ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ν. WVW RENAISSANCE CENTERS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 608/2017, 8/7/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ν. WVW RENAISSANCE CENTERS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 608/2017, 8/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 608/2017

Μεταξύ:

ΑΝΔΡΕΑ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ

                                                                                                        Ενάγοντας

            -και-   

 

1.    WVW RENAISSANCE CENTERS LTD

2.    Πηνελόπης Χατζηδαυίδ

3.    Μαρίας Κυριάκου

4.    Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

                                                                                    Εναγόμενους

Ημερομηνία: 08 Ιουλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα: κος Θ. Τριγκής μαζί με κο Θ. Παττίχη για Theodoros S. Tringis & Partners LLC

Για την Εναγόμενη 2: κος Χρ. Τιμοθέου μαζί με κο Στ. Κωνσταντίνου για X. Τιμοθέου και Λ. Νεοφύτου

Για την Εναγόμενη 3: κα Χρ. Χρίστου μαζί με κο Α. Κυριάκου για Φελλάς & Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε

ΑΠΟΦΑΣΗ

Εισαγωγή - Δικόγραφα

  1. Ο Ενάγοντας καταχώρησε στις 08/03/2017 την παρούσα αγωγή με κλητήριο ένταλμα για την απώλεια μιας χρυσής καδένας και του βαπτιστικού του σταυρού έπειτα από μια θεραπεία μασάζ στην οποία προέβη. Ειδικότερα, με την τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης ημερομηνίας 28/06/2017 ο Ενάγοντας δικογραφεί ότι την 17/06/2016 προσήλθε στο ινστιτούτο αισθητικής που διατηρούσε η Εναγόμενη 1 για να λάβει υπηρεσίες μασάζ. Η θεραπεία μασάζ πραγματοποιήθηκε από την Εναγόμενη 2, η οποία ήταν υπάλληλος της Εναγόμενης 1 κατά τον επίδικο χρόνο. Ο Ενάγοντας μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας αποχώρησε χωρίς να έχει στην κατοχή του τη χρυσή του καδένα στην οποία υπήρχε κρεμασμένος χρυσός σταυρός (εφεξής «τα Αντικείμενα») τα οποία φορούσε κατά την προσέλευση του. Δίνει λεπτομέρειες επί του συμβάντος και της επικοινωνίας που είχε με την Εναγόμενη 3, άλλη υπάλληλο της Εναγόμενης 1, στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης «Facebook», όπου σύμφωνα με τους δικογραφημένους του ισχυρισμούς, διαβεβαιώθηκε ότι τα Αντικείμενα είχαν εντοπιστεί. Την 21/06/2016 όταν ο Ενάγοντας προσήλθε να παραλάβει τα Αντικείμενα ενημερώθηκε ότι αυτά δεν βρίσκονταν στην κατοχή της Εναγόμενης 1 και έπειτα ο Ενάγοντας προέβη σε καταγγελία στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων της επαρχίας Λεμεσού. Καταγράφονται λεπτομέρειες αμέλειας και απάτης εναντίον των Εναγομένων 1-3 για πράξεις και παραλείψεις των εν λόγω προσώπων που οδήγησαν στην απώλεια των Αντικειμένων και γίνεται επίκληση και της αρχής Res Ipsa Loquitur Με την απαίτηση του ο Ενάγοντα αξιώνει διατάγματα με τα οποία να διατάσσονται οι Εναγόμενοι να επιστρέψουν τα Αντικείμενα, αποζημιώσεις ύψους €2,500, καθώς και γενικές αποζημιώσεις, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις στηριζόμενος στις βάσεις αγωγής της αμέλειας, απάτης, ιδιοποίησης, παράνομης επέμβασης και παράνομης κατακράτησης.

 

  1. Με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση ημερομηνίας 11/01/2018 αποδέχονται ότι παρείχαν υπηρεσίες ινστιτούτου κοσμητικής και αισθητικής και ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 ήταν υπάλληλοι της Εναγόμενης 1. Σε σχέση με τους ισχυρισμούς περί απώλειας των Αντικειμένων αρνούνται την οποιαδήποτε ευθύνη και αρνούνται ότι τα Αντικείμενα βρίσκονται στην κατοχή τους κατόπιν και σχετικού ελέγχου από την Αστυνομία στο κατάστημα της Εναγόμενης 1 και στις κατοικίες του προσωπικού της. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι για την απώλεια των Αντικειμένων ευθύνη φέρει ο Ενάγοντας. Αποδέχονται τη συνομιλία του Ενάγοντα με την Εναγόμενη 3, η οποία δεν βρισκόταν στο ινστιτούτο εκείνη τη μέρα και ισχυρίζονται ότι είχε λανθασμένη εντύπωση ότι αυτά είχαν ανευρεθεί. Αρνούνται το ύψος της αξίας των Αντικειμένων καθότι ο Ενάγοντας προέβη σε διαζευκτικούς ισχυρισμούς σε σχέση με την αξία σε διαφορετικές περιπτώσεις τις οποίες καταγράφουν. Σε σχέση με την νομική εφαρμογή της αρχής Res Ipsa Loquitor δικογραφείται ότι αυτή δεν μπορεί να τύχει επίκλησης λόγω του ότι το περιστατικό προέκυψε από ενέργειες του Ενάγοντα. Έπειτα δικογραφείται το περιεχόμενο συγκεκριμένης ανάρτησης του Ενάγοντα στο Facebook, σε σχέση με το πιο πάνω περιστατικό, το περιεχόμενου του οποίου θεωρούν δυσφημιστικό και ότι συνιστά λίβελλο, κακόβουλη ψευδολογία, για τα οποία αξιώνουν αποζημιώσεις με την ανταπαίτηση τους.

 

  1. Με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 26/01/2018 ο Ενάγοντας αρνείται ότι υπήρξε ο ίδιος αμελής για την απώλεια της καδένας και δικογραφεί ότι η Εναγόμενη 2 του ζήτησε να την αφαιρέσει. Συμφωνεί ότι έλαβε επιστολή από δικηγόρο των Εναγομένων για αυτά που του καταλογίζουν σε σχέση με το λίβελλο, αποδέχεται ότι προέβη στη σχετική ανάρτηση στο Facebook, πλην όμως, αυτή στάλθηκε μόνο σε πρόσωπα που ήταν φίλοι του Ενάγοντα και σε κάθε περίπτωση επικαλείται την υπεράσπιση της αλήθειας του κειμένου και ζητά την απόρριψη της ανταπαίτησης.

Διαδικασία

4.    Κατά την πρώτη δικάσιμο της ακροαματικής διαδικασίας η απαίτηση αποσύρθηκε και απορρίφθηκε εναντίον της Εναγόμενης 1 η οποία, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι έχει διαλυθεί. Για σκοπούς πληρότητας αναφέρω ότι η ανταπαίτηση απορρίφθηκε σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας αναφορικά με την Εναγόμενη 1 λόγω μη προώθησης, ενώ μεταγενέστερα αποσύρθηκε και απορρίφθηκε αναφορικά και με τις Εναγόμενες 2 και 3.

 

5.    Προς υποστήριξη των θέσεων του Ενάγοντα, δόθηκε μαρτυρία από τον ίδιο ενώ μετά την προσκόμιση μαρτυρίας από τον Ενάγοντα, κατατέθηκε το σύνολο του Ανακριτικού Φακέλου (Έγγραφο Β) που δημιουργήθηκε από την Αστυνομία, για σκοπούς διερεύνησης της καταγγελίας που υπέβαλε ο Ενάγοντας από αρμόδιο αστυνομικό, του οποίου η μαρτυρία περιορίστηκε αποκλειστικά στην κατάθεση του φακέλου χωρίς να ερωτηθεί για οτιδήποτε περαιτέρω. Για σκοπούς προώθησης της Υπεράσπισης δόθηκε μαρτυρία από την Εναγόμενη 3. Το σύνολο της προφορικής μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά που τηρήθηκαν και όλες οι γραπτές δηλώσεις και όλα τα τεκμήρια βρίσκονται κατατεθειμένα στον φάκελο της διαδικασίας. Με την ολοκλήρωση της προσκόμισης του συνόλου της μαρτυρίας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων παρέδωσαν τις γραπτές τους αγορεύσεις τους και αγόρευσαν προφορικά προωθώντας τις εκατέρωθεν θέσεις τους.

 

  1. Τα επιχειρήματα και όλη η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, αμφοτέρων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A113, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

Μαρτυρία

 

  1. Στην παρούσα ενότητα θα συνοψίσω την μαρτυρία των διαδίκων και επισημαίνω ότι δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω θα προχωρήσω να παραθέσω όσο το δυνατό πιο περιεκτικά την μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, παρά την έκταση αυτής, έχοντας όμως υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της (Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

Μαρτυρία Ενάγοντα

8.    Ο Ανδρέας Δημοσθένους με την γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Α), κατ' ουσίαν, επανέλαβε τις θέσεις του ως αυτές καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης καταθέτοντας αριθμό εγγράφων στα οποία θα αναφερθώ εκεί όπου χρειάζεται. Περιέγραψε τις συνθήκες υπό τις οποίες προσήλθε την 17/06/2016 στο ινστιτούτο της Εναγόμενης 1 για να λάβει υπηρεσίες μασάζ και την προπληρωμή στην οποία προέβη για αριθμό θεραπειών. Ισχυρίζεται ότι προτού αρχίσει το μασάζ η Εναγόμενη 2 του υπέδειξε ότι θα έπρεπε να αφαιρεθεί η καδένα με τον κρεμασμένο σταυρό. Αυτή αφαιρέθηκε από την Εναγόμενη 2 και τοποθετήθηκε σε ένα σταντ μακριά από τα υπόλοιπα αντικείμενα του.

 

9.    Μετά την ολοκλήρωση του μασάζ περιγράφει τη «μισοκοιμισμένη χαλαρωτική κατάσταση» στην οποία βρισκόταν. Παρόλου που παρέμεινε για λίγο στο χώρο μετά που αποχώρησε η Εναγόμενη 2, εντούτοις δεν θυμήθηκε να αναζητήσει τα Αντικείμενα του και αποχώρησε. Μόλις το αντιλήφθηκε, λίγα λεπτά αφού αποχώρησε, προσπάθησε να επικοινωνήσει με το ινστιτούτο το οποίο ήταν όμως ήδη κλειστό. Έπειτα επικοινώνησε με την Εναγόμενη 3, η οποία ήταν φίλη του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Προσκόμισε σχετικά μηνύματα στο «Facebook» (Τεκμήριο 3) στα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, η Εναγόμενη 3 του επιβεβαίωσε και τον καθησύχασε ότι τα Αντικείμενα ήταν εκεί που τα άφησε, να μην ανησυχεί καθότι θα φυλάσσονταν και θα μπορούσε να τα παραλάβει την Τρίτη 21/06/2016 (η Δευτέρα ήταν δημόσια αργία). Εντούτοις όταν μετέβη στο ινστιτούτου ενημερώθηκε ότι δεν κατείχαν τα αντικείμενα, αποχώρησε και προέβη σε καταγγελία στο τμήμα ανιχνεύσεως εγκληματών της αστυνομικής διεύθυνσης Λεμεσού.

 

10. Αναφορικά με την αγοραία αξία των Αντικειμένων εξήγησε ότι για την αγορά της χρυσής καδένας κατέβαλε το 2009 στο κατάστημα Atlantis Bolt στη Σαντορίνη (διευκρίνισε την ταυτότητα του καταστήματος, κατόπιν σχετικής ερώτησης του συνηγόρου του) το ποσό των €1,180 μέσω τραπεζικής πληρωμής (δέστε Τεκμήριο 4) πλέον €800 σε μετρητά. Σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της καδένας ισχυρίζεται ότι είναι χρυσή 18 καρατίων και βάρος περίπου 45 γραμμαρίων. Εικάζει ότι η καδένα ήταν γύρω στα 55 με 60 εκατοστά μήκος ενώ μισού πόντους πλάτος και παρουσίασε ανάλογη, κατά τον ίδιο, καδένα στο Δικαστήριο. Σε σχέση με το σταυρό ανέφερε ότι ήταν 18 καρατίων και βάρος περίπου 15 γραμμαρίων, ότι ήταν περίπου 4 εκατοστά μήκος και 2 πλάτος. Δεν ήταν σε θέση να αναφέρει οτιδήποτε σε σχέση με την αξία του καθότι ήταν ο βαφτιστικός του σταυρός, που αγοράστηκε περίπου το 1980 και έχει μεγάλή συναισθηματική αξία για αυτόν. Για αυτό το λόγο εξηγεί ότι η απώλεια του σταυρού, του δημιούργησε άγχος για αρκετούς μήνες. Καταληκτικά αναφέρεται στις ενέργειες του ΤΑΕ Λεμεσού όταν τον Ιανουάριο 2017 ενημερώθηκε ότι δεν θα προχωρούσαν με καταχώρηση ποινικής υπόθεσης. Προσκόμισε επιστολές που απέστειλαν νυν και προηγούμενοι δικηγόροι προς την Εναγόμενη 1 και γενικότερα εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι όλοι οι Εναγόμενοι φέρουν ευθύνη για την απώλεια των αντικειμένων του. Με διευκρινιστική ερώτηση πρόσθεσε ότι κατά τη διάρκεια της θεραπείας του, μπήκε άτομο μέσα στο δωμάτιο και μετά αποχώρησε.

 

11. Αντεξεταζόμενος αναφέρθηκε σχετικά με την αναφορά του στο Τεκμήριο 3 ότι «αν δεν βρεθεί έγκαιρα με καλό τρόπο θα αναγκαστώ να στήσω υπόθεση δικαστηρίου με δικηγόρο» δίδοντας την εξήγηση ότι για την αναφορά του «να στήσω» τελούσε υπό ψυχολογική πίεση και αυτό που εννοούσε ήταν ότι θα καταχωρήσει υπόθεση στο Δικαστήριο. Επιπλέον, εξήγησε ότι γνώριζε την Εναγόμενη 3 από προηγούμενες θεραπείες και ότι είχε ξαναπάει στο συγκεκριμένο χώρο στο παρελθόν. Δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί κατά πόσο υπέγραψε οποιοδήποτε έντυπο σχετικά με ευθύνη για απώλεια προσωπικών αντικειμένων, κατόπιν σχετική υποβολής.

 

12. Ερωτώμενος για το περιεχόμενο του Τεκμήριου 3 βάσει του περιεχόμενου του οποίου φαίνεται ότι υποψιαζόταν άλλα πρόσωπα και όχι την Εναγόμενη 2, λόγω των εκεί αναφορών του στην καθαρίστρια και στον «μάστρο» εξήγησε ότι προσπαθούσε να «...βγάλει νόημα ποιος πήρε την αλυσίδα και να πάρει πληροφορίες από την Εναγόμενη 3 και άρα δεν σημαίνει ότι δεν υποψιαζόταν και άλλους». Εξέφρασε την θέση ότι σε προηγούμενες θεραπείες μασάζ ουδέποτε του αφαιρείτο ο σταυρός ή η καδένα. Επιπλέον, αντεξετάστηκε σε σχέση με την αναφορά στην Έκθεση Απαίτηση για τις συνθήκες αφαίρεσης των Αντικειμένων και επανέλαβε σε αρκετές υποβολές ότι αυτά αφαιρέθηκαν από την Εναγόμενη 2 λόγω αναπηρίας από την οποία υποφέρει. Όσον αφορά το χώρο όπου τοποθετήθηκαν τα Αντικείμενα μετά την αφαίρεση τους, είπε ότι τοποθετήθηκαν σε μια γωνιά, όχι μαζί με τα υπόλοιπα ρούχα που ήταν στο δίπλα άδειο κρεβάτι αλλά δεν έδωσε σημασία που τοποθετήθηκαν, ενώ ο ίδιος πίστευε ότι θα τοποθετούνταν μαζί με τα υπόλοιπα πράγματα του.

 

13. Σε άλλη θεματική κατά την αντεξέταση, ερωτήθηκε για τη θέση που εξέφρασε ότι κατά το μασάζ μπήκε στο δωμάτιο κάποιο πρόσωπο και εξήγησε ότι φορούσε την ίδια στολή με την Εναγόμενη 2. Σε υποβολή ότι υπάρχει πιθανότητα αυτό το πρόσωπο να μπήκε και να πήρε τα Αντικείμενα ισχυρίστηκε ότι αν αυτό το πρόσωπο τα έπιασε αυτό θα ήταν σε γνώση της Εναγόμενης 2. Κατά την αντεξέταση του επί του ίδιου θέματος, από τη συνήγορο της Εναγόμενη 3 πρόσθεσε ότι η Εναγόμενη 2 συνομιλούσε μαζί με το εν λόγω άτομο για 2-3 λεπτά. Σε υποβολή ότι υπάρχει πιθανότητα να πήρε τα Αντικείμενα το εν λόγω πρόσωπο, διευκρίνισε ότι το πρόσωπο ήταν στην είσοδο του δωματίου. Μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας μασάζ εξήγησε ότι παρέμεινε 1-2 λεπτά μόνος του για να ντυθεί και δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει ή όχι κατά πόσο ο σταυρός και η καδένα βρίσκονταν εκεί καθότι μετά τη θεραπεία «με έκανε στην κατάσταση που ήμουν να ξεχαστώ». Επιπλέον κατόπιν ερώτησης. Αναφέρθηκε στον χρόνο που αποχώρησε και πότε θυμήθηκε τα Αντικείμενα, όταν πλέον το ινστιτούτου ήταν κλειστό.

 

14. Ερωτήθηκε για το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 και του υποβλήθηκε ότι δεν σχετίζεται με την αγορά καδένας, θέση την οποία αρνήθηκε. Δεν ήταν σε θέση να παραπέμψει σε οποιοδήποτε έγγραφο που να καταδεικνύει είτε τα χαρακτηριστικά είτε της χρυσής καδένας είτε του χρυσού σταυρού (μήκος, πλάτος, καράτια) και αμφισβητήθηκε η αξία τους. Ο Ενάγοντας προσπάθησε να υποδείξει στο Δικαστήριο με τα χέρια του το μέγεθος του σταυρού και υποστήριξε  ότι «Ένας χρυσός σταυρός γνωρίζω περίπου πόσα κοστίζει». Συμφώνησε με σχετική υποβολή ότι δεν είναι χρυσοχόος ούτε ειδικός σε ζητήματα χρυσοχοΐας. Σε άλλο σημείο αντεξετάστηκε σε σχέση με τις αναφορές του για την αξία της καδένας, με αναφορές στα Τεκμήρια 7 και 8 βάσει των οποίων ο ίδιος σε διαφορετικά χρονικά σημεία ισχυρίστηκε ότι η αξία ήταν €3,000 αλλού €5000 και τώρα αξιώνει το ποσό των €2,500 και μεταξύ άλλων, δήλωσε ότι «Δεν γνώριζα την αξία του σταυρού και προσπαθούσα με εικασίες, για αυτό διαφοροποιούνται οι τιμές».

 

15. Στη συνέχεια εξήγησε εκ νέου ότι τα Αντικείμενα δεν ανευρέθηκαν και ότι δεν καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση μετά την καταγγελία του. Σε υποβολή ότι η Εναγόμενη 2 δεν σχετίζεται με την απώλεια των Αντικειμένων ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι έφερε ευθύνη καθότι δεν του τοποθέτησε πίσω τα Αντικείμενα μετά το μασάζ και θεωρεί ότι έχει άμεση σχέση με την κλοπή του. Αντεξεταζόμενος σε σχέση με την εμπλοκή της Εναγόμενης 3 αν και συμφωνεί ότι δεν την είδε στο χώρο του ινστιτούτου δεν έπρεπε να του αναφέρει ότι βρήκαν τα Αντικείμενα και να καθησυχαστεί, αλλά να του πει δεν γνωρίζω αν αυτό ίσχυε. Διαφώνησε με υποβολή ότι η Εναγόμενη 3 ήθελε να τον βοηθήσει και πιστεύει ότι οι ενέργειες της ήταν για να τον καθυστερήσει και για να τον παραπλανήσουν μέχρι να εξαφανίσουν τα Αντικείμενα. Ο ίδιος θεωρεί ότι η Εναγόμενη 3 ήταν η αιτία να μην πάει στην Αστυνομία την ίδια ημέρα και να ανοίξουν το ινστιτούτο.

Μαρτυρία Εναγόμενης 3

 

16. Η Μαρία Κυριάκου υιοθέτησε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, η οποία κατατέθηκε ως «Έγγραφο Γ» και σε αυτή αναφέρθηκε στο ιστορικό εργοδότησης της με την Εναγόμενη 1. Την 17/06/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 εξήγησε ότι λόγω αδιαθεσίας δεν πήγε στην εργασία της και έπειτα περιγράφει τα μηνύματα τα οποία αντάλλαξε την ίδια ημέρα με τον Ενάγοντα (Τεκμήριο 3) με τον οποίο ήταν διαδικτυακοί φίλοι, που γνωρίστηκαν κατόπιν προηγουμένων επισκέψεων του στο ινστιτούτου, που τότε δούλευε με άλλη ονομασία.

 

17. Κατά την επικοινωνία της με τον Ενάγοντα, τον ενημέρωσε ότι απουσίαζε από τη δουλειά τη συγκεκριμένη μέρα και εκείνος εξήγησε ότι τα Αντικείμενα αφαιρέθηκαν από την Εναγόμενη 2. Η ίδια εξήγησε ότι δεν έχει κλειδιά ούτε πρόσβαση στο ινστιτούτο όταν είναι κλειστό. Αναφέρθηκε σε φωνητικό μήνυμα που έστειλε στην Εναγόμενη 2 ενημερώνοντας την για τα όσα της είχε αναφέρει ο Ενάγοντας. Η Εναγόμενη 2 της απάντησε «ναι το ξέχασα και μετά πήγε και καθάρισε η Αθηνά» και έτσι η Εναγόμενη 3 της είπε ότι θα μιλούσε με την Αθηνά. Η Εναγόμενη 3 περιγράφει ότι επικοινώνησε με την Αθηνά που της είπε ότι δεν καθάρισε το δωμάτιο και της είπε ότι η Εναγόμενη 2 αποχώρησε νωρίτερα εκείνη τη μέρα από την εργασία της. Αποδέχεται ότι ανέφερε στον Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη 2 της είπε ότι είδε εκεί την καδένα, την οποία όμως ξέχασε να πάρει πάνω
και ότι του είπε ότι είχαν πάει να καθαρίσουν το δωμάτιο και θα πρέπει να την είχαν φυλάξει. Εντούτοις, θεωρεί ότι το αντιλήφθηκε λανθασμένα καθότι υπέθεσε ότι θα ήταν εκεί τα Αντικείμενα στο χώρο του μασάζ, όπως έτυχε και άλλες φορές που ξέχασαν πελάτες αντικείμενα τους, εφόσον θεωρούσε ότι δεν την έπιασε ούτε η Αθηνά ούτε και η Εναγόμενη 2. Αυτό που εννοούσε ήταν ότι αν τα έβρισκαν δεν υπήρχε περίπτωση να μην φυλαχθεί.

 

18. Έπειτα περιγράφει ότι την 21/06/2016 που πήγε στη δουλειά κλήθηκε στο γραφείο της διευθύντριας, ενημερώθηκε από την Αστυνομία για την καταγγελία του Ενάγοντα και έδωσε κατάθεση ενημερώνοντας τους για τα μηνύματα που αντάλλαξε με τους συναδέλφους της. Η οικία της δεν ερευνήθηκε καθότι δεν ήταν δουλειά εκείνη την ημέρα και επιπλέον δήλωσε ότι εξ όσων γνωρίζει η Αστυνομία δεν εντόπισε οτιδήποτε είτε σπίτι της Εναγόμενης 2 είτε σπίτι της Αθηνάς. Γενικότερα πιστεύει ότι προσπάθησε να βοηθήσει τον Ενάγοντα και δεν καταλαβαίνει γιατί η αγωγή καταχωρήθηκε εναντίον της και θεωρεί ότι δεν έχει καμία ευθύνη.

 

19. Αντεξεταζόμενη, κατόπιν υπόδειξης του συνηγόρου του Ενάγοντα, υιοθέτησε το σύνολο της κατάθεσης της που έδωσε στην Αστυνομία ημερομηνίας 21/06/2016 (μέρος του Εγγράφου Β) και με την προφορική της μαρτυρία επανέλαβε ότι τότε εργαζόταν ως αισθητικός, ότι 17/06/2016 απουσίαζε από την εργασία της και έδωσε λεπτομέρειες για το ωράριο εργασίας της και εξήγησε ότι αρμοδιότητα για τον καθαρισμό του χώρου των μασάζ είχε η καθαρίστρια. Ερωτώμενη σχετικά με την γενικότερη πολιτική φύλαξης αντικείμενων εξήγησε ότι τύγχανε αρκετές φορές να ξεχνούν πελάτες αντικείμενα τα οποία φυλάγονταν σε χώρο στην κουζίνα που ήταν σε άλλο όροφο και δεν υπήρχε άλλο ειδικός χώρος φύλαξης αντικειμένων. Εξήγησε ότι στο χώρο του ινστιτούτου δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση σχετικά με αντικείμενα που χάνονταν ούτε υπέγραφαν οι πελάτες οποιοδήποτε έντυπο πριν την παροχή των υπηρεσιών. Επιπλέον διευκρίνισε ότι πλην της επικοινωνίας με την Εναγόμενη 2 για την ανεύρεση των Αντικειμένων την 17/06/2016 δεν είχε άλλη επικοινωνία μαζί της μέχρι την 21/06/2016. Όταν μετέβη στο χώρο του ινστιτούτου ήταν εκεί ήδη η αστυνομία και ρώτησε τις συναδέλφους της, τι συνέβη. Εξήγησε ότι η συνήθης πρακτική ήταν να αφαιρούνται κοσμήματα τα οποία τοποθετούνταν σε τραπεζάκι, ειδικά αν θα έκαναν μασάζ στο σβέρκο.

 

20. Ερωτώμενη για την αλληλουχία γεγονότων επικοινωνίας με την Εναγόμενη 2 και την Αθηνά επιβεβαίωσε ότι η Πηνελόπη της είπε ότι άφησε την καδένα στο χώρο και ότι πήγε η Αθηνά να καθαρίσει. Επανέλαβε ότι εσφαλμένα θεώρησε ότι τα Αντικείμενα θα βρίσκονταν στο χώρο του μασάζ επειδή θεώρησε ότι δεν τα έπιασαν οι άλλες κοπέλες. Της ζητήθηκε να διευκρινίσει ποια ακριβώς ήταν η λανθασμένη αντίληψη και εξήγησε ότι αυτό που αναφέρεται είναι για το ότι τα Αντικείμενα θα βρίσκονταν εκεί στο χώρο του μασάζ.

 

21. Επιβεβαίωσε ότι 17/06/2016 μίλησε με την Αθηνά και ότι η ίδια της ανέφερε ότι δεν πήγε να καθαρίσει. Της ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί μετά το τηλεφώνημα με την Αθηνά ήταν αυτό το περιεχόμενο των μηνυμάτων της με τον Ενάγοντα και γιατί δεν επικοινώνησε με τον Ενάγοντα για να του πει ότι έκανε λάθος σχετικά με τις αναφορές της ότι βρέθηκαν τα Αντικείμενα. Η ίδια εξήγησε ότι ήταν επειδή έτυχε πολλές φορές να ξεχαστούν πράγματα  και να βρεθούν εκεί που αφέθηκαν «δεν είχα έννοια που να φανταστώ εγώ ότι θα κλαπεί η καδένα».

 

22. Της υποβλήθηκε ότι ήταν η αιτία που ο Ενάγοντας δεν έκανε αυθημερόν καταγγελία στην Αστυνομία με την ίδια να επαναλαμβάνει ότι υπέθεσε ότι θα βρίσκονταν εκεί τα Αντικείμενα. Αρνήθηκε υποβολές ότι είναι μια από τις κύριες αιτίες που ο Ενάγοντας είναι σήμερα στο παρόν Δικαστήριο όπου σε σχετικές υποβολές απάντησε μεταξύ άλλων «Δεν καταλαβαίνω τον λόγο γιατί έφταιξα». Τι έπρεπε να κάνω εγώ; Ήμουν μια απλή υπάλληλος». Αρνήθηκε ότι ήρθε να βοηθήσει την Εναγόμενη 2, για την οποία σε προγενέστερο σημείο της αντεξέτασης εξήγησε ότι «χαθήκαμε έχει 8 χρόνια να την δω».

Ευρήματα επί παραδεκτών ή μη αμφισβητουμένων γεγονότων

23. Από το σύνολο των δικογραφημένων θέσεων και του μαρτυρικού υλικού προκύπτει αριθμός παραδεκτών ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων και τα οποία σχετίζονται με τα επίδικα. Ειδικότερα, με βάση το σύνολο της μαρτυρίας τα ακόλουθα συνιστούν κατά την κρίση μου περαιτέρω παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

 

·         Ο Ενάγοντας προσήλθε την 17/06/2016 στο ινστιτούτου αισθητικής που λειτουργούσε η Εναγόμενη 1 όπου του προσφέρθηκαν υπηρεσίες μασάζ από την Εναγόμενη 2, η οποία ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο υπάλληλος της Εναγόμενης 1, υπηρεσίες για τις οποίες είχε προπληρώσει το ποσό των €50. Κατά την προσέλευση του φορούσε χρυσή καδένα στην οποίο κρεμόταν ένας χρυσός σταυρός τα οποία αφαιρέθηκαν από το σώμα του κατά τη διάρκεια του μασάζ. Μετά την ολοκλήρωση του μασάζ, η Εναγόμενη 2 αποχώρησε από το χώρο, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια επιστροφής των Αντικειμένων ενώ ο Ενάγοντας παρέμεινε στο δωμάτιο για 1-2 λεπτά, δεν θυμήθηκε να αναζητήσει τα επίδικα Αντικείμενα και αποχώρησε γύρω στις 17:50μ.μ. Όταν ο Ενάγοντας συνειδητοποίησε ότι τα είχε ξεχάσει προσπάθησε να επικοινωνήσει με αριθμούς τηλεφώνου στην εξώπορτα του ινστιτούτου, το οποίο είχε ήδη κλείσει για την ημέρα και όταν αυτό δεν κατέστη δυνατό επικοινώνησε με την Εναγόμενη 3. Δεν υπήρχε οποιαδήποτε ειδοποίηση στο ινστιτούτο της Εναγόμενης 1 αναφορικά με απολεσθέντα αντικείμενα, ούτε οι πελάτες υπέγραφαν οποιοδήποτε σχετικό έντυπο για απώλεια αντικειμένων πριν την πραγματοποίηση μασάζ.

 

·         Η Εναγόμενη 3 εργαζόταν ως υπάλληλος στην Εναγόμενη 1 κατά την επίδικη περίοδο και την 17/06/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 απουσίαζε από το χώρο εργασίας της. Η Εναγόμενη 3 γνώριζε τον Ενάγοντα από θεραπείες μασάζ στο παρελθόν. Κατά τη διενέργεια μασάζ τυχόν κοσμήματα ή άλλα αντικείμενα αφαιρούνταν και τοποθετούνταν σε τραπεζάκι και οι πελάτες τα λάμβαναν και έφευγαν. Η Εναγόμενη 1 δε διατηρούσε συγκεκριμένο χώρο φύλαξης αντικειμένων που αφήνονταν από πελάτες, κάτι το οποίο τύγχαινε αρκετές φορές, αλλά τυχόν αντικείμενα που αφήνονταν μεταφέρονταν στο χώρο της κουζίνας.

 

·         Ο Ενάγοντας συνομίλησε με την Εναγόμενη 3 την 17/06/2016 στο «Facebook» ως το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 3, μεταξύ άλλων, ενημερώνοντας την ότι είχε ξεχάσει τα Αντικείμενα και ότι είχε κάνει μασάζ με την Εναγόμενη 2. Η Εναγόμενη 3 προσπάθησε να εξακριβώσει αν τα εν λόγω αντικείμενα είχαν εντοπιστεί. Η Εναγόμενη 3, απέστειλε μήνυμα στον Ενάγοντα με το εξής περιεχόμενο «είπε μου η Πηνελόπη είδε την ήταν εκεί και εξέχασε να την πάρει πάνω επήαν εκαθαρίσαν so πρέπει να την εφύλαξαν οι άλλες εννα ρωτήσει μια κορούα που εκαθάρισε να μας πει»  (το περιεχόμενο του μηνύματος είναι γραμμένο με αγγλικούς χαρακτήρες στο Τεκμήριο 3 και αποδίδεται με ελληνικούς χαρακτήρες από το Δικαστήριο). Η Εναγόμενη 3 επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Αθηνά στις 10:37μ.μ η οποία της ανέφερε «όχι δεν εκαθάρισα εγώ το δωμάτιο του μασάζ και έφυγε και πιο γρήγορα η Πηνελόπη και άφηκε με μόνη μου» (σχετικές αναφορές στην κατάθεση της ημερομηνίας 21/06/2016 που αποτελεί μέρος του Εγγράφου Β). Την 17/06/2016 και ώρα 10:39μ.μ η Εναγόμενη 3 έστειλε μήνυμα στον Ενάγοντα «Η καδένα εν εκεί που την άφησες εν την πείραξε κανένας την Τρίτη πέρνα να την πάρεις Ανδρέα μου» (το περιεχόμενο του μηνύματος είναι γραμμένο με αγγλικούς χαρακτήρες στο Τεκμήριο 3 και αποδίδεται με ελληνικούς χαρακτήρες από το Δικαστήριο). Ο Ενάγοντας δεν προέβη σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια αναζήτησης των Αντικείμενων, συμπεριλαμβανομένου μετά την επικοινωνία του με την Εναγόμενη 3. 

 

·         Ο Ενάγοντας  προσήλθε στο ινστιτούτο της Εναγόμενης 1 την 21/06/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 όπου ενημερώθηκε ότι τα Αντικείμενα δεν είχαν τελικά εντοπιστεί. Στη συνέχεια ο Ενάγοντας προέβη την 21/06/2016 στην υποβολή καταγγελίας στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού. Οι Εναγόμενες 2 και 3 καθώς και άλλα πρόσωπα ανακρίθηκαν από την Αστυνομία σχετικά με διερευνώμενο συμβάν κλοπής της καδένας και κατόπιν διερεύνησης της υπόθεσης δεν καταχωρήθηκε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ούτε και εντοπίστηκαν τα Αντικείμενα.

Αξιολόγηση της μαρτυρίας

24. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πραγματοποιείται προκειμένου να προβεί το Δικαστήριο σε ευρήματα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και στη συνέχεια στηριζόμενο σε αυτά να εξετάσει αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Ως επί το πλείστον, ζητήματα αξιοπιστίας εγείρονται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138).

 

25. Επισημαίνεται ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν και είναι σχετικά με τα επίδικα και δεν επεκτείνεται σε θέματα που δεν δικογραφούνται ή σε θέματα που έχουν εγερθεί πρώτη φορά είτε μέσω της μαρτυρίας είτε μέσω των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων και άρα τέτοια μαρτυρία δεν λαμβάνεται υπόψη (Παπαγεωργίου ν Κλάππας Invstment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24) και  ΑΝΤΩΝΙΑ ΠΗΛΙΝΑ v. PASCAL EDUCATION LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 222/2015, 22/11/2023). Επιπλέον, έχει λεχθεί σε πληθώρα αποφάσεων ότι μαρτυρία που κατατίθεται έστω και χωρίς ένσταση και που τελικά φαίνεται ότι δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία πρέπει να αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου (Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826, DEMARI KRONOS LIMITED v. MICHAEL LESLIE GRAY κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2014, 22/2/2023, ECLI:CY:AD:2023:A62.

 

26. Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Για σκοπούς αξιολόγησης έλαβα υπόψη αριθμό νομολογιακών αναγνωρισμένων παραγόντων όπως την πληρότητα και σαφήνεια και αμεσότητα στον τρόπο περιγραφής των γεγονότων την ύπαρξη γενικών και αορίστων αναφορών, υπεκφυγών ή ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών στη σχετική μαρτυρία,  αλλά και την γενικότερη λογικοφάνεια της εκδοχής που προβάλλεται καθώς και την ύπαρξη ή την απουσία οποιουδήποτε προσωπικού συμφέροντος του προσώπου που προσκομίζει την μαρτυρία (Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 ΑΑΔ 2192,  Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506, Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση 185/2012, 19/04/2018), ECLI:CY:AD:2018:A179.

 

27. Το Δικαστήριο προχωρεί με προσοχή στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με αντιπαραβολή των θέσεων των διαδίκων αλλά και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία και το περιεχόμενο, η πειστικότητα και η ποιότητα της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ 1056,  Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Π.Έ. 328/2011, ημερ. 31/05/2017, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2014, 8/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D243. Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (Φάρμα Ρένος Χ" ωάννου Δημοσια Εταιρεία Λτδ ν. Χίννη (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1331, ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ v. ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2013, 26/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:A403. Στη βάση των πιο πάνω αρχών, τυχόν μαρτυρία που προσκομίστηκε και σχετική αντεξέταση επί θεμάτων που δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα, που εκφεύγουν εξ ολοκλήρου των δικογραφημένων θέσεων των μερών ή επί θεμάτων που περιορίστηκαν  από τους συνηγόρους καθηκόντως θα αγνοηθεί και δεν θα τύχει περαιτέρω σχολιασμού. Ειδικότερα, θα αγνοηθεί μαρτυρία που  αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες ο Ενάγοντας αποφάσισε να του παρασχεθούν οι υπηρεσίες μασάζ στο ινστιτούτο που διατηρούσε η Εναγόμενη 1 ως άσχετη με τα επίδικα θέματα της παρούσας, πλην την αναφορά του σχετικά με το ποσό που ήδη προπλήρωσε και ήδη αποτελεί μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου.

Μαρτυρία Ενάγοντα

28. Ο Ενάγοντας κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας του ήταν εμφανέστατα αγχωμένος και σε αριθμό απαντήσεων του κατά την αντεξέταση του, επιδείκνυε ιδιαίτερα νευρική συμπεριφορά προς τους συνήγορους των Εναγομένων. Τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτουν κατά την κρίση μου από την έντονη συναισθηματική φόρτιση που τον διακατείχε κάτι που σε κάποιο βαθμό μπορεί να δικαιολογηθεί από την απώλεια του βαπτιστικού του σταυρού, αντικείμενο που εκ της φύσεως του, ως ζήτημα ανθρώπινης εμπειρίας, ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Παρεμβάλλω ότι δεν απαιτείτο η προσκόμιση οποιασδήποτε επιπρόσθετης μαρτυρίας ως προς την αγχωτική και άσχημη ψυχολογική του κατάσταση όπως επιχειρηματολογούν οι συνήγοροι των Εναγόμενων 2 και 3, με δεδομένο ότι ο Ενάγοντας δεν αναφέρθηκε σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη ιατρική ψυχολογική πάθηση. Σε κάθε περίπτωση, παρά τα πιο πάνω αποφαίνομαι ότι κατέθεσε κατά την άποψη μου με ειλικρίνεια ενώπιον του Δικαστήριο και άλλωστε  πλείστα εκ των γεγονότων στα οποία αναφέρθηκε και που περιστοιχίζουν την παρούσα υπόθεση παρέμειναν αναντίλεκτα και αδιαμφησβήτητα εξ ου και ήδη αποτελέσαν ευρήματα του Δικαστηρίου. Αποδέχομαι ως πειστική και εύλογη την εξήγηση που έδωσε για το λόγο που δεν θυμήθηκε να αναζητήσει τα Αντικείμενα μετά την ολοκλήρωση του μασάζ, δηλαδή ότι βρισκόταν σε μια «μισοκοιμισμένη χαλαρωτική κατάσταση», θέση που ούτως η άλλως ουδόλως αμφισβητήθηκε, καθότι ως ζήτημα κοινής λογικής και ανθρώπινης εμπειρίας η λήψη τέτοιας υπηρεσίας για μη αμελητέο χρονικό διάστημα, εκ της φύσεως της δύναται να προκαλέσει κάποια χαλάρωση και προσθέτω αφηρημάδα σε σχέση με την προσοχή που θα επιδεικνύετο υπό άλλες συνθήκες σε σχέση με προσωπικά αντικείμενα.

 

29. Αντίθετα με τα όσα επιχειρηματολόγησαν οι συνήγοροι των Εναγόμενων δεν υφίσταται οποιαδήποτε αντίφαση τέτοιας έκτασης ή οποιαδήποτε εγγενή δυσκολία που να εκθεμελιώνει την αξιοπιστία του. Ειδικότερα σε σχέση με την αφαίρεση της καδένας παρατηρώ ότι υπήρξε προσπάθεια ανάδειξης αντίφασης με τη δικογραφημένη του θέση «ζήτησε από τον ειρημένο να βγάλει τη χρυσή καδένα και σταυρό..» σε σχέση με την προφορική του μαρτυρία και δη ότι δεν αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης ότι αφαίρεσε η Εναγόμενη 2 τα Αντικείμενα από τον Ενάγοντα. Κατόπιν προσεκτικής μελέτης των πρακτικών και των δικογράφων στην πραγματικότητα ουδεμία τέτοια αντίφαση προκύπτει καθότι ο δικογραφημένος ισχυρισμός δεν είναι αντιφατικός από την προσκομισθείσα μαρτυρία ότι δηλαδή του ζητήθηκε να αφαιρέσει την καδένα και έπειτα την αφαίρεσε η Εναγόμενη 2.  Επιπλέον, οι συνήγοροι των Εναγομένων 2 και 3 εστιάζουν στο γεγονός ότι ο Ενάγοντας δεν ανέφερε προηγουμένως ότι έχει μερική αναπηρία στο ένα χέρι, παρά μόνο κατά την αντεξέταση του, κάτι που ομολογουμένως όντως θα μπορούσε να είχε αναφερθεί κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας του στο στάδιο της κυρίως εξέτασης. Εντούτοις, κατά την κρίση μου αυτή η παράλειψη του, όταν εξεταστεί συνδυαστικά με το γεγονός ότι i) σύμφωνα με τα λεγόμενα του, δεν είχε αναφέρει την ύπαρξη της αναπηρίας του στην Εναγόμενη 2, κάτι που καταδεικνύει και το ανεπιτήδευτο της μαρτυρίας του (Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320) -  αν η πρόθεση του ήταν να πει ψέματα για την αναπηρία του όπως αφήνεται να νοηθεί από τους συνήγορους των Εναγομένων, ii) δεν του υποβλήθηκε ότι είναι ο ίδιος που αφαίρεσε τα αντικείμενα ώστε να μπορούσε να αποκτήσει ενδεχομένως δυναμική η παράλειψη του Ενάγοντα να αναφερθεί στην αναπηρία του και iii) δεν προσκομίστηκε αντίθετη σχετική μαρτυρία επί της αφαίρεσης των Αντικειμένων,  τότε το όλο ζήτημα της αληθοφάνειας αυτής της εκδοχής δεν έχει ευρύτερα τη δυναμική που του αποδίδουν οι συνήγοροι των Εναγομένων, καθότι δεν επιδρά με κάποιο στον τρόπο στη δημιουργία αντίφασης επί της βασικής και αρχικής του θέσης, ότι είναι η Εναγόμενη 2 που του αφαίρεσε τα Αντικείμενα, κάτι το οποίο καθίσταται εύρημα μου. Σε κάθε περίπτωση ελλείψει σχετικής ιατρικής μαρτυρίας δεν μπορεί να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω για την όποια αναπηρία αλλά ούτε και απαιτείται για σκοπούς επίλυσης της παρούσας διαφοράς.

 

30. Ομοίως απορρίπτω και την επιχειρηματολογία της συνηγόρου της Εναγομένης 3 ότι ο Ενάγοντας περιέπεσε σε αντιφάσεις και ψεύδη στην προώθηση των θέσεων του. Ειδικότερα, η συνήγορος της Εναγόμενης 3 παραπέμπει στο περιεχόμενο των μηνυμάτων στο Τεκμήριο 3 τα οποία θεωρεί ότι είναι αντιφατικά με τα όσα ανέφερε ο Ενάγοντας, ήτοι ότι δεν του λέχθηκε ότι είχαν ανευρεθεί και φυλαχθεί τα αντικείμενα. Προσεχτική μελέτη του περιεχόμενου του Τεκμηρίου 3 και αναφέρομαι στο τελευταίο μήνυμα της Εναγόμενης 3 προς τον Ενάγοντα, τουλάχιστο την 17/06/2016, «η καδένα εν εκεί που την άφησες εν την πείραξε κανένας την Τρίτη πέρνα να την πάρεις Ανδρέα μου» αβίαστα καταδεικνύει ότι ουδεμία παραποίηση υπήρξε στα λεγόμενα της. Η πιο πάνω ανεπιφύλαχτη αναφορά της Εναγόμενης 3, ανεξάρτητα από το τι όντως γνώριζε και πίστευε η ίδια και τι όχι, όπως τέθηκε στον Ενάγοντα ήταν ξεκάθαρη και δεν επιδεχόταν διαζευκτικών ερμηνειών και εύλογα οδήγησε τον Ενάγοντα στη δημιουργία αυτής της αντίληψης που μετέφερε στο Δικαστήριο.

 

31. Συνεπεία των πιο πάνω αποδέχομαι και ως πλήρως πειστική τη θέση που ανέφερε ο Ενάγοντας, ότι δηλαδή στηρίχθηκε στα όσα του ανέφερε η Εναγόμενη 3 και άλλωστε μια τέτοια δήλωση κρίνω ότι ως ζήτημα κοινής λογικής είχε την συνέπεια ότι ο Ενάγοντας δεν θα προέβαινε σε οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες αναζήτησης των Αντικειμένων. Ομοίως αβάσιμη είναι η εισήγηση  από τον συνήγορο της Εναγόμενης 2, ότι η χρήση των λέξεων «να στήσει» (Τεκμήριο 3) υπόθεση δύναται να εκληφθεί εύλογα ως προσπάθεια του να κατασκευάσει την παρούσα απαίτηση κατά τρόπο ώστε να μην θεωρείται γνήσια, πόσο μάλλον ενόψει του αναντίλεκτου γεγονότος της απώλειας των Αντικειμένων μετά τη θεραπεία μασάζ. Άλλωστε, η εξήγηση του Ενάγοντα ότι αυτό που εννοούσε ήταν την έναρξη δικαστικής διαδικασίας κρίνεται ως πλήρως πειστική και εύλογη. Κατ΄ ουσίαν αυτό που εισηγούνται οι συνήγοροι της Εναγόμενης 2 είναι ότι ο Ενάγοντας προωθεί την παρούσα αβάσιμα και ανέντιμα. Κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω ότι είναι καλά νομολογημένο ότι οι υποβολές συνηγόρων δεν περιβάλλονται από συμφυή αποδεικτική αξία. Όταν αυτές απορρίπτονται από ένα μάρτυρα, στην απουσία προσκόμισης της αναγκαίας μαρτυρίας, από την πλευρά που προβάλει τον ισχυρισμό προς τεκμηρίωση του αντίθετου ισχυρισμού η υποβολή παραμένει απλά ως ένας μετέωρος και αθεμελίωτος ισχυρισμός (ΣΤΕΓΗΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ «ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ» ΚΑΪΜΑΚΛΙΟΥ v. ΑΡΓΥΡΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 32/14, 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Στην προκειμένη οι υποβολές περί «στημένης υπόθεσης» παρέμειναν ατεκμηρίωτες.

 

32. Ούτε η όποια διαφαινόμενη αντίφαση, όπως αυτή προκύπτει από τη μαρτυρία του Ενάγοντα, ως προς την αξία των Αντικειμένων δεν είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να καθιστά τη μαρτυρία του αναξιόπιστη στο σύνολο της καθότι δεν δημιουργεί οποιοδήποτε ρήγμα στην αλληλουχία γεγονότων, αυτών που τουλάχιστο εμπίπτουν στη σφαίρα γνώσης του Ενάγοντα σχετικά με την απώλεια των Αντικειμένων. Επί τούτου είναι λογική η εξήγηση που έδωσε ήτοι ότι δεν γνώριζε την αξία του βαπτιστικού του σταυρού που αγοράστηκε το 1980 κάτι που τον οδήγησε στην προβολή διαφορετικών ισχυρισμών για την αγοραία αξία των αντικειμένων. Συνεπεία των πιο πάνω, κρίνω ότι η μαρτυρία του είναι αξιόπιστη και το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί σε αυτή για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων.

 

33. Το γεγονός ότι ένας μάρτυρας έχει κριθεί αξιόπιστος δεν συνεπάγει και την αποδοχή της μαρτυρίας του στο σύνολο της καθότι μέρος της μαρτυρίας του Ενάγοντα δεν ήταν επαρκώς σαφές και συγκεκριμένο ενώ άλλοτε προωθούνταν ισχυρισμοί με μοναδικό σκοπό στην επίρριψη ευθυνών στους Εναγόμενους για την απώλεια των Αντικειμένων. Ειδικότερα,  η μαρτυρία του σε σχέση με την απώλεια των Αντικειμένων στην έκταση που μέσω αυτής αποδίδει έμμεσα μια σκευωρία, αν και δεν χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη, ή για να το θέσω διαφορετικά όταν από τη μαρτυρία του αναδύεται η θέση βάσει της οποίας πρόσωπα, μεταξύ άλλων, οι Εναγόμενες 2 και 3 συνεργάστηκαν για «να εξαφανίσουν τα Αντικείμενα», και που απολήγει στην προβολή ισχυρισμών από τον Ενάγοντα του είδους ότι οι Εναγόμενες 2 και 3 «εμπλέκονται» στην «κλοπή»  ή ότι η Εναγόμενη 3 συγκεκριμένα τον «παραπλάνησε» παρέμειναν στη σφαίρα της εικασίας. Είναι ενδεικτική η εξής αναφορά από τον Ενάγοντα κατά την αντεξέταση του από την Εναγόμενη 3:

 

 Ε.       Λέτε ότι η Εναγόμενη 3 έγινε η αιτία να απωλέσεις το σταυρό.

 Α.       Σας έχω ήδη πει ήταν η αιτία για να μην πάω στην Αστυνομία την ίδια στιγμή για να ανοίξουν το ινστιτούτο να πιάσουν την καδένα με παραπλάνησε με καθυστέρηση.

34. Σημειώνω ότι το παρόν Δικαστήριο δεν καλείται να αποφασίσει επί της όποιας «κλοπής» το οποίο συνιστά ποινικό αδίκημα και όχι αστικό, αλλά απεναντίας καλείται να εξετάσει κατά πόσο έχουν συντελεστεί τα δικογραφημένα αστικά αδικήματα στη βάση της μαρτυρίας που κρίνεται ως αξιόπιστη. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι ακόμη και κατά την αντεξέταση του αμφιταλαντευόταν επί των προθέσεων της Εναγόμενης 3 κατά την επικοινωνία τους κάτι που διαφαίνεται και από την εξής αναφορά:

Ε.  Σας λέω ότι η Μαρία ήθελε να σας βοηθήσει και σας μετέφερε μέσω της συνομιλίας ότι αντιλήφθηκε από συνομιλία με την Πηνελόπη.

Α.  Ακόμα και αν ήθελε να βοηθήσει τα λόγια της λειτούργησαν με τον αντίθετο τρόπο. Αν δεν είχα αυτή τη συνομιλία με την Μαρία θα έπραττα διαφορετικά.

35. Σε κάθε περίπτωση αποφαίνομαι ότι ο Ενάγοντας στα πλαίσια της προσπάθειας του να εκλογικεύσει τη συμπεριφορά και τα όσα του λέχθηκαν από την Εναγόμενη 3 δημιούργησε στο μυαλό του μια εκδοχή περί εξαπάτησης του από τις Εναγόμενες 2 και 3 οι οποίες αφήνεται να νοηθεί ότι ενήργησαν συντονισμένα και επιτηδευμένα χωρίς όμως να έχει προσκομιστεί οτιδήποτε χειροπιαστό που να υποστηρίζει κατά το ελάχιστο τα όσα πιστεύει ώστε να μην μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στα όσα σχετικά αναφέρει.

 

36. Περαιτέρω, δεν μπορώ να αποδεχθώ τη μαρτυρία του Ενάγοντα σε σχέση με την αγοραία αξία ή τα χαρακτηριστικά των Αντικειμένων για τα οποία ο Ενάγοντας αξιώνει ως αποζημιώσεις το ποσό των €2,500. Η μαρτυρία του επί των εν λόγω σημείων ενέχει εγγενείς αδυναμίες ώστε να μη δύναται το Δικαστήριο να την αποδεχτεί ως ασφαλή βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων για το εν λόγω ζήτημα. Αντεξεταζόμενος όταν ερωτήθηκε να προσκομίσει οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο μαρτυρία με τα οποία να αποδεικνύει τα χαρακτηριστικά των Αντικειμένων που ανέφερε ή όταν του ζητήθηκε να προσκομίσει απόδειξη αγοράς της καδένας εξήγησε ότι «όταν αγοράζουμε κάτι δεν ζητάμε να γράψει πάνω τις εν λόγω πληροφορίες του αντικειμένου» ενώ σε σχέση με την απόδειξη της καδένας εξήγησε ότι «δεν υπολόγιζε ότι θα κλαπεί για να τη φυλάξει». Αν και ομολογουμένως οι πιο πάνω θέσεις είναι εύλογες, καθότι η καδένα αγοράστηκε τον Αύγουστο 2009 πόσο μάλλον σε σχέση με τον σταυρό, η αγορά του οποίου σύμφωνα με τον ίδιο έγινε το 1980 από τον νονό του, δηλαδή εδώ και πέραν των 45 χρόνων και έτσι η δυνατότητα προσκόμισης αποδείξεων λόγω της παρόδου του χρόνου αναμφίβολα ατονεί, ταυτόχρονα ο Ενάγοντας αυτοαναιρείται από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν παρείχε καμία επεξήγηση για το πώς ο ίδιος ήταν σε θέση να προσκομίσει οποιαδήποτε θετική μαρτυρία σε σχέση με το μήκος, πλάτος, αλλά πρωτίστως το βάρος σε γραμμάρια και κατά πόσο τα Αντικείμενα ήταν 18 καρατίων, κάτι που κατά την κρίση μου καταδεικνύει ότι τα όσα ανέφερε δεν μπορεί παρά να αποτελούν, δικές του εικασίες και πιθανολογήσεις. Η εν λόγω αντίληψη του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Ενάγοντας έφερε και παρουσίασε μια άλλη καδένα, της οποίας τα χαρακτηριστικά ουδόλως επεξηγήθηκαν για να στηριχθεί σε αυτά για σκοπούς εξαγωγής συμπερασμάτων επί της επίδικης καδένας. Σε κάθε περίπτωση η όλη του μαρτυρία επί τούτου ήταν αλυσιτελής υπό την άποψη ότι τα εν λόγω χαρακτηριστικά των Αντικειμένων θα είχαν σημασία αν προσκομιζόταν και ανάλογη σχετική μαρτυρία προς επίρρωση των όσων ανέφερε ως προς την αγοραία αξία όχι από τον ίδιο, που όπως παραδέχθηκε δεν έχει γνώσεις χρυσοχόου, αν και διατείνετο αβάσιμα ότι γνωρίζει πόσα κοστίζει ένας χρυσός σταυρός.

 

37. Μολονότι η μαρτυρία του επί του ποσού που κατέβαλε για την αγορά της χρυσής καδένας ουσιαστικά παρέμεινε αναντίλεκτη και θα ήμουν διατεθειμένος να την αποδεχτώ, παρά την μη προσκόμιση σχετικού αποδεικτικού αγοράς,  αυτό που δυνητικά θα μπορούσε ο Ενάγοντας να αξιώσει ως μέρος των θεραπειών, όπως εξηγώ και πιο αναλυτικά στην ενότητα των Αποζημιώσεων, είναι την αγοραία αξία των Αντικειμένων κατά την απώλεια τους. Ενόψει του ότι δεν προβλήθηκε ότι δεν υπάρχει διαθέσιμη αγορά (available market) για τα εν λόγω Αντικείμενα, το ζήτημα του ύψους του ποσού που κατέβαλε ο ίδιος για την αγορά της καδένας είναι αδιάφορο με δεδομένο το χρονικό διαστήμα που διέρρευσε από την αγορά των Αντικειμένων και της απώλειας τους και τις αυξομειώσεις στην αξία των αντικειμένων, ως ζήτημα πλέον κοινής λογικής, όπως άλλωστε αναγνώρισε και ο ίδιος με αναφορές όπως:

 

«Ε.      Είπατε ότι ήταν €500-€1000 ευρώ (με αναφορά στον σταυρό).

  Α.      Όταν δόθηκε η μαρτυρία ήταν τόσα, τώρα μπορεί να είναι πιο ψηλές».

 

38. Ενδεικτικό της αστάθειας του σε σχέση με το ύψος της αγοραίας αξίας είναι τα όσα  αναδείχθηκαν κατά την αντεξέταση του (δέστε παράγραφο 14 πιο πάνω) όπου ο ίδιος σε διαφορετικά χρονικά σημεία προέβαλε διαφορετικά ποσά ως την αξία που αντιπροσωπεύουν τα Αντικείμενα, ως ξεκάθαρα εικασίες και πιθανολογήσεις του ιδίου κάτι που κατά την κρίση μου συνέχισε και κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Εν τέλει οι αναφορές του κατά την αντεξέταση του ότι «Οι διαφορές εσείς τις είπετε δεν ξέρω την αξία. Μακάρι να είχα τον σταυρό και καδένα» και σε άλλο μέρος «Δεν γνώριζα την αξία του σταυρού και προσπαθούσα εικάζοντας, για αυτό διαφοροποιούνται οι τιμές»  είναι αρκούντως διαφωτιστικές  για να με οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση σκέλος της μαρτυρία του Ενάγοντα δεν ενέχει την απαιτούμενη σαφήνεια και συνοχή προκειμένου να μπορεί το Δικαστήριο να στηριχθεί σε αυτήν για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων και συνεπώς απορρίπτεται.

Μαρτυρία Εναγόμενης 3

39. Η Εναγόμενη 3 από το εδώλιο του μάρτυρα κατέθεσε κατά την άποψη μου με ειλικρίνεια χωρίς να παρατηρείται οποιαδήποτε προσπάθεια παραποίησης των γεγονότων ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες ενημερώθηκε για το περιστατικό από τον Ενάγοντα και τις μετέπειτα ενέργειες της ούτε και παρατηρήθηκε οποιαδήποτε αστάθεια κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας της. Εξήγησε με λεπτομέρεια και συνοχή τις αρμοδιότητες της τα δικά της καθήκοντα, το ωράριο εργασίας της, την συνήθη πρακτική φύλαξης αντικειμένων που αφήνονται από πελάτες στην κουζίνα αλλά και την συνήθη πρακτική αφαίρεσης αντικειμένων, κατά τη διενέργεια των μασάζ.

 

40. Κατά την κρίση μου καμία αντεξεταστική ερώτηση δεν πέτυχε να πλήξει την εσωτερική συνοχή της μαρτυρίας της, ή να ανατρέψει τη γενικότερη εκδοχή της για την ενημέρωση που προέβη προς τον Ενάγοντα. Αναφορικά με την λανθασμένη αντίληψη που είχε ότι τα Αντικείμενα βρίσκονταν στον χώρο του μασάζ, παρέμεινε σταθερή στις θέσεις της και αρνήθηκε τις αλλεπάλληλές υποβολές του συνηγόρου των Εναγομένων ως προς το τι ακριβώς γνώριζε όταν έδωσε λανθασμένη ενημέρωση στον Ενάγοντα. Κρίνεται σημαντικό να εξεταστούν και τα όσα ισχυρίστηκε ότι της λέχθηκαν τόσο από την Εναγόμενη 2 όσο και από τρίτο πρόσωπο, ήτοι την Αθηνά Ευσταθίου (το πλήρες όνομα της οποίας δε διευκρινίστηκε κατά την προσκόμιση της προφορικής μαρτυρίας όμως προκύπτει από το περιεχόμενο του Εγγράφου Β).

 

41. Σε σχέση με τα όσα της λέχθηκαν για τα Αντικείμενα εξήγησε ότι η Εναγόμενη 2, σε χρόνο μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας όταν την ρώτησε αν εντοπίστηκαν και φυλάχθηκαν «ναι ξέχασα όταν επήε η Αθηνά και καθάρισε μετά» ενώ όταν μίλησε με την Αθηνά αυτή «όχι δεν εκαθάρισα εγώ το δωμάτιο του μασάζ και έφυγε και πιο γρήγορα η Πηνελόπη και άφηκε με μόνη μου». όπως αυτά παρατίθενται στην κατάθεση της Εναγομένης 3 ημερομηνίας 21/06/2016 (μέρος του Εγγράφου Β) την οποία υιοθέτησε κατά την αντεξέταση της. Όπως με ειλικρίνεια εξήγησε οι πιο πάνω αναφορές οι οποίες ουδόλως αμφισβητήθηκαν ότι όντως της λέχθηκαν ήταν που οδήγησαν στη διαμόρφωση της δικής της αντίληψης. Αν και αναφέρεται από τους συνήγορους της Εναγόμενης 3 στη γραπτή τους αγόρευση ότι οι εν λόγω αναφορές συνιστούν εξ ακοής μαρτυρίας και ως τέτοιες πρέπει να αξιολογηθούν από το Δικαστήριο με σχετικές παραπομπές σε νομολογία η εν λόγω θέση είναι εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, οι πιο πάνω δηλώσεις και αναφορές σε κανένα στάδιο της μαρτυρίας δεν λέχθηκαν από την Εναγόμενη 3 στο Δικαστήριο για απόδειξη του περιεχόμενου των όσων της λέχθηκαν και ουδέποτε υιοθετήθηκε ή απορρίφθηκε το περιεχόμενο τους ως αληθές, όπως προκύπτει από το σύνολο της μαρτυρίας της και την Υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε σε σχέση με την Εναγόμενη 3. Παρεμβάλλω ότι αντίθετα με τα όσα εισηγείται ο συνήγορος της Εναγόμενης 2, η Εναγόμενη 3 ουδόλως ανέφερε ότι εσφαλμένα αντιλήφθηκε ότι της είχε πει η Εναγόμενη 2 ότι είχε δει την καδένα, η αναφορά της σε εσφαλμένη αντίληψη αφορούσε το κατά πόσο τα Αντικείμενα θα βρίσκονταν εκεί που αφέθηκαν. Είναι χαρακτηριστικές οι αναφορές της Εναγόμενης 3 στο Έγγραφο Γ (γραπτή δήλωση της Εναγόμενης 3) σε σχέση με το εξεταζόμενο ζήτημα του σκοπού για τον οποίο προέβηκε στις σχετικές δηλώσεις στο Δικαστήριο: «Αυτά τα οποία γνωρίζω σχετικά με το συμβάν είναι με βάση εξ’ ακοής μαρτυρία, με βάση τα όσα μου είχαν πει οι συνάδελφοι μου και με βάση τα όσα είχα αντιληφθεί». Κατ’ επέκταση αν και χρησιμοποιεί στη δήλωση της τον όρο εξ ακοής μαρτυρία, ενδεχομένως με την καθομιλουμένη έννοια του, η παράθεση μαρτυρίας για το γεγονός ότι λέχθηκε κάτι από κάποιον δεν αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία για σκοπούς Δικαστικής διαδικασίας. Αντιθέτως μόνο όπου η παράθεση τέτοιας μαρτυρίας πραγματοποιείται για να αποδείξει την αλήθεια τέτοιας δήλωσης αποτελεί εξ ακοής μαρτυρία βάσει των όσων προνοούνται στο άρθρο 23 του Κεφ.9 (δέστε σχετικά την απόφαση Δημοκρατία v Μιχαλάκη Ευσταθίου Πανή (Αρ.1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 124). Ως εκ τούτου, παρόλο που η Εναγόμενη 3 μετέφερε τις δηλώσεις άλλων προσώπων αυτές οι δηλώσεις γίνονται δεκτές μόνο για το γεγονός ότι της ελέγχθηκαν και όχι για την αλήθεια του περιεχομένου τους και ως εκ τούτου δεν αποτελούν εξ ακοής μαρτυρία η οποία να χρήζει αξιολόγησης με βάση το άρθρο 27 του Κεφ. 9.

 

42. Προτού προχωρήσω περαιτέρω, κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ και στο περιεχόμενο του Εγγράφου Β (ανακριτικός φάκελος Αστυνομίας). Παρά το γεγονός ότι ο ανακριτικός φάκελος κατατέθηκε εκ συμφώνου από τους συνήγορους των μερών, ουδέποτε καθορίστηκε ο σκοπός της κατάθεσης του. Σημειώνω ότι οι εκεί περιεχόμενες καταθέσεις, συμπεριλαμβανομένου του Ενάγοντα, των Εναγομένων 2 και 3 καθώς και άλλων προσώπων, περιέχουν τις εκεί διαφορετικές εκδοχές των όσων ανακρίθηκαν σχετικά με την υπό διερεύνηση κλοπή των Αντικειμένων. Πέραν των πιο πάνω, για σκοπούς εξέτασης του χειρισμού που θα τύχει το Έγγραφο Β προσθέτω ότι σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και το στάδιο της διαδικασίας, που πραγματοποιήθηκε η  κατάθεση του, δηλαδή μετά που κλήθηκε από τον Ενάγοντα αρμόδιος αστυνομικός και σε χρονικό σημείο όπου δεν υπήρχε οποιαδήποτε ένδειξη ότι είτε η Εναγόμενη 2 είτε άλλα πρόσωπα δε θα προσερχόταν να καταθέσουν  προφορικά. Τα ως άνω με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι εκεί περιεχόμενες καταθέσεις στο Έγγραφο Β, με εξαίρεση δύο εξ αυτών δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αλήθεια του περιεχομένου τους, εφόσον δεν είχαν κατατεθεί προκειμένου η πλευρά του Ενάγοντα να στηριχτεί σε αυτές αλλά μόνο για να καταδειχθεί ότι αυτές λήφθηκαν με τους ισχυρισμούς ως εμφαίνονται (δέστε σχετικά Βαττής Μάριος ν. Χριστούλλα Αυξεντίου και Άλλου (2016) 1 ΑΑΔ 2289 και την ACH TRAVEL & TOURS LTD κ.α. v. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΜΠΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: 70/18, 24/10/2023. Ειδικότερα στην απόφαση Βαττής Μάριος ανωτέρω λέχθηκαν τα εξής όπου επικροτήθηκε η μη αξιολόγηση κατάθεσης διαδίκου που δεν προσήλθε να προσκομίσει μεταγενέστερα μαρτυρία:

«Όταν, όμως, ο μάρτυρας καταθέτει και κάποιο έγγραφο, δε συνεπάγεται ότι αυτό προορίζεται, απαραίτητα, για τον ίδιο, πιο πάνω, σκοπό· πόσο μάλλον δε όταν τα όσα καταγράφονται σε αυτό δεν προέρχονται από τον ίδιο το μάρτυρα, αλλά αποτελούν δηλώσεις άλλου προσώπου, δηλαδή είναι εξ ακοής μαρτυρία, σύμφωνα με τον ορισμό της λέξης αυτής στο Άρθρο 23* του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ. 9, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Επομένως, είναι λογικά αναμενόμενο η πλευρά που προτείνει την κατάθεση του εν λόγω εγγράφου να καθορίσει το σκοπό για τον οποίο αυτό προορίζεται να χρησιμοποιηθεί.  Αν παραλείψει να το πράξει, ενεργεί με δικό της κίνδυνο, ειδικά, αν ούτε και το εκδικάζον δικαστήριο επέμβει, προς διευκρίνιση του όλου θέματος».

43. Παρά τα πιο πάνω, i) η κατάθεση της Εναγόμενης 3 στην Αστυνομία ημερομηνίας 21/06/2016 και ii) η κατάθεση της Εναγόμενης 2 στην Αστυνομία ημερομηνίας 21/06/2016, αν και συμπεριλαμβάνονται στο Έγγραφο Β, δύναται να τύχουν διαφορετικής μεταχείρισης από το Δικαστήριο. Η μεν κατάθεση της Εναγόμενης 3 υιοθετήθηκε πλήρως από αυτή κατά την αντεξέταση της η δε κατάθεση της Εναγόμενης 2 ημερομηνίας, περιέχει μεταξύ άλλων τις ακόλουθες αναφορές:

 

·         «Ερώτηση: Την 17/06/16 κατά την ώρα που επέστρεψες στο δωμάτιο που έκαμες προηγουμένως μασάζ στον Ανδρέα Δημοσθένους η Αθηνά, τι έκαμνε; Απάντηση: Την είδα που εκαθάριζε το σταντ στο οποίο είχα βάλει την καδένα με το σταυρό του Ανδρέα Δημοσθένους, όμως δεν πήγα κοντά να δω. Η Αθηνά θυμούμαι που μου είπε ότι ξέχασε κάτι ο Ανδρέας χωρίς να μου πει τι, ούτε εγώ την ρώτησα και της είπα οκ πιάνει το την Δευτερά. Υπέθεσα ότι είναι την καδένα με το σταυρό που ξέχασε, όμως εγώ δεν είχα δει και ελέγξει αν η καδένα με τον σταυρό ήταν εκεί όπου την είχα αφήσει».

·         Μεταγενέστερα, στην κατάθεση της αναφορικά με το περιεχόμενο της συνομιλίας της Εναγόμενης 2 με την Εναγόμενη 3 και κατά πόσο εντοπίστηκε η καδένα η ίδια απάντησε «ναι εξέχασα άμαν επήεν η Αθηνά και καθάρισε μετά».

44. Αποτιμώντας συνολικά τις πιο πάνω αναφορές της Εναγόμενης 2 αυτές συνιστούν κατά την κρίση μου δηλώσεις έναντι του συμφέροντος της Εναγόμενης 2, κάτι που αποτελεί μία εκ των παλαιών εξαιρέσεων του Κοινοδικαίου για αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας, ακόμη και αν μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν ήταν εν μέρει προς όφελος της (δέστε Phipson on Evidence, 18th edition (2013) παράγραφος 4-03), με δεδομένο ότι για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας εξετάζονται οι ενέργειες της Εναγόμενης 2, η τοποθεσία των Αντικειμένων κατά τον χρόνο πραγματοποίησης του μασάζ, μετά την ολοκλήρωση του μασάζ αλλά και κατά πόσο ορθά φυλάχθηκαν τα Αντικείμενα στα πλαίσια εξέτασης της πλειάδας αστικών αδικημάτων που δικογραφεί ο Ενάγοντας στην παρούσα υπόθεση, κατά τρόπο ώστε να σχετίζονται με τα επίδικα γεγονότα της παρούσας. Συνεπώς το Δικαστήριο δύναται να στηριχθεί στις εν λόγω αναφορές ως αποδεκτή μαρτυρία για την αλήθεια των γεγονότων στα οποία αναφέρεται χωρίς όμως να οφείλει να αξιολογήσει το υπόλοιπο περιεχόμενο της κατάθεσης της (Κωνσταντίνου v. Αθανασίου κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 2012), όπως ούτε και άλλωστε θα προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στο υπόλοιπο περιεχόμενο του Εγγράφου Β, το περιεχόμενο του οποίου ούτως η άλλως δεν τέθηκε προς σχολιασμό προς τους μάρτυρες της διαδικασίας με οποιοδήποτε τρόπο.

 

45. Επανερχόμενος στην εξέταση των εν λόγω αναφορών κρίνω ότι μπορώ να αποδώσω βαρύτητα σε αυτές και συνεπώς αποτελεί εύρημα μου ότι τα Αντικείμενα εντοπίστηκαν στο δωμάτιο του μασάζ εκεί που τα τοποθέτησε η Εναγόμενη 2, σε χρόνο μετά την ολοκλήρωση του μασάζ και τα οποία είχαν παραμείνει εκεί κατά τον χρόνο που η Εναγόμενη 2 εισήλθε εκ νέου στο δωμάτιο του μασάζ, κατ’ εφαρμογή της αρχής του τεκμηρίου της συνέχειας (presumption of continuance, Ηλιάδη & Σάντη - Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, Β' Έκδοση - 2016, σελ. 240 -241 και KR & others v Royal & Sun Alliance plc - [2006] EWHC 48 (QB)). Επιπλέον, με δεδομένο ότι είναι η Εναγόμενη 2 που αφαίρεσε τα Αντικείμενα από τον Ενάγοντα και η οποία γνώριζε που τα τοποθέτησε, εύλογα εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Εναγόμενη 2 γνώριζε ότι ήταν τα Αντικείμενα που εντοπίστηκαν στο σχετικό δωμάτιο, κάτι που αποτελεί εύρημα μου, άλλωστε αυτό ανέφερε ότι είχε αντιληφθεί, ανεξαρτήτως της δήλωσης της ότι δεν πήγε κοντά για να τα δει. Εξ ου και η Εναγόμενη 3 ανέφερε στον Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη 2 είχε ξεχάσει να τα μετακινήσει και η ίδια η Εναγόμενη 2 προέβη στη δήλωση προς την Εναγόμενη 3, την οποία έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω, η οποία αναμφίβολα ως ζήτημα κοινής λογικής προκύπτει ότι αποτελούσε αναφορά στα Αντικείμενα του Ενάγοντα και που επίσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Εναγόμενη 2 κατά το χρόνο που εντοπίστηκαν τα Αντικείμενα δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό την φύλαξη τους.

 

46. Συνεχίζοντας την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εναγόμενης 3, ο συνήγορος του Ενάγοντα στην αγόρευση του, φαίνεται να εξισώνει την αδιαφορία που θεωρεί ότι επέδειξε η Εναγόμενη 3, ενώ είχε ήδη όπως προκύπτει χρονικά, ενημερωθεί ότι η Αθηνά δεν καθάρισε το δωμάτιο του μασάζ, για να προωθήσει τη θέση ότι το σύνολο της μαρτυρίας της Εναγόμενης 3 αποτελείται από ψεύδη. Εντούτοις συνυπολογίζοντας το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων κρίνω πειστική και εύλογη την εξήγηση που έδωσε για την εσφαλμένη αντίληψη που δημιουργήθηκε στο μυαλό της, ήτοι ότι τα Αντικείμενα βρίσκονταν στον χώρο του μασάζ, βάσει της ενημέρωσης που είχε λάβει από την Εναγόμενη 2 και την Αθηνά και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι όπως ανέφερε και στο παρελθόν όλα τα αντικείμενα εντοπίζονταν, θέση που διατύπωσε και από την πρώτη στιγμή της επικοινωνίας της με τον Εναγόντα (Τεκμήριο 3) αλλά και με την προφορική της μαρτυρία, που αποτελούν ζητήματα τα οποία επίσης δεν έτυχαν αμφισβήτησης, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε αντίφαση επί τούτου. Άλλωστε η Εναγόμενη 3 αν όντως επιθυμούσε να «ξεγελάσει» τον Ενάγοντα μπορούσε κάλλιστα να μην απαντήσει καν στα αρχικά μηνύματα του Ενάγοντα πόσο μάλλον να του αναφέρει σε πρώτο χρόνο ότι τα ξέχασε η Εναγόμενη 2 στο δωμάτιο του μασάζ και σε δεύτερο χρόνο να του πει ότι ήταν εκεί που τα άφησε. Με δεδομένο πλέον το γνήσιο, κατά την κρίση μου, της εσφαλμένης αντίληψης της, κρίνω επαρκή και την εξήγηση που έδωσε, όταν ερωτήθηκε επί τούτου, ως προς το γιατί δεν ήταν διαφορετικό το περιεχόμενο της επικοινωνίας της με τον Ενάγοντα και γιατί του είπε ότι τα Αντικείμενα ήταν εκεί που τα άφησε, συμπεριφορά η οποία συνοψίζετε επαρκώς στην αναφορά της ότι «δεν είχα έννοια που να φανταστώ εγώ ότι θα κλαπεί η καδένα». Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει οτιδήποτε από την εν λόγω συμπεριφορά που να δύναται να πλήξει την αξιοπιστία της.

 

47. Επιπλέον, σημειώνω ότι ο συνήγορος του Ενάγοντα προσπαθεί να πλήξει την αξιοπιστία της Εναγόμενης 3, παραπέμποντας σε αντίφαση μεταξύ των καταθέσεων της Εναγόμενης 2 και της Αθηνάς, όπως ο ίδιος το αντιλαμβάνεται,  από το περιεχόμενο του Εγγράφου Β. Η προαναφερθείσα αντιμετώπιση του υπόλοιπου περιεχόμενου Εγγράφου Β, ήτοι ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την αλήθεια του περιεχόμενου του, καθιστά τρωτή και την όποια επιχειρηματολογία περί ύπαρξης αντιφάσεων μεταξύ των καταθέσεων της Εναγόμενης 2 και της Αθηνάς, ζητήματα για τα οποία άλλωστε ουδέποτε ερωτήθηκε η Εναγόμενη 3 και συνεπώς ουδεμία επίδραση ενέχουν  τα εν λόγω ζητήματα στην αξιοπιστία του εν λόγω προσώπου.

 

48. Υπό το φως όλων των ανωτέρω αλλά και εν γένει κατόπιν εξέτασης του συνόλου της μαρτυρίας της Εναγόμενης 3, η οποία προσεγγίστηκε με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων αποδέχομαι τη μαρτυρία της στο σύνολο της ως αξιόπιστη για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων.

Περαιτέρω Ευρήματα

49. Πέραν των ευρημάτων του Δικαστηρίου τα οποία ήδη παρατέθηκαν στην ενότητα των παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων προβαίνω στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία σχετίζονται με τα επίδικα θέματα, όπως αυτά προκύπτουν από την μαρτυρία που έχω αποδεχθεί, ως αξιόπιστη:

 

·         Η Εναγόμενη 2 με τη συγκατάθεση του Ενάγοντα αφαίρεσε τα Αντικείμενα από το σώμα του και τα τοποθέτησε σε τόπο εντός του δωματίου, τον οποίο γνώριζε ο Ενάγοντας, ήτοι σε σταντ εντός του δωματίου που όμως ήταν διαφορετικός χώρος από τον χώρο όπου τοποθετήθηκαν τα υπόλοιπα αντικείμενα του. Ο Ενάγοντας μετά την ολοκλήρωση του μασάζ βρισκόταν σε μια μισοκοιμισμένη χαλαρωτική κατάσταση.

 

·         Η Εναγόμενη 2 όταν ερωτήθηκε για τον εντοπισμό των Αντικειμένων ανέφερε στην Εναγόμενη 3 «ναι ξέχασα όταν επήε η Αθηνά και καθάρισε μετά».  Η Αθηνά Ευσταθίου όταν ερωτήθηκε για τα Αντικείμενα ανέφερε στην Εναγόμενη 3 «όχι δεν εκαθάρισα εγώ το δωμάτιο του μασάζ και έφυγε και πιο γρήγορα η Πηνελόπη και άφηκε με μόνη μου».

 

·         Η Εναγόμενη 3 γνήσια διατηρούσε την πεποίθηση ότι τα Αντικείμενα βρίσκονταν στο χώρο όπου πραγματοποιήθηκε το μασάζ όταν ενημέρωσε τον Ενάγοντα επί τούτου την 17/06/2016, κατά την μεταξύ τους συνομιλία τους στο «Facebook».

 

·         Τα Αντικείμενα σε χρόνο μετά την ολοκλήρωση του μασάζ παρέμειναν στο δωμάτιο και εντοπίστηκαν την ίδια ημέρα, ήτοι την 17/06/2016 στο δωμάτιο του μασάζ, πράγμα το οποίο γνώριζε η Εναγόμενη 2 και η οποία δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό την φύλαξη τους, όπως την μεταφορά τους στην κουζίνα του ινστιτούτου αισθητικής, ως η συνήθης πρακτική του χώρου εργασίας της. Τα Αντικείμενα απωλέσθηκαν μετά από τον εντοπισμό τους στο δωμάτιο σε άγνωστο χρονικό σημείο και υπό άγνωστες συνθήκες μεταξύ την 17/06/2016 και την 21/06/2016. Ο Ενάγοντας κατόπιν της απώλειας των Αντικειμένων βρισκόταν σε κατάσταση συνεχούς άγχους και ανησυχίας.

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

50. Στις αστικές υποθέσεις όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί ότι η απόδειξη της υπόθεσης κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του εκάστοτε ενάγοντα, να αποδείξει τους ισχυρισμούς του που θεμελιώνουν την αξίωση του. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη (Demil Imports Exports Ltd ν. Zήνων η Kωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 462). Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (Μαρσέλ κ.α ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1858, ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ν. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΧΛΩΡΑΚΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 214/2013, 24/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A238. Η αξίωση του Ενάγοντα εδράζεται σε αριθμό αστικών αδικημάτων, δηλαδή αυτά της αμέλειας, της ιδιοποίησης, της παράνομης κατακράτησης, της παράνομης επέμβασης σε κινητή περιουσία και της απάτης. Δυστυχώς επισημαίνω ότι πλην της περιορισμένης ανάπτυξης του αστικού αδικήματος της αμέλειας στις αγορεύσεις εκ μέρους του Ενάγοντα οι υπόλοιπες βάσεις αγωγής, ουδόλως αναπτύχθηκαν από το συνήγορο του πλην της απλής παράθεσης του σχετικού άρθρου του Κεφ. 148, κάτι που δυσχέρανε στο μέγιστο τη συγγραφή της παρούσας απόφασης. Προβληματίστηκα εν όψει των πιο πάνω δεδομένων κατά πόσο θα έπρεπε να θεωρήσω ότι οι εν λόγω βάσεις αγωγής θα έπρεπε να θεωρηθούν ότι έχουν εγκαταλειφθεί πλην όμως δεν θα το πράξω στην παρούσα. Εντούτοις, πιστεύω ότι θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να παρασχεθεί σε εφετειακό επίπεδο καθοδήγηση ως προς το κατά πόσο η απλή και μόνο παράθεση ενός άρθρου του νόμου χωρίς υπαγωγή στα γεγονότα και ανάλυση των συστατικών στοιχείων συγκεκριμένης βάσης αγωγής, κατά τρόπο ώστε να αφήνεται το Δικαστήριο ανεπίτρεπτα να προβαίνει το ίδιο σε κάτι τέτοιο, χωρίς τη σαφή θέση του Ενάγοντα, δύναται να συνιστά επαρκή προώθηση μιας βάσης αγωγής ή κατά πόσο θα πρέπει να θεωρηθεί ότι αυτή έχει κατ’ ουσίαν εγκαταλειφθεί κατ’ αναλογία των όσων συνάγονται από την απόφαση Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, ημερομηνίας 28/05/2020) δηλαδή εκεί όπου δεν προωθείται εξ ολοκλήρου επιχειρηματολογία για επί μέρους ζήτημα.

 Αμέλεια

51. Για να στοιχειοθετηθεί το αστικό αδίκημα της αμέλειας απαιτείται να αποδειχθoύν όλα τα πιο κάτω συστατικά στοιχεία (Ξενοφώντος Κύπρος ν. KN Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 2786):

(α)    η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας από τον Εναγόμενο
             (duty of   care),

(β)       η απόδειξη παράβασης του εν λόγω καθήκοντος από τον     Εναγόμενο (breach),

(γ)       η ύπαρξη  αιτιώδης συνάφειας μεταξύ της αμελούς πράξης ή παράλειψης από τον Εναγόμενο και της ζημιάς και/ή βλάβης που υπέστη ο Ενάγoντας ως αποτέλεσμα της αμέλειας (causation),

(δ)       η πρόκληση ζημιάς και/ή βλάβης στον Ενάγοντα (damage) η οποία δεν είναι απομακρυσμένη (remoteness),

52. Υπάρχει πλούσια νομολογία αναφορικά με την εφαρμογή του Άρθρου 51, Κεφ.148 και η έννοια της αμέλειας αποτελεί ζήτημα πραγματικών γεγονότων τα οποία θα πρέπει να εξακριβωθούν υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε περίπτωσης και συνίσταται στην παράλειψη επίδειξης εύλογης προσοχής κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (Φοινικαρίδης ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1 ΑΔΑ 457). Ουδείς από τους συνήγορους δεν έστρεψε την προσοχή του και ούτε προέβη σε ανάλυση εκάστου των συστατικών στοιχείων της αμέλειας εφαρμόζοντας τα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αλλά περιορίστηκαν σε γενικές αναφορές ότι στoιχειοθετείται ή δεν στοιχειοθετείται αμέλεια στην παρούσα υπόθεση.

 

Καθήκον Επιμέλειας

53. Προσθέτω ότι παραδοσιακά, αναγνωρίζεται καθήκον επιμέλειας προκύπτει εκεί όπου η ζημία είναι εύλογα προβλέψιμη, υπάρχει σχέση εγγύτητας μεταξύ των μερών και είναι δίκαιο, δίκαιο και λογικό να επιβληθεί ευθύνη ζητήματα που οριοθετούνται από τα όσα λέχθηκαν στην Αγγλική απόφαση Caparo Industries plc v. Dickman (1990) 1 All E.R. 568. Στην πρόσφατη απόφαση ΧΑΡΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ v. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2015, 1/11/2023 λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με το καθήκον επιμέλειας:

«Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Ξενοφώντος (ανωτέρω), «σήμερα η έννοια της επιμέλειας οριοθετείται από το Caparo test, από την υπόθεση Caparo Industries plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568[2] και τη σύγχρονη της, Marc Rich & Co. AG v. Bishop Rock Marine Co Ltd [1996] 1 AC 211, ώστε να πρέπει: (1) ο ενάγων να δείξει ότι εμπίπτει στα πρόσωπα που ευλόγως μπορούσαν να επηρεαστούν, ανάλογα με τη ζημιά που έγινε, (2) ότι ενάγων και εναγόμενος βρίσκονται σε σχέση γειτνίασης («proximity») και (3) ότι είναι δίκαιο, ορθό και εύλογο («fair, just and reasonable») να εναποτεθεί καθήκον επιμέλειας υπό τις περιστάσεις».

54. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του  Αγγλικού Supreme Court Robinson v Chief Constable of West Yorkshire Police [2018] UKSC 4 έχει διευκρινιστεί ακόμη περισσότερο η προσέγγιση που πρέπει να ακολουθεί το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης της ύπαρξης καθήκοντος επιμέλειας κατά τρόπο ώστε να μην είναι απαραίτητη η εφαρμογή της μεθοδολογίας της υπόθεσης Caparo Industries plc ανωτέρω, η οποία πλέον πρέπει να εφαρμόζεται μόνο εκεί όπου οι περιστάσεις της υπόθεσης δεν καλύπτονται από υφιστάμενες δικαστικές αποφάσεις στα οποία αναγνωρίστηκε καθήκον επιμέλειας, ή άλλες αναγνωρισμένες αρχές επί των οποίων αναγνωρίζεται η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 21 της απόφασης Robinson ανωτέρω λέχθηκαν τα εξής:

"The proposition that there is a Caparo test which applies to all claims in the modern law of negligence, and that in consequence the court will only impose a duty of care where it considers it fair, just and reasonable to do so on the particular facts, is mistaken … that understanding of the case mistakes the whole point of Caparo, which was to repudiate the idea that there is a single test which can be applied in all cases in order to determine whether a duty of care exists, and instead to adopt an approach based, in the manner characteristic of the common law, on precedent, and on the development of the law incrementally and by analogy with established authorities".

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

55. Ομοίως από το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης Robinson ανωτέρω ρητά αναφέρονται τα εξής αναγνωρίζοντας ρητά τη δυνατότητα αναγνώρισης καθήκοντος επιμέλειας εκεί όπου υπάρχει εκούσια ανάληψη ευθύνης ακόμα και για υποθέσεις όπου υπήρχαν παραλείψεις που οδηγούν σε ζημιά:

"83. […] [I]t is unnecessary in every claim of negligence to resort to the three-stage analysis (foreseeability, proximity and fairness, justice and reasonableness) identified in Caparo ... There are well-established categories, including (generally) liability for causing physical injury by positive act, where the latter two criteria are at least assumed. The concomitant is that there is, absent an assumption of responsibility, no liability for negligently omitting to prevent damage occurring to a potential victim."

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

56. Περαιτέρω, στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου (Privy Council) JP SPC 4 v Royal Bank of Scotland International Ltd [2022] UKPC 18 συνοψίσθηκαν εκ νέου οι εφαρμοστέες αρχές αναγνώρισης καθήκοντος επιμέλειας, που συμπεριλαμβάνουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει εκούσια ανάληψη ευθύνης η οποία συζητήθηκε ως ξεχωριστή βάση αναγνώρισης καθήκοντος επιμέλειας, τις οποίες υιοθετώ πλήρως για σκοπούς της παρούσας απόφασης. Συγκεκριμένα, σημειώνω ότι αν και η αρχή της ανάληψης εκούσιας ευθύνης αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά σε υπόθεση αμελών παραστάσεων (negligent misstatement) του εναγόμενου όπως προκύπτει από το πιο κάτω απόσπασμα αυτή η αρχή πλέον δύναται να αφορά κάθε ενέργεια και κάθε είδος ζημιάς εκεί όπου μπορεί να λεχθεί, εφαρμόζοντας ένα αντικειμενικό κριτήριο, ότι ο εναγόμενος ανέλαβε εκούσια ευθύνη σε σχέση με τον ενάγοντα ή την περιουσία του και ότι ήταν εύλογο ο ενάγοντας να βασιστεί στις ενέργειες του εναγόμενου και ότι θα επιδεικνύετο επιμέλεια κατά την εκτέλεση των ενεργειών. Το κατά πόσο αναλήφθηκε τέτοια ευθύνη είναι θέμα γεγονότων και εξετάζεται στην βάση των συγκεκριμένων περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα  από την απόφαση αν και εκτενές:

61.  It is first helpful to refer to the most recent authoritative summary of the principle of assumption of responsibility which is contained in the judgment of Lord Reed (with whom Lady Hale, Lord Wilson, Lord Hodge and Lady Black agreed) in N v Poole at paras 67-68:

"67.  Although the concept of an assumption of responsibility first came to prominence in Hedley Byrne & Co Ltd v Heller & Partners Ltd [1964] AC 465 in the context of liability for negligent misstatements causing pure economic loss, the principle which underlay that decision was older and of wider significance (see, for example, Wilkinson v Coverdale (1793) 1 Esp 75 ). Some indication of its width is provided by the speech of Lord Morris of Borth-y-Gest in Hedley Byrne , with which Lord Hodson agreed, at pp 502-503:

'My Lords, I consider that it follows and that it should now be regarded as settled that if someone possessed of a special skill undertakes, quite irrespective of contract, to apply that skill for the assistance of another person who relies upon such skill, a duty of care will arise. The fact that the service is to be given by means of or by the instrumentality of words can make no difference. Furthermore, if in a sphere in which a person is so placed that others could reasonably rely upon his judgment or his skill or upon his ability to make careful inquiry, a person takes it upon himself to give information or advice to, or allows his information or advice to be passed on to, another person who, as he knows or should know, will place reliance upon it, then a duty of care will arise.'

It is also apparent from well-known passages in the speech of Lord Devlin, at pp 528-530:

'I think, therefore, that there is ample authority to justify your Lordships in saying now that the categories of special relationships which may give rise to a duty to take care in word as well as in deed are not limited to contractual relationships or to relationships of fiduciary duty, but include also relationships which in the words of Lord Shaw in Norton v Lord Ashburton [1914] AC 932, 972 are "equivalent to contract", that is, where there is an assumption of responsibility in circumstances in which, but for the absence of consideration, there would be a contract … I shall therefore content myself with the proposition that wherever there is a relationship equivalent to contract, there is a duty of care … Where, as in the present case, what is relied on is a particular relationship created ad hoc, it will be necessary to examine the particular facts to see whether there is an express or implied undertaking of responsibility.'

68.  Since Hedley Byrne , the principle has been applied in a variety of situations in which the defendant provided information or advice to the claimant with an undertaking that reasonable care would be taken as to its reliability (either express or implied, usually from the reasonable foreseeability of the claimant's reliance upon the exercise of such care), as for example in Smith v Eric S Bush , or undertook the performance of some other task or service for the claimant with an undertaking (express or implied) that reasonable care would be taken, as in Henderson v Merrett Syndicates Ltd and Spring v Guardian Assurance plc [1995] 2 AC 296 . In the latter case, Lord Goff of Chieveley observed, at p 318:

'All the members of the Appellate Committee in [Hedley Byrne] spoke in terms of the principle resting upon an assumption or undertaking of responsibility by the defendant towards the plaintiff, coupled with reliance by the plaintiff on the exercise by the defendant of due care and skill. Lord Devlin, in particular, stressed that the principle rested upon an assumption of responsibility when he said, at p 531, that "the essence of the matter in the present case and in others of the same type is the acceptance of responsibility" … Furthermore, although Hedley Byrne itself was concerned with the provision of information and advice, it is clear that the principle in the case is not so limited and extends to include the performance of other services, as for example the professional services rendered by a solicitor to his client: see, in particular, Lord Devlin, at pp 529-530. Accordingly where the plaintiff entrusts the defendant with the conduct of his affairs, in general or in particular, the defendant may be held to have assumed responsibility to the plaintiff, and the plaintiff to have relied on the defendant to exercise due skill and care, in respect of such conduct.'

[…]

64.  An examination of the case law indicates (see Clerk and Lindsell on Torts , 23rd ed (2021), paras 7-113 to 7-137) that the factors which have been of particular relevance in determining whether there is an assumption of responsibility in relation to a task or service undertaken include: (i) the purpose of the task or service and whether it is for the benefit of the claimant; (ii) the defendant's knowledge and whether it is or ought to be known that the claimant will be relying on the defendant's performance of the task or service with reasonable care; and (iii) the reasonableness of the claimant's reliance on the performance of the task or service by the defendant with reasonable care.

(Η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

57. Προσθέτω ότι νομολογιακα έχει αναγνωριστεί ότι στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπήρξε ανάληψη υποχρέωσης τότε ένα πρόσωπο δύναται να είναι υπόλογο και για τυχόν παραλείψεις εκεί ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η ζημιά προέρχεται από κάποιο τρίτο πρόσωπο. Ενδεικτικά αναφέρομαι στην απόφαση Stansbie v Troman [1948] 2K.B. 48 όπου ένας διακοσμητής κρίθηκε ότι όφειλε καθήκον επιμέλειας στον ιδιοκτήτη σπιτιού, όταν άφησε ξεκλείδωτη την πόρτα του σπιτιού, εισήλθε τρίτο πρόσωπο το οποίο έκλεψε αριθμό αντικειμένων και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού αξίωσε επιτυχώς την αξία των απωλεσθέντων αντικειμένων από τον διακοσμητή. Ομοίως τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν και πιο πρόσφατα στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου Rushbond Plc v The JS Design Partnership LLP EWCA Civ 1889 σε παρόμοια γεγονότα με αυτά της Stansbie ανωτέρω. Στην εν λόγω απόφαση αναφέρθηκαν και τα εξής σχετικά με αναφορά σε άλλη Αγγλική απόφαση:

27.  In the same case, Lord Rodger talked about the possibility of liability if the defender "provides an opportunity for a third party to harm the pursuer in a foreseeable way must take reasonable care to prevent the harm" [57]. He called this a situation where "the defender's act which provides the opportunity for the third party to injure the claimant is itself wrongful"

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Εναγόμενη 2

Καθήκον Επιμέλειας

58. Στο άρθρο 51 του Κεφ. 148 καταγράφονται τα εξής σχετικά με το αστικό αδίκημα της αμέλειας:

Αμέλεια συvίσταται-

(α) στηv τέλεση πράξης τηv oπoία υπό τις περιστάσεις δεv θα τελoύσε λoγικό συvετό πρόσωπo ή στηv παράλειψη τέλεσης πράξης τηv oπoία υπό τις περιστάσεις τέτoιo πρόσωπo θα τελoύσε͘  ή

[...]

(2) Υπoχρέωση, vα μηv επιδεικvύεται αμέλεια υφίσταται στις πιo κάτω περιπτώσεις, δηλαδή-

 «(ε) Πρόσωπo πoυ ασκεί με αμoιβή ή άλλως πως επάγγελμα, επιτήδευμα ή ασχoλία ή παρέχει υπηρεσίες σε άλλo πρόσωπo υπέχει τέτoια υπoχρέωση έvαvτι κάθε πρoσώπoυ, επί τoυ oπoίoυ ή επί της ιδιoκτησίας τoυ oπoίoυ ασκεί τo επάγγελμα, επιτήδευμα ή ασχoλία ή πρoς στov oπoίo παρέχει τηv υπηρεσία.»

 

59. Πέραν της πιο πάνω ρητής αναφοράς σε περιουσία του Ενάγοντα στο άρθρο 51, με δεδομένο ότι η Εναγόμενη 2 παρείχε τις υπηρεσίες μασάζ στον Ενάγοντα στα πλαίσια της εργοδότησης της από την Εναγόμενη 1 κατά την κρίση μου προκύπτει ότι υπείχε καθήκον επιμέλειας έναντι του Ενάγοντα στα πλαίσια παροχής των υπηρεσιών μασάζ, καθήκον που στην προκειμένη συμπεριλάμβανε υποχρεώσεις διαφύλαξης της περιουσίας του Ενάγοντα,  και που αναμφίβολα εξυπακούει την επιστροφή τους με την ολοκλήρωση του μασάζ πόσο μάλλον όταν υπό το σύνολο των περιστάσεων, αντικειμενικά θεωρούμενες, είναι η Εναγόμενη 2 που εισηγήθηκε και ανέλαβε εθελούσια την αφαίρεση και φύλαξη των Αντικειμένων σε χώρο της επιλογή της. Επιπλέον, ήταν επίσης εύλογα προβλεπτό ότι ο Ενάγοντας θα βασιζόταν στο ότι θα τύγχαναν μεταχείρισης με επιμέλεια μέχρι την επιστροφή τους σε αυτόν. Αποφαίνομαι ότι αυτό το καθήκον συμπεριλάμβανε και τυχόν παραλείψεις που θα επέτρεπαν την απώλεια τους ή οικειοποίηση τους από τον οποιονδήποτε καθότι συνιστούσε προβλεπτό κίνδυνο ότι αν αφήνονταν αφύλακτα χρυσαφικά στο δωμάτιο του μασάζ αυτά θα μπορούσε να απωλεσθούν, τοποθετηθούν σε λανθασμένο τόπο ή και να κλαπούν (κατ΄ εφαρμογή των αρχών εκούσιας ανάληψης ευθύνης δέστε παραγράφους 55 – 57 ανωτέρω). Η δε γενική θέση του συνηγόρου της Εναγόμενης 2 ότι μόνο η Εναγόμενη 1 θα όφειλε κάποιο καθήκον επιμέλειας έναντι του Ενάγοντα πέραν του ότι δεν προωθήθηκε επί οποιουδήποτε νομικού επιχειρήματος, απορρίπτεται στη βάση των όσων έχω αναφέρω πιο πάνω. Σε κάθε περίπτωση Το ζήτημα του κατά πόσο η Εναγόμενη 1 υπέχει η ίδια κάποιας ευθύνης έναντι του Ενάγοντα θα είχε σημασία αν η αγωγή δεν είχε αποσυρθεί εναντίον της ώστε να ενδείκνυτο να εξεταστεί κατά πόσο θα μπορούσε εν προκειμένω να ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνη για την συγκεκριμένη ενέργεια και συμπεριφορά της Εναγόμενης 2 (ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΑΡΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ v. Μ & Α ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 370/2016, 13/3/2025).

Παραβίαση καθήκοντος επιμέλειας

60. Προτού προχωρήσω κρίνω ορθό να επισημάνω ότι ο συνήγορος του Ενάγοντα επιχειρηματολόγησε υπέρ της εφαρμογής της αρχής του res ipsa loquitur το οποίο διασύνδεσε με την μη προσκόμιση μαρτυρίας από την Εναγόμενη 2. Αρχικά επισημαίνω ότι η μη προσκόμιση μαρτυρίας από την Εναγόμενη 2 είναι αδιάφορη για σκοπούς εφαρμογής της εν λόγω αρχής. Η συγκεκριμένη αρχή, η οποία κωδικοποιείται με το άρθρο 55 του Κεφ.148 αναπτύχθηκε νομολογιακά και εφαρμόζεται αποκλειστικά σε σχέση με το αστικό αδίκημα της αμέλειας όπου οι περιστάσεις του συμβάντος δικαιολογούν την ύπαρξη εύλογων υποθέσεων που συνάγονται από τη μαρτυρία ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως αμέλεια από μέρους του εναγόμενου και έπειτα ο εναγόμενος καλείται να καταδείξει ότι δεν υφίσταται (ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΡΚΑΡΗ v. ΜΑΡΚΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ, Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2014, 14/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D240 και D. SKAROS ENTERPRISES LTD ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 496/2012, 26/9/2019), ECLI:CY:AD:2019:A394.

 

61. Οι συνήγοροι του Εναγόμενου με παρέπεμψαν στην απόφαση ΑΝΤΩΝΙΟΥ ν. Α.Π, Πολιτική Έφεση Αρ. 375/2012, 20/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:A381 και στο ακόλουθο απόσπασμα με σκοπό την προώθηση της θέσης ότι από τη στιγμή που ο Ενάγοντας προσκόμισε μαρτυρία για απόδειξη των αποδιδόμενων στις Εναγόμενες πράξεις ή παραλείψεις που κατά τον ίδιο συνιστούν αμέλεια τότε δεν δύναται να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή:

«Προτού προχωρήσουμε, όμως, θα πρέπει να σημειώσουμε και την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η διαζευκτική βάση που επικαλέστηκε ο εφεσείων, η αρχή res ipsa loquitur, φαινόταν από την αγόρευση του δικηγόρου του, να είχε εγκαταλειφθεί και εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής εφόσον η μαρτυρία από πλευράς του εφεσείοντα κινήθηκε στη βάση αμέλειας από μέρους του εφεσίβλητου.  Συμπέρασμα για το οποίο δεν διατυπώνεται οποιοδήποτε παράπονο στην ειδοποίηση έφεσης».

62. Σε συμφωνία με τα όσα ανέφεραν οι συνήγοροι των Εναγομένων από τη στιγμή που ο Ενάγοντας προσκόμισε μαρτυρία για σκοπούς στοιχειοθέτησης των δικογραφημένων λεπτομερειών αμέλειας τόσο της Εναγόμενης 2 όσο και της Εναγόμενης 3, ήτοι δηλαδή ότι η Εναγόμενη 2 δεν του τοποθέτησε πίσω την καδένα του μετά την ολοκλήρωση του μασάζ, αλλά και μαρτυρία (Έγγραφο Β) βάσει της οποίας προκύπτει ότι τα Αντικείμενα είχαν εντοπιστεί εν γνώσει της Εναγόμενης 2, σε χρόνο μετά την ολοκλήρωση του μασάζ και όμως εν τέλει απωλέσθηκαν, θέση που προωθεί τον δικογραφημένο ισχυρισμό ότι δεν προέβηκε σε ασφαλή φύλαξη των Αντικειμένων. Επιπλέον, σε σχέση με την Εναγόμενη 3 προσκόμισε μαρτυρία ότι η Εναγόμενη 3 προέβη στις σχετικές δηλώσεις ότι Αντικείμενα βρίσκονταν στο χώρο που τα είχε αφήσει (Τεκμήριο 3), ενώ αυτό δεν ίσχυε και συνεπώς κρίνω ότι δεν μπορεί να τύχει επίκλησης η αρχή του res ipsa loquitur. Προσθέτω ότι αν και κατά τον χρόνο σύνταξης ενός δικογράφου ο εκάστοτε ενάγοντας δύναται να μην είναι σε θέση να προσδιορίσει συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις που οδήγησαν στη ζημιά του εντούτοις δύναται να ανακύψει σχετική μαρτυρίας κατά την εκδίκαση της δικαστικής διαδικασίας ώστε να μη δύναται να εφαρμοστεί πλέον ο σχετικός κανόνας (David T Morrison & Co Ltd v ICL Plastics Ltd [2014] UKSC 48).

 

63. Επανερχόμενος στην εξέταση του κατά πόσο οι πράξεις ή παραλείψεις της Εναγόμενης 2 αποτελούν παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας που υπείχε αυτό κρίνεται αντικειμενικά με βάση τα στοιχεία του υποθετικού μέσου συνετού ανθρώπου υπό τις δοσμένες περιστάσεις της υπόθεσης, τα οποία διαγράφουν και τα όρια της επιμέλειας της οποίας όφειλε να καταβάλει, (Στρατμάρκο Λτδ. ν. Πέτρου Μιχαήλ (1989) 1E ΑΑΔ 45, Ιακωβίδης MΣ & Σία Λτδ και Άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1 ΑΑΔ 1593). Στην απόφαση Blyth v. Birmingham Waterworks Co [1856] 11 EX. 781 λέχθηκε ότι:

“Negligence is the omission to do something which a reasonable man, guided upon those considerations which ordinarily regulate the conduct of human affairs, would do, or something which a prudent and reasonable man would not do".

64. Το καθήκον επιμέλειας εξετάζεται αντικειμενικώς και δεν προσαρμόζεται ώστε να λαμβάνει υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του εναγόμενου (Dunnage κατά Randall και άλλου [2015] EWCA Civ 673).

 

65. Η εξέταση του εύλογου ή μη των ενεργειών ή παραλείψεων του μέσου συνετού ανθρώπου, υπό τις δοσμένες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, προϋποθέτει την εξισορρόπηση αριθμού παραγόντων και μεταξύ άλλων αναφέρω τα ακόλουθα: i) το κατά πόσο είναι εύλογα εμφανές ότι η υπό εξέταση συμπεριφορά δύναται να οδηγήσει σε κάποιο κίνδυνο ή αν αυτός ο κίνδυνος είναι απομακρυσμένος ώστε να μην περνούσε από το μυαλό ενός λογικού ανθρώπου, ii) τη σοβαρότητα της ζημιάς που ενδεχομένως θα υποστεί ο εκάστοτε ενάγοντας, iii) κατά πόσο υπάρχει μια εδραιωμένη κοινή πρακτική από άτομα στη θέση του εναγόμενου, iv) τη δυνατότητα λήψης επαρκών μέτρων για αποσόβηση του κίνδυνο αλλά και v) το κόστος για λήψη αυτών των μέτρων (Bolton v Stone [1951] AC 850, Paris v Stepney Borough Council [1951] 1 KB 320).

 

66. Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι υπήρχε παράλειψη της Εναγόμενης 2 στην επιστροφή των Αντικειμένων του με την ολοκλήρωση του μασάζ. Ειδικότερα, με τη μαρτυρία του Ενάγοντα συγκεκριμενοποιήθηκε η θέση ότι η Εναγόμενη 2 όφειλε να του φορέσει την καδένα διότι δεν ήταν σε θέση να την φορέσει λόγω της αναπηρίας του και ότι αυτό αποτελούσε παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας. Αρχικά επισημαίνω ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία ότι ο Ενάγοντας είχε αναφέρει την ύπαρξη της όποιας αναπηρίας του στην Εναγόμενη 2 ούτε και θα αναμένετο αντικειμενικά από κάποιο στη θέση της Εναγόμενης 2 να προβεί σε τέτοια ενέργεια χωρίς αυτό ρητά να της ζητηθεί. Επιπλέον προωθήθηκε ο ισχυρισμός ότι υπήρχε παράλειψη της Εναγόμενης 2 να προβεί σε ασφαλή φύλαξη των Αντικειμένων. Ήδη αποτέλεσε εύρημα μου ότι Εναγόμενη 2 δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια επιστροφής των Αντικειμένων αμέσως μετά την ολοκλήρωση του μασάζ, όπως και ούτε προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια διαφύλαξης τους όταν εντοπίστηκαν τα Αντικείμενα στο δωμάτιο σε χρόνο αφού ο Ενάγοντας είχε ήδη αποχωρήσει. Παρεμβάλω ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορά υπόθεση «αποκλειστικής παράλειψης» (pure omission) καθότι οι εν λόγω παραλείψεις εξετάζονται σε συνάρτηση με την αρχική ενέργεια αφαίρεσης των Αντικειμένων. Κατά την κρίση μου, το ενδεχόμενο να απωλεσθούν αντικείμενα ως τα επίδικα, αν απλά αφήνονταν στον χώρο του δωματίου μασάζ, όπου ως ζήτημα κοινής λογικής εισέρχεται και εξέρχεται τόσο προσωπικό όσο και πελάτες ήταν μια προβλεπτή πιθανότητα, λαμβάνοντας υπόψη και την απουσία και οποιασδήποτε μαρτυρίας ότι ο χώρος του δωματίου κλείδωνε με κάποιο τρόπο. Λαμβάνω επίσης υπόψη το γεγονός ότι σύμφωνα με τα ευρήματα μου η συνήθης πρακτική μετά την παροχή των υπηρεσιών μασάζ ήταν να μετακινούνται τυχόν αντικείμενα που αφήνονταν από πελάτες στο χώρο της κουζίνας, κάτι που επίσης εξυπακούει ως ζήτημα κοινής λογικής την αναγνώριση της ύπαρξης κινδύνου απώλειας αντικειμένων αν αυτά αφήνονταν στο δωμάτιο αλλά και ότι ευρύτερα τύγχαινε στο παρελθόν να αφεθούν αντικείμενα από πελάτες, όπως άλλωστε εξήγησε και η Εναγόμενη 3 στην μαρτυρία της, κάτι που επίσης κατά την κρίση μου συνάδει και με το γεγονός ότι όπως έχω ήδη αναφέρει εκ της φύσεως της η εν λόγω υπηρεσία δύναται να προκαλέσει μια «μισοκοιμισμένη χαλαρωτική κατάσταση» όπως το έθεσε ο Ενάγοντας, ώστε να μην υπάρχει η αναμενόμενη προσοχή σε σχέση με την παραλαβή προσωπικών αντικειμένων. Συνυπολογίζοντας όλα τα πιο πάνω, η i) παράλειψη της Εναγόμενης 2 να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια με σκοπό την επιστροφή τους, αμέσως μετά το μασάζ, όπως για παράδειγμα να προβεί σε μια απλή υπενθύμιση στον Ενάγοντα να παραλάβει τα Αντικείμενα του, η απώλεια των οποίων θα του προκαλούσε ζημιά και προπάντων ii) η μεταγενέστερη παράλειψη της να παραλάβει και να διαφυλάξει τα Αντικείμενα (μετακινώντας τα στην κουζίνα ή έστω προσθέτω να τα παραδώσει στη διεύθυνση της Εναγόμενης 1) και ενώ γνώριζε ότι ήταν τα Αντικείμενα του Ενάγοντα, τα οποία συνιστούν ενέργειες χωρίς κανένα κόστος, συνιστούν κατά την κρίση μου παραβίαση του καθήκοντος επιμέλειας που όφειλε στον Ενάγοντα και κατ’ επέκταση κρίνω ότι ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο με αυτό που θα λειτουργούσε ο μέσος συνετός άνθρωπος στις δοσμένες περιστάσεις.

Αιτιώδης συνάφεια – Απομακρυσμένη ζημιά

67. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου M HAJI κ.α. v. ADONIS BATHS MAVROKOLIMBOS WATERFALLS LIMITED κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 192/14, 10/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D181, λέχθηκαν τα ακόλουθα: 

«Το επόμενο ερώτημα που τίθεται έγκειται στο κατά πόσον η αμέλεια των εφεσιβλήτων τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με το θάνατο του αποβιώσαντος, δηλαδή ήταν η αιτία που προκάλεσε ή που ουσιωδώς συνέβαλε στην πρόκληση του θανάτου, έστω και αν δεν αποτελούσε τη μόνη ή την κύρια αιτία. Την προϋπόθεση αυτή είχαν το βάρος να την στοιχειοθετήσουν οι εφεσείοντες στο  ισοζύγιο των πιθανοτήτων (Halsbury΄s Laws of EnglandVolume 97A [2021]/2, para 114 και Volume 78 [2018]/1, para 3). 

Η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να αποδεικνύεται ως πραγματικό γεγονός (Layland Shipping Co Limited vNorwich Union [1918] A.C. 350). Το ζήτημα προσεγγίζεται με πραγματιστική διάθεση ως ένα σύνηθες πρόβλημα της καθημερινής ζωής και όχι ως αντικείμενο θεωρητικής ενασχόλησης (Monarch Steamship Co Ltd vKarlhamns Oljefabriker [1949] 1 All E.R. 16).  Η αρχή αυτή αποτυπώνεται και στο σύγγραμμα Αρτέμης & Ερωτοκρίτου, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Τόμος 2, σελ.23 ως ακολούθως:

«Το θέμα της αιτιώδους συνάφειας είναι, σε τελευταία ανάλυση, πραγματικό και πρέπει να αποφασίζεται ως τέτοιο, με βάση τη συνηθισμένη, απλή κοινή λογική» 

Ως πρώτο κριτήριο χρησιμοποιείται, κατά κανόνα, το γνωστό ως «"but fortest», δηλαδή το κατά πόσον αν δεν λάμβανε χώρα η συμπεριφορά του εναγόμενου το ζημιογόνο αποτέλεσμα δεν θα επερχόταν.  Όπως σημειώθηκε στην Voicu v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 78/16, ημερ. 10.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:B389, ECLI:CY:AD:2018:B389ECLI:CY:AD:2018:B389 «η συμπεριφορά του κατηγορούμενου θα πρέπει να συνιστά μια condition sine qua non, αναγκαίο και απαραίτητο όρο της παραγωγής του αποτελέσματος (factual causation) (RvWhite [1910] 2 Q.B. 124) ». 

68. Έχοντας καταλήξει ότι η Εναγόμενη 2 παραβίασε το καθήκον επιμέλειας που όφειλε στον Ενάγοντα, εναπόκειτο στον Ενάγοντα να αποδείξει ότι δεν θα επέρχετο η απώλεια των Αντικείμενων αν δεν υπήρχαν οι σχετικές παραλείψεις εκ μέρους της, κάτι το οποίο κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, κρίνω έχει πετύχει να καταδείξει πάντοτε στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Στα πλαίσια εξέτασης του κατά πόσο η ζημιά που προκλήθηκε είναι απομακρυσμένη ή όχι στην απόφαση Khan v Meadows [2021] UKSC 21, λέχθηκε ότι:

 

“The legal test of remoteness focuses on the foreseeability of the harm which eventuated (Overseas Tankship (UK) Ltd v Miller Steamship Co Pty (The Wagon Mound (No 2)) [1967] AC 617 ) or on whether the harm was of a kind that might have resulted from an accident of a foreseeable nature (Hughes v Lord Advocate [1963] AC 837; 1963 SC (HL) 31)”

 

69. Με δεδομένο ότι το είδος της ζημιάς, δηλαδή η απώλεια των Αντικειμένων ήταν προβλεπτή, ο ακριβής τρόπος που επήλθε η απώλεια των Αντικειμένων είναι αδιάφορη (Jolley v Sutton LBC [2001] 1 W.L.R. 1082). Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω, κρίνω ότι εναντίον της Εναγόμενης 2 ο Ενάγοντας έχει πετύχει να αποσείσει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι η Εναγόμενη 2 ήταν αμελής.

Εναγόμενη 3

Καθήκον Επιμέλειας

70. Η Εναγόμενη 3 υπενθυμίζω δεν βρισκόταν στην εργασία της κατά την ημερομηνία που απωλέσθηκαν τα Αντικείμενα, θέση που κατά τους συνηγόρους της συνηγορεί στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αμέλειας σύμφωνα με το άρθρο 51 του Κεφ. 148 χωρίς να προβαίνουν σε ανάλυση επί του ζητήματος. Ουδείς εκ των διαδίκων δεν έστρεψε την προσοχή του στο κατά πόσο υπάρχει περιθώριο αναγνώρισης καθήκοντος επιμέλειας, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας, όπου δηλαδή μετά την επικοινωνία του Ενάγοντα ουσιαστικά προσφέρθηκε να τον βοηθήσει και κατά πόσο δικαιολογείται μια διαφορετική προσέγγιση, συγκριτικά με την Εναγόμενη 2, στην εξέταση της ύπαρξης ή μη καθήκοντος επιμέλειας.

 

71. Προσθέτω ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να αναγνωριστεί καθήκον επιμέλειας έχουν διαχρονικά νομολογιακά διευρυνθεί ώστε να συμπεριλαμβάνουν και περιπτώσεις όπου ένα πρόσωπο δεν δημιούργησε την πηγή κινδύνου/ζημιάς κάτι που άλλωστε αναγνωρίστηκε και στη δική μας νομολογία. Ειδικότερα στην πρόσφατη απόφαση ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΔΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ) v. Λ.Ι.Κ. κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2019, 21/9/2022, ECLI:CY:AD:2022:A353 λέχθηκε ότι:«To δίκαιο, κατά κανόνα, δεν αναγνωρίζει καθήκον επιμέλειας ή μέριμνας (duty of care) ώστε να αποτραπεί η βλάβη ή η ζημία άλλου προσώπου, εκτός από συγκεκριμένες εξαιρέσεις (βλ. απόφαση της Baroness Hale στην Michael v. Chief Constable of South Wales [2015] UKSC 2. Περαιτέρω, στην απόφαση Robinson ανωτέρω λέχθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά ως προς το πότε το δίκαιο αναγνωρίζει την ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας σε περιπτώσεις «αποκλειστικών παραλείψεων» (το οποίο αποδίδει αυτό που περιγράφεται στην Αγγλική νομολογία ως «pure omissions»:

34.  On the other hand, public authorities, like private individuals and bodies, are generally under no duty of care to prevent the occurrence of harm: as Lord Toulson stated in Michael, "the common law does not generally impose liability for pure omissions" (para 97). This "omissions principle" has been helpfully summarised by Tofaris and Steel, "Negligence Liability for Omissions and the Police" (2016) 75 CLJ 128:

"In the tort of negligence, a person A is not under a duty to take care to prevent harm occurring to person B through a source of danger not created by A unless (i) A has assumed a responsibility to protect B from that danger, (ii) A has done something which prevents another from protecting B from that danger, (iii) A has a special level of control over that source of danger, or (iv) A's status creates an obligation to protect B from that danger."

72. Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts 23rd Edition (2020) στην παράγραφο 7-54 αναφέρονται τα εξής διαφωτιστικά σε σχέση με το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας όταν κάποιο πρόσωπο αναλαμβάνει να βοηθήσει κάποιο τρίτο στα πλαίσια του δικαίου της αμέλειας:

“No general duty to rescue’ One consequence of the “pure omission” rule is that, in the absence of a special reason, neither a private individual nor a public service owes a duty of care to respond to an emergency by attempting a rescue. As Stuart- Smith LJ explained in Capital and Counties Ple v Hampshire CC217":

“.,. a doctor who happened to witness a road accident will very likely go to the as- sistance of anyone injured, but he.is not under any legal obligation to do so (save in certain limited circumstances) ,.. if he volunteers assistance, his only duty as a matter of law is not to make the victim’s condition worse.”218

The leading authority is East Suffolk Rivers Catchment Board v Kent.'° The claimant’s land was flooded by sea-water and the defendant Board, although under no duty to repair the breach in the sea wall, did undertake such repairs but so negligently that the land remained flooded for much longer than it would had the repair been efficient. The House of Lords held that the Board was not liable because its neglect did not inflict any more damage than would a total omission. Capital and Counties illustrates the crucial distinction between an ineffective rescue and a damaging rescue, i.e. one that makes the claimant’s position worse. The Court of Appeal held the fire service liable in respect of an incident where it had negligently turned off the claimant’s sprinkler system with the result that the fire spread more than it would have done had the fire service not intervened.220 However, there was no liability for incidents where the service failed to fully extinguish the fire before leaving the premises with the result that it revived and destroyed the premises. There was no difference between simply failing to turn up to effect a “rescue” and turning up but negligently failing to carry out the “rescue”, unless the claimant’s position was worsened as a result.221

73. Στην πολύ πρόσφατη του Αγγλικού Supreme Court Tindall v Chief Constable of Thames Valley [2024] UKSC 33, μεταξύ άλλων, επαναλήφθηκε η πιο πάνω γενική θέση του δικαίου της αμέλειας και ειδικότερα λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

1. It has long been recognised that the tort of negligence draws a fundamental distinction between acts and omissions or, in the more illuminating language adopted in recent years, between making matters worse (or harming) and failing to confer a benefit (or to protect from harm). As a general rule, a person has no common law duty to protect another person from harm or to take care to do so: liability can generally arise only if a person acts in a way which makes another worse off as a result”.

74. Δηλαδή αυτό που προκύπτει είναι ότι όταν εξετάζεται η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, όπου η πηγή κινδύνου δημιουργήθηκε από τρίτο πρόσωπο ή από άλλες εξωτερικές καταστάσεις, το Δικαστήριο είναι ορθότερο να αντικρίζει το ζήτημα με αναφορά στο κατά πόσο υπάρχει μέσω ενεργειών επιδείνωση μιας κατάστασης πραγμάτων ή αποτυχία να επωφεληθεί ένα πρόσωπο (που συμπεριλαμβάνει την αποτροπή ζημιάς). Επιπλέον δίνεται καθοδήγηση για τον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να διαχωρίζει τις δύο πιο πάνω περιπτώσεις όπως αυτό παρατίθεται στην παράγραφο 44 της εν λόγω απόφασης:

[…]

(iii)  A difficulty in drawing the distinction (between making matters worse and failing to protect from harm) is how to identify the baseline relative to which one judges whether the defendant has made matters worse: see Sandy Steel, "Rationalising omissions liability in negligence" (2019) 135 LQR 484, 487. The cases show that the relevant comparison is with what would have happened if the defendant had done nothing at all and had never embarked on the activity which has given rise to the claim. The starting point is that the defendant generally owes no common law duty of care to undertake an activity which may result in benefit to another person. So it is only if carrying out the activity makes another person worse off than if the activity had not been undertaken that liability can arise.

(η έμφαση είναι το παρόντος Δικαστηρίου)

75. Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας η Εναγόμενη 3 επέλεξε να προσφέρει βοήθεια στον Ενάγοντα που σύμφωνα με τον ίδιο αντιμετώπιζε μια κατάσταση κινδύνου, ήτοι να απωλέσει τα Αντικείμενα του. Ο Ενάγοντας στα πλαίσια της μαρτυρίας του και μετέπειτα ο συνήγορος τους ουσιαστικά επιχειρηματολογούν ότι με την εσφαλμένη αναφορά της Εναγόμενης 3, ότι δηλαδή εντοπίστηκαν τα Αντικείμενα, δόθηκε η ευκαιρία σε κάποιο πρόσωπο να πάρει τα Αντικείμενα καθυστερώντας την καταγγελία του Ενάγοντα στην Αστυνομία. Επισημαίνω ότι οι προσπάθειες επικοινωνίας της Εναγόμενης 3 τόσο με τρίτα πρόσωπα όσο και με τον Ενάγοντα αποτελούν ενέργειες και όχι παραλείψεις και άρα το ζήτημα της ύπαρξής καθήκοντος επιμέλειας εξετάζεται υπό το πρίσμα των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, όπου πρόσωπο επιλέγει να βοηθήσει κάποιο τρίτο από κάποιο κίνδυνο, περίπτωση που όπως συνάγεται από το σκεπτικό της απόφασης Tindall ανωτέρω δεν αποτελεί γνήσια εξαίρεση του κανόνα των αποκλειστικών παραλείψεων (pure omissions) εφόσον υπάρχει τέλεση ενεργειών αντί παθητική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την εξελικτική πορεία της Αγγλικής νομολογίας ο κύριος γνώμονας που πρέπει να τύχει εξέτασης είναι κατά πόσο η εμπλοκή ης Εναγόμενης 3 δημιούργησε ένα νέο είδος κινδύνου ή με τις ενέργειες της οξύνθηκε ο υφιστάμενος κίνδυνος (Tindall ανωτέρω, παράγραφος 32), κάτι που νομολογιακά αναγνωρίζεται ότι αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο. Κατά την κρίση μου η ανάλυση της ύπαρξης καθήκοντος επιμέλειας δεν μπορεί να επιλυθεί προς όφελος του Ενάγοντα καθότι ο Ενάγοντας αντιμετωπίζει ένα ανυπέρβλητο κενό στη μαρτυρία του. Συγκεκριμένα, αποφαίνομαι ότι για να δύναται να εξεταστεί και ενδεχομένως να λεχθεί ότι μέσω των ενεργειών κάποιου προσώπου υπήρξε χειροτέρευση μιας κατάστασης αυτό εξυπακούει πρώτα ότι το Δικαστήριο είναι σε θέση, βάσει της προσκομισθείσας μαρτυρίας να αποφανθεί, κατά τρόπο θετικό, ότι κατά το χρόνο που έγινε η εν λόγω δήλωση ή ενέργεια που κατ’ ισχυρισμό προκάλεσε τη χειροτέρευση της κατάστασης ο αρχικός κίνδυνος συνέχιζε να είναι ως ζήτημα πραγματικών γεγονότων υπαρκτός, ανεξαρτήτως των όποιων υποκειμενικών αντιλήψεων των εμπλεκομένων.

 

76. Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω αρχές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, σύμφωνα και με τα ευρήματα μου, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύτερο κενό στη μαρτυρία, ήτοι ότι δεν μπορεί να εξακριβωθεί με ακρίβεια το χρονικό σημείο που απωλέσθηκαν τα Αντικείμενα, κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεν έχει αποδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι ο κίνδυνος απώλειας των Αντικειμένων συνέχιζε να υφίστατο κατά τον χρόνο που η Εναγόμενη 3 προέβη στη δήλωση της (ήτοι περίπου 4 ώρες μετά την αποχώρηση του Ενάγοντα). Σημειώνω ότι ούτε καν υπάρχει εισήγηση περί τούτου, σε αντιδιαστολή με το ενδεχόμενο τα Αντικείμενα να είχαν ήδη απωλεσθεί ή έστω για σκοπούς συζήτησης να είχαν ήδη κλαπεί από κάποιο τρίτο πρόσωπο, ώστε η όποια εσφαλμένη αντίληψη της Εναγόμενης 3 περί της ανεύρεσης και τοποθεσίας τους να είχε τη δυναμική να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στην όλη αλληλουχία των γεγονότων προκαλώντας χειροτέρευση της κατάστασης. Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, κρίνω ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ο Ενάγοντας έχει αποτύχει να καταδείξει στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων ότι η Εναγόμενη 3 όφειλε καθήκον επιμέλειας στον ίδιο και συνεπώς η βάση αγωγής της αμέλειας δε δύναται να έχει επιτυχή κατάληξη.

Συντρέχουσα αμέλεια

77. Αποτελεί εν προκειμένω θέση των συνήγορων των Εναγόμενων 2 και 3 ότι ο Ενάγοντας είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για την όποια απώλεια των Αντικειμένων του καθότι ήταν απρόσεκτος με αυτά κατά την αποχώρηση του, καθότι δεν τα θυμήθηκε. Η διαδικασία για τον επιμερισμό ευθύνης και της απόδοσης συντρέχουσας αμέλειας καθορίστηκε στην υπόθεση Μακρίδης ν. Dharaghii κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 1013 ως ακολούθως:

«Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των Εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική τότε εξετάζεται με βάση το άρθρο 57 αν ο Ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζεται το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ των Εναγομένων από την μια, και Ενάγοντος από την άλλη και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του Ενάγοντα.»

78. Το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας, φέρει ο εναγόμενος που την επικαλείται (Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ.). Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο (βλ. Μιχαήλ ν. Ιωάννου & Παρασκευαίδης Λτδ κ.ά.  (1998) 1 ΑΑΔ 1494 και GEOFFREY PENN v. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 365/2015, 5/3/2025). Στην υπόθεση Σφυρή ν. Πολυκάρπου (2005)1 Α.Α.Δ.941 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τη συντρέχουσα αμέλεια:

 «Αν και η συντρέχουσα αμέλεια δεν βασίζεται πάνω σε υποχρέωση επιμέλειας, βασίζεται πάνω στην πρόβλεψη.  Όπως η αμέλεια απαιτεί την πρόβλεψη πρόκλησης ζημιάς σε άλλους, έτσι και η συντρέχουσα αμέλεια απαιτεί την πρόβλεψη πρόκλησης ζημιάς στον εαυτό του.  Ένα πρόσωπο είναι ένοχο συντρέχουσας αμέλειας αν μπορούσε λογικά να προβλέψει ότι, αν δεν ενεργούσε ως ένας λογικός και συνετός άνθρωπος, θα μπορούσε να προκαλέσει τραύματα στον εαυτό του.  Και μέσα στις εκτιμήσεις του θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα ότι άλλα πρόσωπα μπορεί να είναι απρόσεκτα».

79. Από τα πιο πάνω αυτό που προκύπτει είναι ότι οι ενέργειες εξετάζονται κατ’ αναλογία με τα κριτήρια που εφαρμόζει το Δικαστήριο στα πλαίσια διερεύνησης του κατά πόσο ο εναγόμενος παραβίασε το καθήκον επιμέλειας που οφείλει στον ενάγοντα. Αποτέλεσε μέρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας δεν θυμήθηκε να αναζητήσει και ότι παρέμεινε στο χώρο για 1-2 λεπτά μετά την ολοκλήρωση του μασάζ. Αναμφίβολα, ο κάθε άνθρωπος οφείλει να ενεργεί και να λαμβάνει προφυλάξεις ώστε να μην επέρχεται ζημιά ή απώλεια της προσωπικής του περιουσίας. Εντούτοις σημειώνω ότι νομολογιακά έχει αναγνωριστεί, μεταξύ άλλων, ότι η κόπωση, εξοικείωση με μια δραστηριότητα ή η βιασύνη με την οποία τελείται μια ενέργεια δύναται να αποτελέσουν παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στα πλαίσια εξέτασης του εύλογου ή μη των ενεργειών ή παραλείψεων του Ενάγοντα (Caswell v Powell Duffryn Association Collieries [1940] AC 152), εν προκειμένω άτομα τα όποια έχουν λάβει υπηρεσίες μασάζ.

 

80. Είναι αλήθεια ότι ο Ενάγοντας γνώριζε που βρίσκονταν τα Αντικείμενα, που όμως ήταν διαφορετικό σημείο από την υπόλοιπη περιουσία του (ρούχα). Εντούτοις, ένεκα της φύσης της δραστηριότητας του μασάζ, η όποια όπως ήδη ανέφερα δύναται να προκαλέσει κάποια χαλάρωση και ενδεχόμενη αφηρημάδα, γεγονός που εξετάζεται και σε συνάρτηση με τον χρόνο που παρέμεινε ο Ενάγοντας στο δωμάτιο μόνος του (1-2 λεπτά), συνυπολογίζοντας το σύνολο των γεγονότων της παρούσας κρίνω ότι η παράλειψη αναζήτησης των Αντικειμένων δεν συνιστά συμπεριφορά που τελεί σε αντίθεση με το βαθμό φροντίδας και προσοχής που θα αναμενόταν να επιδείξει το μέσο συνετό άτομο που είναι ο λήπτης τέτοιων υπηρεσιών μασάζ. Ως εκ τούτου αποφαίνομαι η συμπεριφορά του Ενάγοντας δεν ήταν τέτοια ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι φέρει ποσοστό ευθύνης για την απώλεια τους.

Υπόλοιπες βάσεις αγωγής

81. Προτού προχωρήσω κρίνω ορθό να επισημάνω ότι ο συνήγορος του Ενάγοντα επιχειρηματολόγησε υπέρ της εφαρμογής του δόγματος res ipsa loquitur που εφαρμόζεται σε υποθέσεις αμέλειας κατ’ αναλογία και κατά την εξέταση των αστικών αδικημάτων της απάτης, ιδιοποίησης, παράνομης κατακράτησης πράγματος, παράνομης επέμβασης επί κινητής περιουσίας. Ο ισχυρισμός περί εφαρμογής της εν λόγω αρχής και σε σχέση με αυτά τα αστικά αδικήματα δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε αναγνωρισμένη αρχή δικαίου και απερίφραστα τον απορρίπτω καθότι η αρχή res ipsa loquitur εφαρμόζεται μόνο σε σχέση με το αστικό αδίκημα της αμέλειας στα πλαίσια του οποίου αναπτύχθηκε εξ ου και το Δικαστήριο συμπεραίνει εκ πρώτης όψεως την ύπαρξη αμέλειας. Το αν κάποια από τα υπόλοιπα αστικά αδικήματα, όπως θα επεξηγηθεί στη συνέχεια μεταθέτουν το αποδεικτικό βάρος σε σχέση με τη νομιμότητα ή μη μιας ενέργειας αυτό δεν δικαιολογεί την εφαρμογή της εν λόγω αρχής ούτε επενεργεί κατά τρόπο ώστε ο εκάστοτε ενάγοντας να απαλλάσσετε από την υποχρέωση του να αποδείξει τα γεγονότα για τα οποία ο ίδιος φέρει το βάρος απόδειξης με θετική μαρτυρία.

Απάτη

82. Η συγκεκριμένη βάση αγωγής όπως ανέφερα προωθήθηκε μόνο με παραπομπή στο σχετικό άρθρο 36 του Κεφ. 148.  Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου TOUCHSTONE SNAIL TECHNOLOGIES LTD κ.α. v. K INVEST CONSULTING SAL OFFSHORE κ.α., Πολιτική Έφεση αρ. Ε11/21, 29/3/2024 παρατίθεται ανάλυση του αστικού αδικήματος της απάτης και των συστατικών στοιχείων αυτού:

«Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, εκδόσεις Sweet & Maxwell, 24η έκδοση του 2023, σελ. 1297 αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) αποκαλείται στο κοινοδίκαιο μερικές φορές ως «fraud» (δόλος). Προκύπτει ξεκάθαρα από το εν λόγω σύγγραμμα ότι όταν στο κοινοδίκαιο γίνεται αναφορά στο αστικό αδίκημα του δόλου εννοείται το αστικό αδίκημα της απάτης (deceit) όπως αυτό αναγνωρίζεται στο κοινοδίκαιο από το 1789 (βλ. Pasley v. Freeman (1789) 3 T.R. 51 και μετέπειτα Derry v. Peak (1889) 14 App. Cas. 337) και όπως έχει ενσωματωθεί στο Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148.

 Στο σύγγραμμα Ενοχικό Δίκαιο, Το Δίκαιο των Αστικών Αδικημάτων, Τόμος Δεύτερος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη του Π. Πολυβίου, σελ. 697, αναφέρεται ότι το αστικό αδίκημα της απάτης αποκαλείται στο κοινοδίκαιο deceit ή fraud, και ξεκαθαρίζεται επομένως και στο εν λόγω σύγγραμμα ότι ο δόλος (fraud) δεν αποτελεί αυτοτελές αστικό αδίκημα άλλο από την απάτη.  Στην Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. ο όρος «fraud» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει ένα εκ των συστατικών στοιχείων της απάτης, ήτοι ότι η ψευδής παράσταση γεγονότος, γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής.

 ..........

 Στρεφόμαστε στο αστικό αδίκημα της απάτης (deceit). Το Άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148 προβλέπει:

«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, µε σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει µε βάση αυτή:

Νοείται ότι καµιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση εκτός αν αυτή έγινε µε σκοπό εξαπάτησης του ενάγοντα και πράγµατι εξαπάτησε αυτόν, και αυτός ενέργησε µε βάση αυτή και εξαιτίας αυτού υπέστη ζηµιά:

Νοείται περαιτέρω ότι καµιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση για το χαρακτήρα, τη συµπεριφορά, την πίστη, την ικανότητα, το επιτήδευµα ή τις συναλλαγές οποιουδήποτε προσώπου, η οποία έγινε µε σκοπό εξασφάλισης πίστωσης, χρηµάτων ή αγαθών στο πρόσωπο αυτό, εκτός αν η παράσταση αυτή έγινε γραπτώς και υπογράφτηκε από τον ίδιο τον εναγόµενο.»

Στην παρούσα υπόθεση τα στοιχεία που εξήγαγε από την ενώπιον του μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και παρέθεσε θεωρώντας ότι αποτελούν τη νομική θεμελίωση του αστικού αδικήματος της απάτης δεν συναρτώνται με τα συστατικά στοιχεία της απάτης ως προκύπτουν από τον Νόμο και τη νομολογία. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, η νοητική κατάσταση που απαιτείται από το Άρθρο 36 ανωτέρω να έχει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε ψευδή παράσταση, αναφέρεται μερικές φορές στη νομολογία ως δόλος (fraud). Ο «δόλος» απαντάται δε μερικές φορές στη νομολογία ως συστατικό του αστικού αδικήματος της απάτης.»

Στην Τσιάρτας Ανδρέας κ.α. v. Alocay Holdings Ltd κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 1523:

«Σύμφωνα με τους Halsbury's Laws of England, 3rd ed, vol. 18, p.189, η έννοια του δόλου προσδιορίζεται ως κάτι ανέντιμο, ηθικώς ανάρμοστο, ειδικώς σε απόκτηση χρηματικού οφέλους με άδικα μέσα. (Βλ. επίσης Ιακώβου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (χρηματ.) Λτδ (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 992). Ορθά επισημαίνεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι ενάγοντες έχουν το βάρος να αποδείξουν αυστηρά τις λεπτομέρειες του δόλου ή της αμέλειας χωρίς ωστόσο να χρειάζεται να αποδειχθούν όλες οι λεπτομέρειες αλλά είναι αρκετή η απόδειξη μόνο μερικών από τις κατ' ισχυρισμό λεπτομέρειες του δόλου. Βλ. Kakoullou and Another v. Kakoullou (1987) 1 C.L.R. 547. Στην προκειμένη περίπτωση η εφεσίβλητη απέτυχε να αποδείξει στο βαθμό αυστηρότητας που απαιτείται δόλο των εφεσειόντων με βάση τις λεπτομέρειες της αγωγής.»

83. Προσθέτω ότι στην Αγγλική απόφαση Ludsin Overseas Ltd v Eco3 Capital Ltd [2013] EWCA Civ 413, λέχθηκαν τα εξής σχετικά, τα οποία απερίφραστα υιοθετώ σχετικά με το αδίκημα της απάτης:

"77.  I do not agree with the analysis of the authorities which the appellants advance. What the cases show is that the tort of deceit contains four ingredients, namely:

i)  The defendant makes a false representation to the claimant.

ii)  The defendant knows that the representation is false, alternatively he is reckless as to whether it is true or false.

iii)  The defendant intends that the claimant should act in reliance on it.

iv)  The claimant does act in reliance on the representation and in consequence suffers loss. Ingredient (i) describes what the defendant does. Ingredients (ii) and (iii) describe the defendant's state of mind. Ingredient (iv) describes what the claimant does.

78.  I do not accept that "intention to deceive" is a separate or free standing element of the tort of deceit. The phrase "intention to deceive" is merely another way of describing the mental element of the tort. It is a compendious description of ingredients (ii) and (iii) as set out in the preceding paragraph".

84. Στην παράγραφο 17-19 του συγγράμματος Clerk & Lindsell on Torts ανωτέρω καταγράφονται τα εξής σε σχέση με την απαραίτητη διανοητική κατάσταση για σκοπούς του αστικού αδικήματος, την ύπαρξη τυχόν κίνητρου του προσώπου που κατ' ισχυρισμό ενήργησε δόλια, αλλά και της κατάδειξης πρόθεσης να ενεργήσει κάποιο πρόσωπο επί των ψευδών δηλώσεων:

"The state of mind necessary for liability in deceit

17-20 [.] The leading case on this point is the later decision of the House of Lords in Derry v Peek. There, Lord Herschell laid down the essentials of fraud in the following propositions:

"First, in order to sustain an action of deceit, there must be proof of fraud and nothing short of that will suffice. Secondly, fraud is proved when it is shown that a false representation has been made (i) knowingly, (ii) without belief in its truth, or (iii) recklessly, careless whether it be true or false. Although I have treated the second and third as distinct cases, I think the third is but an instance of the second, for one who makes a statement under such circumstances can have no real belief in the truth of what he states. To prevent a false statement from being fraudulent, there must, I think, always be an honest belief in its truth."

85. Αρχικά επισημαίνω ότι η δικογραφήση της εν λόγω βάσης αγωγής δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη δέουσα και αναγκαία επάρκεια (αντίθετα με τα όσα επιτάσσει η Δ.19, θ.5 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας) καθότι οι λεπτομέρειες απάτης στην παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης που μέρος του τίτλου της τιτλοφορείται ως «λεπτομέρειες απάτης» στρέφονται συλλογικά εναντίον όλων των Εναγομένων χωρίς να συγκεκριμενοποιείται με την απαραίτητη σαφήνεια ποιος εναγόμενος προέβη σε ποια ενέργεια και σε τι συνίσταται το ψευδές γεγονός/παράσταση καθότι οι εν λόγω λεπτομέρειες συμπλέκονται και με τις λεπτομέρειες αμέλειας. Προσθέτω ότι οι λεπτομέρειες που παρατέθηκαν είναι ατελώς διατυπωμένες αλλά και γενικές, για σκοπούς της υπό εξέταση βάση αγωγής κάτι που τις καθιστά ανεπαρκείς λαμβανομένου υπόψη του αυστηρού επιπέδου απόδειξης της συγκεκριμένης βάσης αγωγής. Σε μια αγωγή η οποία βασίζεται σε απάτη και δόλο θα πρέπει να παρατίθενται τα γεγονότα  και οι λεπτομέρειες τους ολοκληρωμένα.  Επιπλέον, σε σχέση με εκάστη λεπτομέρεια ελλείπουν ένα ή περισσότερα στοιχεία απαραίτητα για τη θεμελίωση βάσης αγωγής για απάτη και πιο συγκεκριμένα λείπει συγκεκριμένος ισχυρισμός ότι ο Ενάγοντας ενήργησε στη βάση των πιο πάνω λεπτομερειών που δεν περιγράφονται ως ψευδείς παραστάσεις και ότι εξ αιτίας της ενέργειας του αυτής υπέστηκε ζημιά, ή ότι οι εν λόγω ενέργειες έγιναν με τη νοητική κατάσταση που απαιτείται από το Άρθρο 36 (Touchstone ανωτέρω).

 

86. Πέραν των πιο πάνω ελλείψεων, σε σχέση με την Εναγόμενη 2 έχοντας μελετήσει το σύνολο της Έκθεσης Απαίτησης αλλά και του περιεχόμενου της παραγράφου 10 παρατηρώ ότι δεν υφίσταται καν κάποια αναφορά για την ύπαρξη οποιασδήποτε παράστασης γεγονότος από την Εναγόμενη 2 προς τον Ενάγοντα έτσι ώστε αυτή η βάση αγωγής να είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Αναφορικά τώρα με την Εναγόμενη 3, παρά του τρόπου δικογράφησης της Έκθεσης Απαίτησης, κατά την άποψη μου, εντοπίζονται έστω και με κάποια δυσκολία στο σώμα αυτής τα αναγκαία γεγονότα (Σάουρος Μιχαήλ Σάββα και Άλλος ν. Μαρίας Κώστα Φιλίππου, ως διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντος Kωστή Λοΐζου (2009) 1 ΑΑΔ 203), μόνο στην έκταση που αυτό αφορά την ύπαρξη κάποιος παράστασης γεγονότος από την Εναγόμενη 3 προς τον Ενάγοντα εναντίον της οποίας προωθεί και την υπό εξέταση βάση αγωγής (δέστε ευρήματα ως προς το τι λέχθηκε από την Εναγόμενη 3). Σε κάθε περίπτωση, πέραν των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω, έχω ήδη αποδεχθεί την μαρτυρία της Εναγόμενης 3 ως προς το γνήσιο της πεποίθησης των όσων ανέφερε προς τον Ενάγοντα από τα οποία εύλογα ο Ενάγοντας μπορούσε να κατανοήσει ότι τα Αντικείμενα είχαν ανευρεθεί και φυλαχθεί αν και εν τέλει αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν εσφαλμένο. Ως εκ τούτου, με αυτό ως δεδομένο ξεκάθαρα προκύπτει ότι δεν έχει καταδειχθεί ούτε ότι η Εναγόμενη 3 γνώριζε για το εσφαλμένο της δήλωσης της ούτε καταδείχθηκε με την απαραίτητη αυστηρότητα και στον αναγκαίο βαθμό που απαιτείται ότι το σύνολο των ενεργειών και αντιλήψεων της συνολικά εξεταζόμενο βάσιμα μπορούν να υποστηρίξουν τη θέση ότι αυτή ήταν απερίσκεπτη, στον αναγκαίο βαθμό για σκοπούς στοιχειοθέτησης του αδικήματος της απάτης, που παρεμβάλλω διαφέρει  ως προς την αλήθεια ή μη των όσων ανέφερε, χωρίς. Στη βάση των όσων έχω αναφέρει πιο πάνω τόσο σε σχέση με την Εναγόμενη 2 όσο και με την Εναγόμενη 3 η υπό εξέταση βάση αγωγής απορρίπτεται.

Ιδιοποίηση, Παράνομη Κατακράτηση και Παράνομη επέμβαση σε κινητή περιουσία

87. Ο Ενάγοντας στήριξε την απαίτηση του και στα αστικά αδικήματα της ιδιοποίησης, παράνομης κατακράτησης και παράνομης επέμβασης σε κινητή περιουσία της αν και στην οπισθογράφηση της Έκθεσης Απαίτησης καταγράφεται και  αξίωση δυνάμει «κλοπής». Προφανώς τέτοιο αστικό αδίκημα δεν υφίσταται ούτε λέχθηκε κάτι επί τούτου. Στο κοινοδίκαιο αναγνωρίζονταν μόνο τα αστικά αδικήματα της παράνομης επέμβασης σε αγαθά (trespass to goods), της παράνομης κατακράτησης (detinue) και της ιδιοποίησης (conversion). Στην Αγγλία, με τη θέσπιση του Torts (Interference with Goods) Act 1977,το αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης καταργήθηκε. Σημειώνω, επιπλέον ότι στο εν λόγω νομοθέτημα υπάρχει και το εξής άρθρο το οποίο μεταξύ άλλων ρυθμίζει

“An action lies in conversion for loss or destruction of goods which a bailee has allowed to happen in breach of his duty to his bailor (that is to say it lies in a case which is not otherwise conversion, but would have been detinue before detinue was abolished)”.

88. Στο Κεφ. 148 οι σχετικές αναφορές για τα αστικά αδικήματα της παράνομης κατακράτησης (άρθρα 37 και 38) και της ιδιοποίησης (άρθρα 39 – 42) ενώ σχετικό με το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι το άρθρο 44.

 

89. Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Κεφ. 148 το αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης (detinue) συνίσταται σε παρακράτηση πράγματος και άρνηση επιστροφής του στον ενάγοντα ή παρεμπόδιση του ενάγοντα από ανάληψη κατοχής του. Απόλυτα διαφωτιστικό ως προς τα συστατικά στοιχεία του υπό εξέταση αστικού αδικήματος είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση ΑΡΤΕΜΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ν. ΚΩΣΤΑ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ & ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2010, 16/12/2015:

 «[..] το βασικό στοιχείο του αστικού αδικήματος της κατακράτησης είναι η άρνηση επιστροφής του αντικειμένου όταν αυτή απαιτηθεί.  Η κυριότητα του αντικειμένου δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έγερση αγωγής με βασικό στοιχείο πάντοτε να είναι το παράνομο της κράτησης από τον μη δικαιούχο.  Η κατακράτηση («detinue»), δίνει δικαίωμα στον ενάγοντα να ζητήσει και επιστροφή του αντικειμένου σε αντίθεση με την ιδιοποίηση («conversion»), η οποία δίνει δικαίωμα σε αποζημιώσεις επί προσωπικού επιπέδου, (δέστε Salmond on the Law of Torts 16η έκδ. σελ. 92-3, 96-8 και 113 και Ogus on Damages σελ. 148-9).

90. Πιο πρόσφατα, στην απόφαση BRAINVIBES LTD ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 193/2013, 31/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A451 το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε εκ νέου στο αστικό αδίκημα της παράνομης κατακράτησης, το οποίο συντελείται όταν ο παρακρατών το πράγμα αρνείται την επιστροφή του στον ιδιοκτήτη ή τον παρεμποδίζει από την ανάληψη της κατοχής του, εφόσον αποδεικνύεται άρνηση επιστροφής με κατάλληλη μαρτυρία το αδίκημα στοιχειοθετείται.

 

91. Το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης διέπεται από το άρθρο 39 του Κεφ. 148 το λεκτικό του οποίου παραθέτω:

«Iδιoπoίηση συνίσταται σε παράvoμη φυσική πράξη η οποία επηρεάζει κινητή ιδιοκτησία και εδραιώνει αξίωση να χειρίζεται αυτή με τρόπο ασυμβίβαστo με τα δικαιώματα oπoιoυδήπoτε προσώπου που δικαιούται στην άμεση κατοχή της».

92. Επιγραμματικά μπορεί να λεχθεί ότι είναι ιδιαίτερα δυσχερής ο εξαντλητικός καθορισμός ενεργειών που δύναται να συνιστούν ιδιοποίηση, πλην όμως κατά κανόνα, άπτεται περιστάσεων υπό τις οποίες ένα πρόσωπο προβαίνει σε πράξη επί κινητής περιουσίας που ανήκει σε άλλο πρόσωπο εκεί όπου:

(1) η πράξη του εναγομένου είναι αντίθετη προς τα δικαιώματα του κυρίου ή του κατά νόμον δικαιούχου της κατοχής·

(2) η εν λόγω πράξη είναι ηθελημένη και όχι τυχαία· και

(3) η πράξη αυτή είναι τέτοιας έκτασης ώστε να επηρεάζει ουσιωδώς τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη, κατά τρόπο ώστε κατ’ ουσία να απολήγει σε αποστέρηση της χρήσης και κατοχής του πράγματος.

  1. Περαιτέρω στην παράγραφο 16-08 στο Clerk & Lindsell on Torts (ανωτέρω), παρατίθενται οι συνήθεις ενέργειες που συνθέτουν τη διάπραξη της ιδιοποίησης και που περιγράφονται ως εξής:

“It is not possible to categorise exhaustively all modes of conversion for while some acts are necessarily an absolute abrogation of the claimant's rights and deprive him of the whole value of his interest in the goods, there may be others where the courts retain a degree of discretion in deciding whether those acts amount to a sufficient deprivation. Nevertheless, the principal ways in which a conversion may take place can be set out under the following headings, dealt with more fully below:

(a)  when property is wrongfully taken or received by someone not entitled to do so;

(b)  when it is wrongfully parted with;

(c)  when it is lost by a bailee in breach of his duty to the bailor;

(d)  when it is wrongfully sold, even without delivery, so as to pass good title to the buyer;

(e)  when it is wrongfully retained;

(f)  when it is wrongfully misused or destroyed; and

(g)  when the defendant, without physically interfering with it, wrongfully denies access to it to the claimant.”

 

  1. Στην Αγγλική απόφαση του House of Lords Kuwait Airways Corp v Iraqi Airways Co. (Nos 4 and 5) [2002] UKHL 19, [2002] 2 A.C. 883 αναφέρθηκαν τα εξής καθοδηγητικά σχετικά  με το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης:

“40.  The judicially approved description of the tort in Clerk & Lindsell encapsulates, in different language, these basic ingredients. The flaw in IAC’s argument lies in its failure to appreciate what is meant in this context by ‘depriving’ the owner of possession. This is not to be understood as meaning that the wrongdoer must himself actually take the goods from the possession of the owner. This will often be the case, but not always. It is not so in a case of successive conversions. For the purposes of this tort an owner is equally deprived of possession when he is excluded from possession, or possession is withheld from him by the wrongdoer.

 41.  Whether the owner is excluded from possession may sometimes depend upon whether the wrongdoer exercised dominion over the goods. Then the intention with which acts were done may be material. The ferryman who turned the plaintiff’s horses off the Birkenhead to Liverpool ferry was guilty of conversion if he intended to exercise dominion over them, but not otherwise: see Fouldes v Willoughby (1841) 8 M & W 540 .

 42.  Similarly, mere unauthorised retention of another’s goods is not conversion of them. Mere possession of another’s goods without title is not necessarily inconsistent with the rights of the owner. To constitute conversion detention must be adverse to the owner, excluding him from the goods. It must be accompanied by an intention to keep the goods. Whether the existence of this intention can properly be inferred depends on the circumstances of the case. A demand and refusal to deliver up the goods are the usual way of proving an intention to keep goods adverse to the owner, but this is not the only way.”

 

95. Περαιτέρω, στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, Tort (Volume 97A (2021))  στην παράγραφο 206 καταγράφονται τα εξής σε σχέση με τη διάπραξη του αστικού αδικήματος της ιδιοποίησης μέσω της λήψης κατοχής κινητής περιουσίας:

“Probably the most common example of a conversion is an unauthorised taking of possession of a claimant's chattel. The taking is not in itself a conversion1; rather, all the basic elements of conversion must be present in the taking2. The taking must be both deliberate3 and to the exclusion of the claimant4

[…]

It does not matter if the defendant is the first, second or tenth person to take possession13; all that is required is that in taking possession the defendant must have excluded others, including the claimant, from the chattel”.

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

96. Προσθέτω και τα εξής σχετικά στην όλη συζήτηση αναφορικά με το αστικό αδίκημα της ιδιοποίησης από την παράγραφο 16-21 του Clerk & Lindsell on Torts (ανωτέρω):

“Goods lost or destroyed At common law there could be no conversion where there was no voluntary act. Therefore if a bailee in breach of his duty to his bailor lost goods or allowed them to be destroyed, he could not be sued for conversion,102 although he might be liable in contract, negligence, detinue or breach of bailment.103 But under s.2(2) of the Torts (Interference with Goods) Act 1977, introduced to make up for the abolition of detinue as a separate tort, the bailee in such a situation is now liable to his bailor in conversion.104

97. Στο πιο πάνω απόσπασμα υπάρχει παραπομπή στην αρκετά παλαιά Αγγλική απόφαση Heald v Carey (1852) 11 C.B. 977 στην οποία μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα εξής στα πλαίσια υπόθεσης ιδιοποίησης από πρόσωπο το οποίο βρισκόταν σε θέση θεματοφύλακα:

“There is no doubt that a negligent dealing by a bailee with goods is not a conversion; and there is equally no doubt that a bailee is not liable for a conversion arising out of a negligent dealing with the goods by him, but which is not an act participated in by him. He may be liable to an action of another description, but not to an action of trover, which only lies where some dominion is asserted by the defendant over the chattel which is the subject of the action. One who takes possession of goods unlawfully, which are in consequence lost to the owner, is to a certain extent guilty of a conversion. But where, as is the case here, there is no unlawful taking of possession, or assertion of dominion over the goods, although the goods may be destroyed, there is no conversion, unless the bailee is a participator in the act which causes their destruction”.

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

98. Στο άρθρο 44 του Κεφ. 148 καταγράφονται τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της παράvoμης επέμβασης σε κιvητή ιδιoκτησίας η οποία συvίσταται:

«(α) σε παράvoμη διατάραξη της ιδιoκτησίας αυτής ή σε παράvoμη παρέμβαση σε αυτή͘  ή

(β) σε oπoιαδήπoτε παράvoμη πράξη η oπoία ευθέως πρoκαλεί ζημιά σε αυτή,

εφόσov η διατάραξη ή η παρέμβαση αυτή πρoκλήθηκε ή η πράξη αυτή τελέστηκε από κάπoιo πρόσωπo.

(2) Σε αγωγή πoυ εγείρεται για παράvoμη επέμβαση σε κιvητή ιδιoκτησία τo βάρoς της απόδειξης ότι η πράξη για τηv oπoία εγείρεται η αγωγή δεv ήταv παράvoμη φέρει o εvαγόμεvoς»

99. Το αστικό αδίκημα της παράνομης παρέμβασης σε κινητή περιουσία καταπιάνεται με συμπεριφορά που έχει ως αποτέλεσμα την άμεση παρέμβαση στο δικαίωμα της κατοχής. Η φυσική παρέμβαση σε κινητή περιουσία που δεν έχει επιτραπεί από τον κύριο της και που έχει ως αποτέλεσμα να απωλεσθεί ή να καταστραφεί η περιουσία συντελεί το συγκεκριμένο αστικό αδίκημα. (Clerk and Lindsell on Tort ανωτέρω, παράγραφος 16-132). Εκεί φυσικά όπου υπάρχει συγκατάθεση είτε ρητή είτε εξυπακουόμενη τότε αυτό αποτελεί υπεράσπιση σε μια τέτοια αξίωση (Clerk and Lindsell on Tort ανωτέρω, παράγραφος 16-141).

 

100.   Επανέρχομαι στα γεγονότα της παρούσας και υπενθυμίζω ότι αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι τα Αντικείμενα αφαιρέθηκαν από τον Ενάγοντα με τη συγκατάθεση του, κατόπιν παράκλησης της Εναγόμενης 2 και τοποθετήθηκαν σε χώρο άλλο από αυτό που τοποθετήθηκαν τα ρούχα του. Επιπλέον, αποτέλεσε εύρημα ότι τα Αντικείμενα εντοπίστηκαν στο χώρο του δωματίου του μασάζ, σε χρόνο μετά την ολοκλήρωση του μασάζ, κάτι το οποίο γνώριζε η Εναγόμενη 2. Σε πλήρη συμφωνία με τις θέσεις των συνηγόρων της Εναγόμενης 2 υπογραμμίζω ότι δεν υπάρχει ίχνος σχετικής μαρτυρίας, το βάρος της οποίας όφειλε ο Ενάγοντας να προσκομίσει για σκοπούς των υπό εξέταση αστικών αδικημάτων ήτοι, μεταξύ άλλων, ότι η Εναγόμενη 2 έλαβε κατοχή των Αντικειμένων μετά που ολοκληρώθηκε το μασάζ, ότι μετέπειτα αρνήθηκε να τα επιστρέψει στον Ενάγοντα (ώστε να μην συντελείται το αδίκημα της παράνομης κατακράτησης), ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι η Εναγόμενη 2 προέβη σε οποιαδήποτε άλλη θετική ενέργεια σε σχέση με αυτά είτε σε οποιοδήποτε στάδιο κατά είτε μετά τη θεραπεία μασάζ ώστε να αποκλειστεί ο Ενάγοντας από την κατοχή τους (ώστε να μην συντελείται το αδίκημα της ιδιοποίησης). Σε σχέση με το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης υπενθυμίζω ότι από την ίδια τη μαρτυρία του Ενάγοντα προκύπτει ότι είχε συγκατατεθεί στην αφαίρεση των Αντικειμένων. Υπό το φως των ανωτέρω δεν πληρούνται στο σύνολο τους οι ως άνω προϋποθέσεις των πιο πάνω αστικών αδικημάτων και οι εν λόγω βάσεις αγωγής απορρίπτονται.

 

101.   Ακόμα πιο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα αναφορικά με την Εναγόμενη 3 η οποία απουσίαζε εκείνη τη μέρα από την εργασία της και για την οποία ομοίως απουσιάζει εξ ολοκλήρου οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία ικανή να αποδείξει τα υπό εξέταση αστικά αδικήματα. Προσθέτω ότι ελλείψει της πιο πάνω στοιχειώδης μαρτυρίας διαφαίνεται ότι οι υπό εξέταση βάσεις αγωγής προωθήθηκαν εντελώς αβάσιμα και συνεπώς απορρίπτονται αβίαστα τόσο σε σχέση με την Εναγόμενη 2 όσο και σε σχέση με την Εναγόμενη 3.

 

 

Αποζημιώσεις

102.   Έχοντας αποφασίσει την ύπαρξη αμέλειας εκ μέρους της Εναγόμενης  2 αυτό το οποίο απομένει πλέον να εξεταστεί είναι το ζήτημα των αποζημιώσεων. Γενικότερα, το μέτρο της αποζημίωσης στις περιπτώσεις διάπραξης αστικών αδικημάτων συνίσταται στην υποχρέωση για αποκατάσταση της ζημιάς που προκλήθηκε στον Ενάγοντα ως αποτέλεσμα του ζημιογόνου συμβάντος («restitutio in integrum»). Δηλαδή ο ενάγοντας θα πρέπει να αποκαθίσταται στη θέση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν μεσολαβούσε το ζημιογόνο γεγονός D.C.M. Mastersoft Ltd v. Στυλιανού (2001) 1Γ Α.Α.Δ. 1736 που στην προκειμένη σημαίνει να δικαιούται στην ίδια καλή θέση στην οποία θα ευρισκόταν αν τα αγαθά δεν είχαν απωλεσθεί.

 

103.   Ο Ενάγοντας με την Έκθεση Απαίτησης διεκδικεί το ποσό των €2,500 ενόψει της απώλειας των Αντικείμενων, γενικές, τιμωρητικές και παραδειγματικές αποζημιώσεις και διατάγματα επιστροφής των Αντικειμένων. Σε σχέση με το αιτητικό που άπτεται της επιστροφής των Αντικειμένων ενόψει της αποτυχίας των βάσεων αγωγής της ιδιοποίησης, παράνομης κατακράτησης ένεκα πρωτίστως της απουσίας μαρτυρίας περί κατοχής των Αντικειμένων καθίσταται αντιληπτό ότι δεν δύναται να αποδοθεί η εν λόγω θεραπεία και η οποία απορρίπτεται.

 

104.   Σε σχέση με το ποσό των €2,500 αυτό περιγράφηκε ως η αγοραία αξία των Αντικειμένων. Ουδείς από τους συνήγορους δεν προέβηκε σε κάποια εισήγηση αν το ποσό που ισχυρίστηκε ο Ενάγοντας ότι αξίζουν τα Αντικείμενα το οποίο υποστήριξε, τουλάχιστο σε σχέση με τη χρυσή καδένα και ταύτισε με το ποσό αγοράς της, όντως αποτελεί το ορθό μέτρο υπολογισμού αποζημίωσης λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αλλά ούτε και εισηγήθηκαν πώς το Δικαστήριο θα έπρεπε να προσεγγίσει το ζήτημα. Στην απουσία σχετικής επιχειρηματολογίας, κρίνω σκόπιμο να καθοδηγηθώ για τον τρόπο υπολογισμού των αποζημιώσεων, στην έκταση που αυτές αφορούν το αγώγιμο δικαίωμα της αμέλειας, κατ’ αναλογία με τον τρόπο υπολογισμού αποζημιώσεων εκεί όπου λόγω αμέλειας επέρχεται η ολοκληρωτική καταστροφή αντικειμένων, καθότι όπως και στην καταστροφή αντικειμένων ο ενάγοντας αποστερείται μόνιμα από την κατοχή και χρήση των αντικειμένων.

 

105.   Στο σύγγραμμα McGregor On Damages 21st edition par. 35-060 αναφέρονται τα ακόλουθα ως προς το σύνηθες μέτρο αποζημίωσης σε υποθέσεις καταστροφής αγαθών τα οποία δεν χρησιμοποιούνται για σκοπούς δημιουργίας εσόδων:

The normal measure of damages is the market value of the goods destroyed at the time and place of destruction.» which is what is required to effect restitutio in integrum, is the award of the market value of the lost ships: this was accepted in Liesbosch Dredger v SS Edison, where Lord Wright stated the rule to be that the measure of damages was “the value of the ship to her owner as a going concern at the time and place of the loss”. With this sum the claimant can generally obtain a replacement.

106.   Σχετικά με το ύψος των αποζημιώσεων, εκεί όπου αντικείμενα καταστρέφονται ολοκληρωτικά, είναι και τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, Damages (Volume 29 (2024), με σχετικές νομολογιακές παραπομπές όπου επεξηγείται ότι το μέτρο της αποζημίωσης σε μια τέτοια περίπτωση είναι η αξία του αντικειμένου το οποίο υπολογίζεται με αναφορά στην αγοραία αξία του αντικειμένου αν το πωλούσε στην κατάσταση που έχει και όχι πόσα θα κόστιζε για να το αντικαταστήσει: 

“416. Destruction of chattels.

If a chattel is wrongfully destroyed or damaged beyond repair, the presumptive measure of damages is the value of the chattel1: that is, its price in the market assuming a willing buyer and seller2, or in the absence of a market its value to its owner as best the court can compute it3. For these purposes it seems that the value is the amount for which the owner could have sold it rather than what it would have cost them to replace it4.”

107.   Προσθέτω ότι στην απόφαση του Αγγλικού Εφετείου Southampton Container Terminals Ltd v Hansa Schiffahrts GmbH (The Maersk Colombo) [2001] EWCA Civ 717, επεξηγήθηκε ότι η αγοραία αξία (market value) ενός αντικειμένου υπολογίζεται με αναφορά στη θεωρητική αξία πώλησης των αντικειμένων σε κάποιον τρίτο, εκεί όπου φυσικά υπάρχει διαθέσιμη αγορά τέτοιων αντικειμένων και απορρίφθηκε σχετική επιχειρηματολογία ότι η αγοραία αξία θα πρέπει υπολογίζεται με βάση το κόστος αντικατάστασης του αντικειμένου, σε συμφωνία και με τα όσα καταγράφονται στο σύγγραμμα Halsbury’s ανωτέρω. Προσθέτω ότι σε κάθε περίπτωση η αγοραία αξία ενός αντικειμένου (market value) πρέπει να αποδεικνύεται στο Δικαστήριο. Στην απόφαση Southampton ανωτέρω το Δικαστήριο δεν απέκλεισε ότι σε μια υπόθεση υπάρχει δυνατότητα να επιδικασθεί ως αποζημίωση χρηματικό ποσό ίσο με το κόστος αντικατάστασης του αντικειμένου, εκεί όπου ο εκάστοτε ενάγοντας όντως επιθυμεί να αντικαταστήσει το επίδικο αντικείμενο, ακόμη και εάν το κόστος αντικατάστασης υπερβαίνει την αγοραία αξία, νοουμένου όμως ότι επιτύχει να καταδείξει το εύλογο μιας τέτοιας αντικατάστασης. Περαιτέρω, στην εν λόγω απόφαση δίνεται σαφής καθοδήγηση για την προσέγγιση που πρέπει να ακολουθήσει το Δικαστήριο το οποίο πέραν των πιο πάνω γενικών αρχών που έχω θέσει λαμβάνει υπόψη και το κατά πόσο το κόστος αντικατάστασης του αντικειμένου είναι εύλογο ή όχι:

71..  In all these circumstances I am unable to accept the submission that the claimants were entitled to the replacement value of number 1 crane, regardless of whether it was reasonable to replace it. In the course of my preparation of this judgment, Mr Justice Holland suggested that the following propositions would or might be appropriate in a case of this kind:

(1)  On proof of the tortious destruction of a chattel, the owner is prima facie enitled to damages reflecting the market value of the chattel “as is”.

(2)  He is so entitled whether or not he intends to obtain a replacement.

(3)  The market or resale value is to be assessed on the evidence, there being no standard measure applicable to all circumstances.

(4)  If the claimant intends to replace the chattel, and if the market or resale value as assessed is inadequate for that purpose, then the higher replacement value may, in the event, be the appropriate measure of damages.

(5)  When and if replacement value is claimed, the claimant can only succeed to the extent that the claim is reasonable; that is, that it reflects reasonable mitigation of its loss.

(6)  The claim will ordinarily be reasonable if it is reasonable to replace the chattel and the cost of replacement is reasonable.

108.   Επιπρόσθετα, επισημαίνω ότι το κόστος αγοράς των Αντικειμένων, εκεί όπου υπάρχει διαθέσιμη αγορά για συγκεκριμένα προϊόντα με σκοπό την αντικατάσταση τους δεν επενεργεί με οποιοδήποτε τρόπο στον υπολογισμό των αποζημιώσεων καθότι πλήρης υιοθέτηση της εν λόγω συλλογιστικής θα σήμαινε ότι αν κάποιο πρόσωπο αποκτήσει κάποιο αντικείμενο μέσω δωρεάς τότε δεν πρέπει να του επιδικασθούν αποζημιώσεις διότι δεν είχε καταβάλει το ίδιο κάποιο χρηματικό ποσό για την απόκτηση του (δέστε Dominion Mosaics and Tile Co v Trafalgar Trucking Co [1990] 2 All ER 246). Εφαρμογή της αρχής του restitutio in integrum υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης δεν σημαίνει ότι ο Ενάγοντας πρέπει να αποκατασταθεί για το ποσό που κατέβαλε για την αγορά της καδένας, αλλά την επαναφορά του στη θέση που θα βρισκόταν πριν την απώλεια των Αντικειμένων.

 

109.   Η τιμή αγοράς ενός προϊόντος δύναται να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στον υπολογισμό αποζημιώσεων μόνο εκεί όπου δεν υπάρχει διαθέσιμη αγορά αντικειμένων προς αντικατάσταση των απωλεσθέντων, κάτι που δεν λέχθηκε ούτε επιχειρηματολογήθηκε ότι ισχύει στην προκειμένη, όπου σε μια τέτοια υπόθεση οι αποζημιώσεις υπολογίζονται στη βάση της όποιας διαθέσιμης μαρτυρίας (The Arpad [1934] P. 189, Heskell v Continental Express Ltd [1950] 1 All E.R. 1033). Επανερχόμενος στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, υπενθυμίζω ότι δεν έχω αποδεχθεί τη μαρτυρία του Ενάγοντα σε σχέση την αγοραία αξία των αντικειμένων. Σε κάθε περίπτωση ακόμη και να δεχόμουν το κόστος αγοράς της καδένας, σημειώνω ότι δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία για την κατάσταση των Αντικειμένων ένεκα και του χρόνου που παρήλθε (1980 για τον σταυρό, 2009 για την καδένα) ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την αγοραία αξία τους κατά το χρόνο που αυτά απωλέσθηκαν, που σημειώνω μπορεί είτε να είχε αυξηθεί είτε να είχε μειωθεί συγκριτικά πάντα με το κόστος αγοράς, κάτι που όμως παρέμεινε άγνωστο στο Δικαστήριο. Προφανώς το Δικαστήριο ελλείψει των πιο πάνω, δεν δύναται να επιδικάσει ποσό ανάλογο της τιμής αγοράς (με αναφορά στην καδένα). Συμπερασματικά, από τη μαρτυρία του Ενάγοντα ελλείπουν τα απαραίτητα στοιχεία στη βάση των οποίων θα μπορούσε το Δικαστήριο να υπολογίσει την αγοραία αξία των Αντικειμένων ούτε δύναται το Δικαστήριο να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα και να αποφανθεί επί τούτου. Καταλήγοντας, αυτό το οποίο διαπιστώνεται είναι ότι ο Ενάγοντας απέδειξε την πρόκληση ζημιάς, δεν απέδειξε όμως το ύψος του ποσού που αντιστοιχεί στην εν λόγω συγκεκριμένη ζημιά με αποτέλεσμα η επιδίκαση οπουδήποτε ποσού να ήταν αυθαίρετη. Συνεπώς η παρούσα περίπτωση είναι κατάλληλη για την επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων οι οποίες ορίζονται στο ποσό των €250 (Παπαϊωάννου Nιόβη ν. Σάββα Kωνσταντίνου (2008) 1 ΑΑΔ 1083, Galatariotis Telecommunications Ltd ν. Δημήτρη I Σιουκιούρογλου Λτδ και Άλλης (2008) 1 ΑΑΔ 29, και STASSINOS INVESTMENT AND FINANCE LIMITED ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013, 3/3/2020).

 

110.   Με την αγωγή του ο Ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι κατόπιν της απώλειας των Αντικειμένων, θέση την οποία αποδέχτηκα, βρισκόταν σε κατάσταση συνεχούς άγχους και ανησυχίας και είναι επί αυτών που μέσω της μαρτυρίας του αξίωσε γενικές αποζημιώσεις. Σημειώνω εκ νέου, ότι δεν παραπέμφθηκα σε οποιαδήποτε ημεδαπή νομολογία επί του ζητήματος, πλην όμως το ζήτημα έχει τύχει εκτενής ανάλυσης στο Ηνωμένο Βασίλειο όπου επανειλημμένα διατυπώθηκε η αρχή ότι μια κατάσταση άγχους που προκαλείται από κάποια αμελή πράξη ή παράλειψη, αλλά δεν συνιστά κλινικά αναγνωρίσιμη ψυχιατρική ασθένεια, δεν συνιστά ζημία επαρκή για τη θεμελίωση αγώγιμου δικαιώματος για αστικό αδίκημα (Rothwell v Chemical & Insulating Co Ltd [2007] UKHL 39), πόσο μάλλον εδώ που εξετάζεται η απώλεια αντικειμένων και όχι για παράδειγμα κάποια σωματική βλάβη. Ειδικότερα, στην απόφαση Lynch v Knight (1861) 9 HLC 577 λέχθηκε ότι:

“Mental pain or anxiety the law cannot value, and does not pretend to redress, when the unlawful act complained of causes that alone …”

111.   Συνεπώς ευρύτερα μπορεί να λεχθεί ότι σε μια υπόθεση αμέλειας όπου υπάρχει οικονομική απώλεια, τα όποια αισθήματα θλίψης, ανησυχίας, στενοχώριας ή οποιαδήποτε άλλη συναισθηματική αναστάτωση δεν τυγχάνουν αποζημίωσης (Verderame v Commercial Union Insurance Co plc [2000] Lloyd's Rep PN 557), πάντοτε για σκοπούς εξέτασης τυχόν επιδίκασης γενικών αποζημιώσεων,  εκτός εάν οδηγούν σε αναγνωρισμένη ψυχιατρική ασθένεια, κάτι που φυσικά δεν υφίσταται την παρούσα. Ως εκ τούτου, δε μπορούν να επιδικαστούν οποιεσδήποτε γενικές αποζημιώσεις στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης. Αναφορικά με τις αξιώσεις του Ενάγοντα για παραδειγματικές και τιμωρητικές αποζημιώσεις παρατηρώ ότι αυτές δεν έχουν προωθηθεί με οποιοδήποτε τρόπο μέσω των τελικών αγορεύσεων του συνηγόρου και συνεπώς κρίνω ότι οι εν λόγω θεραπείες έχουν εγκαταλειφθεί (Στέλιος Σάββα και Υιοί Λίμιτεδ ανωτέρω), αλλά και σε κάθε περίπτωση δεν πληρούνται οι σχετικές νομολογιακές προϋποθέσεις (Stassinos ανωτέρω).

Κατάληξη

112.   Στη βάση όλων των πιο πάνω που έχω προσπαθήσει να εξηγήσω η απαίτηση του Ενάγοντα επιτυγχάνει και επιδικάζονται εναντίον της Εναγόμενης 2 ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €250 ενώ η απαίτηση εναντίον της Εναγόμενης 3 απορρίπτεται. Επιπλέον, αναφορικά με την Εναγόμενη 4, κατόπιν μελέτης του φακέλου παρατηρώ ότι αυτή προστέθηκε ως εναγόμενη στη διαδικασία μετά από σχετικό ενδιάμεσο Διάταγμα ημερομηνίας 19/07/2017. Από το φάκελο του Δικαστηρίου δεν προκύπτει να έχει επιδοθεί το κλητήριο στην Εναγόμενη 4 ούτε λέχθηκε οτιδήποτε από τον οποιοδήποτε για σκοπούς προώθησης της παρούσας απαίτησης εναντίον της Εναγόμενης 4 και συνεπώς η αξίωση απορρίπτεται και σε σχέση με την Εναγόμενη. Όσον αφορά το ζήτημα των εξόδων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Ενάγοντας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχών διάδικος εφόσον δεν απέδειξε το ύψος της απώλειας του έτσι ώστε να δικαιούται στην επιδίκαση εξόδων κατ' εφαρμογή του κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης.  Σύμφωνα με τα όσα αποφασίστηκαν στις αποφάσεις Παπαϊωάννου Νιόβη ανωτέρω και ΑΒΑΡΑΤΖΗΣ ν. MELNYK κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 371/2012, 13/11/2018, ECLI:CY:AD:2018:A495, που αποτελούν αποφάσεις αντίστοιχες με την παρούσα, όπου δηλαδή επιδικάστηκαν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις, λαμβάνοντας υπόψη την εν γένει συμπεριφορά όλων των διαδίκων καθώς και τις ιδιαίτερες περιστάσεις που οδήγησαν στην απώλεια των Αντικειμένων κρίνω ορθότερο να εκδοθεί διαταγή όπως η κάθε πλευρά επιβαρυνθεί με τα δικά της έξοδα.

 

 

(Υπ.) ……………………………….

      Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο