
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2202/2014
Μεταξύ:
Stanoje Gojkovic
Ενάγοντα
-και-
X.N Interlink Construction Limited
Εναγομένης
……………………………….
Ημερομηνία: 12.2.2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντα: Ο κ. Φ. Τ. Αποστολίδης
Για Εναγομένη : Ο κ. Π. Π. Κλεοβούλου μαζί με κ. Κ.Α. Καρατσή
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Ενάγων, ηλικίας 38 ετών κατά τον επίδικο χρόνο (2013), εργοδοτείτο ως ελαιοχρωματιστής (μπογιατζής) στην εταιρεία G.H.Paint Express Limited.
Ήταν επίσης ένας εκ των διευθυντών αλλά και μετόχων της σε ποσοστό 50% (το υπόλοιπο 50% άνηκε στην εταιρεία G.S Hadjiyiannis & Sons Ltd (Τεκμήριο 56).
Η Εναγόμενη ήταν και είναι εργοληπτική εταιρεία. Κατά τον επίδικο χρόνο, μαζί με τον επιβλέποντα πολιτικό μηχανικό, ήταν οι συνιδιοκτήτες της υπό ανέγερση πολυώροφης οικοδομής, γνωστής και ως “Portobello” (στο εξής «το έργο»).
Η Εναγόμενη επίσης ήταν η κυρίως εργολάβος για την ανέγερση και/ή αναπαλαίωση του εν λόγω έργου.
Η G.H.Paint Express Limited (στο εξής «η Υπεργολάβος») ανέλαβε, περί τον Σεπτέμβριο του 2012, κατόπιν προφορικής συμφωνίας με την Εναγομένη, ως υπεργολάβος του έργου αναφορικά με τις εργασίες μπογιατίσματος και ή επιχρισμάτων σε αυτό.
Την 29.3.2013 επεσυνέβη εργατικό ατύχημα με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας να τραυματιστεί, πέφτοντας στο κενό, από ύψος περίπου 4 μέτρων, όταν βρισκόταν σε κεραμoσκεπή γειτνιάζοντος κτιρίου, το οποίο εφαπτόταν με κτίριο του έργου.
Συνεπεία του γεγονότος αυτού εγείρει την παρούσα αγωγή, με την οποία αξιώνει από την Εναγομένη γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τις σωματικές βλάβες και άλλες ζημιές τις οποίες υπέστη.
Αποδίδει την αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση του στην Εναγομένη. Είναι σε γενικές γραμμές η επί του προκειμένου θέση του ότι η τελευταία, ως η κυρίως εργολάβος, ως η κάτοχος του έργου, αλλά και ως το νομικό πρόσωπο που είχε τον έλεγχο του χώρου εργασίας στον οποίο εργαζόταν, όφειλε να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας όλων των εργοδοτουμένων του Υπεργολάβου στο έργο, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, οι οποίοι βρίσκονταν νομίμως στο χώρο εργασίας τους, παρέχοντας τους την απαραίτητη προστασία και προφύλαξη κατά την εκτέλεση της εργασίας τους. Στην δε Έκθεση Απαίτησης εξειδικεύει τις λεπτομέρειες αμέλειας που της αποδίδει.
Η Εναγόμενη, μέσω των δικογραφημένων της θέσεων, ως αυτές προωθήθηκαν και κατά την ακροαματική διαδικασία, αρνείται την οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Είναι σε γενικές γραμμές η βασική της εκδοχή ότι η Εναγόμενη εκπόνησε κατά τον επίδικο χρόνο σχέδιο Ασφάλισης και Υγείας (« Σ.Α.Υ»), ως προνοούσε η σχετική επίδικη νομοθεσία, το περιεχόμενο του οποίου εφάρμοζε κατά γράμμα σε όλο το χρονικό στάδιο των εργασιών στο έργο, λαμβάνοντας προς τούτου όλες τις σχετικές προφυλάξεις για την προστασία των εργαζομένων. Ήταν η περαιτέρω θέση της ότι αποκλειστικά υπεύθυνος για το επίδικο εργατικό ατύχημα είναι ο ίδιος ο Ενάγοντας, εξειδικεύοντας σχετικές λεπτομέρειες αμέλειας στο δικόγραφο της, εφόσον, κατά τον επίδικο χρόνο, χωρίς να ενημερώσει τον επιβλέποντα πολιτικό μηχανικό αλλά και χωρίς να λάβει τις οποιεσδήποτε οδηγίες από την Εναγομένη, ώστε να εκτελέσει την κατ’ ισχυρισμό εργασία που επικαλείται, ανέβηκε στην ανακαινισμένη στέγη του έργου, μέσω κλιμακοστασίου γειτνιάζουσας οικοδομής, η οποία εφάπτεται με το έργο, με σκοπό να εκτελέσει μια ολιγόλεπτη μικροεργασία (κουτσοδούλι).
Αναφορικά με τις συνθήκες για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, αλλά και σε σχέση με το ζήτημα της ευθύνης, εκ μέρους του Ενάγοντα μαρτυρία έδωσε μόνο ο ίδιος. Από πλευράς Εναγομένης κατέθεσαν συνολικά 6 μάρτυρες. Σε σχέση με το ζήτημα των αποζημιώσεων και τις σωματικές βλάβες τις οποίες ο Ενάγοντας κατ’ ισχυρισμόν υπέστη, μαρτυρία, εκ μέρους του Ενάγοντα, έδωσαν δύο ιατροί ενώ από πλευράς Εναγομένης, και προς αντίκρουση των ισχυρισμών του Ενάγοντα, μαρτυρία έδωσαν συνολικά 4 πρόσωπα (εκ των οποίων οι 2 ήταν ιατροί).
ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
O Eνάγων υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 1). Σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτής, στα πλαίσια της μεταξύ της Εναγομένης και της Υπεργολάβου προφορικής συμφωνίας, συμφωνήθηκε ότι η Εναγομένη θα έδιδε στην Υπεργολάβο το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις ήδη εγκατεστημένες σκαλωσιές που υπήρχαν στο εργοτάξιο και η Εναγομένη δεν θα τις αφαιρούσε πριν ολοκληρωθούν και οι εργασίες των επιχρισμάτων. Τόσο οι εργαζόμενοι στους υπεργολάβους αλλά και όλοι οι άλλοι εργατοτεχνίτες που ασχολούνταν στο έργο χρησιμοποιούσαν τις σκαλωσιές της Εναγομένης.
Ήταν η θέση του ότι η Εναγόμενη ήταν υπεύθυνη για την ασφαλή εργασία στο εργοτάξιο του έργου.
Τον Ιανουάριο του 2013 η υπεργολάβος είχε ολοκληρώσει τις εργασίες μπογιατίσματος χρησιμοποιώντας τις εν λόγω σκαλωσιές. Παρέμεναν για μπογιατίσμα μόνο τα μάγουλα γύρω από τον φεγγίτη. Μετά τον Ιανουάριο του 2013 η Εναγόμενη αφαίρεσε τις σκαλωσιές.
Για οποιεσδήποτε εργασίες η Εναγόμενη ήθελε να διεκπεραιώσει στο έργο, μετά την αφαίρεση των εν λόγω σκαλωσιών, τοποθέτησε σκάλα και οι εργαζόμενοι ανέβαιναν μέσω αυτής πάνω σε μια κεραμοσκεπή, γειτνιάζοντος κτιρίου το οποίο εφάπτεται με το έργο, και προσέγγιζαν την κεκλιμένη στέγη του μέχρι το σημείο εργασίας τους.
Μετά την παραλαβή και την τοποθέτηση των αλουμινίων και των γυαλιών στον φεγγίτη ειδοποιήθηκε από την Εναγόμενη να προχωρήσει στο μπογιάτισμα και των μάγουλων του. Η μόνη διαδρομή που υπήρχε, μετά την αφαίρεση των σκαλωσιών, ήταν η πιο πάνω, την οποία τους υπέδειξε η Εναγομένη και ο επιβλέπων πολιτικός μηχανικός τους (σχετικές φωτογραφίες κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 4).
Στις 29.3.13 μετέβη στο εργοτάξιο όπου και ανέβηκε στον φεγγίτη τοποθετώντας αυτοκόλλητη χαρτοταινία στα αλουμίνια που είναι δίπλα στο μάγουλο. Μπογιάτισε το μάγουλο και κατέβηκε κάτω στο έδαφος για να στεγνώσει η μπογιά, ώστε να αφαιρέσει την χαρτοταινία αργότερα. Μετά από μια ώρα ανέβηκε να αφαιρέσει την χαρτοταινία από τα αλουμίνια. Αφού την αφαίρεσε επέστρεψε πίσω για να κατεβεί από την σκάλα που ανέβηκε. Τότε έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο κενό με αποτέλεσμα να τραυματιστεί.
Είναι η θέση του, για τους λόγους που επεξήγησε με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο, ότι αποκλειστική υπαίτιος για την πτώση του είναι η Εναγόμενη εφόσον υπήρξε αμελής.
Ο Μ.Υ.1 υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 31Α). Κατά τον επίδικο χρόνο εργαζόταν ως οικοδόμος στο έργο, σε εταιρεία, η οποία ήταν υπεργολάβος της Εναγομένης. Είδε τον Ενάγοντα να πέφτει από την κεραμοσκεπή γειτονικού από το έργο κτιρίου στην αυλή του έργου. Ήταν επίσης η θέση του ότι στο σημείο που ο Ενάγοντας έπεσε δεν υπήρχε τοποθετημένη οποιαδήποτε σκάλα.
Ο Μ.Υ.2, είναι αρχιτέκτονας μηχανικός, και από το 2005 είναι εγκεκριμένος από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας ως ΕΞ.Υ.Π.Π (Εξωτερική Υπηρεσία Πρόληψης και Προστασίας), με πείρα σε θέματα Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία αλλά και στην διερεύνηση ατυχημάτων στο εργασιακό περιβάλλον. Προς το σκοπό αυτό έλαβε εντολές από την Εναγομένη να διερευνήσει, περί το 2022, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα. Στα πλαίσια αυτά ετοίμασε σχετική έκθεση (Τεκμήριο 32), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε στο Δικαστήριο.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι:
Ο Μ.Υ.4, Πολιτικός Μηχανικός της Εναγομένης, κατά τον επίδικο χρόνο, και επιβλέπων του έργου, υιοθέτησε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 47). Ήταν η θέση του ότι για το έργο καταρτίστηκε (Σ.Α.Υ) (μέρος του Τεκμηρίου 32), το οποίο κοινοποιήθηκε σε όλους τους Υπεργολάβους του. Εξήγησε στο Δικαστήριο μέρος των προνοιών του. Σκοπός του Σ.Α.Υ, ως ανάφερε, ήταν η αποτελεσματική πρόληψη των ατυχημάτων και επικίνδυνων συμβάντων στο έργο. Με βάση το οργανόγραμμα του Σ.Α.Υ στον ίδιο ανατέθηκε το καθήκον του μηχανικού εργοταξίου. Ήταν υπεύθυνος, μεταξύ άλλων, για την κατανομή των καθημερινών εργασιών σε αυτό. Βρισκόταν σε στενή συνεργασία με τους συντελεστές και υπεργολάβους του έργου με σκοπό τον συντονισμό για την εκτέλεση των εργασιών τους, πάντοτε μέσα στα πλαίσια των κανονισμών ασφάλειας και υγείας. Με βάση τις πρόνοιες του Σ.Α.Υ η Εναγόμενη προέβαινε σε όλες τις προληπτικές και απαιτούμενες ενέργειες με απώτερο σκοπό να προστατεύει την ζωή και υγεία των εργαζομένων.
Σε σχέση με το επίδικο εργατικό ατύχημα είναι η θέση του ότι αποκλειστικά υπαίτιος γι’ αυτό είναι ο ίδιος ο Ενάγοντας εφόσον ήταν ένας εκ των διευθυντών της Υπεργολάβου και με αυτή του την ιδιότητα όφειλε να γνωρίζει τους κανόνες ασφαλείας και υγείας καθώς και το περιεχόμενο του Σ.Α.Υ. Ήταν πάντοτε η θέση του ότι ο Ενάγων, χωρίς να λάβει, κατά τον επίδικο χρόνο, άδεια από τον ίδιο, ο οποίος ήταν ένας εκ των αρμοδίων ώστε να επιτρέψει την εργασία εκτός του συγκεκριμένου χώρου που εργαζόταν το εργοτάξιο, αποφάσισε να μεταβεί σε άλλο χώρο του έργου για να εκτελέσει εργασία. Ο Ενάγων δεν ενημέρωσε κανένα άλλο συντελεστή του έργου για την πρόθεση του αυτή. Μόνος του και χωρίς να γνωρίζουν οι υπεύθυνοι, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, επέλεξε το δρομολόγιο μετάβασης και επιστροφής προς και από το συγκεκριμένο σημείο που θα εκτελούσε τη συγκεκριμένη εργασία του. Αφού επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα αντιλήφθηκε ότι ο Ενάγοντας πάτησε αδέξια και απρόσεκτα πάνω σε κεραμίδι ή κεραμίδια που δεν είχαν υποστήριξη, με αποτέλεσμα αυτό ή αυτά να υποχωρήσουν προκαλώντας και την πτώση του. Στο σημείο δεν υπήρχε καμία σκάλα. Ήταν η θέση του ότι ο Ενάγοντας έπεσε από το συγκεκριμένο σημείο, εφόσον περπατούσε στο ακρότατο σημείο της στέγης απρόσεκτα και επιπόλαια.
Αντιλήφθηκε, επίσης, ότι ο Ενάγοντας μετέβη στο συγκεκριμένο σημείο χρησιμοποιώντας το κλιμακοστάσιο διπλανού από το έργο κτιρίου, ακολούθως την οροφή του 1ου ορόφου του, και από εκεί περπάτησε στα κεραμίδια του διπλανού κτιρίου, που δεν ανήκε στην Εναγόμενη, και στη συνέχεια ανέβηκε στο υπερυψωμένο σημείο της οροφής του έργου, όπου και εκτέλεσε την εργασία του. Προφανώς την ίδια αντίστροφη διαδρομή ακολούθησε και κατά την επιστροφή του.
Επεξήγησε στη συνέχεια τα μέτρα ατομικής προστασίας που έπρεπε να λάβει ο Ενάγοντας ώστε να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία, με βάση τις πρόνοιες του Σ.Α.Υ.
H M.Y. 5, η οποία κατά τον επίδικο χρόνο εκτελούσε καθήκοντα Οperations Μanager στο Τμήμα Αγορών της Εναγομένης (συμφερόντων του συζύγου της), υιοθέτησε γραπτή της δήλωση (Τεκμήριο 49).
Σύμφωνα με αυτή, η Εναγομένη, κατά τον επίδικο χρόνο, είχε διορίσει συντονιστή Ασφάλειας και Υγείας στο έργο. Σε σχέση με αυτό δεν υπογράφτηκε οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία με την Υπεργολάβο. Αυτό οφείλεται στην αδιαφορία και στην παράλειψη ενός εκ των διευθυντών της Υπεργολάβου (Γιώργου Χατζηγιάννη (Μ.Υ 7). Η εν λόγω συμφωνία υπογράφηκε μόνο από την Εναγόμενη (μέρος του Τεκμηρίου 32). Εκ των υστέρων εικάζει ότι η Υπεργολάβος δεν την υπέγραψε διότι δεν ήταν συμμορφωμένη με τον Νόμο, εφόσον, κατά τον επίδικο χρόνο, δεν είχε σε ισχύ ασφάλεια ευθύνης εργοδότη για τους εργαζόμενους της.
Το συμβόλαιο υπεργολαβίας διελάμβανε την υποχρέωση στην Υπεργολάβο να διατηρεί σε ισχύ ασφάλεια ευθύνης εργοδότη για τους υπαλλήλους της καθώς και υποχρεούτο να τηρεί τους Νόμους και Κανονισμούς, περί Ασφάλειας και Υγείας εντός του εργοταξίου και στους χώρους των δραστηριοτήτων της, και δεσμεύετο να παρέχει όλα τα απαραίτητα μέτρα ατομικής προστασίας στους εργοδοτούμενους της, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα. Παρά το γεγονός ότι η Υπεργολάβος δεν υπέγραψε την εν λόγω συμφωνία, εντούτοις στην πράξη συμμορφώνετο με τους όρους του εν λόγω συμβολαίου.
Δεν γνώριζαν όμως ότι η Υπεργολάβος δεν διατηρούσε ασφάλεια ευθύνης εργοδότη. Εάν υπήρχε τέτοια ασφάλεια ο Ενάγοντας θα μπορούσε να αποζημιωθεί. Ούτε και η Υπεργολάβος τήρησε τους όρους του συμβολαίου για τη δέσμευση της να τηρεί τη νομοθεσία και κανονισμούς σε σχέση με την ασφάλεια και υγεία.
Ήταν η θέση της ότι η Εναγόμενη εξαντλούσε σε απόλυτο βαθμό την ευθύνη, την οποία ο Νόμος προσδιόρισε σε ότι αφορά την επίβλεψη και τα μέτρα ασφαλείας. Στα πλαίσια αυτά η Εναγόμενη εκπόνησε Σ.Α.Υ (μέρος του Τεκμηρίου 32) καθώς και έγινε σεμινάριο ασφάλειας και υγείας στους πολιτικούς μηχανικούς και επιστάτες της Εναγόμενης.
Ανάμεσα στα καθήκοντα της ήταν η γενική εποπτεία του έργου. Δεν ήταν όμως στα καθήκοντα της η επίβλεψη της εργασίας των εργατοτεχνιτών ούτε ήταν στα καθήκοντα της να επιβλέπει τον Ενάγοντα αλλά και να του δίνει οποιεσδήποτε οδηγίες. Ο Ενάγων, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση εργασιών μπογιατισμάτων, συνεργαζόταν με τον Μ.Υ. 4. Οι εργαζόμενοι των υπεργολάβων, συμπεριλαμβανομένου του Ενάγοντα, όφειλαν να εκτελούν τις εργασίες τους φροντίζοντας για τη δική τους ασφάλεια και υγεία, να χρησιμοποιούν σωστά τον εξοπλισμό και τα μέτρα ατομικής προστασίας τους. Επίσης οι υπεργολάβοι του έργου έπρεπε να έχουν ικανοποιητικές γνώσεις, εμπειρίες και άλλα προσόντα για εκτέλεση των εργασιών που τους ανατέθηκαν τόσο από τεχνικής πλευράς όσο και σε θέματα ασφάλειας και υγείας.
Κατά τον επίδικο χρόνο ο Ενάγοντας χωρίς να ενημερώσει τον επιβλέποντα πολιτικό μηχανικό ή επιστάτη, ως όφειλε, ανέβηκε στην στέγη του έργου για να εκτελέσει μια μικροεργασία. Είναι η θέση της ότι ο Ενάγοντας κατά την επιστροφή του περπάτησε απρόσεκτα στην παλαιά κεραμιδοσκεπή, στο άκρο των κεραμιδιών, σε σημείο στο οποίο τα κεραμίδια εξείχαν από τον τοίχο με αποτέλεσμα να υποχωρήσει το κεραμίδι και αυτός να πέσει στο έδαφος.
Αφού ενημέρωσε τον Μ.Υ 7 για το επίδικο ατύχημα, ο τελευταίος της ανέφερε ότι θα ειδοποιούσε το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, πράγμα το οποίο όμως δεν έπραξε. Ακολούθως, τηλεφώνησε στον επιθεωρητή του εν λόγω Τμήματος για να επισκεφθούν το εργοτάξιο και ο ίδιος της ανέφερε ότι λόγω του ότι είχαν αλλοιωθεί οι συνθήκες, εφόσον μεσολάβησαν τρεις μέρες, δεν μπορούσαν να το επισκεφθούν (Τεκμήριο 34).
Ήταν η θέση της ότι κατά την μέρα του επίδικου ατυχήματος δεν υπήρχε οποιαδήποτε προγραμματισμένη εργασία στο χώρο όπου αυτό επεσυνέβη. Ήταν η θέση της ότι οι εργασίες σε ύψος πρέπει να εκτελούνται με βάση τις πρόνοιες του Σ.Α.Υ. Είναι η περαιτέρω θέση της ότι το επίδικο ατύχημα οφείλεται στην αποκλειστική αμέλεια του Ενάγοντα και εξήγησε το γιατί με λεπτομέρεια στο Δικαστήριο. Ισχυρίσθηκε δε ότι αποτελεί κατασκεύασμα του Ενάγοντα ότι η ίδια τον διέταξε προσωπικά, με τρόπο μάλιστα εκβιαστικό, να εκτελέσει τη συγκεκριμένη εργασία, δηλαδή ότι δήθεν τον απείλησε ότι εάν δεν εκτελούσε αυτή δεν θα τον πλήρωνε. Ουδέποτε η ίδια έδωσε οδηγίες να τοποθετηθεί η οποιαδήποτε σκάλα.
Ο Μ.Υ.7 ανέφερε ότι η Υπεργολάβος δεν προχώρησε στη γνωστοποίηση του επίδικου ατυχήματος στο Τμήμα Επιθεώρησης και Εργασίας λόγω του ότι ο Μ.Υ.4 του ανέφερε ότι θα το πράξει η ίδια η Εναγομένη. Αποδέχθηκε το γεγονός ότι δεν υπεγράφη οποιαδήποτε συμφωνία υπεργολαβίας με την Εναγόμενη εξ υπαιτιότητας της Υπεργολάβου. Ήταν όμως από την άλλη η θέση του ότι, βάσει των δεδομένων αυτών, η Εναγόμενη δεν έπρεπε να τους επιτρέψει να εκτελέσουν οποιεσδήποτε εργασίες στο έργο. Επιβεβαίωσε το γεγονός ότι κατά τον επίδικο χρόνο δεν υπήρχε σε ισχύ οποιαδήποτε ασφάλεια ευθύνης εργοδότη.
ΠΡΟΣΑΧΘΕΙΣΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΖΗΜΙΕΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ
Μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του Ενάγοντα, αναφορικά με τις σωματικές βλάβες που αυτός υπέστη καθώς και ως προς την παρασχεθείσα ιατρική θεραπεία που έλαβε, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός.
Το παραθέτω.
Ο Ενάγοντας, μετά το ατύχημα, μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία λεκάνης και ισχίων. Διαπιστώθηκε συντριπτικό κάταγμα δεξιάς κοτύλης, εκτεταμένο κάταγμα δεξιού λαγωνικού οστού και κάταγμα δεξιού ηβικού οστού (Τεκμήριο 11).
Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό, ημερομηνίας 31.3.2013, (Τεκμήριο 5), ο Ενάγοντας υπεβλήθη σε ακτινογραφίες, οι οποίες κατέδειξαν «πνευμοθωρακικά δεξιά πάχους εως 12 mm λόγω κατάγματος πλευρών δεξιά (6ης, 7ης), συνυπάρχει πνευματική θλάση στον κάτω λοβό και μικρές υποξυκοτικές συρραφές άμφω» καθώς και «κάταγμα δεξιού λαγωνιαίου και αιμάτωμα δεξιού ματιού».
Σύμφωνα με το Τεκμήριο 6 κρίθηκε απαραίτητη η μεταφορά του Ενάγοντα στο ιατρικό κέντρο Hadassah, στις 9.4.2013, για περαιτέρω νοσηλεία, εφόσον κρίθηκε από τους θεράποντες ιατρούς του στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού ότι δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί από τους ίδιους λόγω της βαρύτητας των καταγμάτων του. Για την αεροπορική μεταφορά του Ενάγοντα με σκοπό να χειρουργηθεί χρησιμοποιήθηκε νοσοκομειακό αεροπλάνο (air ambulance).
Τον Απρίλιο του 2013 αντιμετωπίστηκε χειρουργικά στο εν λόγω ιατρικό κέντρο με εσωτερική οστεοσύνθεση του δεξιού λαγόνιου και της δεξιάς κοτύλης. Εξήλθε χωρίς μετεγχειρητικές επιπλοκές, με οδηγίες για αντιπηκτική αγωγή, φυσιοθεραπείες, αποφυγή φόρτισης του δεξιού σκέλους και επανεξέταση στο Ισραήλ σε 6 εβδομάδες.
Κατά την επανεξέταση του Eνάγοντα τον Μάιο του 2013 στο Ισραήλ, του συνεστήθη έναρξη μερικής φόρτισης του χειρουργικού δεξιού κάτω άκρου με φυσιοθεραπευτική επίβλεψη έως 30 κιλά και επανεξέταση σε 3 μήνες. Κατά τις επανεξετάσεις του στο ίδιο νοσοκομείο κατά τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2014, διαπιστώθηκε μυϊκή ατροφία και στα δύο κάτω άκρα, πιθανή ρήξη έσω μηνίσκου στο αριστερό γόνατο και μεγάλος περιορισμός στο εύρος της κίνησης του δεξιού ισχίου (Τεκμήρια 6 και 7).
Σύμφωνα με ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, ημερομηνίας 14.6.2013 (Τεκμήριο 10), με την επιστροφή του Ενάγοντα από το Ισραήλ εισήχθη στις 15.4.2013 και πάλι στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όπου και έλαβε εξιτήριο την 24.4.2013. Του συνεστήθη κινητοποίηση χωρίς φόρτιση.
Στις 27.5.2013 μετέβη και πάλι για επανεξέταση στο Ισραήλ όπου και επέστεψε στις 29.5.2013.
Δηλώθηκε επίσης ως παραδεκτό γεγονός ότι ο Ενάγοντας για το έτος 2012 έλαβε πραγματικές αποδοχές ύψους €8.910 (Τεκμήριο 2) και ότι εργοδοτήθηκε στην Υπεργολάβο τον Οκτώβριο του 2012. Για το έτος 2013 έλαβε πραγματικές αποδοχές από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι και τον Μάρτιο του 2013 το συνολικό ποσό των €5.797 (Τεκμήριο 3).
Τα πιο πάνω καθίστανται αυτόματα και μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.
Είναι η περαιτέρω θέση του Ενάγοντα ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν υγιής και αρτιμελής. Σε σχέση με τις σωματικές βλάβες που υπέστη ισχυρίσθηκε περαιτέρω ότι από τις 15.4.2013 μέχρι και τις 27.5.2013 ακολούθησε πρόγραμμα φυσικοθεραπείας στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού σαν εξωτερικός ασθενής.
Σύμφωνα πάντοτε με τον ίδιο το επίδικο εργατικό ατύχημα έχει επηρεάσει τόσο την προσωπική του ζωή όσο και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ειδικότερα, δεν μπορεί πλέον να ασκήσει παραγωγικά το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή όπως το ασκούσε πριν το ατύχημα. Συνεπεία του ατυχήματος έχει καταστεί πρόσωπο αγχώδες και τον διακατέχει η αγωνία για το μέλλον. Του έχουν γεννηθεί αισθήματα ανασφάλειας, μελαγχολίας, ψυχολογικής κατάπτωσης και βλέπει συχνά εφιάλτες (Τεκμήρια 22 και 23). Μέχρι και σήμερα έχει δυσκολίες στην εκτέλεση βασικών του αναγκών και φυσιολογικών κινήσεων. Ειδικότερα δυσκολεύεται να σκύψει, να σηκώσει βάρος, να περπατήσει ή να σταθεί για πολλή ώρα. Αντιμετωπίζει επίσης τρομερή δυσκολία στον να ανεβαίνει και να κατεβαίνει σκάλες και να περπατά σε ανώμαλο έδαφος. Προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του προσκόμισε στο Δικαστήριο ιατρικά πιστοποιητικά από ειδικούς ορθοπεδικούς χειρούργους (Τεκμήρια 27, 28 και 29).
Μετά το ατύχημα ισχυρίζεται ότι αντιμετωπίζει και σεξουαλικό πρόβλημα (Τεκμήριο 24).
Του δόθηκε συνολικά αναρρωτική άδεια από 29.3.2013 μέχρι 1.6.2014 (Τεκμήριο 25).
Μετά το ατύχημα δεν μπορούσε να εργαστεί για 2 χρόνια και απώλεσε εισοδήματα 24 μηνών, ήτοι συνολικού ποσού €45.600 (Τεκμήριο 26). Αξιώνει δε και ειδικές αποζημιώσεις ύψους €93.055 τις οποίες και εξειδικεύει στην Έκθεση Απαίτησης του.
Ο Μ.Ε.2, ορθοπεδικός χειρούργος, υιοθέτησε για σκοπούς της κυρίως εξέτασης του την ιατρική του βεβαίωση (Τεκμήριο 28). Σύμφωνα με αυτήν ο Ενάγοντας τον επισκέφθηκε στις 8.2.2022, παραπονούμενος για οσφυαλγία, ανισοσκέλια, πόνο και δυσκολία κατά την βάδιση.
Ήταν η θέση του ότι λόγω των πιο πάνω ο Ενάγοντας, με την πάροδο του χρόνου, ανέπτυξε οσφυισχιαλγία με δύο κήλες μεσοσπονδύλιων δίσκων και το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από την μαγνητική τομογραφία που υπεβλήθη.
Αφού τον υπέβαλε σε αξονική τομογραφία λεκάνης-ισχίου, και αξονομετρικής μέτρησης του μήκους των κάτω άκρων, διαπίστωσε εικόνα δεξιάς κοτύλης και δεξιού λαγωνίου ως μετά από οστεοσύνθεσης αυτών, με αρχόμενη οστεοαρθρίτιδια, μεγάλο περιορισμό του εύρους της κίνησης του δεξιού ισχίου, πόνο και δυσκολία στην βάδιση και ανισοσκέλια 24 mm με υπεροχή του αριστερού σκέλους.
Κατά τη γνώμη του ο Ενάγοντας αναμένεται να κάνει έντονη πρώιμη αρθρίτιδα στο δεξιό ισχίο και να χρειαστεί νέα επέμβαση (ολική αρθροπλαστική ισχίου). Λόγω όλων αυτών των προβλημάτων ο Ενάγοντας αδυνατεί να σηκώσει βάρη ή να κάνει έντονη χειρωνακτική εργασία, πολύ περισσότερο δε να επιστρέψει στην προηγούμενη εργασία του. Αναμένεται επίσης στο μέλλον να έχει συχνά επεισόδια οσφυοισχιαλγίας λόγω της επιδείνωσης των κηλών μεσοσπονδύλιων δίσκων.
Ο Μ.Ε.3, ψυχίατρος, εξέτασε τον Ενάγοντα για πρώτη φορά στις 21.3.2022. Προς τον σκοπό αυτό ετοίμασε δύο ιατρικές βεβαιώσεις (Τεκμήρια 22 και 23). Διαπίστωσε ότι ο Ενάγοντας «πάσχει κάτω από μια επιμέλουσα μεταβολή της προσωπικότητας μετά από ένα εργατικό ατύχημα η οποία δημιουργεί μια χρόνια υποτροπιάζουσα καταθλιπτική διαταραχή με απώλεια μνήμης και διάφορες φοβικές διαταραχές όπως υψοφοβία». Θέση του ήταν ότι ο Ενάγοντας χρήζει τακτικής ψυχιατρικής και ψυχοφαρμακευτικής αγωγής.
Η Μ.Υ.3 υιοθέτησε γραπτή της δήλωσης (Τεκμήριο 36). Ασκεί καθήκοντα επιθεωρήτριας στις υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Από το μηχανογραφημένο σύστημα της υπηρεσίας της διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο Ενάγοντας εργάστηκε ως μισθωτός στην Υπεργολάβο από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι τον Ιούνιο του 2013 και από τον Φεβρουάριο του 2019 μέχρι και σήμερα στην εταιρεία GUIRONA LIMITED (Τεκμήρια 37 εώς 46).
Επιβεβαίωσε, επίσης, ότι σύμφωνα με το εν λόγω μηχανογραφημένο σύστημα ο Ενάγοντας υπέβαλε, στις 19.4.2013, αίτηση για εξασφάλιση επιδόματος σωματικής βλάβης. Με βάση τα ιατρικά πιστοποιητικά που έχει προσκομίσει, ο Ενάγοντας έχει λάβει επίδομα σωματικής βλάβης για την περίοδο από 2.4.2013 μέχρι 28.3.2014. Επίσης ο Ενάγοντας παρουσιάστηκε στις 24.2.2014 ενώπιον ορθοπεδικού-χειρουργικού Συμβουλίου, το οποίο όμως έκρινε ότι δικαιολογείτο να του παραχωρηθεί επίδομα σωματικής βλάβης μέχρι την 31.3.2014 και ακολούθως από 1.4.2014 ήταν η θέση του ότι ο Ενάγοντας ήταν ικανός για εργασία.
Ο Μ.Υ.6 νευρολόγος ψυχίατρος, μελέτησε, μεταξύ άλλων, τις ιατρικές βεβαιώσεις του Μ.Υ.3. Ήταν σε γενικές γραμμές η θέση του ότι ένα άτομο, όπως ο Ενάγοντας, που έχει υποστεί σοβαρό τραυματισμό το 2013 και ζητά όμως βοήθεια το 2021, είναι πολύ απομακρυσμένο το σενάριο τα οποιαδήποτε προβλήματα ψυχικής του υγείας να ήταν η συνέχεια μιας νευροψυχιατρικής εικόνας που ξεκίνησε το 2013, συνεπεία του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Η υποτροπιάζουσα καταθλιπτική διαταραχή, για την οποία κάνει αναφορά ο Μ.Υ.3, ήταν η θέση του ότι συνήθως δεν είναι αποτέλεσμα μετατραυματικού συνδρόμου αλλά μιας ιδιοσυγκρασίας, κληρονομικότητας και άλλων παραγόντων που θα αντιδρούσαν πάνω σε ένα άτομο και θα του άλλαζαν ακόμη και το χημισμό του εγκεφάλου του.
Ο Μ.Υ.8, χειρούργος ορθοπεδικός- τραυματιολόγος, εξέτασε τον Ενάγοντα στις 21.6.2022. Προς το σκοπό αυτό ετοίμασε ιατρική έκθεση (Τεκμήριο 57), το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε στο Δικαστήριο. Ο εν λόγω ιατρός κατά την κλινική εξέταση που υπέβαλε τον Ενάγοντα διαπίστωσε ανισοσκέλια, με το αριστερό μακρύτερο του δεξιού, η οποία με βάση την αξονική τομογραφία μετρήθηκε στα 2,4 εκατοστά. Η βάδιση του παρουσίαζε χωλότητα και η δυνατότητα βάδισης στις μύτες ήταν αρκετά δύσκολη έως αδύνατη. Κατά την κινητικότητα της δεξιάς ισχιακής άρθρωσης παρουσίασε έντονη αντίδραση πόνου ενώ η κινητικότητα της σπονδυλικής στήλης ήταν πλήρως ελεύθερη. Η γνωμάτευση και η πρόγνωση του ήταν ότι ο Ενάγοντας υπέστη πολλαπλούς τραυματισμούς και η δυνατότητα ορθής βάδισης είναι αρκετά περιορισμένη, δεδομένου και της παρουσίας ανισοσκέλιας που έχει δημιουργηθεί. Ήταν περαιτέρω η θέση του ότι από την στιγμή που έχουν παρέλθει 9 χρόνια από τον τραυματισμό του, ειδικότερα ως προς τα κατάγματα της λεκάνης, και ιδιαίτερο αυτό στην περιοχή της δεξιάς κοτύλης, είναι απομακρυσμένη η πιθανότητα να προκληθούν στον Ενάγοντα πρόωρες οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις της δεξιάς ισχιακής άρθρωσης, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα χειρουργική αντιμετώπιση για ολική αθρθροπλαστική του ισχίου. Ήταν η περαιτέρω θέση του ότι ο Ενάγοντας είναι ικανός να εργαστεί ως ελαιοχρωματιστής, έστω και με μειωμένο ωράριο απασχόλησης.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η αξιολόγησή των μαρτύρων θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) Α.Α.Δ., Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ, Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαμπάς v . A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1Α.Α.Δ. 820, C & Α Pelekanos Associates Limited v.Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).
Ως υποδείχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ, η αξιολόγηση της μαρτυρίας κάθε μάρτυρα, δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του ξεχωριστά, αλλά πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία.
Αποτελεί επίσης βασικό κανόνα ότι μια υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται στα αυστηρά πλαίσια των δικογράφων (Cheeseline Ltd v. Ανθούλης Θωμά & Υιοί Λτδ, Πολιτική Έφεση 45/2009, ημερομηνίας 14.5.2014). Για τον ίδιο λόγο η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται και υπό το πρίσμα της δικογραφηθείσας εκδοχής της κάθε πλευράς.
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές θα προχωρήσω να αξιολογήσω την ενώπιον του Δικαστηρίου προσαχθείσα μαρτυρία.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ
O M.E.1 άφησε θετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο και ως εκ τούτου αποδέχομαι την μαρτυρία του, πλην της διευκρίνισης για την οποία προβαίνω σε ειδική αναφορά αμέσως κατωτέρω. Κρίνω τον εν λόγω μάρτυρα αξιόπιστο. Στην υπόθεση Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ 633, έχει επιβεβαιωθεί η πάγια αρχή της νομολογίας ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί την εκδοχή ενός μάρτυρα είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι ο μάρτυρας κρίνεται γενικά ως αξιόπιστος.
Αφού έχω μελετήσει το περιεχόμενο της μαρτυρίας του αποτελεί διαπίστωση μου ότι ο Ενάγοντας προσήλθε στο Δικαστήριο να αναφέρει την αλήθεια και αυτό έπραξε, μεταφέροντας με τον δικό του απλοϊκό τρόπο τα όσα ο ίδιος προσωπικά βίωσε και τα όσα είχαν πραγματικά διαδραματιστεί κατά τον επίδικο χρόνο. Η μαρτυρία του έχει και λογική συνοχή αλλά είναι και αληθοφανής ως προς τα ουσιώδη γεγονότα. Υποστηρίζεται δε σε μεγάλο βαθμό από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα Τεκμήρια. Απαντούσε στις διάφορες ερωτήσεις που του υποβάλλονταν χωρίς υπερβολή αλλά με βάση αυτά που θυμόταν μέσα από την προσωπική του γνώση. Η όλη του εκδοχή παρέμεινε σταθερή και αναλλοίωτη, παρά την επίπονη αντεξέταση του, και δεν έχω διαπιστώσει το οτιδήποτε το οποίο θα ήταν ικανό να ανατρέψει τη θετική εικόνα που το Δικαστήριο σχημάτισε γι’ αυτόν.
Εξηγώ ευθύς αμέσως το σκεπτικό του Δικαστηρίου.
Αποτελεί καταρχάς κοινό τόπο ότι η εταιρεία, στην οποία εργοδοτείτο ο Ενάγοντας, ανέλαβε, δυνάμει προφορικής συμφωνίας, ως Υπεργολάβος στο έργο για την διεκπαιρέωση των επιχρισμάτων του. Αποτελεί επίσης κοινό τόπο ότι μεταξύ των μερών δεν υπεγράφη οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία, ως καταμαρτυράται και από την σχετική γραπτή συμφωνία (μέρος του Τεκμηρίου 32), η οποία φέρει μόνο την υπογραφή της Εναγομένης και όχι και της Υπεργολάβου. Το γεγονός όμως της μη υπογραφής της συμφωνίας υπεργολαβίας δεν υπέχει οποιαδήποτε καθοριστική σημασία ως προς τα ουσιώδη επίδικα ζητήματα. Αυτό το αποδέχεται εξάλλου και η ίδια Εναγομένη, μέσω της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων της, οι οποίοι αναφέρουν ότι: «το γεγονός ότι το συμφωνητικό έγγραφο δεν το υπέγραψε η εταιρεία του ενάγοντος, δεν έχει καμία σημασία επί του προκειμένου, καθότι η σχέση μεταξύ της Εναγομένης και της G.H. Paint, δηλαδή η σχέση εργολήπτη και εργολάβου δημιουργήθηκε ούτως ή άλλως». Με βρίσκει σύμφωνο η θέση αυτή. Ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει είναι το γεγονός ότι η εργοδότρια του Ενάγοντα ανέλαβε υπεργολαβικά τα επιχρίσματα του έργου και ως τέτοια ενεργούσε, κατόπιν προφορικής συμφωνίας. Ως προς τον λόγο που δεν υπεγράφη η εν λόγω γραπτή συμφωνία και για την οποία η Εναγομένη επιρρίπτει αποκλειστικά την ευθύνη στην τελευταία, αποδίδοντας της μάλιστα αλλότρια κίνητρα, με κάθε σεβασμό δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Και τούτο γιατί η Εναγόμενη ως η κυρίως εργολάβος του έργου δεν θα έπρεπε να αφήσει την Υπεργολάβο να εκτελέσει οποιεσδήποτε εργασίες στο έργο, προτού την υπογράψει. Εξάλλου, αποτελεί κοινό τόπο, ότι διοικητικά καθήκοντα στην Υπεργολάβο ασκούσε ο Μ.Υ.7, συγγενικό πρόσωπο των ιδιοκτητών της Εναγομένης, και ο Ενάγων δεν είχε καμία εμπλοκή σε σχέση με τα ζητήματα αυτά. Επίσης αποτελεί κοινό τόπο ότι στα πλαίσια της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας η Υπεργολάβος, για την εκτέλεση των εργασιών της, χρησιμοποιούσε τις σκαλωσιές (ικριώματα) που η Εναγόμενη τοποθέτησε στο έργο.
Η εκδοχή του Ενάγοντα, ότι δηλαδή τα εξωτερικά επιχρίσματα στην πλευρά του έργου, όπου βρισκόταν ο φεγγίτης, είχαν ολοκληρωθεί και ότι εκκρεμούσε μόνο το μπογιάτισμα των μάγουλων γύρω από αυτόν (το οποίο αρνείται η Εναγομένη), επιβεβαιώνονται μέσα από τις σχετικές κατατεθείσες φωτογραφίες (Τεκμήρια 4(Β)(Γ) και (Δ)). Το γεγονός ότι τα μάγουλα μπογιατίστηκαν από τον Ενάγοντα, μετά την τοποθέτηση των αλουμινίων και γυαλιών, κατόπιν των οδηγιών που έλαβε, σύμφωνα πάντοτε με την δική του εκδοχή, επιβεβαιώνεται και πάλι μέσα από την φωτογραφία του Τεκμηρίου 4Η. Επομένως γίνεται αποδεκτή η εκδοχή του ότι ο λόγος που ανέβηκε στην οροφή ήταν για να μπογιατίσει τα μάγουλα του φεγγίτη. Αποτελεί επίσης κοινό τόπο ότι, σύμφωνα με την πρακτική, για να ολοκληρωθούν τα μπογιατίσματα των μάγουλων γύρω από τον φεγγίτη, θα έπρεπε πρώτα να τοποθετούνταν τα αλουμίνια και τα γυαλιά, ως αποδέχθηκε και ο Μ.Υ 2, την μαρτυρία του οποίου, για τους λόγους που εξηγώ αμέσως κατωτέρω, αποδέχομαι. Ο λόγος ήταν, ως εξήγησε, επειδή ο αλουμινιτζής στην προσπάθεια του να τα τοποθετήσει, πιθανόν να προκαλέσει ζημιά στα μπογιατισμένα μάγουλα και ως εκ τούτου είναι προτιμότερο ο μπογιατζής να προβεί στο τελικό μπογιάτισμα αυτών για διόρθωση των οποιοδήποτε ζημιών τυχόν προκληθούν.
Με δεδομένων των πιο πάνω γεγονότων είναι η βασική θέση του Ενάγοντα ότι αφού τοποθετήθηκαν τα αλουμίνια στο φεγγίτη η Εναγόμενη, μέσω της Μ.Υ.5, του έδωσε οδηγίες να προχωρήσει με το μπογιάτισμα των μάγουλών του. Ο ίδιος, σύμφωνα πάντοτε με την δική του εκδοχή, ζήτησε από την Μ.Υ 5 να τοποθετηθούν σκαλωσιές, ώστε να ανέβει στην ανακαινισμένη κεκλιμένη οροφή του έργου και να προσεγγίσει τον φεγγίτη, πλην όμως η Εναγόμενη αρνήθηκε. Αντ’ αυτού, η Εναγομένη με δική της πρωτοβουλία του τοποθέτησε σκάλα, στην οποία θα έπρεπε να περπατήσει από κεραμοσκεπή διπλανού κτιρίου (που δεν ανήκε στο έργο αλλά εφάπτεται με αυτό), μέχρι να φθάσει στην κεκλιμένη ανακαινισμένη οροφή του έργου και ακολούθως να προσεγγίσει τον φεγγίτη, ώστε να εκτελέσει την εργασία που του ανατέθηκε. Ο ίδιος αρχικά αρνήθηκε αλλά αφού η Μ.Υ 5 τον απείλησε ότι αν δεν εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία δεν θα πληρωθεί, αποδέχθηκε να την εκτελέσει, μη έχοντας άλλη επιλογή.
Ως προκύπτει υπάρχει διάσταση μεταξύ των μερών ως προς τον τρόπο που ο Ενάγοντας ανέβηκε στην οροφή και στον φεγγίτη για να εκτελέσει το μπογιάτισμα των μάγουλων του. Επί τούτου αποδέχομαι τη θέση του Ενάγοντα ότι ανέβηκε στην κεραμοσκεπή του γειτνιάζοντος κτιρίου, μέσω φορητής σκάλας, την οποία η Εναγόμενη του τοποθέτησε με σκοπό να έχει πρόσβαση στον φεγγίτη για να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία. Η εκδοχή του αυτή υποστηρίζεται και επιβεβαιώνεται και μέσα από την διερεύνηση του επίδικου εργατικού ατυχήματος από τον Μ.Υ 2, του οποίου την μαρτυρία, ως αναφέρω κατωτέρω, αποδέχομαι.
Για του λόγου το αληθές ο Μ.Υ 2 ανάφερε στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του (βλέπε σελίδα 17 των πρακτικών ημερομηνίας 6.6.2024) ότι:
«Ε. Ο ισχυρισμός του Ενάγοντος ήταν, ανέβηκε στην κεραμοσκεπή με τη χρήση φορητής σκάλας. Έχει επιβεβαιωθεί αυτός ο ισχυρισμός με άλλη μαρτυρία;
A. Όλες οι μαρτυρίες που έλαβα ήταν ότι χρησιμοποιήθηκε φορητή σκάλα. Τώρα, το μόνο ασαφές σημείο είναι πού έχει τοποθετηθεί η σκάλα αυτή, το οποίο δεν έχει και μεγάλη σημασία για να είμαι ειλικρινής, μπορώ να το αναλύσω μετά.».
(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)
Ενόψει των πιο πάνω, ταυτόχρονα δεν γίνεται αποδεκτή η θέση του Μ.Υ 1, ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε σκάλα στο σημείο όπου ο Ενάγοντας έπεσε. Ο εν λόγω μάρτυρας κρίνω ότι είχε ως μοναδικό σκοπό να βοηθήσει την όλη εκδοχή της Μ.Υ 5, παρά να παραθέσει στο Δικαστήριο την πραγματική διάσταση των γεγονότων σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Ο ίδιος προσήλθε να καταθέσει στο Δικαστήριο, μετά που ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς από την Μ.Υ 5, χωρίς μάλιστα να του είχε εκδοθεί οποιαδήποτε κλήση που θα δικαιολογούσε την οποιαδήποτε απώλεια των μεροκαμάτων του για την μη προσέλευση του στην εργασία του κατά την ημέρα εμφάνισης του στο Δικαστήριο. Ο εν λόγω μάρτυρας ανάφερε ότι για το μεροκάματο που θα χάσει δεν θα τον αποζημιώσει κανένας. Δεν βρίσκω πειστική τη θέση του αυτή, ότι δηλαδή ο εν λόγω μάρτυρας εγκατέλειψε την εργασία του και απώλεσε εισοδήματα χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία του στο Δικαστήριο. Ούτε και πείθει η εξήγηση που έδωσε ότι περίμενε την κλήση του επειδή ήταν αυτόπτης μάρτυρας, έχοντας μάλιστα παρέλθει 9 χρόνια από το επίδικο εργατικό ατύχημα. Εξέφρασε επίσης τη θέση, σε αντιδιαστολή με την ενώπιον του Δικαστηρίου κοινώς αποδεκτή μαρτυρία, ότι δεν υπήρχαν ποτέ σκαλωσιές στο συγκεκριμένο σημείο που εργαζόταν. Μη πειστική ήταν και η θέση του ότι άκουσε τον Ενάγοντα να πέφτει από τον θόρυβο που αυτός έκανε κατά την πτώση του. Δεν μπορεί, με κάθε σεβασμό, το σώμα ενός ανθρώπου που πέφτει από ψηλά να προκαλεί θόρυβο.
Tαυτόχρονα δεν γίνεται αποδεκτή η εκδοχή της Υπεράσπισης, μέσω των Μ.Υ 4 και Μ.Υ 5, την μαρτυρία των οποίων επίσης για τους λόγους που καταγράφω κατωτέρω απορρίπτω. Η θέση τους, ως προς το ζήτημα αυτό, ήταν ότι ο Ενάγοντας ανήλθε στην κεραμοσκεπή, μέσω κλιμακοστασίου του πρώτου ορόφου άλλης οικοδομής, γειτνιάζουσας με το έργο, και όχι μέσω φορητής σκάλας. Πέραν του γεγονότος ότι η θέση αυτή αφενός μεν προσκρούει στην αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ.2, που η ίδια η Εναγομένη κάλεσε, προσκρούει επίσης και στην κοινή λογική. Και τούτο γιατί αν, έστω και για χάριν συζήτησης, το Δικαστήριο αποδεχόταν την θέση αυτή, η λογική και μόνο υπαγορεύει ότι δεν θα υπήρχε κανένας λόγος ο Ενάγοντας να περπατούσε στο σημείο (Α) και (Β) του Τεκμηρίου 4(Ε), περπατώντας δηλαδή στο ακρότατο σημείο της κεραμοσκεπής, και το πλέον σημαντικό δεν θα έπεφτε από το σημείο πτώσης που έπεσε. Σημειώνω δε ότι το σημείο πτώσης του Ενάγοντα (σημείο Β επί του πιο πάνω Τεκμηρίου) αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των μερών. Το γεγονός ότι ο Ενάγοντας περπατούσε στο ακρότατο σημείο της εν λόγω οροφής αποτελεί επίσης και μία εκ των βασικών θέσεων της Υπεράσπισης με σκοπό να καταδείξει την αποκλειστική ευθύνη του Ενάγοντα για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, εφόσον είναι η επί του προκειμένου θέση της ότι ο τελευταίος περπατούσε στην άκρη της επιπόλαια και ανεύθυνα. Στα πλαίσια αυτά μάλιστα του υποβλήθηκε η θέση ότι πάτησε στο σημείο Β του Τεκμηρίου 4(Ε) και έπεσε. Συνάγεται επομένως ότι ο Ενάγοντας βρισκόταν στο εν λόγω σημείο και άρα επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι αυτή τη διαδρομή ακολούθησε. Αν ο Ενάγοντας ανέβαινε μέσω του κλιμακοστασίου γειτνιάζοντας κτιρίου, όπως καταμαρτυρούν οι φωτογραφίες (Τεκμήρια 4Β και 4Ε) και ως είναι η θέση των Μ.Υ 4 και Μ.Υ 5, δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να βρίσκεται στην άκρη της κεραμιδοσκεπής αλλά η λογική και μόνον υπαγορεύει ότι θα περπατούσε σε πιο ψηλό σημείο για να προσεγγίσει την τσιμεντένια οροφή του γειτνιάζοντος κτιρίου και όχι να περπατά στο ακρότατο σημείο της με σκοπό να θέσει σε κίνδυνο την σωματική του ακεραιότητα. Με άλλα λόγια θα ακολουθούσε άλλη διαδρομή από αυτήν που αποτελεί κοινό τόπο ότι ακολούθησε πριν την πτώση του στο έδαφος.
Επανερχόμενος στην αξιολόγηση του Ενάγοντα από την άλλη όμως δεν γίνεται αποδεκτή η θέση του, την οποία και προώθησε ενόρκως, ότι ο ίδιος πριν να αναλάβει την συγκεκριμένη εργασία ζήτησε σκαλωσιές από την Μ.Υ 5, πλην όμως η τελευταία του αρνήθηκε απειλώντας τον μάλιστα ότι αν δεν την εκτελέσει δεν θα πληρωθεί. Το Δικαστήριο δεν νιώθει ασφάλεια να καταλήξει σε ένα τέτοιο εύρημα. Και τούτο γιατί ο εν λόγω ισχυρισμός συγκρούεται με το περιεχόμενο της έκθεσης του Μ.Υ 2, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι στα πλαίσια διερεύνησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος είχε συνομιλία με τον ίδιο τον Ενάγοντα. Αυτός, σε σχετική ερώτηση του Μ.Υ 2, δηλαδή κατά πόσο είχε ζητήσει από την Εναγομένη σκαλωσιές και αυτή του αρνήθηκε, απάντησε ότι δίστασε να ζητήσει κάτι τέτοιο «μήπως και θεωρηθεί μεγάλη απαίτηση η οποία θα έχει αντίκτυπο στην γενικότερη συνεργασία τους». Είμαι της άποψης ότι αν πράγματι λάμβανε χώρα ένα τέτοιο γεγονός ο Ενάγοντας θα επέμενε στην θέση του, ως αυτή προωθήθηκε στη δια ζώσης μαρτυρία, και δεν θα προωθούσε μία περί αντιθέτου θέση στον Μ.Υ 2. Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι ούτε καν ο ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα δεν υπέβαλε στον Μ.Υ 2, την θέση ότι δηλαδή μία τέτοια στιχομυθία δεν έλαβε μεταξύ τους και ότι το γεγονός αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Η Υπεράσπιση στην προσπάθεια της να πλήξει την αξιοπιστία του Ενάγοντα αλλά και να προωθήσει τη θέση ότι η Εναγόμενη ουδέποτε του έδωσε οδηγίες να εκτελέσει μπογιάτισμα στο μάγουλο του φεγγίτη, του υπέβαλε περαιτέρω ότι μόνο ο ίδιος γνώριζε ότι παρέμεινε προς εκκρεμότητα η εν λόγω εργασία. Πέραν του ότι αυτό το γεγονός επιβεβαιώνεται μέσα από τις σχετικές φωτογραφίες που ο Ενάγοντας έχει προσκομίσει (για τις οποίες έγινε σχετική αναφορά ανωτέρω), το γεγονός ότι έχει εκτελεσθεί τέτοια εργασία εφόσον το μπογιάτισμα των μάγουλων παρέμεινε ημιτελές επιβεβαιώνεται και από τα σχετικά διατακτικά που η Μ.Υ 5 έχει προσκομίσει. Και τούτο γιατί ως προκύπτει από την γραπτή δήλωση της τελευταίας (βλέπε παράγραφο 55) (Τεκμήριο 49), η ανακαινισμένη κεκλιμένη οροφή στην οποία εκτέλεσε εργασία ο Ενάγοντας ήταν το κατάστημα 1 (ως ανάφερε η Μ.Υ 5 ήταν το Μουσείο Κρασιού όπως αποκαλείται, διότι ήταν το μουσείο όταν το κτίριο λειτουργούσε ως εργοστάσιο «Χατζηπαύλος»). Μέσα από το διατακτικό 6 (ανάλυση εργασιών διατακτικού) (μέρος του Τεκμηρίου 54), το οποίο φέρει ημερομηνία μεταγενέστερη του επίδικου ατυχήματος, επιβεβαιώνεται το γεγονός ότι ο Ενάγοντας εκτέλεσε την συγκεκριμένη εργασία, εφόσον σε αυτό περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, χρέωση της Υπεργολάβου, σε σχέση με εκτελεσθείσες εργασίες της αναφορικά με τα εν λόγω μάγουλα (κάτω από την εκτελεσθείσα εργασία που καταγράφεται ως «Εξωτερικά Πύργος Χατζηπαύλου»). Αντίθετα στο διατακτικό 5 (μέρος του Τεκμηρίου 54), το οποίο φέρει ημερομηνία κατά την οποία επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα δεν υπάρχει οποιαδήποτε χρεώση για την συγκεκριμένη εκτελεσθείσα εργασία.
Επιπρόσθετα, η ίδια η Μ.Υ 5 στην μαρτυρία της αποδέχεται το γεγονός ότι ο Ενάγοντας πράγματι εκτέλεσε αυτήν. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω στη σελίδα 12 των πρακτικών, ημερομηνίας 26.6.24, όπου η Μ.Υ 5, αφού κατέθεσε σχετικές φωτογραφίες, ανέφερε τα ακόλουθα:
“A. Kύριε Πρόεδρε, η φωτογραφία τούτη δείχνει το πάνω μέρος της ανακαινισμένης στέγης, το κουβούκλιο όπου δούλεψε ο Στάνκο.
Ε. Με τα μάγουλα έτσι;
A. Ναι, τα μάγουλα είναι δεξιά και αριστερά του παραθύρου – ».
Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, η θέση αυτή της Εναγομένης αντιστρατεύεται, με κάθε σεβασμό, και την κοινή λογική. Και τούτο γιατί αποτελεί απορίας άξιον για ποιο λόγο ο Ενάγοντας να μεταβεί μόνος του στην οροφή, θέτοντας μάλιστα σε κίνδυνο τη σωματική του ακεραιότητα, εφόσον αποτελεί κοινό τόπο ότι η εκτέλεση μίας τέτοιας εργασίας σε ύψος εγκυμονεί κινδύνους, χωρίς να εκτελέσει την συγκεριμένη εργασία είναι ένα ερώτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο. Η λογική και μόνο υπαγορεύει ότι ο ίδιος ανέβηκε στην οροφή, κατά τον επίδικο χρόνο, ώστε να προβεί και να εκτελέσει την κατά τα άλλα συγκεκριμένη επικίνδυνη εργασία εφόσον έλαβε προς τούτο σχετικές οδηγίες. Δεν είχε κανένα συμφέρον και δεν υπήρχε κανένας λόγος να μεταβεί μόνος του αν δεν λάμβανε τέτοιες οδηγίες από την Εναγόμενη.
Για τους λόγους που έχω παραθέσει ανωτέρω αποδέχομαι την μαρτυρία του Ενάγοντα, πλην της πιο πάνω διευκρίνισης στην οποία έχω προβεί.
Προχωρώ στη συνέχεια να αναφέρω και να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους, ως έχω προαναφέρει, αποδέχομαι την μαρτυρία του M.Υ 2.
Ο εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε στο Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας στο τομέα διερεύνησης εργατικών ατυχημάτων και ως πρόσωπο αρμόδιο για την ασφάλεια και υγεία στους χώρους εργασίας.
Καταρχάς αναφέρω ότι αφού έλαβα υπόψη μου το επάγγελμα του, την εκπαίδευση που έτυχε, την πείρα του και τα προσόντα του τα οποία, ειρρήσθω εν παρόδω, ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί από την πλευρά του Ενάγοντα και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (Τσαγγαρίδης Βασίλης και Άλλη ν. Ανδρέα Αυγουστή (2000) 1 ΑΑΔ 528) αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι εμπειρογνώμονας στους πιο πάνω τομείς.
Από τη στιγμή λοιπόν που ένας μάρτυρας κρίνεται εμπειρογνώμονας, έχει νομολογηθεί ότι αυτός μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με τα ζητήματα που εμπίπτουν εντός της σφαίρας της ειδικότητας του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από ένα μάρτυρα (Νικολάου v Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746).
Ο ρόλος και τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πιττάλης και άλλων v. Ianira Εnterprises Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ.814, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Στις εν λόγω αποφάσεις λέχθηκε ότι ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.
Έχω αποκομίσει θετικές εντυπώσεις γι’ αυτόν. Ο εν λόγω μάρτυρας, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, κατάθεσε με αμεροληψία και αντικειμενικότητα τα ευρήματα του, μέσα από την διερεύνηση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Παρά το γεγονός ότι η έκθεση του έγινε 9 χρόνια μετά και δεν είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με όλα τα σχετικά πρόσωπα, εντούτοις διαπίστωσα ότι στο ευρύτερο πλαίσιο της εμπειρίας του γνωρίζει τις αρμοδιότητες, υποχρεώσεις και τον ρόλο ενός έκαστου προσώπου σε ένα εργοτάξιο. Δεν είχε πρόθεση να βοηθήσει οποιαδήποτε πλευρά εξου και το γεγονός ότι ο ίδιος καταγράφει στην έκθεση του ότι δεν έχει σκοπό, μέσω των ευρημάτων του, την επίρρηψη/απόδοσης οποιασδήποτε ευθύνης. Ομιλεί γενικά για παραλείψεις. Έχω ικανοποιηθεί ότι πρόθεση του ήταν να μεταφέρει με ειλικρίνεια τα ευρήματα του κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών καθηκόντων του ώστε το Δικαστήριο εφαρμόζοντας αυτά να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Δείγμα της ειλικρίνειας του ήταν ότι, κατά την κρίση του, ευθύνη έχει και η Εναγόμενη για το επίδικο εργατικό ατύχημα εφόσον παρέλειψε να έχει κατάλληλη επίβλεψη του εργοταξίου με δεδομένο ότι αυτό έλαβε χώρα εν ώρα λειτουργίας του. Έπρεπε δηλαδή να υπάρχει περισσότερη επιτήρηση υπό την έννοια ότι ο μηχανισμός που έβλεπε τον Ενάγοντα θα τον απέτρεπε να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία.
Σκοπός της εμπειρογνωμοσύνης του ήταν να αναφέρει στο Δικαστήριο πως επεσυνέβη αυτό καθώς και τις παραλείψεις που έλαβαν χώρα ώστε αυτό να επισυμβεί. Ο Μ.Υ 2 εφοδίασε το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε αυτό να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση. Παρά την αντεξέταση του οι θέσεις του παρέμειναν σταθερές και αναλλοίωτες.
Το συμπέρασμα του ήταν ότι αφενός ο Ενάγοντας, προτού επιχειρήσει να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα μέσα ατομικής προστασίας για την ασφάλεια του. Το ποιο πρόσωπο όμως όφειλε να του τα χορηγήσει ή αν έπρεπε ο Ενάγοντας να τα χρησιμοποιήσει στην βάση των δικών του ενεργειών είναι ασφαλώς ζήτημα που θα αποφασιστεί από το ίδιο το Δικαστήριο. Σημασία εν προκειμένω αποτελεί το γεγονός ότι αν αυτά χρησιμοποιούντο η πτώση του Ενάγοντα στο έδαφος θα αποτρεπόταν. Σύμφωνα με τον Μ.Υ.2 τα ασφαλιστικά μέτρα που θα έπρεπε να λάβει ο Ενάγοντας ήταν ότι αυτός θα έπρεπε αφενός μεν να ανέβει με εσωτερική σκάλα στην κεραμιδοσκεπή και όχι με φορητή, ως έπραξε, και ότι θα έπρεπε να έχει ζώνη ασφαλείας, το λεγόμενο «life line», στα οποία υπάρχουν τα αγκίρια από τη μια και από την άλλη να υπάρχει ένας οριζόντιος ιμάντας, στην οποία να ζώνεται το αγκίριο πάνω στον ιμάντα. Επίσης θα έπρεπε να ελεγχθεί η κεραμοσκεπή ότι δεν είχε κανένα ελάττωμα, πριν ο Ενάγοντας κάνει χρήση της. Αποδέχομαι επίσης τη θέση του ότι λίγη σημασία έχει για το πως ανέβηκε ο Ενάγοντας στη οροφή εφόσον η φορητή σκάλα ήταν το μέσο για να ανέβει και δεν ήταν η γενεσιουργός αιτία του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Ό,τι εν προκειμένω έχει σημασία είναι ότι ο Ενάγοντας βρέθηκε στην κεραμοσκεπή, ανεξαρτήτως του τρόπου που ανέβηκε σε αυτήν.
Ο Μ.Υ.4, επιβλέποντας μηχανικός στο έργο και υπεύθυνος για την καθημερινή κατανομή των εργασιών του, δεν άφησε θετικές εντυπώσεις και θα ήταν ακροσφαλές για το Δικαστήριο να εξάγει οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα μέσω της μαρτυρίας του. Συνεπώς δεν θα προσδώσω οποιαδήποτε βαρύτητα σε σχέση με τις θέσεις του, οι οποίες συγκρούονται με την λοιπή αποδεκτή μαρτυρία. Ο εν λόγω μάρτυρας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν ήταν αντικειμενικός και προσπάθησε με κάθε δυνατό τρόπο να βοηθήσει τους πρώην εργοδότες του, δηλαδή την Εναγομένη, παρά να παραθέσει στο Δικαστήριο την πραγματική διάσταση των γεγονότων. Και τούτο γιατι μία από τις βασικές του θέσεις στην γραπτή του δήλωση ήταν η κατηγορηματική του θέση ότι κανένας από την Εναγόμενη δεν έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα να προβεί στη συγκεκριμένη εργασία, κατά την επίδικη μέρα του εργατικού ατυχήματος, θέλοντας προφανώς αφενός μεν να αναδείξει το γεγονός ότι ο τελευταίος από μόνος του και χωρίς να ενημερώσει κανέναν αρμόδιο εκτέλεσε αυτήν, αφετέρου δε να μετακυλήσει την οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του στον ίδιο τον Ενάγοντα. Κατά το στάδιο όμως της αντεξέτασης του και σε σχετική ερώτηση που του τέθηκε, αναδίπλωσε αυτή την κατηγορηματική και απόλυτη του θέση, αναφέροντας ότι ο ίδιος δεν γνώριζε αλλά και ούτε διερεύνησε κατά πόσο η Μ.Υ.5 έδωσε πράγματι σχετικές οδηγίες στον Ενάγοντα την επίδικη ημέρα ώστε να εκτελέσει τη συγκεκριμένη εργασία. Και το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι ότι αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο ο εν λόγω μάρτυρας, ως ο επιβλέπων μηχανικός του έργου, και κληθείς να καταθέσει σε σχέση με τις συνθήκες πρόκλησης του επίδικου εργατικού ατυχήματος και γνωρίζοντας το γεγονός ότι ο Ενάγων εκτέλεσε την συγκεκριμένη εργασία, δεν μπήκε καν στο κόπο να ρωτήσει την Μ.Υ 5 αλλά και να διερευνήσει κατά πόσο η τελευταία πράγματι έδωσε τέτοιες οδηγίες. Ούτε και είναι πειστική η θέση του ότι δεν γνώριζε το γεγονός αυτό.
Για του λόγου το αληθές, παραπέμπω στα πρακτικά, ημερομηνίας 20.6.24, όπου στην σελίδα 11 ο Μ.Υ 4 ανέφερε τα ακόλουθα:
«Α. Aναφέρω το για το λόγο ότι τζιαι το συγκεκριμένο σημείο που επεμβαίνει μπορεί να επήε μόνος του. Όχι μπορεί, επήε μόνος του.
Ε. Πού το ξέρεις, κύριε.
Α. Αφού εγώ εν το εδιάταξα.
Ε. Έστειλε τον, σου είπα, η Μαρία Νικολάου.
Α. Τούτο δεν το γνωρίζω.
Ε. Γιατί δεν το διερεύνησες, όταν 8,-9 χρόνια ο Stanoje διαμαρτύρεται ότι τον έστειλε για να πάει να κάμει τα μάγουλα, γιατί δεν το διερεύνησες; …
A. Δεν το γνωρίζω. …
Α. Ότι του είπε η κυρία Μαρία; Όι, εν το γνωρίζω.».
Αντιφατική ήταν και η εξής του θέση. Ενώ αντεξεταζόμενος προέβαλε τη θέση ότι ήταν η πρώτη φορά που άκουσε, κατά την παράθεση της μαρτυρίας του, τη θέση ότι ο Ενάγοντας ισχυριζόταν ότι ανέβηκε στον φεγγίτη, μέσω σκάλας, την οποία η ίδια η Εναγομένη τοποθέτησε, αντίθετα στην γραπτή του δήλωση (βλέπε παράγραφο 25) ανάφερε ότι «σε μεταγενέστερο χρόνο πληροφορήθηκα ότι ο Ενάγων ισχυρίστηκε ότι έπεσε από τη στέγη στην προσπάθεια του να κατέβει την σκάλα, την οποία εμείς, όπως ισχυρίζεται, του τοποθετήσαμε». Η πιο πάνω θέση του ασφαλώς έρχεται σε αντίθεση με τα όσα ανάφερε στην γραπτή του δήλωση και είναι αβίαστα που το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος ήταν γνώστης του εν λόγω ισχυρισμού του. Σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, συνάγεται επίσης το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν γνώστης των οποιοδήποτε ισχυρισμών του Ενάγοντα αναφορικά με την πτώση του στο έδαφος.
Περαιτέρω, σε μια ακόμη προσπάθεια του ώστε να πείσει το Δικαστήριο πως η Εναγομένη δεν έχει την οποιαδήποτε ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, ανάφερε αρχικά ότι η Εναγόμενη διέθετε άγκιστρα τον ουσιώδη χρόνο, θέλοντας προφανώς να προοωθήσει τη θέση ότι ο Ενάγοντας είχε την επιλογή να τα χρησιμοποιήσει, αν επιθυμούσε, κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας του με σκοπό την δική του ασφάλεια. Αντεξεταζόμενος όμως, επί του προκειμένου, ανασκεύασε και πάλι τη θέση του, αναφέροντας ότι δεν ήταν ο ίδιος σε θέση να θυμηθεί και δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο η Εναγόμενη όντως είχε στην κατοχή της τέτοια άγκιστρα κατά τον επίδικο χρόνο. Για του λόγου το αληθές παραπέμπω στη σελίδα 17 των πρακτικών, ημερομηνίας 20.6.24, όπου ο Μ.Υ 4 ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ε. Πες μου, η εταιρεία σας διαθέτει και άγκιστρα;
A. Nαι, διαθέταμε εις το νέο το κτίριο που καθαρίζαμε τα γυαλιά είχαμε αγοράσει τζιαί ζώνες ασφαλείας--.
Ε. Πότε;
A. Ενθυμούμαι πότε.
Ε. Πότε τις αγοράσατε;
A. Αγοράσαμε, είμαι εκατό τοις εκατό--
Ε. Πότε;
A. Ενθυμούμαι.
Ε. Μετά το δυστύχημα ή πριν το δυστύχημα;
A. Eν θυμούμαι.
Ε. Εάν σας πω ότι δεν είχατε άγκιστρα πριν το δυστύχημα τι θα μου πεις;
Α. Μπορεί, ναι, να μην είχαμε άγκιστρα, όμως στο νέο κτίριο που καθαρίζαμε τα γυαλιά, είχαμε πάντα, είχαμε κάτω ασύρματο σχοινί και δένετουν όλος ο κόσμος τζιαί καθάριζε τα γυαλιά να μεν χτυπήσουν. 0
Ε. Η κυρία Μαρία γιατί δεν έδωσε άγκιστρα για τον Stanoje; …
A. Eν εζητηθήκαν».
Οι πιο πάνω θέσεις του δεν είναι κατατοπιστικές κατά πόσο η Εναγομένη είχε στην διάθεση της, κατά τον επίδικο χρόνο, τέτοιο μέσο ατομικής προστασίας.
Ούτε και είναι αποδεκτή η θέση του ότι στα πλαίσια διερεύνησης από τον ίδιο του επίδικου εργατικού ατυχήματος δεν εντόπισε το ο,τιδήποτε που να επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο Ενάγοντας πράγματι εκτέλεσε την συγκεκριμένη εργασία των μπογιατισμάτων των μάγουλων του φεγγίτη κατά την επίδικη ημέρα. Πέραν του γεγονότος ότι η θέση του αυτή συγκρούεται με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ.2, συγκρούεται για τους ίδιους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω με την κοινή λογική. Πέραν τούτου η θέση του Μ.Υ.4 ότι ο ενάγοντας δεν εκτέλεσε οποιαδήποτε εργασία την επίδικη ημέρα στα μάγουλα του φεγγίτη, έρχεται σε αντίθεση με την εκδοχή της Μ.Υ.5, ότι όντως ο Ενάγοντας επιτέλεσε τη συγκεκριμένη εργασία, για την οποία έγινε αναφορά ανωτέρω.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους το Δικαστήριο δεν θα προσθέσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του Μ.Υ 4, στο βαθμό που αυτή συγκρούεται με την λοιπή αποδεκτή μαρτυρία.
Ούτε η Μ.Υ.5 άφησε στο Δικαστήριο θετικές εντυπώσεις και ως εκ τούτου η μαρτυρία της δεν γίνεται αποδεκτή. Ήταν φανερή η προσπάθεια της αφενός μεν να αναδείξει με κάθε τρόπο ότι την αποκλεστική ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος φέρει ο ίδιος ο Ενάγοντας, αφετέρου δε να αποποιηθεί η Εναγόμενη την οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη της για την πρόκληση αυτού. Στην προσπάθεια της αυτή δεν απέφυγε όμως τις αντιφάσεις, τις υπερβολές, τις αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές ενώ η μαρτυρία της δεν έχει λογική συνοχή.
Εξηγώ ευθύς αμέσως την μόλις πιο πάνω εκφρασθείσα θέση του Δικαστηρίου.
Καταρχάς η ίδια προσπάθησε, με επαναλαμβανόμενο μάλιστα τρόπο, να αποδώσει αλλότρια κίνητρα στην Υπεργολάβο για την μη υπογραφή της γραπτής σύμβασης υπεργολαβίας μεταξύ της τελευταίας και της Εναγόμενης. Η θέση της αυτή είναι εν μέρει αποδεκτή εφόσον η Υπεργολάβος δεν είναι άμοιρη ευθυνών, ως ανάφερε και ο Μ.Υ 7, μέσω της αποδεκτής του μαρτυρίας, αφενός μεν για την μη υπογραφή της, αφετέρου δε για το γεγονός ότι δεν υπήρχε σε ισχύ οποιαδήποτε ασφάλεια ευθύνης εργοδότη.
Την ίδια στιγμή όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει, γεγονός που η εν λόγω μάρτυρας εσκεμμένα παρέλειψε να αναφέρει, ότι και η ίδια η Εναγομένη φέρει ακριβώς την ίδια ευθύνη με την Υπεργολάβο, σε σχέση με το ζήτημα αυτό, εφόσον επέτρεψε στην τελευταία, με την δική της συγκατάθεση, να εκτελέσει εργασίες στο έργο, χωρίς την υπογραφή της πιο πάνω συμφωνίας υπεργολαβίας αλλά και χωρίς να ελέγξει κατά πόσο υπήρχε σε ισχύ ασφάλεια ευθύνης εργοδότη σε σχέση με τους εργοδοτουμένους της Υπεργολάβου. Επί τούτου η Μ.Υ 5 τήρησε σιγήν ιχθύος. Το γεγονός αυτό δεικνύει ότι η εν λόγω μάρτυρας μοναδικό σκοπό είχε ώστε η Εναγόμενη να αποποιηθεί της οποιασδήποτε τυχόν ευθύνης της για το επίδικο εργατικό ατύχημα.
Στην ίδια βάση η Μ.Υ 5 προβάλλει τη θέση ότι η μη υπογραφή της συμφωνίας έγινε εκ του πονηρού από την Υπεργολάβο, ώστε να μην παρέχει το οποιοδήποτε δικαίωμα στην Εναγόμενη τερματισμού της σύμβασης. Με κάθε σεβασμό, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο η θέση αυτή. Τίποτα δεν εμπόδιζε την Εναγομένη, έστω και στα πλαίσια της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας, να τερματίσει τις υπηρεσίες της Υπεργολάβου για οποιουσδήποτε τυχόν νόμιμους λόγους. Επιπρόσθετα, αποτελεί άξιον απορίας το γεγονός γιατί δεν προχώρησε σε τερματισμό των υπηρεσιών της Υπεργολάβου όταν η τελευταία, παρά τις προσπάθειες της, αρνείτο να υπογράψει την σχετική συμφωνία. Το ερώτημα αυτό έχει παραμείνει αναπάντητο. Εξάλλου το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τον ίδιο τον διευθυντή της Υπεργολάβου, τον Μ.Υ 7, που η ίδια η Εναγόμενη κλήτευσε, την μαρτυρία του οποίου κάνω πλήρως αποδεκτή. Η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη εφόσον ο εν λόγω μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε. Στην ίδια βάση ενώ προέβαλε τη θέση ότι τηλεφώνησε η ίδια προσωπικά σε αυτόν με σκοπό να υπογράψει την σχετική γραπτή συμφωνία υπεργολαβίας, αποτελεί άξιον απορίας για ποιο λόγο, αφού διαπίστωσε ότι ο ίδιος δεν την υπέγραφε, του επέτρεψε να εκτελέσει εργασίες. Προφανώς για να εξυπηρετήσει τους δικούς της σκοπούς. Είναι αβίαστα που το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι και με τη δική της συνενοχή που η Εναγόμενη επέτρεψε στην Υπεργολάβο να εκτελέσει εργασίες στο έργο, στην απουσία υπογραφής της σχετικής γραπτής συμφωνίας υπεργολαβίας.
Δείγμα της μη αντικειμενικότητας των θέσεων της και σε μια προφανή προσπάθεια να επιρρίψει την ευθύνη, με κάθε δυνατό τρόπο στον Ενάγοντα και κατ’επέκταση στην Υπεργολάβο για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι πρόκειται «για εγκληματική αμέλεια» εκ μέρους της τελευταίας η μη ύπαρξη ασφάλεια ευθύνης εργοδότη. Την ίδια στιγμή όμως, ως έχει αναφερθεί, η ίδια αγνοεί την ευθύνη που βαραίνει και την Εναγομένη εφόσον είναι με την δική της συγκατάθεση και συνενοχή που άφησε την Υπεργολάβο να εργάζεται στο έργο αφενός χωρίς να υπογραφεί σύμβαση υπεργολαβίας, αφετέρου χωρίς να μεριμνήσει να ελέγξει κατά πόσο υπήρχε σε ισχύ, κατά τον επίδικο χρόνο, τέτοια ασφάλεια.
Σε σχέση με το αναντίλεκτο γεγονός ότι δεν υπήρχε σε ισχύ ασφάλεια ευθύνης εργοδότη από την πλευρά της Υπεργολάβου, γεγονός το οποίο η Μ.Υ 5 ανέδειξε, προωθώντας τη θέση ότι αν υπήρχε σε ισχύ τέτοια, ο Ενάγοντας θα αποζημιωνόταν από την ασφαλιστική εταιρεία με αποτέλεσμα να μην αξιώνει αποζημιώσεις από την Εναγομένη, κρίνω ότι αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως ότι η Εναγόμενη απαλάσσεται από την οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη της για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Ούτε και είναι απόλυτα βέβαιο ότι με την κατάρτιση της πιο πάνω ασφάλειας ο Ενάγοντας θα αποζημιωνόταν πράγματι από την εν λόγω ασφάλεια.
Περαιτέρω διαπιστώνω και την εξής αντίφαση. Ενώ στο δικόγραφο της προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι εργασίες στον φεγγίτη είχαν ολοκληρωθεί και συνεπώς ο Ενάγοντας δεν προέβη στην εργασία που ισχυρίζεται ότι εκτέλεσε, ενόρκως προέβαλε αντίθετα τη θέση, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω στα πλαίσια της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Ενάγοντα, ότι ο λόγος που αυτός ανέβηκε στην οροφή ήταν για να εκτελέσει την πιο πάνω εργασία.
Σε μία ακόμη προσπάθεια της ώστε η Εναγομένη να αποποιηθεί την οποιαςδήποτε τυχόν ευθύνης της, η εν λόγω μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι ο Ενάγων σκόπιμα δεν ενήγαγε στην παρούσα αγωγή, ως Εναγόμενη, και την Υπεργολάβο, δηλαδή την εργοδότρια του, εφόσον, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις της, αυτή φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το δυστύχημα. Από την άλλη η εν λόγω μάρτυρας ισχυρίσθηκε ότι ο Ενάγων έχει μεγάλη ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος. Πέραν του γεγονότος ότι έμμεσα παραδέχεται ότι και η Εναγόμενη έχει κάποιο μερίδιο ευθύνης, ούτε και η θέση αυτή, με κάθε σεβασμό, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Και τούτο γιατί αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του Ενάγοντα να ενάγει οποιοδήποτε πρόσωπο κρίνει ο ίδιος ότι έχει ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Την ίδια στιγμή όμως έχει και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του. Από την άλλη όμως αποτελεί άξιον απορίας το γεγονός ότι, αν αυτή είναι η θέση της Εναγομένης, γιατί η Εναγόμενη δεν πρόσθεσε ως Εναγόμενη και την Υπεργολάβο, ενεργοποιόντας την διαδικασία συνεναγομένου, ή δεν κλήτευσε στην παρούσα αγωγή την Υπεργολάβο ως τριτοδιάδικο, είναι ασφαλώς ένα ερώτημα το οποίο έχει παραμείνει αναπάντητο από την ίδια.
Ούτε γίνεται αποδεκτή η θέση της ότι η απάντηση της Παγκυπριακής (μέρος του Τεκμήριο 32), με την οποία η Εναγομένη ζήτησε να αποζημίωσει τον Ενάγοντα για τους τραυματισμούς του, και η άρνησης της πρώτης να τον αποζημιώσει στην βάση του ότι ο Ενάγοντας δεν ήταν εργοδοτούμενος της Εναγομένης, οριοθετεί και την ευθύνη της τελευταίας προς τον Ενάγοντα. Πέραν του γεγονότος ότι ασφαλώς και η οποιαδήποτε απάντηση της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να δεσμεύσει το παρόν Δικαστήριο, η οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη της Εναγομένης θα αποφασισθεί στην βάση των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και εφαρμογή αυτών επι των νομικών αρχών τόσο της κείμενης νομοθεσίας αλλά και της νομολογίας. Περαιτέρω, η Εναγομένη μπορεί, τόσο με βάση την νομοθεσία όσο και βάση την νομολογία, να κριθεί υπέυθυνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος έστω και αν ο Ενάγοντας δεν ήταν εργοδοτούμενος της.
Επιπρόσθετα ήταν φανερή η προσπάθεια της αλλά και η εμπάθεια της προς τον Ενάγοντα, σε μία προσπάθεια να καταδείξει αφενός μεν τον κακό του χαρακτήρα, αφετέρου δε να καταδείξει στο Δικαστήριο ότι ο Ενάγοντας πάντοτε ενεργούσε, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τους μηχανικούς στο έργο, ως έπραξε κατά την ημέρα του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Στα πλαίσια αυτά παράθεσε στο Δικαστήριο διάφορα παραδείγματα και περιστατικά που έλαβαν χώρα, πριν το επίδικο εργατικό ατύχημα, στα οποία είχε, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια, προσωπική εμπλοκή ο Ενάγοντας. Προέβαλε, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι ο Ενάγοντας ουσιαστικά έκλεβε και προσπαθούσε να ξεγελάσει την Εναγομένη χρεώνοντας την με περισσότερα μέτρα μπογιατίσματος από όσα ο ίδιος πραγματικά είχε εκτελέσει. Πέραν του γεγονότος ότι η θέση της είναι αόριστη και ατεκμηρίωτη αποτελεί άξιον απορίας, αν πράγματι έλαβε χώρα ένα τέτοιο γεγονός, για ποιο λόγο η Εναγόμενη δεν διέκοψε τη συνεργασία της με την Υπεργολάβο και επέτρεψε στον Ενάγοντα να συνεχίσει να εργάζεται στο έργο. Επίσης ακόμα ένα δείγμα της εμπάθεια της προς την Υπεργολάβο αλλά και τον ίδιο τον Ενάγοντα ήταν η χαρακτηριστική αναφορά της ότι «το μόνο που νοιαζόταν η Paint Express ήταν να πληρωθεί». Πέραν του γεγονότος ότι η αναφορά της αυτή είναι γενική και αόριστη, ουδέποτε προέβαλε τη θέση ότι η Υπεργολάβος δεν εκτέλεσε ορθά και με επάρκεια τις εργασίες που ανέλαβε να εκτελέσει.
Ούτε και το Δικαστήριο θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη θέση της ότι η Έλενα Γκουράου είδε τον Ενάγοντα να ανεβαίνει στον φεγγίτη, μέσω κλιμακοστασίου γειτνιάζοντος κτιρίου, το οποίο εφάπτεται του έργου. Πέραν του γεγονότος ότι η θέση της αυτή συγκρούεται με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ 2, το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στην αναφορά της αυτή εφόσον πρόκειται για εξ ακοής μαρτυρία.
Επισημαίνεται εξ αρχής ότι η εξ ακοής μαρτυρία δεν αποκλείεται από οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου, απλώς και μόνο διότι αυτή είναι εξ ακοής (άρθρο 24 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ.9). Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί στην εξ ακοής μαρτυρία (την αποδοχή της οποίας το Δικαστήριο θα πρέπει να εξηγεί (Ανδρέου κ.α. ν Αστυνομίας (2010) 2 ΑΑΔ 152) το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική της αξία. Ειδικότερα, μεταξύ άλλων παραγόντων που καθορίζει το άρθρο 27(2) του πιο πάνω Νόμου, λαμβάνεται υπόψη, ο βαθμός της εξ ακοής μαρτυρίας και το κατά πόσο αν η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι. Η αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας είναι και παραμένει η εξαίρεση στον κανόνα και η αποδοχή της επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σε αυτό στόχευε ο Νομοθέτης με τον Ν.32(1)/2004 στο Κεφ. 9, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων απόδειξης (Pakistan Cables Ltd v. NBS General Trading (Overseas) Co. Ltd. (2012) 1 A.A.Δ., 1711 και Τριφταρίδης ν. Xiaodan Liu, Έφεση αρ. 13/2015, ημερ. 5.10.2016).
Στην προκείμενη περίπτωση, η Εναγομένη δεν κλήτευσε στο Δικαστήριο το εν λόγω πρόσωπο εφόσον ως αναφέρθηκε έγιναν προσπάθειες εντοπισμού της, πλην όμως αυτή δεν εντοπίσθηκε (πιθανόν ως ανάφερε η Μ.Υ 5 να έχει αναχωρήσει στην πατρίδα της). Παρά το πιο πάνω γεγονός η εν λόγω μάρτυρας δεν έδωσε περαιτέρω πληροφορίες κατά πόσο η δήλωση αυτή περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία, πέραν του 1ου βαθμού, εφόσον η Μ.Υ 5 δεν έδωσε οποιεσδήποτε ικανοποιητικές εξηγήσεις πως και με ποιό τρόπο περιήλθε στην αντίληψη της η υποτιθέμενη δήλωση του εν λόγω προσώπου αλλά και του κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επ’ακριβώς ή όχι. Στην απουσία εξήγησης σε σχέση με τα πιο πάνω το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε αυτή. Επιπρόσθετα, η εξ ακοής αυτή μαρτυρία έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αξιόπιστη και αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ 2, που η ίδια η Εναγομένη προσκόμισε στο Δικαστήριο. Πέραν τούτου η μαρτυρία της Μ.Υ 5 δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο. Επομένως για του λόγους που έχουν αναφερθεί καμία βαρύτητα δεν θα προσδοθεί από το Δικαστήριο σε σχέση με τη θέση της αυτή.
Ούτε και η εν λόγω μάρτυρας έδωσε σαφείς και πειστικές απαντήσεις ως προς το λόγο που ενώ διαπίστωσε ότι η Υπεργολάβος δεν γνωστοποίησε το επίδικο εργατικό ατύχημα, η ίδια δεν έλαβε άμεσα μέτρα για την γνωστοποίηση του και απέστειλε σχετική επιστολή γνωστοποίησης αυτού (Τεκμήριο 34) προς το Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας, μετά την παρέλευση 24 ημερών από το επίδικο εργατικό ατύχημα.
Σε κάθε περίπτωση, η θέση της αυτή έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την μαρτυρία του Μ.Υ 7, ενός εκ των διευθυντών και μετόχων του Υπεργολάβου, που η ίδια η Εναγόμενη κλήτευσε. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μ.Υ 7 ο λόγος που η Υπεργολάβος, ως η εργοδότης του Ενάγοντα, δεν γνωστοποίησε στο Γραφείο επιθέωρησης εργασίας ήταν επειδή ο Μ.Υ 4 του ανάφερε ότι η ίδια η Εναγόμενη θα το γνωστοποιούσε (βλέπε σελίδα 13 των πρακτικών ημερομηνίας 4.9.2024).
Ως υποδείχθηκε στην υπόθεση Γιαννάκη Φωτίου v. Σταύρου Α. Γεωργίου, Πολιτική Έφεση Αρ.16/2016, ημερομηνίας 11.9.2024 θεωρείται πολύ σοβαρή παράλειψη η μη ενημέρωση ενός εργατικού ατυχήματος στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας (βλέπε Κανονισμό 4(1) των περί Ασφάλειας στην Εργασία (Γνωστοποίηση Ατυχημάτων και Επικίνδυνων Συμβάντων) Κανονισμών του 2007, Κ.Δ.Π.531/2007). Η ενημέρωση αυτή σκοπό έχει στην υποβοήθηση για τη δέουσα διερεύνηση του εργατικού ατυχήματος και την απόδοση ευθυνών. Επίσης στην εν λόγω υπόθεση λέχθηκε ότι η παρέλειψη γνωστοποίησης συνυπολογίζεται και ως στοιχείο που προσμετρά στην αξιολόγηση.
Η παράλειψη της μη γνωστοποίησης εκ μέρους της Εναγομένης, με δεδομένη την αξιόπιστη μαρτυρία του Μ.Υ 7, πλήττει την αξιοπιστία της εν λόγου μάρτυρος.
Ούτε και η συναφής τη θέση της σε σχέση με το αναντίλεκτο γεγονός ότι δηλαδή η Υπεργολάβος, κάλυψε μέρος των ιατρικών εξόδων του Ενάγοντα, αποτελεί παραδοχή της τελευταίας ότι φέρει ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, δεν βρίσκει σύμφωνο, με κάθε σεβασμό, το Δικαστήριο. Ένα τέτοιο συμπέρασμα από τη ύπαρξη και μόνο του πιο πάνω γεγονότος είναι αυθαίρετο. Η οποιαδήποτε οικονομική βοήθεια του Μ.Υ 7 στον Ενάγοντα, η οποία δόθηκε χαριστικά σύμφωνα με τον Μ.Υ 9, ώστε να είναι σε θέση ο τελευταίος να μπορεί να μεταβεί στο Ισραήλ για να εγχειριστεί δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και έμμεση παραδοχή της δικής της ευθύνης. Στην ίδια βάση και με την ίδια λογική της Μ.Υ 5 το γεγονός ότι η Εναγομένη απαίτησε από τις ασφαλιστικές της εταιρείες κάλυψη για το επίδικο εργατικό ατύχημα σημαίνει ότι και η Εναγομένη αποδέχθηκε την ευθύνη της για την πρόκληση του.
Ακόμη μία αντίφαση της αποτελεί και το γεγονός ότι η ίδια ανάφερε ότι είδε τον Ενάγοντα να εργάζεται μετά το επίδικο εργατικό ατύχημα. Προς το σκοπό αυτό παρέπεμψε στο Τεκμήριο 52. Σύμφωνα όμως με το περιεχόμενο της επιστολής αυτό καταγράφει είναι ο σύζυγος της που τον είδε και όχι η ίδια.
Δεν χρειάζεται να παραθέσω οτιδήποτε άλλο για να καταδείξω του λόγου το αληθές ότι η μαρτυρία της Μ.Υ 5 παρουσιάζει τέτοιου βαθμού αμφιταλαντεύσεις και έχει κλονισθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό ώστε να είναι ακροσφαλές για το Δικαστήριο να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα μέσω αυτής.
AΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΒΛΑΒΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΖΗΜΙΕΣ ΠΟΥ Ο ΕΝΑΓΟΝΤΑΣ ΙΣΧΥΡΙΖΕΤΑΙ ΟΤΙ ΥΠΕΣΤΗ
Ο Ενάγοντας έχει ήδη κριθεί αξιόπιστος μάρτυρας. Ως εκ τούτου σε σχέση με το ζήτημα των σωματικών βλαβών, την θεραπεία που ακολούθησε καθώς και για το ποιες είναι οι μόνιμες βλάβες αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μαρτυρία του επ΄αυτών γίνεται αποδεκτή. Αποδέχομαι τα όσα ανάφερε και βίωσε ο ίδιος προσωπικά από την ημέρα του τραυματισμού του και την νοσηλεία του τόσο στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού όσο και στο ιατρικό κέντρο του Ισραήλ μέχρι και το εξιτήριο του, την κατάσταση της υγείας του, τις δυσκολίες που αυτός βίωσε και που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να βιώνει αλλά και την πορεία αποθεραπείας του. Ήταν σε κάποιες στιγμές φανερή η συναισθηματική του φόρτιση, εξιστορώντας και αναβιώνοντας για 2η φορά στη μνήμη την μεγάλη του αγωνία σε σχέση με την πορεία υγείας του. Δεν έχω διακρίνει ίχνος υπερβολής και θεωρώ ότι ήταν ειλικρινής. Δείγμα μάλιστα της ειλικρίνειας του αποτελεί εξάλλου το γεγονός ότι και ο ίδιος αποδέχθηκε ότι έχει βελτιωθεί σήμερα σε αρκετά μεγάλο βαθμό αλλά και ότι είναι σε θέση να εργάζεται, έστω και περιορισμένα. Η μαρτυρία του συνάδει και υποστηρίζεται από τις ιατρικές εκθέσεις του Μ.Υ 2 και Μ.Υ 3.
Δεν αποδέχομαι τη θέση του όμως ότι ο ίδιος αντιμετωπίζει σήμερα οποιοδήποτε σεξουαλικό πρόβλημα, το οποίο έχει άμεση και αιτιώδη συνάφεια με το επίδικο εργατικό ατύχημα. Και τούτο γιατί προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού του αυτού, ο Ενάγοντας κατάθεσε στο Δικαστήριο ιατρική έκθεση του Δρα Αχιλλέως (Τεκμήριο 15). Η κατάθεση όμως της εν λόγω ιατρικής έκθεσης αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία. Το τι βαρύτητα θα προσδώσει σε αυτή το Δικαστήριο, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Στην προκειμένη περίπτωση δεν δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση από τον Ενάγοντα για τον λόγο που ο εν λόγω ιατρός, συντάξας της εν λόγω ιατρικής έκθεσης, δεν προσήλθε να καταθέσει στο Δικαστήριο και επομένως το γεγονός αυτό, εν απουσία οποιασδήποτε εξήγησης, οδηγεί το Δικαστήριο να μην προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο της. Στην ίδια βάση και για τους ίδιους λόγους το Δικαστήριο δεν θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σε σχέση με τα ιατρικά πιστοποιητικά των Δρα. Βενετοκλή (Τεκμήριο 18) και Δρα Συμιλλίδη (Τεκμήριο 20) εφόσον ούτε αυτοί προσήλθαν να καταθέσουν στο Δικαστήριο χωρίς να δοθεί η αναγκαία εξήγηση. Ειδικότερα σε σχέση με τον Δρα Βενετοκλή δόθηκε η εξήγηση ότι αυτός έχει αποβιώσει. Αποτελεί νομολογημένο ότι δηλώσεις προσώπων που έχουν αποβιώσει δεν καλύπτονται από τον περί Αποδείξεως Νόμο, και ως εκ τούτου καμία βαρύτητα δεν δίδεται από το Δικαστήριο σε σχέση με αυτές (Muskita Aluminium Industries Ltd και Άλλοι ν. Alsako Aluminium Ltd και Άλλων (Aρ. 2) (2009) 1 ΑΑΔ 1481).
Αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία της Μ.Υ 3, λειτουργού στο Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η εν λόγω μάρτυρας παρέθεσε στο Δικαστήριο όλα όσα γνωρίζει, μέσα από την επαγγελματική της ενασχόληση. Τα όσα η εν λόγω μάρτυρας παρέθεσε στο Δικαστήριο επιβεβαιώνονται από τα Τεκμήρια που κατέθεσε. Επί της ουσίας η μαρτυρία της δεν αμφισβητήθηκε εφόσον η αντεξέταση της ήταν περισσότερου διευκρινιστικού παρά αντιπαραθετικού χαρακτήρα.
Προχωρώ στην συνέχεια να αξιολογήσω την μαρτυρία των ιατριών Μ.Ε 2, Μ.Ε 3, Μ.Υ 6 και Μ.Υ 8. Οι εν λόγω μάρτυρες προσήλθαν στο Δικαστήριο να καταθέσουν ως εμπειρογνώμονες και ως τέτοιοι θα αξιολογηθούν. Καμία πλευρα, αντιστοίχως, δεν αμφισβήτησε το επάγγελμα τους, την εκπαίδευση που έτυχαν, την πείρα τους και τα προσόντα τους.
Εκεί και όπου το Δικαστήριο θα πρέπει να αξιολογήσει διιστάμενη ιατρική μαρτυρία, όπως συμβαίνει και στην προκειμένη περίπτωση (μεταξύ Μ.Ε 3 και Μ.Υ 6, και Μ.Ε 2 και Μ.Υ 8, αντιστοίχως), θα πρέπει να αναλύσει και αντιπαραβάλει την συγκρουόμενη επιστημονική μαρτυρία ώστε στο τέλος να καταλήξει στη δική του ανεξάρτητη κρίση, αιτιολογώντας με επαρκή τρόπο την κατάληξη του ως προς την προτίμηση του (Daria Novichkova ν. Θέμη Βλάβη (2012) 1 Α.Α.Δ. 1111).
Σε σχέση με τις σωματικές βλάβες από ορθοπεδικής πλευράς μαρτυρία έδωσαν ο Μ.Ε 2 και ο Μ.Υ 8.
Διάσταση μεταξύ των πιο πάνω ιατρών υπάρχει μόνο σε σχέση με τις συνέπειες των τραυμάτων που ο Ενάγοντας υπέστη αλλά και τα πιθανά μελλοντικά προβλήματα που ο τελευταίος αναμένεται ότι θα εμφανίσει.
Επί του προκειμένου ήταν η θέση του Μ.Ε.2 ότι λόγω των τραυμάτων που ο Ενάγοντας υπέστη με την πάροδο του χρόνου ανέπτυξε «οσφυοιισχιαλγία με 2 κήλες μεσοσπονδυλίων δίσκων, στα επίπεδα (02-03, 03-04) με πίεση τον 03, 04 νευρικών ρίζων αντίστοιχα (η διάγνωση επιβεβαιώθηκε με ΜRI OΜΣΣ στην οποία επιβλήθηκε ο ασθενής).» Ήταν η περαιτέρω ισχυρισμός του ότι ο Ενάγοντας ανέπτυξε αρχόμενη οστεοαρθρίτιδα και ότι στο μέλλον αναμένεται να κάνει έντονη πρώιμη αρθρίτιδα στο δεξιό ισχίον και να χρειαστεί νέα επέμβαση (ολική αρθροπλαστική ισχίου). Λόγω αυτών των προβλημάτων ο Ενάγοντας, ήταν πάντοτε η θέση του, αδυνατεί να σηκώσει βάρη ή να κάνει γενικά έντονη χειρονακτική εργασία, πολύ περισσότερο δε να επιστρέψει στην προηγούμενη εργασία του. Αναμένεται στο μέλλον να έχει συχνά επεισόδια οσφυοισχιαλγία λόγω της επιδείνωσης των κηλών μεσοσποδύλιων δίσκων.
Από την άλλη ο Μ.Υ.8 αποδέχεται το γεγονός ότι ο Ενάγοντας παρουσίαζε μια ανισοσκέλια όπως επίσης και η βάδιση του παρουσίαζε χολότητα. Ήταν η θέση του όμως, σε αντιδιαστολή με τον Μ.Ε 2, ότι απομακρύνεται η πιθανότητα να προκληθούν στον Ενάγοντα πρόωρες οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις της δεξιάς ισχιακής άρθρωσης, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα χειρουργική αντιμετώπιση για ολική αρθροπλαστική του ισχίου. Και τούτο γιατί έχει παρέλθει ήδη χρονικό διάστημα 9 ετών από τον τραυματισμό και ειδικότερα αυτό στην περιοχή της δεξιάς κοτήλης, χωρίς να εμφανίσει μέχρι και σήμερα τέτοιες οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις.
Αποδέχομαι πλήρως την μαρτυρία του Μ.Ε 2. Ο εν λόγω μάρτυρας, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, κατάθεσε με αμεροληψία και αντικειμενικότητα. Ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι πρόθεση του ήταν να μεταφέρει με ειλικρίνεια τα ευρήματα του μέσα από την κλινική εξέταση που υπέβαλε τον Ενάγοντα καθώς και για το ποιά είναι σήμερα η ιατρική του κατάσταση. Η θέση του Μ.Ε 2 ότι ο Ενάγοντας αναμένεται να εμφανίσει πρώιμη οστεοαρθρίτιδια και ότι η κατάσταση του θα χειροτερέψει στο μέλλον, δεν είναι γενική και αόριστη, αλλά υποστηρίζεται και από τις ακτινογραφίες του Τεκμηρίου 30, τις οποίες και ο ίδιος μελέτησε. Ως εξήγησε με απόλυτο και πειστικό τρόπο ο εν λόγω ιατρός μέσα από τις σχετικές ακτινογραφίες διαφαίνεται μετά βεβαιότητας ότι η οστεοαρθρίτιδα άρχισε να εμφανίζεται από τώρα σε πρώιμο όμως στάδιο. Για το λόγο αυτό ήταν η θέση του ότι ο Ενάγοντας θα εμφανίσει αρθρίτιδα και εκεί που θα χειροτερέψει θα πρέπει να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ο Ενάγοντας ανέπτυξε οσφυοισχιαλγία, επιβεβαιώνεται και από τη μαγνητική του τομογραφία (MRI). Ο εν λόγω μάρτυρας εξέφρασε τη θέση ότι ο Ενάγοντας, συνεπεία των τραυμάτων που υπέστη, είναι ανίκανος να εξασκεί χειρονακτική εργασία, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να κουβαλά βάρη και είναι σε θέση να εργαστεί κανονικά 1 με 2 ώρες ημερησίως. Τα οποιαδήποτε ιατρικά του ευρήματα ουδόλως θα έλεγα ότι αμφισβήτηθηκαν ιδιαίτερα από την Υπεράσπιση εφόσον αφενός μεν δεν του υποβλήθηκε η οποιαδήποτε περί του αντιθέτου θέση, αφετέρου δε, δεν του υποβλήθηκαν τα οποιαδήποτε ιατρικά ευρήματα του Μ.Υ.8 ώστε ο εν λόγω μάρτυρας να απαντήσει επ’ αυτών.
Από την άλλη η μαρτυρία του Μ.Υ 8, στο βαθμό που αυτή συγκρούεται με την μαρτυρία του Μ.Ε 2, δεν γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριο και δεν αποδέχομαι την θέση του ότι από την στιγμή που ο Ενάγοντας δεν εμφάνισε μέχρι σήμερα οποιεσδήποτε οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις είναι απομακρυσμένη η πιθανότητα να προκληθούν πρόωρες οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις της δεξιάς ισχιακής άρθρωσης, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα χειρουργική αντιμετώπιση για ολική αρθροπλαστική του ισχύου. Ο εν λόγω μάρτυρας όμως, ως αποδέχθηκε και ο ίδιος, προτού ετοιμάσει την ιατρική του έκθεση, δεν μελέτησε τις ακτινογραφίες του Ενάγοντα (Τεκμήριο 30). Σε συνάρτηση όμως με τα πιο πάνω, θα ανέμενε κανείς από τον εν λόγω ιατρό, προτού εκφράσει την ιατρική του γνώμη επί του ζητουμένου, να έδιδε οδηγίες στον Ενάγοντα να υποβληθεί σε ακτινογραφίες με σκοπό να διαπιστώσει μετά βεβαιότητας ότι αυτός πράγματι δεν έχει εμφανίσει τέτοιες αλλοιώσεις ή να ζητήσει να του προσκομισθεί το πιο πάνω Τεκμήριο. Κάτι τέτοιο όμως δεν έπραξε. Συνεπακόλουθα το ιατρικό του πιστοποιητικό είναι ελλιπές και ο εν λόγω ιατρός, σε αντίθεση με τον Μ.Ε 2, δεν είχε ενώπιον του όλα τα δεδομένα ώστε να εκφράσει με τεκμηριωμένο τρόπο την οποιαδήποτε επιστημονική του άποψη. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν κάνει αποδεκτή τη θέση του αυτή και επιλέγει ως ορθή την ιατρική γνωμάτευση του Μ.Ε 2. Από την άλλη αποδέχομαι την θέση του Μ.Υ 8, εφόσον σε κανένα σημείο δεν αμφισβητήθηκε, ότι ο Ενάγοντας είναι σε θέση να εργαστεί ως ελαιοχρωματιστής έστω και σε μειωμένο ωράριο απασχόλησης εφόσον θα δυσλολεύεται λόγω των τραυμάτων του, γεγονός το οποίο εξάλλου αποδέχθηκε και ο ίδιος ο Ενάγοντας.
Σε σχέση με τα ψυχολογικά προβλήματα που ο Ενάγων κατ’ ισχυρισμό αντιμετωπίζει, και προς τεκμηρίωση της θέσης του, κλήθηκε να καταθέσει ο Μ.Ε.3 ψυχίατρος. Υποστήριξε τη θέση, ως επιβεβαιώνεται και μέσα από τις εκθέσεις που ο ίδιος ετοιμάσε (Τεκμήρια 22 και 23 αντιστοίχως), ότι ο Ενάγοντας πάσχει, συνεπεία του εργατικού ατυχήματος, από «μια χρόνια υποτροπιάζουσα καταθλιπτική διαταραχή με απώλεια μνήμης και διάφορες φοβικές διαταραχές όπως υψοφοβία». Ο εν λόγω ιατρός άφησε στο Δικαστήριο θετικές εντυπώσεις με τη μαρτυρία του, παρά το γεγονός ότι ήταν λίγο έντονος και σε κάποια σημεία αντιδραστικός, κατά την αντεξέταση του, εφόσον παρέθεσε με βεβαιότητα και σιγουριά το όσα ο ίδιος έχει διαπιστώσει, εφόσον ήταν ο ιατρός που παρακολουθούσε τον Ενάγοντα. Αποδέχομαι την επιστημονική του μαρτυρία και θέση. Ο εν λόγω μάρτυρας έδωσε επίσης σαφείς και τεκμηριωμένες απαντήσεις στις διάφορες ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από την αντεξέταση και οι ιατρικές του θέσεις παρέμειναν αναλλοίωτες και ουδόλως έχουν κλονισθεί. Θεωρώ ότι ο εν λόγω ιατρός, ο οποίος εξέτασε τον Ενάγοντα μάλιστα μόλις και πριν δύο εβδομάδες πριν καταθέσει στο Δικαστήριο, με σκοπό να έχει την όσο το δυνατό τεκμηριωμένη εικόνα αναφορικά με την ιατρική του κατάσταση, δείγμα και των ειλικρινών του προθέσεων, παρέθεσε με αντικειμενικότητα τα σχετικά του συμπεράσματα. Εξήγησε με πειστικό τρόπο ότι προέβη σε κλινική εξέταση του Ενάγοντα, υποβάλοντας του διάφορες ερωτήσεις ώστε να διαπιστώσει κατά πόσο αυτός πράγματι ζει με τα συμπτώματα που περιγράφει, τα οποία και ο ίδιος επιβεβαίωσε. Δεν διαπίστωσα σε κανένα σημείο ο ίδιος να υπερβάλλει με σκοπό να βοηθήσει τον Ενάγοντα στην υπόθεση του.
Από την άλλη δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Μ.Υ.6 εφόσον θα ήταν ακροσφαλές για το Δικαστηριο να εξάξει οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα μέσω της μαρτυρίας του, ότι δηλαδή είναι απομακρυσμένο το γεγονός ότι η εικόνα που δίδεται από τον Ενάγοντα και τον Μ.Υ 3 θα μπορούσε να ηταν συνέχεια μιας νευροψυχιατρικής εικόνας η οποία ξεκίνησε το 2013, συνεπεία του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Και τούτο γιατί ο εν λόγω ιατρός ουδέποτε έχει εξετάσει τον Ενάγοντα, εν αντιθέσει με τον Μ.Ε.3, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε επιστημονική του θέση ως προς την ιατρική του κατάσταση να είναι αόριστη και υποθετική, η οποία δεν στηρίζεται πάνω σε πραγματικά δεδομένα. Γεγονός μάλιστα το οποίο και ο ίδιος, προς τιμήν του παραδέχθηκε (βλ. πρακτικά ημερομηνίας 4.9.24 σελ.3), αναφέροντας ότι: «Σίγουρα θα ήταν δίκαιο για τον Ενάγοντα να τον είχα εξετάσει για να μπορούσαμε να μιλούμε με πιο χειροπιαστά θέματα». Ενώ στη σελ. 7 της αντεξέτασης του ανέφερε ότι: «Ε. Αφού δεν τον εξετάσατε; A. Δεν τον εξέτασα. Ε. Δεν έπρεπε να ήταν αυτό; A. Έπρεπε να τον εξετάσω.».
Ούτε και ο ίδιος παρέθεσε οποιαδήποτε βιβλιογραφία που να τεκμηριώνει τις ιατρικές του θέσεις, με δεδομένο πάντοτε ότι ο ίδιος δεν έχει εξετάσει τον Ενάγοντα.
Περαιτέρω ο ίδιος προέβαλε τη θέση ότι δεν γίνεται να υποστεί κάποιος το 2013 ένα τραυματισμό και μέχρι το 2022 να μην επισκεφθεί οποιονδήποτε ψυχίατρο και να μην ακολουθήσει οποιαδήποτε θεραπεία. Η θέση του αυτή διαψεύδεται από την αναντίλεκτη μαρτυρία του Μ.Ε.3, ότι ο Ενάγοντας είχε επισκεφθεί ψυχίατρο το 2013, ο οποίος όμως έχει αποβιώσει. Για όλους τους πιο πάνω λόγους δεν νιώθω ασφάλεια να αποδεχθώ τη μαρτυρία του εν λόγω ιατρού και να καταλήξω σε οποιαδήποτε ασφαλή συμπεράσματα μέσω αυτής.
Συνεπώς για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω απορρίπτω τη μαρτυρία του Μ.Υ 6 και επιλέγω να αποδεχτώ τη μαρτυρία του Μ.Ε 3, θεραπόντα ιατρού του Ενάγοντα, αφού εκείνος συστηματικά έχει ασχοληθεί με τη θεραπεία του και ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει την περίπτωσή του από τον Μ.Υ.6 που ουδέποτε τον εξέτασε.
Ενόψει της πιο πάνω αξιολόγησης, μπορώ να καταλήξω με ασφάλεια στα πιο κάτω, πέραν των πιο πάνω, επιπρόσθετα τελικά ευρήματα τόσο σε σχέση με τις πραγματικές συνθήκες που επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα όσο και σε σχέση με τις σωματικές βλάβες που ο Ενάγων υπέστη συνεπεία αυτού:
Το Σεπτέμβριο του 2012 η Εναγόμενη με προφορική συμφωνία ανέθεσε στην Υπεργολάβο να μπογιατίσει και να προβεί στα επιχρίσματα του έργου. Στη βάση της εν λόγω προφορικής συμφωνίας η Εναγομένη θα έδιδε στην Υπεργολάβο το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τις ήδη εγκατεστημένες σκαλωσιές που υπήρχαν στο εργοτάξιο του έργου και δεν θα τις αφαιρούσε πριν ολοκληρωθούν και οι εργασίες των επιχρισμάτων. Τόσο οι εργαζόμενοι στην Υπεργολάβο αλλά και όλοι οι άλλοι εργατοτεχνίτες που ασχολούνταν στο έργο χρησιμοποιούσαν τις σκαλωσιές της Εναγομένης.
Τον Ιανουάριο του 2013 η Υπεργολάβος είχε ολοκληρώσει τις εργασίες μπογιατίσματος στον εξωτερικό χώρο που βρίσκεται κάτω και πλησίον του φεγγίτη. Παρέμεναν μόνο για μπογιατίσμα τα μάγουλα γύρω από τον φεγγίτη εφόσον θα έπρεπε πρώτα να τοποθετηθούν σε αυτόν τα αλουμίνια και τα γυαλιά.
Για το λόγο αυτό η Εναγομένη μετακίνησε τις σκαλωσιές σε άλλο σημείο ώστε να συνεχιστούν οι εργασίες για να ολοκληρωθεί και το υπόλοιπο εξωτερικό επίχρισμα των κτιρίων του έργου.
Μετά την παραλαβή και την τοποθέτηση των αλουμινίων με τα γυαλιά στον φεγγίτη ο Ενάγοντας ειδοποιήθηκε από την Εναγόμενη, μέσω οδηγιών που έλαβε από την Μ.Υ 5, να προχωρήσει στο μπογιάτισμα και των μαγούλων του φεγγίτη.
Ο Ενάγοντας αποδέχθηκε να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία χωρίς οποιεσδήποτε αντιρρήσεις. Δεν ζήτησε την τοποθέτηση σκαλωσιών από την Εναγομένη, ώστε να εκτελέσει αυτή, «μήπως και θεωρηθεί μεγάλη απαίτηση η οποία θα έχει αντίκτυπο στην γενικότερη συνεργασία τους».
Η μόνη διαδρομή που υπήρχε, μετά την αφαίρεση των σκαλωσιών, ήταν αυτή που του υπέδειξε η Εναγομένη. Αυτή συνίστατο στο ότι για να προσεγγίσει τον φεγγίτη έπρεπε να ανέβει στην σκάλα που η Εναγόμενη τοποθέτησε και να προχωρήσει από την παλαιά κεραμοσκεπή, γειτνιάζοντος εφαπτόμενου κτιρίου, στην ανακαινισμένη κεκλιμένη οροφή του έργου και ακολούθως να προσεγγίσει τον φεγγίτη.
Στις 29.3.13 αφού ο Ενάγων μετέβη στο εργοτάξιο, ανέβηκε στον φεγγίτη τοποθετώντας αυτοκόλλητη χαρτοταινία στα αλουμίνια που είναι δίπλα στο μάγουλο. Μπογιάτισε το μάγουλο και κατέβηκε κάτω στο έδαφος για να στεγνώσει η μπογιά ώστε να αφαιρέσει την χαρτοταινία αργότερα. Μετά από μια ώρα ανέβηκε και πάλι στον φεγγίτη να αφαιρέσει την χαρτοταινία από τα αλουμίνια. Αφού την αφαίρεσε επέστρεψε πίσω για να κατεβεί από την σκάλα που ανέβηκε. Σε κάποια στιγμή και φτάνοντας στο ακρότατο σημείο της στέγης ο Ενάγων πάτησε πάνω σε κεραμίδι ή κεραμίδια που δεν είχαν υποστήριξη, περπατώντας στην άκρη της κεραμοσκεπής, με αποτέλεσμα αυτό ή αυτά να υποχωρήσουν προκαλώντας και την πτώση του, εφόσον έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο κενό. Ο Ενάγοντας έπεσε στο έδαφος από το σημείο Β’ του Τεκμηρίου 4(Ε). Η κεραμοσκεπή ήταν παλαιά, είχε κεραμίδια σε κακή κατάσταση και ασταθή στερεωμένα.
Για το επίδικο έργο καταρτίστηκε Σ.Α.Υ το οποίο κοινοποιήθηκε και στην Υπεργολάβο. Σκοπός του Σ.Α.Υ ήταν η αποτελεσματική πρόληψη των ατυχημάτων και επικίνδυνων συμβάντων στο έργο.
Με την ενότητα 3.5 του Σ.Α.Υ καθορίστηκαν οι αρμοδιότητες και καθήκοντα μεταξύ άλλων και της Υπεργολάβου.
Στην ενότητα 6.9 του Σ.Α.Υ γίνεται μέριμνα ειδικά για την προστασία των εργαζομένων από τους κινδύνους πτώσης και στην ενότητα 6.11 γίνεται αναφορά στο είδος και στη χρήση σκαλωσιών ή διαφορετικά ικριωμάτων.
Το επίδικο εργατικό ατύχημα επεσυνέβη λόγω της μη τήρησης ορθής πρακτικής κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας και αν τηρούνταν οι πρόνοιες ασφάλειας και υγείας που αναγράφονται σαφέστατα στο Σ.Α.Υ το ατύχημα θα είχε αποφευχθεί.
Τα ασφαλιστικά μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν για την προστασία του Ενάγοντα για την αποτροπή της πτώσης του από ύψος ήταν ότι θα έπρεπε αφενός να ανέβει με εσωτερική σκάλα στην κεραμιδοσκεπή και όχι με φορητή, ως έπραξε, και ότι θα έπρεπε να έχει ζώνη ασφαλείας, το λεγόμενο «life line», στα οποία υπάρχουν τα αγκίρια από τη μια και από την άλλη να υπάρχει ένας οριζόντιος ιμάντας, στην οποία να ζώνεται το αγκίριο πάνω στον ιμάντα. Επίσης, προτού ο Ενάγων εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία, θα έπρεπε να ελεγχθεί η παλαιά κεραμιδοσκεπή ότι δεν παρουσίαζε ελάττωμα και ήταν ασφαλής η διέλευση μέσω αυτής.
Υπεύθυνος για τη γνωστοποίηση του επίδικου ατυχήματος ήταν η Υπεργολάβος. Ανέλαβε όμως η Εναγόμενη να προβεί στην σχετική γνωστοποίηση του, πλην όμως η τελευταία δεν το έπραξε άμεσα, αλλά μετά από 24 ημέρες. Για το λόγο αυτό το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας δεν μπορούσε να προχωρήσει με την διερεύνηση του.
Κατά τον επίδικο χρόνο η Υπεργολάβος δεν είχε σε ισχύ ασφάλεια ευθύνης εργοδότη.
Ο Ενάγοντας από τις 15.4.2013 μέχρι και τις 27.5.2013 ακολούθησε πρόγραμμα φυσικοθεραπείας στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού σαν εξωτερικός ασθενής.
Το επίδικο εργατικό ατύχημα έχει επηρεάσει τόσο την προσωπική του ζωή όσο και τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Ειδικότερα, ο Ενάγοντας δεν μπορεί πλέον να ασκήσει παραγωγικά το επάγγελμα του ελαιοχρωματιστή όπως το ασκούσε πριν το ατύχημα. Συνεπεία του ατυχήματος έχει καταστεί πρόσωπο αγχώδες και τον διακατέχει η αγωνία για το μέλλον. Του έχουν γεννηθεί αισθήματα ανασφάλειας, μελαγχολίας, ψυχολογικής κατάπτωσης και βλέπει συχνά εφιάλτες.
Μέχρι και σήμερα έχει δυσκολίες στην εκτέλεση βασικών του αναγκών και φυσιολογικών κινήσεων. Ειδικότερα δυσκολεύεται να σκύψει, να σηκώσει βάρος, να περπατήσει ή να σταθεί για πολλή ώρα. Αντιμετωπίζει επίσης τρομερή δυσκολία στον να ανεβαίνει και να κατεβαίνει σκάλες και να περπατά σε ανώμαλο έδαφος. Η δυνατότητα ορθής βάδισης του είναι αρκετά περιορισμένη δεδομένου και της παρουσίας ανισοσκέλιας που έχει δημιουργηθεί. Αναμένεται στο μέλλον να έχει συχνά επεισόδια οσφυοισχιαλγίας.
Του δόθηκε συνολικά αναρρωτική άδεια από 29.3.2013 μέχρι 1.6.2014 (Τεκμήριο 25). Πριν το επίδικο ατύχημα είχε εισοδήματα κατά μέσο όρο το ποσό των €1900.
Ο Ενάγοντας, με την πάροδο του χρόνου, ανέπτυξε οσφυισχιαλγία με δύο κήλες μεσοσπονδύλιων δίσκων μετά από μαγνητική τομογραφία. O Eνάγοντας υπεβλήθη σε αξονική τομογραφία λεκάνης-ισχίου, και αξονομετρικής μέτρησης του μήκους των κάτω άκρων και διαπιστώθηκε εικόνα δεξιάς κοτύλης και δεξιού λαγωνίου ως μετά από οστεοσύνθεσης αυτών με ερχόμενη οστεοαρθρίτιδια, μεγάλο περιορισμό του εύρους της κίνησης του δεξιού ισχίου, πόνο και δυσκολία στην βάδιση και ανισοσκέλια 24 mm με υπεροχή του αριστερού σκέλους.
Ο Ενάγοντας αναμένεται να εμφανίσει έντονη πρώιμη αρθρίτιδα στο δεξιό ισχίο και να χρειαστεί νέα επέμβαση (ολική αρθροπλαστική ισχίου). Λόγω όλων αυτών των προβλημάτων ο Ενάγοντας αδυνατεί να σηκώσει βάρη ή να κάνει έντονη χειρωνακτική εργασία, πολύ περισσότερο δε να επιστρέψει στην προηγούμενη εργασία του στους ίδιους ρυθμούς και ένταση ως εργαζόταν πριν το επίδικο εργατικό ατύχημα.
Ο Ενάγοντας «πάσχει κάτω από μια επιμέλουσα μεταβολή της προσωπικότητας μετά από ένα εργατικό ατύχημα η οποία δημιουργεί μια χρόνια υποτροπιάζουσα καταθλιπτική διαταραχή με απώλεια μνήμης και διάφορες φοβικές διαταραχές όπως υψοφοβία». Ο Ενάγοντας χρήζει τακτικής ψυχιατρικής και ψυχοφαρμακευτικής αγωγής.
Ο Ενάγοντας εργάστηκε ως μισθωτός από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι τον Ιούνιο του 2013 στην Υπεργολάβο και από τον Φεβρουάριο του 2019 μέχρι και σήμερα στην εταιρεία GUIRONA LIMITED. Ο Ενάγοντας έχει λάβει επίδομα σωματικής βλάβης για την περίοδο από 2.4.2013 μέχρι 28.3.2014. Επίσης ο Ενάγοντας παρουσιάστηκε στις 24.2.2014 ενώπιον ορθοπεδικού-χειρουργικού Συμβουλίου το οποίο όμως έκρινε ότι δικαιολογείτο να του παραχωρηθεί επίδομα σωματικής βλάβης μέχρι την 31.3.2014 και ακολούθως από 1.4.2014 ήταν η θέση του ότι ο Ενάγοντας ήταν ικανός για εργασία.
Ο Ενάγοντας είναι σήμερα ικανός να εργαστεί και εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής με μειωμένο όμως ωράριο απασχόλησης.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η αξίωση του Ενάγοντα εδράζεται, μεταξύ άλλων, στο αστικό αδίκημα της αμέλειας που σχετίζεται με εργατικό ατύχημα καθώς και στο αστικό αδίκημα της ευθύνης κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας. Αποτελεί δικογραφημένη εκδοχή του Ενάγοντα ότι η Εναγομένη, ως η κύρια εργολάβος του έργου, ιδιοκτήτης και κάτοχος του χώρου όπου επεσυνέβη το επίδικο εργατικό ατύχημα είχε έναντι του καθήκον επιμέλειας, το οποίο είχε παραβεί. Επίσης η Εναγομένη είχε υποχρέωση και καθήκον να μην εκθέτει τους υπαλλήλους της Υπεργολάβου, συμπεριλαμβανομένου του Ενάγοντα, σε κίνδυνο ζημιάς ή σωματικής βλάβης, τον οποίο γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.
Ειδικότερα ο Ενάγοντας μέσω των εξειδικευμένων λεπτομερειών αμέλειας αποδίδει στην Εναγομένη, μεταξύ άλλων, ότι του έδωσε οδηγίες να εκτελέσει συγκεκριμένη εργασία κατά τρόπο επικύνδινο για την ασφάλεια του, χωρίς να του χορηγήσουν τα κατάλληλα και αναγκαία προστατευτικά μέσα, χωρίς να του παρέχουν ασφαλή μέσα προσπέλασης, παρέλειψαν να τοποθετήσουν κυγκλιδώματα ή δικτυα προστασίας για την ασφάλεια του ή περίφραξη καθώς και παρέλειψαν να τον επιτηρήσουν επαρκώς κατά την εκτέλεση της εργασίας του.
Στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου και Άλλος ν. Χριστόφορου Χριστοφόρου και Άλλης (2015) 1 ΑΑΔ 193 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, οι συσχετισμοί τους με τα εργατικά ατυχήματα, η ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του, το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ο εργοδότης, η υποχρέωσή του να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενό του σε «περιττό κίνδυνο» και να παρέχει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας, το καθήκον του για παροχή ασφαλούς συστήματος διεξαγωγής εργασίας και η υποχρέωση του να καθοδηγεί τους εργοδοτούμενούς του ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για αποφυγή ατυχημάτων, έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Δήμος Λεμεσού ν. Χαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 423, Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 453, Metalco Heaters Ltd v. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211, Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 506, Μεταφορική Εταιρεία Γ. και Μ. Περικλέους Λτδ ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1661, Σκυροποϊία Λεωνίκ Λτδ ν. Παπαδόπουλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1855, Κυριάκου ν. Caramondani Bros Limited (2001) 1 Α.Α.Δ. 219, Ευαγγελίδης ν. Aegeas Navigation Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 709, Ανάγνου ν. Alco Filters (Cyprus) Ltd (2002) 1 Α.Α.Δ. 918, Ράλλης Μακρίδης και Υιοί Λτδ ν. Λουκά (2003) 1 Α.Α.Δ. 447, Λαμπής ν. Shiptrans Ship. and Trad. Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370, Χριστοδουλίδης ν. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 556, L.P. Transbeton Ltd v. Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304, Iacovou Brothers (Constructions) Ltd v. Μιχαήλ (2009) 1 Α.Α.Δ. 113, Ευθυμίου ν. Αρτοποιεία Δημήτρη Γεωργίου & Υιών Λτδ (2012) 1 Α.Α.Δ. 206 ).
Αναφέρονται τα ακόλουθα στην απόφαση Κυριάκου (ανωτέρω):
«Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του εργοδότη, που είναι απόλυτο, απέναντι στους υπαλλήλους του, είναι να τους παρέχει ασφαλή τόπο ή ασφαλές σύστημα εργασίας. Η τάση της νομολογίας τα τελευταία χρόνια ήταν η πλήρης εμπέδωση αυτής της προστασίας των εργαζομένων. Άλλωστε όπως τόνισε ο Πικής, Δ., στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123:
"Στην Κύπρο η προστασία των εργαζομένων αποτελεί διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο (Άρθρο 9) στο πλαίσιο εξασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που αναμφίβολα περιλαμβάνουν και την ασφάλειά του στον τόπο της εργασίας του."
Στην Αγγλία, όπου επικρατεί η ίδια τάση, ερμηνεύοντας σχετική νομοθετική πρόνοια στην υπόθεση Larner v. British Steel plc [1993] ICR 551, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον του εργοδότη, που επέβαλλε η παραπάνω πρόνοια, ήταν να προσφέρει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας από κινδύνους, ανεξάρτητα αν αυτοί μπορούσαν να προβλεφθούν ή όχι. Η απόφαση επικροτήθηκε στην υπόθεση Mains ν. Uniroyal Englebert Tyres Ltd, ημερ. 1/6/95, από το Court of Session (Εφετείο Σκωτίας). Έτσι η προβλεπτικότητα δε θεωρήθηκε απαραίτητο κριτήριο.»
Είναι καθήκον του εργοδότη να επινοήσει και να υποδείξει ένα κατάλληλο και ασφαλές σύστημα εργασίας. Η έννοια του όρου «σύστημα εργασίας» δίδεται στην απόφαση Αλέξάνδρου (ανωτέρω), στη σελίδα 512. Περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την παροχή οδηγιών, την οργάνωση της εργασίας, την λήψη προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και άλλα…
Καθήκον υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας. Αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας, κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Όταν εξετάζεται ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της εργασίας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή χρειάζεται προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας εκείνων που την εκτελούν, ή μπορεί να αφεθεί πειστικά από ένα συνετό εργοδότη στην φροντίδα των επί τόπου υπαλλήλων να την εκτελέσουν με τρόπο λογικά ασφαλή. Ακολουθεί ότι ένας εργοδότης υπέχει καθήκον να υποδείξει σύστημα εργασίας έστω και εάν πρόκειται για ένα και μόνο εγχείρημα, εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της ασφάλειας.»
Το καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας εκ μέρους του εργοδότη συμπεριλαμβάνει, λοιπόν, και τη λήψη εύλογων μέτρων προς διασφάλιση της επιτήρησης εφαρμογής του όλου συστήματος, μεταξύ των οποίων της επιτήρησης του χώρου και της εποπτείας του όλου συστήματος εργασίας. Στην απόφαση Χριστοδουλίδης (ανωτέρω) επιβεβαιώθηκε ότι η παράλειψη του εργοδότη για επιτήρηση του χώρου στον οποίο ο εργοδοτούμενος έθεσε σε λειτουργία μηχανή χωρίς οδηγίες συνιστούσε παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος εκ μέρους του. Ανάλογα λέχθηκαν τα ακόλουθα στην απόφαση Transbeton (ανωτέρω), το σχετικό απόσπασμα στη σελίδα 313:
«Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του πηγάζει από το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου. Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας (Δέστε: Χριστοφή κ.ά. v. Θεοδούλου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 512). Η φύση του καθήκοντος επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του αναλύεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παράγραφοι 965-971, σελ. 578-592.
Το καθήκον του εργοδότη να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτούμενους του εξυπακούει ότι η οργάνωση της εργασίας, η διαδικασία που ακολουθείται κατά την εκτέλεση της εργασίας, τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονται, ο αριθμός των υπαλλήλων που εργοδοτούνται αλλά και η επίβλεψη που γίνεται, είναι τέτοια που παρέχουν εύλογη προστασία στους εργοδοτούμενους. Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη εύλογων μέτρων παροχής συστήματος εργασίας, το οποίο να είναι εύλογα ασφαλές, λαμβανομένων υπόψιν των κινδύνων που είναι κατ' ανάγκην εγγενείς στο όλο εγχείρημα (Δέστε: General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1953] A.C. 180).
Όταν υπάρχει καθήκον παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, αυτός δεν επιτελεί το καθήκον του απλά και μόνον παρέχοντας ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να λάβει και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. Αυτό εξυπακούει την παροχή οδηγιών προς τους εργοδοτούμενους και επίσης κάποιας μορφής εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας.»
Η ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας, ρυθμίζεται από το άρθρο 51(2)(β) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ.148, το οποίο κωδικοποιεί τις αρχές του κοινοδικαίου επί του θέματος.
Στην απόφαση Σχολική Εφορεία Στροβόλου ν. Μαρίνας Στεργίδου κ.α., Πολ. Εφ. 8/2011, ημερ. 04/03/2016, λέχθηκε επί του προκειμένου ότι:
«Ο κάτοχος έχει δυο καθήκοντα: για τη στατική κατάσταση των πραγμάτων (κατάσταση, συντήρηση και επιδιόρθωση του ακινήτου) και για τη λειτουργία της δραστηριότητας ή της επιχείρησης του. Η διαφοροποίηση αυτή έχει σημασία για τη ρύθμιση του κοινοδικαίου η οποία κωδικοποιήθηκε στο άρθρο 51(2)(β), με βάση την οποία, η ευθύνη του κατόχου διαφοροποιείται αναλόγως του κατά πόσο το πρόσωπο που βρίσκεται στο υποστατικό είναι «προσκεκλημένος» («invitee») ή «απλός δικαιούχος» («bare licensee»).
«Προσκεκλημένος» είναι το πρόσωπο που βρίσκεται στη ιδιοκτησία με πρόσκληση του κατόχου, ρητή ή εξυπακουόμενη, για τους σκοπούς της επιχείρησης ή της δραστηριότητας του κατόχου, υπό την έννοια ότι ο κάτοχος έχει κάποιο χρηματικό ή υλικό συμφέρον, όπως συμφέρον έχει και ο προσκεκλημένος. Με άλλα λόγια, ο προσκεκλημένος είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία με τη συγκατάθεση του κατόχου για σκοπούς κάποιας εργασίας αναφορικά με την οποία ο κάτοχος και ο προσκεκλημένος έχουν κοινό συμφέρον (βλ. Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Νικήτα (2000) 1 ΑΑΔ 1712).
«Απλός δικαιούχος» είναι το πρόσωπο που εισέρχεται στην ιδιοκτησία νόμιμα, όχι όμως σε σχέση με εργασία στην οποία έχει συμφέρον ο κάτοχος, ούτε κατά τη νόμιμη εκτέλεση δημοσίου καθήκοντος, όπως ρητώς εξηγείται στο άρθρο 51(2)(β).
Σε ότι αφορά τις «δραστηριότητες» στα υποστατικά του κατόχου, το καθήκον έναντι «προσκεκλημένου» και «απλού δικαιούχου» είναι ταυτόσημο και έγκειται σε υποχρέωση λήψης λογικών μέτρων ώστε το υποστατικό να είναι ασφαλές από κινδύνους την ύπαρξη των οποίων ο κάτοχος γνωρίζει ή θα όφειλε, ως λογικός άνθρωπος, να γνωρίζει.».
Στη βάση της ενώπιον του Δικαστηρίου αποδεκτής μαρτυρίας η Εναγόμενη, ως η κυρίως εργολάβος του έργου αλλά και η συνιδιοκτήτρια του, ανέλαβε την ανακαίνιση και αναπαλαίωση του. Σύμφωνα με το ερμηνευτικό άρθρο του Κεφ.148, άρθρο 2, κάτοχος λογίζεται το «πρόσωπo τo oπoίo δικαιoύται έvαvτι τoυ κυρίoυ ακίvητης ιδιoκτησίας vα κατέχει ή χρησιμoπoιεί αυτή, και ελλείψει τέτoιoυ πρoσώπoυ τov κύριo της ιδιoκτησίας αυτής.».
Οπόταν, κατά τη διεξαγωγή των εργασιών ανέγερσης του έργου η Εναγομένη ήταν κάτοχος αυτού και συνεπακόλουθα είχε την υποχρέωση να λάβει λογικά μέτρα ώστε το έργο να ήταν ασφαλής από κινδύνους, την ύπαρξη των οποίων γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 22η Έκδ., παράγραφος 12-26 η έκταση του καθήκοντος του κατόχου είναι η ακόλουθη :
«The common duty of care is more than a duty to avoid negligent acts, but extends to negligent omissions as well. Not only must the occupier avoid creating dangers himself: he must also take reasonable steps to protect his visitors from dangers which he did not himself create, as where he fails to warn of a hazard not otherwise apparent, or to take steps to remove a danger that materialises without his negligence».
Στο ίδιο σύγγραμμα, στην παράγραφο 12-30, καταγράφονται τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία αξιολογείται το κατά πόσο ο κάτοχος έλαβε εύλογα μέτρα, ώστε το υποστατικό να είναι ασφαλές από λογικά προβλεπτούς κινδύνους :
«In determining whether what was done or not done by the occupier was in fact reasonable, and whether in the particular circumstances of the case the visitor was reasonably safe, the court is free to consider all the circumstances, such as the foreseeability of injury, how obvious the danger is, the age or infirmity of the visitor, the purpose of his visit, the conduct to be expected of him, and the state of knowledge of the occupier».
Το θέμα της συμμόρφωσης του καθήκοντος ενός εργολάβου, ως κατόχου ενός υπό ανέγερση οικοδομικού έργου, είναι η δημιουργία ενός ασφαλούς προς χρήση χώρου εργασίας γενικότερα, δηλαδή όχι απλώς έναντι ενός εργοδοτούμενου, αλλά ακόμη και ενός αδειούχου επισκέπτη εντός μίας τέτοιας οικοδομής ( Χαράλαμπος Μιχαήλ ν. Ττουνιά κ. ά. (2005) 1 Α.Α.Δ. 19).
Έχοντας ως δεδομένο ότι η παρούσα αγωγή στρέφεται εναντίον της Εναγομένης, και υπό την ιδιότητα της ως εργολάβος του έργου, κρίνεται χρήσιμο να παρατεθούν στη συνέχεια οι πρόνοιες των άρθρων 2, 11, 13 της Κ.Δ.Π. 172/2002 (Οι Περί Ασφάλειας και Υγείας (Ελάχιστες Προδιαγραφές για Προσωρινά ή Κινητά Εργοτάξια) Κανονισμοί του 2002) οι οποίοι βρίσκονταν, κατά τον ουσιώδη χρονο σε ισχύ:
«2. Στους παρόντες Κανονισμούς, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—
«εργολάβος» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με τον κύριο του έργου και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του·
«κύριος του έργου» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου πραγματοποιείται ένα έργο·
«υπεργολάβος» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που συμβάλλεται με εργολάβο ή άλλο υπεργολάβο και αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου ή τμήματος του.»
Το δε άρθρο 11, σε ό,τι εν προκειμένω ενδιαφέρει, προνοεί ότι:
«11.—(1) Κατά την εκτέλεση του έργου οι προβλεπόμενες στο άρθρο 13 του Νόμου υποχρεώσεις των εργοδοτών, περιλαμβανομένων των γενικών αρχών πρόληψης, βάσει των οποίων οι εργοδότες στα πλαίσια των ευθυνών τους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργοδοτουμένων, εφαρμόζονται κυρίως όσον αφορά—
(α) Τη διατήρηση του εργοταξίου σε ικανοποιητική κατάσταση από άποψη τάξης και υγιεινής·
(β) την επιλογή της τοποθέτησης των θέσεων εργασίας, ενόψει των συνθηκών πρόσβασης στις θέσεις αυτές, καθώς και τον καθορισμό των οδών ή ζωνών μετακίνησης ή κυκλοφορίας·
…
(2) Τηρουμένων των προνοιών της παραγράφου (3) του παρόντος Κανονισμού, για να διαφυλάξουν την ασφάλεια και την υγεία στο εργοτάξιο, και υπό τις προϋποθέσεις των Κανονισμών 9 και 10 των παρόντων Κανονισμών, οι εργολάβοι και υπεργολάβοι—
(α) Λαμβάνουν μέτρα σύμφωνα με τις ελάχιστες προδιαγραφές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα IV των παρόντων Κανονισμών, ιδίως κατά την εφαρμογή της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού· και
(β) λαμβάνουν υπόψη τις υποδείξεις των συντονιστών για θέματα ασφάλειας και υγείας.
(3)(α) Ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφάλειας που προβλέπονται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού, τα οποία αφορούν ολόκληρο το έργο.
(β) σε περίπτωση που δεν ανατίθεται η εκτέλεση ολόκληρου του έργου σ' έναν εργολάβο ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει, πριν από την ανάληψη των εργασιών τμήματος του έργου από εργολάβο ή υπεργολάβο και να τηρεί, όσο διαρκεί το έργο αυτού, όλα τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού, εφόσον αυτά δεν αφορούν σε τμήμα του έργου που ανέλαβαν και εκτελούν εργολάβοι ή υπεργολάβοι. Σε περίπτωση διακοπής των εργασιών ο κύριος του έργου είναι υποχρεωμένος να λάβει όλα τα μέτρα, και να τα διατηρεί αναλλοίωτα καθόλη τη διάρκεια της διακοπής.
(γ) Ο εργολάβος και υπεργολάβος τμήματος του έργου είναι συνυπεύθυνοι και υποχρεούνται να λαμβάνουν και να τηρούν όλα τα μέτρα ασφαλείας που προβλέπονται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος Κανονισμού, τα οποία αφορούν το τμήμα του έργου που ανέλαβαν, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολόκληρο ή κατά τμήματα με υπεργολάβους.»
(υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου)
Ό,τι, μεταξύ άλλων, προκύπτει από την πιο πάνω Κ.Δ.Π. 172/2002, οι εργολάβοι, υπεργολάβοι και άλλοι εργοδότες, προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφάλεια και την υγεία στην εργασία, οφείλουν να λαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στους εν λόγω κανονισμούς.
Το ουσιώδες όμως είναι το ακόλουθο. Σύμφωνα με τους πιο πάνω Κανονισμούς, τόσο ο εργολάβος όσο και ο υπεργολάβος έχουν γενική ευθύνη για την εφαρμογή των κανονισμών για θέματα ασφάλειας και υγείας στην εργασία. Το άρθρο 11 παραπέμπει στο Παράρτημα IV. Στο εν λόγω παράρτημα στο Μέρος Β, Τμήμα ΙΙ, παράγραφος αναφέρεται σε υποχρεώσεις ασφαλείας σχετικές με την πτώση από ύψος.
Κατά πόσο η απαίτηση του Ενάγοντα εναντίον της Εναγομένης είναι βάσιμη θα πρέπει πρώτα να αποφασιστεί η ιδιότητα του Ενάγοντα στο έργο, δηλαδή κατά πόσο νομιμοποείτο να βρίσκεται εκεί το δεδομένο χρόνο.
Είναι αποδεκτό ότι μεταξύ της Υπεργολάβου, στην οποία εργοδοτείτο ο Ενάγοντας, και την Εναγομένης υπήρχε σύμβαση υπεργολαβίας για τα μπογιατισματα και επιχρίσματα στο έργο. Η Εναγομένη ήταν η κάτοχος και είχε τον έλεγχο του εργοταξίου, δηλαδή στο έργο, στο οποίο έγινε το επίδικο ατύχημα Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές η Εναγόμενη είχε καθήκον να παρέχει στους προσκεκλημένους της, συμπεριλαμβανομένου και του Ενάγοντα, ασφαλή χώρο για να διεξάγουν τις εργασίες τους. O Ενάγοντας, υπό τις περιστάσεις, ήταν νόμιμος προσκεκλημένος της Εναγομένης στην βάση της πιο πάνω σύμβασης υπεργολαβίας γιατί βρίσκονταν στον χώρο, δηλαδή στο εργοτάξιο, για σκοπούς για τους οποίους η κάτοχος Εναγομένη, είχε κάποιο υλικό ή χρηματικό συμφέρον. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Ενάγοντας εισήλθε, κατά την επίδικη ημέρα, στο έργο με τη συγκατάθεση του κατόχου του, δηλαδή της Εναγομένης, για εκτέλεση εργασίας. Βάσει της αρχής ύπαρξης καθήκοντος εύλογης φροντίδας, υπό τις περιστάσεις του επίδικου ατυχήματος, η Εναγόμενη παρέμεινε κάτω από το καθήκον άσκησης εύλογης φροντίδας για τη περιφρούρηση του Ενάγοντα από κινδύνους τους οποίους μπορούσε να προβλέψει και τους οποίους θα είχε εξουσία να αποτρέψει.
Ο Ενάγοντας ενεργούσε με εντολές ή οδηγίες της Εναγομένης για το που θα εκτελέσει τις εργασίες του, εφόσον η Υπεργολάβος λάμβανε οδηγίες από την Εναγομένη και επομένως ασκούσε έλεγχο επί της εργασίας της. Το επίδικο ατύχημα έγινε σε χώρο που λειτουργούσε υπό την εποπτεία και κυρίως υπό την ευθύνη της Εναγομένης. Η Εναγομένη, δια μέσω της Μ.Υ 5, στην βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου, έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα να εκτελέσει εργασίες στο έργο, σύμφωνα με την μεταξύ τους συμφωνία, οι οποίες συνίσταντο στο μπογιάτισμα των μάγουλων του φεγγίτη.
Αναφορικά με το ερώτημα κατά πόσο η Εναγόμενη είχε συμμορφωθεί με τη τήρηση του επιβαλλόμενου καθήκοντος τήρησης ασφαλούς συστήματος εργασίας, στην βάση των τελικών ευρημάτων του Δικαστηρίου, και αφού έλαβα υπόψιν την ενώπιον μου αποδεκτή μαρτυρία αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η απάντηση που θα πρέπει να δοθεί στο πιο πάνω ερώτημα είναι αρνητική.
Σύμφωνα με τον κώδικα πρακτικής για την εκτέλεση εργασιών σε ύψος που εκδόθηκε από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας, το οποίο η ίδια η Εναγομένη κατάθεσε ως Τεκμήριο 50, οι εργασίες σε ύψος αποτελούν δραστηριότητες πολύ ψηλού κινδύνου και η πτώση από ύψος αποτελεί συχνή αιτία εργατικών ατυχημάτων. Το γεγονός αυτό όφειλε να το λάβει ιδιαίτερα υπόψη η Εναγόμενη, προτού δώσει οδηγίες στον Ενάγοντα να εκτελέσει τη συγκεκριμένη εργασία σε ύψος. Ήταν επίσης εις γνώση της Εναγομένης, με βάση το Σ.Α.Υ, ότι ο κύριος κίνδυνος για τον εργαζόμενο κατά την εργασία σε ύψος είναι η πτώση. Για το σκοπό αυτό εξάλλου στο Σ.Α.Υ γίνεται ειδική μέριμνα και περιέχονται σε αυτό σχετικές πρόνοιες που πρέπει να εφαρμόζονται για την προστασία των εργαζομένων από τον κίνδυνο πτώσης από ύψος.
Η Εναγομένη, μέσω της Μ.Υ 5, έδωσε σαφείς και ρητές οδηγίες στον Ενάγοντα να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία σε ύψος, χωρίς να μεριμνήσει για την ασφάλεια και προστασία του, παραβιάζοντας συγκεκριμένες πρόνοιες του Σ.Α.Υ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 6.9 του Σ.Α.Υ αναγράφεται κάτω από την υποπαράγραφο «Προστασία από τους κινδύνους πτώσης» ότι για κάθε εργασία σε ύψος θα πρέπει να διασφαλίζεται ασφαλής πρόσβαση προστατευμένη με κιγκλίδωμα ελάχιστους ύψους 1.10 μέτρα, μπάρα μεσοδιαστήματος και θωράκιο ύψους 20 εκ. τουλάχιστον και ότι οι εργασίες σε ύψος εκτελούνται μόνο από έμπειρο και ικανό προσωπικό με συνεχή επίβλεψη, το οποίο φέρει κατάλληλα αντιολισθητικά παπούτσια ασφαλείας. Επίσης προβλέπεται ότι σε ορόφους και στέγες πρέπει να τοποθετούνται κατάλληλα κιγκλιδώματα και παραπέτα που να παρεμποδίζουν τις πτώσεις προσώπων, τα προστατευτικά κιγκλιδώματα καλύμματα δεν πρέπει να αφαιρούνται αν δεν έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες ή δεν έχουν τοποθετηθεί τα μόνιμα μέσα προστασίας, κατά την εκτέλεσης εργασίας σε ορόφους και στέγες να εργάζονται τουλάχιστον δύο άτομα και για ειδικές εργασίες μικρής διάρκειας, όπως εργασίες πάνω σε στέγες και παράθυρα (ως είναι η προκειμένη περίπτωση) μπορούν να χρησιμοποιούνται ζώνες ασφαλείας αν είναι πρακτική δύσκολη η λήψη άλλων μέτρων. Στην περίπτωση αυτή η στερεότητα στα σημεία πρόσδεσης πρέπει να διασφαλίζεται από πριν.
Η Εναγόμενη έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα να εκτελέσει εργασία σε ύψος, ενώ γνώριζε ότι ήταν μία επικίνδυνη εργασία, χωρίς να λάβει μέτρα για την προστασία και ασφάλεια του εφόσον δεν είχαν τοποθετηθεί στο χώρο, όπου ανέβηκε ο ενάγοντας να εργαστεί, σκαλωσιές (ικριώματα), παρά μία φορητή σκάλα, προς προστασία και αποτροπή πτώσης του. Η τοποθέτηση σκάλας δεν αποτελεί την γενεσιουργό αιτία για την πρόκληση του εργατικού ατυχήματος. Γενεσιουργός αιτία ήταν η παράλειψη να ληφθούν προστατευτικά μέτρα για την αποτροπή της πτώσης όπως σκαλωσιές και δίκτυα. Οι σκαλωσιές μετακινήθηκαν χωρίς να επανατοποθετηθούν, με αποτέλεσμα ο Ενάγοντας, ο οποίος εργάστηκε στην οροφή, να είναι εκτεθειμένος στο κίνδυνο σε πτώση, όπως και τελικά έγινε. Στην περίπτωση που υπήρχαν οι εν λόγω σκαλωσιές και τα παραπέτα (στόπερ), αυτές θα απέτρεπαν μία πιθανή πτώση του Ενάγοντα στο έδαφος, εφόσον στην περίπτωση που αυτός έχανε την ισορροπία του θα προστατευόταν από αυτά και θα εμποδιζόταν να πέσει στο έδαφος, στην περίπτωση που έχανε την ισορροπία του. Σύμφωνα περαιτέρω με το Σ.A.Y ο εργαζόμενος, σε σχέση με την αποτροπή των κινδύνων πτώσεων, δεν πρέπει να πατά σε εύθραυστα υλικά ή οροφές και για κάθε θέση εργασίας θα πρέπει να διασφαλίζεται ασφαλής πρόσβαση και ασφαλές δάπεδο εργασίας.
Ακόμα όμως και αν η Εναγομένη δεν τοποθετούσε τις σκαλωσιές με τα παραπέτα είχε την επιλογή και θα έπρεπε να φροντίσει να χορηγήσει στον Ενάγοντα ή να βεβαιωθεί ότι θα χρησιμοποιούσε (και σε περίπτωση άρνησης του να μην του επέτρεπε να εργαστεί) τέτοιου είδους κατάλληλο εξοπλισμό με αγκίρωση και οποιαδήποτε χρονική στιγμή ο εργαζόμενος βρίσκεται σε ύψος πάνω από δύο μέτρα (ως βρισκόταν αυτός κατά τον επίδικο χρόνο) πρέπει να είναι αγκυρωμένος από τουλάχιστον ένα σημείο. Επιπρόσθετα η Εναγομένη, προτού δώσει τις ανάλογες οδηγίες στον Ενάγοντα να εργαστεί, εφόσον για να έχει πρόσβαση στον φεγγίτη του έργου, έπρεπε πρώτα να περπατήσει στην παλαιά κεραμιδοσκεπή γειτνιάζοντος κτιρίου ώστε να έχει πρόσβαση σε αυτό, όφειλε να ελέγξει κατά πόσο αυτή ήταν σε τέτοια κατάσταση ώστε να είναι ασφαλής η διέλευση του. Όπως ανάφερε εξάλλου ο Μ.Υ 2 αλλά και όπως συνάγεται από το περιεχόμενο των φωτογραφιών, η εν λόγω κεραμιδοσκεπή ήταν σε κακή κατάσταση και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε διέλευση, μέσω αυτής, εγκυμονούσε αρκετούς και ορατούς κινδύνους.
Όφειλε επίσης η Εναγόμενη, μέσω της Μ.Υ 5, εφόσον έδωσε τέτοιες οδηγίες στον Ενάγοντα να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία να ενημερώσει τον συντονιστή ασφαλείας του έργου, προτού ο Ενάγοντας υλοποιήσει την εκτελεσθείσα εργασία, ώστε αυτός με τη σειρά του, ο οποίος είχε το καθήκον, μεταξύ άλλων, να θέσει σε εφαρμογή το όλο σύστημα ασφάλειας και υγείας για την προστασία του Ενάγοντα καθώς και να επιβλέψει ότι η συγκεκριμένη εργασία θα έπρεπε να εκτελεστεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σ.A.Y.
Τίποτα όμως από τα πιο πάνω δεν έπραξε η Εναγομένη προς προστασία και ασφάλεια του Εναγοντα.
Κατά τη γνώμη μου το σύστημα εργασίας που εφάρμοσε η Εναγομένη ήταν επισφαλές και ο κίνδυνος ατυχήματος ορατός αφού δεν υπήρχε ίχνος προστασίας του Ενάγοντα.
Υπό το φως των ευρημάτων μου και των νομικών αρχών αποτελεί κρίση και συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος ήταν η παράλειψη της Εναγομένης να λάβει επαρκή μέτρα ώστε να αποκλείσει την πιθανότητα πτώσης του Ενάγοντα στο κενό. Έπεται ότι από την δοθείσα μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, ότι η Εναγόμενη, ως η κάτοχος του έργου, δεν παρείχε στον Ενάγοντα ασφαλές σύστημα εργασίας, με αποτέλεσμα να επισυμβεί το επίδικο ατύχημα που επέφερε τον τραυματισμό του. Με βάση τα πιο πάνω αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το ατύχημα εντάσσεται και επεσυνέβη ως επακόλουθο του ανασφαλούς συστήματος εργασίας. Οι πιο πάνω παραλείψεις και ελλείψεις καθιστούν το όποιο σύστημα ασφάλειας εργασίας υπήρχε ανεπαρκές και ελλιπές και κατ' επέκταση αφήνει εκτεθειμένη την Εναγομένη. Η Εναγομένη παρέλειψε να πάρει τα απαιτούμενα προστατευτικά μέτρα, εκθέτοντας τον Ενάγοντα σε αχρείαστο κίνδυνο, ο οποίος θα μπορούσε να αποφευχθεί με τη λήψη των κατάλληλων προφυλακτικών μέτρων από μέρους της, κατά παράβαση των υποχρεώσεων της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι παραβάσεις των υποχρεώσεων της Εναγομένης καθώς και η έλλειψη προσήκουσας επιμέλειας από μέρους της αλλά και η απουσία και εφαρμογή ενός κατάλληλου και ασφαλούς συστήματος εργασίας από την ίδια ευθύνονται για την πρόκληση του ατυχήματος και τον τραυματισμό του Ενάγοντα. Επομένως, αναδύεται η απαιτούμενη ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της απουσίας επαρκούς και κατάλληλου ασφαλούς συστήματος εργασίας και των προαναφερόμενων παραλείψεων των Εναγομένων με τις σωματικές βλάβες και ζημιές που ο Ενάγοντας υπέστηκε.
Ο Ενάγοντας, ναι μεν ήταν υπάλληλος της Υπεργολάβου και αμειβόταν από αυτήν, πλην όμως, το ατύχημα έγινε σε εργοτάξιο που λειτουργούσε υπό την εποπτεία και ευθύνη της Εναγομένης, ως η κυρίως εργολάβος του έργου και από την ιδιότητα της αυτή έδιδε οδηγίες στην Υπεργολάβο για την εκτέλεση των εργασιών του.
Στην βάση των πιο πάνω αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου πως η Εναγομένη παραβίασε το καθήκον επιμέλειας ως προς την ασφάλεια του Ενάγοντα, καθώς και ότι παραβίασε τις πρόνοιες και υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 13 του Ν.89(Ι)/1986 και του άρθρου 11 (3α) και (3β) των Κανονισμών του 2002 (Κ.Δ.Π.172/2002). Σύμφωνα δε με το εν λόγω άρθρο των πιο πάνω Κανονισμών και ο εργολάβος, μεταξύ άλλων προσώπων, έχει υποχρέωση να εφαρμόζει τις γενικές αρχές πρόληψης, να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των προσώπων στην εργασία. Επομένως, παρά το ότι η Εναγομένη δεν ήταν απευθείας η εργοδότης του Ενάγοντα, είχε ευθύνη για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της υγείας στο χώρο εργασίας και κατ’ επέκταση της ασφαλούς μεθοδολογίας της εκτέλεσης των εργασιών. Επομένως στοιχειοθετείται η ευθύνη της για το επίδικο εργατικό ατύχημα.
Στην πρόσφατη υπόθεση ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Σ.Α. ΦΡΑΝΤΖΙΔΗΣ ΛΤΔ v. ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΥΛΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 105/18, ημερομηνίας 19/7/2024 αντικείμενο της ήταν εργατικό ατύχημα, συνεπεία του οποίου τραυματίστηκε ο εφεσίβλητος 1?ενάγοντας. Ισχυρίστηκε ότι υπεύθυνοι για το εν λόγω ατύχημα ήταν οι εναγόμενοι αρ. 1?εφεσείοντες ως κυρίως εργολάβος, και ο εναγόμενος 2?εφεσίβλητος 2, ως υπεργολάβος και εργοδότης του, οι οποίοι παρέλειψαν να του παρέχουν ασφαλές σύστημα εργασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εναγόμενοι 1?εφεσείοντες ευθύνονται για το επίδικο ατύχημα ως οι ιδιοκτήτες, κάτοχοι και κύριοι εργολάβοι του έργου και ότι ο εναγόμενος 2?εφεσίβλητος 2 ως εργοδότης του ενάγοντα- εφεσίβλητου 1 ήταν επίσης αμελής, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι στην οικοδομή που εργαζόταν ο ενάγοντας?εφεσίβλητος 1 δεν είχαν ληφθεί καθόλου μέτρα ασφάλειας από τον εναγόμενο 2?εφεσίβλητο 2, ούτε και ο ενάγοντας- εφεσίβλητος 1 προειδοποιήθηκε για θέματα ασφάλειας από αυτόν.
Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Κρίνουμε ότι από τη μαρτυρία του ίδιου του διευθυντή των εναγομένων 1?εφεσειόντων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι εναγόμενοι 1 ήταν ο κύριος εργολάβος, ιδιοκτήτες του έργου αλλά και κάτοχοι του επίδικου χώρου. Ανέθεσαν στον εναγόμενο 2?εφεσίβλητο 2 συγκεκριμένες οικοδομικές εργασίες και γνώριζαν καλά ότι ο ενάγοντας?εφεσίβλητος 1 ως εργοδοτούμενος του εναγόμενου 2-εφεσίβλητου 2 θα διεκπεραίωνε τις εργασίες αυτές στον χώρο του εργοταξίου. Η ευθύνη κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας ρυθμίζεται νομοθετικά από το άρθρο 52 (2) (β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148. Ο κύριος εργολάβος έχει υποχρέωση να προστατεύει όλους τους εργαζόμενους στο εργοτάξιο. Την επίδικη μέρα το εργοτάξιο δεν ήταν κλειστό, δεν ήταν περιφραγμένο ούτως ώστε να εμποδιστεί οποιοσδήποτε να μπει μέσα και να εργαστεί, υπήρχαν εκεί 3 άτομα τα οποία εργάζονταν, ενώ οι εφεσείοντες?εναγόμενοι 1, ως ήταν υποχρέωση τους, μερίμνησαν για την ύπαρξη ικριωμάτων στον χώρο της οικοδομής, τα οποία όμως δεν ήταν συναρμολογημένα. Δεν σταματά η ευθύνη του κυρίως εργολάβου με την παροχή αποσυναρμολογημένων ικριωμάτων σε υπεργολάβο. Ο κυρίως εργολάβος παραμένει κάτοχος της οικοδομής καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους, ό,τι συμβαίνει σε μία οικοδομή μέσα στο πλαίσιο του κανονικού ρυθμού εργασίας της τον αφορά και αποτελεί δική του ευθύνη. Κάτοχοι του εργοταξίου παρέμεναν για όλους τους ουσιώδεις χρόνους που είχαν να κάνουν με την ανέγερση της οικοδομής, οι εναγόμενοι 1?εφεσείοντες.
Όπως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει, ο ενάγοντας?εφεσίβλητος 1 εργαζόταν στο εργοτάξιο ως οικοδόμος και νόμιμα βρισκόταν εκεί. Τον έλεγχο του εργοταξίου είχαν οι εναγόμενοι 1?εφεσείοντες ως κύριοι εργολάβοι, ιδιοκτήτες και κάτοχοι του χώρου. Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε, παρέλειψαν να έχουν ασφαλισμένο χώρο εργασίας για τους οικοδόμους που εργάζονταν εκεί, παρέλειψαν να έχουν περίφραξη στα άκρα του δαπέδου του μπαλκονιού του δεύτερου ορόφου που να εμποδίζει την πτώση των οικοδόμων που εργάζονταν ή πιθανόν να εργάζονταν, όσο και στα άκρα των υπόλοιπων μπαλκονιών της υπό ανέγερση οικοδομής και παρέλειψαν να έχουν ικριώματα, συναρμολογημένα (δική μας σημείωση) και προστατευτικά γύρω από την οικοδομή που να εμποδίζουν πτώσεις. Ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα του αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο επικυρώνεται. Παραπέμπουμε σχετικά στις υποθέσεις Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας v. Νικήτα (2000) 1Α.Α.Δ. 1712, Κυριακίδης v. Tenekedzian (1994) 1Α.Α.Δ. 504, G.I.P. Constructions Ltd v. Neophytou and Another (1983) 1Α.Α.Δ. 669, Φραγκεσκίδης v. Μάμα (1989) 1Α.Α.Δ. (Ε) 70 και Papadakis v. Constantinou (1986) 1 C.L.R. 496.»
Κλείνοντας με το ζήτημα της ευθύνης θα ήθελα να επισημάνω και τα εξής. Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο κατέληγε σε ευρημα ότι η Εναγομένη ουδέποτε έδωσε οδηγίες στον Ενάγοντα να εκτελέσει συγκεκριμένη εργασία στον φεγγίτη και ότι ο τελευταίος, χωρίς να ενημερώσει κανένα, αποφάσισε από μόνος του να εκτελέσει αυτήν, και πάλι θα κατέληγα στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή περί του ότι η Εναγομένη φέρει ευθύνη για την πρόκληση του εφόσον το επίδικο εργατικό ατύχημα, όπως εξάλλου ανάφερε ο Μ.Υ 2, έγινε εν ώρα εργασίας και όφειλε να επιβλέπει με ορθό και κατάλληλο τρόπο το εργοτάξιο, πράγμα το οποίο παρέλειψε να πράξει εφόσον δεν αντιλήφθηκε, ως όφειλε τον Ενάγοντα ότι ανέβηκε στην οροφή του έργου ώστε να εκτελέσει εργασία και να τον αποτρέψει.
Έχοντας υπόψιν όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι η Εναγομένη έχει ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος,
ΑΡΧΗ VOLENTI NON FIT INJURIA
H Εναγομένη, μέσω της Υπεράσπισης της αλλά και διαμέσου της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων της, προβάλλει τη θέση ότι το επίδικο εργατικό ατύχημα προκλήθηκε εξ υπαιτιότητας του Ενάγοντα και ότι αυτός φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τον τραυματισμό του λόγω δικής του αμέλειας. Και τούτο γιατί, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις της, ο Ενάγοντας απρόσεκτα και με επιπόλαιο τρόπο περπάτησε στο ακρότατο σημείο της κεραμοσκεπής αλλά και ότι ο τελευταίος εξέθεσε τον εαυτό του σε κίνδυνο εφόσον αποφάσισε από μόνος του, χωρίς να λάβει προς τούτο σχετικές οδηγίες αλλά και χωρίς να ενημερώσει τους αρμοδίους στο έργο, να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία.
Παρά την παράλειψη σε ρητή ονομαστική αναφορά στην Υπεράσπιση της, οι εν λόγω ισχυρισμοί της Εναγομένης παραπέμπουν στην υπεράσπιση volenti non fit injuria , δυνάμει του άρθρου 59 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.149.
Επιτυχής επίκληση της εν λόγω ειδικής υπεράσπισης προϋποθέτει ότι ο ενάγοντας αναγνώρισε την ύπαρξη κινδύνου, τον εκτίμησε πλήρως και εκούσια τον αποδέκτηκε. Χαρακτηριστικό είναι επί του προκειμένου το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Fysco Constructing Co Ltd v. Χριστάκης Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, το οποίο ομιλεί από μόνο του:
"Σημειώνουμε μόνο πως για να απαλλαγεί από την ευθύνη ο εργοδότης για τέτοιο λόγο, χρειάζεται να αποδειχθεί πως ο εργοδοτούμενος, όχι απλώς γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου αλλα και τον αποδέχτηκε ρητά ή έστω με τη συμπεριφορά του με την έννοια ότι συμφώνησε να τον υποστεί παραιτούμενος του δικαιώματος του να αξιώσει αποζημιώσεις. Σε κάθε περίπτωση η αποδοχή του κινδύνου πρέπει να αποδεικνύεται πως ήταν το προϊόν της ελεύθερης θέλησης του εργοδοτουμένου. Αυτό, εξυπακούει δυνατότητα εκλογής. Τέτοια δυνατότητα δεν θεωρείται ότι υπάρχει στις περιπτώσεις εργοδοτουμένων που απλώς ανταποκρίνονται στην υποχρέωσή τους για εκτέλεση της εργασίας τους, χωρίς οτιδήποτε άλλο."
Στην περίπτωση όμως όπου υπάρχει σχέση εργοδότη-εργοδοτουμένου, ο εργοδοτούμενος γενικά δεν είναι σε θέση να επιλέγει ελεύθερα μεταξύ της αποδοχής και της απόρριψης του κινδύνου λόγω του ότι υπακούει και εκτελεί διαταγές από τον εργοδότη του προς τον οποίον είναι υπόλογος και από τον οποίον εξαρτάται η συνέχιση ή μη της εργασίας του (Vassiliko Cement Works Ltd v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, Κωνσταντίνου v. Χατζηκυριάκου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864).
Στην υπόθεση Vasiliko Cement Works v. Stavrou (ανωτέρω) λέχθηκε επίσης ότι σπάνια η αρχή αυτή εφαρμόζεται σε υποθέσεις εργατικών ατυχημάτων. Και τούτο γιατί ο εργοδοτούμενος δεν είναι γενικά σε θέση να κρίνει ελεύθερα μεταξύ αποδοχής και απόρριψης του κινδύνου.
Με κάθε σεβασμό δεν συμμερίζομαι τη θέση αυτή της Εναγομένης ότι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω ειδική Υπεράσπιση. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία ο Ενάγοντας έλαβε εντολές από την Μ.Υ 5 για να εκτελέσει την συγκεκριμένη εργασία. Δεν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, εφόσον η εκδοχή της Εναγομένης επί του ζητήματος αυτού έχει απορριφθεί, ότι την συγκεκριμένη ημέρα ο Ενάγοντας δεν έλαβε οδηγίες και εθελοντικά προσφέρθηκε να ανέβει στην οροφή για να μπογιατίσει τα μάγουλα του φεγγίτη. Και το πιο ουσιώδες δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι ο Ενάγοντας αποποιήθηκε του δικαιώματος του να διεκδικήσει αποζημιώσεις. Για να τύχει εφαρμογής η εν λόγω υπεράσπιση δεν αρκεί μόνο η γνώση της ύπαρξης του κινδύνου από τον Ενάγοντα. Κατά συνέπεια, κρίνω πως η προβαλλόμενη υπεράσπιση του volenti non fit injuria, δεν ευσταθεί και συνεπώς αποτυγχάνει.
ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΣΑ ΕΥΘΥΝΗ
Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων του Δικαστηρίου ότι η Εναγομένη φέρει ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος, και έχοντας ως δεδομένο ότι η πιο πάνω ειδική υπεράσπιση έχει απορριφθεί, θα προχωρήσω ευθύς αμέσως στο να εξετάσω κατά πόσον έχει αποδειχθεί, ως εισηγείται και πάλι η Υπεράσπιση, οποιαδήποτε συντρέχουσα αμέλεια του Ενάγοντα για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος.
Μολονότι τέτοια θέση περί συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα, δεν δικογραφείται, εντούτοις κρίνω ότι με τον τρόπο που η Υπεράσπιση προώθησε την υπόθεση της, με τις ερωτήσεις που εκ μέρους της υποβλήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία, για τις οποίες ουδέποτε δεν ηγέρθη οποιαδήποτε ένσταση από πλευράς Ενάγοντος, και λαμβάνοντας υπόψιν και τις γραπτές αγορεύσεις των μερών (εφόσον ακόμη και ο ίδιος ο Ενάγοντας αφήνει να νοηθεί έμμεσα ότι έχει κάποιο ποσοστό ευθύνης, κατά πολύ μικρότερο από αυτό της Εναγομένης), θεωρώ ότι το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το ζήτημα αυτό. Προς τούτο ήταν η επί του προκειμένου θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Ενάγοντα στην γραπτή του αγόρευση (παράγραφο 31) ότι: «Κατά συνέπεια ο επιμερισμός ευθύνης των Εναγομένων, κατά την προσωπική μου γνώμη, είναι μεγαλύτερος από την ευθύνη του Ενάγοντα..» (υπογράμμιση από τον ίδιο τον συνήγορο).
Ως λέχθηκε στην υπόθεση Χρυσοστόμου Χριστάκης ν. Πέτρου Σοφοκλέους και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 1985
«Το γεγονός ότι η κάθε πλευρά απέδωσε στην άλλη πλήρη ευθύνη για το δυστύχημα κατά το στάδιο των αγορεύσεων, δε θεωρούμε ότι θα έπρεπε άνευ ετέρου να απολήγει σε απόφαση για απόλυτη ευθύνη ενός εκ των δύο μερών για το δυστύχημα. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Χατζηκυρίακου (1993) 1 Α.Α.Δ. 864 αναφέρθηκε ότι «Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου να κατανέμει την ευθύνη προκύπτει από το ότι τέτοιο θέμα τέθηκε από την αρχή με τη γραπτή υπεράσπιση και συζητήθηκε αργότερα κατά τη δίκη. [Βλέπε Fookes v. Slaytor [1979] 1 All E.R. 137].»
Στην δε υπόθεση ANDREAS V VRONDIS & SONS (CONSTRUCTIONS) LTD ν. ΣΟΦΟΚΛΗ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2011, 15/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A177 λέχθηκε ότι:
«Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας.»
Η διαδικασία για τον επιμερισμό ευθύνης και της απόδοσης συντρέχουσας αμέλειας καθορίστηκε στην υπόθεση Μακρίδης ν. Dharaghii κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 1013 ως ακολούθως:
«Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των Εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική τότε εξετάζεται με βάση το άρθρο 57 αν ο Ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζεται το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων από την μια, και Ενάγοντος από την άλλη και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα.»
Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας, φέρει ο εναγόμενος που την επικαλείται (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ.) Στην περίπτωση εργατικών ατυχημάτων όπως στην παρούσα υπόθεση δεν επιδικάζεται συντρέχουσα αμέλεια στον εργοδοτούμενο αν δεν δίδεται άλλη επιλογή από τον εργοδότη παρά μόνο η τέλεση της επικίνδυνης εργασίας που οδήγησε στο ατύχημα (Fysko Constructions Co Ltd V. Χριστάκη Γεωργίου (1991) 1 CLR 1014). Στην Αndreas Vrondis & Son (Constructions) Ltd. ν. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, (ανωτέρω) λέχθηκε επίσης ότι σημασία για την εξέταση από το Δικαστήριο του ζητήματος της συντρέχουσας αμέλειας έχει :
«…η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος. (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 A.A.Δ. 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 629).»
Αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου ως προς το θέμα ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας από τον Ενάγοντα ότι με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότα αλλά και υπό τις περιστάσεις που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση ότι και ο Ενάγοντας δεν είναι άμοιρος ευθυνών για την πρόκληση του επίδικου εργατικού ατυχήματος. Δηλαδή φέρει και αυτός ένα ποσοστό ευθύνης.
Εξηγώ ευθύς αμέσως το σκεπτικό του Δικαστηρίου.
Ό,τι παρατηρείται καταρχήν, είναι πως ο ίδιος ο Ενάγοντας, μέσα από τη μαρτυρία του, αποδέχθηκε ότι το εγχείρημα του να εργαστεί στο συγκεκριμένο χώρο, όπου έγινε το επίδικο ατύχημα, ήταν επικίνδυνο, υπό τις περιστάσεις, ωστόσο παράβλεψε τον κίνδυνο και συνέχισε να εργάζεται. Ούτε και ο ίδιος ήταν γνώστης των μέτρων ασφαλείας που έπρεπε να λάβει άλλά ούτε και ήταν ενήμερος για το Σ.Α.Υ, παρά το γεγονός ότι με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία αυτό είχε κοινοποιηθεί και στην Υπεργολάβο. Ο Ενάγοντας αποδέχθηκε ότι δεν είχε λάβει εκπαίδευση για θέματα Ασφάλειας και Υγείας από την εταιρεία του, που συνάγεται ότι αγνοούσε την χρήση των ατομικών μέσων προστασίας για την ασφάλεια του. Για του λόγου του αληθές παραπέμπω στη μαρτυρία του (βλέπε πρακτικά, ημερομηνίας 24.4.2024)
«Δικαστήριο προς μάρτυρα: Ε. Δεν ερωτάστε αν εσείς είσαστε υπεύθυνος να τοποθετήσετε σκαλωσιές ή οτιδήποτε. Αυτό που ερωτά ο κύριος συνήγορος είναι πώς ως υπεύθυνος της εταιρείας σας και με την πείρα σας, δεν γνωρίζετε τι αποτελεί, μάλλον, τι πρέπει να κάμετε για τη δική σας ασφάλεια. Α.Ναι γνωρίζω τούτα τα πράματα. E. Kαι όχι μόνο για δική σας ασφάλεια και για το προσωπικό σας. Α.Ναι. Ε. Γνωρίζετε ότι υπάρχουν σχετικοί κανονισμοί του Υπουργείου πως πρέπει να εργάζεται ο κάθε εργάτης; A. Εντάξει δεν το γνωρίζω τόσο πολύ γιατί είχα συνέταιρο τον κ. Γιώργο Χ”Γιάννη που ήταν στα γραφεία και μου έλεγε τι χρειάζεται να κάμω.»
Η δε άγνοια του και η μη εκπαίδευση του σε σχέση με τα μέτρα προστασίας που έπρεπε να ληφθούν από τον ίδιο για τις εργασίες που θα εκτελούνταν σε ύψος αποκτά στην προκειμένη περίπτωση ακόμη πιο αυξημένης βαρύτητας δεδομένου το γεγονότος ότι ο Ενάγοντας δεν ήταν απλά ένας εργοδοτούμενος του Υπεργολάβου αλλά ήταν ένας εκ των διευθυντών και μετόχων της αλλά και ο υπέυθυνος της ομάδας των υπαλλήλων της Υπεργολάβου, δηλαδή υφιστάμενων του, που εργάζονταν στο έργο. Επομένως είχε αυξημένο καθήκον να γνωρίζει τι έπρεπε να πράξει ο κάθε εργαζόμενος, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου, για την προστασία τους στην περιπτωση που θα εκτελούσαν εργασία σε ύψος.
Επιπρόσθετα, ο Ενάγοντας γνωρίζοντας για την επικυνδινότητα της εκτελεσθείσας εργασίας, όπως ο ίδιος ανάφερε, ούτε και ζήτησε από την Εναγομένη να ανεγείρει σκαλωσιά ώστε να προστατευτεί από τον πιθανόν κίνδυνο πτώσης του, μη θέλοντας, ως ανάφερε, να δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα στη συνεργασία του με την Εναγομένη. Η εξήγηση που έδωσε ο Ενάγοντας για την επιλογή του να επιτελέσει αυτή την επικύνδυνη εργασία, χωρίς να ζητήσει να τοποθετηθούν προστατευτικές σκαλωσιές δεν είναι ικανή να τον απαλλάξουν από ευθύνη.
Ούτε και έλαβε τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας και αυτοπροστασίας που προνοεί η νομοθεσία για διενέργεια εργασιών σε ύψος. Ειδικότερα σύμφωνα με τα συμπεράσματα που εξάγονται από τον Μ.Υ.2 στην έκθεση του (σελ. 27), ως προκύπτει, ο Ενάγοντας δεν χρησιμοποίησε εκείνα τα μέσα ατομικά προστασίας, τα οποία έχουν παρατεθεί ανωτέρω, αλλά ούτε και ζήτησε τέτοια από την Εναγομένη προτού εκτελέσει την συγκεκριμένη επικύνδινη εργασία. Συγκεκριμένα, δεν φορούσε προστατευτικό κράνος, ούτε ειδικά παπούτσια αλλά ούτε και ζώνη ασφάλειας για εργασίες σε ύψος.
Ούτε και το γεγονός ότι του δόθηκαν οδηγίες να εργαστεί, κάτω υπό τις περιστάσεις αυτές, τον απαλάσσουν από την δική του ευθύνη και των δικών του υποχρεώσεων που πηγάζουν από το άρθρο 15 του Ν.89(Ι)/1996, προκειμένου να λάμβανε εύλογη φροντίδα για την ασφάλεια του, αφού είχε αντιληφθεί τον κίνδυνο, και όφειλε να αρνηθεί να εκτελέσει επικίνδυνη εργασία.
Το δε άρθρο 15 του εν λόγω Νόμου προνοεί ότι:
«15.-(1) Κάθε εργoδoτoύμεvo πρόσωπo εφόσov ευρίσκεται στηv εργασία, πρέπει vα:
(α) Λαμβάvει εύλoγη φρovτίδα για τηv ασφάλεια και υγεία τoυ καθώς και τωv άλλωv πρoσώπωv πoυ μπoρεί vα επηρεάζovται από πράξεις ή παραλείψεις τoυ όταv βρίσκεται στηv εργασία.
(β) συvεργάζεται με τov εργoδότη στηv εκτέλεση κάθε καθήκovτoς ή υπoχρέωσης πoυ επιβάλλεται σ' αυτόv σύμφωvα με τov παρόvτα Νόμo.
(γ) χρησιμoπoιεί τov πρoστατευτικό εξoπλισμό ή ιματισμό πoυ παρέχεται από τov εργoδότη σύμφωvα με τις διατάξεις τoυ παρόvτoς Νόμoυ.
(2) Καvέvα πρόσωπo δεv πρέπει εσκεμμέvα ή απερίσκεπτα vα κάvει κακή χρήση ή vα επεμβαίvει αυθαίρετα σε oτιδήπoτε πoυ παρέχεται για τηv ασφάλεια, υγεία και ευημερία τoυ ιδίoυ ή άλλωv πρoσώπωv στηv εργασία.
(3) [Διαγράφηκε].»
Ούτε και ο Ενάγων έθεσε άλλωστε θέμα άρνησης του να εργαστεί και του ειπώθηκε ότι θα έχανε την εργασία του, οπότε θα είχε βρεθεί σε δίλημμα. Ενόψει των προλεγόμενων, κρίνεται ότι ο κίνδυνος για τον Ενάγοντα ήταν καθ΄ όλα προβλεπτός και προφανώς άμεσα αντιληπτός για την ασφάλεια του, ως ο ίδιος κατέθεσε, πλην όμως επέλεξε να εργαστεί κάτω από επικίνδυνες συνθήκες εργασίας, αδιαφορώντας και ο ίδιος για την ασφάλεια του.
Ακόμα και να μην γνώριζε τους κανόνες ασφαλείας όπως αυτοί προσδιορίζονται από το Νόμο όφειλε να τους γνωρίζει από το Σ.Α.Υ, το οποίο κατήρτισε η εταιρεία και κοινοποίησε στην Υπεργολάβο. Όφειλε να τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια τους κανόνες του. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 3.3.6 του Σ.Α.Υ οι εργαζόμενοι των υπεργολάβων έχουν καθήκον, μεταξύ άλλων, να εκτελούν τις εργασίες που τους ανατίθενται φροντίζοντας για την προσωπική τους ασφάλεια και υγεία, να εφαρμόζουν τους κανόνες και τα μέτρα ασφάλειας και υγείας καθώς και να χρησιμοποιούν σωστά τον εξοπλισμό και τα μέσα ατομικής προστασίας όπου απαιτείται. Επίσης σύμφωνα με την παράγραφο 3.5 η υπεργολάβος πρέπει να έχει μεταξύ άλλων ικανοποιητικές γνώσεις, εμπειρίες και άλλα προσόντα για εκτέλεση των εργασιών που θα τους ανατεθούν μεταξύ άλλων σε θέματα ασφάλειας και υγείας καθώς επίσης πριν την έναρξη μιας εργασίας η υπεργολάβος θα πρέπει να ενημερώσει ικανοποιητικά τους εργαζόμενους της για τις μεθόδους εργασίας καθώς και τα απαραίτητα μέτρα ασφάλειας.
Τίποτα όμως από τα πιο πάνω δυστυχώς δεν έπραξε ο Ενάγοντας.
Συνακόλουθα των προαναφερθέντων κρίνεται ότι ο Ενάγοντας είναι υπεύθυνος συντρέχουσας αμέλειας για το επίδικο ατύχημα το οποίο του συνέβη. Οι περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση δικαιολογούν συμπέρασμα πως η ευθύνη του Ενάγοντα είναι στο ίδιο ποσοστό με αυτή της Εναγομένης. Κατ΄ επέκταση κρίνεται δίκαιο όπως η ευθύνη του Ενάγοντα καθοριστεί σε ποσοστό 50%. Με αυτά τα δεδομένα, έχω τη γνώμη ότι η πλέον δίκαιη διαταγή - την οποία εκδίδω - είναι να καταμερίσω την ευθύνη μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγομένης, εξίσου, δηλαδή σε ποσοστό ½ στον καθένα.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Το Δικαστήριο, είναι επιφορτισμένο με το άχαρο καθήκον υπολογισμού των γενικών αποζημιώσεων. Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό του ύψους των αποζημιώσεων έχουν πλέον αποκρυσταλλωθεί μέσα από την πολύ πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα αυτό. Ενδεικτικά παραπέμπω στην υπόθεση Panayides Α. Contracting Ltd ν. Νίκου Σταύρου Χαραλάμπους, (2004) 1 Α.Α.Δ. 416) όπου λέχθηκε ότι:
«Έχει νομολογηθεί ότι σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να δοθεί στον ενάγοντα αποζημίωση για την ζημιά, απώλεια ή βλάβη που έχει υποστεί. Οι αρχές που διέπουν τον προσδιορισμό των αποζημιώσεων συνοψίζονται στην απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Paraskevaides (Overseas) Ltd and Another v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, 793. Παραθέτουμε σε μετάφραση το σχετικό απόσπασμα:
"Στόχος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στην απώλεια και στη ζημιά του διαδίκου που τραυματίστηκε χωρίς να εναποτίθεται υπέρμετρο βάρος πάνω στον αδικοπραγούντα. (Βλ. Fletcher v. Autocar Transporters Ltd [1968] 1 All E.R. 726, Constantinou v. Salahouris(1969) 1 C.L.R. 416). Με άλλες λέξεις, το ποσό που επιδικάζεται πρέπει να είναι κοινωνικά αποδεκτό. Συνεπώς, η κοινωνική δεοντολογία κατά τον ουσιώδη χρόνο είναι σε κάθε περίπτωση παράγοντας σχετικός προς το έργο μας ειδικά σε σχέση με μη χρηματική απώλεια. Η χρηματική ζημιά, ως περισσότερο επιδεκτική μαθηματικού υπολογισμού εξαρτάται λιγότερο από κοινωνικά κριτήρια. Στόχος του εγχειρήματος είναι η κατάληξη, στο τέλος της πορείας, σε αριθμό που είναι δίκαιος και εύλογος κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης."
(Βλ. και Fysco Constructing Co. Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014, 1028 και Μιχαήλ ν. Φίλιος Γ. ΣυκοπετρίτηςΛτδ κ.ά. (2000) 1 Α.Α.Δ. 1049). Η αποζημώση για αστικά αδικήματα δεν έχει σκοπό την τιμωρία αλλά την αποκατάσταση. Αυτή τούτη η ατέλεια του χρήματος ως μέσου για αποκατάσταση, δεν πρέπει να επενεργεί προς επαύξηση των αποζημιώσεων (Βλ. Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, 74).
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει επιδείξει μια σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων. Έχει τονίσει την ανάγκη για μια πιο δίκαιη και φιλελεύθερη αποτίμηση του ανθρώπινου πόνου και των πολλαπλών στερήσεων που προκαλούν οι αναπηρίες στα θύματα της αμέλειας (Βλ. Ioannou and Paraskevaides (Overseas) (πιο πάνω), Παναγή ν. Θεοδώρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1303, Ηρακλέους ν. Πίτρου(1994) 1 Α.Α.Δ. 239, Αριστοδήμου ν. Θωμά (1999) 1 Α.Α.Δ. 687, Μαΐττα ν. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1 καιΒρυωνίδης ν. Σωφρονίου (1997) 1 Α. Α.Δ. 1181). Προηγούμενες αποφάσεις δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο υπό την έννοια της αρχής του stare decisis αλλά παρέχουν καθοδήγηση (βλ. Παναγή, πιο πάνω). Πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται υπόψη η συνεχής μείωση της αξίας του χρήματος.»
Παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης, η οποία θα πρέπει να δίδεται για σκοπούς γενικών αποζημιώσεων, αποτελούν μεταξύ άλλων, η σοβαρότητα των τραυμάτων που υπέστη το πρόσωπο το οποίο διεκδικεί τις αποζημιώσεις, ο πόνος, η οδύνη, η ταλαιπωρία και η διάρκεια της δυσχέρειας. (Μαυροπετρή ν. Λουκά (1995) 1 ΑΑΔ, 66, Αλεξάνδρου ν. Λεβέντη, (1996) Ι Α.Α.Δ. 420.
Το Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση για να καταλήξει στο ορθό, κατά την άποψη του, ποσό των γενικών αποζημιώσεων, άντλησε καθοδήγηση από τις ακόλουθες αποφάσεις, στις οποίες υπάρχουν παρόμοιες κακώσεις στην έκταση και τον βαθμό που ο Ενάγων υπέστη. Σημειώνω ότι είναι γνωστή η αρχή της της νομολογίας ότι προηγούμενες αποφάσεις επί του θέματος των αποζημιώσεων δεν αποτελούν κατ΄ ανάγκη δεσμευτικό προηγούμενο (Ταμπούρας ν. Κολάνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 384).
Στην υπόθεση Gevorest Sleep Designs Ltd v. Μιχαηλίδη, Π.Ε.456/2011 ημερομηνίας 25.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A45, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε το ποσό των €100.000 που επιδικάστηκε πρωτόδικα ως Γενικές Αποζημιώσεις, σε ενάγοντα (εργάτη) ηλικίας 39 ετών κατά τον χρόνο του ατυχήματος, ο οποίος υπέστη ενδοαρθρικό κάταγμα του κάτω πέρατος της δεξιάς κνήμης και της δεξιάς περόνης. Υπό γενική αναισθησία υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση εξωτερικής οστεοσύνθεσης, η οποία αφαιρέθηκε τρεις μήνες μετά. Ένα χρόνο μετά το ατύχημα, η πώρωση του κατάγματος δεν είχε ακόμη επιτευχθεί, ενώ η ακινητοποίηση του άκρου συνέτεινε στην ανάπτυξη αλγοδυστροφίας (συνεχής και έντονος πόνος ακόμη και σε ώρες ανάπαυσης) και στην μη πλήρη αποκατάσταση του βαδίσματος. Μετά την πάροδο 16 μηνών υποβλήθηκε, υπό ολική νάρκωση, σε νέα χειρουργική επέμβαση εσωτερικής οστεοσύνθεσης με πλάκα και το άκρο ακινητοποιήθηκε με γύψινο νάρθηκα, ο οποίος αφαιρέθηκε μετά την πάροδο τρεισήμισι μηνών, οπότε διαπιστώθηκε πώρωση του κατάγματος. Διαπιστώθηκε επίσης η παρουσία οστεοπόρωσης που συνέτεινε στον περιορισμό της κάμψης και της έκτασης της δεξιάς ποδοκνημικής άρθρωσης, καθώς και ελαφρά χωλότητα. Η βλάβη στην ποδοκνημική χώρα ήταν μόνιμη, εμπόδιζε τον ενάγοντα στην βάδιση και του προκαλούσε χωλότητα. Κρίθηκε ανίκανος για εργασία ακόμη και καθιστική.
Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Ξυδά (2007) 1(Β) ΑΑΔ 792, στην οποία με παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εναγομένης, αυξήθηκε, κατ' έφεση, το ποσό που αποδόθηκε στον Ενάγοντα, υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων, από ΛΚ8.000- σε ΛΚ12.000-. Είχε υποστεί θλαστικό τραύμα αριστερού αντίχειρα, κάταγμα βάσεως 5ου μετακαρπίου αριστερού άνω άκρου, συντριπτικό κάταγμα κοτύλης αριστερού ισχίου, διάστρεμμα αριστερού γόνατος και αίμαθρο τραύματος αριστερού αντίχειρα, στο οποίο έγινε συρραφή. Ως προς το κάταγμα του μετακαρπίου, τοποθετήθηκε γύψινος νάρθηκας για ακινητοποίησή του. Έγινε επίσης δερματική έλξη του αριστερού κάτω άκρου για τρεις βδομάδες. Παρέμεινε στο νοσοκομείο για περίοδο 25 ημερών και ήταν ανίκανος να εργαστεί για διάρκεια οκτώ μηνών. Μετέπειτα παρουσίασε οστεοαρθρίτιδα και δυσκολία στο βαθύ κάθισμα και κούραση στην ορθοστασία και στο παρατεταμένο περπάτημα. Θα έπρεπε δε, να υποβληθεί σε αντικατάσταση σε άρθρωσης του ισχίου.
Ασφαλώς τα τραύματα και οι σωματικές βλάβες, αλλά και τα μόνιμα κατάλοιπα που υπέστη ο Ενάγοντας είναι σοβαρότερης μορφής από αυτά της προαναφερόμενης υπόθεσης.
Στην υπόθεση Δέσπω Χατζηνικόλα, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Κ.Χ v Χριστοδούλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 68/2015, ημερομηνίας 20.12.2023 ο Εφεσίβλητος υπέστη παρεκτοπισμένο ασταθές κάταγμα λεκάνης, κάταγμα δεξιάς ωμοπλάτης, βαθύ θλαστικό τραύμα στον δεξιό μηρό, κάταγμα αποφύσεως δεξιού ώμου, εξάρθρημα ακρωμιοκλειδικής άρθρωσης ώμου, παρουσίασε ανισοσκέλια στη βάδιση, διαγνώστηκε η πιθανότητα παρουσίασης πρόωρης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας καθώς και αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα λόγω μετατραυματικού συνδρόμου και ότι το δυστύχημα του δημιούργησε άγχος, ευερεθιστότητα και καταθλιπτική διάθεση. Του επιδικάσθηκαν γενικές αποζημιώσεις ύψους €120.000, οι οποίες επικυρώθηκαν από το Εφετείο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα πιο πάνω τραύματα είναι σοβαρότερα από τα τραύματα που υπέστη εν προκειμένω ο Ενάγοντας αλλά και σε πιο ευρείας έκτασης και βαθμού.
Περαιτέρω, κατά τον υπολογισμό των γενικών αποζημιώσεων θα συνυπολογιστούν και θα ληφθούν υπόψη δύο παράγοντες. Πρώτο, η τάση αύξησης των αποζημιώσεων και δεύτερο το γεγονός ότι η αποδοθείσα αποζημίωση θα πρέπει να αντανακλά και να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του χρήματος τη δεδομένη στιγμή (Ταμπούρας ν. Κολάνη (ανωτέρω).
Συνεκτιμώντας την σοβαρότητα των τραυματισμών του Ενάγοντα και τα κατάλοιπα τους, την θεραπεία που έτυχε, την ηλικία του, τον πόνο, την ταλαιπωρία, την απώλεια ανέσεων και απολαύσεων που υπέστη και συνεχίζει να αντιμετωπίζει, το γεγονός ότι επισκέφθηκε πολλές φορές το ιατρικό κέντρο στο Ισραήλ, τα μόνιμα κατάλοιπα του καθώς επίσης και κάθε άλλο σχετικό παράγοντα, κρίνω πως το ποσό των €80.000, θα αποτελούσε για την περίπτωση του δίκαιη και εύλογη αποζημίωση.
Σε σχέση με τα έξοδα μελλοντικής εγχείρισης τέτοιου είδους δαπάνη επιδικάζεται υπό μορφή αποζημιώσεων γιατί δεν συνιστά δαπάνη που κατέστη πληρωτέα κατά την ημερομηνία της δίκης (Ορφανίδου v Περνάρου (1994) 1 Α.Α.Δ 253) Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας ανέπτυξε αρχόμενη οστεοαρθρίτιδα και ότι στο μέλλον αναμένεται να κάνει έντονη πρώιμη αρθρίτιδα στο δεξιό ισχίον και να χρειαστεί νέα επέμβαση (ολική αρθροπλαστική ισχίου). Δεν αναφέρθηκε το κόστος της οποιασδήποτε εγχείρισης. Ούτε και έγινε οποιαδήποτε εισήγηση περί τούτου. Ελλείψει οποιουδήποτε προδιοριστικού ποσού ως προς το κόστος αυτής σημειώνω ότι στο πιο πάνω ποσό των δοθείσων γενικών αποζημιώσεων συνυπολογίστηκε και αυτό το στοιχείο.
ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Η απόδειξη ειδικών ζημιών κινείται μέσα σε αυστηρά πλαίσια. Είναι καθιερωμένη αρχή ότι οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να καταγράφονται στις έγγραφες προτάσεις με λεπτομέρειες και να αποδεικνύονται με αυστηρότητα. Η Νομολογία επιβάλλει σε διάδικο την υποχρέωση να αποδεικνύει την ζημία του με θετική μαρτυρία, αυστηρότητα, σαφήνεια και με συγκεκριμένα στοιχεία (Ανδρέα Πίριλλου v Ρουπινέττας Κονναρή (2000) 1 Α.Α.Δ. 1153, Ελισάβετ Ηρακλέους ν. Ρένου Πίτρου (1994) 1 ΑΑΔ 239), Κούνουνα κ.α. ν. Κώστας Κυριάκου & Υιός Λτδ κ.α. (2001) 1 ΑΑΔ 2126).
Ο Ενάγοντας στη βάση των δικογραφημένων του θέσεων, αξιώνει τις ακόλουθες ειδικές αποζημιώσεις:
(α) Ιατρικά έξοδα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού ύψους €3.607,15
(β) Ιατρικά έξοδα Νοσοκομείου Hadassah, συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών εισιτηρίων, μεταφοράς με νοσοκομειακό όχημα, συμπεριλαμβανομένης χειρουργικής επέμβασης, διαμονής και μετεγχειρητικής φροντίδας συνολικού ύψους €41.250.
(γ) Έξοδα μεταφοράς συνολικού ποσού €120.
(δ) Απώλεια απολαβών από 29.3.2013 μέχρι 30.4.2014 συνολικού ύψους €24.700.
(ε) Φάρμακα συνολικού ύψους €240.
Σε σχέση με την παράγραφο (α) ανωτέρω ο Ενάγοντας προσκόμισε τιμολόγιο του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού (Τεκμήριο 12) για το ποσό των €3.367,15. Σε σχέση με το ποσό αυτό αποτελεί κοινό τόπο ότι εναντίον του Ενάγοντα κινήθηκε αγωγή από τη Κυπριακή Δημοκρατία για τη μη εξόφληση του και ο Ενάγοντας δέχθηκε απόφαση δια της καταβολής του, μέσω μηνιαίων δόσεων ύψους €150. Προσκομίστηκαν δε εξοφλητικές αποδείξεις για την καταβολή του πιο πάνω ποσού (Τεκμήριο 15). Συνεπώς ο Ενάγοντας δικαιούται την επιδίκαση αυτού του ποσού.
Σε σχέση με την παράγραφο (β) ανωτέρω και προς απόδειξη αυτού, ο Ενάγοντας προσκόμισε κατάσταση λογαριασμού της εταιρείας Imer Medical Services Ltd, η οποία είναι αντιπροσώπος στην Κύπρο του εν λόγω ιατρικού κέντρου στο Ισραήλ (Τεκμήριο 18 καθώς και κάποια σχετικά τιμολόγια Τεκμήριο 19). Στην βάση αυτών, τα έξοδα του ανέρχονταν στο ποσό των €41.245, εκ των οποίων ο Ενάγοντας κατέβαλε το ποσό των €16.795. Συνεπακόλουθα, οφείλει σήμερα στο εν λόγω ιατρικό κέντρο το ποσό των €24.450.
Για το γεγονός ότι καταβλήθηκε μέρος του οφειλόμενου ποσού από τρίτα πρόσωπα (μεταξύ άλλων και από τον Μ.Υ 7) η Υπεράσπιση εγείρει ζήτημα ότι αυτό, αφενός μεν δεν μπορεί να αξιωθεί εκ μέρους του, γιατί είναι σαν να αποζημιώνεται διπλά, αφετέρου δε το ποσό αυτό ουδέποτε αξιώθηκε από το εν λόγω ιατρικό κέντρο ώστε να το καταβάλει ο Ενάγοντας, παρά το γεγονός ότι έχουν παρέλθει 9 και πλέον έτη. Συνεπώς ήταν η καταληκτική της θέση ότι το ποσό αυτό δεν μπορεί πλέον να αξιωθεί εφόσον έχει πλέον παραγραφεί.
Στο βαθμό που ο Ενάγοντας αξιώνει από την Εναγομένη το ποσό, το οποίο κατέβαλε εκ μέρους του στο ιατρικό κέντρο του Ισραήλ ο Μ.Υ 7, αποτελεί γενική νομολογιακή αρχή ότι ένας Ενάγων δεν πρέπει να επωφελείται ξανά ότι καταβάλλει ο αδικοπραγήσας διότι είναι σαν να αποζημιώνεται διπλά, κάτι που είναι αντίθετο προς την γενική αρχή των αποζημιώσεων. Στην υπόθεση Ιακώβου ν. Παπαδάκη κ.α. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2079 λέχθηκε ότι το αγγλικό κοινοδίκαιο έχει αναγνωρίσει δύο παροχές, οι οποίες δεν μπορούν να λαμβάνονται υπόψιν κατά τον καθορισμό των αποζημιώσεων, μεταξύ άλλων, και το προιόν φιλανθρωπίας που καταβάλλεται από τρίτους και όχι από τον αδικοπραγήσαντα. Το τελευταίο εξαιρείται εφόσον ο μόνος που επωφελείται είναι ο αδικοπραγήσας.
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω υπόθεση:
«…Ωστόσο στην απόφαση του Εφετείου στην Hussain (πιο πάνω) (1987) 1 All E.R. 417, 428 υποδείχθηκε ότι ο κανόνας αποκλεισμού των κατά χάριν πληρωμών (ex gratia) εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου υπεύθυνος είναι κάποιος τρίτος και ότι πρέπει να υπάρχει εξαίρεση στο γενικό κανόνα στις περιπτώσεις που η κατά χάριν πληρωμή προέρχεται από τον ίδιο τον αδικοπραγήσαντα…»
Στην δε υπόθεση Λαζάρου Θεόδωρος ν. Nέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ και Άλλου (2011) 1 ΑΑΔ 1325 επιβεβαιώθηκε η πιο πάνω αρχή. Λέχθηκε ότι:
«Γενικώς, ωφελήματα προς τον ενάγοντα που προέρχονται από χαριστικές ή φιλανθρωπικές πληρωμές ή από ιδιωτική ασφάλεια του ενάγοντα ή της οικογένειας του, τα ασφάλιστρα των οποίων ο ίδιος ή η οικογένεια του κατέβαλλε, δεν είναι αφαιρετέα από το ποσό της αποζημίωσης. (Nabi v. British Leyland (U.K.) Ltd [1980] 1 W.L.R. 529).»
Σύμφωνα δε με την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Υ 9 (Τεκμήριο 58) το εν λόγω ποσό δόθηκε χαριστικά προς στον Ενάγοντα για τα έξοδα νοσηλείας και ότι δεν έχει οποιαδήποτε πρόθεση να τα διεκδικήσει από αυτόν. Επομένως το εν λόγω ποσό δόθηκε υπό μορφή φιλανθρωπίας στον Ενάγοντα από τρίτο πρόσωπο και όχι από την αδικοπραγήσασα, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση την Εναγομένη. Ως εκ τούτου στη βάση των πιο πάνω νομολιακών αρχών ορθά ο Ενάγοντας αξιώνει το πιο πάνω ποσό και το οποίο του επιδικάζεται.
Στο βαθμό που η αξίωση του Ενάγοντα αφορά το ποσό που μέχρι και σήμερα οφείλει, στη βάση της κατάστασης που προσκομίσθηκε στο Δικαστηριο, και πάλι με κάθε σεβασμό δεν συμμεριζομαι τις θέσεις της Εναγομένης. Και τούτο γιατί δεν υπάρχει μία τέτοια μαρτυρία που να απαλλάσσει τον Ενάγοντα οριστικώς, αμετακλήτως και μετά βεβαιότητας από την καταβολή αυτού του ποσού. Στο βαθμό που υπάρχει ισχυρισμός ότι η οποιαδήποτε αξίωση του Νοσοκομείου έχει παραγραφεί δεν έχει τεθεί οποιαδήποτε μαρτυρία στο Δικαστήριο για το εφαρμοστέο Ισραηλινό Δίκαιο περί παραγραφής, τον τόπο δηλαδή όπου παρασχέθηκαν οι ιατρικές υπηρεσίες στον Ενάγοντα. Ακόμη όμως και αν το ιατρικό κέντρο επέλεγε να κινήσει αγωγή ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων, σύμφωνα με το άρθρο 22 του Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (66(I)/2012), το Δικαστήριο μπορεί να παρατείνει τον χρόνο παραγραφής εφόσον κρίνει αυτό δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις, μέσω σχετικής αίτησης που θα υποβληθεί ενώπιον του. Συνεπακόλουθα δεν μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η οποιαδήποτε αξίωση του ιατρικού κέντρου στο Ισραήλ έχει πλέον παραγραφεί και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αξιωθεί. Ενόψει των πιο πάνω επιδικάζεται στον Ενάγοντα και το υπόλοιπο αξιούμενο ποσό.
Σε σχέση με την παράγραφο Δ, ο Ενάγοντας προσκόμισε άδεια ασθενείας και απουσίας από την εργασία του για την περίοδο από 25.3.2023 μέχρι και 1.6.2014 (Τεκμήριο 25). Στη βάση όμως των δικογραφημένων του θέσεων αξιώνει απώλεια απολαβών μόνο για 13 μήνες (από 29.3.2013 μέχρι 30.4.2014), συνολικού ύψους €24.700 (και όχι για περίοδο 15 μηνών ως αποκαλύπτει το πιο πάνω Τεκμήριο). Επομένως το Δικαστήριο στην βάση των δικογραφημένων του θέσεων μπορεί να αποδώσει αποζημιώσεις μόνο για περίοδο 13 μηνών.
Στη βάση των προσκομισθέντων συνάγεται ότι ο Ενάγοντας απουσίαζε δικαιολογημένα από την εργασία του για περίοδο τουλάχιστον 13 μηνών. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 2 για το έτος 2012 ο Ενάγοντας εργάστηκε στην υπεργολάβο όπου τον Οκτώβριο του 2012 έλαβε μισθό €1.700, τον Νοέμβριο του 2012 έλαβε μισθό €1.530 και τον Δεκέμβριο του 2012 €2.480. Σύμφωνα δε με το Τεκμήριο 3 το 2013 τον Ιανουάριο του εν λόγω έτους έλαβε μισθό €2.240, τον Φεβρουάριο €1.930 και τον Μάρτιο €1.620. Συνάγεται από τα πιο πάνω ότι εργάστηκε στην Υπεργολάβο για περίοδο έξι μηνών, με μέσο όρο μισθού €1.917 (€11.500 διά 6). Επομένως ο Ενάγοντας δικαιούται απώλεια μηνιαίων απολαβών, εφόσον δικαιολογημένα απουσίαζε από την εργασία του, συνολικού ύψους €24.921 (13 μήνες επί €1.917). Από τη στιγμή που δικογραφικά αξιώνει το ποσό των €24.700 αυτό δύναται να του αποδοθεί. Σε σχέση με το γεγονός ως ανέφερε η Μ.Υ.3 και αποτελεί κοινό τόπο των μερών ότι ο Ενάγοντας έχει λάβει επίδομα σωματικής βλάβης για την περίοδο 2.4.2013 μέχρι 28.3.2014, συνολικού ύψους €8.467,80 δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα διπλής αποζημίωσης του. Και τούτο γιατί με βάση το άρθρο 65(6) του Κεφ. 48 κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης που πρέπει να πληρωθεί εξαιτίας αστικού αδικήματος, δεν λαμβάνεται υπόψη οποιονδήποτε ποσό το οποίο καταβλήθηκε από το Ταμείο Κοινωνικών (Γιαννακού ν. Lois Builders Ltd κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ.270, Λαζάρου Θεόδωρος ν. Nέμεσις Εργοληπτική Δημόσια Εταιρεία Λτδ και Άλλου (ανωτέρω).
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Ενόψει των πιο πάνω η παρούσα εκδίδεται απόφαση υπερ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης ως ακολούθως:
α) Γενικές Αποζημιώσεις ύψους €70.000, μέιον της αναλογίας του εν λόγω ποσού κατά 50%, ως το ποσοστό ευθύνης του Ενάγοντα στη βάση της συντρέχουσας αμέλειας του, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής (Δέσπω Χατζηνικόλα, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Κ.Χ v Χριστοδούλου (ανωτέρω) με δεδομένο ότι δεν δόθηκε η παραμικρή εξήγηση για την καθυστέρηση που υπήρξε στην καταχώρηση της αγωγής από την γένεση του αγώγιμου δικαιώματος)
β) Ειδικές Αποζημιώσεις συνολικού ύψους €69,557.15 (€3,607.15 πλεον €41,250 πλέον €24,700), μέιον της αναλογίας του εν λόγω ποσού κατά 50%, ως το ποσοστό ευθύνης του Ενάγοντα στη βάση της συντρέχουσας αμέλειας του, με τόκο 2.75% από την ημέρα καταχώρησης της αγωγής (Δέσπω Χατζηνικόλα, υπό την ιδιότητα της ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Κ.Χ v Χριστοδούλου (ανωτέρω)).
Επιδικάζονται επίσης έξοδα υπέρ του Ενάγοντα ως αυτά θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα €50.000-€100.000 ενόψει και του τελικού προς τον Ενάγονα επιδικασθέντος ποσού.
(Υπ.)
................................
Μ. Χαραλάμπους, A.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο