VTB BANK (PJSC) ν. Dmytro Firtash κ.α., Aγωγή Αρ. 2956/18, 26/5/2025
print
Τίτλος:
VTB BANK (PJSC) ν. Dmytro Firtash κ.α., Aγωγή Αρ. 2956/18, 26/5/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Aγωγή Αρ. 2956/18

 

Μεταξύ:

VTB BANK (PJSC)

Ενάγουσας

-και-

 

                                      1.  Dmytro Firtash

                                      2.  Group MR FIRTASH Holdings Ltd

                                      3.  Letan Investments Ltd

                                      4.  Tolexis Trading Ltd

                                      5.  Tolexis International Ltd

                                      6.  Ohna Holdings Ltd

                                      7.  Titanium International Ltd

                                      8.  Μαρία Λούλλη Σιούφτα

                                      9.  Ανδριάνα Πίας

                                    10.  Ιωάννα Σωτηρίου

                                    11.  Ανδριανή Ζεβεδαίου

Εναγόμενων

------------------------ 

 

Αίτηση ημερ. 15.9.2021

 

26 Μαΐου 2025

 

Για την Ενάγουσα - Αιτήτρια:  κ. Χρ. Νικολάου για Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους 2 – 11 – Καθ’  ων η Αίτηση:  κ. Σ. Πίττας για Σωτήρης Πίττας & Σία ΔΕΠΕ και Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Η Ενάγουσα (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια) με την υπό εξέταση Αίτηση της επιδιώκει την έκδοση διατάγματος το οποίο να τροποποιεί ή και μειώνει το ποσό που αφορά το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018 σε USD25.600.000 ή και το ισόποσο του σε ευρώ μέχρι την εξέταση της αίτησης της ημερομηνίας 20.12.2018, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το ρηθέν προσωρινό διάταγμα.  Επιδιώκει επίσης την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ακυρώνεται και να επιστρέφεται σ’  αυτήν η εγγυητική επιστολή της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ημερομηνίας 25.1.2019 για το ποσό των €500.000 με δικαιούχο τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και να αντικαθίσταται με νέα εγγυητική επιστολή για το ποσό των €250.000 ή και οποιοδήποτε ποσό το Δικαστήριο θεωρήσει σκόπιμο. 

 

            Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Αθάνατου, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Αιτήτρια. Σ’  αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

            Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή καταχωρίστηκε από την Αιτήτρια την 20.12.2018.  Κατά την ιδία ημερομηνία καταχωρίστηκε και μονομερής αίτηση με την οποία ζητείτο η έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων παγοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των Εναγομένων 1 – 3 και 5, ως επίσης η έκδοση διαταγμάτων αποκάλυψης τύπου Norwich Pharmacal καθώς και ιχνηλάτησης (stracing orders).  Κατά την 27.12.2018, το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς διατάγματα εναντίον των ως άνω Εναγομένων, τα οποία απαγορεύουν την αποξένωση των περιουσιακών τους στοιχείων που βρίσκονται στην Κύπρο μέχρι ποσού USD45.709.862,17. 

 

            Μετά την έκδοση των ανωτέρω διαταγμάτων, έλαβαν χώρα γεγονότα τα οποία αφορούν περιορισμό της απαίτησης της Αιτήτριας.  Ειδικότερα, με συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων που υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2019 και έναντι ανταλλάγματος, η Αιτήτρια εκχώρησε και μεταβίβασε προς τη Ρώσικη Εταιρεία Titanium Technologies Company Limited τα δικαιώματα της που απορρέουν από τη συμφωνία με τίτλο “Facility Agreement” μεταξύ της ίδιας και των εταιρειών Ukranian Chemical Products Private Joint Stock Company και Titanium Investments Limited και από άλλες συναφείς συμφωνίες εγγύησης / εξασφάλισης μεταξύ της ίδιας και της Titanium Investments Limited την απαίτηση της εναντίον των εταιρειών Ukranian Chemical Products Private Joint Stock Company και Titanium Investments Limited, όπως αναγνωρίστηκε από την απόφαση του Commercial Court of Moscow ημερομηνίας 9.6.2018. 

 

            Κατά την 11.2.2020 οι δικηγόροι της Αιτήτριας ανέφεραν στο Δικαστήριο ότι έλαβαν χώραν τα ανωτέρω γεγονότα.  Τελικά οι διάδικοι στις 9.2.2021 προχώρησαν στην κατάθεση στο φάκελο του Δικαστηρίου κοινής δήλωσης με σκοπό να περιοριστεί η δικογραφημένη απαίτηση της Αιτήτριας.  Με την υπό εξέταση Αίτηση η Αιτήτρια ζητά την τροποποίηση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018, ώστε να περιοριστεί στο ποσό των USD25.600.000 ή και το ισόποσο του σε ευρώ και, κατ’ αυτό τον τρόπο, να ευθυγραμμιστεί με το ποσό της απαίτησης της.  Στο ανωτέρω ποσό περιλαμβάνεται και ο νόμιμος τόκος, ο οποίος βάσει των υπολογισμών της Αιτήτριας, θα ανέλθει σε USD2.740.000.   Το ποσό του νόμιμου τόκου υπολογίστηκε στη βάση της περιόδου των έξι χρόνων, η οποία είναι η ελάχιστη που θα χρειαστεί για εκδίκαση της αγωγής και έκδοση τελικής απόφασης.  Το αίτημα της Αιτήτριας για ακύρωση της υφιστάμενης εγγυητικής επιστολής και παραχώρηση νέας για το μειωμένο ποσό των €250.000 αντικατοπτρίζει τα δεδομένα ως έχουν διαμορφωθεί και ανταποκρίνεται στο ποσό κατά το οποίο μειώθηκε η απαίτηση της.

 

            Όπως πληροφορείται από τους δικηγόρους που χειρίζονται την υπόθεση, οι Εναγόμενοι δεν έχουν υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από την έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018.  Κανένας εξ αυτών προέβηκε σε οποιοδήποτε διάβημα διεκδίκησης αποζημιώσεων για οποιαδήποτε ζημιά που τυχόν υπέστη εξαιτίας του διατάγματος ούτε έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οτιδήποτε που να υποδεικνύει τυχόν ενεργοποίηση των όρων της εγγύησης.

 

            Πέραν των πιο πάνω, είναι αναγκαία η ακύρωση της υφιστάμενης Εγγυητικής Επιστολής προκειμένου να χρησιμοποιηθεί μέρος του ποσού της για την έκδοση της νέας Εγγυητικής Επιστολής, αφού πρακτικά θα ήταν αδύνατη η δυσανάλογα χρονοβόρα, δαπανηρή και δύσκολο να δικαιολογηθεί η πληρωμή επιπρόσθετου ποσού από την Αιτήτρια.

 

 

H ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ

 

            Οι Εναγόμενοι 1, 2, 3 και 5 (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως οι Εναγόμενοι) εναντιώθηκαν στις αιτούμενες θεραπείες.    Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης την οποία καταχώρισαν προβάλλουν 14 συνολικά λόγους ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

 

1.    Η Αιτήτρια δεν δικαιολογεί ή και αποδεικνύει ή και παρουσιάζει οποιαδήποτε μαρτυρία γιατί το μονομερές διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018 να τροποποιηθεί με τρόπο ώστε να παγοποιεί περιουσιακά στοιχεία καθενός από τους Εναγόμενους για ποσό USD25.600.000.

 

2.     To μονομερές διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018 λανθασμένα ή και αδικαιολόγητα ή και καταχρηστικά προνοεί για παγοποίηση των περιουσιακών στοιχείων καθενός από τους Εναγόμενους για ποσό USD45.709.862,17.

 

3.    Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας, θα πρέπει να τροποποιήσει το μονομερές διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018, ώστε με αυτό να παγοποιούνται περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων συλλογικά και όχι του καθενός ξεχωριστά, μέχρι ποσού USD22.854.931,085.

 

4.    Η Αιτήτρια δεν ικανοποιεί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

5.    Το μονομερές διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018 έχει προκαλέσει και συνεχίζει να προκαλεί ζημιές και απώλειες στους Εναγόμενους, που ήδη έχουν ξεπεράσει το ποσό των €500.000, το οποίο είναι εξασφαλισμένο με την τραπεζική εγγύηση.

 

6.    Οι Εναγόμενοι δεν μπορούν ούτε και είναι πρακτικά δυνατό να υπολογίσουν επακριβώς τη δεδομένη στιγμή τις ζημιές που υπέστηκαν από την έκδοση του μονομερούς διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018, εφόσον αυτό βρίσκεται ακόμα σε ισχύ και επομένως οι ζημιές τους μεταβάλλονται καθημερινά.

 

7.    Τυχόν μείωση του ποσού της εγγύησης δυνατό να μη μπορεί να καλύψει τις ζημιές που υπέστηκαν και συνεχίζουν να υφίστανται.

 

8.    Σε περίπτωση ακύρωσης της εγγυητικής επιστολής ημερομηνίας 25.1.2019 για το ποσό των €500.000 η οποία είχε κατατεθεί ως ασφάλεια για την έκδοση του μονομερούς διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018, υπάρχει σοβαρός και δικαιολογημένος κίνδυνος η Αιτήτρια να μην προχωρήσει με την αντικατάσταση της και κατάθεση νέας εγγυητικής επιστολής την οποία θα διατάξει το Δικαστήριο, κάτι το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση από τους Εναγόμενους του δικαιώματος τους να αποζημιωθούν για τις ζημιές που υπέστηκαν και συνεχίζουν να υφίστανται.

 

9.    Η Αιτήτρια υπόκειται σε κυρώσεις (sanctions), οι οποίες προβλέπουν, μεταξύ άλλων, την παγοποίηση όλων των περιουσιακών της στοιχείων, με αποτέλεσμα να μην δικαιούται να προωθεί αίτημα για μείωση και επιστροφή σ’  αυτή οποιουδήποτε χρηματικού ποσού που καλύπτεται από την επίδικη τραπεζική εγγύηση.

 

10.  Η Αίτηση αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

11.  Το δικαίωμα των Εναγομένων να αποζημιωθούν για τις ζημιές που τους προκάλεσε και θα τους προκαλεί η έκδοση του μονομερούς διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018 θα αποκρυσταλλωθεί μετά την έκδοση της τελικής απόφασης επί της ουσίας.

Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της Εναγόμενης 8, η οποία είναι η διευθύντρια των Εναγομένων 4, 5 και 6 εταιρειών.  Σ’  αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

Παρά το γεγονός ότι από το 2021 η Αιτήτρια αναγνώρισε ότι η απαίτηση της για αποζημιώσεις εναντίον των Εναγομένων μειώθηκε στο ποσό των USD22.854.931,085, εντούτοις μέχρι σήμερα δεν έχει προβεί σε διαβήματα για να μειώσει το ύψος των περιουσιακών στοιχείων των Εναγομένων που παγοποιούνται με το μονομερές διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018, με αποτέλεσμα αυτό να παγοποιεί περιουσιακά τους στοιχεία πολλαπλάσιας αξίας από τη χρηματική απαίτηση της Αιτήτριας. 

 

Ως συμβουλεύεται από τους δικηγόρους των Εναγομένων, ο ορθός χρόνος για την καταχώριση απαίτησης για ζημιές που υπέστηκαν οι Εναγόμενοι ένεκα της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018, είναι μετά την ολοκλήρωση της δικαστικής διαδικασίας, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το ρηθέν διάταγμα.  Το Δικαστήριο θα εξετάσει τέτοιο αίτημα μετά την ακρόαση της ουσίας της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και την έκδοση απόφασης.  Άλλωστε δεν είναι πρακτικά δυνατό να υπολογιστούν επακριβώς οι ζημιές που υπέστηκαν και συνεχίζουν να υφίστανται, εφόσον το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018 βρίσκεται ακόμα σε ισχύ και οι ζημιές των Εναγομένων μεταβάλλονται καθημερινά.  Επί τούτου οι Εναγόμενοι βρίσκονται στη διαδικασία ετοιμασίας αίτησης, η οποία θα κατατεθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, με την οποία θα αιτούνται την αύξηση του ποσού της εγγυητικής που έχει κατατεθεί σε σχέση με την έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018.  Εξ όσων είναι σε θέση να υπολογίσουν στο παρόν στάδιο, τουλάχιστον κάποιες από τις ζημιές τους ξεπερνούν το ποσό των €500.000.  Περαιτέρω, το διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018 αποστέρησε και συνεχίζει να αποστερεί από τους Εναγόμενους τη δυνατότητα άσκησης των νόμιμων δικαιωμάτων τους κατά τη στιγμή που το επιθυμούσαν, κάτι το οποίο εξ αντικειμένου συνιστά ζημιά η οποία είναι δύσκολο να αποτιμηθεί άμεσα και πλήρως. 

 

Εξ όσων πληροφορείται από τον Εναγόμενο 1 καθώς και τους Άγγλους δικηγόρους του, η Αιτήτρια κατά το 2019 καταχώρισε ενώπιον των Αγγλικών Δικαστηρίων αίτηση για έκδοση παγοποιητικών διαταγμάτων εναντίον του προς υποστήριξη της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής, με βάση την οποία πέτυχε την έκδοση τέτοιων διαταγμάτων μονομερώς, με τα οποία παγοποιούνταν περιουσιακά στοιχεία του Εναγόμενου 1 μέχρι ποσού USD48.996.950,28.  Για την έκδοση τους η Αιτήτρια κατέθεσε ως εγγύηση το αμελητέο ποσό £100.000.  Περί τις αρχές του 2021, ενόψει του ότι η απαίτηση της Αιτήτριας μειώθηκε στο ποσό των USD22.854.931,085, τα αγγλικά παγοποιητικά διατάγματα τροποποιήθηκαν κατά τρόπο ώστε να παγοποιούν περιουσιακά στοιχεία του Εναγόμενου 1 μέχρι του ως άνω ποσού.  Στα πλαίσια της ανωτέρω αγγλικής διαδικασίας, περί τον Φεβρουάριο του 2021 ο Εναγόμενος 1 καταχώρισε αίτηση με την οποία αιτείτο, μεταξύ άλλων, την αύξηση της εγγύησης που η Αιτήτρια είχε παραχωρήσει προς κάλυψη τυχόν ζημιών του, για επιπρόσθετο ποσό £10.000.000, περαιτέρω δε όπως τα αγγλικά παγοποιητικά διατάγματα περιοριστούν επί ενός συγκεκριμένου ακινήτου του Εναγόμενου 1, η αξία του οποίου ξεπερνούσε κατά πολύ το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό.  Η Αιτήτρια εναντιώθηκε στην εν λόγω αίτηση και το αγγλικό Δικαστήριο, μετά από ακρόαση, διέταξε την Αιτήτρια να παράσχει περαιτέρω εγγύηση ύψους £10.000.000.  Η Αιτήτρια στη συνέχεια πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι δεν ήταν διατεθειμένη να παράσχει την επιπρόσθετη εγγύηση και ότι το αγγλικό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να την αναγκάσει όπως καταχωρίσει την επιπρόσθετη εγγύηση, κάτι το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση από το Δικαστήριο των παγοποιητικών διαταγμάτων.  Ως αποτέλεσμα της άρνησης της Αιτήτριας να παράσχει την επιπρόσθετη εγγύηση την οποία διέταξε το Δικαστήριο, ο Εναγόμενος 1 εμποδίζεται κατ’  ουσία από το να εγείρει απαίτηση εναντίον της Αιτήτριας για αποζημιώσεις για τις ζημιές που ήδη έχει υπολογίσει, οι οποίες οφείλονται στην έκδοση των Αγγλικών παγοποιητικών διαταγμάτων, τα οποία έχουν ακυρωθεί.

 

Ως επίσης συμβουλεύεται από τους δικηγόρους των Εναγομένων, συνεπεία των κυρώσεων που επιβλήθηκαν, μεταξύ άλλων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Αιτήτρια δεν έχει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο ή εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε και είναι σε θέση να μεταφέρει οποιαδήποτε περιουσιακά στοιχεία στην Κύπρο προς συμμόρφωση με οποιοδήποτε διάταγμα του Δικαστηρίου.  Συνεπώς σε περίπτωση ακύρωσης και επιστροφής της εγγυητικής στην Αιτήτρια, δεν θα υπάρχει η δυνατότητα κατάθεσης νέας, με αποτέλεσμα οι Εναγόμενοι να μην μπορούν να ανακτήσουν αποζημιώσεις για τις ζημιές που έχουν υποστεί, οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, ξεπερνούν κατά πολύ το ποσό των €500.000.  Για το λόγο αυτό η μη επιστροφή της εγγυητικής επιστολής στην Αιτήτρια, είναι αναγκαία προκειμένου να προστατευθούν τα δικαιώματα των Εναγομένων και να απονεμηθεί δικαιοσύνη στο κατάλληλο στάδιο.  Υπάρχει σοβαρός και δικαιολογημένος κίνδυνος η Ενάγουσα να μη προχωρήσει στην επανακαταχώριση νέας εγγυητικής επιστολής, κάτι το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα, οι Εναγόμενοι να αποστερηθούν του δικαιώματος τους να λάβουν διαβήματα στο κατάλληλο στάδιο για να αξιώσουν αποζημιώσεις εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960,  άρθρο 32, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6, άρθρα 4 – 9 και στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.25 θ.1-6, Δ.33 θ.8, Δ.39, Δ.48 θ.θ. 1 – 13, Δ.55 και Δ.64.

 

            Πριν προχωρήσω σε οποιαδήποτε περαιτέρω νομική ανάλυση, θεωρώ ορθό να καταγράψω τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου, οι οποίες στηρίζονται στα κοινώς παραδεκτά ή και αδιαμφισβήτητα γεγονότα.

 

            Κατά την 27.12.2018 εκδόθηκε προς όφελος της Αιτήτριας μονομερές προσωρινό διάταγμα με το οποίο δεσμεύτηκαν περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων 1 – 3 και 5 μέχρι του ποσού των USD45.709.862,17.  To ρηθέν διάταγμα εκδόθηκε υπό τον όρο ότι η Αιτήτρια θα παράσχει εντός 30 ημερών τραπεζική εγγύηση της έγκρισης του Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου για το ποσό των €500.000, όρος ο οποίος εκτελέστηκε από την Αιτήτρια.  Το ρηθέν διάταγμα οριστικοποιήθηκε εναντίον του Εναγόμενου 1 λόγω παράλειψης του να εμφανιστεί στη διαδικασία, ενώ εναντίον των Εναγομένων 2, 3 και 5, οι οποίοι εναντιώθηκαν στην οριστικοποίηση του, εκκρεμεί ακόμα η εκδίκαση της αίτησης ημερομηνίας 20.12.2018, στη βάση της οποίας αυτό εκδόθηκε.  Με βάση κατάλογο Παραδεκτών Γεγονότων ημερομηνίας 9.2.2021, ο οποίος υπεγράφη από τους δικηγόρους αμφοτέρων των πλευρών και καταχωρίστηκε στο δικαστικό φάκελο, η Αιτήτρια περιόρισε τη δικογραφημένη απαίτηση της στο ήμισυ, δηλαδή στο ποσό των USD22.854,931.085.

 

            Είναι στη βάση του ρηθέντος Καταλόγου Παραδεκτών Γεγονότων και ειδικότερα του περιορισμού της δικογραφημένης απαίτησης της που η Αιτήτρια αξιώνει με την υπό εξέταση Αίτηση της (α) τη μείωση του ποσού κατά το οποίο δεσμεύτηκαν περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων 1 – 3 και 5 στη βάση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018 σε USD25.600.000 και (β) τη μείωση κατά το ήμισυ, του ποσού της εγγύησης την οποία διατάχθηκε όπως καταθέσει, για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018.

 

            Η εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιεί προσωρινό διάταγμα στηρίζεται στο άρθρο 32(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το οποίο προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

«(2) Οιovδήπoτε ενδιάμεσο διάταγμα, εκδoθέv συμφώvως τω εδαφίω (1), δύvαται vα εκδoθή υπό τoιoύτoυς όρoυς και πρoϋπoθέσεις ως τo δικαστήριov θεωρεί δίκαιov, και τo δικαστήριov δύvαται καθ' oιovδήπoτε χρόvov, επί απoδείξει ευλόγoυ αιτίας, vα ακυρώση ή τρoπoπoιήση oιovδήπoτε τoιoύτov διάταγμα.»

 

            Στην υπόθεση Global Maritime Services Ltd κ.ά. ν. Bulion Ltd (2013) 1 A.A.Δ. 709 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Όσον αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, και αυτός πρέπει να απορριφθεί. Είναι γεγονός ότι σε υποθέσεις του είδους, και με βάση τη νομολογία (δέστε PCW (Underwriting Agencies) Ltd v Dixon [1983] 2 ALL ER 158 και Halifax plc v Chandler [2002] EWCA Civ. 1750 και γενικότερα David Bean: Injunctions 8η έκδ. σελ. 113-115, par. 7.24-7.27), είναι δυνατή η τροποποίηση του διατάγματος ώστε να απελευθερώνονται λογικά ποσά για την ικανοποίηση των τρεχόντων εξόδων μιας επιχείρησης, η πληρωμή των μισθών και η καταβολή δικηγορικών εξόδων. Εδώ, όμως, παρατηρείται, όπως υποδεικνύουν οι Εφεσίβλητοι στο περίγραμμά τους, με παραπομπή στα σχετικά τεκμήρια, ο δεσμευθείς λογαριασμός είναι προειδοποιήσεως («notice account») και όχι τρεχούμενος («current account»), από τον οποίο πληρώνονται τα καθημερινά ή μηνιαία έξοδα, ενώ είναι και σε δολάρια Αμερικής, χωρίς να εξηγείται πώς καταβάλλονταν τα ποσά αυτά στους υπαλλήλους, κτλ..

 

Περαιτέρω, όπως ορθά επισημαίνουν οι Εφεσίβλητοι στο διάγραμμά τους, καλώς απορρίφθηκαν τα αιτήματα για απελευθέρωση χρημάτων για την αναγκαιότητα πληρωμής δικηγορικών, προσωπικού και άλλων εξόδων, αφού, εάν το δικαστήριο ενέκρινε τέτοιο αίτημα, τροποποιώντας το διάταγμα, θα καταστρατηγούσε τον σκοπό που εξυπηρετούσε, αφού σταδιακά θα το καθιστούσε άνευ αντικειμένου, γιατί, με την πάροδο ορισμένων μηνών, θα εξαντλείτο και το κατατεθειμένο στο λογαριασμό ποσό.»

 

            Στην προκείμενη περίπτωση, η μείωση του ποσού για το οποίο δεσμεύτηκαν περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων ζητείται από την ίδια την Αιτήτρια, προς όφελος της οποίες εξεδόθη το προσωρινό διάταγμα.  Αφ’  ης στιγμής η αιτούμενη μείωση θα αποβεί προς όφελος των Εναγομένων, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο να μην επιτραπεί.

 

            Οι Εναγόμενοι στους λόγους ένστασης τους διατείνονται ότι το Δικαστήριο στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής του εξουσίας θα πρέπει να τροποποιήσει το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018, ώστε με αυτό να δεσμεύονται περιουσιακά τους στοιχεία συλλογικά μέχρι του ποσού των USD22.854.931.085 και όχι του καθενός ξεχωριστά.  Συναφής είναι και ο λόγος ένστασης τους ότι το ρηθέν προσωρινό διάταγμα αδικαιολόγητα ή και καταχρηστικά ή και λανθασμένα προνοεί για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του καθενός από αυτούς.

 

            Έχω την ταπεινή άποψη ότι το κατά πόσο λανθασμένα ή όχι με το προσωρινό διάταγμα, όπως εκδόθηκε αρχικά, δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία του καθενός Εναγόμενου ξεχωριστά για το ποσό των USD45.709.862,17 ή ακόμα για το μειωμένο ποσό των USD 25.600.000, δεν είναι ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί και αποφασιστεί στο πλαίσιο της υπό εξέταση Αίτησης.  Πριν την ένορκη αποκάλυψη των περιουσιακών στοιχείων καθενός εκ των Εναγόμενων, θεωρώ ότι θα ήταν πρόωρο να αποφασιστεί ότι η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των Εναγομένων θα αφορά συλλογικά το συνολικό ποσό των USD25.600.000, κατά τρόπο ώστε να διαιρεθεί ισόποσα μεταξύ τους.  Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι ούτε στην ένορκη δήλωση της κας Σιούφτας που υποστηρίζει την ένσταση των Εναγομένων προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι καθένας από αυτούς κατέχει περιουσιακά στοιχεία η συνολική αξία των οποίων υπερκαλύπτει ή και υπερβαίνει το ¼ μερίδιο  του ποσού των €25.600.000, ώστε αυτό να διαιρεθεί ισόποσα μεταξύ τους.   

 

            Πριν προχωρήσω στην εξέταση του δεύτερου αιτήματος της Αιτήτριας θα ήθελα να επισημάνω ότι, όπως επεξηγείται στην ένορκη δήλωση της κας Αθάνατου, ο λόγος για τον οποίο το ποσό του προσωρινού διατάγματος για το οποίο δεσμεύτηκαν περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων δεν ζητείται όπως μειωθεί επακριβώς στο ήμισυ του αρχικού ποσού των USD45.709.802,17 είναι γιατί έχει υπολογιστεί και ο νόμιμος τόκος που δυνατό να επιδικαστεί προς όφελος της Αιτήτριας για το χρονικό διάστημα μέχρι την εκδίκαση και έκδοση τελικής απόφασης στην αγωγή της.  Το ποσό του νόμιμου τόκου, υπολογιζόμενο στη βάση των 6 χρόνων που η Αιτήτρια θεωρεί ως τον ελάχιστο χρόνο για αποπεράτωση της αγωγής της ανέρχεται σε USD2.740.000. Είναι γι’  αυτό ακριβώς το λόγο για τον οποίο το ποσό στο οποίο ζητείται όπως μειωθεί η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των Εναγομένων ανέρχεται σε USD25.600.000, αντί του ποσού των USD 22.854.931,085.

 

            Το κατά πόσο η Αιτήτρια ορθά ή όχι συμπεριέλαβε και το ποσό του τόκου που δυνατό να επιδικαστεί προς όφελος της, είναι επίσης ζήτημα που δεν μπορεί να αποφασιστεί στο πλαίσιο της υπό εξέταση Αίτησης, αλλά θα πρέπει να αφεθεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της αίτησης ημερομηνίας 20.12.2018 για την οριστικοποίηση ή μη του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος.

 

            Προχωρώ τώρα στην εξέταση του δεύτερου αιτήματος της Αιτήτριας που είναι η μείωση κατά το ήμισυ του ποσού της εγγύησης που το Δικαστήριο είχε διατάξει όπως κατατεθεί κατά την έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018.  Ως έχει ήδη αναφερθεί, το Δικαστήριο επέβαλε ως όρο την παραχώρηση τραπεζικής εγγύησης της έγκρισης του πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου για το ποσό των €500.000, όρος ο οποίος εκτελέστηκε από την Αιτήτρια.  Αξιώνεται συναφώς η έκδοση διατάγματος για ακύρωση ή και επιστροφή στην Αιτήτρια της ανωτέρω τραπεζικής εγγύησης και η αντικατάσταση της με νέα εγγυητική επιστολή για το ποσό των €250.000 ή και για οποιοδήποτε ποσό θεωρεί σκόπιμο το Δικαστήριο.

 

            Η εξουσία του Δικαστηρίου να απαιτεί την παραχώρηση εγγύησης από το πρόσωπο προς όφελος του οποίου εκδίδεται μονομερές προσωρινό διάταγμα είτε στη βάση των άρθρων 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.6, είτε στη βάση του άρθρου 32 του Νόμου 14/60, στηρίζεται στο άρθρο 9(2) του Κεφ.6, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

 «Πριν εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς ειδοποίηση, το Δικαστήριο δύναται να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα.»

 

            Σύμφωνα με τη νομολογία μας, οι πρόνοιες του άρθρου 9.2 του Κεφ.6 καθιστούν επιτακτικό στο Δικαστήριο να απαιτεί από τον αιτητή την ανάληψη εγγύησης για την εξασφάλιση της υποχρέωσης του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου και στην απουσία του ζητείται η έκδοση μονομερούς διατάγματος (Αναφορικά με την Αίτηση των Panas Hotels Limited κ.ά. Πολ. Αίτηση Αρ. 128/2022 ημερ. 9.8.2022), ECLI:CY:AD:2022:D342.  Καθ’  όσον αφορά τη φύση της εγγύησης παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Group DF Holdings Ltd κ.ά. Πολ. Αίτηση Αρ.4/2019 ημερ. 31.1.2019:

 

«Σημασία έχει η εγγύηση που δίδεται να είναι ικανή να καλύψει τυχόν ζημιές.  Η εγγύηση δίδεται κατά τον τρόπο που το Δικαστήριο «θεωρεί σκόπιμο» (άρθρο 9(2) του Κεφ. 6), και δίδεται προς ικανοποίηση του Πρωτοκολλητή και προς το Δικαστήριο.  Η εγγύηση σύμφωνα με το σύγγραμμα των O'Hare & Browne: Civil Litigation 12η Έκδ. σελ. 367, δίδεται όχι προς τον καθ΄ ου η αίτηση, αλλά προς το Δικαστήριο το οποίο έχει διακριτική ευχέρεια κατά πόσο θα ενεργοποιήσει ή όχι την εγγύηση (Cheltenham & Gloucester Buibling Society v. Ricketts (1993) 1 W.L.R. 1545και Goldman Sachs International Ltd v. Lyons, The Times, February 28, 1995).  Οι υποθέσεις αυτές έχουν κυρίως σχέση με την έρευνα και τον τρόπο που μπορεί το Δικαστήριο να καθορίσει μετά την ακύρωση του προσωρινού ενδιάμεσου μέτρου και που ενδεχομένως έχει προκαλέσει ζημιά στον εναγόμενο, ώστε να διαπιστωθεί πράγματι η ύπαρξη ζημιάς, (δέστε David Bean: Injunctions, 8η Έκδ. σελ. 83-85, παρ. 6.04-6.07). 

 

Στο Annual Practice 1958, Τόμος 1, σελ. 1206, στα σχόλια του O.50 r.6, η οποία περιέχει την πρόνοια ότι επί αιτήσεως για παροχή διατάγματος ex parte ή διά κλήσεως, το Δικαστήριο μπορεί να το εκδώσει «upon such terms and conditions as the Court may think just», εξηγείται ότι σε κάθε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο ζητά «an undertaking as to damages» και ότι αυτό «…is properly given by the plaintiff's counsel, even though the plaintiffs are a limited company ...».  Στο πιο πάνω σύγγραμμα του David Bean: Injunctions σελ. 24-25, παρ. 3.03-3.07, εξηγείται ότι έχει επικρατήσει από καιρό η πρακτική να τίθεται όρος στον ενάγοντα-αιτητή να αναλαμβάνει την καταβολή αποζημιώσεων όποτε χορηγείται ενδιάμεσο μέτρο, κυρίως επί μονομερούς αιτήσεως και μάλιστα αναμένεται προς τούτο ο αιτητής να αποκαλύπτει τη δική του φερεγγυότητα ως προς την ικανότητα να αποπληρώσει τυχόν ζημιές εάν και εφόσον βέβαια αυτές τεκμηριωθούν.  Προστίθεται δε, ότι σε περίπτωση που η φερεγγυότητα του αιτητή διαφοροποιείται κατά τρόπο που επηρεάζει την ικανότητα του να καλύψει τις ζημιές, οφείλει να το αποκαλύψει στον εναγόμενο, (Staines v. Walsh (2003) EWHC 1486).  Είναι επίσης δυνατό όπου τα διαθέσιμα μέσα προς κάλυψη της ζημιάς τίθενται εν αμφιβόλω, το Δικαστήριο να διατάξει την ενίσχυση της εγγύησης με την κατάθεση ασφάλειας ή χρημάτων στο Δικαστήριο ή ακόμη και πρόσθετη εγγύηση από τρίτο πρόσωπο πλέον φερέγγυο.  Έτσι, αν μια ενάγουσα εταιρεία είναι θυγατρική εταιρεία πιθανόν να διαταχθεί προς ενίσχυση της εγγυήσεως η παροχή πρόσθετης εγγύησης από τη μητρική εταιρεία.»

 

            Το δικαίωμα του προσώπου εναντίον του οποίου εκδόθηκε μονομερές διάταγμα να απαιτήσει την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση που ήθελε φανεί ότι το διάταγμα βασίστηκε επί ανεπαρκών λόγων, ρυθμίζεται από το άρθρο 7 του Κεφ.6 το οποίο προνοεί επί λέξει τα ακόλουθα:

 

«Αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό δυνάμει των τριών προηγούμενων άρθρων ζητήθηκε για ανεπαρκείς λόγους, ή αν η αγωγή του ενάγοντα αποτύχει ή εκδοθεί απόφαση εναντίον του λόγω παράλειψης ή με άλλο τρόπο, και φαίνεται στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της αγωγής, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρήσει αυτό σκόπιμο, με αίτηση του εναγομένου, να διατάξει τον ενάγοντα να καταβάλει στον εναγόμενο τέτοιο ποσό το οποίο ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη αποζημίωση αυτού για τη δαπάνη και βλάβη που προξενήθηκε σε αυτόν λόγω της εκτέλεσης του διατάγματος.»

 

            Επίσης το άρθρο 32(3) του Νόμου 14/60 προνοεί τα ακόλουθα:

«Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv ενδιάμεσο διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1) εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντιόν του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ’  αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς.»

            Η Αιτήτρια υποστηρίζει, μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Αθάνατου, ότι ο περιορισμός ή και η μείωση του ποσού για το οποίο έχουν δεσμευτεί τα περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων, δικαιολογεί και την ανάλογη ρύθμιση της παραχωρηθείσας εκ μέρους της εγγύησης, το ποσό της οποίας δεν αντικατοπτρίζει πλέον το ποσό της τροποποιημένης απαίτησης καθώς και του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018.  Κατά την κα Αθάνατου, η ανάληψη υποχρέωσης από την Αιτήτρια για το μικρότερο ποσό των €250.000 εξασφαλίζει την υποχρέωση της για τυχόν αποζημίωση των Εναγομένων και καμιά αδικία προκαλεί, αφού η νέα εγγύηση που θα παραχωρηθεί θα είναι ανάλογη του ποσού της δέσμευσης του προσωρινού διατάγματος, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί.

 

            Ως έχει ήδη αναφερθεί, η πλευρά των Εναγομένων τάσσεται εναντίον της οποιασδήποτε μείωσης του ποσού της τραπεζικής εγγύησης την οποία διατάχθηκε όπως παραχωρήσει η Αιτήτρια, ισχυριζόμενη μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Σιούφτας, ότι κάποιες από τις ζημιές που έχουν ήδη υποστεί υπολογίζεται ότι υπερβαίνουν το ποσό των €500.000. Αφ’  ης στιγμής δε το προσωρινό διάταγμα εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, δεν είναι πρακτικά δυνατό να υπολογίσουν επακριβώς τις ζημιές τους, εφόσον αυτές μεταβάλλονται καθημερινά.

 

            Μελέτησα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τις εκατέρωθεν πλευρές.  Έχω την ταπεινή άποψη ότι η μείωση του ποσού της απαίτησης της Αιτήτριας καθώς και του ποσού του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018 για το οποίο δεσμεύτηκαν τα περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων σε καμιά περίπτωση δικαιολογεί τη μείωση στο στάδιο αυτό του ποσού της εγγύησης, την οποία διέταξε το Δικαστήριο όπως παραχωρηθεί.  Επισημαίνεται ότι ακόμα δεν έχει αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατά πόσο θα οριστικοποιήσει ή όχι το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα, αφού εξακολουθεί να εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησης της Αιτήτριας ημερομηνίας 20.12.2018 εναντίον των Εναγομένων 2, 3 και 5 στη βάση της οποίας εκδόθηκε μονομερώς το προσωρινό διάταγμα.  Δεν είναι επιτρεπτό στο Δικαστήριο να κάμει οποιαδήποτε πρόβλεψη στο στάδιο αυτό ότι αυτό θα οριστικοποιηθεί ή θα ακυρωθεί συνεπεία του ότι βασίστηκε επί ανεπαρκών λόγων.  Σε περίπτωση δε που ήθελε κριθεί ότι βασίστηκε επί ανεπαρκών λόγων, δυνατό να τεθεί ζήτημα καταβολής αποζημίωσης στους Εναγόμενους για οποιαδήποτε ζημιά ήθελαν υποστεί  καθ’  ον διάστημα αυτό βρισκόταν σε ισχύ.  Επιπρόσθετα το Δικαστήριο δεν μπορεί να κάμει πρόβλεψη για πόσο καιρό ακόμα θα εξακολουθήσει να βρίσκεται σε ισχύ ούτε και μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα να προκληθεί οποιαδήποτε παρούσα ή μελλοντική ζημιά στους Εναγόμενους καθ’  ον χρόνο θα βρίσκεται σε ισχύ, παρά το ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν παρουσιάσει επακριβή μαρτυρία ως προς τις ζημιές τις οποίες, κατά τον ισχυρισμό τους, έχουν υποστεί, αρκούμενοι σε γενικόλογες αναφορές περί πρόκλησης ζημιάς σ’  αυτούς.  Παρά δε το ότι πρόκειται για σημαντική μείωση του ποσού κατά το οποίο δεσμεύθηκαν τα περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων, η oποία υπερβαίνει τα USD20.000.000, εντούτοις το ποσό που παρέμεινε (USD25.600.000) κατά το οποίο δεσμεύονται τα περιουσιακά τους στοιχεία, εξακολουθεί να είναι πολύ ψηλό, το δε ποσό της παραχωρηθείσας εγγύησης των €500.000, αντιστοιχεί μόλις στο 1/51 αυτού.  Ενόψει δε του πολύ υψηλού ποσού για οποίο εξακολουθεί να παραμένει δεσμευμένη η περιουσία  των Εναγομένων, δυνατό και η ζημιά η οποία ήθελε προκληθεί σε οποιοδήποτε εξ αυτών να είναι ανάλογα μεγάλη, κατά τρόπο ώστε να δικαιούται και σε μεγάλο ποσό αποζημίωσης.

 

            Κάτω από το δεδομένα τα οποία έχω παραθέσει αμέσως πιο πάνω, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας για μείωση του ποσού της παραχωρηθείσας από αυτήν εγγύησης των €500.000 είτε κατά το ήμισυ, είτε για οιονδήποτε άλλο ποσό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από το Δικαστήριο.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να πετύχει καθόσον αφορά το πρώτο της σκέλος και να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 27.12.2018 για μείωση του ποσού κατά το οποίο έχουν δεσμευτεί τα περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων.   

 

Καθ’  όσον αφορά το δεύτερο σκέλος της Αίτησης και ειδικότερα το αίτημα για μείωση του ποσού της εγγύησης η οποία παραχωρήθηκε από την Αιτήτρια για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος, αυτό δεν μπορεί να πετύχει.  Συνεπώς τα αιτητικά των παραγράφων Β και Δ της Αίτησης  που αφορούν το συγκεκριμένο αίτημα θα απορριφθούν (το αίτημα της παραγράφου Γ έχει ήδη αποσυρθεί μέσω της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της Αιτήτριας).

 

Καθ’  όσον αφορά τα έξοδα της Αίτησης δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Αιτήτριας.  Όμως ενόψει της μερικής επιτυχίας της Αίτησης θεωρώ δικαιότερο όπως επιδικαστεί το ½ των εξόδων προς όφελος της.

 

Με βάση τα πιο πάνω εκδίδεται διάταγμα με το οποίο το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 27.12.2018 τροποποιείται κατά τρόπο ώστε το ποσό των USD45.709.862,17 για το οποίο έχουν δεσμευτεί περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων 1, 2, 3 και 5 μειώνεται σε USD25.600.000.  Το διάταγμα θα ισχύει μέχρι την ακρόαση και αποπεράτωση της αίτησης ημερομηνίας 20.12.2018 ή και μέχρι νεότερων διαταγών του Δικαστηρίου.

Επιδικάζεται υπέρ της Αιτήτριας – Ενάγουσας και εναντίον των Καθ’  ων η Αίτηση – Εναγομένων 1, 2, 3 και 5 το ½ των εξόδων της Αίτησης ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  Τα έξοδα θα είναι πληρωτέα στο τέλος της αίτησης ημερομηνίας 20.12.2018.

 

Όλες οι εκκρεμούσες αιτήσεις ορίζονται για οδηγίες (προγραμματισμό) την 10.6.2025, ώρα 09.00.

 

 

 

(Υπ.) ………………………………….

                                                                                    Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο,

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο