
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
Ενώπιον: Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ
Αρ. Απαίτησης: 388/24
i-justice
Μεταξύ:
Μάριος Ευγενίου
Ενάγοντα
v.
1. Παύλος Αττεσλής
2. Ελπίδα Παυλίδου
Eναγομένων
Ημερομηνία: 28 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα/Αιτητή: κος Η. Αγαθοκλέους για Αγαθοκλέους – Νεοφύτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενους/Καθ´ων η Αίτηση: εμφανίζονται αυτοπροσώπως
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Αντικείμενο της παρούσας απαίτησης είναι η συμφωνία ενοικίασης του διαμερίσματος υπ´ αριθμό 18 που βρίσκεται στο συγκρότημα [ ] Court, στην οδό [ ] 11, στον Άγιο Αθανάσιο στη Λεμεσό. Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, δυνάμει συμφωνίας ενοικίασης ο Ενάγων/Αιτητής ενοικίασε το πιο πάνω ακίνητο στον Εναγόμενο 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1 και η Εναγόμενη 2/Καθ᾽ ης η Αίτηση 2 δεσμεύτηκε ως εγγυήτρια για την τήρηση των υποχρεώσεων του τελευταίου, που πηγάζουν από τη συμφωνία. Είναι η θέση του Ενάγοντα/Αιτητή πως η συμφωνία ενοικίασης έχει τερματιστεί και πως οι Εναγόμενοι/Καθ᾽ ων η Αίτηση συνεχίζουν να παραμένουν παράνομα στο διαμέρισμα χωρίς να καταβάλλουν ενοίκιο.
Με την απαίτηση του, ο Ενάγων/Αιτητής αξιώνει το ποσό των €3.520 που αφορά ενοίκια για την περίοδο 01/01/2023 – 01/04/2024 με τόκο 8% (€220 μηνιαίως Χ 16 μήνες). Διεκδικεί επίσης το ποσό των €800 μηνιαίως από την 01/05/2024 μέχρι παράδοσης του ακινήτου, που αντιστοιχεί κατά τους ισχυρισμούς του στη σημερινή ενοικιαστική αξία του διαμερίσματος. Πρόσθετα, αξιώνει χρηματικά ποσά για εξόφληση των κοινοχρήστων και σκυβάλων. Ζητά επίσης δηλωτική απόφαση με την οποία να αναγνωρίζεται ότι η σύμβαση ενοικίασης τερματίστηκε νομότυπα στις 11/03/2024 και πως οι Εναγόμενοι/Καθ᾽ ων η Αίτηση παραμένουν στο διαμέρισμα παράνομα από την 01/05/2024 μέχρι σήμερα. Τέλος, ο Ενάγων/Αιτητής ζητά την έκδοση διατάγματος άρσης της παράνομης επέμβασης.
Οι Εναγόμενοι/Καθ᾽ ων η Αίτηση καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης. Μέχρι σήμερα δεν καταχώρησαν υπεράσπιση. Στις 06/06/2024 ο Ενάγων/Αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση αίτηση με την οποία ζητά την έκδοση συνοπτικής απόφασης.
Ας σημειωθεί ότι η απαίτηση καταχωρίστηκε μετά τη θέσπιση των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Η νομική βάση της αίτησης ορθά εδράζεται στα Μέρη 23 και 24 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Αυτό το αναφέρω, διότι στην αγόρευση του ο συνήγορος του Ενάγοντα/Αιτητή αναπτύσσοντας την επιχειρηματολογία του προς υποστήριξη της αίτησης, αναφέρεται στη Διαταγή 18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Οι Εναγόμενοι/Καθ᾽ ων η Αίτηση στην ένσταση που καταχώρησαν επί της αίτησης για συνοπτική απόφαση, επικαλέστηκαν επίσης εσφαλμένα τους παλαιούς Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Ανεξαρτήτως των πιο πάνω παρατυπιών, το σώμα και το περιεχόμενο τόσο της αίτησης όσο και της ένστασης ικανοποιούν τα κριτήρια του Μέρους 23 και 24 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Να αναφέρω εδώ ότι τα βασικά κριτήρια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης μετά τη θέσπιση των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, παραμένουν τα ίδια. Γι᾽ αυτό προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της αίτησης.
Την αίτηση υποστηρίζει η ένορκη δήλωση του Ενάγοντα/Αιτητή, ο οποίος αναφέρει πως έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης. Όπως λέγει, είναι εγγεγραμμένος ή δικαιούχος σε εγγραφή ιδιοκτήτης του επίδικου διαμερίσματος. Αναφέρει πως περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 2021 ή την 1η Ιανουαρίου του 2022 σύνηψε με τον Εναγόμενο 1/Καθ᾽ου η Αίτηση 1 συμφωνία ενοικίασης του επίδικου διαμερίσματος για περίοδο ενός έτους (από την 01/01/2022 μέχρι τις 31/12/2022) για το ποσό των €220 μηνιαίως. Η Εναγόμενη 2/Καθ᾽ ης η Αίτηση 2 υπέγραψε τη συμφωνία ως εγγυήτρια. Σύμφωνα με τον όρο 13 της συμφωνίας ενοικίασης: «Δύο μήνες πριν την λήξη της περιόδου ενοικίασης καθένα από τα μέρη θα έχει δικαίωμα να δώσει γραπτή προειδοποίηση για τερματισμό της ενοικίασης, διαφορετικά η ενοικίαση θα παραταθεί αυτόματα για άλλο ένα χρόνο με τους ίδιους όρους εκτός από τον όρο για την ανανέωση και με ενοίκιο το οποίο θα συμφωνηθεί στο χρόνο της ανανέωσης της ενοικίασης» (Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση). Ο Ενάγων/Αιτητής αναφέρει ότι μετά τη λήξη της αρχικής περιόδου ενοικίασης, η συμφωνία δεν ανανεώθηκε λόγω του ότι τα μέρη δεν συμφώνησαν ως προς το ύψος του ενοικίου. Θεωρεί όμως πως ακόμη και αν κριθεί από το Δικαστήριο πως η συμφωνία ενοικίασης ανανεώθηκε, αυτή τερματίστηκε στη συνέχεια λόγω παραβάσεων του Εναγομένου 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1.
Συνεχίζοντας, αναφέρει πως με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 11/01/2023, η οποία επιδόθηκε στις 16/01/2023, ενημέρωσε τον Εναγόμενο 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1 πως σε περίπτωση που επιθυμούσε να ανανεωθεί η συμφωνία για ακόμη ένα έτος θα έπρεπε να συμφωνούσαν στο ύψος του ενοικίου. Όπως λέγει, αυτό δεν έγινε, επειδή ο Εναγόμενος 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1 αδυνατούσε να ανταποκριθεί στην απαίτηση του για αύξηση του ενοικίου. Με την ίδια επιστολή ενημέρωσε τον Εναγόμενο 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1 πως από την 01/01/2023 αυτός είχε καταστεί ενοικιαστής από μήνα σε μήνα. Του ανέφερε επίσης πως η «από μήνα σε μήνα ενοικίαση» θα τερματιζόταν την 01/02/2023 καλώντας αυτόν να παραδώσει ελεύθερη και κενή κατοχή του διαμερίσματος μέχρι τις 31/01/2023 (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση).
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα/Αιτητή, επειδή ο Εναγόμενος 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1 παρέλειψε να ανταποκριθεί στα πιο πάνω, προχώρησε με την καταχώρηση της αγωγής 401/23 που αφορά παρόμοιο με το επίδικο στην παρούσα υπόθεση ζήτημα. Στο πλαίσιο εκείνης της υπόθεσης προσπάθησε να εξασφαλίσει συνοπτική απόφαση, εγχείρημα το οποίο δεν είχε επιτυχή κατάληξη και γι᾽ αυτό το λόγο, όπως είπε, αποφάσισε να αποσύρει την προαναφερόμενη αγωγή.
Είναι η θέση του Ενάγοντα/Αιτητή πως από τον Ιανουάριο του 2023, ο Εναγόμενος 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1 σταμάτησε να καταβάλλει ενοίκιο. Συνεχίζοντας, ανέφερε πως στις 11/03/2024 απέστειλε σε αυτόν μέσω των δικηγόρων του νέα επιστολή με την οποία τερμάτισε, και χρησιμοποιώ τη δική του φράση, με «ξεκάθαρο τρόπο την από μήνα σε μήνα ενοικίαση» (Τεκμήριο 6 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση) αξιώνοντας συγκεκριμένα χρηματικά ποσά. Μεταξύ άλλων, διεκδικεί το ποσό των €3.520 που αφορά ενοίκια για την περίοδο 01/01/2023 – 01/04/2024 με τόκο 8% πλέον το ποσό των €800 μηνιαίως από την 01/05/2024 μέχρι παράδοσης του ακινήτου, που αντιστοιχεί σύμφωνα με την έκθεση εκτίμησης που παρουσίασε στη σημερινή ενοικιαστική αξία του διαμερίσματος (Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση).
Ο Ενάγων/Αιτητής θεωρεί πως η υπόθεση του είναι ξεκάθαρη και ότι οι Εναγόμενοι/Καθ᾽ ων η Αίτηση δεν έχουν καμία υπεράσπιση.
Αντίθετη είναι η άποψη των Εναγομένων/Καθ᾽ ων η Αίτηση οι οποίοι μέσω της ένστασης τους θεωρούν πως πρέπει να τους δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης ώστε να προωθήσουν τις θέσεις τους σε κανονική δίκη, όπου το Δικαστήριο θα μπορέσει να αξιολογήσει τα αμφισβητούμενα γεγονότα. Ο Εναγόμενος 1/Καθ᾽ ου η Αίτηση 1 του στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση αναφέρει πως ενοικίαζε το υπό αναφορά διαμέρισμα 10 χρόνια πριν την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας ενοικίασης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, μετά τη λήξη της αρχικής περιόδου ενοικίασης που προβλέπετο στη γραπτή συμφωνία, η ενοικίαση ανανεώθηκε για άλλο ένα έτος. Θεωρεί πως ο τερματισμός που έγινε με την επιστολή ημερομηνίας 11/01/2023 είναι αντισυμβατικός και παράνομος. Δεν αποδέχεται πως έχει καταστεί ενοικιαστής από μήνα σε μήνα. Είναι η θέση του πως ακόμη και αν το Δικαστήριο αποφασίσει πως αυτός κατέστη ενοικιαστής από μήνα σε μήνα, η νέα αυτή συμφωνία παραμένει σε ισχύ. Συνεχίζοντας, αρνείται πως αυτός δεν καταβάλλει ενοίκιο. Διαφωνεί με την απαίτηση του Ενάγοντα/Αιτητή για αύξηση του ενοικίου από €220 μηνιαίως σε €800 μηνιαίως, θεωρώντας πως αυτό το ποσό δεν ανταποκρίνεται στην ενοικιαστική αξία του ακινήτου.
Σύμφωνα με το Μέρος 24.2(1)(α)(ii) και 24.2(1)(β) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον του εναγομένου επί του συνόλου της απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν κρίνει ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας υπεράσπισης και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.
Μετά τη θέσπιση των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το ουσιαστικό κριτήριο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης παραμένει το ίδιο. Τα Δικαστήρια μόνο σε εξαίρετες περιπτώσεις όπου τα γεγονότα της υπόθεσης είναι ξεκάθαρα προχωρούν στην έκδοση συνοπτικής απόφασης, χωρίς δηλαδή να αφεθεί ο εναγόμενος να προωθήσει την υπεράσπιση του και χωρίς να διεξαχθεί κανονική ακροαματική διαδικασία.
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Λαζάρου Ευάγγελος και άλλη v. Γιάννη Π. Μακεδόνα (1999) 1 Α.Α.Δ 817 γίνεται παραπομπή στο Supreme Court Practice του 1999 (Vol.1, σελ. 174), όπου αναφέρονται τα εξής: «Leave to defend must be given unless it is clear that there is no real substantial question to be tried (Codd v. Delap [1905] 92 L.T. 510, HL); that there is no dispute as to facts or law which raises a reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment (Jones v. Stone [1894] Α.C. 122; Thompson v. Marshall [1880] 41 L.T. 720, CA; Jacobs v. Booth's Distillery Co. [1901] 85 L.T. 262, HL; Lindsay v. Martin [1889] 5 T.L.R. 322».
Στην απόφαση Trans Middle East Trading (T.M.E.T.) Limited v. Abdul Aziz Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ 239 σημειώθηκαν τα εξής: «Η βασική αρχή που προκύπτει τόσο από τις Κυπριακές όσο και τις Αγγλικές αποφάσεις είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να εκδίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη του δήλωση αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή να εγείρουν θέμα σε απάντηση της απαιτήσεως που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα για υπεράσπιση (CY.E.M.S. Co Ltd v. The Central Cooperative Industries Co Ltd (1982) 1 A.A.Δ. 897). Έτσι, είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπιση του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο».
Εν προκειμένω, είναι φανερόν πως τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι αμφισβητούμενα και μπορούν να αποσαφηνιστούν μόνο στο πλαίσιο μιας κανονικής ακροαματικής διαδικασίας. Οι διάδικοι προβάλλουν αντικρουόμενες θέσεις ως προς το κατά πόσο μετά την αρχική περίοδο ενοικίασης, η συμφωνία ανανεώθηκε ή τερματίστηκε ή μετατράπηκε σε συμφωνία ενοικίασης από μήνα σε μήνα. Αμφισβητείται ο τερματισμός της συμφωνίας, η καταβολή ενοικίου καθώς επίσης η σημερινή ενοικιαστική αξία του ακινήτου. Και δεν είναι μόνο αυτό. Στην υπό εξέταση υπόθεση παρατηρείται το εξής φαινόμενο. Οι ίδιοι οι διάδικοι στις ένορκες τους δηλώσεις προς υποστήριξη της αίτησης και της ένστασης αντίστοιχα, προβάλλουν διαζευκτικούς ισχυρισμούς ως προς το είδος της συμφωνίας ενοικίασης και τον χρόνο τερματισμού της. Αυτός είναι ένας επιπρόσθετος λόγος που καταδεικνύει ότι τα εγειρόμενα ζητήματα πρέπει να αποφασιστούν στο πλαίσιο μιας κανονικής δίκης.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του Ενάγοντα/Αιτητή.
(Υπ.)………….....................
Ντ. Βαρωσιώτου, Ε.Δ
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο