Πολυκλινική Υγεία Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Ιερείδου Ελισάβετ κ.α., Αρ. Αγωγής: 714/18, 19/2/2025
print
Τίτλος:
Πολυκλινική Υγεία Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Ιερείδου Ελισάβετ κ.α., Αρ. Αγωγής: 714/18, 19/2/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Ενώπιον: Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ                                                                      

 

 Αρ. Αγωγής: 714/18

Μεταξύ:

 

1.    Πολυκλινική Υγεία Δημόσια Εταιρεία Λτδ

2.    Κώστας Χαραλαμπίδης

3.    Μαρίνος Μωυσέως

4.    Τάκης Χριστοδούλου

                                                                                                      Εναγόντων

                                                               ν.

 

1.    Ιερείδου Ελισάβετ

2.    Ιερείδης Ρένος                                                                                                                                    

Εναγομένων

                                                                                                                     

 

Ημερομηνία: 19 Φεβρουαρίου 2025

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: κ. Π. Παναγιώτου

Για Εναγόμενους: κα Ρ. Κωνσταντίνου (στη σημερινή δικάσιμο στο στάδιο των αγορεύσεων εμφανίστηκε ο κ. Θ. Κατσικίδης)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(ex tempore)

 

Η Ενάγουσα 1 είναι η ιδιωτική κλινική, στην οποία μεταφέρθηκε η Εναγόμενη 1 για παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στις 22/07/2008. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, οι Ενάγοντες 2, 3 και 4 είναι εξωτερικοί ιατροί οι οποίοι συνεργάζονται με την Ενάγουσα 1 και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ασθενείς της τελευταίας. Η αγωγή αφορά ισχυριζόμενη οφειλή χρέους για ιατροφαρμακευτικές υπηρεσίες που προσφέρθηκαν στην Εναγόμενη 1. Όπως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, λόγω του ότι η Εναγόμενη 1 απεβίωσε, η αγωγή αποσύρθηκε εναντίον της και προωθήθηκε μόνο εναντίον του υιού της, Εναγόμενου 2, με τον ισχυρισμό πως αυτός εγγυήθηκε να πληρώσει το κόστος για τις παρεχόμενες προς την Εναγόμενη 1 υπηρεσίες, σε περίπτωση που αυτή δεν το έπραττε.

 

Ο Εναγόμενος 2 στο δικόγραφο της υπεράσπισης, δέχεται ότι η Εναγόμενη 1 έτυχε ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην Ενάγουσα 1 πριν από την ημερομηνία θανάτου της. Αρνείται όμως ότι ο ίδιος υπέγραψε οποιοδήποτε έγγραφο εγγύησης. Προβάλλει διαζευκτικά τον ισχυρισμό πως ακόμη και αν υπέγραψε τέτοιο έγγραφο, τελούσε υπό πλάνη ως προς τη σημασία του.

 

Οι Ενάγοντες για να αποδείξουν την υπόθεση τους κάλεσαν ως μάρτυρα την Στέλλα Ζησιμίδου (ΜΕ1), η οποία εργάζεται στο Τμήμα Ασφαλειών και Απαιτήσεων της Ενάγουσας 1 τα τελευταία 25 χρόνια. Υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής της δήλωσης (Έγγραφο Α). Εξήγησε τη διαδικασία εισαγωγής των ασθενών στην Ενάγουσα 1. Όπως είπε, κατά την εισαγωγή στην κλινική συμπληρώνεται το έντυπο εισαγωγής και το πρόσωπο που συνοδεύει τον ασθενή υπογράφει μια «υπεύθυνη δήλωση» με την οποία εγγυάται να καλύψει το ποσό για τις παρεχόμενες ιατρικές υπηρεσίες, σε περίπτωση που ο ασθενής δεν εκπληρώσει την υποχρέωση του αυτή. Ερωτηθείσα κατά την αντεξέταση, ανέφερε πως σε περίπτωση που ο ασθενής δεν συνοδεύεται από κάποιο πρόσωπο, τότε ο ασθενής καταβάλλει ο ίδιος ένα ποσό προκαταβολικά και γίνεται η εισαγωγή. Συνεχίζοντας, είπε πως σε περιπτώσεις επειγόντων περιστατικών, τότε δεν ακολουθείται η πιο πάνω διαδικασία και το οικονομικό ζήτημα διευθετείται σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

Αναφερόμενη στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, είπε πως στις 22/07/2008 η Εναγόμενη 1 μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στην Ενάγουσα 1, με τη συνοδεία του υιού της, του Εναγόμενου 2. Κατά την εισαγωγή της Εναγόμενης 1, ο Εναγόμενος 2 υπέγραψε «υπεύθυνη δήλωση» με την οποία εγγυήθηκε την πληρωμή του συνολικού κόστους των ιατρικών υπηρεσιών που θα παρέχονταν στην Εναγόμενη 1, σε περίπτωση που αυτή δεν εκπλήρωνε την οικονομική της υποχρέωση πλέον την καταβολή τόκου 9% επί του οφειλόμενου ποσού από την ημέρα του εξιτηρίου μέχρι πλήρους εξόφλησης πλέον έξοδα. Η ημέρα που το χρέος κατέστη απαιτητό ήταν η ημέρα του εξιτηρίου της ασθενούς (Τεκμήριο 2).

 

Στην αντεξέταση ερωτήθηκε κατά πόσο επεξηγήθηκαν στον Εναγόμενο 2 οι νομικές συνέπειες της «υπεύθυνης δήλωσης» που υπέγραψε. Η ΜΕ1 απάντησε πως δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση εκ μέρους της Ενάγουσας 1. Θεωρεί όμως ότι ο Εναγόμενος 2 γνώριζε τις διαδικασίες και είχε πλήρη αντίληψη του τι υπέγραφε διότι τόσο η  Εναγόμενη 1 όσο και ο ίδιος νοσηλεύτηκαν ξανά στην Ενάγουσα 1. Ανέφερε ότι η Ενάγουσα 1 διατηρεί ξεχωριστή μερίδα για τον εκάστοτε ασθενή στο ηλεκτρονικό της σύστημα. Για τούτο το λόγο κατά τη διάρκεια νοσηλείας του Εναγόμενου 2 στην Ενάγουσα 1, δεν φαινόταν στη δική του μερίδα οποιοδήποτε χρέος σχετιζόταν με την Εναγόμενη 1.

 

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΕ1, η Εναγόμενη 1 νοσηλεύτηκε στην Ενάγουσα 1 από τις 22/07/2008 ­­μέχρι τις 04/08/2008 και έτυχε ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης από τους Ενάγοντες 2, 3 και 4. Παρουσίασε δύο τιμολόγια με το συνολικό κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών της Ενάγουσας 1 να ανέρχεται συνολικά στο ποσό των €3.731,84 (Τεκμήριο 3). Πρόσθετα, κατέθεσε ένα πιστοποιητικό που εκδόθηκε από το Κέντρο Φυσικοθεραπείας Υγείας για φυσικοθεραπείες που παρείχε ο Ενάγων 3 στην Εναγόμενη 1 για το ποσό των €180 (Τεκμήριο 4). Ανέφερε πως τα ιατρικά έξοδα των Εναγόντων 2 και 4 έχουν εξοφληθεί μετά την καταχώρηση της παρούσας αγωγής και για τούτο το λόγο δεν επιθυμούν να προωθήσουν την αξίωση τους εναντίον των Εναγομένων. Συνεχίζοντας, ανέφερε πως ο Εναγόμενος 2 κλήθηκε τηλεφωνικώς αρκετές φορές μέχρι τον Οκτώβριο του 2010 να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό πλην όμως παρέλειψε να το πράξει.

 

Ο Εναγόμενος 2 υιοθέτησε το περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης (Έγγραφο Β). Στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου δέχθηκε πως υπέγραψε την «υπεύθυνη δήλωση». Είναι η θέση του ότι δεν του επεξηγήθηκε ακριβώς το περιεχόμενο και οι νομικές συνέπειες του εγγράφου. Ανέφερε ότι προτού θέσει την υπογραφή του, λόγω του άγχους και της αγωνίας που είχε για την κατάσταση υγείας της μητέρας του, δεν διάβασε το περιεχόμενο του εγγράφου και δεν ζήτησε διευκρινίσεις προτού υπογράψει το έγγραφο. Αρνήθηκε ότι έλαβε οποιαδήποτε τηλεφωνήματα από την Ενάγουσα 1 για την πληρωμή τυχόν οικονομικής εκκρεμότητας της Εναγόμενης 1. Όπως είπε, μετά τη νοσηλεία της Εναγόμενης 1, έτυχε να νοσηλευτεί και ο ίδιος αρκετές φορές στην Ενάγουσα 1 και κανείς δεν τον πληροφόρησε για τυχόν οφειλή της Εναγόμενης 1. Το παράπονο του είναι πως η παρούσα αγωγή κινήθηκε 10 χρόνια μετά τη νοσηλεία της Εναγόμενης 1. Ανέφερε μάλιστα πως αν η αγωγή καταχωρείτο νωρίτερα αυτός θα κατέβαλλε το οφειλόμενο ποσό ενώ τώρα επειδή είναι συνταξιούχος δεν μπορεί να πληρώσει το ποσό που ζητείται.

 

 

 

 

Εξέτασα με προσοχή την ενώπιον μου προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Η ΜΕ1 ήταν σαφής και επεξηγηματική στη μαρτυρία της. Εξήγησε με ακρίβεια τη διαδικασία που ακολουθείται κατά την εισαγωγή των ασθενών και την υπογραφή της υπεύθυνης δήλωσης από τους συνοδούς. Η μαρτυρία της παρέμεινε αναντίλεκτη και αποδέχομαι αυτήν ως ορθή και αληθή.

 

Ο Εναγόμενος 2 στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου δέχθηκε ότι υπέγραψε την υπεύθυνη δήλωση. Ο ισχυρισμός του πως δεν επεξηγήθηκαν σε αυτόν οι συνέπειες της υπογραφής της υπεύθυνης δήλωσης και πως ο ίδιος δεν διάβασε τι υπέγραφε λόγω άγχους, δεν αποτελεί υπεράσπιση. Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, κάθε πρόσωπο, πριν θέσει την υπογραφή του σε κάποιο έγγραφο, έχει υποχρέωση να ελέγχει και να εξακριβώνει το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού (Saunders v. Anglia Building Society (1970) 3 A11 E.R. 961). Ο Εναγόμενος 2 άλλωστε ανέφερε πως δεν είναι η πρώτη φορά που επισκέφθηκε τόσο ο ίδιος όσο και η Εναγόμενη 1 την Ενάγουσα 1, επομένως γνώριζε τη διαδικασία που ακολουθείται.

 

Το παράπονο του Εναγόμενου 2 ουσιαστικά είναι ο χρόνος που παρήλθε από την ημέρα που πήρε εξιτήριο η Εναγόμενη 1 μέχρι την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Η θέση του αυτή καθώς επίσης και η εισήγηση των συνηγόρων του Εναγόμενου 2 πως το αγώγιμο δικαίωμα έχει παραγραφεί, είναι εσφαλμένη.

 

Και τούτο διότι, βάσει του κοινοδικαίου, το ζήτημα της παραγραφής εξετάζεται μόνο αν τούτο εγείρεται στα δικόγραφα. Στο Σύγγραμμα Halsbury’s Laws of England, 5th edition, Lexis Nexis, 2016, volume 68, paragraph 950 αναφέρονται τα εξής: ’’Statutory limitation periods generally bar the remedy only and not the claim itself; thus a defendant must raise his contention of a limitation bar expressly in his defence in order for the limitation period to operate’’.  Όπως λέχθηκε στην αγγλική αυθεντία Ketteman v. Hansel Properties Ltd [1988] 1 ALL ER 38: “It cannot be predicted that the defendant will appeal to the statute of limitations for his protection; many people, or some people at all events, do not do so: therefore you must wait to hear form the defendant whether he desires to avail himself of the defence of the statute of limitations or not”.  Tα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και από τα κυπριακά Δικαστήρια. Στην υπόθεση Φεσσά κ.ά. ν. Κασάπη (1994) 1 Α.Α.Δ. 337 αναφέρθηκαν τα εξής: «Η συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δεν παραγράφει το αγώγιμο δικαίωμα αυτό κάθε αυτό, αλλά μόνο το δικαίωμα έγερσης αγωγής για διεκδίκησή του.  Αν το θέμα της παραγραφής δεν εγερθεί στο δικόγραφο του διαδίκου υπέρ του οποίου ενεργεί ο χρόνος της παραγραφής, τότε η αγωγή προχωρεί κανονικά για εκδίκαση». 

Η εισήγηση των συνηγόρων του Εναγόμενου 2 πως παρά τη μη δικογράφηση του ζητήματος της παραγραφής, αυτό μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ως θέμα δικαιοδοτικό, είναι εσφαλμένη. Η απόφαση στην υπόθεση Χατζηστυλλή v. Παπαδήμα (2000) 1 Α.Α.Δ. 551, στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι του Εναγόμενου 2, δεν είναι αυτό που λέγει. Αυτό που διατυπώνει η πιο πάνω απόφαση, επαναλαμβάνοντας τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές, είναι πως σε περίπτωση που ο διάδικος υπέρ του οποίου λειτουργεί η παραγραφή, εγείρει το θέμα αυτό στα δικόγραφα, το Δικαστήριο έχει καθήκον να εξετάσει πρώτα το ζήτημα αυτό προτού προχωρήσει η εκδίκαση της υπόθεσης. Και τούτο είναι λογικό, ώστε να μην προχωρά η υπόθεση σε εκδίκαση επί της ουσίας, αν το θέμα της παραγραφής οδηγεί σε αναστολή της όλης διαδικασίας. Στην εν λόγω απόφαση γίνεται διάκριση μεταξύ των πολιτικών υποθέσεων και των υποθέσεων διοικητικού δικαίου. Όπως λέχθηκε, στις υποθέσεις διοικητικού δικαίου το ζήτημα τήρησης των προθεσμιών μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο ως θέμα δημοσίου συμφέροντος.

Συνεπώς, το ζήτημα της παραγραφής εφόσον δεν ηγέρθη στα δικόγραφα δεν εξετάζεται.

Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) σύμβαση εγγύησης είναι η σύμβαση προς εκπλήρωση της υπόσχεσης ή υποχρέωσης τρίτου, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης από τον τρίτο. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 86 του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) εκτός αν προνοείται διαφορετικά στη σύμβαση, ο εγγυητής ευθύνεται στην έκταση που ευθύνεται και ο πρωτοφειλέτης. Η επίκληση του άρθρου 92 του Περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) από τους συνήγορους του Εναγόμενου 2 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση. Ο Εναγόμενος 2 θέτοντας την υπογραφή του στην «υπεύθυνη δήλωση» δεσμεύθηκε να καλύψει το κόστος για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη της Εναγόμενης 1, σε περίπτωση που η ίδια δεν το έπραττε. Από τη στιγμή που η οφειλή δεν εξοφλήθηκε από την Εναγόμενη 1, τότε ο Εναγόμενος 2 ευθύνεται για την κάλυψη της.

Υπό το φως των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας 1 και εναντίον του Εναγόμενου 2 για το ποσό των €3.731,84 και απόφαση υπέρ του Ενάγοντα 3 και εναντίον του Εναγόμενου 2 για το ποσό των €180. Τα εν λόγω ποσά θα φέρουν τόκο 9% από τις 04/08/2008, ημερομηνία που έλαβε εξιτήριο η Εναγόμενη 1, μέχρι εξοφλήσεως. Πρόσθετα, τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων 1 και 3 και εναντίον του Εναγόμενου 2, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Κρίνω όμως ορθό να υπολογιστεί ένα σετ εξόδων, δεδομένου ότι οι Ενάγοντες 1 και 3 εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο συνήγορο και ακολούθησαν κοινή γραμμή προώθησης της αξίωσης τους.

 

 

 

(Υπ.)………….....................

                  Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο