Αναφορικά με τον Σλόποταν Νίκολιτς, Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 9/2023, 29/5/2025
print
Τίτλος:
Αναφορικά με τον Σλόποταν Νίκολιτς, Αρ. Αίτησης ΠΣΑ: 9/2023, 29/5/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αίτησης ΠΣΑ9/2023 (i-Justice)

 

Aναφορικά με τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015.

 

Αναφορικά με τον Σλόποταν Νίκολιτς, Χρεώστη

 

-----------------

 

 

Ημερομηνία: 29.5.2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Αιτήτρια - ΠιστώτριαΗ κα. X. Λουγκρίδου για Chrysses Demetriades & Co LLC Δ.Ε.Π.Ε

 

Για Χρεώστη-Καθ’ου η Αίτηση : Ο κ. Γ.Α Χριστοδουλίδης

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                       

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(αναφορικά με την αίτηση, ημερομηνίας 28.3.2024, για τον παραμερισμό του διατάγματος επιβολής Π.Σ.Α)

 

 

Στις 6.3.24 εκδόθηκε από το Δικαστήριο διάταγμα με το οποίο επιβλήθηκε στην Τράπεζα Κύπρου (στο εξής «το διάταγμα επιβολής»), υπό την ιδιότητα της ως η Πιστώτρια του Χρεώστη, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής των χρεών του (στο εξής «ΠΣΑ»)

 

Το ΠΣΑ είχε απορριφθεί  από τη συνέλευση πιστωτών του Χρεώστη στις 31.10.23. 

 

Μοναδική πιστώτρια του είναι η πιο πάνω Τράπεζα.

 

Με την υπό κρίση επίδικη αίτηση, η Πιστώτρια-Τράπεζα (στο εξής «η Αιτήτρια») αξιώνει από το Δικαστήριο διάταγμα που να ακυρώνει το πιο πάνω διάταγμα επιβολής. 

 

Η αίτηση  υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση λειτουργού της Αιτήτριας στην οποία προβάλλονται διάφοροι λόγοι για ακύρωση του. Μεταξύ άλλων προβάλλεται η θέση ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του επίδικου διατάγματος επιβολής και ότι το ΠΣΑ δεν πληροί της προϋποθέσεις του Νόμου περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) του 2015, Ν.65Ι/2015 (στο εξής «ο Νόμος»).  Ειδικότερα προβάλλεται η θέση από μέρους της ότι:

 

Α) δεν έχει προσκομιστεί ικανοποιητική μαρτυρία στο Δικαστήριο ότι ο Χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης, ως αποτέλεσμα των γεγονότων ή των καταστάσεων που ήταν εκτός του ελέγχου του, τα οποία γεγονότα έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον 25% ή περισσότερο  

 

Β)  Υπάρχει ουσιώδης ανακρίβεια μεταξύ των όσων αναφέρει ο Χρεώστης στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων (ΚΠΟΣ) και στη μονομερή αίτηση που καταχωρίστηκε από το Τμήμα Αφερεγγυότητας για έκδοση του προστατευτικού διατάγματος.

 

Γ)  Το ΠΣΑ δεν θα θέσει την Αιτήτρια στην ίδια ή καλύτερη θέση από αυτή στην οποία θα βρισκόταν εάν η περιουσία του Χρεώστη διατίθετο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5

 

Δ)  Δεν έχουν παρουσιαστεί επαρκή στοιχεία βιωσιμότητας του ΠΣΑ. 

 

Ο Χρεώστης-Καθ’ου η αίτηση (στο εξής «ο Καθ’ ου η αίτηση») αντέδρασε στην έκδοση το αιτούμενου διατάγματος καταχωρώντας προς τούτο σχετική ένσταση, στην οποία και προβάλλει διάφορους λόγους ένστασης.  Δεν κρίνω σκόπιμο να τους καταγράψω στο παρόν στάδιο. Αναφορά σε αυτούς θα γίνει όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο. Αναφέρω όμως το αυτονόητο ότι αυτοί έχουν ληφθεί υπόψιν και μελετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή από το Δικαστήριο. 

 

Αποτελεί σε γενικές γραμμές θέση του Καθ’ ου η αίτηση, πέραν του ότι υιοθετεί και επαναλαμβάνει όλες τις θέσεις και ισχυρισμούς του που έχουν αναφερθεί στα πλαίσια των προγενέστερων αιτήσεων του για έκδοση του διατάγματος επιβολής αλλά και στα πλαίσια έκδοσης του προστατευτικού διατάγματος, ότι η μαρτυρία που δόθηκε από την Αιτήτρια, μέσω του Λειτουργού της, θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον ο εν λόγω Λειτουργός δεν έχει την άδεια, την γνώση, την ιδιότητα αλλά και την αρμοδιότητα του Συμβούλου Αφερεγγυότητας για να είναι σε θέση να αξιολογήσει με επάρκεια και με τρόπο ορθό την όλη διαδικασία που ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε με την έκδοση του ΠΣΑ.

 

Είναι πάντοτε η θέση του ότι η όλη εργασία και διαδικασία που ξεκίνησε από τον Καθ’ ου η αίτηση μέχρι και την έκδοση του ΠΣΑ έτυχε της μελέτης, επεξεργασίας και ετοιμασίας από Σύμβουλο Αφερεγγυότητας που ο Καθ’ ου η αίτηση διόρισε και που είναι το μόνο αρμόδιο άτομο να εκτελέσει και να φέρει εις πέρας τη διαδικασία αυτή. Συνεπακόλουθα, δεν μπορεί να δίδεται μαρτυρία από τον Λειτουργό της Αιτήτριας, ο οποίος δεν έχει σχέση με το συγκεκριμένο αντικείμενο και δεν είναι ο τομέας ειδίκευσης του. Ως εκ τούτου αυτή θα πρέπει να απορριφθεί εφόσον δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί ή να συγκριθεί με αυτήν του Συμβούλου Αφερεγγυότητας. Εάν η Αιτήτρια ήθελε να αμφισβητήσει τα οποιαδήποτε ευρήματα και το σχέδιο αποπληρωμής που ετοίμασε ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας, όφειλε και είχε υποχρέωση να διορίσει δικό της Σύμβουλο Αφερεγγυότητας παρουσιάζοντας στο Δικαστήριο με επάρκεια και τεκμηρίωση τα δικά του στοιχεία και ευρήματα ώστε να αμφισβητήσει τα συμπεράσματα του δικού του Συμβούλου Αφερεγγυότητας.  

 

Η ακρόαση της αίτησης έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων των μερών, καθώς και στις γραπτές αγορεύσεις που αμφότερες οι πλευρές καταχώρισαν στο Δικαστήριο επιχειρηματολογώντας ως προς τις θέσεις τους. Σημειώνω επίσης ότι καμία πλευρά δεν προέβη στην αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα ή στην καταχώρηση οποιασδήποτε συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης. 

 

 

Πρώτα όμως μια σύντομη σκιαγράφηση του νομικού πλαισίου που διέπει την  υπό κρίση αίτηση.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του νέου Εφετείου Hellenic Public Company Limited v. Δημητράκης Αναστασίου, Πολιτική Έφεση αρ. Ε129/22, 18/1/2024, όπου αντικείμενο της ήταν η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της Τράπεζας για παραμερισμό ΠΣΑ, ως είναι και το αντικείμενο της υπό κρίση αίτησης, έγινε μία γενική αναφορά στις πρόνοιες και τους σκοπούς του Νόμου και ειδικότερα στις προϋποθέσεις που καθορίζει, προκειμένου να εγκριθεί και εφαρμοστεί αίτημα για ΠΣΑ. Παραθέτω αυτούσιο σχετικό απόσπασμα:

 

«Η οικονομική κρίση που έπληξε την Κύπρο το 2012, οδήγησε στην αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ως αποτέλεσμα των οποίων δημιουργήθηκαν προβλήματα σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η πολιτεία έλαβε μια σειρά από έκτακτα ειδικά μέτρα, ένα από τα οποία ήταν η θέσπιση ειδικής νομοθεσίας και σχετικών κανονισμών αναφορικά με φυσικά πρόσωπα που κατέστησαν αφερέγγυα λόγω της οικονομικής κρίσης. Πρόκειται για τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμο του 2015 (Ν.65(Ι)/2015) και τον περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2016 (5/2016).

 

Στο προοίμιο του Νόμου 65(Ι)/2015, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι η ψήφιση κατέστη αναγκαία «επειδή οι χρεώστες επηρεαζόμενοι από τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία, αντιμετωπίζουν έκτακτες δυσκολίες για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από δάνεια που έχουν συνάψει και περιέρχονται ή κινδυνεύουν να περιέλθουν σε κατάσταση αφερεγγυότητας». Ως αποτέλεσμα ο Νομοθέτης έκρινε ότι «θα πρέπει να υποβοηθηθούν αφερέγγυοι χρεώστες να αντιμετωπίσουν τις οφειλές τους, περιλαμβανομένης και της δυνατότητας διαγραφής οφειλών, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις και στη βάση καθορισμένης διαδικασίας, έτσι ώστε να αποφεύγεται η πτώχευση και να διευκολύνεται η ενεργός συμμετοχή των προσώπων αυτών, στην οικονομική δραστηριότητα στη Δημοκρατία.»

 

Προκύπτει από το προοίμιο αλλά και τις πρόνοιες του Νόμου 65(Ι)/2015 ότι βασικός σκοπός του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής (ΠΣΑ), είναι η παραχώρηση πρόσθετων εργαλείων για επαναφορά της ισορροπίας μεταξύ των δικαιωμάτων των χρεωστών και πιστωτών, μέσω δίκαιων και βιώσιμων σχεδίων αποπληρωμής. Επιδίωξη είναι να αποφευχθεί η πτώχευση, να επανέλθει η φερεγγυότητα και να διατηρηθεί η κύρια κατοικία του χρεώστη, πράγμα που ισχυρίζεται ότι επιδιώκει στην παρούσα περίπτωση ο εφεσίβλητος (βλ. επίσης τις αναφορές στην In the matter of Joseph O' Connor, a Debtor [2015] IEHC 320, para.49-51 σε σχέση με το σκοπό του Personal Insolvency Act 2012 της Ιρλανδίας, ο οποίος προσομοιάζει με το δικό μας Νόμο 65(Ι)/2015).

 

Το ΠΣΑ ετοιμάζεται κατά κανόνα από σύμβουλο αφερεγγυότητας και παρουσιάζεται στη Συνέλευση Πιστωτών για σκοπούς έγκρισης. Εάν εγκριθεί από τους πιστωτές, τότε τίθεται σε ισχύ αφού πρώτα επικυρωθεί από το Δικαστήριο (άρθρο 61). Σε περίπτωση που δεν εγκριθεί από τους πιστωτές, όπως έγινε στην παρούσα, τότε εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το Άρθρο 72.1, ο χρεώστης δύναται να αιτηθεί μονομερώς από το Δικαστήριο, την έκδοση διατάγματος με το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το ΠΣΑ που απέρριψαν στη συνέλευση.

 

Τα κριτήρια για έκδοση διατάγματος μη συναινετικού ΠΣΑ αναφέρονται στο Άρθρο 72.1 που έχει ως εξής:

 

«72.-(1) Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύμφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

 

(α) Διαγράφηκε µε το 16(α) του 85(Ι) του 2018.

 

(β) τουλάχιστον ένας από τους πιστωτές του είναι εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει εξασφάλιση επί της κύριας κατοικίας του χρεώστη η οποία βρίσκεται στη Δημοκρατία, η αγοραία αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000)· και

 

(γ) η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του χρεώστη, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του, δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000)· και

 

(δ) Διαγράφηκε µε το 16(δ) του 85(Ι) του 2018.

 

(ε) ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο· και

 

(στ) ο σύμβουλος αφερεγγυότητας έχει υπογράψει δήλωση µε την οποία επιβεβαιώνει ότι, έχει την άποψη ότι-

 

(i)οι πληροφορίες που περιέχονται στην Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων που ετοιμάστηκε σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 28, εξ όσων ο ίδιος γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, είναι πλήρεις και ακριβείς· και

 

(ii)  ο χρεώστης πληροί τα κριτήρια επιλεξιμότητας των άρθρων 35 και του παρόντος άρθρου για να αιτηθεί στο δικαστήριο για την έκδοση διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου ·και

 

(iii) ο χρεώστης έχει επιδείξει καλή πίστη ως προς την έγκριση συναινετικού Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής δυνάμει των διατάξεων του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου, αλλά αυτή δεν κατέστη δυνατή· και

 

(iv)   το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απορρίφθηκε από τους πιστωτές έχει ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν οι εν λόγω πιστωτές, εάν η περιουσία του χρεώστη εδιατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών· και

 

(v)    τηρούμενων των διατάξεων του άρθρου 74, το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής προβλέπει ότι τα περιουσιακά στοιχεία του χρεώστη, εξαιρουμένης της κύριας κατοικίας του και ποσού για την κάλυψη των λογικών εξόδων διαβίωσης του ιδίου και των εξαρτώμενων µελών της οικογένειάς του, χρησιμοποιούνται για την εξυπηρέτηση των χρεών του,

 

ο χρεώστης δύναται να αιτείται μονομερώς στο δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, µε το οποίο να επιβάλλεται σε όλους τους πιστωτές το Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής που απέρριψαν σε συνέλευσή τους σύμφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου:

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 73.1 του ιδίου Νόμου, το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει το διάταγμα µόνο στις περιπτώσεις που το ΠΣΑ που απορρίφθηκε από τους πιστωτές, θα είχε ως αποτέλεσμα να θέσει τους πιστωτές στην ίδια ή σε καλύτερη θέση από αυτήν στην οποία θα ευρίσκονταν εάν η περιουσία του χρεώστη διατίθετο σύμφωνα µε τις διατάξεις του περί Πτώχευσης Νόμου, εξαιρουμένων των περιουσιακών στοιχειών που δεν διατίθενται και τηρουμένης της σειράς προτεραιότητας των χρεών. Ακόμη το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει τέτοιο διάταγμα μόνο στις περιπτώσεις όπου το ΠΣΑ που απορρίφθηκε από τους πιστωτές δεν προνοεί ότι ο χρεώστης θα απωλέσει την κύρια κατοικία του (Άρθρο 73.4).

 

Μετά την έκδοση διατάγματος επιβολής του ΠΣΑ, ο χρεώστης δίδει ειδοποίηση στους καθορισμένους πιστωτές, στους εγγυητές, στον σύμβουλο αφερεγγυότητας και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας (Άρθρο 72.4). Οποιοδήποτε δε από τα πιο πάνω πρόσωπα, δύναται δυνάμει του Άρθρου 72.5 να προσφύγει στο Δικαστήριο για ακύρωση του διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εν λόγω άρθρου, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που ειδοποιήθηκε για την έκδοσή του.

 

Πέραν των πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθεί ότι σε όλα τα στάδια της διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση ΠΣΑ, και ειδικότερα τόσο κατά την έκδοση προστατευτικού διατάγματος όσο και κατά την έκδοση διατάγματος επιβολής του όπου εμπλέκεται το Δικαστήριο, ο χρεώστης θα πρέπει να ενεργεί καλή τη πίστη (bona fide) και να προβαίνει σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιαστικών στοιχείων της οικονομικής του κατάστασης, τα οποία μπορούν να επιδράσουν στην κρίση του Δικαστηρίου. Απόκρυψη ουσιωδών στοιχείων μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση είτε του προστατευτικού διατάγματος είτε του διατάγματος επιβολής του Προσωπικού Σχεδίου Αποπληρωμής, τα οποία εκδίδονται μονομερώς (βλ. In Re Nugent (A Debtor) [2016] IEHC 127).»

 

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω τους λόγους που η Αιτήτρια προβάλλει με σκοπό τον παραμερισμό του επίδικου διατάγματος επιβολής, πάντοτε σε συνάρτηση με τους λόγους ένστασης που ο Καθ’ ου η Αίτηση προβάλλει.

 

Αποτελεί μία εκ των θέσεων της Αιτήτριας ότι δεν πληρείται στην προκειμένη περίπτωση ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας που καθορίζει το άρθρο 72(1)(ε) του Νόμου.  

 

Τα κριτήρια για έκδοση διατάγματος μη συναινετικού ΠΣΑ, ως είναι και η προκειμένη περίπτωση, αναφέρονται στο Άρθρο 72(1) του Νόμου. Ένα από τα κριτήρια περιέχεται στο εδάφιο (1)(ε) το οποίο προνοεί ότι:

 

«72.-(1) Σε περίπτωση που Προσωπικό Σχέδιο Αποπληρωμής απορρίφθηκε από τη συνέλευση των πιστωτών, σύμφωνα µε τις διατάξεις του Τίτλου II του παρόντος Κεφαλαίου και πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις-

(ε) ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και εντεύθεν και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 39, και είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο»

 

Ο Χρεώστης καλείται να δείξει ότι αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του, τα οποία έχουν επισυμβεί από το 2009 και έπειτα και πριν από την αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος που είχαν ως αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση του εισοδήματος του κατά τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατόν (25%) ή περισσότερο.

 

Πρόκειται για μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί το προτεινόμενο ΠΣΑ, το οποίο απορρίφθηκε από την Πιστώτρια στη συνέλευση πιστωτών, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση, ώστε να δικαιολογείται η επιβολή του σ' αυτήν.

 

Προς ικανοποίηση του πιο πάνω κριτηρίου επιλεξιμότητας ο Χρεώστης θα πρέπει να καταδείξει ότι:

α) η οικονομική του κατάσταση από το 2009 και εντεύθεν έχει χειροτερέψει.

β) ότι η χειροτέρευση αυτή οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του Χρεώστη.

γ) ότι αυτή η χειροτέρευση οδηγεί σε μείωση των εισοδημάτων του όχι μικρότερη του 25% και

δ) ότι συνεπεία της ρηθείσας μείωσης αδυνατεί να πληρώσει το επίδικο χρέος του.

 

Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές πρόνοιες του Νόμου, οι οποίες περιέχονται στο άρθρο 2,

 

«χρέος προς χρηματοπιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει «ποσό, το οποίο αποτελεί οφειλή βάσει αρχικά συναφθείσας σύμβασης για παροχή οποιασδήποτε χρηματοπιστωτικής διευκόλυνσης εκ μέρους πιστωτικού ιδρύματος και περιλαμβάνει το συμβατικό τόκο και τον τόκο υπερημερίας, που δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του δύο τοις εκατόν (2%) επί των καθυστερημένων δόσεων και μη συνυπολογιζομένων κατά τον καθορισμό του εν λόγω τόκου υπερημερίας, οποιωνδήποτε δόσεων έχουν ήδη καταβληθεί από το χρεώστη»

 

«χρεώστης» σε σχέση με χρέος, σημαίνει «οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο το οποίο-

(α) οφείλει χρέος που προκύπτει από δανειακή σύμβαση σε πιστωτή· ή

(β) έχει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο χρηματοοικονομική υποχρέωση προς πιστωτή»

 

Η δυνατότητα απόδειξης των 4 ως άνω προϋποθέσεων του άρθρου 71(1)(ε)  είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου οι πρόνοιες του εδαφίου (2) του άρθρου 72. Το παραθέτω:

 

«(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), τεκμαίρεται ότι οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα την οποία υπέστη ο χρεώστης από το έτος 2012 και μέχρι την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του χρεώστη και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση, εκτός εάν ο πιστωτής μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίο ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση.»

 

Εκείνο που προκύπτει από την πιο πάνω νομοθετική διάταξη είναι η δημιουργία μαχητού τεκμηρίου ότι οποιαδήποτε τυχόν μείωση παρατηρηθεί στα εισοδήματα του Χρεώστη την περίοδο 2012 μέχρι τη θέσπιση του Νόμου, δηλαδή μέχρι το 2015, οφείλεται σε καταστάσεις και γεγονότα που ήταν εκτός του ελέγχου του. Η περίοδος που καθορίζεται ρητά από τη νομοθεσία αφορά την χρονική διάρκεια της οικονομικής κρίσης που έπληξε την Κύπρο και είναι προφανές ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να δημιουργήσει μαχητό τεκμήριο ότι γεγονότα και καταστάσεις που προκάλεσαν μείωση στα εισοδήματα του Χρεώστη εντός του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος οφείλονται στην οικονομική κρίση. Το μαχητό τεκμήριο ανατρέπεται εκεί που η Πιστώτρια μπορεί να αποδείξει, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ότι ο λόγος για τον οποίον ο Χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του είναι άλλος από την οικονομική κρίση.

 

Σε κάθε όμως περίπτωση και ανεξαρτήτως της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας  παραμένει πάντοτε όμως η υποχρέωση του Χρεώστη να αποδείξει μείωση των εισοδημάτων του για την περίοδο από το έτος 2012 μέχρι τουλάχιστον την  12.6.23, όπου και καταχωρίστηκε στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση του Καθ’ ου η αίτηση για έκδοση προστατευτικού διατάγματος.

 

Είμαι της άποψης ότι το μαρτυρικό υλικό που προσκόμισε ο Καθ’ου η αίτηση στα πλαίσια της μονομερής αίτησης του για έκδοση του διατάγματος επιβολής ΠΣΑ, ημερομηνίας 6.3.24, αλλά και το μαρτυρικό υλικό που προσκόμισε στα πλαίσια της ένστασης του αναφορικά με την υπό κρίση αίτηση, εν προκειμένω δεν είναι αρκούντος ικανοποιητικό και διαφωτιστικό ώστε να θεωρηθεί ότι ο Καθ’ου η αίτηση ικανοποίησε και τις τέσσερις ως άνω προϋποθέσεις του κριτηρίου επιλεξιμότητας που καθορίζει το σχετικό άρθρο του Νόμου.

 

Εξηγώ το γιατί.

 

Αφετηρία εξέτασης του κριτηρίου αυτού αποτελεί ο προσδιορισμός των εισοδημάτων του Καθ’ου η αίτηση.

 

Προς ικανοποίηση του κριτηρίου αυτού ο Καθ’ου η αίτηση συμπλήρωσε και προσκόμισε στο Δικαστήριο την Κατάσταση Προσωπικών Οικονομικών Στοιχείων του (ΚΠΟΣ).  Αναφέρει σε αυτή ότι εργοδοτείτο από τον 5ο εώς 12ο του 2009, ως διευθυντής της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας NSTEEL & Raws Co Ltd, με μηνιαίο μισθό €1.667 και από τον 1ο  εώς 6ο του 2010 κατείχε την ίδια θέση με μηνιαίο μισθό €2.953.  Αναφέρει δε ότι λαμβάνει σήμερα, ως σύνταξη, ακάθαρτο μηνιαίο εισόδημα το ποσό των €1.347,50 ενώ ως καθαρό μηνιαίο εισόδημα λαμβάνει το ποσό των €1.200.

 

Ανέφερε επιπρόσθετα ότι δεν έχει εισόδημα από σύνταξη και ότι υπάρχουν συνεισφορές από άλλα μέλη του νοικοκυριού, δηλαδή από την σύζυγο του, για το ποσό των €1.200.  Αφαιρούνται περαιτέρω από τα εισοδήματα του το ποσό των €111.80 ως εισφορές στο ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Επεσύναψε δε κατάσταση του ασφαλιστικού του λογαριασμού από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις η οποία αναφέρει ότι για τα έτη 2006 δεν είχε οποιεσδήποτε ασφαλιστικές αποδοχές, για το έτος 2007 είχε ασφαλιστικές αποδοχές το ποσό των €13.329, για το έτος 2008 είχε ασφαλιστικές αποδοχές το ποσό των €33.811, για το έτος 2009 το ποσό των €33.824 και το έτος 2010 το ποσό των €14.768. 

 

Παρέθεσε επίσης στο Δικαστήριο αναλυτική κατάσταση ασφαλιστικών αποδοχών του για το έτος 2009 με μηνιαίες πραγματικές αποδοχές το ποσό των €2.819.  Επεσύναψε επίσης αναλυτική κατάσταση των ασφαλιστικών αποδοχών του για το 2010 στην οποία βεβαιώνεται ότι τον 1ο μήνα του 2010 έλαβε πραγματικές αποδοχές το ποσό των €3.489, από τον 2ο εώς 5ο μήνα έλαβε ως πραγματικές αποδοχές το ποσό των €2.819 ενώ τον 6ο μήνα του 2010 οι ασφαλιστικές του αποδοχές ήταν μηδέν.

 

Το μόνο το οποίο μπορεί να εξαχθεί από το πιο πάνω μαρτυρικό υλικό που ο Καθ’ου η αίτηση προσκόμισε, είναι ότι ο Καθ’ου η αίτηση δήλωσε ως εισοδήματα για το έτος 2009 το ποσό των €33.824 ενώ το 2010 το ποσό των €14.768. Στην συνέχεια δηλώνει ότι λαμβάνει σύνταξη χωρίς να αναφέρεται με ακρίβεια πότε άρχισε να την λαμβάνει. Ο Καθ’ου η αίτηση καμία δήλωση εισοδήματος δεν προσκόμισε για τα έτη 2012 εως σήμερα εφόσον στην προκειμένη περίπτωση ο κρίσιμος ουσιώδης χρόνος ώστε το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο είχε οποιαδήποτε μείωση στα εισοδήματα του άρχεται από το έτος 2012, όταν ο ίδιος έχει καταστεί ενυπόθηκος οφειλέτης της πρωτοφειλέτιδας εταιρείας αλλά και από το 2018 όταν ο ίδιος κατέστη εγγυητής της. Επομένως, στην βάση των πιο πάνω δεδομένων, το χρονικό σημείο για να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι υπήρχε μείωση των εισοδημάτων του ξεκινά από το 2012 και εντεύθεν, αφού η όποια προγενέστερη χειροτέρεψη της οικονομικής του κατάστασης δεν μπορεί να θεωρηθεί σχετική με την αδυναμία του να αποπληρώσει το επίδικο χρέος του εφόσον αυτό (κατά τα έτη 2009 και 2010) δεν υφίστατο.  Η μια εκ των προϋποθέσεων που θέτει το εν λόγω άρθρο, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, είναι ότι ο χρεώστης έχει υποχρέωση να παρουσιάσει την οικονομική του κατάσταση, για όλη τη χρονική περίοδο που αφορά το εν λόγω άρθρο, δηλαδή από το 2012 μέχρι και την αίτηση για εξασφάλιση του προστατευτικού διατάγματος που στην προκειμένη περίπτωση καταχωρίστηκε στις  6.3.24.  Προκύπτει κάποια μείωση σε σχέση με τα εισοδήματα του από το 2009 μέχρι το 2010, χρονικό σημείο το οποίο είναι άσχετο με τα επίδικα γεγονότα,  ενώ σε σχέση με τον κρίσιμο ουσιώδη χρόνο, δηλαδή από το 2012 και μετά δεν υπάρχει οποιαδήποτε πληροφορία, παρά μόνο ότι ο Καθ’ου η αίτηση λαμβάνει σύνταξη το ποσό των €1200. Σύνταξη η οποία παραμένει σταθερή μέχρι και σήμερα.

 

Περαιτέρω παρατηρώ ότι για τα έτη 2012 εώς 2023 δεν παρουσιάζονται οποιαδήποτε στοιχεία αναφορικά με το ετήσιο εισόδημα του καθ’ου η αίτηση, στοιχεία τα οποία αναμένετο από το Δικαστήριο ότι θα παρουσιάζονταν προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού του ότι με βάση τα σημερινά του δεδομένα είναι αφερέγγυος.  Αυτό το οποίο έχω αντιληφθεί είναι ότι ο Καθ’ου η αίτηση λαμβάνει ως βάση το υπολογισμού του για να καταλήξει στο ότι υπήρξε μείωση των εισοδημάτων του κατά τουλάχιστον 25%, μόνο τα έτη 2009 και 2010 κατά τα οποία φαίνεται με βάση τις κοινωνικές ασφαλίσεις να υπάρχει κάποια μείωση στις ασφαλιστικές του αποδοχές.  Με βάση όμως τις πρόνοιες του άρθρου 72 (1)(ε) για σκοπούς υπολογισμού του ετήσιου εισοδήματος του χρεώστη θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα έτη από το 2009 και εντεύθεν μέχρι και πριν την υποβολή της αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος. Τέτοια στοιχεία δεν έχουν προσκομισθεί. Με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία για τον ουσιώδη χρόνο δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε μείωση των εισοδημάτων του τουλάχιστον κατά 25%.  Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί και από το Δικαστήριο το γεγονός ότι ο Καθ’ου η αίτηση είχε τη δυνατότητα μέσω της ένστασης του να απαντήσει στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια, αναφορικά με το ζήτημα αυτό, πλην όμως επέλεξε, για δικούς του άγνωστους λόγους προς το Δικαστήριο, να μην απαντήσει επί της ουσίας. Βασική του θέση ήταν ότι ο λειτουργός της Αιτήτριας δεν είναι αδειοδοτημένος Σύμβουλος Αφερεγγυότητας και ως εκ τούτου το Δικαστήριο δεν μπορεί να δώσει βαρύτητα στη δική του μαρτυρία, αντιπαραβάλλοντας την ταυτόχρονα με τα όσα προσκόμισε ο Σύμβουλος Αφερεγγυότητας στα πλαίσια έκδοσης του επίδικου διατάγματος επιβολής.  Η θέση του αυτή δεν με βρίσκει σύμφωνο.

 

Ο Κανονισμός 24 του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2016 (5/2016) προνοεί ότι:

 

«24. (α) Η δυνάμει του άρθρου 75 (5) αίτηση ακύρωσης διατάγματος επιβολής προσωπικού σχεδίου αποπληρωμής από καθορισμένο πιστωτή ή /και εγγυητή ή/και σύμβουλο αφερεγγυότητας ή /και την Υπηρεσία Αφερεγγυότητας, γίνεται με αίτηση διά κλήσεως στον Τύπο 1, του Δεύτερου Παραρτήματος του παρόντος Διαδικαστικού Κανονισμού, εντός το αργότερο δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση, και συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του προσώπου που αιτείται την ακύρωση στην οποία φαίνονται τα γεγονότα που αφορούν την αίτηση και οι λόγοι επί τους οποίους βασίζεται η αίτηση.»

 

Με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό, αυτός δεν επιβάλλει οποιαδήποτε υποχρέωση στον εκάστοτε αιτητή που επιζητεί ακύρωση του διατάγματος επιβολής να προσκομίσει απαραίτητα ένορκη δήλωση από Σύμβουλο Αφερεγγυότητας ώστε να τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς του. Η οποιαδήποτε μαρτυρία που προσκομίζεται προς υποστήριξη τέτοιας αίτησης αξιολογείται με βάση το περιεχόμενο της και των εκάστοτε στοιχείων που προσκομίζονται στο Δικαστήριο. Εξάλλου δεν χρειάζεται κάποιος να έχει εξειδικευμένες γνώσεις ή να είναι κανείς εμπειρογνώμονας για να καταλήξει σε συμπέρασμα κατά πόσο πληρείται ή όχι στην προκειμένη περίπτωση το κριτήριο επιλεξιμότητας που ο ίδιος ο Νόμος προνοεί μέσω του άρθρου 72(1)(ε).

 

Τέτοιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή υπήρχε μείωση των εισοδημάτων του και ότι η οικονομική του κατάσταση έχει χειροτερέψει στην βάση των στοιχείων που ο Καθ’ου η αίτηση προσκόμισε στο Δικαστήριο, δεν μπορεί να εξαχθεί με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην μπορεί να καταλήξει ότι πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις του κριτηρίου επιλεξιμότητας του άρθρου 72(1)(ε). 

 

Επιπρόσθετα και ανεξαρτήτως του πιο πάνω γεγονότος, πέραν του ότι δεν προσκομίσθηκαν στοιχεία για την οικονομική κατάσταση του Καθ’ ου η αίτηση από το 2012 και εντεύθεν, παρά μόνο για τα έτη 2009 και 2010, οι εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις δεν αποτελούν ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή από το Δικαστήριο ασφαλών ευρημάτων σε σχέση με τα εισοδήματα του Χρεώστη. Μέσα στα πλαίσια αυτά οι οποιεσδήποτε εισφορές που συμπληρώνονται από τον εργοδότη στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις αφορούν αποκλειστικά τη μισθοδοσία του εργοδοτουμένου και ασφαλώς δεν δηλώνονται σε αυτές οποιαδήποτε τυχόν άλλα έσοδα του, όπως για παράδειγμα η είσπραξη ενοικίων ή κάποιου επιδόματος.  Τέτοιου είδους έσοδα δηλώνοντα στα πλαίσια φορολογικών δηλώσεων και τέτοιες δηλώσεις δεν έχουν παρουσιαστεί στο Δικαστήριο από τον Καθ’ου η αίτηση. Το ύψος των εισοδημάτων του Χρεώστη αποτυπώνεται κατ' έτος στην ετήσια φορολογική δήλωση του. Η φορολογική δήλωση είναι το επίσημο έγγραφο το οποίο περιέχει αναλυτικά τα διάφορα είδη εισοδημάτων και το ύψος κάθε ενός από αυτά που έχουν δηλωθεί από τον Χρεώστη ότι λήφθηκαν από τον ίδιο για σκοπούς φορολόγησης του. Επομένως για να διαπιστωθεί εάν τα εισοδήματα του Χρεώστη πραγματικά έχουν μειωθεί, ως είναι η θέση του, απαιτείται η παρουσίαση των φορολογικών δηλώσεων του για τα έτη 2012 μέχρι και το έτος 2023, που είναι ο χρόνος πριν την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προστατευτικού διατάγματος. Ο Χρεώστης παρέλειψε να παρουσιάσει φορολογικές δηλώσεις των ετών που καλύπτουν την επίμαχη περίοδο. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, καταλήγω στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Χρεώστης απέτυχε να αποδείξει ικανοποίηση του κριτηρίου αυτού ως όφειλε.

 

Πέραν και ανεξαρτήτως όμως του πιο πάνω, ακόμη και να θεωρηθεί, για χάριν συζήτησης, επαρκές ως είδος αποδεικτικού στοιχείου η προσκόμιση από τον Καθ’ ου η αίτηση των καταστάσεων από την Υπηρεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και να γίνει δεκτό ότι υπήρξε η επικαλούμενη μείωση στο βαθμό και την έκταση που λέχθηκε, παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο οι λόγοι που οδήγησαν στην εν προκειμένω κατ' επίκληση μείωση των εισοδημάτων του ώστε να κριθεί και εάν τούτη η επικαλούμενη μείωση οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις που δεν ελέγχονταν από τον ίδιο, ως αυτός ισχυρίζεται. Επί τούτου ο Χρεώστης ανάφερε γενικά και αόριστα, χωρίς την παράθεση οποιονδήποτε λεπτομερειών, ότι αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης, η οποία προέκυψε από γεγονότα που ήταν εκτός του ελέγχου του.  Περαιτέρω, ο χρεώστης, πέραν του γεγονότος ότι προσκόμισε τις ετήσιες αποδοχές του μόνο για τα έτη 2009 και 2010, δεν προσκόμισε οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία σχετική ως προς τους λόγους που προκάλεσαν την κατ’ ισχυρισμόν μείωση των εισοδημάτων του.  Ελλείπει δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση μαρτυρία προσδιοριστική της αιτίας για την οποία επήλθε οποιαδήποτε μείωση των εισοδημάτων με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην είναι σε θέση να ασκήσει την δικαστική του κρίση ως προς την πλήρωση της προϋπόθεσης του άρθρου 72(1)(ε), ότι δηλαδή η οποιαδήποτε χειροτέρευση της οικονομικής του κατάστασης οφείλονται σε γεγονότα ή καταστάσεις που δεν ελέγχονταν  από τον ίδιο ως το σχετικό του Νόμου άρθρο προνοεί.  Στην ουσία παρέμειναν άγνωστοι στο Δικαστήριο οι λόγοι που οδήγησαν στην οποιαδήποτε μείωση των εισοδημάτων του. Από το λεκτικό του άρθρου 72(2) καθίσταται εμφανές ότι το σχετικό τεκμήριο (presumption) ισχύει μέχρι την ημερομηνία έναρξης του Νόμου.    Από την έναρξη δε ισχύος του Νόμου το βάρος μετατίθεται πλέον στο χρεώστη να αποδείξει ότι η μείωση των εισοδημάτων του οφείλεται σε γεγονότα ή καταστάσεις εκτός του ελέγχου του και πιο συγκεκριμένα στην οικονομική κρίση.  Στην προκείμενη περίπτωση, αυτό το οποίο έχω παρατηρήσει είναι ότι ο Καθ'  ου η Αίτηση στην ένορκη δήλωση του ισχυρίζεται γενικά και αόριστα ότι αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του λόγω χειροτέρευσης της οικονομικής του κατάστασης ως αποτέλεσμα γεγονότων ή καταστάσεων εκτός του ελέγχου του τα οποία επεσυνέβησαν από το 2009 και εντεύθεν, χωρίς όμως να επεξηγεί ή να διευκρινίζει ποια ήταν τα γεγονότα ή οι καταστάσεις εκτός του ελέγχου του μετά το 2015.  Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Καθ'  ου η Αίτηση απέτυχε να αποσείσει το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένος.

 

Αυτό που διαπιστώνω από τα πιο πάνω δεδομένα είναι ότι τα στοιχεία που ο Καθ΄ου η αίτηση παρουσίασε είναι ελλιπή. Η εικόνα της οικονομικής κατάστασης του δεν είναι ξεκάθαρη. Συνεπώς δεν μπορούν να εξαχθούν με σιγουριά ασφαλή συμπεράσματα.

 

Ούτε και μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο και το πλέον ουσιώδες γεγονός ότι ο Καθ΄ου η αίτηση δεν είναι ο πρωτοφειλέτης σε σχέση με το επίδικο χρέος προς στην Αιτήτρια. Ο ίδιος είναι ενυπόθηκος οφειλέτης από το 2012 και εγγυητής της από το 2018. Επομένως στη βάση των δεδομένων αυτών δεν πληρείται η προϋπόθεση του άρθρου 72(1)(ε) ότι δηλαδή «ο χρεώστης αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη» του. Μπορεί ο Καθ’ου η Αίτηση σύμφωνα με τις ερμηνευτικές πρόνοιες του άρθρου 2 να εμπίπτει (υπό τις πιο πάνω ιδιότητες του) στην ερμηνεία του όρου «Χρεώστης», όμως ο ίδιος ως ενυπόθηκος οφειλέτης και εγγυητής δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να καταβάλλει μηνιαίως οποιαδήποτε δόση προς την Αιτήτρια, ως είχε υποχρέωση η πρωτοφειλέτιδα εταιρεία έναντι των δανειακών της υποχρεώσεων με την καταβολή μηνιαίων δόσεων. Τούτων λεχθέντων δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το γεγονός στην προκειμένη περίπτωση ότι ο ίδιος λόγω μείωσης των εισοδημάτων του περιήλθε σε δυσμενή θέση και αδυνατούσε να αποπληρώσει τις δόσεις του δανείου του, εφόσον δεν είχε τέτοια υποχρέωση.  Σε συνάρτηση με το γεγονός αυτό η οποιαδήποτε εξέταση από το Δικαστήριο της οποιαδήποτε μείωσης των εισοδημάτων του θα πρέπει να γίνει με αφετηρία το χρονικό σημείο που το χρέος της πρωτοφειλέτιδας έγινε από την Αιτήτρια απαιτητό. Τέτοια μαρτυρία δεν έχει προσκομισθεί στο Δικαστήριο και ουδέποτε προβλήθηκε η θέση από τον Καθ΄ου η αίτηση ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει την οφειλή αυτή λόγω μείωσης των εισοδημάτων του. 

 

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω καταλήγω ότι ο Καθ'  ου η Αίτηση απέτυχε να ικανοποιήσει το κριτήριο επιλεξιμότητας του άρθρου 72(1)(ε).  

 

Ενόψει των πιο πάνω, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ορθώς η Αιτήτρια προβάλλει ως λόγο παραμερισμού του διατάγματος επιβολής της μη πλήρωσης από πλευράς του Καθ’ου η αίτηση του κριτηρίου που προνοείται από το άρθρο 72(1)(ε) του Νόμου. Στην ίδια βάση απορρίπτονται και οι λόγοι ένστασης που προβάλλει ο Καθ’ου η αίτηση περί του ότι η υπό κρίση αίτηση είναι νομικά αβάσιμη, καταχρηστική και δικονομικά άκυρη. Ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση των υπολοίπων λόγων που η Αιτήτρια προβάλλει για παραμερισμό του διατάγματος επιβολής ΠΣΑ.

 

Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η παρούσα αίτηση επιτυγχάνει. Συνακόλουθα εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος Α της αίτησης.  

 

Σε ότι αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο να παρεκκλίνω από τον γενικό κανόνα που διέπει την επιδίκασή τους. Κατά συνέπεια, τα έξοδα της παρούσας αίτησης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον του Καθ' ου η αίτηση.

 

 

 

 

(Υπ.).....................................

                                                                                    Μ. Χαραλάμπους, Α.E.Δ

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο