
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Αγωγή Αρ. 186/2024
iJustice
Μεταξύ:
GRINDALE INVESTMENTS LIMITED
Ενάγουσας
-και-
3. Μ.A. SKYRA VASSAS TERMINAL LTD
Εναγομένων
----------------------------
Αίτηση ημερ. 14.3.2024
15 Μαΐου 2025
Για Ενάγουσα / Αιτήτρια: κ. Θ. Αγγελίδης για Π. Αγγελίδης & Σία ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενη 1 / Καθ’ ης η Αίτηση: κ. Θ. Χριστοδούλου για Chrysses Demetriades & Co LLC
Για Εναγόμενη 2 / Καθ’ ης η Αίτηση: κα Κ. Γεωργίου για Πανάγος & Πανάγος ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενους 3 – 6 / Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Π. Χατζηπέτρου με κ. Α. Γεωργίου για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η Ενάγουσα εταιρεία (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια) με την υπό εξέταση Αίτηση της επιδιώκει την εξασφάλιση αδείας για συνέχιση της παράγωγης απαίτησης της εναντίον των Εναγομένων 1 – 6.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Gizikova, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αιτήτριας. Μέσω αυτής παρουσιάζει την ένορκη δήλωση του κ. Mokhonko, η οποία καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της αίτησης της Αιτήτριας ημερομηνίας 7.3.2024 για έκδοση ενδιάμεσων προσωρινών διαταγμάτων, την οποία και υιοθετεί (Τεκμήριο 1 της ένορκης δήλωσης της). Αναφορά στο περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του κ. Mokhonko θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο της απόφασης μου.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ
Οι Εναγόμενοι εναντιώθηκαν στην παραχώρηση της αιτούμενης αδείας. Με την Ένσταση (Έντυπο Αρ.36), η οποία καταχωρίστηκε από τους Εναγόμενους 3 – 6 μόνο, προβάλλονται 11 συνολικά λόγοι ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:
1. Η Αιτήτρια δεν έχει αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς εκδίκαση της παράγωγης αγωγής.
2. Η παράγωγη αγωγή είναι επιπόλαιη και/ή ενοχλητική (frivolous and vexations) καθότι αφορά και ή συνδυάζει προσωπικές αξιώσεις της Αιτήτριας αντί θεραπείες προς όφελος της Εναγόμενης 3.
3. Η Αιτήτρια δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα προς όφελος της Εναγόμενης 3 αλλά αξιώνει θεραπείες για προσωπικό της όφελος.
4. Η Αιτήτρια επικαλείται αδικοπραξίες και ή ενέργειες εις βάρος της, παρά εις βάρος της Εναγόμενης 3.
5. Η Αιτήτρια δεν έχει καταδείξει ότι η Εναγόμενη 3 υπέστη οποιαδήποτε ζημιά και/ή βλάβη.
6. Η ένορκη δήλωση μετάφρασης του κ. Αγγελίδη ημερομηνίας 14.3.2024 δεν είναι αποδεκτή καθότι δεν δίνει εξαιρετικό λόγο ως προς το γιατί διενεργείται από δικηγόρο ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση, ως ο περί Εγγραφής και Ρύθμισης των Υπηρεσιών Ορκωτού Μεταφραστή Νόμος 45(Ι)/2019 επιτακτικώς ορίζει.
7. Η αγωγή εγείρεται με απώτερο σκοπό την απόκτηση από την Αιτήτρια των μετοχών που κατέχει η Εναγόμενη 3 στην Εναγόμενη 1.
Η Ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου 5, ο οποίος είναι διευθύνων σύμβουλος των Εναγομένων 2 και 3 εταιρειών. Σ’ αυτήν υιοθετούνται κατ’ ουσία οι λόγοι ένστασης. Συνεπώς θεωρώ αχρείαστο να μεταφέρω οποιοδήποτε απόσπασμα της.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Αίτηση στηρίζεται στο Μέρος 20 Κ.12 και 13 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023. Οι εν λόγω Κανονισμοί προνοούν τα ακόλουθα:
«(1) Η παρούσα Ενότητα εφαρμόζεται σε παράγωγη απαίτηση (όταν εταιρεία, άλλο νομικό πρόσωπο ή συντεχνία κατ’ ισχυρισμόν έχει δικαίωμα να αξιώσει θεραπεία και καταχωρίζεται απαίτηση από μέλος αυτής/αυτού για να της/του δοθεί η θεραπεία αυτή).
(2) Η εταιρεία, νομικό πρόσωπο ή συντεχνία προς όφελος των οποίων αξιώνεται θεραπεία πρέπει να καταστεί εναγόμενος στην απαίτηση.
(3) Το έντυπο απαίτησης πρέπει να φέρει τον τίτλο «Παράγωγη Απαίτηση».
20.13. Κάθε παράγωγη απαίτηση, εφόσον καταχωριστεί, απαιτεί έκδοση δικαστικού διατάγματος για να συνεχιστεί
……………………………………………………………………………………….
(1) Μετά την καταχώριση του εντύπου απαίτησης, ο ενάγων δεν πρέπει να πραγματοποιεί οποιοδήποτε περαιτέρω βήμα στη διαδικασία χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, εκτός από την υποβολή αίτησης για άδεια συνέχισης της απαίτησης ή την υποβολή επείγουσας αίτησης για ενδιάμεση θεραπεία.
Οι αμέσως ανωτέρω Κανονισμοί αποτελούν καινοτομία των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, καθότι τέτοια άδεια για συνέχιση παράγωγης αγωγής δεν προβλεπόταν στους προγενέστερους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας.
Πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι το καταχωρισθέν από την Αιτήτρια Έντυπο Απαίτησης φέρει τον τίτλο «Παράγωγη Απαίτηση». Περαιτέρω, η Αιτήτρια στην Έκθεση Απαίτησης της αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η αγωγή είναι παράγωγη και αντιπροσωπευτική των συμφερόντων της Εναγόμενης 3 εταιρείας (derivative action) και ή ότι η ίδια (η Αιτήτρια) αδυνατεί να ασκήσει έλεγχο επί του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 3, το οποίο απαρτίζεται κατά ποσοστό 50%, από τους διευθυντές της Εναγόμενης 2.
Το τι συνιστά Παράγωγη Αγωγή, επεξηγήθηκε στην υπόθεση Mammous κ.ά. ν. Willstrrop κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 90, στην οποία λέχθηκαν επί λέξη τα ακόλουθα:
«Παράγωγη είναι η αγωγή που εγείρεται από ένα μέτοχο και βασίζεται σε αιτία αγωγής που έχει η εταιρεία, σε αντιπαράθεση με αιτία αγωγής που ανήκει στον μέτοχο. Το Κοινό Δίκαιο επιτρέπει σε ένα μέτοχο μειοψηφίας να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας σε περιπτώσεις όπου η εταιρεία δεν ενεργεί η ίδια, γιατί ο αδικοπραγών ελέγχει την εταιρεία και μπορεί να την εμποδίσει από του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια.
Ο κανόνας του Κοινού Δικαίου, που τέθηκε στην υπόθεση Foss v. Harbottle [1843] 67 Ε.R. 189, λέγει ότι αν μία εταιρεία γίνεται θύμα αδικήματος, τότε, επειδή αποτελεί διαφορετική οντότητα από τους μετόχους της, εκ πρώτης όψεως είναι η εταιρεία που θα πρέπει να εγείρει αγωγή. Εντούτοις, η εξαίρεση στον γενικό κανόνα επιτρέπει σε ένα μέτοχο να εγείρει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας, εάν υπάρχει δόλος εναντίον της μειοψηφίας και οι υπεύθυνοι του δόλου ελέγχουν την εταιρεία.»
Ο Κανονισμός 13(6) του Μέρους 20 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 προνοεί ρητά ότι το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα για συνέχιση της παράγωγης απαίτησης μόνο αν ο ενάγων καταδείξει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση προς εκδίκαση. Έχω την ταπεινή άποψη ότι το επίπεδο απόδειξης της κατά τον αμέσως πιο πάνω Κανονισμό εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν μπορεί να διαφέρει ούτε και να είναι ψηλότερο από το απαιτούμενο για την ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Νόμου 14/60 επιπέδου απόδειξης, συγκεκριμένα κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (balance of propabilities). Αναμφισβήτητα στο πρώιμο αυτό στάδιο της διαδικασίας δεν θα ήταν επιτρεπτό για το Δικαστήριο να προβεί σε αξιολόγηση της βαρύτητας των εκατέρωθεν εκδοχών, με αποτέλεσμα το βάρος απόδειξης που επωμίζεται ο ενάγοντας στο στάδιο αυτό να μη μπορεί να φτάσει μέχρι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.
Ως έχει ήδη αναφερθεί, πραγματικό υπόβαθρο της υπό εξέταση Αίτησης αποτελεί η ένορκη δήλωση του κ. Mokhonko ημερομηνίας 7.3.2024, η οποία παρουσιάζεται μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Gizikova, η οποία συνοδεύει την υπό εξέταση Αίτηση. Αξίζει να επισημανθεί ότι η ένορκη δήλωση του κ. Mokhonko αποτέλεσε το πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η αίτηση της Αιτήτριας ημερομηνίας 7.3.2024 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Το Δικαστήριο στην απόφαση του ημερομηνίας 24.10.2024, με την οποία οριστικοποίησε τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα αναφέρει, σε σχέση με την ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32, τα ακόλουθα:
«Από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν εκδοχών διαφαίνεται ότι αποτελεί κοινό τόπο το ότι η Αιτήτρια, καθ’ όλους τους ουσιώδεις για την παρούσα αγωγή χρόνους, ήταν και εξακολουθεί να είναι μέτοχος της Εναγόμενης 3, κατέχουσα το 50% του μετοχικού της κεφαλαίου. Εκπροσωπείται δε στο διοικητικό συμβούλιο της Εναγόμενης 3 με δύο διευθυντές, ήτοι τον κ. Mokhonko (ενόρκως δηλούντα) και την κα Gizikova. Υπό την ιδιότητα της μετόχου της Εναγόμενης 3, η Αιτήτρια υπέγραψε με την Εναγόμενη 2, η οποία κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ήταν η άλλη μέτοχος της Εναγόμενης 3, τη Συμφωνία Μετόχων (Shareholders Agreement) ημερομηνίας 30.12.2016. Όπως διαφαίνεται από το αναντίλεκτο περιεχόμενο της, η εν λόγω συμφωνία ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εκάστου μετόχου, τόσο έναντι της Εναγόμενης 3, όσο και έναντι του άλλου μετόχου. Ο όρος 5 της εν λόγω συμφωνίας προνοεί επί λέξη τα ακόλουθα:
«DISPOSAL OR CHARGING OF THE SHARES
Subject to the terms and provisions of this Agreement, no shareholders shall, except with the prior written consent of each other, create or permit to subsist any pledge, lien or charge over, or grant any option or other rights over or dispose of any interest in, any of the shares held by it.»
Αποτελεί επίσης κοινό τόπο το ότι οι μετοχές της Εναγόμενης 2 τις οποίες κατείχε στην Εναγόμενη 3 δεν κατέχονται πλέον από αυτήν, αλλά μεταβιβάστηκαν στην Εναγόμενη 1. Ο κ. Mokhonko στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι 1, 2, 4, 5 και 6 ενεργώντας βάσει σχεδίου και σε πλήρη συνεννόηση μεταξύ τους, συνήψαν δήθεν συμφωνία δανείου με ενέχυρο τις μετοχές της Εναγόμενης 2 που κατείχε στην Εναγόμενη 3 και στη συνέχεια καταχώρισαν την πολιτική αγωγή 494/2022 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, προκειμένου να επιτύχουν την de facto αποξένωση των μετοχών της Εναγόμενης 2 που κατείχε στην Εναγόμενη 3 και, κατ’ αυτό τον τρόπο, να εξαπατήσουν τους πιστωτές της Εναγόμενης 2, στους οποίους περιλαμβάνεται και η Αιτήτρια. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα ισχυρίζεται ο κ. Mokhonko, κατά την 27.12.2015 φέρεται να υπεγράφη μεταξύ Εναγόμενης 1 και Εναγόμενης 2 συμφωνία δανείου, δυνάμει της οποίας η Εναγόμενη 1 δάνεισε στην Εναγόμενη 2 ποσό €350.000. Η ρηθείσα συμφωνία περιλάμβανε πρόνοια ότι η Εναγόμενη 2 παραχωρούσε στην Εναγόμενη 1, ως εξασφάλιση, τις μετοχές που κατείχε στην Εναγόμενη 3. Η Εναγόμενη 2 δεν εκπλήρωσε τις εκ της ως άνω συμφωνίας δανείου αναλειφθείσες υποχρεώσεις της, με αποτέλεσμα η Εναγόμενη 1 να εγείρει, τόσο εναντίον της Εναγόμενης 2 όσο και της Εναγόμενης 3, την αγωγή υπ’ αριθμό 494/2022 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Η ρηθείσα αγωγή επιδόθηκε στον Εναγόμενο 5, ο οποίος την παρέλαβε υπό την ιδιότητα του διευθυντή των Εναγομένων 2 και 3. Ο Εναγόμενος 5 δεν ενημέρωσε το διοικητικό συμβούλιο της Εναγόμενης 3 για την έγερση της ως άνω αγωγής, με αποτέλεσμα να μην καταχωριστεί εμφάνιση εκ μέρους της. Συνεπεία του ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 δεν καταχώρισαν εμφάνιση στην αγωγή, την 29.6.2022 εκδόθηκε απόφαση εναντίον τους, δυνάμει της οποίας διατάχθηκαν να προχωρήσουν στη μεταβίβαση των μετοχών της Εναγόμενης 2 επ’ ονόματι της Εναγόμενης 1. Στη συνέχεια ο Εναγόμενος 5, υπό την ιδιότητα του διευθυντή και γραμματέα της Εναγόμενης 3, καταχώρισε στον Έφορο Εταιρειών το Έντυπο ΗΕ57 (Τεκμήριο 10 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Mokhonko) με το οποίο οι μετοχές της Εναγόμενης 2 στην Εναγόμενη 3 μεταβιβάστηκαν επ’ ονόματι της Εναγόμενης 1.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί η Αιτήτρια ισχυρίζεται, μέσω της ενόρκου δηλώσεως του κ. Mokhonko, ότι οι Εναγόμενοι 1, 2, 4, 5 και 6 συνωμότησαν μεταξύ τους για να πλαστογραφήσουν τη ρηθείσα συμφωνία δανείου ημερομηνίας 27.12.2015, ως επίσης και για να καταχωρίσουν την αγωγή υπ’ αριθμό 494/2022 ώστε να πετύχουν την έκδοση απόφασης για τη μεταβίβαση των μετοχών της Εναγόμενης 2 επ’ ονόματι της Εναγόμενη 1, προκειμένου να καταδολιεύσουν τους πιστωτές της Εναγόμενης 2 στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η Αιτήτρια.
Έχω την ταπεινή άποψη ότι το μαρτυρικό υλικό που παρουσίασε η Αιτήτρια είναι επαρκές, σε βαθμό που καταδεικνύει εκ πρώτης όψεως την εμπλοκή των Εναγομένων 1, 2, 4 και 5 σε ένα συνωμοτικό σχέδιο με σκοπό να πετύχουν την μεταβίβαση των μετοχών που κατείχε η Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3, μέσω της ρηθείσας συμφωνίας δανείου, παρακάμπτοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την Συμφωνία Μετόχων (shareholders agreement) ημερομηνίας 30.12.2016, η οποία υπεγράφη μεταξύ Αιτήτριας και Εναγόμενης 2. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ρηθείσα συμφωνία δανείου φέρεται να συνομολογήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της ημερομηνίας υπογραφής της Συμφωνίας Μετόχων. Υπενθυμίζεται ότι με βάση τη Συμφωνία Μετόχων κανένας μέτοχος θα δικαιούται να επιβαρύνει ή και διαθέσει τις μετοχές που κατέχει στην Εναγόμενη 3 χωρίς την προηγούμενη γραπτή συγκατάθεση του άλλου μετόχου. Όπως δε ο ίδιος ο Εναγόμενος 5 αναφέρει στην ένορκη δήλωση του, η Εναγόμενη 1, η οποία φέρεται ως η δανειστής του ποσού των €350.000 στην Εναγόμενη 2, είναι η μητέρα του ιδίου και του Εναγόμενου 4, οι οποίοι είναι οι διευθυντές τόσο της Εναγόμενης 2, όσο και της Εναγόμενης 3. Επισημαίνεται ακόμα η ηθελημένη μη καταχώριση εμφάνισης στην ανωτέρω αγωγή, με αποτέλεσμα να εκδοθεί απόφαση εναντίον των Εναγομένων 2 και 3, με την οποία, μεταξύ άλλων, διατάσσετο η μεταβίβαση των μετοχών της Εναγόμενης 2 στην Εναγόμενη 1.»
Το Δικαστήριο στη βάση του ανωτέρω παρατεθέντος μαρτυρικού υλικού κατέληξε ότι η Αιτήτρια πέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι δεν είναι σε θέση να ασκήσει πλέον έλεγχο επί του Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγόμενης 3, ούτε και να συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων, τις οποίες λαμβάνουν οι Εναγόμενοι 4 και 5, με αποτέλεσμα να νομιμοποιείται να εγείρει την παρούσα απαίτηση εκ μέρους και για λογαριασμό της Εναγόμενης 3. Είναι λοιπόν φανερό ότι πέτυχε να καταδείξει το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας του Μέρους της Απαίτησης της το οποίο έχει ως βάση την παράγωγη αγωγή. Στο σημείο αυτό θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι η Αιτήτρια στην Έκθεση Απαίτησης της ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα Απαίτηση εγείρεται επειδή η Εναγόμενη με δόλια μέσα και/ή βάση σχεδιασμού και σε απόλυτη σύμπνοια συνήψαν ισχυριζόμενη συμφωνία δανείου, θέτοντας ως εγγύηση τις μετοχές που κατείχε η Εναγόμενη 2 στην Εναγόμενη 3 και ακολούθως με την καταχώριση της αγωγής 494/2022, η Εναγόμενη 2 καθώς και η Εναγόμενη 3 παρέλειψαν να καταχωρίσουν εμφάνιση, παρά την προς αυτές επίδοση της αγωγής, συγκεκριμένα μέσω του Εναγόμενου 5, πετυχαίνοντας την έκδοση δικαστικής απόφασης ημερομηνίας 29.6.2022, η οποία είναι προϊόν δόλου και/ή συμπαιγνίας και η οποία εξασφαλίστηκε με σκοπό τη μεταβίβαση των μετοχών προς την Εναγόμενη 1. Πέραν των πιο πάνω θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση της ενόρκου δηλώσεως του Εναγόμενου 5 ότι η Αιτήτρια κανένα στοιχείο έχει παρουσιάσει που να αποδεικνύει ότι η Εναγόμενη 3, για την οποία έχει εγερθεί η παράγωγη αγωγή, υπέστη οποιαδήποτε ζημιά, η οποία είναι προϋπόθεση για την έγερση παράγωγης αγωγής. Η επιβάρυνση των μετόχων που η Εναγόμενη 2 κατείχε στην Εναγόμενη 3 προς το σκοπό της εξασφάλισης της φερόμενης συμφωνίας δανείου την οποία κατ’ ισχυρισμό συνήψε με την Εναγόμενη 1, άνευ οποιασδήποτε απόφασης ή και ενημέρωσης του διοικητικού συμβουλίου της Εναγόμενης 3, ως και η μετέπειτα έγερση αγωγής και η έκδοση απόφασης εναντίον της Εναγομένης 3 κατά τον τρόπο που έχει αναφερθεί ανωτέρω, αποτελεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, απώλεια την οποία υπέστη η Εναγόμενη 3.
Ως έχει ήδη αναφερθεί, ένας εκ των βασικών λόγων ένστασης των Εναγομένων είναι ότι η παράγωγη αγωγή της Αιτήτριας είναι επιπόλαιη ή και ενοχλητική για το λόγο ότι συνδυάζει προσωπικές αξιώσεις της ίδιας της Αιτήτριας. Όπως υποστηρίζεται στην γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εναγομένων, στην παρούσα αγωγή δεν συνδυάζονται απλά προσωπικές αξιώσεις της Αιτήτρια, με αιτία αγωγής που έχει η Εναγόμενη 3, αλλά κατά παράδοξο, οξύμωρο και αντιφατικό τρόπο, ζητούνται θεραπείες και εναντίον της ίδιας της Εναγόμενης 3, κάτι το οποίο δικονομικά και πρακτικά είναι ανεφάρμοστο αλλά και ανεπίτρεπτο.
Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης, αλλά και από την ένορκη δήλωση του κ. Mokhonko επί της οποίας βασίστηκε η Αίτηση της Αιτήτριας για την έκδοση προσωπικών διαταγμάτων, πέραν της παράγωγης αγωγής η οποία εγείρεται εκ μέρους και για λογαριασμό των συμφερόντων της Εναγόμενης 3, η Αιτήτρια προβάλλει συγχρόνως προσωπικές αξιώσεις της εναντίον της εναγόμενης 3, στηριζόμενες σε συμφωνία δανείου. Όπως ειδικότερα αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης, η Αιτήτρια και η Εναγόμενη 2 υπέγραψαν τη συμφωνία μετόχων ημερομηνίας 30.12.2016, προνοώντας ότι η Αιτήτρια θα χορηγήσει δάνειο στην Εναγόμενη 3 μέχρι €5.000.000. Το προαναφερθέν δάνειο χορηγήθηκε πράγματι στην Εναγόμενη 3 μέσω κατευθείαν εμβασμάτων και ακολούθως μεταξύ των ετών 2018 – 2021 αποπληρώθηκε ποσό €527.000, με αποτέλεσμα να προκύπτει τρέχον ανεξόφλητο ληξηπρόθεσμο υπόλοιπο για το δάνειο ύψους €4.473.000 πληρωτέο στην Αιτήτρια. Στις αξιώσεις του αιτητικού της Έκθεσης Απαίτησης περιλαμβάνεται αξίωση εναντίον και της Εναγόμενης 3 για ποσό €4.473.000 ως οφειλόμενο δυνάμει δανεισμού, καθώς και αξίωση όπως η Εναγόμενη 3 τεθεί υπό εκκαθάριση, όπως επίσης και απόφαση για μεταβίβαση επ’ ονόματι της Αιτήτριας των μετοχών που η Εναγόμενη 2 αποξένωσε.
Στην υπόθεση Χρίστου ν. Μηλλιού κ.ά. (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 210, αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελίδες 1216 -1217:
Στο σύγγραμμα Gower's Principles of Modern Company Law, 4η έκδοση, σελ. 651 αναφέρεται σχετικά:
«(iii) The company must be made a defendant in the action. As already pointed out, the company is the true plaintiff, and if a money judgment is recovered against the true defendants - the wrongdoing directors or other controllers - this will be in favour of the company and not in favour of the individual shareholder who is nominal plaintiff. The company cannot, in fact, be the plaintiff, because neither of its organs - the board of directors and the general meeting - will authorise suit by it. As the next best thing the court insists upon its being made the nominal defendant. So long as the company is a party, judgment can be given in its favour, and any decision in the case becomes res judicata so far as the company is concerned, precluding it from bringing a subsequent action on the same cause if there is a later change in control."
(Βλ. επίσης Halsbury's Laws of England, 3ος Τόμος, σελ. 446.)
Σε δική μας μετάφραση:
«Η εταιρεία πρέπει να προστεθεί ως εναγόμενη στην αγωγή. Όπως, ήδη έχει υποδειχθεί, η εταιρεία είναι ο πραγματικός ενάγων και εάν απόφαση εις χρήμα επιτύχει εναντίον των πραγματικών εναγομένων - των αδικοπραγούντων διευθυντών ή των άλλων που έχουν τον έλεγχο της - αυτή θα είναι προς όφελος της εταιρείας και όχι προς όφελος του μετόχου που είναι κατ' όνομα ενάγων. Η εταιρεία δεν μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ενάγων καθ' ότι κανένα από τα όργανα της - το Διοικητικό Συμβούλιο και Γενική Συνέλευση - θα επέτρεπαν έγερση της αγωγής. Ως το επόμενο καλύτερο, το Δικαστήριο επιμένει όπως προστεθεί ως εναγόμενη. Εφ' όσον η εταιρεία είναι διάδικος, απόφαση μπορεί να δοθεί προς όφελος της και οποιαδήποτε απόφαση στην υπόθεση γίνεται δεδικασμένο κατά το μέρος που αφορά την εταιρεία, εμποδίζοντας την να επαναφέρει νέα αγωγή για την ίδια αιτία, εάν στο μέλλον υπάρξει αλλαγή στον έλεγχο της.»
Στη Spokes v. Grosvenor Hotel Co.Ltd. a.o. [1897] 2 QB 124, 126, 128 αποφασίστηκε ότι σε αυτής της φύσης αγωγές εάν η εταιρεία δεν προστεθεί ως εναγόμενη, η αγωγή δεν μπορεί να προχωρήσει. Αυτή πρέπει να είναι διάδικος ώστε να δεσμεύεται από το αποτέλεσμα. Επίσης θα πρέπει να λεχθεί ότι σε παράγωγη αγωγή δεν μπορεί να συνδυαστεί αξίωση προς όφελος του ίδιου του ενάγοντα (μετόχου ή μειοψηφίας, ανάλογα) (βλ. Gore-Browne on Companies, 44η έκδοση, τόμος 2 στις 28.014 παραγρ. 28.8.2, Stroud v. Lawson [1898] 2 QB 44).»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι ο λόγος για τον οποίο η εταιρεία, η οποία είναι το θύμα των αδικοπραγούντων διευθυντών ή οποιωνδήποτε άλλων που έχουν τον έλεγχο της, θα πρέπει να είναι διάδικος στην αγωγή, είναι για να μπορεί να εκδοθεί απόφαση προς όφελος της και γενικά να δεσμεύεται από το αποτέλεσμα της αγωγής. Επιπρόσθετα, τα ανωτέρω αναφερόμενα καθιστούν, κατά την άποψη μου, εμφανές ότι δεν μπορεί ο μέτοχος να εγείρει αγωγή προς όφελος και για λογαριασμό της εταιρείας, ενώ συγχρόνως με την ίδια αγωγή να προβάλλει και προσωπικές αξιώσεις εναντίον της. Με βρίσκει σύμφωνο η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εναγομένων ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δικονομικά επιτρεπτό. Ειδικότερα δεν είναι επιτρεπτό από τη μια ο Ενάγοντας να αξιώνει την έκδοση απόφασης προς όφελος της εταιρείας και από την άλλη να ζητά την έκδοση απόφασης εναντίον της, για προσωπική του απαίτηση.
Έχω την ταπεινή άποψη ότι η νομολογία την οποία παραθέτει στη γραπτή του αγόρευση ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας κάθε άλλο παρά βοηθά τη θέση του ότι υπάρχει η δυνατότητα μια αγωγή να είναι ταυτόχρονα προσωπική και παράγωγη. Πιο συγκεκριμένα η υπόθεση Prudential Assurance Co.Ltd v. Newman Industries Ltd (No.2) (1981) Ch.257, αφορούσε την αρχή της αντανακλαστικής ζημιάς (reflective lose). Σύμφωνα με την ως άνω αρχή, δεν είναι επιτρεπτό σε ένα μέτοχο να ανακτήσει αποζημίωση για τη ζημιά την οποία υφίσταται εξ αιτίας της μείωσης της αξίας των μετοχών του, για το λόγο ότι η εν λόγω ζημιά αποτελεί αντανάκλαση (reflection) της ζημιάς την οποία υφίσταται η ίδια η εταιρεία. Για του λόγου το αληθές παραθέτω αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην ανωτέρω υπόθεση (Prudential Assurance Co Ltd v. Newman Industries Ltd (No 2) [1982] 1 All E.R. 354 at 336-337, [1982] Ch 204 at 222-22)3:
“But what he cannot do is to recover damages merely because the company in which he is interested has suffered damage. He cannot recover a sum equal to the diminution in the market value of his shares or equal to the likely diminution in dividend, because such a “loss” is merely a reflection of the loss suffered by the company. The shareholder does not suffer any personal loss. His only “loss” is through the company, in the diminution in the value of the net assets of the company, in which he has (say) a 3% shareholding. The plaintiff’s shares are merely a right of participation in the company on the terms of the articles of association. The shares themselves, his right of participation, are not directly affected by the wrongdoing. The plaintiff still holds all the shares as his own absolutely unincumbered property. The deceit practiced on the plaintiff does not affect the shares; it merely enables the defendant to rob the company. A simple illustration will prove the logic of this approach. Suppose that the sole asset of a company is a cash box containing £100,000. The company has an issued share capital of 100 shares, of which 99 are held by the plaintiff. The plaintiff holds the key of the cash box. The defendant by a fraudulent misrepresentation persuades the plaintiff to part with the key. The defendant then robs the company of all its money. The effect of the fraud and the subsequent robbery, assuming that the defendant successfully flees with his plunder, is (i) to denude the company of all its assets and (ii) to reduce the sale value of the plaintiff’s shares from a figure approaching £100,000 to nil. There are two wrongs, the deceit practiced on the plaintiff and the robbery of the company. But the deceit on the plaintiff causes the plaintiff no loss which is separate and distinct from the loss to the company. The deceit was merely a step in the robbery. The plaintiff obviously cannot recover personally some £100,000 damages in addition to the £100,000 damages recoverable by the company.”
………………………………………………………………………………
It is equally obvious, however, that if the damages were recoverable by the shareholder instead of by the company, this would achieve the same extraction of the company’s capital to the prejudice of the creditors of the company as the defendant’s misappropriation had done.»
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εναγομένων στην γραπτή τους αγόρευση υποστηρίζουν ότι η Αιτήτρια χρησιμοποιεί την παρούσα διαδικασία καταχρηστικά, εμφορούμενη από αλλότρια κίνητρα που είναι η αθέμητη εξυπηρέτηση προσωπικών της συμφερόντων υπό τον μανδύα της δήθεν προστασίας των δικαιωμάτων της Εναγόμενης 3. Υποστηρίζουν περαιτέρω ότι από το αιτητικό της παραγράφου Η της Έκθεσης Απαίτησης καθίσταται εμφανές ότι απώτερος στόχος της Αιτήτριας είναι ο σφετερισμός των μετοχών της Εναγόμενης 1 και η ανάκτηση του πλήρους ελέγχου της Εναγόμενης 3. Προς επίρρωση δε των ως άνω θέσεων τους παραπέμπουν στην υπόθεση Abouraya v. Sigmund and Others (2004) EWHC 277 (Ch).
Αυτό το οποίο έχω παρατηρήσει είναι ότι στο Έντυπο της Ένστασης των Εναγομένων δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ένστασης. Το μόνο το οποίο προβάλλεται είναι ότι η αγωγή εγείρεται με απώτερο σκοπό την απόκτηση των μετοχών που κατέχει η Εναγόμενη 1 στην Εναγόμενη 3. Δεν προβάλλεται όμως ζήτημα καταχρηστικότητας. Ο Κανονισμός 7(β) του Μέρους 23 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 προνοεί ότι στην ένσταση του Καθ’ ου η Αίτηση θα πρέπει να δηλώνονται περιεκτικά οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης. Ο αμέσως πιο πάνω Κανονισμός είναι πανομοιότυπος με τη Δ.48 θ.4(1) των προγενέστερων κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως είχε διαμορφωθεί με βάση τον τροποποιητικό Κανονισμό του 1999, ο οποίος προνοούσε ότι η ειδοποίηση για πρόθεση ένστασης θα εξειδικεύει τους συγκεκριμένους λόγους της ένστασης. Αφ’ ης στιγμής λοιπόν δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο Κανονισμών, εξακολουθεί να εφαρμόζεται η νομολογία η οποία αφορούσε τη Δ.48 θ.4. Ειδικότερα στην υπόθεση Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελ.97:.
«Θα θέλαμε όμως με αυτή την ευκαιρία να θυμίσουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα της νέας διάταξης αναφορικά με τον καθορισμό, στο σώμα της γραπτής ένστασης, των λόγων που την υποστηρίζουν και το συναφές καθήκον του συντάκτη της να τους εξειδικεύσει. Και θα προσθέταμε με την καθαρότητα, λιτότητα έκφρασης και περιεκτικότητα, που πρέπει να χαρακτηρίζουν τη νομική γραφή. Ας μη λησμονείται ότι ο συντάκτης της ένστασης δεν έχει μόνο καθήκον να πληροφορήσει τον αντίδικο του σε ποιούς ακριβώς λόγους έγκειται η ένσταση του, αλλά και ανάλογη υποχρέωση απέναντι στο δικαστήριο.»
Υπό το φως των όσων αναφέρονται πιο πάνω το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εξετάσει το εγειρόμενο στη γραπτή αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Εναγομένων ζήτημα καταχρηστικότητας της Απαίτησης της Αιτήτριας.
Ένας επίσης λόγος ένστασης των Εναγομένων είναι ότι η ένορκη δήλωση μετάφρασης του κ. Αγγελίδη ημερομηνίας 14.3.2024 δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο για το λόγο ότι δεν δίνει εξαιρετικό λόγο ως προς το γιατί διενεργείται από δικηγόρο ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση, ως ο περί Εγγραφής και Ρύθμισης των Υπηρεσιών Ορκωτού Μεταφραστή Νόμος 45(Ι)/2019 επιτακτικώς ορίζει.
Είναι γεγονός ότι η ένορκη δήλωση της κας Gizikova η οποία είναι συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα μεταφράζεται στα ελληνικά από τον κ. Αγγελίδη, ο οποίος είναι ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση. Ο ίδιος δικηγόρος μετάφρασε στα ελληνικά και την ένορκη δήλωση του κ. Mokhonko η οποία επίσης είχε συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα. Παρόμοιος λόγος ένστασης είχε εγερθεί από τους Εναγόμενους και στο πλαίσιο της έντασης τους στην αίτηση της Αιτήτριας για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων ημερομηνίας 7.3.2024. Θεωρώ δε χρήσιμο να παραθέσω τα ακόλουθα αποσπάσματα από την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.10.2024 με την οποία οριστικοποίησε τα προσωρινά διατάγματα:
«Πρωτίστως θα πρέπει να υπομνήσω τη νομολογιακή αρχή σύμφωνα με την οποία δεν είναι επιθυμητή η όμνηση δήλωσης από δικηγόρο, χωρίς όμως η πρακτική αυτή να έχει φθάσει στο σημείο ώστε η εν λόγω ένορκη δήλωση να αγνοείται ή να απορρίπτεται (Ribolovlev v. Ribolovleva (2010) 1 A.A.Δ. 82). Η πρακτική αφορά την όμνηση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, ο οποίος ή στη συνέχεια της διαδικασίας καθίσταται μάρτυρας γεγονότων, οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης (In Re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319, Alexander v. Alexander (2013) 1 A.A.Δ. 1093).
…………………………………………………………………………………………
Καθ’ όσον αφορά την ένορκη δήλωση του κ. Θ. Αγγελίδη με την οποία βεβαιώνεται η μετάφραση την οποία ο ίδιος έκαμε δεν θεωρώ ότι είναι τέτοιας φύσης ώστε να αγνοηθεί από το Δικαστήριο επειδή ήταν και ο δικηγόρος ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση εκ μέρους της Αιτήτριας. Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να επισημάνω ότι το αυθεντικό κείμενο της ένορκης δήλωσης του κ. Mokhonko στην αγγλική γλώσσα είναι αναρτημένο στο σύστημα, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να έχει τη δυνατότητα να αναγνώσει το περιεχόμενο του, χωρίς να βασιστεί στην μετάφραση του στα ελληνικά. Πέραν των πιο πάνω, το γεγονός ότι ο κ. Θ. Αγγελίδης δεν είναι εγγεγραμμένος ως ορκωτός μεταφραστής δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής και Ρύθμισης των Υπηρεσιών Ορκωτού Μεταφραστή Νόμου 45(Ι)/2019 δεν αποτελεί λόγο για τον οποίο η μετάφραση στην οποία προέβηκε να μην μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο (Prospecta Homes Services Ltd v. Kharina Limited κ.ά., Πολ. Έφεση Ε118/2020, ημερομηνίας 12.10.2022).»
Στην προκείμενη περίπτωση ακόμα και αν δεν ήμουν διατεθειμένος να βασιστώ επί της μετάφρασης στα ελληνικά της ένορκης δήλωσης της κας Gizikova ή του κ. Mokhonko, η οποία έγινε από τον κ. Αγγελίδη, θα μπορούσα να βασιστώ επί του αυθεντικού κειμένου των ως άνω ενόρκων δηλώσεων στην αγγλική γλώσσα, οι οποίες αποτελούν μέρος του ηλεκτρονικού φακέλου της υπόθεσης.
Ενόψει των όσων αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι ούτε αυτός ο λόγος ένστασης θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Με γνώμονα τα όσα έχω παραθέσει πιο πάνω καταλήγω ότι η Αιτήτρια δεν δικαιούνται ναι προωθεί την παρούσα Απαίτηση της ως παράγωγη αγωγή προς όφελος και για λογαριασμό της Εναγόμενης 3 και συγχρόνως να προβάλλει προσωπικές αξιώσεις εναντίον της. Κατά συνέπεια η αιτούμενη άδεια δεν μπορεί να παραχωρηθεί. Φυσικά η Αιτήτρια θα μπορεί να προωθήσει το μέρος της Απαίτησης της που αφορά τις προσωπικές αξιώσεις της εναντίον της Εναγόμενης 3 ή και εναντίον των υπόλοιπων Εναγομένων, για τις οποίες δεν απαιτείται η εξασφάλιση οποιασδήποτε άδειας για συνέχιση τους. Συνακόλουθα, λόγω της ως άνω εξέλιξης, το προσωρινό διάταγμα το οποίο οριστικοποιήθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 24.10.2024, δεν μπορεί να συνεχίσει να ισχύει λόγω του ότι εκδόθηκε ή και οριστικοποιήθηκε σε σχέση με το μέρος της Απαίτησης της Αιτήτριας που αφορούσε την παράγωγη αγωγή. Συνεπώς θα ακυρωθεί.
Καθ’ όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου που στην προκείμενη περίπτωση είναι οι Εναγόμενοι 3 – 6, οι οποίοι είχαν καταχωρίσει ένσταση.
Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος των Εναγομένων 3, 4, 5 και 6 – Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας - Αιτήτριας. Κατ’ εφαρμογή του Κ.39.4(1)(β) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, τα έξοδα θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Σε σχέση με τις Εναγόμενες 1 και 2 δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.
Το προσωρινό διάταγμα το οποίο οριστικοποιήθηκε κατά την 24.10.2024 ακυρώνεται.
(Υπ.) …………………………………
Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο