
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 884/2022 (i-Justice)
Μεταξύ:
Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited
Ενάγουσας
-και-
1. Νάσω Ιωάννου Αλεξάνδρου
2. Σταύρου Ιωάννου
Εναγομένων
……………………………….
Ημερομηνία: 12.3.2025
Εμφανίσεις:
Για Εναγομένη 1 - Αιτήτρια: Ο κ. Ζ. Νικολαίδης για Νικολαίδης & Αβραάμ Δ.Ε.Π.Ε
Για Ενάγουσα-Καθ’ης η Αίτηση : Η κα. Κ. Δημητρίου για Giorgos Landas LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
(επί της αίτησης, ημερ. 13.9.23, για έκδοση προσωρινού διατάγματος)
Η Ενάγουσα, εταιρεία εξαγοράς και διαχείρισης πιστωτικών διευκολύνσεων, αξιώνει από τους Εναγόμενους, αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα, το ποσό των €152.879,16, πλέον τόκους, ως οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας δανείου.
Αξιώνει δε περαιτέρω εναντίον της Εναγομένης 1 διατάγματα πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων (Υ1338/2001 και Υ7257/2001).
Η Εναγόμενη 1 ενάγεται ως πρωτοφειλέτιδα ενώ ο Εναγόμενος 2 ως εγγυητής.
Αποτελεί, συνοπτικά, δικογραφημένη θέση της Ενάγουσας ότι υποκατάστησε την Τράπεζα Κύπρου («η Τράπεζα»), δυνάμει του Ν. 169(Ι)/2015, σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την επίδικη συμφωνία δανείου και των επίδικων συμβάσεων.
Η Τράπεζα υπέγραψε με την Εναγόμενη 1 συμφωνία δανείου. Προς εξασφάλιση όλων των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 που απορρέουν από τη συμφωνία δανείου, η τελευταία υποθήκευσε, δυνάμει συμβάσεων και δηλώσεων υποθηκεύσεως ακινήτων, προς όφελος της εν λόγω Τράπεζας τις Υποθήκες Υ1338/2001 και Υ7257/2001, αντιστοίχως.
Προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1, ο Εναγόμενος 2, δυνάμει συμφωνίας εγγύησης, εγγυήθηκε εγγράφως όλες τις υποχρεώσεις της.
Λόγω του ότι ο λογαριασμός της Εναγόμενης 1 παρουσίαζε συστηματικές και επανειλημμένες καθυστερήσεις ως προς την καταβολή των οφειλόμενων μηνιαίων δόσεων, κατά παράβαση της συμφωνίας δανείου, η Ενάγουσα τερμάτισε αυτήν και κάλεσε τους Εναγόμενους όπως πληρώσουν άμεσα το οφειλόμενο υπολοιπόμενο ποσό. Οι Εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν και ως εκ τούτου η Τράπεζα ήγειρε την παρούσα αγωγή.
Η Εναγόμενη 1 ισχυρίζεται, μέσω της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της, ότι δεν έχει οποιαδήποτε συμβατική σχέση με την υφιστάμενη Ενάγουσα αλλά μόνο με την Τράπεζα Κύπρου και ότι η οποιαδήποτε πώληση του δανείου της παραβιάζει τα συνταγματικά της δικαιώματα, παραθέτοντας στο δικόγραφο της και σχετικές λεπτομέρειες. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι όροι της συμφωνίας δανείου δεν της επεξηγήθηκαν αλλά και ούτε της δόθηκε η ευκαιρία να λάβει οποιαδήποτε νομική γνωμάτευση. Εγείρει δε την ειδική υπεράσπιση του «non sest factum». Αποτελεί θέση της περαιτέρω ότι οι όροι που περιέχονται στη συμφωνία δανείου είναι καταχρηστικοί και παράνομοι, γεγονός που καθιστά τη συμφωνία δανείου και τις συμβάσεις υποθηκών στην ολότητα τους άκυρες και χωρίς καμία νομική ισχύ.
Είναι η περαιτέρω θέση της ότι οι συμβάσεις υποθήκης υπογράφτηκαν χωρίς τη θέληση της και ήταν προϊόν εξαναγκασμού και πίεσης από τον πρώην σύζυγο της- Εναγόμενο 2 σε συνεργασία πάντοτε με λειτουργούς της Τράπεζας Κύπρου. Παραθέτει στη συνέχεια σχετικές λεπτομέρειες εξαναγκασμού και πίεσης από τον Εναγόμενο 2.
Αποτελεί περαιτέρω δικογραφικός ισχυρισμός της ότι οι λειτουργοί της Ενάγουσας ενήργησαν κακόβουλα, ανεύθυνα και με αμέλεια ως προς τα συμφέροντα της, εξειδικεύοντας και σχετικές λεπτομέρειες αμέλειας της. Αρνείται δε ότι έλαβε οποιαδήποτε επιστολή σε σχέση με τις καθυστερήσεις αλλά ούτε και έλαβε οποιαδήποτε ενημέρωση για την αύξηση των επιτοκίων. Η Τράπεζα Κύπρου, σύμφωνα πάντοτε με τις δικογραφημένες θέσεις της, φέρει ευθύνη για την οικονομική καταστροφή της λόγω της συγκατάθεσης της και αποδοχής της στην εξαργύρωση και έκδοση πλαστογραφημένων επιταγών από τον Εναγόμενο 2 σε βάρος της Εναγόμενης 1. Οι σχετικές επιταγές εκδόθηκαν από το λογαριασμό της. Προς το σκοπό αυτό έχει καταχωριστεί ποινική υπόθεση κατά του Εναγόμενου 2.
Στη βάση των πιο πάνω ανταπαιτεί από την Ενάγουσα απόφαση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία δανείου και η σύμβαση υποθήκης δεν έχουν οποιαδήποτε νομική ισχύ στη βάση του ότι περιέχουν καταχρηστικές και παράνομες ρήτρες. Αξιώνει δε απόφαση του Δικαστηρίου ότι το ποσό που η Ενάγουσα αιτείται από την Εναγόμενη, είναι προϊόν παράνομων και καταχρηστικών χρεώσεων.
Με την παρούσα μονομερή αίτηση, ημερομηνίας 13.9.23, η Εναγόμενη 1 (στο εξής «η Αιτήτρια») αξιώνει από το Δικαστήριο διάταγμα με το οποίο να απαγορεύει στην Ενάγουσα (στο εξής «η Καθ’ης η αίτηση») να προχωρήσει σε πώληση και ή εκποίηση της υποθήκης υπ’ αριθμόν Υ1338/2001. Εντός του ενυπόθηκου ακινήτου έχει ανεγερθεί η πρώτη και μοναδική κατοικία της.
Κατόπιν σχετικών οδηγιών του Δικαστηρίου η μονομερής αίτηση κατέστη δια κλήσεως, εφόσον δόθηκαν οδηγίες για επίδοση της στην Καθ’ης η Αίτηση.
Η τελευταία αντέδρασε στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος καταχωρώντας προς τούτο σχετική ένσταση, προβάλλοντας συνολικά 12 λόγους ένστασης. Δεν κρίνω σκόπιμο να τους καταγράψω. Αυτοί όμως έχουν μελετηθεί στην ολότητα τους με ιδιαίτερη προσοχή από το Δικαστήριο και αναφορά σε αυτούς θα γίνει όταν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Προτού παραθέσω τις εκατέρωθεν εκδοχές των μερών κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τα κοινώς αποδεκτά γεγονότα, ως αυτά προκύπτουν μέσω των σχετικών ενόρκων δηλώσεων των μερών, που συνοδεύουν την αίτηση και την ένσταση, αντιστοίχως.
Αποτελεί κοινό τόπο ότι η Καθ’ης η Αίτηση παραχώρησε στην Αιτήτρια στεγαστικό δάνειο. Προς το σκοπό αυτό ανοίχθηκε λογαριασμός στο όνομα της Αιτήτριας, όπου και εκταμιεύθηκε το ποσό του δανείου. Προς εξασφάλιση του εν λόγω δανείου η Αιτήτρια υποθήκευσε προς όφελος της Καθ’ης η Αίτηση τις υποθήκες υπ’ αρ. Υ1338/2001 και Υ7257/2001, αντιστοίχως. Επί της πιο πάνω υποθηκευμένης ακίνητης περιουσίας έχει ανεγερθεί κατοικία στην οποία διαμένει η Αιτήτρια.
Λόγω του ότι η Αιτήτρια παρέλειψε να καταβάλει τις δόσεις της ο λογαριασμός δανείου τερματίστηκε και η Καθ’ης η αίτηση καταχώρισε την παρούσα αγωγή.
Η Καθ’ης η αίτηση, παράλληλα με την προώθηση της παρούσας αγωγής, απέστειλε την Ειδοποίηση Τύπου «Θ» και «Ι», δυνάμει του περί Υποθηκεύσεως και Μεταβιβάσεως Νόμου, Ν.9/1965 («ο Νόμος») αναφορικά με την εκποίηση της Υποθήκης Υ1338/2001. Οι σχετικές Ειδοποιήσεις έχουν αποσταλεί στην Αιτήτρια στις 21.6.2023.
Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση
Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της Αιτήτριας. Είναι η θέση της ότι στα πλαίσια της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της εγείρει ζήτημα καταχρηστικότητας των ρητρών των επίδικων συμβάσεων δανείου και υποθήκης. Είναι η περαιτέρω θέση της ότι το ισχυριζόμενο από πλευράς Καθ’ης η Αίτηση οφειλόμενο υπόλοιπο προκύπτει από παράνομες υπερχρεώσεις, ως αποτέλεσμα καταχρηστικών και ετεροβαρών ρητρών, οι οποίες περιέχονται στις πιο πάνω συμβάσεις. Προβάλλει τον ισχυρισμό ότι οι λειτουργοί της Καθ’ης η Αίτηση εφάρμοσαν κακόπιστα και με αμελή τρόπο καταχρηστικές και παράνομες ρήτρες τόσο στην συμφωνία δανείου όσο και στις συμβάσεις υποθηκών, σε αντίθεση με τις Ευρωπαϊκές οδηγίες και τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστικού Οργάνου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Τεκμήριο Γ).
Παρά το γεγονός ότι η Καθ’ης η Αίτηση γνωρίζει την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της και τα επίδικα ζητήματα που η ίδια εγείρει, και πιο συγκεκριμένα του γεγονότος ότι η όλη δανειοδότηση της από την Καθ’ης η Αίτηση προέκυψε ένεκα του Εναγομένου 2 (πρώην συζύγου της), ο οποίος λειτούργησε συνωμοτικά με φίλους του-λειτουργούς της Καθ’ης η Αίτηση προκειμένου να επιτύχει την δανειοδότηση της ώστε ο ίδιος να εξοφλήσει προσωπικά του έξοδα, προχωρεί την διαδικασία εκποίησης της κατοικίας της. Επισυνάπτει την Ειδοποίηση Τύπου «Θ» και «Ι», ως Τεκμήριο Δ, που της απέστειλε η Καθ’ης η Αίτηση. Είναι η θέση της ότι η ίδια ουδέποτε έλαβε το ποσό το οποίο εκταμιεύθηκε από την Καθ’ης η Αίτηση εφόσον αυτό δόθηκε στον Εναγόμενο 2.
Εξηγεί στην συνέχεια ότι είναι ο Εναγόμενος 2 που ευθύνεται για την ολική οικονομική καταστροφή της, προβαίνοντας σε κακοδιαχείριση εταιρείας στην οποία η ίδια ήταν μέτοχος μειοψηφίας και ακολούθως προέβη σε παράνομες πράξεις που αφορούσαν στην έκδοση πλαστογραφημένων επιταγών της Τράπεζας Κύπρου, τις οποίες εξέδιδε εν αγνοία της για να αποπληρώσει προσωπικά του χρέη.
Οι πιο πάνω ενέργειες του Εναγομένου 2 έλαβαν χώρα με την σύμπραξη λειτουργών της Τράπεζας Κύπρου τους οποίους ο ίδιος γνώριζε προσωπικά. Προσπάθησε πολλές φορές να διευθετήσει συναντήσεις με λειτουργούς της Τράπεζας προς το σκοπό εξεύρεσης λύσης, χωρίς όμως να λάβει ανταπόκριση. Η συμπεριφορά της Τράπεζας Κύπρου ήταν εσκεμμένη καθότι οι ίδιοι μεθόδευσαν την παγίδευση της με τον Εναγόμενο 2 και ο απώτερος σκοπός τους ήταν πάντοτε ο πλειστηριασμός της ακίνητης περιουσίας της. Αν η Καθ’ης η Αίτηση προχωρήσει σε εκποίηση της περιουσίας της το αποτέλεσμα θα είναι να μείνει άστεγη χωρίς καμία δυνατότητα εύρεσης άλλης κατοικίας. Κάτι τέτοιο θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτα προβλήματα. Όλα τα πιο πάνω, έχουν επηρεάσει την ψυχική της υγεία (Τεκμήριο ΣΤ).
Η εκποίηση της πρώτης της κατοικίας ενισχύει την ανάγκη για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος εφόσον θα πρέπει πρώτα να κριθεί η νομιμότητα των όρων της συμφωνίας δανείου και της σύμβασης υποθήκευσης των ακινήτων της. Η καταχώριση της παρούσας αίτησης είναι επιβεβλημένη καθώς η Καθ’ης η Αίτηση απέστειλε την επιστολή Τύπου «Ι» προς την ίδια. Αν η ίδια παραμείνει άπραγη οι συνέπειες θα είναι μη αναστρέψιμες. Είναι η θέση της ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση
Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση λειτουργού της Καθ’ης η Αίτηση (κ. Δημήτρη Χριστοφίδη). Αποτελεί θέση του ότι η Τράπεζα μεταβίβασε στην Καθ’ης η Αίτηση διάφορες πιστωτικές διευκολύνσεις, συμπεριλαμβανομένου και των επίδικων. Προς το σκοπό αυτό καταχωρίστηκε, στις 25.11.22, στο φάκελο του Δικαστηρίου σχετική ειδοποίηση υποκατάστασης της Τράπεζας από την Καθ’ης η Αίτηση.
Είναι η θέση του ότι η ύπαρξη ή μη καταχρηστικών όρων τόσο στη συμφωνία δανείου όσο και στις συμβάσεις υποθηκών, θα κριθούν στα πλαίσια της ακρόασης της αγωγής και όχι σε αυτό το στάδιο. Όλες οι χρεώσεις και τα επιτόκια που χρεώθηκε το επίδικο δάνειο έγιναν στη βάση των όρων της συμφωνίας δανείου και σε καμία περίπτωση δεν υφίστανται υπερχρεώσεις. Είναι η θέση του ότι όλοι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας είναι γενικοί και αόριστοι. Ισχυρίζεται δε, περαιτέρω, ότι όλοι οι όροι της επίδικης συμφωνίας καθώς και των συμβάσεων υποθηκών, είναι νόμιμοι, έγκυροι και δεσμευτικοί για την Αιτήτρια. Ουδέποτε η τελευταία αμφισβήτησε με οποιονδήποτε τρόπο τα οφειλόμενα υπόλοιπα. Οι επίδικες συμφωνίες και εξασφαλίσεις ήταν το αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και ελεύθερης βούλησης της εφόσον η Αιτήτρια προσήλθε αυτοβούλως στην Τράπεζα και ζήτησε τη σύναψη του επίδικου δανείου.
Η Αιτήτρια πριν την υπογραφή της συμφωνίας δανείου είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί τους όρους αυτής και η Καθ’ης η Αίτηση την ενημέρωσε για τη δυνατότητα της να λάβει και νομική συμβουλή. Η Τράπεζα αφουγκράστηκε τις οικονομικές δυσκολίες της Αιτήτριας και του Εναγομένου 2 και αποδέχθηκε το αίτημα της για αναδιάρθρωση του δανείου της προκειμένου η Αιτήτρια να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της αλλά και να μπορέσει να διατηρήσει τις εξυπηρετούμενες δανειακές της συμβάσεις. Και πάλι όμως η Αιτήτρια απέτυχε να ακολουθήσει το νέο πρόγραμμα αποπληρωμής (Τεκμήρια 7, 8 και 9). Δεν υπήρξε εκ μέρους της Καθ’ής η Αίτηση άρνηση συνεργασίας ή αναδιάρθρωσης του δανείου της Αιτήτριας αλλά αντίθετα η πρώτη προέβη σε αναδιαρθρώσεις και διαγραφή καθυστερήσεων του δανείου αποδεχούμενη τα εκάστοτε αιτήματα της.
Σε σχέση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας περί ύπαρξης συνωμοσίας μεταξύ του Εναγομένου 2 και λειτουργών της Καθ’ής η Αίτηση αυτοί είναι γενικοί, αβάσιμοι, και ανυπόστατοι εφόσον κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν έχει προσκομιστεί από αυτή. Οι δε ισχυρισμοί της για ευθύνη του Εναγομένου 2 για την οικονομική καταστροφή της λόγω πλαστογράφησης επιταγών, δεν αφορά την παρούσα αγωγή αλλά και ούτε προσκομίστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία.
Περαιτέρω, αφού έλαβε σχετική νομική συμβουλή, η υπό κρίση αίτηση είναι πρόωρη εφόσον η διαδικασία εκποίησης της υποθήκης Υ1338/2001 είναι ακόμη σε πολύ πρώιμο στάδιο καθώς έχουν σταλεί μόνο οι ειδοποιήσεις Τύπου «Θ» και «Ι». Συνεπακόλουθα το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να επέμβει καθώς δεν έχει αποσταλεί ακόμη η ειδοποίηση Τύπου «ΙΑ» και συνεπώς δεν έχει οριστεί πλειστηριασμός σε σχέση με το επίδικο ενυπόθηκο ακίνητο. Είναι η θέση του ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος εφόσον δεν αποκαλύπτεται καλή βάση υπεράσπισης ή έστω κάποιο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Καθ’ης η Αίτηση αλλά ούτε και η Αιτήτρια έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας σε σχέση με την Ανταπαίτηση της. Ούτε και απέδειξε η Αιτήτρια ότι θα υποστεί οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση μη έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος. Σε περίπτωση που εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα παραβιαστεί το δικαίωμα της Καθ’ης η Αίτηση ως αυτό απορρέει από το Νόμο, ο οποίος παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή τη δυνατότητα να εξασφαλίσει το λαβείν του και να ικανοποιήσει τα δικαιώματα του.
ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν και μέσω των γραπτών αγορεύσεων που αμφότεροι οι ευπαίδευτοι συνήγοροι παρέδωσαν στο Δικαστήριο, επιχειρηματολογώντας ως προς τις θέσεις τους και παραπέμποντας αυτό και σε σχετική επί του θέματος νομολογία. Τα όσα και οι δύο πλευρές υποστήριξαν έχουν μελετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή και αναφορά στις θέσεις τους θα γίνει όταν αυτό κριθεί αναγκαίο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι δεν προσφέρθηκε προφορική μαρτυρία ή αντεξετάσθηκε οιοσδήποτε εκ των ενόρκως δηλούντων.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων βρίσκεται στο άρθρο 32 των Περί Δικαστηρίων Νόμων (Ν.14/60). Το άρθρο αυτό παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία διακριτική ευχέρεια, εφόσον συντρέχουν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του, να εκδώσει οποιοδήποτε προστακτικό ή απαγορευτικό παρεμπίπτον διάταγμα που θα έκρινε δίκαιο ή πρόσφορο ανάλογα βεβαίως με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.
Οι σωρευτικές προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ως έχουν αποκρυσταλλωθεί μέσω της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, είναι οι ακόλουθες:
- Η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.
- Η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.
-Να είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος
(Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Another (1982) 1 C.L.R. 557, National Bank of Greece v. Motovia (1987) 1 Α.Α.Δ. 303, Cyprus Sulphur & Copper Co Ltd & άλλων ν. Παραλράμα Λτδ , KOT v. Θεωρή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 255, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. X''Bασίλη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 152, Parico Aluminium Designs Ltd v Muskita Aluminium Co Ltd (2002) 1Γ Α.Α.Δ 2015).
Στην υπόθεση Eurocypria Airlines Ltd υπό εκκαθάριση μέσω του εκκαθαριστή της Κρις Ιακωβίδη v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Γενικού Εισαγγελέα κ.α (2011) 1 Α.Α.Δ. 1783 επεξηγήθηκε με συνοπτικό τρόπο πότε πληρούνται οι πιο πάνω 3 προϋποθέσεις:
«Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη επεξηγήθηκε ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μια συζητήσιμη υπόθεση με βάση τα δικόγραφα. Η προϋπόθεση ύπαρξης πιθανότητας ο ενάγων να δικαιούται σε θεραπεία, επεξηγήθηκε ότι αναφέρεται στην απόδειξη ύπαρξης κάτι περισσότερο από απλής πιθανότητας επιτυχίας αλλά κάτι λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι ο βαθμός απόδειξης που απαιτείται σε πολιτικές υποθέσεις. Απαιτείται από τον αιτητή να καταδείξει ότι έχει μια ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Η τρίτη προϋπόθεση, σύμφωνα με την οποία πρέπει να καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εξετάζεται κυρίως υπό το φως του ερωτήματος κατά πόσο η απονομή αποζημιώσεων θα ήταν επαρκής θεραπεία κάτω από τα γεγονότα κάθε υπόθεσης».
Το Δικαστήριο, σ' αυτό το στάδιο, δεν καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, κάτι το οποίο θα αποτελέσει την κρίση του κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Περί προϋποθέσεων ο λόγος και μόνον (Jonitexo Ltd. v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 663 και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά.(1995) 1 Α.Α.Δ. 248).
Στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα που ουσιαστικά θα ισοδυναμούσαν με απόφαση επί της ουσίας της αγωγής. Επιπρόσθετα το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφύγει να προχωρήσει σε αξιολόγηση μαρτυρίας (Χαριτίνη Χρυσάνθου Κυριλλου, διά της πληρεξουσίου αντιπροσώπου της Γεωργίας Καραγιώργη v. Άντρης Λάμπρου (2004) 1 Α.Α.Δ. 1528).
Πέραν των πιο πάνω προϋποθέσεων τα Δικαστήρια προτού εκδώσουν ή οριστικοποιήσουν προσωρινά διατάγματα, ανάλογα με την περίπτωση, θα πρέπει να λάβουν υπόψη και κάποιες ευρύτερες αρχές οι οποίες έχουν αποκρυσταλλωθεί και αναπτυχθεί μέσω της νομολογίας.
Αναγνωρίζεται πως αφότου ο αιτητής ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται σωρευτικά όλες οι πιο πάνω προϋποθέσεις, το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη και τον παράγοντα του ισοζυγίου της ευχέρειας (balance of convenience). Το Δικαστήριο, δηλαδή, πριν εκδώσει οποιοδήποτε ενδιάμεσο διάταγμα θα πρέπει να αποφασίσει, ζυγίζοντας όλα τα δεδομένα, κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να το εκδώσει, ισοζυγίζοντας τον κίνδυνο αδικίας που θα προκληθεί στις δύο πλευρές. Η οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου θα πρέπει να ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας. (Bacardi & Co Ltd v Vinco Ltd (1996) 1(B)Α.Α.Δ.).
Θα προχωρήσω στην συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η Αιτήτρια έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που βρίσκεται στους ώμους της και έχει ικανοποιήσει το Δικαστήριο με επαρκή μαρτυρία ότι στην προκειμένη περίπτωση συντρέχουν σωρευτικά και οι 3 πιο πάνω προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Εξετάζοντας την 1η προϋπόθεση υπενθυμίζεται ότι, με βάση τη νομολογία, η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος αποκαλύπτεται στη βάση του καταχωρημένου δικογράφου και αφορά τη νομική θεμελίωση της αξίωσης του Ενάγοντα. Στην προκειμένη περίπτωση εφόσον υπάρχει ανταπαίτηση (ως γνωστό η Ανταπαίτηση εντάσσεται στον όρο «αγωγή» (βλέπε άρθρο 2 του περί Δικαστηρίων Νόμου και Δ.30 των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) η 1η προϋπόθεση θα εξεταστεί στην βάση του δικογράφου της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της Αιτήτριας. Επί της ουσίας, εκείνο το οποίο εξετάζεται είναι το κατά πόσον αποκαλύπτεται κάποια γνωστή στον νόμο αιτία αγωγής, η οποία, αν επιτύχει, θα έχει ως συνέπεια τη χορήγηση ανάλογης ουσιαστικής θεραπείας.
Μελετώντας το δικόγραφο της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης η Αιτήτρια αξιώνει απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσονται τόσο η επίδικη συμφωνία δανείου όσο και οι συμβάσεις υποθηκών ότι είναι παράνομες, άκυρες και χωρίς καμία νομική ισχύ στη βάση του ότι περιέχουν καταχρηστικούς όρους και ότι η Καθ’ής η Αίτηση της επέβαλε παράνομες χρεώσεις και υπερχρεώσεις στον λογαριασμό δανείου της. Επίσης βασίζεται και στο αστικό αδίκημα της αμέλειας εκ μέρους της Καθ’ής η Αίτηση αλλά και προβάλλεται η ειδική υπεράσπιση του «non est factum». Στη βάση επομένως των πιο πάνω, η 1η προϋπόθεση του άρθρου 32 κρίνω ότι πληρείται.
Όσον αφορά τη 2η προϋπόθεση, είναι αρκετό η Αιτήτρια να πείσει το Δικαστήριο ότι έχει κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας όσον αφορά την Ανταπαίτηση της. Η Αιτήτρια θα πρέπει να αναφέρεται σε γεγονότα που θα πείθουν το Δικαστήριο ότι έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας, η δε ικανοποίηση της εν λόγω προϋπόθεσης εξαρτάται από τη συσχέτιση της νομικής θεμελίωσης της αξίωσης με την προσφερόμενη μαρτυρία, όπως αυτή εξάγεται σ΄ αυτό το στάδιο από τις ένορκες δηλώσεις. Επισημαίνεται ότι σε σχέση με την 2η προϋπόθεση του Άρθρου 32, η προοπτική επιτυχίας εξετάζεται σε συνάρτηση και με την αντίθετη εκδοχή.
Όπως υπεδείχθη στην απόφαση Κωνσταντίνος Λόρδος κ.ά ν. Πέτρου Σιακόλα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερ. 23/3/17, ECLI:CY:AD:2017:A102:
«τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία.».
Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, λέχθηκε επίσης ότι,
«κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»
Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή την προσκομισθείσα από την Αιτήτρια μαρτυρία για σκοπούς ικανοποίησης της 2ης προϋπόθεσης του άρθρου 32, σε συνάρτηση πάντοτε με τις δικογραφημένες θέσεις της σε σχέση με την Ανταπαίτηση της.
Εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ως αυτοί καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση Αίτηση, αποκαλύπτει πως στο βαθμό που η αξίωση/θέση της εδράζεται στο γεγονός ότι η Kαθ’ης η Αίτηση επέδειξε δόλια και αμελή συμπεριφορά σε συνεννόηση πάντοτε με τον Εναγόμενο 2, πρώην σύζυγο της, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτοί παρέμειναν παντελώς αόριστοι, ασαφείς και ως τέτοιοι δεν είναι δυνατόν να εξεταστούν. Ειδικότερα, δεν έχει προσκομιστεί ίχνος μαρτυρίας που να εξηγεί και να υποστηρίζει πότε έλαβαν χώρα, υπό ποιες συνθήκες αλλά και ποιες είναι αυτές οι συμπεριφορές από τους λειτουργούς της Καθ’ης η Αίτηση, πάντοτε σε συνεννόηση με τον Εναγόμενο 2. Ούτε και κατ’ ονομάζονται ποιοι συγκεκριμένοι υπάλληλοι της Καθ’ης η Αίτηση ήταν φίλοι με τον Εναγόμενο 2, πότε και με ποιο τρόπο έγιναν αυτές οι κατ΄ισχυρισμόν συνεννοήσεις που απώτερο σκοπό είχαν ώστε να καταδολιεύσουν την Αιτήτρια. Ήταν η συναφής θέση της Αιτήτριας στην ένορκη της δήλωση ότι «η όλη δανειοδότηση μου προέκυψε ένεκα του Εναγομένου 2-πρώην συζύγου μου ο οποίος λειτούργησε συνωμοτικά με γνωστούς και φίλους του-στελέχη και λειτουργούς της Τράπεζας Κύπρου προκειμένου να επιτύχει την επίδικη δανειοδότηση μου ώστε ο ίδιος να ξοφλήσει δικά του χρέη και έξοδα που βάρυναν τον ίδιο.» Πότε και με ποιο τρόπο ο Εναγόμενος 2 συνωμότησε με λειτουργούς της Καθ’ής η Αίτηση ώστε η Αιτήτρια να λάβει το επίδικο δάνειο αλλά και με ποιο τρόπο επιτεύχθηκε ο σκοπός αυτός, πέραν των αόριστων και γενικών αναφορών της, η Αιτήτρια δεν παραθέτει οποιεσδήποτε περαιτέρω λεπτομέρειες. Στην ίδια βάση στην Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της η Αιτήτρια στην παράγραφο 9 αυτής προβάλει τη θέση ότι τόσο συμφωνία δανείου όσο και η σύμβαση υποθήκης «υπογράφτηκαν υπό πίεση και/ή εξαναγκασμό και χωρίς την θέληση της καθώς ήταν προϊόν φόβου και πίεσης από τον σύζυγο της σε συνεργασία με τους λειτουργούς της Τράπεζας Κύπρου και οι οποίοι ήταν γνωστοί του Εναγόμενου 2 και περαιτέρω συναίνεσαν στην εξαργύρωση από μέρους των πλαστογραφημένων επιταγών σε βάρος της Εναγομένης 1 και η οποία πράξη οδήγησε την Εναγομένη σε οικονομικό αδιέξοδο και οικονομική καταστροφή της.» Στις δε λεπτομέρειες εξαναγκασμού και πίεσης από τον Εναγόμενο 2 προβάλει τη θέση ότι «η Εναγομένη δέχθηκε απειλές και πιέσεις από τον Εναγόμενο 2 για να υπογράψει για να λάβει χρήματα και να εξοφλήσει καθυστερημένες οφειλές και τρεχούμενο λογαριασμό του» και ότι «ο Εναγόμενος 2 ήταν κακοποιητικός και βίαιος με την Εναγομένη 1 γεγονός που γνώριζαν οι λειτουργοί της Τράπεζας καθώς ήταν γνωστοί του Εναγομένου και την προέτρεψαν όπως υπογράψει για να τον βολέψουν». Πέραν του γεγονότος ότι στην ένορκη της δήλωση προς υποστήριξη της υπό κρίση αίτησης δεν προβάλλονται ισχυρισμοί περί κακοποίησης και βιαιαότητας εκ μέρους του Εναγομένου 2 έναντι της, σε κάθε περίπτωση, δεν παρατίθενται οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία στην ένορκη της δήλωση πότε δέχθηκε απειλές, με ποιό τρόπο, αλλά και πως γνώριζαν οι λειτουργοί της Καθ’΄ης η Αίτηση το γεγονός αυτό. Επιπρόσθετα, ερωτηματικά εγείρονται ως προς τον λόγο που ενώ η ίδια προβάλλει τέτοιους ισχυρισμούς δεν προχώρησε με καταγγελία στην Αστυνομία αλλά ούτε και προβάλλεται ένας τέτοιος ισχυρισμός. Αποτελεί περαιτέρω ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι η ίδια δεν έλαβε τα χρήματα της συμφωνίας δανείου αλλά τα έλαβε ο Εναγόμενος 2. Πέραν του ότι θέση της Καθ’΄ης η Αίτηση αποτελεί ότι τα χρήματα της συμφωνίας δανείου κατατέθηκαν σε λογαρισμό που ανοίχθηκε στο όνομα της Αιτήτριας, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε, η τελευταία δεν δίδει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες πως και με ποιό τρόπο ο Εναγόμενος 2 έλαβε τα χρήματα που κατατέθηκαν στο λογαριασμό της αλλά και που ο τελευταίος τα ξόδεψε, με δεδομένο το αναντίλεκτο γεγονός ότι ο σκοπός χορήγησης του δανείου ήταν για στεγαστικούς σκοπούς. Τέλος, ως προς τη θέση της ότι η οικονομική της καταστροφή οφείλεται στο γεγονός ότι οι λειτουργοί της Καθ’΄ης η Αίτηση συναίνεσαν στην εξαργύρωση από μέρους των πλαστογραφημένων επιταγών σε βάρος της Αιτήτριας, δεν μπορώ να αντιληφθώ πως ο ισχυρισμός αυτός σχετίζεται με τα επίδικα γεγονότα. Ούτε και κατατέθηκαν οποιεσδήποτε πλαστογραφημένες επιταγές στο Δικαστήριο αλλά και ούτε ο,τιδήποτε που να τεκμηριώνει το γεγονός ότι η Αιτήτρια κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία, ως διατείνει στην ένορκη της δήλωση. Προβάλλει η Αιτήτρια επίσης τον ισχυρισμό ότι ο Εναγόμενος 2 ευθύνεται για την οικονομική της καταστροφή, με αποτέλεσμα η ίδια να μην είναι σε θέση να αποπληρώνει το επίδικο χρέος, στη βάση του ότι ο τελευταίος προέβηκε σε κακοδιαχείριση κάποιας εταιρείας, στην οποία η ίδια ήταν μέτοχος μειοψηφίας, εκδίδοντας πλαστογραφημένες επιταγές της Τράπεζας Κύπρου εν αγνοία της για να εξοφλήσει δικά του χρέη. Πέραν του γεγονότος ότι η θέση της αυτή είναι αντιφατική με άλλη θέση της, ότι δηλαδή ουδέποτε η ίδια έλαβε το ποσό της συμφωνίας δανείου και ότι εξαναγκάστηκε να την υπογράψει λόγω ψυχικής πίεσης αλλά και βίας που δέχθηκε από τον πρώην σύζυγο της, από την άλλη προβάλλει τη θέση ότι δεν μπορεί να αποπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς του πρώην συζύγου της που την οδήγησαν σε οικονομικό αδιέξοδο. Αποτελεί άξιον απορίας, κάτι το οποίο δεν έχει επεξηγήσει στην ένορκη της δήλωση η Αιτήτρια, γιατί να προβάλει αυτό τον ισχυρισμό περί αδυναμίας αποπλήρωσης των οικονομικών της δανειακών υποχρεώσεων όταν η ίδια προβάλλει ότι αυτή υπεγράφη κατόπιν εξαναγκασμού της αλλά και ότι ουδέποτε έλαβε το ποσό δανείου. Σε κάθε όμως περίπτωση κανένα στοιχείο, πέραν των αόριστων αναφορών της, δεν παραθέτει στο Δικαστήριο προς τεκμηρίωση των πιο πάνω ισχυρισμών της. Η Αιτήτρια δεν παραθέτει οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία, μέσω της ένορκης της δήλωσης, με ποιο τρόπο ο ίδιος την οδήγησε στην οικονομική εξαθλίωση της, ώστε το Δικαστήριο να δύναται στο στάδιο αυτό να εξετάσει τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της και να αποφανθεί κατά πόσο αυτοί έχουν ορατές πιθανότητες επιτυχίας.
Οι όποιοι ισχυρισμοί της Αιτήτριας στην ένορκη της δήλωση δεν συνοδεύονται από οποιαδήποτε στοιχεία ή λεπτομέρειες προς υποστήριξη αυτών των ισχυρισμών. Χωρίς να παραγνωρίζω πως για σκοπούς της παρούσας Αίτησης το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε τελικά συμπεράσματα, εντούτοις θεωρώ πως ελλείπει παντελώς το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων αναφορικά με τις συνθήκες διαβούλευσης και επαφών μεταξύ των μερών, το τι διημείφθη μεταξύ τους, τη θέση στην οποία βρέθηκε η Αιτήτρια και το πώς αυτή κατέληξε στην υπογραφή των εν λόγω επίδικων συμφωνιών, ούτως ώστε να μπορούσε να εκτιμηθεί και διαφανεί η ορατή πιθανότητα επιτυχίας η οποία απαιτείται για σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Καθ’ης η Αίτηση αρνείται τα πιο πάνω γεγονότα. Η Αιτήτρια έχει το βάρος απόδειξης των των αμφισβητηθέντων (Κωνσταντίνου Δημήτρης και άλλοι ν. Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας (2012) 1 ΑΑΔ 1990). Με κάθε σεβασμό η τελευταία δεν απέσεισε το βάρος αυτό είτε με το να καταχωρήσει σχετική συμπληρωματική δήλωση που να απαντά στους ισχυρισμούς της Καθ’΄ης η Αίτηση είτε με το να αντεξετάσει τον λειτουργό της σε σχέση με τους εν λόγω ισχυρισμούς της.
Στο βαθμό που προβάλλεται ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι το οφειλόμενο από την Καθ’ης η Αίτηση αξιούμενο ποσό, μέσω της παρούσας αγωγής, είναι αποτέλεσμα υπερχρεώσεων, με κάθε σεβασμό καμία εξήγηση δεν δόθηκε από αυτήν, μέσω της ένορκης της δήλωσης, ποιες είναι οι εν λόγω υπερχρεώσεις, πως προέκυψαν, τι ποσό περίπου αντικατοπτρίζουν, αλλά και με με ποιο τρόπο έγιναν αντιληπτές από την ίδια. Στη βάση των πιο πάνω ούτε και προσκομίστηκε από την Αιτήτρια οποιαδήποτε έκθεση ή μαρτυρία οικονομικού συμβούλου που να βεβαιώνει το γεγονός αυτό. Πρόκειται και πάλι για γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς και ελλείψει επομένως σχετικής στοιχειώδους μαρτυρίας, δεν μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει και να αποφανθεί ως προς το ζητούμενο, δηλαδή του κατά πόσο υπάρχει ή όχι ορατή πιθανότητα επιτυχίας του εν λόγω ισχυρισμού και αν υπάρχει η πιθανότητα ύπαρξης υπερχρεώσεων. Από τα πιο πάνω, καθίσταται πρόδηλο πως οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας επί αυτού του ζητήματος ουσιαστικά άπτονται της ορθότητας του υπολογισμού του οφειλόμενου ποσού, χωρίς όμως να συνδέονται και αφορούν στην ακυρότητα του συνόλου της όποιας συμφωνίας και στην παρεμπόδιση της Καθ’ης η Αίτηση να αξιώνει οποιοδήποτε ποσό και ή στην απάλειψη της όποιας οφειλής και απαίτησης της δυνάμει της επίδικης συμφωνίας δανείου.
Στο βαθμό που προβάλλεται η θέση ότι τόσο η επίδικη συμφωνία δανείου και υποθήκης περιέχουν καταχρηστικές ρήτρες κρίνω ότι και πάλι οι ισχυρισμοί της αυτοί είναι εντελώς γενικοί, ασαφείς και αόριστοι. Ό,τι εν πρώτοις διαπιστώνεται είναι ότι η Αιτήτρια προβαίνει σε ισχυρισμούς ότι συγκεκριμένοι όροι των πιο πάνω συμβάσεων είναι καταχρηστικοί, χωρίς να επισυνάπτει αυτούσια τη συμφωνία δανείου ή τις συμβάσεις υποθηκών αλλά ούτε και αναφέρει με επαρκή και ικανοποιητικό τρόπο ποιοι όροι είναι καταχρηστικοί. Ούτε και γίνεται οποιαδήποτε έστω γενική αναφορά ποιές ρήτρες είναι καταχρηστικές αλλά και γιατί τις θεωρεί ως τέτοιες. Συνεπώς είναι αδύνατον για το Δικαστήριο να εξετάσει στη βάση της προσκομισθείσας μαρτυρίας κατά πόσο υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της θέσης της αυτής. Θα πρέπει σε κάθε περίπτωση σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, να σημειωθεί ότι ακόμα και αν ήθελε αποδειχθεί ότι υπάρχουν στις επίδικες συμφωνίες καταχρηστικές ρήτρες, το γεγονός αυτό δεν οδηγεί αυτομάτως σε ακύρωση των εν λόγω συμφωνιών.
Αν μια ρήτρα κριθεί ως καταχρηστική δεν δεσμεύει τον καταναλωτή. Η καταχρηστικότητα μιας ρήτρας παρέχει δικαίωμα είτε τερματισμού της σύμβασης είτε σε απαίτηση για μη εφαρμογή της. Η σύμβαση κατά τα λοιπά συνεχίζει να ισχύει και να δεσμεύει τους συμβαλλομένους, εκτός αν αυτό δεν είναι δυνατό χωρίς τη συγκεκριμένη ρήτρα (Περικλέους v. Ellinas Finance Ltd κ.α. (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 513).
Ἐχοντας υπόψιν την Ευρωπαϊκή νομολογία επί του ζητήματος (Case C-118/17 Zsuzsanna Dunai v ERSTE Bank Hungary Zrt, ΔΕΕ απόφαση της 26.4.2012, υπόθ. C-472/10, Invitel, απόφαση της 21.3.2013, υπόθ. C-92/11, RWE Vertrieb, Unfair Contract Terms Guidance, 2015, παρ. 5.21.2-5.21.3, 5.21.6, 5.22.6-5.22.7,C-600/19 - Ibercaja Banco, C-593/22, First Bank και C-125/18, Gomez del Moral Guesch), κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης, δηλαδή να καταδείξει, μέσω του δικογράφου της αλλά και την από μέρους της προσκομισθείσα μαρτυρία, ότι έχει ορατές πιθανότητες επιτυχίας ώστε να της αποδοθεί θεραπεία στο βαθμό που αυτή εδράζεται στο ότι οι επίδικες ρήτρες για τις οποίες κάνεί μόνο μία γενική αναφορά είναι όντως καταχρηστικές. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Αιτήτρια δεν έχει παραθέσει, πέραν μίας γενικής και αόριστης αναφοράς, ποια συγκεκριμένη ρήτρα της δανειακής της σύμβασης με την Καθ’ης η Αίτηση δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής της διαπραγμάτευσης.
Ούτε και έχει καταδειχθεί από την Αιτήτρια πως η ύπαρξη των κατ’ισχυρισμόν καταχρηστικών ρητρών την επηρέασαν ώστε να μην μπορεί να αποπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, όπως για παράδειγμα εάν υπήρξε οποιαδήποτε μονομερής αύξηση του επιτοκίου με αποτέλεσμα να αυξηθεί η δόση του δανείου της.
Σε σχέση με το παράπονο της Αιτήτριας ότι το ενυπόθηκο ακίνητο αποτελεί την πρώτη και μοναδική της κατοικία, θα πρέπει να σημειωθεί καταρχής ότι δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αξίωση της Αιτήτριας στην Ανταπαίτηση της που να βασίζεται στο γεγονός ότι το ενυπόθηκο ακίνητο αποτελεί την κατοικία της. Ούτε και οι σχετικές αποφάσεις στις οποίες με έχει παραπέμψει ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας δεν υποστηρίζουν ότι δεν επιτρέπεται αλλά και απαγορεύεται η πώληση ενυπόθηκου ακινήτου προς όφελος ενυπόθηκου δανειστή, για το μόνο λόγο ότι αυτό αποτελεί μόνιμη κατοικία του ενυπόθηκου οφειλέτη. Ό,τι εξετάζεται από το Δικαστήριο είναι κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 έτσι ώστε αυτό να παρέχει και την ανάλογη προστασία. Η Αιτήτρια, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να προσκομίσει ικανή μαρτυρία, έστω και αν είναι η μοναδική της κατοικία, ότι έχει ορατή πιθανότητα ότι οι επίδικες συμφωνίες δανείου και υποθηκών στηρίζονται σε καταχρηστικές ρήτρες, ικανές να επιφέρουν την ακυρότητα τους.
Στην υπόθεση C 600-19 Ibercaja Banco λέχθηκε ότι:
«o εθνικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίες 93/13 και κατ’ αυτό τον τρόπο να επανορθώνει την υφιστάμενη μεταξύτου καταναλωτή και του επαγγελματία έλλειψη ισορροπίας, εφόσον έχει στη διάθεση του τα απαραίτητα προς τούτο νομικά και πραγματικά στοιχεία»
Στην υπόθεση Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, αποφασίστηκε ότι η διακρίβωση της πιθανότητας επιτυχίας των αξιώσεων του αιτητή, γίνεται στη βάση της μαρτυρίας που προσάγεται, η οποία και πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η εν λόγω πιθανότητα. Τέτοια μαρτυρία εξάγεται από τις ένορκες δηλώσεις ή την αντεξέταση των μαρτύρων (που δεν υπήρξε στην παρούσα υπόθεση).
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Cyfield – Nemesis, Πολιτική Έφεση αρ. Ε52/21, ημερομηνίας 10.2.22, ECLI:CY:AD:2022:A79, αναφέρονται τα εξής σε σχέση με τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32:
«η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο αιτητής σε θεραπεία σχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του … με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάζει … Η αξιολόγηση γίνεται χωρίς το δικαστήριο να υπεισέρχεται στην ουσία και πολύ περισσότερο να καταλήγει σε ευρήματα επί της ουσίας. Σε αυτό το στάδιο αξιολογείται η αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του διαδίκου που η ενδιάμεση θεραπεία σε συνάρτηση με τυχόν αντίθετη εκδοχή για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας …»
Επομένως δεν είναι αρκετό για σκοπούς ικανοποίησης της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Νόμου τα όσα η Αιτήτρια παράθεσε στο Δικαστήριο εφόσον απαιτείται η προσκόμιση συγκεκριμένης και σαφής μαρτυρίας που να υποστηρίζει τις θέσεις της για τον περιορισμένο σκοπό της ενδιάμεσης αυτής διαδικασίας.
Συνεπακόλουθα, χωρίς να προβαίνω σε οποιαδήποτε τελικά συμπεράσματα, αλλά και χωρίς να προδικάζω το αποτέλεσμα της Ανταπαίτησης, στηριζόμενος αποκλειστικά στην ενώπιον του Δικαστηρίου από την Αιτήτρια προσαχθείσα μαρτυρία, αποτελεί κατάληξη μου ότι η Αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας των αξιώσεων της στην Ανταπαίτηση. Ο συναφής σχετικός λόγος ένστασης της Καθ’ης η Αίτηση επιτυγχάνει. Ενόψει αυτού παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης.
Κάτι τέτοιο, με βάση τα όσα έχουν παρατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, η Αιτήτρια απέτυχε να το πράξει.
Πέραν των πιο πάνω, η υπο κρίση αίτηση υπόκειται και σε απόρριψη και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι σε κάθε περίπτωση αυτό το οποίο αξιώνει η Αιτήτρια με την υπό κρίση αίτηση είναι επί της ουσίας την προσωρινή έκδοση διατάγματος που να αναστέλλει το ενδεχόμενο μελλοντικής πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου της, κίνδυνος ο οποίος, με κάθε σεβασμό, δεν ελλοχεύει στο παρόν χρονικό στάδιο.
Η Αιτήτρια ζητεί, ως προκύπτει από το αιτούμενο με την υπό κρίση διάταγμα, τη γενική και αόριστη αναστολή της διαδικασίας ιδιωτικού πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου της, διαδικασία η οποία προβλέπεται από το Μέρος VIA του Ν. 9/65. Και τούτο γιατί αποτελεί κοινό τόπο, ως συνάγεται από την ενώπιον του Δικαστηρίου προσκομισθείσα μαρτυρία, ότι δεν έχει οριστεί ημερομηνία πλειστηριασμού των ενυπόθηκων ακινήτων, αλλά ούτε και ξεκίνησε η διαδικασία εκποίησης υποθήκης. Το μόνο γεγονός που έλαβε χώρα είναι ότι έχουν αποσταλεί οι ειδοποιήσεις Τύπου «Θ» και «Ι». Η διαδικασία πώλησης ξεκινά με την αποστολή της Ειδοποίησης Τύπου «Ι», πλην όμως ο πραγματικός κίνδυνος πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου σηματοδοτείται με την αποστολή της ειδοποίησης Τύπου «ΙΑ». Εν προκειμένω υιοθετώ τον δικαστικό λόγο της υπόθεσης στην Αίτηση-Έφεση υπ’αριθμόν 123/2019, ημερομηνίας 3.6.2019 όπου η κα Εφραίμ Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) ανέφερε τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με το λεκτικό των δύο αυτών άρθρων, προκύπτει χωρίς δυσκολία πως η ειδοποίηση Θ είναι καθαρά ενημερωτικού και πληροφοριακού χαρακτήρα για το ενδεχόμενο ενεργοποίησης της διαδικασίας πώλησης. Εξ ου και προνοείται ρητώς πως αυτή αποστέλλεται μόνο μια φορά.
Οι ειδοποιήσεις Ι και ΙΑ εντάσσονται πλέον στη διαδικασία πώλησης. Η έναρξη της διαδικασίας πώλησης σηματοδοτείται με την επίδοση της ειδοποίησης Ι, με την οποία ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο καλείται να πληρώσει το χρέος εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Παράλειψη συμμόρφωσης με τη λήξη της προθεσμίας δίδει το δικαίωμα επίδοσης της ειδοποίησης ΙΑ για την πρόθεση πώλησης σε καθορισμένη ημερομηνία.
Επομένως, ενώ η ειδοποίηση Θ αφορά στάδιο πριν τη διαδικασία πώλησης, οι ειδοποιήσεις Ι και ΙΑ αφορούν τη διαδικασία πώλησης. Εξ ου και γίνεται αναφορά στην ειδοποίηση ΙΑ ως «δεύτερη έγγραφη ειδοποίηση», δηλαδή, στα πλαίσια της διαδικασίας πώλησης υπάρχουν δύο ειδοποιήσεις, η πρώτη είναι η Ι και ακολουθεί η δεύτερη, η ΙΑ, οι οποίες συνδέονται και συσχετίζονται μεταξύ τους.
…
Η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν όπως η διαδικασία πώλησης διενεργείται με δύο ειδοποιήσεις, την Ι και την ΙΑ, από την έναρξη της μέχρι και τον καθορισμό της ίδιας της πώλησης. Σε αυτή τη διαδικασία προνόησε όπως πρώτα σταλεί η ειδοποίηση Ι η οποία πληροφορεί τον ενυπόθηκο οφειλέτη και ή οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο πρόσωπο για το οφειλόμενο υπόλοιπο και το καλεί να το ξοφλήσει. Αυτή η ειδοποίηση συνιστά βασικά την προειδοποίηση αλλά και την ευκαιρία στον ενυπόθηκο οφειλέτη να επιλέξει να ξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό ούτως ώστε να αποδεσμευτεί η ενυπόθηκη περιουσία του. Μόνο σε περίπτωση που δεν πληρώσει, ακολουθεί η δεύτερη ειδοποίηση ΙΑ για ορισμό ημερομηνίας πώλησης. Βασικά με τον τροποποιητικό Ν.87(Ι)/18ο Νομοθέτης επιδίωξε να προσθέσει ένα νέο τρόπο πώλησης της ενυπόθηκης περιουσίας, όχι αυτομάτως εκ μέρους του ενυπόθηκου δανειστή, αλλά παρέχοντας πρώτα το δικαίωμα στον οφειλέτη να ξοφλήσει πριν ο πρώτος προχωρήσει με πώληση.
Ως προκύπτει, μέσα από τα πιο πάνω, η Ειδοποίηση Τύπου «Ι» είναι προειδοποιητική επιστολή με την οποία δίδεται στον ενυπόθηκο οφειλέτη η ευκαιρία να εξοφλήσει το χρέος του. Με βάση το Νόμο η Ειδοποίηση Τύπου «Θ» και «Ι» δεν παραμερίζονται, αλλά μόνο η Ειδοποίηση Τύπου «ΙΑ», η οποία αν παραμεριστεί, στην περίπτωση που συντρέχουν οι εξαντλητικές προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 44Γ(3), συμπαρασύρει και τον παραμερισμό της Ειδοποίησης Τύπου «Ι».
Τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν υπάρχει άμεσος και υφιστάμενος κίνδυνος από τον οποίο η Αιτήτρια θα πρέπει να προστατευθεί. Ο πλειστηριασμός που επιχειρείται είναι ένας αβέβαιος και πιθανός μελλοντικός πλειστηριασμός, έχοντας πάντα ως δεδομένο ότι οι Ειδοποιήσεις Τύπου «Θ» και «Ι» έχουν αποσταλεί από τις 21.6.2023, χωρίς μέχρι και σήμερα να έχει αποσταλεί και η Ειδοποίηση Τύπου «ΙΑ», το οποίο καθιστά το αιτούμενο διάταγμα και πρόωρο αλλά και χωρίς αντικείμενο. Όπως είναι νομολογημένο το Δικαστήριο δεν αποφασίζει επί ματαίω (Μήλου Λευτέρης κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 280).
Επομένως στη βάση των πιο πάνω δεδομένων δεν μπορεί να εκδοθεί το αιτούμενο από την Αιτήτρια διάταγμα και για τον πιο πάνω επιπρόσθετο λόγο. Στο μέτρο και στο βαθμό που με την επίδικη αίτηση η Αιτήτρια ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται μια πιθανή ενδεχόμενη διαδικασία πώλησης, η οποία δεν έχει αποκρυσταλλωθεί την δεδομένη στιγμή που ζητά την προστασία του Δικαστηρίου, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, το οποίο αποτελεί το δικαιοδοτικό υπόβαθρο της αίτησης.
Συνεπακόλουθα για τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπερ της Καθ’ης η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο, τα οποία θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δικαστικής διαδικασίας.
(Υπ.) ……………………………………….
Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο