
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1470/2023
Μεταξύ:
M.K. OPTION ESTATES LTD
Εναγόντων
και
ANTONIS ASKANIS LIMITED
Εναγόμενων
------------------------------
Αίτηση τροποποίησης, ημερομηνίας 22/10/2024
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 14/5/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για ενάγοντες - αιτητές: κα Α. Μούσκου, για Στέλιος Αμερικάνος & Σια Δ.Ε.Π.Ε.
Για εναγόμενους - καθ’ ων η αίτηση: και Μ. Καννάβα, για Kannava & Askanis LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι ενάγοντες που είναι κτηματομεσίτες, με την αγωγή τους αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων το ποσό των €700.000, το οποίο, όπως είναι η θέση τους, αντιστοιχεί στο 5% της τιμής πώλησης συγκεκριμένου έργου «…ως συμφωνηθείσα αμοιβή για τη μεσολάβηση και/ή δυνάμει μεσολάβησης και/ή ως εύλογη αμοιβή για παρασχεθείσες υπηρεσίες και/ή για την επίτευξη συμφωνίας πώλησης … και/ή για την εκτέλεση κτηματομεσιτείας και/ή δυνάμει των προνοιών του άρθρου 20 του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 2010 και/ή άλλως πως.»
Οι εναγόμενοι καταχώρησαν υπεράσπιση με την οποία αρνούνται την παραπάνω αξίωση των εναγόντων και ζητούν απόρριψη της αγωγής, με έξοδα σε βάρος τους.
Τα δικόγραφα συμπληρώθηκαν στις 24/10/2023 και οι ενάγοντες, στις 25/10/2023 εξέδωσαν την προβλεπόμενη στη Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, κλήση οδηγιών. Το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αίτησης εξέδωσε οδηγίες για ένορκη αποκάλυψη και ανταλλαγή εγγράφων. Οι ενάγοντες καταχώρησαν τη σχετική ένορκη δήλωση, στις 18/10/2024 και οι εναγόμενοι, στις 18/9/2024.
Οι ενάγοντες, στις 22/10/2024 καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητούν την έκδοση διατάγματος τροποποίησης δυο παραγράφων της έκθεσης απαίτησης. Της παραγράφου 7, με την προσθήκη στην 4η γραμμή, μετά τη φράση «καινούριων πιθανών αγοραστών» της φράσης «τους οποίους εντόπισε και/ή βρήκε η Ενάγουσα με τη συνδρομή και/ή βοήθεια συνεργατών της και συγκεκριμένα της εταιρείας ICY Real Estate Ltd, που είναι επίσης κτηματομεσιτική εταιρεία και με την οποία η ενάγουσα διατηρεί σχετική συμφωνία συνεργασίας («Collaboration Agreement»).». και της παραγράφου 11, με την προσθήκη, μετά τη φράση «κατόπιν μεσολάβησης της ίδιας» της φράσης «και/ή των συνεργατών της και/ή εκπροσώπων της εταιρείας ICY Real Estate Ltd».
Σε περίπτωση αποδοχής των αιτούμενων τροποποιήσεων, με τις παραπάνω προσθήκες, οι δυο αυτές παράγραφοι, θα διαμορφωθούν, ως ακολούθως:
Παράγραφος 7:
«Η πώληση του έργου δεν ολοκληρώθηκε με τους αγοραστές που είχε εγγράψει η Ενάγουσα κατά τον Σεπτέμβρη 2021 και ένα και πλέον έτος μετά η Ενάγουσα δια των εκπροσώπων και/ή συνεργατών της προέβη στην εγγραφή και παρουσίαση προς την Εναγόμενη, καινούργιων πιθανών αγοραστών τους οποίους εντόπισε και/ή βρήκε η Ενάγουσα με τη συνδρομή και/ή βοήθεια συνεργατών της και συγκεκριμένα της εταιρείας ICY Real Estate Ltd, που είναι επίσης κτηματομεσιτική εταιρεία και με την οποία η ενάγουσα διατηρεί σχετική συμφωνία συνεργασίας («Collaboration Agreement»). Συγκεκριμένα κατά ή περί τις 24 Νοεμβρίου 2022 η Ενάγουσα απέστειλε σχετικά emails στην Εναγόμενη, ζητώντας της να επιβεβαιώσει την εγγραφή τριών πιθανών αγοραστών του The Gallery, σημειώνοντας ότι η αμοιβή της θα ανερχόταν στο 5% της τιμής κλεισίματος πλέον τον ΦΠΑ ως επίσης και επιπρόσθετο 5% σε περίπτωση που η Εναγόμενη θα προχωρούσε και στην ανέγερση του έργου εκ μέρους του αγοραστή. Ως πιθανούς αγοραστές η Ενάγουσα ενέγραψε τις εταιρείες Island Oil Holdings Ltd και Olvia Investments Limited ως επίσης και τον ιδιοκτήτη αυτών, τον κ. Χρυσόστομο Παπαβασιλείου. Με το ίδιο email η Ενάγουσα ζητούσε όπως τις σταλούν και αντίγραφα των τίτλων ιδιοκτησίας των οικοπέδων.»
Παράγραφος 11:
«Είναι ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι οι όποιες συναντήσεις και/ή συζητήσεις και/ή διαπραγματεύσεις έγιναν μεταξύ της Εναγόμενης και των αγοραστών που είχε εγγράψει μαζί της η Ενάγουσα έγιναν μόνο κατόπιν μεσολάβησης της ιδίας και/ή των συνεργατών της και/ή εκπροσώπων της εταιρείας ICY Real Estate Ltd και/ή κατέστησαν εφικτές μέσω των προσπαθειών της Ενάγουσας και/ή των υπηρεσιών που προσέφερε.»
Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη η δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων, Γεωργία Γεωργιάδου, η οποία, κατόπιν σχετικής άδειας προέβη και συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Οι εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 10 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη διευθύντριά τους, Χριστίνα Ασκάνη.
Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
Η ισχύουσα Δ.25 Θ.1.(3) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι διέπει την υπό κρίση αίτηση - έχοντας υπόψη ότι καταχωρήθηκε μετά την έκδοση κλήσης οδηγιών εκ μέρους των εναγόντων (στις 25/10/2023) - ακολουθεί αυτούσια:
«Μετά την έκδοση της Κλήσης για Οδηγίες ως προνοείται από τη Διαταγή 30, ουδεμία τροποποίηση επιτρέπεται με εξαίρεση το εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας, και τις περιπτώσεις εκείνες που έχουν, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, προκύψει νέα δεδομένα μη υπαρκτά κατά τη λήψη των οδηγιών για έγερση της αγωγής ή της καταχώρησης του κλητηρίου εντάλματος ή της δικογραφίας, αναλόγως της περίπτωσης.»
Από το περιεχόμενο του παραπάνω θεσμού, ως θέμα ερμηνείας προκύπτουν τα εξής:
Μετά την έκδοση της διαλαμβανόμενης στη Δ.30, κλήσης για οδηγίες, ο κανόνας είναι ότι δεν επιτρέπεται καμιά τροποποίηση στη δικογραφία. Στον εν λόγω κανόνα υπάρχουν μόνο δυο εξαιρέσεις. Η πρώτη αφορά στο, εκ παραδρομής, καλόπιστο λάθος, κατά τη σύνταξη της δικογραφίας και η δεύτερη, τις περιπτώσεις όπου έχουν προκύψει - προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου - νέα δεδομένα, τα οποία δεν υπήρχαν κατά τη λήψη οδηγιών - για ό,τι μας ενδιαφέρει - για καταχώρηση της έκθεσης απαίτησης.
Δεδομένης της θέσης των εναγόντων ότι η υπό κρίση αίτηση, θα πρέπει να επιτραπεί, καθότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της πρώτης από τις παραπάνω εξαιρέσεις, ως θέμα ερμηνείας και πάλι, προστίθενται τα εξής:
Σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας τού Γ. Μπαμπινιώτη, Β΄ Έκδοση (2002) «παραδρομή» είναι η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία. Συνώνυμη της λέξης είναι η αβλεψία. Σύμφωνα δε με το Μεγάλο Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας τού Α. Γεωργοπαπαδάκου «παραδρομή» είναι το λάθος από αβλεψία, απροσεξία. Σύμφωνα και πάλι με το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη «εκ παραδρομής» σημαίνει από απροσεξία.
Έχοντας υπόψη την ερμηνεία της παραπάνω λέξης και φράσης, αντίστοιχα, η φράση «εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος στη σύνταξη της δικογραφίας» κατά τη γνώμη μου, έχει την έννοια της συμπερίληψης ή της μη συμπερίληψης στη δικογραφία, κατά τη σύνταξή της, κάποιου ισχυρισμού γεγονότος και/ή νομικού ισχυρισμού, ο οποίος συμπεριλήφθηκε ή αναλόγως, δεν συμπεριλήφθηκε στη δικογραφία, είτε από έλλειψη προσοχής είτε από απροσεξία είτε από καλόπιστο λάθος, λόγω αβλεψίας, οπότε, σε τέτοια περίπτωση, κατ’ εξαίρεση, ακόμη και μετά την έκδοση της κλήσης οδηγιών, επιτρέπεται η τροποποίηση της δικογραφίας, για διαγραφή ή αναλόγως, προσθήκη σ’ αυτή των εν λόγω ισχυρισμών, είτε ακόμη και τα δυο. Αυτονόητο πως, στην περίπτωση που η αίτηση τροποποίησης αποβλέπει σε προσθήκη τέτοιων ισχυρισμών, αυτό έχει την έννοια ισχυρισμών, υπαρκτών και γνωστών στο συντάκτη του δικογράφου κατά τη σύνταξή του, οι οποίοι δεν συμπεριλήφθηκαν σ’ αυτό, είτε λόγω έλλειψης προσοχής είτε λόγω απροσεξίας είτε εκ λάθους και δη καλόπιστου, λόγω αβλεψίας.
Συναφώς με το θέμα, η ενόρκως δηλούσα για τους ενάγοντες, στην υποστηρικτική της αίτησης, ένορκη δήλωσή της αναφέρει τα εξής:
Κατά την ετοιμασία της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων έγινε αντιληπτό από το δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση ότι θα ήταν προς το συμφέρον της υπόθεσης, να διευκρινιστεί η σχέση των εναγόντων με την εταιρεία ICY Properties Ltd, η οποία, λόγω της συμφωνίας συνεργασίας που έχει με τους ενάγοντες παρουσιάζεται σε ορισμένα έγγραφα.
Με τις αιτούμενες προσθήκες δεν επιζητείται μια ριζική τροποποίηση και σε ουδεμία περίπτωση τροποποιείται η βάση αγωγής ούτε εισάγεται νέα βάση αγωγής. Αντίθετα, αυτό που επιχειρείται να εισαχθεί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια διευκρίνιση, απαραίτητη, απλώς και μόνο για να απαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο σύγχυσης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας από τους ενάγοντες. Η αίτηση καταχωρείται μόνο για τη διόρθωση μιας μικρής παράλειψης ή ασάφειας ή καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας και σε καμιά περίπτωση επιδιώκεται η προσθήκη ισχυρισμών σε έκταση που επηρεάζεται η βάση της αγωγής και η ουσία της υπόθεσης.
Η διευθύντρια των εναγόμενων, στη δική της ένορκη δήλωση - για ό,τι μας ενδιαφέρει - αναφέρει τα εξής:
Η συμφωνία συνεργασίας κατασκευάστηκε πρόσφατα και μετά την αποκάλυψη εγγράφων των εναγόμενων με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο να δεχθεί την αίτηση των εναγόντων (παρ. 13). Τα όσα επιδιώκονται να προστεθούν και/ή τροποποιηθούν με την αίτηση βασίζονται σε έγγραφο το οποίο κατασκευάστηκε μετά την ένορκη αποκάλυψη των εναγόμενων. Οι ισχυρισμοί που επιθυμούν να προβάλουν οι ενάγοντες με την τροποποίηση της έκθεσης απαίτησης, ουδόλως μπορούν να θεωρηθούν ότι εκ παραδρομής και/ή ένεκα καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας δεν προστέθηκαν εξαρχής, ούτε βεβαίως αποτελούν γεγονότα τα οποία ήταν υπαρκτά κατά τη λήψη οδηγιών για έγερση αγωγής (παρ. 16). Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, οι ενάγοντες, ουδόλως αιτιολογούν τους λόγους που οι εν λόγω ισχυρισμοί και τροποποιήσεις που επιζητούν δεν περιλήφθηκαν προηγουμένως στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (παρ. 18).
Η αίτηση είναι έκθετη σε απόρριψη. Ακολουθεί το σκεπτικό:
Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση El Fath Co ν. E.D.T. Shipping και άλλος (1992) 1 ΑΑΔ 1255:
«Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι πραγματικά ανεπαρκής και οπωσδήποτε ασαφής. Πρώτα είναι το θέμα της υποβολής του διαζευκτικού ισχυρισμού ότι οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες ή οι ναυλομισθωτές του πλοίου. Αυτή η τοποθέτηση, πριν απ' όλα, δεν εναρμονίζεται με το ίδιο το κλητήριο ένταλμα στο οποίο οι εναγόμενοι 1 αναφέρονται ως οι ιδιοκτήτες του πλοίου. Ανεξάρτητα από αυτό, η ένορκη δήλωση δεν είναι δικόγραφο. Περιέχει όσα κατά τον ενόρκως δηλούντα αποτελούν γεγονότα. Τα γεγονότα μπορούν να επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοιες. Διαζεύξεις όμως ως προς το τί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως η περιεχόμενη στην παρούσα ένορκη δήλωση, δεν χωρούν. Είτε οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες του πλοίου είτε δεν είναι και είναι κάτι άλλο.» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)
Στην προκειμένη περίπτωση, η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, αναφορικά με το λόγο για τον οποίο οι ενάγοντες ζητούν την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, κατά παράβαση των παραπάνω αρχών, είναι και ανεπαρκής και ασαφής.
Καταρχάς, ο ισχυρισμός της ομνύουσας ότι κατά την ετοιμασία της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων έγινε αντιληπτό από το δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση ότι θα ήταν προς το συμφέρον της υπόθεσης, να διευκρινιστεί η σχέση των εναγόντων με την εταιρεία ICY Properties Ltd, η οποία, λόγω της συμφωνίας συνεργασίας που έχει με τους ενάγοντες παρουσιάζεται σε ορισμένα έγγραφα, χωρίς εξήγηση για ποιο λόγο ή λόγους δεν περιλήφθηκαν στην υφιστάμενη έκθεση απαίτησης, οι επίμαχοι ισχυρισμοί, τους οποίους οι ενάγοντες θέλουν να προσθέσουν με την υπό κρίση αίτηση, δεν ικανοποιεί, έστω κατ’ ελάχιστον, τις προϋποθέσεις της Δ.25 Θ.1.(3), όπως αυτές αναλύονται σε άλλο σημείο (πιο πάνω) προκειμένου να μου παρέχεται ευχέρεια άσκησης της διακριτικής μου ευχέρειας, υπέρ της αποδοχής της αίτησης.
Απ’ εκεί και πέρα, οι ενάγοντες, οι οποίοι όφειλαν να διατυπώσουν με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο για ποιο λόγο δεν περιέλαβαν εξ υπαρχής στα δικόγραφά τους όσα ζητούν σήμερα να τους επιτραπεί να προσθέσουν και να δηλώνουν απλώς, ότι η επί του προκειμένου παράλειψή τους οφείλεται σε εκ παραδρομής καλόπιστο λάθος κατά τη σύνταξη της δικογραφίας, δηλαδή, της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης, μέσω της ενόρκως δηλούσας ισχυρίζονται τα εξής:
Αυτό που επιχειρείται να εισαχθεί δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια διευκρίνιση, απαραίτητη, απλώς και μόνο για να απαλειφθεί κάθε ενδεχόμενο σύγχυσης κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και κατά την παρουσίαση της μαρτυρίας από τους ενάγοντες.
Ο ισχυρισμός αυτός - σε συνδυασμό και με τον προηγούμενο - μπορεί να ερμηνευθεί και ως δεύτερη σκέψη ή διαφορετική θεώρηση της υπόθεσης από τους ενάγοντες κατά την ετοιμασία της ένορκης δήλωσης αποκάλυψης εγγράφων, υπό την έννοια ότι, τα όσα επιδιώκουν να περιλάβουν στην έκθεση απαίτησης, σήμερα, επέλεξαν συνειδητά και δε θεώρησαν ορθό ή αναγκαίο να τα περιλάβουν κατά τη σύνταξη της υφιστάμενης έκθεσης απαίτησης.
Απ’ εκεί και πέρα, ο ισχυρισμός της μάρτυρος στη συνέχεια, ότι η αίτηση καταχωρείται μόνο για τη διόρθωση μιας μικρής παράλειψης ή ασάφειας ή καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας και σε καμιά περίπτωση επιδιώκεται η προσθήκη ισχυρισμών σε έκταση που επηρεάζεται η βάση της αγωγής και η ουσία της υπόθεσης, στο βαθμό που με αυτόν προβάλλονται διαζευκτικοί ισχυρισμοί αναδεικνύει το πόσο προβληματική είναι η ένορκη δήλωση σε σχέση με το πλέον ουσιώδες θέμα που αφορά στην ουσία της αίτησης.
Τα εύλογα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι τα εξής: Για ποιο λόγο καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση; Για τη διόρθωση μιας μικρής παράλειψης (πρώτος λόγος) ή ασάφειας (δεύτερος λόγος) ή καλόπιστου λάθους στη σύνταξη της δικογραφίας (τρίτος λόγος); Η παράλειψη δεν έχει την ίδια έννοια με την ασάφεια και δεν οφείλεται κατ’ ανάγκη σε λάθος και πολύ περισσότερο, σε καλόπιστο λάθος, όπως αυτό ερμηνεύεται σε άλλο σημείο (πιο πάνω). Η παράλειψη μπορεί να είναι και σκόπιμη και συνειδητή, οπότε δεν μπορεί να αποδίδεται σε λάθος, ενώ η ασάφεια σύμφωνα και πάλι με το λεξικό τού Γ. Μπαμπινιώτη (ανωτέρω) έχει την έννοια της έλλειψης σαφήνειας. Κατά τον ίδιο, συνώνυμη της λέξης είναι η αοριστία.
Όμως, η χρήση και μόνο τού διαζευκτικού συνδέσμου «ή» από την ομνύουσα, κατά τη διατύπωση του λόγου ή σκοπού για τον οποίο καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση συνιστά έμμεση ομολογία εκ μέρους της, ότι οι τρεις λόγοι που επικαλείται, δεν έχουν την ίδια έννοια ή σημασία. Το γεγονός δε, ότι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόντων, σε αντίθεση με την ίδια, στην παράγραφο 8 της γραπτής αγόρευσής τους αναφέρουν ότι αυτό που προωθείται με την παρούσα αίτηση είναι η τροποποίηση ενός καλόπιστου λάθους, δεν καθιστά λιγότερο προβληματικό το επίμαχο μέρος της ένορκης δήλωσης. Στην El Fath Co (ανωτέρω), η προσπάθεια του δικηγόρου των εναγόντων να αιτιολογήσει την προβολή του διαζευκτικού ισχυρισμού ότι οι εναγόμενοι 1 είναι οι ιδιοκτήτες ή οι ναυλομισθωτές του πλοίου έτυχε του ακόλουθου σχολιασμού από το Δικαστήριο: «Δεν νομίζω πως υπάρχει περιθώριο για κάτι τέτοιο. Η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για εισαγωγή μαρτυρίας.»
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.
Η αποτυχία των εναγόντων να αποδείξουν για ποιο λόγο παρέλειψαν να συμπεριλάβουν κατά τη σύνταξη της έκθεσης απαίτησης όσα επιδιώκουν να συμπεριλάβουν διαγράφει την τύχη της αίτησης η οποία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων και σε βάρος των εναγόντων.
(Υπ.) ….….………………………
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο