PHADISCO LIMITED ν. ΙΩΑΝΝΗ ΦΩΤΙΟΥ κ.α., Αριθμός απαίτησης: 1094/2024, 10/6/2025
print
Τίτλος:
PHADISCO LIMITED ν. ΙΩΑΝΝΗ ΦΩΤΙΟΥ κ.α., Αριθμός απαίτησης: 1094/2024, 10/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

                                                                 Αριθμός απαίτησης: 1094/2024 (i-justice)

 

Μεταξύ:

PHADISCO LIMITED

                                                                                                                  Εναγόντων

 

και

 

1.    ΙΩΑΝΝΗ ΦΩΤΙΟΥ

                                        2.  MACY PHARMA LIMITED

                                                                                                        Εναγόμενων

--------------------

Αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ημερομηνίας 1/11/2024

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 10/6/2025

 

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες - αιτητές: Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη Δ.Ε.Π.Ε.

Για εναγόμενους 1 και 2 - καθ’ ων η αίτηση: ΑΡΓΕΝΤΟΥΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι ενάγοντες σύμφωνα με το παρακλητικό της έκθεσης απαίτησης της αγωγής τους αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων 1 και 2 τα ακόλουθα:

 

«(Α)   Εναντίον του Εναγόμενου 1 γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις και/ή το ποσό των €209,228 για παράβαση της σύμβασης ημερομηνίας 3/11/2003 και/ή των καθηκόντων εμπιστοσύνης, πίστης και εμπιστευτικότητας.

 

(Β)     Εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις και/ή το ποσό των €209,228 για παράβαση εμπιστευτικότητας και/ή για παράνομη απόκτηση και/ή χρήση και/ή αποκάλυψη εμπορικών και/ή επαγγελματικών απορρήτων και/ή μυστικών και/ή πληροφοριών και/ή εγγράφων της Ενάγουσας και/ή ως διαφυγόντα κέρδη.

 

(Γ)     Εναντίον του Εναγόμενου 1 γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις και/ή το ποσό των €680,365 για ζημιά που προκλήθηκε στην Ενάγουσα λόγω της κακοδιαχείρισης και/ή της συμπεριφοράς του Εναγόμενου 1.

 

(Δ) Εναντίον των Εναγομένων 1 και 2, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα επαυξημένες και/ή τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις.

 

(Ε)     Διάταγμα του Δικαστηρίου αναφορικά με την διεξαγωγή έρευνας αναφορικά με ζημιές που η Ενάγουσα έχει υποστεί ή κατ’ επιλογή της Ενάγουσας, την προσαγωγή λογαριασμού και/ή κατάστασης κερδών (account of profits) και την πληρωμή από τους Εναγόμενους 1 και 2 στην Ενάγουσα οποιωνδήποτε ποσών ήθελαν κριθούν ως πληρωτέα προς αυτή είτε ως αποζημιώσεις σε σχέση με αδικαιολόγητα κέρδη είτε ως διαφυγόντα κέρδη (περιλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με την συνεργασία με την Βέλγικη εταιρεία Laboratories Surveal SPRL).

 

(ΣΤ)   Διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει και/ή να εμποδίζει τους Εναγόμενους και/ή τους εκάστοτε αξιωματούχους και/ή αντιπρόσωπους και/ή εκπροσώπους και/ή υπηρέτες και/ή υπαλλήλους, και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εκ μέρους και για λογαριασμό τους, από του να χρησιμοποιούν και/ή εκμεταλλεύονται και/ή δημοσιεύουν και/ή αποκαλύπτουν, οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία (confidential information) και/ή έγγραφο και/ή εμπορικό και/ή επαγγελματικό απόρρητο και/ή μυστικό (trade secret) και/ή επαγγελματική επαφή και/ή πρακτική της Ενάγουσας τα οποία έχουν στην κατοχή τους οι Εναγόμενοι και/ή στα οποία έχει ή είχε πρόσβαση ο Εναγόμενος 1 λόγω της προηγούμενης σχέσης εργοδότησης μεταξύ του ίδιου και της Ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένων, αλλά χωρίς περιορισμό τα αρχεία πελατών και/ή προμηθευτών και/ή συνεργατών της Ενάγουσας και/ή τα στοιχεία επικοινωνίας των πελατών και/ή προμηθευτών και/ή συνεργατών της Ενάγουσας και/ή πληροφοριών και/ή εγγράφων που αφορούν τις εργασίες, τις συνεργασίες, τις δοσοληψίες, τα οικονομικά, τις υποθέσεις και τους ανταγωνιστές της Ενάγουσας και/ή πληροφοριών αναφορικά με τις συμφωνίες μεταξύ της Ενάγουσας και των πελατών και/ή προμηθευτών και/ή συνεργατών της, περιλαμβανομένων και των όρων αναφορικά με τις τιμές και/ή τον υπολογισμό της αμοιβής της Ενάγουσας και/ή πληροφορίες αναφορικά με προσφορές προς τους πελάτες της Ενάγουσας και/ή πληροφορίες αναφορικά με τις πωλήσεις της Ενάγουσας.

 

(Ζ)     Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάττει τους Εναγόμενος 1 και 2 όπως εντός 14 ημερών από την έκδοση της απόφασης, ετοιμάσουν και καταχωρίσουν στο Δικαστήριο και επιδώσουν στους δικηγόρους της Ενάγουσας, ένορκη δήλωση, η οποία να αναφέρει και/ή να περιλαμβάνει και/ή να παρέχει όλες τις πληροφορίες και/ή στοιχεία, καθώς και αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων, που οι ίδιες και/ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους και/ή κατόπιν οδηγιών τους έχουν στη φύλαξη και/ή κατοχή και/ή υπό τον έλεγχο τους, αναφορικά με (α) όλους τους πελάτες και/ή συνεργάτες και/ή προμηθευτές της Ενάγουσας και/ή τους αντιπροσώπους και/ή  υπαλλήλους αυτών με τους οποίους οι Εναγόμενες 1 και/ή 2 έχουν έρθει σε επαφή από την 1/1/2024 με οποιαδήποτε μέθοδο επικοινωνίας και/ή (β) το σύνολο των εμπιστευτικών πληροφοριών (confidential information) και/ή εγγράφων και/ή εμπορικό και/ή επαγγελματικό απόρρητο και/ή μυστικό (trade secret) και/ή επαγγελματική επαφή και/ή πρακτική της Ενάγουσας τα οποία έχουν στην κατοχή τους οι Εναγόμενοι.

 

(Η)    Νόμιμο Τόκο μέχρι πλήρους εξόφλησης.

 

(Θ)   Έξοδα πλέον ΦΠΑ πλέον έξοδα επίδοσης.»

 

Οι ενάγοντες καταχώρησαν την αγωγή τους την 1/11/2024. Την ίδια μέρα καταχώρησαν και την υπό κρίση μονομερή αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας, στις 5/11/2024 εξασφάλισαν τα ακόλουθα διατάγματα:

 

«Α. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου που απαγορεύει και/ή εμποδίζει τους Εναγόμενους και/ή τους εκάστοτε αξιωματούχους και/ή αντιπρόσωπους και/ή εκπροσώπους και/ή υπηρέτες και/ή υπαλλήλους, και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εκ μέρους και για λογαριασμό τους, από του να συνεργάζονται και/ή να συναλλάσσονται και/ή να επικοινωνούν και/ή να έρχονται σε επαφή με τους πελάτες ή συνεργάτες ή προμηθευτές της Ενάγουσας και/ή τους μετόχους και/ή τους ιδιοκτήτες και/ή τα διευθυντικά και/ή άλλα στελέχη και/ή τους υπαλλήλους και/ή αντιπροσώπους των πελατών ή συνεργατών ή προμηθευτών της Ενάγουσας, με σκοπό την μελλοντική συνεργασία και/ή σύναψη συμφωνίας παροχής υπηρεσιών διανομής ή άλλης συμφωνίας με αυτούς και/ή με σκοπό να γίνουν πελάτες ή συνεργάτες ή προμηθευτές των Εναγομένων και/ή με σκοπό την ανάπτυξη της επιχείρησης των Εναγομένων, μέχρι την 30/1/2026 και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Β. Εκδοθεί και δια του παρόντος εκδίδεται Διάταγμα του Δικαστηρίου που απαγορεύει και/ή εμποδίζει τους Εναγόμενους και/ή τους εκάστοτε αξιωματούχους και/ή αντιπρόσωπους και/ή εκπροσώπους και/ή υπηρέτες και/ή υπαλλήλους, και/ή οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί εκ μέρους και για λογαριασμό τους, από του να χρησιμοποιούν και/ή να εκμεταλλεύονται και/ή να δημοσιεύουν και/ή να αποκαλύπτουν, οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία (confidential information) και/ή έγγραφο και/ή εμπορικό και/ή επαγγελματικό απόρρητο και/ή μυστικό (trade secret) και/ή επαγγελματική επαφή και/ή πρακτική της Ενάγουσας τα οποία έχουν στην κατοχή τους οι Εναγόμενοι και/ή στα οποία έχει ή είχε πρόσβαση ο Εναγόμενος 1 λόγω της προηγούμενης σχέσης εργοδότησης μεταξύ του ίδιου και της Ενάγουσας, συμπεριλαμβανομένων, αλλά χωρίς περιορισμό τα αρχεία πελατών και/ή προμηθευτών και/ή συνεργατών της Ενάγουσας και/ή τα στοιχεία επικοινωνίας των πελατών και/ή προμηθευτών και/ή συνεργατών της Ενάγουσας και/ή πληροφοριών και/ή εγγράφων που αφορούν τις εργασίες, τις συνεργασίες, τις δοσοληψίες, τα οικονομικά, τις υποθέσεις και τους ανταγωνιστές της Ενάγουσας και/ή πληροφοριών αναφορικά με τις συμφωνίες μεταξύ της Ενάγουσας και των πελατών και/ή προμηθευτών και/ή συνεργατών της, περιλαμβανομένων και των όρων αναφορικά με τις τιμές και/ή τον υπολογισμό της αμοιβής της Ενάγουσας και/ή πληροφορίες αναφορικά με προσφορές προς τους πελάτες της Ενάγουσας και/ή πληροφορίες αναφορικά με τις πωλήσεις της Ενάγουσας, μέχρι την τελική εκδίκαση της απαίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου και μέλους του διοικητικού συμβουλίου των εναγόντων, Ιωάννη Χριστοδουλίδη (στο εξής «Χριστοδουλίδης»).

 

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 12 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο εναγόμενος 1 (στο εξής «εναγόμενος»), που είναι και ο διευθυντής των εναγόμενων 2.

 

Παρεμβάλλεται στο σημείο αυτό ότι επειδή η υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «ΚΠΔ») οι πιο  πάνω αναφερόμενοι σε εφαρμογή του Μέρους 23.11 των ΚΠΔ προέβησαν και  σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Η ακρόαση της αίτησης σε εφαρμογή του ίδιου Μέρους (κανονισμός 13) διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας που αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω στο σύνολό τους τα εν λόγω γεγονότα και μαρτυρία και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν γραπτών και προφορικών αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Υπεισέρχομαι στην εξέταση της αίτησης, η οποία ασφαλώς θα ιδωθεί σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους λόγους ένστασης.

 

Με τον 4ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι δεν πληρείται το στοιχείο του κατεπείγοντος και/ή των εξαιρετικών προϋποθέσεων.

 

Οι  λόγοι για τους οποίους κρίθηκε ότι ικανοποιείται το στοιχείο του επείγοντος αναφέρονται τόσο στην αίτηση όσο και στη σχετική ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο Χριστοδουλίδης σε εφαρμογή του Μέρους 23.8(2) των ΚΠΔ καθώς και στην ένορκη δήλωσή του η οποία υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση. Απ’ όσα αναφέρει συναφώς με το θέμα, ιδωμένα σε συνδυασμό και με το σύνολο της μαρτυρίας που υποστηρίζει επί της ουσίας την αίτηση πείστηκα ότι ικανοποιείται το συγκεκριμένο στοιχείο και γι’ αυτό άλλωστε εξέδωσα τα επίμαχα διατάγματα.

 

Εν πάση περιπτώσει, οι εναγόμενοι, οι οποίοι με τον υπό εξέταση λόγο ένστασης υποβάλλουν το αντίθετο, δεν έχουν θέσει οποιοδήποτε στοιχείο  ενώπιόν μου, που να ανατρέπει το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου εδράζεται η κρίση μου ότι ικανοποιείται το συγκεκριμένο στοιχείο.

 

Και κάτι ακόμη. Αν λάβω υπόψη, τόσο το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου των εναγόμενων όσα και αυτά που ανάφερε κατά την ακρόαση της αίτησης, θα έλεγα ότι ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης έχει εγκαταλειφθεί.

 

Με τον 5ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας έναντι των εναγόμενων 2. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόμενων, αναπτύσσοντας το λόγο αυτό στη γραπτή αγόρευσή του, μεταξύ άλλων αναφέρει τα εξής:

Τα Κυπριακά Δικαστήρια είναι αναρμόδια και/ή δεν έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την παρούσα αγωγή και ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις δεν εφαρμόζεται στην παρούσα. Οι λόγοι - τους οποίους θεωρώ πως δεν έχει νόημα να παραθέσω - εκτίθενται από τον κ. Κωνσταντίνου στην αγόρευσή του στη συνέχεια.

 

Και αυτός ο λόγος ένστασης είναι αβάσιμος. Η διαδικασία αμφισβήτησης της  δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδικάσει μια υπόθεση, μετά την εφαρμογή των ΚΠΔ, οι  οποίοι διέπουν την υπό κρίση αίτηση διαλαμβάνεται στο ειδικό Μέρος 12 των εν λόγω κανονισμών, το οποίο, λόγω και της μεγάλης έκτασής του θεωρώ πως δε χρειάζεται να παραθέσω. Να πω απλώς, ότι σύμφωνα με αυτό, πλέον, η αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου μπορεί να εγερθεί με αίτηση η οποία υποβάλλεται για το σκοπό αυτό και σε περίπτωση μη υποβολής τέτοιας αίτησης, ο εναγόμενος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να την ασκήσει. Το οποίο βέβαια, εάν οποτεδήποτε διαπιστώσει ότι δυνάμει του Νόμου στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση, σε εφαρμογή του κανονισμού 1(5) του ίδιου Μέρους, δε θα πρέπει να την εκδικάσει. Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι δε δικαιούνται να εγείρουν τέτοιο θέμα, για την ώρα δεν προτίθεμαι να δώσω σ’ αυτό συνέχεια.

 

Ο 10ος λόγος ένστασης, με τον οποίο υποβάλλεται ότι η παρούσα διαδικασία και/ή αίτηση είναι καταχρηστική και/ή συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, απορρίπτεται ως γενικός και αόριστος.

 

Με τον 3ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι ενάγοντες δεν προσέρχονται στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και/ή η αίτηση υποβάλλεται με αλλότρια κίνητρα.

 

Θα ασχοληθώ μόνο με το πρώτο που υποβάλλεται και τούτο, επειδή το δεύτερο, ουσιαστικά αποτελεί επανάληψη - με διαφορετική διατύπωση - του 10ου λόγου ένστασης, ο οποίος έχει ήδη κριθεί.

 

Στην υπόθεση Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1(Α) Α.Α.Δ. 583 επισημαίνονται τα εξής: 

 

«Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η αίτηση αυτή είναι υψίστης πίστεως (uberrima fides). Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα που γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο, ή μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου. 

 

Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον του Δικαστηρίου στην μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο απαντά: «δεν σας ακούω πλέον» και ακυρώνει τη διαταγή που έδωσε, χωρίς να εξετάσει την ουσία. Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση.» 

 

Οι παραπάνω αρχές περικλείονται και στο απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση στην υπόθεση Rybolovlev κ.ά ν. Rybolovleva (2010) 1 Α.Α.Δ. 82 στην οποία με παράπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόμενων.

 

«Είναι πράγματι καλά καθιερωμένη η αρχή σύμφωνα με την οποία, εάν διαπιστωθεί ότι εισήγηση για μη πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη στο στάδιο της μονομερούς προσφυγής στο Δικαστήριο ευσταθεί, τότε το Δικαστήριο, ή αργότερα το Εφετείο, πολύ πιθανόν να θέσει τέρμα στην ισχύ εκδοθέντος διατάγματος, χωρίς να εξετάσει άλλα θέματα ουσίας.

 

Όπως εύστοχα τονίστηκε από το Εφετείο στην απόφασή του στην υπόθεση The Timberland Co of U.S.A. v. Evans & Sons Ltd κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1179, η απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων ανατρέπει τη βάση του διατάγματος το οποίο έχει εκδοθεί μετά από μονομερή αίτηση και το καθιστά ακυρωτέο. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της απόφασης, η οποία είχε δοθεί από τον Γ. Πική, Πρόεδρο, από τη σελίδα 1186 του τόμου Αποφάσεων:

 

". Στην απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο κάμνει εκτεταμένη αναφορά στην απόφασή μας της Ολομέλειας στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 597, στην οποία εξηγείται ότι η αποκάλυψη συναρτάται με την καλή πίστη, η οποία πρέπει να επιδεικνύεται σε κάθε εξαιρετική περίπτωση που επιζητείται θεραπεία στην απουσία αντιδίκου. Η απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος επενεργεί καταλυτικά· διασαλεύει τη βάση του διατάγματος, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πρόθεσης για εξαπάτηση του δικαστηρίου. Το κριτήριο είναι αντικειμενικό. Συναρτάται (η μη αποκάλυψη) με τις, εξ αντικειμένου, συνέπειες στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, όπως επισημαίνεται στην Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Limited κ.ά. (ανωτέρω) (σελ. 601-602)

 

'Ό,τι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής.

 

Στη M. & Ch. Mitsingas Trading Ltd κ.ά. v. The Timberland Co Of U.S.A. (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών. Δεν αποτελεί υποχρέωση του αιτούντος η προβολή αντεκδικήσεων τρίτων προς τα δικαιώματα του, τις οποίες αμφισβητεί. Ό,τι πρέπει να αποκαλυφθεί, τονίζεται, σε κάθε περίπτωση, είναι:- (σελ. 1798)'. γεγονότα γνωστά στον αιτητή ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες, τα οποία σχετίζονται με:

 

(α)  το βάσιμο του δικαιώματος του όπως διαγράφεται στο δικόγραφο του, και

(β)  τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθ' ως και

(γ)   την πιθανότητα επιτυχίας.'»

 

Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση εκδοθέντος διατάγματος, λόγω παράλειψης πλήρους αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Αρκεί η διαπίστωση ότι η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων, συνιστούσε εξ αντικειμένου ουσιώδες στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 598).»

 

Καθ’ όλα σχετικά είναι και τ’ ακόλουθα από την υπόθεση Σάββα v. Τηλεμάχου (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2081:

 

«Η έκταση της υποχρέωσης για αποκάλυψη γεγονότων σε μονομερείς αιτήσεις αναπτύχθηκε στην Demstar Ltd v. Zim Israel Navig. Co Ltd κ.ά. (1996) 1 (Α) ΑΑΔ 597:

 

"Είναι θεμελιωμένο ότι διάδικος ο οποίος επιδιώκει με μονομερή αίτηση τη χορήγηση θεραπείας, πρέπει να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη των γεγονότων τα οποία επενεργούν στην άσκηση των εξουσιών του Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας. Η αρχή αυτή συναρτάται με την καλή πίστη η οποία πρέπει να επιδεικνύεται οποτεδήποτε επιδιώκεται η θεραπεία στην απουσία του αντιδίκου. (Βλέπε Jadranska Slobodna Plovidba v. Photos Photiades & Co (1965) 1 C.L.R. 58. Abdu Ali Altobeiqui v. M/V Nada G. and another (1985) 1 C.L.R. 543. Sekavin S.A. v. Ship "Platon ch" (1987) 1 C.L.R. 297. Amathus Navigation Co Ltd v. Concort Express Liners and others, Αγωγή Ναυτοδικείου 27/93, ημερομηνίας 22 Δεκεμβρίου 1993. Στη Zachariades v. Liveras and others (1989) 1 C.L.R. 437, κρίθηκε υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας ότι η μη αποκάλυψη όρου της μεταξύ των μερών συμφωνίας για την παραπομπή διαφορών σε Δικαστήριο της αλλοδαπής συνιστά εκτροπή από την αρχή της πλήρους αποκάλυψης των ουσιωδών γεγονότων και δικαιολογεί την ακύρωση του διατάγματος. Αντίθετα με την απόφαση στη Zachariades (ανωτέρω) και τις αρχές των Αγγλικών αποφάσεων που υιοθετεί, η απόφαση του δικαστηρίου στην Ellinger v. Guinness, Mahom & Co., (1939) 4 All E.R. 16, τείνει να υποστηρίξει ότι η μη αποκάλυψη πρέπει να συνοδεύεται και από πρόθεση εξαπάτησης (deceit) και να δικαιολογείται η ακύρωση, προσέγγιση που απηχείται και σε δύο πρωτόδικες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Cyprus Potato Marketing Board v. Primiaks (Pacific Violet) και άλλου, υπόθεση αρ. 93/89, ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1990 και Sons of Afif Yamout v. Schiffahrts - Gex. Elbe M.B.H. & Co, και άλλων, Αγ. Ναυτοδικείου αρ. 11/89 και 12/89, ημερομηνίας 25 Ιουνίου 1990, η κατάληξη της οποίας δεν εγκρίθηκε κατά την αναθεώρησή της. (Βλέπε Sons of Afif Yamout (αναφέρεται πιο κάτω)). Το στοιχείο της εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για ακύρωση του διατάγματος. (Βλέπε The Andria (1984) 1 All E.R. 1126 (CA), The Hagen (1908) P. 189. Boyce v. Gill (1981) 64 L.T. 824. Brink's Mat Ltd Elombe (1988) 1 W.L.R. 1350 (C.A.). Stavros Hotel Appartments Limited και άλλοι ν. Χριστοφόρου και άλλων, Πολιτική Έφεση αρ. 8181, ημερομηνίας 23 Μαρτίου 1995). Η θέση αυτή κρίνεται σωστή. Ότι ανατρέπει τη βάση του διατάγματος είναι η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Στην απουσία τους, η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."

 

Στην υπόθεση RESOLA (CYPRUS) LTD v. Χρήστου, Πολιτική Έφεση 9610, ημερ. 31.3.1998 ειπώθηκαν τα εξής:

 

"Όπως διαπιστώσαμε στην DEMSTAR LIMITED v. ZIM ISRAEL NAVIGATION CO LIMITED και άλλου - (Αίτηση για Αναθεώρηση στην Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 157/90 - 30.5.96)), πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Το κριτήριο είναι, όπως αναφέραμε, κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, οπόταν, στην απουσία του, αυτή τούτη η απόφαση του δικαστηρίου καθίσταται ακροσφαλής."»

 

Ομοίως και τ’ ακόλουθα από την Ιερά Μητρόπολη Πάφου v. Aristo Developers Ltd (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377:

 

«Αποτελεί πλέον αξίωμα ότι αν ένας αιτητής δεν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα είναι ακυρώσιμο χωρίς να εξεταστεί από το Δικαστήριο η ουσία της υπόθεσης.  Αυτό διότι ένα προσωρινό διάταγμα έχει τις καταβολές του στο δίκαιο της επιείκειας και η μονομερής αίτηση που εισάγεται θεωρείται υψίστης πίστεως.  («uberrima fides»).  (δέστε τις υποθέσεις Brink´s Mat Ltd v. Elcombe (1988) 1 WLR 1350, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267 και Ahmad Zein v. Παράσχος Κ. Καμπανέλλας Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606).  Η συνολική εικόνα που μεταδίδεται μέσα από την μονομερή αίτηση πρέπει να είναι ορθή στη βάση της χωρίς παραπλάνηση (Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 1953).  Έχει επίσης σημασία το πόσο ουσιώδες είναι το τυχόν μη αποκαλυφθέν στοιχείο και κατά πόσο αυτό θα επηρέαζε ή όχι το Δικαστήριο στην έκδοση του διατάγματος» 

         

Τέλος παραπέμπω και στο απόσπασμα που ακολουθεί από την υπόθεση Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας κ.ά. ν. Δήμου Αγίας Νάπας (2013) 2 Α.Α.Δ. 62:

 

«Απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων σε μονομερή αίτηση στην ουσία ισοδυναμεί με εξαπάτηση του δικαστηρίου. Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό και η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποκαλύψει στο δικαστήριο όχι μόνο τα γεγονότα τα οποία γνωρίζει, αλλά και οποιαδήποτε άλλα γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να γνωρίζει αν προέβαινε σε λογικές και κατάλληλες κάτω από τις περιστάσεις έρευνες και τα οποία γεγονότα θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation (1996) 1 A.A.Δ. 597, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd. (1998) 1 A.A.Δ. 1179 και Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 82).»

 

Οι παραπάνω αρχές επαναβεβαιώνονται σε σημαντικό αριθμό, ακόμη πιο πρόσφατων αποφάσεων. Ενδεικτικά παραπέμπω στις υποθέσεις Commerzbank Auslandsbanken Holding AG κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited κ.ά. (2015) 1 Α.Α.Δ. 386, PHOENIX PHARMACY LIMITED κ.ά. ν. BUGAEV, Πολ. Έφ. Αρ. Ε69/2016, ημερ. 11/4/2019, LarienaInvestments Ltd κ.ά. ν. RFI Consortium Ltd, Πολ. Έφ. 164/19, ημερ. 22/1/2021    και CJSC "TV COMPANY STREAM" κ.ά. v. CONTENT UNION SA, Πολ. Έφ. Αρ. Ε34/2018, Ε35/2018, ημερ. 8/4/2021.

 

Τα ουσιαστικά γεγονότα που επικαλούνται οι ενάγοντες για σκοπούς θεμελίωσης του αγώγιμου δικαιώματός τους εναντίον των εναγόμενων, επί των οποίων εδράζεται και η υπό κρίση μονομερής αίτηση η οποία οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων, σύμφωνα με την υποστηρικτική της αίτησης, ένορκη δήλωση Χριστοδουλίδη είναι τα εξής:

 

Οι ενάγοντες είναι μια από τις κορυφαίες φαρμακευτικές εταιρείες στην Κύπρο που δραστηριοποιείται με την αποκλειστική διανομή και πώληση επώνυμων φαρμακευτικών προϊόντων, ιατρικού εξοπλισμού, ιατρικών συσκευών κ.ο.κ., τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Μία από τις χώρες του εξωτερικού είναι η Μάλτα, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων των εναγόντων στο εξωτερικό.

 

Ο εναγόμενος εργοδοτήθηκε στους ενάγοντες, στις 3/12/2003 μέχρι και τον πρόσφατο τερματισμό της απασχόλησής του, στις 29/7/2024. Αρχικά εργοδοτήθηκε στη θέση του διευθυντή εργασιών εξωτερικού και η εργοδότησή του διέπετο από τη σχετική σύμβαση εργασίας, η οποία περιλάμβανε τους ακόλουθους ουσιώδεις όρους, οι οποίοι δεσμεύουν τον εναγόμενο: Τον όρο 7, σύμφωνα με τον οποίο, ο εναγόμενος, κατά την περίοδο της σύμβασης ή μετά τον τερματισμό της δε θα αποκαλύψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο ούτε και θα χρησιμοποιήσει για δικούς του προσωπικούς σκοπούς, παρά μόνο για την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του στην εταιρεία (δηλαδή στους ενάγοντες), οποιοδήποτε επαγγελματικό μυστικό ή επαγγελματική πρακτική ή οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία που αφορά τις εργασίες, τα οικονομικά, τις δοσοληψίες ή τις υποθέσεις της εταιρείας που μπορούν να περιέλθουν σε γνώση του κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του. Τον όρο 8, ο οποίος προνοεί για τον εναγόμενο, ότι για περίοδο 2 χρόνων μετά τον τερματισμό του, δε θα επιδιώξει να εξασφαλίσει ως πελάτες οποιοδήποτε πρόσωπο, εταιρεία ή οίκο, που πριν από τον τερματισμό αυτό συνεργαζόταν ή χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της εταιρείας ή είχε δοσοληψίες με αυτή. Επίσης δε θα επιδιώξει να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τη σχέση μεταξύ οποιουδήποτε πελάτη ή υπαλλήλου και της εταιρείας, σε τρόπο που θα παραβλάψει τα συμφέροντα της εταιρείας.

 

Ο εναγόμενος, στα πλαίσια της εργοδότησής του υπόγραψε και τον Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος, μεταξύ άλλων περιλάμβανε και τους όρους 3 και 4 (παρατίθενται αυτούσιοι). Πέραν των πιο πάνω, είχε υποχρέωση μη αποκάλυψης εμπορικών απορρήτων των εναγόντων σύμφωνα με το Νόμο 164(Ι)/2020.

 

Στις 25/6/2004, οι ενάγοντες ανακοίνωσαν το διορισμό του εναγόμενου στη θέση του γενικού διευθυντή τους, με ισχύ από 28/6/2004. Ο οποίος, ωστόσο συνέχισε να διατηρεί παράλληλα τις ευθύνες και τα καθήκοντα που είχε στη θέση του διευθυντή εξαγωγών εξωτερικού.

 

Ο εναγόμενος ήταν πολύ υψηλά ιστάμενο πρόσωπο στην ιεραρχία της διοίκησης των εναγόντων, αφού, ο μοναδικός του προϊστάμενος ήταν ο Χριστοδουλίδης, ως ο διευθύνων σύμβουλος (CEO). Ήταν μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για την υλοποίηση των στόχων των εναγόντων, για τη σωστή λειτουργία όλων των τμημάτων τους, την ανάπτυξη και προώθηση των πωλήσεων, τη διασφάλιση των σχέσεων των εναγόντων με τους πελάτες και συνεργάτες τους καθώς και τη διαπραγμάτευση των όρων των συνεργασιών τους. Ως μέλος της διοίκησής τους συμμετείχε στις συνελεύσεις της διοίκησης και συνέβαλλε τις αποφάσεις της. Ένα από τα κυριότερα καθήκοντά του ήταν η ανάπτυξη της επιχείρησης, όπου ήταν υπεύθυνος για την ετοιμασία σχετικού πλάνου πωλήσεων και προϋπολογισμού. Λόγω της ανώτερης του θέσης, αλλά και λόγω της πολυετούς εργοδότησής του στους ενάγοντες, κατά τον επίδικο χρόνο είχε αυξημένες ευθύνες και καθήκοντα, εργαζόταν ανεξάρτητα και χωρίς επίβλεψη, ενώ είχε τον αποκλειστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, ειδικά όσον αφορά στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, ως γενικός διευθυντής αποφάσισε ότι ούτε ο κ. Σωτήρης Καττάμης (Commercial Manager) αλλά ούτε και οποιοδήποτε άλλο μέλος του τμήματος πωλήσεων των εναγόντων στην Κύπρο δε θα είχε πρόσβαση ή εμπλοκή σε σχέση με τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.

 

Όσον αφορά τη δραστηριοποίηση των τελευταίων στη Μάλτα, για τις καθημερινές λειτουργίες τους συνεργάζονταν κυρίως με τον κ. Bilocca, πρώην Country Manager τους και «άνθρωπο κλειδί» για τις εκεί δραστηριότητές τους. Ο Bilocca εργοδοτήθηκε στους ενάγοντες το 2004 μέχρι και τις 30/7/2024 που υπόβαλε επίσημα την παραίτησή του. Για τους υπαλλήλους τους στη Μάλτα, επειδή εκεί δεν είχαν κάποια θυγατρική εταιρεία ή παράρτημα, μετά από συνεννόηση με τον εκεί συνεργάτη τους και υπο - διανομέα τους, Charles de Giorgio Ltd, ο μισθός των εν λόγω υπαλλήλων, περιλαμβανομένου και του Bilocca καταβαλλόταν από την εν λόγω εταιρεία και το συνολικό ποσό που αναλογεί στη μισθοδοσία τους χρεώνεται από την εν λόγω εταιρεία πίσω στους ενάγοντες. Όμως, στην ουσία, ο εργοδότης τους είναι οι ενάγοντες, αφού αυτοί αποφάσιζαν για τους όρους εργοδότησης, τις αυξήσεις, τις προαγωγές και τα μπόνους τους.

 

Ο εναγόμενος, κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του και λόγω της ανώτερης θέσης του, ως μέλος της διοίκησης στους ενάγοντες, είχε απεριόριστη πρόσβαση σε όλα ανεξαιρέτως τα αρχεία, δεδομένα και επαφές των εναγόντων, περιλαμβανομένων, επαγγελματικών μυστικών, απορρήτων (trade secrets) και άκρως εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων, μεταξύ άλλων, πληροφοριών και εγγράφων αναφορικά με το πελατολόγιο των εναγόντων, τους προμηθευτές τους, τα στοιχεία επικοινωνίας των πελατών και προμηθευτών τους, τις συνεργασίες και επαγγελματικές επαφές τους, τις συμφωνίες διανομής και τους όρους τους, τα οικονομικά αποτελέσματά τους, τις δοσοληψίες, τις υποθέσεις τους, όπως και στοιχεία για τους ανταγωνιστές τους. Περαιτέρω, είχε συχνή προσωπική επικοινωνία με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και «ανθρώπους κλειδιά» στους προμηθευτές και πελάτες των εναγόντων και την ευκαιρία να αναπτύξει πολύ καλές στενές διαπροσωπικές σχέσεις μαζί τους. 

 

Ένας από τους πιο σημαντικούς πελάτες των εναγόντων ήταν η βελγική εταιρεία Surveal SPRL (στο εξής «Surveal») με την οποία είχαν συνάψει συμφωνίες διανομής, ημερομηνίας 1/1/2021, για τη διανομή των προϊόντων της εν λόγω εταιρείας από τους ενάγοντες, τόσο στην Κύπρο όσο και στη Μάλτα. Για το σκοπό αυτό, στη Μάλτα, οι ενάγοντες συνεργάζονταν με την εταιρεία Charles de Giorgio Ltd (ανωτέρω). Η συνεργασία των εναγόντων με τη Surveal στη Μάλτα, αντιπροσώπευε περίπου το 35% της δραστηριότητας και των πηγών εσόδων τους στη συγκεκριμένη χώρα.

 

Κατά τα τέλη του 2023 με αρχές του 2024 είχε παρατηρηθεί από αρκετά ανώτερα στελέχη των εναγόντων ότι ο αποκλεισμός τους και των υπόλοιπων υπαλλήλων τους από πλευράς εναγόμενου από τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό γινόταν όλο και πιο έντονος. Ο εναγόμενος επέμενε να έχει τον αποκλειστικό έλεγχο και αποκλειστική επικοινωνία και επαφή με τους συνεργάτες τους στο εξωτερικό. Ούτε καν ο Commercial Manager κ. Καττάμης δεν είχε πρόσβαση στα πιο πάνω. Επίσης, παρόλο που η συνεργασία τους με τη Surveal στη Μάλτα, σε γενικές γραμμές ήταν επιτυχής και κερδοφόρα, ο εναγόμενος άρχισε να σχολιάζει σε ανώτερα στελέχη τους (αναφέρονται τα ονόματά τους) και στο Χριστοδουλίδη, ότι  είχε χάσει επικοινωνία με τη Surveal, αφού δεν του απαντούσαν τα τηλεφωνήματα ή τα ηλεκτρονικά του μηνύματα. Επιπλέον, κατά καιρούς προέβαινε σε αναφορές, ακόμη και κατά τη διάρκεια συνελεύσεων της διοίκησης των εναγόντων ότι θεωρούσε ότι κατά την άποψή του, η Surveal θα διέκοπτε ή δε θα ανανέωνε τη συνεργασία της με τους ενάγοντες.

 

Τα πιο πάνω αποτελούσαν ψέματα του εναγόμενου προς τους ενάγοντες με σκοπό να τους αποπροσανατολίσει από τον πραγματικό λόγο που η Surveal θα διέκοπτε στην πορεία τη συνεργασία τους. Όπως αργότερα αποκαλύφθηκε, ο εναγόμενος, όχι μόνο είχε επικοινωνία με τη Surveal σε προσωπικό επίπεδο, εκείνη την περίοδο, αλλά διαπραγματευόταν με αυτή για προσωπικό του όφελος, επιδιώκοντας να τερματίσει η Surveal τη συμφωνία διανομής που είχε με τους ενάγοντες και να συνάψει νέα συμφωνία διανομής με τους εναγόμενους 2, που είναι εταιρεία προσωπικών συμφερόντων του. Την ίδια περίοδο είχε επίσης παρατηρηθεί από ανώτερα στελέχη των εναγόντων ότι ο εναγόμενος δεν ήταν τόσο αποδοτικός, όπως παλαιότερα, δεν έδειχνε ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της επιχείρησης, δεν εξυπηρετούσε τους πελάτες των εναγόντων με την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή και έκανε σοβαρά λάθη που είχαν σημαντικές επιπτώσεις και ζημιές για τους ενάγοντες. Τα λάθη και η συμπεριφορά του έθεσαν σε κίνδυνο τις συνεργασίες των εναγόντων και επηρέασαν αρνητικά τη φήμη τους, ως εταιρεία, στον κλάδο της.

 

Στις 8/7/2024, η Surveal απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προς τον εναγόμενο - το οποίο κοινοποιήθηκε στους ενάγοντες - ενημερώνοντάς τον για την απόφασή της να τερματίσει τις συμφωνίες διανομής με τους ενάγοντες. Ακολούθησε ανταλλαγή  ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ εναγόντων και Surveal, η οποία ανάφερε ως λόγο τερματισμού των συμφωνιών ότι είχαν σκοπό να αναλάβουν οι ίδιοι τις υπηρεσίες που τους παρείχαν οι ενάγοντες. Η εξήγηση αυτή στην πορεία αποδείχθηκε αναληθής, αφού η διανομή των προϊόντων της Surveal στην Κύπρο ανατέθηκε σε άλλο διανομέα και στη Μάλτα, στους εναγόμενους 2.

 

Στις 26/7/2024, ο Bilocca απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον εναγόμενο με το οποίο υπόβαλε την παραίτησή του στους ενάγοντες. Ο εναγόμενος τού απάντησε με ηλεκτρονικό μήνυμα, ευχαριστώντας τον για τη συνεργασία και παράλληλα, ρωτώντας τον κατά πόσο θα μπορούσε να αλλάξει γνώμη. Μετά από αίτημα των εναγόντων, ο Bilocca τους υπόβαλε και επίσημα την παραίτησή του, στις 30/7/2024. Τα πιο πάνω μηνύματα αποτελούσαν προσπάθεια του εναγόμενου και του Bilocca να ξεγελάσουν και αποπροσανατολίσουν τους ενάγοντες, αφού, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, εκείνη τη χρονική περίοδο, οι  δυο τους είχαν ήδη συστήσει ανταγωνιστική προς τους ενάγοντες, εταιρεία και συγκεκριμένα τους εναγόμενους 2, για δικό τους όφελος.

 

Τον Ιούνιο του 2024 και λόγω του ότι τα ανώτερα στελέχη των εναγόντων υποψιάζονταν ότι κάτι μεμπτό υπήρχε με τη συμπεριφορά και τις ενέργειες του εναγόμενου άρχισαν να διερευνούν την κατάσταση και σε επικοινωνίες που είχαν με  συνεργάτες τους στη Μάλτα, ενημερώθηκαν για τη σύσταση των εναγόμενων 2 από τον εναγόμενο και το Bilocca. Μετά από σχετική έρευνα προέκυψε ότι οι εναγόμενοι 2 συστάθηκαν στις 25/3/2024, δηλαδή, κατά τη διάρκεια εργοδότησης και των δυο στους ενάγοντες. Το μετοχικό κεφάλαιο των εναγόμενων 2 αποτελείται από 1200 συνήθεις μετοχές, οι οποίες κατέχονται εξ ημισείας από το εναγόμενο και το Bilocca που είναι και οι μοναδικοί διοικητικοί σύμβουλοι των εναγόμενων 2 από τη σύστασή τους μέχρι σήμερα.

 

Στο διάστημα που ακολούθησε οι ενάγοντες έλαβαν μέτρα για να περιοριστούν σε κάποιο βαθμό οι δυσμενείς επιπτώσεις. Στις 29/7/2024, ο  Χριστοδουλίδης κάλεσε τον εναγόμενο στο γραφείο του στον οποίο εξήγησε τα παραπάνω γεγονότα τα οποία παραδέχθηκε. Του εξήγησε ακόμη, ότι για τους πιο πάνω λόγους, όπως και λόγω της παράβασης εκ μέρους του των καθηκόντων πίστης και εμπιστοσύνης προς τους ενάγοντες, καθώς και κακοδιαχείρισης και αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς που επέδειξε, οι ενάγοντες θα προχωρούσαν με τον άμεσο τερματισμό της εργοδότησής του. Όπως και έγινε. Οι ενάγοντες προχώρησαν στον τερματισμό της εργοδότησής του, χωρίς προειδοποίηση, με σχετική επιστολή, ημερομηνίας 29/7/2024. Με αυτή, τον ενημέρωναν ότι ο λόγος του τερματισμού της απασχόλησής του, ήταν μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι ενεργούσε ανταγωνιστικά προς τα συμφέροντα και τις δραστηριότητες των εναγόντων, κατά παράβαση των καθηκόντων πίστης και εμπιστοσύνης από τα οποία διεπόταν η εργοδότησή του στους ενάγοντες. Τον ενημέρωναν επίσης για την υποχρέωσή του να τους επιστρέψει πληροφορίες και/ή έγγραφα που είχε στην κατοχή ή έλεγχό του, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων και/ή επαγγελματικών μυστικών και/ή απορρήτων και τον υπενθύμισαν ότι οι όροι 7 και 8 της σύμβασης εργασίας (ανωτέρω) συνεχίζουν να ισχύουν και να το δεσμεύουν.

 

Την επομένη, 30/7/2024, ο Bilocca υπόβαλε επίσημα και γραπτώς την παραίτησή του από την εργοδότησή του στους ενάγοντες. Την ίδια μέρα, οι ενάγοντες, μέσω της Charles de Giorgio Ltd του ζήτησαν να υπογράψει λήψη επιστολής, με την οποία τον ενημέρωναν, μεταξύ άλλων, για την υποχρέωσή του να τους επιστρέψει ό,τι αναφέρεται και για τον εναγόμενο στην προηγούμενη παράγραφο και ότι για δυο χρόνια δε θα διεξάγει ή συμμετέχει σε οποιαδήποτε ανταγωνιστική επιχείρηση ή δραστηριότητα σε σχέση με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των εναγόντων και/ή δε θα προσεγγίσει οποιοδήποτε πελάτη τους, για δικούς του σκοπούς. Ουδέποτε υπόγραψε τη λήψη της εν λόγω επιστολής.

 

Μετά τον τερματισμό της εργοδότησης του εναγόμενου και την παραίτηση Bilocca ακολούθησαν και οι παραιτήσεις ακόμη δυο προσώπων από τους ενάγοντες (αναφέρονται τα ονόματά τους) για τα οποία ίσχυε το ίδιο καθεστώς εργοδότησης με αυτό που ίσχυε για το Bilocca. Στην ουσία, εργοδότης τους πλέον είναι οι εναγόμενοι  2.

 

Στις 19/9/2024, οι υποψίες των εναγόντων περί συνεργασίας των εναγόμενων 2 με τη Surveal επιβεβαιώθηκαν. Από λάθος και εκ παραδρομής, ένα ηλεκτρονικό μήνυμα της Charles de Giorgio Ltd που προοριζόταν προς τον εναγόμενο και το Bilocca αναφορικά με τη συνεργασία των εναγόμενων 2 με τη Surveal στάλθηκε προς την ηλεκτρονική διεύθυνση του Bilocca την οποία διατηρούσε ενόσω εργοδοτείτο από τους ενάγοντες. Από την ανάγνωση του εν λόγω μηνύματος, οι ενάγοντες έλαβαν γνώση ότι οι εναγόμενοι 2 είχαν ήδη συνάψει συμφωνία διανομής με τη Surveal, αλλά και με τον υπο - διανομέα τους στη Μάλτα, Charles de Giorgio Ltd. Από το εν λόγω μήνυμα προκύπτουν τα ακόλουθα: πρώτο, η συνεργασία και σύναψη συμφωνιών διανομής μεταξύ εναγόμενων 2 και Surveal, δεύτερο, η συνεργασία και σύναψη συμφωνιών διανομής μεταξύ εναγόμενων 2 και Charles de Giorgio Ltd, τρίτο, ότι η πρώτη παραγγελία της Surveal είχε παραληφθεί μέχρι τις 19/9/2024, άρα, η συνεργασία των πιο πάνω είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν και πολύ πιθανόν, πριν από τον τερματισμό της εργοδότησης του εναγόμενου και τέταρτο, ότι οι δυο πρώην υπάλληλοι των εναγόντων που είχαν αποχωρήσει εργοδοτούνταν πλέον από τους εναγόμενους 2 μέσω της Charles de Giorgio Ltd

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο εναγόμενος κατά παράβαση των όρων της σύμβασης εργασίας, αλλά και των καθηκόντων πίστης, εμπιστευτικότητας και εμπιστοσύνης και καθηκόντων που προκύπτουν από το Νόμο 164(Ι)/2020 που είχε προς τους ενάγοντες, λόγω και της υψηλής θέσης που κατείχε σ’ αυτούς, ενέργησε συγκαλυμμένα κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, συστήνοντας και προωθώντας την ανταγωνιστική εταιρεία, προσωπικών του συμφερόντων, δηλαδή τους εναγόμενους 2, χρησιμοποιώντας εμπιστευτικές πληροφορίες που απέκτησε, δηλαδή όλες τις εμπιστευτικές πληροφορίες, στοιχεία και επαφές σε σχέση με τη Surveal και τη Charles de Giorgio Ltd. Λόγω της συμπεριφοράς του, οι ενάγοντες υπέστηκαν εκτεταμένες ζημιές, τόσο οικονομικά όσο και στη φήμη τους, ως εταιρεία στον κλάδο της.

 

Από τα πιο πάνω γεγονότα δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι ο εναγόμενος έχει πάρει πλέον ένα προβάδισμα ή αθέμιτο πλεονέκτημα (head start) σε βάρος των εναγόντων. Έχει ήδη χρησιμοποιήσει εμπιστευτικές πληροφορίες και εμπορικά μυστικά ή απόρρητα των εναγόντων προς δικό του όφελος με αποτέλεσμα να πείσει τη Surveal να τερματίσει τη συνεργασία της με τους ενάγοντες και να συνεργαστεί με τον ίδιο, μέσω των εναγόμενων 2. Είναι ξεκάθαρο ότι συνεχίζει να κινείται σε ευθέως ανταγωνιστικό πεδίο κατά παράβαση των όρων της σύμβασης εργασίας και των καθηκόντων πίστης, εμπιστευτικότητας και εμπιστοσύνης που είχε προς τους ενάγοντες, λόγω και της υψηλής θέσης που κατείχε σ’ αυτούς, με ορατό κίνδυνο να πληγεί ακόμη περισσότερο η φήμη και ο κύκλος εργασιών των εναγόντων, απομονώνοντας τους από επαγγελματικές επαφές και πελάτες και προκαλώντας ζημιά που θα είναι αδύνατο να αποτιμηθεί σε κατοπινό στάδιο.

 

Συναφώς με τον υπό εξέταση λόγο ένστασης, ο εναγόμενος, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένσταση στην αίτηση αναφέρει τα εξής:

 

Αρνείται ότι η Surveal ήταν από τους πιο σημαντικούς πελάτες των εναγόντων, αφού αυτή καλύπτει περίπου μόνο το 3% του ετήσιου τζίρου των εναγόντων, αφού, εξ όσων θυμάται, ο ετήσιος τζίρος της Surveal ανερχόταν περί τα €24.000.000. Επιπρόσθετα, η Surveal είχε μόνο το 3% του ετήσιου τζίρου των εναγόντων, αφού, ως αναφέρει ο Χριστοδουλίδης στην ένορκη δήλωσή του, οι ενάγοντες δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες και όχι μόνο στη Μάλτα, κάτι που έχουν αποκρύψει με έντεχνο τρόπο από το Δικαστήριο, ούτως ώστε να το εντυπωσιάσουν σε σχέση με το ύψος των ζημιών τους που επικαλούνται ότι υφίστανται. Ως το συμβουλεύουν οι δικηγόροι  του, η απόκρυψη των πραγματικών ποσοστών των προϊόντων της Surveal από το συνολικό κύκλο πωλήσεων των εναγόντων και ως εκ τούτου, η παραπλάνηση του Δικαστηρίου, αναπόφευκτα θα πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων.

 

Τίποτε το ουσιώδες απέκρυψαν οι ενάγοντες, πέραν από το γεγονός ότι υπάρχει παρανόηση για το τι αυτοί ισχυρίζονται, που εν μέρει αποσιωπούν οι εναγόμενοι ή διαστρέφουν, που αποτελεί και το πλέον σημαντικό στοιχείο συναφώς με το θέμα. Ο Χριστοδουλίδης, στην ένορκη  δήλωσή του αναφέρει τα εξής: ένας από τους πιο σημαντικούς πελάτες τους στη Μάλτα κατά την περίοδο της απασχόλησης του εναγόμενου στους ίδιους ήταν η βελγική εταιρεία Surveal με την οποία οι ενάγοντες είχαν συνάψει συμφωνίες διανομής των προϊόντων της εν λόγω εταιρείας από τους ίδιους, τόσο στην Κύπρο όσο και στη Μάλτα. Εξ όσων γνωρίζει και πιστεύει, η εν λόγω συνεργασία στη Μάλτα αντιπροσώπευε περίπου το 35% της δραστηριότητας και των πηγών εσόδων των εναγόντων στη Μάλτα.

 

Αυτά ισχυρίζεται ο Χριστοδουλίδης και όχι ότι η συνεργασία των εναγόντων με τη Surveal αντιπροσώπευε περίπου το 35% της δραστηριότητας και των πηγών εσόδων των εναγόντων, γενικά, στην Κύπρο και το εξωτερικό.

 

Όμως, το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρουσιάζεται να γνωρίζει το ποσοστό του ετήσιου τζίρου των εναγόντων που κάλυπτε η συνεργασία τους με τη Surveal στον ουσιώδη χρόνο και ότι ο ετήσιος τζίρος της Surveal ανερχόταν περί τα €24.000.000, είναι δηλωτικό και αποκαλυπτικό της συμφωνίας του με τους ενάγοντες για τι γνώριζε ως εκ της θέσης του κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του από αυτούς, για τα οποία οι ενάγοντες επιδίωξαν να εξασφαλίσουν και εξασφάλισαν τα επίμαχα διατάγματα. Στοιχείο, προφανώς, καθόλα σχετικό και με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων.

 

Το άλλο που απέκρυψε ο Χριστοδουλίδης από το Δικαστήριο σύμφωνα με τον εναγόμενο είναι ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας ίσχυε μόνο καθ’ ον χρόνο ο ίδιος βρισκόταν στην εργοδότηση των εναγόντων και όχι μετά την αποχώρησή του.

 

Οι ενάγοντες έθεσαν ενώπιόν μου τον Κώδικα Δεοντολογίας και με απλή ανάγνωσή του μπορώ να αντιληφθώ τι διαλαμβάνει και ως προς αυτό  το στοιχείο. Όμως, επί της ουσίας, οι ενάγοντες, όχι μόνο δεν απέκρυψαν αυτό που ισχυρίζεται ο εναγόμενος, αλλά αντίθετα, το δηλώνουν κιόλας. Να πω απλώς, ότι ο Χριστοδουλίδης, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση, ενώ για τους όρους 7 και 8 της σύμβασης εργασίας η οποία διέπε την εργοδότηση του εναγόμενου, όπως αναφέρει στην παράγραφο 10, εξ’ όσων καλύτερα γνωρίζει και πιστεύει και όπως τυγχάνει νομικής συμβουλής, οι εν λόγω  - ουσιώδεις - όροι δεσμεύουν τον εναγόμενο, για τον Κώδικα Δεοντολογίας, στην παράγραφο 11, για τους δύο όρους του που παραθέτει ισχυρίζεται ότι θα δέσμευαν τον εναγόμενο.

 

Το άλλο που απέκρυψε ο Χριστοδουλίδης σύμφωνα πάντοτε με τον εναγόμενο είναι τους πραγματικούς λόγους τερματισμού της συνεργασίας τους με τη Surveal, τους οποίους γνώριζε εκ της θέσης του, για να δημιουργήσουν εσφαλμένες εντυπώσεις στο Δικαστήριο και να μεταθέσουν την ευθύνη στον ίδιο ώστε να εμποδίσουν οποιαδήποτε άλλη συνεργασία και να τιμωρήσουν τη Surveal εναντίον της οποίας δεν μπορούν να κινηθούν νομικά.

 

Οι  ενάγοντες, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της θέσης τους αναφορικά με το λόγο τερματισμού της συνεργασίας τους με τη Surveal, πέραν όσων αναφέρει ο Χριστοδουλίδης στην ένορκη δήλωσή του, έχουν θέσει ενώπιόν μου και διάφορα έγγραφα. Η περί αντιθέτου εκδοχή των εναγόμενων για το ίδιο θέμα, ασφαλώς δεν μπορεί να αποτελεί υπόβαθρο αποδοχής της θέσης τους, περί απόκρυψης και τούτο, επειδή για να συμβεί κάτι τέτοιο απαιτείται αξιολόγηση μαρτυρίας επί αντικρουόμενων ισχυρισμών και αποδοχή της εκδοχής τους, ως αυτής που ανταποκρίνεται στην αλήθεια.

 

Τα παραπάνω ισχύουν και για οτιδήποτε άλλο επικαλούνται οι εναγόμενοι στο ίδιο πλαίσιο, το οποίο, όπως είναι η θέση τους απέκρυψαν οι ενάγοντες, για το οποίο υπάρχουν διιστάμενες εκδοχές.

 

Όπως επισημαίνεται στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ZONDRVAN GROUP LTD v. BONALBO FIDUCIARIES LTD κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. E64/2015, ημερ. 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A342:

   

«… σε διαδικασία εκδίκασης αίτησης για προσωρινό διάταγμα, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με το πραγματικό και νομικό καθεστώς  της υπόθεσης, κάτι που αποφασίζεται κατά το στάδιο της δίκης  …………. Πρόκειται για αρχή η οποία πρέπει να τηρείται με ευλάβεια κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο.  Το Δικαστήριο     «όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήξει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της», (Milton Investment Co Ltd κ. ά v Dryden Group Ltd (2014) 1 ΑΑΔ 731).»

 

Ακολουθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος.

 

Με το 12ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι οι όροι σύμβασης εργασίας του εναγόμενου με τους ενάγοντες παραβιάζουν τους κανόνες του ελεύθερου ανταγωνισμού και/ή το ενωσιακό δίκαιο και/ή την οικονομική ελευθερία και/ή την ελευθερία των συμβάσεων και/ή την ιδιωτική αυτονομία του εναγόμενου και οι όροι είναι καταχρηστικοί και/ή υπέρμετρα επαχθείς εναντίον του εναγόμενου και συνεπώς είναι εξ υπαρχής άκυροι και μη δεσμευτικοί.

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης είναι νόμω αβάσιμος. Για σκοπούς αιτιολογίας παραπέμπω απλώς στο ίδιο απόσπασμα από τη ZONDRVAN GROUP LTD (ανωτέρω).

 

Με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης, ουσιαστικά υποβάλλεται ότι δεν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσης των επίμαχων διαταγμάτων και ότι αυτά δεν είναι δίκαιο και εύλογο να παραμείνουν σε ισχύ.

 

Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 - το οποίο περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων - έχει τύχει εκτεταμένης ανάλυσης και ερμηνείας σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Βλέπε μεταξύ άλλων τις υποθέσεις Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248), Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, AK International UK Ltd v. Πλοίου “Νaime S” (Αρ.2) (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1456, Κύριλλου ν. Λάμπρου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1528 και Κ.Ο.Τ. ν. Θεωρή (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 225, από την οποία και  τ’ ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Προσωρινά διατάγματα εκδίδονται με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 όταν το Δικαστήριο κρίνει πως η παροχή τέτοιας θεραπείας είναι δίκαιη και ευχερής. Το άρθρο αυτό του Νόμου έχει εξετασθεί  επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σωρεία υποθέσεων. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Odysseos v. Pieris Estates and Others (1982) 1 C.L.R. 557, καθορίζονται συνοπτικά μεν αλλά πολύ περιεκτικά και με σαφήνεια, οι αρχές που διέπουν την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων και εκείνες που ρυθμίζουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Οι τρεις βασικές προϋποθέσεις είναι:

 

(1)         Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση,

(2)         Η ύπαρξη  ορατής πιθανότητας επιτυχίας και

(3)         Η πιθανότητα να υποστεί ο ενάγων ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

Το θέμα όμως δεν τελειώνει εδώ. Όπως υποδεικνύεται στην Odysseos, στο τελικό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει πρόσθετα να σταθμίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο να εκδώσει τέτοιο διάταγμα (Βλ. επίσης την υπόθεση Ιπποδρομιακή  Αρχή Κύπρου ν. Πασχάλη Χ”Bασίλη (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152). Πρέπει να τονίσουμε πως τα Δικαστήρια εκδίδουν τέτοια διατάγματα με φειδώ.»

 

Σύμφωνα με την Κύριλλου (ανωτέρω):

 

«Σε αιτήσεις για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται και οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 για να δημιουργηθεί το υπόβαθρο πάνω στο οποίο το Δικαστήριο στην ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας θα προχωρήσει να αποφασίσει υπέρ ή εναντίον της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος. Πρέπει να τονισθεί σε αυτό το στάδιο ότι το Δικαστήριο δεν εξετάζει σε βάθος την προσφερόμενη μαρτυρία για να προβεί σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και δεν καταλήγει σε ευρήματα γεγονότων εκτός μόνο για την εξακρίβωση εκείνων των αναγκαίων στοιχείων τα οποία θεωρούνται απαραίτητα για τη θεμελίωση των κριτηρίων του άρθρου 32». 

 

Για σκοπούς πληρέστερης αναφοράς στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου προστίθενται και τα εξής: 

 

Σύμφωνα με την Odysseos (ανωτέρω), σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση, το σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά την ακρόαση, δεν υπάρχει λόγος να ερμηνευθεί ότι εξυπακούει οτιδήποτε περισσότερο από την αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης, με βάση τη δύναμη των εγγράφων προτάσεων. Με αναφορά στη δεύτερη προϋπόθεση, η έννοια της πιθανότητας επιτυχίας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το «ισοζύγιο των πιθανοτήτων» που είναι το μέτρο απόδειξης σε αστικές υποθέσεις. Η πιθανότητα στο πλαίσιο της επιφύλαξης του άρθρου 32(1) απαιτεί από τον αιτητή να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας. Σε σχέση με την ίδια προϋπόθεση, όπως επισημαίνεται στην υπόθεση Κυτάλα κ.ά. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 253, η διακρίβωση επιτυχίας γίνεται στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ενώ στη Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 788 υπενθυμίζεται ότι, γενικά, η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων. Ομοίως και στη Γρηγορίου (ανωτέρω επίσης) από την οποία και το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την δίκη της ουσίας της υπόθεσης».                          

 

Η διαχρονικότητα των παραπάνω αρχών καταφαίνεται και από το απόσπασμα που παρατίθεται σε άλλο σημείο πιο πάνω από τη υπόθεση ZONDRVAN GROUP LTD.

 

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται και τα ακόλουθα από την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ v. CYFIELD - NEMESIS κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. E52/21, ημερ. 10/2/2022, ECLI:CY:AD:2022:A79:

 

«Η δεύτερη προϋπόθεση,  εξυπακούει την ύπαρξη πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, όρος που, κατά την Odysseosέχει την έννοια ότι ο αιτητής οφείλει να καταδείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας, δηλαδή κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά  πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων».  Η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο αιτητής σε θεραπεία συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα, με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάζει («evidential strength of the case of the plaintiff»). Η αξιολόγηση γίνεται χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία και πολύ περισσότερο να καταλήγει σε ευρήματα επί της ουσίας.  Σε αυτό το στάδιο αξιολογείται η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του διαδίκου που ζητά ενδιάμεση θεραπεία, σε συνάρτηση με τυχόν αντίθετη εκδοχή, για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας ..»

 

Τέλος, με αναφορά στην τρίτη προϋπόθεση σύμφωνα με την Odysseos και πάλι, αυτή σχετίζεται με το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων, υπό το φως των γεγονότων κάθε υπόθεσης, σε βαθμό που, αν η επιδίκασή τους στο τελικό στάδιο είναι αρκετή για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων του ενάγοντα, τότε η έκδοση του διατάγματος δεν είναι απαραίτητη. Με αυτά φυσικά δε μου διαφεύγει ότι ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (βλ. Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 Α.Α.Δ. 231) αλλά και διάφορα άλλα - μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά (βλ. Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245).

 

Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης σ’ όλες τις παραπάνω αρχές, παρατηρώ τα εξής:

 

Έχοντας υπόψη ότι η σύμβαση αποτελεί αναγνωρισμένη βάση αγωγής και η παράβασή της, αναγνωρισμένη αιτία αγωγής και λαμβάνοντας περαιτέρω υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση, η αγωγή των εναγόντων έχει ως βάση της και την επίμαχη σύμβαση εργοδότησης του εναγόμενου από τους ίδιους και αιτία της, την κατ’ ισχυρισμό τoυς, παράβασή της, η πρώτη ουσιαστική προϋπόθεση για έκδοση των επίμαχων προσωρινών διαταγμάτων έχει αποδειχθεί. Γεγονός το οποίο, εξάλλου, προς τιμή του αναγνωρίζει και ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόμενων στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσής του.  

 

Και η δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση έχει αποδειχθεί.

 

Πλείστοι από τους ισχυρισμούς των εναγόντων, τους οποίους προβάλλουν για σκοπούς στοιχειοθέτησης της υπό εξέταση προϋπόθεσης υποστηρίζονται από διάφορα έγγραφα/τεκμήρια, αρκετοί από αυτούς αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών, ενώ, στο βαθμό που αμφισβητούνται από τους εναγόμενους, οι τελευταίοι παραβλέπουν την προαναφερθείσα νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία - για να επαναλάβω - το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης (βλ. τις Κύριλλου, Γρηγορίου, ZONDRVAN GROUP LTD και ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ανωτέρω).

 

Τα ακόλουθα είναι μερικά από τα γεγονότα που αποτελούν κοινό έδαφος μεταξύ των μερών:

 

Ο εναγόμενος εργοδοτήθηκε στους ενάγοντες στις 3/12/2003 στη θέση του διευθυντή εργασιών εξωτερικού. Η εργοδότησή του διέπετο από τη σχετική σύμβαση εργασίας, η οποία περιλάμβανε τους ακόλουθους ουσιώδεις όρους, οι οποίοι το δεσμεύουν: Σύμφωνα με τον όρο 7, κατά την περίοδο της σύμβασης ή μετά τον τερματισμό της δε θα αποκαλύψει σε οποιοδήποτε πρόσωπο ούτε και θα χρησιμοποιήσει για δικούς του προσωπικούς σκοπούς, παρά μόνο για την κανονική εκτέλεση των καθηκόντων του στην εταιρεία (δηλαδή στους ενάγοντες), οποιοδήποτε επαγγελματικό μυστικό ή επαγγελματική πρακτική ή οποιαδήποτε εμπιστευτική πληροφορία που αφορά τις εργασίες, τα οικονομικά, τις δοσοληψίες ή τις υποθέσεις της εταιρείας, που μπορούν να περιέλθουν σε γνώση του κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του. Σύμφωνα με τον όρο 8, για περίοδο 2 χρόνων μετά τον τερματισμό του, δε θα επιδιώξει να εξασφαλίσει ως πελάτες, οποιοδήποτε πρόσωπο, εταιρεία ή οίκο, που πριν από τον τερματισμό αυτό συνεργαζόταν ή χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της εταιρείας ή είχε δοσοληψίες με αυτή. Επίσης δε θα επιδιώξει να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τη σχέση μεταξύ οποιουδήποτε πελάτη ή υπαλλήλου και της εταιρείας, σε τρόπο που θα παραβλάψει τα συμφέροντα της εταιρείας. Βασικά, κοινό έδαφος αποτελεί και η υπογραφή εκ μέρους του του Κώδικα Δεοντολογίας, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι ο ίδιος, για λόγους που αναφέρει προβάλλει τη θέση - για την οποία ασφαλώς δεν μπορώ να αποφανθώ στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας - ότι ο εν λόγω κώδικας δεν το δεσμεύει.

 

Στις 25/6/2004, διορίστηκε στη θέση του γενικού διευθυντή των εναγόντων, με ισχύ από 28/6/2004. Ωστόσο, παράλληλα συνέχισε να διατηρεί τις ευθύνες και τα καθήκοντα που είχε στη θέση του διευθυντή εξαγωγών εξωτερικού. Ήταν πολύ υψηλά ιστάμενο πρόσωπο στην ιεραρχία της διοίκησης των εναγόντων, αφού ο μοναδικός του προϊστάμενος ήταν  ο Χριστοδουλίδης, ως ο διευθύνων σύμβουλος (CEO). Ήταν μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για την υλοποίηση των στόχων των εναγόντων, για τη σωστή λειτουργία όλων των τμημάτων τους, την ανάπτυξη και προώθηση των πωλήσεων, τη διασφάλιση των σχέσεων των εναγόντων με τους πελάτες και συνεργάτες τους καθώς και τη διαπραγμάτευση των όρων των συνεργασιών τους. Ως μέλος της διοίκησής τους συμμετείχε στις συνελεύσεις της διοίκησης και συνέβαλλε τις αποφάσεις της. Ένα από τα κυριότερα καθήκοντά του ήταν η ανάπτυξη της επιχείρησης, όπου ήταν υπεύθυνος για την ετοιμασία σχετικού πλάνου πωλήσεων και προϋπολογισμού. Λόγω της ανώτερης του θέσης, αλλά και λόγω της πολυετούς εργοδότησής του στους ενάγοντες, κατά τον επίδικο χρόνο είχε αυξημένες ευθύνες και καθήκοντα, εργαζόταν ανεξάρτητα και χωρίς επίβλεψη, ενώ είχε τον αποκλειστικό έλεγχο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης, ειδικά όσον αφορά στο εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, ως γενικός διευθυντής αποφάσισε ότι ούτε ο Σωτήρης Καττάμης (Commercial Manager) αλλά ούτε και οποιοδήποτε άλλο μέλος του τμήματος πωλήσεων των εναγόντων στην Κύπρο δε θα είχε πρόσβαση ή εμπλοκή σε σχέση με τις δραστηριότητές τους στο εξωτερικό.

 

Κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του και λόγω της ανώτερης θέσης του, ως μέλος της διοίκησης στους ενάγοντες, είχε απεριόριστη πρόσβαση σε όλα ανεξαιρέτως τα αρχεία, δεδομένα και επαφές των εναγόντων, περιλαμβανομένων, επαγγελματικών μυστικών, απορρήτων (trade secrets) και άκρως εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων, μεταξύ άλλων, πληροφοριών και εγγράφων αναφορικά με το πελατολόγιο των εναγόντων, τους προμηθευτές τους, τα στοιχεία επικοινωνίας των πελατών και προμηθευτών τους, τις συνεργασίες και επαγγελματικές επαφές τους, τις συμφωνίες διανομής και τους όρους τους, τα οικονομικά αποτελέσματά τους, τις δοσοληψίες, τις υποθέσεις τους, όπως και στοιχεία για τους ανταγωνιστές τους. Περαιτέρω, είχε συχνή προσωπική επικοινωνία με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και «ανθρώπους κλειδιά» στους προμηθευτές και πελάτες των εναγόντων και την ευκαιρία να αναπτύξει πολύ καλές στενές διαπροσωπικές σχέσεις μαζί τους.

 

Κοινό έδαφος μεταξύ των μερών αποτελεί και η σύσταση των εναγόμενων 2 από τον εναγόμενο και τον Bilocca με αποκλειστικούς μέτοχους και διοικητικούς συμβούλους τους ίδιους, καθ’ ον χρόνο και οι δυο εργοδοτούνταν από τους ενάγοντες.

 

Απ’ εκεί και πέρα από σωρεία στοιχείων μαρτυρίας που έχουν τεθεί ενώπιόν μου προκύπτει ότι ο εναγόμενος σε συνεργασία με το Bilocca συνέστησαν τους εναγόμενους 2, που αποτελούν σαφώς ανταγωνιστική εταιρεία έναντι των εναγόντων, έχοντας υπόψη τη φύση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και των δυο αυτών εταιρειών, με σκοπό, όχι απλώς να ανταγωνιστούν τους ενάγοντες στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες μέσω των εναγόμενων 2, αλλά, τουλάχιστον στην περίπτωση της Surveal, να τους υποκαταστήσουν, κάτι που έγινε, καθώς η εν λόγω εταιρεία διέκοψε τη συνεργασία της με τους ενάγοντες, καθ’ ον χρόνο ο εναγόμενος και ο Bilocca εργοδοτούνταν ακόμη από τους ενάγοντες, μετά που οι δυο πρώτοι συνέστησαν τους εναγόμενους 2 και προτού ο πρώτος απολυθεί από τους ενάγοντες και ο δεύτερος, τους υποβάλει την παραίτησή του.    

 

Η Surveal, βελγική εταιρεία, κατά τους ενάγοντες, ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς πελάτες τους με τους οποίους είχαν συνάψει συμφωνίες διανομής, ημερομηνίας 1/1/2021, για τη διανομή των προϊόντων τους από τους ίδιους, τόσο στην Κύπρο όσο και στη Μάλτα. Η εν λόγω συνεργασία αντιπροσώπευε περίπου το 35% της δραστηριότητας και των πηγών εσόδων των εναγόντων στη συγκεκριμένη χώρα.

 

Από τα παραπάνω στοιχεία μαρτυρίας - χωρίς να χρειάζεται να αναφερθώ και σε διάφορα άλλα - διαφαίνεται η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής, καταρχάς, για παράβαση σύμβασης κι έπειτα για παράβαση καθηκόντων εμπιστοσύνης, πίστης και εμπιστευτικότητας.

 

Για σκοπούς στοιχειοθέτησης του τελευταίου συμπεράσματός μου παραπέμπω στο εκτενές απόσπασμα που ακολουθεί από την εντελώς πρόσφατη υπόθεση Λ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά. ν. GEORGE PAMBORIDIS LLC, Πολ. Έφ. Αρ. E190/2021, ημερ. 10 Απριλίου, 2024:

 

«Ασχέτως της μη ύπαρξης γραπτής σύμβασης εργοδότησης μεταξύ εφεσίβλητης και εφεσείουσας 2, στη μεταξύ τους σχέση εργοδότησης και ως εκ της θέσεως της εφεσείουσας 2, υπήρχε εξυπακουόμενο καθήκον πίστης (fidelity), εμπιστευτικότητας (fiduciary duty) και εμπιστοσύνης (confidentiality)- βλ. Bent Brewery Co. Ltd v. Hogan [1945] 2 All ER 570. Αυτό το καθήκον γενικά, εμποδίζει τον εργαζόμενο από το να αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που περιήλθαν στη γνώση ή αντίληψη του στην πορεία της εργοδότησης του. Οι πληροφορίες αυτές, διαρκούσης της εργοδότησης δεν δύναται να αποκαλυφθούν σε τρίτα πρόσωπα. Υπό ευρύτερη έννοια, τα στοιχεία πελάτων και συνεργατών, μεταξύ των οποίων και οι ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις, είναι πληροφορίες που κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται στη γνώση/αντίληψη του εργαζόμενου στην πορεία της εργοδότησης του. Δεν νομίζουμε να έχει σημασία επί του προκειμένου, αν τα στοιχεία αυτά είναι αποθηκευμένα στο σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή, σε κάποιο εξωτερικό δίσκο, χειρόγραφα σημειωμένα σε χαρτί, σε κάποια εφαρμογή στο κινητό τηλέφωνο ή ακόμα αν είναι διασκορπισμένα σε διάφορες σημειώσεις και δεδομένα που κατέχει ο πρώην εργαζόμενος.

 

Μετά τη λήξη της εργοδότησης, το εξυπακουόμενο καθήκον πίστης, εμπιστοσύνης και εμπιστευτικότητας συνήθως παύουν να ισχύουν. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου ένας πρώην εργαζόμενος μπορεί μετά τη λήξη της εργοδότησης να παρεμποδιστεί με διάταγμα από το να προσποριστεί, εκμεταλλευτεί και/ή ωφεληθεί από παραβίαση του εξυπακουόμενου καθήκοντος που υπήρχε διαρκούσης της εργοδότησης. Τούτο, για να αφαιρεθεί από τον πρώην εργαζόμενο το όποιο αθέμιτο πλεονέκτημα. Τέτοια διατάγματα, μολονότι εφαρμόζονται [και] οι συνήθεις αρχές έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, όπως πολύ ορθά επισημαίνουν οι συνήγοροι των εφεσειουσών, είναι γνωστά ως «Springboard Injunctions».

 

Στη θεμελιακή επί του θέματος υπόθεση QBE Management Services (UK) Ltd v Dymoke [2012] EWHC 80 (QB) λέχθηκαν τα εξής:

 

"240 First, where a person has obtained a 'head start' as a result of unlawful acts, the Court has the power to grant an injunction which restrains the wrongdoer, so as to deprive him of the fruits of his unlawful acts. This is often known as 'springboard' relief.

 

241 Second, the purpose of a 'springboard' order as Nourse L.J. explained in Roger Bullivant v Ellis [1987] ICR 464 is "to prevent the defendants from taking unfair advantage of the springboard which [the Judge] considered they must have built up by their misuse of the information in the card index" (at page 476G). May L.J. added that an injunction could be granted depriving defendants of the springboard "which ex hypothesis they had unlawfully acquired for themselves by the use of the plaintiffs 'customers' names in breach of the duty of fidelity" (at 478E-G). The Court of Appeal upheld Falconer J.'s decision restraining an employee who had taken away a customer card index from entering into any contracts made with customers.

 

242 Third, 'springboard' relief is not confined to cases of breach of confidence. It can be granted in relation to breaches of contractual and fiduciary duties (see Midas IT Services v Opus Portfolio Ltd., unreported Ch.D, Blackburne J. 21/12/99, pp. 18-19), and flows from a wider principle that the court may grant an injunction to deprive a wrongdoer of the unlawful advantage derived from his wrongdoing. As Openshaw J. explained in UBS v Vestra Wealth at paragraphs [3] and [4]:

 

"There is some discussion in the authorities as to whether springboard relief is limited to cases where there is a misuse of confidential information. Such a limitation was expressly rejected in Midas IT Services v Opus Portfolio Ltd, an unreported decision of Blackburne J made on 21 December 1999, although it seems to have been accepted by Scott J in Balston Ltd v Headline Filters Ltd [1987] FSR 330 at 340. In the 20 years which have passed since that case, it seems to me that the law has developed; and I see no reason in principle by which it should be so limited.

 

In my judgment, springboard relief is not confined to cases where former employees threaten to abuse confidential information acquired during the currency of their employment. It is available to prevent any future or further economic loss to a previous employer caused by former staff members taking an unfair advantage, and 'unfair start', of any serious breaches of their contract of employment (or if they are acting in concert with others, of any breach by any of those others). That unfair advantage must still exist at the time that the injunction is sought, and it must be shown that it would continue unless retrained. I accept that injunctions are to protect against and to prevent future and further losses and must not be used merely to punish breaches of contract."

 

243 Fourth, 'springboard' relief must, however, be sought and obtained at a time when any unlawful advantage is still being enjoyed by the wrongdoer: Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 WLR 840 Nicholls V-C; see also Sun Valley Foods Ltd v. Vincent [2000] FSR 825 esp at 834.

 

244 Fifth, 'springboard' relief should have the aim "simply of restoring the parties to the competitive position they each set out to occupy and would have occupied but for the defendant's misconduct" (per Sir David Nicholls VC Universal Thermosensors v. Hibben [1992] 1 WLR 840 at [855A]). It is not fair and just if it has a much more far-reaching effect than this, such as driving the defendant out of business [855A],

 

245 Sixth, 'springboard' relief will not be granted where a monetary award would have provided an adequate remedy to the Claimant for the wrong done to it (Universal Thermosensors v. Hibben [1992] I WLR 840 at [855B]).

 

246 Seventh, 'springboard' relief is not intended to punish the Defendant for wrongdoing. It is merely to provide fair and just protection for unlawful harm on an interim basis. What is fair and just in any particular circumstances will be measured by (i) the effect of the unlawful acts upon the Claimant; and (ii) the extent to which the Defendant has gained an illegitimate competitive advantage (see Sectrack NV. v. (1) Satamatics Ltd (2) Jan Leemans [20071 EWHC 3003 Flaux J.). The seriousness or egregiousness of the particular breach has no bearing on the period for which the injunction should be granted. In this regard, it is worth bearing in mind what Flaux J, said at paragraph [68]:

247 Eighth, the burden is on the Claimant to spell out the precise nature and period of the competitive advantage. An 'ephemeral' and 'short term' advantage will not be sufficient

(per Jonathan Parker J. in Sun Valley Foods Ltd v. Vincent [2000] FSR 825 esp at 834).»

 

Πιο πρόσφατα στην υπόθεση Forse and others v. Secarma Ltd and others [2019] All ER (D) 156 (Mar) αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«59. Since a springboard injunction should never last longer than is reasonable to remove the unfair advantage secured by the defendant, a judge granting an interim injunction must always do their best to estimate what is the length of the reasonable period. If it is shorter than the period before the trial will commence (the date of which should always be ascertained), they should specify the period and relief will be limited accordingly. If it is at least as long as the period prior to commencement of the trial, it will not normally be necessary to say more than that. In any case, the judge must always state the grounds for their conclusion. They should avoid being too prescriptive because the evidence will be incomplete and untested at the interim stage and, as the present case shows, it may prove to be incorrect and even knowingly false.

 

60. As for the length of the period necessary to remove the unfair advantage, it will all depend on the nature of the advantage and how it can reasonably be expected to be removed, bearing in mind that the object is not to punish the defendant but to correct the wrong to the claimant…»

 

(η υπογράμμιση είναι δική μας).

  

Από την πιο πάνω νομολογία και τις τεθείσες αρχές είναι προφανές πως σε περίπτωση εμπιστευτικών πληροφοριών, μολονότι είναι δυνατό να τύχουν προστασίας και μετά τη λήξη της εργοδότησης με την έκδοση σχετικού διατάγματος, θα πρέπει να υπάρχει χρονικό ορόσημο, το οποίο να καθορίζεται από το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης. Πέραν της τεθείσας μαρτυρίας, στα γεγονότα συγκαταλέγεται σαφώς και το εν γένει (generic) επάγγελμα του πρώην εργαζόμενου σε συνάφεια με τυχόν περιορισμό στην άσκηση του που ενδεχομένως θα επέλθει με την έκδοση του διατάγματος.»

 

Πολλώ μάλλον, που στην προκειμένη περίπτωση, η γραπτή σύμβαση εργοδότησης του εναγόμενου στους ενάγοντες περιλαμβάνει και τον όρο 7, ο οποίος διαλαμβάνει ότι ακόμη και μετά τον τερματισμό της σύμβασης, ο εναγόμενος δεν θα αποκάλυπτε μα ούτε και θα χρησιμοποιούσε για δικούς του σκοπούς, οποιοδήποτε επαγγελματικό μυστικό ή επαγγελματική πρακτική ή εμπιστευτική πληροφορία που αφορά τις εργασίες κ.ο.κ. των εναγόντων, καθώς και τον όρο 8, με τον οποίο ο εναγόμενος συμφώνησε ότι για περίοδο 2 ετών μετά τον τερματισμό των υπηρεσιών του στους ενάγοντες, ουσιαστικά δε θα επιδίωκε να αλιεύσει πελάτες τους και να λειτουργήσει ανταγωνιστικά έναντί τους, κάτι που από τη μαρτυρία που έχουν θέσει ενώπιόν μου οι ενάγοντες, αυτός και ο Bilocca είχαν κάνει καθ’ ον  χρόνο και οι  δυο εργοδοτούνταν ακόμη από τους ενάγοντες.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ.

 

Και η τρίτη ουσιαστική προϋπόθεση για έκδοση - και σ’ αυτό το στάδιο, οριστικοποίηση - των επίμαχων διαταγμάτων έχει αποδειχθεί. Προς τούτο παραπέμπω στους ακόλουθους ισχυρισμούς του Χριστοδουλίδη, οι οποίοι περιέχονται στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την αίτηση η οποία οδήγησε στην έκδοση των επίμαχων διαταγμάτων:

 

Φαίνεται ότι ο εναγόμενος, κατά παράβαση των όρων της σύμβασης εργασίας, αλλά και των καθηκόντων πίστης, εμπιστευτικότητας και εμπιστοσύνης και καθηκόντων που προκύπτουν από το Νόμο 164(Ι)/2020 που είχε προς τους ενάγοντες, λόγω και της υψηλής θέσης που κατείχε σ’ αυτούς, ενέργησε συγκαλυμμένα κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του, συστήνοντας και προωθώντας την ανταγωνιστική εταιρεία, προσωπικών του συμφερόντων, δηλαδή τους εναγόμενους 2, χρησιμοποιώντας εμπιστευτικές πληροφορίες που απέκτησε, δηλαδή, όλες τις εμπιστευτικές πληροφορίες, στοιχεία και επαφές σε σχέση με τη Surveal και τη Charles de Giorgio Ltd. Λόγω της συμπεριφοράς του, οι ενάγοντες υπέστηκαν εκτεταμένες ζημιές, τόσο οικονομικά όσο και στη φήμη τους, ως εταιρεία στον κλάδο της.

 

Από τα πιο πάνω γεγονότα δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι έχει πάρει πλέον ένα προβάδισμα ή αθέμιτο πλεονέκτημα (head start) σε βάρος των εναγόντων. Έχει ήδη χρησιμοποιήσει εμπιστευτικές πληροφορίες και εμπορικά μυστικά ή απόρρητα των εναγόντων προς δικό του όφελος με αποτέλεσμα να πείσει τη Surveal να τερματίσει τη συνεργασία της με τους ενάγοντες και να συνεργαστεί με τον ίδιο μέσω των εναγόμενων 2. Είναι ξεκάθαρο ότι συνεχίζει να κινείται σε ευθέως ανταγωνιστικό πεδίο κατά παράβαση των όρων της σύμβασης εργασίας και των καθηκόντων πίστης, εμπιστευτικότητας και εμπιστοσύνης που είχε προς τους ενάγοντες, λόγω και της υψηλής θέσης που κατείχε σ’ αυτούς, με ορατό κίνδυνο να πληγεί ακόμη περισσότερο η φήμη και ο κύκλος εργασιών των εναγόντων, απομονώνοντας τους από επαγγελματικές επαφές και πελάτες και προκαλώντας ζημιά που θα είναι αδύνατο να αποτιμηθεί σε κατοπινό στάδιο.

 

Από τα πιο πάνω που ισχυρίζεται ο Χριστοδουλίδης είναι φανερό, ότι το όλο θέμα δεν αποτελεί απλώς θέμα υπολογισμού των ζημιών που υπέστησαν μέχρι σήμερα οι ενάγοντες, από τη διακοπή της συνεργασίας τους με τη Surveal, αλλά και αυτών που θα προκύψουν στους ενάγοντες, σε περίπτωση που οι εναγόμενοι αφεθούν να κάνουν και με άλλους πελάτες τους, είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό, ό,τι έκαναν και με τη Surveal. Και υπάρχει τέτοια δυνατότητα, ιδίως, λόγω της πολύ σημαντικής και άκρως νευραλγικής θέσης που κατείχε ο εναγόμενος στους ενάγοντες κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του σ’ αυτούς και των πολύ σημαντικών πλεονεκτημάτων και δυνατοτήτων που απέκτησε συνεπεία του γεγονότος αυτού. Ούτε και είναι ορθό, οι εναγόμενοι να αφεθούν να ανταγωνίζονται αθέμιτα τους ενάγοντες στις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους, προς βλάβη των οικονομικών τους συμφερόντων με προοπτική ότι για την όποια ζημιά υποστούν, μπορούν να αποζημιωθούν σε κατοπινό στάδιο. Η οποία (ζημιά), εν πάση περιπτώσει, ούτε να προϋπολογιστεί είναι δυνατό μα ούτε και να προβλεφθεί κατά πόσο οι εναγόμενοι όταν προκύψει τέτοια ζημιά, θα είναι σε θέση να αποζημιώσουν τους ενάγοντες. Σχετική είναι η απόφαση στην υπόθεση Καρυδάς Ταξί Co Ltd ν. Κωμοδίκη (1975) 1 Α.Α.Δ. 321, στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των εναγόμενων. Καθόλα σχετικό είναι και το απόσπασμα που ακολουθεί από την εντελώς πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση ΑΜΕRICAN UNIVERSITY OF CYPRUS (AUCY) LTD κ.ά. v. SCFB LTD, Πολ. Έφ. Αρ. Ε6/2022, ημερ. 4/3/2025:

 

«Πέραν της Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245, στην οποία κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στο σύγγραμμα Διατάγματα, Injunctions (ανωτέρω), σελ. 131-141, όπου αναφέρεται ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία. Η τρίτη προϋπόθεση δεν έχει σχέση με τις επιπτώσεις που ενδεχομένως να προκύψουν στους διαδίκους από την έκδοση ή μη του διατάγματος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη σε άλλο στάδιο, όπου το Δικαστήριο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αν θα εκδώσει ή όχι το διάταγμα. Όπου η ζημιά ή η βλάβη συνεχίζει και η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν αναμένεται να είναι ικανή να αποζημιώσει τον αιτούντα, ή όπου υπάρχει αδυναμία στον καθορισμό έκτασης της ζημιάς, θεωρούνται περιστάσεις που σύμφωνα με τη νομολογία, λαμβάνονται υπόψη και συνηγορούν υπέρ της ικανοποίησης της τρίτης προϋπόθεσης».

 

Τα παραπάνω αποτελούν και το λόγο για τον οποίο θεωρώ ότι και το ισοζύγιο της ευχέρειας συνηγορεί υπέρ της οριστικοποίησης των εν λόγω διαταγμάτων (βλ. τις Bacardi & Co Ltd (ανωτέρω) και ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ν. ΣΟΥΛΗ, Πολ. ΄Εφ. Αρ. Ε75/2015, ημερ. 7/12/2018, ECLI:CY:AD:2018:A530). Ωστόσο, προτού συμβεί αυτό θα ασχοληθώ με το θέμα της διάρκειας ισχύος των εν λόγω διαταγμάτων.

 

Καθόλα σχετικά με το θέμα, είναι τα ακόλουθα από την ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ (ανωτέρω):

 

«Η εφεσίβλητη δια των ευπαίδευτων συνηγόρων της εισηγείται ότι οι πιο πάνω αρχές και ειδικά ο χρονικός περιορισμός, δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην υπόθεση αυτή, καθ’ ότι η περίπτωση δεν αφορά απλά εμπιστευτικές πληροφορίες, αλλά εμπορικά μυστικά (trade secrets). Είναι γεγονός ότι σε περίπτωση υποκλοπής ή αθέμιτης χρήσης εμπορικών μυστικών δεν τίθεται θέμα χρονικού περιορισμού. Το ερώτημα όμως είναι αν όντως η περίπτωση αφορά εμπορικά μυστικά.

 

 Για σκοπούς και μόνον απλής καθοδηγητικής στάθμισης, παρατηρούμε ότι στο άρθρο 2 του αγγλικού νομοθετήματος, National Security Act 2023 αναφέρονται σχετικά τα εξής:

 

«A ‘trade secret’ means any information, document or other article which (1) is not generally known by, or available to, persons with knowledge of or expertise in the field to which it relates, (2) has actual or potential industrial, economic or commercial value which would be, or could reasonably be expected to de, adversely affected if it became generally known by, or available to, such persons, and (3) could reasonably be expected to be subject to measures to prevent it becoming generally known by, or available to, such persons (whether or not it is actually subject to such measures).»

 

Στην υπόθεση Faccenda Chicken Ltd v Fowler  and others; Fowler v Faccenda Chicken Ltd [1986] 1 All ER 617, χωρίς να δοθεί απόλυτη απάντηση, οροθετήθηκαν παράμετροι προς εξέταση για σκοπούς καθοδήγησης στο αν η περίπτωση αφορά εμπιστευτικές πληροφορίες ή εμπορικά μυστικά. Συγκεκριμένα τέθηκαν τα ακόλουθα δεδομένα αποτίμηση:

 

the nature of the employment—for example, where an employee regularly and knowingly handles highly confidential information, that information may more readily be classed as a trade secret than where an employee only rarely handles such information. Seniority may also play a part; in Lancashire Fires it was held ‘the nearer an employee is to the inner counsels of the employer, the more likely he is to gain access to truly confidential information’

the nature of the information—some information will clearly amount to a trade secret, such as a secret formula for a product, but other information, such as a manufacturing process or a customer list the detail of which is only known to a few individuals, may be sufficiently confidential to amount to a trade secret. This will be very fact-sensitive. Experimental results, particularly of products in development, have been found to have satisfied this test

how the employer treats the information—if the employer limits the number of employees who have access to certain information and impresses upon them that it is highly confidential, this may indicate a sufficient degree of confidentiality to amount to a trade secret; see Lancashire Fires where the Court of Appeal indicated that a smaller, less sophisticated employer may not have to show the same ‘business discipline’ in this respect as a larger and more bureaucratic concern

the separability of the information—if the information in question is not readily separable from other information that is not highly confidential, then this may indicate that the information in question is not really a trade secret. In particular, the court will look at whether the information can be separated from the employee’s own general skill and knowledge—see the objective/subjective test referred to below. This is also important because from a practical perspective the court will not issue an injunction restraining the use of confidential information generally but will instead require it to be precisely defined

 

Το αγγλικό Εφετείο (Court of Appeal), υπέδειξε πάντως ότι η κατηγορία των εμπορικών μυστικών (trade secrets) θα πρέπει να καθορίζεται στενά και τα δικαστήρια δεν θα πρέπει με δεξιοτεχνία (astute) να ιχνηλατούν εμπορικά μυστικά, φυλαγμένα (tucked away) σε πλατιές αδικαιολόγητες απαιτήσεις.

 

Τέλος, στη Lansing Linde Ltd v Kerr [1991] 1 All ER 418, σημειώθηκε ότι,

 

 

«a trade secret is information which, if disclosed to a competitor, would be liable to cause real (or significant) harm to the owner of the secret. I would add first, that it must be information used in a trade or business, and secondly that the owner must limit the dissemination of it or at least not encourage or permit widespread publication... It can thus include not only secret formulae for the manufacture of products but also, in an appropriate case, the names of customers and the goods which they buy. But some may say that not all such information is a trade secret in ordinary parlance. If that view be adopted, the class of information which can justify a restriction is wider, and extends to some confidential information which would not ordinarily be called a trade secret.»

 

 Η πλευρά της εφεσίβλητης, αναλογιζόμενη τη σημασία της παραμέτρου, σε μια προσπάθεια να αναδείξει το εύρος και ύψος του καθήκοντος πίστης, εμπιστοσύνης και εμπιστευτικότητας, ώστε οι επίμαχες πληροφορίες να λογισθούν ως εμπορικό μυστικό και κατ’ επέκταση απεριόριστης προστασίας, επικαλέστηκε την υψηλή θέση που κατείχε η εφεσείουσα 2 στην εφεσίβλητη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εφεσείουσα 2 κατείχε υπεύθυνη θέση στην εφεσίβλητη. Προσλήφθηκε ως δικηγόρος – θέση που από μόνη της προϋποθέτει εξειδικευμένη γνώση και υπευθυνότητα - και από το 2014 και εντεύθεν κατείχε τη θέση διευθύνουσας συνεταίρου της εφεσίβλητης. Μέχρι εκεί όμως. Από την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν προκύπτει να βρισκόταν στον πυρήνα της εφεσίβλητης, ώστε να μπορούσε να θεωρηθεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Η προνομιούχα μετοχή τάξεως Α που κατείχε, ως η ίδια η εφεσίβλητη ισχυρίζεται, δεν της παρείχε οποιοδήποτε δικαίωμα στα περιουσιακά στοιχεία της εφεσίβλητης, ούτε και δικαίωμα μερίσματος. Το ότι ήταν διευθύντρια στην εφεσίβλητη και σε κάποιες άλλες εταιρείες, ομοίως δεν της προσέδιδε υψηλή εξουσία, γεγονός που καταδεικνύεται από τη μετέπειτα παύση της. Το πλέον όμως ενδεικτικό στοιχείο πως δεν βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της εφεσίβλητης, είναι ο τρόπος με τον οποίο προαναγγέλθηκε η απόλυση της και μάλιστα με άμεση ισχύ, ήτοι με ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο (τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση ημερ.19.8.2020).

 

Κοντολογίς, δεν θεωρούμε ότι εκ της θέσεως της εφεσείουσας 2 και μόνον, προσδίδεται στα επίμαχα στοιχεία πελατών και συνεργατών – που κατ’ ουσία ήταν απλά οι ηλεκτρονικές τους διευθύνσεις - αξία τέτοια ώστε να λογίζονται, υπό τις περιστάσεις, ως εμπορικά μυστικά (trade secrets). Αναμφίβολα αποτελούσαν εμπιστευτικές πληροφορίες που προφανώς περιήλθαν στην αντίληψη/γνώση της εφεσείουσας 2 στην πορεία της εργοδότησης της. Οι όποιοι πελάτες όμως, ακόμα και αυτοί που είναι συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών καθορισμένης διάρκειας (Retainers), δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται ως εσαεί «κτήμα» του δικηγορικού γραφείου με το οποίο συνεργάζονται, ώστε να μπορεί, σε τρίτους, να απαγορευθεί στο διηνεκές η επαφή ή σχέση μαζί τους. Εξάλλου, δεν είναι ασύνηθες φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επιζητούν νομικές υπηρεσίες να απευθύνονται και να συνεργάζονται με περισσότερα από ένα δικηγορικά γραφεία. Πόσο μάλλον, συνεργάτες πελατών ή διεθνή δίκτυα δικηγορικών οίκων.

 

Σημειώνουμε ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικού Δικαστηρίου που να καταδεικνύει, με βαθμό σαφήνειας τουλάχιστον, ότι υπήρξε πράγματι παραβίαση ή μη εξουσιοδοτημένη πρόσβαση στα αρχεία πελατών από μέρους της εφεσείουσας 2. Ούτε ότι η εφεσείουσα 2, καταχράστηκε, οικειοποιήθηκε ή διέρρευσε οποιαδήποτε ευαίσθητα ή προσωπικά στοιχεία πελατών ή υποθέσεων.

 

……

 

 Πέραν των πιο πάνω, προσμετρήσιμο στοιχείο θα έπρεπε να αποτελέσει και το εν γένει (generic) επάγγελμα των εφεσειουσών, σε συνάρτηση με τη δυστοκία και περιορισμό στην ελεύθερη εξάσκηση του που ενδεχομένως θα είχε η παρατεταμένη ισχύς των διαταγμάτων.

 

 Αν γινόταν η πιο πάνω διεργασία, φρονούμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα στοιχεία, υπό τις περιστάσεις, είναι εμπιστευτικές πληροφορίες και όχι εμπορικά μυστικά (trade secrets). Η διεργασία αυτή θα οδηγούσε σε αποκλεισμό του ενδεχομένου οριστικοποίησης των διαταγμάτων, χωρίς πρώτα τον χρονικό περιορισμό της ισχύος των διαταγμάτων. Λόγω του αθέμιτου πλεονεκτήματος που ενδεχομένως θα αποκτούσε η εφεσείουσα 2 ως εκ της χρήσης των εμπιστευτικών πληροφοριών, αλλά και του γεγονότος ότι πελάτες προς τους οποίους απευθύνθηκε ήταν συμβεβλημένοι με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με την εφεσίβλητη, τα διατάγματα φρονούμε, υπό τις περιστάσεις, θα μπορούσαν να παραμείνουν σε ισχύ μέχρι και για 12 μήνες.

 

 Σε καμία περίπτωση όμως δεν δικαιολογείται η συνέχιση της ισχύος τους (ούτε και εξυπηρετούν πλέον οποιοδήποτε σκοπό), σήμερα, τριάμισι και πλέον χρόνια μετά την αρχική έκδοση τους και μάλιστα με ακαθόριστο τέλος, αφού η ισχύς τους συναρτάται με ένα απροσδιόριστο χρονικά γεγονός, ήτοι την τελική εκδίκαση της αγωγής.»

 

Με υπαγωγή των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης στις παραπάνω αρχές - τηρουμένων βέβαια των αναγκαίων αναλογιών -, παρατηρώ τα εξής:

 

Το τι προκύπτει από τη μαρτυρία είναι ότι και οι δυο εναγόμενοι και ειδικά ο εναγόμενος προκειμένου να καταστεί δυνατή η διακοπή της συνεργασίας των εναγόντων με την εταιρεία Surveal και η έναρξη συνεργασίας της εν λόγω εταιρείας με τους εναγόμενους 2, που είναι εταιρεία συμφερόντων του εναγόμενου και του επίσης πρώην υπαλλήλου των εναγόντων, Bilocca, έκανε χρήση εμπιστευτικών πληροφοριών τις οποίες είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του στους ενάγοντες και όχι εμπορικά μυστικά (trade secrets). Με αυτό δεδομένο και τα δυο διατάγματα, ενώ θα οριστικοποιηθούν, προηγουμένως θα πρέπει περιοριστούν ως προς τη χρονική διάρκεια της ισχύος τους.

 

Και τα δυο εκδόθηκαν στις 5/11/2024. Για το πρώτο τέθηκε εξ αρχής χρονικός περιορισμός καθώς ισχύει μέχρι τις 30/1/2026 και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου. Για το δεύτερο, ουσιαστικά δεν έχει τεθεί χρονικός περιορισμός, καθώς ισχύει μέχρι την τελική εκδίκαση της απαίτησης και/ή μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Σταθμίζοντας και συνυπολογίζοντας κάθε σχετικό παράγοντα και στοιχείο συναφώς με το θέμα, φρονώ ότι η ισχύς και των δυο διαταγμάτων για διάστημα 15 περίπου  μηνών από την έκδοσή τους, εξυπηρετεί από κάθε άποψη οτιδήποτε στο οποίο αποβλέπει η έκδοσή τους.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση επιτυγχάνει.

 

Τα διατάγματα, ημερομηνίας 5/11/2024 καθίστανται οριστικά. Και τα δυο, με ισχύ, μέχρι τις 30/1/2026.

 

Αναφορικά με τα έξοδα της αίτησης, για τα οποία υπάρχει προσυμφωνία μεταξύ των μερών, τόσο για το ενδεχομένου επιτυχίας της αίτησης όσο και για το ενδεχόμενο απόρριψής της, θεωρώ πως δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για να παρέμβω στην εν λόγω συμφωνία.

 

 

Με αυτό δεδομένο, τα έξοδα της αίτησης, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των €5.000, πλέον Φ.Π.Α. και €947, πραγματικά έξοδα, επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και σε βάρος των εναγόμενων 1 και 2.

 

 

 

 

                                                                  (Υπ.) …..……..…………………

                                                                                 Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

/ΚΚ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο