JOHN DAVID BARKER κ.α. ν. ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΒΟΥΡΝΑΡΗ, Αγωγή αρ. 4487/14, 13/1/2025
print
Τίτλος:
JOHN DAVID BARKER κ.α. ν. ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΒΟΥΡΝΑΡΗ, Αγωγή αρ. 4487/14, 13/1/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

Αγωγή αρ. 4487/14

 

Μεταξύ:

 

1.    JOHN DAVID BARKER

2.    ΑLISON CARYLL BARKER

Εναγόντων

 

και

 

 

ΣΤΕΛΛΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΒΟΥΡΝΑΡΗ

Εναγομένης

13.1.2025

Για τους Ενάγοντες-Αιτητές: Η κα. Ε. Αντωνιάδου για Michael Kyprianou LLC

Για την Εναγόμενη-Καθ’ης η Αίτηση: κ. Ηλ. Κονναρής G.E. Konnaris & Co LLC

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠΟ ΕΔΡΑΣ (ΕX TEMPORE)- (επί της αίτησεως, ημερ. 30.10.24, για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος)

 

Με την παρούσα αγωγή οι Ενάγοντες αξιώνουν, μεταξύ άλλων, διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει την ειδική εκτέλεση της συμφωνίας, ημερομηνίας 27.5.04, βάσει της οποίας αγόρασαν από την Eναγόμενη ένα τεμάχιο, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και μια οικία. 

Διαζευκτικά αξιώνουν αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας καθώς και στη βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Είναι σε γενικές γραμμές η θέση των Εναγόντων ότι εκπλήρωσαν όλες τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.  Στη βάση αυτών κάλεσαν την Εναγόμενη  όπως προβεί στην έκδοση του πιστοποιητικού τελική έγκρισης σε σχέση με το εν λόγω ακίνητο και στη μεταβίβαση αυτού επ’ονόματι τους.  Είναι πάντοτε η θέση τους ότι η Εναγόμενη, κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων, αρνείται να το πράξει.

Από την άλλη, είναι σε γενικές γραμμές η δικογραφημένη θέση της Εναγόμενης ότι ουδέποτε αμέλησε και παρέλειψε να προβεί στη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου επ’ ονόματι των Εναγόντων και ότι είναι οι ίδιοι που καθυστέρησαν τη διαδικασία εγγραφής του επ’ ονόματι τους λόγω της αίτησης αλλοδαπών που καταχώρισαν για λήψη της σχετικής έγκρισης, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί το ακίνητο με περαιτέρω εγγραφές δικαστικών αποφάσεων (ΜΕΜΟ), οι οποίες εγγράφησαν μετά την κατάθεση του αγοραπωλητηρίου εγγράφου.  Περαιτέρω, είναι η θέση της ότι οι Ενάγοντες γνώριζαν ότι το ακίνητο ήταν βεβαρυμένο ήδη με τρεις υποθήκες. 

Σημειώνω εξ αρχής ότι η ακρόαση της παρούσας υπόθεσης ακόμη δεν έχει ξεκινήσει. 

Με την υπό κρίση αίτηση οι Ενάγοντες-Αιτητές («οι Αιτητές») αξιώνουν διάταγμα για τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος.  Ειδικότερα  επιθυμούν να προσθέσουν το γεγονός ότι «κατά ή περί τις 11.3.16 καταχώρισαν στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λεμεσού αίτηση εγκλωβισμένων αγοραστών (στο εξής «ΑΕΑ»), με αριθμό Φακέλου 171/2016, ζητώντας να εγγραφεί στο όνομα τους το ακίνητο σύμφωνα με τον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεων Ακινήτων Νόμο … ένεκα των εμπράγματων βαρών που προϋπήρχαν» και ότι «τις 18.7.2018, η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, η οποία είχε επιβαρύνει το εν λόγω ακίνητο με τις υποθήκες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 7 του κλητηρίου εντάλματος, καταχώρισε Αίτηση/Έφεση εναντίον τόσων των Εναγόντων όσο και των Εναγομένων, με σκοπό την παρεμπόδιση ολοκλήρωσης της διαδικασίας της ΑΕΑ 171/2016.  Στα πλαίσια προσπάθειας εξώδικης διευθέτησης της Αίτησης/Έφεσης αρ. 228/2018, οι Ενάγοντες κατέβαλαν το ποσό των €8.000 ούτως ώστε να συνεχιστεί κανονικά η διαδικασία ΑΕΑ».  Στη βάση των πιο πάνω οι Αιτητές επιζητούν την προσθήκη νέας αξίωσης με την οποία αξιώνουν το πιο πάνω ποσό που έχουν ήδη καταβάλει. 

Η αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της Μελίνας Σταύρου, δικηγορικής υπαλλήλου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές. 

Είναι η θέση της ότι κατά την μελέτη του φακέλου της υπόθεσης διαφάνηκε ότι είναι αναγκαίες οι ως άνω τροποποιήσεις για τον προσδιορισμό των αξιώσεων των Αιτητών.  Μετά από προσεκτικότερη μελέτη του φακέλου της υπόθεσης, κατά το στάδιο προετοιμασίας της για ακρόαση, διαπιστώθηκε ότι απαιτείται η τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος ώστε να προστεθούν διάφορα γεγονότα που προέκυψαν εκ των υστέρων της καταχώρισης της αγωγής αλλά και να αποκρυσταλλωθούν καλύτερα τα επίδικα θέματα.  Οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι αναγκαίες επειδή σε διαφορετική περίπτωση οι αξιώσεις των Αιτητών θα είναι ελλιπείς.  Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η αίτηση τα συμφέροντας τους θα πληγούν καθώς και θα αποστερηθούν της δυνατότητας να προωθήσουν τις αξιώσεις τους και τα νόμιμα δικαιώματα τους κάτω από το σωστό υπόβαθρο.  Δεν τίθεται επίσης θέμα οποιασδήποτε ανεπανόρθωτης ζημιά ή βλάβης εις βάρος της Εναγόμενης από την τροποποίηση αλλά ούτε κι υπάρχει οποιαδήποτε κακοπιστία. 

Η Εναγόμενη-Καθ’ης η αίτηση («η Καθ’ης η Αίτηση») έφερε ένσταση στις αιτούμενες τροποποιήσεις επικαλούμενη κυρίως ότι η παρούσα αίτηση υποβάλλεται σε πολύ καθυστερημένο στάδιο, χωρίς να δίδεται οποιαδήποτε δικαιολογία για την καθυστέρηση αυτή καθώς και ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις είναι άσχετες με το αντικείμενο της παρούσας αγωγής και γίνεται προσπάθεια εισαγωγής νέας βάσης αγωγής.  Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι με την γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η Αίτηση προώθησε ως μοναδικό λόγο ένστασης αυτόν της καθυστέρησης. Συνεπακόλουθα οι υπόλοιποι λόγοι ένστασης θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες και απορρίπτονται.

Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση της ίδιας της Καθ’ης η Αίτηση. 

Ισχυρίζεται η ομνύουσα ότι η αίτηση τροποποίησης καταχωρίστηκε με καθυστέρηση και συγκεκριμένα τα γεγονότα που οι αιτητές προσπάθησαν να προωθήσουν στην αγωγή με την αίτηση τους, συνέβησαν το 2016 και το 2018, δηλαδή πριν 8 και 6 χρόνια, αντίστοιχα, και είναι άσχετα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Περαιτέρω, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις εισάγουν νέα βάση αγωγής.  Είναι πάντοτε η θέση της ότι οι Αιτητές προσπαθούν να εισάξουν μια νέα κατ’ ισχυρισμό αξίωση, η οποία προέκυψε κατά το έτος 2018 και είναι άσχετη με τα επίδικα θέματα της αγωγής, με σκοπό να την περισώσουν, εφόσον αυτή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου εδώ και αρκετό καιρό. 

Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν και μέσω των γραπτών αγορεύσεων που αμφότερες και οι δύο πλευρές παρέδωσαν στο Δικαστήριο, επιχειρηματολογώντας ως προς τις θέσεις τους και παραπέμποντας αυτό και σε σχετική επί του θέματος νομολογία.  Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι δεν προσφέρθηκε προφορική μαρτυρία ή αντεξετάστηκε οιοσδήποτε εκ των ενόρκως δηλούντων. 

Η εξουσία του Δικαστηρίου για τροποποίηση δικογράφου διέπεται δικονομικά από τη Διάταξη 25, Κανονισμό 1 των Διαδικαστικών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η εν λόγω διάταξη έτυχε εκ βάθρου τροποποίησης με τον Περί Πολιτικής Δικονομίας (Τροποποιητικό) (Αρ.2) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2015, ο οποίος όμως ουδεμία σχέση έχει με υποθέσεις που καταχωρίστηκαν πριν από την 01.01.15. Εφόσον η παρούσα υπόθεση καταχωρίστηκε το 2014 το καθεστώς που διέπει την εξέταση τροποποίησης της έκθεσης απαίτησης είναι αυτό που ίσχυε πριν από τη θέσπιση του προαναφερομένου τροποποιητικού διαδικαστικού κανονισμού. Η Δ.25, ως ίσχυε, προνοούσε ότι:

"The court or a judge may, at any stage of the proceedings allow either party to alter or amend his indorsement or pleadings, in such manner and on such terms as may be necessary for the purpose of determining the real questions in controversy between the parties."

 

Στην θεμελιακή απόφαση Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation, (1989) 1E A.Α.Δ. 33, συνοψίστηκαν οι αρχές που διέπουν το θέμα της τροποποίησης ως ακολούθως:

«(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.

(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διάδικου.

(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση . Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.

(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης δικογράφων. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από την προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου.»

 

Προκύπτει επίσης από την νομολογία ότι το Δικαστήριο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, θα πρέπει να λάβει υπόψη την θεμελιακή αρχή πως η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών (Περικτιόνη Χρίστου ν. Ανδρέα Στυλιανού Αζά,(1992) 1 Α.Α.Δ 704).

Όπως προκύπτει επίσης από την νομολογία, κυρίαρχος παράγοντας κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιτρέψει την τροποποίηση δικογράφου, είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Πολλοί παράγοντες επενεργούν στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης. Ο πρώτος είναι ότι είναι επιθυμητό, όλες οι διαφορές μεταξύ των διαδίκων, οι οποίες αναφέρονται στα επίδικα θέματα, να επιλύονται διεξοδικά στην ίδια διαδικασία. Ο βέβαιος προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων, καθώς και η διατύπωση των εκατέρωθεν θέσεων και η απόδειξή τους μέσα σε σταθερό πλαίσιο, είναι άλλος σημαντικός παράγοντας ο οποίος υπεισέρχεται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. (Kallice Holding Co. Ltd n. TR Metals (Overseas) Ltd, (1996) 1A A.A.Δ 162).

Αναφορικά με το χρόνο υποβολής αίτησης για τροποποίηση δικογράφου, χρήσιμη είναι η αναφορά στην απόφαση της υπόθεσης Astor Manufacturing & Exporting Co.κ.α. ν. A.& G. Leventis κ.α., (1993) 1 Α.Α.Δ.726, όπου λέχθηκε ότι ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός, δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας.

Στην περίπτωση όπου υπάρχει παράλειψη ή αργοπορία στην υποβολή σχετικού αιτήματος τροποποίησης δικογράφου θα πρέπει να παρέχεται ικανοποιητική εξήγηση αλλά όπως τονίστηκε στην υπόθεση Νικολάου ν. Μιλτιάδους και άλλης (2007) 1Β Α.Α.Δ. 1005 στην περίπτωση όπου δεν προκαλείται ζημιά που δεν θεραπεύεται με την επιδίκαση εξόδων, η μη πλήρως αιτιολογημένη καθυστέρηση δεν θα πρέπει να στερεί από τον διάδικο του δικαιώματος του να αποφασίζονται όλα τα επίδικα θέματα που εγείρει. Θα πρέπει ακόμη να λεχθεί ότι το γεγονός της καθυστέρησης δεν εξισώνονται κατ' ανάγκη με κακοπιστία (Παπαχρυσοστόμου v. Κώστα Γρηγοριάδη & Συνεταίροι κ.α. (2012) 1 Α.Α.Δ. 817). Μέσα από τη νομολογία έχει ακόμη τονιστεί ότι όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε σφάλμα του αιτητή, η δικαιολόγηση της και η σημασία της ποικίλει ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης, κυρίως σε συσχετισμό με τη γνησιότητα των προθέσεων του αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Όπως λέχθηκε η όποια καθυστέρηση δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα από απόψεως μόνο χρονικής διάστασης, αλλά θα πρέπει να συναρτάται με άλλους παράγοντες, όπως για παράδειγμα την ανυπαρξία καλής πίστης (Ikos Cif Ltd v. Martin Coward κ.α, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 137/2013 και 138/2013, ημερ. 20.03.14).

Η σύγχρονη τάση σε αιτήσεις τροποποίησης παρατηρείται να είναι φιλελεύθερη και τα Δικαστήρια θα πρέπει να επιτρέπουν τις τροποποιήσεις στις κατάλληλες περιπτώσεις (Χριστοδούλου v Xριστοδούλου κ.α (1991) 1 Α.Α.Δ) 

Με βάση τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ένστασης που η Καθ’ης η Αίτηση προβάλλει, ότι δηλαδή η παρούσα Αίτηση καταχωρίστηκε πολύ καθυστερημένα, χωρίς μάλιστα οι Αιτητές να δίδουν οποιαδήποτε δικαιολογία γι’ αυτήν.

Ως λέχθηκε στην υπόθεση GLAUKOS LTD v. BOOST PRO SHOP LIMITED, Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 8/2019, ημερομηνίας 24.1.2023, μία τροποποίηση επιτρέπεται στις κατάλληλες περιπτώσεις, ακόμα και όταν είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα. Κύριο ζητούμενο είναι να δίδεται η ευκαιρία ώστε να τίθενται προς εκδίκαση και να αποφασίζονται όλες οι πραγματικές διαφορές μεταξύ των διαδικων κάτι που εξυπηρετεί το συμφέρον της δικαιοσύνης. Η άδεια για τροποποίηση δίδεται ευκολότερα στα αρχικά στάδια , όπου όμως υπάρχει καθυστέρηση απαιτείται κάποια εξήγηση. Το βάρος για την αιτιολόγηση του αιτήματος ποικίλει αναλόγως. Παρά ταύτα η καθυστέρηση δεν είναι εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Θα πρέπει όμως να συνεκτιμούνται οι επιπτώσεις στα δικαιώματα και τα συμφέροντα του αντιδίκου και να λαμβάνεται υπόψιν πως η δίκη μέσα σε εύλογο χρόνο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα κάθε διαδίκου κατά το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Καθίσταται έκδηλο από τα πιο πάνω ότι ο παράγοντας καθυστέρηση εξετάζεται σε συνάρτηση με τους ουσιαστικότερους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και οι οποίοι είναι (α) η προβολή των αληθινών και πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και, κατ' επέκταση, ο προσδιορισμός της ουσίας της διαφοράς, (β) η γνησιότητα του αιτήματος και (γ) ο τυχόν δυσμενής επηρεασμός στα δικαιώματα του Kαθ' ου η Αίτηση.

Εν προκειμένω, με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, υπάρχει πράγματι καθυστέρηση στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης. Και τούτο γιατί τα γεγονότα που επιχειρούνται να προστεθούν ήσαν ήδη γνωστά στους Αιτητές από το 2018. Παρήλθε δηλαδή χρονικό διάστημα 6 χρόνων στην καταχώριση της υπό κρίση αίτησης.  Παρόλα αυτά κρίνω ότι η τροποποίηση είναι περιορισμένη και καθόλου δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της άλλης πλευράς, υπό την έννοια ότι οι αιτούμενες τροποποιήσεις δεν θα επιφέρουν βλάβη στην Καθ’ης η Αίτηση που δεν μπορεί να αποζημιωθεί με χρήμα. Παρά το γεγονός ότι η αιτιολογία που οι Αιτητές έδωσαν για την καθυστέρηση δεν είναι αρκούντως ικανοποιητική ( ως μόνο λόγος που προβάλλεται είναι ότι η τροποποίηση διαπιστώθηκε αναγκαία κατά την προετοιμασία της υπόθεσης για Ακρόαση), εντούτοις είναι, όμως, νομολογημένο ότι η μη πλήρως αιτιολογηθείσα καθυστέρηση δεν μπορεί να στερεί από τον διάδικο το δικαίωμα να αποφασίζονται όλα τα επίδικα θέματα που εγείρει.  Ιδιαίτερα όταν το αίτημα υποβάλλεται πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και ο αντίδικος μπορεί να αποζημιωθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής για έξοδα όπως είναι και η προκειμένη περίπτωση.  Το κυρίαρχο στοιχείο στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Στην υπόθεση Νικολάου Ιωάννης ν. Ζωής Μιλτιάδους και Άλλης υπό την ιδιότητά των ως διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος Παύλου Κ. Μιλτιάδους (ανωτέρω) λέχθηκε ότι:

 

«Αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο πρωτόδικος Δικαστής ότι δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς η καθυστέρηση για την υποβολή της αίτησης, δίδοντας υπερβολική βαρύτητα στον παράγοντα αυτό. Αυτό δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εν όψει της νομολογίας, κρίνουμε πως όπου δεν προκαλείται ζημιά ακόμη και η μη πλήρως αιτιολογηθείσα καθυστέρηση δεν μπορεί να στερεί το διάδικο του δικαιώματος να αποφασίζονται όλα τα επίδικα θέματα που εγείρει. Το ουσιωδέστερο είναι, όπως τονίσαμε και πιο πάνω, να δοθεί η ευκαιρία στους διαδίκους να κριθούν όλες οι πραγματικές διαφορές μεταξύ τους.

 

Η νομολογία κατέδειξε, επίσης, ότι τροποποίηση μπορεί να επιτραπεί παρά την ύπαρξη και μεγάλης ακόμα καθυστέρησης νοουμένου ότι αυτή κρίνεται αναγκαία για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι πραγματικές διαφορές. 

Στην υπόθεση Ε. Φιλίππου Λτδ v. Compass Insurance Co Ltd (1990) 1 AAΔ 24 αίτημα για τροποποίηση που υποβλήθηκε στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων και αφού είχε ολοκληρωθεί η αγόρευση της μιας πλευράς επιτράπηκε. 

Στην σελίδα 26 της απόφασης αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Τα συμφέροντα της δικαιοσύνης είναι ο παράγων ο οποίος δεσπόζει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.  Τα στοιχεία τα οποία συνθέτουν και προσδιορίζουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης εξισορροπούνται μετά από την συνεκτίμηση των συμφερόντων των διαδίκων και των ευρύτερων συμφερόντων της δικαιοσύνης για τελεσφόρο επίλυση όλων των συναφών διαφορών μεταξύ τους και των συμφερόντων του δημοσίου στην εξασφάλιση της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης».

Στην δε υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Κ. Σιακόλα (1999) 1 ΑΑΔ 44 οι Εφεσείοντες υπέβαλαν αίτηση τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης και της Απάντησης 12 χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής και ενώ η υπόθεση είχε επανειλημμένα ορισθεί για ακρόαση Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση.  Δεν δέχθηκε την εξήγηση ως προς το λόγο που δεν είχαν ήδη εκτεθεί στην Έκθεση Απαίτησης λεπτομέρειες του αλλοδαπού δικαίου και που αίτηση για συμπερίληψη τους δεν είχε υποβληθεί ενωρίτερα.  Το Εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με το εξής σκεπτικό: 

«Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε όντως μεγάλη καθυστέρηση στην υποβολή της αίτησης για τροποποίηση. Η έννοια της καθυστέρησης προϋποθέτει βέβαια τη δυνατότητα έγκαιρης ενέργειας. Αυτή τη δυνατότητα θα πρέπει εδώ, σε επίπεδο θεωρητικό, να την υποθέσουμε. Διότι θα έπρεπε εξ αρχής να ήταν γνωστή στο συνήγορο των εφεσειόντων η δικονομική ανάγκη για την παροχή λεπτομερειών του αλλοδαπού δικαίου. Που σημαίνει πως υπήρξε σφάλμα. Αυτό όμως δεν θα μπορούσε, καθώς μας φαίνεται, να οφειλόταν σε ο,τιδήποτε άλλο από εκείνο που ο συνήγορος των εφεσειόντων πρόσφερε ως εξήγηση στο Δικαστήριο, ήτοι, ότι τελούσε με την αντίληψη, βάσει της δικής του πείρας, πως δεν αναμενόταν και δεν χρειαζόταν η έκθεση λεπτομερειών των διατάξεων και κανόνων του αλλοδαπού δικαίου. Η πρωτόδικη άποψη ότι η εν λόγω εξήγηση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική νομίζουμε πως δεν εδικαιολογείτο. Καμιά απολύτως ένδειξη δεν υπήρχε ότι η καθυστέρηση δεν ήταν καλόπιστη.»

 

Οι αιτούμενες τροποποιήσεις σκοπό έχουν να διευκρινίσουν αλλά και να προσδιορίσουν περαιτέρω τις δικογραφημένες θέσεις των αιτητών αλλά και τις αξιώσεις τους.  Στη βάση επομένως των πιο πάνω αναφέρω παρεμφερώς (εφόσον ο εν λόγω λόγος ένστασης έχει εγκαταληφθεί)  ότι με τις αιτούμενες τροποποιήσεις δεν εισάγεται νέα βάση αγωγής.  Αυτές είναι άμεσα σχετικές με τα επίδικα ζητήματα, είναι γεγονότα που έγιναν εκ των υστέρων δηλαδή μετά την καταχώριση της αγωγής σε σχέση με την κατάθεση του αγοραπωλητηρίου  εγγράφου και είναι άμεσα σχετικές με την αξίωση τους για την κατ’ ισχυρισμό ζημιά που έχουν υποστεί στην προσπάθεια τους για την εγγραφή του ακίνητου επ’ ονόματι τους.

Από την ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση προκύπτει ότι το αίτημα υποβλήθηκε με σκοπό να προσδιορισθεί η ουσία της διαφοράς και για να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου όλες οι πραγματικές διαφορές Δεν υποβλήθηκε για να παραταθεί ο χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικασίας Δεν μπορεί να καταλογισθεί κακοπιστία στην πλευρά των Αιτητών στην απουσία θετικής μαρτυρίας προς αυτή την κατεύθυνση.  Τα όσα δε υποδεικνύονται επί του προκειμένου από την Καθ’ής η Αίτηση δεν έχουν τεκμηριωθεί και έχουν παραμείνει στην σφαίρα της αοριστίας.

Στην υπόθεση Saba & Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents, (1994)1 A.A.Δ. 426 αναφέρθηκε πως η προσθήκη δια της επιδιωκόμενης τροποποίησης συσχετιζόταν άμεσα με τον κεντρικό ισχυρισμό που προβλήθηκε εξ αρχής και δεν επέφερε ριζική μετατροπή της φύσης της αξίωσης.  Παρείχε μόνο τη δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας ως προς τον εξ αρχής προβληθέντα, αν και μη συγκεκριμενοποιηθέντα ισχυρισμό, αναφορικά με τις συνέπειες του αστικού αδικήματος.  Η διαπίστωση πως επιδιώκεται η εισαγωγή νέας βάσης αγωγής δεν οδηγεί άνευ ετέρου σε απόρριψη αίτησης για τροποποίηση. Τα όσα αναφέρθηκαν στην πιο πάνω υπόθεση εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και εν προκειμένω στα γεγονότα της παρούσας αγωγής.

Δεν βρισκόμαστε ενώπιον της περίπτωσης όπου με τις αιτούμενες τροποποιήσεις προσπαθεί να εισαχθεί  βάση αγωγής, η οποία δεν υπήρχε κατά το χρόνο καταχώρησης του αρχικού δικογράφου. Αντίθετα βρισκόμαστε ενώπιον της περίπτωσης όπου προέκυψαν γεγονότα  μετά την καταχώρηση της αγωγής και τα οποία οι Αιτητές επικαλούνται για υποστήριξη της αρχικής αιτίας αγωγής  (FORCAN ν. HEMSLADE TRADING LTD κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. 43/2013, 6/11/2018), ECLI:CY:AD:2018:A479

Υπό το φως όλων των πιο πάνω περιλαμβανομένων της αναγκαιότητας της τροποποίησης και της γνησιότητας του αιτήματος κρίνω ότι η καθυστέρηση δεν θα πρέπει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας.  Αντίθετη προσέγγιση κρίνω πως θα αντιστρατευόταν τα ευρύτερα συμφέροντα της δικαιοσύνης εν' όψει του ότι η αιτούμενη τροποποίηση είναι, όπως και πιο αναφέρθηκε, αναγκαία για τον προσδιορισμό της διαφοράς μεταξύ των διαδίκων.

Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι θα πρέπει να ισχύσει ο κανόνας που επιτρέπει την τροποποίηση χωρίς η καθυστέρησή να προκαλέσει την ανατροπή του, με δεδομένο ότι η τροποποίηση δεν επιφέρει οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη βλάβη στην Καθ’ης η Αίτηση η οποία δεν μπορεί να αποζημιωθεί με έξοδα.

Συνεπακόλουθα η αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδονται διατάγματα ως η παράγραφος Α’,Β’, Β’ και Γ’ της αίτησης.

Τα έξοδα της υπό κρίση αίτησης επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών ενόψει και της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου περί της καθυστέρησης που υπήρξε για την προώθηση του αιτήματος τους.  Τα έξοδα που θα σπαταληθούν λόγω της τροποποίησης (thrown away expenses) επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών. Τα δε έξοδα θα είναι πληρωτέα στο τέλος της δικαστικής διαδικασίας.

 

 

(Υπ.) .......................................

  Μ. Χαραλάμπους, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο