
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Αριθμός Απαίτησης: 215/2025 (i-justice)
Μεταξύ:
1. Ανθούλας Παπαδοπούλου
2. Κρίστιαν Αχιλλέως
3. Ζαχαρία Χριστοφή
4. Σταύρου Δημοσθένους
5. Ηλιάνας Χατζηγεωργίου
6. Hleb Askerka
7. Χρίστου Αντωνίου
Εναγόντων
και
1. Λοΐζου Γεωργίου
2. Πολίνας Ζαχαρίου
3. Ολυμπίας Χρίστου Μάρκου
Εναγόμενων
--------------------
Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ημερομηνίας 26/2/2025
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 19/6/2025
EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για ενάγοντες 1 μέχρι 7 - αιτητές: κ. Α. Ιωάννου, για Χ.Π ΙΩΑΝΝΟΥ Δ.Ε.Π.Ε
Για εναγόμενους 1, 2 και 3 - καθ’ ων η αίτηση: κ. Χρ. Τιμοθέου, για Χ. ΤΙΜΟΘΕΟΥ & Λ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι ενάγοντες, στις 26/2/2025 καταχωρήσαν την αγωγή τους με έντυπο απαίτησης αρ. 4. Με αυτή αξιώνουν - ο καθένας ξεχωριστά - εναντίον των εναγόμενων, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, διάφορα ποσά, για παράβαση σύμβασης και/ή για απάτη και/ή δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις. Αξιώνουν ακόμη γενικές και/ή ειδικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις, για τις ζημιές, απώλειες και έξοδα που τους προκάλεσαν οι εναγόμενοι από την απάτη και/ή τις ψευδείς παραστάσεις και/ή την παράνομη ιδιοποίηση της περιουσίας τους, στους οποίους αποδίδουν ότι «ενήργησαν από κοινού ως συναδικοπραγήσαντες…».
Οι ενάγοντες, διαζευκτικά αξιώνουν από τους εναγόμενους, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, αποκατάσταση και/ή αποζημιώσεις, βάσει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή της επιείκειας, για περιουσιακό όφελος που οι δεύτεροι προσπορίστηκαν αδικαιολόγητα σε βάρος ενός εκάστου των πρώτων και της περιουσίας τους.
Οι ενάγοντες, την ίδια μέρα καταχώρησαν και την υπό κρίση μονομερή αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας, την επομένη, 27/2/2025 εξέδωσα τα ακόλουθα διατάγματα:
«Α. …. Προσωρινό διάταγμα δεσμεύον τα χρήματα και/ή όλα τα κινητά και/ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του κάθε ενός από τους Καθ' ων η Αίτηση 1, και/ή 2 και/ή 3 στη Κύπρο, μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή απαγορεύον στον κάθε ένα από τους Καθ' ων η Αίτηση 1, και/ή 2 και/ή 3 και/ή σε οποιουσδήποτε αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους τους και/ή άτομα που ενεργούν εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους, να αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή πωλήσουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή ενεχυριάσουν και/ή υποθηκεύσουν και/ή εκχωρήσουν και/ή δωρίσουν οποιαδήποτε κινητή και/ή ακίνητη περιουσία την οποία αυτοί διατηρούν στην Κύπρο και/ή στο εξωτερικό και την οποία κατέχουν άμεσα και/ή έμμεσα, εξολοκλήρου και/ή από κοινού με άλλα πρόσωπα και/ή ως πραγματικοί κάτοχοι και/ή ιδιοκτήτες και/ή τελικοί δικαιούχοι (ultimate beneficial owners), συμπεριλαμβανομένων μετοχών που κατέχουν σε άλλα πρόσωπα και/ή τραπεζικών λογαριασμών και/ή καταθέσεων σε οποιαδήποτε τράπεζα και/ή πιστωτικό και/ή συνεργατικό ίδρυμα είτε αυτά βρίσκονται στην Κυπριακή Δημοκρατία είτε στο εξωτερικό μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή προβούν σε οποιαδήποτε πράξη και/ή ενέργεια η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της αξίας οποιωνδήποτε περιουσιακών τους στοιχείων σε λιγότερο από €119,500, μέχρι περαιτέρω διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την αποπεράτωση της Αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.
Νοείται ότι:
α. Εάν η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων των Καθ' ων η Αίτηση 1, και/ή 2 και/ή 3 στην Κύπρο, ελευθέρων επιβαρύνσεων ή άλλων εξασφαλίσεων (η «Ελεύθερη Αξία») υπερβαίνει το ποσό των €119,500,οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 μπορούν να μεταφέρουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν οποιαδήποτε από αυτά τα περιουσιακά τους στοιχεία, νοουμένου ότι η συνολική Ελεύθερη Αξία των περιουσιακών τους στοιχείων στην Κύπρο, παραμένει ίση ή μεγαλύτερη των €119,500.
β. Εάν η συνολική Ελεύθερη Αξία των περιουσιακών στοιχείων των Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 δεν υπερβαίνει τα €119,500 οι Καθ' ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 δεν μπορούν να μεταφέρουν εκτός Κύπρου οποιαδήποτε από τα περιουσιακά τους στοιχεία, και δεν μπορούν να τα διαθέσουν ή να τα διαχειριστούν.
γ. Από την πιο πάνω απαγόρευση εξαιρείται ποσό €5,000 ως λογικό ποσό που δύναται να δαπανηθεί από τους Εναγομένους 1 και/ή 2 και/ή 3 για την κάλυψη των δικηγορικών εξόδων που τυχόν απαιτηθούν στα πλαίσια παρουσίασης της υπεράσπισης τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με όλες τις διαδικασίες της παρούσας αγωγής.
Εναντίον του Καθ’ ου 1:
Β. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά με το αιτητικό Α, προσωρινό διάταγμα δεσμεύον τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα σε Τραπεζικό λογαριασμό στην REVOLUT και/ή REVOLΤ21ΧΧΧ και/ή REVOLUT BANK UAB και/ή KONSTITUCIJOS AVE.21B LT με αριθμό λογαριασμού [ ] και με δικαιούχο τον Loizos Georgiou και/ή σε Τραπεζικό λογαριασμό στην [ ] και/ή ASTROBANK PUBLIC COMPANY LIMITED με αριθμό λογαριασμού [ ] και με δικαιούχο τον LOIZOS GEORGIOU μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή απαγορεύον στον Καθ' ου η Αίτηση 1 και/ή σε οποιουσδήποτε αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους του και/ή άτομα που ενεργούν εκ μέρους και/ή για λογαριασμό του, να αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή δωρίσουν χρηματικά ποσά από τον εν λόγω λογαριασμό μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή προβούν σε οποιαδήποτε πράξη και/ή ενέργεια η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της χρηματικής αξίας του υπόλοιπου του εν λόγω λογαριασμού σε ποσό λιγότερο από €119,500, μέχρι περαιτέρω διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την αποπεράτωση της Αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.
Νοείται ότι:
α. Εάν η συνολική αξία του ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στον εν λόγω λογαριασμό υπερβαίνει τo ποσό των €119,500, ο Καθ' ου η Αίτηση 1 μπορεί να μεταφέρει και/ή διαθέσει και/ή επιβαρύνει τον εν λόγω λογαριασμό, νοουμένου ότι ο λογαριασμός φέρει υπόλοιπο ίσο ή μεγαλύτερο των €119,500.
β. Εάν η συνολική αξία του ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στον εν λόγω λογαριασμό δεν υπερβαίνει τo ποσό των €119,500, ο Καθ' ου η Αίτηση 1 δεν μπορεί να μεταφέρει και/ή διαθέσει και/ή επιβαρύνει τον εν λόγω λογαριασμό.
γ. Από την πιο πάνω απαγόρευση εξαιρείται ποσό €5,000 ως λογικό ποσό που δύναται να δαπανηθεί από τον Καθ’ ου η Αίτηση 1 για την κάλυψη των δικηγορικών εξόδων που τυχόν απαιτηθούν στα πλαίσια παρουσίασης της υπεράσπισης του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με όλες τις διαδικασίες της παρούσας αγωγής.
Εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 2:
Γ. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά με το αιτητικό Α, προσωρινό διάταγμα δεσμεύον τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα σε Τραπεζικό λογαριασμό στην REVOLUT και/ή REVOLΤ21ΧΧΧ και/ή REVOLUT BANK UAB και/ή KONSTITUCIJOS AVE.21B LT με αριθμό λογαριασμού [ ], με δικαιούχο την POLINA ZACHARIOU και με διεύθυνση λογαριασμού την PAPHOU 22 4620 LIMASSOL EPISKOPI CY μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή απαγορεύον στην Καθ' ης η Αίτηση 2 και/ή σε οποιουσδήποτε αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους της και/ή άτομα που ενεργούν εκ μέρους και/ή για λογαριασμό της, να αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή δωρίσουν χρηματικά ποσά από τον εν λόγω λογαριασμό μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή προβούν σε οποιαδήποτε πράξη και/ή ενέργεια η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της χρηματικής αξίας του υπόλοιπου του εν λόγω λογαριασμού σε ποσό λιγότερο από €119,500, μέχρι περαιτέρω διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την αποπεράτωση της Αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.
Νοείται ότι:
α. Εάν η συνολική αξία του ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στον εν λόγω λογαριασμό υπερβαίνει τo ποσό των €119,500, η Καθ' ης η Αίτηση 2 μπορεί να μεταφέρει και/ή διαθέσει και/ή επιβαρύνει τον εν λόγω λογαριασμό, νοουμένου ότι ο λογαριασμός φέρει υπόλοιπο ίσο ή μεγαλύτερο των €119,500.
β. Εάν η συνολική αξία του ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στον εν λόγω λογαριασμό δεν υπερβαίνει τo ποσό των €119,500, η Καθ' ης η Αίτηση 2 δεν μπορεί να μεταφέρει και/ή διαθέσει και/ή επιβαρύνει τον εν λόγω λογαριασμό.
γ. Από την πιο πάνω απαγόρευση εξαιρείται ποσό €5,000 ως λογικό ποσό που δύναται να δαπανηθεί από την Καθ’ ης η Αίτηση 2 για την κάλυψη των δικηγορικών εξόδων που τυχόν απαιτηθούν στα πλαίσια παρουσίασης της υπεράσπισης τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με όλες τις διαδικασίες της παρούσας αγωγής.
Εναντίον της Καθ’ ης η Αίτηση 3
Δ. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά με το αιτητικό Α, προσωρινό διάταγμα δεσμεύον τα χρήματα που βρίσκονται κατατεθειμένα σε Τραπεζικό λογαριασμό στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ και/ή HELLENIC BANK με αριθμό λογαριασμού 280-10-******-01 και με δικαιούχο την CHRISTOU OLYMPIA MARKOU μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή απαγορεύον στην Καθ' ης η Αίτηση 3 και/ή σε οποιουσδήποτε αξιωματούχους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους της και/ή άτομα που ενεργούν εκ μέρους και/ή για λογαριασμό της, να αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή δωρίσουν χρηματικά ποσά από τον εν λόγω λογαριασμό μέχρι του ποσού των €119,500 και/ή να προβούν σε οποιαδήποτε πράξη και/ή ενέργεια η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της χρηματικής αξίας του υπόλοιπου του εν λόγω λογαριασμού σε ποσό λιγότερο από €119,500, μέχρι περαιτέρω διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την αποπεράτωση της Αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο.
Νοείται ότι:
α. Εάν η συνολική αξία του ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στον εν λόγω λογαριασμό υπερβαίνει τo ποσό των €119,500 η Καθ' ης η Αίτηση 3 μπορεί να μεταφέρει και/ή διαθέσει και/ή επιβαρύνει τον εν λόγω λογαριασμό, νοουμένου ότι ο λογαριασμός φέρει υπόλοιπο ίσο ή μεγαλύτερο των €119,500.
β. Εάν η συνολική αξία του ποσού που βρίσκεται κατατεθειμένο στον εν λόγω λογαριασμό δεν υπερβαίνει τo ποσό των €119,500, η Καθ' ης η Αίτηση 3 δεν μπορεί να μεταφέρει και/ή διαθέσει και/ή επιβαρύνει τον εν λόγω λογαριασμό.
γ. Από την πιο πάνω απαγόρευση εξαιρείται ποσό €5,000 ως λογικό ποσό που δύναται να δαπανηθεί από την Καθ’ ης η Αίτηση 3 για την κάλυψη των δικηγορικών εξόδων που τυχόν απαιτηθούν στα πλαίσια παρουσίασης της υπεράσπισης τους ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου αναφορικά με όλες τις διαδικασίες της παρούσας αγωγής.»
Παρεμβάλλεται ότι, αναφορικά με την εναγόμενη 3, το διάταγμα (υπό Δ), στις 28/3/2025 τροποποιήθηκε εκ συμφώνου κατά τρόπο ώστε από την απαγόρευση της υποπαραγράφου (γ) να εξαιρείται και το ποσό των €848,38 ή οποιοδήποτε άλλο ποσό εμβάζεται στον τραπεζικό λογαριασμό της - στην Ελληνική Τράπεζα -προς όφελος της θυγατέρας της (αναφέρεται το όνομά της), υπό μορφή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Για να συνεχίσω, η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο ενάγοντας 2, κατ’ εξουσιοδότηση και των υπόλοιπων εναγόντων.
Οι εναγόμενοι 1 και 2 που είναι αντρόγυνο και η εναγόμενη 3 που είναι μητέρα του εναγόμενου 1 καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 6 λόγους και υποστηρίζεται από 4 ένορκες δηλώσεις. Στις τρεις πρώτες προέβησαν οι εναγόμενοι και στην τέταρτη, ο Ιωάννης Καρακάννας.
Επειδή η υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, σε εφαρμογή του Μέρους 23.11 των εν λόγω κανονισμών, ο ενάγοντας 2 και ο εναγόμενος 1 προέβησαν και σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση.
Η ακρόαση της αίτησης, σε εφαρμογή του ίδιου Μέρους (κανονισμός 13) διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας που αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω τα εν λόγω γεγονότα και μαρτυρία και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν γραπτών αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.
Υπεισέρχομαι στην εξέταση της αίτησης, η οποία ασφαλώς θα ιδωθεί σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης.
Με τον 1ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί επειδή οι ενάγοντες δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, αφού δεν προέβησαν σε πλήρη, αληθινή και ειλικρινή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων και πληροφοριών που βρίσκονταν και/ή θα μπορούσαν με εύλογη προσπάθεια να βρίσκονταν σε γνώση τους. Με το 2ος λόγο υποβάλλεται και πάλι ότι το εκδοθέν μονομερώς διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί επειδή οι ενάγοντες παρουσίασαν κάποια άλλα ουσιώδη γεγονότα κατά τρόπο παραπλανητικό και ψευδή. Τέλος, με τον 4ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι ενάγοντες απέκρυψαν και/ή δεν υπέδειξαν σημαντικά έγγραφα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα τα οποία βρίσκονταν στην κατοχή τους και/ή θα μπορούσαν με εύλογη προσπάθεια να περιέλθουν στην κατοχή τους.
Επειδή και οι τρεις αυτοί - συναφείς - λόγοι ένστασης είναι δικαιοδοτικής φύσεως, θα τους εξετάσω κατά προτεραιότητα.
Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 583 επισημαίνονται τα εξής:
«Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η αίτηση αυτή είναι υψίστης πίστεως (uberrima fides). Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα που γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο, ή μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου.
Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου στην μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο απαντά: «δεν σας ακούω πλέον» και ακυρώνει τη διαταγή που έδωσε, χωρίς να εξετάσει την ουσία. Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση.»
Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Πάφου v. Aristo Developers Ltd (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377:
«Αποτελεί πλέον αξίωμα ότι αν ένας αιτητής δεν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα είναι ακυρώσιμο χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο η ουσία της υπόθεσης. Αυτό διότι ένα προσωρινό διάταγμα έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας και η μονομερής αίτηση που εισάγεται θεωρείται υψίστης πίστεως. («uberrima fides»). (δέστε τις υποθέσεις Brink´s Mat Ltd v. Elcombe (1988) 1 WLR 1350, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267 και Ahmad Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606). Η συνολική εικόνα που μεταδίδεται μέσα από την μονομερή αίτηση πρέπει να είναι ορθή στη βάση της χωρίς παραπλάνηση (Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1953). Έχει επίσης σημασία το πόσο ουσιώδες είναι το τυχόν μη αποκαλυφθέν στοιχείο και κατά πόσο αυτό θα επηρέαζε ή όχι το Δικαστήριο στην έκδοση του διατάγματος»
Ομοίως και τ’ ακόλουθα από τη Σάββα v. Τηλεμάχου (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2081:
«Η έκταση της υποχρέωσης για αποκάλυψη γεγονότων σε μονομερείς αιτήσεις αναπτύχθηκε στην Demstar Ltd v. Zim Israel Navig. Co Ltd κ.ά. (1996) 1 (Α) ΑΑΔ 597:
"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58. Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543. Sekavin S.A. v. Ship "Platon ch" (1987) 1 C.L.R. 297. Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 1993. Στη Zachariades v. Liveras and others (1989) 1 C.L.R. 437, κρίθηκε υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας ότι η μη αποκάλυψη όρου της μεταξύ των μερών συμφωνίας για την παραπομπή διαφορών σε Δικαστήριο της αλλοδαπής συνιστά εκτροπή από την αρχή της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος. Αντίθετα με την απόφαση στη Zachariades (ανωτέρω) και τις αρχές των Αγγλικών αποφάσεων που υιοθετεί, η απόφαση του δικαστηρίου στην Ellinger v. Guinness, Mahom & Co., (1939) 4 All E.R. 16, τείνει να υποστηρίξει ότι η μη αποκάλυψη πρέπει να συνοδεύεται και από πρόθεση εξαπάτησης (deceit) και να δικαιολογείται η ακύρωση, προσέγγιση που απηχείται και σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Cyprus Potato Marketing Board v. Primiaks (Pacific Violet) και άλλου, υπόθεση αρ. 93/89, ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1990 και Sons of Afif Yamout v. Schiffahrts - Gex. Elbe M.B.H. & Co, και άλλων, Αγ. Ναυτοδικείου αρ. 11/89 και 12/89, ημερομηνίας 25 Ιουνίου 1990, η κατάληξη της οποίας δεν εγκρίθηκε κατά την αναθεώρησή της. (Βλέπε Sons of Afif Yamout (αναφέρεται πιο κάτω)). Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. (Βλέπε The Andria (1984) 1 All E.R. 1126 (CA), The Hagen (1908) P. 189. Boyce v. Gill (1981) 64 L.T. 824. Brink's Mat Ltd Elombe (1988) 1 W.L.R. 1350 (C.A.). Stavros Hotel Appartments Limited και άλλοι ν. Χριστοφόρου και άλλων, Πολιτική Έφεση αρ. 8181, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 1995). Η θέση αυτή κρίνεται σωστή. Ότι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."
Στην υπόθεση RESOLA (CYPRUS) LTD v. Χρήστου, Πολιτική Έφεση 9610, ημερ. 31.3.1998 ειπώθηκαν τα εξής:
"Όπως διαπιστώσαμε στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISRAEL NAVIGATION CO LIMITED και άλλου - (Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 157/90 - 30.5.96)), πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."»
Τέλος παραπέμπω και στο απόσπασμα που ακολουθεί από την υπόθεση Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας κ.ά. ν. Δήμου Αγίας Νάπας (2013) 2 Α.Α.Δ. 62:
«Απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων σε μονομερή αίτηση στην ουσία ισοδυναμεί με εξαπάτηση του δικαστηρίου. Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό και η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποκαλύψει στο δικαστήριο όχι μόνο τα γεγονότα τα οποία γνωρίζει, αλλά και οποιαδήποτε άλλα γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να γνωρίζει αν προέβαινε σε λογικές και κατάλληλες κάτω από τις περιστάσεις έρευνες και τα οποία γεγονότα θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation (1996) 1 A.A.Δ. 597, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd. (1998) 1 A.A.Δ. 1179 και Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 82).»
Οι παραπάνω αρχές επαναβεβαιώνονται σε σημαντικό αριθμό, ακόμη πιο πρόσφατων αποφάσεων. Ενδεικτικά παραπέμπω στις υποθέσεις Commerzbank Auslandsbanken Holding AG κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 386, PHOENIX PHARMACY LIMITED κ.ά. ν. BUGAEV, Πολ. Έφ. Αρ. Ε69/2016, ημερ. 11/4/2019, LarienaInvestments Ltd κ.ά. ν. RFI Consortium Ltd, Πολ. Έφ. 164/19, ημερ. 22/1/2021 και CJSC "TV COMPANY STREAM" κ.ά. v. CONTENT UNION SA, Πολ. Έφ. Αρ. Ε34/2018, Ε35/2018, ημερ. 8/4/2021.
Οι ενάγοντες, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της υπό κρίση αίτησης έχουν θέσει ενώπιόν μου σωρεία στοιχείων μαρτυρίας και κυρίως, έγγραφης μαρτυρίας. Πλείστα όσα αποδίδουν στους εναγόμενους, θα έλεγα, από τα πλέον ουσιώδη, γίνονται ρητά παραδεκτά από αυτούς, με την ένορκη δήλωση του εναγόμενου η οποία υποστηρίζει την ένστασή τους στην αίτηση. Απ’ εκεί και πέρα, η περί αντιθέτου εκδοχή τους σε σχέση με γεγονότα που επικαλούνται οι ενάγοντες, καθώς και η εκδοχή τους για γεγονότα που παραθέτουν οι ίδιοι τα οποία δε δέχονται οι τελευταίοι, ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί υπόβαθρο αποδοχής της θέσης τους περί απόκρυψης και τούτο, επειδή για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται αξιολόγηση μαρτυρίας επί αντικρουόμενων ισχυρισμών και αποδοχή της εκδοχής τους, ως αυτής που ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Κάτι τέτοιο, ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.
Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση ZONDRVAN GROUP LTD v. BONALBO FIDUCIARIES LTD κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. E64/2015, ημερ. 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A342:
«… σε διαδικασία εκδίκασης αίτησης για προσωρινό διάταγμα, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό και νομικό καθεστώς της υπόθεσης, κάτι που αποφασίζεται κατά το στάδιο της δίκης …………. Πρόκειται για αρχή η οποία πρέπει να τηρείται με ευλάβεια κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο. Το Δικαστήριο «όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της», (Milton Investment Co Ltd κ. ά v Dryden Group Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 731).»
Ο 6ος λόγος ένστασης, με τον οποίο υποβάλλεται ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι υπέρμετρα δραστικά και παραβιάζουν συνταγματικά και άλλα νομικά δικαιώματα των εναγόμενων απορρίπτεται ως γενικός, αόριστος και χωρίς ίχνος στοιχειοθέτησης. Μάλιστα, αν λάβω υπόψη και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου των εναγόμενων, θα έλεγα ότι ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης έχει εγκαταλειφθεί.
Με τους εναπομείναντες δυο λόγους ένστασης υποβάλλεται ότι δεν πληρούνται σωρευτικά οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων και ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας γέρνει υπέρ της ακύρωσης και/ή μη έκδοσής τους.
Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 - το οποίο περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων - έχει τύχει εκτεταμένης ανάλυσης και ερμηνείας σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Βλέπε μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248), Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, AK International UK Ltd v. Πλοίου “Νaime S” (Αρ.2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1456, Κύριλλου ν. Λάμπρου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1528 και Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 225, από την οποία και τ’ ακόλουθο απόσπασμα:
«Προσωρινά διατάγματα εκδίδονται με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όταν το Δικαστήριο κρίνει πως η παροχή τέτοιας θεραπείας είναι δίκαιη και ευχερής. Το άρθρο αυτό του Νόμου έχει εξετασθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σωρεία υποθέσεων. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, καθορίζονται συνοπτικά μεν αλλά πολύ περιεκτικά και με σαφήνεια, οι αρχές που διέπουν την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων και εκείνες που ρυθμίζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Οι τρεις βασικές προϋποθέσεις είναι:
(1) Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,
(2) Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και
(3) Η πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά.
Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Όπως υποδεικνύεται στην Odysseos, στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα (Βλ. επίσης την υπόθεση Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ”Bασίλη (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Πρέπει να τονίσουμε πως τα Δικαστήρια εκδίδουν τέτοια διατάγματα με φειδώ.»
Σύμφωνα με την Κύριλλου (ανωτέρω):
«Σε αιτήσεις για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 για να δημιουργηθεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο το Δικαστήριο στην ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα προχωρήσει να αποφασίσει υπέρ ή εναντίον της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος. Πρέπει να τονισθεί σε αυτό το στάδιο ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει σε βάθος την προσφερόμενη μαρτυρία για να προβεί σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και δεν καταλήγει σε ευρήματα γεγονότων εκτός μόνο για την εξακρίβωση εκείνων των αναγκαίων στοιχείων τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη θεμελίωση των κριτηρίων του άρθρου 32».
Για σκοπούς πληρέστερης αναφοράς στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου προστίθενται και τα εξής:
Σύμφωνα με την Odysseos (ανωτέρω), σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την ακρόαση, δεν υπάρχει λόγος να ερμηνευθεί ότι εξυπακούει οτιδήποτε περισσότερο από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης, με βάση τη δύναμη των εγγράφων προτάσεων. Με αναφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, η έννοια της πιθανότητας επιτυχίας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις. Η πιθανότητα στο πλαίσιο της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) απαιτεί από τον αιτητή να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας. Σε σχέση με την ίδια προϋπόθεση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Κυτάλα κ.ά. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 253, η διακρίβωση επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ενώ στη Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788 υπενθυμίζεται ότι, γενικά, η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων. Ομοίως και στη Γρηγορίου (ανωτέρω επίσης) από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:
«Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την δίκη της ουσίας της υπόθεσης».
Η διαχρονικότητα των παραπάνω αρχών καταφαίνεται και από το απόσπασμα που παρατίθεται σε άλλο σημείο (πιο πάνω) από τη υπόθεση ZONDRVAN GROUP LTD.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και όσα ακολουθούν από την πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. CYFIELD - NEMESIS κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. E52/21, ημερ. 10/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:A79:
«Η δεύτερη προϋπόθεση, εξυπακούει την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, όρος που, κατά την Odysseos, έχει την έννοια ότι ο αιτητής οφείλει να καταδείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας, δηλαδή κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο αιτητής σε θεραπεία συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα, με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάζει («evidential strength of the case of the plaintiff»). Η αξιολόγηση γίνεται χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία και πολύ περισσότερο να καταλήγει σε ευρήματα επί της ουσίας. Σε αυτό το στάδιο αξιολογείται η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του διαδίκου που ζητά ενδιάμεση θεραπεία, σε συνάρτηση με τυχόν αντίθετη εκδοχή, για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας ..»
Τέλος, με αναφορά στην τρίτη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos και πάλι, αυτή σχετίζεται με το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων, υπό το φως των γεγονότων κάθε υπόθεσης, σε βαθμό που, αν η επιδίκασή τους στο τελικό στάδιο είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ενάγοντα, τότε η έκδοση του διατάγματος δεν είναι απαραίτητη. Με αυτά φυσικά δε μου διαφεύγει ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (βλ. Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231), αλλά και διάφορα άλλα - μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245).
Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, σ’ όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:
Έχοντας υπόψη ότι η σύμβαση αποτελεί αναγνωρισμένη βάση αγωγής και η παράβασή της, αναγνωρισμένη αιτία αγωγής και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη, ότι στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή των εναγόντων έχει ως βάση της αριθμό συμβάσεων τις οποίες συνήψε ο εναγόμενος με τους ενάγοντες και αιτία της, την κατ’ ισχυρισμό των εναγόντων, παράβαση των εν λόγω συμβάσεων από τον εναγόμενο και με δεδομένο ότι η διάπραξη του αστικού αδικήματος της απάτης σύμφωνα με το άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148, το οποίο οι ενάγοντες αποδίδουν και στους τρεις εναγόμενους, αποτελεί επίσης αναγνωρισμένη βάση και αιτία αγωγής, η πρώτη ουσιαστική προϋπόθεση για έκδοση των επίμαχων προσωρινών διαταγμάτων έχει αποδειχθεί.
Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση.
Όπως αναφέρεται και σε άλλο σημείο (πιο πάνω), πλείστοι από τους ισχυρισμούς των εναγόντων, τους οποίους προβάλλουν για σκοπούς στοιχειοθέτησης της υπό εξέταση προϋπόθεσης υποστηρίζονται από διάφορα έγγραφα/τεκμήρια, αρκετοί από αυτούς αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ενώ, στο βαθμό που αμφισβητούνται από τους εναγόμενους, οι τελευταίοι παραβλέπουν την προαναφερθείσα νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία - για να επαναλάβω - το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης (βλ. τις Κύριλλου, Γρηγορίου, ZONDRVAN GROUP LTD v. BONALBO FIDUCIARIES LTD κ.ά. και ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ανωτέρω).
Συνοπτικά, τα γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της αγωγής των εναγόντων και θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμά τους εναντίον των εναγόμενων σύμφωνα με την εκδοχή των πρώτων είναι τα εξής:
Ο εναγόμενος, στον ουσιώδη χρόνο, αφού παρουσιάστηκε στους ενάγοντες, ως άτομο που θα μπορούσε να τους φέρει από το εξωτερικό, εντός τακτής προθεσμίας, συγκεκριμένο όχημα και συγκεκριμένα, αυτοκίνητο/αυτοκίνητα και για το σκοπό αυτό μετήλθε σε σχετικές συμφωνίες μαζί τους, είτε απευθείας είτε μέσω τρίτου, σ’ αυτό το πλαίσιο, κατά διαστήματα, τους απέσπασε διάφορα ποσά, κατά βάση, υπό μορφή κράτησης, τα οποία εμβάστηκαν από τους ενάγοντες σε τραπεζικό λογαριασμό, είτε του ίδιου είτε - καθ’ υπόδειξή του - της συζύγου του - εναγόμενης 2 ή της μητέρας του - εναγόμενης 3. Μέρος των ποσών που απέσπασε του δόθηκαν σε μετρητά.
Όταν επέστη ο χρόνος παράδοσης των αυτοκινήτων, ο εναγόμενος, ο οποίος στο μεταξύ είχε πληροφορήσει τους ενάγοντες ότι αυτά είχαν φθάσει στην Κύπρο και απλώς - για λόγο που τους είχε αναφέρει - καθυστερούσε ο εκτελωνισμός τους, όχι μόνο δεν τους τα παράδωσε, αλλά, μετά από έρευνα που είχε διεξάγει ο ενάγοντας 4, προέκυψε ότι το όχημα που είχε παραγγείλει ο ίδιος, που υποτίθεται ότι βρισκόταν στην Κύπρο, ήταν χρονολογίας 2018 και όχι 2020, όπως του είχε πει ο εναγόμενος, γεγονός το οποίο σήμαινε ότι με βάση τη σχετική νομοθεσία δεν μπορούσε να εισαχθεί στην Κύπρο. Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας, ο ενάγοντας 4 διαπίστωσε ακόμη ότι το ίδιο όχημα βρισκόταν προς πώληση σε 4 διαφορετικές ιστοσελίδες της Αγγλίας για συγκεκριμένο ποσό.
Όταν οι ενάγοντες θεώρησαν ότι ο εναγόμενος, όχι μόνο δεν πρόκειται να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις που είχε αναλάβει έναντί τους, μα ούτε και ήταν σε θέση να τις εκπληρώσει καθώς και ότι τους είχε εξαπατήσει, σε συνάντηση που είχαν μαζί του μερικοί από αυτούς τερμάτισαν τις συμφωνίες που είχαν συνάψει μαζί του και του ζήτησαν να τους επιστρέψει τα λεφτά που του είχαν καταβάλει. Ενώ τους διαβεβαίωσε ότι θα το έπραττε και ζήτησε να το κάνει με δόσεις, αυτό δεν έγινε ποτέ. Μάλιστα, στον ενάγοντα 2, ενώ είπε ότι του είχε κάνει δυο μεταφορές χρημάτων, για το συνολικό ποσό των €23.000 και μια στον πατέρα του ενάγοντα 3, για το ποσό των €12.100, τέτοιες μεταφορές δεν έγιναν ποτέ.
Όταν κάποια στιγμή ο ενάγοντας 2 τον προειδοποίησε ότι εάν δεν τους επέστρεφε τα χρήματα που τους όφειλε θα τον κατάγγελλε στην Αστυνομία, αυτός τον παρακάλεσε να μην το κάνει επειδή εκκρεμούσαν ήδη 2 ποινικές υποθέσεις εναντίον του καθώς και της συζύγου του - εναγόμενης 2. Ακόμη, του ζήτησε να συναντηθούν για βρουν ένα διακανονισμό να τους ξοφλήσει.
Σε συνάντηση που έγινε για το σκοπό αυτό στην οικία της ενάγουσας 1, μαζί με τον εναγόμενο ήταν και κάποιο άλλο πρόσωπο (ο Ιωάννης Καρακάννας) το οποίο ανάφερε ότι θα επέστρεφε στους ενάγοντες τα χρήματα που τους όφειλε ο εναγόμενος σε διάστημα ενός μηνός. Τους είπε ακόμη, ότι θα έδινε στον καθένα και το επιπλέον ποσό των €1.000, για την ταλαιπωρία τους.
Το συνολικό ποσό που απέσπασε ο εναγόμενος από τους ενάγοντες, σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή των τελευταίων, σε διάστημα μόλις 2 ½ μηνών ανέρχεται σε €147.060. Από το ποσό αυτό, ο Καρακάννας, σε διάφορες ημερομηνίες κατέβαλε στους ενάγοντες 2, 4, 5 καθώς και στον πατέρα του ενάγοντα 3, διάφορα ποσά, τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των €27.500. Η τελευταία πληρωμή στην οποία προέβη ο υπό αναφορά ήταν στις 22/1/2025 προς τον πατέρα του ενάγοντα 3. Ο οποίος, ωστόσο, μετά την ημερομηνία αυτή είπε στους ενάγοντες ότι δε θα τους επέστρεφε άλλα χρήματα και ότι για το σκοπό αυτό, θα έπρεπε να αποταθούν στον εναγόμενο. Ο οποίος, όταν επικοινώνησαν μαζί του, κάποια στιγμή έδωσε στον ενάγοντα μια επιταγή για το ποσό των €9.000, την οποία είχε εκδώσει τρίτο πρόσωπο, η οποία ωστόσο, όπως αποδείχθηκε ήταν ακάλυπτη.
Το συνολικό ποσό που οφείλει ο εναγόμενος στους ενάγοντες ανέρχεται σε €119.560.
Από τα παραπάνω γεγονότα καταφαίνεται η ορατότητα επιτυχίας της αγωγής των εναγόντων εναντίον του εναγόμενου. Αναφορικά με τις εναγόμενες ισχύει το ίδιο, έχοντας υπόψη τη μεταξύ τους σχέση και κυρίως, τη σχέση τους με τον εναγόμενο (σύζυγός του, η εναγόμενη 2 και μητέρα του, η εναγόμενη 3), το γεγονός - που αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών - ότι χρήματα που είχαν καταβληθεί από τους ενάγοντες για παραγγελίες οχημάτων προς τον εναγόμενο εμβάστηκαν σε προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό τους, με δικαιούχες τις ίδιες καθώς και τις νομολογιακές αρχές που διέπουν το θέμα σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις στις οποίες με παράπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόντων και ειδικά από το απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Βαττής ν. Αυξεντίου και Άλλου (Αρ. 1) (2014) 1 Α.Α.Δ. 68:
«Η ευθύνη δύο ή περισσότερων αδικοπραγούντων δύναται να είναι αλληλέγγυα ή κεχωρισμένη. Αλληλέγγυα ευθύνη υπάρχει όταν οι αδικοπραγήσαντες ευθύνονται από κοινού έναντι του παραπονούμενου, αδιάφορα από το ποσοστό ευθύνης εκάστου, διότι και οι δύο μαζί ή περισσότεροι, εάν είναι πέραν των δύο, συνέβαλαν παράλληλα ή ταυτόχρονα στην τέλεση πράξης που συνιστά αστικό αδίκημα, είτε αυτό επιφέρει ή όχι και ποινική ευθύνη. Από την αλληλέγγυη ευθύνη πηγάζει και η κεχωρισμένη ευθύνη, η χωριστή δηλαδή υπαιτιότητα ενός εκάστου των συναδικοπραγούντων, εφόσον βεβαίως υπάρχει συνυπευθυνότητα. Σε κάθε περίπτωση ο παραπονούμενος έχει την επιλογή να ενάγει κάθε ένα από αυτούς ξέχωρα από τον άλλο, διατηρώντας το δικαίωμα να επανέλθει σε μεταγενέστερο στάδιο εναντίον του άλλου.
Μοναδικός περιορισμός είναι η απαγόρευση ανάκτησης αποζημίωσης μεγαλύτερης από ό,τι επιδικάστηκε στην πρώτη εγερθείσα αγωγή, ο δε ενάγων δεν δικαιούται στα δικαστικά έξοδα στην άλλη ή άλλες αγωγές εκτός αν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρχε πράγματι εύλογη αιτία για τη μεταγενέστερη έγερση της αγωγής ή των αγωγών.
Η πιο πάνω επιτομή αποτελεί τη σύνοψη του κοινοδικαίου, αλλά και την κωδικοποίηση των αρχών στο Άρθρο 11 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148. Όπως εξηγείται στο Salmond on the Law of Torts 16η έκδ. στις σελ. 451-453, υπάρχουν στην ουσία τρεις κατηγορίες συναδικοπραγούντων, οι οποίοι θεωρούνται από κοινού υπεύθυνοι εφόσον ο Νόμος επιβάλλει για διάφορους λόγους την ταυτόχρονη συνυπευθυνότητα για την τέλεση της ίδιας αδικοπραξίας. Οι κατηγορίες αυτές αφορούν την αντιπροσωπεία, την εκ προστήσεως ευθύνη και το κοινό σχέδιο ή την κοινή επιδίωξη κάποιου σκοπού. Η φύση της ευθύνης που καταλογίζεται νομικά διατυπώθηκε στην υπόθεση Dougherty v. Chandler [1946] 46 S.R. (N. S.W.) 370, ως εξής:
«If a number of persons jointly participate in the commission of a tort, each is responsible, jointly with each and all of the others, and also severally, for the whole amount of the damage caused by the tort, irrespective of the extent of his participation.»»
Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.
Υπεισέρχομαι και στην τρίτη ουσιαστική προϋπόθεση. Συναφώς με αυτή, ο ενάγοντας 2 στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση αναφέρει τα εξής:
Αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα υπάρχει μεγάλος κίνδυνος μέχρι την αποπεράτωση της υπόθεσης, οι εναγόμενοι να προβούν σε αποξένωση των τυχόν υπαρχόντων περιουσιακών τους στοιχείων με αποτέλεσμα σε περίπτωση που οι απαίτησή τους επιτύχει η εκτέλεση της απόφασης να είναι μάταιη, καθότι η ρευστότητα και οικονομική κατάσταση των εναγόμενων είναι άγνωστη στους ίδιους. Προς τούτο μπορεί να ληφθεί υπόψη η δόλια συμπεριφορά, η κακοβουλία, η ανεντιμότητα και η απατηλή στάση των εναγόμενων. Ένας άνθρωπος, ο οποίος χωρίς κανένα ενδοιασμό προβαίνει σε τόσα κακόβουλα ψέματα για να πετύχει το σκοπό του, είναι λογικό και αναμενόμενο να προβεί και σε δόλιες ενέργειες για να διατηρήσει το αντικείμενο που αποκόμισε από αυτή του τη συμπεριφορά. Εάν αποξενωθεί περιουσία μέχρι του ποσού που απαιτείται με την αγωγή, τότε θεωρεί ότι είναι βέβαιο ότι δε θα μπορέσει να εκτελεστεί ίσως ποτέ η όποια τυχόν απόφαση εκδοθεί εναντίον των εναγόμενων.
Για το ίδιο θέμα, ο εναγόμενος, στη δική του ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση στην υπό κρίση αίτηση, αναφέρει τα εξής:
Με το εκδοθέν διάταγμα έχουν δεσμευτεί 3 ακίνητα της εναγόμενης 2. Η δραστικότητα του εκδοθέντος διατάγματος έχει καταλυτικές συνέπειες σε βάρος της, αφού δεσμεύτηκαν τα μόνα περιουσιακά της στοιχεία, ενώ δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στις επίδικες συναλλαγές, αφού αυτές έγιναν εν αγνοία της. Στον τραπεζικό λογαριασμό της εναγόμενης 3 - μητέρας του εμβάζεται επίδομα από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ύψους €848,38, μηνιαίως, για την αδελφή του (αναφέρεται το πλήρες όνομά της), η οποία είναι άτομο με ειδικές ικανότητες και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Η δραστικότητα του εκδοθέντος διατάγματος έχει καταλυτικές συνέπειες σε βάρος της, καθότι δεσμεύτηκε ο λογαριασμός της εναγόμενης 3 και για περίοδο ενός μηνός δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ποσό που κατατίθεται από το Κράτος για τις ανάγκες της αδελφής του. Δεν πληρείται η υπό εξέταση προϋπόθεση. Όπως το συμβουλεύει ο κ. Τιμοθέου, δεν υπάρχει ισχυρισμός ότι οι ενάγοντες δε θα μπορούν να ικανοποιηθούν σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής τους, αν δε δεσμευτούν τα περιουσιακά τους στοιχεία, ούτε ισχυρισμός ότι υπάρχει πρόθεση αποξένωσής τους. Επίσης δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι είναι αφερέγγυοι.
Ό,τι αναφέρεται από τον εναγόμενο για τις εναγόμενες 2 και 3, αναφέρεται και από τις ίδιες στις δικές τους ένορκες δηλώσεις.
Όσα ακολουθούν είναι από τη συμπληρωματική - απαντητική ένορκη δήλωση του ενάγοντα 2:
Αφού εκδόθηκε μονομερώς το διάταγμα, οι δικηγόροι του προχώρησαν σε έρευνα στο Κτηματολόγιο για να διαπιστωθεί ποια ακίνητη περιουσία υπάρχει εγγεγραμμένη στο όνομα των εναγόμενων. Από αυτή διαπιστώθηκε ότι μόνο η εναγόμενη 2 διαθέτει τέτοια περιουσία.
Και η τρίτη ουσιαστική προϋπόθεση έχει αποδειχθεί.
Καταρχάς, δεν είναι ορθό ότι δεν υπάρχει ισχυρισμός από τους ενάγοντες ότι αν δε δεσμευτούν τα περιουσιακά στοιχεία των εναγόμενων, οι ίδιοι δε θα μπορούν να ικανοποιηθούν σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής τους. Αυτό ακριβώς ισχυρίζεται ο ενάγοντας στην παράγραφο 61 της ένορκης δήλωσής του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση και τα ίδια περίπου αναφέρει και στην παράγραφο 59, με την προσθήκη ότι η ρευστότητα και η οικονομική/περιουσιακή κατάσταση των εναγόμενων, τους είναι άγνωστη. Απ’ εκεί και πέρα, επί του ισχυρισμού των εναγόμενων πως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι οι ίδιοι είναι αφερέγγυοι, εκτός του ότι ουδείς εξ αυτών ισχυρίζεται ότι είναι φερέγγυος, από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει τεθεί ενώπιόν μου, προκύπτουν τα εξής: ο εναγόμενος, που σίγουρα δε διαθέτει ακίνητη περιουσία δεν έχει θέσει ενώπιόν μου οποιοδήποτε στοιχείο μαρτυρίας που να αποδεικνύει ότι διαθέτει κινητή περιουσία. Με τη σειρά της, η σύζυγός του - εναγόμενη 2, αποδεδειγμένα είναι και η μόνη που διαθέτει ακίνητη περιουσία, ενώ ούτε και αυτή έχει θέσει ενώπιόν μου οποιοδήποτε στοιχείο μαρτυρίας, που να αποδεικνύει ότι διαθέτει κινητή περιουσία. Τέλος, η εναγόμενη 3 και μητέρα του, που σίγουρα δε διαθέτει ακίνητη περιουσία, από στοιχεία μαρτυρίας που έχει θέσει ενώπιόν μου η ίδια, η μόνη κινητή περιουσία που φαίνεται να διαθέτει είναι ο τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο εμβάζεται το ποσό των €848,38 κάθε μήνα, που αποτελεί δημόσιο βοήθημα για το παιδί της, υπό μορφή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Το ποσό αυτό είναι και το μόνο που κατατίθεται στο συγκεκριμένο λογαριασμό, ο οποίος, στις 19/2/2025 παρουσίαζε - ουσιαστικά - μηδενικό υπόλοιπο (€0,34). Όμως, δεδομένου ότι στις 28/3/2025, το επίμαχο διάταγμα, τροποποιήθηκε εκ συμφώνου κατά τρόπο ώστε η εναγόμενη 3 να μπορεί να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο ποσό προς όφελος του παιδιού της, συναφώς με αυτή την πτυχή του διατάγματος, το όλο θέμα, θα πρέπει να θεωρείται λήξαν. Με αυτό δεδομένο, ο ισχυρισμός των εναγόμενων 1 και 3 ότι η δραστικότητα του εκδοθέντος διατάγματος θα έχει καταλυτικές συνέπειες εις βάρος της εναγόμενης 3, καθότι δεσμεύτηκε ο παραπάνω λογαριασμός της και για περίοδο ενός μηνός δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το ποσό που κατατίθετο σ’ αυτό για τις ανάγκες του παιδιού της, είναι ανεδαφικός.
Ό,τι απομένει είναι ο ισχυρισμός της εναγόμενης 2 ότι με το εκδοθέν διάταγμα δεσμεύτηκαν τρία ακίνητά της, που είναι και τα μόνα περιουσιακά της στοιχεία.
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι για σκοπούς έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων και σ’ αυτό το στάδιο, οριστικοποίησής τους, δεν απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας για την ύπαρξη πραγματικής πρόθεσης εκ μέρους των εναγόμενων να αποξενώσουν ή επιβαρύνουν την περιουσία τους. Και τούτο, επειδή εκείνο που έχει σημασία είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί (C. Phasarias (Automotive Centre) Limited v. Σκυροποιία "Λεωνίκ" Λίμιτεδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785 και Αποστόλου και άλλη ν. Ιωάννου και άλλου (2012) 1 Α.Α.Δ. 604).
Το άρθρο 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 με τίτλο «Συντηρητικό διάταγμα που περιορίζει τη συναλλαγή σχετικά με γη» προνοεί ότι:
«(1) Κάθε Δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί αγωγή για χρέος ή αποζημίωση, δύναται, σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έγερση της αγωγής, να διατάξει όπως ο εναγόμενος παρεμποδιστεί να απαλλοτριώσει τόσο μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας που είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ή για την οποία δικαιούται κατά νόμο να εγγραφεί ως ιδιοκτήτης, όσο, κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, είναι επαρκές να ικανοποιήσει την απαίτηση του ενάγοντα μαζί με τα έξοδα της αγωγής.
(2) Το διάταγμα αυτό δεν εκδίδεται εκτός αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι ο ενάγων έχει καλή βάση αγωγής, και ότι με την πώληση ή τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας σε τρίτο είναι πιθανό να εμποδιστεί ο ενάγων στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που τυχόν θα εκδοθεί υπέρ του.
(3) Κάθε διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου αυτού πρέπει να ορίζει, εφόσον είναι πρακτικά δυνατό, τη θέση, τα όρια, την έκταση και τη φύση της ιδιοκτησίας που επηρεάζεται από αυτό.»
Παρατηρώ τα εξής:
Με τα επίμαχα διατάγματα εξασφαλίστηκε η δέσμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των τριών εναγόμενων, ξεχωριστά για τον καθένα, μέχρι και το ποσό των €119.500. Μετά την εκ συμφώνου τροποποίηση των διαταγμάτων σε σχέση με τον παραπάνω τραπεζικό λογαριασμό της εναγόμενης 3, ενώ είναι άγνωστο κατά πόσο οποιοσδήποτε από τους εναγόμενους διαθέτει κινητή περιουσία, αποτελεί κοινό έδαφος, ότι η εναγόμενη 2 διαθέτει τρία ακίνητα. Από το περιεχόμενο του πιστοποιητικού έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας που επισυνάπτεται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ενάγοντα 2 προκύπτει ότι και τα τρία αυτά ακίνητα είναι ελεύθερα από οποιαδήποτε επιβάρυνση και εγγεγραμμένα επ’ ονόματι της εναγόμενης 2, με μερίδιο, 1/12 το πρώτο, ολόκληρο το δεύτερο και 5/14 το τρίτο. Η εκτιμημένη αξία των εν λόγω ακινήτων, με τιμές, τόσο την 1/1/2018 όσο και την 1/1/2021 είναι €29.500, €133.500 και €100.800, αντίστοιχα.
Και, με δεδομένο ότι - για να επαναλάβω - οι ενάγοντες, με την υπό κρίση αίτηση, ζήτησαν και με τα επίμαχα διατάγματα, εξασφάλισαν τη δέσμευση της κινητής και ακίνητης περιουσίας των τριών εναγόμενων, ξεχωριστά για τον καθένα, μέχρι και το ποσό των €119.500 κρίνω ότι τα επίμαχα διατάγματα, ενώ σε σχέση με τους εναγόμενους 1 και 3, θα πρέπει να οριστικοποιηθούν, ως έχουν, για την εναγόμενη 2, στο βαθμό που με αυτά δεσμεύτηκε η κινητή περιουσία της, θα πρέπει να ακυρωθούν, ενώ στο βαθμό που δεσμεύτηκε η ακίνητη περιουσία της, σε εφαρμογή του άρθρου 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (ανωτέρω) θα πρέπει να τροποποιηθούν κατά τρόπο ώστε το σχετικό διάταγμα να καλύπτει μόνο το δεύτερο από τα παραπάνω ακίνητά της, αξίας €133.500.
Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις μου αποτελούν και το λόγο για τον οποίο θεωρώ ότι και το ισοζύγιο της ευχέρειας συνηγορεί υπέρ της οριστικοποίησης των επίμαχων διαταγμάτων (βλ. τις Bacardi & Co. Ltd (ανωτέρω) και ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ν. ΣΟΥΛΗ, Πολ. ΄Εφ. Αρ. Ε75/2015, ημερ. 7/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A530).
Είναι γεγονός, ότι σε περίπτωση ακύρωσής τους, οι ενάγοντες θα είναι δύσκολο έως και αδύνατο να αποζημιωθούν από τους εναγόμενους σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής τους, σε αντίθεση με τους τελευταίους, οι οποίοι, ουδέν αναφέρουν για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στους ίδιους από την οριστικοποίηση των διαταγμάτων, τα οποία θεωρώ ότι ορθά και δίκαια εκδόθηκαν και σήμερα και πάλιν, ορθά και δίκαια θα πρέπει να οριστικοποιηθούν.
Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση επιτυγχάνει. Όλα τα διατάγματα γίνονται οριστικά με διαφοροποίηση σε σχέση με αυτά που αφορούν την εναγόμενη 2, ως ακολούθως:
Στο βαθμό που με αυτά δεσμεύτηκε η κινητή περιουσία και χρήματα της εναγόμενης 2 (παράγραφοι Α και Γ), τα διατάγματα ακυρώνονται. Στο βαθμό που με δεσμεύτηκε η ακίνητη περιουσία της (παράγραφος Α), το διάταγμα θα καλύπτει μόνο το δεύτερο από τα τρία ακίνητά της, ως αυτά αναφέρονται και περιγράφονται στο πιστοποιητικό έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας (τεκμ. 51 στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ενάγοντα 2, ημερομηνίας 5/5/2025), εκτιμημένης αξίας €133.500.
Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης, δε βλέπω για ποιο λόγο μπορώ να αποστώ του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα. Με αυτό δεδομένο και λαμβάνοντας υπόψη τον υποβληθέν από τους δικηγόρους των εναγόντων, σχετικό κατάλογο, τα έξοδα της αίτησης, τα οποία - μετά από υπολογισμό - προσδιορίζω στο ποσό των €5.000, πλέον Φ.Π.Α. και €368 πραγματικά έξοδα επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων 1 μέχρι 7 και σε βάρος των εναγόμενων 1, 2 και 3.
(Υπ.) …..……..…………………
Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΚΚ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο