
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 633/2024 (IJ)
Μεταξύ:
Διαχειριστική Επιτροπή της Πολυκατοικίας με την Ονομασία Mairoza Court 1
Ενάγουσας,
ν.
SOLFO PROPERTY LIMITED
Εναγόμενης.
Αίτηση (εκκρεμούσα διαδικασία) ημερομηνίας 17/9/24
Ημερομηνία: 7 Ιουλίου, 2025
Για την Εναγόμενη / Αιτήτρια: κα Ηροδότου για Α.Καριτζής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για την Ενάγουσα / Καθ’ης η Αίτηση: κα Δημητρίου για Giorgos Landas LLC
ΑΠΟΦΑΣΗ
I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Με την παρούσα Αίτηση, η Εναγόμενη / Αιτήτρια (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Εναγόμενη») ζητεί διατάγματα με τα οποία α) να παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται η επίδοση του Έντυπου Απαίτησης και Έκθεσης Απαίτησης, β) να διαγράφεται και/ή παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται και/η απορρίπτεται το Έντυπο Απαίτησης και/ή Έκθεση Απαίτησης και γ) να εκδίδεται συνοπτική απόφαση προς απόρριψη και/ή παραμερισμό και/ή διαγραφή της απαίτησης της Ενάγουσας / Καθ’ης η Αίτηση (στο εξής η «Ενάγουσα»).
II. Η ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
2. Μέσω του έντυπου απαίτησης της, η Ενάγουσα ως η κατ’ισχυρισμόν νόμιμη και εκλελεγμένη Διαχειριστική Επιτροπή κοινόκτητης οικοδομής (στο εξής η «Επίδικη Πολυκατοικία»), η οποία περιλαμβάνει ακίνητο ιδιοκτησίας της Εναγόμενης (στο εξής η «Επίδικη Μονάδα»), διεκδικεί από την τελευταία, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) ποσό ύψους €696,52 ως η συμμετοχή και/ή συνεισφορά της Εναγόμενης στα έξοδα συντήρησης, επιδιόρθωσης, αποκατάστασης και διαχείρισης της επίδικης πολυκατοικίας (στο εξής τα «Κοινόχρηστα») για την περίοδο 1/6/23 εώς 1/5/24 (στο εξής η «Επίδικη Περίοδος και β) ποσό ύψους €40,30 μηνιαίως ως προϋπολογισθέντα κοινόχρηστα από 1/6/24 μέχρι την έκδοση απόφασης.
3. Στην έκθεση απαίτησης που συνοδεύει το Έντυπο Απαίτησης της Ενάγουσας, προβάλλονται ισχυρισμοί, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τα ακόλουθα: α) την ιδιότητα της Ενάγουσας και την εκλογή της από την Γενική Συνέλευση των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων της επίδικης πολυκατοικίας, β) την ιδιότητα της Εναγόμενης, ως εταιρεία και ως ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούμενη σε εγγραφή της επίδικης μονάδας η οποία αποτελεί μέρος της επίδικης πολυκατοικίας, γ) ότι κατά την επίδικη περίοδο, η αναλογία της Εναγόμενης στα κοινόχρηστα για την επίδικη μονάδα σύμφωνα με τον Νόμο και Πρότυπους Κανονισμούς και/ή την Γενική Συμφωνία ανέρχετο σε ποσό ύψους €696,52, δ) ότι από 1/6/24 η αναλογία της Εναγόμενης στα κοινόχρηστα για την επίδικη μονάδα σύμφωνα με τον Νόμο και Πρότυπους Κανονισμούς και/ή την Γενική Συμφωνία, ανέρχεται στο ποσό των €40,30 μηνιαίως, ε) ότι η Εναγόμενη κλήθηκε από πλευράς της Ενάγουσας να καταβάλει τα αξιούμενα με την παρούσα αγωγή ποσά, πριν την καταχώρηση της, η οποία όμως δεν το έπραξε, και στ) ότι η Ενάγουσα έχει καταβάλει ποσά εκ μέρους και/ή προς όφελος της Εναγόμενης, η οποία έχει πλουτίσει αδικαιολόγητα, και η Ενάγουσα δικαιούται να αποζημιωθεί και/ή αποκατασταθεί.
III. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ
ΑΙΤΗΣΗ
4. Η Αίτηση υποστηρίζεται από πολυσέλιδη Ένορκη Δήλωση (στο εξής η «ΕΔ-ΝΜ») στην οποία επισυνάπτεται σωρεία (24) Τεκμηρίων. Ο ενόρκως δηλών στην ΕΔ-ΝΜ, αναφέρει ότι είναι εκπρόσωπος, υπάλληλος και πληρεξούσιος της Εναγόμενης. Αναγνωρίζει ότι η Εναγόμενη είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της επίδικης μονάδας και ότι η τελευταία αποτελεί μέρος της επίδικης πολυκατοικίας. Με βάση τα όσα παραθέτει, η Εναγόμενη αμφισβητεί την ιδιότητα της Ενάγουσας, ως νομότυπα συσταθείσας Διαχειριστικής Επιτροπής για την επίδικη πολυκατοικία, εν όψει του ότι η τελευταία ουδέποτε ενεγράφη ως κοινόκτητη οικοδομή στο αρμόδιο κτηματικό μητρώο και ο ενόρκως δηλούντας προβαίνει σε παράθεση του ιστορικού και των γεγονότων γεγονότα που, σύμφωνα με τον ίδιο, οδήγησαν στην εν λόγω διαπίστωση από πλευράς της Εναγόμενης. Ως εκ τούτου, η Εναγόμενη θεωρεί ότι η Ενάγουσα αποτελεί ανύπαρκτο πρόσωπο το οποίο κατά συνέπεια δεν δύναται να διεκδικεί ή εισπράττει ποσά από την Εναγόμενη και στερείται της ικανότητας να λαμβάνει δικαστικά μέτρα εναντίον της. Επιπρόσθετα, ο ομνύον αναφέρει ότι η Εναγόμενη έχει προβεί η ίδια στην απαραίτητη αίτηση για εγγραφή της επίδικης πολυκατοικίας ως κοινόκτητης στο αρμόδιο κτηματικό μητρώο.
ΕΝΣΤΑΣΗ
5. Η Ενάγουσα καταχώρησε ένσταση, μέσω της οποίας προβάλλει διάφορους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει η αίτηση της Εναγόμενης να επιτύχει και τους οποίους παραθέτω συνοπτικά ως εξής: 1. Η Αίτηση είναι καταχρηστική της διαδικασίας και αποσκοπεί στην καθυστέρηση της, 2. Δεν καταδεικνύεται ότι η αγωγή της Ενάγουσας στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή οτιδήποτε που να δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, 3. Η Έκθεση Απαίτησης παρουσιάζει ικανοποιητικά και/ή επαρκή γεγονότα που καταδεικνύουν καλή βάση αγωγής εναντίον της Εναγόμενης, 4. Τα θέματα που εγείρονται είναι άσχετα με την Ενάγουσα και τις αξιώσεις της, 5. Η αίτηση είναι νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, 6. Η ΕΔ-ΝΜ είναι ανεπαρκής και ακαθόριστη και δεν παρέχει πραγματικό υπόβαθρο για να ασκήσει το Δικαστήριο τη Διακριτική του ευχέρεια προς έγκριση της αίτησης, 7. Η Αίτηση γίνεται κακόπιστα και για αλλότριους σκοπούς, βασίζεται σε εκ των υστέρων σκέψεις και αποσκοπεί στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου 8. Η επίδοση της αγωγής είναι νομότυπη και η ακύρωση της θα προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην Ενάγουσα, και 9. Η αίτηση υποβάλλεται καθυστερημένα και χωρίς να έχει η Εναγόμενη επιφυλάξει τα δικαιώματα της κατά την παραλαβή της αγωγή.
6. Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση, εκτίθενται στην επισυνημμένη ένορκη δήλωση του προέδρου της Ενάγουσας (στο εξής η «ΕΔ-ΣΑ), στην οποία επισυνάπτονται διάφορα τεκμήρια (8), προς υποστήριξη των όσων αναφέρει. Στην ΕΔ-ΣΑ, προς υποστήριξη των λόγων ένστασης, προβάλλονται ισχυρισμοί που απαντούν στο περιεχόμενο της ΕΔ-ΝΜ και που αφορούν το νομότυπο, σύμφωνα με την Ενάγουσα, της σύστασης και λειτουργίας της.
7. Συνοπτικά, ο ομνύον αναφέρει ότι έχει διεξαχθεί αριθμός γενικών συνελεύσεων των ιδιοκτητών της επίδικης πολυκατοικίας, στις οποίες προσκλήθηκε και η Εναγόμενη αλλά ουδέποτε συμμετείχε. Αναφέρει ότι η Ενάγουσα εκλέχθηκε κατά την γενική συνέλευση ημερ.27/7/22 κατόπιν ύπαρξης σχετικής απαρτίας και έκτοτε η θητεία της ανανεώνεται ετησίως καθότι κανένας ιδιοκτήτης δεν έθεσε ζήτημα τερματισμού της θητείας της ή εξέφρασε επιθυμία να λάβει μέρος. Υπεύθυνη για την είσπραξη κοινόχρηστων οφειλών από τους ιδιοκτήτες ήταν ιδιωτική εταιρεία διαχείρισης, η οποία ενημέρωνε τους ιδιοκτήτες για τις οφειλές τους και για τον τρόπο πληρωμής αυτών. Σύμφωνα με τον ομνύοντα, η Εναγόμενη αρνείται να καταβάλει τις κοινόχρηστες οφειλές της εκδικητικά και για αλλότροιους σκοπούς και δημιουργεί συνεχώς εμπόδια και κωλύματα στην εύρυθμη και ομαλή λειτουργία της επίδικης πολυκατοικίας.
8. Σε σχέση με την μη εγγραφή της επίδικης πολυκατοικίας ως κοινόκτητης, προκύπτει ως θέση της Ενάγουσας, ότι, δεν την καθιστά ανύπαρκτη αφού τέτοια εγγραφή δεν είναι απαραίτητη σύμφωνα με τον Νόμο για την εκλογή ή τον διορισμό της, και, δεν αναιρεί την υποχρέωση της Εναγόμενης να καταβάλλει κοινόχρηστα. Ο ενόρκως δηλών αναφέρει επίσης ότι η Εναγόμενη ουδέποτε ενημέρωσε την Ενάγουσα για την πρόθεση της να υποβάλει αίτηση για εγγραφή της επίδικης πολυκατοικίας ως κοινόκτητης οικοδομής και η Εναγόμενη προχώρησε μονομερώς στην καταχώρηση της θεωρώντας ότι θα ανατρέψει την Ενάγουσα.
IV. ΑΚΡΟΑΣΗ
9. Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στην βάση της πιο πάνω αναφερόμενης γραπτής μαρτυρίας που προσάχθηκε εκατέρωθεν προς υποστήριξη της Αίτησης και Ένστασης. Οι ευπαίδευτες συνήγοροι των διαδίκων μέσω των προφορικών και γραπτών τους αγορεύσεων προέβαλαν την επιχειρηματολογία τους. Οι αγορεύσεις έχουν μελετηθεί και δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνει ειδική αναφορά σε αυτές.
10. Σημειώνεται ότι δεν έχει προωθηθεί, μέσω των αγορεύσεων της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης, ο αιτούμενος από πλευράς της παραμερισμός και/ή ακύρωση της επίδοσης του Έντυπου Απαίτησης και Έκθεσης Απαίτησης και κατά συνέπεια θεωρώ ότι το σχετικό αιτητικό έχει εγκαταλειφθεί από πλευράς της και απορρίπτεται.
11. Περαιτέρω, στο στάδιο των προφορικών αγορεύσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος της Ενάγουσας, στα πλαίσια διευκρινίσεων που ζητήθηκαν από πλευράς του Δικαστηρίου, επιβεβαίωσε ότι η επίδικη πολυκατοικία δεν έχει εγγραφεί ως κοινόκτητη οικοδομή στο αρμόδιο κτηματικό μητρώο, κάτι που εξάλλου προκύπτει ως μη αμφισβητούμενο από την ένσταση της Ενάγουσας. Κατά συνέπεια η μη εγγραφή της επίδικης πολυκατοικίας ως κοινόκτητης οικοδομής στο αρμόδιο κτηματικό μητρώο, ως παραδεκτό μεταξύ των διαδίκων γεγονός, καθίσταται εύρημα του Δικαστηρίου.
V. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
12. Η αίτηση βασίζεται, μεταξύ άλλων, επί των νέων Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής ως οι «ΝΚΠΔ») Μέρος 3.3(1) και (2), 23(4) και (5), 24(1)-(6), 32.14 και 32.15, στον Περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμο (Κεφ.224) Άρθρα 38Α-38ΚΘ και τους Πρότυπους Κανονισμούς.
13. Η Αίτηση δηλαδή στηρίζεται τόσο επί του Μέρους 3 όσο και επί του Μέρους 24 των ΝΚΠΔ. Στο σημείο αυτό, διευκρινίζεται ότι, λόγω της σχετικά πρόσφατης υιοθέτησης των ΝΚΠΔ και παρά την έρευνα που έχω διενεργήσει, δεν έχω εντοπίσει απόφαση του Εφετείου ή του Ανώτατου Δικαστηρίου όπου να τυγχάνουν ερμηνείας οι σχετικές πρόνοιες του Μέρους 3 και 24 και αναφορά πιο κάτω γίνεται κυρίως σε Αγγλικές αυθεντίες σχετικές με τις αντίστοιχες δικονομικές πρόνοιες στην Αγγλία.
14. Ανάμεσα στις εξουσίες του Δικαστηρίου να εκδίδει διατάγματα για τη συνοπτική διεκπεραίωση των ζητημάτων που δεν χρήζουν «ενδελεχούς διερεύνησης και εκδίκασης» περιλαμβάνεται και η εξουσία διαγραφής δικογράφου ή μέρους δικογράφου σύμφωνα με τον κ.3.3 των ΝΚΠΔ, καθώς και η εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης, όταν ο ενάγων ή ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους 24. Το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αυτές τις εξουσίες κατόπιν αίτησης ή αυτεπάγγελτα.
15. Υπάρχει ουσιαστική αλληλοεπικάλυψη μεταξύ του Μέρους 24 και του κ.3.3. Το πρακτικό αποτέλεσμα και των δύο διαδικασιών είναι το ίδιο (βλ. Three Rivers District Council v Bank of England [2003] 2 AC 1, [2000] 3 All ER 1 στην παρ. 92). Η ομοιότητα των δύο διαδικασιών είναι τέτοια που το Δικαστήριο μπορεί να μεταχειριστεί μια Αίτηση που γίνεται στη βάση του Μέρους 3.3 ως Αίτηση που γίνεται στη βάση του Μέρους 24 (βλ. Moroney v Anglo-European College of Chiropractice [2009] EWCA Civ 1560 και Taylor v Midland Bank Trust [1999] All ER (D) 831).
16. Σε σχέση με την εξουσία διαγραφής δικογράφου, ο κ.3.3 προνοεί τα εξής:
«3.3. Εξουσία διαγραφής δικογράφου
(1) Στον παρόντα κανονισμό και στον κανονισμό 3.4, αναφορά σε δικόγραφο περιλαμβάνει αναφορά και σε μέρος δικογράφου.
(2) Το δικαστήριο δύναται να διαγράψει δικόγραφο αν διαπιστώσει ότι:
(α) το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης·
(β) το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας· ή
(γ) υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.
(3) Όταν το δικαστήριο διαγράφει δικόγραφο, δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε παρεπόμενο διάταγμα θεωρεί κατάλληλο.
.............................................................................................................................................
(5) Η παράγραφος (2) δεν περιορίζει οποιαδήποτε άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού»
17. «Δικόγραφο», σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κ.2.3 των ΝΚΠΔ «σημαίνει οποιοδήποτε έγγραφο περιλαμβανομένων εντύπου απαίτησης, έκθεσης απαίτησης, όταν αυτή δεν περιλαμβάνεται σε έντυπο απαίτησης, υπεράσπισης, απαίτησης και ένστασης δυνάμει του Μέρους 8, απάντησης στην υπεράσπιση και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο χρησιμοποιείται στην απαίτηση ή οποιοδήποτε έγγραφο τέτοιας φύσης.....»
18. Γενικά, οι αιτήσεις για την έκδοση διατάγματος διαγραφής πρέπει να υποβάλλονται κατά τo στάδιο της προδικασίας (συνήθως μαζί με αίτηση για συνοπτική απόφαση). Ωστόσο, το δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αυτή του την εξουσία αμέσως πριν από τη δίκη ή ακόμη και κατά τη διάρκεια της δίκης. Η πλέον ενδεδειγμένη πρακτική είναι ότι οι αιτήσεις βάσει του κ.3.3 να πρέπει να υποβάλλονται το συντομότερο δυνατόν και πριν από την ενσωμάτωση της απαίτησης στο πρόγραμμα του Δικαστηρίου.
19. Οι λόγοι που αναφέρονται στα εδάφια (α) και (β) του κ.3.3(2) καλύπτουν τα δικόγραφα τα οποία είναι αδικαιολογήτως ασαφή, ασυνάρτητα, κακόβουλα ή προδήλως αβάσιμα, καθώς και άλλες περιπτώσεις οι οποίες δεν συνιστούν νομικά αναγνωρίσιμη απαίτηση ή υπεράσπιση.
20. Παραδείγματα περιπτώσεων όπου το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει ότι η έκθεση απαίτησης δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης (κ.3.3(2)(α)) αποτελούν απαιτήσεις οι οποίες (i) δεν παραθέτουν οποιοδήποτε γεγονός που να καταδεικνύει το αντικείμενο της απαίτησης, (ii) είναι ασυνάρτητες και δεν βγάζουν νόημα ή (iii) παραθέτουν μεν γεγονότα κατά τρόπο συνεκτικό, δηλαδή με μια λογική συνέπεια και συνέχεια, πλην όμως τα εν λόγω γεγονότα, ακόμη και αν είναι αληθή, δεν αποκαλύπτουν οποιαδήποτε νομικά αναγνωρίσιμη απαίτηση κατά του εναγόμενου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι το δικόγραφο είναι ελαττωματικό, το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον το ελάττωμα μπορεί να διορθωθεί με τροποποίηση και, σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, θα πρέπει πρώτα να δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο διάδικο να το τροποποιήσει, προτού το ίδιο προχωρήσει με τη διαγραφή του (βλ.Soo Kim v Youg [2011] EWHC 1781 (QB).
21. Παρόλο που ο ορισμός «κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας» (κ.3.3(2)(β)) δεν τυγχάνει επεξήγησης στους ΝΚΠΔ, έχει επεξηγηθεί από την Νομολογία. Για παράδειγμα η «χρήση της διαδικασίας για ένα σκοπό ή με έναν τρόπο σημαντικά διαφορετικό από τον συνηθισμένο και αναμενόμενο» (βλ. Attorney General v Barker [2000] 1 F.L.R. 759, DC). Περαιτέρω, όταν ζητείται η επανεκδίκαση ζητημάτων που έχουν ήδη εκδικαστεί σε άλλες υποθέσεις (βλ. Henderson ν Henderson (1843) 3 Hare 100). Ομοίως, όταν το όφελος που μπορεί να έχει ο ενάγοντας από την απαίτηση είναι τόσο περιορισμένης αξίας ώστε να μην αξίζει τον κόπο, και το κόστος της διαδικασίας είναι δυσανάλογο σε σχέση με το όφελος (βλ. Wallis v Valentine [2002] EWCA Civ 1034 και Jameel v Dow Jones and Co [2005] EWCA Civ 75). Το βάρος απόδειξης ως προς την ύπαρξη κατάχρησης διαδικασίας το φέρει ο Αιτητής (βλ. Solland International v Clifford Harris & Co) και το αναμενόμενο επίπεδο απόδειξης είναι υψηλό (βλ. Michael Wilson v Sinclair).
22. Ο λόγος που αναφέρεται στο εδάφιο (γ) του κ.3.3(2), καλύπτει περιπτώσεις στις οποίες η κατάχρηση δεν έγκειται στο ίδιο το δικόγραφο, αλλά στον τρόπο με τον οποίο έχει προωθηθεί η απαίτηση ή η υπεράσπιση, όπως σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις προθεσμίες που καθορίζονται από κανονισμούς ή διατάγματα.
23. Όσο αφορά τώρα τη διαδικασία του Μέρους 24 των ΝΚΠΔ, το Δικαστήριο έχει την ευκαιρία να εκτελέσει μέρος του καθήκοντος του όσο αφορά την ενεργό διαχείριση υποθέσεων, και συγκεκριμένα τη συνοπτική διεκπεραίωση των ζητημάτων που δεν χρήζουν «ενδελεχούς διερεύνησης και εκδίκασης» (κ.1.5(2)(γ) των Ν.Κ.Π.Δ.). Δηλαδή, το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη (Βλ.κ.24.1 (1) ΝΚΠΔ).
24. Στην υπόθεση Swain v Hillman [2001] 2 All ER 91, τονίστηκε ότι «[ε]ίναι σημαντικό, σε κατάλληλες περιπτώσεις, ο δικαστής να κάνει χρήση των εξουσιών που περιέχονται στο Μέρος 24. Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, υλοποιεί τον πρωταρχικό σκοπό που περιλαμβάνεται στο Μέρος 1. Εξοικονομεί δαπάνες, διασφαλίζει την επιτάχυνση της διαδικασίας και την εξοικονόμηση των πόρων του δικαστηρίου και γενικώς, είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης. Εάν ο ενάγων έχει μια υπόθεση η οποία είναι προδήλως απορριπτέα, τότε είναι προς το συμφέρον του ενάγοντα να το γνωρίζει το συντομότερο δυνατόν.Ομοίως, εάν μία απαίτηση είναι βέβαιο ότι θα ευοδωθεί, ο ενάγων θα πρέπει να το γνωρίζει το συντομότερο δυνατόν.»
25. Με βάση τον κ.24.2 των ΝΚΠΔ το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον Ενάγοντα επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος α) αν κρίνει ότι ο τελευταίος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος (κ.24.2(1)(α)(i)) και β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη (κ.24.2(1)(β)) (‘ουσιαστικές προϋποθέσεις’).
25.1 Σε σχέση με τη διαδικασία (‘τυπικές προϋποθέσεις’), ο κ.24.4 διαλαμβάνει ότι η αίτηση υποβάλλεται με βάση το Μέρος 23, η δε αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής και/ή αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, ο καθ' ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας στην απαίτηση του και σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις αναφέρει ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί. Το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας που προς υποστήριξη της Αίτησης πρέπει να επιβεβαιώνεται από δήλωση αλήθειας (Κ.24.5(5)).
26. Στον κ.24.6 προβλέπονται τα πιο κάτω διατάγματα, τα οποία δύναται να εκδώσει το Δικαστήριο κατόπιν εκδίκασης αίτησης δυνάμει του Μέρους 24:
(α) απόφαση επί της απαίτησης,
(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης (σε περίπτωση που η αίτηση καταχωρείται από τον εναγόμενο),
(γ) απόρριψη της αίτησης,
(δ) διάταγμα υπό όρους, το οποίο απαιτεί από διάδικο να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση του διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.
27. Σύμφωνα με τον κ.24.6, το δικαστήριο δύναται, επίσης, να δώσει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση υπεράσπισης και περαιτέρω οδηγίες για τη διαχείριση της υπόθεσης.
28. Ως προς την ερμηνεία των σχετικών προνοιών του Μέρους 24 και συγκεκριμένα των όρων «πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης» και «επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη», για τους λόγους που έχω αναφέρει ανωτέρω, αντλώ καθοδήγηση από την Νομολογία σε σχέση με την αντίστοιχη δικονομική πρόνοια στην Αγγλία, δηλαδή το Μέρος 24.2 των Αγγλικών Θεσμών, η οποία είναι πανομοιότυπη με το Μέρος 24.2 των ΝΚΠΔ.
29. Στην υπόθεση Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) (η οποία επικυρώθηκε από το Court of Appeal στην υπόθεση AC Ward & Sons Ltd v Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098), παράγραφο 15, καθορίστηκε ως η ορθή προσέγγιση όσον αφορά αιτήσεις, της φύσεως ως η υπό εξέταση, η πιο κάτω:
i) Το δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν ο ενάγοντας έχει «ρεαλιστική» και όχι «ευφάνταστη» προοπτική επιτυχίας (Swain ν Hillman [2001] 2 All ER 91),
ii) Μια «ρεαλιστική» απαίτηση είναι αυτή που έχει μια καλή προοπτική επιτυχίας. Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για απαίτηση η οποία δεν είναι απλώς συζητήσιμη (ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472),
iii) Για να καταλήξει στο συμπέρασμά του περί «ρεαλιστικής» υπόθεσης, το δικαστήριο δεν πρέπει να διεξαγάγει «μικρή δίκη» (“mini trial”) (Swain ν Hillman, πιο πάνω),
iv) Αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο πρέπει να δεχτεί τα όσα λέει ο ενάγων ενώπιον του ασυζητητί και χωρίς ανάλυση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να αποδοθεί πραγματική υπόσταση στα γεγονότα που προβάλλονται, ιδιαίτερα εάν δεν συνάδουν με σχετικά επί του θέματος έγγραφα (ED & F Man Liquid Products v Patel, πιο πάνω),
v) Εντούτοις, για να καταλήξει στο συμπέρασμά του, το δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όχι μόνον τη μαρτυρία ενώπιον του κατά την αίτηση για συνοπτική απόφαση, αλλά και τη μαρτυρία που ευλόγως αναμένεται ότι θα είναι διαθέσιμη στη δίκη (Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No 5) [2001] EWCA Civ 550),
vi) Παρόλο ότι μια υπόθεση μπορεί να αποδειχθεί κατά τη διάρκεια της δίκης ότι δεν είναι πραγματικά περίπλοκη, αυτό δεν σημαίνει ότι το δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει χωρίς ενδελεχή διερεύνηση όλων των γεγονότων στη δίκη, (εξέταση η οποία δεν είναι δυνατή ή επιτρεπτή στη διαδικασία της συνοπτικής απόφασης). Συνεπώς, όταν υπάρχει εύλογη αιτία ότι μια πληρέστερη εξέταση των γεγονότων της υπόθεσης θα προσέθετε ή θα διαφοροποιούσε τη μαρτυρία που έχει ενώπιον του ο δικαστής και ως εκ τούτου θα επηρέαζε το αποτέλεσμα της υπόθεσης, το δικαστήριο θα πρέπει να είναι επιφυλακτικό να αποφασίζει κατά τρόπο συνοπτικό, ακόμα και όταν δεν υπάρχει εμφανής σύγκρουση των γεγονότων κατά τον χρόνο που επιλαμβάνεται της αίτησης (Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd ν Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] FSR 63),
vii) Από την άλλη, δεν είναι σπάνιο μια αίτηση δυνάμει του Μέρους 24 να εγείρει ένα σύντομο νομικό ζήτημα και, αν το δικαστήριο πεισθεί ότι κατέχει όλη την αναγκαία μαρτυρία για τη σωστή επίλυση του ζητήματος και ότι οι διάδικοι είχαν επαρκή δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουν επί τούτου, το δικαστήριο θα πρέπει με θάρρος να αποφασίσει επί του θέματος.
30. Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής σε αιτήσεις για συνοπτική απόφαση τόσο από ενάγοντες όσο και από εναγόμενους. Ο Αιτητής φέρει το βάρος απόδειξης να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας και ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκης (κ.24.2). Ωστόσο, εάν ο αιτητής προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησής του για συνοπτική απόφαση, τότε ο καθ’ ου η αίτηση φέρει το αποδεικτικό βάρος να αποδείξει ότι έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας ή ότι υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκη (βλ. παράγραφο 24.2.5 του White Book 2021, Patel και New Zealand Cricket v Neo Sports). Το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται από τον καθ’ου η αίτηση δεν είναι υψηλό (βλ. Patel, ανωτέρω).
VI. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΤΥΧΗΣ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΔΙΑΓΡΑΦΗ
31. Σύμφωνα με το αιτητικό της υπό εξέταση Αίτησης, σε συνδυασμό με τη νομική της βάση, ζητείται διαγραφή του έντυπου απαίτησης και/ή της έκθεσης απαίτησης στην βάση του Μέρους 3 των ΝΚΠΔ. Οφείλω να αναφέρω ότι, ενώ το αίτημα προωθείται και μέσω της γραπτής αγόρευσης της πλευράς της Εναγόμενης, καμία ανάλυση και εφαρμογή των σχετικών προνοιών των ΝΚΠΔ γίνεται στα υπό εξέταση δεδομένα.
32. Στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον η έκθεση απαίτησης περιλήφθηκε στο έντυπο απαίτησης της Ενάγουσας (βλ. κ.2.3), η αιτούμενη διαγραφή δυνάμει του κ.3.3 αφορά το έντυπο απαίτησης μαζί με την έκθεση απαίτησης, ως ένα ενιαίο έγγραφο. Παρά το σχετικό αιτητικό, δεν προκύπτει οτιδήποτε, είτε από το σώμα της ίδιας της αίτησης ή της προσαχθείσας μαρτυρίας (βλ. ΕΔ-ΝΜ και ΣΕΔ-ΝΜ) το οποίο να άπτεται των λόγων που προβάλλονται στον κ.3.3 και το οποίο να δικαιολογεί την διαγραφή του εν λόγω δικογράφου. Ούτε έχει προβληθεί οτιδήποτε μέσω των αγορεύσεων της πλευράς της Εναγόμενης που να εισηγείται έστω ότι δικαιολογείται η αιτούμενη διαγραφή με βάση τα όσα προνοούνται στον προαναφερόμενο κανονισμό. Ως έχω ήδη αναφέρει, καμία ανάλυση γίνεται με βάση το Μέρος 3, αλλά ούτε και αναφορά σε σχετική νομολογία σε συνδυασμό με τα υπό εξέταση δεδομένα.
33. Ως προκύπτει από την νομική πτυχή που έχω παραθέσει ανωτέρω, οι λόγοι για τους οποίους δύναται το Δικαστήριο να διαγράψει δικόγραφο, περιλαμβάνονται, αν και όχι κατά απόλυτα εξαντλητικό τρόπο (εν όψει του κ.3.3(5)), στον κ.3.3.
34. Κατά πόσο το δικόγραφο αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης (κ.3.3(2)(α))
Σύμφωνα με την σχετική Αγγλική νομολογία, ο συγκεκριμένος λόγος, εξετάζεται στην απουσία μαρτυρίας, με βάση τα όσα αναφέρονται στην ίδια την απαίτηση (βλ. Bridgeman v Brown [2000] EWCA Civ 524, εις την οποία γίνεται αναφορά στην Sofer v SwissIndependent Trustees SA [2020] EWCA Civ 699).
Η εξουσία του Δικαστηρίου για διαγραφή στην βάση του ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. Vince v Wyatt [2015] UKSC 14) και η προσέγγιση που πρέπει να υιοθετεί το Δικαστήριο σύμφωνα με το Court of Appeal στην υπόθεση Hughes v Richards [2004] EWCA Civ 266. η οποία έχει ως εξής:
«The correct approach is not in doubt: the court must be certain that the claim is bound to fail. Unless it is certain, the case is inappropriate for striking out.»
Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο θα επικεντρωθεί στο έντυπο απαίτησης, συμπεριλαμβανομένης και έκθεσης απαίτησης που το συνοδεύει, τα οποία μαζί αποτελούν και το μόνο δικόγραφο που έχει καταχωρηθεί στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Με βάση το περιεχόμενο τους, κρίνω ότι προβάλλονται ισχυρισμοί που καταδεικνύουν το αντικείμενο της απαίτησης, με μια λογική και συνέχεια, και αποκαλύπτεται νομικά αναγνωρίσιμη απαίτηση κατά της Εναγόμενης.
Συγκεκριμένα, προβάλλεται ισχυρισμός ότι η Ενάγουσα, κατά τον ουσιώδη για την αγωγή χρόνο, είναι η Διαχειριστική Επιτροπή της επίδικης πολυκατοικίας. Σύμφωνα με τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος (ΚΕΦ.224) και τη νομολογία, διαχειριστικές επιτροπές έχουν νομική υπόσταση και δικαιοπρακτική ικανότητα και δύνανται να ενάγουν και να ενάγονται (Άρθρο 38ΚΣΤ,Μέρος IIA, Κεφ.224 και Ταλιάνου ν. Διαχειριστικής Επιτροπής Belmar Complex (2002) 1(A) Α.Α.Δ. 102). Ειδικότερα, το Άρθρο 38ΙΑ(2) προνοεί για την δυνατότητα Διαχειριστικής Επιτροπής για την ανάκτηση μέσω αγωγής οφειλόμενων δαπανών σε σχέση με κοινόκτητη οικοδομή.
Προβάλλεται επίσης η θέση ότι η Εναγόμενη είναι ιδιοκτήτρια ή δικαιούχος μονάδας η οποία αποτελεί μέρος της επίδικης πολυκατοικίας και έχει την υποχρέωση να καταβάλει τη σχετική αναλογία στα κοινόχρηστα και άλλα έξοδα σε σχέση με την επίδικη πολυκατοικία σύμφωνα με τον Νόμο. Οι εν λόγω θέσεις βρίσκουν έρεισμα στο Άρθρο 38ΙΑ (ως προς την συμμετοχή των κυρίων στις αναγκαίες για την κοινόκτητη οικοδομή δαπάνες) και Άρθρα 2 και 38Α (ερμηνευτικά ως προς τον όρο ‘κύριος μονάδας’) του Κεφ.224, σύμφωνα με τα οποία, ιδιοκτήτης ή δικαιούχος μονάδας σε κοινόκτητη οικοδομή οφείλει να συμμετέχει στις αναγκαίες δαπάνες σε σχέση με την τελευταία.
Τόσο στο έντυπο απαίτησης όσο και στην έκθεση απαίτησης, παρατίθεται το συνολικό οφειλόμενο ποσό από πλευράς της Εναγόμενης, η αναλογία της στις σχετικές δαπάνες σε μηνιαία βάση με βάση το σχετικό Νόμο και/ή Κανονισμούς, η περίοδος που αφορά η αξίωση της Ενάγουσας και ότι το εν λόγω ποσό δεν έχει καταβληθεί από πλευράς της. Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η Ενάγουσα κατέβαλε τα διάφορα ποσά για λογαριασμό και/ή προς όφελος της Εναγόμενης, τα οποία η τελευταία υποχρεούται να αποζημιώσει την Ενάγουσα.
Ως αποτέλεσμα, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα διαγραφής του έντυπου απαίτησης στην βάση του κ.3.3(2)(α).
35. Κατά πόσο το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας (κ.3.3(2)(β))
Με βάση τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω (βλ. Attorney General v Barker [2000], Henderson ν Henderson (1843) 3 Hare 100, μεταξύ άλλων), και την ερμηνεία που δίδεται στον ορισμό «κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας» δεν προκύπτει από το περιεχόμενο του έντυπου απαίτησης, ή ακόμη και την προσαχθείσα μαρτυρία, οτιδήποτε που να άπτεται του συγκεκριμένου λόγου διαγραφής του έντυπου απαίτησης. Φυσικά ούτε έχει εγερθεί οτιδήποτε συγκεκριμένο από πλευράς της ίδιας της Εναγόμενης που να δεικνύει κάτι τέτοιο, ενώ η πλευρά τους έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης το επίπεδο του οποίου, ως έχω ήδη αναφέρει είναι υψηλό (Solland International v Clifford Harris & Co [2015] EWHC 3259 (Ch) και Michael Wilson v Sinclair [2017] EWCA Civ 3).
Συνεπώς, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα διαγραφής του έντυπου απαίτησης ούτε στην βάση του κ.3.3(2)(α).
36. Ότι υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα (κ.3.3(2)(γ))
Προκύπτει από την σχετική Νομολογία ότι εξετάζονται παραλείψεις διαδικαστικής φύσεως στα πλαίσια του συνόλου της εκκρεμούσας διαδικασίας (βλ. Maqsood v Mahmood and another [2012] EWCA Civ 251).
Κρίνω ότι ούτε ο συγκεκριμένος λόγος διαγραφής πληρείται εφόσον δεν προκύπτει από πουθενά παράλειψη συμμόρφωσης από πλευράς της Ενάγουσας με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα κατά την καταχώρηση ή προώθηση του Έντυπου Απαίτησης, αλλά ούτε προβάλλεται κάτι τέτοιο από πλευράς της Εναγόμενης.
37. Άλλη εξουσία του δικαστηρίου να διαγράφει δικόγραφο δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού (κ.3.3(2)(5))
Δεν έχει εγερθεί οτιδήποτε από πλευράς της Εναγόμενης σε σχέση με τη δυνατότητα διαγραφής του έντυπου απαίτησης, στην βάση του κ.3.3(2)(5), αλλά ούτε έχει εντοπίσει το Δικαστήριο οιονδήποτε Νόμο ή Κανονισμό, ο οποίος να εφαρμόζει στα υπό εξέταση δεδομένα και από τον οποίο δυνατόν να αντλούσε εξουσία διαγραφή του έντυπου απαίτησης. Τα όσα αναφέρονται στην γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Εναγόμενης, και η Νομολογία στην οποία παραπέμπει, αφορούν τη δυνατότητα διαγραφής δικογράφου με βάση το καθεστώς που επικρατούσε πριν την εισαγωγή των ΝΚΠΔ του 2023. Κατά συνέπεια κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα διαγραφής ούτε στην βάση του εν λόγω κανονισμού.
Με βάση τα προαναφερόμενα, καταλήγω στο ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου με βάση το οποίο να δικαιολογείται η αιτούμενη διαγραφή. Ως εκ τούτου, το αιτητικό, στην έκταση που αφορά τη διαγραφή του έντυπου απαίτησης και/ή της έκθεσης απαίτησης, απορρίπτεται.
ΑΙΤΟΥΜΕΝΗ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
38. Στρέφομαι τώρα στην εξέταση του κατά πόσο δικαιολογείται έκδοση συνοπτικής απόφασης επί των ζητημάτων που εγείρει η Εναγόμενη.
39. ‘Τυπικές Προϋποθέσεις’ που θέτει το Μέρος 24
Με βάση τις νομικές αρχές που έχω παραθέσει ανωτέρω, και έχοντας υπόψη τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24, τα γεγονότα επί των οποίων βασίζεται η αίτηση και περιέχονται στην δήλωση μάρτυρα που επισυνάπτεται στην τελευταία επιβεβαιώνοντται από δήλωση αλήθειας ως απαιτεί ο Κ.24.5(5).
Από απλή ανάγνωση της υπό εξέταση αίτησης και της μαρτυρίας που καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της (ΕΔ-ΝΜ), προκύπτει συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κ.24.4(2)(α) καθότι προσδιορίζονται τα υπό κρίση νομικά σημεία, συγκεκριμένα, η νομότυπη σύσταση και η δυνατότητα της Ενάγουσας να κινήσει και να προωθεί την παρούσα αγωγή εναντίον της Εναγόμενης, εν όψει της μη εγγραφής της επίδικης πολυκατοικίας ως κοινόκτητης. Φυσικά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, στα πλαίσια της μαρτυρίας που προσάχθηκε, ο προσδιορισμός τους δεν γίνεται με το πιο περιεκτικό τρόπο. Αντιθέτως, λαμβάνει αχρείαστη, κατά την άποψη μου, έκταση με αναφορές σε λεπτομέρειες και τεκμήρια που δεν εξυπηρετούν τον σκοπό και τη φύση της παρούσας διαδικασίας. Παραταύτα, η γραπτή μαρτυρία ιδωμένη σε συνδυασμό με τα ίδια τα αιτητικά της αίτησης στα οποία γίνεται αναφορά σε απόρριψη της αγωγής λόγω μη εγγραφής της επίδικης πολυκατοικίας ως κοινόκτητης οικοδομής θεωρώ ότι ικανοποιεί τη σχετική προϋπόθεση.
Από την άλλη, η προϋπόθεση του κ24.4(2)(β), η οποία είναι διαζευκτική του Κ.24.4(2)(α) (‘ή/και’), δεν προκύπτει να πληρείται εφόσον πουθενά δεν αναφέρεται, ρητά τουλάχιστον, ότι η αίτηση υποβάλλεται διότι η Εναγόμενη πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, η Ενάγουσα δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης και ότι η Εναγόμενη δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή τα ζητήματα πρέπει να εκδικαστούν.
Στην πιο πάνω βάση κρίνεται πως η Εναγόμενη έχει συμμορφωθεί με τις τυπικές προϋποθέσεις του Μέρους 24.
40. Ουσιαστικές Προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24
Ως προς την ουσία της αίτησης, εκείνο που επιβάλλεται να εξεταστεί από το Δικαστήριο είναι α) κατά πόσο η απαίτηση της Ενάγουσας δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας και β) δεν υπάρχει κάποιος άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή τα ζητήματα που εγείρονται πρέπει να αποφασιστούν σε δίκη. Το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει στην παρούσα περίπτωση η Εναγόμενη, ως Αιτήτρια στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης.
Έχοντας μελετήσει τις θέσεις που προωθούνται από τις δύο πλευρές σε συνδυασμό με την μαρτυρία που έχει προσαχθεί προς υποστήριξη τους και το περιεχόμενο των αγορεύσεων, κρίνω καταρχάς πως υφίσταται κοινό υπόβαθρο γεγονότων, το οποίο επιτρέπει στο Δικαστήριο να προβεί σε εξετάση των νομικών σημείων που εγείρει η Εναγόμενη και να διαπιστώσει κατά πόσο συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που θέτει το Μέρος 24. Συγκεκριμένα, η θέση της Εναγόμενης, ότι η επίδικη πολυκατοικία δεν έχει εγγραφεί ως κοινόκτητη οικοδομή στο αρμόδιο κτηματικό μητρώο, είναι παραδεκτή από πλευράς της Ενάγουσας και η τελευταία απάλλαξε την Εναγόμενη από το σχετικό βάρος απόδειξης.
Σύμφωνα με το άρθρο 38Β του Κεφ.224, όταν η οικοδομή αποτελείται από 5 τουλάχιστον μονάδες θεωρείται κοινόκτητη και ως τέτοια πρέπει να εγγραφεί στο κτηματικό μητρώο. Συνεπάγεται ότι, το γεγονός ότι μια οικοδομή δεν ενεγράφηκε ως κοινόκτητη στο σχετικό κτηματικό μητρώο, δεν σημαίνει ότι δεν θεωρείται κοινόκτητη από τον Νόμο.
Ακολούθως, το άρθρο 38ΚΒ προνοεί ότι κάθε κοινόκτητη οικοδομή πρέπει να έχει διαχειριστική επιτροπή για τη ρύθμιση και διαχείριση των υποθέσεων της, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΑ καθώς και των σχετικών Κανονισμών.
Το άρθρο 38ΙΘ(1) αναφέρει ότι οι Πρότυποι Κανονισμοί[1] εφαρμόζονται αναφορικά με κοινόκτητες οικοδομές για τις οποίες εκδόθηκε άδεια οικοδομής και δεν καταχωρήθηκαν ακόμα ως κοινόκτητα υποστατικά στο Κτηματικό Μητρώο.[2] Οι εν λόγω κανονισμοί, διέπουν διάφορα ζητήματα σε σχέση με την διαχείριση κοινόκτητων οικοδομών, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικασίας που ακολουθείται κατά τις γενικές συνελεύσεις των ιδιοκτητών μονάδων που αποτελούν μέρος της κοινόκτητης οικοδομής, αλλά, και κατά την εκλογή μιας Διαχειριστικής Επιτροπής.
Μια διαχειριστική επιτροπή, δύναται, με βάση το άρθρο 38ΚΣΤ(2) να ενάγει και ενάγεται σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την κοινόκτητη ιδιοκτησία ή την κοινόκτητη οικοδομή[3], σε σχέση με οποιεσδήποτε ζημιές ή βλάβες που προκλήθηκαν στην κοινόκτητη ιδιοκτησία από οποιοδήποτε πρόσωπο, ανεξάρτητα από το αν το πρόσωπο αυτό είναι κύριος μονάδας ή όχι[4], και σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα που αφορά την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού[5]. Σύμφωνα με το άρθρο 38ΚΗ(1)(δ), έχει εξουσία επίσης να ανακτά με αγωγή από τον κύριο μονάδας οποιοδήποτε ποσό χρημάτων που δαπανήθηκε από τη Διαχειριστική Επιτροπή για επιδιορθώσεις ή εργασίες που έγιναν από αυτή ή κατά την κρίση της με σκοπό τη συμμόρφωση σε οποιαδήποτε ειδοποίηση διαταγή αρμόδιου διοικητικού οργάνου, αρχής ή προσώπου σε σχέση με τμήμα της οικοδομής που περιλαμβάνει τη μονάδα του κυρίου αυτού. Περαιτέρω, η απόφαση στην Ταλιάνου ν Διαχειριστικής Επιτροπής Belmar Complex (2002) 1 ΑΑΔ 102 επιβεβαιώνει ότι οι εκ του Νόμου (Κεφ. 224) προβλεπόμενες διαχειριστικές επιτροπές κοινόκτητων οικοδομών, έχουν νομική υπόσταση και δικαιοπρακτική ικανότητα ώστε να είναι σε θέση να εγείρουν αγωγή για ανάκτηση από κυρίους μονάδας ποσών που απαιτούνται σε σχέση με την κοινόκτητη οικοδομή.
Σε σχέση τώρα με τις συνέπειες της μη εγγραφής μιας κοινόκτητης οικοδομής στο αρμόδιο κτηματικό μητρώο, επί της υπόστασης, των εξουσιών και αρμοδιοτήτων μιας Διαχειριστικής Επιτροπής, το εν λόγω ζήτημα αποτέλεσε αντίκείμενο εξέτασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μαστρομιχάλη κ.α. v. Διαχειριστική Επιτροπή Μεγάρου Γαλαξίας, Πολ.Εφ.Αρ. 228/2014, ημερ.25/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A25, όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά σε σχέση με την δυνατότητα μιας Διαχειριστικής Επιτροπής να ενάγει:
«Άλλος πυλώνας αμφισβήτησης είναι η νομική οντότητα της Εφεσίβλητης και η δυνατότητα της να ενάγει. Και επ΄αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε επαρκείς και πλήρεις απαντήσεις οι οποίες συναρτώνται με το Μέρος ΙΙΑ του Κεφ.224. Όπως εύστοχα σημειώνεται πρωτοδίκως, το Μέρος αυτό του Νόμου ακριβώς είχε ως δηλωμένο σκοπό τη δυνατότητα εγγραφής της οικοδομής ως κοινόκτητης ώστε η Επιτροπή της να έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει δικαστικά μέτρα.» (Η υπογράμμιση δική μου).
Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια της πρωτόδικής απόφασης[6], αντικείμενο της Μαστρομιχάλη (πιο πάνω), το Δικαστήριο ξεχώρισε τις Διαχειριστικές Επιτροπές οι οποίες προϋπήρχαν της εγγραφής της οικοδομής ως κοινόκτητης από αυτές που δημιουργούνται μετά την εγγραφή της. Από την μία, αναγνώρισε την δυνατότητα ύπαρξης στα μάτια του Νόμου Διαχειριστικών Επιτροπών πριν την εγγραφή της κοινόκτητης οικοδομής και της λήψης έγκυρων αποφάσεων από πλευράς τους. Από την άλλη, όμως, σημείωσε ότι, με την εγγραφή της οικοδομής ως κοινόκτητης, προσδίδεται σε αυτές νομική υπόσταση και δικαιοπρακτική ικανότητα βάσει των προνοιών του Μέρους ΙΙΑ του Κεφ. 224.
Έχοντας υπόψη ότι, ως προκύπτει και από τη σχετική Δικογραφία, η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον της Εναγόμενης από την φερόμενη ως Διαχειριστική Επιτροπή της επίδικης πολυκατοικίας, και ότι η θέση της Εναγόμενης είναι ότι η τελευταία δεν έχει εγγραφεί ως κοινόκτητη στο αρμόδιο κτηματικό μητρώο, κρίνω ότι τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην υπό εξέταση περίπτωση και υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύει η Εναγόμενη ότι η Ενάγουσα δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας και δεν υπάρχει άλλος λόγος για τη διεξαγωγή δίκης. Ακολούθως, εφόσον η μη εγγραφή της επίδικης πολυκατοικίας ως κοινόκτητης οικοδομής δεν αμφισβητείται από πλευράς της Ενάγουσας, οτιδήποτε επιπρόσθετο έχει προσαχθεί από πλευράς της, υπό μορφής μαρτυρίας προς υποστήριξη της ένστασης της, δεν δύναται να ανατρέψει το εν λόγω παραδεκτό υπόβαθρο γεγονότων.
Συνεπακόλουθα και κατ’εφαρμογήν των προαναφερόμενων νομικών αρχών και νομολογίας στα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης, κρίνω ότι, εφόσον αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η επίδικη πολυκατοικία δεν έχει εγγραφεί ως κοινόκτητη οικοδομή, η Ενάγουσα κατά την καταχώρηση της αγωγής, στερείτο της ικανότητας να λάβει δικαστικά μέτρα εναντίον της Εναγόμενης και κατά συνέπεια, η απαίτηση της Ενάγουσας δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας και δεν υπάρχει κάποιος άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή τα λοιπά ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της Αίτησης να πρέπει να αποφασιστούν σε δίκη.
VII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
41. Καταληκτικά, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η Αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται συνοπτική απόφαση στην αγωγή εναντίον της Ενάγουσας και, συνακόλουθα, η απαίτηση της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης απορρίπτεται στο σύνολο της.
42. Σε ότι αφορά τα έξοδα, δεν βρίσκω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα που τα θέλει να ακολουθούν το αποτέλεσμα.
43. Λαμβάνεται όμως υπόψη ότι, τα μέρη, συμπεριλαμβανομένων της Εναγόμενης, κατά παράβαση του κ.39.9(1), δεν συμμορφώθηκαν με το καθήκον τους για υποβοήθηση του Δικαστηρίου στον συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων. Ως αποτέλεσμα, έχοντας υπόψη μου τον κ.39.9(2), θεωρώ ότι οιονδήποτε ποσό επιδικαστεί υπέρ τους, είναι ορθό υπό τις περιστάσεις να μειωθεί κατά 10%. Ως εκ τούτου, τα έξοδα της Αίτησης και της Αγωγής επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης και εναντίον της Ενάγουσας, μειωμένα κατά 10%.
44. Επειδή στην προκείμενη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής ο κ.39.7 και θα πρέπει να γίνει συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων, οι δικηγόροι, κατ' εφαρμογή του κ.39.9 να υποβάλουν καταλόγους εξόδων μέχρι τις 14/7/25 και ώρα 13.00 μ.μ. Ο συνοπτικός υπολογισμός των εξόδων ορίζεται στις 21/7/25 και ώρα 9.15 π.μ. με απαραίτητη τη φυσική παρουσία των δικηγόρων των διαδίκων στο Δικαστήριο.
(Υπ.)............................
Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, Κεφ.224.
[2] 38ΙΘ.-(1), Μέρος ΙΙΑ, Κεφ.224.
[3] 38ΚΣΤ(2)(α), Μέρος ΙΙΑ, Κεφ.224.
[4] 38ΚΣΤ(2)(β), Μέρος ΙΙΑ, Κεφ.224.
[5] 38ΚΣΤ(2)(γ), Μέρος ΙΙΑ, Κεφ.224.
[6] ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΕΓΑΡΟΥ ΓΑΛΑΞΙΑΣ ν. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΣΤΡΟΜΙΧΑΛΗΣ κ.α., Αρ. Αγωγής: 9509/2007, ημερ.17/6/2014.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο