
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Αγωγή Αρ. 516/2024
iJustice
Μεταξύ:
Ousai Properties Ltd
Ενάγουσας
-και-
Lin Yang
Εναγομένου
-------------
Αίτηση ημερ. 12.6.2024
9 Μαΐου 2025
Για Ενάγουσα – Αιτήτρια: Π. Μιχαηλίδης & Α. Αντωνίου ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενο – Καθ’ ου η Αίτηση: κα Α. Νεοφύτου για Άκης Παπακυριακού ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Ενάγουσα Εταιρεία (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια), εξασφάλισε, στη βάση μονομερούς αίτησης της, διάταγμα το οποίο απαγορεύει στον Εναγόμενο να διαδίδει, κοινοποιεί ή αποστέλλει σε τρίτα πρόσωπα δυσφημιστικά δημοσιεύματα ή και ψευδείς ανακοινώσεις μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αφορούν ποινικό αδίκημα που δήθεν διέπραξε (η Αιτήτρια) και πιο συγκεκριμένα ότι καταδικάστηκε στην ποινική υπόθεση 3205/2024 ή και οποιοδήποτε δυσφημιστικό δημοσίευμα.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Γέρου, υπαλλήλου της Αιτήτριας, στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια ασχολείται με αγορά, αξιοποίηση ακίνητης ιδιοκτησίας και πώληση αυτής σε ενδιαφερόμενους αγοραστές. Πλείστα εκ των οικοδομημάτων έχουν πωληθεί σε κινέζους αγοραστές, μεταξύ των οποίων και η σύζυγος του Καθ’ ου η Αίτηση, η οποία αγόρασε μια εκ των επαύλεων στο οικοδομικό συγκρότημα με την ονομασία Crown Residence, το οποίο αποτελείται από επαύλεις και διαμερίσματα. Οι οικοδομικές δραστηριότητες της Αιτήτριας στον οικοδομικό τομέα και οι προοπτικές πώλησης σε κινέζους επενδυτές είναι τεράστιες.
Την 28.5.2024 ο Εναγόμενος απέστειλε, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ηλεκτρονικό μήνυμα στην κινέζικη γλώσσα στους αγοραστές – ιδιοκτήτες επαύλεων στο ανωτέρω οικοδομικό συγκρότημα. Το εν λόγω ηλεκτρονικό μήνυμα συνοδευόταν από το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 22.3.2024, το οποίο εκδόθηκε στην ποινική υπόθεση υπ’ αριθμό 3205/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Συνεπεία του ρηθέντος ηλεκτρονικού μηνύματος προκλήθηκε αναστάτωση, αμφιβολίες και επιφυλάξεις για την αξιοπιστία και εντιμότητα της Αιτήτριας, μεταξύ των αγοραστών μονάδων του ανωτέρω οικοδομικού συγκροτήματος, πλείστοι των οποίων είναι κινέζοι, οι οποίοι άρχισαν να διερωτώνται για την τύχη της επένδυσης τους και να ενημερώνουν υποψήφιους αγοραστές, κινέζους κυρίως, για τον κίνδυνο τυχόν αγοράς μονάδας από την Αιτήτρια ως και τους ίδιους τους αγοραστές του ανωτέρω οικοδομικού συγκροτήματος για τους κινδύνους της επένδυσης τους.
Το περιεχόμενο του ρηθέντος ηλεκτρονικού μηνύματος είναι ψευδές καθότι στην ποινική υπόθεση 3205/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, κατηγορούμενοι ήταν η εταιρεία Ousai Management Ltd και η Tan Xinying ως διευθύντρια (director), και όχι η Αιτήτρια. Η μετάδοση και διάδοση του περιεχομένου του ρηθέντος ηλεκτρονικού μηνύματος σε ευρύ κύκλο προσώπων προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί τεράστια ζημιά στην Αιτήτρια, η οποία δεν μπορεί στο παρόν στάδιο να υπολογιστεί σε χρήμα. Το περιεχόμενο του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος ήταν κακόβουλο και σκοπό είχε να βλάψει την Αιτήτρια στην οικονομική και επαγγελματική της δραστηριότητα.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
Ο Εναγόμενος εναντιώθηκε στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος. Με την Ένσταση την οποία καταχώρισε (Έντυπο Αρ.36) προβάλλει σειρά λόγων ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:
1. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση και τα σχετικά τεκμήρια που περιλαμβάνει δεν έχουν την καθαρότητα που επιβάλλει η νομολογία, με αποτέλεσμα να οδηγούν σε παραπλάνηση του Δικαστηρίου.
2. Δεν ικανοποιείται το στοιχείο του κατεπείγοντος.
3. Το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι (α) δεν περιορίζεται ο χρόνος της ισχύος του, (β) το λεκτικό του είναι γενικό και περιλαμβάνει μια καθόλα γενική απαγόρευση για «οποιοδήποτε δυσφημιστικό δημοσίευμα» και (γ) η ύπαρξη της εν λόγω απαγόρευσης καθιστά τη συμμόρφωση με αυτό δύσκολη ή και σχεδόν αδύνατη εφόσον δεν καθορίζει ποια δημοσιεύματα δυνατό να θεωρηθούν ως δυσφημιστικά.
4. Η υπογραφείσα εγγύηση πάσχει καθότι δεν συμμορφώνεται με το άρθρο 9(2) του Κεφ.6 ή και με σχετικό όρο του Δικαστηρίου.
5. Η πιστοποιημένη μετάφραση του επίδικου ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 28.5.2024, την οποία η Αιτήτρια παρουσιάζει, είναι λανθασμένη, κατά παραδοχή της ίδιας της ορκωτής μεταφράστριας που την ετοίμασε.
6. Η Αιτήτρια έχει παραβιάσει το καθήκον της για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων και έχει παραπλανήσει το Δικαστήριο κατά το στάδιο της έκδοσης του μονομερούς διατάγματος.
7. Η Αιτήτρια δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.
8. Καμιά από τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 έχει ικανοποιηθεί.
9. Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της Αίτησης και της ακύρωσης του εκδοθέντος διατάγματος.
10. Καμιά από τις επιπρόσθετες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην υπόθεση C.T. Tobacco Ltd v. Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ (2003) 1 Α.Α.Δ. 853 ικανοποιείται στην προκείμενη περίπτωση και ειδικότερα καμιά μαρτυρία παρουσιάστηκε που να αποδεικνύει πρόθεση επανάληψης της κατ’ ισχυρισμό δυσφήμισης.
11. Έχει καλή υπεράσπιση εφόσον το περιεχόμενο του πρωτότυπου / αυθεντικού ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 28.5.2024 είναι αληθές.
12. Το πρωτότυπο / αυθεντικό ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 28.5.2024 είναι απόλυτα προνομιούχο και η δημοσίευση του έγινε καλή τη πίστη.
13. Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
Η Ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Παπακυριακού, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Άκης Παπακυριακού ΔΕΠΕ, το οποίο εκπροσωπεί τον Εναγόμενο. Σ’ αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:
Περί τον Φεβρουάριο του 2021 ο Εναγόμενος αγόρασε από την Αιτήτρια κατοικία στο οικοδομικό συγκρότημα Crown Residence. Μετά την παράδοση των κατοικιών και διαμερισμάτων του συγκροτήματος στους αγοραστές τους, η Αιτήτρια ανέλαβε, μέσω της εταιρείας Ousai Management Ltd, τη διαχείριση και διεύθυνση του συγκροτήματος. Διαπιστώθηκε όμως ότι η εταιρεία Ousai Management Ltd διαφήμιζε τις διαθέσιμες κατοικίες και διαμερίσματα του συγκροτήματος, χωρίς η ίδια να είναι κτηματομεσιτική εταιρεία. Ενόψει τούτου περί τον Ιανουάριο του 2024 ο Εναγόμενος, εκ μέρους της διαχειριστικής επιτροπής του συγκροτήματος, προέβηκε σε παράπονο / καταγγελία στο Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών αναφορικά με τη δράση της εταιρείας Ousai Management Ltd και της διευθύντριας της να ενεργούν ως κτηματομεσίτες χωρίς να είναι εγγεγραμμένοι στο αρμόδιο μητρώο κτηματομεσιτών. Κατόπιν εξέτασης του παραπόνου / καταγγελίας του Εναγόμενου, το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών διαπίστωσε ότι πράγματι υφίστατο παράβαση του σχετικού νόμου από την Ousai Management Ltd, τη διευθύντρια της και ένα τρίτο πρόσωπο, γι’ αυτό προχώρησε στην καταχώριση εναντίον τους της ποινικής υπόθεσης με αριθμό 3205/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Κατά την 22.3.2024 το Δικαστήριο, κατόπιν αίτησης της κατηγορούσας αρχής, εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στους κατηγορούμενους να ασκούν το επάγγελμα του κτηματομεσίτη ή και να ενεργούν ως κτηματομεσίτες με οποιοδήποτε τρόπο ή και να προβάλλονται ή και διαφημίζονται ως κτηματομεσίτες ή και να επαγγέλλονται τους κτηματομεσίτες υπό οποιοδήποτε όνομα ή επωνυμία.
Κατά την 24.5.2024 η Ousai Management Ltd και η διευθύντρια της προχώρησαν σε παραδοχή της πρώτης κατηγορίας του κατηγορητηρίου και το Δικαστήριο τους επέβαλε ποινή προστίμου, περαιτέρω δε οριστικοποίησε το εναντίον τους εκδοθέν απαγορευτικό διάταγμα μέχρι την εγγραφή τους στο μητρώο κτηματομεσιτών και την έκδοση των απαραίτητων αδειών άσκησης του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη. Ενόψει της κατάληξης της ανωτέρω ποινικής υπόθεσης, ο Εναγόμενος, εκ μέρους της διαχειριστικής επιτροπής του συγκροτήματος, θεώρησε ορθό να ενημερώσει τους λοιπούς ιδιοκτήτες του για το αποτέλεσμα της ποινικής υπόθεσης καθώς και για την έκδοση του απαγορευτικού διατάγματος, αποστέλλοντας τους σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 28.5.2024 στην κινέζικη γλώσσα. Εν προκειμένω ο Εναγόμενος στο πρωτότυπο / αυθεντικό ηλεκτρονικό του μήνυμα στην κινέζικη γλώσσα ουδόλως αναφέρθηκε στην Αιτήτρια αλλά ρητά και συγκεκριμένα στην εταιρεία Ousai Management Ltd.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Αίτηση στηρίζεται στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60, άρθρο 32, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ.6, άρθρο 9, στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ.148, άρθρα 17 – 25 και στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, Μέρος 3, Μέρος 23, Μέρος 25 και Μέρος 32.
Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται. Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν14/60 που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.
Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:
α) Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο
Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.
β) Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία
Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).
γ) Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο
Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).
Έχοντας κατά νου ότι μέρος των λόγων ένστασης εστιάζεται στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32, θα προχωρήσω με την εξέταση του κατά πόσο η προσαχθείσα από τους Αιτητές μαρτυρία ικανοποιεί τις εν λόγω προϋποθέσεις. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το κλητήριο ένταλμα (στην προκείμενη περίπτωση το Έντυπο Απαίτησης). Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 162).
Από μια προσεκτική εξέταση του Εντύπου Απαίτησης, στο οποίο περιλαμβάνεται και η Έκθεση Απαίτησης, παρατηρώ ότι η Απαίτηση της Αιτήτριας στηρίζεται στα αστικά αδικήματα της δυσφήμισης, της δημοσίευσης δυσφημιστικού δημοσιεύματος καθώς και της επιζήμιας ψευδολογίας, τα οποία προνοούνται στα άρθρα 17, 18 και 25 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148. Αξίζει δε να επισημανθεί ότι αξιώνεται, μεταξύ άλλων, η έκδοση διατάγματος το οποίο να απαγορεύει στον Εναγόμενο να διαδίδει, κοινοποιεί ή αποστέλλει σε τρίτα πρόσωπα δυσφημιστικά δημοσιεύματα που αφορούν την δήθεν διάπραξη ποινικού αδικήματος από την Αιτήτρια, ως επίσης και η επιδίκαση αποζημιώσεων για τις ζημιές που αυτή υπέστη λόγω των δυσφημιστικών δημοσιευμάτων.
Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, είμαι ικανοποιημένος ότι το Έντυπο Απαίτησης της Αιτήτριας περιέχει αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής και, κατ’ επέκταση, αποκαλύπτει μια συζητήσιμη υπόθεση (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολ. Έφεση Αρ. Ε143/2015 ημερομηνίας 23.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:A102.
Προχωρώ τώρα στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32. Από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν διιστάμενων εκδοχών διαπιστώνω κατ’ αρχή ότι αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο το ότι ο Εναγόμενος κατά την 28.5.2024 απέστειλε, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στους ιδιοκτήτες μονάδων του ανωτέρω αναφερομένου οικοδομικού συγκροτήματος ηλεκτρονικό μήνυμα στην κινέζικη γλώσσα, το οποίο συνοδευόταν από το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 22.3.2024 που εκδόθηκε στην ποινική υπόθεση 3205/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Με την ένορκη δήλωση του κ. Γέρου παρουσιάζεται η μετάφραση στην ελληνική του ανωτέρω περιγραφομένου ηλεκτρονικού μηνύματος, όπως αυτό μεταφράστηκε από την ορκωτή μεταφράστρια Κατερίνα Παίση (Τεκμήριο 2 της ένορκης δήλωσης του). Το κείμενο του ρηθέντος ηλεκτρονικού μηνύματος, όπως μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα, έχει ως ακολούθως:
«11:06
Απαγόρευση στην Ousai Property Limited να ασκεί την επιχείρηση του κτηματομεσίτη
billyoung
2024-05-28 16:00
1 Παράρτημα
Δικαστική εντολή- tnjunction.pdf 441.58Κ Λήψη
Αγαπητοί ιδιοκτήτες της κοινότητας του OUSAI CROWN,
Το Συμβούλιο Εγγραφής Κτηματομεσιτών Κύπρου (ένα κυβερνητικό όργανο που ιδρύθηκε σύμφωνα με τους νόμους της Κύπρου) έχει καταθέσει μια ποινική καταγγελία βάσει του περί Κτηματομεσιτών Νόμου στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, υπόθεση αριθ. 3205/2024 εναντίον της OUSAI Properties Ltd. και του/την διευθυντή/ρια της ΤΑΝ XINYING.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε απόφαση στις 24 Μαΐου, με την οποία επέβαλε πρόστιμο στην Ousai Property Ltd. και στον/την διευθυντή/ρια TAN XINYING, καθώς και διάταγμα που απαγορεύει στην εταιρεία Ousai Properties Ltd και στον/την διευθυντή/ρια TAN XINYING να ασκούν την επιχείρηση του κτηματομεσίτη με οποιαδήποτε μορφή ή να διαφημίζονται ή να παρουσιάζονται ως κτηματομεσίτες μέχρι να αποκτήσουν νόμιμα προσόντα και να εγγραφούν στο Συμβούλιο Κτηματομεσιτών Κύπρου.
Επισυνάπτεται η εντολή που εκδόθηκε από το Δικαστήριο (στα ελληνικά, η οποία μπορείτε να διαβάσετε με το Google Translate).
Το Συμβούλιο Κτηματομεσιτών Κύπρου και οι αρμόδιες κυβερνητικές αρχές θα παρακολουθούν αυστηρά και στενά την εφαρμογή της παραπάνω απαγόρευσης. Οποιαδήποτε παραβίαση της απαγόρευσης μπορεί να οδηγήσει σε πιο αυστηρές ποινικές κυρώσεις και νομικές ευθύνες.
Η άσκηση μεσιτείας στο Ousai Crown από την Ousai Properties και τους υπαλλήλους της απαγορεύεται επίσης από την προαναφερθείσα απαγόρευση. Οποιαδήποτε συνέχιση της παράνομης μεσιτείας μπορεί θα προκαλέσει έρευνες από τις αρμόδιες υπηρεσίες και αρχές για τους υπόπτους καθώς και για τις ίδιες τις μισθώσεις, προκαλώντας έτσι κινδύνους και απώλειες για τους ίδιους τους σχετικούς ιδιοκτήτες. Η Επιτροπή Ιδιοκτητών υπενθυμίζει επίσης στους ιδιοκτήτες να σκεφτούν τους πιθανούς νομικούς κινδύνους και να λάβουν μέτρα άμεσα.
Εάν έχετε οποιεσδήποτε ερωτήσεις ή δυσκολίες, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε με την Επιτροπή Ιδιοκτητών.
Yang Lin»
Από μια προσεκτική εξέταση του ανωτέρω κειμένου, ικανοποιούμαι ότι, εκ πρώτης όψεως, είναι δυσφημιστικό για την Αιτήτρια, αφού, μεταξύ άλλων φαίνεται να της αποδίδεται η διάπραξη ποινικού αδικήματος, όπως και η καταδίκη της από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας επί τω ότι ασκούσε κτηματομεσιτικές εργασίες κατά παράβαση του περί Κτηματομεσιτών Νόμου. Όπως δε αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Γέρου, η δημοσίευση του ανωτέρω ηλεκτρονικού μηνύματος είχε ως συνέπεια να προκληθεί αναστάτωση, αμφιβολίες και επιφυλάξεις μεταξύ των αγοραστών των μονάδων του συγκροτήματος για την αξιοπιστία και εντιμότητα της Αιτήτριας. Όπως επίσης αναφέρεται, το περιεχόμενο του ρηθέντος ηλεκτρονικού μηνύματος είναι ψευδές για το λόγο ότι δεν είναι η Αιτήτρια που κατηγορήθηκε στην ποινική υπόθεση 3205/2024, αλλά η εταιρεία Ousai Management Ltd.
Έχοντας υπόψη μου τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καταλήγω ότι η Αιτήτρια κατάφερε να καταδείξει το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της υπόθεσης της. Φυσικά δεν παραγνωρίζω τους προβαλλόμενους εκ μέρους του Εναγόμενου ισχυρισμούς και ειδικότερα το ότι το αυθεντικό στην κινέζικη γλώσσα ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο αυτός απέστειλε, δεν έχει μεταφραστεί ορθά στην ελληνική γλώσσα. Συγκεκριμένα, το πρωτότυπο αυθεντικό ηλεκτρονικό μήνυμα ουδόλως αναφερόταν στην Αιτήτρια αλλά στην εταιρεία Ousai Management Ltd, η οποία είναι εντελώς ξεχωριστή νομική οντότητα από την Αιτήτρια. Περαιτέρω, ότι δεν απέστειλε το επίδικο ηλεκτρονικό μήνυμα υπό την προσωπική του ιδιότητα αλλά εκ μέρους της διαχειριστικής επιτροπής του συγκροτήματος. Προς επιβεβαίωση δε των ισχυρισμών του, παρουσιάζει μετάφραση του αυθεντικού κινέζικου κειμένου στην ελληνική γλώσσα όπως μεταφράστηκε από ορκωτή μεταφράστρια. Παρουσιάζει ακόμα γνωμάτευση από καθηγήτρια της κινέζικης γλώσσας σύμφωνα με την οποία επιβεβαιώνεται η ορθή μετάφραση της κατονομαζόμενης στο επίδικο ηλεκτρονικό μήνυμα εταιρείας (Τεκμήρια 6 και 7 της ένορκης δήλωσης του κ. Παπακυριακού). Τα ζητήματα αυτά όμως θα εξεταστούν σε κατοπινό στάδιο της απόφασης μου.
Προχωρώ τώρα στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται, μέσω της ένορκης δήλωσης του κ. Γέρου, ότι η μετάδοση και διάδοση του περιεχομένου του επίδικου ηλεκτρονικού μηνύματος σε ευρύ κύκλο προσώπων προκάλεσε και συνεχίζει να της προκαλεί τεράστια ζημιά, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί σε χρήμα στο παρόν στάδιο.
Το Δικαστήριο εν πρώτοις έχει κατά νουν ότι στις περιπτώσεις δημοσίευσης δυσφημιστικών δημοσιευμάτων, η αποτίμηση των αποζημιώσεων σε τελικό στάδιο καθίσταται γενικά έργο δύσκολο αλλά και σύνθετο, συναρτώμενο από πολλούς παράγοντες, όπως η προσωπικότητα του δυσφημιζόμενου, η υπόληψή του στην κοινωνία, η φύση της δυσφήμισης, η αποτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας και η τυχόν επανάληψη της δυσφήμισης (Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ. κ.α. ν. Αλωνεύτη (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1863 και Χριστοδούλου ν. Αυξεντίου (2016) 1 Α.Α.Δ. 705). Στην προκείμενη όμως περίπτωση, αυτό το οποίο παρατηρώ είναι ότι δεν προσδιορίζεται καν σε τι συνίσταται η ζημιά την οποία υπέστη ή και υφίσταται η Αιτήτρια εξ αιτίας του δυσφημιστικού δημοσιεύματος, που θα ήταν για παράδειγμα η μείωση του κύκλου των εργασιών της ή η απώλεια ενδιαφερομένων ή υποψήφιων αγοραστών μονάδων του συγκροτήματος. Τέτοιοι ισχυρισμοί όμως ουδόλως προβάλλονται από την Αιτήτρια. Η κατά τον ανωτέρω γενικό και αόριστο τρόπο αναφορά σε τεράστια ζημιά που κατ’ ισχυρισμό υφίσταται η Αιτήτρια κάθε άλλο παρά επαρκής είναι προς ικανοποίηση του κριτηρίου της πρόκλησης ανεπανόρθωτης ή και ανυπολόγιστης ζημιάς.
Με γνώμονα τα όσα έχω παραθέσει πιο πάνω καταλήγω ότι η Αιτήτρια απέτυχε να ικανοποιήσει την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Ανεξάρτητα όμως από την ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο θα ήταν δίκαιο και πρόσφορο να οριστικοποιηθεί το εκδοθέν διάταγμα στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας. Στην υπόθεση C.T. Tobacco Limited v. Εταιρείας Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 853 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο ευαίσθητος χαρακτήρας ενός προσωρινού διατάγματος προϋποθέτει ότι η έκδοση του, σύμφωνα με το Δικαστή Lord Esher M.R. στην υπόθεση Coulson v. Coulson [1887] 3 TLR. 846, θα γίνεται μόνο στις πιο καθαρές περιπτώσεις. Όπως έχει επίσης τονίσει ο Δικαστής Lord Scarman στην υπόθεση The Exclusive Brethren case [1980] 3 All E.R. 161, 183,
″.. the prior restraint of publication, though occasionally necessary in serious cases, is a drastic interference with freedom of speech and should only be ordered where there is a substantial risk of grave injustice. I understand the test of ‘pressing social need’ as being exactly that.″
Σε ελεύθερη μετάφραση,
″Η προηγούμενη απαγόρευση της δημοσίευσης, άνκαι είναι αναγκαία σε σοβαρές υποθέσεις, αποτελεί μια δραστική επέμβαση στην ελευθερία του λόγου και θα πρέπει να εκδίδεται μόνο όταν υπάρχει ένας ουσιαστικός κίνδυνος σοβαρής αδικίας. Αντιλαμβάνομαι τον όρο πιεστική κοινωνική ανάγκη να σημαίνει ακριβώς αυτό.″
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ένα δικαστήριο θα προβεί στην έκδοση ενός παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος μόνο όταν,
(1) Η δήλωση είναι αναμφίβολα δυσφημιστική,
(2) Δεν υπάρχουν λόγοι που θα οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η δήλωση μπορεί να είναι αληθής,
(3) Δεν υπάρχει άλλη υπεράσπιση που μπορεί να πετύχει,
(4) Υπάρχει μαρτυρία πρόθεσης επανάληψης ή δημοσίευσης της δυσφήμισης (βλ. Gatley “On Libel and Slander” 9η Έκδοση, σελ.634).»
Απόλυτα σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Gatley On Libel and Slander, 8η έκδοση παρ. 1571, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«1571. Injunction granted only in clearest cases. Where the defendant continues to publish the false or defamatory words and immediate and irreparable injury to person or property is likely to result, the court has jurisdiction to grant an interlocutory injunction restraining the defendant from further publishing the words until the hearing of the action or until further order. But the jurisdiction is “of a delicate nature”, and will only by exercised with great caution, especially in cases of slander. It will not in general be exercised unless there is “strong prima facie evidence that the statement complained of is untrue.” for “until it is clear that an alleged libel is untrue, it is not clear that any right at all has been infringed.”»
( η υπογράμμιση είναι δική μου)
Όσον αφορά την υπό (1) ως άνω προϋπόθεση, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Μουλαζίμη (2007) 1 Α.Α.Δ. 78, η έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος δικαιολογείται μόνον στις πιο έκδηλες περιπτώσεις, όταν το δημοσίευμα όχι μόνο μπορεί να κριθεί ως δυσφημιστικό αλλά το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιείται ότι αναπόφευκτα θα καταλήξει σε συμπέρασμα ότι ήταν δυσφημιστικό.
Στην υπό εξέταση υπόθεση το Δικαστήριο, εξετάζοντας τη συνδρομή της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32, κατέληξε ότι το επίδικο δημοσίευμα εκ πρώτης όψεως είναι δυσφημιστικό για την Αιτήτρια. Όμως, έχοντας κατά νου τους προβαλλόμενους εκ μέρους του Εναγόμενου ισχυρισμούς και ειδικότερα το ότι το αυθεντικό ηλεκτρονικό μήνυμα στην κινέζικη γλώσσα ουδόλως αναφέρεται στην Αιτήτρια αλλά στην εταιρεία Ousai Management Ltd, η οποία είναι ξεχωριστή νομική οντότητα, περαιτέρω δε ότι η μετάφραση του αυθεντικού ηλεκτρονικού μηνύματος στην ελληνική γλώσσα, όπως αυτή παρουσιάζεται από την Αιτήτρια, δεν είναι ορθή, δεν θα μπορούσα από αυτό το στάδιο να προδικάσω ποια από τις δύο εκδοχές το Δικαστήριο θα κάμει αποδεκτή σε τελικό στάδιο, ειδικότερα δε ότι θα απορρίψει την εκδοχή του Εναγόμενου, καταλήγοντας σε τελικό συμπέρασμα ότι το αυθεντικό ηλεκτρονικό μήνυμα αναφέρεται πράγματι στην Αιτήτρια (Κουππα ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λίμιτεδ κ.α., (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1665). Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε στο στάδιο αυτό να καταλήξει σε εύρημα ότι το επίδικο δημοσίευμα είναι, χωρίς αμφιβολία, δυσφημιστικό για την Αιτήτρια.
Αναφορικά με την υπό (2) ως άνω προϋπόθεση, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Μουλαζίμη (ανωτέρω), όταν ο εναγόμενος προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι δηλώσεις του είναι αληθείς, το Δικαστήριο δεν θα εκδώσει το προσωρινό διάταγμα εκτός αν πειστεί ότι η υπεράσπιση της αλήθειας δεν μπορεί να πετύχει. Υιοθετήθηκε δε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Harakas and Others v. Baltic Mercantile and Shipping Exchange Ltd and Another [1982] 2 All E.R. 701 (σε ελεύθερη μετάφραση):
«Αυτό το δικαστήριο ουδέποτε εκδίδει ένα απαγορευτικό διάταγμα αναφορικά με ένα λίβελλο όταν ο εναγόμενος λέει ότι οι λέξεις ανταποκρίνονται προς την αλήθεια και ότι θα τις δικαιολογήσει.»
Στην υπό εξέταση υπόθεση, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται, μέσω της ένορκης δήλωσης του κ. Παπακυριακού, ότι τα όσα αναφέρονται στο επίδικο αυθεντικό ηλεκτρονικό μήνυμα είναι απόλυτα αληθή, αποτελούν δε ακριβοδίκαιη, ακριβή και σύγχρονη αναφορά των όσων είχαν λεχθεί, πραχθεί ή επιδειχθεί κατά την δικαστική διαδικασία στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης υπ’ αριθμό 3205/2024 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Αναμφίβολα, το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό της διαδικασίας δεν θα μπορούσε να προβεί σε οποιοδήποτε εύρημα ή ακόμα και σε σχόλιο ότι η υπεράσπιση της αλήθειας, την οποία προτίθεται να προβάλει ο Εναγόμενος δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Κάτι τέτοιο θα ήταν απαράδεκτο για το λόγο ότι θα ισοδυναμούσε με εκ των προτέρων αξιολόγηση μαρτυρίας η οποία δεν έχει τεθεί ακόμα ενώπιον του Δικαστηρίου. Όπως δε αναφέρεται και στο σύγγραμμα Gatley On Libel and Slander (ανωτέρω) «It will not in general be exercised unless there is “strong prima facie evidence that the statement complained of is untrue”». Αναμφίβολα, τέτοια δυνατή εκ πρώτης όψεως μαρτυρία, ότι το επίδικο δημοσίευμα είναι ψευδές, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Αναφορικά με την υπό (3) προϋπόθεση, παραπέμπω και πάλι στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Μουλαζίμη (ανωτέρω), όπου αναφέρθηκε ότι το Δικαστήριο δεν θα εκδώσει ένα προσωρινό διάταγμα για τη μη επανάληψη μιας δυσφήμισης όταν η απειλούμενη δυσφήμιση μπορεί να είναι προνομιούχος, εκτός από περιπτώσεις στις οποίες αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος ενεργεί κακόπιστα (maliciously). Το άρθρο 21 του Κεφ.148 προνοεί τα ακόλουθα:
«21(1) Η δημoσίευση δυσφημιστικού δημoσιεύματoς είvαι πρovoμιoύχα, υπό τηv επιφύλαξη ότι έγιvε καλή τη πίστει, στις ακόλoυθες περιπτώσεις, δηλαδή-
(α) αv η σχέση μεταξύ τoυ πρoσώπoυ από τo oπoίo και τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση είvαι τέτoια ώστε τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε vα τελεί υπό voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα δημoσιεύσει αυτό πρoς τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση και o τελευταίoς έχει αvτίστoιχo συμφέρov στη λήψη τoυ δημoσιεύματoς ή τo πρόσωπo πoυ δημoσίευσε έχει έvvoμo πρoσωπικό συμφέρov πoυ χρειάζεται πρoστασία, και τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση τελεί υπό αvτίστoιχo voμικό, ηθικό ή κoιvωvικό καθήκov vα πρoστατεύσει τo εv λόγω συμφέρov:
Νoείται ότι η δημoσίευση δεv υπερβαίvει είτε κατ' έκταση είτε κατ' oυσία τo εύλoγα επαρκές υπό τις περιστάσεις.
(β) αv τo δημoσίευμα είvαι μoμφή η oπoία πρoσάπτεται από κάπoιo κατά της συμπεριφoράς άλλoυ, ως πρoς oπoιoδήπoτε θέμα σε σχέση με τo oπoίo o πρώτoς έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ, ή ως πρoς τo χαρακτήρα τoυ άλλoυ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή͘
(γ) αv τo δημoσίευμα είvαι καταγγελία ή κατηγoρία από πρόσωπo εvαvτίov άλλoυ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτoύ σε oπoιoδήπoτε θέμα, ή σε σχέση με τo χαρακτήρα αυτoύ στo μέτρo πoυ εκδηλώvεται στη συμπεριφoρά αυτή, η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει εξoυσία, συμβατικά ή άλλως πως, επί τoυ άλλoυ αυτoύ πρoσώπoυ σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα, ή η oπoία έγιvε σε πρόσωπo πoυ έχει με vόμo εξoυσία vα διερευvά τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα ή vα δέχεται καταγγελίες σε σχέση με τη συμπεριφoρά αυτή ή θέμα͘
(δ) αv τo δημoσίευμα δημoσιεύεται για τηv πρoστασία τωv δικαιωμάτωv ή τωv συμφερόvτωv τoυ πρoσώπoυ πoυ τo δημoσιεύει, ή τoυ πρoσώπoυ πρoς τo oπoίo γιvόταv η δημoσίευση, ή κάπoιoυ τρίτoυ για τov oπoίo εvδιαφέρεται τo πρόσωπo πρoς τo oπoίo έγιvε η δημoσίευση͘
(ε) αv τo δημoσίευμα είvαι ακριβoδίκαιη και ακριβής αvαφoρά αυτώv πoυ έχoυv λεχθεί, πραχθεί ή δημoσιευτεί σε oπoιoδήπoτε voμoθετικό σώμα τo oπoίo δυvατό vα ιδρυθεί στo μέλλov.
(2) Η δημoσίευση δυσφημηστικoύ δημoσιεύματoς δεv θεωρείται ότι έγιvε καλή τη πίστει από πρόσωπo εvτός της έvvoιας τoυ εδαφίoυ (1), τoυ άρθρoυ αυτoύ, αv καταδειχθεί ότι-
(α) Τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός δεv πίστευε αυτό ως αληθές͘ ή
(β) τo δημoσίευμα ήταv αvαληθές, και αυτός πρoέβηκε στη δημoσίευση χωρίς vα καταβάλει εύλoγη φρovτίδα για τηv εξακρίβωση τoυ αληθoύς ή τoυ αvαληθoύς αυτoύ͘ ή
(γ) πρoβαίvovτας στη δημoσίευση, εvήργησε με σκoπό βλάβης τoυ πρoσώπoυ πoυ δυσφημείται σε βαθμό σημαvτικά μεγαλύτερo ή κατά τρόπo σημαvτικά διαφoρετικό τoυ εύλoγα αvαγκαίoυ για τo κoιvό συμφέρov ή για τηv πρoστασία τoυ ιδιωτικoύ δικαιώματoς ή συμφέρovτoς σε σχέση με τo oπoίo αξιώvει πρovόμιo.»
Στην προκείμενη περίπτωση, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται, μέσω της ένορκης δήλωσης του κ. Παπακυριακού, ότι το πρωτότυπο αυθεντικό ηλεκτρονικό μήνυμα συνιστά προνομιούχο δημοσίευμα καθότι το απέστειλε εκ μέρους της διαχειριστικής επιτροπής του συγκροτήματος σε συγκεκριμένα πρόσωπα, ήτοι τους λοιπούς ενοίκους αυτού, καλόπιστα και προς ενημέρωση τους, εφόσον αυτοί είχαν άμεση επαγγελματική σχέση με τα καταδικασθέντα μέρη και δυνατό να επηρεάζονταν από τη συγκεκριμένη δικαστική απόφαση. Σκοπός δε της αποστολής του ήταν η προστασία των συλλογικών συμφερόντων και δικαιωμάτων των ιδιοκτητών των μονάδων του συγκροτήματος, ο ίδιος δε είχε συμφέρον να προβεί στην εν λόγω επικοινωνία και οι παραλήπτες αντίστοιχο ενδιαφέρον να τη παραλάβουν.
Έχω την ταπεινή άποψη ότι τα όσα ανωτέρω προβάλλονται, κάθε άλλο παρά καθιστούν ως απομακρυσμένη την πιθανότητα ο Εναγόμενος να πετύχει στην υπεράσπιση της προνομιούχου δημοσίευσης του επίδικου αυθεντικού ηλεκτρονικού μηνύματος.
Καθ’ όσον αφορά την κακοπιστία του Εναγόμενου, όπως έχει νομολογηθεί, αυτή θα πρέπει να είναι έκδηλη και απόλυτα ολοκληρωτική (absolutely overwhelming) για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να επέμβει με την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος (Herbage v. Pressdram [1984] 1 W.L.R. 1160). Αναμφίβολα, το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό δεν θα μπορούσε να προβεί σε ένα τέτοιο συμπέρασμα περί τυχόν κακοπιστίας του Εναγόμενου.
Όσον αφορά την τελευταία προϋπόθεση, όπως και πάλι αναφέρθηκε στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Μουλαζίμη (ανωτέρω), το Δικαστήριο για να προβεί στην έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος πρέπει να πειστεί ότι υπάρχει πρόθεση εκ μέρους του εναγόμενου επανάληψης της δυσφήμισης. Η πρόθεση μπορεί να αποδειχθεί με δηλώσεις ή απειλές εκ μέρους του εναγόμενου.
Στην προκείμενη περίπτωση η Αιτήτρια ισχυρίζεται, μέσω της ένορκης δήλωσης του κ. Γέρου, ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση προβαίνει σε επανάληψη της διάδοσης του δυσφημιστικού δημοσιεύματος σε κινέζους κυρίως, οι δε πληροφορίες του από τους κινέζους αγοραστές του συγκροτήματος είναι ότι ο Εναγόμενος επαναλαμβάνει τη διάδοση του δημοσιεύματος. Έχω την ταπεινή άποψη ότι οι ανωτέρω προβαλλόμενοι εκ μέρους της Αιτήτριας ισχυρισμοί διαπνέονται από γενικότητα και αοριστία, καθότι ουδόλως προσδιορίζεται σε ποια συγκεκριμένα πρόσωπα, πέραν των ιδιοκτητών μονάδων του συγκροτήματος, αποστάληκε το επίδικο δημοσίευμα. Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι η Αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει ότι υπάρχει πρόθεση ή κίνδυνος επανάληψης της δυσφήμισης εκ μέρους του Εναγόμενου.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Για τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της οριστικοποίησης του εκδοθέντος διατάγματος. Συνεπώς, η Αίτηση θα απορριφθεί και το εκδοθέν διάταγμα θα ακυρωθεί.
Όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπω λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Εναγόμενος.
Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου – Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας – Αιτήτριας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Το προσωρινό διάταγμα ακυρώνεται.
(Υπ.) ……………………………….
Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο