
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 4590/2015
Μεταξύ:
Ν.Σ.Δ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ
Εναγόντων
Και
LOIS BUILDERS PHOENIX LTD
Εναγόμενων
---------------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13/5/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για ενάγοντες: κ. Αλέξανδρος Χρ. Αλεξάνδρου
Για εναγόμενους: κα Π. Κωνσταντινίδου, για ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Τα ουσιαστικά γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της αγωγής των εναγόντων και θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμά τους εναντίον των εναγόμενων σύμφωνα με την αγωγή των πρώτων είναι τα εξής:
Δυνάμει γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων, ημερομηνίας 17/3/2014 (στο εξής «επίμαχη σύμβαση») οι εναγόμενοι ανέθεσαν στους ενάγοντες την εκτέλεση υπεργολαβίας στη Λεμεσό και συγκεκριμένα, την κατασκευή κεντρικών αγωγών λυμάτων και όμβριων κ.ο.κ. και άλλες συναφείς εργασίες. Όλα τα υλικά που θα χρησιμοποιούνταν για την υλοποίηση των εν λόγω εργασιών, θα βάρυναν τους εναγόμενους.
Μετά πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος από την υπογραφή της επίμαχης σύμβασης, οι ενάγοντες ξεκίνησαν την εκτέλεση των εργασιών τους, σε συνεννόηση με τους εναγόμενους και πάντοτε σύμφωνα με τις υποδείξεις και την επίβλεψή τους.
Σύμφωνα με την επίμαχη σύμβαση, η εκτέλεση των εργασιών θα γινόταν τμηματικά και με τη συμπλήρωση κάθε τμήματος, αυτό θα επιθεωρείτο και ελεγχόταν από τους εναγόμενους, οι οποίοι θα προέβαιναν σε πιστοποίηση της εκτελεσθείσας εργασίας και θα κατέβαλλαν το ανάλογο τίμημα στους ενάγοντες, με εξαίρεση, κράτηση ποσού 10% μέχρι την προσωρινή παραλαβή του έργου και 5% μέχρι την οριστική παραλαβή του το οποίο οι εναγόμενοι θα κατέβαλλαν με την τελική παράδοση ολόκληρου του έργου.
Κατά την εκτέλεση των εργασιών, οι εναγόμενοι προκαλούσαν συνεχώς προβλήματα στους ενάγοντες. Συγκεκριμένα, από τη μια καθυστερούσαν να τους προμηθεύσουν τα αναγκαία υλικά και/ή μέσα για τη συμπλήρωση των εργασιών, με συνεπακόλουθο, οι ενάγοντες να υφίστανται ζημιές, καθότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν τις εργασίες και από την άλλη, υπήρχαν σοβαρές καθυστερήσεις στην καταβολή των τιμημάτων που αφορούσαν συμπληρωμένες εργασίες, οι οποίες είχαν ελεγχθεί και πιστοποιηθεί εκ μέρους τους, με συνεπακόλουθο να προκαλούνται σοβαρά οικονομικά προβλήματα στους ενάγοντες.
Οι ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν κατ’ επανάληψη στους εναγόμενους και/ή αντιπροσώπους τους σε σχέση με τα παραπάνω, τόσο προφορικά όσο και με σωρεία επιστολών, οι οποίοι, παρά τις διαβεβαιώσεις και/ή υποσχέσεις τους για έγκαιρη προμήθεια των υλικών και την πληρωμή των δεδουλευμένων εργασιών, όχι μόνο δεν υλοποίησαν τα υπεσχημένα, αλλά επέδειξαν περαιτέρω ολιγωρία και καθυστέρηση. Στις έντονες διαμαρτυρίες τους επικαλούνταν οικονομικές δυσκολίες. Επίσης, μέσω των αντιπροσώπων και/ή υπαλλήλων τους πρόβαλλαν τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς, διάφορες αβάσιμες και αστήρικτες θέσεις.
Οι ενάγοντες, κατόπιν οδηγιών και/ή εντολών των εναγόμενων εκτέλεσαν και έξτρα εργασίες, ύψους €43.265. Οι εναγόμενοι δεσμεύτηκαν και/ή υποσχέθηκαν να καταβάλουν το ποσό αυτό στη συνέχεια, καθότι, όπως ισχυρίζονταν αντιμετώπιζαν οικονομικά προβλήματα.
Εξαιτίας της πιο πάνω συμπεριφοράς τους και της κατ’ επανάληψη αθέτησης των υποχρεώσεών τους που προκύπταν από την επίμαχη σύμβαση και επειδή αθέτησαν τα συμφωνηθέντα και/ή παραβίασαν τους όρους της επίμαχης σύμβασης, κατά ή περί το Μάη του 2015, οι διάδικοι προχώρησαν σε κοινή λύση της επίμαχης σύμβασης. Ταυτόχρονα, οι εναγόμενοι δεσμεύτηκαν να καταβάλουν στους ενάγοντες το τίμημα, τόσο των εκτελεσθεισών εργασιών όσο και των έξτρα εργασιών. Περαιτέρω, με επιστολή τους, ημερομηνίας 29/5/2015 διαβεβαίωσαν τους ενάγοντες ότι θα έδιναν προτεραιότητα στην καταβολή των οφειλόμενων.
Με την αγωγή τους οι ενάγοντες αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων το ποσό των €61.926,38, για εκτελεσθείσες εργασίες σύμφωνα με την επίμαχη σύμβαση, το ποσό των €43.265, για έξτρα εργασίες, γενικές αποζημιώσεις, για την κατ’ επανάληψη παράβαση και/ή αθέτηση της επίμαχης σύμβασης, νόμιμο τόκο και έξοδα.
Οι βασικές δικογραφημένες θέσεις των εναγόμενων έναντι των παραπάνω θέσεων και ισχυρισμών των εναγόντων, είναι οι εξής:
Καταρχάς, εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι οι ενάγοντες δε νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της αγωγής και/ή ουδέν αγώγιμο δικαίωμα τους παρέχεται, καθότι, η συμφωνία εκτέλεσης υπεργολαβικών εργασιών είναι μεταξύ των εναγόντων και άλλης νομικής οντότητας, ανεξάρτητης από τους εναγόμενους και/ή δεν αποκαλύπτουν καμιά βάση αγωγής.
Απ’ εκεί και πέρα αρνούνται πλείστους από τους ουσιώδεις ισχυρισμούς των εναγόντων, οι οποίοι συνθέτουν τη βάση της εναντίον τους αγωγής τους και ισχυρίζονται - μεταξύ άλλων - τα εξής:
Παραδέχονται ότι οι ενάγοντες ασχολούνται με την εκτέλεση εργολαβικών και/ή οικοδομικών εργασιών, ως επίσης, ότι οι ίδιοι - μεταξύ άλλων - αναλαμβάνουν την εκτέλεση και/ή κατασκευή αποχετευτικών συστημάτων.
Αρνούνται τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης και ισχυρίζονται ότι αυτή υπογράφτηκε μεταξύ των εναγόντων και της κοινοπραξίας LOIS Builders Ltd & Phoenix Constructions Ltd (στο εξής «Κοινοπραξία») και προνοούσε για την εκτέλεση εργασιών, όπως αυτές περιγράφονται από τους ενάγοντες. Σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί η οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, η όποια συνεννόηση στην οποία προέβαιναν οι ενάγοντες σε σχέση με την εκτέλεση των εργασιών ήταν ή και θα έπρεπε να ήταν με τους αντιπροσώπους ή αρμόδιους υπεύθυνους της Κοινοπραξίας και όχι με τους εναγόμενους.
Πέραν της επίδικης συμφωνίας, οι διάδικοι, στις 5/11/2014 είχαν κατέλθει σε συμπληρωματική/τροποποιητική συμφωνία, η οποία αφορούσε τον τρόπο πληρωμής των υπεργολάβων και είχε συμφωνηθεί όπως οι εναγόμενοι (οι ενάγοντες, υποθέτω είναι το ορθό) υποβάλλουν κάθε τέλος κάθε μήνα, πιστοποιητικό πληρωμής, του οποίου η πληρωμή θα λάμβανε χώρα, στις 27 του επόμενου μήνα, με την προϋπόθεση ότι οι ενάγοντες θα παρέδιδαν στους εναγόμενους προς πληρωμή 1300 μέτρα του κυρίως αγωγού. Τη σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, οι ενάγοντες δόλια και/ή παραπλανητικά παρέλειψαν να αναφέρουν.
Σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί η επίμαχη σύμβαση, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι για την οποιαδήποτε καθυστέρηση είχε προκληθεί κατά την κατασκευή του έργου ευθύνονταν αποκλειστικά και μόνο οι ενάγοντες και ως εκ τούτου, είναι οι μόνοι υπεύθυνοι και/ή υπαίτιοι κατάφορων καθυστερήσεων και παραβάσεων της επίμαχης σύμβασης.
Επί του ισχυρισμού των εναγόντων για δήθεν καθυστέρηση εκ μέρους τους, της προμήθειας των αναγκαίων υλικών και/ή μέσων συμπλήρωσης των εργασιών, αναφέρουν ότι η μεταφορά των αναγκαίων υλικών στο εργοτάξιο ήταν υποχρέωση των εναγόντων σύμφωνα πάντοτε με τους όρους και/ή πρόνοιες της επίμαχης σύμβασης. Τα μόνα υλικά που θα προμήθευαν οι εναγόμενοι ήταν οι σωλήνες και τα φρεάτια για τα οποία ουδέποτε υπήρξε οποιαδήποτε ουσιώδης καθυστέρηση κατά την έγκαιρη ζήτησή τους από τους ίδιους. Είναι η θέση τους ότι προμήθευαν πάντοτε έγκαιρα τους ενάγοντες με τα αναγκαία και/ή απαραίτητα υλικά και απορρίπτουν κατηγορηματικά τους ισχυρισμούς τους αναφορικά με τις δήθεν, τόσο προφορικές εκκλήσεις όσο και επιστολές με τις οποίες τους καλούσαν να διευθετήσουν οποιαδήποτε έγκαιρη προμήθευση υλικών και/ή οποιαδήποτε πληρωμή εκτελεσθεισών εργασιών. Οι εν λόγω ισχυρισμοί τους αποτελούν προϊόν ύστερης σκέψης τους και/ή είναι παραπλανητικοί και εν πάση περιπτώσει, η οποιαδήποτε καθυστέρηση προκλήθηκε ένεκα της αποκλειστικής αντισυμβατικής συμπεριφοράς και/ή πράξεων και/ή ανάρμοστων τακτικών και συμπεριφορών των εναγόντων.
Επί των ισχυρισμών τους για τις έξτρα εργασίες, ισχυρίζονται ότι η όποια συνεννόηση αναφορικά με την εκτέλεση επιπρόσθετων εργασιών ήταν ή και θα έπρεπε να ήταν με τους αντιπροσώπους ή και αρμόδιους υπευθύνους της Κοινοπραξίας και όχι με τους ίδιους. Εν πάση περιπτώσει, σε περίπτωση που ήθελαν αποδειχθεί οι οποιεσδήποτε εργασίες, αυτές σε καμιά περίπτωση ανέρχονται στο ποσό που αξιώνουν οι ενάγοντες.
Η επίμαχη σύμβαση είχε τερματιστεί ένεκα των αδυναμιών και/ή την ανικανότητα των εναγόντων να ανταπεξέλθουν και/ή ολοκληρώσουν τις εργασίες, ως αυτές προνοούνταν στην επίμαχη σύμβαση. Παρόλες τις προσπάθειες που οι εναγόμενοι και/ή οι αντιπρόσωποί τους κατέβαλαν για συνέχιση της μεταξύ τους συνεργασίας και/ή τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγόντων, παρά τις συνεχείς καθυστερήσεις που παρουσίαζαν οι εργασίες τους, η επίμαχη σύμβαση είχε τερματιστεί για λόγους και μόνο που αφορούν τους ενάγοντες. Άνευ βλάβης και/ή διαζευκτικά, αναφέρουν ότι οι ενάγοντες, ουσιαστικά με τη στάση τους και/ή τη συμπεριφορά τους εξανάγκασαν τους εναγόμενους να αποδεχθούν και/ή να συναινέσουν στον τερματισμό της επίμαχης σύμβασης.
Αρνούνται ότι οφείλουν στους ενάγοντες το ποσό €61.926,38. Είναι η θέση τους ότι αυτό είναι αναληθές ή και λανθασμένο και/ή υπερβολικό και εν πάση περιπτώσει, μέχρι σήμερα, δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ποιοτικοί έλεγχοι και οι απαραίτητες επιμετρήσεις, ούτως ώστε να διαπιστωθούν, τυχόν κακοτεχνίες και/ή ζημιές και/ή βλάβες, τις οποίες οι εναγόμενοι ανταπαιτούν. Άνευ βλάβης και/ή διαζευκτικά, ισχυρίζονται ότι οι λόγοι μη αποδοχής σε αρκετές περιπτώσεις ή και της αμφισβήτησης των αναφερόμενων ποσών οφείλονται στην πλημμελή εκτέλεση εργασιών. Με επιστολές τους, ημερομηνίας 15/5/2015 είχαν ενημερώσει τους ενάγοντες για μερικές από τις αστοχίες και/ή κακοτεχνίες, τις οποίες όμως, οι ενάγοντες δεν επιδιόρθωσαν. Σχετικά με την επιστολή του δικηγόρου των εναγόντων, απορρίπτουν και/ή δεν αποδέχονται το περιεχόμενό της, καθότι, οι εναγόμενοι είχαν συμβληθεί με τους ενάγοντες και όχι με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία και/ή νομικό πρόσωπο, όπως επίσης, οι εναγόμενοι είχαν την υποχρέωση δυνάμει της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας υπεργολαβίας να προβούν σε οποιεσδήποτε αποκαταστάσεις αστοχιών και/ή κακοτεχνιών και/ή επιδιορθώσεων.
Οι εναγόμενοι καταχώρησαν και ανταπαίτηση εναντίον των εναγόντων. Θεωρώ πως δεν έχει νόημα να αναφερθώ στο περιεχόμενό της, καθώς αυτή, στις 19/11/2024, ημερομηνία κατά την οποία θα συμπληρωνόταν η μαρτυρία του πρώτου μάρτυρα των εναγόντων, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ευπαίδευτης δικηγόρου των εναγόμενων, αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα και απορρίφθηκε.
Ο Νίκανδρος Νικολάου (Μ.Ε.1), ο Μάριος Θεοδοσίου (Μ.Ε.2) και ο Κυριάκος Αδάμου (Μ.Ε.3) είναι οι τρεις μάρτυρες που κατέθεσαν για την υπόθεση των εναγόντων. Για την υπόθεση των εναγόμενων, μαρτυρία δόθηκε από τον Κώστα Δράκο (Μ.Υ.1) και την Έλενα Φράγκου (Μ.Υ.2).
Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω το περιεχόμενο της προσαχθείσας μαρτυρίας και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις γραπτές αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με ιδιαίτερη προσοχή όλους τους μάρτυρες, ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιόν μου. Αισθάνομαι ότι είμαι σε θέση να αξιολογήσω τη συμπεριφορά, αντιδράσεις, αναφορές και ισχυρισμούς τους, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο γνώσης τους αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης. Αυτονόητο πως, η μαρτυρία κάθε μάρτυρα, θα ιδωθεί και αξιολογηθεί ενταγμένη στο σύνολο του μαρτυρικού υλικού, τόσο αυτοτελώς όσο και σε συνάρτηση με το αντίστοιχο - κατά περίπτωση μέρος - της μαρτυρίας άλλων μαρτύρων, είτε της μιας πλευράς είτε της άλλης.
Ακόμη λαμβάνω υπόψη τ’ ακόλουθα:
Σύμφωνα με τη Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391), όταν δεν υπάρχουν ισχυροί λόγοι περί του αντιθέτου, αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα είναι δυνατή στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Βλ. και την Εvpalia Trading Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 162 καθώς και την Akil v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 148, από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Σύμφωνα με τη νομολογία είναι επιτρεπτό για ένα δικαστήριο να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο.»
Περαιτέρω, όπως επισημαίνεται στην Κυπριανού ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 816:
Όπως αναφέρεται συναφώς στην Akil (ανωτέρω):
«Αντιφάσεις που αφορούν μικρολεπτομέρειες, όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία που γενικά έχει κριθεί ως αξιόπιστη, αλλά αντίθετα την ενδυναμώνουν.»
Προστίθενται και τα εξής: Όπως επισημαίνεται στη Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 836:
«Η δικογραφία συνιστά το θεμέλιο της δίκης και αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Η σημασία των εγγράφων προτάσεων συνοψίζεται στο απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (Πολιτική Έφεση 7367, αποφασίστηκε στις 14/1/90 και θα δημοσιευτεί στους τόμους (1990) 1 Α.Α.Δ.):
«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκο μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R., 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. C.D. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R., 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής».
Βλέπε και τη Νεοφύτου κ.ά. ν. Γερακιώτη (2010) 1 (Α) Α.Α.Δ. 25, όπου με αναφορά στη Βραχίμη (ανωτέρω) υποδεικνύεται ότι ένα Δικαστήριο δεν μπορεί να επεκτείνεται στην εξέταση άλλων θεμάτων, έξω, από και σε διάσταση με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς καθώς και τη Χ’’ Μάρκου ν. Widehorizon (Capital Market) Ltd (2010) 1 (A) A.A.Δ. 108, στην οποία επαναλαμβάνεται η πάγια και καλά καθιερωμένη αρχή, ότι μαρτυρία η οποία εκφεύγει από το περιεχόμενο των εγγράφων προτάσεων δεν λαμβάνεται υπόψη, αφού η δίκη τροχοδρομείται αυστηρά στη βάση των ισχυρισμών που περιέχονται στα δικόγραφα. Αυτό δε, όπως συνάγεται από τη Βαριάνου ν. Βορκά (2010) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1541 ισχύει, ακόμη και στην περίπτωση που τέτοια μαρτυρία εισάγεται χωρίς ένσταση.
Ο Νίκανδρος Νικολάου (Μ.Ε.1) είναι εκ των διευθυντών των εναγόντων. Η ουσία της μαρτυρίας του περικλείεται στη γραπτή δήλωσή του (τεκμ. 1), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε για σκοπούς κυρίως εξέτασης, ως μέρος της. Με αυτή αναφέρεται στη φύση και το περιεχόμενο της επίμαχης σύμβασης, από τη σύναψή της μέχρι και τη λύση της το Μάη του 2015 καθώς και στους λόγους που οδήγησαν στη λύση της. Αποδίδει την ευθύνη για τη λύση της στους εναγόμενους, οι οποίοι, όπως είναι η θέση του καθυστερούσαν να προμηθεύσουν τους ενάγοντες με τα αναγκαία υλικά για σκοπούς διεξαγωγής και εκτέλεσης των εργασιών τους καθώς και να τους καταβάλουν τους την αμοιβή τους για εκτελεσθείσες εργασίες, οι οποίες είχαν ελεγχθεί και πιστοποιηθεί από τους εναγόμενους. Ακόμη αναφέρεται και αναλύει το ποσό που συνθέτει την πρώτη βασική αξίωση των εναγόντων, για εκτελεσθείσες εργασίες, ενώ προβαίνει σε σχετική αναφορά και στο ποσό που συνθέτει την αξίωσή τους, για την εκτέλεση έξτρα εργασιών.
Με τη δια ζώσης μαρτυρία του παρουσίασε και διάφορα έγγραφα τα σημειώθηκαν ως τεκμήρια, ενώ απάντησε και σε σημαντικό αριθμό ερωτήσεων που του υπόβαλε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων.
Αντεξεταζόμενος επανέλαβε τη βασική θέση των εναγόντων ότι πρόκειται για το τεκμ. 4 η επίμαχη σύμβαση, την οποία οι ενάγοντες συνήψαν με τους εναγόμενους και όχι για το τεκμ. Α προς αναγνώριση, την οποία, όπως του υποβλήθηκε, οι ενάγοντες είχαν συνάψει με την Κοινοπραξία. Αυτό δε, μολονότι αναγνώρισε την υπογραφή του στο συγκεκριμένο έγγραφο. Περαιτέρω απάντησε σε σημαντικό αριθμό ερωτήσεων και υποβολών που του έγιναν από την ευπαίδευτη δικηγόρο των εναγόμενων, στην προσπάθειά της, από τη μια, να αποδομήσει τις βασικές θέσεις και ισχυρισμούς του και κατ’ επέκταση των εναγόντων, που αποβλέπουν σε στοιχειοθέτηση των δυο βασικών αξιώσεών τους εναντίον των εναγόμενων και από την άλλη, να θέσει την περί αντιθέτου εκδοχή των τελευταίων συναφώς με τις εν λόγω αξιώσεις και τα γεγονότα που επικαλούνται οι ενάγοντες για σκοπούς στοιχειοθέτησής τους.
Είμαι διατεθειμένος να δεχθώ σημαντικό μέρος της μαρτυρίας του υπό αναφορά μάρτυρα και συγκεκριμένα, εκείνο το μέρος της που συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας. Δέχομαι τη μαρτυρία του αναφορικά με τα συμβαλλόμενα μέρη στην επίμαχη σύμβαση, ότι οι ενάγοντες εκτέλεσαν εργασίες και έξτρα εργασίες, για τις οποίες δεν έχουν πληρωθεί από τους εναγόμενους και ότι υπήρξαν καθυστερήσεις κατά την εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας γι’ αυτές. Ακόμη δέχομαι τον ισχυρισμό του ότι η επίμαχη σύμβαση λύθηκε το Μάη του 2015 και πάλιν, ανεξαρτήτως υπαιτιότητας γι’ αυτή την εξέλιξη. Συναφώς με όλα αυτά, η μαρτυρία του είτε συνάδει είτε υποστηρίζεται είτε επιβεβαιώνεται είτε ενισχύεται από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, στην οποία περιλαμβάνονται και διάφορα έγγραφα τα οποία κατάθεσε ως τεκμήρια, εκ των οποίων, μερικά είναι έγγραφα των εναγόμενων. Σχετική με όλα αυτά, εν μέρει είναι και η μαρτυρία του διευθυντή των εναγόμενων και μερικοί δικογραφημένοι ισχυρισμοί τους.
Εκείνο που σίγουρα δεν μπορώ να δεχθώ από τη μαρτυρία του είναι ότι οι ενάγοντες εκτέλεσαν επακριβώς τις έξτρα εργασίες που αναφέρονται στα σχετικά τεκμήρια που παρουσίασε ο ίδιος και κυρίως, την αξία τους. Συναφώς με τα δυο αυτά θέματα, για λόγους που θα διαφανούν σε κατοπινό στάδιο θεωρώ πως δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου ικανοποιητική και/ή αξιόπιστη μαρτυρία.
Ο Μάριος Θεοδοσίου (Μ.Ε.2) στον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως επιστάτης στην υπηρεσία των εναγόμενων και επέβλεπε την εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων. Στο στάδιο της κυρίως εξέτασης, απαντώντας σε αριθμό ερωτήσεων του ευπαίδευτου δικηγόρου των εναγόντων αναγνώρισε την υπογραφή του σε δυο έγγραφα που του είχαν υποδειχθεί (τεκμ. 5 και 12) τα οποία αφορούν στις έξτρα εργασίες, που όπως είναι η θέση των εναγόντων είχαν εκτελέσει στον ουσιώδη χρόνο και όπως είπε, για να θέσει την υπογραφή του σ’ αυτά, οι εν λόγω εργασίες εκτελέστηκαν. Αναφορικά με τις καθυστερήσεις στην εκτέλεση των εργασιών, τις απέδωσε τόσο στους ενάγοντες και τους εναγόμενους όσο και στις ιδιαιτερότητες του εδάφους, καθώς και σε διάφορους άλλους παράγοντες, τους οποίους ανάφερε. Ερωτηθείς ειδικά για τους ενάγοντες και συγκεκριμένα, εάν είχε διαπιστώσει αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους τους, όπως είπε είναι πολύ δύσκολη ερώτηση, αλλά η εταιρεία του κ. Νίκανδρου (Μ.Ε.1) ήταν σχεδόν καθημερινά δουλειά και εκτελούσε τις εργασίες. Απαντώντας σε κάποια άλλη ερώτηση, όπως είπε, κάποιες φορές, ο Νίκανδρος τού ανάφερε ότι οι εναγόμενοι καθυστερούσαν να τον πληρώσουν.
Αντεξεταζόμενος, απάντησε και πάλι σε αριθμό ερωτήσεων και υποβολών της ευπαίδευτης δικηγόρου των εναγόμενων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων ανάφερε τα εξής:
Το καθήκοντά του, ως επιστάτη στο εργοτάξιο είναι να επιβλέπει τις εργασίες των υπεργολάβων, αν κατασκευάζονται σωστά. Όταν του υποδείχθηκε το τιμολόγιο (τεκμ. 15) που αποτελεί το πρωτότυπο του τεκμ. 12 και ρωτήθηκε εάν έπρεπε να φέρει την υπογραφή του μηχανικού και διευθυντή του έργου για να προχωρήσει η πληρωμή, απάντησε καταφατικά. Ερωτηθείς, πώς βρέθηκαν τα χειρόγραφα σημειώματα στο κάτω μέρος του τεκμ. 12, όπως είπε, ίσως να του ζητήθηκε ανάλυση του ποσού του τιμολογίου. Μετά τη δική του έγκριση, το σχετικό μέρος έπρεπε να φέρει και πάλι την υπογραφή του κ. Σώτου Νικολάου και του κ. Δράκου.
Το τεκμ. 5 το σύνταξε ο Μ.Ε.1, ο οποίος του έδωσε και τα ποσά που καταγράφονται σ’ αυτό και το υπόγραψε ο ίδιος. Αφορά δε σε κάποιες έξτρα εργασίες που εκτέλεσε ο Μ.Ε.1. Μετά την υπογραφή του έπρεπε να περάσουν από το μηχανικό του έργου για να προχωρήσουν στην πληρωμή. Πιστεύει ότι ο Μ.Ε.1 εκτέλεσε τις εργασίες που αναφέρονται στο έγγραφο. Η υπογραφή του σ’ αυτό πιστοποιεί τις έξτρα εργασίες και όχι τα ποσά, τα οποία ενδεχομένως και να μην είναι ορθά. Τέλος, αναφορικά με το θέμα των καθυστερήσεων και δυσκολιών στην εκτέλεση των εργασιών και ειδικά στην υποβολή ότι δεν ήταν στις υποχρεώσεις του εργολάβου, αλλά του υπεργολάβου, δηλαδή των εναγόντων να τις υπερβούν, όπως είπε και οι δυο θα έπρεπε να είναι σε μια καλή συνεργασία για να μπορούν να αποπερατώνονται και τα έργα στην ώρα τους.
Είμαι διατεθειμένος να δεχθώ σημαντικό μέρος της μαρτυρίας και αυτού του μάρτυρα και συγκεκριμένα, εκείνο το μέρος της που συγκεντρώνει τα αναγκαία στοιχεία αξιοπιστίας. Για παράδειγμα δέχομαι τον ισχυρισμό του ότι στον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν ως επιστάτης στην υπηρεσία των εναγόμενων και ότι επέβλεπε τις εργασίες των εναγόντων, ως επίσης, ότι οι ενάγοντες εκτέλεσαν και έξτρα εργασίες στο επίδικο έργο. Τα ίδια ανάφερε και ο προηγούμενος μάρτυρας, ουσιαστικά, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί είτε ο ένας είτε ο άλλος, ενώ, ότι οι ενάγοντες εκτέλεσαν και έξτρα εργασίες, κατά μια εκδοχή, το αναγνωρίζουν δικογραφικά και οι εναγόμενοι, ενώ το αναγνώρισε και ο διευθυντής τους με τη μαρτυρία του. Ωστόσο, για τον ίδιο λόγο που αναφέρω στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας και του προηγούμενου μάρτυρα δεν μπορώ να δεχθώ το μέρος της μαρτυρίας του που αφορά στον επακριβή προσδιορισμό των έξτρα εργασιών που είχαν εκτελέσει οι ενάγοντες καθώς και την αξία τους. Δέχομαι ακόμη τη θέση του ότι υπήρξαν καθυστερήσεις κατά την εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων, εξάλλου, αυτό αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, όμως, στη βάση της μαρτυρίας του δεν μπορώ να προβώ σε ασφαλές συμπέρασμα αναφορικά με το λόγο ή λόγους των καθυστερήσεων.
Μολονότι ο μάρτυρας παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να καταθέσει για την υπόθεση των εναγόντων, εντούτοις, το γεγονός ότι στον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν στην υπηρεσία των εναγόμενων, σε αρκετές περιπτώσεις τον έκανε να είναι προσεκτικός στις απαντήσεις του και ενίοτε να απαντά με διπλωματικό τρόπο προκειμένου να μην αδικήσει και κυρίως δυσαρεστήσει είτε τη μια πλευρά είτε την άλλη. Γεγονός το οποίο εξηγεί το επίσης γεγονός ότι σε μερικές περιπτώσεις, η εκδοχή του για ένα θέμα ήταν επαμφοτερίζουσα.
Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι απαντήσεις του στο στάδιο της κυρίως εξέτασης, σε αριθμό ερωτήσεων που του είχαν υποβληθεί αναφορικά με το θέμα των καθυστερήσεων στην εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων. Συναφώς με το θέμα, όταν του υποδείχθηκε ότι υπάρχουν αντικρουόμενες θέσεις μεταξύ των διαδίκων τα οποία αποδίδουν τις καθυστερήσεις το ένα στο άλλο και κλήθηκε να πει τι γνωρίζει ο ίδιος, ως επιστάτης, απαντώντας ανάφερε τα εξής: στα 30 χρόνια που εργάζεται ως επιστάτης, ήταν ίσως το δυσκολότερο έργο που ανέλαβε να επιβλέπει, λόγω της ιδιαιτερότητας του εδάφους. Καθυστερήσεις υπήρχαν και από τις δυο εταιρείες και από την εταιρεία που εργοδοτείτο και από την εταιρεία που επέβλεπε. Κάποιες φορές παρουσιάζονταν καθυστερήσεις λόγω κάποιων υλικών και κάποιες, λόγω του ότι ήταν τόσο σκληρό το έδαφος, ανηφόρα, κατηφόρα.
Όταν λίγο αργότερα ρωτήθηκε εάν καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο διαπίστωσε αδικαιολόγητη καθυστέρηση εκ μέρους των εναγόντων στην προώθηση των εργασιών τους, απάντησε ως εξής: «Η ερώτηση είναι πάρα πολύ δύσκολη για να την απαντήσω, αλλά η εταιρεία του κ. Νίκανδρου ήταν σχεδόν καθημερινά δουλειά και εκτελούσε τις εργασίες.»
Διπλωματική, θα έλεγα ήταν η απάντησή του και για το θέμα των πληρωμών των εναγόντων για τις εργασίες τους. «Καθ’ όλη τη διάρκεια του έργου μέχρι το 2015 που λύθηκε η συνεργασία, υπέπεσε οποιοδήποτε θέμα στην αντίληψή σου για τις πληρωμές των εργασιών των εναγόντων;» ρωτήθηκε κάποια στιγμή από τον κ. Αλεξάνδρου. Και η απάντησή του: «Δεν ήμουν ο υπεύθυνος των πληρωμών, κάποιες φορές, ο κ. Νίκανδρος, όμως, μου ανάφερε ότι καθυστερούσαν να τον πληρώσουν.»
Το πόσο ακροσφαλές είναι να βασιστώ στη μαρτυρία του για το θέμα των καθυστερήσεων στην εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων και την ευθύνη γι’ αυτές, για σκοπούς εξαγωγής ασφαλών συμπερασμάτων καταφαίνεται και από το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέτασή του:
«Δεν είναι μέσα στις υποχρεώσεις του υπεργολάβου (εναγόντων) να υπερβαίνει τις όποιες δυσκολίες για σκοπούς εκτέλεσης των εργασιών του;» ρωτήθηκε από την κα Κωνσταντινίδου. Και η απάντησή του: «Ναι, ήταν, είναι στην αρμοδιότητα του εργολάβου.» Όταν στη συνέχεια του υποβλήθηκε ότι δεν ήταν στις υποχρεώσεις του εργολάβου, αλλά του υπεργολάβου, δηλαδή της εταιρείας του κ. Νίκανδρου, απάντησε ως εξής: «Σε συνεργασία έπρεπε ο εργολάβος και υπεργολάβος να είναι σε μια καλή συνεργασία για να μπορούν να αποπερατώνονται και τα έργα στην ώρα τους. Να μείνουν τα προβλήματα της δουλειάς και να προχωρεί η δουλεία και να αποπερατωθεί.» Η αντεξέτασή του και ουσιαστικά η μαρτυρία του ολοκληρώθηκε με την ακόλουθη υποβολή: «Εγώ σας υποβάλλω κ. μάρτυρα ότι ουδεμία καθυστέρηση υπήρχε στην προμήθεια υλικών και ότι παραλαμβάνονταν εγκαίρως από τους ενάγοντες.» Απάντησε ως εξής: «Είναι πάρα πολλοί οι παράγοντες που κάμνουν κάποια υλικά να καθυστερούν. Το πόσο καθυστερούσαν δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Κάποια υλικά, κάποιες φορές καθυστερούσαν. Τώρα, σε σύνολο μέρες δεν μπορώ να καθορίσω.»
Ο Κυριάκος Αδάμου (Μ.Ε.3) ο οποίος σήμερα εργάζεται στο Τμήμα Δασών, στον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν σαν επιστάτης στο επίδικο έργο στην υπηρεσία των εναγόντων. Η ουσία της μαρτυρίας του περιστρέφεται γύρω από το θέμα των καθυστερήσεων στην εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων, τις οποίες ο μάρτυρας απέδωσε αποκλειστικά στους εναγόμενους. Ο μάρτυρας αναφέρθηκε ακόμη και στις ισχυριζόμενες από τους ενάγοντες καθυστερήσεις στις πληρωμές τους.
Δε θεωρώ αξιόπιστο μάρτυρα τον υπό αναφορά και τούτο, επειδή από την όλη παρουσία του ενώπιόν μου, η εντύπωση που έχω σχηματίσει γι’ αυτόν είναι ότι παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, όχι τόσο για να καταθέσει την αλήθεια αναφορικά με τα γεγονότα, όσο, κυρίως, για να βοηθήσει τους ενάγοντες και πρώην εργοδότες τους να προωθήσουν επιτυχώς την αγωγή τους και τις απαιτήσεις τους εναντίον των εναγόμενων.
Στο στάδιο της κυρίως εξέτασης, ερωτηθείς εάν τα διάφορα προβλήματα σε σχέση με τις καθυστερήσεις στα οποία αναφέρθηκε επηρέαζαν την πρόοδο των εργασιών των εναγόντων, απάντησε καταφατικά. Ισχυρίστηκε ότι είχαν καθημερινή καθυστέρηση στο έργο. Όμως, όταν λίγο αργότερα ρωτήθηκε πόσο συχνά παρατηρούνταν αυτά τα προβλήματα «Κάθε βδομάδα.» απάντησε.
Αντεξεταζόμενος, όταν ρωτήθηκε εάν η καθυστέρηση στην εκτέλεση των εργασιών προερχόταν αποκλειστικά από τους εναγόμενους, απάντησε καταφατικά. Όπως είπε είναι τα υλικά και για να ξεκινήσεις μια δουλειά πρέπει πρώτα να έχεις τα υλικά. «Δεν υπήρχαν δηλαδή άλλες δυσκολίες που να δυσκόλευαν το έργο του κ. Νίκανδρου σε σχέση με τη μορφολογία του εδάφους ή καιρικές συνθήκες;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. Και η απάντησή του: «Θυμάμαι ότι το χειμώνα έκανε πλημμύρες και πλημμύρισαν κάτι κομμάτια που ήταν ανοικτά.» Όταν ευθύς αμέσως, του υποβλήθηκε ότι υπήρχαν καθυστερήσεις στην εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων, που δεν σχετίζονταν με την προμήθεια υλικών, ισχυρίστηκε πως δεν υπέπεσε στην αντίληψή του τέτοιο πράγμα. Όπως ανάφερε χαρακτηριστικά, «Εμείς είχαμε τα μηχανήματά μας, δουλεύαμε σκληρά τζιαι σκληρά κομμάτια εφκάλλαμεν τα.» «Δηλαδή δεν υπήρχε καθυστέρηση λόγω της σκληρότητας του εδάφους;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. «Είχε, αλλά μες τα πλαίσια δεν φκαίνναμε εκτός των πλαισίων μας.» απάντησε.
Προφανής η αντίφαση στην οποία υπέπεσε και η σύγκρουσή του με τον προηγούμενο μάρτυρα, ο οποίος απέδωσε τις καθυστερήσεις στην εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων και στη σκληρότητα του εδάφους.
Για τους παραπάνω λόγους, ενώ δέχομαι τη θέση του ότι υπήρξαν καθυστερήσεις στην εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων, δεν μπορώ να δεχθώ ότι η ευθύνη γι’ αυτές είναι μονοσήμαντη και συγκεκριμένα ότι βαραίνει αποκλειστικά τους εναγόμενους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η μαρτυρία του υπό κρίση μάρτυρα, επί της ουσίας, με εξαίρεση εκείνο το μέρος της που επιβεβαιώνεται από άλλη - αξιόπιστη μαρτυρία ή που υπέχει θέση δηλώσεων ενάντια στα συμφέροντα των εναγόμενων, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Τα παραδείγματα που ακολουθούν, κατά τη γνώμη μου αιτιολογούν επαρκώς, πλείστες από τις παραπάνω διαπιστώσεις μου. Ειδικότερα:
Η ουσία της μαρτυρίας του υπό αναφορά περικλείεται στη γραπτή δήλωσή του (τεκμ. 16). Σ’ αυτή, μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:
Είναι ένας από τους διευθυντές των εναγόμενων καθώς και της Κοινοπραξίας. Στις 16/9/2013 το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Συστήματος Λεμεσού - Αμαθούντας, ενεργώντας, ως εργοδότης υπέγραψε συμφωνητικό έγγραφο κυρίως εργολαβίας με την Κοινοπραξία για την ολοκλήρωση της φάσης Β2 του Αποχετευτικού Συστήματος Λεμεσού - Αμαθούντας. Περί το Φεβρουάριο του 2014 ο ίδιος ανέλαβε τα καθήκοντα του διευθυντή εργοταξίου στο επίδικο έργο, εκ μέρους της Κοινοπραξίας. Από το συμβόλαιο κυρίως εργολαβίας, στις 17/3/2014 είχε προκύψει η υπογραφή του συμφωνητικού υπεργολαβίας, μεταξύ των εναγόντων και της Κοινοπραξίας. Βάση αυτού, η Κοινοπραξία ανάθεσε στους ενάγοντες την κατασκευή - μεταξύ άλλων - των κεντρικών αγωγών λυμάτων και όμβριων καθώς και την κατασκευή οικιακών συνδέσεων σε σχέση με το επίδικο έργο. Πρόκειται για το τεκμ. Α προς αναγνώριση το συμφωνητικό υπεργολαβίας. Στις 27/5/2014, η Γιάννα Φυσέντζου, εκ μέρους της Κοινοπραξίας απέστειλε μέσω τηλεομοιότυπου προς το βοηθό διευθυντή του έργου, Σώτο Νικολάου, το τελικό συμφωνητικό υπεργολαβίας, ημερομηνίας 17/3/2014, που είχε συναφθεί και υπογραφεί μεταξύ των μερών, με ενσωματωμένες τις τελευταίες αλλαγές/διορθώσεις που είχαν γίνει.
Να πω ότι πρόκειται ακριβώς για το ίδιο έγγραφο, το τεκμ. Α προς αναγνώριση - το οποίο ουδέποτε έγινε κανονικό τεκμήριο - και αυτό που είχε αποσταλεί με τηλεομοιότυπο στο Σώτο Νικολάου - το οποίο παρουσίασε η επόμενη μάρτυρας (τεκμ. 28) -. Και τα δυο αυτά έγγραφα είναι φωτοαντίγραφα σε αντίθεση με την επίμαχη σύμβαση (τεκμ. 4) που αποτελεί πρωτότυπο έγγραφο και συγκρίνοντας το περιεχόμενο των δυο πρώτων με αυτό του δεύτερου, διαπιστώνω ότι το περιεχόμενο και των τριών είναι ίδιο ακριβώς, με μόνη διαφορά τα ονόματα των συμβαλλομένων. Στο τεκμ. Α προς αναγνώριση και στο τεκμ. 28, συμβαλλόμενοι είναι η Κοινοπραξία και οι ενάγοντες, ενώ στο τεκμ. 4, οι εναγόμενοι και οι ενάγοντες.
Η παραπάνω διαπίστωσή μου καταρρίπτει τον ισχυρισμό του μάρτυρα ότι το τεκμ. Α προς αναγνώριση - που για να επαναλάβω είναι ίδιο ακριβώς με το τεκμ. 28 - αποτελεί το τελικό συμφωνητικό υπεργολαβίας, ημερομηνίας 17/3/2014, που είχε συναφθεί και υπογραφεί μεταξύ των μερών, με ενσωματωμένες τις τελευταίες αλλαγές/διορθώσεις που είχαν γίνει. Ουδεμία αλλαγή ή διόρθωση υπάρχει στα δυο έγγραφα που επικαλούνται οι εναγόμενοι, ως την επίμαχη σύμβαση, συγκρινόμενα, είτε μεταξύ τους είτε με το τεκμ. 4, με εξαίρεση το όνομα του αντισυμβαλλόμενου των εναγόντων. Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ισχυρίστηκε ο μάρτυρας περί τελικού συμφωνητικού με ενσωματωμένες τις τελευταίες αλλαγές κ.ο.κ. δεν έχουν δικογραφηθεί από τους εναγόμενους.
Η ευκολία με την οποία ο μάρτυρας σε αντίθεση ακόμη και με το περιεχόμενο εγγράφων που προέρχονται από τους εναγόμενους επέμενε στην προβολή της ίδιας θέσης, γι’ αυτό το, τόσο σημαντικό θέμα της υπόθεσης καταφαίνεται από τα εξής:
Σύμφωνα πάντα με τη γραπτή δήλωσή του, μετά από συντονιστική συνάντηση στις 19/3/2014 παρέδωσε και επίσημα, στις 2/4/2014 με σχετική επιστολή στο διευθυντή των εναγόντων, το πρόγραμμα εργασιών του έργου, ο οποίος υπόγραψε για την παραλαβή του. Πρόκειται για το τεκμ. 18 η εν λόγω επιστολή (στην οποία επισυνάπτεται και το πρόγραμμα εργασιών) και το τι προκύπτει από αυτή είναι ότι, ναι μεν είναι γραμμένη σε επιστολόχαρτο της Κοινοπραξίας, πλην όμως - και αυτό είναι το σημαντικό - αυτή, υπογράφτηκε από το μάρτυρα, όπως αναφέρεται ρητά, υπό την ιδιότητά του ως Project Manager «For Lois Builders Phoenix Ltd». Πρόκειται για τους εναγόμενους η υπό αναφορά εταιρεία και όχι για την Κοινοπραξία και από τη στιγμή που ο διευθυντής των εναγόμενων, με επιστολή του, ημερομηνίας 2/4/2014, δηλαδή μετά τη σύναψη της επίμαχης σύμβασης, απέστελλε στους ενάγοντες εκ μέρους των εναγόμενων το γενικό πρόγραμμα εργασίας για το επίδικο έργο, υπό την ιδιότητά του, ως διευθυντή του έργου, η επίμονη προσπάθειά του - καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του - να με πείσει ότι η επίμαχη σύμβαση δεν είναι μεταξύ εναγόντων και εναγόμενων που συνάφθηκε, αλλά μεταξύ των πρώτων και της Κοινοπραξίας, πλήττει καίρια την αξιοπιστία του, ως μάρτυρα.
Η παραπάνω διαπίστωσή μου σε σημαντικό βαθμό θέτει εκποδών, πλείστα όσα αναφέρουν δικογραφικά οι εναγόμενοι τα οποία αναφέρει και ο μάρτυρας στη γραπτή δήλωσή του και το ίδιο ισχύει και για όσα ανάφερε με τη δια ζώσης μαρτυρία του, με θεμελιακό υπόβαθρο, τη θέση των εναγόμενων ότι η επίμαχη σύμβαση συνάφθηκε μεταξύ των εναγόντων και της Κοινοπραξίας. Για το ίδιο θέμα θα επανέλθω.
Στην παράγραφο 31 της γραπτής δήλωσής του ο μάρτυρας αναφέρει ότι καμιά πληρωμή δε δικαιούνται οι ενάγοντες και τούτο, επειδή, λόγω της μονομερούς αποχώρησής τους, οι μηνιαίες πληρωμές των πιστοποιητικών (τεκμ. 6 και 7) καθώς και οι πληρωμές, τυχόν επιπρόσθετων εργασιών αναστάλθηκαν με σκοπό να διαπιστωθούν τυχόν ζημιές και απώλειες, εξ υπαιτιότητας των εναγόντων στο επίδικο έργο. Αναδιφώντας τα δικόγραφα των εναγόμενων, περιλαμβανομένων ακόμη και αυτών της ανταπαίτησής τους - την οποίαν απέσυραν - δεν έχω εντοπίσει τέτοιους ισχυρισμούς.
Το πόσο αβίαστα έχει κλονιστεί η αξιοπιστία του υπό αναφορά, ως μάρτυρα, με υπόβαθρο αξιολόγησης τα όσα αναφέρει στη γραπτή δήλωσή του είναι ολοφάνερο.
Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό, ότι, στο βαθμό που ο μάρτυρας στο πλαίσιο της μαρτυρίας του παρουσίασε διάφορα έγγραφα τα οποία αμφισβητούν οι ενάγοντες, είτε ως προς την ύπαρξη είτε ως προς το περιεχόμενο, το οποίο δεν αποδεικνύεται από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία, δεν είμαι διατεθειμένος να αποδώσω βαρύτητα στο περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων και τούτο, επειδή αυτά, ουδέποτε τέθηκαν σε οποιοδήποτε μάρτυρα των εναγόντων και κυρίως στο διευθυντή τους (Μ.Ε.1), για να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί σχετικά. Όμως, μέρος αυτών των εγγράφων, θα ληφθεί υπόψη για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του υπό κρίση μάρτυρα.
Υπεισέρχομαι τώρα και σε μέρος όσων ανάφερε αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας.
Τα τεκμ. 6 και 7 έχουν τίτλο «ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΥ», το ένα είναι ημερομηνίας 8/5/2015 και το άλλο, 19/6/2015. Με τα δυο αυτά πιστοποιητικά τα οποία εκδόθηκαν από το βοηθό διευθυντή του έργου, Σώτο Νικολάου πιστοποιούνται εκτελεσθείσες εργασίες των εναγόντων και η αξία τους. Με το πρώτο (τεκμ. 6), για την περίοδο από 1/4/2015 μέχρι 31/4/2015 με αναφερόμενο ποσό προς πληρωμή, το ποσό των €23.512,56 και με το δεύτερο (τεκμ. 7), για την περίοδο από 1/5/2015 μέχρι 31/5/2015 με αναφερόμενο ποσό προς πληρωμή, το ποσό των €9.996,96. Και στα δυο πιστοποιητικά περιλαμβάνεται και ένα ποσό υπό μορφή κράτησης επί της αξίας των εργασιών. Για ό,τι μας ενδιαφέρει στο δεύτερο πιστοποιητικό, το ποσό αυτό ανέρχεται σε €27.256,86. Τα τρία αυτά ποσά μαζί με το ποσό των €1.160 που αναφέρεται στο τιμολόγιο (τεκμ. 8) αθροιστικά ανέρχονται στο ποσό των €61.926,38 που αποτελεί και την πρώτη βασική αξίωση των εναγόντων εναντίον των εναγόμενων, για εκτελεσθείσες εργασίες.
Συναφώς με τα δυο αυτά πιστοποιητικά πληρωμής, τα οποία αποτελεί κοινό έδαφος ότι δεν έχουν πληρωθεί μέχρι σήμερα στους ενάγοντες, ο μάρτυρας, αντεξεταζόμενος ανάφερε - μεταξύ άλλων - τα εξής:
Δε συμφωνεί ότι υπάρχουν τα εν λόγω πιστοποιητικά. Αυτά είναι προετοιμασία για πληρωμή πιστοποιητικών και όχι πιστοποιητικά, τα οποία για να βγουν και να εγκριθούν πρέπει να υπογράψει ιεραρχικά και ο ίδιος. Από τη στιγμή που μέσα στους όρους του συμβολαίου υπάρχει ο όρος ότι από τη στιγμή που θα αποχωρήσει ο εργολάβος πρέπει να βγει ο τελικός λογαριασμός. Για να βγει ο τελικός λογαριασμός πρέπει να γίνει τελική καταμέτρηση της εργασίας και όταν και εφόσον υπάρχει υπόλοιπο τότε μπορεί να εκδοθεί ο τελικός λογαριασμός, «συνυπολογίζοντας την εργασία που αναφέρεστε.» Ακολούθως, ο μάρτυρας, μολονότι επέμενε στη θέση ότι τα δυο αυτά έγγραφα δεν είναι εγκριμένα/συμπληρωμένα/ολοκληρωμένα δέχθηκε ότι ετοιμάστηκαν από υπαλλήλους των εναγόμενων.
Για την ώρα δυο είναι μόνο τα σχόλιά μου. Το πρώτο είναι η ομολογία του μάρτυρα ότι τα εν λόγω πιστοποιητικά ετοιμάστηκαν από τους εναγόμενους και το δεύτερο, ότι και τα δυο τιτλοφορούνται ως πιστοποιητικά πληρωμής υπεργολάβου και όχι, ως προετοιμασία για πληρωμή πιστοποιητικών, όπως ανάφερε ο μάρτυρας.
Όπως είπε απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο Σώτος Νικολάου ήταν βοηθός του στους εναγόμενους. Με αναφορά και στα δυο πιστοποιητικά, κληθείς να πει εάν συμφωνεί ότι για να θέσει την υπογραφή του σ’ αυτά ο Νικολάου σημαίνει ότι έλεγξε αυτά που κατέγραψε ή μήπως έκανε δουλειές του κεφαλιού του, όπως είπε απαντώντας «Μπορεί και το ένα μπορεί και το άλλο, δεν ξέρω.» Όπως είπε στη συνέχεια «Αν δεν το ελέγξω δεν μπορώ να ξέρω». Ερωτηθείς εάν υπάρχει λόγος που δεν το έλεγξε μέχρι σήμερα ισχυρίστηκε ότι δεν είπε πως δεν το έλεγξε, αλλά ότι δεν το έλεγξε στην προκειμένη περίοδο που ετοιμάστηκε. Μετά το έλεγξε όταν έκανε τους δικούς του λογαριασμούς για να βγάλει τον τελικό λογαριασμό το τι πρέπει και εάν πρέπει να πληρωθεί ο συγκεκριμένος εργολάβος. Ερωτηθείς πότε το έλεγξε ισχυρίστηκε πως δε θυμάται και ότι η απάντηση στο ερώτημα είναι σύνθετη, διότι αυτό ελέγχεται και υπολογίζεται κατά την υποβολή του τελικού λογαριασμού που έπρεπε να υποβάλει ο συγκεκριμένος εργολάβος ή ακόμη και εάν δεν το υποβάλει να το ετοιμάσει ο ίδιος. Δε θυμάται πότε, αλλά έγινε σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν είχε μπροστά του όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν τον τελικό λογαριασμό.
Με αναφορά στο πιστοποιητικό (τεκμ. 7), το οποίο εγκρίθηκε από τη Σαλώμη Χατζίκου, όπως είπε, αυτή ήταν μηχανικός της εταιρείας τους. Ερωτηθείς εάν ως υπεύθυνος του έργου ο ίδιος γνωρίζει ότι για να θέσει την υπογραφή της η υπό αναφορά σημαίνει ότι προέβηκε σε έλεγχο, όπως είπε απαντώντας, πιθανώς να προέβηκε σε σχετικό έλεγχο καταγραφής κάποιων εργασιών που αναφέρονται στο πιστοποιητικό, όπως και ο Σώτος Νικολάου. Ο καθένας έχει τις αρμοδιότητές του. Για να υπογράψει κάποιος σημαίνει ότι λαμβάνει και την ευθύνη της υπογραφής του, πλην όμως υπάρχουν και άλλοι έλεγχοι που γίνονται εκ των υστέρων, γι’ αυτό υπάρχει και η δική του υπογραφή. Ερωτηθείς στη συνέχεια, γιατί εφόσον ο βοηθός του και η Σαλώμη έθεσαν την υπογραφή τους δεν προέβηκε αμέσως στον έλεγχο να δει εάν έπρεπε να γίνει ή όχι η σχετική πληρωμή, όπως είπε, από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος υπεργολάβος αποχώρησε από την εργασία του, ο ίδιος οφείλει να ακολουθήσει κάποιες διαδικασίες, διαφορετικές. Και αυτό το πιστοποιητικό ή αυτή η ετοιμασία του πρέπει να συνυπολογιστεί με κάποιες άλλες υποχρεώσεις του συγκεκριμένου και γι’ αυτό δεν προέβηκε στον έλεγχο και στην υπογραφή, αμέσως. Άρα, γι’ αυτό δεν είναι ολοκληρωμένο. Όπως είπε λίγο αργότερα, δεν αμφισβητεί ότι μπορεί να έγιναν οι εργασίες, όμως είναι υποχρεωμένος να συνυπολογίσει και κάποια άλλα πράγματα. Εν τέλει, μετά και από δική μου υπόδειξη ότι αυτό που του ζητήθηκε να πει είναι κατά πόσο οι εργασίες που αναφέρονται στα δυο έγγραφα (τεκμ. 6 και 7) τα οποία ο ίδιος δε δέχεται ότι είναι πιστοποιητικά, εκτελέστηκαν ή όχι, για πρώτη φορά, απάντησε ευθέως καταφατικά στην ερώτηση.
Από τις παραπάνω θέσεις και ισχυρισμούς του, συγκρατώ την παραδοχή του, εν τέλει, ότι οι εργασίες που αναφέρονται στα επίμαχα πιστοποιητικά εκτελέστηκαν καθώς και την εμφανή προσπάθειά του να εξηγήσει με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς και ενίοτε με αντιφατικό τρόπο, το λόγο ή λόγους, ουσιαστικά, της μη πληρωμής στους ενάγοντες των ποσών που αναφέρονται στα εν λόγω πιστοποιητικά. Μολονότι προέβαλε τη θέση ότι αυτά για να θεωρηθούν ολοκληρωμένα, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και κάποια άλλα πράγματα και να γίνουν και κάποιοι άλλοι έλεγχοι, γι’ αυτό υπάρχει και η υπογραφή του σ’ αυτά, ουδέποτε ανάφερε τι άλλο θα πρέπει να συνυπολογιστεί και σε τι έγκεινται οι άλλοι έλεγχοι, εάν έγιναν, πότε έγιναν και ποιο ήταν το αποτέλεσμά τους.
Ο ισχυρισμός του στη συνέχεια ότι η αναστολή πληρωμής των πιστοποιητικών που αναφέρει στη γραπτή δήλωσή του προδιαθέτει και μη τη ολοκλήρωση, υπό την έννοια της ολοκλήρωσης τυχόν ζημιών, χωρίς και πάλι να αναφέρει σε τι έγκεινται οι εν λόγω ζημιές, εάν έχει γίνει έλεγχος προκειμένου να διαπιστωθεί εάν υπήρχαν τέτοιες ζημιές, όπως και οι προηγούμενοι ισχυρισμοί του είναι φανερό ότι εντάσσονται στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει τη μη πληρωμή προς τους ενάγοντες των δυο αυτών πιστοποιητικών τα οποία αφορούν σε εκτελεσθείσες εργασίες και εκδόθηκαν από τους εναγόμενους.
Σε σχέση με ποσό των €27.256,86 που αναφέρεται στο πιστοποιητικό (τεκμ. 7) συγκρατώ την παραδοχή του ότι ήταν το ποσό της κράτησης για τις εργασίες των εναγόντων που έγιναν από την αρχή μέχρι και την ημέρα έκδοσης του πιστοποιητικού, ως επίσης, ότι το ποσό αυτό μέχρι σήμερα δεν έχει πληρωθεί στους ενάγοντες.
Όσα ακολουθούν περικλείουν τις θέσεις του για τις κατ’ ισχυρισμό των εναγόντων, έξτρα εργασίες που είχαν εκτελέσει.
Όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο πιο πάνω, στην παράγραφο 31 της γραπτής δήλωσής του ισχυρίζεται ότι οι μηνιαίες πληρωμές των πιστοποιητικών (τεκμ. 6 και 7) καθώς και οι πληρωμές των τυχόν επιπρόσθετων εργασιών αναστάλθηκαν με σκοπό να διαπιστωθούν τυχόν ζημιές και απώλειες, εξ υπαιτιότητας των εναγόντων στο επίδικο έργο.
Αντεξεταζόμενος, ερωτηθείς εάν έλεγξε μέχρι σήμερα εάν αυτές οι έξτρα εργασίες που έγιναν ανέρχονται στο ποσό που λένε οι ενάγοντες, απάντησε ως εξής: «Ναι εδώ αναφέρω τώρα που είδα την παράγραφο 31 (της γραπτής δήλωσής του εννοούσε), αναφέρω ότι αυτά θα συνυπολογιστούν στις οποιεσδήποτε υποχρεώσεις έχει ο εργολάβος.» «Δεν σας ρώτησα τι γράφει.» του υποδείχθηκε στη συνέχεια. Και η απάντησή του: «Και απαντώ ότι και σε αυτώ δε θυμάμαι, σας είπα ότι δε θυμάμαι πότε το έλεγξα.». Ο κ. Αλεξάνδρου επέμενε, εξ ου και η επόμενη ερώτηση που του υπόβαλε: «Εν τέλει έλεγξες τις έξτρα εργασίες κ. Δράκο, ναι ή όχι;» Και η απάντησή του: «Απάντησα δε θυμάμαι. Ναι τις έλεγξα, σε κάποια φάση τις έλεγξα, ναι.» «Συμφωνούμε ότι αυτές οι έξτρα εργασίες ανέρχονται στο ποσό των €43.265;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. «Δεν θυμάμαι να το απαντήσω τώρα, πρέπει να δω τους υπολογισμούς που έκανα για τον τελικό λογαριασμό.» απάντησε. Όταν στη συνέχεια του υποβλήθηκε ότι οι έξτρα εργασίες που είχαν εκτελέσει οι ενάγοντες για λογαριασμό των εναγόμενων ανέρχονται στο ποσό αυτό, «Αυτή είναι η θέση η δική σας.» απάντησε.
Είναι φανερό ότι όλες αυτές οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε, η εμφανής προσπάθειά του να αποφύγει να δώσει απάντησες, σε καίριας σημασίας ερωτήματα που του είχαν υποβληθεί και η προβολή παράλογων και στερούμενων λογικής και πειστικότητας ισχυρισμών, εντάσσονται στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την αξίωση των εναγόντων για τις έξτρα εργασίες που είχαν εκτελέσει.
Ερωτηθείς εάν ο Μάριος Θεοδοσίου (Μ.Ε.2) ο επιστάτης εργοδοτείτο από τους εναγόμενους απάντησε αρνητικά. Όπως είπε, «Εργοδοτείτο από την Phoenix και το δήλωσε στην κατάθεσή του εδώ». Ακολουθούν τα σχόλιά μου: Η λέξη Phoenix από μόνη της δεν αποτελεί νομική οντότητα, είναι μια από τις λέξεις που συνθέτουν το όνομα των εναγόμενων (LOIS BUILDERS PHOENIX LTD), αυτό που ανάφερε ο Θεοδοσίου στο πλαίσιο της μαρτυρίας του ήταν ότι εργοδοτήθηκε από την εταιρεία Phoenix η οποία ήταν σε κοινοπραξία με την εταιρεία Lois και το ακριβές όνομα της Κοινοπραξίας σύμφωνα με το πιστοποιητικό εγγραφής της (τεκμ. 17) το οποίο παρουσίασε ο υπό κρίση μάρτυρας είναι LOIS BUILDERS LIMITED & PHOENIX CONSTRUCTIONS LIMITED.
Μια από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκε από τον κ. Αλεξάνδρου ήταν η εξής: «Κύριε Δράκο, αφού έκανες τους ελέγχους σου δεν ήξερες τότε, είτε για τις έξτρα εργασίες είτε για τα τεκ. 6 και 7, διαπίστωσες κάποιο λάθος στη δουλεία τούτη ούλλη και εάν διαπίστωσες θέλω να πεις στο Δικαστήριο ποιο ήταν το κόστος αυτού του λάθους. Δηλαδή είχε μια κακοτεχνία, μια στραβή σωλήνα, θέλω να πεις στο Δικαστήριο.» Με τη διευκρίνιση που του έγινε στη συνέχεια ότι η ερώτηση αφορούσε στη δουλειά που καθορίζεται στα πιστοποιητικά τεκμ. 6 και 7, απάντησε ως εξής: «Νομίζω με ρωτάτε το ίδιο πράγμα που με ρωτήσετε πριν, δε θυμάμαι στον τελικό έλεγχο πώς αξιολογήθηκε.»
Ένα μόνο θέλω να πω. Αν υποτεθεί ότι οι εναγόμενοι είχαν βάσιμο λόγο να μην καταβάλουν στους ενάγοντες, τουλάχιστον τα ποσά που συνθέτουν την πρώτη βασική αξίωσή τους, για εκτελεσθείσες εργασίες, δυνάμει των πιστοποιητικών πληρωμής (τεκμ. 6 και 7), το ελάχιστον που όφειλαν να κάνουν ήταν να αναφέρουν κατά συγκεκριμένο τρόπο - και όχι με την προβολή γενικών και αόριστων ισχυρισμών από το διευθυντή τους - και το λόγο ή λόγους. Ο ισχυρισμός του μάρτυρα, 10 χρόνια αργότερα, ότι δε θυμάται πώς αξιολογήθηκε στον τελικό έλεγχο, στερείται και λογικής και πειστικότητας.
Το ίδιο ισχύει και για την απάντησή του στην επόμενη ερώτηση που του είχε υποβληθεί. «Εφόσον δε θυμάσαι πώς αξιολογήθηκε και τι αξιολογήθηκε, γιατί δεν έφερες και τα λεφτά να πληρώσεις τον κύριο να πάει στο καλό;» ήταν η ερώτηση. Και η απάντησή του: «Αφού δε δικαιούται να πληρωθεί.» Αυτό απάντησε, χωρίς βέβαια να αναφέρει το λόγο ή λόγους.
Οι εναγόμενοι καθώς ήδη έχει αναφερθεί, εκτός από υπεράσπιση στην αγωγή καταχώρησαν και ανταπαίτηση εναντίον των εναγόντων, την οποία απέσυραν ανεπιφύλακτα, σε πολύ πρώιμο στάδιο της δίκης. Με αυτή αξίωναν από τους ενάγοντες το ποσό των €24.000, ως καθυστερήσεις στην εκτέλεση των εργασιών τους με βάση την επίμαχη σύμβαση, το ποσό των €212.820,60, ως το κόστος διατήρησης του εργοταξίου και των γενικών εξόδων των κεντρικών γραφείων που αναλογεί στην περίοδο καθυστέρησης, το ποσό των €18.464, ως το κόστος για διόρθωση και/ή αποκατάσταση των προκληθέντων ζημιών τους από τους ενάγοντες τα οποία αφορούν το 25% της συνολικής εργασίας τους και το οποίο επωμίστηκαν οι ίδιοι και τέλος, το ποσό των €145.000, ως το κόστος για την περαιτέρω διατήρηση και/ή ανανέωση της εγγυητικής πίστης εκτέλεσης και/ή το κόστος το οποίο αναλογεί στην προκληθείσα από τους ενάγοντες, καθυστέρηση. Σύνολο: €400.284,60.
Ερωτηθείς ο μάρτυρας εάν συμφωνεί ότι ο λόγος που αποσύρθηκε η ανταπαίτηση είναι γιατί θεώρησαν ότι δεν είχαν υπόθεση κατά των εναγόντων, είτε για καθυστερήσεις είτε γιατί δεν δούλευαν να παραγάγουν έργο που έπρεπε είτε για κακοτεχνίες, απάντησε αρνητικά. Φυσικά, λίγο αργότερα, όταν στην ουσία του υποβλήθηκε - με κάπως διαφορετική διατύπωση - η ίδια ερώτηση, διαφοροποιήθηκε και παράπεμψε στο δικηγόρο του. «Τούτα πρέπει να αναφερθείτε στο δικηγόρο μου, δεν είμαι εγώ αρμόδιος για να απαντήσω.»
Πέραν από την προφανή αντίφαση στην οποία υπέπεσε, το πόσο παράλογο και στερούμενο λογικής και πειστικότητας είναι το τελευταίο που είπε, είναι ολοφάνερο. Εκεί που είχε άποψη και θέση για όλα, για το γεγονός ότι οι εναγόμενοι απέσυραν ανεπιφύλακτα την ανταπαίτησή τους εναντίον των εναγόντων, για το συνολικό ποσό των €400.284,60, ο ίδιος, ο οποίος τυγχάνει και εκ των διευθυντών τους, ενώ μετά την απόσυρση της ανταπαίτησης ανάλωσε σημαντικό μέρος της μαρτυρίας του, καταθέτοντας και για θέματα που συνθέτουν τη βάση της ανταπαίτησης, ισχυρίστηκε πως δεν ήξερε για ποιο λόγο αυτή είχε αποσυρθεί και παρέπεμψε για την απάντηση στη δικηγόρο του, δηλώνοντας αναρμοδιότητα να απαντήσει ο ίδιος. Λες και η δικηγόρος των εναγόμενων θα μπορούσε να προβεί σε μια τόσο σημαντική και δραστική ενέργεια για τα συμφέρονται τους, είτε εν αγνοία είτε χωρίς την άδεια και συγκατάθεσή τους.
Αξιοσημείωτα είναι και όσα ανάφερε για την αγωγή 3041/18 του Ε.Δ. Λεμεσού την οποία είχε καταχωρήσει η Κοινοπραξία εναντίον των εναγόντων για την ίδια εργασία που καταχωρήθηκε και η παρούσα αγωγή με την οποία αξίωνε από τους ενάγοντες το ποσό των €2.200.000. Όταν ρωτήθηκε εάν αληθεύει ότι η Κοινοπραξία καταχώρησε την εν λόγω αγωγή εναντίον των εναγόντων για να τους φοβερίσει, απάντησε αρνητικά. Όταν στη συνέχεια ρωτήθηκε γιατί τότε καταχωρήθηκε η εν λόγω αγωγή και πριν από 15-20 μέρες την απόσυραν, όπως είπε, δεν είναι υπόχρεος να απαντήσει εδώ, υπάρχουν λόγοι, οι οποίοι νομίζει ότι δεν είναι υποχρεωμένος να τους αναφέρει.
Δικαίωμα του είναι να μη θέλει να πει τους λόγους απόσυρσης, είτε της ανταπαίτησης των εναγόμενων στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής είτε της παραπάνω αγωγής της Κοινοπραξίας εναντίον των εναγόντων, το οποίο ωστόσο, ως θέμα καθαρά κοινής λογικής, μου δίδει το δικαίωμα να συμπεράνω, ότι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο αποσύρθηκαν τα δυο αυτά δικονομικά διαβήματά είναι απόλυτα σχετικός, με την ύπαρξη ή ορθότερα, με την ανυπαρξία πραγματικής υπόθεσης εναντίον των εναγόντων και στις δυο περιπτώσεις.
Όσα ακολουθούν αφορούν στην επίμαχη σύμβαση (τεκμ. 4).
Όταν του υποδείχθηκε η επίμαχη σύμβαση και ρωτήθηκε εάν αυτή υπογράφτηκε από τους εναγόμενους, όπως είπε απαντώντας, «Υπάρχει η υπογραφή του Κώστα του Ιωάννου που είναι ο διευθυντής των προσφορών και επιμετρήσεων.» Όταν στη συνέχεια του υποβλήθηκε και πάλι η ίδια ερώτηση, όπως είπε «Ναι, πλην όμως είναι έγγραφο της κοινοπραξίας.» Αυτή ακριβώς η απάντησή του θα έλεγα ότι αποτυπώνει με απόλυτη ακρίβεια και την πραγματικότητα για ό,τι αφορά αυτό το τόσο κεφαλαιώδους σημασίας θέμα για την υπόθεση που αφορά στους αντισυμβαλλόμενους των εναγόντων στην επίμαχη σύμβαση. Η οποία συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων και απλώς αποτυπώθηκε σε κόλλες χαρτιού της Κοινοπραξίας.
Άξια αναφοράς είναι και η ομολογία του για το αυταπόδεικτο. Συγκεκριμένα, ότι στην επιστολή (τεκμ. 18) η οποία απευθύνεται στους ενάγοντες και αφορά το πρόγραμμα των εργασιών, υπογράφει ο ίδιος εκ μέρους των εναγόμενων, υπό την ιδιότητά τους, ως διευθυντή του έργου. Αυτό δε, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η εν λόγω επιστολή καταγράφηκε σε επιστολόχαρτο της Κοινοπραξίας.
Οι εναγόμενοι, στην παράγραφο 8 της υπεράσπισης ισχυρίζονται ότι, πέραν της επίδικης συμφωνίας υπεργολαβίας, οι διάδικοι, στις 5/11/2014 είχαν κατέλθει και σε συμπληρωματική/τροποποιητική συμφωνία η οποία αφορούσε τον τρόπο πληρωμής των υπεργολάβων. Όταν υποδείχθηκε στο μάρτυρα το έγγραφο (τεκμ. 9.2) και ρωτήθηκε εάν αυτό είναι η εν λόγω συμφωνία, όπως είπε, αυτό το έγγραφο, αυτή η συνεννόηση που έγινε, έγινε για σκοπούς υποβοήθησης των υπεργολάβων για να ακολουθήσουν αυτό που υπόγραψαν. Το συγκεκριμένο έγγραφο δεν ακυρώνει οποιαδήποτε άλλη συμφωνία. Ερωτηθείς για ποιον ενεργούσε ο ίδιος «Για τη Lois Builders Phoenix Ltd.» απάντησε. «Άρα, το 2014 το Νιόβρη ενεργούσατε για λογαριασμό της εναγόμενης και εσυμφώνας με τούτον, εννοώ την ενάγουσα, το διευθυντή της ενάγουσας για το έργο που συζητούμε στο Δικαστήριο, σωστά;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. «Μάλιστα.» ήταν η απάντησή του. «Άρα τζιείνη η άλλη εταιρεία η κοινοπραξία, κύριε, που είπατε στο Δικαστήριο και είπετε δεν πρέπει να πληρώσω γιατί εν με την κοινοπραξία που συμφωνήσετε, ανακαλείτε το σήμερα που σας έδειξα τα συγκεκριμένα έγγραφα;» ρωτήθηκε μετά. Και η απάντησή του: «Πού το λέω αυτό που είπετε;» Όταν ακολούθως, του υποβλήθηκε ότι όλη η υπεράσπισή τους ήταν ότι οι ενάγοντες δε συμβλήθηκαν με τους εναγόμενους, αλλά με την Κοινοπραξία, απάντησε ως εξής: «Δεν είναι όλη. Έχει 31 σημεία, μόνο ένα αναφέρεται σε αυτό που λέτε.»
Εκτός του ότι δεν είναι μόνο σε ένα σημείο που οι εναγόμενοι στην υπεράσπισή τους ισχυρίζονται ότι η επίμαχη σύμβαση συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων, η ουσία του πράγματος έγκειται στο γεγονός, ότι από το παραπάνω απόσπασμα είναι σαφές, ότι ο μάρτυρας, έστω έμμεσα, σε τρεις περιπτώσεις ομολογεί ότι η επίμαχη σύμβαση συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων και όχι μεταξύ εναγόντων και Κοινοπραξίας.
Ο μάρτυρας, στην παράγραφο 24 της γραπτής δήλωσής του ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες, βάσει της επίμαχης σύμβασης όφειλαν να επιδιορθώσουν και αποκαταστήσουν τις αστοχίες και κακοτεχνίες για τις οποίες αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, αλλά, αντισυμβατικά προέβησαν σε μονομερή λύση της επίμαχης σύμβασης, εγκατέλειψαν τις εργασίες στο εργοτάξιο και αρνήθηκαν και παρέλειψαν να πράξουν τις εν λόγω επιδιορθώσεις και αποκαταστάσεις. Μάλιστα, λόγω των παραλείψεων και πράξεων τους, είχε προκληθεί καθυστέρηση στην εκτέλεση των εργασιών και στην παράδοση του έργου. Όπως αναφέρει στην επόμενη παράγραφο (25) ενδεικτικά παραθέτει τις περιοχές (RCA) (Road Closure Application) όπου επήλθε καθυστέρηση εξ υπαιτιότητας των εναγόντων.
Με τη διευκρίνιση ότι στη συνέχεια παραθέτει 29 τέτοιες περιπτώσεις και ότι αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι η επίμαχη σύμβαση λύθηκε το Μάη του 2015, παρατηρώ τα εξής:
Αναφορικά με τα RCA 4030 και 4031, όπως αναφέρει στη γραπτή δήλωσή του, οι ενάγοντες όφειλαν να αρχίσουν την εκτέλεση των εργασιών κατά τις 14/5/2015 και να τις ολοκληρώσουν την 1/6/2015, δηλαδή, 18 μέρες. Εντούτοις, τις άρχισαν στις 16/2/2015 και τις ολοκλήρωσαν στις 25/6/2015, δηλαδή, 129 ημέρες, με συνολική καθυστέρηση 111 ημέρες. Αντεξεταζόμενος, ερωτηθείς, γιατί εφόσον το RCA 4031 θα έπρεπε να ξεκινήσει στις 14/5/2015 έδωσε εντολή να ξεκινήσει στις 16/2/2015, όπως είπε απαντώντας, δεν έχει σχέση πότε ξεκινάς, αλλά το πόση διάρκεια παίρνει να εκτελεστεί. Οι παράγοντες που εξαρτώνται πότε θα ξεκινήσει ένα RCA είναι πολλοί. «Σας είπα τους δυο, υπάρχει και τρίτος. Υπάρχει η άδεια από την αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή μπορεί να μην επιτρέψει τον τάδε δρόμο να εκτελεστεί τον Απρίλη, αλλά να πει «Όχι, ελάτε το Μάη, γιατί υπάρχει ένας συγκεκριμένος λόγος, υπάρχει γάμος, υπάρχουν βαφτίσια.»» «Για τούτα όμως δεν φταίει ο πελάτης μου.» του υπόβαλε ο κ. Αλεξάνδρου στη συνέχεια. Και η απάντησή του: «Μα συζητάτε και γελάτε για πράγματα ανούσια και αυτό δεν σας τιμά.»
Ο ισχυρισμός του ότι είναι ανούσια πράγματα, το θέμα της καθυστέρησης εκτέλεσης των εργασιών των εναγόντων, για τις οποίες ο ίδιος αναλώνει τη μισή σχεδόν γραπτή δήλωσή του είναι ενδεικτικός και της αμηχανίας που τον είχε κυριεύσει ένεκα της αντεξέτασης στην οποία είχε υποβληθεί συναφώς με το θέμα, στην οποία ασφαλώς οφείλεται και η απάντησή του στην πολύ εύλογη και δικαιολογημένη υποβολή που του είχε γίνει. Το νόημα της οποίας, ασφαλώς είναι ότι, όντως δεν μπορεί να αποδίδεται στους ενάγοντες ακεραία η ευθύνη για τις όποιες καθυστερήσεις σημειώθηκαν κατά την εκτέλεση των εργασιών τους, τη στιγμή που ο μάρτυρας επικαλείται γι’ αυτές και άλλους παράγοντες. Όμως, αυτό δεν είναι το μόνο που αποδομεί έτι περισσότερο την αξιοπιστία του, ως μάρτυρα για το συγκεκριμένο θέμα. Υπάρχει και συνέχεια.
Όπως αναφέρει στην παράγραφο 25 (iii) της γραπτής δήλωσής του, στην περιοχή (RCA 3083), οι ενάγοντες όφειλαν να αρχίσουν την εκτέλεση των εργασιών κατά τις 3/7/2014 και να τις ολοκληρώσουν στις 18/7/2014, δηλαδή, 15 μέρες. Εντούτοις, τις άρχισαν στις 15/5/2015 και τις ολοκλήρωσαν στις 14/7/2015, δηλαδή, 60 ημέρες, με συνολική καθυστέρηση 45 ημέρες.
Αντεξεταζόμενος, ερωτηθείς, πότε αποχώρησαν οι ενάγοντες από το εργοτάξιο, όπως είπε, νομίζει κατά τον 5ο του 2015. Ερωτηθείς ακολούθως, εάν ανακαλεί το περιεχόμενο της παραπάνω παραγράφου της γραπτής δήλωσής του, όπως είπε απαντώντας, δεν ξέρει εάν έχει ορθογραφικό λάθος, αριθμητικό λάθος. Για να προσθέσει τα εξής: «Δεν ξέρω εάν υπάρχει αριθμητικό λάθος, αλλά στο κάτω κάτω υπάρχουν ενδεικτικά πάντα καμιά σαρανταριά RCA, εάν υπάρχει και ένα αριθμητικό λάθος δαμέ εν εχάθηκε ο κόσμος, δεν είναι η ουσία της συζήτησής μας.»
Για ό,τι μας ενδιαφέρει η ουσία έγκειται στο γεγονός ότι ενώ αποτελεί κοινό έδαφος ότι η επίμαχη σύμβαση είχε λυθεί το Μάη του 2015 και θέση του μάρτυρα ότι αυτός είναι και ο μήνας που οι ενάγοντες είχαν αποχωρήσει από το εργοτάξιο, με τη συγκεκριμένη παράγραφο, τους φέρει να εκτελούσαν εργασίες μέχρι και 14/7/2015 που τις είχαν ολοκληρώσει. Κάτι τέτοιο, δηλαδή οι ενάγοντες να εκτελούσαν τις επίμαχες εργασίες τους στο εργοτάξιο για περίπου δυο μήνες μετά που είχαν αποχωρήσει από αυτό, προφανώς, εξ αντικειμένου δε θα μπορούσε να γίνει.
Επειδή στη συνέχεια ο μάρτυρας υπέδειξε στον κύριο Αλεξάνδρου να επικεντρωθεί και εστιάσει στα υπόλοιπα 39 και να αφήσει το ένα RCA, αναπόφευκτα θα πρέπει να συνεχίσω.
Όταν του υποδείχθηκε ότι και για το δεύτερο RCA, στη γραπτή δήλωσή του, αναφέρει και πάλι ότι οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί μετά το Μάη του 2015 που οι ενάγοντες είχαν αποχωρήσει και συγκεκριμένα, στις 25/6/2015 και ρωτήθηκε εάν είναι και αυτό ορθογραφικό λάθος, όπως είπε «Όχι, απλώς ο Νίκανδρος μπορεί να το ξεκίνησε μπορεί να μην το τέλειωσε όμως.» «Δηλαδή μπορεί να το ολοκλήρωσε κάποιος άλλος λέτε;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. «Μπορεί.» ήταν η απάντησή του.
Εκτός του, ότι το τελευταίο που είπε αποτελεί νέα εκδοχή, το μέγεθος της αναξιοπιστίας του για το ίδιο θέμα καταφαίνεται και απ’ όσα ισχυρίστηκε στη συνέχεια.
«Το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα;» το ρώτησε ο κ. Αλεξάνδρου. Και η απάντησή του. «Όχι, αλλά αν θέλετε να τα πιάσουμε ένα ένα να το συζητήσουμε. Δεν ισχύει για τα υπόλοιπα.» Όταν του υποδείχθηκε ότι και για το πρώτο RCA που αναφέρει στη γραπτή δήλωσή του, ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους, στις 25/6/2015, προφανώς, αντιλαμβανόμενος το πόσο εκτίθετο από τις αντιφάσεις στις οποίες υπέπιπτε, προσπαθώντας - ανεπιτυχώς - να αναδιπλωθεί απάντησε ως εξής: «Μπορεί ως τον 5ο που ήταν ο Νίκανδρος, πάλι δεν είχε τελειώσει. Άρα, η σημασία ποια είναι; Ποιος καθυστέρησε τη δουλειά δαμέ; Εγώ την Καθυστέρησα;» Ερωτηθείς στη συνέχεια, εάν έβαλε την 25/6 επειδή πήγε κάποιος άλλος και ολοκλήρωσε το έργο, απάντησε ως εξής, που πλήττει ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία του ως μάρτυρα, μιας και για ένα τόσο σημαντικό θέμα για την υπόθεση των εναγόμενων, ως εκ των διευθυντών τους, αλλά και ως διευθυντής του επίδικου έργου, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με θετικό τρόπο. «Μπορεί να ολοκληρώθηκαν οι εργασίες, μπορεί να τις άφησε ατελείωτες και μπορεί να πήγε κάποιος άλλος να το τέλειωσε, ναι. Αφού ως τον 5ο ήταν ο Νίκανδρος.» ήταν η απάντησή του. Όταν ευθύς αμέσως κλήθηκε να πει ποιος πήγε και ολοκλήρωσε τα τρία πρώτα RCA, συνεχίζοντας να κάνει υποθέσεις, απάντησε ως εξής: «Όταν έφυγε ο Νίκανδρος, εάν άφησε δουλείες ατέλειωτες, πήγε κάποιος άλλος και τις τέλειωσε.» Ωστόσο, όταν στη συνέχεια κλήθηκε να απαντήσει με θετικό τρόπο, αίφνης «θυμήθηκε» ότι ο Νίκανδρος, δηλαδή οι ενάγοντες άφησαν ατέλειωτα τα υπό αναφορά RCA. Και ενώ στη συνέχεια για το ίδιο θέμα ισχυρίστηκε και πάλι γενικά και αόριστα ότι πρέπει να πήγε κάποιος και να τα τέλειωσε όταν του ζητήθηκε να πει ποιος πήγε, ισχυρίστηκε ότι πήγαν διάφοροι, χωρίς ωστόσο να κατονομάσει, έστω και ένα.
Και ενώ - για να επαναλάβω - αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι η επίμαχη σύμβαση λύθηκε το Μάη του 2015, όταν του υποδείχθηκε ότι στη γραπτή δήλωσή του αναφορικά με το τελευταίο RCA που αναφέρει ισχυρίζεται ότι οι ενάγοντες άρχισαν τις εργασίες, στις 17/7/2015 και τις ολοκλήρωσαν, στις 4/8/2015 ισχυρίστηκε και πάλι ότι μπορεί να είναι ορθογραφικό λάθος, ενώ, για το RCA με αριθμό 3112 για το οποίο ισχυρίστηκε ότι οι ενάγοντες άρχισαν τις εργασίες, στις 9/10/2015 και τις ολοκλήρωσαν, στις 30/10/2015 ισχυρίστηκε και πάλι το ίδιο, με ειδική αναφορά στη χρονολογία, η οποία, όπως είπε μπορεί να είναι το 2014 και εκ παραδρομής γράφτηκε 2015.
Για το ίδιο θέμα, να πω απλώς, ότι ο μάρτυρας στη γραπτή δήλωσή του και συγκεκριμένα, στην παράγραφο 25 αποδίδει στους ενάγοντες ότι σε 6 διαφορετικές περιπτώσεις/περιοχές (RCA) είτε είχαν αρχίσει είτε είχαν ολοκληρώσει τις εργασίες τους είτε και τα δυο, μετά που είχαν αποχωρήσει από το εργοτάξιο.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να πω κάτι άλλο προκειμένου να εξηγήσω γιατί δεν μπορώ να δεχθώ τη μαρτυρία του σε σχέση με το θέμα των καθυστερήσεων που υπήρξαν κατά την εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων και κυρίως, για το θέμα της ευθύνης γι’ αυτές.
Αντεξεταζόμενος πάντοτε ο μάρτυρας, κληθείς να πει εάν συμφωνεί ότι προτού αποχωρήσουν οι ενάγοντες από το εργοτάξιο τούς είχαν ζητήσει να υποδείξουν οποιεσδήποτε κακοτεχνίες ή αστοχίες για να τις φτιάξουν, απάντησε αρνητικά. Όταν στη συνέχεια τού υποβλήθηκε ότι δε λέει την αλήθεια και ότι από τις αρχές Ιουνίου, 2015 συγκεκριμένη εταιρεία ήταν έτοιμη να επιδιορθώσει οποιαδήποτε αστοχία ή κακοτεχνία διαπιστωθεί και ρωτήθηκε εάν έλαβαν γνώση γι’ αυτό το γεγονός, όπως είπε απαντώντας, «Γι’ αυτό το γεγονός, ναι, λάβαμε γνώση ναι, πλην όμως δεν ήρθε.» Όταν στη συνέχεια ρωτήθηκε εάν υπέδειξαν μέσω του δικηγόρου τους ότι διαπιστώθηκε οποιαδήποτε κακοτεχνία «μέχρι και σήμερα που συζητούμε στο Δικαστήριο μετά τις επιστολές του δικηγόρου;» απάντησε ως εξής, που προφανώς ερμηνεύεται ως αρνητική απάντηση στο ερώτημα: «Εάν ο υπεργολάβος έρχετουν να τα επιδιορθώσει ναι εμείς σημειώσαμε τα στοιχεία νομίζω γράφω τα και δαμέ. Γράφω τα στοιχεία ότι σε μια παράγραφο ότι 70% των γραμμών που έκανε ο Νίκανδρος έχουν αστοχία, τι να μου υποβάλλετε; Ότι δεν έχουν; Αφού είναι γραμμένα τζιαμέ.»
Επειδή ο κ. Αλεξάνδρου, προφανώς δεν ικανοποιήθηκε από την απάντησή τού, επιμένοντας, του επέβαλε την ακόλουθη ερώτηση: «Η ερώτησή μου είναι απλή. Όταν συζητήθηκε και επίσημα από το δικηγόρο υποδείξατε με οποιαδήποτε επιστολή σας προς το δικηγόρο για οποιαδήποτε κακοτεχνία;» Και η απάντησή του: «Δεν ξέρω εάν είχαμε υποχρέωση να απαντήσουμε στο δικηγόρο εκείνη τη δεδομένη στιγμή. Μπορεί να μην ήταν έτοιμα όλα τα τεστ για να ελεγχθούν οι γραμμές του Νίκανδρου που έτσι και αλλιώς είναι στο τέλος που γίνεται τούτο το πράγμα και όχι στη μέση του έργου. Είναι στο τέλος που γίνονται τούτα τα πράγματα, οι επιδιορθώσεις, εξ ου και έγιναν.»
Με μόνο λόγο ότι ο μάρτυρας, 10 χρόνια μετά τη λύση της επίμαχης σύμβασης, ακόμη και γι’ αυτό το θέμα δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με θετικό τρόπο στις διάφορες ερωτήσεις που του είχαν υποβληθεί, καταφαίνεται το αναξιόπιστο της μαρτυρίας του και επί αυτής της πτυχής της υπόθεσης και κατ’ επέκταση, της εκδοχής των εναγόμενων.
Να πω απλώς, ότι οι ενάγοντες, με την επιστολή του διευθυντή τους (Μ.Ε.1), ημερομηνίας 26/5/2015 (τεκμ. 11), στη δεύτερη παράγραφο αναφέρουν τα εξής: «Εδώ και 15 μέρες ζητώ να γίνει υπόδειξη ζημιών ή βλαβών δικής μου ευθύνης. Παρακαλώ όπως αυτό γίνει άμεσα για προγραμματισμό των εργασιών και άμεση επιδιόρθωση τους πριν την αποχώρηση των συνεργείων μου από το εργοτάξιο.»
Η εντύπωσή μου για την ποιότητα της μαρτυρίας και την αξιοπιστία της Έλενας Φράγκου (Μ.Υ.2) ως μάρτυρα είναι η αρνητική.
Η μάρτυρας είμαι βέβαιος ότι επιστρατεύτηκε στο Δικαστήριο από τους εναγόμενους, όχι για να καταθέσει την αλήθεια, αλλά για να τους βοηθήσει να προβάλουν επιτυχώς την ανυπόστατη - κατά μια εκδοχή - θέση τους ότι οι ενάγοντες στον ουσιώδη χρόνο είναι με την Κοινοπραξία που είχαν συμβληθεί και όχι μαζί τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις και προέβαλε ισχυρισμούς σε πλήρη αντίθεση με αυτούς που προέβαλε ο προηγούμενος μάρτυρας.
Επομένως, η μαρτυρία της, με εξαίρεση εκείνο το μέρος που αποδεικνύεται από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία ή που δεν έχει αμφισβητηθεί από τους ενάγοντες απορρίπτεται ως αναξιόπιστη, σαφώς κατασκευασμένη και ψευδής.
Η μάρτυρας, στο στάδιο της κυρίως εξέτασης ανάφερε τα εξής:
Εργάζεται στη Lois Builders από το 2018, ως ανώτερη νομική σύμβουλος. Στην ερώτηση για ποιο λόγο της ζητήθηκε να μαρτυρήσει, όπως είπε της ζητήθηκε από τους διευθυντές της εταιρείας της να προβεί σε εξεύρεση των συμβολαίων που αφορούν το επίδικο έργο, τόσο, όσον αφορά τον κυρίως εργοδότη όσο και τους υπεργολάβους. Προέβηκε μαζί με 4 εργάτες σε έρευνα στην αποθήκη όπου φυλάσσονταν τα συμβόλαια της εταιρείας ανά κατηγορία εταιρειών και δυστυχώς, στην πτέρυγα όπου ήταν φυλαγμένα τα συμβόλαια της Κοινοπραξίας για τις χρονιές 2012 - 2016, οι κούτες είχαν καταστραφεί από πλημμύρα. Το τι κατάφερε να εντοπίσει από το ηλεκτρονικό αρχείο το οποίο χειρίζεται αποκλειστικά από το 2018 είναι αντίγραφο του συμβολαίου μεταξύ του εργολάβου, που είναι η Κοινοπραξία και του κυρίως εργοδότη, που είναι το Αποχετευτικό Λεμεσού - Αμαθούντας (τεκμ. 27) και τα συμβόλαια μαζί με τους υπεργολάβους. Συγκεκριμένα, για τον κ. Νικολάου βρήκε δυο αρχεία. Το ένα έγγραφε απ’ έξω, 17/3/2014 και σε παρένθεση «1ο» και είχε ακόμη ένα το οποίο απ’ έξω έγγραφε ημερομηνία 27/5/2014 και στην παρένθεση «αναθεωρημένο» (τεκ. 28). Το δεύτερο, είχε από πάνω cover με τη λέξη «Fax message» με ημερομηνία 27/5/2014, από πίσω είχε συνημμένο συμφωνητικό υπεργολαβίας/προμήθειας μεταξύ εναγόντων, σαν όνομα υπεργολάβου και της Κοινοπραξίας, του εργολάβου. Αφού της υποδείχθηκε η επίμαχη σύμβαση (τεκμ. 4) και της ζητήθηκε να πει εάν αναγνωρίζει το συγκεκριμένο έγγραφο απάντησε καταφατικά. Όπως είπε, πρόκειται για το συμβόλαιο που είχε βρει το οποίο έγγραφε απ’ έξω 17/3/2014 και σε παρένθεση «1ο».
Αντεξεταζόμενη ανάφερε τα εξής, μεταξύ άλλων:
Η πρώτη ερώτηση που της είχε υποβληθεί ήταν πότε έλαβαν χώρα οι πλημμύρες. Όπως είπε απαντώντας, όταν πήγε στις αποθήκες πρόσφατα είδε ότι οι κούτες ήταν καταστραμμένες. Δεν είπε ότι οι πλημμύρες έγιναν εκείνο το χρονικό διάστημα. Στη συγκεκριμένη πτέρυγα που ήταν τα συμβόλαια για κυρίως εργοδότη και εργολάβους για το επίδικο έργο και υπεργολάβους, έπεσε στην αντίληψή της ότι ήταν βρεγμένες οι κάσιες πριν δυο βδομάδες που πήγε να ψάξει. «Και αυτό που διαπίστωσες εσύ ήταν βρεγμένες οι κάσιες;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. «Καταστραμμένες.» απάντησε. «Ήταν βρεγμένες οι κάσιες και όχι γιατί έγινε πλημμύρα. Δε σημαίνει ότι επειδή είναι βρεγμένο κάτι έγινε πλημμύρα.» της υποβλήθηκε στη συνέχεια. Και η απάντησή της: «Όχι. Οι κάσιες ήταν βρεγμένες, καταστραμμένες, πιττομένες, δεν μπορώ να καθορίσω. Μπορεί να έγινε πιο παλιά.»
Όχι μόνο δεν απάντησε στην πρώτη ερώτηση που της είχε υποβληθεί που ήταν, πότε έλαβαν χώρα οι πλημμύρες, στις οποίες, προηγουμένως απέδωσε με απόλυτα θετικό τρόπο την καταστροφή των κιβωτίων στα οποία υποτίθεται ότι βρίσκονταν τα πρωτότυπα συμβόλαια στα οποία είχε αναφερθεί, αλλά, ούτε ότι έγιναν πλημμύρες και κυρίως, ότι εξαιτίας τους καταστράφηκαν τα επίμαχα συμβόλαια μπορεί να εξαχθεί από τις παραπάνω απαντήσεις της. Το μέγεθος των αντιφάσεων στις οποίες υπέπεσε είναι ολοφάνερο.
Απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις που της είχαν υποβληθεί στη συνέχεια ισχυρίστηκε τα εξής:
Στις αποθήκες πήγε πριν 1 με 2 βδομάδες και συγκεκριμένα, στις 7/1. Στην αποθήκη έχουν πρόσβαση αρκετά άτομα. Δεν είναι μόνο τα αρχεία των συμβολαίων. Η εντολή για να πάει στην αποθήκη τής δόθηκε από το Μιχάλη Λοή που είναι ο εργοδότης της. Ο Κώστας Δράκος (Μ.Υ.1) όταν ξεκίνησε η υπόθεση που βρίσκεται στο Δικαστήριο ήθελε να του στείλει ηλεκτρονικό αρχείο να το έχει υπόψη του. Ερωτηθείσα εάν ο τελευταίος τής είπε ότι έψαξε να βρει οποιοδήποτε έγγραφο που αφορά την παρούσα υπόθεση «Original ή αντίγραφο;» διερωτήθηκε. Ακολούθως, ανάφερε τα εξής: «Όταν ο κ. Δράκος είχε ηλεκτρονικό αρχείο μου είπε είναι μικρό. Μπορείς να ψάξεις το δικό σου και του είπα έκαμα zip όλο το αρχείο το οποίο ήταν μεγάλο gigabyte και έπρεπε να το σπάσω 4 wheel transfers για να μπορέσω να το στείλω. Αυτό έγινε όταν ξεκίνησε η συγκεκριμένη ακρόαση.»
«Προτού πάεις εσύ, 7/1 να αναζητήσεις επήγε κάποιος για αναζήτηση αυτών των εγγράφων που παρουσιάσετε σήμερα;» τη ρώτησε κάποια στιγμή ο κ. Αλεξάνδρου. Και η απάντησή της: «Από το 2018 που είμαι εγώ θεωρώ πως όχι.» «Άρα δεν πήγε κανένας;» ρωτήθηκε στη συνέχεια. «Μα δεν υπήρχε λόγος, τα είχαμε όλα ηλεκτρονικά. Μετά το 2020 είμαστε paperless.» απάντησε.
Θα έλεγα ότι, δικαίως ο κ. Αλεξάνδρου στη συνέχεια τής υπόβαλε ότι η ιστορία για πλημμύρες ή για βρεγμένα έγγραφα ή κάσιες είναι κατασκευάσματα και μόνο. Και προφανώς, η απάντησή της στην υποβολή αντανακλά και την αμηχανία που την είχε κυριεύσει, επειδή ενδεχομένως δεν ανάμενε ότι θα αμφισβητείτο τόσο αυστηρά για όσα είχε ισχυριστεί συναφώς με το θέμα. «Κύριε Αλεξάνδρου, αυτή είναι η άποψη σας και διαφωνώ και αν θέλετε κοπιάστε να πάμε στην αποθήκη.» Για να κάνετε τι; Ρωτώ με τη σειρά μου.
Εν πάση περιπτώσει ότι δικαίως και απολύτως βάσιμα της έγινε η παραπάνω υποβολή καταφαίνεται και από το εξής:
Ο προηγούμενος μάρτυρας, που τυγχάνει να είναι εκ των διευθυντών, τόσο των εναγόμενων όσο και της Κοινοπραξίας, αλλά και ο διευθυντής του επίδικου έργου, ο οποίος κατάθεσε πριν από την υπό κρίση μάρτυρα, οπότε και ως θέμα καθαρά κοινής λογικής δεν μπορεί να μην ήξερε που βρίσκονταν τα πρωτότυπα έγγραφα, είτε των εναγόμενων είτε της Κοινοπραξίας και ειδικά τα έγγραφα της επίμαχης σύμβασης, όταν επιχείρησε να παρουσιάσει τη συμφωνία (τεκμ. Α προς αναγνώριση) που είναι ακριβώς ίδια με τη συμφωνία (τεκμ. 28) που παρουσίασε η μάρτυρας, ερωτηθείς από τη δικηγόρο των εναγόμενων γιατί δεν παρουσιάζει το πρωτότυπο, απάντησε ως εξής: «Είναι φωτοαντίγραφο, κάπου θα υπάρχει στα γραφεία και το πρωτότυπο, όμως, σε όλες τις δικές μας συναντήσεις αυτό χρησιμοποιούμε. Μπορεί να ζητηθεί επαλήθευση του ή μπορεί να φέρουμε και το πρωτότυπό του, αν είναι ανάγκη.»
Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: Εν τέλει, το πρωτότυπο της επίμαχης - κατά τους εναγόμενους - σύμβασης βρίσκεται στα γραφεία τους ή έστω στα γραφεία της Κοινοπραξίας και μπορεί να παρουσιαστεί ή βρισκόταν στην αποθήκη ή αποθήκες και έχει καταστραφεί είτε από πλημμύρες είτε από οποιαδήποτε άλλη αιτία;
Δεν υπάρχει τέτοια πρωτότυπη συμφωνία είναι η δική μου απάντηση στο ερώτημα και για όλους τους λόγους που αναφέρονται και σε άλλο σημείο προηγουμένως.
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.
Προτού αποφανθώ επί των βασικών επίδικων θεμάτων της υπόθεσης θεωρώ αναγκαίο να προβώ σε μερικές παρατηρήσεις/σχόλια που αφορούν στα δικόγραφα των εναγόμενων (τα οποία να πω ότι δεν έγιναν από τους νυν δικηγόρους τους). Και τούτο, επειδή και αυτά, θα διαδραματίσουν ουσιαστικό ρόλο για σκοπούς εξαγωγής συμπερασμάτων αναφορικά με τα βασικά επίδικα θέματα της υπόθεσης.
Οι εναγόμενοι, με την υπεράσπισή τους εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες δε νομιμοποιούνται να εγείρουν την παρούσα αγωγή εναντίον τους, καθότι η συμφωνία εκτέλεσης υπεργολαβικών εργασιών (επίμαχη σύμβαση) συνάφθηκε μεταξύ εναγόντων και άλλης νομικής οντότητας. Όπως αναφέρουν στην παράγραφο 5, οι ίδιοι ουδέποτε είχαν συμβληθεί με τους ενάγοντες. Η επίμαχη σύμβαση υπογράφτηκε μεταξύ των εναγόντων και της Κοινοπραξίας. Ωστόσο, στην παράγραφο 8 ισχυρίζονται τα εξής: Σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί η οποιαδήποτε μεταξύ των διαδίκων συμφωνία αποδέχονται τους ισχυρισμούς των εναγόντων τής παραγράφου 6 της έκθεσης απαίτησης, πλην του ισχυρισμού τους (τον οποίο αναφέρουν). Το πλέον σημαντικό που ισχυρίζονται στην εν λόγω παράγραφο περιέχεται στην υποπαράγραφο (α). Το μέρος που ενδιαφέρει ακολουθεί αυτούσιο: «Σύμφωνα με την επίδικη συμφωνία η πληρωμή της ενάγουσας θα ελάμβανε χώρα επτά (7) ημέρες μετά την πληρωμή της εναγόμενης από τον εργοδότη της. Πέραν της επίδικης συμφωνίας υπεργολαβίας ημερομηνίας 17/03/2014, οι διάδικοι είχαν κατέλθει σε Συμπληρωματική/Τροποποιητική Συμφωνία την 05/11/2014 η οποία αφορούσε τον τρόπο πληρωμής των υπεργολάβων…» (οι υπογραμμίσεις και η έμφαση είναι δικά μου). Ότι η τροποποιητική συμφωνία είναι μεταξύ των διαδίκων που συνάφθηκε το επαναλαμβάνουν και στην παράγραφο 9 (β).
Ο ισχυρισμός των εναγόμενων ότι οι διάδικοι (και όχι οι ενάγοντες και η Κοινοπραξία) πέραν της επίδικης συμφωνίας [η μόνη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων είναι η συμφωνία (τεκμ. 4)] είχαν κατέλθει σε συμπληρωματική συμφωνία την 5/11/2014 [πρόκειται για το τεκμήριο 9.2 αυτή)] συνιστά παραδοχή ότι και η δυο αυτές συμφωνίες είναι μεταξύ των διαδίκων που είχαν γίνει και όχι μεταξύ εναγόντων και Κοινοπραξίας.
Ότι η επίδικη σύμβαση συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων και όχι μεταξύ εναγόντων και Κοινοπραξίας, έμμεσα συνάγεται και από το περιεχόμενο της παραγράφου 13 της υπεράσπισης. Ειδικότερα:
Οι ενάγοντες, στην παράγραφο 11 της έκθεσης απαίτησης ισχυρίζονται - μεταξύ άλλων - ότι κατά ή περί το Μάιο του 2015, επειδή οι εναγόμενοι αθέτησαν κατ’ επανάληψη τα συμφωνηθέντα και/ή παραβίασαν του όρους της επίμαχης σύμβασης, οι διάδικοι προχώρησαν από κοινού στη λύση της.
Οι εναγόμενοι με την παράγραφο 13 της υπεράσπισής τους αρνούνται την συγκεκριμένη παράγραφο και ισχυρίζονται τα εξής: Η επίμαχη σύμβαση είχε τερματιστεί ένεκα των αδυναμιών και/ή την ανικανότητα των εναγόντων να ανταπεξέλθουν και/ή ολοκληρώσουν τις εργασίες, ως αυτές προνοούνταν στην επίμαχη σύμβαση. Παρόλες τις προσπάθειες που οι εναγόμενοι και/ή αντιπρόσωποί τους κατέβαλαν για συνέχιση της μεταξύ τους συνεργασίας και/ή τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγόντων, παρά τις συνεχείς καθυστερήσεις που παρουσίαζαν οι εργασίες τους, η επίμαχη σύμβαση είχε τερματιστεί για λόγους και μόνο που αφορούν τους ενάγοντες. Άνευ βλάβης και/ή διαζευκτικά, αναφέρουν ότι οι ενάγοντες, ουσιαστικά με τη στάση τους και/ή τη συμπεριφορά τους εξανάγκασαν τους εναγόμενους να αποδεχθούν και/ή να συναινέσουν στον τερματισμό της επίμαχης σύμβασης.
Οι ενάγοντες, στην παράγραφο 12 της έκθεσης απαίτησης αναφέρονται στα διάφορα ποσά που συνθέτουν την αξίωσή τους για εκτελεσθείσες εργασίες. Οι εναγόμενοι έναντι όσων ισχυρίζονται οι ενάγοντες στην εν λόγω παράγραφο, στην παράγραφο 14 της υπεράσπισής τους ισχυρίζονται τα εξής:
Αγνοούν και συνεπώς αρνούνται τους ισχυρισμούς των εναγόντων που περιέχονται στην παράγραφο 12 και τους καλούν σε αυστηρή απόδειξη των εν λόγω ισχυρισμών. Είναι η θέση τους ότι το ποσό που οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι τους οφείλεται είναι αναληθές ή και λανθασμένο και/ή υπερβολικό και εν πάση περιπτώσει, μέχρι σήμερα δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ποιοτικοί έλεγχοι και οι απαραίτητες επιμετρήσεις ούτως ώστε να διαπιστωθούν τυχόν κακοτεχνίες και/ή ζημιές και/ή βλάβες τις οποίες οι εναγόμενοι ανταπαιτούν κατωτέρω. Άνευ βλάβης και/ή διαζευκτικά, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι οι λόγοι μη αποδοχής σε αρκετές περιπτώσεις ή και της αμφισβήτησης των αναφερόμενων ποσών οφείλεται στην πλημμελή εκτέλεση εργασιών.
Οι ενάγοντες, στην παράγραφο 14 της έκθεσης απαίτησης ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι, μέσω των επιστολών που αντάλλαξαν με το δικηγόρο τους προέβαλαν διάφορες αβάσιμες και αστήρικτες δικαιολογίες και μεταξύ άλλων, για δήθεν αστοχίες στις ήδη εκτελεσθείσες εργασίες, παρά το γεγονός ότι οι ενάγοντες, στις 26/5/2015 με γραπτή επιστολή προς τους εναγόμενους τούς ζήτησαν εάν υπήρχε οποιαδήποτε αστοχία και/ή κακοτεχνία να τους υποδειχθεί από τους εναγόμενους προτού αποχωρήσουν τα συνεργεία τους από το εργοτάξιο, πράγμα που δεν έπραξαν και περαιτέρω τούς υποδείχθηκε τόσο κατά την εκτέλεση των εργασιών όσο και με επιστολή του δικηγόρου τους προς τους ίδιους, ημερ. 7/9/2015 ότι οποιαδήποτε αστοχία και/ή κακοτεχνία θα μπορούσε να αποκατασταθεί από την εταιρεία ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ (CAT) ΛΤΔ.
Οι εναγόμενοι, με την παράγραφο 16 της υπεράσπισής τους απορρίπτουν κατηγορηματικά τους παραπάνω ισχυρισμούς των εναγόντων και τους καλούν σε αυστηρή απόδειξή τους. Είναι η θέση τους, προστίθεται, ότι κατά τις 26/5/2015, οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση και/ή ήταν πρακτικά αδύνατο να προβούν σε όλες τις υποδείξεις των κακοτεχνιών και/ή αστοχιών που έγιναν εκ μέρους των εναγόντων, καθότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι απαραίτητοι έλεγχοι, ούτως ώστε να εξακριβωθεί ο βαθμός των κακοτεχνιών και/ή αστοχιών. Παρόλα αυτά, με επιστολές ημερομηνίας 15/5/2015 οι εναγόμενοι είχαν ενημερώσει τους ενάγοντες για μερικές από τις αστοχίες και/ή κακοτεχνίες, τις οποίες οι ενάγοντες δεν επιδιόρθωσαν και/ή δεν προέβησαν σε οποιεσδήποτε ενέργειες και/ή τις αγνόησαν.
Από τους παραπάνω ισχυρισμούς των εναγόμενων συγκρατώ κυρίως τους υπογραμμισμένους και συγκεκριμένα, τη θέση τους ότι μέχρι σήμερα, στη μια περίπτωση και κατά τις 26/5/2015, στην άλλη, δεν είχαν ολοκληρωθεί οι ποιοτικοί έλεγχοι και οι απαραίτητες επιμετρήσεις ούτως ώστε να διαπιστωθούν τυχόν κακοτεχνίες και/ή ζημιές και/ή βλάβες καθώς και τον ισχυρισμό τους, ότι οι εναγόμενοι (όχι η Κοινοπραξία) είναι που είχαν ενημερώσει τους ενάγοντες, με τις επιστολές, ημερ. 15/5/2015.
Τέλος, από την ίδια παράγραφο, ιδιαίτερη σημασία αποδίδω στον ισχυρισμό τους της υποπαραγράφου (α) ότι σχετικά με την επιστολή του δικηγόρου των εναγόντων, ημερομηνίας 7/9/2015 απορρίπτουν και/ή δεν αποδέχονται το περιεχόμενό της, καθότι οι εναγόμενοι είχαν συμβληθεί με τους ενάγοντες και όχι με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία.
Το πρώτο επίδικο θέμα της υπόθεσης αφορά στα συμβαλλόμενα μέρη στην επίμαχη σύμβαση. Για όλους τους λόγους που έχουν αναφερθεί κρίνω ότι πρόκειται για το τεκμ. 4 αυτή. Συνοψίζοντας, μερικούς από αυτούς είναι οι εξής:
Καταρχάς, σε μερικές περιπτώσεις, αυτό αποτελεί και δικογραφημένη θέση των εναγόμενων. Ακολούθως, επειδή σε αντίθεση με την επίμαχη σύμβαση την οποία επικαλούνται και παρουσίασαν οι ενάγοντες, που αποτελεί πρωτότυπο έγγραφο, τα δυο έγγραφα που παρουσίασαν οι εναγόμενοι (τεκμ. Α προς αναγνώριση και τεκμ. 28) είναι φωτοαντίγραφα, πρόκειται ακριβώς για το ίδιο έγγραφο και στο βαθμό που οι δυο μάρτυρές τους επιχείρησαν να εξηγήσουν το λόγο για τον οποίο δεν έχει προσκομιστεί το πρωτότυπο καθώς και την ανάγκη ή το σκοπό που είχε συναφθεί η κατά τους ίδιους «αρχική σύμβαση», κρίθηκαν αναξιόπιστοι.
Είναι γεγονός, ότι σε αριθμό εγγράφων/επιστολών που έχουν κατατεθεί, οι ενάγοντες, μέσω του διευθυντή τους, για διάφορα θέματα που αφορούν την επίμαχη σύμβαση, απευθύνονται στην Κοινοπραξία και όχι στους εναγόμενους, καθώς και το αντίθετο. Δηλαδή, αριθμός εγγράφων/επιστολών που έχουν κατατεθεί για διάφορα θέματα που αφορούν την επίμαχη σύμβαση και τις εργασίες των εναγόντων τα οποία απευθύνονται στους ενάγοντες, προέρχονται από την Κοινοπραξία. Ωστόσο, το συγκεκριμένο γεγονός δεν είναι ικανό να αναιρέσει το συμπέρασμά μου ότι οι ενάγοντες, στον ουσιώδη χρόνο είχαν συμβληθεί με τους εναγόμενους και όχι με την Κοινοπραξία. Θεμελιακό υπόβαθρο αξιολογικής κρίσης αποτελεί αυτή καθ’ αυτή η επίμαχη σύμβαση και η μόνη τέτοια έγκυρη σύμβαση που έχει τεθεί ενώπιόν μου είναι το τεκμ. 4 και όχι, είτε οι δυο συμφωνίες που έχουν τεθεί ενώπιόν μου από τους εναγόμενους (τεκμ. Α προς αναγνώριση και τεκμ. 28) είτε ακόμη, οι διάφορες επιστολές των εναγόντων προς την Κοινοπραξία, καθώς και αντίστροφα, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη η σχέση της Κοινοπραξίας με τους εναγόμενους και το επίδικο έργο. Η θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου των εναγόμενων ότι θα ήταν παράδοξο, το επίδικο συμφωνητικό υπεργολαβίας να είχε υπογραφεί από διαφορετικό εργολάβο από αυτό που υπόγραψε το κυρίως συμβόλαιο δε με βρίσκει σύμφωνο, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη, ότι η σύναψη της επίμαχης σύμβασης έχει αποδειχθεί και από το περιεχόμενό της προκύπτει ότι συνάφθηκε μεταξύ των διαδίκων. Απ’ εκεί και πέρα, ο λόγος που συνέβη αυτό, ενώ είναι γεγονός, ότι το κυρίως συμβόλαιο συνάφθηκε εκ μέρους της Κοινοπραξίας, αφορά μόνο τους εναγόμενους και την Κοινοπραξία - δεδομένης και της μεταξύ τους σχέσης - και όχι τους ενάγοντες.
Στο ερώτημα, εάν κατά την εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων υπήρξαν καθυστερήσεις, απαντώ καταφατικά. Εξάλλου αυτό αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών. Όμως, στο κρίσιμο ερώτημα, ποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη ευθύνεται για τις καθυστερήσεις, ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας συναφώς με το θέμα, δεν μπορεί να δοθεί απάντηση.
Στο ερώτημα, εάν οι ενάγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο είχαν εκτελέσει και έξτρα εργασίες, απαντώ και πάλιν καταφατικά. Ωστόσο, και πάλιν, ελλείψει αξιόπιστης μαρτυρίας δεν μπορώ να δεχθώ τη θέση τους ότι πρόκειται για τις αναφερόμενες στο τεκμ. 5, οι εν λόγω εργασίες και κυρίως, την αξία τους. Το συγκεκριμένο έγγραφο, που είναι χειρόγραφο συντάχθηκε από το Μ.Ε.1 και το πρώτο που παρατηρώ είναι το εξής: Μολονότι έχει τίτλο «EXTRA ΕΡΓΑΣΙΕΣ», στις δυο πρώτες σελίδες - που είναι υπογραμμένες τόσο από το Μ.Ε.1 όσο και από το Μ.Ε.2 - αναφέρεται οτιδήποτε άλλο, εκτός από έξτρα εργασίες. Μάλιστα, στην πρώτη σελίδα υπάρχει αναφορά σε πιστοποίηση 13 για το ποσό των €9.996, η οποία είναι φανερό ότι παραπέμπει στο πιστοποιητικό πληρωμής εργολάβου (τεκμ. 7). Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: δεδομένου ότι το τεκμ. 7 στο οποίο αναφέρεται ως ποσό προς πληρωμή το ποσό των €9.996,96 εκδόθηκε στις 19/6/2015, πώς μπορεί αυτό να περιλαμβάνεται στο τεκμ. 5 το οποίο συντάχθηκε από το Μ.Ε.1, στις 8/5/2015, δηλαδή ένα και πλέον μήνα προηγουμένως; Αυτό και μόνο κλονίζει ανεπανόρθωτα και συνολικά την αξιοπιστία του συγκεκριμένου εγγράφου (τεκμ. 5) που αποτελεί και το θεμελιακό υπόβαθρο επί του επί οποίου εδράζεται η θέση των εναγόντων για τις έξτρα εργασίες που είχαν εκτελέσει στον ουσιώδη χρόνο. Απ’ εκεί και πέρα, στην τρίτη σελίδα του τεκμ. 5, που είναι ανυπόγραφη υπάρχει και πάλιν αναφορά στην πιστοποίηση 13 για το ίδιο ποσό και καμία αναφορά σε έξτρα εργασίες. Αναφορά σ’ αυτές γίνεται μόνο στην τελευταία σελίδα, που επίσης είναι ανυπόγραφη, ωστόσο, τα όσα καταγράφονται στη συγκεκριμένη σελίδα είναι διατυπωμένα με τέτοιο τρόπο που καθίσταται αδύνατη η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων σε τι ακριβώς συνίστανται οι έξτρα εργασίες, για τις οποίες, ίχνος αποδεκτής μαρτυρίας υπάρχει, αναφορικά με το πώς κοστολογήθηκαν ή χρεώθηκαν αυτές από τους ενάγοντες, είτε ακόμη, ότι έτυχαν της έγκρισης και αποδοχής των εναγόμενων με βάση την προβλεπόμενη στην επίμαχη σύμβαση, διαδικασία.
Επειδή σύμφωνα με τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και 2, έξτρα εργασίες αφορά και το τιμολόγιο (τεκμ. 12 - το φωτοαντίγραφο - και τεκμ. 15 -το πρωτότυπο -) ενώ δέχομαι ότι αυτό εκδόθηκε από τους ενάγοντες, ότι αφορά σε έξτρα εργασίες, οι οποίες έχουν εκτελεστεί, ότι δεν έχει πληρωθεί το τιμολόγιο και ότι αυτό φέρει την υπογραφή του Σώτου Νικολάου (τίποτε απ’ όλα αυτά έχει αμφισβητηθεί από τους εναγόμενους κατά τη δίκη) εκείνο που δεν μπορώ να δεχθώ είναι ότι οι ενάγοντες δικαιούνται σε καταβολή του ποσού των €4.339,50 που αφορά το τιμολόγιο. Οι λόγοι θα διαφανούν στη συνέχεια κατά την εξέταση της βασικής αξίωσης των εναγόντων για εκτελεσθείσες εργασίες.
Στο ερώτημα, εάν υπήρξαν κακοτεχνίες ή αστοχίες ή ατέλειες κατά την εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων, όπως είναι η θέση των εναγόμενων, απαντώ ως εξής:
Καταρχάς, επαναλαμβάνω τους ακόλουθους δικογραφημένους ισχυρισμούς των εναγόμενων, οι οποίοι θεωρώ ότι δεν τους νομιμοποιούν να παρουσιάσουν μαρτυρία που να οδηγεί σε καταφατική απάντηση στο ερώτημα:
Μέχρι σήμερα δεν έχουν ολοκληρωθεί οι ποιοτικοί έλεγχοι και οι απαραίτητες επιμετρήσεις ούτως ώστε να διαπιστωθούν τυχόν κακοτεχνίες και/ή ζημιές και/ή βλάβες, τις οποίες οι ενάγοντες ανταπαιτούν κατωτέρω (παράγραφος 14 της υπεράσπισης).
Είναι η θέση τους, ότι κατά τις 26/5/2015, οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση και/ή ήταν πρακτικά αδύνατο να προβούν σε όλες τις υποδείξεις των κακοτεχνιών και/ή αστοχιών που έγιναν εκ μέρους των εναγόντων, καθότι δεν είχαν ολοκληρωθεί οι απαραίτητοι έλεγχοι, ούτως ώστε να εξακριβωθεί ο βαθμός των κακοτεχνιών και/ή αστοχιών. Παρόλα αυτά, με επιστολές, ημερομηνίας 15/5/2015 οι εναγόμενοι είχαν ενημερώσει τους ενάγοντες για μερικές από τις αστοχίες και/ή κακοτεχνίες, τις οποίες οι ενάγοντες δεν επιδιόρθωσαν και/ή δεν προέβησαν σε οποιεσδήποτε ενέργειες και/ή τις αγνόησαν (παράγραφος 16 της υπεράσπισης).
Προστίθεται και το γεγονός, ότι ουδεμία επιστολή των εναγόμενων, ημερομηνίας 15/5/2015 έχει τεθεί ενώπιόν μου, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω και το γεγονός ότι για λόγους που αναφέρονται στο πλαίσιο αξιολόγησης της αξιοπιστίας του διευθυντή των εναγόμενων (Μ.Υ.1), ως μάρτυρα, αυτός έχει κριθεί αναξιόπιστος σε σχέση και με αυτή την πτυχή της υπόθεσης.
Όμως υπάρχει ακόμη ένας λόγος που δεν μου επιτρέπει να προβώ σε οποιοδήποτε συμπέρασμα συναφώς με το θέμα και πολύ περισσότερο, ο οποίος απονομιμοποιεί τους εναγόμενους να αφαιρούν οποιοδήποτε ποσό από την αμοιβή των εναγόντων για εκτελεσθείσες εργασίες, επειδή δήθεν υπήρξαν κακοτεχνίες εκ μέρους τους κατά την εκτέλεση των εργασιών τους.
Καθώς ήδη έχει αναφερθεί πρόκειται για το τεκμ. 4 η επίμαχη σύμβαση. Οι ακόλουθοι είναι μερικοί από τους όρους (ή άρθρα) της:
Το άρθρο 3 στην πρώτη σελίδα κάτω από τον τίτλο «ΕΙΔΟΣ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΙΑΣ» μεταξύ άλλων αναφέρει ότι, γενικά, όλες οι εργασίες θα γίνουν σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, σχέδια, προδιαγραφές και addenda που επισυνάπτονται στο κυρίως συμβόλαιο μέχρι την πλήρη συμπλήρωσή τους και ικανοποίηση, τόσο του εργολάβου όσο και των επιβλεπόντων. Ακολούθως, το άρθρο 1.2 στο μέρος κάτω από τον τίτλο «ΓΕΝΙΚΑ» προνοεί ότι η όλη εργασία του υπεργολάβου/προμηθευτή θα είναι άριστης ποιότητας και θα γίνει σύμφωνα με τα σχέδια και τους τεχνικούς όρους τα οποία επισυνάπτονται στα παραρτήματα 4 και 3, αντίστοιχα, που αφορούν το έργο και θα τυγχάνει της έγκρισης, τόσο του εργολάβου όσο και του αρχιτέκτονα. Τέλος, το άρθρο 5.3, κάτω από τον τίτλο «ΠΛΗΡΩΜΕΣ/ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ» προνοεί τα ακόλουθα: ο υπεργολάβος/προμηθευτής έχει υποχρέωση να διορθώσει κάθε εργασία που εκτελεί η οποία θα βρεθεί εκτός των απαιτούμενων προδιαγραφών βάσει του άρθρου 1.2 του παρόντος συμβολαίου, κατά τους ποιοτικούς ελέγχους που θα γίνονται σταδιακά, αλλά και κατά την προσωρινή ή/και την οριστική παραλαβή του έργου. Τυχόν κακότεχνη εργασία ή/και ζημιά, της οποίας την αποκατάσταση επιβαρύνεται ο εργολάβος θα αφαιρείται από την συμφωνηθείσα αμοιβή του υπεργολάβου.
Ίχνος μαρτυρίας υπάρχει που να αποδεικνύει ότι οι ενάγοντες εκτέλεσαν τις εργασίες τους κατά παράβαση του πρώτου από τους παραπάνω όρους, δηλαδή, ότι δεν τις έκαναν σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, σχέδια, προδιαγραφές και addenda που «επισυνάπτονται» στο κυρίως συμβόλαιο, καθώς, τα αναφερόμενα στην επίμαχη σύμβαση, ως συνημμένα παραρτήματα 3, 4 και 5, τα οποία διαλαμβάνουν για τις τεχνικές προδιαγραφές, το πρώτο, για τα σχέδια, το δεύτερο και το Addenda, το τρίτο, ούτε στην επίμαχη σύμβαση (τεκμ. 4) μα ούτε και στα δυο έγγραφα που παρουσίασαν οι εναγόμενοι σαν την επίμαχη σύμβαση (τεκμ. Α προς αναγνώριση και τεκμ. 28) επισυνάπτονται. Στην απουσία αυτών των εγγράφων, η μαρτυρία των εναγόμενων συναφώς με το θέμα, στο σύνολό της είναι αυθαίρετη και ατεκμηρίωτη. Είναι σαφές, ότι για να μπορούσαν να ισχυρίζονται βάσιμα ότι οι ενάγοντες είχαν εκτελέσει οποιαδήποτε εργασία κακότεχνα, προηγουμένως, όφειλαν να είχαν αποδείξει και πώς θα έπρεπε να την είχαν εκτελέσει, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα, ως ανωτέρω.
Ό, τι απομένει είναι να δοθεί απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο οι ενάγοντες απέδειξαν ότι δικαιούνται στην καταβολή του ποσού που συνθέτει την πρώτη βασική αξίωσή τους για εκτελεσθείσες εργασίες καθώς και στην καταβολή του ποσού των €4.339,50 σύμφωνα με το τιμολόγιο (τεκμ. 12 και 15) που αφορά έξτρα εργασίες.
Καθώς ήδη έχει αναφερθεί οι ενάγοντες για σκοπούς στοιχειοθέτησης της αξίωσής τους για εκτελεσθείσες εργασίες παρουσίασαν - μέσω του διευθυντή τους - τα δυο πιστοποιητικά πληρωμής υπεργολάβου (τεκμ. 6 και 7) και το τιμολόγιο (τεκμ. 8). Το πρώτο πιστοποιητικό πληρωμής, ημερομηνίας 8/5/2015 αφορά στην περίοδο από 1/4/2015 μέχρι 31/4/2015 και αναγράφει ως ποσό προς πληρωμή για εκτελεσθείσες εργασίες, το ποσό των €23.512,56. Το δεύτερο, ημερομηνίας 19/6/2015 αφορά στην περίοδο από 1/5/2015 μέχρι 31/5/2015 και αναγράφει ως ποσό προς πληρωμή για εκτελεσθείσες εργασίες, το ποσό των €9.996,96. Στο εν λόγω πιστοποιητικό περιλαμβάνεται και το ποσό των €27.256,86 που αποτελεί το ποσό της κράτησης επί της αξίας των εργασιών. Το πρώτο πιστοποιητικό εκδόθηκε από το Σώτο Νικολάου, ο οποίος το υπόγραψε υπό την ιδιότητά του ως βοηθού διευθυντή και το δεύτερο, από τον ίδιο και υπό την ίδια ιδιότητα, καθώς και από τη Σαλώμη Χατζίκκου η οποία το υπόγραψε υπό την ιδιότητά της, ως Site Engineer. Τέλος, το τιμολόγιο είναι ημερομηνίας 8/5/2015 και για το ποσό των €1.160, εκδόθηκε από το Μ.Ε.1 και φέρει την υπογραφή του Σώτου Νικολάου στη θέση του αγοραστή. Το συνολικό ποσό που προκύπτει από την πρόσθεση των 4 αυτών ποσών είναι €61.926,38 το οποίο συνθέτει την αξίωση των εναγόντων για εκτελεσθείσες εργασίες.
Το άρθρο 4.1 της επίμαχης σύμβασης, κάτω από τον τίτλο «ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ» για ό,τι μας ενδιαφέρει προνοεί ότι, όταν ο υπεργολάβος ολοκληρώσει την εργασία του, ο διευθυντής εργοταξίου θα προβεί σε προσωρινή παραλαβή των εργασιών του υπεργολάβου μετά που θα εκτελέσει τους απαιτούμενους ποιοτικούς ελέγχους και τις απαραίτητες επιμετρήσεις της εργασίας του υπεργολάβου ώστε να γίνει η σχετική πιστοποίηση. Με την προσωρινή παραλαβή αυτή πιστοποιείται η εκτέλεση της εργασίας και δίδεται η εντολή στο λογιστήριο της εταιρείας για να πληρωθεί ο υπεργολάβος. Οποιοδήποτε σημείο των ειδικών όρων του άρθρου 6 επηρεάζει ή/και έρχεται σε αντίθεση με το παρόν άρθρο, τότε υπερισχύουν οι ειδικοί όροι του άρθρου 6.
Ο ειδικός όρος ii του άρθρου 6 που είναι και ο μόνος που μας ενδιαφέρει προνοεί για την πληρωμή υπεργολάβου, 7 μέρες μετά την πληρωμή του εργολάβου από τον εργοδότη.
Τέλος, το άρθρο 5 με τίτλο «ΠΛΗΡΩΜΕΣ / ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ» και με υπότιτλο «Μέθοδος πληρωμής» και πάλιν για ό,τι μας ενδιαφέρει προνοεί τα εξής:
«5.1 Οι πληρωμές θα γίνονται ανάλογα με την ανάλυση της εκτελεσθείσας εργασίας που θα παραδίδει ο Υπεργολάβος/Προμηθευτής στον Εργολάβο. Καμιά πληρωμή δεν θα γίνεται χωρίς την πιο πάνω πιστοποίηση (ΙΔΕ ΕΙΔΙΚΟΥΣ ΟΡΟΥΣ)
….
5.2 Οι κρατήσεις που θα γίνονται στον Υπεργολάβο/Προμηθευτή είναι οι παρακάτω (εκτός εάν προδιαγράφεται διαφορετικά στους Ειδικούς Όρους του Άρθρου 6):
- 10% μέχρι την προσωρινή παραλαβή της εργασίας του Υπεργολάβου.
- 5% μέχρι την οριστική παραλαβή του έργου.
5.3 Ο Υπεργολάβος/Προμηθευτής έχει υποχρέωση να διορθώσει κάθε εργασία που εκτελεί η οποία θα βρεθεί εκτός των απαιτούμενων προδιαγραφών βάσει του Άρθρου 1.2 του παρόντος Συμβολαίου, κατά τους ποιοτικούς ελέγχους που θα γίνονται σταδιακά, αλλά και κατά την προσωρινή ή/και την οριστική παραλαβή του Έργου. Τυχόν κακότεχνη εργασία ή/και ζημιά της οποίας την αποκατάσταση επιβαρύνεται ο Εργολάβος θα αφαιρείται από την συμφωνηθείσα αμοιβή του Υπεργολάβου.»
Από τις παραπάνω πρόνοιες, ως θέμα ερμηνείας, για ό,τι μας ενδιαφέρει προκύπτουν τα εξής:
Καταρχάς, με τη διαλαμβανόμενη στο άρθρο 4.1 πιστοποίηση, πιστοποιείται η εκτέλεση της εργασίας του υπεργολάβου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι ενάγοντες. Στην εν λόγω πιστοποίηση προβαίνει ο εργολάβος, που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι εναγόμενοι, αφού προηγουμένως, ο υπεργολάβος ολοκληρώσει την εργασία του και ο διευθυντής εργοταξίου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι ο Μ.Υ.1 προβεί σε προσωρινή παραλαβή των εργασιών του υπεργολάβου, αφού στο μεταξύ εκτελέσει τους απαιτούμενους ποιοτικούς ελέγχους και τις απαραίτητες επιμετρήσεις. Από τη στιγμή που θα γίνει η σχετική πιστοποίηση τεκμαίρεται και μάλιστα αμάχητα, ότι όλα τα προηγηθέντα έχουν γίνει σύμφωνα με τους όρους της επίμαχης σύμβασης. Εξ ου και το γεγονός, ότι με την πιστοποίηση εκτέλεσης των εργασιών δίδεται εντολή στο λογιστήριο της εταιρείας, που στην προκειμένη περίπτωση είναι οι εναγόμενοι, για να πληρωθεί ο υπεργολάβος.
Στην προκειμένη περίπτωση, η μόνη γραπτή μαρτυρία που πιστοποιεί την εκτέλεση των εργασιών των εναγόντων - η οποία προέρχεται από τους εναγόμενους - απορρέει από το περιεχόμενο των δυο πιστοποιητικών πληρωμής (τεκμ. 6 και 7, ανωτέρω). Ότι αυτά εκδόθηκαν από τους εναγόμενους, το ομολόγησε και ο διευθυντής τους. Το γεγονός ότι στο σχετικό μέρος με τίτλο «ΕΓΚΡΙΣΕΙΣ» στο οποίο αναγράφεται και το όνομά του, υπό την ιδιότητά του ως διευθυντή του έργου, δεν υπάρχει η υπογραφή του, δεν αναιρεί την ουσία, που έγκειται στο γεγονός ότι και τα δυο αυτά πιστοποιητικά έχουν εκδοθεί από τους εναγόμενους και ότι με αυτά, δίδεται εντολή στο λογιστήριό τους να πληρώσει τους ενάγοντες με τα δυο ποσά προς πληρωμή που αναγράφονται σ’ αυτά, τα οποία αφορούν στις εκτελεσθείσες, εκ μέρους των εναγόντων, εργασίες.
Για να συνεχίσω, το άρθρο 5.3 (ανωτέρω) το οποίο θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με τα άρθρα 4.1 και 1.2 (ανωτέρω επίσης) και πάλιν για ό,τι μας ενδιαφέρει έχει την εξής έννοια: εάν κατά τους ποιοτικούς ελέγχους που θα γίνονται σταδιακά, αλλά και κατά την προσωρινή ή και την οριστική παραλαβή του έργου εντοπιστούν εκτελεσθείσες εργασίες από τον εργολάβο που δεν είναι άριστης ποιότητας και δεν έγιναν σύμφωνα με τα σχέδια και τους τεχνικούς όρους που αφορούν το επίδικο έργο, ο εργολάβος υποχρεούται να διορθώσει κάθε τέτοια εργασία. Οποιαδήποτε τέτοια κακότεχνη εργασία ή/και ζημιά την οποία επιβαρύνεται ο εργολάβος, θα αφαιρείται από τη συμφωνηθείσα αμοιβή του υπεργολάβου.
Στην προκειμένη περίπτωση καθώς ήδη έχει αναφερθεί οι εναγόμενοι εξέδωσαν τα επίμαχα πιστοποιητικά πληρωμής (τεκμ. 6 και 7) τα οποία έχουν την έννοια της εντολής στο λογιστήριό τους από τους ίδιους για πληρωμή των ποσών που αναφέρονται σ’ αυτά, αφού οι ενάγοντες ολοκλήρωσαν τις εργασίες τους και ο διευθυντής του εργοταξίου προέβη σε προσωρινή παραλαβή τους, μετά που προέβη στους απαιτούμενους ποιοτικούς ελέγχους και τις απαραίτητες επιμετρήσεις της εργασίας των εναγόντων.
Στα εν λόγω πιστοποιητικά, ουδεμία αναφορά υπάρχει για αφαίρεση οποιουδήποτε ποσού το οποίο να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5.3 και ούτε έχει αποδειχθεί ότι υπήρξε οποιαδήποτε κακότεχνη εργασία από τους ενάγοντες.
Απ’ εκεί και πέρα, αναφορικά με τον ειδικό όρο ii του άρθρου 6, ένα μόνο θέλω να πω. Δικογραφικά οι εναγόμενοι, αυτό που ισχυρίζονται είναι ότι σύμφωνα με την επίμαχη σύμβαση, η πληρωμή των εναγόντων θα λάμβανε χώρα 7 μέρες μετά την πληρωμή των εναγόμενων από τον εργοδότη τους. Μολονότι δεν αντιλαμβάνομαι σε ποιον αναφέρονται ως εργοδότη τους, η ουσία έγκειται στο εξής: όποιον και να εννοούν ή έχουν υπόψη τους, ως τον εργοδότη τους, δεν ισχυρίζονται ότι δεν τους έχει πληρώσει.
Και λίγα λόγια για την ισχυριζόμενη από τους εναγόμενους συμπληρωματική/τροποποιητική συμφωνία (τεκμ. 9.2). Από το περιεχόμενο του συγκεκριμένου εγγράφου προκύπτουν τα εξής, μεταξύ άλλων:
Στις 4/11/2014 έγινε συνάντηση στα γραφεία του εργοταξίου στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων, ο Μ.Ε.1 εκ μέρους των εναγόντων και ο Μ.Υ.1 εκ μέρους των εναγόμενων. Η συνάντηση αφορούσε το θέμα της πληρωμής των πιστοποιητικών αριθμού υπεργολάβων, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενάγοντες. Τα όσα συμφωνήθηκαν ήταν σε δοκιμαστικό πλαίσιο και αφορούσαν 4 μηνιαίες περιόδους (από 12/10/2014 μέχρι 30/10/2014, από 1/11/2014 μέχρι 30/11/2014 από 1/12/2014 μέχρι 23/12/2014 και από 7/1/2015 μέχρι 31/1/2015). Στο ίδιο έγγραφο, για κάθε περίοδο ορίζεται ημερομηνία υποβολής του πιστοποιητικού από τον υπεργολάβο καθώς και πληρωμής του από τους εναγόμενους. Να πω απλώς, ότι τα επίμαχα πιστοποιητικά (τεκμ. 6 και 7) αφορούν σε μεταγενέστερες περιόδους, ως επίσης, πως δεν υπάρχει μαρτυρία ότι τα όσα συμφωνήθηκαν κατά την εν λόγω συνάντηση σε «δοκιμαστικό πλαίσιο» αφορούσαν και τις περιόδους που καλύπτουν τα εν λόγω πιστοποιητικά.
Των παραπάνω λεχθέντων, οι ενάγοντες δικαιούνται στην έκδοση απόφασης και για τα δυο ποσά που αφορούν στις εκτελεσθείσες εργασίες τους σύμφωνα με τα σχετικά πιστοποιητικά πληρωμής (τεκμ. 6 και 7).
Στο ερώτημα, εάν δικαιούνται στην έκδοση απόφασης και για το ποσό των €1.160, το οποίο αξιώνουν δυνάμει του τιμολογίου (τεκμ. 8) απαντώ αρνητικά. Με μόνο λόγο ότι σε σχέση με αυτό δεν ακολουθήθηκε η διαλαμβανόμενη στην επίμαχη σύμβαση διαδικασία αναφορικά με τον έλεγχο και την πιστοποίηση των εργασιών που αφορά το εν λόγω πιστοποιητικό, κάτι που έγινε για τις εργασίες που αναφέρονται στα πιστοποιητικά πληρωμής (τεκμ. 6 και 7, ανωτέρω), οι ενάγοντες δε δικαιούνται να αξιώνουν το συγκεκριμένο ποσό.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, δε δικαιούνται στην έκδοση απόφασης και για το ποσό του τιμολογίου (τεκμ. 12 και 15) για έξτρα εργασίες.
Ό,τι απομένει είναι το άρθρο 5.2 που αφορά στις κρατήσεις και η σχετική αξίωση των εναγόντων. Σύμφωνα με το συγκεκριμένο άρθρο, οι κρατήσεις που θα γίνονται από τον υπεργολάβο είναι πρώτο, 10% μέχρι την προσωρινή παραλαβή της εργασίας του υπεργολάβου και δεύτερο, 5% μέχρι την οριστική παραλαβή του έργου.
Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει ότι υπήρξε προσωρινή παραλαβή των εργασιών που καλύπτουν τα επίμαχα πιστοποιητικά, ενώ δεν υπάρχει μαρτυρία ότι υπήρξε και οριστική παραλαβή τους.
Στο δεύτερο από τα επίμαχα πιστοποιητικά, το ποσό της κράτησης επί της αξίας του συνόλου των εκτελεσθεισών εργασιών των εναγόντων ανέρχεται σε €27.256,86. Το ποσό αυτό περιλαμβάνεται στο συνολικό ποσό που συνθέτει την πρώτη βασική αξίωση των εναγόντων εναντίον των εναγόμενων. Όπως ανάφερε ο διευθυντής των εναγόντων, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί το ποσό αυτό προκύπτει από την εκτελεσθείσα εργασία από την έναρξη των εργασιών μέχρι και την αποχώρησή του και αποτελεί το 10% της κράτησης που τους είχε κάνει η εταιρεία, δηλαδή οι εναγόμενοι.
Με αυτό δεδομένο και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι - για να επαναλάβω - σύμφωνα με το άρθρο 5.2 της επίμαχης σύμβασης, το 10% των κρατήσεων θα είναι μέχρι την προσωρινή παραλαβή των εργασιών των εναγόντων, η οποία, για λόγους που επίσης έχουν αναφερθεί σε σχέση με αυτές που αφορούν τα δυο πιστοποιητικά πληρωμής (τεκμ. 6 και 7) έχει γίνει, θεωρώ ότι οι ενάγοντες δικαιούνται στην έκδοση απόφασης και για το ποσό αυτό (€27.256,86).
Και κάτι τελευταίο. Μολονότι δεν υπάρχει αξιόπιστη μαρτυρία που να μου επιτρέπει να αποδώσω ευθύνη για τη λύση της επίμαχης σύμβασης σε οποιοδήποτε από τους διαδίκους, από την προηγηθείσα ανάλυση, φρονώ ότι καθίσταται τελείως ξεκάθαρο, ότι αυτό το στοιχείο, δεν εμποδίζει τους ενάγοντες να αξιώνουν ό,τι αξιώνουν για το οποίο θα εκδοθεί απόφαση υπέρ τους και το Δικαστήριο να ικανοποιήσει τις εν λόγω αξιώσεις τους.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αγωγή στην έκταση που έχει αναφερθεί, επιτυγχάνει.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγόμενων, για το συνολικό ποσό των €60.766,38, με νόμιμο τόκο. Κατά τα λοιπά, η αγωγή απορρίπτεται.
Αναφορικά με τα έξοδα, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αγωγής, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή - στην κλίμακα που αντιστοιχεί στο ποσό της απόφασης - και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγόμενων.
(Υπ.) ..…………………………….
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο