Andreas Heracleous Consultant Engineers Limited κ.α. ν. Ματθαίος Ιωάννου Έτοιμο Μπετόν Λτδ, Αρ. Αγωγής: 284/2014, 4/3/2025
print
Τίτλος:
Andreas Heracleous Consultant Engineers Limited κ.α. ν. Ματθαίος Ιωάννου Έτοιμο Μπετόν Λτδ, Αρ. Αγωγής: 284/2014, 4/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 284/2014

 

Μεταξύ:

 

1.    Andreas Heracleous Consultant Engineers Limited

2.    Ανδρέα Ηρακλέους

 

Ενάγοντες

-και-

 

                         

                        Ματθαίος Ιωάννου Έτοιμο Μπετόν Λτδ

                                                                                 

                                                                                    Εναγομένη

……………………………….

 

Ημερομηνία: 4.3.2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Ενάγοντες:  Ο κ. Π. Παυλίδης για Karapatakis Pavlides LLC

 

Για Εναγομένη : Ο κ. Σ. Θεοφάνους για Ν.Pirillides & Associates LLC 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Αντικείμενο της παρούσας αγωγής είναι η αξίωση των Εναγόντων ως προς το υπόλοιπο της αμοιβής τους, στη βάση της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, και/ή διαζευκτικά στη βάση εύλογης αμοιβής που δικαιούνται σε σχέση με υπηρεσίες που παρείχαν στην Εναγομένη. 

 

Ειδικότερα, οι Ενάγοντες αξιώνουν, από κοινού, το ποσό των €230.400, πλέον Φ.Π.Α. (ως αυτό περιορίστηκε στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας), ως την συμφωνηθείσα αμοιβή τους, για την εκπόνηση αρχιτεκτονικής και στατικής μελέτης, καθώς και την επίβλεψη των κατασκευαστικών εργασιών σε εργοστάσιο κατασκευής και ή ετοιμασίας έτοιμου σκυροδέματος που η Εναγομένη  ανήγειρε στην περιοχή Ύψωνα Λεμεσού. 

 

 

Πρώτα όμως μια σύντομη περιγραφή των διαδίκων. 

 

Η Ενάγουσα 1, εταιρεία με έδρα τη Λεμεσό, ασχολείται μεταξύ άλλων με την παροχή υπηρεσιών αρχιτεκτόνων και πολιτικών μηχανικών καθώς και με την ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων, ετοιμασίας στατικών μελετών και την επίβλεψη οικοδομικών εργασιών. 

 

Ο Ενάγοντας 2 είναι αρχιτέκτονας – πολιτικός μηχανικός, δεόντως εγγεγραμμένος στο Ε.Τ.Ε.Κ. Κατά τον επίδικο χρόνο ήταν διευθυντής και μέτοχος της Ενάγουσας 1. 

 

Η Εναγόμενη ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την κατασκευή και πώληση έτοιμου σκυροδέματος. 

 

Είναι η βασική δικογραφημένη εκδοχή των Εναγόντων, ως αυτή προωθήθηκε και κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι η αμοιβή τους σε σχέση με τις προσφερθείσες υπηρεσίες της στην Εναγομένη θα ισούται με ποσοστό 6% επί του τελικού ποσού δαπάνης, πλέον Φ.Π.Α., που θα απαιτείτο για την κατασκευή του εργοστασίου. 

 

Το ποσοστό αυτό θα διαιρείτο ως ακολούθως:  α) 3% για την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων, β) 2% για την εκπόνηση των στατικών σχεδίων και της στατικής μελέτης, γ) 1% για την επίβλεψη των κατασκευαστικών εργασιών.  Σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή των Εναγόντων, το συνολικό κόστος κατασκευής του εργοστασίου ανήλθε στο ποσό των €4.370.000, πλέον Φ.Π.Α. Η Εναγομένη τους οφείλει, στην βάση της πιο πάνω συμφωνίας, το ποσό των  €230.400, πλέον Φ.Π.Α, αφαιρουμένων των ποσών που ήδη τους έχει καταβάλει. 

 

Η Εναγόμενη από την άλλη αρνείται την οποιαδήποτε αξίωση των Εναγόντων.  Εγείρει καταρχάς ένα διαδικαστικό ζήτημα.   Αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι επειδή η Ενάγουσα 1 δεν ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, αδειούχος αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός, η οποιαδήποτε συμφωνία που κατάρτισε με την Εναγόμενη είναι παράνομη και εξ υπαρχής άκυρη.  Συνεπακόλουθα η Ενάγουσα 1 δεν μπορεί να αξιώνει οποιαδήποτε αμοιβή από την Εναγόμενη.  Ούτε όμως από την άλλη ο Ενάγοντας 2, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις της, νομιμοποιείται να αξιώνει οποιοδήποτε ποσό από την Εναγομένη, εφόσον η οποιαδήποτε μεταξύ τους συμφωνία έγινε με την Ενάγουσα 1 και όχι με τον Ενάγοντα 2 προσωπικά, ο οποίος εκπροσωπούσε κατά τον επίδικο χρόνο την πρώτη, υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της. 

 

Σε σχέση με την ουσία των αξιώσεων των Εναγόντων αποτελεί βασική της θέση ότι το τελικό κατασκευαστικό κόστος του εργοστασίου ανήλθε στο ποσό των €585,994.138, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Η αμοιβή της Ενάγουσας 1 επομένως ανήλθε στη βάση του ποσοστού 6% επί του τελικού κόστους του έργου, στο ποσό των €39.157,50, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α..  Το εν λόγω ποσό εξοφλήθηκε πλήρως από την Εναγομένη και συνεπακόλουθα αυτή ουδεμία οφειλή έχει προς την Ενάγουσα 1. 

 

Προτού προσδιοριστούν τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής αλλά και προτού παρατεθεί η ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία, κρίνω ορθότερο να παραθέσω τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα όπως προέκυψαν, είτε μέσω παραδεκτών γεγονότων είτε μέσω της μη αμφισβητούμενης και αναντίλεκτης μαρτυρίας.

 

Αυτά είναι τα ακόλουθα: 

 

Αποτελεί κοινό τόπο των μερών ότι η Εναγομένη συμφώνησε με την Ενάγουσα 1, όπως η τελευταία εκπονήσει αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια, τη στατική μελέτη καθώς και την επίβλεψη των εργασιών για την ανέγερση του εργοστασίου. Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό να αναφέρω όμως ότι το ακριβές περιεχόμενο της μεταξύ τους συμφωνίας, ποια ήταν τα συμβαλλόμενα μέρη αυτής, η αμοιβή της Ενάγουσας 1 καθώς και το τελικό κόστος της κατασκευής του εργοστασίου, βάση του οποίου θα υπολογιζόταν η αμοιβή της τελευταίας, αποτελούν επίδικα ζητήματα στην παρούσα αγωγή εφόσον σε σχέση με αυτά υπάρχει διάσταση μεταξύ των μερών.

 

Στις 8.1.2007 η Εναγόμενη υπέγραψε στον Ενάγοντα 2, σε σχετικό έντυπο του Ε.Τ.Ε.Κ, έντυπο εξουσιοδότησης εντολέα σε εγγεγραμμένους μηχανικούς (Τεκμήριο 4) για παροχή υπηρεσιών. Στην εν λόγω εξουσιοδότηση καταγράφεται ότι το ποσοστό αμοιβής του Ενάγοντα 2 ανέρχεται σε ποσοστό 6% επί του τελικού κόστους τους έργου. 

 

Η υπογραφή της εν λόγω εξουσιοδότησης ήταν αναγκαία εφόσον αυτή κατατίθεται μαζί με την αίτηση που καταχωρείται στις αρμόδιες αρχές για την έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής.  Μαζί με την εξουσιοδότηση κατατέθηκαν και σχετικές βεβαιώσεις  του ΕΤΕΚ (Τεκμήρια  5 και 6), ότι δηλαδή ο Ενάγοντας 2 μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες αναφορικά με αρχιτεκτονική εργασία και εργασία πολιτικού μηχανικού. 

 

Στις 8.1.2007 κατατέθηκε από την Εναγόμενη αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής (Τεκμήριο 7).  Μαζί με την αίτηση κατατέθηκαν, για σκοπούς έκδοσης τόσο της πολεοδομικής άδειας όσο και της άδειας οικοδομής, τα αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια που οι Ενάγοντες εκπόνησαν για την ανέγερση του εργοστασίου (Τεκμήριο 8 κατατέθηκαν τα αρχιτεκτονικά σχέδια και ως Τεκμήριο 9 τα στατικά σχέδια). 

 

Στις 18.9.2007 η Επαρχιακή  Διοίκηση Λεμεσού με επιστολή της προς την Εναγόμενη (Τεκμήριο 10) της ανέφερε ότι η αίτηση της για έκδοση άδειας οικοδομής σε σχέση με την ανέγερση του εργοστασίου μελετάται.

 

Μετά από απαίτηση της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού, η Ενάγουσα 1 ετοίμασε έκθεση παροχής απόψεων (Τεκμήριο 11). 

 

Στις 22.2.2008 κατατέθηκε από την Εναγόμενη αίτηση για χορήγηση περιβαλλοντικής έγκρισης για την κατασκευή του εργοστασίου (Τεκμήριο 12).

 

Στις 19.6.2008 εκδόθηκε από τις αρμόδιες αρχές η άδεια οικοδομής για την κατασκευή του εργοστασίου (Τεκμήριο 13). 

 

Ενόψει των πιο πάνω αποδεκτών γεγονότων και έχοντας υπόψιν την εκδοχή της κάθε πλευράς τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως: 

 

α)  Ποια ήταν τα συμβαλλόμενα μέρη που κατάρτισαν συμφωνία για την παροχή των επίδικων προσφερθείσων υπηρεσιών προς την Εναγομένη. Ειδικότερα, ενόψει των θέσεων που η Εναγομένη προβάλλει, κατά πόσο η Ενάγουσα 1 ή ο Ενάγοντας 2 ή από κοινού και οι δύο, νομιμοποιούνται να αξιώνουν από την Εναγόμενη οποιοδήποτε ποσό για την αμοιβή τους.

 

β)  Ποια ήταν η μεταξύ των μερών συμφωνία, τι αυτή περιλάμβανε καθώς και ποια ήταν η συμφωνηθείσα αμοιβή των πιο πάνω προσώπων, αναλόγως της απάντησης που θα δοθεί από το Δικαστήριο σε σχέση με το πιο πάνω ερώτημα.

 

γ)  Ποιο ήταν το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου στη βάση των οποίων θα υπολογιζόταν η σχετική αμοιβή των πιο πάνω προσώπων και

 

δ)  Ποιο ποσό έχει καταβληθεί από την Εναγομένη μέχρι και σήμερα, καθώς και εάν η τελευταία οφείλει να καταβάλει οποιαδήποτε επιπρόσθετη αμοιβή. 

 

Η ακροαματική διαδικασία ήταν σύντομη.  Προς απόδειξη της υπόθεσης των Εναγόντων μαρτυρία έδωσε μόνο ο Ενάγοντας 2 (Μ.Ε.1), ενώ εκ μέρους της Εναγομένης μαρτυρία έδωσε μόνο ο διευθυντής της, ο κ. Ματθαίος Ιωάννου (Μ.Υ.1).    

 

Ποια μέρη είχαν καταρτίσει συμφωνία και ποιο πρόσωπο δικαιούται να αξιώνει αμοιβή από την Εναγομένη

 

Eπί του προκειμένου ήταν η θέση του Μ.Ε.1, μέσω της γραπτής του δήλωσης (Τεκμήριο 1) αλλά και μέσω της προφορικής του μαρτυρίας, ότι η Ενάγουσα 1 είναι εταιρεία, η οποία κατά τον επίδικο χρόνο εκπονούσε αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια.  Ο ίδιος ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός, δεόντως εγγεγραμμένος στο Ε.Τ.Ε.Κ.  Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 2 που ο εν λόγω μάρτυρας αυτός «είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο μελών του κλάδου Πολιτικής Μηχανικής» του Ε.Τ.Ε.Κ και ότι «δικαιούται να ετοιμάζει, να εκπονεί και να υπογράφει όλα τα σχέδια, σχεδιαγράμματα, μελέτες, συγγραφές, υπολογισμούς και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο, τα οποία υποβάλλονται δυνάμει του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου στην αρμόδια αρχή για την έκδοση άδειας οικοδομής σε σχέση με εργασία αρχιτέκτονα».  Ήταν η θέση του Μ.Ε.1 ότι τις υπηρεσίες του ως αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός τις προσέφερε, κατά τον επίδικο χρόνο, στην Εναγόμενη, μέσω της Ενάγουσας 1, της οποίας ήταν τότε διευθυντής και μέτοχος της.  Ως ισχυρίστηκε ο Μ.Ε.1 η Ενάγουσα 1 χρησιμοποιείτο από τον ίδιο για σκοπούς φορολογίας και τιμολόγησης μόνον, σύμφωνα με σχετικές συμβουλές που έλαβε από τους λογιστές του, αφού κατά τον επίδικο χρόνο ο περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Νόμος, Ν. 24/1996 δεν προνοούσε την εγγραφή εταιρειών στο μητρώο του.  Στη βάση των πιο πάνω, ήταν πάντοτε η θέση του, η Ενάγουσα 1, ως εταιρεία, δεν εμποδίζεται από του να αξιώνει μαζί με τον ίδιο, υπό την προσωπική του ιδιότητα, το υπόλοιπο της αμοιβής για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του προς την Εναγόμενη. 

 

Από την άλλη ο Μ.Υ.1 ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη καμία συμφωνία δεν κατάρτισε με τον Ενάγοντα 2 για την εκπόνηση αρχιτεκτονικών και στατικών σχεδίων.  Η μόνη συμφωνία που καταρτίστηκε ήταν μόνο με την Ενάγουσα 1, η οποία, κατά τον επίδικο χρόνο καταρτισμού της, εκπροσωπείτο από τον διευθυντή της, Ενάγοντα 2.  Στη βάση των δεδομένων αυτών ήταν η θέση της Εναγομένης ότι αφενός μεν η Ενάγουσα 1 δεν δικαιούται να αξιώνει οποιαδήποτε αμοιβή καθότι η τελευταία δεν ήταν κατά τον επίδικο χρόνο εγγεγραμμένη αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός στο Ε.Τ.Ε.Κ, αφετέρου δε ούτε και ο Ενάγοντας 2 νομιμοποιείται να αξιώνει από την Εναγόμενη οποιαδήποτε αμοιβή εφόσον μεταξύ τους δεν είχε καταρτιστεί οποιαδήποτε συμφωνία. 

 

Στην βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσας μαρτυρίας (έγγραφης και προφορικής) αποδέχομαι επί του προκειμένου την θέση και την εκδοχή του Μ.Ε.1 σε σχέση με το ζήτημα αυτό.

 

Εξηγώ ευθύς αμέσως το γιατί.

 

Καταρχάς, είναι αποδεκτό από τους Ενάγοντες ότι η Ενάγουσα 1 δεν ήταν εγγεγραμμένη στα μητρώα του Ε.Τ.Ε.Κ είτε ως αρχιτέκτονας είτε ως πολιτικός μηχανικός.  Ως προκύπτει επίσης από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία, η οποία επί της ουσίας δεν έχει αμφισβητηθεί από την Εναγομένη, ο Ενάγοντας 2 ήταν κατά τον επίδικο χρόνο πολιτικός μηχανικός με δικαίωμα να υπογράφει και αρχιτεκτονικά σχέδια στη βάση του περιεχομένου του Τεκμηρίου 2.  Ως εξήγησε ο Μ.Ε.1, του οποίου η μαρτυρία καθ’ οιονδήποτε τρόπο δεν έχει αμφισβητηθεί από την Εναγόμενη, ο λόγος που αναγράφεται τόσο στο εν λόγω Τεκμήριο καθώς και στις βεβαιώσεις του ΕΤΕΚ (Τεκμήριο 3), ότι ο ίδιος δηλαδή έχει άδεια άσκησης επαγγέλματος στο κλάδο Πολιτικής Μηχανικής και όχι αρχιτεκτονικής, είναι επειδή ο ίδιος είναι μεν πολιτικός μηχανικός, πλην όμως τα μέλη του Ε.Τ.Ε.Κ, τα οποία ήταν εγγεγραμμένα στον σχετικό κατάλογο, πριν την σύσταση του, είχαν δικαίωμα να εκπονούν αρχιτεκτονικά σχέδια και σχέδια μηχανικού.  Εξάλλου το γεγονός αυτό, δηλαδή το περί του ότι ο ίδιος είχε δικαίωμα να εκπονεί και αρχιτεκτονικά σχέδια επιβεβαιώνεται και από τα Τεκμήρια 5 και 6, αντιστοίχως, τα οποία συνοδεύουν την αίτηση που η Εναγομένη είχε καταθέσει για την εξασφάλιση της άδειας οικοδομής για την ανέγερση του εργοστασίου. 

 

Στη δε εντολή εξουσιοδότησης (Τεκμήριο 4), η οποία επίσης καταχωρίστηκε στα πλαίσια της αίτησης της Εναγομένης για την έκδοση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής για την ανέγερση του εργοστασίου, η Εναγόμενη εξουσιοδότησε προσωπικά τον ίδιο τον Ενάγοντα 2 (και όχι την Ενάγουσα 1), για την εκπόνηση της μελέτης (αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια).  Περαιτέρω, στην αίτηση για την έκδοση της άδειας οικοδομής (Τεκμήριο 7), αναφέρεται σε αυτή ως μελετητής του έργου για την κατασκευή του επίδικου εργοστασίου ο ίδιος ο Ενάγοντας 2 και όχι η Ενάγουσα 1.  Η εν λόγω αίτηση, πέραν από την υπογραφή της Εναγομένης, φέρει και την υπογραφή του Ενάγοντα 2 προσωπικά.  Επιπρόσθετα, τα αρχιτεκτονικά και στατικά σχέδια (Τεκμήρια 8 και 9, αντιστοίχως) φέρουν, πέραν από την υπογραφή της ίδιας της Εναγόμενης και την σφραγίδα της Ενάγουσας 1, και την υπογραφή του ίδιου του Ενάγοντα 2.

 

Συνεπακόλουθα, ενόψει των πιο πάνω απορρίπτω την εκδοχή του Μ.Υ 1 ότι καμία συμφωνία η Εναγομένη δεν κατάρτισε με τον Ενάγοντα 2 εφόσον η ύπαρξη των πιο πάνω Τεκμηρίων τον διαψεύδουν. Ενόψει της κατάληξης αυτής το αμέσως επόμενο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο η Ενάγουσα 1 νομιμοποιείται να αξιώνει από την Εναγομένη οποιαδήποτε αμοιβή.

 

Ως εξήγησε ο Μ.Ε.1, του οποίου τη μαρτυρία του επί του συγκεκριμένου ζητήματος αποδέχομαι, κατόπιν συμβουλών που έλαβε από τους λογιστές του, συστάθηκε η Ενάγουσα 1, η οποία ανέθετε στον Ενάγοντα 2 ως το εγγεγραμμένο μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ, να εκπονεί τις σχετικές μελέτες. Την οποιαδήποτε τιμολόγηση του Ενάγοντα 2 για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του, θα τις πραγματοποιούσε μέσω της Ενάγουσας 1, η οποία συστάθηκε μόνο για φορολογικούς σκοπούς και τιμολόγησης μόνο. Η Ενάγουσα 1 ανέθετε στον Ενάγοντα 2 να εκπονήσει τις σχετικές υπηρεσίες και τιμολογούσε αυτές εκ μέρους της.  Εξ ου και στα αρχιτεκτονικά σχέδια (Τεκμήριο 16), στην τελευταία του σελίδα, η Εναγομένη, μέσω της υπογραφής της, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι επιβλέποντας μηχανικός στο έργο ήταν ο Ενάγοντας 2, ο οποίος υπέγραψε και τοποθέτησε τη δική του σφραγίδα. Σφραγίδα επίσης τοποθέτησε και η Ενάγουσα 1.

 

Ενόψει των πιο πάνω γεγονότων είναι αβίαστα που το Δικαστηρίου καταλήγει στο εύλογο συμπέρασμα ότι η μελέτη για την ανέγερση του εργοστασίου έγινε προσωπικά από τον Ενάγοντα 2, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ και είχε το δικαίωμα να εκπονήσει την σχετική μελέτη. Επομένως ο ίδιος, στην βάση των πιο πάνω, μπορούσε να χρεώνει και να τιμολογήσει την Εναγόμενη για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του.  Ο Ενάγοντας 2 όμως ως εξήγησε με πειστικό τρόπο για σκοπούς τιμολόγησης και φορολογίας χρησιμοποιούσε την Ενάγουσα 1.  Η δε Ενάγουσα 1 προσέφερε υπηρεσίες στην Εναγομένη, δια μέσου του Ενάγοντα 2, και αποτελούσε παρά μόνο «το όχημα» του Ενάγοντα 2 για την έκδοση τιμολογίων. Ο Ενάγοντας 2 προσέφερε τις υπηρεσίες του μέσω της Εναγομένης 2 για σκοπούς φορολογικούς. H Ενάγουσα 1 θα λάμβανε την σχετική αμοιβή και στην συνέχεια θα αμοίβετο ο Ενάγοντας 2 για τις υπηρεσίες του. Καμία νομοθετική πρόνοια δεν εμπόδιζε τον Ενάγοντα 2 να τιμολογεί την αμοιβή του για τις προσφερθείσες υπηρεσίες του μέσω της Ενάγουσας 1, εξου και τα οποιαδήποτε προτιμολόγια και τιμολόγια (Τεκμήρια 18, 19 και 20, αντιστοίχως) εκδόθηκαν από την Ενάγουσα 1. Η Εναγόμενη, στη βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, ουδόλως με καθ’ οιονδήποτε τρόπο αντέδρασε ότι η Ενάγουσα 1 δεν νομιμοποιείται, στην βάση του ότι η ίδια δεν ήταν κατά τον επίδικο χρόνο μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ., να αξιώνει οποιαδήποτε αμοιβή. Και όχι μόνο δεν αντέδρασε αλλά αντιθέτως προχώρησε και με την πληρωμή τους. 

 

Ούτε και με κάθε σεβασμό με βρίσκει σύμφωνο η θέση της Εναγομένης, μέσω της κατά τα άλλα εμπεριστατωμένης γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της, ότι η συμφωνία που καταρτίστηκε μεταξύ της Ενάγουσας 1 και της Εναγόμενης ήταν εξ υπαρχής άκυρη λόγω παρανομίας στη βάση του ότι η πρώτη δεν ήταν εγγεγραμμένο μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ.   Οι υπηρεσίες προσφέρθηκαν από τον Ενάγοντα 2, νόμιμα εγγεγραμμένο μέλος του ΕΤΕΚ και ο οποίος ήταν το μόνο πρόσωπο που δικαιούτο να εκπονεί μελέτες, ενώ η οποιαδήποτε χρέωση του για τις υπηρεσίες του γινόταν διαμέσου της Ενάγουσας 1. Κατά τον επίδικο χρόνο με βάση το περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο, Ν. 24/1990 δεν προνοείτο η εγγραφή εταιρειών για σκοπούς εκπόνησης αρχιτεκτονικών και στατικών σχεδίων.  Ούτε και παρεμποδίζετο με βάση την σχετική νομοθεσία το οποιοσδήποτε εγγεγραμμένος μέλος του Ε.Τ.Ε.Κ να χρεώσει τις υπηρεσίες του μέσω νομικού προσώπου.  Με τον τροποποιητικό νόμο 101(Ι)/2012 επιτρέπεται πλέον η σύσταση και εγγραφή εταιρειών στα μητρώα του ΕΤΕΚ για την παροχή τέτοιων υπηρεσιών.

 

Στην υπόθεση Βασιλαράς Αβίβος και Άλλη ν. Α/φοί Θράσου & Συνεργάτες (2003) 1 ΑΑΔ 1754 επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση με την οποία εκδόθηκε απόφαση για εύλογη αμοιβή ομόρρυθμης εταιρείας για την παροχή αρχιτεκτονικής και στατικής μελέτης που η τελευταία εκπόνησε.

 

Συνεπώς η απάντηση του Δικαστηρίου στο εν λόγω ερώτημα είναι ότι και οι δύο Ενάγοντες, από κοινού, νομιμοποιούνται να αξιώνουν αμοιβή από την Εναγομένη εφόσον οι υπηρεσίες προς αυτήν παρασχέθηκαν από τον Ενάγοντα 2, ως εγγεγραμμένο μέλος του Ε.Τ.ΕΚ, ενώ η τιμολόγηση έγινε από την Ενάγουσα 1.  Παρά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, αναφέρω παρεμφερώς ότι ακόμη και αν κατέληγα στο συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα 1 δεν νομιμοποιείται να αξιώσει την οποιαδήποτε αμοιβή από την Ενάγουσα, αμοιβή σε κάθε περίπτωση θα δικαιούται να αξιώσει μόνο ο Ενάγοντας 2 εφόσον, κατά τον επίδικο χρόνο, αυτός ήταν μέλος του ΕΤΕΚ και ήταν το πρόσωπο που ετοίμασε τις σχετικές μελέτες για την κατασκευή του έργου στην βάση του εντύπου εξουσιοδότησης εντολέα (Τεκμήριο 4) που η Εναγομένη υπέγραψε.

 

Επομένως η απάντηση στο ερώτημα (α) ανωτέρω είναι ότι οι Ενάγοντες, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, μπορούν και νομιμοποιούνται από κοινού, ενόψει των πιο πάνω, να αξιώσουν αμοιβή από την Εναγομένη. 

 

 

Ποια ήταν η μεταξύ των μερών συμφωνία, τι αυτή περιελάμβανε καθώς και ποια ήταν η συμφωνηθείσα αμοιβή των Εναγόντων

 

Παραθέτω εν συντομία τη σχετική μαρτυρία που προσκομίστηκε σε σχέση με ζήτημα αυτό.

 

Ήταν η επί του προκειμένω θέση του Μ.Ε.1 ότι το 2006 οι Ενάγοντες συμφώνησαν προφορικά με την Εναγόμενη ότι θα τους παρείχαν τις υπηρεσίες εκπόνησης αρχιτεκτονικών σχεδίων, την εκπόνηση στατικής μελέτης και στατικών σχεδίων σε σχέση με την ανέγερση του εργοστασίου.  Συμφωνήθηκε επίσης μεταξύ των μερών ότι οι Ενάγοντες θα είχαν και την ευθύνη επίβλεψης των κατασκευαστικών εργασιών για την ανέγερση του εργοστασίου. 

 

Σε σχέση με την αμοιβή τους, ήταν πάντοτε η θέση του Μ.Ε 1, ότι συμφωνήθηκε πως αυτή θα ανέρχετο  σε ποσοστό  ίσο με το 6%, πλέον Φ.Π.Α, επί του συνολικού ποσού  το οποίο θα δαπανείτο  για την ανέγερση του εν λόγω εργοστασίου. Προς το σκοπό αυτό ο Μ.Ε.1 κατέθεσε το σχετικό έντυπο εξουσιοδότηση εντολής (Τεκμήριο 4), στο οποίο καταγράφεται η πιο πάνω συμφωνηθείσα αμοιβή που θα λάμβαναν οι Ενάγοντες. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, ήταν ρητός όρος της συμφωνίας των Εναγόντων με την Εναγόμενη, ότι το ποσό της αμοιβής των πρώτων θα καταβαλλόταν α) ποσό ίσο με το 3% πλέον Φ.Π.Α. της δαπάνης για την κατασκευή του έργου με την ολοκλήρωση των αρχιτεκτονικών σχεδίων, β) ποσό ίσο με το 2% (πλέον Φ.Π.Α.) της δαπάνης για την κατασκευή του έργου με την ολοκλήρωση της στατικής μελέτης και των στατικών σχεδίων, γ) ποσό ίσο με το 1% (πλέον Φ.Π.Α.) της δαπάνης για την κατασκευή του έργου με την ολοκλήρωση της επίβλεψης των κατασκευαστικών εργασιών.

 

Η πιο πάνω θέση του Μ.Ε.1 γίνεται αποδεκτή από τον Μ.Υ.1 στη γραπτή του δήλωση (παράγραφος 2 του Τεκμηρίου 30).  Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η εν λόγω αναφορά του Μ.Υ.1 στη γραπτή του δήλωση, δηλαδή του ότι συμφωνήθηκε με την Ενάγουσα 1 όπως η τελευταία ετοιμάσει την πιο πάνω μελέτη, συμπεριλαμβανομένης και της επίβλεψης των εργασιών για την κατασκευή του εργοστασίου μέχρι και την έκδοση του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, βρίσκεται σε αντίθεση με τις δικογραφημένες θέσεις της Εναγομένης.  Και τούτο γιατί με βάση το δικόγραφο της τελευταίας (βλέπε παράγραφο 4 της Υπεράσπισης), ήταν η επί του προκειμένου θέση της ότι «έχει συναφθεί μεταξύ Εναγόντων 1 και Εναγομένων συμφωνία για ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων για το εργοστάσιο …». Δηλαδή η δικογραφική θέση της Εναγομένης ήταν ότι η συμφωνία μεταξύ των Εναγόντων 1 αφορούσε την εκπόνηση μόνο αρχιτεκτονικών σχεδίων   Ούτε και στην Υπεράσπιση της Εναγομένης γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε σχέση με το πως θα υπολογιζόταν η αμοιβή τους.  Επομένως ο Μ.Υ.1, σε σχέση με τις δικογραφημένες θέσεις της Εναγομένης, παρουσίασε μια διαφορετική εκδοχή των γεγονότων στο Δικαστήριο, η οποία και μολύνει σε μεγάλο βαθμό την μαρτυρία του, σε συνάρτηση και με άλλους λόγους, οι οποίοι και αναλύονται κατωτέρω. Σε κάθε όμως περίπτωση η κατάρτιση στατικών σχεδίων (Τεκμήρια 9 και 24), η πληρωμή σχετικού τιμολογίου της Ενάγουσας 1 από την Εναγομένη σε σχέση με την εκπόνηση αυτών (Τεκμήριο 50)  αλλά και η ρητή παραδοχή του Μ.Υ 1 ότι ο Ενάγοντας 2 προέβη και σε επίβλεψη των εργασιών για την ανέγερση του εργοστασίου οδηγούν αβίαστα το Δικαστήριο να αποδεχθεί την εκδοχή του Μ.Ε 1 ως προς το ζήτημα αυτό.

 

Ενόψει των πιο πάνω, αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Ε.1 επί των πιο πάνω ζητημάτων και προβαίνω στα ανάλογα ευρήματα, για το ποια δηλαδή ήταν η μεταξύ των μερών συμφωνία, τι αυτή περιελάμβανε καθώς και το πως θα υπολογιζόταν η αμοιβή των Εναγόντων.

 

Ποιο ήταν το τελικό κόστος δαπάνης για την ανέγερση του εργοστασίου

 

Με δεδομένη την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου το αμέσως επόμενο κρίσιμο ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι ποιο ήταν πράγματι το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου εφόσον είναι στη βάση αυτού που θα υπολογιζόταν η αμοιβή των Εναγόντων για τις προσφρθείσες υπηρεσίες που παρείχαν στην Εναγομένη.  Επί τούτου υπάρχει μεγάλη απόκλιση των μερών.

 

Σημειώνω εξ αρχής ότι αποτελεί κοινό τόπο ότι οι κατασκευαστικές εργασίες για την ανέγερση του εργοστασίου ολοκληρώθηκαν περί το τέλος του 2010.  Σχετικό επί τούτου είναι το Τεκμήριο 27, το οποίο αποτελεί το γενικό χωροταξικό του εργοστασίου καθώς και το Τεκμήριο 45, το οποίο αποτελεί επιστολή του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας, ημερ. 24.11.2010,  σε σχέση με την αίτηση της Εναγομένης για εγγραφή του υποστατικού ως εργοστάσιο. Στα πλαίσια αυτά  πραγματοποιήθηκε στις 14.9.2010 επιθεώρηση σε αυτό από επιθεωρήτρια εργασίας.  

 

Σε σχέση με το ζητούμενο, ήταν η επί του προκειμένου θέση του Μ.Ε.1, μέσω της γραπτής του δήλωσης, ότι αρχικά ζητήθηκε από την Εναγομένη όπως ο ίδιος εκπονήσει σχέδια για ισόγειο κτίριο με εμβαδόν 105 τ.μ., κτίριο για service/συνεργείο των οχημάτων της Εναγομένης εμβαδού 288 τ.μ., εκσκαφές και περίφραξη από μεταλλικό κάγκελο.  Επίσης οι Ενάγοντες θα σχεδίαζαν βάση όπου θα τοποθετείτο το σιλό, μόνο όμως για σκοπούς άδειας, καθώς τα τελικά σχέδια του θα τα προσκόμιζε από το εξωτερικό η Εναγόμενη.  Στη βάση των πιο πάνω, ήταν πάντοτε η θέση του, ότι το αρχικό προϋπολογιζόμενο κόστος για την ανέγερση του θα ανέρχετο στο ποσό του €1.000.000, πλέον Φ.Π.Α.  Οι Ενάγοντες στην βάση των πιο πάνω ετοίμασαν την σχετική μελέτη (Τεκμήρια 8 και 9, αντιστοίχως). 

 

Στη συνέχεια η Εναγόμενη ζήτησε όπως ετοιμαστούν νέα τροποποιητικά σχέδια εφόσον επιθυμούσε να μεγαλώσει το κτίριο των γραφείων της, με εμβαδόν πλέον 270 τ.μ.  Οι Ενάγοντες ετοίμασαν και αυτά τα σχέδια (Τεκμήριο 21) .

 

Στη συνέχεια η Εναγόμενη ζήτησε από του Ενάγοντες να ετοιμάσουν επιπρόσθετα σχέδια για πρατήριο καυσίμων εντός του εργοστασίου, πράγμα το οποίο οι Ενάγοντες έπραξαν.  Μεταγενέστερα, η Εναγόμενη ζήτησε να τροποποιηθούν εκ νέου τα σχέδια, όπου το κτίριο το γραφείο της Εναγομένης έγινε πλέον διώροφο με συνολικό εμβαδόν 321 τ.μ., πράγμα το οποίο οι Ενάγοντες και πάλι έπραξαν (Τεκμήριο 23). 

 

Τέλος η Εναγομένη ζήτησε να τροποποιηθούν εκ νέου τα αρχιτεκτονικά σχέδια, φέροντας τα στη τελική μορφή που θα είχε το εργοστάσιο, μεγαλώνοντας επί της ουσίας το κτίριο του συνεργείου σε 888 τ.μ. (Τεκμήριο 22 πλήρες σετ αρχιτεκτονικών και στατικών σχεδίων που οι Ενάγοντες ετοίμασαν).  Αρχικά οι οδηγίες της Εναγομένης ήταν να σχεδιάσουν τα γραφεία και το συνεργείο του εργοστασίου.  Σε ότι αφορά την εκπόνηση μελέτης για το εργοστάσιο κατασκευής σκυροδέματος η Εναγόμενη τους ανέφερε ότι ο σχεδιασμός του εργοστασίου θα γινόταν στο εξωτερικό και θα τους έφερναν έτοιμα τα σχέδια.  Στη συνέχεια η Εναγόμενη τους ανέφερε ότι ο εν λόγω σχεδιασμός δεν θα γίνει στο εξωτερικό και ότι θα έπρεπε να τα ετοιμάσουν και αυτά οι Ενάγοντες,  πράγμα το οποίο και έπραξαν.  Το 2010 μετά από σχετική απαίτηση των αρμοδίων αρχών, τα αρχιτεκτονικά σχέδια έπρεπε να τροποποιηθούν ώστε να προστεθεί ο σταθμός στην ΑΗΚ στο χώρο του έργου.  Συμφώνησαν προφορικά με την Εναγόμενη να προχωρήσουν στην κατάθεση σχετικών αρχιτεκτονικών σχεδίων καθώς και στην ανάλογη τροποποίηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων του όλου κατασκευαστικού έργου, πράγμα και το οποίο έπραξαν (Τεκμήριο 16) λαμβάνοντας και σχετική αμοιβή (€300 πλέον Φ.Π.Α.).  Οι Ενάγοντες επέβλεψαν την επίβλεψη των κατασκευαστικών εργασιών από την έναρξη μέχρι και την τελική του αποπεράτωση.    

 

Ανάφερε περαιτέρω ότι το εργοστάσιο δεν κατασκευάστηκε στη βάση της άδειας οικοδομής του 2008 αφού η Εναγόμενη ζήτησε να μεγαλώσει ουσιαστικά το μέγεθος του εργοστασίου με αποτέλεσμα την τροποποίηση των σχεδίων.  Τα τελικά σχέδια του εργοστασίου είναι ως αυτά φαίνονται στα αρχιτεκτονικά σχέδια του 2011 (Τεκμήριο 22). 

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, ήταν πάντοτε η θέση του Μ.Ε.1, ότι το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου, στη τελική του μορφή, ανήλθε στο ποσό των €4.340.000 πλέον Φ.Π.Α.. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού ο εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε στο Δικαστήριο το Τεκμήριο 17, το οποίο αποτελεί πιστοποίηση που εξέδωσε και ετοίμασε ο ίδιος.  Ήταν η θέση του επί του προκειμένου ότι ο ίδιος γνωρίζει το τελικό κόστος για την πλήρη κατασκευή του εργοστασίου εφόσον αυτός, υπό την ιδιότητα του μελετητή, ετοίμαζε και υπέγραφε όλες τις πιστοποιήσεις, δηλαδή έντυπα επί των οποίων παρουσιάζονται αναλυτικά τα οικονομικά έξοδα για την εκτέλεση των κατασκευαστικών εργασιών, τα έξοδα των εκτελεσθείσων εργασιών καθώς και των υπολοιπόμενων εργασιών για την αποπεράτωση του έργου.  Οι εν λόγω πιστοποιήσεις, σύμφωνα πάντα με τις θέσεις του, παραδίδονταν και αποστέλλονταν στην Τράπεζα Κύπρου, μηνιαίως, από την οποία η Εναγόμενη είχε συνάψει δάνειο για την ανέγερση του εργοστασίου με σκοπό η πρώτη να αποδεσμεύσει την επόμενη δόση χρημάτων προς την δεύτερη. 

 

Ο Μ.Υ.1 ισχυρίστηκε σε σχέση με το ζήτημα αυτό ότι το τελικό κατασκευαστικό κόστος του εργοστασίου ανήλθε στο ποσό των €509.560,12 πλέον 15% Φ.Π.Α., δηλαδή €585.994,138.  Παρέθεσε αναλυτικά το κόστος του εργολάβου και των υπεργολάβων που δαπανήθηκαν από την Εναγομένη για την ανέγερση του εργοστασίου (Τεκμήρια 31 εώς 44).  Συνεπακόλουθα, ενόψει των πιο πάνω ο ισχυρισμός των Εναγόντων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

 

Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την προσαχθείσα μαρτυρία και την εκδοχή κάθε πλευράς σε σχέση με το ζήτημα αυτό. 

 

Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι αποδεκτό από την Εναγομένη το γεγονός ότι έγιναν διάφορες τροποποιήσεις στα αρχιτεκτονικά σχέδια (μέχρι το εργοστάσιο να λάβει την τελική του μορφή), κατόπιν απαίτησης της τελευταίας εφόσον επιθυμία της ήταν να μεγαλώσει κατά πολύ το μέγεθος του γραφειακού της χώρου. Πέραν του γεγονότος ότι η μαρτυρία αυτή του Μ.Ε 1 σε κανένα σημείο δεν έχει αμφισβητηθεί, ο ίδιος ο Μ.Υ 1 μάλιστα το αποδέχθηκε ρητώς κατά την αντεξέταση του.  Το αν δεν κατατέθηκαν τα τελικά σχέδια προς έγκριση στις αρμόδιες αρχές, ζήτημα που ο Μ.Υ 1 έθιξε, αλλά και για το ποιος φέρει την ευθύνη για το γεγονός αυτό δεν είναι ζήτημα που εν προκειμένω ενδιαφέρει το Δικαστήριο εφόσον δεν υπάρχει τέτοιος δικογραφικός ισχυρισμός από την Εναγομένη. Ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει είναι ότι αυτά πράγματι εκπονήθηκαν, κατόπιν απαίτησης της Εναγομένης προς τους Ενάγοντες.

 

Προχωρώντας στον πυρήνα της αξίωσης των Εναγόντων  δεν αποδέχομαι όμως την βασική εκδοχή του Μ.Ε 1 ότι η δαπάνη, στη βάση των πιο πάνω τροποποιημένων τελικών σχεδίων, για το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου της Εναγομένης ανήλθε στο ποσό των €4.340.000 πλέον Φ.Π.Α. Και τούτο γιατί θα ήταν ακροσφαλές για το Δικαστήριο, στην βάση της προσκομισθείσας από τους Ενάγοντες σχετική μαρτυρία, να καταλήξει με ασφάλεια σε ένα τέτοιο εύρημα.

 

Προχωρώ ευθύς αμέσως να εξηγήσω τους λόγους.   

 

Αποτελεί καταρχάς θέση του Μ.Ε 1 στην γραπτή του δήλωση (βλέπε παράγραφο 7), ότι στη βάση των αρχικών αρχιτεκτονικών σχεδίων που οι Ενάγοντες εκπόνησαν, σύμφωνα με τις οδηγίες της Εναγομένης, το αρχικό προυπολογιζόμενο κόστος ανέγερσης του εργοστασίου ανέρχετο στο ποσό των €1.000.000, πλέον ΦΠΑ. Η θέση του αυτή όμως, πέραν του γεγονότος ότι είναι αόριστη και ατεκμηρίωτη εφόσον κανένα στοιχείο δεν παράθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου που να τεκμηριώνει έστω και κατ’ ελάχιστο τον εν λόγω ισχυρισμό του, διαψεύδεται από την ίδια την εκδοθείσα άδεια οικοδομής (Τεκμήριο 13). Η εν λόγω άδεια εκδόθηκε στη βάση της αίτησης που υπέβαλε η Εναγομένη, φέροντας την υπογραφή και του εν λόγω μάρτυρα, στην βάση των σχεδίων που ετοίμασαν οι Ενάγοντες. Στην εν λόγω άδεια αναφέρεται ότι η δαπάνη ανάπτυξης και περίφραξής του εργοστασίου θα ανέρχετο στο ποσό των €392.978,33, πλέον Φ.Π,Α. Επομένως η θέση του αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

 

Επιπρόσθετα, αποτελεί, κοινό τόπο, ότι οι Ενάγοντες προχώρησαν, στην βάση της μεταξύ των μερών συμφωνίας και στην επίβλεψη των κατασκευαστικών εργασιών του έργου. Το γεγονός αυτό το αποδέχθηκε ρητώς ο Μ.Υ 1 στα πλαίσια της δικής του μαρτυρίας. Σε σχετικές ερωτήσεις όμως, στα πλαίσια της αντεξέτασης του, ο Μ.Ε 1 δεν ήταν σε θέση να πληροφορήσει το Δικαστήριο για τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που εκτέλεσαν τις οποιεσδήποτε εργασίες στο εργοστάσιο για την ανέγερση του εργοστασίου. Για παράδειγμα δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποια εταιρεία ανέλαβε ως εργολάβος την ανέγερση του εργοστασίου. Ανάφερε δε χαρακτηριστικά ότι η Εναγόμενη «έφερνε οποιονδήποτε για να δουλέψει».  Τα δε Τεκμήρια όμως που η Εναγομένη προσκόμισε στο Δικαστήριο (Τεκμήρια 31 εώς 44) τον διαψεύδουν πλήρως, εφόσον η τελευταία κατάρτισε συμφωνίες (είτε προφορικές είτε γραπτές), με διάφορα φυσικά και νομικά πρόσωπα για την εκτέλεση των σχετικών εργασιών. Ο ίδιος, ως επιβλέπων μηχανικός στο έργο, όφειλε να γνωρίζει τα πρόσωπα που εργάζονταν σε αυτό.

 

Και τούτο για δύο λόγους.

 

Ο πρώτος ήταν γιατί ο ίδιος ως το πρόσωπο, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την ορθή εκτέλεση των εργασιών, στην βάση των εκπονησθείσων σχεδίων, θα έπρεπε να τους γνωρίζει ώστε σε περίπτωση που αυτοί εκτελούσαν εργασίες, οι οποίες δεν ήταν σύμφωνα με αυτά, να ήταν σε θέση να δώσει τις ανάλογες οδηγίες για διόρθωση των οποιοδήποτε κατασκευαστικών λαθών. 

 

Ο δεύτερος λόγος ήταν γιατί η μη γνώση και άγνοια του ως προς τα πρόσωπα που εκτέλεσαν εργασίες για την ανέγερση του εργοστασίου, δημιουργεί στο Δικαστήριο εύλογα ερωτηματικά σε σχέση με το ζητούμενο, για το πως δηλαδή ο ίδιος κατέληξε στο συμπέρασμα ως προς το τελικό κόστος δαπάνης του έργου. Όταν δε του ζητήθηκε να αναφέρει στο Δικαστήριο ποια ήταν η αμοιβή του εκάστοτε προσώπου που εργάστηκε σε αυτό, το οποίο αποτελεί και ένα από τα δεδομένα ώστε ο ίδιος να ήταν σε θέση να εκτιμήσει και να υπολογίσει το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου, Μ.Ε 1 δεν ήταν σε θέση να πληροφορήσει το Δικαστήριο περί τούτου, αναφέροντας ότι δεν γνωρίζει (βλέπε σελίδα 25 των πρακτικών, ημερομηνίας 26.9.2024). Αποτελεί άξιον απορίας και είναι ένα ερώτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο, στη βάση των δεδομένων αυτών, πως ο ίδιος ετοίμασε και κατάρτισε το σχετικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 17), βάση του οποίου ως ο ίδιος ισχυρίστηκε, καταδεικνύει το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου. Στο εν λόγω πιστοποιητικό καταγράφεται, μεταξύ άλλων, και το μέχρι στιγμής κόστος της εκτελεσθείσας εργασίας. Για να δικαιολογήσει ότι η σχετική του πιστοποίηση (Τεκμήριο 17) ήταν ορθή ισχυρίστηκε (βλέπε σελίδα 26 των πρακτικών, ημερομηνίας 26.9.2024) ότι ο ίδιος ως ο μελετητής του έργου πιστοποίησε όλα τα ποσά των προσώπων που εργάστηκαν στο έργο και άρα ήταν γνώστης του κόστους των εκτελεσθείσων εργασιών. Πέραν του γεγονότος ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αναφέρει στο Δικαστήριο το κόστος αυτών, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο το ο,τιδήποτε που να καταδεικνύει ότι είχε στην κατοχή του οποιαδήποτε έγγραφα ή αποδείξεις για το κόστος εργασίας κάθε προσώπου που εργάστηκε στο έργο και επί ποιων δεδομένων στηρίχθηκε ώστε στη βάση αυτών να ετοίμαζε το Τεκμήριο 17. Κανένα έγγραφο και καμία συμφωνία δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο ώστε να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του.

  

Στην δε προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο ως προς τον ορθότητα των θέσεων του ισχυρίστηκε (βλέπε σελίδα 29 των πιο πάνω πρακτικών) ότι το Τεκμήριο 17, το κατάρτισε με βάση τις συμφωνίες που η Εναγόμενη του προσκόμισε. Πέραν του γεγονότος ότι καμία συμφωνία ο ίδιος δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο, θα πρόσθετα ότι ένα γεγονός είναι η ύπαρξη σχετικής συμφωνίας και άλλο ξεχωριστό γεγονός αποτελούν τα πραγματικά ποσά που δαπανήθηκαν και καταβλήθηκαν εν τέλει από την Εναγομένη σε κάθε πρόσωπο που εργάστηκε για την ανέγερση του εργοστασίου. Αντεξεταζόμενος επί του σημείου αυτού, ο εν λόγω μάρτυρας ανασκεύασε την πιο πάνω θέση του, αναφέροντας ότι είναι σε θέση να αναφέρει στο Δικαστήριο το κόστος κάθε προσώπου που εκτέλεσε επιμέρους εργασίες στο εργοστάσιο από τα αναγραφόμενα επί του Τεκμηρίου 17 ποσά. Χωρίς βεβαίως και πάλι να είναι σε θέση να υποστηρίξει και να τεκμηριώσει τα οποιαδήποτε συμπεράσματα του.

 

Σε ό,τι αφορά την κατάρτιση του Τεκμηρίου 17 θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι αυτό είναι ένα έγγραφο που κατάρτισε αποκλειστικά ο Ενάγοντας 2, χωρίς η Εναγομένη να έχει θέσει την υπογραφή της επ’ αυτού. Ο εν λόγω μάρτυρας προέβαλε τη θέση, σε μία προσπάθεια του να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του, ότι το απέστειλε ηλεκτρονικά στην Τράπεζα Κύπρου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι σκοπός της ετοιμασίας του ήταν ώστε να ενημερωθεί η τελευταία για το οικονομικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου με σκοπό να αποδεσμεύσει την επόμενη δόση χρημάτων προς την Εναγομένη, στα πλαίσια της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης. Ο εν λόγω όμως μάρτυρας δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο ότι πράγματι αυτό απεστάλη με το τρόπο που ανάφερε. Για παράδειγμα δεν προσκόμισε στο Δικαστήριο το ίδιο το ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε στην Τράπεζα Κύπρου ενημερώνοντας την για το γεγονός αυτό αλλά ούτε και η πλευρά των Εναγόντων έκρινε σκόπιμο να καλέσει οποιοδήποτε τραπεζικό λειτουργό ώστε  να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Μ.Ε 1. Στην ίδια βάση ούτε και προσκόμισε οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά που ετοίμαζε ο ίδιος μηνιαίως και απέστειλε στην Τράπεζα.  Όταν δε του ζητήθηκε να προσκομίσει στο Δικαστήριο και άλλα τέτοια πιστοποιητικά, παρόμοια με το Τεκμήριο 17, ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε χαρακτηριστικά  «κλητεύσετε Τράπεζα Κύπρου» (βλέπε σελίδα 27 των πρακτικών, ημερομηνίας 26.9.2024). Είναι όμως οι Ενάγοντες που στην προκειμένη περίπτωση έχουν το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους για το ποιο ήταν τελικό κόστος ανέγερσης του έργου και όχι η Εναγομένη.  Ενδεικτικό του γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί στη βάση του Τεκμηρίου 17 να καταλήξει σε ασφαλές εύρημα για το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου, αποτελεί και το γεγονός ότι ούτε καν ο ίδιος ο Μ.Ε 1 (βλέπε σελίδα 27 των πρακτικών ημερομηνίας 26.9.2024) δεν ήταν απολύτως βέβαιος ότι πράγματι αυτό ήταν το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω σε αυτούσιο μέρος των πρακτικών, όπου ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε:

 

« Α. Λαμβανομένων υπόψη τα όσα αναφέρατε στη διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου, να ρωτήσω το εξής. Δηλαδή αυτά τα ποσά να μην αντιστοιχούν στο τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου;

Ε. Νομίζω ότι αντιστοιχούν, γιατί ο κύριος Ιωάννου μου έφερε τα έγγραφα και κάτσαμε μαζί και συμπληρώσαμε τα έγγραφα, τα είδα τα έγγραφα.» 

 

Περαιτέρω, για να επιβεβαιώσει τις θέσεις του αλλά και για να πείσει το Δικαστήριο ως προς την δική του εκδοχή γεγονότων προέβαλε τη θέση ότι η Τράπεζα Κύπρου είχε διορίσει ανεξάρτητο εκτιμητή για το κόστος του έργου, ο οποίος επί της ουσίας επιβεβαιώνει την σχετική του πιστοποίηση.  Καμία όμως και πάλι μαρτυρία οι Ενάγοντες δεν προσκόμισαν στο Δικαστήριο σε σχέση με το ζήτημα αυτό.

 

Εν κατακλείδι, το Τεκμήριο 17, το οποίο οι Ενάγοντες βάσισαν αποκλειστικά την αξίωση τους για τον υπολογισμό της αμοιβής τους, δεν αποτελεί, στην βάση των πιο πάνω, επαρκή και ικανοποιητική μαρτυρία ώστε το Δικαστήριο να κάνει αποδεκτή την εκδοχή του Μ.Ε 1. Δεν υπήρξε από τους Ενάγοντες καμία επεξήγηση αλλά ούτε και προσκομίσθηκαν οποιαδήποτε δεδομένα για το πως αυτή υπολογίσθηκε, αλλά ούτε και επεξηγήθηκε με τη πρέπουσα σαφήνεια τα αναγραφόμενα του με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε σχέση με αυτό. Οι καταγραφές των ποσών επί του Τεκμηρίου 17 δεν υποστηρίχθηκαν από τον Μ.Ε 1 με το αναγκαίο αποδεικτικό υπόβαθρο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους απορρίπτω την εκδοχή του Μ.Ε 1, εφόσον δεν νιώθω ασφάλεια να καταλήξω σε ένα τέτοιο εύρημα, ότι το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου ανήλθε στο ποσό των €4.340.000 πλέον ΦΠΑ. Το βάρος του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, όπως έχει διαχρονικά αποφασιστεί, το φέρει στην πολιτική δίκη κατά κανόνα ο ενάγων και αποσείεται όταν ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του είναι πιο πιθανή παρά όχι.   (Μπούλος Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614, Baloise Insurance Co. Ltd v. Κατωμονιάτη (2008) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Κυριάκος Σοφοκλέους v. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 A.A.Δ. 665).

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου που σφραγίζει και την τύχη της παρούσας αγωγής, που δεν είναι άλλη από την απόρριψη της, θα προχωρήσω εντούτοις παρεμφερώς και για σκοπούς πληρότητας και μόνον να σχολιάσω και την βασική εκδοχή του Μ.Υ 1 ως προς το ζητούμενο, ότι δηλαδή το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου ανήλθε στο ποσό των €585.994,138, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.

 

Ούτε αποδέχομαι την επί του προκειμένου θέση του Μ.Υ 1 εφόσον έχω διαπιστώσεις σοβαρές αντιφάσεις στα λεγόμενα του, οι οποίες πλήττουν καίρια την πιο πάνω βασική του εκδοχή, ενώ δε κάποιες θέσεις του αντιστρατεύονται με την κοινή λογική. Και τούτο γιατί ενώ ο εν λόγω μάρτυρας προέβαλε αρχικά τη θέση ότι η αμοιβή των Εναγόντων θα υπολογιζόταν σε ποσοστό 6% επί του τελικού κόστους ανέγερσης του εργοστασίου, αντεξεταζόμενος προέβαλε μία αντίθετη εκδοχή, η οποία συνίστατο στο γεγονός ότι συμφώνησε εξ αρχής με τους Ενάγοντες ότι το ποσό που θα τους κατέβαλλε για τις υπηρεσίες τους θα ήταν επί της ουσίας ένα κατ΄αποκοπήν ποσό, το οποίο θα ανερχόταν στο ποσό των €30.000 πλέον Φ.Π.Α. Η θέση του αυτή όμως, πέραν του ότι είναι αλληλοσυγκρουόμενη με την αρχική του θέση, έρχεται σε αντίθεση με τα τιμολόγιο (Τεκμήριο 49) που η Ενάγουσα 1 εξέδωσε και το οποίο η Εναγομένη εξόφλησε. Ως καταγράφεται σε αυτό η χρέωση των Εναγόντων, για το πιο πάνω ποσό, αφορούσε μόνο την εξόφληση τους για την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών σχεδίων και όχι την χρέωση και άλλων υπηρεσιών, που η Εναγομένη παραδέχεται ότι της παρασχέθηκαν και αφορούσαν την εκπόνηση στατικών σχεδίων αλλά και της επίβλεψης. Επομένως, πέραν της πιο πάνω τιμολόγησης που οι Ενάγοντες προέβηκαν, με βάση την μεταξύ τους συμφωνία δικαιούνται επιπρόσθετης αμοιβής για την εκπόνηση της στατικής μελέτης και της επίβλεψης. Ούτε και γίνεται αποδεκτή η θέση του ότι με την εξόφληση του προτιμολογίου (Τεκμήριο 46) η Εναγομένη εξόφλησε τους Ενάγοντες για όλες τις προσφερθείσες υπηρεσίες. Και τούτο γιατί το ίδιο το προτιμολόγιο αναφέρει ως χρεώση μόνο την εκπόνηση αρχιτεκτονικών σχεδίων, χωρίς να περιλαμβάνεται η οποιαδήποτε χρέωση για την εκπόνηση στατικών σχεδίων αλλά και της επίβλεψης.

 

Επιπρόσθετα, υπάρχει διάσταση μεταξύ της δικογραφημένης εκδοχής της Εναγομένης με την ένορκη μαρτυρία του Μ.Υ 1. Και τούτο γιατί ενώ με βάση τις δικογραφημένες θέσεις της Εναγομένης υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μερών μόνο για την ετοιμασία από τους Ενάγοντες αρχιτεκτονικών σχεδίων, στην δια ζώσης μαρτυρία του αλλά και στην γραπτή του δήλωση ο Μ.Υ 1 προβάλλει τη θέση ότι η Εναγόμενη συμφώνησε με τους Ενάγοντες για την ετοιμασία εκπόνησης αρχιτεκτονικών και στατικών σχεδίων καθώς και την επίβλεψη του εργοστασίου. 

 

Επιπρόσθετα, ο εν λόγω μάρτυρας ισχυρίσθηκε ότι το αρχικό κόστος του έργου αναγράφεται στην άδεια οικοδομής (Τεκμήριο 13). Με βάση τα όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο, η αμοιβή των Εναγόντων θα υπολογιζόταν στο ποσοστό των 6% επί του πιο πάνω ποσού. Με μία όμως απλή μαθηματική πράξη η αμοιβή των Εναγόντων (6% επί του ποσού των €392.978,33) είναι €23.578.70. Επομένως το γεγονός ότι ήδη η Εναγομένη κατέβαλε μεγαλύτερο ποσό ως καταμαρτυρούν τα σχετικά τιμολόγια και αποδείξεις που προσκόμισε, διαψεύδουν και πάλι την δική του εκδοχή.  

 

Περαιτέρω, ενώ η εξουσιοδότηση εντολέα της Εναγομένης προς τον Ενάγοντα 2 υπεγράφη στις 8.1.2007, αποτελεί άξιον απορίας και είναι ένα ερώτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο πως ο Μ.Υ 1 ισχυρίζεται ότι η πρώτη συμφώνησε με τους τελευταίους πως η αμοιβή τους θα ανερχόταν στο ποσό των €30.000 πλέον ΦΠΑ, από την στιγμή που τον ουσιώδη χρόνο ήταν σε ισχύ οι τότε Λίρες Κύπρου.  Ούτε και είναι λογική θέση του ότι η Εναγόμενη εξόφλησε προκαταβολικά τους Ενάγοντες για όλες τις υπηρεσίες τους (συμπεριλαμβανομένου της επίβλεψης) χωρίς τα έργα για την ανέγερση του εργοστασίου να έχουν ξεκινήσει και ολοκληρωθεί.  Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω ήταν η θέση του Μ.Υ 1 ότι ο ίδιος δήλωσε άγνοια ως προς το χρονικό σημείο που οι Ενάγοντες ξεκίνησαν να εκπονούν τα σχέδια. Προέβαλε τη θέση ότι ίσως αυτά εκπονήθηκαν μετά την έκδοση του προτιμολογίου (Τεκμήριο 46). Η θέση του αυτή δεν είναι λογική εφόσον δεν μπορεί να εκδόθηκε σχετικό προτιμολόγιο (το οποίο εκδόθηκε μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής που προϋποθέτει την κατάθεση αρχιτεκτονικών σχεδίων)  και οι Ενάγοντες να μην είχαν εκπονήσει ακόμη τα αρχιτεκτονικά σχέδια.

 

Επιπρόσθετα, ενώ ο εν λόγω μάρτυρας ισχυρίσθηκε ότι η εταιρεία Μ. Μπακαλιάος & Υιοί Λτδ ήταν η γενική εργολάβος του έργου, η οποία ανέλαβε όλες ανεξαιρέτως τις οικοδομικές του εργασίες, το περιεχόμενο όμως της μεταξύ τους γραπτής συμφωνίας (Τεκμήριο 31) τον διαψεύδει πλήρως. Και τούτο γιατί με βάση αυτήν η εν λόγω εταιρεία θα τον προμήθευε μόνο με τα σίδερα, καλούπια και μπετόν που απαιτούνταν για την ανέγερση του εργοστασίου. Πουθενά στην εν λόγω συμφωνία δεν γίνεται αναφορά περί άλλων οικοδομικών εργασιών, όπως για παράδειγμα την ανέγερση τοίχων, την τοποθέτηση κεραμικών και ειδών υγιεινής. Εργασίες που ο εν λόγω μάρτυρας αποδέχθηκε ότι έλαβαν χώρα στα πλαίσια ανέγερσης του εργοστασίου (βλέπε σελίδα 27 των πρακτικών, ημερομηνίας 24.10.2024). Το γεγονός αυτό οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το κόστος για την ανέγερση του εργοστασίου ήταν μεγαλύτερο από αυτό που ισχυρίζεται ο εν λόγω μάρτυρας εφόσον αποτελεί μία ένδειξη ότι η αμοιβή της εν λόγω εταιρείας ήταν μεγαλύτερη, με άμεσο επακόλουθο και το κόστος δαπάνης του έργου να ήταν μεγαλύτερο από αυτό που ισχυρίζεται ο Μ.Υ 1. Κάτι που προφανώς είχε άμεσο κίνητρο να αποφύγει να αναφέρει στο Δικαστήριο με ακρίβεια εφόσον όσο χαμηλότερο ήταν το τελικό κόστος ανέγερσης, τόσο χαμηλότερη θα ήταν και η αμοιβή που οι Ενάγοντες δικαιούνται.

 

Όταν δε του υποδείχθηκε το γεγονός αυτό, ο εν λόγω μάρτυρας σε μία προσπάθεια του να πείσει το Δικαστήριο ως προς τα λεγόμενα του, αποδέχθηκε ναι μεν αυτό το γεγονός, πρόσθεσε όμως ότι η εν λόγω μεταξύ τους συμφωνία περιλάμβανε και τις εν λόγω οικοδομικές εργασίες, δηλαδή έξω και πέραν του περιεχομένου αυτής. Η θέση του αυτή με κάθε σεβασμό δεν είναι πειστική εφόσον δεν μπορεί η Εναγομένη να ανάθεσε στην εν λόγω εταιρεία να εκτελέσει όλες τις οικοδομικές εργασίες χωρίς να έχει ενώπιον της την οποιαδήποτε προσφορά της για το κόστος των εργασιών της, ώστε η πρώτη να γνωρίζει εκ των προτέρων πόσο θα ήταν το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου. Στην ίδια βάση ο Μ.Υ 1 δεν ήταν σε θέση να πληροφορήσει το Δικαστήριο πόσα χρέωσε η εν λόγω εταιρεία την Εναγομένη για το κτίσιμο των τοίχων. Περαιτέρω, με βάση το Τεκμήριο 31 και το Παράρτημα Α αυτής, και στην βάση της περιγραφόμενης εργασίας, της ποσότητας και της τιμής, η Εναγομένη κατέβαλε συνολικά στην εν λόγω εταιρεία το ποσό των €263,000 πλέον Φ.Π.Α. Έχοντας ως δεδομένο τη θέση του αλλά και τα σχετικά Τεκμήρια που κατέθεσε (Τεκμήριο 32), ότι το συνολικό κόστος που κατέβαλε στην εν λόγω εταιρεία, ως η γενική εργολάβος που είχε υπό την ευθύνη της όλες ανεξαιρέτως τις οικοδομικές εργασίες, ανήλθε στο ποσό των €270.430 πλέον ΦΠΑ, δεν είναι λογικό η εν λόγω εταιρεία να χρεώσε την Εναγομένη για τις πάσης φύσεως οικοδομικές εργασίες μόνο το ποσό των €7500. Στην ίδια βάση ο Μ.Υ 1 δεν ήταν σε θέση να πληροφορήσει με ακρίβεια το Δικαστήριο πόσο σίδερο, καλούπι και μπετόν τοποθέτησε η εν λόγω εταιρεία ούτως ώστε να υπολογιστεί με ακρίβεια το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου έργου. Ούτε και ο εν λόγω μάρτυρας προσκόμισε τα σχετικά διατακτικά που αναφέρονται στις χρεώσεις τις εν λόγω εταιρείας (Τεκμήριο 32), ώστε το Δικαστήριο να διαπιστώσει κατά πόσο αυτή χρεώσε την Εναγομένη για όλες τις  οικοδομικές εργασίες ή για τις εργασίες που αναγράφονταν στην συμφωνία του Τεκμηρίου 31. Για να δικαιολογήσει τις θέσεις του ο εν λόγω μάρτυρας προέβαλε τη θέση ότι η εν λόγω εταιρεία έκανε έκπτωση σε σχέση με την χρέωση της στην Εναγομένη, πλην όμως και πάλι δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ποια ήταν ακριβώς αυτή. Στη δε αντεξέταση του (βλέπε σελίδα 29 των πιο πάνω πρακτικών) αποδέχθηκε μάλιστα το γεγονός ότι έγιναν και άλλες εργασίες στο εργοστάσιο που είχαν ως αποτέλεσμα να ανεβεί το κόστος ανέγερσης του εργοστασίου, οι οποίες μάλιστα εργασίες τοποθετήθηκαν και στα αρχιτεκτονικά σχέδια που εκπονήθηκαν από τους Ενάγοντες.

 

Επιπρόσθετα, ο ίδιος o M.Y 1 κατάθεσε ως Τεκμήριο 41 αποδείξεις για την αγορά ειδών υγιεινής στην προσπάθεια του να αποδείξει ποιο ήταν το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου. Η θέση του αυτή διαψεύδει αφενός μεν την πιο πάνω θέση του ότι η εταιρεία Μ. Μπακαλιάος & Υιοί Λτδ ανέλαβε όλες τις οικοδομικές εργασίες, συμπεριλαμβανομένου της αγοράς και τοποθέτησης ειδών υγιεινής, αφετέρου δε δεν προσκόμισε οποιαδήποτε άλλα τιμολόγια η χρέωση της εν λόγω εταιρείας στην Εναγομένη για την αγορά και τοποθέτηση ειδών υγιεινής. Αυτό αποτελεί ακόμα μία ένδειξη και έχει άμεσο επακόλουθο το Δικαστήριο, σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, να μπορεί να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι το κόστος ανέγερσης του εργοστασίου ήταν μεγαλύτερο από αυτό που ο Μ.Υ 1 ισχυρίστηκε. 

 

Επιπρόσθετα ο ίδιος αποδέχθηκε το γεγονός ότι τροποποιήθηκαν τα αρχικά αρχιτεκτονικά σχέδια εφόσον η τελική μορφή του εργοστασίου ήταν μεγαλύτερη με άμεσο επακόλουθο και πάλι το κόστος του εργοστασίου να ήταν μεγαλύτερο από αυτό που ο ίδιος ισχυρίσθηκε.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η εκδοχή του Μ.Υ 1 για το ποιο ήταν το πραγματικό κόστος του έργου δεν γίνεται αποδεκτή.

 

Με δεδομένη την απόρριψη της εκδοχής τόσο του Μ.Ε 1 όσο και του Μ.Υ 1 αναφορικά με το ζητούμενο, δηλαδή ως προς το τελικό κόστος ανέγερσης του εργοστασίου, και ελλείψει αυτού του βασικού στοιχείου, το Δικαστήριο αδυνατεί να καταλήξει σε συμπέρασμα ποια θα έπρεπε να ήταν η τελική αμοιβή των Εναγόντων για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην Εναγομένη. Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο κατέληξε, ενόψει των πιο πάνω, ότι το κόστος ανέγερσης δεν ήταν το ποσό που η Εναγομένη ισχυρίζεται, αλλά μεγαλύτερο, εντούτοις και πάλι στην απουσία εκείνων των αναγκαίων προσδιοριστικών στοιχείων δεν μπορεί να καταλήξει σε εύρημα ως προς το ζητούμενο, δηλαδή ποιο ήταν το πραγματικό κόστος δαπάνης για την ανέγερση του εργοστασίου. Συνεπώς ενόψει των πιο πάνω και έχοντας κατά νου ότι το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους των Εναγόντων η οποιαδήποτε αξίωση τους έναντι της Εναγομένης ότι δικαιούνται αμοιβή για το ποσό των €232.400 απορρίπτεται.  

 

Διαζευκτικά, με βάση το δικόγραφο τους οι Ενάγοντες αξιώνουν την απόδοση εύλογης αμοιβής για τις υπηρεσίες που προσέφεραν. Ούτε και όμως αυτή η διαζευκτική αξίωση μπορεί να επιτύχει. Τέτοιος ισχυρισμός στην βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσας μαρτυρίας δεν έχει προωθηθεί κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας αλλά και ούτε έχει προωθηθεί μέσω της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου των Εναγόντων. Ως εκ τούτου αυτή θεωρείται ως εγκαταληφθείσα (απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ως είναι δημοσιευμένη στην υπόθεση Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, 28/5/2020).

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, το γεγονός ότι αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι μεταξύ των μερών είχε καταρτιστεί συγκεκριμένη συμφωνία η οποία καθόριζε την αμοιβή των Εναγόντων δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση για προσφερθείσες υπηρεσίες (quantum meruit), στην περίπτωση όμως που οι Ενάγοντες δεν είχαν εκπληρώσει τις εργασίες που ανέλαβαν. Κάτι όμως που με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης δεν συμβαίνει εν προκειμένω εφόσον οι Ενάγοντες εκπλήρωσαν στο ακέραιο όλες τους τις υποχρεώσεις έναντι των Εναγομένων.

 

Στην πολύ πρόσφατη υπόθεση  Μάριος Κυριάκου κ.α. v. Α/φοι Μ & Κ Μιχαήλ, Πολιτική Έφεση Αρ. 203/2015, 1/2/2024 λέχθηκε ότι:

 

«Με δεδομένο λοιπόν ότι οι Εφεσίβλητοι δεν είχαν ολοκληρώσει τις εργασίες που ανέλαβαν με βάση την επίδικη Συμφωνία, δεν θα μπορούσε να επιδικασθεί προς όφελος τους η αμοιβή που είχε συμφωνηθεί με βάση την επίδικη Συμφωνία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι στην προκείμενη περίπτωση υφίστατο Συμφωνία, θεώρησε ότι αυτή δεν προσφέρετο για quantum meruit με το σκεπτικό ότι «η αρχή του quantum meruit τυγχάνει εφαρμογής εκεί όπου οι προσφερθείσες υπηρεσίες δεν διέπονται από συμφωνία». Αυτό δεν ήταν ακριβές ενόψει του ότι το quantum meruit μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο ως μέρος του δικαίου του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκεί δηλαδή όπου δεν υπήρξε σύμβαση μεταξύ των μερών αλλά και σε συμβατικό πλαίσιο.  Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, Π. Πολυβίου, Τόμος Τέταρτος, σελ.1670-1671, κάποιες από τις κύριες περιπτώσεις στις οποίες το quantum meruit μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι (1) εκεί όπου δεν υπήρξε οποιαδήποτε σύμβαση των μερών, (2) εκεί όπου επιτελέστηκε έργο ή προσφέρθηκαν υπηρεσίες από το ένα μέρος στο άλλο στο πλαίσιο άκυρης σύμβασης (void contract), (3) σε υποθέσεις όπου υπήρχε ή υπάρχει σύμβαση μεταξύ των μερών στο πλαίσιο της οποίας ο ενάγων αναλαμβάνει να προσφέρει ή να εκτελέσει κάποιο έργο, χωρίς, όμως, να καθοριστεί η αμοιβή και (4) εκεί όπου υπήρχε σύμβαση μεταξύ των μερών και το ένα μέρος παραβίασε αυτήν ουσιαστικά ή αρνήθηκε να εκτελέσει τα όσα είχε υποσχεθεί στο άλλο μέρος, ενώ το άλλο μέρος είχε αρχίσει την προσφορά εργασίας ή υπηρεσιών στο πλαίσιο του συμβολαίου. Η υπό κρίση περίπτωση αναμφίβολα εμπίπτει στην υπό το στοιχείο (4) πιο πάνω αναφερθείσα περίπτωση.»

 

Ούτε και καμία από τις πιο πάνω 4 περιπτώσεις δεν εφαρμόζεται στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Στην προαναφερόμενη υπόθεση επιδικάσθηκε εύλογη αμοιβή στους Εφεσίβλητους γιατί το Δικαστήριο είχε ενώπιον του αποδεκτή μαρτυρία από Επιμετρητή Ποσοτήτων, ο οποίος κλήθηκε να αναφέρει ποιο ήταν το υπολογιζόμενο κόστος ανέγερσης του κτιρίου που σχεδίαζαν οι Εφεσίβλητοι καθώς και από τον Γενικό Γραμματέα του Συνδέσμου Αρχιτεκτόνων. Για παράδειγμα έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη μαρτυρία που αφορούσε ενδεικτικό συμβόλαιο ανάθεσης εργασίας σε αρχιτέκτονες, τους διαφόρους τρόπους υπολογισμούς της αμοιβής τους, τις ενδεικτικές χρεώσεις ανά στάδιο της μελέτης καθώς και το τελικό κόστος ανέγερσης του έργου. Στοιχεία που στην προκειμένη περίπτωση ελλείπουν από το Δικαστήριο με αποτέλεσμα αυτό να μην είναι σε θέση να αποδώσει οποιαδήποτε εύλογη αμοιβή για τις προσφερθείσες υπηρεσίες των Εναγόντων. Για παράδειγμα δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου πόσες ώρες σπατάλησαν οι Ενάγοντες για τις προσφερθείσες υπηρεσίες τους ή πόση είναι η λογική χρέωση για τις εν λόγω υπηρεσίες τους. Ούτε και κατατέθηκαν οι ισχύουσες κλίμακες αμοιβών το Συνδέσμου Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών για σκοπούς διεκπεραίωσης των προσφερθείσων υπηρεσιών.  Στην απουσία των δεδομένων αυτών το Δικαστήριο δεν μπορεί να καταλήξει σε οποιοδήποτε ποσό (Βασιλαράς κ.α. ν. Α/φοί Θράσου & Συνεργάτες (ανωτέρω).

 

 

Στο Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 4, παρ. 1358 κάτω από την επικεφαλίδα Professional Scale αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:

«In the case of architects the usual professional charge for designing and superintending the construction of buildings is based on a percentage of the total cost of the works. Such a charge has been sanctioned by the Royal Institute of British Architects, in a scale of professional charges issued by them in their Conditions of Engagement…»

Ενόψει των δεδομένων αυτών οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων.

 

Συνεπακόλουθα η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ της Εναγομένης και εναντίον των Εναγόντων, αλληλέγγυως και/ή κεχωρισμένως, ως αυτά θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ένα σετ εξόδων να δοθεί στην Εναγομένη.

 

 

      (Υπ.).....................................

                                                               Μ. Χαραλάμπους, Α.E.Δ

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο