MG CLUΒ LTD ν. GORDIAN HOLDINGS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 1127/2023, 24/6/2025
print
Τίτλος:
MG CLUΒ LTD ν. GORDIAN HOLDINGS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 1127/2023, 24/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

                                                                                                         Αρ. Αγωγής: 1127/2023

 

Μεταξύ:

 

                                            MG CLUΒ LTD

                Εναγόντων

                                                                        και

 

                                           1.  GORDIAN HOLDINGS LTD

                                          2.  G.M. GEORGIOU CONSTRUCTIONS LTD

                                                                                                                     Εναγόμενων

----------------------

Αίτηση διαγραφής υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ημερομηνίας 28/1/2025

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 24/6/2025

 

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες: κ. Α. Προδρόμου

Για εναγόμενους 1 - αιτητές: ΠΑΝΑΓΟΣ & ΠΑΝΑΓΟΣ Δ.Ε.Π.Ε  

Για εναγόμενους 2 - καθ’ ων η αίτηση: κ. Α. Χαραλάμπους

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης της αγωγής τους, στον ουσιώδη χρόνο, δυνάμει σχετικής γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 1/3/2010 ήταν ενοικιαστές ενός ακινήτου και ενός υποστατικού - το οποίο ανεγέρθηκε εντός του ακινήτου -, ιδιοκτησίας των εναγόμενων 2. Οι ακόλουθοι ήταν μερικοί από τους όρους της εν λόγω συμφωνίας:

 

Οι ενάγοντες θα είχαν το δικαίωμα να προβούν σε οποιαδήποτε προσθήκη, μετατροπή ή επέμβαση στη διαρρύθμιση και/ή διακόσμηση του υποστατικού. Κάθε μετατροπή ή προσθήκη ή κάθε προσαρμοσμένο πράγμα ή αντικείμενο ή παράρτημα ή εξάρτημα κ.ο.κ. και γενικά, όλη η ακίνητη περιουσία των εναγόντων, με τη λήξη ή τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικίασης, θα συνεχίσουν να ανήκουν αποκλειστικά στους ενάγοντες, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να τα αφαιρέσουν με δικά τους έξοδα.

 

Οι ενάγοντες, μετά τη λήψη της κατοχής του ακινήτου προέβησαν σε προσθήκες και/ή μετατροπές και/ή επεμβάσεις στη διαρρύθμιση και/ή διακόσμησή του, συνολικής αξίας €456.539,91.

 

Τον Ιούνιο του 2022, εξαιτίας οφειλών και υπόλοιπων δανείων των εναγόμενων 2 σε τραπεζικά ιδρύματα και/ή τους εναγόμενους 1 και/ή κατόπιν αγοράς και/ή απόκτησης των εν λόγω οφειλών και δανείων από τους τελευταίους, αυτοί ειδοποίησαν τους εναγόμενους 2, μέσω επιστολής, κατά τον Τύπο ΙΓ της σχετικής νομοθεσίας, περί της πρόθεσής τους να πωλήσουν το ακίνητο με τη διαδικασία του πλειστηριασμού.

 

Όταν οι ενάγοντες έλαβαν γνώση της επικείμενης πώλησης, με επιστολή τους, ημερομηνίας 28/6/2022 ζήτησαν από τους εναγόμενους 2 να ενημερώσουν τους εναγόμενους 1, ως ενυπόθηκους δανειστές τους, περί του ιδιοκτησιακού συμφέροντός τους επί της πιο πάνω περιουσίας εντός του ακινήτου καθώς και όπως τους δοθεί η δυνατότητα να προβούν στην αφαίρεση και ανάκτηση της κατοχής της.

 

Οι εναγόμενοι 2 ενημέρωσαν σχετικά τους εναγόμενους 1 με επιστολή των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 7/7/2022.

 

Κατά ή μετά τις 15/7/2022, οι εναγόμενοι 1 προέβησαν σε πώληση του ακινήτου σε συγκεκριμένη εταιρεία με τη διαδικασία πλειστηριασμού. Οι ενάγοντες, κατά ή περί το Νοέμβριο του ίδιου έτους ενημέρωσαν την εν λόγω εταιρεία για το συμφέρον τους επί της κινητής περιουσίας τους στο ακίνητο και ζήτησαν να τους επιτραπεί να την αφαιρέσουν και παραλάβουν. Η εταιρεία, με απαντητική επιστολή των δικηγόρων της ενημέρωσε τους ενάγοντες ότι ουδέποτε ενημερώθηκε σχετικά από τους εναγόμενους 1 και ότι η ίδια ενήργησε ως καλόπιστος αγοραστής.

 

Με την αγωγή τους οι ενάγοντες ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παραπάνω περιουσία είναι ιδιοκτησίας τους, διάταγμα που να τους επιτρέπει να εισέλθουν εντός του ακινήτου για να την παραλάβουν και τέλος, διάταγμα που να διατάσσει τους εναγόμενους 1 και/ή 2 να τους την παραδώσουν. Περαιτέρω και/ή διαζευκτικά ζητούν εναντίον των εναγόμενων, αποζημιώσεις, ύψους €456.539,91 που αντιστοιχεί στην συνολική αξία της περιουσίας τους, ένεκα ιδιοποίησης και/ή παράνομης κατακράτησης αυτής και/ή δόλου και/ή αδικαιολόγητου πλουτισμού σε βάρος τους, καθώς και τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

Οι εναγόμενοι 1, με την υπεράσπισή τους, καταρχάς εγείρουν 4 προδικαστικές ενστάσεις. Με τις τρεις από αυτές δηλώνουν ότι επιφυλάσσουν το δικαίωμά τους να ζητήσουν τη διαγραφή και/ή παραμερισμό της αγωγής εναντίον τους.

 

Άνευ βλάβης ισχυρίζονται - μεταξύ άλλων - τα εξής:

 

Οι εναγόμενοι 2 υποθήκευσαν το επίδικο ακίνητο κατά ή περί τις 31/10/2006 προς όφελος της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ προς εξασφάλιση των πιστωτικών διευκολύνσεων που τους είχαν παραχωρηθεί από τους τελευταίους. Η εν λόγω τράπεζα μεταβίβασε στους εναγόμενους 1, όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αφορούν τις εν λόγω πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή εξασφαλίσεις, περιλαμβανομένης και της υποθήκης.

 

Οι ακόλουθοι ήταν μερικοί από τους ρητούς και ουσιώδεις όρους της υποθήκης:

 

Ο οφειλέτης και/ή οι εναγόμενοι 2 υποθήκευσαν προς όφελος της τράπεζας και/ή των εναγόμενων 1 το ακίνητο, μαζί με κάθε τωρινό ή μελλοντικό συστατικό και/ή παράρτημα κ.ο.κ.. Ο οφειλέτης και/ή οι εναγόμενοι 2 δεν έχουν το δικαίωμα να ενοικιάζουν ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο να δεσμεύσουν ή να επιβαρύνουν το ενυπόθηκο ακίνητο, χωρίς τη γραπτή έγκριση της τράπεζας και/ή των εναγόμενων 1. Ο οφειλέτης και/ή οι εναγόμενοι 2 δεν έχουν το δικαίωμα να μεταβιβάσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή επιτρέψουν να επιβαρυνθεί με οποιοδήποτε τρόπο οποιοδήποτε μέρος ή ολόκληρο το ακίνητο,  χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση της τράπεζας και/ή των εναγόμενων 1.

 

Οι εναγόμενοι 2, ουδέποτε προσκόμισαν οποιαδήποτε συμφωνία ή ενοικιαστήριο έγγραφο που να δίδει το δικαίωμα στους ενάγοντες να κατέχουν και/ή χρησιμοποιούν και/ή εκμεταλλεύονται το ακίνητο και ο ενυπόθηκος δανειστής και/ή τράπεζα και/ή οι εναγόμενοι 1, ουδέποτε συγκατατέθηκαν σε οποιαδήποτε τέτοια κατοχή και/ή χρήση και/ή εκμετάλλευση. Συνεπώς, το κατ’ ισχυρισμό των εναγόντων, ενοικιαστήριο έγγραφο το οποίο συνάφθηκε κατά παράβαση της υποθήκης είναι άκυρο και/ή ακυρώσιμο και/ή παράνομο και/ή δε δεσμεύει τους εναγόμενους 1, οι οποίοι αγνοούν και συνεπώς αρνούνται τους ισχυρισμούς των εναγόντων, περί της κατοχής του ακινήτου καθώς και της κατοχής και κυριότητας της κινητής και/ή άλλης περιουσίας εντός αυτού και ότι έχουν προβεί εντός του εν λόγω ακινήτου στα όσα αναφέρουν στη σχετική παράγραφο, συνολικής αξίας €456.539,91.

 

Στην επιστολή των δικηγόρων των εναγόμενων 2 απάντησαν με την επιστολή τους, ημερομηνίας 12/7/2022. Με αυτή, τους ενημέρωναν ότι η οποιαδήποτε ενοικίαση ή άδεια χρήσης του ακινήτου λάμβανε χώρα, ήταν κατά παράβαση των προνοιών της υποθήκης και ως εκ τούτου, οι ίδιοι δεν αναγνωρίζουν την οποιαδήποτε σχετική συμφωνία.

 

Αναφορικά με την πώληση του ακινήτου με πλειστηριασμό είναι η θέση τους, ότι ενήργησαν καθόλα νόμιμα σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμο 9/1965. Σε κάθε περίπτωση, το οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα θεωρηθεί ότι έχουν οι ενάγοντες μπορεί να απαιτηθεί και/ή αξιωθεί υπό τη μορφή αποζημιώσεων από τους εναγόμενους 2 και όχι από τους ίδιους και/ή οποιοδήποτε τρίτο.

 

Με τη σειρά τους, οι εναγόμενοι 2 παραδέχονται πλείστους από τους ισχυρισμούς των εναγόντων που συνθέτουν τη βάση της αγωγής τους, με εξαίρεση, όσους αποβλέπουν σε στοιχειοθέτηση των εναντίον τους αξιώσεών τους. Περαιτέρω ισχυρίζονται τα εξής:

 

Αρνούνται ότι αρνήθηκαν αδικαιολόγητα να επιτρέψουν στους ενάγοντες να εισέλθουν στο επίδικο ακίνητο και να αφαιρέσουν την περιουσία τους. Αυτοί, στον ουσιώδη χρόνο γνώριζαν ότι το ακίνητο ήταν υποθηκευμένο στην Τράπεζα Κύπρου και ότι υπήρχε ο κίνδυνος να εκποιηθεί στο οποίο προέβαιναν στις πιο πάνω εργασίες και προσθηκομετατροπές.

 

Ο ενυπόθηκος δανειστής κατά τον ουσιώδη χρόνο (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ) γνώριζε πλήρως για την ενοικίαση του χώρου από τους ενάγοντες και τις επενδύσεις στις οποίες αυτοί προέβαιναν και μάλιστα, μέρος του οφέλους που πρόκυπτε, το προσποριζόταν η Τράπεζα Κύπρου. Αποτελεί θέση τους, ότι η γνώση της Τράπεζας Κύπρου μετατίθεται στους εναγόμενους 1, οι οποίοι υποκατέστησαν την Τράπεζα Κύπρου στη θέση της, κατόπιν των μεταξύ τους σχετικών διακανονισμών και οι εναγόμενοι 1 δεν μπορούν να ισχυρίζονται άγνοια των πιο πάνω γεγονότων και τη σημασία τους.

 

Υπαίτιοι αυτής της κατάστασης είναι οι εναγόμενοι 1, εναντίον των οποίων θα προχωρήσουν με διαδικασία συνεναγόμενων και/ή διαφορετικά. Οι ενάγοντες δεν έχουν οποιοδήποτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον τους.

 

Οι εναγόμενοι 1, στις 10/4/2024, δυνάμει της Δ.10 Θ.12 εξέδωσαν και επέδωσαν στους εναγόμενους 2, ειδοποίηση προς συνεναγόμενο. Με αυτή καταληκτικά ισχυρίζονται ότι σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί ότι έχει προκληθεί οποιαδήποτε ζημιά στους ενάγοντες, οι εναγόμενοι 2 υποχρεούνται να την καλύψουν στο βαθμό ευθύνης που δύναται να κατανεμηθεί στους εναγόμενους 1, συμπεριλαμβανομένου οποιουδήποτε ποσού ήθελε επιδικαστεί εναντίον των εναγόμενων 1, των εξόδων της αγωγής και/ή οποιαδήποτε ζημιά ήθελαν υποστεί οι εναγόμενοι 1, συνεπεία της αγωγής.

 

Σε ανάλογο δικονομικό διάβημα προέβησαν και οι εναγόμενοι 2, οι οποίοι εξέδωσαν τη δική τους ειδοποίηση, στις 25/10/2024. Με αυτή, μεταξύ άλλων αναφέρουν τα εξής:

 

«….

 

Οι Εναγόμενοι απαιτούν εναντίον σας και ισχυρίζονται ότι οι ισχυριζόμενες ζημιές και απώλειες που υπέστησαν οι Ενάγοντες οφείλονται εξ υπαιτιότητας σας και στο γεγονός οι ενώ εσείς και/ή ο προκάτοχοι σας στον τίτλο Τράπεζα Κύπρου Δημόσια εταιρεία Λτδ γνώριζαν για την ενοικίαση του χώρου από τους Ενάγοντες και τις προσθηκομετατροπές που έκαναν και τις αξιώσεις τους γι αυτές εσείς προβήκατε σε εκποίησης και/ή πώληση και μεταβίβαση του επίδικου υποστατικού αγνοώντας ή χωρίς να λάβετε μέτρα προστασίας των τυχόν δικαιωμάτων των Εναγόντων επί του εν λόγω υποστατικού και/ή διαφορετικά.

 

…..»

 

Την ίδια μέρα, μετά από αίτημα του ευπαίδευτου δικηγόρου των εναγόμενων 2, συναινούσης και της ευπαίδευτης δικηγόρου των εναγόμενων 1 δόθηκαν οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων στο πλαίσιο της ειδοποίησης συνεναγόμενου που είχαν εκδώσει οι εναγόμενοι 1. Αυτό δε, μολονότι η κυρία Αγαθοκλέους διατύπωσε τη θέση των τελευταίων πως δε χρειαζόταν να γίνει κάτι τέτοιο.

 

Οι εναγόμενοι 1 καταχώρησαν την έκθεση απαίτησής τους, στις 13/11/2024. Με αυτή, βασικά επαναλαμβάνουν το σύνολο των ισχυρισμών τους που περιέχονται στην υπεράσπισή τους στην αγωγή και προσθέτουν διάφορους ισχυρισμούς για σκοπούς στοιχειοθέτησης των ακόλουθων αξιώσεών τους εναντίον των εναγόμενων 2:

 

Πρώτο, δήλωση ότι οι εναγόμενοι 1 δικαιούνται σε πλήρη κάλυψη και/ή αποζημίωση ή συνεισφορά από τους εναγόμενους 2, εξ ολοκλήρου ή σε τέτοιο βαθμό τον οποίο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο έναντι της αξίωσης των εναγόντων, δεύτερο, απόφαση υπέρ των εναγόμενων 1 και εναντίον των εναγόμενων 2 για οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικαστεί προς όφελος των εναγόντων και εναντίον των εναγόμενων 1 ή για συνεισφορά σε τέτοιο βαθμό τον οποίο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και εύλογο, τρίτο, απόφαση και/ή δήλωση ότι η κατ’ ισχυρισμό συμφωνία ενοικίασης, ημερομηνίας 1/3/2010 κ.ο.κ., αναφορικά και/ή σε σχέση με το επίδικο ακίνητο και/ή των υποστατικών που έχουν ανεγερθεί εντός αυτού είναι άκυρη και/ή ακυρώσιμη και/ή παράνομη και/ή σε κάθε περίπτωση, άνευ ισχύος και/ή άνευ εννόμου αποτελέσματος και/ή μη δεσμευτική για τους εναγόμενους 1 και τέταρτο, απόφαση υπέρ των εναγόμενων 1 και εναντίον των εναγόμενων 2 για το ποσό των εξόδων που ήθελε επιδικαστεί προς όφελος των εναγόντων και εναντίον των εναγόμενων 1 και για το ποσό των εξόδων της υπεράσπισης, καταχώρησης έκθεσης απαίτησης και της διαδικασίας συνεναγόμενου ή οποιοδήποτε μέρος τούτου το οποίο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και εύλογο, πλέον Φ.Π.Α.

 

Στις 10/1/2025, οι εναγόμενοι 2 καταχώρησαν την υπεράσπισή τους στην έκθεση απαίτησης των εναγόμενων 1 καθώς και την ακόλουθη ανταπαίτηση εναντίον των τελευταίων:

 

«Ανταπαίτηση

 

33.    Οι Εναγόμενοι επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο των παραγράφων 1-32 της υπεράσπισης τους.

 

34.    Οι Εναγόμενοι με ειδοποίηση συνεναγομένου που έδωσαν στους εναγόμενους 1 αξιώνουν όπως σε περίπτωση που το δικαστήριο επιδικάσει εναντίον των Εναγόμενων 1 οποιοδήποτε ποσό αποζημιώσεως προς τους Ενάγοντες, οι Εναγόμενοι 2 δικαιούνται σε κάλυψη και/ή συνεισφορά από τους Εναγόμενους 1 σε τέτοιο βαθμό που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο έναντι της αξίωσης των Εναγόντων. 

 

35.    Και οι Εναγόμενοι 2 αξιώνουν εναντίον των Εναγόμενων 1:

 

Α.      Αναγνωριστική απόφαση και/ή δήλωση ότι η Εναγόμενη 2 δικαιούται σε πλήρη κάλυψη και/ή σε αποζημίωση ή συνεισφορά από την Εναγόμενη 2 εξ ολοκλήρου ή σε τέτοιο βαθμό τον οποίο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ορθό και δίκαιο έναντι της αξίωσης των Εναγόντων.

 

Β.      Απόφαση υπέρ της Εναγόμενης 2 και εναντίον των Εναγομένων 1 για οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικαστεί προς όφελος των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων για συνεισφορά σε τέτοιο βαθμό τον οποίο το δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και εύλογο. 

 

Γ.      Απόφαση υπέρ της Εναγόμενης 2 και εναντίον των Εναγομένων 1 για οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικαστεί προς όφελος των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων για το ποσό της υπεράσπισης της ανταπαίτησης των Εναγομένων 2 και της διαδικασίας συνεναγομένου ή οποιοδήποτε μέρος αυτού το οποίο το Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιο και εύλογο.»

 

Οι εναγόμενοι 1, στις 28/1/2025 καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση με την οποία ζητούν:

 

«(Α)  Διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να διαγράφει (strike out) την υπεράσπιση ημερομηνίας 10/01/2025 (η «Υπεράσπιση») που καταχωρήθηκε από την Εναγόμενη 2 στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής ή/και στα πλαίσια της ειδοποίησης συνεναγόμενου που καταχώρησε η Εναγόμενη 1, για τον λόγο ότι είναι παράτυπη και/ή αντινομική και/ή αβάσιμη και/ή λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους δικονομικούς κανόνες και/ή λόγω ακυρότητας και/ή λόγω αντικανονικότητας της όλης διαδικασίας και/ή λόγω μη τήρησης των προβλεπόμενων από τους σχετικούς νόμους, τους διαδικαστικούς κανονισμούς.

 

(Β)    Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά ή διαδοχικά, διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να διαγράφει (strike out) την Υπεράσπιση, για τον λόγο ότι είναι επιπόλαια ή/και ενοχλητική (frivolous and/or vexatious) ή/και εκδικητική ή/και εμφανώς δεν δύναται να επιτύχει εναντίον της Αιτήτριας ή/και αποτελεί κατάχρηση δικαστικών διαδικασιών.

 

(Γ)     Διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να διαγράφει (strike out) την ανταπαίτηση ημερομηνίας 10/01/2025 (η «Ανταπαίτηση») που καταχωρήθηκε από την Εναγόμενη 2 στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής ή/και στα πλαίσια της ειδοποίησης συνεναγόμενου που καταχώρησε η Εναγόμενη 1 για τον λόγο ότι είναι παράτυπη και/ή αντινομική και/ή αβάσιμη και/ή λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους δικονομικούς κανόνες και/ή λόγω ακυρότητας και/ή λόγω αντικανονικότητας της όλης διαδικασίας και/ή λόγω μη τήρησης των προβλεπόμενων από τους σχετικούς νόμους, τους διαδικαστικούς κανονισμούς.

 

(Δ)    Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά ή διαδοχικά, διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να διαγράφει (strike out) την Ανταπαίτηση, για τον λόγο ότι είναι επιπόλαια ή/και ενοχλητική (frivolous and/or vexatious) ή/και εκδικητική ή/και εμφανώς δεν δύναται να επιτύχει εναντίον της Αιτήτριας ή/και αποτελεί κατάχρηση δικαστικών διαδικασιών.

 

(Ε)    Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά ή διαδοχικά, διάταγμα του σεβαστού Δικαστηρίου το οποίο να διαγράφει (strike out) την Υπεράσπιση ή/και Ανταπαίτηση για τον λόγο ότι είναι ως νόμω και ουσία αβάσιμη.

 

(ΣΤ)  …………………..

 

(Ζ)    …………………..»

 

 

Η αίτηση βασίζεται - μεταξύ άλλων - στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, Δ.2, Δ.4, Δ.5, Δ.10 Θ.Θ.8 και 12, Δ.15, Δ.19 Θ.26, Δ.21 Θ.10, Δ.27 Θ.Θ.1, 2 και 3, Δ.48 Θ.Θ.1 μέχρι 9, Δ.57 Θ.2 και Δ.64.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του  Αβραάμ Αδάμου.

 

Οι εναγόμενοι 2 καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 19 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο διευθύνων  σύμβουλός τους, Γεώργιος Γεωργίου.

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων. Δεν προτίθεμαι να το επαναλάβω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν - γραπτών - αγορεύσεων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Ο πρώτος λόγος για τον οποίο οι εναγόμενοι 1 - σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων τους - ζητούν τη διαγραφή της επίμαχης υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εναγόμενων 2 είναι ότι, πράγματι, τα δυο αυτά δικόγραφα καταχωρήθηκαν εκπρόθεσμα.

 

Η Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας διαλαμβάνει τις συνέπειες μη συμμόρφωσης με τους Θεσμούς. Η μη συμμόρφωση αναφορικά με το χρόνο, αποτελεί απλή παρατυπία, θεραπεύσιμη η οποία δε καθιστά το σχετικό διάβημα άκυρο. Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας που διέπει το θέμα, μπορεί να εκδώσει διάταγμα απαλλαγής από την παρατυπία. Απ’ εκεί και πέρα από το περιεχόμενο του Θ.2 της ίδιας διαταγής προκύπτει ότι διάδικος ο οποίος επιθυμεί τον παραμερισμό του παράτυπου δικονομικού διαβήματος, για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση, προτού ο ίδιος προβεί σε οποιοδήποτε νέο διάβημα, αφότου περιήλθε σε γνώση του η παρατυπία.

 

Στην προκειμένη περίπτωση είναι γεγονός, ότι η υπό κρίση αίτηση αποτελεί το πρώτο δικονομικό διάβημα των εναγόμενων 1, αφότου περιήλθε σε γνώση τους η επί  του προκειμένου παρατυπία. Ωστόσο, αποτελεί επίσης γεγονός, ότι με την αίτηση ζητούν τη διαγραφή των επίμαχων δικογράφων για αριθμό λόγων και όχι επειδή αυτά καταχωρήθηκαν εκπρόθεσμα. Γεγονός το οποίο, αναπόφευκτα υποχρέωσε τους εναγόμενους 2 να καταχωρήσουν ένσταση και ακολούθως, γραπτή αγόρευση, επί όλων των πτυχών και λόγων της αίτησης. Πέραν τούτου είναι και το γεγονός, ότι, με τη σειρά μου, ενώ γνώριζα ότι τα εν λόγω δικόγραφα των εναγόμενων 2, παρά τις οδηγίες μου για καταχώρησή τους εντός τακτής προθεσμίας, καταχωρήθηκαν εκπρόθεσμα, εντούτοις, επειδή ακριβώς θεώρησα ότι αποτελεί απλή παρατυπία το συγκεκριμένο γεγονός, δεν έδωσα καθόλου σημασία σ’ αυτό και άφησα τη διαδικασία να συνεχιστεί κανονικά, οπότε θεωρώ πως δε θα ήταν ορθό μα ούτε και δίκαιο, σήμερα, να διατάξω τη διαγραφή των επίμαχων δικογράφων γι’ αυτό το λόγο. Τέλος, είναι και το γεγονός, ότι οι εναγόμενοι 1 οι οποίοι  ζητούν τη διαγραφή των εν λόγω δικογράφων για το συγκεκριμένο λόγο, ούτε ισχυρίστηκαν μα ούτε και προκύπτει να έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά ή βλάβη, ως αποτέλεσμα της επί του προκειμένου παρατυπίας. Για την οποία, εκδίδω διάταγμα απαλλαγής.

 

Ο άλλος λόγος για τον οποίο οι εναγόμενοι 1 - και πάλι σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων τους - ζητούν τη διαγραφή, ειδικά της υπεράσπισης των εναγόμενων 2 στην έκθεση απαίτησής τους έχει ως δικαιοδοτικό υπόβαθρο τη Δ.19. Θ.26 και τη Δ.27 Θ.3.

 

Σύμφωνα με την πρώτη (Δ.19 Θ.26):

 

«Το Δικαστήριο ή Δικαστής μπορεί καθ’ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας να διατάξει τη διαγραφή ή τροποποίηση οιουδήποτε ζητήματος σε οιανδήποτε οπισθογράφηση ή δικόγραφο η οποία μπορεί να θεωρηθεί μη αναγκαία ή σκανδαλώδης ή που τείνει να προκαταβάλει, περιπλέξει ή καθυστερήσει την όλη εκδίκαση της αγωγής.»

 

Σύμφωνα με τη δεύτερη (Δ.27 Θ.3):

 

«Το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως οιονδήποτε δικόγραφο διαγραφεί για το λόγο ότι δεν περιέχει λογικό αγώγιμο δικαίωμα ή απάντηση και σε τέτοια περίπτωση ή σε περίπτωση που η αγωγή ή υπεράσπιση φανεί από τα δικόγραφα ότι είναι μηδαμινή ή ενοχλητική το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει όπως η αγωγή ανασταλεί ή απορριφθεί, ή να εκδώσει απόφαση που θα είναι δίκαια.»

 

Καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 246):

 

      «Στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ορθά επισημαίνεται ότι η διαγραφή αίτησης για διάλυση, όπως και κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφου, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος. Υποδεικνύεται επίσης στην πρωτόδικη απόφαση ότι το δικόγραφο του οποίου επιδιώκεται η διαγραφή, αξιολογείται αυτοτελώς με βάση την αντικειμενική υπόσταση του περιεχομένου του, ανεξάρτητα από τη μαρτυρία η οποία το υποστηρίζει. (ΒλButtes Gas & Oil Co. v. Hammer [1975] 2 W.L.R., 425). Σημειώνεται επίσης ότι η επίκληση της συμφυούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου για τη διαγραφή δικογράφου, ασκείται με εξαιρετική φειδώ και μόνο εφόσο διαπιστώνεται ότι το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου· δηλαδή, χρήση των μέσων του δικαίου για αλλότριους σκοπούς. Αναλύεται επίσης η έννοια του όρου "frivolous andvexatious" (Βλ. Bullen & Leake and Jacob's, Precedents of Pleadings, 12th ed., p. 145). (κακόβουλου και ενοχλητικού δικονομικού μέτρου), για να διαπιστωθεί αν το Υπόμνημα για διάλυση έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως υπάρχει ισχυρισμός.»

 

Περαιτέρω σύμφωνα με τη Cyber Group v. Χαραλαμπίδη κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1852):

 

«Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσίβλητοι ζήτησαν τη διαγραφή της περαιτέρω υπεράσπισης για το λόγο ότι «θεωρείται μη αναγκαία ή σκανδαλώδης ή τείνει να προκαταβάλει, περιπλέξει ή καθυστερήσει την όλη εκδίκαση της αγωγής».  Βασίσθηκαν κυρίως επί της Δ.19,  θ.26.  Η τελευταία επιτρέπει τη διαγραφή δικογράφου το οποίο είναι μη αναγκαίο ή σκανδαλώδες ή τείνει να προκαταλάβει ή επηρεάσει τη δίκαιη εκδίκαση της αγωγής. Ο αντίστοιχος θεσμός των Παλαιών Αγγλικών Διαδικαστικών Κανονισμών είναι η Δ.19, θ.27.  Επεξηγείται στις σελ. 477-479 του Annual Practice 1960.  Κύριος σκοπός του είναι η συμμόρφωση των διαδίκων με τους κανόνες σύνταξης δικογράφων.  Κατά την εξέταση αίτησης δυνάμει της Δ.19, θ.26 (Αγγλική Δ.19, θ.27) δεν επιχειρείται εξέταση της εγκυρότητας της υπεράσπισης. Αυτό είναι ζήτημα που εξετάζεται δυνάμει της Δ.27, θ.3 (Αγγλική Δ.25, θ.4).  Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την διαγραφή δικογράφου δυνάμει των πιο πάνω θεσμών (Δ.19, θ.26 και Δ.27, θ.3) η διαγραφή δικογράφου, συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο (In re Pelmako Development Ltd (1991) 1 C.L.R. 246). Εφόσον το δικόγραφο αποκαλύπτει κάποια αιτία αγωγής ή υπεράσπισης ή εγείρει κάποιο ζήτημα το οποίο είναι κατάλληλο για να αποφασισθεί από το Δικαστήριο, το απλό γεγονός ότι η υπόθεση είναι αδύνατη και δεν ενδέχεται να πετύχει δεν αποτελεί λόγο για τη διαγραφή του (Annual Practice 1960, σελ. 575). Επομένως η αίτηση για διαγραφή της περαιτέρω υπεράσπισης έπρεπε να είχε προσεγγισθεί με βάση τις πιο πάνω αρχές.  Η εξέταση σε βάθος της υπεράσπισης κρίνεται εσφαλμένη.»

 

Καθόλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Αγγελίδου ν. Μούσουλου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1846:

 

«Τα δικόγραφα αποτελούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αρχίζει και τελειώνει η προσφερόμενη δυνατότητα παρουσίασης της υπόθεσης ενός εκάστου διαδίκου. Η Δ.19 θ.4 των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας επιτακτικά καθορίζει ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στα δικόγραφα γεγονότα, κατ΄αντίθεση προς τη μαρτυρία, και κατά δεύτερο λόγο τα γεγονότα στα οποία γίνεται αναφορά από ένα διάδικο πρέπει να είναι ουσιώδη σχετιζόμενα με το επίδικο ζήτημα που τίθεται προς εκδίκαση. (βλ. Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, Γεωργίου Καψού (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 164 και Παγκύπριος Ετ.Αρτοποιών Λτδ., ν. Σαββίδη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 685».

 

Ομοίως και όσα ακολουθούν από την υπόθεση Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd v. Hussein Ali Nasrat Abdallah κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 1520:

 

«Σύμφωνα δε με το Annual Practice, 1958, σελ. 477-479, η φράση: "Tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action" - («τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής») - έχει ερμηνευθεί φιλελεύθερα από τα δικαστήρια, έτσι ώστε απλή πολυλογία να μην προκαλεί αμηχανία. Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεσή τους, εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους κανόνες. Δικόγραφα, έστω και αν δεν είναι απόλυτα σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες, δε διαγράφονται. Το γεγονός ότι δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε διαγραφή του, εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Εάν, όμως, σε δικόγραφο, περιέχονται ισχυρισμοί παντελώς άσχετοι, από τους οποίους θα προκληθούν έξοδα και καθυστέρηση στην υπόθεση, τότε αυτοί δικαιολογείται να διαγραφούν. Ισχυρισμοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα και συμπεριφορά προσβλητική για τον αντίδικο, εφόσον δεν είναι σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα, θεωρούνται σκανδαλώδεις.»

 

Όλες οι παραπάνω αρχές επαναλαμβάνονται και στην ακόμη πιο πρόσφατη υπόθεση Esquire Holding Ltd v. Tsentas Developers Ltd κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 786.  Ακολουθεί το σχετικό απόσπασμα:  

 

«Με βάση τη σχετική νομολογία κάθε αίτημα για διαγραφή δικογράφου είναι εξαιρετικό μέτρο και μέρη από τη δικογραφία μπορούν να διαγραφούν όταν τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής. Όπως έχει τεθεί από παλαιά (βλ Annual Practice 1958, σελ.477 κ.ε.) απλή πολυλογία δεν προκαλεί αμηχανία.  Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεση τους εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους Κανόνες.  Ακόμη και αν ένα δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα τούτο δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει το Δικαστήριο στη διαγραφή του εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο.  Η τελευταία αυτή φράση αποτελεί το ουσιώδες στοιχείο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου αλλά και ως προς τη συναφή αιτιολογία που πρέπει να δίδεται για τη διαγραφή. Όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί παλαιότερα «though the language of Order 19 Rule 26 is wide, its operation is limited". (βλ. Lavar Shipping Co. Ltd & Another v. Souras Bros Ltd & Another (1972) 4 J.S.C. σελ. 416). …….. Όπως αναφέρθηκε στη FASILI a.o. v. M.V."SUN BOAT" HER SHIPOWNERS AND/OR CHARTERERS a.o. (1984) 1 C.L.R. 679 η εξουσία διαγραφής ενεργοποιείται μόνο σε απλές και φανερές υποθέσεις.»

 

Αποτελεί θέση των  ευπαίδευτων δικηγόρων των εναγόμενων 1 ότι οι ισχυρισμοί που περιέχονται στην υπεράσπιση των εναγόμενων 2 είναι παντελώς άσχετοι με τα επίδικα θέματα και αναμφίβολα, για τη συζήτηση των εν λόγω ισχυρισμών, θα προκληθούν έξοδα και μεγάλη καθυστέρηση. Συνεπώς, το δικόγραφο θα πρέπει να διαγραφεί.

 

Στη συνέχεια θα παραθέσω τι υποβάλλεται για κάθε μια από τις επίμαχες παραγράφους, μαζί βέβαια με τη θέση μου.

 

Για την παράγραφο 2, ότι με αυτή, γενικά και αόριστα απορρίπτεται το περιεχόμενο αριθμού παραγράφων της έκθεσης απαίτησης, χωρίς την παράθεση οποιουδήποτε ισχυρισμού.

 

Η θέση μου είναι απλή. Το πρώτο αποτελεί δικαίωμα των εναγόμενων, οι οποίοι δεν υποχρεούνται να κάνουν το δεύτερο.

 

Για την παράγραφο 4, ότι οι εναγόμενοι 2 παραδέχονται ισχυρισμό των εναγόμενων 1 «υπό την επιφύλαξη της Υπεράσπισης», χωρίς συγκεκριμένη αναφορά ή παράθεση οποιουδήποτε ισχυρισμού.

 

Δε συμφωνώ. Και τούτο, επειδή αποσιωπάται η φράση «τους που αναγράφεται κατωτέρω», που αποτελεί συνέχεια της πιο πάνω φράσης, αλλά και το γεγονός, ότι της συγκεκριμένης παραγράφου, ακολουθούν άλλες 28, που συμπληρώνουν την υπεράσπιση των εναγόμενων 2 στην εναντίον τους έκθεση απαίτηση των εναγόμενων 1, η οποία αποτελείται από 30 παραγράφους και εντελώς αχρείαστα, εν πολλοίς αποτελεί επανάληψη της υπεράσπισής τους στην εναντίον τους απαίτηση των εναγόντων.

 

Για την παράγραφο 6, να πω απλώς, ότι, ουσιαστικά υποβάλλεται ό,τι ακριβώς και για την παράγραφο 4. Με αυτό δεδομένο και η θέση μου είναι η ίδια.

 

Για τις παραγράφους 8 μέχρι 23 υποβάλλεται ότι οι εναγόμενοι 2 παραθέτουν σωρεία ισχυρισμών που αφορούν στην ουσία, τη σχέση του ενυπόθηκου  οφειλέτη (που είναι οι εναγόμενοι 2) και του ενυπόθηκου δανειστή (που είναι η Τράπεζα Κύπρου και μετέπειτα οι εναγόμενοι 1). Όμως, προστίθεται, όλοι οι ισχυρισμοί αφορούν σε αερολογίες και ανυπόστατες θέσεις. Για σκοπούς στοιχειοθέτησης της συγκεκριμένης θέσης, στη συνέχεια παρατίθενται διάφορα παραδείγματα.

 

Αντί να τα επαναλάβω προτιμώ να εξετάσω μια προς μια τις επίμαχες παραγράφους (8 μέχρι 23).

 

Αρχίζοντας από την παράγραφο 8 με μόνο λόγο ότι τα όσα αναφέρονται σ’ αυτή είναι σε συνάφεια και αποτελούν συνέχεια όσων αναφέρονται στην παράγραφο 7, με την οποία οι εναγόμενοι 2 απαντούν στις παραγράφους 9 μέχρι 13 της έκθεσης απαίτησης των εναγόμενων 1 και λαμβάνοντας υπόψη, ότι οι τελευταίοι δε ζητούν τη διαγραφή της παραγράφου 7, ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο μπορώ να διαγράψω την παράγραφο 8.

 

Ολόκληρη η παράγραφος 9 της υπεράσπισης των εναγόμενων 2, θα πρέπει να διαγραφεί. Και τούτο, επειδή έρχεται σε πλήρη σύγκρουση και αντίθεση, τόσο με το περιεχόμενο της υπεράσπισής τους στην αγωγή όσο και με το περιεχόμενο της ειδοποίησης συνεναγόμενου την οποία εξέδωσαν και επέδωσαν στους εναγόμενους 1. Ειδικότερα:

 

Οι ενάγοντες, στην παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης, μεταξύ άλλων αναφέρουν ότι οι εναγόμενοι 1 αγόρασαν και/ή απόκτησαν δάνεια και/ή οφειλές των εναγόμενων 2 προς τραπεζικά ιδρύματα. Οι εναγόμενοι 2, με την παράγραφο 6 της υπεράσπισής τους παραδέχονται τη συγκεκριμένη παράγραφο της έκθεσης απαίτησης.

 

Ακολούθως, οι εναγόμενοι 2, στις παραγράφους 13, 14 και 15 τις υπεράσπισής τους στην αγωγή αναφέρουν - μεταξύ άλλων - τα εξής: οι ενάγοντες, κατά τον ουσιώδη χρόνο γνώριζαν ότι το επίδικο ακίνητο ήταν υποθηκευμένο στην Τράπεζα Κύπρου και ότι υπήρχε κίνδυνος να εκποιηθεί. Περαιτέρω, αναφέρουν ότι ο ενυπόθηκος δανειστής κατά τον ουσιώδη χρόνο (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ) γνώριζε πλήρως για την ενοικίαση του χώρου από τους ενάγοντες και τις επενδύσεις στις οποίες προέβαιναν. Αποτελεί θέση των εναγόμενων 2 ότι η γνώση της Τράπεζας Κύπρου μετατίθεται στους εναγόμενους 1, οι οποίοι υποκατέστησαν την Τράπεζα Κύπρου στη θέση της, κατόπιν μεταξύ τους σχετικών διακανονισμών και οι εναγόμενοι 1 δεν μπορούν να ισχυρίζονται άγνοια των πιο πάνω γεγονότων και τη σημασία τους.

 

Τέλος, επαναλαμβάνω και το ακόλουθο απόσπασμα από την ειδοποίηση συνεναγόμενου την οποία εξέδωσαν οι εναγόμενοι 2 και επέδωσαν στους εναγόμενους 1:

 

«Οι Εναγόμενοι απαιτούν εναντίον σας και ισχυρίζονται ότι οι ισχυριζόμενες ζημιές και απώλειες που υπέστησαν οι Ενάγοντες οφείλονται εξ υπαιτιότητας σας και στο γεγονός οι ενώ εσείς και/ή ο προκάτοχοι σας στον τίτλο Τράπεζα Κύπρου Δημόσια εταιρεία Λτδ γνώριζαν για την ενοικίαση του χώρου από τους Ενάγοντες και τις προσθηκομετατροπές που έκαναν και τις αξιώσεις τους γι αυτές εσείς προβήκατε σε εκποίησης και/ή πώληση και μεταβίβαση του επίδικου υποστατικού αγνοώντας ή χωρίς να λάβετε μέτρα προστασίας των τυχόν δικαιωμάτων των Εναγόντων επί του εν λόγω υποστατικού και/ή διαφορετικά.»

 

Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι αποτελεί θέση των εναγόμενων 2 ότι οι εναγόμενοι 1 υποκατέστησαν νόμιμα την Τράπεζα Κύπρου στα δικαιώματά της που απορρέουν από τις πιστωτικές διευκολύνσεις που τους είχε παραχωρήσει η εν λόγω τράπεζα και το ίδιο ισχύει και τις σχετικές εξασφαλίσεις.

 

Παρόλα αυτά, στην επίμαχη παράγραφο 9 της υπεράσπισής τους, που αποτελεί απάντηση στην παράγραφο 10 της έκθεσης απαίτησης των εναγόμενων 1 ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο.

 

Οι εναγόμενοι 1, στην παράγραφο 10 της έκθεσης απαίτησής τους εναντίον των εναγόμενων 2 ισχυρίζονται ότι η τράπεζα μεταβίβασε στους εναγόμενους 1 και/ή οι εναγόμενοι 1 υποκατέστησαν την τράπεζα σε ό,τι αφορά, όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που αφορούσαν τις επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή  εξασφαλίσεις, συμπεριλαμβανομένης της επίδικης υποθήκης, κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Νόμου 169(Ι)/2015 και δυνάμει διατάγματος του Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 23/5/2019.

 

Οι εναγόμενοι 2, στην παράγραφο 9 της υπεράσπισής τους ισχυρίζονται τα εξής: «Αναφορικά με το περιεχόμενο της παραγράφου αρ. 10 της έκθεσης απαίτησης οι Εναγόμενοι 2 αρνούνται ότι οι Εναγόμενοι 1 αντικατέστησαν και/ή υποκατέστησαν την τράπεζα Κύπρου στην Υποθήκη που βάρυνε  το ακίνητο και/ή αντικατέστησαν ορθά και νόμιμα την Τράπεζα Κύπρου στην επίδικη υποθήκη για τους ακόλουθους λόγους:»

 

Με τη διευκρίνιση ότι στη συνέχεια παρατίθενται 6 λόγοι που αποβλέπουν σε στοιχειοθέτηση της παραπάνω θέσης, ένα μόνο θέλω να πω.

 

Ολόκληρη η συγκεκριμένη παράγραφος, ως εκ της αντιφατικότητάς της για τους λόγους που έχουν αναφερθεί τείνει και να περιπλέξει και να δημιουργήσει σύγχυση και να καθυστερήσει την όλη εκδίκαση της αγωγής. Με αυτό δεδομένο σε εφαρμογή της Δ.19 Θ.26 (ανωτέρω) θα πρέπει να διαγραφεί.

 

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, θα διαγραφούν και οι παράγραφοι 10, 11, 12 και 13 στο βαθμό που με αυτές αμφισβητείται το κύρος και η νομιμότητα της υποθήκης που εξασφάλιζε τις πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί από την τράπεζα στους εναγόμενους 2, ενώ, οτιδήποτε άλλο αναφέρεται στις εν λόγω παραγράφους και ειδικά στις παραγράφους 12 και 13, ουσιαστικά καλύπτεται από το περιεχόμενο της παραγράφου 8.

 

Τα όσα αναφέρουν οι εναγόμενοι 2, στις παραγράφους 14, 15 και 16 της υπεράσπισής τους στην έκθεση απαίτησης των εναγόμενων 1, μολονότι μπορεί να λεχθεί ότι αποτελούν πολυλογία και ενδεχομένως, να είναι και αχρείαστα, καθώς η ουσία τους περικλείεται στην παράγραφο 14 της υπεράσπισής τους στην αγωγή, εντούτοις, επειδή δε θεωρώ ότι προκαλούν αμηχανία, είτε ακόμη, ότι θα συμβάλουν στη δημιουργία καθυστέρησης στην εκδίκαση της αγωγής ή στην πρόκληση ζημιάς, είτε στους εναγόμενους 1 είτε ακόμη και στους ενάγοντες, σε εφαρμογή όσων αναφέρονται στην Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd (ανωτέρω) θεωρώ πως δεν συντρέχει κανένας λόγος διαγραφής τους.

 

Με την παράγραφο 17, οι εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι οι ισχυρισμοί των εναγόμενων 1 στις παραγράφους 10 και 11 αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις και «προφάσεις εν αμαρτίες.»

 

Και αυτή η παράγραφος θα πρέπει να διαγραφεί, καθώς με αυτή, ουσιαστικά επαναλαμβάνονται με διαφορετική διατύπωση και συνοπτικά, όσα ή μέρος όσων αναφέρονται στις παραγράφους 9 και 10, οι οποίες, για λόγους που αναφέρονται σε άλλο σημείο (πιο πάνω), θα διαγραφούν και αυτές.

 

Οι ενάγοντες, με την παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης ισχυρίζονται ότι τον Ιούνιο του 2022, εξαιτίας των οφειλών και υπολοίπου δανείων των εναγόμενων 2 προς τραπεζικά ιδρύματα και/ή τους εναγόμενους 1 κ.ο.κ., οι εναγόμενοι 1, μέσω επιστολής κατά τον Τύπο ΙΓ της σχετικής νομοθεσίας ειδοποίησαν τους εναγόμενους 2 για την πρόθεσή τους να πωλήσουν το επίδικο ακίνητο, μέσω διαδικασίας πλειστηριασμού. Με την παράγραφο 9 ισχυρίζονται πως, όταν οι  ίδιοι έλαβαν γνώση της επικείμενης πώλησης, με επιστολή τους ζήτησαν από τους εναγόμενους 2 να ενημερώσουν τους εναγόμενους 1, ως τους ενυπόθηκους δανειστές τους, περί του ιδιοκτησιακού τους συμφέροντος επί της κινητής και άλλης περιουσίας εντός του επίδικου ακινήτου κ.ο.κ.. Με την παράγραφο 10 ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι 2 προέβησαν σε σχετική ενημέρωση των εναγόμενων 1 με επιστολή των δικηγόρων τους, ενώ με την παράγραφο 11 ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι 1 προέβησαν σε πώληση του επίδικου ακινήτου με δημόσιο πλειστηριασμό κατά ή περί τις 15/7/2022. Οι εναγόμενοι 2, με την παράγραφο 6 της υπεράσπισής τους στην αγωγή παραδέχονται το περιεχόμενο και των 4 αυτών παραγράφων.

 

Οι εναγόμενοι 1, με την παράγραφο 12 της έκθεσης απαίτησής τους ισχυρίζονται ότι, ένεκα της παράλειψης των εναγόμενων 2 να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους, ο ενυπόθηκος δανειστής και/ή οι εναγόμενοι 1 ενεργοποίησαν τις διατάξεις του Νόμου 9/65 για την αναγκαστική πώληση του επίδικου ακινήτου. Με την παράγραφο 13 ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι 2 ήταν καθόλα ενήμεροι για τις κείμενες από το Νόμο και/ή τις σχετικές με την πώληση του επίδικου ακινήτου διαδικασίες κ.ο.κ.. Σ’ αυτό το πλαίσιο, μεταξύ άλλων, οι ίδιοι, τους απέστειλαν τις δέουσες ειδοποιήσεις Τύπος «ΙΓ» οι οποίες παραλήφθηκαν δεόντως από αυτούς, στις 21/6/2022. Οι εναγόμενοι 2, με την παράγραφο 18 της υπεράσπισής τους αρνούνται και απορρίπτουν το περιεχόμενο των δυο αυτών παραγράφων της έκθεσης απαίτησης των εναγόμενων 1 και επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο της παραγράφου 9.

 

Η οποία, ωστόσο (παράγραφος 9) για λόγους που αναφέρονται σε άλλο σημείο (πιο πάνω) θα διαγραφεί και το ίδιο ακριβώς και για τους ίδιους λόγους, θα γίνει και για την παράγραφο 18.

 

Οι εναγόμενοι 2, με την παράγραφο 19 της υπεράσπισής τους παραδέχονται το περιεχόμενο των παραγράφων 14 και 15 της έκθεσης απαίτησης των εναγόμενων 1 και αρνούνται και απορρίπτουν το περιεχόμενο των παραγράφων 16 και 17.

 

Κανένας λόγος διαγραφής της εν λόγω παραγράφου υπάρχει.

 

Το τελευταίο ισχύει και για την παράγραφο 20 με την οποία οι εναγόμενοι 2 δηλώνουν ότι αρνούνται το περιεχόμενο της παραγράφου 18 και ισχυρίζονται όσα αναφέρουν στη συνέχεια, στην ίδια παράγραφο.

 

Από το περιεχόμενο της παραγράφου 21 της υπεράσπισης των εναγόμενων  2, η  φράση «..πλην όμως..» (τέταρτη γραμμή) μέχρι και το τέλος της παραγράφου, θα διαγραφεί για τους ίδιους λόγους που θα διαγραφεί και η παράγραφος 9. Κατά τα λοιπά, κανένας λόγος διαγραφής υφίσταται.

 

Για τους ίδιους λόγους, θα διαγραφεί και ολόκληρη η παράγραφος 22.

 

Η παράγραφος 23 με την οποία οι εναγόμενοι 2 αρνούνται και απορρίπτουν το περιεχόμενο της παραγράφου 21 της έκθεσης απαίτησης και ισχυρίζονται ότι οι εναγόμενοι 1 ενήργησαν παράνομα και οι ίδιοι έχασαν την περιουσία τους μισοτιμής και/ή κατώτερη της πραγματικής της αξίας, είναι εντελώς άσχετη με τα επίδικα θέματα και την αρχική αιτία της αγωγής και δε συναρτάται με οποιοδήποτε σημείο ή ζήτημα, που να είναι ουσιαστικά το ίδιο με ζήτημα που εγείρεται μεταξύ των εναγόντων και των εναγόμενων 1, για να τίθεται θέμα εκδίκασής του, όχι μόνο μεταξύ των εναγόντων και των εναγόμενων 1, αλλά και μεταξύ των τριών [Δ.10 Θ. 12(1)(β)(γ)].

 

Για να επανέλθω στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων δικηγόρων των εναγόμενων 1, για τις παραγράφους 24 και 25 της υπεράσπισης των εναγόμενων 2 υποβάλλεται ότι, αυτοί, γενικά και αόριστα απορρίπτουν το περιεχόμενο παραγράφων της έκθεσης απαίτησης, χωρίς παράθεση οποιουδήποτε ισχυρισμού.

 

Αρχίζοντας από την παράγραφο 24, στο βαθμό που με αυτή οι εναγόμενοι 2 αρνούνται το περιεχόμενο της παραγράφου 23 της έκθεσης απαίτησης και των υποπαραγράφων της, κανένας λόγος διαγραφής υφίσταται. Κατά τα λοιπά, με μόνο λόγο ότι επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο των παραγράφων 22 και 23, οι οποίες θα διαγραφούν, θα πρέπει να γίνει το ίδιο και για το συγκεκριμένο μέρος της παραγράφου.

 

Η παράγραφος 25, με την οποία οι εναγόμενοι αρνούνται το περιεχόμενο της παραγράφου 24 της έκθεσης απαίτησης των εναγόμενων 1, θα διαγραφεί για τους ίδιους λόγους που θα διαγραφούν και οι παραγράφου 10 και 11.

 

Για τις παραγράφους 26, 27, 28 και 29 της υπεράσπισης υποβάλλεται ότι «οι μόνες απομακρυσμένες σχετικές αναφορές στην Υπεράσπιση, εντούτοις και πάλι χωρίς τεκμηρίωση.»

 

Παραπέμπω απλώς στη Δ.19 Θ.4 σύμφωνα με την οποία, κάθε δικόγραφο, θα πρέπει να περιέχει μόνο σύντομη έκθεση των ουσιωδών γεγονότων επί των οποίων ο διάδικος που υποβάλλει το δικόγραφό του στηρίζει την απαίτησή του ή την υπεράσπισή του, αλλά όχι τη μαρτυρία με την οποία θα αποδειχθούν τα γεγονότα.

 

Για τις παραγράφους 30, 31 και 32 υποβάλλεται ότι οι εναγόμενοι, γενικά και  αόριστα απορρίπτουν το περιεχόμενο παραγράφων της έκθεσης απαίτησης, χωρίς την παράθεση οποιουδήποτε ισχυρισμού.

 

Επειδή υποβάλλεται ακριβώς ό,τι και για την παράγραφο 2 επαναλαμβάνω απλώς τη θέση μου συναφώς με την τελευταία. Το πρώτο αποτελεί δικαίωμα των εναγόμενων 2, οι οποίοι δεν υποχρεούνται να κάνουν το δεύτερο.

 

Ό, τι απομένει είναι το αίτημα των εναγόμενων 1 για διαγραφή της εναντίον τους ανταπαίτησης των εναγόμενων 2. Συναφώς με αυτό, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των πρώτων στη γραπτή αγόρευσή τους αναφέρουν τα εξής:

 

Όπου εγείρεται ζήτημα συνεισφοράς βρίσκει εφαρμογή η Δ.10 Θ.12. Αν και κατά την άποψή τους δεν ήταν απαραίτητη η ανταλλαγή δικογράφων, αφ’ ης στιγμής το θέμα είναι απλό και αφορά σε συνεπεύθυνους εναγόμενους, κατόπιν αιτήματος των δικηγόρων των εναγόμενων 2 δόθηκαν οδηγίες για ανταλλαγή δικογράφων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, προστίθεται, πρέπει να ακολουθείται παρόμοια διαδικασία με αυτή της έκδοσης οδηγιών τριτοδιαδίκου. Αποτελεί γνωστή αρχή ότι η διαδικασία τριτοδιαδίκου είναι μια ξεχωριστή διαδικασία όπου  ο εναγόμενος σ’ αυτή θεωρείται ενάγοντας και ο τριτοδιάδικος εναγόμενος.  Εντούτοις, πουθενά δεν προβλέπεται ότι στα πλαίσια της ειδοποίησης συνεναγόμενων μπορεί να καταχωρηθεί ανταπαίτηση μεταξύ των δυο εναγόμενων. Αφ’ ης στιγμής έχει ήδη καταχωρηθεί η ειδοποίηση, το τι εκκρεμεί και το τι άλλο θα λάβει χώρα είναι ο καθορισμός από το Δικαστήριο τής συνεισφοράς μεταξύ των συνεναγόμενων. Ναι μεν στα πλαίσια της διαδικασίας τριτοδιαδίκου μπορεί ο τριτοδιάδικος να καταχωρήσει ανταπαίτηση, αλλά, τούτο πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική περίπτωση, αφού το νέο μέρος, ο τριτοδιάδικος εισέρχεται από εκτός της διαδικασίας. Σε αντίθεση, ο συνεναγόμενος αποτελεί ήδη μέρος στη διαδικασία, οπότε, εάν επιθυμεί να αξιώσει συνεισφορά εναντίον του άλλου εναγόμενου, τότε θα πρέπει να προβεί στο ανάλογο διάβημα, κάτι που στην προκειμένη περίπτωση έπραξαν οι εναγόμενοι 1, αλλά όχι οι εναγόμενοι 2. Αυτός είναι και ο λόγος που η ειδοποίηση συνεναγόμενου αποτελεί ξεχωριστό μέτρο και διαφοροποιείται από τη διαδικασία τριτοδιαδίκου.

 

Ακολουθεί η θέση μου:

 

Στην υπόθεση Ιωαννίδης ν. Χαραλάμπους και άλλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 558 στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι  και των δυο μερών αναφέρονται τα εξής:

 

«Η ερμηνεία που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη φράση "the same procedure shall be adopted for the determination of such claim" στο κείμενο της παρα. (2) του θ. 12 της Δ.10 είναι προφανώς λανθασμένη. Η ακολουθητέα διαδικασία που προνοεί η επίδικη παράγραφος αφορά τόσο τα προδικαστικά στάδια όσο και το στάδιο της ακρόασης. Η διαδικασία αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη που καθορίζεται στους θεσμούς 7 και 8 της Δ.10. Στην παρούσα περίπτωση ο Εφεσείων είχε καθήκον όσο και δικαίωμα να υποβάλει την απορριφθείσα αίτηση για οδηγίες εν όψει του γεγονότος ότι η απαίτηση του εναντίον του συνεναγομένου του αφορούσε πλήρη κάλυψη του ποσού της αποζημίωσης αναφορικά με το οποίο εκκρεμούσε απαίτηση εναντίον του όχι υπό την ιδιότητα του αδικοπραγήσαντα μαζί με το συνεναγόμενό του, αλλά λόγω ευθύνης του εκ προστήσεως που πήγαζε από τη σχέση εργοδότη - εργοδότούμενου που υφίστατο μεταξύ του και του οδηγού του αυτοκινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στην παρούσα περίπτωση είχαν εφαρμογή όλες οι πρόνοιες της Δ.10 εκτός εκείνων που προβλέπουν για άδεια του Δικαστηρίου για την έκδοση της Ειδοποίησης Τριτοδιαδίκου, η οποία περιττεύει εφόσο ο Εφεσίβλητος 2 ήταν ήδη διάδικος στην αγωγή. Το κείμενο της Δ.10, θ. 12 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας αντιγράφει πλήρως το κείμενο της αντίστοιχης Αγγλικής Διάταξης 16Α, θ. 12. Στο σύγγραμμα The Annual Practice 1962, Τόμος 1, σ.390, η εφαρμογή του πιο πάνω θεσμού οριοθετείται ως εξής:

"Application of the Rule. Except where the two defendants are sued as tortfeasors liable in respect of the same damage, it is necessary for a defendant who claims against his co-defendant relief of any of the kinds mentioned in the rule to issue and serve upon him a third party notice under this rule and a summons for third party directions under r. 7."»

Καθόλα σχετικά είναι και τα ακόλουθα από την εντελώς πρόσφατη υπόθεση ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Σ.Α. ΦΡΑΝΤΖΙΔΗΣ ΛΤΔ ν. ΠΑΥΛΟΥ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.: 105/2018, ημερ. 19/7/2024:

 

«Στην υπόθεση Clayson vRolls Royce Ltd and another (1950) 2 All E.R. 884, τόσο ο Λόρδος Somervell όσο και ο Λόρδος Denning, ουσιαστικά ανάφεραν ότι όπου τα επίδικα θέματα μεταξύ των συνεναγομένων είναι απλά και εξαντλούνται στη σχέση τούτων με τον ενάγοντα, όπως για παράδειγμα αμέλεια όπου η μόνη απαίτηση είναι η συνεισφορά ή ολοκληρωτική κάλυψη της απαίτησης, δεν επιβάλλεται ανταλλαγή δικογράφων. Ανταλλαγή δικογράφων επιβάλλεται εκεί όπου η σχέση των συνεναγομένων διέπεται από ιδιαίτερο νομικό και/ή πραγματικό ζήτημα. Σχετική αναφορά υπάρχει επίσης και στο σύγγραμμα Αστικά Αδικήματα των Αρτέμη και Ερωτοκρίτου Τόμος 2, στη σελίδα 86, όπου σχολιάζεται η υπόθεση Ιωαννίδης v. Χαραλάμπους (ανωτέρω) και αναφέρονται τα εξής:

 

«Συμπέρασμα ‑ Έχοντας υπόψη τη νομολογία η οποία έχει αναφερθεί πιο πάνω καθώς και τα σχόλια και τη νομολογία που περιέχονται στο Halsbury's Laws of England (3rd Edition, Vol. 37, Παρ. 248 και υποσημειώσεις) εισηγούμαστε ως θέμα ορθής πρακτικής, ανάλογα με την περίπτωση, τα πιο κάτω:


(α) Όπου το θέμα είναι απλό και αφορά συνυπεύθυνους συνεναγόμενους, να ακολουθείται η διαδικασία ειδοποίησης, με την οποία δυνατό να μην απαιτείται ανταλλαγή δικογράφων.


(β) Όπου το θέμα είναι περίπλοκο και χρειάζεται η ανταλλαγή δικογράφων ή όπου δεν είναι όλα τα μέρη συνεναγόμενοι, να ακολουθείται διαδικασία τριτοδιαδίκου.


(γ) Όπου δεν έχει ακολουθηθεί διαδικασία ειδοποίησης και ούτε διαδικασία τριτοδιαδίκου να καταχωρείται ανεξάρτητη αγωγή για συνεισφορά.»
»

 

 

Από τα παραπάνω αποσπάσματα - για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτουν τα εξής:

 

Και να μην ενδείκνυται η ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των συνεναγόμενων, εάν γίνει δεν αποτελεί πρόβλημα. Σε περίπτωση όμως που απαιτείται ανταλλαγή δικογράφων, πρέπει να γίνεται και σε τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία τριτοδιαδίκου, με μόνη εξαίρεση, την υποχρέωση εξασφάλισης άδειας για έκδοση της σχετικής ειδοποίησης, καθώς ο εναγόμενος τον οποίο αφορά και στον οποίο επιδίδεται η ειδοποίηση είναι ήδη διάδικος, ο οποίος, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, δεν έχει υποχρέωση να καταχωρήσει εμφάνιση.

 

Στην περίπτωσή μας, είτε ενδεικνυόταν είτε όχι ανταλλαγή δικογράφων μεταξύ των εναγόμενων 1 και 2 σημασία έχει ότι έγινε. Και, με δεδομένο ότι η έκθεση απαίτησης των πρώτων περικλείει και αξιώσεις εναντίον των δεύτερων και λαμβάνοντας υπόψη τη θέση των δικηγόρων των πρώτων ότι στη διαδικασία τριτοδιαδίκου, ο εναγόμενος στην αγωγή θεωρείται ενάγοντας και ο τριτοδιάδικος, εναγόμενος, ως επίσης, ότι ο τριτοδιάδικος μπορεί να καταχωρήσει και ανταπαίτηση, ομολογώ πως δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο θα πρέπει να διατάξω τη διαγραφή της ανταπαίτησης των εναγόμενων 2, ιδιαίτερα, αν ληφθεί υπόψη, ότι και εκείνοι εξέδωσαν ειδοποίηση συνεναγόμενου και ό,τι αξιώνουν με την ανταπαίτησή τους εναντίον των εναγόμενων 1 - ενδεχομένως και αχρείαστα - συνάδει με το περιεχόμενο της εν λόγω ειδοποίησής τους.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση, στην έκταση που έχει αναφερθεί γίνεται αποδεκτή.

 

Οι παράγραφοι 9, 10, 11, 12, 13, 17, 18, η φράση «πλην όμως οι Εναγόμενοι 2 ισχυρίζονται ότι οι Εναγόμενοι 1 προέβηκαν στις πιο πάνω ενέργειες παράνομα, καθ ότι ουδέποτε υποκατέστησαν νόμιμα την Τράπεζα Κύπρου στην επίδικη υποθήκη όπως αναφέρουν ανωτέρω.» της παραγράφου 21, οι παράγραφοι 22 και 23, η φράση «και επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο των παραγράφων 22 και 23 της υπεράσπισής τους.» της παραγράφου 24 και η παράγραφος 25 της υπεράσπισης των εναγόμενων 2 στην έκθεση απαίτησης των εναγόμενων 1, διαγράφονται.

 

 

 

Δεδομένης της μερικής επιτυχίας της αίτησης, τα έξοδά της, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή - μειωμένα κατά το ήμισυ - και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων 1 και σε βάρος των εναγόμενων 2.

 

 

 

 

 

                                                                         (Υπ.) . .…………………………

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

/ΚΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο