα επιχειρήματα, ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την υπό κρίση αίτηση, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της επί της ουσίας της, εφόσον αυτή δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε μαρτυρία. Και τούτο γιατί η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει αυτή καταχωρίστηκε κατά παράβαση του Μέρους 32.15(22) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Ειδικότερα, από την ένορκη δήλωση του μεταφραστή, η οποία υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, διαπιστώνεται ξεκάθαρα πως ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει στο Δικαστήριο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση του, κατά παράβαση του Μέρους 25.6(1) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Περαιτέρω, μέσω της αίτησης διαφαίνεται πως ο Αιτητής προβάλλει ότι αυτή υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση Τεκμήριο Α που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του μεταφραστή.  

 

Όπως όμως διαφαίνεται από την ένορκη δήλωση του μεταφραστή, αυτός, δεν έχει μεταφράσει το περιεχόμενο του ανωτέρω αναφερόμενου Τεκμηρίου Α το οποίο επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση και το οποίο φέρει  στο εξώφυλλο του ημερ. 16/12/2024.  Επίσης ως προκύπτει και πάλι από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του μεταφραστή, το Τεκμήριο Β που επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση και το οποίο φέρει στο εξώφυλλο του ημερ. 16/12/2024, δεν αποτελεί πιστή μετάφραση του Τεκμηρίου Α αλλά ο μεταφραστής μεταφράζει άλλη ένορκη δήλωση από αυτήν του εν λόγω Τεκμηρίου.  Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο της παραγράφου 6 της ένορκης δήλωσης του μεταφραστή στην οποία αναφέρει ότι:

 

«Έχω μεταφράσει όσο πιο πιστά και καλά γίνεται την Ένορκη Δήλωση ημερ. 23/08/2024 του Ενάγοντα SINGH KULWANT, στην πιο πάνω αριθμό και τίτλο Αίτηση, από την Urdu στην Ελληνική Γλώσσα». 

 

Ως προκύπτει από την ανωτέρω  αναφορά του μεταφραστή είναι ξεκάθαρο πως αυτός δεν μετάφρασε το Τεκμήριο Α ημερ. 16/12/2024 και πως το Τεκμήριο Β ημερ. 16/12/2024 δεν αποτελεί πιστή μετάφραση του Τεκμηρίου Α.  Ο μεταφραστής ισχυρίζεται πως μετέφρασε μια «άσχετη» ένορκη δήλωση ημερ. 23/08/2024 και όχι το Τεκμήριο Α που φέρει ημερομηνίας 16/12/2024.  Ως εκ τούτου στη βάση των ανωτέρω και λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου του Κανονισμού  32.15(22) η Αίτηση του Αιτητή δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία και πως το Δικαστήριο δεν δύναται να θεωρήσει πως τα ανωτέρω αναφερθέντα Τεκμήρια Α και Β αποτελούν την μαρτυρία η οποία υποστηρίζει την Αίτηση του Αιτητή.

 

Επιπρόσθετα από τα ανωτέρω, η μη υποστήριξη της Αίτησης του Αιτητή από μαρτυρία επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως στο Τεκμήριο Β της ένορκης δήλωσης του μεταφραστή  στην παράγραφο  1 ο Αιτητής στην δική του ένορκη δήλωση αναφέρει ότι  

 

«επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμος μεταφραστής στα ινδικά, κάνω την ένορκη κατάθεση μου στα αγγλικά».

 

Ως προκύπτει μέσα από το περιεχόμενο της πιο πάνω μετάφρασης η αρχική ένορκη δήλωση του Αιτητή έγινε στην Αγγλική γλώσσα και όχι στην γλώσσα Urdu. Καμία Αγγλική ένορκη δήλωση δεν επισυνάφθηκε όμως στην προκειμένη περίπτωση. Το Τεκμήριο Α που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση  του μεταφραστή  και το οποίο δήθεν  αποτελεί την πρωτότυπη ένορκη δήλωση του Αιτητή δεν είναι στην αγγλική γλώσσα.

 

Περαιτέρω και ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αποτελεί θέση των Καθ’ών η Αίτηση ότι οι ένορκες δηλώσεις είναι ελαττωματικές εφόσον καταχωρίστηκαν κατά παράβαση του Μέρους 32.15(22) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας εφόσον ο ορθός δικονομικός τρόπος ήταν πως ο Αιτητής θα έπρεπε να επισυνάψει ένορκη του δήλωση στην μητρική του γλώσσα και ακολούθως ο μεταφραστής να προβεί σε ένορκη δήλωση επιβεβαιώνοντας την μετάφραση και επισυνάπτοντας ως Τεκμήρια τόσο τη μετάφραση όσο και αντίγραφο της ξενόγλωσσης ένορκης δήλωσης.

 

Ως εκ τούτου, ενόψει των πιο πάνω γεγονότων, είναι η θέση των Καθ’ών η Αίτηση ότι η Αίτηση του Αιτητή δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία και στην απουσία αυτής η ενδιάμεση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, χωρίς το Δικαστήριο να προχωρήσει με την περαιτέρω εξέταση της.

Έχοντας κατά νου τις θέσεις και επιχειρήματα κάθε πλευράς θα προχωρήσω να εξετάσω τα εγειρόμενα επίδικα ζητήματα.

Αποτελούν αδιαμφισβήτητα γεγονότα ότι ο Αιτητής δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα. Ούτε και διαβάζει αλλά ούτε και μπορεί να γράψει την μητρική του γλώσσα, η οποία είναι τα Urdu.

 

H υπό κρίση αίτηση, η οποία έχει ως αντικείμενο την έκδοση ενδιάμεσων δικαστικών διαταγμάτων, καταχωρίστηκε, δυνάμει του Μέρους 23.4(6) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Το Μέρος 23.4 (5) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας προνοεί ότι:

« 23.4. Τι πρέπει να περιλαμβάνεται και να δηλώνεται στην αίτηση

…..

(5) Αν ο αιτητής στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία παρατίθενται σε γραπτή μαρτυρία, αυτό αναφέρεται ειδικά στην αίτηση και οι σχετικές ένορκες δηλώσεις ή η γραπτή μαρτυρία προσδιορίζονται και επισυνάπτονται στην αίτηση, (εκτός αν αυτές έχουν ήδη καταχωριστεί στο δικαστήριο στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης).»

 

 

Στο Μέρος 25.6(1) αναφέρεται ότι Αιτήσεις για ενδιάμεσα ή προστακτικά διατάγματα, ως είναι και η υπό κρίση Αίτηση, πρέπει να υποστηρίζονται από ένορκη δήλωση.

 

Στην υπό κρίση Αίτηση ο Αιτητής δηλώνει, σε σχέση με τα γεγονότα στα οποία βασίζεται προς υποστήριξη της αίτησης του, ότι αυτή  «βασίζεται στη δήλωση μάρτυρα που επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α». Ανατρέχοντας στην ένορκη δήλωση που καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της Αίτησης, δηλαδή στην ένορκη δήλωση του μεταφραστή, δεν αναγράφεται σε αυτή ότι αποτελεί το Παράρτημα Α΄, για το οποίο κάνει αναφορά στην Αίτηση του ο ίδιος ο Αιτητής. Ανεξαρτήτως του πιο πάνω γεγονότος, ως προκύπτει, η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του μεταφραστή, ο οποίος επισυνάπτει ως Τεκμήρια σε αυτήν ένορκη δήλωση του Αιτητή στην μητρική του γλώσσα και μετάφραση της στην Ελληνική γλώσσα.

 

Με δεδομένο ότι ο Αιτητής δεν ομιλεί την Ελληνική γλώσσα, ως αυτό αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, άλλα άλλη ξένη γλώσσα, σχετικό είναι το Μέρος 32.15(22) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο καθορίζει την διαδικασία που θα πρέπει ακολουθείται όταν ο διάδικος θα στηριχθεί σε ξένη γλώσσα. Το παραθέτω:

 

«(22) Όταν ένορκη δήλωση είναι σε ξένη γλώσσα, διάδικος που επιθυμεί να στηριχθεί σε αυτή, πρέπει:

(α) να την μεταφράσει, και

(β) να καταχωρίσει στο δικαστήριο την ξενόγλωσση ένορκη δήλωση και

(γ) ο μεταφραστής να προβεί σε ένορκη δήλωση και να την καταχωρίσει στο δικαστήριο επιβεβαιώνοντας τη μετάφραση και επισυνάπτοντας ως τεκμήρια τόσο τη μετάφραση όσο και αντίγραφο της ξενόγλωσσης ένορκης δήλωσης.»

 

Ως προκύπτει μέσα από τον πιο πάνω Κανονισμό αλλά και στην βάση του Μέρους 25.6(1) με δεδομένο ότι ο Αιτητής δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα, η ένορκη του δήλωση θα πρέπει να είναι σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο, ακολούθως αυτή θα πρέπει να μεταφραστεί και ο μεταφραστής να προβεί σε ένορκη δήλωση προς το Δικαστήριο επιβεβαιώνοντας τη μετάφραση και επισυνάπτονας ως Τεκμήρια τόσο τη μετάφραση όσο και αντίγραφο της ξενόγλωσσης ένορκης δήλωσης. Δηλαδή με άλλα λόγια, ο ορθός δικονομικός τρόπος, στην βάση των πιο πάνω Κανονισμών, είναι ότι θα έπρεπε ο Αιτητής να επισυνάψει την ένορκη του δήλωση στην μητρική του γλώσσα και ακολούθως ο μεταφραστής να προβεί σε ενορκη δήλωση επιβεβαιώνοντας την μετάφραση και επισυνάπτοντας ως τεκμήρια τόσο τη μετάφραση όσο και αντίγραφο της ξενόγλωσσης ένορκης δήλωσης.

 

Κάτι τέτοιο δεν επεσυνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

 

Αντίθετα, η υπό κρίση Αίτηση υποστηρίζεται μόνο από ένορκη δήλωση του μεταφραστή, χωρίς ο Αιτητής να επισυνάψει πρώτα την δική του ένορκη δήλωση στην γλώσσα του, ή σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο και ακολούθως ο μεταφραστής να προβεί στην δική του ένορκη δήλωση. Επομένως, ενόψει των πιο πάνω δεδομένων κρίνω και διαπιστώνω ότι υπάρχει παραβίαση του Μέρους 32.15(22) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Επιπρόσθετα, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να αγνοηθεί και το γεγονός ότι ο μεταφραστής επισύναψε  άλλη ένορκη δήλωση από αυτήν που δηλώνει ότι έχει μεταφράσει εφόσον δηλώνει στην παράγραφο 6 της ένορκης του δήλωσης ότι μετάφρασε την ένορκη δήλωση του Αιτητή, ημερομηνίας 23.8.2024. Τέτοια όμως ένορκη δήλωση δεν έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο εφόσον η μοναδική ένορκη δήλωση του Αιτητή που έχει επισυναφθεί φέρει ημερομηνίας 16.12.2024.

 

Ούτε και μπορεί να αγνοηθεί το ουσιώδες γεγονός ότι ο Αιτητής δηλώνει, μέσω της μεταφρασμένης ένορκης δήλωσης που επισύναψε ο μεταφραστής, ότι η αρχική του ένορκη δήλωση έγινε στην Αγγλική γλώσσα, και όχι στην Urdu, χωρίς όμως να επισυναφθεί τέτοια Αγγλική ένορκη δήλωση. Δια του λόγου το αληθές στην μεταφρασμένη ένορκη δήλωση του Αιτητή στην Ελληνική γλώσσα αναφέρεται στην παράγραφο 1 ότι

 

«Είμαι ο Αιτητής στην παρούσα αίτηση με τον παραπάνω τίτλο και αριθμό και επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμος μεταφραστής στα ινδικά, κάνω την ένορκη μου κατάθεση στα αγγλικά.»

 

Με δεδομένο ότι ο μεταφραστής ορκίσθηκε ότι έχει μεταφράσει την ένορκη δήλωση του Αιτητή από την Urdu στην Ελληνική γλώσσα ενώ αντίθετα ο Αιτητής προβάλλει τη θέση ότι η αρχική του ένορκη δήλωση δεν έγινε στην Urdu αλλά στην Αγγλική, χωρίς να έχει επισυναφθεί τέτοια, συνάγεται ότι ο μεταφραστής δεν έχει μεταφράσει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου Α το οποίο επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση αλλά και ότι το Τεκμήριο Β που επισυνάπτει στην ένορκη του δήλωση δεν αποτελεί πιστή μετἀφραση του Τεκμηρίου Α.

Είναι προφανές από τα πιο πάνω ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση είναι ελαττωματική και καταχωρίστηκε κατά παράβαση του Μέρους 32.15 (22) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

Στους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας δεν υπήρχε οποιαδήποτε πρόνοια που να προσομοιάζει με το Μέρος 32.15(22) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Η πρακτική που ακολουθείτο από τα Κυπριακά Δικαστήρια σε σχέση με τις ελαττωματικές ένορκες δηλώσεις και ποιες είναι οι συνέπειες αυτών στηριζόταν στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και στο Annual Practice 1955.

Από την έρευνα που έχω προβεί δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε Κυπριακή νομολογία σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής και ερμηνείας του Μέρους 32 των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Απόλυτα όμως βοηθητική και καθοδηγητική σε σχέση με το υπό εκδίκαση εγειρόμενο ζήτημα ειναι η υπόθεση GANNA MAKOVETSKA-GRYNEVYCH v. SERGII GRYNEVYCH, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε57/2017, 4/10/2023. Η εν λόγω υπόθεση κρίνω ότι τυγχάνει εφαρμογής και στα γεγονότα της υπό κρίση αίτησης, παρά το γεγονός ότι αυτή στηρίζεται στους Νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας (ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΕΚΕΡΣΑΒΒΑΣ κ.α. v. ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 415/2019, 31/10/2024, Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολιτική Έφεση αρ. E5/2018, 16/1/2024).

Στην εν λόγω υπόθεση, έγινε ανασκόπηση της νομολογίας για το πως πρέπει να καταχωρούνται ένορκες δηλώσεις από πρόσωπα που δεν μιλούν και κατανοούν την Ελληνική γλώσσα, ως είναι το αντικείμενο της υπό εξέταση αίτησης.    Αντικείμενο της εν λόγω απόφασης ήταν η ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Με την εν λόγω πρωτόδικη απόφαση οριστικοποιήθηκαν τα προσωρινά διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς. Η ορθότητα της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβλήθηκε με Έφεση. Ένας από τους λόγους Έφεσης αφορούσε το γεγονός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου στην ελληνική γλώσσα, που συνόδευε την αίτηση του, υπογράφηκε και/ή καταχωρήθηκε με τον ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο με δεδομένο ότι αυτός δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτό τον εν λόγω Λόγο Έφεσης ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση με το εξής σκεπτικό, το οποίο και παραθέτω αυτούσιο:

 

«Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Εφεσίβλητος κατάγεται από την Ουκρανία και η μητρική του γλώσσα είναι η ρωσική. Όπως προκύπτει, η ένορκη δήλωση του, η οποία καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της Αίτησης του για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα.  Ταυτόχρονα με την καταχώριση της ένορκης δήλωσης του Εφεσιβλήτου καταχωρήθηκε και ένορκη δήλωση από κάποια Loubov Degtyarova, τιτλοφορούμενη ως «ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ», στην οποία αυτή, αφού κατέγραψε ότι γνωρίζει πολύ καλά τη ρωσική και την ελληνική γλώσσα και δύναται να μεταφράζει σε δικαστικές διαδικασίες από την ελληνική στη ρωσική και αντιστρόφως, δήλωσε ότι είχε μεταφράσει πιστά στη ρωσική γλώσσα προφορικά στο Εφεσίβλητο, πριν αυτός θέσει την υπογραφή του ενώπιον του Πρωτοκολλητή, τόσο την ένορκη δήλωση του όσο και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτήν.

 

To πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη θέση της Εφεσείουσας ότι, με δεδομένο ότι η ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου είχε συνταχθεί σε γλώσσα μη κατανοητή από τον ενόρκως δηλούντα, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, την απέρριψε στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Κρίνω πως από τη στιγμή που το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης η οποία έχει συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα, έχει μεταφραστεί στον ενάγοντα από την μεταφράστρια Loubov Degtyarova, ο ενάγοντας ήταν σε θέση να υπογράψει τη δήλωση στα Ελληνικά [βλ. Αίτηση Saab Abbas Nazer (2003) 1 Α.Α.Δ. 772]. Συνεπώς ο Λόγος αυτός της ένστασης απορρίπτεται.»

 

 

Είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, μία ένορκη δήλωση προσώπου θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή από τον ομνύοντα και αυτή να συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική καθώς, επίσης, και από σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή δια της οποίας να βεβαιώνεται το πιστό και αληθές της μετάφρασης. Κατά συνέπεια η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σε τέτοια περίπτωση περιλαμβάνει ουσιαστικά την κατάθεση τριών ενόρκων δηλώσεων (βλ. Annual Practice 1995, σελ. 683).

 

Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772:

 

«Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321).»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Λίγο μετά την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) ακολούθησε και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Φωτίου και της Bianca Bos (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, η οποία αφορούσε ένορκη δήλωση που συνόδευε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari, η οποία είχε συνταχθεί στα ελληνικά από μέρους Ολλανδής υπηκόου η οποία δεν γνώριζε ελληνικά. Και σ' εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη ένορκη δήλωση δε συνιστούσε ένορκη δήλωση εντός της εννοίας του νόμου, επαναλαμβάνοντας τα εξής:

 

«Η ένορκη δήλωση θα πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκες δηλώσεις που είναι συντεταγμένες στα ελληνικά από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (Αναφορικά με τον Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772).»

 

Το ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Sangaralingam Krishnakanthan (2011) 1 Α.Α.Δ. 7 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλη την απουσία σχετικής πρόνοιας στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, η πρακτική που ακολουθείται και προδιαγράφεται στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και αναφέρομαι στο Annual Practice 1955, σελ. 683 δίδει κατεύθυνση προς τη σωστή διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί. Η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη  δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει τη γλώσσα δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. (Βλ. Φωτίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 783). Η σημείωση του πρωτοκολλητή, ότι μεταφράστηκε από ελληνικά σε αγγλικά, που στην προκείμενη περίπτωση όπως υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, είναι ικανοποιητική για να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα ύπαρξης της, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, βεβαιώνει ότι το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως μεταφράστηκε στον ενόρκως δηλούντα από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Σκοπός της βεβαίωσης του πρωτοκολλητή (jurat) είναι η αποφυγή με τρόπο αναντίλεκτο οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων (El-Boustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736). Αφήνω που μεθοδολογία, όπως η παρούσα, μπορεί να οδηγήσει και να ενισχύσει τη σκέψη ότι ένας ενόρκως δηλών, μπορεί θεωρητικά και να αποφύγει τις συνέπειες ενδεχόμενης διαδικασίας ψευδορκίας, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν του αποδόθηκε σωστά.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και σε προηγούμενη υπόθεση την Valentina Stoeva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1405/2009, ημερ. 10/11/2009, στην οποία απερρίφθη μονομερής αίτηση για έκδοση διατάγματος τερματισμού της κράτησης και αναστολής της διαδικασίας απέλασης, λόγω του ότι η ένορκη δήλωση που την συνόδευε δεν είχε συνταχθεί στη μητρική γλώσσα της αιτήτριας που ήταν η βουλγαρική, αλλά στην ελληνική γλώσσα.

 

 

Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα. Είναι υπογραμμένη από την αιτήτρια. Υπάρχει πιστοποίηση της υπογραφής της από την πρωτοκολλητή. Ταυτοχρόνως υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι η ένορκη δήλωση έχει μεταφραστεί από κάποια Dani Προκοπίου στη βουλγαρική γλώσσα. Αυτό υποστήριξε η συνήγορος της αιτήτριας είναι αρκετό, γιατί καταδεικνύει ότι η ένορκη δήλωση μεταφράστηκε στην αιτήτρια στη μητρική της γλώσσα, και μετά απ΄αυτό υπέγραψε τη σχετική ένορκη δήλωση και έθεσε και η πρωτοκολλητής τη σχετική πιστοποίηση. Τέτοια εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία η οποία θα μπορεί να ληφθεί υπόψη για σκοπούς αντίκρισης της αίτησης. Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και βρίσκω ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που θα μπορούσε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εξετάσει περαιτέρω την ουσία της αίτησης».

 

 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Το ότι στην προκείμενη περίπτωση καταχωρήθηκε μια «ένορκη δήλωση μετάφρασης» από άτομο το οποίο δηλώνει ότι είναι σε θέση να μεταφράζει από την ελληνική στη ρωσική και αντίστροφα και ότι μετάφρασε στον Εφεσίβλητο προφορικά στη ρωσική γλώσσα την ένορκη δήλωση που αυτός καταχώρισε στην ελληνική πριν αυτός θέσει την υπογραφή του σε αυτή, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Δεν είναι χωρίς λόγο που η νομολογία σταθερά απαιτεί τη σύνταξη μιας ένορκης δήλωσης στη μητρική γλώσσα του ομνύοντα. Αν ήταν διαφορετικά, θα ήταν εύκολο να εγείρονται από ένα ομνύοντα που επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί από φερόμενη δήλωση του ζητήματα ως προς την ακρίβεια της μετάφρασης της ένορκης του δήλωσης τα οποία θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) θέτει το ζήτημα ακριβώς στη σωστή του διάσταση:

 

«Την πεποίθησή μου ότι δεν είναι ανεκτή ένορκη δήλωση σε γλώσσα μη καταληπτή στο δηλούντα, ενισχύει και η σκέψη ότι ο ενόρκως δηλών, στην περίπτωση που η ένορκή του δήλωση δεν είναι αληθής, μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της ψευδορκίας του, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δήλωσής του δεν αποδόθηκε σωστά. Με τον ίδιο τρόπο αποφεύγονται και οι συνέπειες της έλλειψης ακρίβειας της μετάφρασης από το μεταφραστή, όταν αυτός δεν βεβαιώνει ενόρκως την ακρίβεια της μετάφρασής του».

 

Είναι εμφανές από την πιο πάνω ανάλυση ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει τηρηθεί αυτή η διαδικασία η οποία έχει επιδοκιμαστεί από την πάγια νομολογία, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει και στοιχειοθετήσει την οριστικοποίηση των αιτούμενων Διαταγμάτων.»

 

 

Η πρακτική αυτή που εφάρμοζαν τα Κυπριακά Δικαστήριο έχει κωδικοποιηθεί πλέον λαμβάνοντας και νομοθετική μορφή μέσω του Μέρος 32.15(22) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

Στη βάση των πιο πάνω νομολογιακών αρχών είναι ορθή η θέση των συνηγόρων των Καθ’΄ων η Αίτηση ότι η ένορκη δήλωση που καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης καταχωρίστηκε κατά παράβαση των Νέων Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και δεν ακολουθήθηκε από τον συνήγορο του Αιτητή η ορθή διαδικασία. Και τούτο για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι η αίτηση δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή, σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο, παρά μόνο αυτή υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του μεταφραστή, ο οποίος παραθέτει ως Τεκμήρια ένορκη δήλωση του αιτητή σε γλώσσα κατονοητή από τον ίδιο ως υποστηρίζει καθώς και μετάφραση της στην Ελληνική γλώσσα. Κατά δεύτερο, με βάση τα όσα δηλώνει ο ίδιος ο Αιτητής στην μεταφρασμένη του ένορκη δήλωση στην Ελληνική γλώσσα,  επειδή δεν υπάρχει μεταφραστής στην Ινδική γλώσσα, η ένορκη του δήλωση έγινε στην Αγγλική γλώσσα. Πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος προσκόμισε στο Δικαστήριο μεταφραστή και επομένως ο πιο πάνω ισχυρισμός του δεν έχει οποιαδήποτε βάση, η αρχική του ένορκη δήλωση έγινε στην Αγγλική γλώσσα. Τέτοια ένορκη δήλωση δεν έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο και ο ίδιος ο Αιτητής επί της ουσίας αμφισβητεί τα όσα ο μεταφραστής δηλώνει ενόρκως στο Δικαστήριο. Επί της ουσίας  δεν επισυνάφθηκε ως τεκμήριο το πρωτότυπο κείμενο από το οποίο πηγάζει η μετάφραση. Η ουσία των πιο πάνω γεγονότων αλλά και οι νομικές συνέπειες καταχώρησης ελαττωματικής δήλωσης   είναι ότι η ενδιάμεση αίτηση του Αιτητή δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε πραγματική μαρτυρία.

 

Δεν συμφωνώ με την εισήγηση του συνηγόρου του Αιτητή, ο οποίος προσπάθησε να υποβαθμίσει τα πιο πάνω γεγονότα, αντιμετωπίζοντας το όλο ζήτημα επιφανειακά, προβάλλοντας τη θέση ότι η παράλειψη συμμόρφωσης του Αιτητή με το Μέρος 32 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας αποτελεί απλά ένα τυπογραφικό λάθος,

 

Πρόκειται όμως για παράβαση ουσίας στη βάση της πιο πάνω παρατεθείσας νομολογίας.

 

Καθοδήγηση άντλησα επίσης και από την Αγγλική νομολογία, η οποία ερμήνευσε την σχετική πρόνοια του Μέρους 32 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στην οποία περιέχεται αντίστοιχη πρόνοια στα Civil Procedure Rules της Αγγλίας (CPR 32).

 

 

Στην υπόθεση Rainer Hughes Solicitors v Liverpool Victoria Insurance Company Ltd & Ors (Rev1) [2024] EWHC 585 (KB) η ενάγουσα καταχώρησε αγωγή αξιώνοντας αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστη συνέπεια τροχαίου ατυχήματος. Η πρώτη γλώσσα της Ενάγουσας (‘The Claimants first language’) ήταν η Τουρκική. Στα πλαίσια προετοιμασίας της υπόθεσης για Ακρόαση η γραπτή μαρτυρία της Ενάγουσας καθώς και η δήλωση αληθείας της καταχωρίστηκαν στην Αγγλική γλώσσα. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε μετάφραση τους στην Τουρκική γλώσσα. Στο στάδιο της προδικασίας ζητήθηκε από τον συνήγορο της να τοποθετηθεί γραπτώς κατά πόσο η γραπτή της μαρτυρία ήταν σύμφωνη με τους Civil Procedure Rules Part 32 and Part 22, δηλαδή του κατά πόσο η ίδια αντιλαμβάνεται πλήρως την Αγγλική γλώσσα. O συνήγορος της στο εν λόγω ερώτημα απάντησε καταφατικά, πλην όμως διευκρίνισε ότι κατά την ακρόαση της δίκης θα χρειαζόταν τις υπηρεσίες μεταφραστή λόγω της ηλικίας της και των ιατρικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε.

 

Κατά την ακρόαση όμως της υπόθεσης ο συνήγορος της Ενάγουσας ανάφερε στο Δικαστήριο ότι αυτή δεν μπορεί να διαβάσει την γραπτή της μαρτυρία στην Αγγλική γλώσσα, εφόσον ήταν ικανή να διαβάζει μόνο την Τουρκική γλώσσα (‘she was only proficient in Turkish). Λόγω του ότι ήταν αδύνατο να μεταφραστούν την ίδια ημέρα η γραπτή της μαρτυρία στην Τουρκική γλώσσα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέγραψε την ολόκληρη την αγωγή (struck out the claim) αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«In relation to the rules governing statements of truth and the language in which witness statements must be drafted, the learned Judge set out the relevant provisions of PD 22, CPR Part 32 and PD 32 together with guidance provided in the Kings Bench Guide 2022 and the Chancery Guide. He further cited the decision of Freedman J in Afzal -v- UK Insurance Ltd [2023] EWHC 1730 where it was decided that for a witness statement or statement of truth to be in a witness' own language there is no requirement that they be in the witness' first language or mother tongue because witnesses who are bi-lingual or otherwise sufficiently fluent in English to give evidence in English (which includes answering questions in cross-examination) may have more than one language as their 'own' language and therefore be able to give evidence in English even if it is not their first language or mother tongue. Judge Monty summarised the position as follows:

 

The result is, in my Judgment, very clear. If a witness is not sufficiently proficient in English to give evidence at trial in English, their witness statement must be in their language of choice, with a certified translation into their own language, and they will require an interpreter when they give their oral evidence at trial. This is clear from the CPR, the PD and the extract from the High Court Guides I have mentioned."

 

Καταδίκασε δε τόσο τους δικηγόρους προσωπικά όσο και την Ενάγουσα στα έξοδα αλληλέγγυα (jointly) αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«I have no doubt that their failure to have done so was negligent in the sense identified in Ridehalgh, and that it was also a breach of the firm's duty to the court: see Persaud v Persaud [2003] EWCA Civ 394 at [27] and Gillian Radford & Co v Charles [2003] EWHC 3180 (Ch) at [20]. This is because there was a clear breach of CPR 32 and PD 22, and in my view this was also a breach of the overriding objective set out in CPR 1, which imposes an obligation on the court to deal with cases justly and at proportionate cost by (amongst other things) enforcing compliance with rules, practice directions and orders. Rainer Hughes' negligence seems to me to have been a breach of the duty on a legal representative to assist the court in promoting the over-riding objective.»

 

Οι συνήγοροι της Ενάγουσας καταχώρησαν Έφεση σε σχέση με την διαταγή του Δικαστηρίου βάση του οποίου καταδικάστηκαν και οι ίδιοι προσωπικά στα έξοδα. To HIGH COURT OF JUSTICE (KING'S BENCH DIVISION) της Αγγλίας επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

 

Στην υπόθεση Brownlie v Four Seasons Holdings Inc [2014] EWHC 273 (QB) αντικείμενο της ήταν, μεταξύ άλλων, ότι η Αίτηση του Εφεσείοντα να παραμερίσει την αίτηση που δόθηκε στην Ενάγουσα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας υποστηριζόταν από δύο witness statements, οι οποίες δεν ήταν συμμορφούμενες με τους Civil Procedure Rules της Αγγλίας λόγω του ότι οι ενόρκως δηλούντες δεν ανάφεραν την πηγή της γνώσης τους (‘because the makers did not state the source of information which the maker had obtained from someone else’.)

 

Λέχθηκε ότι:

 

«As Mr Ross submitted, neither witness statement is in accordance with the requirements of Practice Direction 32, (made to give effect to CPR rr.32.2, 32.6 and 32.8). CPR r.32.8 provides that:

 

"A witness statement must comply with the requirements set out in Practice Direction 32"

 

The relevant parts of Practice Direction 32 read as follows:

 

"

25.1  Where: … (2) a witness statement, … does not comply with Part 32 or this practice direction in relation to its form, the court may refuse to admit it as evidence and may refuse to allow the costs arising from its preparation.

 

25.2  Permission to file a defective affidavit or witness statement or to use a defective exhibit may be obtained from a judge in the court where the case is proceeding.

 

This statement plainly does not comply with the Practice Direction. He does not state that he is speaking from his own knowledge (I assume he was not), nor does he state the source of his information or belief. Although the witness statement contains a statement of truth, the drafting of paragraph 7 is designed not to be a statement of fact at all, but a submission ("the first defendant will contend

...

In the form in which this judgment was circulated in draft I expressed criticisms of Mr Newman and Mr McManus for submitting witness statements which failed to comply with the requirements of CPR r.32 and the Practice Direction as set out in para 32 and following. I made these criticisms on the basis that any litigation solicitor must know how to draft a witness statement. I offered them an opportunity, if so advised, to respond to the criticism. They each wrote that they acknowledged the breaches of the Practice Direction, but stated that these breaches were inadvertent and that they had no intention to confuse or mislead the court. The solicitors are not party to these proceedings, and I can make no findings of fact in relation to what they have stated.

Έχοντας καταλήξει στο πιο πάνω συμπέρασμα, το αμέσως επόμενο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι για το ποιες είναι οι συνέπειες για την καταχώρηση μίας ένορκης δήλωσης που καταχωρίστηκε κατά παράβαση του πιο πάνω Μέρους των Κανονισμών.

Η απάντηση δίδεται στο Μέρος 32.17 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας το οποίο προνοεί ότι:

 «32.17. Ελαττώματα σε ένορκες δηλώσεις, δηλώσεις μαρτύρων και τεκμήρια

(1) Όταν:

(α) ένορκη δήλωση,

(β) δήλωση μάρτυρα, ή

(γ) τεκμήριο είτε σε ένορκη δήλωση είτε σε δήλωση μάρτυρα,

δεν συνάδει με το Μέρος 32 σε σχέση με τον τύπο του/της, το δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να το/την αποδεχτεί ως μαρτυρία και δύναται να αρνηθεί να επιδικάσει τα έξοδα τα οποία προκύπτουν από την ετοιμασία του/της.

(2) Αίτηση για άδεια καταχώρισης ελλαττωματικής ένορκης δήλωσης ή δήλωσης μάρτυρα ή για χρήση ελαττωματικού τεκμηρίου υποβάλλεται στον δικαστή του δικαστηρίου στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση.»

Ως προκύπτει μέσα από τον πιο πάνω Κανονισμό το Δικαστήριο διατηρεί διακριτική ευχέρεια να μην αποδεχθεί ένορκη δήλωση ως μαρτυρία, η οποία καταχωρίστηκε κατά παράβαση του Μέρους 32 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

Ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια και λαμβάνοντας υπόψιν και τον δικαστικό λόγο της υπόθεσης GANNA MAKOVETSKA-GRYNEVYCH v. SERGII GRYNEVYCH  (ανωτέρω) καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο δεν θα λάβει υπόψιν τις ελλαττωματικές ένορκες δηλώσεις που καταχωρίστηκαν κατά παράβαση του Μέρους 32 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

Εξηγώ το γιατί.

Όταν ηγέρθηκε από τους συνηγόρους προφορικά το ζήτημα αυτό, δηλαδή περί το ότι οι ένορκες δηλώσεις ήταν ελαττωματικές, το Δικαστήριο στην συνέχεια αποτάθηκε στον συνήγορο του Αιτητή κατά πόσο επιθυμεί να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Το ίδιο επεσυνέβη και κατά την Ακρόαση της υπό κρίση αίτησης.

Ο ίδιος επέμενε, για δικούς του λόγους, μέχρι τέλους στην θέση ότι αφενός τηρήθηκαν τα όσα προβλέπονται στο Μέρος 32 των Νέων Κανονισμών, αφετέρου ότι η αναφορά του Αιτητή ότι η αρχική του ένορκη δήλωση έγινε στην Αγγλική ήταν απλά ένα τυπογραφικό λάθος. Επισήμανε στο Δικαστήριο περαιτέρω ότι υπάρχει Αγγλική αυθεντία επί του θέματος αυτού, χωρίς όμως να προσκομίσει το ο,τιδήποτε που να υποστηρίζει με οποιονδήποτε τρόπο τα επιχειρήματα του.

Με δεδομένο ότι ο συνήγορος του Αιτητή δεν προέβη σε οποιαδήποτε πράξη διόρθωσης με βάση το Μέρος 32.15(16) το οποίο αναφέρει ότι

«Ελαττωματική ή εσφαλμένη ένορκη δήλωση μπορεί να τροποποιηθεί με άδεια του δικαστηρίου η οποία μπορεί να εξασφαλιστεί μονομερώς» καθώς και του Μέρους 32.17 (2) η οποία αναφέρει ότι

«Αίτηση για άδεια καταχώρησης ελαττωματικής ένορκης δήλωσης ή δήλωσης μάρτυρα ή για χρήση ελαττωματικού τεκμηρίου υποβάλλεται στον δικαστή του δικαστηρίου στο οποίο εκδικάζεται η υπόθεση»

καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ενόψει της παράλειψης του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια διόρθωσης της ελαττωματικής και εσφαλμένης ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την Αίτηση αυτή δεν θα ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο και συνεπώς η ενδιάμεση Αίτηση δεν υποστηρίζεται από οποιαδήποτε πραγματική μαρτυρία. Συνεπακόλουθα η υπό κρίση αίτηση για τον πιο πάνω λόγο αναπόφευκτα υπόκειται σε απόρριψη.

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Brownlie v Four Seasons Holdings Inc (ανωτέρω)

«Whatever the explanation for the defective witness statements, it is unacceptable that solicitors should breach the rules in that way. If solicitors' instructions from their clients do not enable them to make a witness statement that is in conformity with the rules, then it is their duty to the court to ask for permission (under para 25.2 of the Practice Direction: para 30 above) to file a defective witness statement. To obtain such permission they would have to give an acceptable explanation for why they need it. It they do not ask for permission it is their duty either to comply with the rules or not to file a witness statement at all. Witness statements that do not comply with the rules are likely to lead to waste of time and costs at the least, and may result in the court being confused and even misled. They are also likely to attract sanctions from the court of one kind or another.»

Ο συνήγορος του Αιτητή εισηγήθηκε περαιτέρω ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση που καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ένορκη δήλωση που προσκομίσθηκε προς υποστήριξη της ενδιάμεσης αίτησης είναι ελαττωματική, υπό την έννοια ότι καταχωρίστηκε κατά παράβαση του Μέρους 32, έχει το ίδιο την δυνατότητα μέσα στα πλαίσια των Γενικών εξουσιών του να διορθώσει οποιοδήποτε σφάλμα δυνάμει του Μέρους 3.8 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.  

Το Μέρος 3.8 προνοεί ότι:

«3.8  Γενική εξουσία του δικαστηρίου για διόρθωση θεμάτων όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα

(1)   Όταν υπήρξε διαδικαστικό σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό:

(α) το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία εκτός αν κάτι τέτοιο διαταχθεί από το δικαστήριο∙ και

(β) το δικαστήριο δύναται να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

(2) Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός αν ικανοποιηθεί ότι:

(α) το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό∙ και

(β) τέτοιο διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.»

Οι πρόνοιες της πιο πάνω Διαταγής έτυχαν εξέτασης στην υπόθεση Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd v. Δήμου Πάφου, Πολιτική Έφεση αρ. E5/2018, 16/1/2024. Στην εν λόγω υπόθεση αντικείμενο της ήταν η αίτηση, με την οποία ο εφεσίβλητος αιτήθηκε από το Εφετείο παράταση του χρόνου καταχώρισης του περιγράμματος του, για 5 ημέρες. Η εν λόγω αίτηση καταχωρίστηκε με το έντυπο των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας ενώ θα έπρεπε να καταχωριστεί με το Έντυπο 34 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.  Το Εφετείο επί του προκειμένου ανάφερε τα ακόλουθα:

«Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω πρόνοιες και παρά την διαπίστωση μας ότι η επιλογή του εφεσίβλητου να προωθήσει το αίτημα του με τον τύπο των παλαιών Θεσμών δεν ήταν η ενδεδειγμένη, κρίνουμε ότι η ως άνω λανθασμένη δικονομική διαδικασία δεν οδηγεί χωρίς άλλο στον αποκλεισμό και την απόρριψη της αίτησης. Η αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την προώθηση και εξέταση της στοιχεία, χωρίς παράλληλα να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου.

Η διάσωση του διαβήματος κατά τον πιο πάνω τρόπο, συνάδει κατά την κρίση μας με τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, ήτοι της διασφάλισης του δικαιώματος πρόσβασης στο Δικαστήριο κατά τρόπο δίκαιο και αποτελεσματικό και της ερμηνείας των Κανονισμών προς αποφυγή αχρείαστων διαδικασιών, σε σχέση με διαδικαστικά θέματα. Συνάδει επίσης με το Μέρος 3.8 (1) όπου υποδεικνύεται ότι η παράλειψη διαδίκου να συμμορφωθεί με τους πιο πάνω Κανονισμούς δεν καθιστά τη διαδικασία άκυρη και ότι το Δικαστήριο, σε περίπτωση τέτοιας μη συμμόρφωσης, μπορεί να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος.

Επιπλέον δυνάμει των διατάξεων του Μέρους 3.8.(2) δεν ακυρώνεται η διαδικασία εκτός αν το σφάλμα είναι σοβαρό και η ακύρωση είναι αναγκαία προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη και τον Πρωταρχικό Σκοπό. Στην παρούσα περίπτωση για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, όπως το ότι αίτηση περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία για την εξέταση της στοιχεία, χωρίς να επηρεάζονται τα δικαιώματα οποιουδήποτε τρίτου, κρίνουμε ότι το σφάλμα δεν είναι σοβαρό και η ακύρωση της αίτησης δεν είναι αναγκαία για τους σκοπούς απονομής δικαιοσύνης. Αντιθέτως συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τον Πρωταρχικό Σκοπό των Κανονισμών, θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως μην ακυρωθεί η παρούσα διαδικασία, παρά τον λανθασμένο έντυπο αίτησης με το οποίο προωθείται.»

Τα γεγονότα της πιο πάνω υπόθεσης διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας. Και τούτο γιατί καταρχάς στην προκειμένη περίπτωση το σφάλμα του Αιτητή σε σχέση με την ένορκη του δήλωση είναι σοβαρό υπό την έννοια ότι δεν αποτελεί απλά παράβαση τύπου. Πρόκειται για σφάλμα ουσίας που με βάση την Νομολογία που έχει παρατεθεί ανωτέρω, οδηγεί στο αποτέλεσμα η ενδιάμεση αίτηση να μην υποστηρίζεται από πραγματική μαρτυρία. Και ούτε εναπόκειται στο ίδιο το Δικαστήριο να διορθώνει σφάλματα ουσίας αυτεπαγγέλτως με δεδομένο ότι το ζήτημα αυτό τέθηκε από το Δικαστήριο στον συνήγορο του Αιτητή και ο ίδιος δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα για διόρθωση της ελαττωματικής ένορκης δήλωσης ούτε και προέβη σε οποιονδήποτε δικονομικό διάβημα, δυνάμει του Μέρους 32.15(16) για τροποποίηση ελαττωματικής ή εσφαλμένης ένορκης δήλωσης. Μέτρο το οποίο το Δικαστήριο είχε ευρεία διακριτική ευχέρεια να το επιτρέψει ώστε να αρθεί η οποιαδήποτε στρέβλωση.

Επισημάνθηκε όμως και το αυτονόητο στην εν λόγω προαναφερόμενη υπόθεση:

«Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η πιο πάνω κατάληξη μας να μην ακυρώσουμε την υπό κρίση διαδικασία, σαφώς και δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως ενθάρρυνση για παραβίαση των διαδικαστικών κανόνων με την χρήση λανθασμένων εντύπων σε δικονομικά διαβήματα. Η παρούσα υπόθεση κρίνεται αυστηρά με τα δικά της περιστατικά όπως έχουν εκτεθεί πιο πάνω, και ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την μόλις πρόσφατη εφαρμογή των  Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 και δεν αποτελεί δικαστικό προηγούμενο ενθάρρυνσης οιασδήποτε ανοχής παραβίασης των Κανονισμών αυτών.»

Στην υπόθεση ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΚΑΝΤΟΥΝΑΣ v. ΧΡΙΣΤΟΣ ΗΛΙΑΔΗΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 54/2024, 18/10/2024 λέχθηκε ότι:

«Ο πρωταρχικός σκοπός προάγει τη συμμετοχή στη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης και όχι τον αποκλεισμό απ' αυτήν, τηρουμένων βεβαίως της κατά κανόνα συμμόρφωσης με τεθείσες προθεσμίες, τύπους και προϋποθέσεις.»

Περαιτέρω, προσθέτω σε αυτό το σημείο ότι οι Νέοι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας καθιστούν ξεκάθαρο στο Μέρος 1.4 ότι οι ίδιοι οι διάδικοι είναι επιφορτισμένοι με την προώθηση και υποβοήθηση του Δικαστηρίου στην προαγωγή του πρωταρχικού σκοπού και αυτό δεν μπορεί παρά να ισχύει, ανεξαρτήτως από την νομική συμβουλή που λαμβάνουν ή δεν λαμβάνουν.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι ενστάσεις των Καθ’΄ων η Αίτηση επιτυγχάνουν και η παρούσα ενδιάμεση αίτηση, ελλείψει οποιουδήποτε πραγματικού υποβάθρου που να την στηρίζει, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί και απορρίπτεται.

Σε σχέση με τα έξοδα της παρούσας Aίτησης παρατηρώ ότι ουδείς εκ των διαδίκων δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του Μέρους 39.9. Βάσει των όσων προνοούνται στο Μέρος 39 αποτελεί καθήκον των διαδίκων και των δικηγόρων τους να υποβοηθούν το Δικαστήριο στην πραγματοποίηση συνοπτικού υπολογισμού εξόδων σε οποιαδήποτε ακρόαση που διήρκησε λιγότερο από 6 ώρες, όπως η παρούσα, υποβάλλοντας σχετικό κατάλογο εξόδων δύο ημέρες πριν την ακρόαση, κάτι το οποίο συνυπολογίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων.

 

Λαμβάνω επίσης υπόψιν ότι ο γενικός κανόνας αναφορικά με τα έξοδα, δυνάμει του Μέρους 39.2(1), είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια και αφού λαμβάνω υπόψιν και το Μέρος 39.9(2) έχω αποφασίσει να επιδικάσω κατόπιν συνοπτικού υπολογισμού, σε συνεννόηση με το Πρωτοκολλητείο, δικηγορικά έξοδα ύψους €2.673 πλέον €31 πραγματικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α, υπέρ των Καθ' ών η Αίτηση 1,2 και 3 και δικηγορικά έξοδα ύψους €2.673 πλέον Φ.Π.Α, υπέρ του Καθ' ου η Αίτηση 4. Σε σχέση με τους Καθ’ ων η Αίτηση 1,2 και 3 ένα σετ εξόδων να δοθεί.

 

Σε σχέση με τον Καθ’ ου η Αίτηση 5 λόγω του ότι δεν έλαβαν μέρος στην Ακρόαση της Αίτησης σε σχέση με το πιο πάνω εγερθέν ζήτημα,  αλλά καταχώρησε μόνο ένσταση επί της ουσίας της ενδιάμεσης επιδικάζω δικηγορικά έξοδα υπέρ τους για το ποσό των €1.194 πλέον €8 πραγματικά έξοδα πλέον Φ.Π.Α. Σε σχέση με τον Καθ’ ου η Αίτηση 6 δεν επιδικάζονται οποιαδήποτε έξοδα.  Όλα τα πιο πάνω έξοδα θα είναι άμεσα πληρωτέα και εντός 14 ημερών από σήμερα.

 

(Υπ.).....................................

                                                                        Μ. Χαραλάμπους, Α.E.Δ

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο