Χρίστου Θεολόγου ν. Χρίστου Θεολόγου, Αρ. Αγωγής: 1271/2023, 8/5/2025
print
Τίτλος:
Χρίστου Θεολόγου ν. Χρίστου Θεολόγου, Αρ. Αγωγής: 1271/2023, 8/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:  1271/2023 (i-Justice)

 

Μεταξύ:

 

Χρίστου Θεολόγου

 

Ενάγοντα

-και-

 

                                   

          Χρίστου Θεολόγου                                                                                 

                                                                                    Εναγομένου

……………………………….

 

Ημερομηνία: 8.5.2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Εναγοντα - Αιτητή:  Ο κ. Ε. Ευαγγέλου για Θ. Θωμά & Συνεργάτες

 

Για Εναγόμενο-Καθ’ου η Αίτηση : Η κα. Ε. Δημητρίου για  Μιχαλάκη, Πιτσιλλίδου & Σία Δ.Ε.Π Ε

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                      

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(επί της αίτησης, ημερ. 30.5.24, για            οριστικοποίηση των εκδοθέντων προσωρινών διαταγμάτων)

 

 

O Ενάγοντας είναι ο παππούς του Εναγομένου.

 

Ο Εναγόμενος, τέκνο γεννηθέν εκτός γάμου, είναι υιός της θυγατέρας του Ενάγοντα.

 

Mε ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ημερομηνίας 11.7.2023, που ο Ενάγοντας καταχώρησε αξιώνει από τον Εναγόμενο διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσει τον τελευταίο όπως εγγράψει και μεταβιβάσει επ’ ονόματι του ακίνητο το οποίο περιγράφεται στην Έκθεση Απαίτησης (στο εξής «το επίδικο ακίνητο») και διαζευκτικά απόφαση για ποσό ύψους €135.000, στη βάση οφειλόμενου ποσού και ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

Στις 30.5.2024 ο Ενάγοντας-Αιτητής (στο εξής «ο Αιτητής») καταχώρισε μονομερή αίτηση αξιώνοντας από το Δικαστήριο αριθμό απαγορευτικών διαταγμάτων. Ειδικότερα αξίωνε από το Δικαστήριο διάταγμα με το οποίο να απαγορεύει στον Εναγόμενο -Καθ’ου η αίτηση (στο εξής «ο Καθ’ου η Αίτηση») από του να πωλήσει και ή μεταβιβάσει και ή με οποιονδήποτε τρόπο αποξενώσει το επίδικο ακίνητο καθώς και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να απαγορεύεται και ή να εμποδίζεται οποιοδήποτε Κτηματολογικό γραφείο από του να προχωρήσει σε μεταβίβαση και ή αποξένωση του εν λόγω επίδικου ακινήτου. Η Αίτηση υποστηριζόταν από ένορκη δήλωση του Αιτητή, στην οποία επισυνάπτει και αριθμό Τεκμηρίων.

 

Αφού το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων μονομερών διαταγμάτων, εξέδωσε τα πιο πάνω προσωρινά διατάγματα. 

 

Με την επίδοση τους ο Καθ’ου η Αίτηση αντέδρασε ως προς την οριστικοποίηση των εκδοθέντων από το Δικαστήριο διαταγμάτων καταχωρώντας σχετική προς τούτο ένσταση, προβάλλοντας συνολικά 20 λόγους ένστασης. Δεν κρίνω σκόπιμο να τους επαναλάβω και αναφορά σε αυτούς θα γίνει όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο.  Η ένσταση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση του Καθ’ου η Αίτηση. 

 

Παραθέτω εν συντομία τη βασική εκδοχή των διαδίκων.

 

Είναι η θέση του Αιτητή ότι μεταβίβασε δυνάμει δωρεάς και χωρίς αντάλλαγμα, λόγω της μεταξύ τους συγγένειας, στον Καθ’ου η Αίτηση το επίδικο ακίνητο (Τεκμήριο 1), με την προϋπόθεση και συμφωνία ότι θα είχε το δικαίωμα της ειδικής εντολής και πληρεξουσιότητας από τον Καθ’ου η Αίτηση να παρουσιάζεται ενώπιον οποιασδήποτε κτηματολογικής αρχής με σκοπό να  υπογράφει οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο σε σχέση με αυτό.

 

Προς εξασφάλιση των πιο πάνω, στις 7.1.2015, ο Καθ’ου η Αίτηση κατάρτισε και υπέγραψε ειδικό πληρεξούσιο (Τεκμήριο 2), βάσει του οποίου ο ίδιος διοριζόταν ως ειδικός πληρεξούσιος του Καθ’ου η αίτηση. Στη βάση αυτού είχε δε, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα να πωλήσει και να μεταβιβάσει το εν λόγω επίδικο ακίνητο. 

 

Ο Καθ’ου η Αίτηση κατείχε διάφορους αριθμούς λογαριασμών στην Τράπεζα Κύπρου, οι οποίοι παρουσίαζαν μη εξυπηρετούμενα υπόλοιπα. Στις 23.10.2020 ο Καθ’ου η Αίτηση έλαβε σχετική επιστολή (Τεκμήριο 3) από την πιο πάνω Τράπεζα, με την οποία ενημερώθηκε ότι σε περίπτωση που της κατέβαλλε το συνολικό ποσό των €135.000 μέχρι και τις 30.10.2020 οι πιο πάνω οφειλές του θα θεωρούνταν εξοφλημένες. 

 

Με την παραλαβή της εν λόγω επιστολής ο Καθ’ου η Αίτηση επικοινώνησε μαζί του ώστε να τον βοηθήσει οικονομικά.  Ο ίδιος αποδέχθηκε να καταβάλει χαριστικά το πιο πάνω ποσό, υπό την προϋπόθεση και προφορική συμφωνία ότι με την εξόφληση των υποχρεώσεων του Καθ’ου η Αίτηση προς την Τράπεζα από μέρους του Αιτητή, αυτός θα του μεταβίβαζε ως αντάλλαγμα το επίδικο ακίνητο σε όποιο πρόσωπο επιθυμούσε ο ίδιος. Περαιτέρω συμφώνησε προφορικά με τον Καθ’ου η Αίτηση ότι ο τελευταίος θα αναλάμβανε όλες τις διαδικασίες και έξοδα  για την έκδοση των σχετικών αναγκαίων πιστοποιητικών και φοροαπαλλαγών και ότι θα εμφανιζόταν στο αρμόδιο Κτηματολογικό Γραφείο ή ο Αιτητής θα παρουσίαζε το ειδικό πληρεξούσιο, ημερομηνίας 7.1.2015, για να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου.

 

Έτσι ο Αιτητής, στη βάση της πιο πάνω συμφωνίας τους, εξέδωσε προς όφελος του Καθ’ου η Αίτηση σχετική επιταγή (Τεκμήριο 4) για το ποσό των €135.000, η οποία κατατέθηκε από τον Καθ’ου η Αίτηση την ίδια μέρα στην Τράπεζα προς εξόφληση των υποχρεώσεων του. 

 

Επιθυμία του Αιτητή ήταν όπως το επίδικο ακίνητο μεταβιβαστεί σε εταιρεία συμφερόντων του, επ’ ονόματι Takaros Th. Ltd (Τεκμήριο 5).  Σε σχέση με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης ο ίδιος είχε εξασφαλίσει όλες τις σχετικές βεβαιώσεις εξόφλησης των τελών και επιβαρύνσεων του επίδικου ακινήτου και είχε συμπληρωθεί και το σχετικό έντυπο μεταβίβασης και δήλωσης ακίνητης ιδιοκτησίας (Τεκμήρια 6 και 7).  Στη βάση των πιο πάνω, οι δικηγόροι του διευθέτησαν ραντεβού στο Κτηματολόγιο με σκοπό την ολοκλήρωση μεταβίβασης του ακινήτου.  Το ραντεβού  ορίστηκε στις 14.4.2021 (Τεκμήριο 8 και 9).  Κατά την πιο πάνω ημερομηνία και αφού ο ίδιος μετέβη προσωπικά στο Κτηματολόγιο Λάρνακας, δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση λόγω του ότι απουσίαζε από τα απαραίτητα έγγραφα η βεβαίωση του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού.  Εξασφάλισε την ίδια μέρα τη σχετική βεβαίωση (Τεκμήριο 10).  

 

Ακολούθως προέβη σε ενέργειες για διευθέτηση εκ νέου ραντεβού στο κτηματολόγιο για ολοκλήρωση της μεταβίβασης όπου όμως ενημερώθηκε ότι στις 15.5.2021 ο Καθ’ου η Αίτηση είχε προβεί σε γενική απαγόρευση μεταβίβασης του επίδικου ακινήτου, δηλαδή δηλώθηκε στο Κτηματολόγιο ότι αν δεν είναι ο ίδιος ο διαθέτης παρών να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση του παρά την ύπαρξη του πληρεξουσίου εγγράφου.

 

Κάλεσε ακολούθως τον Καθ’ου η Αίτηση να προσέλθει ενώπιον του Κτηματολογίου Λάρνακας αλλά ο ίδιος απέφευγε να παραστεί. Είναι η θέση του ότι ο Καθ’ου η Αίτηση δεν τήρησε τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα.  Οι δικηγόροι του ακολούθως απέστειλαν στον Καθ’ου η Αίτηση επιστολή (Τεκμήριο 11), με σκοπό ο τελευταίος να του μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο.  Ο Καθ’ου η Αίτηση, κατά παράβαση της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας, αρνείται με αποτέλεσμα ο ίδιος να υφίσταται οικονομική ζημιά, ύψους €135.000, κατά παράβαση των αρχών αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Στις 17.5.2024 υπέπεσε στην αντίληψη του ότι ο Καθ’ου η Αίτηση διέθετε το επίδικο ακίνητο προς πώληση (Τεκμήριο 13 και 14) για το ποσό των €750.000. 

 

Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο Καθ’ου η Αίτηση προσπαθεί να πωλήσει το επίδικο ακίνητο με σκοπό να αποφύγει την εξασφάλιση και αποκατάσταση του.  Ως εκ τούτου ήταν η καταληκτική του θέση ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έκδοση και οριστικοποίηση των μονομερών εκδοθέντων διαταγμάτων.  

 

Aπό την άλλη ο Καθ’ου η Aίτηση προβάλλει μια εντελώς αντίθετη από τον Αιτητή εκδοχή γεγονότων.

 

Αυτή, σε γενικές γραμμές, συνίσταται στο ότι στις 17.5.2007 καταρτίστηκε αγοραπωλητήριο έγγραφο (Τεκμήριο 2) μεταξύ του ιδίου, ως αγοραστή και τρίτου προσώπου, ως πωλητή, για την αγορά του επίδικου ακινήτου έναντι νόμιμου ανταλλάγματος για το ποσό των τότε Λ.Κ 135.000.  Ο Αιτητής του ανέφερε πως ήθελε να του κάνει δώρο το επίδικο ακίνητο το οποίο και θα εγγράφετο επ’ ονόματι του.  Το δε τίμημα για την αγορά του επίδικου ακινήτου θα το κατέβαλλε ο Αιτητής ως δώρο στον ίδιο.

 

Ουδέποτε του ανέφερε πως η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στο όνομα του τελούσε υπό κάποια αίρεση και προϋπόθεση πως θα επέστρεφε πίσω το ακίνητο στον Αιτητή.  Το μόνο που του ανέφερε ο Αιτητής ήταν επειδή ο ίδιος θα έφευγε στην Αγγλία για σπουδές θα έπρεπε να του υπέγραφε πληρεξούσιο έγγραφο ώστε ο Αιτητής να αναλάμβανε τη διαχείριση του.   Έτσι ο Καθ’ου η αίτηση του υπέγραψε ειδικό πληρεξούσιο το 2012. 

 

Είναι η θέση του πως ο Αιτητής επέλεξε τον ίδιο, εφόσον έχουν το ίδιο όνομα και επίθετο, για την αγορά το επίδικου ακινήτου ώστε να καταστρώσει σχέδιο για να εξαπατήσει τις τράπεζες αλλά και το τμήμα φορολογίας. 

 

Αναφορικά με το ειδικό πληρεξούσιο, ημερομηνίας 7.1.2015, είναι η θέση του ότι δεν υπεγράφη με σκοπό ο Αιτητής να πωλήσει το επίδικο ακίνητο, αλλά για να μπορεί να το διαχειρίζεται. Περί το 2009 ο Αιτητής τον ενημέρωσε ότι θα πρέπει να μεταβούν στην τράπεζα με σκοπό ο ίδιος να υπογράψει διάφορα έγγραφα ως μέρος της διαδικασίας για την απόκτηση του επίδικου ακινήτου.  Στην πραγματικότητα ο Αιτητής, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, τον έβαλε να υποθηκεύσει το επίδικο ακίνητο προς όφελος του ώστε να λάβει δύο δάνεια για ιδίον όφελος.  Τα εν λόγω δάνεια, τα οποία παρουσιάζει ο Αιτητής  ως Τεκμήριο 3 στην ένορκη του δήλωση ως δικούς του λογαριασμούς, είναι η θέση του ότι αυτοί ανήκουν στον Αιτητή και όχι στον ίδιο (Τεκμήριο 3).  Επισυνάπτει δε και αντίγραφο της συμφωνίας δανείου (Τεκμήριο 6) που κατάρτισε ο Αιτητής με την Τράπεζα Κύπρου, στην οποία φαίνεται ότι αυτός είναι ο δανειολήπτης, ενώ ο ίδιος είναι ο ενυπόθηκος οφειλέτης. Όλες οι οφειλές που αναφέρει ο Αιτητής στην ένορκη του δήλωση είναι δικές του και μόνον και που ουδεμία σχέση είχε ποτέ ο ίδιος με αυτές.  Ο Αιτητής εξόφλησε τις δικές του οφειλές και όχι οφειλές του ιδίου.  Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να του υποσχέθηκε και να συμφώνησε προφορικά ο ίδιος τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου από τη στιγμή που ο Αιτητής εξόφλησε δικές του οφειλές.  Ουδέποτε ο ίδιος δεν έλαβε ποτέ κανένα ποσό από τα χρήματα τα οποία έλαβε εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά ο Αιτητής από τα πιο πάνω δάνεια. 

 

Ο Αιτητής παρουσίαζε τον εαυτό του ως ίδιο πρόσωπο με τον ίδιο, εκμεταλλευόμενος τη συνωνυμία του χωρίς καμία εξουσιοδότηση και προς το σκοπό αυτό προχώρησε σε καταγγελία στην Αστυνομία (Τεκμήριο 8).  

 

Όταν επέστρεψε το 2012 στην Κύπρο ενημέρωσε τον Αιτητή ότι επιθυμεί να εκμεταλλευτεί το επίδικο ακίνητο.  Ο Αιτητής δεν το αποδέχθηκε και για το λόγο αυτό σταμάτησε να πληρώνει τις δανειακές του υποχρεώσεις, οι οποίες είχαν ως υποθήκη το επίδικο ακίνητο. 

 

Φοβούμενος πως η Τράπεζα θα του πάρει το επίδικο ακίνητο, στις 4.7.2013 ανακάλεσε (Τεκμήριο 9) κάθε προηγούμενο πληρεξούσιο το οποίο είχε χορηγήσει στον Αιτητή.

 

Τον Νοέμβριο του 2013 μετέβη εκ νέου στο Λονδίνο για αναζήτηση δουλειάς.   Ο Αιτητής του ανέφερε, περί τα τέλη του 2014, ότι θα τον βοηθήσει να εκμεταλλευτεί το επίδικο ακίνητο βοηθώντας τον να αποκτήσει δουλεία διόδου επί του επίδικου ακινήτου, εφόσον αυτό ήταν περίκλειστο, αίτημα το οποίο ο ίδιος είχε ήδη αιτηθεί από τον Απρίλιο του 2013 (Τεκμήριο 10).  Λόγω του ότι εξηύρε εργασία στην Αγγλία και ταυτόχρονα επιθυμούσε να αξιοποιήσει το επίδικο ακίνητο, ο Αιτητής του ζήτησε να του υπογράψει πληρεξούσιο ώστε να αναλάβει την πρόοδο των αιτήσεων που ο ίδιος είχε υποβάλει. Για το λόγο αυτό παραχώρησε στον Αιτητή εκ νέου πληρεξούσιο έγγραφο, ημερομηνίας 7.1.2015.

 

Μόλις ο ίδιος έλαβε την ειδοποίηση της τράπεζας (Τεκμήριο 3 της ένορκης δήλωσης Αιτητή) λόγω των οφειλών του Αιτητή, του ζήτησε το λόγο.  Ο Αιτητής, εν αγνοία του, χρησιμοποιώντας το ειδικό πληρεξούσιο του 2015 προσπάθησε να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στο όνομα του.  Η δε επιταγή που παρουσίασε ο Αιτητής ότι δήθεν εκδόθηκε στο όνομα του,  είναι η επιταγή του ιδίου του Αιτητή στο όνομα του με την οποία εξόφλησε δικά του χρέη.  Το Μάιο του 2021 ενημερώθηκε από υπάλληλο του κτηματολογίου ότι ο Αιτητής ζήτησε να μεταβιβάσει το επίδικο ακίνητο στο όνομα του.  Αφού εξεπλάγη, ο ίδιος προχώρησε με ανάκληση του ειδικού πληρεξουσίου του 2015 το οποίο εξέδωσε προς όφελος του Αιτητή (Τεκμήριο 14).  Ο Αιτητής γνώριζε ότι ο ίδιος προσπαθεί να πωλήσει το επίδικο ακίνητο από το 2020 (Τεκμήριο 15). 

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους είναι η θέση του ότι δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις για την οριστικοποίηση των επίδικων διαταγμάτων. 

 

Η ακρόαση της αίτησης έγινε μέσω των ενόρκων δηλώσεων των μερών.  Οι συνήγοροι όμως δεν περιορίστηκαν σε αυτές, αλλά προέβηκαν ο κάθε ένας σε αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα της άλλης πλευράς, μετά από σχετικά διατάγματα του Δικαστηρίου. 

 

Τα όσα οι διάδικοι ανέφεραν κατά την αντεξέταση τους έχουν μελετηθεί από το Δικαστήριο και αναφορά στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς τους, προς υποστήριξη της δικής τους εκδοχής, θα γίνει όταν αυτό κριθεί αναγκαίο. 

 

Ένας από τους βασικούς λόγους ένστασης (βλ. λόγους ένστασης 1 εώς 4) του Καθ’ου η Αίτηση, είναι ότι ο Αιτητής παρέλειψε να αποκαλύψει στο Δικαστήριο ουσιώδη για την υπόθεση γεγονότα, δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και ότι η μαρτυρία που προσκόμισε είναι ψευδής και παραπλανητική. 

 

Στην πρόσφατη υπόθεση Καρυδά ν. Καρυδά, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε190/2019, ημερομηνίας 26.2.2025, λέχθηκε ότι οποιοδήποτε ζήτημα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων εξετάζεται κατά προτεραιότητα από το Δικαστήριο πριν δηλαδή αυτό εξετάσει κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα εξετάσει κατά προτεραιότητα τους εν λόγω εγειρόμενους λόγους ένστασης από τον Καθ’ου η Αίτηση. Και τούτο γιατί τυχόν επιτυχίας αυτών, θα έχει καταλυτικές συνέπειες ως προς την τύχη της υπό κρίση επίδικης αίτησης.

 

Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. v. Adeona Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. E6/2014, ημερ. 27/2/2015 λέχθηκαν τα εξής σχετικά ως προς το καθήκον αποκάλυψης:

«Η υποχρέωση κάθε διαδίκου που ζητά μονομερώς διάταγμα να προβαίνει σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, είναι δεδομένη.  Σχετική είναι η νομολογία που προκύπτει μεταξύ άλλων και από τις υποθέσεις Global Cruises SA κ.ά. ν. Metro Shipping & Travel Ltd (1989) 1 Α.Α.Δ. 607, 616-8, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-267, Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598 και Χαραλάμπους ν. Petros Michael Exclusif Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1953, 1956. Όπως αναφέρεται, σε μονομερείς αιτήσεις ο αιτητής υποχρεούται να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και να ενεργήσει με καλή πίστη. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις που ζητείται θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, οπότε ο Αιτητής έχει υποχρέωση να προσέλθει με «καθαρά χέρια». Η μη αποκάλυψη είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες, όπως την ακύρωση του διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης. Η υποχρέωση αποκάλυψης εκτείνεται σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου. Όσο πιο δραστικό είναι το διάταγμα που ζητείται, τόσο μεγαλύτερη είναι η υποχρέωση πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης.

 

Η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ των Αιτητών (βλ. Swift Fortune Ltd (The Capaz Duckling) v. Magnifica Marine SA [2008] 1 Lloyd´s Rep. 54). Επίσης, περιλαμβάνει και την αποκάλυψη άνευ βλάβης αλληλογραφίας (βλLinsen International Ltd v. Humpuss Sea Transport Pte Ltd [2010] EWHC 303 (Comm)). Αυτό υποβοηθά το δικαστήριο στο να αντιληφθεί όλα τα σχετικά σημεία, προτού αποφασίσει. Σχετικές είναι οι Siporex Trade S.A. v. Comdel Commodities Ltd [1986] 2 Lloyd´s Rep 428 QBD και Global Cruises S.A. κ.ά. v. Metro Shipping & Travel Ltd, ανωτέρω.

 

Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.

 

Βέβαια δεν είναι κάθε παράλειψη αποκάλυψης που οδηγεί σε ακύρωση. Αν το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κρίνει ότι η παράλειψη αφορούσε σε ουσιώδες γεγονός, τότε κατά κανόνα ακυρώνει το διάταγμα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να αφαιρέσει κάθε όφελος που απεκόμισε ο αιτητής. Στην αγγλική υπόθεση Bank Mellat v. Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87 CA, αναφέρθηκε ότι το δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με την αρχή του locus poenitentiae (ευκαιρία για μεταμέλεια ή διόρθωση), μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν η μη αποκάλυψη είναι αθώα, να ακυρώσει το προηγούμενο διάταγμα και να εκδώσει νέο, υπό όρους (βλ. επίσης Recnex Trading Ltd κ.ά. v. Tράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1 Α.Α.Δ. 866, ECLI:CY:AD:2014:A269). Όμως αυτή η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με αρκετή περισυλλογή, ώστε να μην εξουδετερώνει το μοναδικό κόστος ή «τιμωρία» για μη αποκάλυψη, που δεν είναι άλλο από την ακύρωση του διατάγματος. Στην υπόθεση Brink´s-Mat Ltd v. Elcombe a.ο. [1988] 3 All ER 188 o δικαστής Balcombe LJ επεξηγώντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, ανέφερε τα εξής:-

«The rule that an ex parte injunction will be discharged if it was obtained without full disclosure has a two-fold purpose. It will deprive the wrongdoer of an advantage improperly obtained: see R v Kensington Income Tax Commissioners, Ex parte Princess Edmond de Polignac [1917] 1 K.B. 486, 509. But it also serves as a deterrent to ensure that persons who make ex parte applications realise that they have this duty of disclosure and of the consequences (which may include a liability in costs) if they fail in that duty. Nevertheless, this judge-made rule cannot be allowed itself to become an instrument of injustice. It is for this reason that there must be a discretion in the court to continue the injunction, or to grant a fresh injunction in its place, notwithstanding that there may have been non-disclosure when the original ex parte injunction was obtained: see in general Bank Mellat v Nikpour (Mohammad Ebrahaim) [1985] F.S.R. 87, 90 and Lloyds Bowmaker Ltd v Britannia Arrow Holdings Plc., ante p. 1337, a recent decision of this court in which the authorities are fully reviewed. I make two comments on the exercise of this discretion. (1) Whilst, having regard to the purpose of the rule, the discretion is one to be exercised sparingly, I would not wish to define or limit the circumstances in which it may be exercised. (2) I agree with the views of Dillon L.J. in the Lloyds Bowmaker case, at. P. 1349C-D, that if there is jurisdiction to grant a fresh injunction, then there must also be a discretion to refuse, in an appropriate case, to discharge the original injunction.»

 

Χρήσιμη ανάλυση της νομολογίας για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, δίδεται επίσης στην αγγλική υπόθεση Arena Corporation Ltd (In Provisional Liquidations) v. Schroeder ([2003] All ER (D) 199.

 

Λόγω των δραστικών επιπτώσεων που συνήθως ακολουθούν εύρημα δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε πλήρης αποκάλυψη, τα τελευταία χρόνια διαπιστώθηκαν δύο φαινόμενα. Πρώτον, μια δικαιολογημένη φοβία εκ μέρους των δικηγόρων των αιτητών ως προς τον κίνδυνο να θεωρηθεί η πλευρά τους ότι δεν προέβη σε πλήρη αποκάλυψη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τίθενται ενώπιον των δικαστηρίων όγκοι εγγράφων, τα οποία, χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση, τις περισσότερες φορές τείνουν να συσκοτίζουν παρά να διαφωτίζουν το δικαστήριο. Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg, The Times, December 24, [1992] (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης. 

Το δεύτερο φαινόμενο που παρατηρείται, αφορά τους δικηγόρους των Καθ' ων η αίτηση, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις όποιες ελλείψεις στην ένορκη δήλωση του αντιδίκου τους, υποβάλλοντας ακραίες και αβάσιμες εισηγήσεις για μη αποκάλυψη, αγνοώντας το γεγονός ότι η σχετική νομολογία δίδει έμφαση στη μη αποκάλυψη «ουσιωδών γεγονότων». Παρατηρούμε ότι αυτό συνήθως γίνεται όταν οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος επί της ουσίας είναι λίγες, οπότε εναποτίθενται όλες οι ελπίδες για ακύρωση του διατάγματος στη μη αποκάλυψη κάποιου στοιχείου, το οποίο τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου ουσιώδες.

 

Χωρίς να θέλουμε με κανένα τρόπο να αδυνατίσουμε ποσώς την υποχρέωση για ειλικρινή και πλήρη αποκάλυψη, θα πρέπει να τονίσουμε το αυτονόητο, ότι τα δικαστήρια δεν πρέπει να αποπροσανατολίζονται από αβάσιμες εισηγήσεις που δίδουν έμφαση στη μη αποκάλυψη κάποιου ασήμαντου στοιχείου, το οποίο δεν αφορά σε ουσιώδες γεγονός. Ούτε ο κανόνας πρακτικής για ακύρωση του διατάγματος σε περίπτωση μη αποκάλυψης, θα πρέπει να αφεθεί να μετατραπεί σε εργαλείο αδικίας (βλ. Brink's-Mat Elcombe, ανωτέρω).»

 

Σύμφωνα επίσης με την νομολογία ουσιώδες είναι κάθε γεγονός το οποίο εξ αντικειμένου μπορεί  να  επιδράσει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για την χορήγηση ή όχι της αιτούμενης θεραπείας.  Στην  υπόθεση M & CH Mitsingas Trading Ltd κ. ά. v. The Timberland and Co. (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1791, αναφέρθηκαν τ' ακόλουθα:

«Το ουσιώδες ενός ζητήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντιδικίας των μερών. Ότι πρέπει να αποκαλυφθεί, σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονότα γνωστά στον Αιτητή ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να ανακαλύψει με εύλογες προσπάθειες, τα οποία σχετίζονται με:

(α)      το βάσιμο του δικαιώματος του όπως διαγράφεται στο δικόγραφο του, και

(β)    τη σοβαρότητα του ζητήματος το οποίο εγείρεται, καθώς και

(γ)      την πιθανότητα επιτυχίας.»

 

Για να διαπιστωθεί κατά πόσο ο Αιτητής συμμορφώθηκε με το καθήκον του για πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων, είναι επιβεβλημένη η αναφορά στα περιστατικά της υπόθεσης ως αυτά προκύπτουν από τις ένορκες δηλώσεις των μερών που έχουν καταχωριστεί, σε συνάρτηση βεβαίως και με τα όσα αναφέρθηκαν στα πλαίσια αντεξέτασης των διαδίκων.

 

Η βασική εκδοχή του Αιτητή, στην οποία στηρίζει επί της ουσίας την απαίτηση του, έχει ως βάση την από μέρους του Καθ’ου η Αίτηση αθέτηση της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας.

 

Πυρήνας της όλης αξίωσης του Αιτητή, βάση της οποίας αξιώνει διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο ο Καθ’ου η Αίτηση να διατάσσεται να εγγράψει επ’ ονόματι του το επίδικο ακίνητο και ή διαζευκτικά όπως του καταβάλει το ποσό των   €135.000, αποτελεί το γεγονός ότι μεταβίβασε, δυνάμει δωρεάς, στον Καθ’ου η Αίτηση το επίδικο ακίνητο.  Λόγω του ότι ο Καθ’ου η Αίτηση κατείχε αριθμούς λογαριασμών στην τράπεζα, οι οποίοι παρουσίαζαν υπόλοιπα, συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ τους όπως ο Αιτητής καταβάλει στην τράπεζα, χαριστικά, το ποσό των €135.000 (μέσω επιταγής που εξέδωσε ο ίδιος προς τον Καθ’ου η Αίτηση και στη συνέχεια που ο τελευταίος κατέβαλε στην τράπεζα) και ως αντάλλαγμα ο Καθ’ου η Αίτηση θα του μεταβίβαζε το επίδικο ακίνητο είτε στον ίδιο προσωπικά είτε σε πρόσωπο που θα υποδείκνυε.  Παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής κατέβαλε το πιο πάνω ποσό, ο Καθ’ου η αίτηση δεν τήρησε τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. 

 

Ο Αιτητής με σκοπό να πείσει μονομερώς το Δικαστήριο για την πιο πάνω εκδοχή του και κατ’ επέκταση ότι ο ίδιος εξόφλησε δανειακές υποχρεώσεις του Καθ’ου η Αίτηση, επεσύναψε ως Τεκμήριο 3 στην ένορκη του δήλωση επιστολή της τράπεζας που απέστειλε η τελευταία στον Καθ’ου η Αίτηση στην οποία, σύμφωνα πάντοτε με τους δικούς του ισχυρισμούς, οι λογαριασμοί υπ’ αριθμόν 011311021585, 357010243616, 011320007560, 357031814907 και 357031815342 ανήκουν στον Καθ’ου η Αίτηση.

 

Ως προκύπτει όμως αντικειμενικά από τα στοιχεία που παρέθεσε ο Καθ’ου η Αίτηση το επίδικο ακίνητο υποθηκεύθηκε με σκοπό ο Αιτητής να λάβει δύο δάνεια στο όνομα του (με αριθμό λογαριασμών 011311021585 και 0113200007560) για δικούς του σκοπούς. Οι εν λόγω λογαριασμοί αναφέρονται στο πιο πάνω Τεκμήριο.  Αυτό προκύπτει από το γεγονός, το οποίο ουδόλως αμφισβητήθηκε από τον Αιτητή, ότι την 1.9.2020 η τράπεζα απέστειλε ειδοποίηση Τύπου «Ι», δυνάμει του Ν.9/1965 (Τεκμήριο 3 στην ένσταση του), η οποία απευθύνεται στον ίδιο τον Καθ’ου η Αίτηση υπό την ιδιότητα του ενυπόθηκου οφειλέτη, ενώ πρωτοφειλέτης στην εν λόγω επιστολή παρουσιάζεται ο Αιτητής αναφορικά με τους 2 πιο πάνω λογαριασμούς.  Σχετικά επίσης είναι τα Τεκμήρια 4 και 5 που επεσύναψε ο Καθ’ου η Αίτηση στην ένσταση του αναφορικά με τα πιο πάνω γεγονότα.  Ο Καθ’ου η Αίτηση επίσης επεσύναψε στην ένορκη του δήλωση και ως Τεκμήριο 6 τη συμφωνία δανείου αναφορικά με το λογαριασμό 011320007560, την οποία κατάρτισε ο Αιτητής με την τράπεζα.  

 

Το γεγονός ότι ο Χρίστος Αλί Θεολόγου, ο οποίος παρουσιάζεται ως ενυπόθηκος οφειλέτης στην επιστολή ημερομηνίας 1.9.2020 (και όχι ως πρωτοφειλέτης ως ο Αιτητης ισχυρίζεται) είναι ο ίδιος ο Καθ’ου η Αίτηση, τεκμαίρεται αντικειμενικά από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στην ταυτότητα του (Τεκμήριο 1 της ένστασης του) το όνομα του πατρός του είναι Αli.

 

Το γεγονός ότι όλοι οι πιο πάνω λογαριασμοί ήταν του Αιτητή και όχι του Καθ’ου η Aίτηση, σε αντιδιαστολή με τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στην ένορκη του δήλωση όταν και αποτάθηκε στο Δικαστήριο μονομερώς,  είναι ότι αυτός στα πλαίσια αντεξέτασης του αποδέχθηκε ότι όλα τα δάνεια και όλοι οι λογαριασμοί που αναφέρονται στην επιστολή του Τεκμηρίου 3 που επεσύναψε ο ίδιος στο Δικαστήριο είναι δικοί του. 

 

Για του λόγου του αληθές, παραπέμπω στα σχετικά πρακτικά ημερομηνίας 13.2.25, όπου ο Αιτητής, κατά την αντεξέταση του, ανέφερε τα εξής:

Ε.  Επίσης κύριε μάρτυρα σας παραπέμπω στο Τεκ.3 της ένορκης δήλωσης του Εναγομένου.  Μπορείς να διαβάσεις τι λέει εδώ;  (Δεικνύεται το εν λόγω έγγραφο στο μάρτυρα). 

Α.    Πρωτοφειλέτης …

Ε.    «Πρωτοφειλέτης Χρίστος Ν. Θεολόγου αρ. 188738», είσαι εσύ;

A.    Μάλιστα.

Ε.    Ενυπόθηκος Οφειλέτης Χρίστος Αλί Θεολόγου» είναι ο Εναγόμενος.

Α.    Μάλιστα.

Ε.    Άρα τα δάνεια ήταν δικά σου.

Α.    Ήταν δικά μου αλλά για ποιο λόγο ήταν δικά μου.  Για ποιο λόγο πλήρωνα τα δάνεια;

E.    Πες μας.

Α.    Το υπόλοιπο του χωραφκιού.

 

Ως προκύπτει από την αντεξέταση ο Αιτητής παραδέχεται με ξεκάθαρο τρόπο ότι αφενός μεν τα δάνεια δεν ανήκουν στον Καθ’ου η Αίτηση ως υποστήριξε στην ένορκη του δήλωση, αφετέρου δε εισάγει νέους ισχυρισμούς ότι τα δάνεια είναι στο όνομα του αλλά ο λόγος που έγιναν αυτά ήταν για να αγοραστεί το επίδικο ακίνητο.  Ως προκύπτει περαιτέρω, το δάνειο στο όνομα του Αιτητή και το οποίο ως επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο 6 στην ένσταση του Καθ’ου η αίτηση αφορά στεγαστικό δάνειο. Πρόκειται επομένως για διαφορετικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προέβαλε στην ένορκη του δήλωση όταν και αποτάθηκε μονομερώς στο Δικαστήριο. 

 

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ άλλο. 

 

Στη βάση επομένως των αδιαμφισβήτητων στοιχείων που προσκόμισε ο Καθ’ου η Αίτηση και στην εν τέλει παραδοχή του ιδίου του Αιτητή ότι οι λογαριασμοί και τα χρέη ήταν στο όνομα το ιδίου και όχι του Καθ’ου η Αίτηση, θα έπρεπε στα πλαίσια του καθήκοντος αποκάλυψης που τον βαραίνει, να θέσει με δίκαιο τρόπο ενώπιον του Δικαστηρίου αυτό το πλέον ουσιώδες γεγονός.  Και τούτο γιατί η όλη απαίτηση του Αιτητή εδράζεται στο γεγονός ότι ο τελευταίος εξόφλησε χρέη του Καθ’ου η Αίτηση και σε αντάλλαγμα συμφωνήθηκε ότι ο τελευταίος θα του μεταβίβαζε το επίδικο ακίνητο. Χρεή που εν τέλει δεν ήταν στο όνομα του Καθ’ου η Αίτηση αλλά δικά του. 

 

Οι πιο πάνω παραλείψεις είναι τέτοιας ουσιαστικής μορφής, υπό το φως των βάσεων της παρούσας αγωγής αλλά και των σημαντικών ισχυρισμών που έθεσε ο Αιτητής στο στάδιο της μονομερούς παρουσίας του στο δικαστήριο, που αναμφίβολα θα έπρεπε να είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όταν αυτό είχε να αποφασίσει, στην απουσία του Καθ’ου η αίτηση, κατά πόσο θα εκδώσει ή όχι τα αιτούμενα διατάγματα μονομερώς.

 

Με την απόκρυψη επομένως των πιο πάνω αναφερόμενων γεγονότων δημιουργήθηκε   μία   πεπλανημένη   εικόνα   στο   Δικαστήριο.  Η παραπλανητική αυτή εικόνα ανατράπηκε με την ένσταση του Καθ’ου η Αίτηση αλλά εν τέλει και με την παραδοχή του Αιτητή.  Είναι προφανές ότι τα όσα ο Αιτητής παρέλειψε να αποκαλύψει  είναι ζητήματα που συναρτώνται άμεσα με τα επίδικα θέματα. Πρόκειται δε για ουσιώδη γεγονότα τα οποία εξ αντικειμένου θα διαδραμάτιζαν αποφασιστικό ρόλο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, εάν ήταν γνωστά, κατά την χορήγηση των επίδικων διαταγμάτων. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι τα πιο πάνω ζητήματα ήταν σε γνώση του Αιτητή.  

 

Έχοντας επομένως αποφασίσει ότι ο Αιτητής το λιγότερο που έπραξε είναι ότι παραβίασε το καθήκον του για πλήρη αποκάλυψη και απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα περιττεύει η εξέταση των λοιπών λόγων ένστασης που επικαλείται ο Καθ' ου η Αίτηση ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου. Όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Γρηγορίου (ανωτέρω), το Δικαστήριο ακυρώνει την διαταγή που εξέδωσε χωρίς να εξετάσει την ουσία.

 

Συνεπακόλουθα αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο Αιτητής απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα από το Δικαστήριο. Υπό το φως των πιο πάνω, είναι αναπόφευκτη η ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Καθ’ου η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

(Υπ.).....................................

                                                               Μ. Χαραλάμπους, Α.E.Δ

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο