Καίτης Συμεού κ.α. ν. Δήμου Κουρίου, πρώην Δήμου Ύψωνα, πρώην Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα, πρώην Συμβούλιο Βελτιώσεως Ύψωνα, Αρ. Αγωγής: 2718/2014, 27/6/2025
print
Τίτλος:
Καίτης Συμεού κ.α. ν. Δήμου Κουρίου, πρώην Δήμου Ύψωνα, πρώην Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα, πρώην Συμβούλιο Βελτιώσεως Ύψωνα, Αρ. Αγωγής: 2718/2014, 27/6/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής: 2718/2014

 

Μεταξύ:

 

 

1.    Καίτης Συμεού

2.    Κυριάκου Παναγιώτη Συμεού

3.    Ανδρούλλας Παναγιώτη Κυριάκου (Συμεού)

 

Ενάγοντες

-και-

 

                         

Δήμου Κουρίου, πρώην Δήμου Ύψωνα, πρώην Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα, πρώην Συμβούλιο Βελτιώσεως Ύψωνα

 

                                                                                 

                                                                                    Εναγομένου

 

(ως τροποποιήθηκε δυνάμει διαταγμάτων του Δικαστηρίου)

……………………………….

 

Ημερομηνία: 27.6.2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Ενάγοντες:  Η κα. Κ. Ευαγγέλου και Μ.Α. Δειλινός για Δειλινός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

 

Για Εναγόμενο : Ο κ. Κ. Μαρκίδης και Μ. Μιχαήλ για M.CH.MICHAEL LLC 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα αγωγή οι Ενάγοντες αξιώνουν ουσιαστικά από το Δικαστήριο αναγνωριστικό διάταγμα ότι ο Εναγόμενος, από τις 25.5.1998, επεμβαίνει παράνομα στο ακίνητο τους (τα στοιχεία του οποίου καταγράφονται με λεπτομέρεια στην Έκθεση Απαίτησης τους) και στη βάση αυτού αξιώνουν αποζημιώσεις. 

 

Περαιτέρω δε αξιώνουν διαζευκτικά και διάταγμα που να άρει την παράνομη επέμβαση επί του ακινήτου τους και επαναφορά αυτού στην προτέρα του κατάσταση. 

 

Δυνάμει διατάγματος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, μέρος του ακινήτου των Εναγόντων απαλλοτριώθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τον Εναγόμενο για την κατασκευή δρόμου, οδικού δικτύου και πεζοδρομίων. 

 

Το συντριπτικό μέρος των επίδικων γεγονότων που περιστοιχίζουν την μεταξύ των διαδίκων επίδικη διαφορά, δηλώθηκαν εκ συμφώνου ως παραδεκτά γεγονότα (Τεκμήριο 1).  Τα παραθέτω αυτούσια:

 

«1. Οι Ενάγοντες και κατά την ημέρα της επίδικης Γνωστοποίησης της Απαλλοτρίωσης, ήτοι στις 24/7/1998 και κατά πάντα άλλο ουσιώδη  για την παρούσα αγωγή χρόνο ήταν και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να είναι οι εγγεγραμμένοι συνιδιοκτήτες κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου μερίδιο έκαστος του ακινήτου με Αριθμό Εγγραφής: 0/16193, Φυλ./Σχ: 53/63, Tεμάχιο: 1287, Έκταση: 4.497 τ.μ., Μερίδιο: ΟΛΟ, Τοποθεσία: Κλαδερή, Δήμος: Ύψωνα, Επαρχία: Λεμεσού, το οποίο στο εξής θα καλείται το «ακίνητο».

 

2. Στις 24/7/1998  δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με αρ. Ατομικής διοικητικής πράξης 947, Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης (Δ.Π.: 3259) σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο  Βελτιώσεως Ύψωνα, ως Απαλλοτριούσα Αρχή, γνωστοποίησε  την πρόθεση του να απαλλοτριώσει μέρος του πιο πάνω αναφερόμενου ακινήτου, με σκοπό την διεύρυνση/βελτίωση  και ασφαλτόστρωση της οδού Κυρηνίας στον Ύψωνα.

 

3. Το Συμβούλιο Βελτιώσεως Ύψωνα  διαδέχθηκε καθολικά στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ή/και μετατράπηκε ακολούθως σε Κοινοτικό Συμβούλιο Ύψωνα, στη συνέχεια σε Δήμο Ύψωνα, στη συνέχεια  σε Δήμο Ύψωνα και ακολούθως  και μέχρι σήμερα σε Δήμο Κουρίου.

 

4. Στις 11/11/1998 δημοσιεύθηκε  στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Δ.Π.: 1408) το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης της πιο πάνω αναφερόμενης Γνωστοποίησης  απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με το οποίο απαλλοτριώθηκαν 400 τ.μ. του επίδικου ακινήτου. 

 

5. Στις 5/8/1999, ήτοι  13 μήνες μετά την Γνωστοποίηση  Απαλλοτρίωσης, η Απαλλοτριούσα Αρχή, ήτοι ο Εναγόμενος, απέστειλε στον κάθε ένα από τους Ενάγοντες έγγραφες προσφορές αποζημίωσης για την απαλλοτρίωση  μέρους του ακινήτου τους.  Ειδικότερα προσφέρθηκε  στον κάθε Ενάγοντα  ξεχωριστά το ποσό των Λ.Κ.50, για την απαλλοτρίωση των 400 τ.μ. του επίδικου ακινήτου.

 

6. Οι Ενάγοντες δεν αποδέχθηκαν την πιο πάνω αναφερόμενη προσφορά της Αποζημιούσας Αρχής και ουδέν ποσόν έχουν εισπράξει μέχρι και σήμερα.

 

7. Στις 7/12/1999, ήτοι  17 μήνες μετά την Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, η προσφθερθείσα προς τους Ενάγοντες αποζημίωση μαζί με τους τόκους, ήτοι Λ.Κ. 56,18 για έκαστον των Εναγόντων, κατατέθηκε στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας.

 

8. Κατά ή περί τις 27/10/1999 η Απαλλοτριούσα Αρχή υλοποίησε το έργο για το οποίο  δημοσιεύθηκε  η Γνωστοποίηση και το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, ήτοι κατασκεύασε ασφαλτοστρωμένο δρόμο και πεζοδρόμια για την διεύρυνση ή/και βελτίωση της οδού Κυρηνίας στον Ύψωνα, καταλαμβάνοντας έκταση 386 τ.μ. του ακινήτου των Εναγόντων.

 

9. Ένεκα της παράλειψης  του Εναγόμενου να απαντήσει στην επιστολή των Εναγόντων, οι Ενάγοντες καταχώρησαν την Προσφυγή υπ’ αρ. Αρ 1175/2004 ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Στις 11/5/2007 εκδόθηκε απόφαση με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη του Κοινοτικού Συμβουλίου, ήτοι του Εναγόμενου, να απαντήσει στο αίτημα των εφεσειόντων, ήτοι των Εναγόντων, ήταν παράνομη, αντίθετη  προς το Σύνταγμα και παν ό,τι παρελήφθη  έπρεπε να είχε εκτελεσθεί.

 

10. Οι Ενάγοντες καταχώρησαν την Προσφυγήν υπ’ αρ. 1179/2007 στο Ανώτατο Δικαστήριο, με την οποία ζητούσαν δήλωση ότι η παράλειψη του Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα  (Εναγόμενου), να τους επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο τους, ως παράλειψη  οφειλόμενης ενέργειας, είναι παράνομη.  Το απορριπτικό αποτέλεσμα της Προσφυγής αυτής αποτέλεσε  το αντικείμενο της Αναθεωρητικής Έφεσης υπ’ αρ. 211/2009, η οποία  καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες, στην οποία εκδόθηκε επίσης απορριπτικό αποτέλεσμα στις 23/10/2013.»

 

Στην βάση των πιο πάνω παραδεκτών γεγονότων αποτελεί βασική θέση των Εναγόντων, ως προωθήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης αλλά και μέσω της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων τους, ότι το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης ατόνησε από το Νόμο αυτοδίκαια και ως εκ τούτου η επίδικη απαλλοτρίωση θεωρείται εγκαταληφθείσα, λόγω του ότι δεν έχει προσφερθεί στους Ενάγοντες από την Αποζημιούσα Αρχή, στην προκειμένη περίπτωση τον Εναγόμενο, η αποζημίωση τους, εντός της χρονικής προθεσμίας των 10 μηνών όπως όριζε το άρθρο 7(2), ως ίσχυε τότε, του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/1962 (στο εξής «ο Νόμος»), αλλά αυτή προσφέρθηκε στις 5.8.1999, δηλαδή 13 μήνες από τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης. 

 

Για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της βασικής θέσης των Εναγόντων  παραθέτω αυτούσιο το άρθρο 7(2) του Νόμου, ως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, το οποίο προνοούσε ότι:

 

«7.- (2) Εάv τo διάταγμα απαλλoτριώσεως τo αφoρώv εις ιδιoκτησίαv ή μέρoς ιδιoκτησίας, αvαφερoμέvης εv τιvι γvωστoπoιήσει απαλλoτριώσεως, δεv δημoσιευθή εvτός δέκα μηvώv από της δημoσιεύσεως της τoιαύτης γvωστoπoιήσεως εv τη επισήμω εφημερίδι της Δημoκρατίας, ή, εάv εvτός δέκα μηvώv από της δημoσιεύσεως της τoιαύτης γvωστoπoιήσεως εv τη επισήμω εφημερίδι της Δημoκρατίας δεv πρoσφερθή η υπoλoγισθείσα απoζημίωσις, η επoμέvη της τoιαύτης γvωστoπoιήσεως διαδικασία ατovεί και η σκoπoυμέvη απαλλoτρίωσις αvαφoρικώς πρoς τηv τoιαύτηv ιδιoκτησίαv ή μέρoς της ιδιoκτησίας λoγίζεται ως εγκαταλειφθείσα.»

 

(υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

 

Σημειώνω δε ότι με τον τροποποιητικό Νόμο 135(I)/1999 η πιο πάνω δεκάμηνη προθεσμία έγινε πλέον δεκατετράμηνη.

 

Ο Εναγόμενος απορρίπτει τις πιο πάνω θέσεις των Εναγόντων. Είναι η θέση του ότι η επίδικη απαλλοτρίωση ουδέποτε έχει ατονήσει, ότι είναι μέχρι και σήμερα σε ισχύ εφόσον δεν έχει ακυρωθεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο και συνεπώς ο Εναγόμενος δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε παράνομη επέμβαση επί του ακινήτου των Εναγόντων. Επί της ουσίας αποτελεί θέση του Εναγομένου ότι η διαδικασία της επίδικης απαλλοτρίωσης έγινε νόμιμα και σύμφωνα με τα όσα ο Νόμος προβλέπει.          

 

Eγείρει δε, μέσω της υπεράσπισης του, ως αυτές εν τέλει έχουν προωθηθεί μέσω της ακροαματικής διαδικασίας αλλά και μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, δύο προδικαστικές ενστάσεις.

 

Η μεν 1η προδικαστική ένσταση εδράζεται στο γεγονός ότι η παρούσα αγωγή σε ό,τι αφορά τους Ενάγοντες 1 και 2 θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον η Ενάγουσα 3, στα πλαίσια της μαρτυρίας της, δεν κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε έγγραφο ή στοιχείο που να δηλώνει ότι αυτή έχει εξουσιοδοτηθεί από αυτούς να τους εκπροσωπήσει στην παρούσα αγωγή αλλά και να καταθέσει εκ μέρους τους ως μάρτυρας.  

 

Η δε 2η  προδικαστική ένσταση του Εναγομένου εδράζεται στο γεγονός ότι  η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον αφενός μεν η έγερση της συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, αφετέρου δε ότι τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου. Και τούτο γιατί τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής έχουν  έχουν κριθεί τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της Αναθεωρητικής Έφεσης υπ’ αριθμόν 211/2009.  

 

Έχοντας παραθέσει τα παραδεκτά γεγονότα αλλά και τις θέσεις εκάστης πλευράς αυτό που καλείται επί της ουσίας το Δικαστήριο να αποφανθεί είναι κατά πόσο ο Εναγόμενος είναι παράνομος επεμβασίας επί του ακινήτου των Εναγόντων. Για να μπορεί όμως το Δικαστήριο να καταλήξει σε ένα τέτοιο συμπέρασμα απαιτείται προηγουμένως δικαστική κρίση περί του ότι η επίδικη απαλλοτρίωση δεν έχει σήμερα οποιαδήποτε νομική ισχύ.

 

Τα πιο πάνω επίδικα ζητήματα αποτελούν πρωτίστως ζητήματα νομικά εφόσον το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ως αναφέρθηκε, δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα. 

 

Εξ ου και η προσκομισθείσα μαρτυρία κατά την ακρόαση της υπόθεσης ήταν πολύ σύντομη, την οποία και παραθέτω.

 

Εκ μέρους των Εναγόντων και προς απόδειξη της υπόθεσης τους κατέθεσε η Ενάγουσα 3 (Μ.Ε.1) και ο εκτιμητής ακινήτων Μ.Λ. Δημοσθένους (Μ.Ε.2).

 

Εκ μέρους του Εναγομένου δεν προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Η Μ.Ε.1 υιοθέτησε γραπτή της δήλωση (Τεκμήριο 2).  Ανέφερε ότι τόσο η ίδια όσο και τα αδέλφια της (υπόλοιποι ενάγοντες) αλλά και ο πατέρας τους κάλεσαν επανειλημμένες φορές τον Εναγόμενο να ανακαλέσει τις παράνομες πράξεις του σε βάρος του επίδικου ακινήτου τους.  Πιο συγκεκριμένα με επιστολή των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 14.10.2004 (Τεκμήριο 3), υπέδειξαν στον Εναγόμενο ότι το επίδικο διάταγμα απαλλοτρίωσης είχε ατονήσει από το Νόμο και η απαλλοτρίωση λογιζόταν ως εγκαταληφθείσα καθότι δεν είχε προσφερθεί αποζημίωση για την επίδικη απαλλοτρίωση εντός της προθεσμίας των 10 μηνών, αλλά προσφέρθηκε στις 5.8.1999, δηλαδή 13 μήνες μετά από τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης.  Στη βάση αυτού υποδείχθηκε στον Εναγόμενο ότι κατείχε το ακίνητο τους παράνομα καλώντας τον όπως αποκαταστήσει τη νομιμότητα.  Ο Εναγόμενος δεν προέβη σε οποιεσδήποτε ενέργειες και μέχρι και σήμερα συνεχίζει να επεμβαίνει παράνομα εντός του ακινήτου τους. Ούτε και μέχρι και σήμερα έχει δημοσιευθεί οποιοδήποτε άλλο διάταγμα απαλλοτρίωσης σε σχέση με το μέρος του επίδικου ακινήτου τους (έκτασης 386 τ.μ.) που κατέχεται παράνομα.  Επεσύναψε δέσμη φωτογραφιών (Τεκμήριο 4), οι οποίες απεικονίζουν το δρόμο και τα πεζοδρόμια που έχουν κατασκευαστεί από τον Εναγόμενο  εντός του ακινήτου τους. 

 

Ο Μ.Ε.2 κατέθεσε στο Δικαστήριο υπό την ιδιότητα του ως εκτιμητής ακινήτων, έκθεση υπολογισμού της αγοραίας και ενοικιαστικής αξίας του απαλλοτριωθέν μέρους του ακινήτου των Εναγόντων (Τεκμήριο 5).  Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγοραία αξία του ακινήτου ανέρχεται, κατά τις 5.2.25, στο ποσό των €95.000 ενώ κατά την 1.11.1999 η αγοραία αξία του ανερχόταν στο ποσό των €23.000.  Η δε ενοικιαστική αξία-απώλεια χρήσης (loss of use) του επίδικου μέρους του ακινήτου, για την περίοδο από 1.11.1999 μέχρι και σήμερα, καθορίστηκε στο συνολικό ποσό των €50.289.

 

Η αξιολόγησή των εν λόγω μαρτύρων θα κριθεί με βάση τις σχετικές παραμέτρους που έχει καθορίσει η πλούσια νομολογία σε σχέση με το ζήτημα αυτό (Ζαβρού v. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ. 447, Καρεκλά v. Κλεάνθους (1997) Α.Α.Δ. , Αθανασίου και άλλος v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ,   Bauer v. Ηροδότου & Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325, Λάρκου v. Παναγή (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 80, Ζαμπάς v . A & G Tsiarkezos Constructions Ltd (1998) 1Α.Α.Δ. 820 C & Α Pelekanos Associates Limited v.Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273 και Χριστοφή ν. Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 401).

 

Αποδέχομαι την μαρτυρία της Μ.Ε 1 αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα που παράθεσε στο Δικαστήριο. Αναφέρω εξ αρχής ότι η μαρτυρία της ήταν επουσιώδης, ως προς την επίλυση των εγειρόμενων επίδικων ζητημάτων, εφόσον ως αναφέρθηκε η διαφορά των μερών αποτελεί πρωτίστως ένα αμιγώς νομικό ζήτημα και δευτερευόντως διαφορά ως προς την ουσία των γεγονότων. Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας της συνάδει με τα παραδεκτά γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Το υπόλοιπο δε μέρος της μαρτυρίας της, πέραν του γεγονότος ότι υποστηρίζεται από τα ενώπιον του Δικαστηρίου κατατεθειμένα Τεκμήρια, επί της ουσίας δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της εφόσον ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγομένου αρκέστηκε στο να της υποβάλει διάφορες υποβολές κυρίως ως προς τις νομικές θέσεις του αναφορικά με τα επίδικα ζητήματα. Αποτελεί νομολογιακή αρχή ότι οι δικογραφημένες θέσεις του Εναγομένου αλλά και οι υποβολές του ευπαίδευτου συνηγόρου του σε καμία περίπτωση δεν συνιστούν μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των ισχυρισμών του (Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 ΑΑΔ 665). Δεν έχω εντοπίσει, παρά την αντεξέταση της, το ο,τιδήποτε το οποίο θα ήταν ικανό ώστε να ανατραπεί η θετική εικόνα που το Δικαστήριο αποκόμισε από γι’ αυτόν.

 

Πλήρως αποδεκτή γίνεται και η μαρτυρία του Μ.Ε 2. Ο εν λόγω μάρτυρας προσήλθε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας στο τομέα της εκτίμησης ακινήτων. Τόσο τα προσόντα του όσο και η πείρα του ουδόλως έχουν αμφισβητηθεί από την πλευρά των Εναγομένων.  Αφού έλαβα υπόψη αυτά και έχοντας κατά νου τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας (Τσαγγαρίδης Βασίλης και Άλλη ν. Ανδρέα Αυγουστή (2000) 1 ΑΑΔ 528) αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι εμπειρογνώμονας στους πιο πάνω τομείς.

 

Από τη στιγμή λοιπόν που ένας μάρτυρας κρίνεται εμπειρογνώμονας, έχει νομολογηθεί ότι αυτός μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με τα ζητήματα που εμπίπτουν εντός της σφαίρας της ειδικότητας του, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα που απαγορεύει την έκφραση γνώμης από ένα μάρτυρα (Νικολάου v Σταύρου (1992) 1 Α.Α.Δ 746). Ο ρόλος και τα καθήκοντα των εμπειρογνωμόνων έχουν επεξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πιττάλης και άλλων v. Ianira Εnterprises Ltd (1997) 1(B) A.A.Δ.814, Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298). Στις εν λόγω αποφάσεις λέχθηκε ότι ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει την δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία.

 

Η εικόνα που άφησε ο μάρτυρας στο Δικαστήριο ήταν πολύ θετική. Πέραν του γεγονότος ότι η μαρτυρία του παρέμεινε αναντίλεκτη, εφόσον η πλευρά του Εναγομένου δεν προσκόμισε οποιαδήποτε αντικρουστική μαρτυρία που να διαψεύδει καθ΄οιονδήποτε τρόπο τις θέσεις και ισχυρισμούς του, επί της ουσίας αυτή δεν έχει αμφισβητηθεί εφόσον ο συνήγορος του Εναγομένου αρκέστηκε κατά την αντεξέταση του μόνο σε διάφορες υποβολές. Η δε έκθεση του που κατάθεσε στο Δικαστήριο ήταν απόλυτα κατατοπιστική, τεκμηριωμένη και πλήρως αιτιολογημένη. Παραθέτει με λεπτομέρεια πως κατέληξε στα σχετικά συμπεράσματα του αλλά και την μεθοδολογία που χρησιμοποίησε ώστε να καταλήξει στο ζητούμενο. Για όλους τους πιο πάνω λόγους αποδέχομαι τη μαρτυρία του στην ολότητα της και στην βάση αυτής προβαίνω και στα ανάλογα ευρήματα.

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά προτεραιότητα τις προδικαστικές ενστάσεις που ο Εναγόμενος προώθησε. Και τούτο γιατί τυχόν επιτυχία εξ οιονδήποτε αυτών ενδεχομένως να έχει καταλυτικές συνέπειες ως προς την τύχη της παρούσας αγωγής.

 

Η 1η προδικαστική ένσταση του Εναγομένου, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, εδράζεται στο γεγονός ότι η παρούσα αγωγή σε ό,τι αφορά τους Ενάγοντες 1 και 2 θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι η Ενάγουσα 3 δεν κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε έγγραφο και στοιχείο που να δεικνύει ότι πράγματι αυτή έχει εξουσιοδοτηθεί από τα εν λόγω πρόσωπα όπως τους εκπροσωπήσει στην παρούσα αγωγή αλλά και να καταθέσει εκ μέρους τους κατά την ακροαματική διαδικασία. Συνεπώς, ήταν πάντοτε η θέση του, ότι η παρούσα αγωγή εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 θα πρέπει να απορριφθεί ως εγκαταληφθείσα από αυτούς.

 

Δεν συμμερίζομαι τη θέση αυτή.

 

Όλοι οι Ενάγοντες, στην βάση των παραδεκτών γεγονότων, ήταν και εξακολουθούν να είναι μέχρι και σήμερα οι εγγεγραμμένοι συνιδιοκτήτες, κατά 1/3 εξ’ αδιαιρέτου μερίδιο έκαστος, του επίδικου ακινήτου. Επομένως ο κάθε ένας εξ αυτών έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγομένου για την κατ΄ισχυρισμόν παράνομη επέμβαση του τελευταίου επί του ακινήτου τους.

 

Οι Ενάγοντες ενάγουν τον Εναγόμενο υπό την προσωπική τους ιδιότητα. Εκ μέρους τους, μαρτυρία έδωσε η Ενάγουσα 3, η οποία ανάφερε μέσω της γραπτής της δήλωσης ότι οι υπόλοιποι Ενάγοντες είναι αδέλφια της και είναι εξουσιοδοτημένη από αυτούς να προβεί στην παρούσα γραπτή δήλωση.

 

Είμαι της άποψης ότι δεν απαιτείται να προσκομισθεί στο Δικαστήριο οποιαδήποτε εξουσιοδότηση ή έγγραφο που να τεκμηριώνει το γεγονός αυτό. Ούτε και υπάρχει οποιοσδήποτε κανόνας δικαίου που να απαιτεί την προσκόμιση στο Δικαστήριο ενός τέτοιου εγγράφου ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, ως εισηγείται ο συνήγορος του Εναγομένου. Ούτε και ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εναγομένου έχει παραπέμψει το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε σχετική επί του ζητήματος νομολογία ώστε ο εν λόγω γενικόλογος και αόριστος ισχυρισμός του να βρίσκει οποιοδήποτε νομικό έρεισμα. Πέραν τούτου, η θέση αυτή της Ενάγουσας 3, ότι δηλαδή είναι εξουσιοδοτημένη και από τους υπόλοιπους Ενάγοντες να δώσει σχετική μαρτυρία στο Δικαστήριο, ουδέποτε αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση της με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός της αυτός να παραμείνει αναντίλεκτος και αδιαμφισβήτητος.

 

Δεν βρισκόμαστε ενώπιον της περίπτωσης όπου οι Ενάγοντες καταχώρησαν αντιπροσωπευτική αγωγή (representative action) ή αγωγή υπό αντιπροσώπου με βάση την Δ.2,Κ.4(α). Η εν λόγω Διαταγή των Παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας αναφέρει ότι εάν ο Ενάγοντας ενάγει υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα η Οπισθογράφηση πρέπει (shall) να επιδεικνύει υπό ποια ιδιότητα ο Ενάγοντας ενάγει.

 

Στην υπόθεση Iωαννίδης Xρίστος Π. ν. Aνδρέα Kαραβιώτη και Άλλων (1999) 1 ΑΑΔ 1160 λέχθηκε ότι:

 

«Δεν επρόκειτο εδώ για αγωγή υπό αντιπροσώπου.  Η αντίληψη του πρωτόδικου δικαστηρίου αναφορικά με το τί δικονομικά απαιτείτο ήταν εσφαλμένη.  Όπως άλλωστε εσφαλμένη ήταν και η αναφορά σε πληρεξούσιο αντιπρόσωπο στον τίτλο της αγωγής.  Η Δ.2  θ.4 καλύπτει μόνο περιπτώσεις όπου η αντιπροσωπευτική ιδιότητα περιβάλλεται διά νόμου με αυτοτελές δικαίωμα διεκδίκησης.  Δεν καλύπτει σχέσεις ανάθεσης.  Δεν παρέχεται λοιπόν σε πληρεξούσιο αντιπρόσωπο η δυνατότητα να κινήσει αγωγή στην οποία να εκτίθεται το δικό του όνομα με την εν λόγω ιδιότητα.  Η αγωγή κινείται στο όνομα μόνο του κυρίου, χωρίς αναφορά στη σχέση του με πληρεξούσιο αντιπρόσωπο: βλ. Jones v. Saldanha [1913] W.N. 72.»

 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η 1η προδικαστική ένσταση του Εναγομένου απορρίπτεται.

 

Μέσω της 2ης προδικαστικής ένστασης αυτό που στην ουσία ο Εναγόμενος εγείρει, είναι ότι η παρούσα αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι αυτή είναι καταχρηστική αλλά και λόγω του ότι τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου. Και τούτο γιατί τα επίδικα ζητήματα της παρούσας αγωγής έχουν κριθεί τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της Αναθεωρητικής Έφεσης υπ’ αριθμόν 211/2009, η οποία καταχωρίστηκε από τους Ενάγοντες και η οποία είχε απορριπτικό αποτέλεσμα. 

 

Θα εξετάσω κατά προτεραιότητα τον προβαλλόμενο ισχυρισμό ότι η παρούσα αγωγή είναι καταχρηστική. Ζήτημα το οποίο εν πάση περιπτώσει μπορεί να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο.

 

Στην υπόθεση Impregilo S.p.a. ν. Damiatta Shipping Co. Ltd κ.α (2003) 1 Α.Α.Δ 1 λέχθηκε ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να ελέγχει αν συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας και να απορρίπτει την καταχρηστική αγωγή. Τονίστηκε επί του προκειμένου ότι οι αρχές της αγγλικής νομολογίας επί του θέματος, έτυχαν αποδοχής από τα Κυπριακά Δικαστήρια και εφαρμόζονται στην Κύπρο. Σχετικές είναι οι αγγλικές αποφάσεις Hardy v. Elphic [1973] 1 All E.R. 914, Metropolitan Bank v. Pooley [1885] 10 App. c. 210, Hunter v. Chief Constable of West Midlands and Another [1981] 3 All E.R. 727, οι οποίες υιοθετήθηκαν σε σειρά Κυπριακών αποφάσεων (Beogradska D.D (1996) 1 Α.Α.Δ. 911), K.S.R. Comercio SA και Άλλων ν. Blue Coral Nav. Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 309 και Χριστοφής Α. Χριστοφή (Παπέττας) ν. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.ά. (2001) 1 ΑΑΔ 1703). 

 

Ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ορίζεται, μεταξύ άλλων, η υιοθέτηση από ένα διάδικο, παράλληλων ένδικων μέσων για την επιδίωξη όμοιων σκοπών (Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ 217).  Στην απόφαση Beogradska (ανωτέρω), λέχθηκε ότι στις περιπτώσεις κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με χρήση πολλαπλών ένδικων μέσων για επιδίωξη του ίδιου σκοπού, το Δικαστήριο έχει στη διάθεση του τόσον το μέτρο της απόρριψης της αγωγής όσον και αυτό της αναστολής της (Έπαρχος Λευκωσίας ν.  Αυγουστή κα  (2011) 1 Α.Α.Δ 1040, και Χατζηγεωργίου  (2003) 1(Α) Α.Α.Δ 159).

 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, εξετάζεται ο σκοπός και η εμβέλεια των δύο δικαστικών διαδικασιών. Όπως έχει νομολογηθεί, δεν στοιχειοθετείται κατάχρηση όταν οι δικαστικές διαδικασίες δεν είναι ταυτόσημες με την έννοια ότι δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και έχουν διαφορετικά επίδικα θέματα (Μιχαήλ ν. Δανού (2008) 1 (Α) Α.Α.Δ 376).

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της ALDI MARINE LTD, (2012) 1Β Α.Α.Δ 1069) λέχθηκαν τα εξής:

 

«Στην υπόθεση In re Beogradska D.D. [1996] 1 Α.Α.Δ. 911 λέχθηκε ότι η πολλαπλότητα διαδικασιών που συνίσταται στην επιδίωξη όμοιου σκοπού με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων, αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Παράλληλα επισημάνθηκε το γεγονός ότι το Δικαστήριο κέκτηται σύμφυτης εξουσίας να απορρίπτει διαδικασίες που συνιστούν κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ή και να αναστέλλει τη μεταγενέστερη μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης, ανάλογα με την περίπτωση. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην εν λόγω υπόθεση έχει ως εξής:

 

"Όπως φαίνεται από την πιο πάνω επισκόπηση της Αγγλικής νομολογίας η τελευταία έχει υιοθετήσει κατά κανόνα το μέτρο της αναστολής της μιας από τις δυο διαδικασίες - της μεταγενέστερης. Έχει δε υιοθετήσει το μέτρο της απόρριψης σε ποινικές υποθέσεις (Βλ. Mills, πιο πάνω). Δεν έχει διατυπώσει οποιοδήποτε κανόνα ο οποίος ρυθμίζει το πότε εφαρμόζεται το ένα ή το άλλο από τα δύο μέτρα.

 

Η δική μας νομολογία έχει υιοθετήσει τόσο το μέτρο της απόρριψης (βλ. Περέλλα, πιο πάνω) όσο και το μέτρο της αναστολής (βλ. Κωνσταντινίδης και Υψαρίδης, πιο πάνω). Χωρίς να επιχειρούμε την διατύπωση ενός άκαμπτου κανόνα θεωρούμε ότι εκεί που η μεταγενέστερη διαδικασία καλύπτει ουσιωδώς τα ίδια ζητήματα αυτή πρέπει να απορρίπτεται. Εκεί που καλύπτει ζητήματα τα οποία δεν εγείρονται καθόλου στην προγενέστερη διαδικασία τότε πρέπει να αναστέλλεται μέχρι την εκδίκαση της προγενέστερης διαδικασίας."»

 

Κατάχρηση διαδικασίας προκύπτει όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία επιδιώκεται όμοιος σκοπός με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων, αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία προωθούνται πέραν από τη μια διαδικασία για την επίτευξη στόχων που θα μπορούσαν να επιδιωχθούν σε μια διαδικασία (Σοφία Κοζάκη v. Γεωργίου Κοζάκη (2002) 1Γ Α.Α.Δ. 1710). 

 

Στο σύγγραμμα PHIPSON ON EVIDENCE, 18th edition, σελ.1534 § 43 - 46 κάτω από τον τίτλο «Claims which could and should have been brought previously:» αναφέρονται τα εξής:

 

«To bring a claim that could and should have been made as part of previous litigation is a form of abuse of process. "The rule is not based on the doctrine of res judicata in a narrow sense, nor even on any strict doctrine of issue estoppel or cause of action estoppels. It is a rule of public policy based on the desirability, in the general interest as well as that of the parties themselves, that litigation should not drag on forever and that a defendant should not be oppressed by successive suits when one would do. The distinction from even the extended doctrine of res judicata is important because abuse of process is not confined by the rules that restrict res judicata estoppels and is potentially more flexible».

 

Σχετικό είναι επίσης και το ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 1538 § 43 - 49 του πιο πάνω αναφερόμενου συγγράμματος κάτω από την αναφορά «Should have been litigated in earlier proceedings:»

 

"This form of abuse of process is usually relied on between the parties in previous litigation. As such it operates as, in effect, an extension of the doctrine of merger and cause of action estoppel: although the subsequent litigation does not rely on identical cause of action, the argument is that because the second claim "covers issues of facts which are so clearly part of the subject - matter of the litigation and so clearly could have been raised that it would be an abuse of the process of the court to allow a new proceeding to be started in respect of them". In MCC Proceeds Inc v. Lehman Brothers International, Mummery L.J. treated it as critical that "the essential factual basis of the claims is the same in both cases" and that joinder of the defendants in the second action as a defendant in the first would not have "overloaded, or introduced complexity into, the first action".

 

Όταν αποσύρεται ή απορρίπτεται μια αίτηση για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος είναι ορθό να αποφεύγεται η καταχώρηση νέας αίτησης με την οποία να αξιώνονται οι ίδιες θεραπείες και η οποία θα βασίζεται στα ίδια γεγονότα.  Είναι προς το συμφέρον όλων η αποφυγή χρονοβόρων διαδικασιών, έτσι ώστε το Δικαστήριο να έχει το χρόνο να εκδικάσει και άλλες υποθέσεις και ο διάδικος να μην νοιώθει καταπιεσμένος από τις διαδοχικές δικαστικές διαδικασίες.  Βοηθητική επί του σημείου αυτού είναι η αναφορά που γίνεται στην Αγγλική απόφαση Woodhouse v. Consignia Plc [2002] EWCA Civ 275 όπου τονίζεται η σημασία της ταχείας εκδίκασης των δικαστικών υποθέσεων.  Στην πιο πάνω υπόθεση είχε καταχωρηθεί δεύτερη αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, η οποία βασιζόταν σε γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να είχαν συμπεριληφθεί στην πρώτη αίτηση.  Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

 "There is a public interest in discouraging a party who makes an unsuccessful interlocutory application from making a subsequent application for the same relief, based on material which was not, but could have been, deployed in support of the first application. In some contexts, this is partly because, as Chadwick LJ said in Securum, there is a need for the court to allot its limited resources to other cases. But at least as important is the general need, in the interests of justice, to protect the respondents to successive applications in such circumstances from oppression. The rationale for the rule in Henderson ν Henderson [1843] 3 Hare 100 that, in the absence of special circumstances, parties should bring their whole case before the court so that all aspects of it may be decided (subject to appeal) once and for all, is a rule of public policy based on the desirability, in the general interest as well as that of the parties themselves, that litigation should not drag on for ever, and that a defendant should not be oppressed by successive suits when one would do: see per Sir Thomas Bingham MR in Barrow ν Bankside Ltd[1966] 1 WLR257, 260A-D."

 

Ως έχει προαναφερθεί, η νομική βάση της παρούσας αγωγής εναντίον του Εναγομένου εδράζεται στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης. Ισχυρίζονται οι Ενάγοντες ότι ο Εναγόμενος επεμβαίνει παράνομα στο ακίνητο τους. Και ο λόγος που επεμβαίνει παράνομα, σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις τους, είναι λόγω του ότι η επίδικη απαλλοτρίωση, δυνάμει του άρθρου 7(2) του Νόμου, έχει ατονήσει αυτοδίκαια και θεωρείται εγκταληφθείσα εφόσον η προσφερθείσα αποζημίωση από τον Εναγόμενο έλαβε χώρα πέραν της χρονικής προθεσμίας των 10 μηνών που προνοεί το άρθρο 7(2) του Νόμου.

 

Για την ίδια όμως επίδικη απαλλοτρίωση, για την οποία οι Ενάγοντες ισχυρίζονται ότι έχει ατονήσει και δεν είναι σήμερα σε ισχύ, υπάρχει δεσμευτική απόφαση της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στα πλαίσια άσκησης της Αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, μετά από άσκηση έφεσης που οι Ενάγοντες καταχώρησαν έναντι της απόρριψης της προσφυγής τους. Πρόκειται για την Αναθεωρητική Έφεση Συμεού Καίτη και άλλοι ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα και άλλου (2013) 3 ΑΑΔ 668.

 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

 

Στην προσφυγή υπ’ αριθμόν 1179/07 που καταχώρισαν οι Ενάγοντες εναντίον του Εναγομένου το Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση τους, με την οποία  επεδίωξαν δήλωση του Δικαστηρίου  ότι η παράλειψη του Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα (ως ήταν τότε) να τους επιστρέψει το απαλλοτριωθέν ακίνητο τους, ως παράλειψη οφειλόμενης  ενέργειας, είναι παράνομη, στη βάση του ότι η κατάθεση της αποζημίωσης έγινε πέραν των 10 μηνών  που προνοείται στο Νόμο. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

 

«Δεν υπάρχει οφειλόμενη ενέργεια εδώ.  Η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης  δεν προσβάλλεται εφ’ όσον ο χρόνος παρήλθε προ πολλού.  Ακόμη, αν οι Αιτητές εθεωρούσαν  την μη κατάθεση της αποζημίωσης εντός 10 μηνών ως λόγο ακύρωσης της διαδικασίας της απαλλοτρίωσης, δεν καταχώρισαν τότε ανάλογη προσφυγή και δεν μπορούν σήμερα να ζητούν η ελεγχθεί η νομιμότητα της διαδικασίας εκείνης. Αλλά και επί της ουσίας, η κατάθεση της αποζημίωσης εντός 17 αντί 10 μηνών (η προσφορά προς τους Αιτητές έγινε 13 μήνες μετά την απαλλοτρίωση) δεν καταργεί τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης.  Το άρθρο 8(1) καθιερώνει μια διαδικασία  διαπραγμάτευσης της αποζημίωσης  ή καθορισμού της από το Δικαστήριο, και δεν επιδιώκει να  αναιρέσει τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης».

 

Έναντι της πιο πάνω προσφυγής καταχωρίστηκε από τους Ενάγοντες η Αναθεωρητική Έφεση Συμεού Καίτη και άλλοι ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα και άλλου (αναωτέρω).  Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου  απέρριψε την Έφεση με το εξής σκεπτικό:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο με μια σύντομη απόφαση έκρινε ότι το αίτημα των εφεσειόντων να τους επιστραφεί το απαλλοτριωθέν ακίνητο, της άρνησης αυτής θεωρουμένης, κατ' ισχυρισμόν, ως παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας, ήταν αβάσιμο λόγω του ότι δεν υπήρχε καμιά οφειλόμενη ενέργεια στα υπό κρίση δεδομένα εφόσον δεν προσβαλλόταν με την προσφυγή η νομιμότητα της ίδιας της απαλλοτρίωσης, ενώ δεν καταχωρήθηκε ούτε προσφυγή εναντίον της μη κατάθεσης της αποζημίωσης εντός της δεκαμήνου νομοθετικής προθεσμίας, ως όφειλαν οι εφεσείοντες να έπρατταν, εάν θεωρούσαν την εκπρόθεσμη κατάθεση της αποζημίωσης ως λόγο ακύρωσης της διαδικασίας απαλλοτρίωσης. Επί της ουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η, έστω εκπρόθεσμη κατάθεση της αποζημίωσης, δεν καταργούσε τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης εφόσον, «το Άρθρο 8(1) καθιερώνει μια διαδικασία διαπραγμάτευσης της αποζημίωσης ή καθορισμού της από το Δικαστήριο, και δεν επιδιώκει να αναιρέσει τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης.

 

Με την υπό κρίση έφεση επιδιώκεται η αναθεώρηση της πρωτόδικης κρίσης για δύο λόγους: Ο πρώτος συναρτάται προς την παράλειψη αιτιολόγησης και κατάληξης σε οποιοδήποτε εύρημα, αποφασίζοντας λανθασμένα ότι η παράλειψη ή άρνηση του εφεσίβλητου να επιστρέψει το ακίνητο δεν είχε ατονήσει τη διαδικασία απαλλοτρίωσης λόγω του ότι δεν προσφέρθηκε αποζημίωση εντός του χρόνου που καθορίζει η νομοθεσία. Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στην κατά τη θέση των εφεσειόντων λανθασμένη κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η προσφορά και κατάθεση της αποζημίωσης σε χρόνο μεταγενέστερο των δέκα μηνών δεν καταργεί τη διαδικασία της απαλλοτρίωσης και/ή η διαδικασία απαλλοτρίωσης δεν θεωρείται αυτοδικαίως αναιρεθείσα ή ατονήσασα.

 

Έχοντας εξετάσει τα δεδομένα της έφεσης κρίνεται ότι αυτή είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί. Ο συνήγορος των εφεσειόντων αγορεύοντας ενώπιον της Ολομέλειας στήριξε την όλη επιχειρηματολογία του στο Άρθρο 7(2) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/62, το οποίο πράγματι προνοεί ότι σε περίπτωση που διάταγμα απαλλοτριώσεως που αφορά ιδιοκτησία που μνημονεύεται στη γνωστοποίηση απαλλοτριώσεως, δεν δημοσιευθεί εντός 12 μηνών από τη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης ή εάν δεν προσφερθεί η υπολογισθείσα αποζημίωση εντός 14 μηνών από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης, (η προθεσμία πριν την τροποποίηση της με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 135(Ι)/1999 ήταν, όπως αναφέρθηκε στην αρχή του σκεπτικού, δέκα μήνες),

 

«... η επομένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως διαδικασία ατονεί και η σκοπουμένη απαλλοτρίωσις αναφορικώς προς την τοιαύτην ιδιοκτησίαν ή μέρος της ιδιοκτησίας λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα.».

 

Η θέση των εφεσειόντων είναι ότι από τη στιγμή που η αποζημίωση δεν προσεφέρθη εντός της προβλεπόμενης νομοθετικής περιόδου, την οποία αποζημίωση εν πάση περιπτώσει οι εφεσείοντες δεν αποδέχθηκαν, η απαλλοτρίωση θα πρέπει, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 7(2), να θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα, με την υποχρέωση της διοίκησης να επιστρέψει αυτοδικαίως το απαλλοτριωθέν μέρος της ιδιοκτησίας των εφεσειόντων να εμπίπτει στην έννοια της διαρκούς οφειλόμενης ενέργειας.

 

Η πιο πάνω, μοναδική στην ουσία θέση των εφεσειόντων, δεν χρειάζεται να εξεταστεί με δεδομένο ότι δεν ήταν αυτή η βάση της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Έχοντας διεξέλθει με προσοχή το αιτητικό και τους νομικούς λόγους ακύρωσης που οι εφεσείοντες επέλεξαν να προωθήσουν πρωτοδίκως, διαπιστώνεται σύγχυση αναφορικά με τη νομική βάση της προσφυγής. Το όλο νομικό υπόβαθρο αυτής στηρίχθηκε στο Άρθρο 8(1) του Νόμου, το οποίο καθορίζει, (ως και ο πλαγιότιτλος του άρθρου ρητά αναφέρει), την υποχρέωση της απαλλοτριούσας Αρχής να διαπραγματευθεί μέσα σε 14 μήνες από τη δημοσίευση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης με το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, του οποίου η ακίνητη ιδιοκτησία απαλλοτριώνεται ή επηρεάζεται, ώστε η διοίκηση να αποκτήσει αφενός την ιδιοκτησία με ιδιωτική σύμβαση και αφετέρου να καθορισθεί η αποζημίωση. Το Άρθρο 7(2) ουδέποτε ετέθη ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου προς συζήτηση, εξ ου και η πρωτόδικη απόφαση δεν ασχολείται καθόλου με το θέμα. Για πρώτη φορά το Άρθρο 7(2) αναδείχθηκε σε κυρίαρχο στοιχείο στο περίγραμμα αγόρευσης των εφεσειόντων και κατά την διά ζώσης επιχειρηματολογία του συνηγόρου, ενώ θα πρέπει ταυτόχρονα να σημειωθεί ότι μόνο στο δεύτερο λόγο έφεσης μνημονεύεται το Άρθρο 7 ως το ορθό άρθρο και αυτό ακροθιγώς, ως μέρος της αιτιολογίας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το Άρθρο 8(1) καθιερώνει διαδικασία διαπραγμάτευσης της αποζημίωσης και δεν αναιρεί τη διαδικασία απαλλοτρίωσης.

 

Προστίθεται, τέλος, ότι σε συμφωνία με την πρωτόδικη κρίση, η διαδικασία του Άρθρου 8(1), σκοπεί στην καθιέρωση χρονικής προθεσμίας διαπραγμάτευσης της αποζημίωσης με τον επηρεαζόμενο ιδιοκτήτη ή στην απουσία συμφωνίας στην υποχρέωση άμεσης προσφοράς εκ μέρους της απαλλοτριούσας Αρχής της αποζημίωσης που αυτή υπολογίζει ως δίκαιη και εύλογη, γεγονός που, αντίθετα με τη θέση των εφεσειόντων, ουδόλως ατονεί ή καταργεί τη διαδικασία απαλλοτρίωσης, αλλά αντίθετα την εδραιώνει. Και είναι εντελώς διαφορετική η μετέπειτα, κατά το Άρθρο 7(2), λογιζόμενη εγκατάλειψη της όλης απαλλοτρίωσης εάν δεν προσφερθεί εγκαίρως η αποζημίωση.

 

Οι πιο πάνω διαδικασίες στοχεύουν βέβαια στην προστασία του ιδιοκτήτη ώστε αυτός να αποζημιώνεται εγκαίρως και ευλόγως για την απώλεια της περιουσίας του. Ταυτόχρονα όμως διασφαλίζει και τα δικαιώματα της απαλλοτριούσας αρχής σε κάθε στάδιο ώστε να τελεσφορεί η προς αυτή μεταβίβαση της ιδιοκτησίας. Οι εφεσείοντες παρέμειναν αδρανείς για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν απάντησαν κατά πόσο αποδέχονταν την προσφερθείσα αποζημίωση, με αποτέλεσμα να κατατεθεί προς όφελος τους από τον εφεσίβλητο το καθορισθέν για κάθε εφεσείοντα ποσό. Ούτε αυτό το αποδέχθησαν, αλλά ούτε και κίνησαν οποιαδήποτε διαδικασία καθορισμού άλλης αποζημίωσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η μεγάλη καθυστέρηση στη διεκδίκηση οποιασδήποτε τυχόν θεραπείας αφήνει αλώβητη την ίδια την απαλλοτρίωση, αλλά και την τελεσφόρηση της.». 

 

(υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Στη βάση των πιο πάνω είναι αβίαστα που καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέληξε στην δεσμευτική και τελεσίδικη θέση, για τους λόγους που καταγράφονται στο σκεπτικό της απόφασης, ότι η επίδικη απαλλοτρίωση παραμένει αλώβητη και ότι αλώβητη παραμένει και η τελεσφόρηση της. Με άλλα λόγια κρίθηκε και αποφασίσθηκε τελεσίδικα ότι η επίδικη απαλλοτρίωση παρέμεινε νομικά ισχυρή εφόσον δεν ακυρώθηκε, παράγοντας μάλιστα και έννομα αποτελέσματα.

 

Με τα πιο πάνω δεδομένα, δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει εκ νέου στα πλαίσια της παρούσας αγωγής την νομιμότητα ή όχι της επίδικης απαλλοτρίωσης, ζήτημα που έχει αποφασισθεί σε τελευταίο βαθμό από το Ανώτατο Δικαστήριο και το οποίο απεφάνθη ότι αυτή παραμένει σε ισχύ.  Κάτι που είναι ενάντια στην αρχή της δεσμευτικότητας των αποφάσεων που εφαρμόζεται στο Δίκαιο μας. Η έγερση της παρούσας αγωγής υπό αυτές τις περιστάσεις συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.

 

Με την έγερση της παρούσας αγωγής επιδιώκεται, στην ουσία, αναβίωση αυτού του επίδικου ζητήματος και εκ νέου κρίση του παρόντος Δικαστηρίου περί της νομιμότητας της απαλλοτρίωσης.  Οι Ενάγοντες επιδιώκουν να ακυρώσουν την ίδια απαλλοτρίωση, ζήτημα που έχει κριθεί τελεσίδικα από το Ανώτατο Δικαστήριο. 

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v Tudor (2011) 1 ΑΑΔ 1176 λέχθηκε ότι:

 

«Η κατάχρηση διαδικασίας είναι πολυσχιδής στις εκφάνσεις της, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας. (Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, 170 και Γενικός Εισαγγελέας v. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, σελ. 531). Στην Εμπεδοκλής (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529, λέχθηκε στις σελ. 547-548:

 

«Ο έλεγχος της διαδικασίας επιβάλλει όπως διασφαλίζεται απρόσκοπτη δικονομική και ουσιαστική τάξη στην όλη διαδικασία με ενιαία προσέγγιση. Η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου μπορεί να προσλάβει διάφορες μορφές και δεν υπάρχουν εκ προοιμίου συμπεριφορές που μπορούν να καταταχθούν ως καταχρηστικές. Το όλο ζήτημα εξετάζεται πάντοτε υπό το φως των συγκεκριμένων γεγονότων.» (Δέστε Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786 και Διευθυντής των Φυλακών v. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.)»

 

 

Βρισκόμαστε, κατά τη γνώμη μου, στην ουσία, αντιμέτωποι με την περίπτωση που η συνέχιση της παρούσας αγωγής θα αποτελούσε απαράδεκτη διαιώνιση δικαστικών διαδικασιών για διαφορές που ήδη εκδικάστηκαν και αποφασίσθηκαν. Όπως τονίστηκε και στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αίτηση αρ. 131/03 Αναφορικά με την Αίτηση του Rafaat Barqwi (2004) 1 Α.Α.Δ.1, με αναφορά στην προαναφερθείσα υπόθεση Henderson v. Henderson:

 

«Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η δικαιοσύνη από αέναες διαδικασίες στις οποίες θα πρωταγωνιστούσε η εφευρηματικότητα του διαδίκου».

 

 

Εν ολίγοις η υπό κρίση διαδικασία επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να ανατρέψει και/ή αλλοιώσει το αποτέλεσμα της δεσμευτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κάτι τέτοιο σαφώς αντίκειται στην αρχή της δεσμευτικότητας των αποφάσεων και υπό αυτή την έννοια αντίκειται και στις αρχές της κατάχρησης της διαδικασίας, η οποία στη προκειμένη περίπτωση είναι διάχυτη.

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την Έκδοση του Victor N. Makushin (Aρ. 1) (2012) 1 Α ΑΑΔ 20,

«Η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία, stare decisis, συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας (δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο) ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου.» (Βλ. επίσης Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 319/08, ημερ. 7.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:A474, στην οποία συζητήθηκαν εκτενώς τα στενά περιθώρια απόκλισης από προηγούμενες αποφάσεις).

 

Η επίδικη απαλλοτρίωση δεν έχει ακυρωθεί με Διάταγμα Δικαστηρίου και επομένως είναι ακόμα σε ισχύ. Μέχρι την ακύρωση μιας διοικητικής πράξης αυτή παραμένει ισχυρή και παράγει έννομα αποτελέσματα (Ηλία ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Ξυλοφάγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 137).

 

Στη βάση των πιο πάνω, με δεδομένο ότι η επίδικη απαλλοτρίωση είναι σε ισχύ και δεν έχει ακυρωθεί, μετά την τελεσίδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο να εξετάσει εκ νέου την νομιμότητα ή όχι της ίδιας επίδικης απαλλοτρίωσης. Το γεγονός αυτό οδηγεί και στο αναπόδραστο αποτέλεσμα με αποτέλεσμα να μην μπορεί το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα που οι Ενάγοντες εισηγούνται ότι ο Εναγόμενος θεωρείται παράνομος επεμβασίας επί του ακινήτου τους.

 

Ως εκ τούτου η παρούσα αγωγή απορρίπτεται.

 

Παρά την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου θα προχωρήσω να εξετάσω και τις αποζημιώσεις που οι Ενάγοντες δικαιούνται σε περίπτωση που αυτή ήθελε ανατραπεί σε δεύτερο βαθμό.

 

Οι Ενάγοντες αξιώνουν αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης του ακινήτου τους για την χρονική περίοδο 1999 μέχρι και σήμερα, καθώς και αποζημιώσεις για την απώλεια μέρους του ακινήτου τους που απαλλοτριώθηκε, ίση με την σημερινή αγοραία αξία του ακινήτου τους. Διαζευτικά αξιώνουν επιστροφή του απαλλοτριωθέντος μέρου του ακινήτου τους στην προτέρα του κατάσταση.

 

Σε ό,τι αφορά την τελευταία θεραπεία που αξιώνουν αυτή δεν έχει προωθηθεί και ως εκ τούτου το Δικαστήριο την θεωρεί εγκαταληφθείσα (απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ως είναι δημοσιευμένη στην υπόθεση Στέλιος Σάββα και Υιοί Λιμιτεδ v. Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αγωγή Αρ. 1/2019, 28/5/2020).

 

Σε κάθε όμως περίπτωση τέτοιο διάταγμα δεν μπορεί να εκδοθεί εφόσον το μέρος του ακινήτου που απαλλοτριώθηκε χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή οδικού δικτύου και πεζοδρομίων και τυχόν επαναφορά του στην προτέρα του κατάσταση θα αντιστρατευόταν το δημόσιο συμφέρον, ενόψει του μόνιμου χαρακτήρα της, καθώς και θα επηρεαζόταν τρίτα πρόσωπα δυσμενώς. Αντενδείκνυται στην προκειμένη περίπτωση η έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος. Η δυσχέρεια που θα προκληθεί σε μια τέτοια περίπτωση, όχι στον εναγόμενο Δήμο, αλλά στο αμέτοχο και ανυποψίαστο ευρύ κοινό, υπερφαλαγγίζει τη δικαιοσύνη που θα αποδοθεί, με τον τρόπο αυτό στους Ενάγοντες (βλέπε κατ’ αναλογία  Έπαρχος Λάρνακας ν. High Project Limited κ.α. (2013) 2 ΑΑΔ 250, Έπαρχος Λάρνακας ν. Marinakis Developers Ltd Ποινική Έφεση αρ. 173/2014, ημερ. 24.03.2017, ECLI:CY:AD:2017:B112 και Αδελφοί Λαμπριανίδη κ.α. ν. Συμβούλιο Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390).

 

Με δεδομένο ότι η νομική βάση της παρούσας αγωγής εδράζεται στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, ο ορθός τρόπος υπολογισμού των αποζημιώσεων είναι με βάση την αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου σε σχέση με τη χρονική περίοδο της επέμβασης και της χρήσης της ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

 Όπως έχει συναφώς λεχθεί στην υπόθεση Adrian Holdings Ltd ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, διά του Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1998) 1 ΑΑΔ 1836

 

«Όπου αποδεικνύεται παράνομη κατοχή ακινήτου το μέτρο αποζημιώσεων είναι η αγοραία ενοικιαστική αξία του ακινήτου και όχι το όφελος που προσπορίζεται ο παράνομος κάτοχος από τη χρήση της γης ή η ακριβής απώλεια του ιδιοκτήτη.  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό, αλληλένδετο με την ενοικιαστική αξία της περιουσίας (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Kύπρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 882).  Η καταβολή αποζημιώσεων με βάση τις πιο πάνω αρχές επιβάλλεται, έστω και αν ο ιδιοκτήτης δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο ίδιος την περιουσία ή να την ενοικιάσει (Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαhchecioglou και Άλλος (1998) 1 A.A.Δ. 426 όπου γίνεται αναφορά σχετικά με το θέμα στην Strand Electric and Engineering Co. Ltd v. Brisford Ltd [1952] 1 All E.R. 796).»

 

 

Στην υπόθεση Κλεάνθους κ.α ν. Union General De Bienfaisance Armenien (2002) 1 Α.Α.Δ. 1659, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι το θέμα της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου θα πρέπει να αποδεικνύεται με σχετική μαρτυρία εμπειρογνώμονα.

 

Έχοντας ως δεδομένο την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 2, και αποδεχόμενος για τους λόγους που ήδη εξηγήθηκαν ανωτέρω, τα ευρήματα και συμπεράσματα του, η ενοικιαστική αξία-απώλεια χρήσης (loss of use) του επίδικου μέρους του ακινήτου για την περίοδο από 1.11.1999 μέχρι και σήμερα καθορίστηκε στο συνολικό ποσό των €50.289. Θα ήταν επίσης δίκαιο και εύλογο οι Ενάγοντες να αποζημιωθούν και για την απώλεια του απαλλοτριωθέντος μέρους του ακινήτου τους, ίση με την σημερινή αγοραία αξία του, εφόσον, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί ανωτέρω, δεν μπορεί να τους επιστραφεί,. Αυτή δε καθορίσθηκε στο ποσό των €95.000 με βάση και πάλι την αποδεκτή μαρτυρία του Μ.Ε 2.

 

Δεν θα επιδίκαζα οποιεσδήποτε αποζημιώσεις στους Ενάγοντες στη βάση παραβίασης των συνταγματικών τους δικαιωμάτων (ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 6/2015, 7/2015, 13/9/2023)

 

Σύμφωνα με το τιμολόγιο, Τεκμήριο 6, οι Ενάγοντες δικαιούνται εκτιμητικά έξοδα €2975, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, τα οποία και δικαιούνται αφού δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία.

 

Κατά συνέπεια, σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας Αγωγής, το Δικαστήριο θα επεδίκαζε προς όφελος των Εναγόντων ως αποζημίωση, επί τη βάσει της παράνομης επέμβασης του Εναγομένου, το συνολικό ποσό των €145.289, με νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, πλέον εκτιμητικά έξοδα €2975, συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ, με νόμιμο τόκο από σήμερα.

 

Συνεπακόλουθα, για τους πιο πάνω λόγους, η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγομένου και εναντίον των Εναγόντων, αλληλέγγυως και/ή κεχωρισμένως, ως αυτά θα υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Ένα σετ εξόδων να δοθεί στον Εναγόμενο.

 

 

                                                                                    (Υπ.).....................................

                                                                                    Μ. Χαραλάμπους, Α.E.Δ

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

        

 

 

 

           

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο