PRIMEXM TECHONOLOGIES LTD ν. STEFAN POPIVODA, Αριθμός αίτησης: 2/2025, 30/6/2025
print
Τίτλος:
PRIMEXM TECHONOLOGIES LTD ν. STEFAN POPIVODA, Αριθμός αίτησης: 2/2025, 30/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

                                                                 Αριθμός αίτησης: 2/2025

 

Μεταξύ:

PRIMEXM TECHONOLOGIES LTD

                                                                                                                  Αιτητών

 

και

 

STEFAN POPIVODA

Καθ’ ου η αίτηση

 

                                                                                                         

--------------------

Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ημερομηνίας 29/1/2025

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 30/6/2025

 

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για αιτητές: κα Λ. Πρωτοπαπά, για Λ. Πρωτοπαπά & Σία Δ.Ε.Π.Ε.

Για καθ’ ου η αίτηση: κα Ε. Σκίτσα, για ΠΛΑΤΗ ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι αιτητές καταχώρησαν την υπό κρίση μονομερή αίτηση, στις 29/1/2025, πριν από την έγερση απαίτησης, με βάση το Μέρος 23.2(2) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «ΚΠΔ»). Με αυτή ζητούσαν την έκδοση των ακόλουθων προσωρινών διαταγμάτων:

 

«Α.    Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου, το οποίο να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση να επικοινωνεί και/ή να έρχεται σε επαφή με οποιονδήποτε τρόπο και/ή μέσο με τους πελάτες των Αιτητών και/ή τους πελάτες των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών και/ή τα διευθυντικά και/ή άλλα στελέχη και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους των πελατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών και/ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και/ή μέσο να χρησιμοποιούν και/ή κοινοποιούν και/ή επιτρέπουν και/ή ανέχονται την κοινοποίηση και/ή τη χρήση με οποιονδήποτε τρόπο εμπιστευτικών πληροφοριών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, τις οποίες έχει στην κατοχή του ο Καθ’ ου η Αίτηση και/ή στα οποία είχε πρόσβαση ο Καθ’ ου η Αίτηση λόγω της προηγούμενης σχέσης εργοδότησης μεταξύ του ιδίου και των Αιτητών, συμπεριλαμβανομένων χωρίς περιορισμό των αρχείων πελατών Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, των στοιχείων επικοινωνίας πελατών και/ή συνεργατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών και/ή πληροφοριών σε σχέση με τις εργασίες και/ή τον τρόπο εργασιών των πελατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών και/ή πληροφοριών αναφορικά με τις επιχειρηματικές ανάγκες των πελατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, για περίοδο 2 ετών από τις 7/1/2025 και/ή  για οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθό και/ή μέχρι την έκδοση τελικών διαταγμάτων και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Β.      Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να απαγορεύει στον Καθ’ ου η Αίτηση, να προτείνει και/ή προωθήσει και/ή συναινέσει στη σύναψη συμφωνιών παροχής υπηρεσιών και/ή προϊόντων σχετικά με υπηρεσίες φιλοξενίας και διαχείρισης διαδικτύου (hosting and management), μηχανισμού συγκέντρωσης ρευστότητας (aggregation engine), δρομολόγησης εντολών (routing of orders) και εκτέλεσης (execution) χρηματοοικονομικών συναλλαγών μεταξύ των πελατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών και οποιουδήποτε εργοδότη και/ή συνεργάτη του Καθ’ ου η Αίτηση και/ή οποιουδήποτε νομικού προσώπου που, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ανήκει στον και/ή ελέγχεται από τον  εργοδότη και/ή συνεργάτη του Καθ’ ου η Αίτηση, για περίοδο 2 ετών από τις 7/1/2025 και/ή  για οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθό και/ή μέχρι την έκδοση τελικών διαταγμάτων και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Γ.      Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει τον Καθ’ ου η Αίτηση να παύσει την οποιαδήποτε και/ή περαιτέρω χρήση και/ή επεξεργασία καθ' οιονδήποτε τρόπο των δεδομένων των πελατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών για περίοδο 2 ετών από τις 7/1/2025 και/ή  για οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθό και/ή μέχρι την έκδοση τελικών διαταγμάτων και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Δ.      Διάταγμα αποκάλυψης, με το οποίο να διατάσσεται ο Καθ’ ου η Αίτηση, όπως εντός 7 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης του παρόντος Διατάγματος, ετοιμάσει και καταχωρίσει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και επιδώσει στους δικηγόρους Αιτητών, ένορκη δήλωση, η οποία να αναφέρει και/ή περιλαμβάνει και/ή παρέχει όλες τις πληροφορίες και/ή στοιχεία και/ή προσωπικών δεδομένων, καθώς και αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων, που ο ίδιος έχει στη φύλαξη και/ή κατοχή και/ή υπό τον έλεγχό του, αναφορικά με όλους τους πελάτες και/ή συνεργάτες των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, περιλαμβανομένων υπαλλήλων και/ή αξιωματούχων και/ή διευθυντών των πελατών και/ή των συνεργατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, με τους οποίους ο Καθ’ ου η Αίτηση έχει έρθει σε επαφή μετά τον τερματισμό της απασχόλησής του στους Αιτητές και/ή το σύνολο των εμπιστευτικών πληροφοριών των Αιτητών και/ή πελατών των Αιτητών και/ή των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, τα οποία έχει στην κατοχή και/ή τον έλεγχο του ο Καθ’ ου η Αίτηση.

 

E.      …..

 

ΣΤ.    …..»

 

Επιλήφθηκα της αίτησης, αρχικά, στις 31/1/2025 και ακολούθως, στις 3/2/2025, ημερομηνία κατά την οποία εξέδωσα τα τρία πρώτα από τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Clive Diethelm (στο εξής «Clive»), ιδρυτή, μετόχου και εκ των διευθυντών των αιτητών, που είναι και διευθυντής, μέτοχος και τελικός πραγματικός δικαιούχος, τόσων των αιτητών όσο και των συνδεδεμένων με αυτούς κυπριακών εταιρειών, PrimeXM Services (Cyprus) Ltd και PrimeXM Networks Ltd, οι οποίες, μαζί με τους αιτητές και τη συνδεδεμένη με αυτούς, εκτός Κύπρου, εταιρεία PrimeXM DMCC απαρτίζουν τα μέλη του ομίλου PrimeXM (στο εξής «Όμιλος»).

 

Ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 24 λόγους και υποστηρίζεται από δική του ένορκη δήλωση.

 

Η ακρόαση της αίτησης σε εφαρμογή του Μέρους 23.13 των ΚΠΔ διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας που αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω στο σύνολό τους τα εν λόγω γεγονότα και μαρτυρία και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Υπεισέρχομαι στην εξέταση της αίτησης, η οποία θα ιδωθεί σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους σ’ αυτή λόγους ένστασης, όπως αυτοί αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων του καθ’ ου η αίτηση.

 

Σε σχέση με τον 3ο λόγο ένστασης προβάλλεται η θέση ότι οι αιτητές έχουν παραβεί το καθήκον τους για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία όφειλαν να αποκαλύψουν, καθότι δεν έχουν παρουσιάσει μια δίκαιη και ειλικρινή εικόνα των γεγονότων της υπόθεσης και εσκεμμένα παρουσίασαν μια αποσπασματική, αναληθή και παραπλανητική εικόνα πραγμάτων προς το Δικαστήριο, στο οποίο δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια. Εάν αποκάλυπταν όλα τα ουσιώδη γεγονότα και παρουσιαζόταν η πραγματική εικόνα των τεκμηρίων δε θα εκδιδόταν το διάταγμα από το Δικαστήριο. Η παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων και η κατάχρηση αποτελεί από μόνο του λόγο για να ακυρωθεί το προσωρινό διάταγμα, χωρίς το Δικαστήριο να εξετάσει οποιοδήποτε άλλο λόγο  ένστασης.  

 

Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 583 επισημαίνονται τα εξής: 

 

«Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η αίτηση αυτή είναι υψίστης πίστεως (uberrima fides). Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα που γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο, ή μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου. 

 

Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου στην μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο απαντά: «δεν σας ακούω πλέον» και ακυρώνει τη διαταγή που έδωσε, χωρίς να εξετάσει την ουσία. Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση.» 

 

Οι παραπάνω αρχές περικλείονται και στο απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση στην υπόθεση Rybolovlev κ.ά ν. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82:

 

«Είναι πράγματι καλά καθιερωμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία, εάν διαπιστωθεί ότι εισήγηση για μη πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη στο στάδιο της μονομερούς προσφυγής στο Δικαστήριο ευσταθεί, τότε το Δικαστήριο, ή αργότερα το Εφετείο, πολύ πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ εκδοθέντος διατάγματος, χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας.

 

Όπως εύστοχα τονίστηκε από το Εφετείο στην απόφασή του στην υπόθεση The Timberland Co of U.S.A. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1179, η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων ανατρέπει τη βάση του διατάγματος το οποίο έχει εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση και το καθιστά ακυρωτέο. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης, η οποία είχε δοθεί από τον Γ. Πική, Πρόεδρο, από τη σελίδα 1186 του τόμου Αποφάσεων:

 

". Στην απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει εκτεταμένη αναφορά στην απόφασή μας της Ολομέλειας στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 597, στην οποία εξηγείται ότι η αποκάλυψη συναρτάται με την καλή πίστη, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε κάθε εξαιρετική περίπτωση που επιζητείται θεραπεία στην απουσία αντιδίκου. Η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος επενεργεί καταλυτικά· διασαλεύει τη βάση του διατάγματος, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πρόθεσης για εξαπάτηση του δικαστηρίου. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Συναρτάται (η μη αποκάλυψη) με τις, εξ αντικειμένου, συνέπειες στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, όπως επισημαίνεται στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.ά. (ανωτέρω) (σελ. 601-602)

 

'Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.

 

Στη M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co Of U.S.A. (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών. Δεν αποτελεί υποχρέωση του αιτούντος η προβολή αντεκδικήσεων τρίτων προς τα δικαιώματα του, τις οποίες αμφισβητεί. Ό,τι πρέπει να αποκαλυφθεί, τονίζεται, σε κάθε περίπτωση, είναι:- (σελ. 1798)'. γεγονότα γνωστά στον αιτητή ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες, τα οποία σχετίζονται με:

 

(α)  το βάσιμο του δικαιώματος του όπως διαγράφεται στο δικόγραφο του, και

(β)  τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθ' ως και

(γ)   την πιθανότητα επιτυχίας.'»

 

Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος, λόγω παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Αρκεί η διαπίστωση ότι η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων, συνιστούσε εξ αντικειμένου ουσιώδες στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 598).»

 

Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Σάββα v. Τηλεμάχου (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2081:

 

«Η έκταση της υποχρέωσης για αποκάλυψη γεγονότων σε μονομερείς αιτήσεις αναπτύχθηκε στην Demstar Ltd v. Zim Israel Navig. Co Ltd κ.ά. (1996) 1 (Α) ΑΑΔ 597:

 

"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58. Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543. Sekavin S.A. v. Ship "Platon ch" (1987) 1 C.L.R. 297. Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 1993. Στη Zachariades v. Liveras and others (1989) 1 C.L.R. 437, κρίθηκε υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας ότι η μη αποκάλυψη όρου της μεταξύ των μερών συμφωνίας για την παραπομπή διαφορών σε Δικαστήριο της αλλοδαπής συνιστά εκτροπή από την αρχή της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος. Αντίθετα με την απόφαση στη Zachariades (ανωτέρω) και τις αρχές των Αγγλικών αποφάσεων που υιοθετεί, η απόφαση του δικαστηρίου στην Ellinger v. Guinness, Mahom & Co., (1939) 4 All E.R. 16, τείνει να υποστηρίξει ότι η μη αποκάλυψη πρέπει να συνοδεύεται και από πρόθεση εξαπάτησης (deceit) και να δικαιολογείται η ακύρωση, προσέγγιση που απηχείται και σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Cyprus Potato Marketing Board v. Primiaks (Pacific Violet) και άλλου, υπόθεση αρ. 93/89, ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1990 και Sons of Afif Yamout v. Schiffahrts - Gex. Elbe M.B.H. & Co, και άλλων, Αγ. Ναυτοδικείου αρ. 11/89 και 12/89, ημερομηνίας 25 Ιουνίου 1990, η κατάληξη της οποίας δεν εγκρίθηκε κατά την αναθεώρησή της. (Βλέπε Sons of Afif Yamout (αναφέρεται πιο κάτω)). Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. (Βλέπε The Andria (1984) 1 All E.R. 1126 (CA), The Hagen (1908) P. 189. Boyce v. Gill (1981) 64 L.T. 824. Brink's Mat Ltd Elombe (1988) 1 W.L.R. 1350 (C.A.). Stavros Hotel Appartments Limited και άλλοι ν. Χριστοφόρου και άλλων, Πολιτική Έφεση αρ. 8181, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 1995). Η θέση αυτή κρίνεται σωστή. Ότι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."

 

Στην υπόθεση RESOLA (CYPRUS) LTD v. Χρήστου, Πολιτική Έφεση 9610, ημερ. 31.3.1998 ειπώθηκαν τα εξής:

 

"Όπως διαπιστώσαμε στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISRAEL NAVIGATION CO LIMITED και άλλου - (Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 157/90 - 30.5.96)), πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."»

 

Ομοίως και τ’ ακόλουθα από την Ιερά Μητρόπολη Πάφου v. Aristo Developers Ltd (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377:

 

«Αποτελεί πλέον αξίωμα ότι αν ένας αιτητής δεν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα είναι ακυρώσιμο χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο η ουσία της υπόθεσης.  Αυτό διότι ένα προσωρινό διάταγμα έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας και η μονομερής αίτηση που εισάγεται θεωρείται υψίστης πίστεως.  («uberrima fides»).  (δέστε τις υποθέσεις Brink´s Mat Ltd v. Elcombe (1988) 1 WLR 1350, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267 και Ahmad Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606).  Η συνολική εικόνα που μεταδίδεται μέσα από την μονομερή αίτηση πρέπει να είναι ορθή στη βάση της χωρίς παραπλάνηση (Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1953).  Έχει επίσης σημασία το πόσο ουσιώδες είναι το τυχόν μη αποκαλυφθέν στοιχείο και κατά πόσο αυτό θα επηρέαζε ή όχι το Δικαστήριο στην έκδοση του διατάγματος» 

         

Τέλος παραπέμπω και στο απόσπασμα που ακολουθεί από την υπόθεση Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας κ.ά. ν. Δήμου Αγίας Νάπας (2013) 2 Α.Α.Δ. 62:

«Απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων σε μονομερή αίτηση στην ουσία ισοδυναμεί με εξαπάτηση του δικαστηρίου. Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό και η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποκαλύψει στο δικαστήριο όχι μόνο τα γεγονότα τα οποία γνωρίζει, αλλά και οποιαδήποτε άλλα γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να γνωρίζει αν προέβαινε σε λογικές και κατάλληλες κάτω από τις περιστάσεις έρευνες και τα οποία γεγονότα θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation (1996) 1 A.A.Δ. 597, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd. (1998) 1 A.A.Δ. 1179 και Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 82).»

 

Οι παραπάνω αρχές επαναβεβαιώνονται σε σημαντικό αριθμό, ακόμη πιο πρόσφατων αποφάσεων. Ενδεικτικά παραπέμπω στις υποθέσεις Commerzbank Auslandsbanken Holding AG κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 386, PHOENIX PHARMACY LIMITED κ.ά. ν. BUGAEV, Πολ. Έφ. Αρ. Ε69/2016, ημερ. 11/4/2019, LarienaInvestments Ltd κ.ά. ν. RFI Consortium Ltd, Πολ. Έφ. 164/19, ημερ. 22/1/2021    και CJSC "TV COMPANY STREAM" κ.ά. v. CONTENT UNION SA, Πολ. Έφ. Αρ. Ε34/2018, Ε35/2018, ημερ. 8/4/2021.

 

Τα γεγονότα που οι αιτητές, όπως είναι η θέση του καθ’ ου η αίτηση, εσκεμμένα παρέλειψαν να αποκαλύψουν, καθώς και αυτά, που όπως υποβάλλεται δεν παρουσίασαν με ειλικρίνεια στο Δικαστήριο, χωρίς να χρειάζεται να τα επαναλάβω, είτε τα αποκάλυψαν οι αιτητές είτε είναι επουσιώδη, οπότε και να τα είχα υπόψη μου, καθ’ ον χρόνο επιλαμβανόμουν της αίτησης και στο πλαίσιό της εξέδιδα μονομερώς τα επίμαχα διατάγματα και πάλιν θα τα εξέδιδα, είτε τέλος, συντίθενται από ισχυρισμούς γεγονότων που αποτελούν την περί αντιθέτου εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση για κάποιο θέμα έναντι της αντίστοιχης εκδοχής των αιτητών. Ωστόσο, η περί αντιθέτου εκδοχή του πρώτου για οποιοδήποτε τέτοιο θέμα, όσο ουσιώδες και να είναι αυτό, ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί υπόβαθρο αποδοχής της θέσης του, περί απόκρυψης ή μη αποκάλυψης και τούτο, επειδή για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται αξιολόγηση μαρτυρίας επί αντικρουόμενων ισχυρισμών και αποδοχή της εκδοχής του, ως αυτής που ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

Όπως επισημαίνεται στην πρόσφατη υπόθεση ZONDRVAN GROUP LTD v. BONALBO FIDUCIARIES LTD κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. E64/2015, ημερ. 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A342:

   

«… σε διαδικασία εκδίκασης αίτησης για προσωρινό διάταγμα, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό και νομικό καθεστώς  της υπόθεσης, κάτι που αποφασίζεται κατά το στάδιο της δίκης  …………. Πρόκειται για αρχή η οποία πρέπει να τηρείται με ευλάβεια κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο.  Το Δικαστήριο     «όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της», (Milton Investment Co Ltd κ. ά v Dryden Group Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 731).»

 

Ακολουθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Για τους 4ο, 6ο και 12ο λόγους ένστασης, υποβάλλονται τα εξής:

 

Το διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 23.2(2) και/ή του Μέρους 25.2(2)(β) των ΚΠΔ, αφού οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει το επείγον ή τις ιδιαίτερες περιστάσεις για έκδοση διαταγμάτων, πριν την καταχώρηση της απαίτησης και μάλιστα, μονομερώς. Σύμφωνα με στοιχεία που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, ο καθ’ ου η αίτηση αποχώρησε από την εργοδότηση των αιτητών, από τις 7/1/2025, ενώ από τις 13/1/2025 ο διευθυντής τους επιβεβαιώνει ότι έχουν έρθει σε επαφή με δικηγόρους από πριν και ετοιμάζουν αγωγή εναντίον του. Ως εκ τούτου είναι η θέση του, ότι οι αιτητές είχαν αρκετό χρόνο να καταχωρήσουν την απαίτηση και μετά τυχόν αίτηση για προσωρινά διατάγματα. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι μεσολάβησαν 3 βδομάδες από την αποχώρηση του καθ’ ου η αίτηση και 16 μέρες από τα απειλητικά μηνύματα των αιτητών ότι ετοιμάζεται αγωγή εναντίον του μέχρι την καταχώρηση της αίτησης. Σε κανένα σημείο της μαρτυρίας των αιτητών δεν επεξηγείται γιατί θα ήταν αδύνατο να καταχωρηθεί εγκαίρως απαίτηση, προκειμένου η παρούσα αίτηση να καταχωρηθεί στο πλαίσιο  εκκρεμούσης διαδικασίας. Ούτε αναφέρονται άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις. Πέραν από ανυποστήριχτες πιθανολογήσεις, οι αιτητές δεν έχουν δείξει ζημιά ή πραγματικό κίνδυνο να υποστούν άμεσα ζημιά, αφού τα όσα καταλογίζουν για τον καθ’ ου η αίτηση ότι πιθανολογούν ότι θα μπορούσαν να συμβούν είναι πολύ μακριά από την πραγματικότητα.

 

Συγκεκριμένα, δεν υπάρχει μαρτυρία ότι ο όγκος εργασίας τους μειώθηκε ή αποδεδειγμένη μαρτυρία ότι έχασαν πελάτες ή ότι ο καθ’ ου η αίτηση ανάφερε οτιδήποτε επιζήμιο γι’ αυτούς. Τουναντίον, όπως οι ίδιοι παραδέχονται δεν γνώριζαν καν εάν ο καθ’ ου η αίτηση ήρθε σε επικοινωνία με πελάτες ή αν έχει σκοπό να έρθει, δεν έχουν μαρτυρία ότι ανάφερε οτιδήποτε που να επηρεάζει τη φήμη τους αρνητικά και δεν μπορούν να δείξουν καν την υποτιθέμενη ζημιά ή ενδεχόμενη ζημιά τους. Είναι η θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να καταλήξει ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός που να είναι ικανός να πείσει ότι συντρέχει κατεπείγουσα κατάσταση ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις και τα διατάγματα να ακυρωθούν και η αίτηση να απορριφθεί, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για έκδοση των διαταγμάτων, πριν από την καταχώρηση της αγωγής, ούτε αποδεικνύεται το επείγον για έκδοσή τους, μονομερώς.

 

Καθώς έχει νομολογηθεί η έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, αφού παρέχεται θεραπεία, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στην άλλη πλευρά να ακουστεί (βλ. Vuitton v. Δερμοσάκ Λτδ και άλλης (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453). Επομένως, η μη έγκαιρη προώθηση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, εκτός κι αν επεξηγηθεί είναι μοιραία. Μόνο όταν συντρέχουν λόγοι, οι οποίοι, εξ αντικειμένου καθιστούν αδύνατη τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκβαση από τα θέσμια της δίκαιης δίκης και να χορηγηθεί θεραπεία, χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά (βλ. Xατζηβασιλείου ν. White Κnight Holdings Ltd (2004) 1 (A) A.A.Δ.203).

 

«Κατεπείγον» σύμφωνα με τη Χατζηβασιλείου (ανωτέρω):

 

«… θεωρείται ζήτημα, το οποίο  περιέρχεται σε γνώση του προσφεύγοντος σε χρόνο που δεν του παρέχεται η δυνατότητα κίνησης των νενομισμένων διαδικασιών προς γνωστοποίηση του αιτήματος του στον αντίδικο του και εξασφάλιση του δικαιώματος  του δευτέρου να ακουστεί.»

 

Βέβαια, η πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής και το κατά πόσο ο εναγόμενος επηρεάστηκε με οποιοδήποτε τρόπο, λόγω της καθυστέρησης λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση του σχετικού λόγου, ενώ η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και η ορατή πιθανότητα επιτυχίας καθιστούν την προστασία του αιτητή επείγον ζήτημα. Στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Πάφου (ανωτέρω) συγκεφαλαιώνονται οι σχετικές με το θέμα του επείγοντος στην έκδοση προσωρινού διατάγματος, αρχές.  Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:

 

«Είναι νομολογημένο ότι ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν ελλείπει το στοιχείο του κατεπείγοντος διότι αποστερείται με τον τρόπο αυτό η δικαιοδοτική βάση και η εξουσία έκδοσης από το Δικαστήριο του διατάγματος πάνω σε μονομερή βάση (δέστε Stavros Hotel Apartments Ltd (No. 2) (1994) 1 A.A.Δ. 836, 841 και Babel Boutique Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 947, 954). Όπως τονίστηκε περαιτέρω στη Χ»Βασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 203, στη σελ. 207: «... Μόνο όπου συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου καθιστούν αδύνατη τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο, μπορεί να δικαιολογηθεί η παρέκβαση από τα θέσμια της δικαίας δίκης και να χορηγηθεί θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά.».  Επιβεβαίωση της αρχής αυτής έγινε και στην Αίτηση της εταιρείας Quantum Telecommunications Ltd για Certiorari (2005) 1 Α.Α.Δ. 901.  Παρόλο που οι αποφάσεις αυτές εξέτασαν τον κανόνα του επείγοντος στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία χορήγησης προνομιακών ενταλμάτων, εντούτοις είναι πρόδηλο ότι το Δικαστήριο που εκδίδει ex parte το διάταγμα δύναται  από μόνο του να επανεξετάσει μετά από την καταχώρηση της σχετικής ένστασης και το ζήτημα του χρόνου ως στοιχείο που εμπίπτει στα πλαίσια της όλης δικαιοδοσίας του να επικυρώσει ή να ακυρώσει το διάταγμα υπό το φως της ολότητας των γεγονότων. Οι θεραπείες που ζητούνται, το πολύπλοκο της υπόθεσης και η όλη διαφορά επιδρούν αναλόγως επί του παράγοντα του χρόνου.  (δέστε Seamark Consultancy Services Limited κ.ά. ν. Joseph Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162,  σελ. 185-186)».

 

Συναφώς και με το υπό εξέταση θέμα, παραπέμπω και στην πρόσφατη υπόθεση ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ κ.ά. ν. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD και ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑΣ κ.ά. ν. CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε141/2014 και Ε142/2014,  ημερ. 13/9/2023.

Μολονότι θα μπορούσα να πω αρκετά προκειμένου να τεκμηριώσω το συμπέρασμά μου για το αβάσιμο των υπό εξέταση λόγων ένστασης, θα περιοριστώ στα απολύτως αναγκαία.

 

Καταρχάς, με μόνο λόγο ότι οι αιτητές με την υπό κρίση αίτηση ζητούν και την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης θεωρώ ότι νομιμοποιούνται να αναμένουν την εκδίκαση της αίτησης με προοπτική την έκδοση του εν λόγω διατάγματος και μετά να καταχωρήσουν την απαίτησή τους. Αυτό συνάγεται από τη συνδυασμένη ερμηνεία των παραγράφων (3) και (4) του κανονισμού 2 του Μέρους 25 των ΚΠΔ. Η παράγραφος (3) προνοεί ότι όταν το Δικαστήριο χορηγεί ενδιάμεση θεραπεία πριν από την έναρξη δικαστικής διαδικασίας, δίδει οδηγίες για την καταχώρηση απαίτησης. Αυτό δε,  σύμφωνα με την παράγραφο (4) δεν είναι αναγκαίο όταν καταχωρείται αίτηση για έκδοση διατάγματος αποκάλυψης ή επιθεώρησης πριν από την καταχώρηση απαίτησης. Προφανής ο λόγος της εξαίρεσης. Η έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος, αποβλέπει - συν τοις άλλοις - στο να παράσχει τη δυνατότητα και να υποβοηθήσει/διευκολύνει το διάδικο που εξασφαλίζει τέτοιο διάταγμα να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία και πληροφορίες που θα προκύψουν από την εφαρμογή του διατάγματος, για σκοπούς ετοιμασίας και ακολούθως, καταχώρησης της απαίτησής του (βλ. Avila Management Services Limited και άλλος ν. Frantisek Stepanek και άλλων (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403).

 

Αναφορικά με το κατ’ επείγον και τις ιδιαίτερες περιστάσεις για έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων μονομερώς και πριν από την καταχώρηση της απαίτησης, έλαβα υπόψη, καταρχάς, τους ακόλουθους λόγους που αναφέρονται στο σχετικό μέρος της αίτησης:

 

«Υπάρχει άμεσος κίνδυνος, λαμβάνοντας γνώση της ύπαρξης της αίτησης και των αιτούμενων διαταγμάτων, ο Καθ’ ου η Αίτηση να επιτείνει τις προσπάθειές του και να προσεγγίσει τους πελάτες των Αιτητών και των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, με μεγαλύτερη ένταση έτσι ώστε να εκμεταλλευτεί, για δικό του όφελος, πλήρως το διάστημα που θα διαρρεύσει από τη λήψη, εκ μέρους του, γνώσης των ενέργειων που λαμβάνουν οι Αιτητές με την παρούσα αίτηση, μέχρι και την εκδίκαση και έκδοση απόφασης επ’ αυτής.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση θα συνεχίσει ανενόχλητος να προσεγγίζει υφιστάμενους πελάτες των Αιτητών και των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών με σκοπό να τους αποσπάσει από αυτούς και να τους καταστήσει πελάτες του νέου του εργοδότη  προκαλώντας ανεπανόρθωτη και ανυπολόγιστη ζημιά, η οποία μπορεί να σταματήσει και να αποτραπεί, άμεσα, μόνο με την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων μονομερώς.

 

Σήμερα οι Αιτητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν πόσους και ποιους πελάτες, έχει προσεγγίσει ο Καθ’ ου η Αίτηση και κατά συνέπεια ποιους και πόσους πελάτες ενδεχόμενα να απωλέσουν από τις αντισυμβατικές και παράνομες ενέργειες του Καθ’ ου η Αίτηση ούτε και μπορούν να υπολογίσουν την ζημιά η οποία θα προκληθεί είτε άμεσα είτε σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Εκτός αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα μονομερώς και ο Καθ’ ου η Αίτηση εμποδιστεί να συνεχίσει την παράνομη και αντισυμβατική του συμπεριφορά, η οικονομική ζημιά την οποία θα υποστούν οι Αιτητές είναι τεράστια και ανυπολόγιστη και η ζημιά η οποία προκαλείται και εξακολουθεί να προκαλείται από τις ενέργειες του Καθ’ ου η Αίτηση, θα είναι καταστροφική για την φήμη και το όνομα των Αιτητών και των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών στην διεξαγωγή των εργασιών τους.»

 

Όλα τα παραπάνω και διάφορα άλλα, τα αναφέρει και ο Clive στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την αίτηση η οποία οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων.

 

Όμως, ανεξάρτητα από τα προηγούμενα, με μόνο λόγο ότι οι αιτητές καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση, 22 μόλις μέρες μετά που ο καθ’ ου η αίτηση τούς ανακοίνωσε την παραίτησή τους και 16 μέρες μετά που σύμφωνα με την εκδοχή τους, ανακοίνωσε την πρόσληψή τους στην ίδια θέση που κατείχε σ’ αυτούς σε ανταγωνιστική τους εταιρεία, εξ αντικειμένου δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπήρξε ολιγωρία εκ μέρους τους, ως προς το χρόνο που καταχώρησαν την αίτηση.

 

Και κάτι τελευταίο. Ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει θέσει οποιοδήποτε στοιχείο μαρτυρίας ενώπιόν μου, που αν το είχα υπόψη μου, καθ’ ον χρόνο επιλαμβανόμουν της αίτησης και εξέδιδα μονομερώς και πριν την καταχώρηση της απαίτησης τα επίμαχα διατάγματα, θα με απότρεπε να τα εκδώσω. Με αυτό δεδομένο, το να τα ακυρώσω σήμερα και να απορρίψω την αίτηση, αποδεχόμενος τη θέση του ότι οι αιτητές δεν έχουν καταδείξει το επείγον ή τις ιδιαίτερες περιστάσεις για έκδοση των διαταγμάτων, πριν την καταχώρηση της απαίτησης και μονομερώς, είναι ως εάν να λειτουργούσα σαν Εφετείο, με εκκαλούμενη, δική μου απόφαση.

 

Για τους 1ο, 15ο, 16ο και 24ο λόγους ένστασης, υποβάλλονται τα εξής:

 

Είναι η θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι η αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη, παράτυπη, ελλιπής, καταχρηστική, αντικανονική και καταχωρήθηκε κατά παράβαση των  ΚΠΔ. Ειδικά για το τελευταίο σημειώνονται τα ακόλουθα:

 

Πρώτο, το διάταγμα είναι πρόδηλα γενικό, ευρύ, ασαφές και καταχρηστικό και αδικαιολόγητα παρεμβατικό και προκαλεί αδικαιολόγητη και ανεπανόρθωτη ζημιά και δυσχέρεια στον καθ’ ου η αίτηση. Δεύτερο, το διάταγμα δεν παρείχε εξαιρέσεις και με τον τρόπο που διατυπώθηκε περιόρισε σημαντικά τη δυνατότητα του καθ’ ου η αίτηση να εργαστεί, ο οποίος, ως εκ της φύσης της εργασίας του έρχεται σε επαφή με πελάτες. Τρίτο, ο τρόπος που είναι διατυπωμένο το διάταγμα παρεμβαίνει στις βασικές συνταγματικές ελευθερίες και στα εκ του νόμου και συνταγματικά δικαιώματα του καθ’ ου η αίτηση και συγκεκριμένα, τα Άρθρα 25 και 26 (άσκηση  επαγγέλματος και ελευθερία του συμβάλλεσθαι). Περαιτέρω, κατά παράβαση του Μέρους 25.7(4) δεν καθορίζει με σαφήνεια τι οφείλει να πράξει ή να μην πράξει ο καθ’ ου η αίτηση.

 

Αρχίζοντας από το τελευταίο, δε συμφωνώ. Με απλή ανάγνωση και των τριών διαταγμάτων που έχουν εκδοθεί είναι σαφές, ότι αυτά καθορίζουν με απόλυτα σαφή και συγκεκριμένο τρόπο, τι οφείλει να κάνει ή να μην κάνει ο καθ’ ου η αίτηση.

 

Στο βαθμό που εγείρεται θέμα παρέμβασης στα δυο συνταγματικά δικαιώματα του καθ’ ου αίτηση που αναφέρονται πιο πάνω, αντί οποιασδήποτε απάντησης παραπέμπω απλώς στον όρο 3.5  της συμφωνίας εργοδότησης που ο καθ’ ου η αίτηση είχε συνάψει με τους αιτητές.

 

«3.5 Μη Ανταγωνισμός

3.5.1 Κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, ο Εργαζόμενος δεν θα αναλαμβάνει καμία δραστηριότητα, άμεσα ή έμμεσα, μόνος ή σε συνεργασία με άλλα μέρη, σε επιχείρηση που ανταγωνίζεται, άμεσα ή έμμεσα, τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που διεξάγει ο Εργοδότης ή οι συνδεδεμένες με αυτόν εταιρείες ανά πάσα στιγμή και στις περιοχές όπου αυτές οι επιχειρηματικές δραστηριότητες διεξάγονται (η «Περιορισμένη Επιχείρηση»). Ειδικότερα, ο Εργαζόμενος δεν θα:


(α)       αποσπάσει ή επιχειρεί να αποσπάσει από τον Εργοδότη την επιχειρηματική δραστηριότητα ή συνεργασία οποιασδήποτε εταιρείας, οργανισμού ή προσώπου που ήταν πελάτης ή συνήθιζε να συνεργάζεται με τον Εργοδότη, με τον οποίο ο Εργαζόμενος είχε επαφή ή για τον οποίο έλαβε γνώση ή πληροφορήθηκε κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης (ο «Περιορισμένος Πελάτης»), με σκοπό την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε αυτόν τον Περιορισμένο Πελάτη σε σχέση με μια Περιορισμένη Επιχείρηση.

...

Οι υπο-παράγραφοι (α) και (β) ανωτέρω θα παραμείνουν σε ισχύ για περίοδο δύο (2) ετών μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως του τρόπου λήξης αυτής, και θα εφαρμόζονται στον Εργαζόμενο είτε ενεργεί ως φυσικό πρόσωπο είτε ως μέλος άλλης νομικής οντότητας, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα.»

 

Για τα δυο πρώτα που υποβάλλονται στο ίδιο πλαίσιο, η θέση μου είναι η εξής. Όταν αργότερα θα υπεισέλθω στις τρεις ουσιαστικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για σκοπούς έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων και αν χρειαστεί στο ισοζύγιο της ευχέρειας, εάν διαπιστωθεί ότι ευσταθεί οτιδήποτε απ’ όσα υποβάλλεται, αυτό δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε ακύρωση των διαταγμάτων και κατ’  επέκταση, σε απόρριψη της αίτησης. Για την ώρα, να πω απλώς, ότι το άρθρο 32(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρόνο, για εύλογη αιτία, όχι μόνο να ακυρώσει αλλά και να τροποποιήσει, οποιοδήποτε  ενδιάμεσο διάταγμα.

 

Στο ίδιο πλαίσιο, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ’ ου η αίτηση υποβάλλουν και τα εξής:

 

Κατά παράβαση του Μέρους 25 Πίνακας Β δεν επιδόθηκε στον καθ’ ου η αίτηση αντίγραφο της εγγύησης.

 

Και να ισχύει αυτό, ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι γιατί οδηγεί άνευ άλλου σε ακύρωση των επίμαχων διαταγμάτων και σε απόρριψη της αίτησης.

 

Ακολούθως, κατά παράβαση του Μέρους 23.4(5) και 25.3.(2) δεν υποβλήθηκε προσχέδιο του ζητούμενου διατάγματος.

 

Υποβλήθηκε προσχέδιο των αιτούμενων διαταγμάτων, στις 3/2/2025 και βρίσκεται στο φάκελο της αίτησης.

 

Η θέση ότι οι αιτητές, κατά παράβαση του Μέρους 25.2(3) δε ζήτησαν και/ή δεν  έλαβαν οδηγίες από το Δικαστήριο για καταχώρηση απαίτησης μετά την έκδοση του διατάγματος, ως επίσης και ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταχωριστεί απαίτηση, απαντάται σε άλλο σημείο (πιο πάνω).

 

Η τελευταία θέση που υποβάλλεται στο ίδιο, πάντοτε, πλαίσιο είναι ότι οι αιτητές, κατά παράβαση του Μέρους 23.8 των ΚΠΔ παρέλειψαν να καταχωρίσουν ξεχωριστή ένορκη δήλωση και/ή δήλωση μάρτυρα με την οποία να παραθέτουν τους λόγους  του επείγοντος.

 

Αυτό είναι γεγονός, όμως αποτελεί επίσης γεγονός, ότι το Μέρος 3.8 των ΚΠΔ το οποίο παρέχει γενική εξουσία στο Δικαστήριο για διόρθωση θεμάτων όταν υπάρξει διαδικαστικό σφάλμα προνοεί ότι όταν υπάρξει τέτοιο σφάλμα, όπως παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό, το σφάλμα δεν ακυρώνει οποιοδήποτε βήμα στη διαδικασία, εκτός εάν διαταχθεί κάτι τέτοιο από το Δικαστήριο. Το οποίο μπορεί να εκδώσει διάταγμα διόρθωσης του σφάλματος. Σύμφωνα με την παράγραφο (2) του ίδιου κανονισμού, το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα ακύρωσης οποιουδήποτε βήματος εκτός εάν ικανοποιηθεί ότι πρώτο, το διαδικαστικό σφάλμα ήταν σοβαρό και δεύτερο, το εν λόγω διάταγμα είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, λαμβάνοντας υπόψη τον πρωταρχικό σκοπό.

 

Επιλήφθηκα της υπό κρίση αίτησης μονομερώς και εξέδωσα τα τρία πρώτα από τα αιτούμενα διατάγματα, έχοντας γνώση της επί του προκειμένου παράλειψης των αιτητών. Αυτό σημαίνει πως δε θεώρησα σοβαρή την εν λόγω παράλειψη, αφού εάν τη θεωρούσα και νοουμένου ότι έκρινα ότι θα ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, έχοντας υπόψη και τον πρωταρχικό σκοπό, πολύ απλά θα διέτασσα την ακύρωση του σχετικού διαβήματος, που στην πράξη θα ισοδυναμούσε με απόρριψη της αίτησης. Από τη στιγμή που δεν το έκανα και αντ’ αυτού επιλήφθηκα της αίτησης και στο πλαίσιό της εξέδωσα τα επίμαχα διατάγματα, το να τα ακυρώσω σήμερα και να απορρίψω την αίτηση για το συγκεκριμένο λόγο, θα αποτελούσε αντινομία.   

 

Για το 2ο λόγο ένστασης, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ’ ου η αίτηση αναφέρουν τα εξής:

 

Είναι η θέση του ότι η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι παράτυπη, ανεπαρκής, ελαττωματική, περιέχει αναλήθειες, αβάσιμους και/ή αστήρικτους και/ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς και ως εκ τούτου δε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.

 

Η παραπάνω θέση, εκτός από γενική και αόριστη, για μια φορά ακόμη παραβλέπει πλήρως τις αρχές που αναδύονται από το απόσπασμα από την ZONDRVAN GROUP LTD το οποίο εκτίθεται σε άλλο σημείο (πιο πάνω).

 

Με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης, πάντοτε όπως αυτοί αναπτύσσονται από τους ευπαίδευτους δικηγόρους του καθ’ ου η αίτηση υποβάλλεται ότι τα επίμαχα διατάγματα δεν μπορούν να οριστικοποιηθούν και πως δεν μπορεί να εκδοθεί το τέταρτο, επειδή δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσής τους. Για τα πρώτα υποβάλλεται και ότι δεν είναι δίκαιο και εύλογο να παραμείνουν σε ισχύ και για το αιτούμενο, να εκδοθεί.

 

Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 - το οποίο περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων - έχει τύχει εκτεταμένης ανάλυσης και ερμηνείας σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Βλέπε μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248), Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, AK International UK Ltd v. Πλοίου “Νaime S” (Αρ.2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1456, Κύριλλου ν. Λάμπρου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1528 και Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 225, από την οποία και  τ’ ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Προσωρινά διατάγματα εκδίδονται με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όταν το Δικαστήριο κρίνει πως η παροχή τέτοιας θεραπείας είναι δίκαιη και ευχερής. Το άρθρο αυτό του Νόμου έχει εξετασθεί  επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σωρεία υποθέσεων. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, καθορίζονται συνοπτικά μεν αλλά πολύ περιεκτικά και με σαφήνεια, οι αρχές που διέπουν την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων και εκείνες που ρυθμίζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Οι τρεις βασικές προϋποθέσεις είναι:

 

(1)         Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,

(2)         Η ύπαρξη  ορατής πιθανότητας επιτυχίας και

(3)         Η πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Όπως υποδεικνύεται στην Odysseos, στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα (Βλ. επίσης την υπόθεση Ιπποδρομιακή  Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ”Bασίλη (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Πρέπει να τονίσουμε πως τα Δικαστήρια εκδίδουν τέτοια διατάγματα με φειδώ.»

 

Σύμφωνα με την Κύριλλου (ανωτέρω):

 

«Σε αιτήσεις για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 για να δημιουργηθεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο το Δικαστήριο στην ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα προχωρήσει να αποφασίσει υπέρ ή εναντίον της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος. Πρέπει να τονισθεί σε αυτό το στάδιο ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει σε βάθος την προσφερόμενη μαρτυρία για να προβεί σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και δεν καταλήγει σε ευρήματα γεγονότων εκτός μόνο για την εξακρίβωση εκείνων των αναγκαίων στοιχείων τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη θεμελίωση των κριτηρίων του άρθρου 32». 

 

Για σκοπούς πληρέστερης αναφοράς στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου προστίθενται και τα εξής: 

 

Σύμφωνα με την Odysseos (ανωτέρω), σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την ακρόαση, δεν υπάρχει λόγος να ερμηνευθεί ότι εξυπακούει οτιδήποτε περισσότερο από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης, με βάση τη δύναμη των εγγράφων προτάσεων. Με αναφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, η έννοια της πιθανότητας επιτυχίας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις. Η πιθανότητα στο πλαίσιο της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) απαιτεί από τον αιτητή να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας. Σε σχέση με την ίδια προϋπόθεση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Κυτάλα κ.ά. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 253, η διακρίβωση επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ενώ στη Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788 υπενθυμίζεται ότι, γενικά, η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων. Ομοίως και στη Γρηγορίου (ανωτέρω επίσης) από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την δίκη της ουσίας της υπόθεσης».                          

 

Βλ. και τη ZONDRVAN GROUP LTD (ανωτέρω).

 

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και τα ακόλουθα από την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. CYFIELD - NEMESIS κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. E52/21, ημερ. 10/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:A79:

 

«Η δεύτερη προϋπόθεση,  εξυπακούει την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, όρος που, κατά την Odysseosέχει την έννοια ότι ο αιτητής οφείλει να καταδείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας, δηλαδή κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά  πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».  Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο αιτητής σε θεραπεία συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα, με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάζει («evidential strength of the case of the plaintiff»). Η αξιολόγηση γίνεται χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία και πολύ περισσότερο να καταλήγει σε ευρήματα επί της ουσίας.  Σε αυτό το στάδιο αξιολογείται η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του διαδίκου που ζητά ενδιάμεση θεραπεία, σε συνάρτηση με τυχόν αντίθετη εκδοχή, για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας ..»

 

Τέλος, με αναφορά στην τρίτη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos και πάλι, αυτή σχετίζεται με το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων, υπό το φως των γεγονότων κάθε υπόθεσης, σε βαθμό που, αν η επιδίκασή τους στο τελικό στάδιο είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ενάγοντα, τότε η έκδοση του διατάγματος δεν είναι απαραίτητη. Με αυτά φυσικά δε μου διαφεύγει ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (βλ. Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231) αλλά και διάφορα άλλα - μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245).

 

Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης σ’ όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:

 

Έχοντας υπόψη ότι η σύμβαση αποτελεί αναγνωρισμένη βάση αγωγής και η παράβασή της, αναγνωρισμένη αιτία αγωγής και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση, η προς καταχώρηση αγωγή των αιτητών έχει ως βάση της και την επίμαχη σύμβαση εργοδότησης του καθ’ ου η αίτηση από τους ίδιους και αιτία της, την κατ’ ισχυρισμό τους, παράβασή της από τον καθ’ ου η αίτηση και με δεδομένο ότι η διάπραξη του αστικού αδικήματος της Iδιoπoίησης, το οποίο οι αιτητές αποδίδουν στον καθ’ ου η αίτηση σύμφωνα με το άρθρο 39 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, επίσης αποτελεί αναγνωρισμένη βάση και αιτία αγωγής, η πρώτη ουσιαστική προϋπόθεση για έκδοση των επίμαχων προσωρινών διαταγμάτων καθώς και για το αιτούμενο (υπό Δ στην αίτηση) έχει αποδειχθεί.

 

Και η δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση έχει αποδειχθεί.

 

Πλείστοι από τους ισχυρισμούς των αιτητών, τους οποίους προβάλλουν για σκοπούς στοιχειοθέτησης της υπό εξέταση προϋπόθεσης υποστηρίζονται από διάφορα έγγραφα/τεκμήρια, αρκετοί από αυτούς αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ενώ, στο βαθμό που αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, είναι φανερό, ότι αυτός, για άλλη μια φορά παραβλέπει την προαναφερθείσα νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία - για να επαναλάβω - το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης (βλ. τις Κύριλλου, Γρηγορίου, ZONDRVAN GROUP LTD και ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ανωτέρω).

 

Όσα ακολουθούν είναι από την ένορκη δήλωση του Clive:

 

Οι αιτητές, οι συνδεδεμένες με αυτούς κυπριακές εταιρείες PrimeXM Services (Cyprus) Ltd και PrimeXM Networks Ltd και η εκτός Κύπρου εγγεγραμμένη, εταιρεία PrimeXM DMCC απαρτίζουν τα μέλη του ομίλου PrimeXM (στο εξής ο «Όμιλος») ο οποίος από το 2010 εξειδικεύεται στην παροχή, έναντι αμοιβής, τελευταίας τεχνολογίας λογισμικών λύσεων (συστήματα) χρησιμοποιούμενες κατά τη διεκπεραίωση χρηματοοικονομικών συναλλαγών καθώς και υπηρεσιών στέγασης και φιλοξενίας διαδικτύου, για χρηματοοικονομικά και/ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (cutting-edge trading technology and hosting solutions for financial institutions), τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.

 

Τόσο οι αιτητές όσο και άλλες εταιρείες, μέλη του Ομίλου, προς εκτέλεση και επέκταση των εργασιών τους εργοδοτούν τόσο υψηλόβαθμο όσο και βοηθητικό προσωπικό.

 

Δυνάμει γραπτής συμφωνίας εργοδότησης, ημερομηνίας 1/11/2019, μεταξύ των αιτητών και του καθ’ ου η αίτηση, οι πρώτοι προσέλαβαν το δεύτερο στη θέση του Συμβούλου Διατήρησης Πελατών (Retention Agent). Ο οποίος, την 1/1/2020 προάχθηκε στη θέση του διευθυντή πελατειακών σχέσεων και την 1/8/2022 στη θέση του Επικεφαλής Διαχείρισης Σχέσεων Παγκοσμίως με τον τίτλο Global Head of Relationship Management, θέση την οποία κατείχε μέχρι και τις 8/1/2025.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση ως επικεφαλής του εν λόγω τμήματος, είχε τα ακόλουθα καθήκοντα:

 

(α)         Ανάπτυξη και εκτέλεση της παγκόσμιας στρατηγικής διαχείρισης σχέσεων, ευθυγραμμισμένης με τους συνολικούς επιχειρηματικούς στόχους και το όραμα του Ομίλου.

(β)         Αναγνώριση και αξιολόγηση ευκαιριών για την επέκταση της παρουσίας του Ομίλου σε υπάρχουσες και αναδυόμενες αγορές.

(γ)         Συνεργασία με την ανώτερη διοίκηση τόσο των Αιτητών όσο και του Ομίλου για την ευθυγράμμιση των προσπαθειών διαχείρισης σχέσεων με την ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών.

(δ)         Δράση ως κύριο σημείο επαφής για πελάτες του Ομίλου υψηλού επιπέδου, διασφαλίζοντας ότι οι ανάγκες τους καλύπτονται.

(ε)         Καλλιέργεια μακροχρόνιων σχέσεων με τους πελάτες του Ομίλου, κατανοώντας τις επιχειρηματικές τους ανάγκες, προκλήσεις και στόχους.

(στ)       Παροχή προσαρμοσμένων λύσεων για τη βελτίωση της εμπλοκής και ικανοποίησης των πελατών του Ομίλου.

(ζ)         Εφαρμογή στρατηγικών για την αύξηση της διατήρησης και της αφοσίωσης των εκάστοτε πελατών του Ομίλου.

(η)         Ηγεσία, καθοδήγηση και διαχείριση μιας παγκόσμιας ομάδας διαχειριστών σχέσεων πελατών.

(θ)         Καθορισμός δεικτών απόδοσης και εποπτεία της συμμόρφωσης της ομάδας με βέλτιστες πρακτικές.

(ι)          Διοργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για την ενίσχυση των δεξιοτήτων και της εξειδίκευσης των μελών της ομάδας στη διαχείριση λογαριασμών πελατών του Ομίλου.

(κ)         Αναγνώριση και επιδίωξη νέων επιχειρηματικών ευκαιριών, αξιοποιώντας τις σχέσεις για την αύξηση των εσόδων.

(λ)         Ανάπτυξη και διαχείριση στρατηγικών συνεργασιών για την ενίσχυση των προσφερόμενων προϊόντων και της παρουσίας του Ομίλου στην αγορά.

(μ)         Ενημέρωση για τις τάσεις της αγοράς και τα σχόλια των πελατών του Ομίλου για την καθοδήγηση πρωτοβουλιών επιχειρηματικής ανάπτυξης.

(ν)         Διασφάλιση ομαλής διαδικασίας ενσωμάτωσης για νέους πελάτες του Ομίλου και απρόσκοπτη μεταβίβαση στις ομάδες διαχείρισης λογαριασμών.

(ξ)         Εποπτεία της επίλυσης σύνθετων θεμάτων και προκλήσεων πελατών του Ομίλου, εξασφαλίζοντας άμεσες και αποτελεσματικές λύσεις.

(ο)         Συνεργασία με εσωτερικά τμήματα (π.χ. τεχνολογία, πωλήσεις, μάρκετινγκ) για τη βελτίωση της παροχής υπηρεσιών και της ευθυγράμμισης των προϊόντων με τις ανάγκες των πελατών του Ομίλου.

(π)        Ανάλυση δεδομένων πελατών του Ομίλου και τάσεων της αγοράς για τον εντοπισμό ευκαιριών για αναβάθμιση ή διεύρυνση υπηρεσιών.

(ρ)         Παρακολούθηση δεικτών απόδοσης για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των στρατηγικών διαχείρισης σχέσεων.

(σ)         Προετοιμασία και παρουσίαση αναφορών στη διοίκηση σχετικά με σχόλια πελατών του Ομίλου, δείκτες απόδοσης και πληροφορίες αγοράς.

(τ)          Διασφάλιση ότι όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με πελάτες του Ομίλου συμμορφώνονται με τους σχετικούς κανονισμούς και τις πολιτικές του Ομίλου.

(υ)         Παρακολούθηση δραστηριοτήτων πελατών του Ομίλου για την αναγνώριση πιθανών κινδύνων και εφαρμογή στρατηγικών μετριασμού αυτών.

 

Η πιο πάνω θέση του καθ’ ου η αίτηση, ήταν σημαντικότατη και υπεύθυνη και ο ίδιος ήταν ψηλά στην ιεραρχία τόσο των αιτητών όσο και του Ομίλου, γενικότερα. Σ’ αυτό το πλαίσιο είχε επαφή και χειριζόταν μεγάλο αριθμό πελατών, στους οποίους περιλαμβάνονταν οι μεγαλύτεροι σε μέγεθος πωλήσεων, πελάτες του Ομίλου, οι οποίοι παραπέμπονταν στον ίδιο για να τους χειριστεί. Ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, αυτός ήλεγχε και διαχειριζόταν αριθμό πελατών η μηνιαία τιμολόγηση των οποίων, ήταν της τάξης του €1.122.696,26.

 

Το συνολικό ποσό των απολαβών του από το Νοέμβριο του 2019 που εργοδοτήθηκε από τους αιτητές, μέχρι το Δεκέμβριο του 2024, ήταν €363.623,16, το οποίο αποτελείτο από μισθούς, προμήθειες και μπόνους.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση με ηλεκτρονικό μήνυμα του στον Clive, ημερομηνίας 21/10/2024, ανέφερε τα εξής:

 

«Αγαπητή ομάδα,

Καλημέρα!

Παρακαλώ δεχτείτε το παρόν ως ειδοποίηση για την παραίτησή μου από τη θέση μου στην PrimeXM.

Μετά από προσεκτική σκέψη, αποφάσισα να επικεντρωθώ στη σωματική και ψυχική μου υγεία. Πιστεύω ότι ένα διάλειμμα θα μου επιτρέψει να επανέλθω στον σωστό δρόμο.

Θέλω να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη σε όλους σας για την υποστήριξη, την καθοδήγηση και τη συνεργασία καθ' όλη τη διάρκεια της παρουσίας μου εδώ. Έχω μάθει πολλά από τον καθένα σας και θα εκτιμώ πάντα τις στιγμές που μοιραστήκαμε.

 

         Από την πλευρά μου, εύχομαι στην PrimeXM και σε όλους εσάς ό,τι καλύτερο.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση κλήθηκε αμέσως στα γραφεία των αιτητών από τον Clive στον οποίο ανάφερε ότι είχε κουραστεί. Επειδή μόλις είχε επιστρέψει από παγκόσμια έκθεση στο Dubai, ο Clive εξέφρασε την κατανόησή του στην ανάγκη του για σωματική και ψυχική ξεκούραση και του πρότεινε αντί να τερματίσει την εργοδότησή του στους αιτητές, να λάβει άδεια με απολαβές μέχρι 3 μήνες, ώστε να μπορέσει να ξεκουραστεί και να ολοκληρώσει το υπό ανέγερση σπίτι του. Επιπλέον, συμφώνησαν όπως λάβει, άμεσα και εφάπαξ, ποσό €40.000, σαν προπληρωμή για προμήθειες πωλήσεων για τα έτη 2023-2024. Ακόμη συμφώνησαν να μην παραστεί, ως θα όφειλε και όπως γινόταν μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, στην ίδια έκθεση που θα γινόταν πάλι στο Dubai το Ιανουάριο του 2025. Περαιτέρω, ο Clive του ανέφερε ότι με την επιστροφή του στην εργασία και στα καθήκοντά του, θα αφιέρωνε χρόνο για να ανανεώσει τη γνώση του στα προϊόντα του Ομίλου και να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη της αγοράς στην Αυστραλία. Ο καθ’ ου η αίτηση συμφώνησε με όσα του πρότεινε ο Clive τα οποία επιβεβαίωσε και γραπτώς σε επικοινωνία μέσω της διαδικτυακής εφαρμογής Telegram, στις 21/10/2024, έλαβε δε τόσο την άδεια με απολαβές όσο και το ποσό των €40.000.  

 

Στις 7/1/2025, ο καθ’ ου η Αίτηση επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τον Clive και του ανακοίνωσε ότι, παρά τα όσα είχαμε συμφωνήσει (ως ανωτέρω) παραιτείται με άμεση ισχύ, χωρίς να δώσει, ως θα όφειλε, προειδοποίηση.

 

Την επομένη, 8/1/2025, το πρωί ο καθ’ ου η αίτηση επέστρεψε στα γραφεία των αιτητών, το γραφειακό εξοπλισμό που ανήκε σ’ αυτούς τον οποίο είχε στην κατοχή του. Ο εξοπλισμός αυτός περιλάμβανε και φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ιδιοκτησίας των αιτητών, μέσω του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση, καθ’ όλη τη διάρκεια της άδειας που του είχε δοθεί είχε πρόσβαση, σε όλα τα δεδομένα και συστήματα του Ομίλου στα οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, λίστες πελατών, τα δεδομένα και συστήματα των πελατών, χρηματοοικονομικά στοιχεία των πελατών, πρόσβαση στα λογισμικά συστήματα του Ομίλου. Γενικά  είχε πρόσβαση σε όλα τα δεδομένα του Ομίλου και των πελατών αυτών, ως εάν να εργαζόταν από τα γραφεία των αιτητών.

 

Την ίδια, πάντοτε μέρα, ο καθ’ ου η αίτηση ανάρτησε στο προφίλ του, στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης Linkedin, ότι είχε παραιτηθεί από τους αιτητές από τον Οκτώβριο του 2024, γεγονός το οποίο δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Στη σχετική ανάρτηση, ο καθ’ ου η αίτηση, μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής:

 

«…Τώρα, καθώς ξεκινά το 2025, είμαι ενθουσιασμένος που ξεκινώ ένα νέο κεφάλαιο γεμάτο με νέες ευκαιρίες και προκλήσεις. Ανυπομονώ για ό,τι επιφυλάσσει το μέλλον και για τη συνέχιση της πορείας μου προς την ανάπτυξη και την επιτυχία…»

 

Όταν ο Clive είδε την ανάρτηση σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του, όταν το ρώτησε αν βρήκε δουλειά αλλού, απάντησε αρνητικά.

 

Στις 13/1/2025, ο καθ’ ου η αίτηση δημοσίευσε στο προσωπικό του προφίλ, στην πλατφόρμα Linkedin, ότι προσλήφθηκε ακριβώς στην ίδια θέση που είχε στους αιτητές, μέχρι τις 7/1/2025, δηλαδή στη θέση του Global Head of Relationship Management, σε ανταγωνιστική εταιρεία. Το κείμενο της σχετικής ανάρτησης έχει ως εξής:

 

«Συναρπαστικά Νέα!

Είμαι ενθουσιασμένος να ανακοινώσω ότι θα ενταχθώ στην Centroid Solutions ως Επικεφαλής Διαχείρισης Σχέσεων Παγκοσμίως [Global Head of Relationship Management].

Ανυπομονώ να συμβάλλω στην ανάπτυξη και την επιτυχία της εταιρείας, συνεργαζόμενος με μια τόσο ταλαντούχα και καινοτόμο ομάδα. Είμαι βέβαιος ότι αυτό το νέο κεφάλαιο θα φέρει συναρπαστικές ευκαιρίες.

Ευχαριστώ όλους όσοι με υποστήριξαν σε αυτό το ταξίδι. Στην υγειά των νέων ξεκινημάτων!»

 

Η εταιρεία Centroid Solutions, δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα με τους αιτητές και γενικότερα τον Όμιλο, προσφέροντας λογισμικές λύσεις ίδιας φύσης με αυτές του Ομίλου σε πελάτες ίδιας κατηγορίας με τους πελάτες του Ομίλου, είναι δε ανταγωνιστές των αιτητών και του Ομίλου γενικότερα.

 

Την ίδια μέρα, ανάμεσα στα πρόσωπα που συνεχάρησαν τον καθ’ ου η αίτηση, μέσα από την πλατφόρμα Linkedin, για τη νέα του δουλειά ήταν και ο κ. Lochlan White, Chief Operating Officer της εταιρείας Scope Prime, εκ των μεγαλύτερων πελατών του Ομίλου, ο οποίος του του είπε «…Θα σε δω αύριο.».

 

Την επόμενη, 14/1/2025 ξεκινούσε παγκόσμια έκθεση IFX EXPO στο Dubai την οποία επισκέπτονται δεκάδες εταιρείες οι οποίες ασχολούνται με την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών διαδικτυακά και αποτελούν υφιστάμενους πελάτες του Ομίλου ή υποψήφιους νέους πελάτες τόσο για τον Όμιλο όσο και για άλλες εταιρείες που παρέχουν παρόμοιας φύσης υπηρεσίες.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση παρευρέθηκε στην έκθεση εκ μέρους της Centroid Solutions, με την ιδιότητα του Global Head of Relationship Management, ενώ εάν δεν υπήρχε η παραπάνω συμφωνία που είχε κάνει με τον Clive, θα παρευρισκόταν σ’ αυτή, ως επικεφαλής της ομάδας που θα εκπροσωπούσε τον Όμιλο.

 

Ως έχει πληροφορηθεί ο Clive από τον άλλο διευθυντή των αιτητών, Αντώνη Χρίστου, στέλεχος ενός εκ των μεγάλων πελατών τους, τον ενημέρωσε ότι ο καθ’ ου η αίτηση, ενώ βρισκόταν στην έκθεση επικοινώνησε με ένα εκ των διευθυντών των εν λόγω πελατών και ζήτησε να διευθετήσει μαζί τους συνάντηση.

 

Μετά τη λήξη της έκθεσης, ο καθ’ ου η αίτηση αναδημοσίευσε ανάρτηση των νέων εργοδοτών του, Centroid Solutions, στο προφίλ του στην πλατφόρμα Linkedin, η οποία αποτελείτο από αριθμό φωτογραφιών, στις οποίες φαίνεται ο ίδιος να αγκαλιάζει και να συνομιλεί με στελέχη υφιστάμενων πελατών του Ομίλου. Συγκεκριμένα, στη μια φωτογραφία φαίνεται να αγκαλιάζει εγκάρδια τον  κ. H. Ozan Yilmaz, ο οποίος εργάζεται ως Trading Operations Officer στην Advanced Markets Group. Η Advance Markets Group είναι όμιλος εταιρειών στον οποίο ανήκει και η εταιρεία Advanced Markets Ltd, πελάτες του Ομίλου, οι οποίοι  ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο πελατών που διαχειριζόταν ο καθ’ ου η αίτηση. Σε άλλη φωτογραφία φαίνεται να συνομιλεί με τον κ. Chauncey Boreham, o οποίος κατέχει τη θέση του Senior Sales Director στην εταιρεία Finalto, εταιρεία συνδεδεμένη με την Lane Square Enterprises Ltd, πελάτες του Ομίλου, οι οποίοι ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο πελατών που διαχειριζόταν ο Καθ’ ου η Αίτηση. Στην ίδια φωτογραφία ακριβώς δίπλα από τον καθ’ ου η αίτηση είναι και ο ανώτερος εκτελεστικός διευθυντής των νέων εργοδοτών του, κ. Christian Vlasceanu.

 

Από τα παραπάνω γεγονότα και τεκμήρια προκύπτουν ξεκάθαρα και αβίαστα τα εξής:

 

(α)       Ενώ ο Καθ’ ου η Αίτηση παραπλανητικά παρέστησε στους αιτητές ότι έχει ανάγκη ξεκούρασης, ψυχικής και σωματικής,  κατά το διάστημα που υποτίθεται ότι θα ξεκουραζόταν και κατά το οποίο εξακολουθούσε να βρίσκεται στην εργοδότηση των αιτητών και να πληρώνεται κανονικά σαν υπάλληλός, αφού, δεν είχε δώσει οποιαδήποτε προειδοποίηση τερματισμού της απασχόλησης του στους ίδιους, προέβαινε σε διευθετήσεις για την εργοδότησή του από τους Centroid Solutions. Αυτό είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα, αφού στις 13/1/2025 προέβη στην ανάρτηση (ανωτέρω) και την επομένη, 14/1/2025, δηλαδή, μια μόλις μέρα μετά την ανακοίνωση της εργοδότησης του από τους Centroid Solutions, παρευρέθηκε στην έκθεση, εκπροσωπώντας τους. O Clive δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πότε συμφώνησε με τους νέους εργοδότες του ούτε κατά πόσο, κατά το διάστημα που προηγήθηκε της παραίτησης του, εξοικειωνόταν με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Όμως, ως εκ της θέσης και της εμπειρίας του (ο Clive) γνωρίζει ότι για να εξοικειωθεί οποιοσδήποτε με την παροχή των υπηρεσιών τέτοιας φύσεως εταιρείας καθώς και των προϊόντων της, σε βαθμό που να μπορεί να την εκπροσωπήσει σε οποιαδήποτε έκθεση ή συνάντηση, απαιτείται να ξοδέψει χρόνο και να τύχει εκπαίδευσης, ακόμη και αν διαθέτει προγενέστερη εμπειρία σε παρόμοιας φύσης υπηρεσίες και προϊόντα. Αν επομένως, κατά το διάστημα που προηγήθηκε της παραίτησής του, εξοικειωνόταν με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των νέων του εργοδοτών του για να τους εκπροσωπήσει στις 14/1/2025 στην έκθεση, τότε υπάρχει ξεκάθαρη παραβίαση της υποχρέωσης μη ανταγωνισμού, όπως προκύπτει από την συμφωνία εργοδότησης, Αν δεν εξοικειωνόταν με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των νέων του εργοδοτών του, τότε, ο μόνος λόγος για τον οποίο παρευρέθηκε εκ μέρους τους στην έκθεση, είναι για να εκμεταλλευτεί, προς όφελος του ιδίου και των νέων του εργοδοτών, τις γνωριμίες και διασυνδέσεις που απέκτησε κατά την εργοδότησή του από τους αιτητές, με τους πελάτες του Ομίλου. Και σε αυτή την περίπτωση παραβιάζει άμεσα τις συμβατικές του υποχρεώσεις όπως αυτές προβλέπονται στην συμφωνία εργοδότησης καθώς και στη συμφωνία μη Ανταγωνισμού.

 

(β)       Ο καθ’ ου η αίτηση ψευδώς και ηθελημένα απάντησε αρνητικά στην ερώτηση του Clive αν βρήκε αλλού δουλειά. Ένας από τους λόγους ήταν για να αποφύγει την οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ τους, όσον αφορά την εργοδότησή του από άμεσα ανταγωνίστρια με τους αιτητές, εταιρεία και ειδικότερα, στην ίδια ακριβώς θέση, με τον ίδιο ακριβώς τίτλο, φοβούμενος ότι αν του το ανέφερε θα του εφιστούσε την προσοχή στις δεσμεύσεις μη ανταγωνισμού και μη προσέγγισης πελατών και γενικά, μη χρήσης εμπιστευτικών πληροφοριών, που είχε έναντι των αιτητών, τόσο λόγω της θέσης του, αλλά και ως αυτές προκύπτουν από τη συμφωνία εργοδότησης, αλλά και από την συμφωνία μη αποκάλυψης (Non-Disclosure Agreement).

 

(γ)        Το γεγονός και μόνο ότι ανακοίνωσε την εργοδότησή του στους Centroid Solutions, στις 13/1/2025, 5 μόλις μέρες μετά που ανέφερε ψευδώς στον Clive, ότι δε βρήκε άλλη εργασία σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στις 14/1/2025 ήταν στην έκθεση, παρά το γεγονός, ότι δε θα παρευρισκόταν σ’ αυτή εκ μέρους των αιτητών, αποδεικνύει ότι, προτού ανακοινώσει στον Clive ότι θα παραιτηθεί και ενώ εργοδοτείτο ακόμα από τους αιτητές και πληρωνόταν από αυτούς, προέβαινε σε διευθετήσεις για το ταξίδι και τη διαμονή του στο Dubai όπου έλαβε χώρα η έκθεση.

 

(δ)       Παρά το γεγονός ότι δε θα παρευρισκόταν στην έκθεση εκ μέρους του Ομίλου, από τη βεβαιότητα με την οποία ο κ. Lochlan White τού ανέφερε ότι θα τον δει την επόμενη μέρα, προκύπτει ξεκάθαρα ότι είχε επικοινωνήσει με πελάτες του Ομίλου, ενώ ήταν με πληρωμένη άδεια και εργοδοτούμενος των αιτητών, στους οποίους γνωστοποίησε όχι μόνο ότι θα βρισκόταν στην έκθεση την επόμενη μέρα, αλλά διευθέτησε και συνάντηση μαζί τους.

 

(ε)        Το γεγονός και μόνο ότι ζήτησε να διευθετηθεί επίσημη συνάντηση με διευθυντή πελατών του Ομίλου, καταδεικνύει τις ενέργειές του και την προσπάθειά του να αποσπάσει πελάτες του Ομίλου και να τους μεταφέρει στους νέους του εργοδότες και σε κάθε περίπτωση, να διαταράξει τις επαγγελματικές σχέσεις των αιτητών και του Ομίλου, γενικότερα, με τους πελάτες τους, για δικό του όφελος.

 

Όλα τα πιο πάνω, αποτελούν άμεση παραβίαση των συμβατικών δεσμεύσεών του έναντι των αιτητών. Ειδικότερα, οι ενέργειές του συνιστούν παραβίαση των όρων 3.3 και 3.5.1(α) της συμφωνίας εργοδότησης (τεκμήριο 1), που προνοούν τα εξής:       

 

            «3.3 Εμπιστευτικότητα

3.3.1 Ο Εργαζόμενος αναγνωρίζει ότι, λόγω της εργασίας και των υπηρεσιών του προς τον Εργοδότη, θα έχει πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες του Εργοδότη και των συνδεδεμένων με αυτόν εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά, πληροφοριών και γνώσεων που αφορούν προϊόντα, εφευρέσεις, καινοτομίες, σχέδια, διαγράμματα, ιδέες, έννοιες, προτάσεις και πλάνα, εμπορικά μυστικά, αποκλειστικές πληροφορίες, διαδικασίες, μεθόδους παραγωγής, διαφήμισης, πωλήσεων και συστήματα, αριθμούς πωλήσεων και κερδών, λίστες πελατών και πελατολογίου, εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται από άλλους εργαζομένους, πελάτες, προμηθευτές, αντιπροσώπους, συνεργάτες, συνεταίρους, συν-επιχειρηματίες και άλλα μέρη που συνεργάζονται με τον Εργοδότη και τις συνδεδεμένες εταιρείες του, καθώς και σχέσεις με αντιπροσώπους, εκπροσώπους, μεταπωλητές, διανομείς, χονδρεμπόρους, πελάτες, προμηθευτές και άλλους με τους οποίους ο Εργοδότης ή οι συνδεδεμένες εταιρείες του έχουν επαγγελματικές σχέσεις (εφεξής οι «Εμπιστευτικές Πληροφορίες»).

3.3.2 Ο Εργαζόμενος αναγνωρίζει ότι οι Εμπιστευτικές Πληροφορίες αποτελούν πολύτιμο και μοναδικό περιουσιακό στοιχείο του Εργοδότη και δεσμεύεται ότι δεν θα αποκαλύψει, χωρίς γεωγραφικό περιορισμό, είτε κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης είτε οποιαδήποτε στιγμή μετά τη λήξη της παρούσας Συμφωνίας, οποιαδήποτε από αυτές τις Εμπιστευτικές Πληροφορίες σε οποιοδήποτε πρόσωπο για οποιονδήποτε λόγο (εκτός εάν το απαιτούν τα καθήκοντά του ως εργαζόμενος του Εργοδότη), χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση εξουσιοδοτημένου ατόμου από τον Εργοδότη, εκτός εάν αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες στο κοινό χωρίς υπαιτιότητα του Εργαζομένου ή η αποκάλυψη απαιτείται από το νόμο.

3.3.3 Ο Εργαζόμενος δεν θα αποκαλύψει, χωρίς γεωγραφικό περιορισμό, το περιεχόμενο της παρούσας Συμφωνίας και των παραρτημάτων της σε οποιονδήποτε συνάδελφο ή/και εργαζόμενο του Εργοδότη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Η πράξη αυτή θα θεωρείται σοβαρό παράπτωμα που διαπράττεται από τον Εργαζόμενο κατά την άσκηση των καθηκόντων του.»

 «3.5 Μη Ανταγωνισμός

3.5.1 Κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης, ο Εργαζόμενος δεν θα αναλαμβάνει καμία δραστηριότητα, άμεσα ή έμμεσα, μόνος ή σε συνεργασία με άλλα μέρη, σε επιχείρηση που ανταγωνίζεται, άμεσα ή έμμεσα, τις επιχειρηματικές δραστηριότητες που διεξάγει ο Εργοδότης ή οι συνδεδεμένες με αυτόν εταιρείες ανά πάσα στιγμή και στις περιοχές όπου αυτές οι επιχειρηματικές δραστηριότητες διεξάγονται (η «Περιορισμένη Επιχείρηση»). Ειδικότερα, ο Εργαζόμενος δεν θα:


(α)       αποσπάσει ή επιχειρεί να αποσπάσει από τον Εργοδότη την επιχειρηματική δραστηριότητα ή συνεργασία οποιασδήποτε εταιρείας, οργανισμού ή προσώπου που ήταν πελάτης ή συνήθιζε να συνεργάζεται με τον Εργοδότη, με τον οποίο ο Εργαζόμενος είχε επαφή ή για τον οποίο έλαβε γνώση ή πληροφορήθηκε κατά τη διάρκεια της εργασιακής του σχέσης (ο «Περιορισμένος Πελάτης»), με σκοπό την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε αυτόν τον Περιορισμένο Πελάτη σε σχέση με μια Περιορισμένη Επιχείρηση.

...

Οι υπο-παράγραφοι (α) και (β) ανωτέρω θα παραμείνουν σε ισχύ για περίοδο δύο (2) ετών μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως του τρόπου λήξης αυτής, και θα εφαρμόζονται στον Εργαζόμενο είτε ενεργεί ως φυσικό πρόσωπο είτε ως μέλος άλλης νομικής οντότητας, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα.»

 

Ο όρος 4.1.4 της Συμφωνίας Εργοδότησης, προβλέπει τα εξής:

 

«4.1.4 Η λήξη ή η καταγγελία της παρούσας Συμφωνίας, ανεξαρτήτως αιτίας, δεν θα επηρεάζει τις διατάξεις της παρούσας Συμφωνίας που ρητώς ή σιωπηρώς έχουν συμφωνηθεί να παραμείνουν δεσμευτικές ή σε ισχύ μετά τη λήξη ή την καταγγελία. Οι εν λόγω διατάξεις θα ισχύουν επιπρόσθετα και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δικαιώματα των μερών που αφορούν άλλες πράξεις, παραλείψεις ή παραβιάσεις.»

 

Η αξία και η βαρύτητα την οποία αποδίδουν οι αιτητές και εν γένη ο Όμιλος στις πληροφορίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «εμπιστευτικές» και περιλαμβάνουν τους πελάτες τους, καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι κατά την έναρξη της εργοδότησης του καθ’ ου η αίτηση, ήτοι την 1/11/2019, αυτός υπέγραψε, πέραν της συμφωνίας εργοδότησης η οποία περιείχε τις παραπάνω πρόνοιες μη ανταγωνισμού και προστασίας της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών, και συμφωνία μη αποκάλυψης.

 

Οι όροι 1, 2 και 3 της Συμφωνίας Μη Αποκάλυψης, προνοούν τα ακόλουθα:

 

«1.       ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ο Εργαζόμενος αναγνωρίζει ότι, κατά τη διάρκεια της απασχόλησής του από την Εταιρεία, θα έχει πρόσβαση σε πολύτιμες και εμπιστευτικές πληροφορίες και δεδομένα, είτε σε προφορική, ακουστική, οπτική, γραπτή ή άλλη μορφή, καθώς και σε εμπορικά μυστικά της Εταιρείας. Ο Εργαζόμενος συμφωνεί να αντιμετωπίζει όλες αυτές τις πληροφορίες ως εμπιστευτικές και να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να αποτρέψει την αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών σε τρίτους κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη της παρούσας Συμφωνίας.

Ο Εργαζόμενος αναγνωρίζει ότι οι πολύτιμες εμπιστευτικές πληροφορίες και τα εμπορικά μυστικά της Εταιρείας περιλαμβάνουν, χωρίς όμως να περιορίζονται σε:

α) Τεχνικές πληροφορίες: Μέθοδοι, διαδικασίες, φόρμουλες, συνθέσεις, συστήματα, τεχνικές, εφευρέσεις, μηχανήματα, προγράμματα υπολογιστών και ερευνητικά έργα.

β) Επιχειρηματικές πληροφορίες: Λίστες πελατών, δεδομένα τιμολόγησης, πηγές προμηθειών, οικονομικά δεδομένα, καθώς και συστήματα ή πλάνα μάρκετινγκ, παραγωγής ή εμπορίας, δραστηριότητες συναλλαγών πελατών.

γ) Κωδικοί Πρόσβασης: Κωδικοί πρόσβασης και ονόματα χρηστών.

Ο Εργαζόμενος κατανοεί ότι η παρούσα Συμφωνία δεν τον/την εμποδίζει από το να εργαστεί για οποιαδήποτε άλλη Εταιρεία μετά τη λήξη της απασχόλησής του/της με την Εταιρεία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα χρησιμοποιήσει ή αποκαλύψει οποιεσδήποτε τέτοιες εμπιστευτικές και αποκλειστικές πληροφορίες.

 

2.         Χρήση


Ο Εργαζόμενος δεν θα χρησιμοποιεί τις εμπιστευτικές και εμπορικές μυστικές πληροφορίες της Εταιρείας, εκτός εάν αυτό είναι απαραίτητο για την παροχή υπηρεσιών ή αγαθών που ζητά η Εταιρεία.

 

3.         Εκτέλεση


Ο Εργαζόμενος αναγνωρίζει και συμφωνεί ότι οποιαδήποτε παραβίαση της παρούσας Συμφωνίας θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημία στην Εταιρεία και ότι η αποζημίωση με χρηματικούς όρους δεν θα αποτελέσει επαρκή αποκατάσταση για την Εταιρεία. Ο Εργαζόμενος συμφωνεί ότι, σε περίπτωση παραβίασης οποιασδήποτε διάταξης της παρούσας Συμφωνίας, η Εταιρεία θα έχει το δικαίωμα να επιβάλει την εκτέλεση της Συμφωνίας σε οποιοδήποτε δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να εκδώσει ασφαλιστικά μέτρα απευθείας εκτελεστά κατά του Εργαζομένου. Επιπλέον, η Εταιρεία διατηρεί οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα και ένδικα μέσα που προβλέπονται από το νόμο ή/και τη δικαιοσύνη.»

 

Όπως προκύπτει από τις πρόνοιες τόσο της Συμφωνίας εργοδότησης (τεκμήριο 1) αλλά και της συμφωνίας μη αποκάλυψης (τεκμήριο 10) υπάρχει ρητή πρόνοια με βάση την οποία απαγορεύεται στον καθ’ ου η αίτηση να «αποσπάσει ή επιχειρεί να αποσπάσει από τον εργοδότη την επιχειρηματική δραστηριότητα ή συνεργασία οποιασδήποτε εταιρείας, οργανισμού ή προσώπου που ήταν πελάτης ή συνήθιζε να συνεργάζεται με τον εργοδότη και αυτή η υποχρέωση και δέσμευση ισχύει και μετά τον τερματισμό της εργοδότησης, με οποιοδήποτε τρόπο και εκτείνεται όχι μόνο στους αιτητές, αλλά και στις συνδεδεμένες με αυτούς εταιρείες, όπως οι εταιρείες που απαρτίζουν τον Όμιλο.

 

Η εξεύρεση πελατών του Ομίλου, η διατήρηση και η αύξησή τους, υποστηρίζεται και βασίζεται στους πόρους, χρηματικούς και άλλους, των αιτητών και γενικά του Ομίλου. Τα προαναφερθέντα, σε συνδυασμό με την επαγγελματική και ποιοτική παροχή υπηρεσιών στους υφιστάμενους πελάτες, είναι αυτά που υποβοηθούν στην ανάπτυξη και διεύρυνση του πελατολογίου και συνεπώς του επιχειρηματικού κύκλου του Ομίλου και την προσέλκυση νέων πελατών, τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό.

 

Λόγω της φύσης των εργασιών και των υπηρεσιών που παρέχουν, τόσο οι αιτητές όσο και ο Όμιλος γενικότερα, λαμβάνουν, κατέχουν, διαφυλάσσουν και χρησιμοποιούν εμπορικές, επιχειρηματικές και σε κάθε περίπτωση εμπιστευτικές πληροφορίες και δεδομένα πελατών τους, στα οποία ο καθ’ ου η αίτηση, ως εκ της θέσης του είχε πρόσβαση.

 

Ο Clive δραστηριοποιείται στο συγκεκριμένο τομέα προσωπικά. Είναι ιδρυτής του Ομίλου και ο κύριος προγραμματιστής των λογισμικών του λύσεων. Λόγω αυτής της μακροχρόνιας τριβής και εμπειρίας του στον επιχειρηματικό αυτό τομέα, είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα ότι στελέχη στον τομέα πωλήσεων εταιρειών, οι οποίες δραστηριοποιούνται σε τέτοιας φύσης υπηρεσίες και προϊόντα, όπως αυτά του Ομίλου, αμείβονται με μηνιαίο μισθό σε σταθερή βάση και προμήθεια επί των πωλήσεων. Αυτός ήταν και ο τρόπος που αμειβόταν ο καθ’ ου η αίτηση για όσο χρόνο ήταν εργαζόμενος στους αιτητές.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση, παραβιάζοντας τις συμβατικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του, ενεργώντας έτσι κατά τρόπο παράνομο, έχει αποκτήσει πλεονέκτημα σε βάρος και σε βλάβη των αιτητών και του Ομίλου, το οποίο του παρέχει την δυνατότητα να αποκομίσει όφελος, αθέμιτα, υπό μορφή προμήθειας, συστήνοντας στους νέους του εργοδότες, πελάτες από το πελατολόγιο του Ομίλου.

 

Ανεξάρτητα και πέραν του ότι είχε δεσμευτεί συμβατικά, όπως μη αποκαλύψει και χρησιμοποιήσει τις εμπιστευτικές πληροφορίες των αιτητών και των συνδεδεμένων με αυτών εταιρειών και όπως μη προβεί σε πράξεις και ενέργειες ανταγωνιστικές με τους αιτητές και των συνδεδεμένων με αυτούς εταιρειών, υπείχε, επιπρόσθετα, εξυπακουόμενο καθήκον εμπιστευτικότητας των πληροφοριών που περιήλθαν στην κατοχή του από την εργοδότηση του στους αιτητές και ειδικότερα από την θέση του ως Global Head of Relationship Management.

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα εκτός από τις συμβατικές του υποχρεώσεις έχει παραβιάσει και το εξυπακουόμενο καθήκον εμπιστευτικότητας προς τους αιτητές και τον Όμιλο γενικότερα, αναφορικά με τις πληροφορίες των πελατών τους, το οποίο είχε ως εκ της θέσεως του, σαν Global Head of Relationship Management, σε αυτούς.

 

Επιπρόσθετα με τα πιο πάνω, προκύπτει αβίαστα, ότι, ιδιοποιούμενος και εκμεταλλευόμενος το πελατολόγιο του Ομίλου, κυνηγά, και αν δεν εμποδιστεί θα συνεχίσει να κυνηγά τους πελάτες του Ομίλου, για εξυπηρέτηση ιδίου οφέλους, προκαλώντας έτσι οικονομική ζημιά στους αιτητές και στον Όμιλο γενικότερα. Επιπλέον για να μπορέσει να μετακινήσει πελάτες από τον Όμιλο, στο νέο του εργοδότη, θα πρέπει να προβεί σε σχολιασμό των προϊόντων και υπηρεσιών του Ομίλου με τρόπο που να δώσει πλεονέκτημα στα προϊόντα και υπηρεσίες του νέου του εργοδότη, προκαλώντας έτσι και ζημιά στη φήμη και το όνομα των αιτητών και του Ομίλου.

 

Για τους λόγους που επεξηγούνται πιο πάνω οι αιτητές έχουν καλή εκ πρώτης όψεως υπόθεση και καλό αγώγιμο δικαίωμα όπως επίσης και καλή πιθανότητα επιτυχίας.

 

Από τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρίας διαφαίνεται η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, καταρχάς, για παράβαση σύμβασης κι έπειτα, για παράβαση καθηκόντων εμπιστοσύνης, πίστης και εμπιστευτικότητας.

 

Για σκοπούς στοιχειοθέτησης του συμπεράσματός μου για το δεύτερο, παραπέμπω στο απόσπασμα που ακολουθεί από την εντελώς πρόσφατη υπόθεση Λ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά. ν. GEORGE PAMBORIDIS LLC, Πολ. Έφ. Αρ. E190/2021, ημερ. 10 Απριλίου, 2024:

 

«Ασχέτως της μη ύπαρξης γραπτής σύμβασης εργοδότησης μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας 2, στη μεταξύ τους σχέση εργοδότησης και ως εκ της θέσεως της εφεσείουσας 2, υπήρχε εξυπακουόμενο καθήκον πίστης (fidelity), εμπιστευτικότητας (fiduciary duty) και εμπιστοσύνης (confidentiality)- βλ. Bent Brewery Co. Ltd v. Hogan [1945] 2 All ER 570. Αυτό το καθήκον γενικά, εμποδίζει τον εργαζόμενο από το να αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση ή αντίληψη του στην πορεία της εργοδότησης του. Οι πληροφορίες αυτές, διαρκούσης της εργοδότησης δεν δύναται να αποκαλυφθούν σε τρίτα πρόσωπα. Υπό ευρύτερη έννοια, τα στοιχεία πελάτων και συνεργατών, μεταξύ των οποίων και οι ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις, είναι πληροφορίες που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται στη γνώση/αντίληψη του εργαζόμενου στην πορεία της εργοδότησης του. Δεν νομίζουμε να έχει σημασία επί του προκειμένου, αν τα στοιχεία αυτά είναι αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε κάποιο εξωτερικό δίσκο, χειρόγραφα σημειωμένα σε χαρτί, σε κάποια εφαρμογή στο κινητό τηλέφωνο ή ακόμα αν είναι διασκορπισμένα σε διάφορες σημειώσεις και δεδομένα που κατέχει ο πρώην εργαζόμενος.

 

Μετά τη λήξη της εργοδότησης, το εξυπακουόμενο καθήκον πίστης, εμπιστοσύνης και εμπιστευτικότητας συνήθως παύουν να ισχύουν. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου ένας πρώην εργαζόμενος μπορεί μετά τη λήξη της εργοδότησης να παρεμποδιστεί με διάταγμα από το να προσποριστεί, εκμεταλλευτεί και/ή ωφεληθεί από παραβίαση του εξυπακουόμενου καθήκοντος που υπήρχε διαρκούσης της εργοδότησης. Τούτο, για να αφαιρεθεί από τον πρώην εργαζόμενο το όποιο αθέμιτο πλεονέκτημα. Τέτοια διατάγματα, μολονότι εφαρμόζονται [και] οι συνήθεις αρχές έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, όπως πολύ ορθά επισημαίνουν οι συνήγοροι των εφεσειουσών, είναι γνωστά ως «Springboard Injunctions».

 

Στη θεμελιακή επί του θέματος υπόθεση QBE Management Services (UK) Ltd v Dymoke [2012] EWHC 80 (QB) λέχθηκαν τα εξής:

 

"240 First, where a person has obtained a 'head start' as a result of unlawful acts, the Court has the power to grant an injunction which restrains the wrongdoer, so as to deprive him of the fruits of his unlawful acts. This is often known as 'springboard' relief.

 

241 Second, the purpose of a 'springboard' order as Nourse L.J. explained in Roger Bullivant v Ellis [1987] ICR 464 is "to prevent the defendants from taking unfair advantage of the springboard which [the Judge] considered they must have built up by their misuse of the information in the card index" (at page 476G). May L.J. added that an injunction could be granted depriving defendants of the springboard "which ex hypothesis they had unlawfully acquired for themselves by the use of the plaintiffs 'customers' names in breach of the duty of fidelity" (at 478E-G). The Court of Appeal upheld Falconer J.'s decision restraining an employee who had taken away a customer card index from entering into any contracts made with customers.

 

242 Third, 'springboard' relief is not confined to cases of breach of confidence. It can be granted in relation to breaches of contractual and fiduciary duties (see Midas IT Services v Opus Portfolio Ltd., unreported Ch.D, Blackburne J. 21/12/99, pp. 18-19), and flows from a wider principle that the court may grant an injunction to deprive a wrongdoer of the unlawful advantage derived from his wrongdoing. As Openshaw J. explained in UBS v Vestra Wealth at paragraphs [3] and [4]:

 

"There is some discussion in the authorities as to whether springboard relief is limited to cases where there is a misuse of confidential information. Such a limitation was expressly rejected in Midas IT Services v Opus Portfolio Ltd, an unreported decision of Blackburne J made on 21 December 1999, although it seems to have been accepted by Scott J in Balston Ltd v Headline Filters Ltd [1987] FSR 330 at 340. In the 20 years which have passed since that case, it seems to me that the law has developed; and I see no reason in principle by which it should be so limited.

 

In my judgment, springboard relief is not confined to cases where former employees threaten to abuse confidential information acquired during the currency of their employment. It is available to prevent any future or further economic loss to a previous employer caused by former staff members taking an unfair advantage, and 'unfair start', of any serious breaches of their contract of employment (or if they are acting in concert with others, of any breach by any of those others). That unfair advantage must still exist at the time that the injunction is sought, and it must be shown that it would continue unless retrained. I accept that injunctions are to protect against and to prevent future and further losses and must not be used merely to punish breaches of contract."

 

243 Fourth, 'springboard' relief must, however, be sought and obtained at a time when any unlawful advantage is still being enjoyed by the wrongdoer: Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 WLR 840 Nicholls V-C; see also Sun Valley Foods Ltd v. Vincent [2000] FSR 825 esp at 834.

 

244 Fifth, 'springboard' relief should have the aim "simply of restoring the parties to the competitive position they each set out to occupy and would have occupied but for the defendant's misconduct" (per Sir David Nicholls VC Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 WLR 840 at [855A]). It is not fair and just if it has a much more far-reaching effect than this, such as driving the defendant out of business [855A],

 

245 Sixth, 'springboard' relief will not be granted where a monetary award would have provided an adequate remedy to the Claimant for the wrong done to it (Universal Thermosensors v. Hibben [1992] I WLR 840 at [855B]).

 

246 Seventh, 'springboard' relief is not intended to punish the Defendant for wrongdoing. It is merely to provide fair and just protection for unlawful harm on an interim basis. What is fair and just in any particular circumstances will be measured by (i) the effect of the unlawful acts upon the Claimant; and (ii) the extent to which the Defendant has gained an illegitimate competitive advantage (see Sectrack NV. v. (1) Satamatics Ltd (2) Jan Leemans [20071 EWHC 3003 Flaux J.). The seriousness or egregiousness of the particular breach has no bearing on the period for which the injunction should be granted. In this regard, it is worth bearing in mind what Flaux J, said at paragraph [68]:

247 Eighth, the burden is on the Claimant to spell out the precise nature and period of the competitive advantage. An 'ephemeral' and 'short term' advantage will not be sufficient (per Jonathan Parker J. in Sun Valley Foods Ltd v. Vincent [2000] FSR 825 esp at 834).»

 

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Forse and others v. Secarma Ltd and others [2019] All ER (D) 156 (Mar) αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«59. Since a springboard injunction should never last longer than is reasonable to remove the unfair advantage secured by the defendant, a judge granting an interim injunction must always do their best to estimate what is the length of the reasonable period. If it is shorter than the period before the trial will commence (the date of which should always be ascertained), they should specify the period and relief will be limited accordingly. If it is at least as long as the period prior to commencement of the trial, it will not normally be necessary to say more than that. In any case, the judge must always state the grounds for their conclusion. They should avoid being too prescriptive because the evidence will be incomplete and untested at the interim stage and, as the present case shows, it may prove to be incorrect and even knowingly false.

 

60. As for the length of the period necessary to remove the unfair advantage, it will all depend on the nature of the advantage and how it can reasonably be expected to be removed, bearing in mind that the object is not to punish the defendant but to correct the wrong to the claimant…»

 

(η υπογράμμιση είναι δική μας).

  

Από την πιο πάνω νομολογία και τις τεθείσες αρχές είναι προφανές πως σε περίπτωση εμπιστευτικών πληροφοριών, μολονότι είναι δυνατό να τύχουν προστασίας και μετά τη λήξη της εργοδότησης με την έκδοση σχετικού διατάγματος, θα πρέπει να υπάρχει χρονικό ορόσημο, το οποίο να καθορίζεται από το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης. Πέραν της τεθείσας μαρτυρίας, στα γεγονότα συγκαταλέγεται σαφώς και το εν γένει (generic) επάγγελμα του πρώην εργαζόμενου σε συνάφεια με τυχόν περιορισμό στην άσκηση του που ενδεχομένως θα επέλθει με την έκδοση του διατάγματος.»

 

Πολλώ μάλλον, που στην προκειμένη περίπτωση, η γραπτή σύμβαση εργοδότησης του καθ’ ου η αίτηση στους αιτητές περιλαμβάνει και τους όρους εμπιστευτικότητας και μη ανταγωνισμού, οι οποίοι, κατά ρητή πρόβλεψη, θα ισχύουν για περίοδο 2 ετών, μετά τη λήξη της εργοδότησης του καθ’ ου η αίτηση, ανεξάρτητα από την αιτία της λήξης της εργοδότησης, χωρίς να μου διαφεύγει ότι όρος εμπιστευτικότητας περιλαμβάνεται και στη συμφωνία μη αποκάλυψης, που επίσης συνήψε ο καθ’ ου η αίτηση με τους αιτητές. Όροι, τους οποίους, με σωρευτική θεώρηση και αποτίμηση πλείστων από τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρίας που έχουν θέσει ενώπιόν μου η αιτητές μέσω του εκ των διευθυντών τους, ο καθ’ ου η αίτηση φαίνεται να έχει παραβιάσει.

 

Καταλήγω στο πιο πάνω συμπέρασμα, λαμβάνοντας υπόψη και συνεκτιμώντας και την περί αντιθέτου εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση αναφορικά με τα γεγονότα, όπου αυτό συμβαίνει ή τη διαφορετική ερμηνεία που δίδει σε μερικά από αυτά. Ωστόσο, με οδηγό πάντοτε τις προαναφερθείσες νομολογιακές αρχές: η έννοια της πιθανότητας επιτυχίας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις, η διακρίβωση επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας και τέλος, η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων [βλ. τις Odysseos, Κυτάλα, Bacardi & Co Ltd, Γρηγορίου, ZONDRVAN GROUP LTD και ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ανωτέρω)].

 

Και η τρίτη ουσιαστική προϋπόθεση για έκδοση - και σ’ αυτό το στάδιο, οριστικοποίηση - των επίμαχων διαταγμάτων έχει αποδειχθεί. Προς τούτο παραπέμπω στους ακόλουθους ισχυρισμούς του Clive, από την ίδια ένορκη δήλωση:

 

Δεδομένης της συμβατικής υποχρέωσης του καθ’ ου η αίτηση, όπως μη προβαίνει στις πράξεις που προβαίνει, της φύσης της παράβασης από πλευράς του, της φύσης των προϊόντων και υπηρεσιών που ο Όμιλος παρέχει στους πελάτες του, της δυσκολίας εξεύρεσης νέων πελατών, καθότι τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται οι υπηρεσίες και τα προϊόντα του Ομίλου είναι πολύ συγκεκριμένα και εξειδικευμένα, θα είναι δύσκολο και/ή αδύνατο να υπολογιστεί η ζημιά που προκαλεί και θα συνεχίσει να προκαλεί ο καθ’ ου η αίτηση. Περαιτέρω, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Σήμερα, οι αιτητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν πόσους και ποιους πελάτες έχει προσεγγίσει ο καθ’ ου η αίτηση και κατά συνέπεια, ποιους και πόσους πελάτες ενδεχόμενα να απωλέσουν από τις αντισυμβατικές και παράνομες ενέργειές του, ούτε και μπορούν να υπολογίσουν τη ζημιά η οποία θα προκληθεί είτε άμεσα είτε σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Από τα πιο πάνω που ισχυρίζεται ο διευθυντής των αιτητών είναι φανερό, ότι το όλο θέμα δεν αποτελεί απλώς θέμα υπολογισμού των ζημιών που ενδεχομένως έχουν ήδη υποστεί οι αιτητές από αυτά που καταλογίζουν στον καθ’ ου η αίτηση ότι έκανε σε βάρος τους, αλλά και των ζημιών που θα προκύψουν σ’ αυτούς, σε περίπτωση που ο καθ’ ου η αίτηση αφεθεί να κάνει το ίδιο και με άλλους πελάτες τους. Και υπάρχει τέτοια δυνατότητα, ιδίως, λόγω της πολύ σημαντικής και νευραλγικής θέσης που κατείχε σ’ αυτούς την οποία πλέον κατέχει στους νέους εργοδότες του που είναι ανταγωνιστές των αιτητών. Ούτε και είναι ορθό να αφεθεί να ανταγωνίζεται μέσω των νέων εργοδοτών του αθέμιτα τους αιτητές στις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους, προς βλάβη των οικονομικών τους συμφερόντων με προοπτική ότι για την όποια ζημιά υποστούν αυτοί, μπορούν να αποζημιωθούν σε κατοπινό στάδιο. Η οποία (ζημιά), εν πάση περιπτώσει, ούτε να προϋπολογιστεί είναι δυνατό μα ούτε και να προβλεφθεί κατά πόσο ο ίδιος, όταν προκύψει τέτοια ζημιά, θα είναι σε θέση να αποζημιώσει τους αιτητές. Σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Καρυδάς Ταξί Co Ltd ν. Κωμοδίκη (1975) 1 Α.Α.Δ. 321. Καθόλα σχετικό είναι και το απόσπασμα που ακολουθεί από την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΑΜΕRICAN UNIVERSITY OF CYPRUS (AUCY) LTD κ.ά. v. SCFB LTD, Πολ. Έφ. Αρ. Ε6/2022, ημερ. 4/3/2025:

 

«Πέραν της Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245, στην οποία κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στο σύγγραμμα Διατάγματα, Injunctions (ανωτέρω), σελ. 131-141, όπου αναφέρεται ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία. Η τρίτη προϋπόθεση δεν έχει σχέση με τις επιπτώσεις που ενδεχομένως να προκύψουν στους διαδίκους από την έκδοση ή μη του διατάγματος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη σε άλλο στάδιο, όπου το Δικαστήριο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αν θα εκδώσει ή όχι το διάταγμα. Όπου η ζημιά ή η βλάβη συνεχίζει και η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν αναμένεται να είναι ικανή να αποζημιώσει τον αιτούντα, ή όπου υπάρχει αδυναμία στον καθορισμό έκτασης της ζημιάς, θεωρούνται περιστάσεις που σύμφωνα με τη νομολογία, λαμβάνονται υπόψη και\ συνηγορούν υπέρ της ικανοποίησης της τρίτης προϋπόθεσης».

 

Τα παραπάνω αποτελούν και το λόγο για τον οποίο θεωρώ ότι και το ισοζύγιο της ευχέρειας συνηγορεί υπέρ της οριστικοποίησης των επίμαχων διαταγμάτων (βλ. τις Bacardi & Co Ltd (ανωτέρω) και ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ν. ΣΟΥΛΗ, Πολ. ΄Εφ. Αρ. Ε75/2015, ημερ. 7/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A530). Ωστόσο, προτού συμβεί αυτό θα ασχοληθώ με το θέμα της διάρκειας ισχύος των εν λόγω διαταγμάτων.

 

Συναφώς με το θέμα είναι το απόσπασμα που ακολουθεί από την ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ και πάλι (ανωτέρω):

 

«Η εφεσίβλητη δια των ευπαίδευτων συνηγόρων της εισηγείται ότι οι πιο πάνω αρχές και ειδικά ο χρονικός περιορισμός, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπόθεση αυτή, καθ’ ότι η περίπτωση δεν αφορά απλά εμπιστευτικές πληροφορίες, αλλά εμπορικά μυστικά (trade secrets). Είναι γεγονός ότι σε περίπτωση υποκλοπής ή αθέμιτης χρήσης εμπορικών μυστικών δεν τίθεται θέμα χρονικού περιορισμού. Το ερώτημα όμως είναι αν όντως η περίπτωση αφορά εμπορικά μυστικά.

 

 Για σκοπούς και μόνον απλής καθοδηγητικής στάθμισης, παρατηρούμε ότι στο άρθρο 2 του αγγλικού νομοθετήματος, National Security Act 2023 αναφέρονται σχετικά τα εξής:

 

«A ‘trade secret’ means any information, document or other article which (1) is not generally known by, or available to, persons with knowledge of or expertise in the field to which it relates, (2) has actual or potential industrial, economic or commercial value which would be, or could reasonably be expected to de, adversely affected if it became generally known by, or available to, such persons, and (3) could reasonably be expected to be subject to measures to prevent it becoming generally known by, or available to, such persons (whether or not it is actually subject to such measures).»

 

Στην υπόθεση Faccenda Chicken Ltd v Fowler  and others; Fowler v Faccenda Chicken Ltd [1986] 1 All ER 617, χωρίς να δοθεί απόλυτη απάντηση, οροθετήθηκαν παράμετροι προς εξέταση για σκοπούς καθοδήγησης στο αν η περίπτωση αφορά εμπιστευτικές πληροφορίες ή εμπορικά μυστικά. Συγκεκριμένα τέθηκαν τα ακόλουθα δεδομένα αποτίμηση:

 

the nature of the employment—for example, where an employee regularly and knowingly handles highly confidential information, that information may more readily be classed as a trade secret than where an employee only rarely handles such information. Seniority may also play a part; in Lancashire Fires it was held ‘the nearer an employee is to the inner counsels of the employer, the more likely he is to gain access to truly confidential information’

the nature of the information—some information will clearly amount to a trade secret, such as a secret formula for a product, but other information, such as a manufacturing process or a customer list the detail of which is only known to a few individuals, may be sufficiently confidential to amount to a trade secret. This will be very fact-sensitive. Experimental results, particularly of products in development, have been found to have satisfied this test

how the employer treats the information—if the employer limits the number of employees who have access to certain information and impresses upon them that it is highly confidential, this may indicate a sufficient degree of confidentiality to amount to a trade secret; see Lancashire Fires where the Court of Appeal indicated that a smaller, less sophisticated employer may not have to show the same ‘business discipline’ in this respect as a larger and more bureaucratic concern

the separability of the information—if the information in question is not readily separable from other information that is not highly confidential, then this may indicate that the information in question is not really a trade secret. In particular, the court will look at whether the information can be separated from the employee’s own general skill and knowledge—see the objective/subjective test referred to below. This is also important because from a practical perspective the court will not issue an injunction restraining the use of confidential information generally but will instead require it to be precisely defined

 

Το αγγλικό Εφετείο (Court of Appeal), υπέδειξε πάντως ότι η κατηγορία των εμπορικών μυστικών (trade secrets) θα πρέπει να καθορίζεται στενά και τα δικαστήρια δεν θα πρέπει με δεξιοτεχνία (astute) να ιχνηλατούν εμπορικά μυστικά, φυλαγμένα (tucked away) σε πλατιές αδικαιολόγητες απαιτήσεις.

 

Τέλος, στη Lansing Linde Ltd v Kerr [1991] 1 All ER 418, σημειώθηκε ότι,

 

«a trade secret is information which, if disclosed to a competitor, would be liable to cause real (or significant) harm to the owner of the secret. I would add first, that it must be information used in a trade or business, and secondly that the owner must limit the dissemination of it or at least not encourage or permit widespread publication... It can thus include not only secret formulae for the manufacture of products but also, in an appropriate case, the names of customers and the goods which they buy. But some may say that not all such information is a trade secret in ordinary parlance. If that view be adopted, the class of information which can justify a restriction is wider, and extends to some confidential information which would not ordinarily be called a trade secret.»

 

 Η πλευρά της εφεσίβλητης, αναλογιζόμενη τη σημασία της παραμέτρου, σε μια προσπάθεια να αναδείξει το εύρος και ύψος του καθήκοντος πίστης, εμπιστοσύνης και εμπιστευτικότητας, ώστε οι επίμαχες πληροφορίες να λογισθούν ως εμπορικό μυστικό και κατ’ επέκταση απεριόριστης προστασίας, επικαλέστηκε την υψηλή θέση που κατείχε η εφεσείουσα 2 στην εφεσίβλητη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσείουσα 2 κατείχε υπεύθυνη θέση στην εφεσίβλητη. Προσλήφθηκε ως δικηγόρος – θέση που από μόνη της προϋποθέτει εξειδικευμένη γνώση και υπευθυνότητα - και από το 2014 και εντεύθεν κατείχε τη θέση διευθύνουσας συνεταίρου της εφεσίβλητης. Μέχρι εκεί όμως. Από την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν προκύπτει να βρισκόταν στον πυρήνα της εφεσίβλητης, ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Η προνομιούχα μετοχή τάξεως Α που κατείχε, ως η ίδια η εφεσίβλητη ισχυρίζεται, δεν της παρείχε οποιοδήποτε δικαίωμα στα περιουσιακά στοιχεία της εφεσίβλητης, ούτε και δικαίωμα μερίσματος. Το ότι ήταν διευθύντρια στην εφεσίβλητη και σε κάποιες άλλες εταιρείες, ομοίως δεν της προσέδιδε υψηλή εξουσία, γεγονός που καταδεικνύεται από τη μετέπειτα παύση της. Το πλέον όμως ενδεικτικό στοιχείο πως δεν βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της εφεσίβλητης, είναι ο τρόπος με τον οποίο προαναγγέλθηκε η απόλυση της και μάλιστα με άμεση ισχύ, ήτοι με ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο (τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση ημερ.19.8.2020).

 

Κοντολογίς, δεν θεωρούμε ότι εκ της θέσεως της εφεσείουσας 2 και μόνον, προσδίδεται στα επίμαχα στοιχεία πελατών και συνεργατών – που κατ’ ουσία ήταν απλά οι ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις - αξία τέτοια ώστε να λογίζονται, υπό τις περιστάσεις, ως εμπορικά μυστικά (trade secrets). Αναμφίβολα αποτελούσαν εμπιστευτικές πληροφορίες που προφανώς περιήλθαν στην αντίληψη/γνώση της εφεσείουσας 2 στην πορεία της εργοδότησης της. Οι όποιοι πελάτες όμως, ακόμα και αυτοί που είναι συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθορισμένης διάρκειας (Retainers), δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται ως εσαεί «κτήμα» του δικηγορικού γραφείου με το οποίο συνεργάζονται, ώστε να μπορεί, σε τρίτους, να απαγορευθεί στο διηνεκές η επαφή ή σχέση μαζί τους. Εξάλλου, δεν είναι ασύνηθες φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επιζητούν νομικές υπηρεσίες να απευθύνονται και να συνεργάζονται με περισσότερα από ένα δικηγορικά γραφεία. Πόσο μάλλον, συνεργάτες πελατών ή διεθνή δίκτυα δικηγορικών οίκων.

 

Σημειώνουμε ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικού Δικαστηρίου που να καταδεικνύει, με βαθμό σαφήνειας τουλάχιστον, ότι υπήρξε πράγματι παραβίαση ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στα αρχεία πελατών από μέρους της εφεσείουσας 2. Ούτε ότι η εφεσείουσα 2, καταχράστηκε, οικειοποιήθηκε ή διέρρευσε οποιαδήποτε ευαίσθητα ή προσωπικά στοιχεία πελατών ή υποθέσεων.

 

……

 

Πέραν των πιο πάνω, προσμετρήσιμο στοιχείο θα έπρεπε να αποτελέσει και το εν γένει (generic) επάγγελμα των εφεσειουσών, σε συνάρτηση με τη δυστοκία και περιορισμό στην ελεύθερη εξάσκηση του που ενδεχομένως θα είχε η παρατεταμένη ισχύς των διαταγμάτων.

 

 Αν γινόταν η πιο πάνω διεργασία, φρονούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα στοιχεία, υπό τις περιστάσεις, είναι εμπιστευτικές πληροφορίες και όχι εμπορικά μυστικά (trade secrets). Η διεργασία αυτή θα οδηγούσε σε αποκλεισμό του ενδεχομένου οριστικοποίησης των διαταγμάτων, χωρίς πρώτα τον χρονικό περιορισμό της ισχύος των διαταγμάτων. Λόγω του αθέμιτου πλεονεκτήματος που ενδεχομένως θα αποκτούσε η εφεσείουσα 2 ως εκ της χρήσης των εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά και του γεγονότος ότι πελάτες προς τους οποίους απευθύνθηκε ήταν συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με την εφεσίβλητη, τα διατάγματα φρονούμε, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ισχύ μέχρι και για 12 μήνες.

 

 Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογείται η συνέχιση της ισχύος τους (ούτε και εξυπηρετούν πλέον οποιοδήποτε σκοπό), σήμερα, τριάμισι και πλέον χρόνια μετά την αρχική έκδοση τους και μάλιστα με ακαθόριστο τέλος, αφού η ισχύς τους συναρτάται με ένα απροσδιόριστο χρονικά γεγονός, ήτοι την τελική εκδίκαση της αγωγής.»

 

Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης στις αρχές που αναδύονται από το παραπάνω απόσπασμα - τηρουμένων βέβαια των αναγκαίων αναλογιών -, παρατηρώ τα εξής:

 

Το τι προκύπτει από τη μαρτυρία είναι ότι ο καθ’ ου η αίτηση, ενώ ακόμη εργαζόταν στους αιτητές και κατείχε σ’ αυτούς και γενικότερα στον Όμιλο - μεταξύ άλλων - την πολύ σημαντική θέση του Global Head of Relationship Management, παράλληλα προέβαινε σε διευθετήσεις οι οποίες οδήγησαν στην εργοδότησή του στην ίδια ακριβώς θέση σε άλλη εταιρεία, ανταγωνιστική των αιτητών. Στις 7/1/2025 ανακοίνωσε στον Clive την παραίτησή του, χωρίς να δώσει - ως όφειλε - στους αιτητές, προειδοποίηση και την επομένη, ανάρτησε σε πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης ότι είχε παραιτηθεί από τους αιτητές από τον Οκτώβρη του 2024 κάτι που δεν ίσχυε. Από το περιεχόμενο της εν λόγω ανάρτησης - το οποίο εκτίθεται σε άλλο σημείο πιο πάνω - για τους σκοπούς και τις ανάγκες εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης δικαιολογείται η εξαγωγή συμπεράσματος ότι με την εν λόγω ανάρτηση, έμμεσα ανακοίνωνε την έναρξη της εργοδότησής του στους νέους εργοδότες του. Γεγονός το οποίο, ωστόσο αρνήθηκε όταν ρωτήθηκε ευθέως από το διευθυντή των αιτητών αν βρήκε δουλειά αλλού, για να το επιβεβαιώσει όμως, λίγες μέρες αργότερα, καθώς, στις 13/1/2025 προανήγγειλε με σχετική δημοσίευση στο προσωπικό του προφίλ στην ίδια πλατφόρμα, την πρόσληψή του στην εταιρεία Centroid Solutions, στην ίδια ακριβώς θέση που κατείχε στους αιτητές μέχρι τις 7/1/2025. Τα όσα διαδραματίστηκαν την επομένη, 14/1/2025, στην έκθεση στο Dubai (τα οποία εκτίθενται σε άλλο σημείο πιο πάνω) στην παρουσία και με τη συμμετοχή του καθ’ ου η αίτηση δικαιολογούν και πάλι την εξαγωγή συμπεράσματος ότι αυτός παρευρέθηκε στην έκθεση εκ μέρους των νεών εργοδοτών του και υπό την ιδιότητα που θα συμμετείχε σ’ αυτή, ως επικεφαλής της ομάδας που θα εκπροσωπούσε τον Όμιλο εκ μέρους των αιτητών, εάν δεν υπήρχε η συμφωνία του με τον Clive, στις 21/10/2024.

 

Για να καταστούν δυνατά όλα τα παραπάνω, για λόγους που αναφέρονται και από τον Clive στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, ο καθ’ ου η αίτηση, πιθανότατα έκανε χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών τις οποίες είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του στους αιτητές. Ειδικά για τη συμβατική υποχρέωσή του - δυνάμει του όρου 3.5 της σύμβασης εργοδότησής του - να μην ανταγωνίζεται τους αιτητές και γενικά τον Όμιλο κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του και για περίοδο 2 ετών μετά τη λήξη της, ανεξάρτητα από το λόγο που θα συμβεί αυτό, από τη μαρτυρία που έχει τεθεί ενώπιόν μου από τους αιτητές, για τους σκοπούς και τις ανάγκες εκδίκασης της υπό κρίση αίτησης, τα ακόλουθα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην έκθεση στο Dubai μπορεί να λεχθεί ότι συνιστούν παραβίαση της παραπάνω υποχρέωσής του, υπό την έννοια της απόπειρας ή επιχείρησης απόσπασης υφιστάμενων πελατών των αιτητών και του Ομίλου με προοπτική να καταστούν πελάτες των νέων εργοδοτών του: το πρώτο γεγονός είναι η επικοινωνία του καθ’ ου η αίτηση με το διευθυντή ενός από τους μεγάλους πελάτες των αιτητών από τον οποίο ζήτησε να διευθετήσει συνάντηση μαζί τους. Και το δεύτερο, ο εναγκαλισμός του καθώς και η συνομιλία του με τα δυο στελέχη άλλων δυο πελατών των αιτητών και του Ομίλου, οι οποίοι (πελάτες) ανήκουν στο χαρτοφυλάκιο πελατών που διαχειριζόταν ο ίδιος και μάλιστα, στη μια περίπτωση, στην παρουσία και του ανώτερου εκτελεστικού διευθυντή των νέων εργοδοτών του. Μαρτυρία ότι οποιοσδήποτε πελάτης των αιτητών και του Ομίλου, με ευθύνη του καθ’ ου η αίτηση διέκοψε τη συνεργασία που είχε μαζί τους και συνήψε νέα με τους νέους εργοδότες του καθ’ ου η αίτηση, δεν υπάρχει.

 

Όλων των παραπάνω λεχθέντων και τα τρία εκδοθέντα διατάγματα, ενώ θα οριστικοποιηθούν, προηγουμένως, θα πρέπει περιοριστούν ως προς τη χρονική διάρκεια της ισχύος τους. Ως έχουν εκδοθεί ισχύουν για περίοδο 2 ετών από τις 7/1/2025 «και/ή για οποιοδήποτε άλλο χρονικό διάστημα το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθό και/ή μέχρι την έκδοση τελικών διαταγμάτων και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

Σταθμίζοντας και συνυπολογίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα/στοιχείο συναφώς με το θέμα, φρονώ ότι η ισχύς και των τριών διαταγμάτων για διάστημα 12  μηνών από την έκδοσή τους, εξυπηρετεί - από κάθε άποψη - οτιδήποτε στο οποίο αποβλέπει η έκδοσή τους.

 

Ό,τι απομένει είναι η τέταρτη αιτούμενη θεραπεία για την οποία διατάχθηκε η επίδοση της αίτησης, με την οποία οι αιτητές ζητούν την έκδοση  διατάγματος αποκάλυψης. Αναφορικά με την αναγκαιότητά του, ο Clive, στην παράγραφο 50 της γραπτής δήλωσής του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, αναφέρει τα εξής:

 

«..η ένορκη αποκάλυψη όλων των σχετικών πληροφοριών, στοιχείων και εγγράφων που ζητούν οι Αιτητές δυνάμει του Διατάγματος Αποκάλυψης θα επιτρέψει στους Αιτητές να εξακριβώσουν το πλήρες εύρος των παράνομων και αντισυμβατικών ενεργειών και συμπεριφοράς του Καθ’ ου η Αίτηση. Παράλληλα θα επιτρέψει στους Αιτητές να επιτηρήσουν την συμμόρφωση του Καθ’ ου η Αίτηση με τις πρόνοιες των διαταγμάτων στην περίπτωση που αυτά εκδοθούν και να αποτραπεί η πρόκληση ζημιάς και απώλειας.»

 

Πρόκειται για διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal το αιτούμενο διάταγμα για το οποίο, όπως αναφέρεται στην ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ (ανωτέρω):

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται στις αρχές έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων στις σελ.23-26 της απόφασης του. Σημειώνει πολύ ορθά ότι τέτοια διατάγματα δεν περιορίζονται μόνον στις περιπτώσεις που αναζητείται η ταυτότητα του τελικού αδικοπραγήσαντος, αλλά είναι πιο ευέλικτα και επεκτείνονται και σε περιπτώσεις όπου επιζητούνται πληροφορίες ώστε να μπορέσει ο ενάγοντας να συμπληρώσει την εικόνα «missing piece of the jigsaw» του μεγέθους της συνολικής αδικοπραξίας εναντίον του, αλλά και για πλήρη απονομή δικαιοσύνης. Ομοίως, σημειώνει ορθά, ότι η έκδοση τέτοιων διαταγμάτων αποτελεί θέμα διακριτικής ευχέρειας αφού ζυγιστούν προσεκτικά και δίκαια όλοι οι σχετικοί παράγοντες.

 

Τέτοια διατάγματα εκδίδονται στη βάση των αρχών του δικαίου της επιείκειας και έχουν ως υπόβαθρο τις αγγλικές υποθέσεις Norwich Pharmacal Co and others v. Commissioners of Customs & Excise [1973] 2 All E.R. 943 από την οποία απέκτησαν και το όνομα τους και Bankers Trust Co. v. Shabira [1980] 3 All E.R. 353. Οι κωδικοποιημένες θέσεις της αγγλικής νομολογίας υπάρχουν στην υπόθεση Mitsui & Co. v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625 (Ch).

 

Οι εν λόγω αποφάσεις έχουν υιοθετηθεί και εφαρμοστεί από τα κυπριακά Δικαστήρια σε αριθμό αποφάσεων, στις οποίες αναγνωρίστηκε ότι για την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων, το δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν τόσο οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, όσο και οι υπόλοιπες προϋποθέσεις έκδοσης των διαταγμάτων αποκάλυψης (βλ. Avila Management Services Ltd κ.α. v. Frantisek Stepanek κ.α, (2012) 1 Α.Α.Δ. 1403). Στην υπόθεση αυτή, παρατίθενται με λεπτομέρεια οι εφαρμοστέες νομικές αρχές (βλ. επίσης Mataquotes Software Ltd v. Dababou Πολ. Έφεση E324/16, ημερ. 14.11.2018).

 

 Στην υπόθεση Re Bernard L Madoff Investment Securities LLC [2009] EWHC 442 (Ch), τονίστηκε ότι σε πολύπλοκες υποθέσεις απάτης και δόλου είναι προς το δημόσιο συμφέρον να υπάρχει πλήρης έρευνα. Πιο συγκεκριμένα ειπώθηκαν από τον δικαστή Lewison J τα εξής:

 

«I am satisfied that it is in the public interest for an alleged fraud on this scale and of this complexity to be investigated, and on the evidence before me I am therefore satisfied that transfers of the information scheduled to the draft order are necessary for reasons of substantial public interest.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως υποδείξαμε και ανωτέρω, δεν έχουμε εντοπίσει στοιχεία ή μαρτυρία στους κόλπους της Αίτησης που να συνθέτουν, υπόβαθρο έστω, συνομωσίας, απάτης ή δόλου, πόσο μάλλον τέτοιου μεγέθους, έκτασης και εύρους ώστε να απαιτείτο η αποκρυστάλλωση, συμπλήρωση και συνδρομή δια της έκδοσης ενός τέτοιου δραστικού διατάγματος. Όπως προαναφέραμε, η μαρτυρία που προσκομίστηκε αποκάλυπτε απλά την αποστολή των συνημμένων μηνυμάτων δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς πελάτες/συνεργάτες. Συνεπώς, συμφωνούμε με τη θέση των εφεσειουσών, ότι προσδόθηκε διάσταση που στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν προέκυπτε και συνακόλουθα δεν ασκήθηκε ορθά η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκδίδοντας το διάταγμα αποκάλυψης υπό στοιχείο (Δ).

 

Η υπόθεση CHC Software Care Ltd v. Hopkins & Wood [1993] F.S.R.241 την οποία επικαλούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης τους διακρίνεται. Πέραν της επιβεβαίωσης των γενικών αρχών και την ακτίνα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, η υπόθεση αφορούσε επιστολή, η οποία κατά τον ισχυρισμό των εναγόντων, ήταν μια από αριθμό άλλων επιστολών παρόμοιου περιεχομένου, ψευδής και συντάχθηκε κακόβουλα. Στη βάση αυτή, οι ενάγοντες ζητούσαν αποζημιώσεις για δυσφήμιση, κακόβουλη ψευδολογία και εμπορικό λίβελο που περιέχετο στις εν λόγω επιστολές. Οι ενάγοντες ζήτησαν και πέτυχαν διάταγμα αποκάλυψης των ονομάτων και διευθύνσεων των προσώπων προς τα οποία είχαν αποσταλεί παρόμοιες επιστολές. Με άλλα λόγια ήταν το καθαυτό, κατ’ ισχυρισμό ψευδές και κακόβουλο περιεχόμενο των επιστολών που έδωσε το έναυσμα έγερσης απαίτησης. Πέραν της έκτασης της ψευδολογίας, οι ενάγοντες επιθυμούσαν την αποκάλυψη για να αποστείλουν στους παραλήπτες δική τους επιστολή, θέτοντας τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Εδώ ουδόλως προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή τέτοια ανάγκη.»

 

Καθ’ όλα σχετικά με τα προηγούμενα είναι και τα ακόλουθα από την υπόθεση Avila Management Services Limited και άλλος (ανωτέρω):

 

«Το κοινοδίκαιο, εύπλαστο και εύκαμπτο, βοηθούμενο πάντοτε από τις αρχές της επιείκειας, δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, να αναδιπλώνεται και να προσαρμόζεται στις  εκάστοτε απαιτήσεις του οικονομικού και κοινωνικού γίγνεσθαι της Αγγλικής κοινωνίας. Μέσα από αποφάσεις εξέχοντων νομικών, διαμορφωνόταν πάντοτε, αργά, προσεκτικά και σταθερά, το υπόβαθρο εκείνο που παρείχε ανάλογα το οπλοστάσιο ή την ασπίδα στην αντιμετώπιση των ραγδαία εξελισσόμενων καταστάσεων, τοπικών και παγκόσμιων. Τα διατάγματα τύπου Norwich Pharmacal εμπίπτουν σ' αυτή τη διάπλαση του δικαίου, επηρεάζοντας όλες τις χώρες που εφαρμόζουν τη φιλοσοφία του Αγγλοσαξωνικού δικαίου.

 

Από το 1871, με την υπόθεση Upmann v. Elkan [1871] L.R. 12 Eq. 140, αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη δικαιοδοσίας που επιβάλλει καθήκον σε άτομο που αναμείχθηκε με αδικοπραξίες άλλων ώστε να τις διευκολύνει, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην έχει το ίδιο προσωπική ευθύνη, να παραχωρήσει τη βοήθεια του δίδοντας πλήρεις πληροφορίες, αποκαλύπτοντας και τα ονόματα των αδικοπραγούντων. Η αρχή αυτή υιοθετήθηκε από τη Βουλή των Λόρδων στη Norwich Pharmacal-ανωτέρω -, η οποία στη συνέχεια εφαρμόστηκε και αναπτύχθηκε σε σειρά άλλων υποθέσεων, όπως την P v. T Ltd [1997] 1 WLR 1309.Σ' αυτήν, η Norwich Pharmacal επεκτάθηκε έτσι ώστε η αποκάλυψη εναντίον εναγομένου να είναι δυνατό να προσφέρει στον ενάγοντα τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τους καρπούς της αποκάλυψης για να εγερθεί αγωγή εναντίον τρίτου προσώπου έστω και αν δεν θα ήταν δυνατό να διακριβωθεί χωρίς τις πληροφορίες, κατά πόσο το τρίτο αυτό πρόσωπο, διέπραξε αστικό αδίκημα εναντίον του ενάγοντα. Περαιτέρω, στην Ashworth Hospital Authority v. MGN Ltd [2002] UKHL 29, η Βουλή των Λόρδων αποφάσισε ότι ως θέμα αρχής δεν χρειάζεται η δικαιοδοσία αποκάλυψης να περιορίζεται στην αποκάλυψη της ταυτότητας του αδικοπραγούντος εναντίον τρίτου προσώπου που αναμείχθηκε στην αδικοπραξία μόνο σε υποθέσεις αστικών αδικημάτων, αλλά η δικαιοδοσία αυτή είναι γενικής φύσεως, στο δίκαιο της επιείκειας, εφαρμόσιμη οποτεδήποτε ένα πρόσωπο, εναντίον του οποίου διατάσσεται η αποκάλυψη, αναμείχθηκε («mixed up») σε παράνομες ενέργειες που επεμβαίνουν και παραβιάζουν τα νόμιμα δικαιώματα του ενάγοντα. Και ενώ αρχικά το διάταγμα εκδιδόταν με αναφορά στην αναγκαιότητα αποκάλυψης της ταυτότητας του αδικοπραγούντος, στην πορεία μετεξελίχθηκε ώστε να είναι δυνατή και η συλλογή διαφόρων σχετικών πληροφοριών, (Mercantile Group (Europe) AG v. Aiyela [1994] Q.B. 366).

 

Στην Carlton Film Distributors Ltd v. VCI Plc [2003] EWHC 616, η αρχή επεκτάθηκε ακόμη περαιτέρω ώστε να είναι δυνατή η εφαρμογή της σε προτιθέμενη αγωγή παραβίασης συμβατικών υποχρεώσεων. Η υπόθεση αφορούσε την αποκάλυψη πληροφοριών από τρίτο άτομο το οποίο κατασκεύαζε εμπορεύματα εκ μέρους του προτιθέμενου εναγόμενου στην αγωγή που θα εγειρόταν, ώστε ο προτιθέμενος ενάγων να μπορούσε να διαμορφώσει με ακρίβεια την αξίωση του.

 

Οι προϋποθέσεις εξέτασης και έκδοσης διατάγματος Norwich Pharmacal συνοψίστηκαν στην Mitsui & Co Ltd v. Nexen Petroleum UK Ltd [2005] EWHC 625, όπου λέχθηκε ότι:

 

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»

 

Σε μετάφραση:

 

«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ' ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

 

Βεβαίως, η δυνατότητα έκδοσης του διατάγματος τελεί πάντοτε υπό την αίρεση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου το οποίο δεν θα ικανοποιήσει το αίτημα εάν οι πληροφορίες μπορούν να ληφθούν με κάποιο άλλο διαθέσιμο τρόπο ή το Δικαστήριο δεν πεισθεί ότι υπάρχει πράγματι πρόθεση έγερσης αγωγής εναντίον του αδικοπραγούντος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο θα ζυγίσει παράγοντες όπως τη σοβαρότητα της συμπεριφοράς του κατ' ισχυρισμόν αδικοπραγούντος, (Interbrew SA v. Financial Times Ltd The Times 4.1.2002). Το ζητούμενο δεν είναι η ευκολία ή η επιθυμία λήψης των πληροφοριών, αλλά η αναγκαιότητα του όλου εγχειρήματος. Εάν υπάρχουν γεγονότα τα οποία χρήζουν διερεύνησης κατά τη δίκη, δεν θεωρείται πρέπον να εκδοθεί διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal επί αιτήματος πριν την ίδια τη δίκη. Το διάταγμα δεν αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση της λήψης στοιχείων για σκοπούς περιέργειας.

 

Με υπαγωγή των  δεδομένων της παρούσας υπόθεσης σ’ όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:

 

Οι αιτητές, με την υπό κρίση αίτηση αποδίδουν στον καθ’ ου η αίτηση παράβαση σύμβασης και παράβαση καθηκόντων εμπιστοσύνης, πίστης και εμπιστευτικότητας. Από τη μαρτυρία που οι ίδιοι έχουν θέσει ενώπιόν μου, προκύπτει ότι αυτό συνέβη μόνο τρεις φορές κατά τη διάρκεια της παρουσίας του καθ’ ου η αίτηση στην έκθεση στο Dubai όταν επιχείρησε να αποσπάσει τρεις πελάτες των αιτητών και του Ομίλου και να τους καταστήσει πελάτες των νέων εργοδοτών του. Απ’ εκεί και πέρα, ίχνος μαρτυρίας υπάρχει που να καταδεικνύει ότι οι εν λόγω πελάτες κατέστησαν πελάτες των νέων εργοδοτών του, είτε ακόμη, ότι επιχείρησε να κάνει το ίδιο με οποιοδήποτε άλλο πελάτη των αιτητών και του Ομίλου και σε τέτοια περίπτωση, εάν το πέτυχε το σκοπό του.

 

Και, με δεδομένο ότι το αιτούμενο διάταγμα έχει ως αποδέκτη τον καθ’ ου η αίτηση στον οποίο δεν αποδίδεται οποιαδήποτε αδικοπραξία - και όχι κάποιο τρίτο - και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη, ότι οι αιτητές, προφανώς διαθέτουν όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που ζητούν να τους αποκαλύψει ο καθ’ ου αίτηση με το αιτούμενο διάταγμα και για τους τρεις πελάτες τους, που όπως είναι η θέση τους, επιχείρησε να αποσπάσει από αυτούς και να εντάξει στους νέους εργοδότες του και λαμβάνοντας τέλος υπόψη, τα ακόλουθα, τα οποία αναφέρει ο διευθυντής τους στην παράγραφο 17 της ένορκης δήλωσής του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση ότι έλαβαν χώρα, στις 8/1/2024, δηλαδή την επομένη που ο καθ’ ου η αίτηση, τους ανακοίνωσε μονομερώς και χωρίς προειδοποίηση την άμεση παραίτησή του, κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας που διέπει το θέμα, θεωρώ ότι η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος είναι από κάθε άποψη αδικαιολόγητη, τόσο για νομικούς όσο και για ουσιαστικούς λόγους:

 

«Στις 8/1/2025, πολύ νωρίς το πρωί ο Καθ’ ου η Αίτηση επέστρεψε στα γραφεία των Αιτητών, τον γραφειακό εξοπλισμό που ανήκε στους Αιτητές και τον οποίο είχε στην κατοχή του. Ο εξοπλισμός αυτός περιλάμβανε και φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, ιδιοκτησίας των Αιτητών, μέσω του οποίου ο Καθ’ ου η Αίτηση είχε πρόσβαση, καθόλη τη διάρκεια της άδειας με απολαβές που απολάμβανε, σε όλα τα δεδομένα και συστήματα του Ομίλου στα οποία περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, λίστες πελατών, τα δεδομένα και συστήματα των πελατών αυτών, χρηματοοικονομικά στοιχεία των πελατών, πρόσβαση στα λογισμικά συστήματα του Ομίλου και γενικά είχε πρόσβαση  σε όλα τα δεδομένα του Ομίλου και των πελατών αυτών, ωσάν να εργαζόταν από τα γραφεία των Αιτητών.» (η έμφαση και οι υπογραμμίσεις είναι δικά μου).

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση στην έκταση που έχει αναφερθεί επιτυγχάνει.

 

Τα διατάγματα, ημερομηνίας 3/2/2025 (υπό Α, Β και Γ της αίτησης) καθίστανται οριστικά. Και τα τρία, με ισχύ, μέχρι τις 3/2/2026.

 

Η αίτηση αναφορικά με την τέταρτη αιτούμενη θεραπεία (υπό Δ) απορρίπτεται.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης, για τα οποία υπάρχει προσυμφωνία μεταξύ των μερών, τόσο για το ενδεχομένου επιτυχίας της αίτησης όσο και για το ενδεχόμενο απόρριψής της, θεωρώ ότι υπάρχει δικαιολογημένος λόγος για να παρέμβω στην εν λόγω συμφωνία. Ο λόγος αφορά στην έκταση επιτυχίας της αίτησης.

 

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αίτηση έχει επιτύχει σε ποσοστό 3/4, τα έξοδα της αίτησης, τα οποία προσδιορίζω στο ποσό των €3.918,75 (5.225 X 3/4), πλέον Φ.Π.Α. και €594, πραγματικά έξοδα, επιδικάζονται υπέρ των αιτητών και σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση.

 

 

 

 

                                                                  (Υπ.) …..……..…………………

                                                                                 Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Subject: Civil/Other Actions /Interim

(Αναφορά: Πολιτική - αίτηση για έκδοση προσωρινού - απαγορευτικού διατάγματος “Springboard” και “Norwich Pharmacal”) 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο