
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1953/2020
Μεταξύ:
Κώστας Χριστοδούλου
Ενάγοντα,
ν.
Χασιρίδη Βιόλα
Εναγόμενης.
Ημερομηνία: 16 Ιουλίου, 2025
Για τον Ενάγοντα: κος Φωτάκης Τ.Αποστολίδης
Για την Εναγόμενη: κος Γ.Μαυρόγιαννης για ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
I. ΔΙΚΟΓΡΑΦΑ
ΕΚΘΕΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ
1. Με την έκθεση απαίτησης που συνοδεύει το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, ο Ενάγοντας / Δι’ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενος (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «Ενάγοντας») ισχυρίζεται ότι είναι ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος με αριθμό [ ] το οποίο ευρίσκεται στον 2ο όροφο της πολυκατοικίας «[ ]» στην οδό [ ] 12, στην Λεμεσό, το οποίο και ενοικίασε δυνάμει γραπτής συμφωνίας ενοικίασης την 23/10/15 για περίοδο 3 ετών ήτοι από την 1/11/15 μέχρι την 1/11/18 στην Εναγόμενη/Δι’Ανταπαιτήσεως Ενάγουσα (στο εξής η «Εναγόμενη»).
2. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα, οι ακόλουθοι ήταν όροι της συμφωνίας ενοικίασης: Το μηνιαίο ενοίκιο, συμπεριλαμβανομένων των κοινοχρήστων, θα ήταν €500 και θα καταβάλλετο προκαταβολικά την 1η ημέρα εκάστου μηνός, με την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας ενοικίασης η Εναγόμενη θα κατέβαλε στον Ενάγοντα ντεπόζιτο €500 για κάλυψη οιονδήποτε ζημιών ή την διευθέτηση των οφειλόμενων τελών νερού και σκυβάλων, μέχρι την παράδοση του επίδικου διαμερίσματος στον Ενάγοντα, και η Εναγόμενη είχε υποχρέωση να πληρώνει και την κατανάλωση ρεύματος, τα τέλη Υδατοπρομήθειας αλλά και τα τέλη αποκομιδής σκυβάλων.
3. Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η συμφωνία ενοικίασης έληξε κατά την 1/11/18, και η Εναγόμενη συνέχισε να κατέχει το επίδικο διαμέρισμα, καθιστώντας έτσι την ενοικίαση από μήνα σε μήνα. Η Εναγόμενη παρέλειψε να πληρώσει τα ενοίκια που αντιστοιχούσαν στους μήνες Ιανουάριο 2020 έως και Σεπτέμβριο του 2020, τα οποία συνολικά ανέρχονταν στο ποσό των €4.500. Η Εναγόμενη επίσης παρέλειψε να καταβάλει ποσό €76,32 για κατανάλωση νερού και ποσό €198,07 για κατανάλωση ρεύματος, τα οποία αναγκάστηκε να πληρώσει ο ίδιος ο Ενάγοντας.
4. Ο Ενάγοντας τόσο δια ζώσης όσο και με διπλοσυστημένη επιστολή του δικηγόρου του ημερ.12/6/2020, η οποία επιδόθηκε στην Εναγόμενη στις 29/6/2020, τερμάτισε κάθε μεταξύ τους ενοικίαση και την κάλεσε να εξοφλήσει τα οφειλόμενα μέχρι το τέλος Ιουνίου 2020 ενοίκια, εντός 15 ημερών, και να του παραδώσει ελεύθερη κατοχή του επίδικου διαμερίσματος μέχρι την 1/8/2020.
5. Μέσω της αξίωσης του, ο Ενάγοντας διεκδικεί από την Εναγόμενη την ανάκτηση της κατοχής του διαμερίσματος, ποσό €4,500 ως τα συνολικά οφειλόμενα ενοίκια για την περίοδο από Ιανουάριο 2020 μέχρι Οκτώβριο 2020, διάταγμα για την καταβολή ενδιάμεσων και/ή διαφυγόντων κερδών (Mesne Profits) μέχρι την τελική παράδοση του επίδικου διαμερίσματος στον Ενάγοντα, έξοδα και νόμιμο τόκο.
ΕΚΘΕΣΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ & ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ
6. Η Εναγόμενη από την άλλη, μέσω της Υπεράσπισης της, εγείρει τρείς προδικαστικές ενστάσεις, στην βάση των οποίων θεωρεί ότι η αγωγή του Ενάγοντα πρέπει να απορριφθεί, οι οποίες συνοψίζονται ως εξής: (α) ότι ο Ενάγοντας ενεργεί κακόπιστα και/ή παράνομα και/ή αυθαίρετα και η έγερση της αγωγής έγινε καταχρηστικά και/ή καταπιεστικά με μοναδικό σκοπό την άδικη έξωση της Εναγόμενης, η οποία διαμένει επί σειράς ετών στο επίδικο διαμέρισμα, (β) ότι ο Ενάγοντας κωλύεται εξ υποσχέσεως (promissory estoppel) να προωθεί την εναντίον της αγωγή αφού, κατά τον Απρίλιο 2020, υποσχέθηκε στην Εναγόμενη και συμφώνησαν ότι κατά τη διάρκεια του λοκνταουν λόγω του COVID-19 η τελευταία θα κατέβαλε λόγω των συνθηκών μόνο το ήμισυ του ενοικίου, δηλαδή €250 μηνιαίως, και (γ) ο τερματισμός της επίδικης συμφωνίας ενοικίασης δεν έγινε νόμιμα, εφόσον δεν υπήρχε λόγος τερματισμού και η επιστολή τερματισμού θα έπρεπε να έτασσε στην Εναγόμενη προθεσμία απόδοσης της χρήσης του επίδικου διαμερίσματος μέχρι το τέλος του επόμενου μισθωτικού μήνα από τον μήνα που επιδόθηκε.
7. Ακολούθως, και υπό την επιφύλαξη των προδικαστικών ενστάσεων που εγείρει, η Εναγόμενη αγνοεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επίδικου διαμερίσματος και αρνείται ότι αυτό ανεγέρθηκε μετά τις 31/10/1999 και τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι δεν εμπίπτει εντός των προνοιών του Περί Ενοικιοστασίου Νόμου.
8. Σύμφωνα με την Εναγόμενη, ο Ενάγοντας, για δικούς του λόγους, δεν επιθυμούσε να μεταβιβαστούν στο όνομα της οι λογαριασμοί υδατοπρομήθειας και ΑΗΚ και ότι εσκεμμένα δεν της προσκόμιζε τις πλείστες φορές τους σχετικούς λογαριασμούς και της ζητούσε να καταβάλει διάφορα ποσά πιθανότατα παράνομα και αχρεωστήτως αλλά και ως τακτική με στόχο να παραμείνουν απλήρωτοι οι λογαριασμοί και να διακοπούν οι σχετικές παροχές αλλά και την έγερση της παρούσας αγωγής. Όμως η Εναγόμενη μετέβαινε επί τόπου στις σχετικές υπηρεσίες για να μάθει το σχετικό υπόλοιπο και το εξοφλούσε. Ο Ενάγοντας περαιτέρω την παραπλανούσε και/ή ξεγελούσε προκειμένου να εισπράττει και/ή να διπλοεισπράττει ενοίκια αναγράφοντας λανθασμένες πληροφορίες επί των αποδείξεων που εξέδιδε προς όφελος της και χωρίς να της δίδει πάντοτε σχετική απόδειξη καταβολής ενοικίου. Επίσης, ισχυρίζεται ότι τον Απρίλιο 2020 ο Ενάγοντας της υποσχέθηκε και συμφώνησαν κατά τη διάρκεια του λοκνταουν του COVID-19, από τον Μάρτιο 2020 η Εναγόμενη να καταβάλει το ήμισυ του ενοικίου, δηλαδή €250 μηνιαίως. Παρά την υπόσχεση του, ο Ενάγοντας δεν ανταποκρινόταν σε τηλεφωνήματα της Εναγόμενης για την καταβολή του εν λόγω ενοικίου και αντί αυτού απαίτησε από την τελευταία την πληρωμή ενοικίου στο αρχικά συμφωνηθέν ύψος, μέσω της επιστολής τερματισμού.
9. Ως εκ των πιο πάνω, η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ουδέν ποσό όφειλε στον Ενάγοντα κατά την αποστολή της επίδικης επιστολής τερματισμού ενώ αντιθέτως ήταν ο Ενάγοντας που όφειλε να της επιστρέψει ποσό €1.150, το οποίο ποσό καλύπτει και τα ενοίκια Ιουλίου έως και Σεπτεμβρίου 2020. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την Εναγόμενη, ο Ενάγοντας προέβαινε σε διάφορες ενέργειες με σκοπό την παράνομη και αυθαίρετη εκδίωξη της Εναγόμενης από το επίδικο διαμέρισμα, συμπεριλαμβανομένης της διακοπής του νερού και ηλεκτρικού ρεύματος τον Δεκέμβριο 2020, προκαλώντας της ψυχική ταλαιπωρία και αναστάτωση και επεμβαίνοντας στην απρόσκοπτη χρήση του επίδικου διαμερίσματος από την Εναγόμενη.
10. Η Εναγόμενη από την Έκθεση Απαίτησης παραδέχεται α) ότι ενοικίασε το επίδικο διαμέρισμα την 23/10/2015 με γραπτή συμφωνία, β) την συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων περίοδο ενοικίασης, ύψος του καταβλητέου ενοικίου, ημερομηνία καταβολής του, την υπό όρους καταβολή από πλευράς της ντεπόζιτου ύψους €500 στον Ενάγοντα και της υποχρέωσης της να πληρώνει την κατανάλωση ρεύματος, ύδατος και τα τέλη αποκομιδής σκυβάλων, και, γ) τη λήξη της συμβατικής περιόδου ενοικίασης και την μη ανανέωση αυτής.
11. Η Εναγόμενη με την ανταπαίτηση της διεκδικεί από τον Ενάγοντα €400 ως η από πλευράς της υπερπληρωμή προς τον Ενάγοντα, γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης, τιμωρητικές και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις για τη συμπεριφορά του Ενάγοντα, διάταγμα του Δικαστηρίου που να αναγνωρίζεται το ποσό των €250 ως το συμφωνηθέν μηνιαίο ενοίκιο από την 1/3/2020 ή εναλλακτικά επειδή ο Ενάγοντας παρεμβαίνει στη χρήση του επίδικου διαμερίσματος από την Εναγόμενη. Διεκδικεί επίσης αναγνωριστική απόφαση σε σχέση με το δικαίωμα της σε επίδομα παροχής ενοικίου από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες και σχετικά ποσά που απώλεσε ένεκα της άρνησης του Ενάγοντα να υπογράψει νέα συμφωνία ενοικίασης μαζί της, μετά την λήξη της πρώτης.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ & ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΤΑΠΑΙΤΗΣΗ
12. Με την απάντηση του ο Ενάγοντας απορρίπτει τις προδικαστικές ενστάσεις της Εναγόμενης και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υποσχέθηκε στην Εναγόμενη ή συμφώνησε μαζί της μείωση ενοικίου. Εμμένει στην ιδιότητα του ως ιδιοκτήτης του επίδικου διαμερίσματος και τη νομιμότητα του τερματισμού της συμφωνίας ενοικίασης και ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη εξακολουθεί να μην καταβάλει ενοίκια για το επίδικο διαμέρισμα ακόμη και μετά την καταχώρηση της υπεράσπισης της. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι το επίδικο διαμέρισμα αποπερατώθηκε κατά το 2010 και αρνείται ότι παρέμβαινε απρόσκοπτα στην χρήση του επίδικου διαμερίσματος, ως ισχυρίζεται η Εναγόμενη.
13. Ο Ενάγοντας παραδέχεται ότι οι λογαριασμοί νερού και ηλεκτροδότησης είναι στο όνομα του, και ισχυρίζεται ότι, αφού η Εναγόμενη έπαυσε να τους πληρώνει από τον Ιούλιο του 2020, προς μετριασμό της ζημιάς του, έπαυσε και ο ίδιος να τους πληρώνει για λογαριασμό της και γι’ αυτό μεταβαίνει η Εναγόμενη στις αρμόδιες υπηρεσίες. Παραδέχεται επίσης ότι στην επίδικη επιστολή τερματισμού διεκδικείτο ποσό €550 ως μηνιαίο ενοίκιο, λόγω προφορικής συμφωνίας αύξησης του ενοικίου μεταξύ των διαδίκων, αλλά η αξίωση του Ενάγοντα στην αγωγή περιορίστηκε στο ποσό των €500.
II. ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ & ΣΥΝΟΨΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ
14. Κατά την ακροαματική διαδικασία, η αγωγή και ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν και ως μόνοι μάρτυρες κατέθεσαν ο Ενάγοντας (‘ΜΕ1’) και η Εναγόμενη (‘ΜΥ1’), προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΑΓΟΝΤΑ
15. Ο Ενάγοντας, ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, υιοθέτησε Γραπτή Δήλωση (‘Έγγραφο Α’). Κατέθεσε 5 τεκμήρια κατά την κυρίως εξέταση του και κατά την αντεξέταση του κατατέθηκαν 2 επιπρόσθετα τεκμήρια, τα οποία του υποδείχθηκαν από το συνήγορο της Εναγόμενης.
16. Σύμφωνα με την γραπτή του δήλωση, ο Ενάγοντας στις 23/10/2015, κατόπιν υπογραφής ενοικιαστηρίου εγγράφου ίδιας ημερομηνίας, ενοικίασε στην Εναγόμενη το επίδικο διαμέρισμα, το οποίο αποπερατώθηκε το 2009 όταν ενεγράφηκε στο όνομα του Ενάγοντα. Προς υποστήριξη των εν λόγω θέσεων του, παρουσίασε αντίγραφο του τίτλου ιδιοκτησίας του επίδικου διαμερίσματος και αντίγραφο του ενοικιαστηρίου εγγράφου ημερ.23/10/2015, τα οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 1 και Τεκμήριο 2, αντίστοιχα. Ο Ενάγοντας αναφέρθηκε στους συμφωνηθέντες μεταξύ των διαδίκων όρους της ενοικίασης και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, στην περίοδο ενοικίασης, το ενοίκιο και το ντεπόζιτο που κατέβαλε η Εναγόμενη. Αναφέρθηκε περαιτέρω ότι, η συμβατική περίοδος ενοικίασης έληξε κατά την 1/11/2018, και η Εναγόμενη συνέχισε να κατέχει το επίδικο διαμέρισμα από μήνα σε μήνα. Μετά την λήξη του ενοικιαστηρίου εγγράφου, συμφώνησε με την Εναγόμενη όπως η τελευταία του καταβάλει αυξημένο ενοίκιο από τον Φεβρουάριο 2019 στο ποσό των €550, το οποίο και κατέβαλε μέχρι και τον Δεκέμβριο 2019, οπότε και σταμάτησε να καταβάλει ενοίκια. Ο Ενάγοντας ουδέποτε συμφώνησε σε μείωση του καταβαλλόμενου ενοικίου, σε ποσό χαμηλότερο των €550. Μέχρι και τον Σεπτέμβριο 2020, η Εναγόμενη είχε παραλείψει επίσης να πληρώσει στον Ενάγοντα €76,32 για την κατανάλωση νερού και €266,01 για την κατανάλωση του ρεύματος για το επίδικο διαμέρισμα, ποσά τα οποία κατέβαλε ο ίδιος ο Ενάγοντας. Προς υποστήριξη της εν λόγω θέσης του, ο ΜΕ1 παρουσίασε δύο λογαριασμούς του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, οι οποίοι κατατέθηκαν ως Δέσμη Τεκμηρίων 3 και τέσσερεις λογαριασμούς της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, οι οποίοι κατατέθηκαν ως Δέσμη Τεκμηρίων 4.
17. Ο Ενάγοντας, μέσω του δικηγόρου του, απέστειλε στις 12/6/2020 διπλοσυστημένη επιστολή στην Εναγόμενη, με την οποία τερμάτισε την ενοικίαση και ζήτησε την εξόφληση εντός 15 ημερών των οφειλόμενων ενοικίων για τον Ιανουάριο 2020 έως και Ιούνιο 2020, τα οποία τότε ανέρχονταν στο ποσό των €3,300, δηλαδή έξι μήνες επί €550 έκαστος. Με την ίδια επιστολή ζητήθηκε και η παράδοση του επίδικου διαμερίσματος μέχρι την 1/8/2020. Η προαναφερόμενη επιστολή επιδόθηκε στην Εναγόμενη στις 29/6/2020. Προς υποστήριξη των εν λόγω θέσεων του, ο Ενάγοντας παρουσίασε αντίγραφο της επιστολής ημερ.12/6/2020 μετά συνημμένου αντιγράφου απόδειξης παραλαβής της, τα οποία έγγραφα κατατέθηκαν ως Δέσμη Τεκμηρίων 5. Η Εναγόμενη, δεν ανταποκρίθηκε στο περιεχόμενο της επιστολής του και, παρά την έγερση της παρούσας αγωγής, συνεχίζει να κατέχει το επίδικο διαμέρισμα και να μην καταβάλει στον Ενάγοντα ενοίκια. Ο Ενάγοντας ανέφερε ότι, συγκεκριμένα κατά την καταχώρηση της αγωγής, η Εναγόμενη όφειλε συνολικά €5,500 ως ενοίκια για χρονική περίοδο από Ιανουάριο 2020 μέχρι Οκτώβριο 2020 (€550 Χ 10 μήνες) και ακολούθως μέχρι και τον Δεκέμβριο 2023 όφειλε συνολικά €20,900 (€550 Χ 38 μήνες). Προς μείωση της ζημιάς του, ο Ενάγοντας αναγκάστηκε να σταματήσει να πληρώνει του λογαριασμούς νερού και ρεύματος που αντιστοιχούσαν στην κατανάλωση της.
18. Κατόπιν συμπληρωματικών προφορικών ερωτήσεων, που του υποβλήθηκαν στα πλαίσια της κυρίως εξέτασης του, ο Ενάγοντας ανέφερε περαιτέρω ότι ουδέποτε παραβίασε την μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, ούτε ενόχλησε την Εναγόμενη ή συμπεριφέρθηκε απρεπώς απέναντι της ή την εμπόδισε ποτέ του από τη χρήση του επίδικου διαμερίσματος ή την ενόχλησε. Η Εναγόμενη δεν τον υπερπλήρωσε και δεν οφείλει να της επιστρέψει οιονδήποτε ποσό.
19. Αντεξεταζόμενος, ο Ενάγοντας ανέφερε ότι με την Εναγόμενη, συμφωνήθηκε προφορικά αύξηση της τάξης των €50 λόγω των κοινοχρήστων εξόδων αλλά δεν υπογράφηκε σχετική συμφωνία. Σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εναγόμενης, σε σχέση με την ισχυριζόμενη μείωση του ενοικίου, ο Ενάγοντας επέμενε ότι δεν συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων τέτοια μείωση, και ότι η μόνη διευκόλυνση που έκανε στην Εναγόμενη ήταν μια φορά που του ζήτησε να του πληρώσει μαζεμένα κάποια ενοίκια λόγω τραυματισμού του γιού της, πληρωμή στην οποία ουδέποτε προέβηκε. Ο λόγος που συνέχιζε να πληρώνει τους λογαριασμούς της Εναγόμενης, παρά το γεγονός ότι ήθελε να φύγει η τελευταία από το επίδικο διαμέρισμα, οφείλετο στο standing order που είχε, αλλά, έδωσε εντολή να αφαιρεθεί το όνομα του από τους λογαριασμούς. Δεν είχε άλλες αποδείξεις να προσκομίσει στο Δικαστήριο σε σχέση με την καταβολή των λογαριασμών που διεκδικεί. Παραδέχθηκε μεν ότι μετέβη μια φορά στην ΑΗΚ και η τελευταία διέκοψε την σύνδεση του ρεύματος για το επίδικο διαμέρισμα, αλλά δεν θυμόταν τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
20. Στα πλαίσια της αντεξέτασης του Ενάγοντα, κατατέθηκε, εκ συμφώνου, δέσμη από 51 αποδείξεις είσπραξης ενοικίου (Τεκμήριο 7), επί του περιεχομένου των οποίων υποβλήθηκαν στον μάρτυρα σωρεία ερωτήσεων, κυρίως, σε σχέση με τον μήνα ή μήνες που αντιστοιχούσε η κάθε αναφερόμενη πληρωμή. Ο Ενάγοντας σε σχέση με την απόδειξη ημερ.23/10/15 για το ποσό των €1,000, ανέφερε ότι αφορούσε την προκαταβολή και ένα ενοίκιο, αυτό του Νοεμβρίου 2015. Ακολούθως, σε σχέση με την απόδειξη ημερ.7/12/15, η οποία ως του υπέδειξε ο συνήγορος της Εναγόμενης, επίσης αφορούσε τον μήνα Νοέμβριο 2015, ανέφερε ότι ποτέ δεν διπλοείσπραξε, αλλά δεν θυμόταν εάν έγινε κάποιο λάθος και αναγράφηκε Νοέμβριος αντί Δεκέμβριος 2015. Στις ερωτήσεις που ακολούθησαν στο ίδιο μοτίβο, δηλαδή αποδείξεις με αναφορά σε μήνες για τους οποίους ήδη υπήρξε απόδειξη ή δεν έφεραν καθόλου αναφορά στον μήνα που αφορούσαν, και στην υποβολή ότι οι λανθασμένες αναγραφές και παραλείψεις αποσκοπούσαν στο να εισπράξει περισσότερα από την Εναγόμενη, ο Ενάγοντας απάντησε ότι η ημερομηνία που αναγραφόταν ήταν η ημερομηνία πληρωμής αφού η Εναγόμενη πάντοτε καθυστερούσε τις πληρωμές. Αποδέχθηκε ότι λάθη μπορεί να υπάρχουν στις αποδείξεις, συγκεκριμένα στο ‘γράψιμο’, αλλά ποτέ δεν διπλοπληρώθηκε και ανέφερε ότι, εάν έγινε λάθος, θα αφαιρούσε οιαδήποτε ποσά που εισπράχθηκαν εκ του περισσού από την Εναγόμενη. Δεν παραδέχθηκε ότι η από πλευράς του παράλειψη αναγραφής επί ορισμένων αποδείξεων των μηνών που αφορούσαν, ήταν για να προκαλέσει σύγχυση. Σε υποβολές ότι ο λόγος που η αρίθμηση των αποδείξεων του Τεκμηρίου 7 δεν ήταν συνεχής ήταν επειδή δεν έδωσε κάποιες αποδείξεις στην Εναγόμενη, ανέφερε πως ουδέποτε έπαιρνε λεφτά χωρίς να δίνει απόδειξη και ότι μπορεί να έδωσε και αλλού αποδείξεις. Αντεξεταζόμενος επί της απόδειξης με αρ.541412 και ημερ.30/12/19, ανέφερε ότι από το αρχικά αναγραφόμενο ποσό (€1.100) επέστρεψε, ενώπιον μαρτύρων, €550 στην Εναγόμενη, γιατί τον κατηγόρησε για διπλοείσπραξη.
21. Στα πλαίσια της επαναξέτασης, ο Ενάγοντας διευκρίνισε κυρίως το περιεχόμενο της απόδειξης αρ.541412, με αναφορά στις διαγραφές, μονογραφές και υπογραφές επί του εν λόγω εγγράφου.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ
22. Η Εναγόμενη, ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, υιοθέτησε Γραπτή Δήλωση (‘Έγγραφο Β’) και κατέθεσε 4 τεκμήρια, ένα εκ των οποίων είχε κατατεθεί ως Τεκμήριο προς Αναγνώριση κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα.
23. Σύμφωνα με την γραπτή της δήλωση, η αγωγή εγέρθηκε εναντίον της καταπιεστικά και ο Ενάγοντας από την αρχή της μίσθωσης ενεργούσε δύστροπα, κακόπιστα και υστερόβουλα. Ο Ενάγοντας, ο οποίος πάντοτε εισέπραττε από την Εναγόμενη μόνο τοις μετρητοίς, εισέπραττε διπλά ενοίκια, πολλές φορές δεν τις έδινε άμεσα τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής και κάποιες φορές δεν της έδινε καθόλου.
24. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Εναγόμενη, ο Ενάγοντας αρνήθηκε μετά τη λήξη της συμβατικής περιόδου ενοικίασης να υπογράψει νέα σύμβαση με το ίδιο μηνιαίο ενοίκιο με αποτέλεσμα να μην μπορεί η ίδια να λάβει επίδομα ενοικίου που δικαιούτο. Έκτοτε ο Ενάγοντας άρχισε να γίνεται εχθρικός και απειλητικός, να έρχεται στο διαμέρισμα σε ανύποπτους χρόνους και ζητούσε συνεχώς και επιτακτικά ενοίκια από την Εναγόμενη σε σημείο που την τρομοκρατούσε και εκφόβιζε. Η Εναγόμενη συνέχιζε να καταβάλλει τα ενοίκια που θεωρούσε τρέχοντα, αλλά όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 7, στην πραγματικότητα προεξοφλούσε μελλοντικούς μήνες. Κατά τις αρχές του 2019 ο Ενάγοντας απαίτησε απο την Εναγόμενη 2 ενοίκια τα οποία θεωρούσε οφειλόμενα και επειδή η Εναγόμενη δεν είχε τη δυνατότητα να τα καταβάλει, ο Ενάγοντας την διευκόλυνε με το να προσθέτει το ποσό των €50 στα τρέχοντα ενοίκια.
25. Με αναφορά τις αποδείξεις που είχε στην κατοχή της και κατατέθηκαν κατά την αντεξέταση του Ενάγοντα (Τεκμήριο 7), η Εναγόμενη υπέδειξε τις, σύμφωνα με την ίδια, αντιφάσεις και λάθη επί των σχετικών αποδείξεων, την απουσία ορισμένων αποδείξεων για πληρωμές που έκανε λόγω της αρίθμησης στο σχετικό μπλοκ αποδείξεων, της διάστασης μεταξύ των ημερομηνιών έκδοσης άλλων και την παράλειψη καταγραφής του μήνα που κάποιες από αυτές αφορούσαν. Περαιτέρω υπέδειξε ότι ο Ενάγοντας άλλαξε το μπλοκ αποδείξεων και δεν της παρουσίασε ποτέ το αρχικό μπλοκ παρά τις υπενθυμίσεις της.
26. Περί τα τέλη Μαρτίου 2020, η Εναγόμενη δεν έπαιρνε μισθό λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και σε σχετική συζήτηση που είχε με τον Ενάγοντα, αυτός της πρότεινε και η Εναγόμενη συμφώνησε να του καταβάλλει το ήμισυ του ενοικίου, δηλαδή €250 μηνιαίως, αλλά με την επιστροφή της στη δουλειά με τη λήξη του «lockdown». Όμως ο Ενάγοντας δεν εμφανίστηκε να εισπράξει το αναθεωρημένο ενοίκιο και αντί αυτού η Εναγόμενη έλαβε τον Ιούνιο 2020 την επιστολή του ημερ.12/6/20 (Δέσμη Τεκμηρίων 5). Η Εναγόμενη, κατά τον εν λόγω χρόνο, θεωρούσε ως οφειλόμενο αποκλειστικά το ποσό των €750 (€250 Χ 3) και εξεπλάγηκε από τα ποσά που ζητούσε ο Ενάγοντας να καταβάλει. Συγκέντρωσε τις αποδείξεις της και διαπίστωσε ότι, κατά τον Ιούνιο 2020, ο Ενάγοντας είχε κερδοφορήσει εις βάρος της κατά, τουλάχιστον €1,150. Κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής, λαμβανομένου υπόψη τα οφειλόμενα ενοίκια στο μειωμένο ποσό (€250) για τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2020, η Εναγόμενη δεν όφειλε οιαδήποτε ενοίκια στον Ενάγοντα, αλλά αυτός όφειλε να της επιστρέψει €400.
27. Όσο αφορά τους λογαριασμούς υδατοπρομήθειας και ηλεκτρικού ρεύματος (ΑΗΚ), η Εναγόμενη ανέφερε ότι ανέκαθεν τους πλήρωνε η ίδια τοις μετρητοίς, και όταν σταμάτησε ο Ενάγοντας, επιτηδευμένα, σύμφωνα με την ίδια, να της αναφέρει τους λογαριασμούς, αυτή μετέβαινε η ίδια στις αρμόδιες αρχές για την εξόφληση τους. Επιπρόσθετα, ανέφερε ότι δεν οφείλει τους λογαριασμούς που διεκδικεί ο Ενάγοντας (Τεκμήρια 3 και 4) και αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά κατά τα οποία ο ίδιος ο Ενάγοντας προέβηκε σε διακοπή ρεύματος του διαμερίσματος και παρουσίασε σχετικά έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 8-11.
28. Η Εναγόμενη, στα πλαίσια απαντήσεων σε συμπληρωματικές ερωτήσεις που τις υποβλήθηκαν από τον συνήγορο της κατά την κυρίως εξέταση της αναφέρθηκε κυρίως στις καταγγελία που προέβη εναντίον του Ενάγοντα στην Αστυνομία σε δύο περιστατικά, τον Δεκέμβριο 2020 και τον Ιούλιο 2023, και τη σχετική επικοινωνία και συνομιλίες που είχε με τις αρμόδιες αρχές και υπηρεσίες.
29. Αντεξεταζόμενη, η Εναγόμενη αναγνώρισε το Τεκμήριο 2 ως η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία ενοικίασης. Διευκρίνισε ότι δεν διεκδικεί οιονδήποτε ποσό από τον Ενάγοντα σε σχέση με τους λογαριασμούς και αποδείξεις του ηλεκτρικού ρεύματος που κατέθεσε ως Τεκμήρια 9,10 και 11. Σε σχετική υποβολή του συνηγόρου του Ενάγοντα, απάντησε ότι μέχρι ένα σημείο λάμβανε αποδείξεις από τον Ενάγοντα αλλά και στους λόγους που μετά δεν έπαιρνε απόδειξη για όλες τις πληρωμές από τον Ενάγοντα. Με αναφορά την απόδειξη ημερ.23/10/15 για το ποσό των €1,000 και την απόδειξη ημερ.7/12/15, η οποία ως του υπέδειξε ο συνήγορος της Εναγόμενης, επίσης αφορούσε τον μήνα Νοέμβριο 2015, ανέφερε ότι ο Ενάγοντας εισέπραξε δύο φορές ενοίκιο για τον ίδιο μήνα και όταν πλήρωσε τα €500 για τον Δεκέμβριο, ο Ενάγοντας της είπε ότι αυτά αφορούσαν τον Νοέμβριο 2015. Ανέφερε ότι, επειδή λάμβανε μισθό €800, τα ποσά της ήταν μετρημένα, θυμάται λεπτομέρειες και συγκεκριμένα σε σχέση με την απόδειξη αρ.541412 ημερ.30/12/19, διαπίστωσε ότι κακώς κατέβαλε το ποσό €1,100 στον Ενάγοντα. Σε περαιτέρω ερωτήσεις που τις υποβλήθηκαν σε σχέση με τις πληρωμές που η ίδια ισχυριζόταν ότι έκανε στον Ενάγοντα, ανέφερε ότι πλήρωσε €500 περισσότερα για το έτος 2017 και ότι μόνο 3 ενοίκια ήξερε ότι οφείλει για το ποσό των €250 έκαστο, το οποίο ποσό της πρότεινε ο ίδιος ο Ενάγοντας. Κατόπιν υποβολής ότι ο Ενάγοντας δεν της οφείλει οποιαδήποτε ποσά, ανέφερε ότι δεν είπε τέτοιο πράγμα, αλλά ανέφερε επίσης ότι οιαδήποτε ποσά που υπερπλήρωσε πρέπει να ‘ισοτιμηθούν’ με τα οφειλόμενα.
ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
30. Κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων καταχωρήθηκαν γραπτά κείμενα από πλευράς των συνήγορων των διαδίκων, το περιεχόμενο των οποίων υιοθέτησαν.
31. Σημειώνεται ότι, από το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης που κατατέθηκε από τον συνήγορο της Εναγόμενης, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία που προσάχθηκε προς υποστήριξη των θέσεων της κατά την ακροαματική διαδικασία και την αντεξέταση του Μ.Ε.1, προκύπτει ότι δεν έχει προωθηθεί η αξίωση της ως τα σημεία Δ και Ε της ανταπαίτησης της, σε σχέση με το επίδομα παροχής ενοικίου. Ως εκ των προαναφερθέντων, κρίνω ότι το συγκεκριμένο σκέλος της Ανταπαίτησης της έχει εγκαταλειφθεί και καθίσταται απορριπτέο.
III. ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΠΑΡΑΔΕΚΤΩΝ Ή ΜΗ ΑΜΦIΣΒΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
32. Από τις έγγραφες προτάσεις, από το σύνολο του μαρτυρικού υλικού και το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων, προκύπτουν ως παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα τα ακόλουθα γεγονότα:
(α) Ο Ενάγοντας είναι και ήταν κατά την ημερομηνία ενοικίασης του διαμερίσματος από την Εναγόμενη, ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του,
(β) Ο Ενάγοντας, δυνάμει γραπτής συμφωνίας (Τεκμήριο 2), ενοικίασε το επίδικο διαμέρισμα στην Εναγόμενη, για την περίοδο από 1/11/15 μέχρι την 1/11/18, έναντι μηνιαίου ενοικίου €500, πληρωτέο την 1η εκάστου κάθε μηνός ενοικίασης,
(γ) Η Εναγόμενη κατέβαλε €500 ως προκαταβολή στον Ενάγοντα κατά την έναρξη της συμβατικής ενοικίασης,
(δ) Μετά τη λήξη της προαναφερόμενης συμβατικής περιόδου ενοικίασης, οι διάδικοι δεν ανανέωσαν το Τεκμήριο 2 ούτε υπέγραψαν άλλη γραπτή συμφωνία για τη συνέχιση της μεταξύ τους ενοικίασης, αλλά η Εναγόμενη εξακολούθησε να κατέχει το ακίνητο και όφειλε να καταβάλει ενοίκια σε μηνιαία βάση στον Ενάγοντα για το ποσό των €500 για περίοδο αορίστου χρόνου,
(ε) Από τον Φεβρουάριο του 2019 έως και τον Δεκέμβριο του 2019, η Εναγόμενη κατέβαλε στον Ενάγοντα πληρωμές ύψους €550 αντί €500,
(στ) Ο Ενάγοντας απέστειλε στην Εναγόμενη επιστολή ημερ.12/6/2020 (βλ.Δέσμη Τεκμηρίων 5) με την οποία τερμάτιζε την μεταξύ των διαδίκων ενοικίαση και ζητούσε επιστροφή της κατοχής του διαμερίσματος από την Εναγόμενη μέχρι την 1/8/2020 και καταβολή οφειλόμενων ενοικίων εντός 15 ημερών από την επίδοση της στην Εναγόμενη,
(ζ) Η Εναγόμενη παρέλαβε την πιο πάνω επιστολή ημερ.12/6/2020 στις 29/6/2020,
(η) Η Εναγόμενη δεν κατέβαλε στον Ενάγοντα κανένα ποσό ως ενοίκιο ή έναντι ενοικίου από τον Μάρτιο 2020,
(θ) Το Τεκμήριο 7 αποτελείται από αποδείξεις που εκδόθηκαν από τον Ενάγοντα για ποσά που του κατέβαλε η Εναγόμενη,
(ι) Από το ποσό που αναφέρετο αρχικά στην απόδειξη αρ.541412 και ημερ.30/12/19 (μέρος του Τεκμηρίου 7), δηλαδή €1.100, ο Ενάγοντας επέστρεψε €550 στην Εναγόμενη, και
(ια) ο Ενάγοντας μετέβη στην ΑΗΚ κατά τον Δεκέμβριο 2020, σε σχέση με την ηλεκτροδότηση του διαμερίσματος, ενόσω η Εναγόμενη κατείχε το τελευταίο, με αποτέλεσμα αυτή να διακοπεί.
33. Ως προς τα πιο πάνω, προβαίνω σε ανάλογα ευρήματα.
IV. ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ/ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΠΙΔΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
34. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ευρήματα και του συνόλου της μαρτυρίας που προσάχθηκε προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων και αξιώσεων των διαδίκων, προκύπτουν ως κύρια επίδικα τα ακόλουθα ζητήματα:
(α) Κατά πόσο, με τον τερματισμό που έλαβε χώρα με την επιστολή του ημερ.12/6/2020 (βλ.Δέσμη Τεκμηρίων 5), ο Ενάγοντας απέκτησε δικαίωμα σε ανάκτηση της κατοχής του επίδικου διαμερίσματος από την Εναγόμενη. Η Εναγόμενη αμφισβητεί την εν λόγω θέση, τόσο με προδικαστική ένσταση όσο και με την ίδια την υπεράσπιση της, ισχυριζόμενη ότι δεν όφειλε οιαδήποτε ενοίκια ώστε να δικαιούται ο Ενάγοντας να προβεί σε τερματισμό της μεταξύ τους ενοικίασης και ότι δεν δόθηκε ο προαπαιτούμενος χρόνος για να θεωρηθεί ο τερματισμός νόμιμος.
(β) Έχοντας υπόψη, τους ισχυρισμούς της Εναγόμενης περί υπόσχεσης του Ενάγοντα για μείωση του ενοικίου από τον Μάρτιο 2020 σε ποσό €250 στην βάση κωλύματος εξ υποσχέσεως (promissory estoppel) και περί των ισχυριζόμενων προηγούμενων υπερπληρωμών που έγιναν από πλευράς της (συνολικά €1.150), προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο η Εναγόμενη όφειλε οιονδήποτε ενοίκιο στον Ενάγοντα κατά την καταχώρηση της αγωγής, και σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι όφειλε, το ύψος των ενοικίων που δύναται να ανακτήσει ο Ενάγοντας από την Εναγόμενη. Σε περίπτωση που δεν όφειλε η Εναγόμενη ενοίκια, κατά πόσο όφειλε να της επιστρέψει ενοίκια τα οποία εισέπραξε χωρίς να έχουν καταστεί οφειλόμενα.
(γ) Κατά πόσο η συμπεριφορά του Ενάγοντα απέναντι στην Εναγόμενη, δικαιολογεί την επιδίκαση αποζημιώσεων εναντίον του, ως αναγράφονται στην ανταπαίτηση της.
V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ
35. Προχωρώ στην αξιολόγηση του συνόλου της ενώπιον μου μαρτυρίας με σκοπό να καταλήξω σε ευρήματα πραγματικών γεγονότων της παρούσας υπόθεσης που σχετίζονται με τα πιο πάνω βασικά επίδικα ζητήματα αλλά και σε άλλα παρεμφερή και σχετιζόμενα γεγονότα με αυτά.
36. Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσει με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον μου από το εδώλιο του μάρτυρα και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο, την ποιότητα και πειστικότητά της και σε σύγκριση με την υπόλοιπη μαρτυρία (βλ. Ομήρου ν Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506) και η μαρτυρία υπόκειται στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας (βλ. Χρίστου ν. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 ΑΑΔ 676, Χριστοφίνης ν Φραντζή, Πολ.Εφ.αρ. 328/2011, ημερομ. 31/5/17, ECLI:CY:AD:2017:A202). Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψη μου το περιεχόμενο τόσο της προφορικής τους μαρτυρίας όσο και της έγγραφης μαρτυρίας που οι ίδιοι κατέθεσαν στο Δικαστήριο και έχω υπόψη μου και τις αρχές της νομολογίας αναφορικά με την κρίση της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα (βλ. Χρίστου v. Ηροδότου κ.α. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.α. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288 και Αθανασίου κ.α. v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614.). Eπίσης, παραπέμπω στην Χάρης Χρίστου v. Ευγενείας Khoreva (2002) 1A A.A.Δ. 454 στην οποία αναφέρεται ότι η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας του μάρτυρος δεν είναι επιλήψιμη αρκεί αυτό να δικαιολογείται και επεξηγείται (βλ. επίσης Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212, 216, Agapiou v. Panayiotou 1 CL.R. 257, 263, Ιωάννου v. Κουννίδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 1215 και Χρίστου ν Khoreva (2002) 1 ΑΑΔ 45). Σημειώνω επίσης ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται σε συνάρτηση και με τα τεκμήρια και τις δικογραφημένες θέσεις (βλ. Νεοφύτου v. Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25 και Ιωαννίδης v. Στυλιανός & Γεώργιος Εργοληπτική Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 369/14, ημερ.25/5/22, ECLI:CY:AD:2022:A214).
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Μ.Ε.1/ ΕΝΑΓΟΝΤΑ
37. Η εντύπωση που γενικά αποκόμισα από τον Ενάγοντα ήταν θετική. Η μαρτυρία του, στα πλείστα σημεία της, ήταν σταθερή, είχε συνοχή, έβρισκε έρεισμα επί των εγγράφων που κατατέθηκαν κατά την κυρίως εξέταση και αντεξέταση του, χαρακτηριζόταν από ειλικρίνεια και δεν θεωρώ ότι κλονίστηκε, επί της ουσίας της, κατά την αντεξέταση του. Αντιθέτως, θεωρώ ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με το περιεχόμενο των αποδείξεων που ο ίδιος είχε εκδώσει προς την Εναγόμενη, οι οποίες σύμφωνα με τη μαρτυρία της ευρίσκονταν στην κατοχή της, και οι οποίες του υποδείχθηκαν κατά την αντεξέταση του από τον συνήγορο της Εναγόμενης και κατατέθηκαν στην συνέχεια ως Τεκμήριο 7. Με εξαίρεση κάποια σημεία της μαρτυρίας του τα οποία δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά για τους λόγους που πιο κάτω αναφέρονται, αποδέχομαι τη μαρτυρία του ως γενικά αξιόπιστη.
38. Κατ’αρχάς να αναφέρω ότι, ως επιβεβαιώνεται και από όσα γεγονότα πλέον δεν αμφισβητούνται, η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου είναι δεδομένη, εφόσον ο Ενάγοντας δεν αντεξετάστηκε επί της μαρτυρίας που προσέφερε σε σχέση με την ιδιότητα του ως ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, τον χρόνο αποπεράτωσης του τελευταίου και την παράλληλη εγγραφή του επ’ονόματι του, την οποία και αποδέχομαι, έχοντας υπόψη και το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 ως προς αναγραφόμενο χρόνο εγγραφής του επ’ονόματι του.
39. Αναφορικά με τη θέση ότι ο Ενάγοντας υποσχέθηκε στην Εναγόμενη μείωση €250 του συμφωνηθέντος ενοικίου από τον Μάρτιο 2020, ο μάρτυρας θεωρώ ότι παρέμεινε σταθερός στην θέση του, ότι ουδέποτε συμφωνήθηκε τέτοια αύξηση μεταξύ των διαδίκων, τόσο κατά την κυρίως εξέταση, όσο και κατά την την αντεξέταση του.
40. Περαιτέρω η θέση του ότι το ενοίκιο μεταξύ των διαδίκων αυξήθηκε κατά τον Φεβρουάριο του 2019 από €500 σε €550, συνάδει με τους δικογραφημένους του ισχυρισμούς[1] και αντικατοπτρίζεται από τις 12 αποδείξεις του Τεκμηρίου 7[2], οι οποίες φέρουν ημερομηνίες έκδοσης μεταξύ 1/2/2019 έως και 1/1/2020[3] και αναφέρονται σε ποσό €550 εκάστη. Η εν λόγω θέση βρίσκει επίσης έρεισμα και στην επιστολή τερματισμού που απέστειλε ο Ενάγοντας (Δέσμη Τεκμηρίων 5), με την οποία διεκδικείτο ποσό €3.300 για οφειλόμενα ενοίκια 5 μηνών, δηλαδή €550 για κάθε μήνα. Επιπρόσθετα,σημειώνεται ότι δεν υποβλήθηκε στον μάρτυρα κατά την αντεξέταση του η θέση που προέβαλε η Εναγόμενη στο στάδιο της κυρίως εξέτασης της, σε σχέση με την καταβολή επιπρόσθετου ποσού €50 από τον Φεβρουάριο 2019, έναντι εξόφλησης οφειλόμενων που αδικαιολόγητα διεκδικούσε από αυτήν ο Ενάγοντας, και δεν δόθηκε στον τελευταίο η ευκαιρία να τοποθετηθεί.[4] Δεν μπορώ όμως να αποδεχθώ τους διάφορους υπολογισμούς του Ενάγοντα σε σχέση με τα οφειλόμενα ενοίκια από πλευράς της Εναγόμενης στην έκταση που έγιναν με βάση το ενοίκιο ύψους €550 μηνιαίως, όχι γιατί δεν αποδέχομαι το συγκεκριμένο ποσό ως το τελευταίο συμφωνηθέν ενοίκιο, αλλά, επειδή ο Ενάγοντας μέσω των δικογράφων του ήδη περιόρισε την απαίτηση του στο ποσό των €500 μηνιαίως.
41. Όσο αφορά την μαρτυρία του Ενάγοντα επί του ζητήματος των ισχυριζόμενων από πλευράς της Εναγόμενης υπερπληρωμών, και αυτή θεωρώ ότι συνάδει και με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7. Παρά την εκτενή αντεξέταση του επί του εν λόγω σημείου, με αναφορά, μεταξύ άλλων, στο περιεχόμενο των αποδείξεων, την αρίθμηση και αναφορές επί αυτών, είμαι της άποψης ότι οι απαντήσεις του Ενάγοντα χαρακτηρίζονταν από ειλικρίνεια και σταθερότητα και δεν αναίρεσαν την ουσία των θέσεων του. Αναγνώρισε ότι πάντα εξέδιδε απόδειξη στην Εναγόμενη, και μπορεί να έγιναν λάθη κατά την έκδοση τους και συγκεκριμένα, ως ανέφερε και ο ίδιος, στο ‘γράψιμο’ τους, αλλά δεν επηρέαζαν το γεγονός ότι η Εναγόμενη του όφειλε ενοίκια.[5] Ακόμη και εάν προέκυπτε οφειλόμενο προς την Εναγόμενη από πλευράς του, ανέφερε ότι δεν είχε ένσταση να αφαιρεθεί από τα ποσά που διεκδικεί. Αναγνώρισε επίσης πως όταν η Εναγόμενη παραπονέθηκε για υπερπληρωμή με την πληρωμή που έκανε στην βάση της απόδειξης αρ.541412 και ημερ.30/12/19 (μέρος του Τεκμηρίου 7), επέστρεψε σε αυτήν το ποσό των €550, θέση που συνάδει και με την εκδοχή της Εναγόμενης. Περαιτέρω επέρριψε ευθύνη στην ίδια την Εναγόμενη για τον λόγο ότι δεν προέβαινε σε έγκαιρες πληρωμές του ενοικίου και επειδή πάντοτε καθυστερούσε και μπορούσαν να περάσουν 10-15 μέρες γι’ αυτό και υπήρξαν λάθη.
42. Σύμφωνα με τον Ενάγοντα (θέση που παρέμεινε αδιαμφισβήτητη και από την Εναγόμενη), η Εναγόμενη όφειλε να καταβάλει μηνιαίο ενοίκιο ύψους €500 για τη συμβατική περίοδο (1/11/15-1/11/2018=36 μήνες) και για την περίοδο από τη λήξη της τελευταίας μέχρι την ισχυριζόμενη από πλευράς του Ενάγοντα αύξηση του ενοικίου στα €550 από τον Φεβρουάριο 2019 (1/11/2018-1/1/2018= 3 μήνες). Συνολικά, δηλαδή, έπρεπε να καταβληθούν 39 ενοίκια για το ποσό των €500. Οι αποδείξεις, που αποτελούν μέρος του Τεκμηρίου 7, οι οποίες του υποδείχθηκαν κατά την αντεξέταση του και φέρουν ημερομηνία έκδοσης εντός των προαναφερόμενων περιόδων, ασχέτως του υπόλοιπου περιεχομένου αυτών, είναι 39 σε αριθμό και εκδόθηκαν για ποσό €500 εκάστη (με εξαίρεση την απόδειξη που περιλαμβάνει και την προκαταβολή €500). Ως αποτέλεσμα, από τη μαρτυρία του αποδέχομαι ότι δεν εισπράχθηκε οιαδήποτε υπερπληρωμή από την Εναγόμενη για την περίοδο από 1/11/2015 έως και 1/1/2019.
43. Από την άλλη, σύμφωνα με τον Ενάγοντα όφειλε η Εναγόμενη να του καταβάλει €550 από τον Φεβρουάριο 2019, το οποίο και θεωρεί ότι κατέβαλε μέχρι τον Δεκέμβριο 2019 (1/2/2019-1/12/2019=11 μήνες). Όμως, οι υπόλοιπες αποδείξεις, που αποτελούν μέρος του Τεκμηρίου 7, και φέρουν ημερομηνία έκδοσης για την περίοδο από τον Φεβρουάριο 2019 και εντεύθεν, είναι συνολικά 12[6] και εκδόθηκαν για ποσό €550 έκαστη. Ενώ, αποδέχομαι ότι δεν εισπράχθηκε οιαδήποτε υπερπληρωμή από την Εναγόμενη για την περίοδο από 1/2/2019-1/12/2019, εν όψει του ότι, παρά την αρχική θέση του Ενάγοντα ότι η Εναγόμενη όφειλε ενοίκιο και για τον Ιανουάριο 2020, αναγνώρισε ότι μπορεί να έγιναν λάθη επί των σχετικών αποδείξεων και ότι οιονδήποτε ποσό που εισπράχθηκε αχρεωστήτως από την Εναγόμενη θα αφαιρείτο από τα οφειλόμενα της, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7, δεν αποδέχομαι την θέση ότι η Εναγόμενη δεν κατέβαλε ενοίκιο για τον Ιανουάριο 2020.
44. Με βάση την προαναφερόμενη μαρτυρία όμως, αποδέχομαι τη θέση ότι εξέδιδε πάντοτε απόδειξη για τις πληρωμές που εισέπραττε από την Εναγόμενη, εφόσον, ως προανέφερα, οι αποδείξεις αριθμητικά αντιστοιχούν στους μήνες για τους οποίους ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη κατέβαλε ενοίκια, πλην μιας, αυτής που αφορούσε τον Ιανουάριο 2020,[7] και ότι υπήρχαν καθυστερήσεις στις πληρωμές τον ενοικίων από πλευράς της Εναγόμενης, κάτι που προκύπτει από τις αναγραφόμενες ημερομηνίες επί μεγάλης μερίδας των αποδείξεων. Περαιτέρω, θεωρώ ότι, ενώ ο Ενάγοντας θα μπορούσε να είναι πιο κατατοπιστικός στα πλαίσια των απαντήσεων του κατά την αντεξέταση του σε σχέση με τη συνεχή αρίθμηση στο μπλοκ αποδείξεων, τα όσα ανέφερε συνάδουν με τη λογική και δεν θα αναμένετο από τον ίδιο να διαθέτει μπλοκ αποδείξεων μόνο για σκοπούς είσπραξης ενοικίων από την Εναγόμενη αλλά ούτε και έφερε το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της τελευταίας.
45. Από την άλλη, δεν αποδέχομαι την μαρτυρία του Ενάγοντα σχετικά με την εξόφληση από πλευράς του των λογαριασμών για το ποσό €76,32 για κατανάλωση νερού και ποσό €198,07 για κατανάλωση ρεύματος, ως αυτά καταγράφονταν στις Δέσμες Τεκμηρίων 3 και 4, η οποία αμφισβητήθηκε και κατά την αντεξέταση του. Παρά τα όσα ανέφερε ο Ενάγοντας περί της ύπαρξης ‘standing order’ για την εξόφληση αυτών από τον τραπεζικό του λογαριασμού και ότι δεν είχε άλλη απόδειξη να παρουσιάσει, θεωρώ ότι μπορούσε να υποστηρίξει τις θέσεις του δια της παρουσίασης κάποιου σχετικού εγγράφου ή απόδειξης, έστω υπό τη μορφή κατάστασης του τραπεζικού λογαριασμού του εις τον οποίο φαινόταν η σχετική χρέωση. Ως εκ τούτου κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεν απέσεισε το σχετικό βάρος απόδειξης των συγκεκριμένων ισχυρισμών του.
ΜΑΡΤΥΡΙΑ Μ.Υ.1/ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ
46. Η Εναγόμενη δεν μου δημιούργησε θετική εικόνα. Η μαρτυρία της περιβαλλόταν από ασάφειες, γενικότητα, υπερβολή, αντιφάσεις και σε κάποια σημεία δεν ήταν λογική. Η Εναγόμενη έδωσε την εντύπωση ότι κατασκεύασε την δική της εκδοχή των γεγονότων, εκμεταλλευόμενη κυρίως τις αναγραφές επί του περιεχομένου των αποδείξεων που της εξέδιδε ο Ενάγοντας (Τεκμήριο 7) με σκοπό να πείσει το Δικαστήριο ότι ουδένα ποσό οφείλετο από πλευράς της είτε κατά τον τερματισμό της ενοικίασης ή κατά την καταχώρηση της αγωγής και ότι αντιθέτως, ο Ενάγοντας όφειλε να της επιστρέψει ενοίκια.
47. Δεν μπορώ να αποδεχθώ την εκδοχή της ότι προέβη σε υπερπληρωμές στον Ενάγοντα με βάση μόνο το περιεχόμενο των αποδείξεων του Τεκμηρίου 7. Καταρχάς, από τη μαρτυρία της δεν προκύπτει πως και πότε προέκυψε το ποσό των €1.150 που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε χωρίς να οφείλονται. Στα πλαίσια της γραπτής της δήλωσης (ΕΓΓΡΑΦΟ ‘Β’), προέβηκε σε δηλώσεις σε σχέση με τις αποδείξεις που εκδόθηκαν για την περίοδο μεταξύ 4/4/18 με 25/5/28 ‘Είμαι σίγουρη ότι ο Ενάγων δεν μου παρέδωσε τις αποδείξεις με αριθμούς 2228, 2231 και 2232 οι οποίες λείπουν από τη συνεχή αρίθμηση. Είναι η θέση μου ότι αυτές οι 3 αποδείξεις αφορούν 3 μηνιαία μισθώματα που πλήρωσα στον Ενάγοντα εξ €500- η κάθε μια...’[8] και σε σχέση με τις αποδείξεις που εκδόθηκαν για την περίοδο 11/11/18 με 4/2/19, ‘Είμαι βέβαιη ότι στο διάστημα των 3 αυτών μηνών ο Ενάγων έχει εισπράξει και άλλα μισθώματα χωρίς ουδέποτε να μου παραδώσει τις αποδείξεις.[9]’. Σε σχέση με την περίοδο που ακολούθησε την 1/1/2020, ανέφερε ότι ήταν ‘απολύτως σίγουρη’ ότι κατέβαλε και άλλα ενοίκια και ‘[δ]εν υπήρχε περίπτωση’[10] να μην την είχε επισκεφθεί ο Ενάγοντας στο μεσοδιάστημα για ενοίκια και αν δεν του είχε δώσει ενοίκια για περίοδο σχεδόν 3 μηνών ‘δεν υπήρχε περίπτωση’ να της είχε προτείνει καταβολή στο ήμισυ του ενοικίου. Τα όσα ανέφερε προς υποστήριξη των θέσεων της περί υπερπληρωμών, φαίνεται να προέκυπταν από συμπεράσματα και εικασίες στα οποία κατέληξε στην βάση των αποδείξεων του Τεκμηρίου 7 και χωρίς η ίδια να προσφέρει θετική μαρτυρία ως προς τα ποσά που θεωρούσε ότι κατέβαλε αδικαιολόγητα στον Ενάγοντα και τις σχετικές ημερομηνίες καταβολής αυτών. Ακόμη και το ίδιο το ποσό που διεκδικεί, δηλαδή €1.150, δεν βρίσκει έρεισμα στην μαθηματική λογική, εφόσον, ουδέποτε προβλήθηκε από πλευράς της η θέση ότι κατέβαλε ποσό στον Ενάγοντα το οποίο ήταν μικρότερο ή μεγαλύτερο του ποσού των €500.
48. Από την άλλη ενώ, στην βάση των όσων ανέφερε σε σχέση με την πληρωμή στην βάση της απόδειξης αρ.541412 και ημερ.30/12/19 (μέρος του Τεκμηρίου 7), προκύπτει να διαμαρτυρήθηκε για υπερπληρωμή ύψους €550 κατά τον Δεκέμβριο 2019, την οποία ο Ενάγοντας της επέστρεψε, και αποτελεί αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο ότι έγιναν οι αντίστοιχες διορθώσεις επί του εν λόγω εγγράφου, προκύπτουν ερωτήματα ως προς το γιατί διαπίστωσε στο στάδιο εκείνο τη συγκεκριμένη υπερπληρωμή και όχι προηγούμενες αυτής. Οι θέσεις της περί υπερπληρωμών έρχονται και σε αντίφαση με την αναφορά της στο στάδιο αντεξέτασης της ότι, λόγω του χαμηλού μισθού της (€800), θυμόταν καλά τις πληρωμές εις τις οποίες προέβαινε, αλλά με βάση την υπόλοιπη της μαρτυρία, προκύπτει περίοδος κατά την οποία θεωρούσε ότι υπερπλήρωσε εντός περίπου ενός έτους τουλάχιστον 3 ενοίκια, χωρίς να αντιληφθεί οτιδήποτε. Ενώ η Εναγόμενη έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι οι αρχικές αποδείξεις που εξέδωσε ο Ενάγοντας με ημερομηνίες έκδοσης το 2015 έκαναν αναφορά σε διπλή πληρωμή για τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, αποδέχθηκε κατά την αντεξέταση της ότι για το εν λόγω έτος κατέβαλε όσα ενοίκια όφειλε να καταβάλει. Σε σχετικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν επίσης κατά την αντεξέταση της, ανέφερε ότι κατέβαλε στον Ενάγοντα €500 περισσότερα για το έτος 2017.
49. Με βάση τα όσα προσάχθηκαν από πλευράς της, αδυνατώ να αντιληφθώ από ποιες, ισχυριζόμενες από πλευράς της, υπερπληρωμές προέκυψε το ποσό που θεωρεί ότι δεν δύναται να διεκδικεί ο Ενάγοντας και με βάση το οποίο υπολόγισε το ποσό που διεκδικεί με την ανταπαίτηση της.
50. Σε σχέση με την εκδοχή της ότι δεν συμφωνήθηκε αύξηση μεταξύ των διαδίκων στο ποσό των €550, αλλά κατέβαλε το ποσό των €50 επιπρόσθετα λόγω προηγούμενων οφειλόμενων που ο Ενάγοντας αδικαιολόγητα ζητούσε από αυτήν, σημειώνεται ότι η εν λόγω θέση δεν υποβλήθηκε στον Ενάγοντα κατά την αντεξέταση του ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί. Το μόνο που υποβλήθηκε ήταν ότι δεν έγινε τέτοια αύξηση, θέση που συνάδει με τη γενικότερη δικογραφημένη θέση της Εναγόμενης ότι ο Ενάγοντας διπλοεισέπραττε ενοίκια αλλά όχι με τα όσα προβλήθηκαν μόνο στο στάδιο της κυρίως εξέταση της. Έχοντας υπόψη και πάλι το περιεχόμενο των σχετικών αποδείξεων του Τεκμηρίου 7, προκύπτουν και πάλι λογικά ερωτήματα ως προς το γιατί δεν διαπίστωσε προηγούμενες υπερπληρωμές ή γιατί δεν διαμαρτυρήθηκε σε κανένα στάδιο για τις αναγραφές επί των αποδείξεων, ώστε να αντικατοπτρίζουν τον λόγο που θεωρούσε ότι κατέβαλε €50 επιπλέον κάθε μήνα. Ειδικότερα εφόσον με την πληρωμή του ενοικίου στην βάση της απόδειξης αρ.541412, αποτελεί αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο ότι έγινα διορθώσεις επί αυτής, ώστε να αντικατοπτρίζεται ένα μηνιαίο ενοίκιο ύψους €550 αντί δύο στα €1.100.
51. Ούτε βρίσκω πειστική την μαρτυρία της Εναγόμενης σε σχέση με την κατ’ισχυρισμόν υπόσχεση του Ενάγοντα για μείωση του ενοικίου από τον Μάρτιο 2020. Η εν λόγω θέση δεν βρίσκει έρεισμα σε κανένα έγγραφο, απόδειξη αλλά και ούτε στη γενικότερη μαρτυρία που προσφέρθηκε από πλευράς της σε σχέση με τις μεταξύ τους σχέσεις και ιδιαίτερα με την θέση ότι ο Ενάγοντας ήταν απαιτητικός, αυταρχικός και συνεχώς της ζήταγε να πληρώνει ενοίκια. Ενώ η Εναγόμενη αποδέχεται ότι όφειλε να καταβάλει ποσό €250 κατά τη διάρκεια του ‘lock-down’, ανέφερε ότι θα ήταν καταβλητέα μόνο με τη λήξη του τελευταίου και αφού επέστρεφε στην δουλειά της, αλλά παράλληλα προκύπτει ως αδιαμφισβήτητο γεγονός μεταξύ των διαδίκων ότι από τον Μάρτιο 2020 δεν κατέβαλε οιονδήποτε ποσό στον Ενάγοντα και ουδέποτε συγκεκριμενοποίησε η Εναγόμενη πότε θεωρούσε ότι έπρεπε εν τέλει να καταβάλει τα οφειλόμενα ή να επανέλθει το ενοίκιο στο προγενέστερο ποσό. Σε κάθε περίπτωση, εν όψει και των όσων προανέφερα σε σχέση με τις υπόλοιπες τις θέσεις που προέβαλε, δεν κρίνω ασφαλές να να βασιστώ επί της εν λόγω μαρτυρίας της.
52. Περαιτέρω, κρίνω πως δεν δύναται να λάβω υπόψη τη μαρτυρία που προσέφερε η Εναγόμενη σε σχέση με την διακοπή του ρεύματος του διαμερίσματος κατά τον Ιούλιο του 2023 και τα σχετικά τεκμήρια (Τεκμήρια 8-11), εφόσον εκπίπτουν της επίδικης περιόδου και των θέσεων που καταγράφονται στα δικόγραφα της υπόθεσης.
53. Ως εκ των πιο πάνω, απορρίπτω και δεν αποδέχομαι τη μαρτυρία της Εναγόμενης σε όποιο βαθμό είναι αντίθετη με τη μαρτυρία του ενάγοντα και τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των παραδεκτών ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων.
VI. ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΠΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ
54. Πέραν των ευρημάτων του Δικαστηρίου τα οποία εξάγονται από τα παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα (βλ. πιο πάνω) τα πιο κάτω αποτελούν τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των αμφισβητούμενων γεγονότων με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία όπως αυτή έχει κριθεί ως αποδεκτή.
55. Η Εναγόμενη κατέβαλε στον Ενάγοντα τα μηνιαία ενοίκια που αντιστοιχούσαν στην περίοδο από 1/11/2015 έως και 1/1/2019, ύψους €500 έκαστο, χωρίς να προβεί σε οιανδήποτε υπερπληρωμή. Η Εναγόμενη κατέβαλε στον Ενάγοντα τα μηνιαία ενοίκια που αντιστοιχούσαν στην περίοδο από 1/2/2019 έως και 1/1/2020, ύψους €550 έκαστο, ως το μηνιαίο ενοίκιο που συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων για την εν λόγω περίοδο. Η Εναγόμενη δεν κατέβαλε στον Ενάγοντα οιαδήποτε ποσά από την 1/2/2020.
VII. ΕΠΙΛΥΣΗ ΕΠΙΔΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ
56. Στην βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου στρέφομαι τώρα στα υπό επίλυση επίδικα θέματα.
57. Κατά πόσο, με την επιστολή του ημερ.12/6/2020, ο Ενάγοντας απέκτησε δικαίωμα σε ανάκτηση της κατοχής του επίδικου διαμερίσματος από την Εναγόμενη.
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι τα ακόλουθα έχουν ήδη καταστεί ευρήματα του Δικαστηρίου: α) η λήξη της συμβατικής περιόδου ενοικίασης με βάση τη γραπτή συμφωνία ενοικίασης (Τεκμήριο 2), β) η παραμονή της Εναγόμενης εντός του διαμερίσματος μετά τη λήξη της περιόδου ενοικίασης που αναγραφόταν στο Τεκμήριο 2, γ) η συνέχιση της υποχρέωσης της, μετά την προαναφερόμενη λήξη, να καταβάλει ενοίκια στον Ενάγοντα σε μηνιαία βάση για περίοδο αορίστου χρόνου, δ) η αποστολή της επιστολής ημερ.12/6/2020 (βλ. Δέσμη Τεκμηρίων 5) από τον Ενάγοντα και, ε) η λήψη της από την Εναγόμενη τον Ιούνιο του 2020.
Επίσης, παρά το γεγονός ότι δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς της Εναγόμενης η θέση του Ενάγοντα ότι η ενοικίαση δυνάμει έγγραφης συμφωνίας μετατράπηκε σε ενοικίαση «από μήνα σε μήνα», επειδή το εν λόγω ζήτημα είναι νομικό, και η φύση μιας ενοικίασης συνδέεται άρρηκτα με το κατά πόσο ο υπό κρίση τερματισμός δύναται να κριθεί ως έγκυρος και να επιφέρει νόμιμες συνέπειες, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις σχετικές νομικές αρχές και να τις εφαρμόσω στα γεγονότα της υπό εξέταση διαφοράς.
Καθίσταται δυνατό, μετά τη λήξη μίας γραπτής σύμβασης ενοικίασης (όπως στην περίπτωση μας το Τεκμήριο 2), οι περιστάσεις που περιβάλλουν τις σχέσεις των μερών να καταδεικνύουν συμφωνία για συνέχιση της ενοικίασης για οποιοδήποτε περαιτέρω χρονικό διάστημα που μπορεί να είναι από έτος σε έτος, από μήνα σε μήνα κτλ. Ως προς την τελευταία κατηγορία, όπως αποφασίστηκε στην Δαμτσάς κ.α. ν. D. Ouzounian M. Sultanian and Company (Cars) Ltd, Πολ. Έφ. 133/11, ημερ. 24.3.16, «Η μετατροπή μιας ενοικίασης σε ενοικίαση από μήνα σε μήνα είναι θέμα περιστάσεων και κυρίως βάσει της διαμορφούμενης εν τοις πράγμασι πρόθεσης των μερών για τη συνέχιση της ενοικίασης αυτής.». Σύμφωνα με την Νομολογία, η αποδοχή ενοικίου δεν επιμαρτυρεί, από μόνη της, τη συνομολόγηση νέας ενοικίασης (βλ. Λιμνατίτη και άλλη ν. Σύννου και άλλων (1992) 1 Α.Α.Δ. 817 και Κυθρεώτης v.Millington-Ward (2001) 1 Α.Α.Δ. 1480), αλλά πρέπει να υπάρχει και σύμπτωση βούλησης μεταξύ των συμβαλλομένων (Maconochie v. Brand [1946] 2 All E.R. 778).
Στην παρούσα περίπτωση αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η γραπτή συμφωνία ενοικίασης έληξε και δεν ανανεώθηκε μεταξύ των διαδίκων και ούτε υπογράφηκε νέα συμφωνία. Περαιτέρω, ότι η Εναγόμενη μετά την λήξη του ενοικιαστηρίου στις 31/10/18, συνέχισε να κατέχει το επίδικο διαμέρισμα, και δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι έπραττε τούτο αντίθετα προς τη θέληση του Ενάγοντα. Αντιθέτως, από την προσκομισθείσα μαρτυρία, προκύπτει αμοιβαία βούληση όπως συνεχίσει να κατέχει η Εναγόμενη το διαμέρισμα έναντι καταβολής μηνιαίου ενοικίου στον Ενάγοντα την 1η ημέρα κάθε μηνός, χωρίς μάλιστα να υπάρχει διάσταση μεταξύ των μαρτυριών του ΜΕ1 και της ΜΥ1 ως προς το συμφωνηθέν ενοίκιο μέχρι την 31/1/19. Για την περίοδο που ακολούθησε μέχρι και την καταχώρηση της αγωγής, προκύπτει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων, όχι προς την υποχρέωση καταβολής ενοικίου σε μηνιαία βάση, αλλά, για το ύψος του καταβλητέου ενοικίου. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων η συνέχιση της ενοικίασης με αύξηση του ενοικίου που ήταν καταβλητέο σε μηνιαία βάση από την 1/2/19. Στην βάση, λοιπόν, των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, κρίση μου είναι πως μετά τις 31/10/18 και τη λήξη της συμφωνίας ενοικίασης (Τεκμήριο 2), η ενοικίαση μετατράπηκε σε ενοικίαση του επίδικου διαμερίσματος από μήνα σε μήνα[11], με συμφωνηθέν μηνιαίο ενοίκιο το ποσό των €500 και ακολούθως με συμφωνηθέν μηνιαίο ενοίκιο ύψους €550.
Όσο αφορά, τις προϋποθέσεις που εφαρμόζουν σε μια περιοδική ενοικίαση, ως η υπό εξέταση, ώστε να κριθεί ότι ο τερματισμός της ήταν νόμιμος και έγκυρος, το απαύγασμα της νομολογίας είναι ότι αυτές είναι οι ακόλουθες: α) θα πρέπει να δίδεται ειδοποίηση τουλάχιστον ίση με την περίοδο ενοικίασης και, β) η ειδοποίηση τερματισμού θα πρέπει να λήγει την τελευταία ημέρα λήξης μιας περιόδου ενοικίασης (βλ. Glykys v. Ioannides (1959-60) 2 C.L.R. 220, Sergiou Estates Ltd v. Μπεντέζη (1995) 1 Α.Α.Δ. 889, με παραπομπή στο Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 23, σελ.530 και την Bathavon Rural District Council v. Carlile (1958)1 All E.R.801, 804, και Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ ν. Χρίστου Προδρόμου κ.ά. (2007) 1 ΑΑΔ 241).
Στην Glykys v. Ioannides (πιο πάνω), όπου ήταν κοινώς αποδεκτό ότι η σύμβαση ενοικίασης είχε μετατραπεί σε περιοδική σύμβαση από μήνα σε μήνα με έναρξη την 1/1/1959, η ειδοποίηση τερματισμού που δόθηκε στις 25/5/1959 με την οποία οι ενοικιαστές ενημερώνονταν ότι η ενοικίαση έληγε την τελευταία ημέρα του επόμενου μήνα (Ιούνιο 1959), αποτελούσε έγκυρο τερματισμό της εν λόγω ενοικίασης. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η ειδοποίηση ήταν έγκυρη και η ενοικίαση τερματίστηκε την τελευταία ημέρα του Ιουνίου του έτους 1959, παρά το ότι δηλαδή δόθηκε ειδοποίηση μεγαλύτερη του ενός μήνα. Στην Βαβέλ Μπουτίκ (πιο πάνω), λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με την ειδοποίηση ενός μήνα σε σχέση με περιοδικές συμβάσεις ενοικίασης:
«Είναι επίσης απαραίτητο, όπως προκύπτει από σχετικές αυθεντίες (δέστε, μεταξύ άλλων, Glykys v. Ioannides, πιο πάνω), ότι η διδόμενη ειδοποίηση πρέπει να λήγει την τελευταία ημέρα του μηνός, εάν η από μήνα σε μήνα ενοικίαση, όπως στην παρούσα περίπτωση, ξεκινούσε την πρώτη κάθε μηνός. Ο όρος αυτός ικανοποιείται από το γεγονός ότι η εφεσίβλητη ειδοποίησε την εφεσείουσα ότι θα κρατούσε το υποστατικό και το μήνα Μάιο. Δεν απαιτείτο δε να καθορίσει και ημερομηνία παράδοσης. Ήταν σαφές ότι η ημερομηνία αυτή θα ήταν, το αργότερο η 1η Ιουνίου. Καταλήγουμε πως η προφορική πληροφόρηση συνιστούσε έγκυρη ειδοποίηση τερματισμού. Πέρα όμως απ’όλα τα πιο πάνω, παρατηρούμε και τα ακόλουθα. Οι κανόνες και οι αρχές με βάση τις οποίες κρίνεται αν μία ειδοποίηση τερματισμού είναι νόμιμη και έγκυρη, σκοπό έχουν κυρίως να πληροφορήσουν σαφώς και εγκαίρως το πρόσωπο προς το οποίο δίδεται η ειδοποίηση, είτε αυτό είναι ο ενοικιαστής ή ο ιδιοκτήτης, ώστε να μπορεί να προγραμματίζει τις επόμενες ενέργειές του. Άρα, οι αρχές αυτές ισχύουν προς όφελος του προσώπου προς το οποίο δίδεται η ειδοποίηση τερματισμού.» (υπογράμμιση δική μου)
Στην υπό εξέταση περίπτωση, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Ενάγοντας απέστειλε στην Εναγόμενη την επιστολή ημερ.12/6/2020 (βλ.Δέσμη Τεκμηρίων 5) και ότι η Εναγόμενη παρέλαβε αυτή τον Ιούνιο του 2020. Με την εν λόγω επιστολή ο Ενάγοντας πληροφορούσε την Εναγόμενη ότι τερμάτιζε την μεταξύ των διαδίκων ενοικίαση και ζητούσε επιστροφή της κατοχής του διαμερίσματος μέχρι την 1/8/2020. Συνεπάγεται ότι, η Εναγόμενη πληροφορήθηκε ότι θα είχε τη δυνατότητα να κρατήσει το επίδικο διαμέρισμα και ολόκληρο τον μήνα Ιούλιο 2020 και δεν απαιτείτο να καθορίσει ο Ενάγοντας και ημερομηνία παράδοσης, εφόσον ήταν σαφές ότι η ημερομηνία αυτή θα ήταν το αργότερο η 1η Αυγούστου 2020. Η ειδοποίηση έληγε την τελευταία ημέρα του μηνός, αφού η υπό εξέταση περιοδική ενοικίαση ξεκινούσε την πρώτη κάθε μηνός.[12]Το ότι δόθηκε ειδοποίηση μεγαλύτερη του ενός μήνα δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της ειδοποίησης.[13]
Δεν μου διαφεύγει ότι με την ίδια επιστολή ζητείτο και η καταβολή οφειλόμενων ενοικίων εντός 15 ημερών από την επίδοση της στην Εναγόμενη. Όμως με την κατάληξη ότι η υπό εξέταση ενοικίαση αποτελεί περιοδική ενοικίαση, είμαι της άποψης ότι, ως προκύπτει και από την προαναφερόμενη Νομολογία, η σχετική προθεσμία που πρέπει να δίδεται με την ειδοποίηση αφορά τον χρόνο παράδοσης της κατοχής του ακινήτου και όχι προθεσμία που δύναται να τεθεί σε σχέση με οιαδήποτε άλλη αξίωση που σχετίζεται με την ενοικίαση, όπως οφειλόμενα ενοίκια. Εξάλλου, ο τερματισμός της ενοικίασης δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για την προώθηση μιας τέτοιας αξίωσης.[14]
Όσο αφορά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στα πλαίσια της προδικαστικής ένστασης της Εναγόμενης σχετικά με το έγκυρο και νόμιμο του τερματισμού, ότι ήταν απαραίτητο να οφείλονται ενοίκια από πλευράς της ώστε να δύναται ο Ενάγοντας να τερματίσει την ενοικίαση, η εν λόγω θέση, κατά την κρίση μου, δεν ευσταθεί. Εφόσον αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η Εναγόμενη κατείχε το υποστατικό, χωρίς να υπάρχει σε ισχύ έγκυρη συμφωνία, η κατοχή την οποία αυτή είχε, δεν ήταν συμβατική αλλά τεκμαρτή (by implication of law), στη βάση περιοδικής ενοικίασης από μήνα σε μήνα.[15] Ως προκύπτει από την σχετική Νομολογία, σε περιοδικές ενοικιάσεις, ο ιδιοκτήτης ή και ο ίδιος ο ενοικιαστής, έχουν το δικαίωμα να τερματίσουν την ενοικίαση δίδοντας την πρέπουσα ειδοποίηση χωρίς να είναι απαραίτητη η παράθεση συγκεκριμένου λόγου για τον τερματισμό, όπως ισχύει σε τερματισμό συμβατικής ενοικίασης.
Συνεκτιμώντας όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι ο χρόνος παράδοσης του διαμερίσματος, όπως αυτός καθορίστηκε με την επιστολή ημερ.12/6/20 (βλ.Δέσμη Τεκμηρίων 5), ήταν εντός των παραμέτρων που η νομολογία καθόρισε σε σχέση με τον τερματισμό περιοδικής ενοικίασης. Κατά συνέπεια η ειδοποίηση ήταν έγκυρη και νόμιμη με αποτέλεσμα τον τερματισμό της υπό κρίση περιοδικής μηνιαίας ενοικίασης και ο Ενάγοντας δικαιούται σε ανάκτηση της κατοχής του διαμερίσματος του από την Εναγόμενη. Η εν λόγω κατάληξη σφραγίζει και την μοίρα των σχετικών προδικαστικών ενστάσεων της Εναγόμενης[16], οι οποίες και απορρίπτονται.
58. Κατά πόσο οφείλονταν ενοίκια από την Εναγόμενη κατά την καταχώρηση της αγωγής και, σε περίπτωση που οφείλονταν, το ακριβές ποσό.
Αρχικά να αναφέρω ότι, εφόσον η σχετική μαρτυρία από πλευράς της Εναγόμενης περί της ύπαρξης υπόσχεσης ή άλλως πως αποδοχής του Ενάγοντα για μείωση του ενοικίου στο ποσό των €250 δεν έχει γίνει αποδεκτή, δεν τίθεται υπόβαθρο για εξέταση της προδικαστικής της ένστασης και υπεράσπισης της στην βάση κωλύματος εξ ’υποσχέσεως. Η έκφανση αυτού που προσδιορίζεται ως κώλυμα εξ' υποσχέσεως (promissory estoppel), εκπηγάζει από την Αγγλική Νομολογία[17] και αναγνωρίζει την αρχή ότι δεν θα ήταν δίκαιο να επιμένει κάποιος στην πλήρη και αυστηρή εφαρμογή των συμβατικών του δικαιωμάτων όταν ο ίδιος με προγενέστερη συμπεριφορά του είχε αποδεχθεί τη μερική εκπλήρωση. Στην Κύπρο, η υπεράσπιση του κωλύματος προαπαιτεί (α) ύπαρξη παράστασης γεγονότος, (β) το μη αμφιλεγόμενο της παράστασης, (γ) η ύπαρξη πρόθεσης ή συμπεριφοράς που να εγείρει ένεκα αυτής τεκμήριο ότι το πρόσωπο προς το οποίο έγινε η παράσταση επρόκειτο να ενεργήσει θεωρώντας την ως ορθή, (δ) η ύπαρξη ενέργειας με βάση την παράσταση εκ μέρους του προσώπου που εγείρει το θέμα και (ε) το γεγονός ότι οι ανακριβείς δηλώσεις ή αμέλεια πρέπει να ήταν η άμεση αιτία της απώλειας ή τους λάθους που προκάλεσε τη ζημιά.[18] Ως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο απέρριψε την μαρτυρία της Εναγόμενης περί της ύπαρξης τέτοιας παράστασης από πλευράς του Ενάγοντα.
Από τα γεγονότα που έχουν αποδειχθεί προς ικανοποίηση μου, στο αντίστοιχο βάρος απόδειξης, προκύπτει ότι κατά την έγερση της αγωγής οφείλονταν ενοίκια από την Εναγόμενη για την περίοδο από τον Φεβρουάριο 2020 (συμπεριλαμβανομένου) μέχρι και τον Ιούνιο του 2020, όταν κατόπιν τερματισμού δόθηκε προθεσμία 15 ημερών από την επίδοση της σχετικής επιστολής στην Εναγόμενη να καταβάλει τα οφειλόμενα στο μεταξύ ενοίκια. Η εν λόγω προθεσμία έληξε εντός του Ιουλίου 2020 και συνεπώς τα οφειλόμενα από πλευράς της ενοίκια, ποσό €550 μηνιαίως, συνολικά ανέρχονταν στο ποσό των €3.300 (6 μήνες Χ €550). Εν όψει του περιορισμού της απαίτησης του Ενάγοντα στο ποσό των €500 μηνιαίως, κρίνω ότι προκύπτει ως οφειλόμενο ποσό από πλευράς της Εναγόμενης για ενοίκια που αντιστοιχούν στην εν λόγω περίοδο, το ποσό των €3.000 (6 μήνες Χ €500). Έχοντας, υπόψη ότι ουδέν ποσό κατέβαλε η Εναγόμενη κατά την εν λόγω περίοδο, συνεπάγεται ότι το εν λόγω ποσό παρέμεινε οφειλόμενο και κατά την καταχώρηση της αγωγής.
Η απαίτηση του Ενάγοντα όμως για δεδουλευμένα ενοίκια δεν δύναται να περιλαμβάνει και την περίοδο που ακολουθεί τον τερματισμό της ενοικίασης. Με τον τερματισμό της ενοικίασης, η διατήρηση της κατοχής από τον ενοικιαστή, καθιστά αυτόν παράνομο επεμβασία και ο ιδιοκτήτης μπορεί να αξιώσει αποζημιώσεις για ενδιάμεσα οφέλη (‘mesne profits’). Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα Bullen & Leake and Jacob's Precedents of Pleadings, 12η έκδοση, σελ. 592, όπου καταγράφονται τα ακόλουθα σχετικά:
«Relief claimed. As soon as a tenant's interest is legally determined, his holding becomes wrongful, and is in law a trespass for which damages in respect of mesne profits may be recovered. The expression "mesne profits" is only another term for damages for trespass arising from the particular relationship of landlord and tenant (Bramwell v. Bramwell (1942) 1 K.B. 370).»
Περαιτέρω, στο σύγγραμμα WOODFALL Landlord & Tenant Factbook- κεφάλαιο 8A- Landlord's remedies- αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με τις θεραπείες του ιδιοκτήτη σε παρόμοιας φύσης περιπτώσεις αλλά και το μέτρο της αποζημίωσης :
«If a tenant remains in possession following expiry of a legal right to do so, the landlord is entitled to mesne profits, i.e. a sum of money for use and occupation to cover the relevant period of unlawful occupation or trespass. Normally the sum awarded for mesne profits is based on the open market rental value of the property, but there are exceptions depending on the facts of each case. If the value of the benefit received by the unlawful occupier is greater than the market value, the landlord can generally elect to claim the value of that benefit.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι, μετά τον τερματισμό μιας ενοικίασης ως η υπό εξέταση, εγείρεται δυνατότητα για αξίωση καταβολής ενδιάμεσων οφειλών. Σε τέτοια περίπτωση ο ιδιοκτήτης δικαιούται να αποζημιωθεί για την περίοδο που παρανόμως ο ενοικιαστής κατείχε ή επενέβαινε επί της ενοικιαζόμενης οικίας μέχρι την παράδοση της κατοχής της. Στο θέμα του υπολογισμού των αποζημιώσεων η Κυπριακή Νομολογία υιοθετεί ως μέτρο την ενοικιαστική αξία του υποστατικού.[19]
Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχει παρουσιαστεί καμιά μαρτυρία από την πλευρά του Ενάγοντα σε σχέση με την ενοικιαστική αξία του διαμερίσματος. Σύμφωνα όμως με το Halsbury's Laws of England, 4th Edition, vol 27, παρα. 255 δεν απαιτείται πάντοτε μαρτυρία εμπειρογνώμονα σχετικά με την ενοικιαστική αξία εφόσον μπορεί να αποδειχθεί με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Συγκεκριμένα, αναφέρονται τα εξής:
«The landlord may recover in an action for mesne profits the damages which he has suffered through being out of possession of the land or, if he can prove no actual damage caused to him by the defendant's trespass, the landlord may recover as mesne profits the amount of the open market value of the premises for the period of the defendant's wrongful occupation. In most cases the rent paid under the expired tenancy will be strong evidence as to the open market value.»
Κρίνεται συνεπώς πως και στην παρούσα περίπτωση, το συμφωνηθέν και καταβαλλόμενο από την Εναγόμενη ενοίκιο κατά τον τερματισμό της ενοικίασης, αποτελεί επαρκή απόδειξη και μέτρο αποτίμησης της απώλεια του Ενάγοντα, δηλαδή το ποσό των €550 μηνιαίως. Όμως, εν όψει του περιορισμού της απαίτησης του Ενάγοντα για τα οφειλόμενα ενοίκια μέχρι και την ημερομηνία τερματισμού στο ποσό των €500, κρίνω ορθότερο υπό τις περιστάσεις όπως επιδικαστεί υπέρ του Ενάγοντα το ποσό των €500 μηνιαίως από την 1/8/2020, ημερομηνία μέχρι την οποία ζητήθηκε η επιστροφή του ακινήτου και δεν επιστράφηκε.
59. Κατά πόσο η Εναγόμενη δικαιούται σε γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις και/ή παραδειγματικές αποζημιώσεις, ένεκα της συμπεριφοράς του Ενάγοντα απέναντι της, συμπεριλαμβανομένης της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος στο διαμέρισμα τον Δεκέμβριο 2020
Αναφορικά με την αξίωση της για γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης από πλευράς του Ενάγοντα, κρίνω ότι δεν έχει προσαχθεί οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου, τουλάχιστον το οποίο να έγινε αποδεκτό, που να καταδεικνύει παράβαση από πλευράς του Ενάγοντα των όρων της μεταξύ των διαδίκων αρχικής συμφωνίας ή και της ενοικίασης που ακολούθησε μεταξύ τους. Συνεπώς, το σχετικό σκέλος της ανταπαίτησης κρίνεται απορριπτέο.
Περαιτέρω, όσο αφορά τις τιμωρητικές αποζημιώσεις που διεκδικεί η Εναγόμενη, με βάση τη νομολογία, η επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων επιτρέπεται στις περιπτώσεις εκείνες που η διαγωγή του εναγόμενου είναι τόσο αξιόμεμπτη ώστε να αρμόζει η επιβολή τιμωρίας από πολιτικό Δικαστήριο. Τέτοια διαγωγή είναι εκείνη που συνοδεύεται από έντονα στοιχεία αλαζονείας, θρασύτητας ή αθέμιτου κινήτρου ή όταν τείνει να ταπεινώσει το θύμα του αδικήματος.[20] Τιμωρητικές αποζημιώσεις αποδίδονται για να δείξει το Δικαστήριο τον αποτροπιασμό του για τη συμπεριφορά του εναγόμενου έχοντας στόχο τόσο την τιμωρία όσο και τον παραδειγματισμό.[21] Στην παρούσα περίπτωση, έχοντας υπόψη και ότι η μαρτυρία της Εναγόμενης δεν έγινε αποδεκτή, δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε από την υπόλοιπη μαρτυρία, η οποία έγινε αποδεκτή, τέτοια διάθεση και συμπεριφορά από πλευράς του Ενάγοντα ούτε και πρόθεση να ταπεινώσει την Εναγόμενη. Ακόμη και σε σχέση με την διακοπή της ηλεκτροδότησης, ο ίδιος ανέφερε, στα πλαίσια της μαρτυρίας του που έγινε αποδεκτή, ότι οι ενέργειες του οφείλονταν στον μετριασμό της ζημιάς του εφόσον η Εναγόμενη σταμάτησε να καταβάλει ενοίκια και οι λογαριασμοί κοινής ωφελείας, ήταν στο όνομα του. Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η επιδίκαση των εν λόγω αποζημιώσεων στην Εναγόμενη.
Σε σχέση με την αξίωση της για παραδειγματικές αποζημιώσεις, στην Κωνσταντίνου ν. Γ. & Κ. Σοφοκλέους Λτδ, Πολ. Έφ. 11399, ημερ. 23.12.2003 αποφασίστηκε ότι δεν υπάρχει περιθώριο για επιδίκαση παραδειγματικών αποζημιώσων όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχουν ενώπιον του στοιχεία για τον καθορισμό της πραγματικής απώλειας - της συνήθους ζημιάς, εφόσον δεν δύναται να να εξετάσει κατά πόσο το ποσό που θα επεδίκαζε με τη μορφή των συνήθων αποζημιώσεων ήταν ανεπαρκές.[22] Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει προσαχθεί οιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς της Εναγόμενης για την πραγματική απώλεια που υπέστη ένεκα της διακοπής του ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία παρέμεινε αδιαμφισβήτητη από πλευράς του Ενάγοντα, και η υπόλοιπη της μαρτυρία δεν έχει γίνει αποδεκτή. Ως εκ τούτου κρίνω ότι ούτε παραδειγματικές αποζημιώσεις δικαιούται.
VIII. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
60. Ως εκ των ανωτέρω, εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος α) της αξίωσης του Ενάγοντα με την προσθήκη των λέξεων «στον Ενάγοντα» μετά την λέξη «παραδώσει». Ο χρόνος συμμόρφωσης με το διάταγμα ορίζεται σε 30 ημέρες από την επίδοση του.
Εκδίδεται απόφαση, υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, για ποσό €3.000, ως οφειλόμενα ενοίκια για την περίοδο από 1/2/2020 έως και 1/7/2020.
Εκδίδεται περαιτέρω απόφαση, υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, για ποσό για ποσό €500 το μήνα ως ενδιάμεσα οφέλη και/ή ως αποζημίωση για την κατοχή και/ή χρήση του διαμερίσματος με αριθμό [ ] στον 2ο όροφο της πολυκατοικίας «[ ]» στην οδό [ ] 12, στην Λεμεσό, (αρ.εγγραφής 0/[ ], Φ/Σχ.54/570504, Τμήμα 3, Τεμάχιο ΕΠΙ [ ]) από 1/8/2020 μέχρι και την παράδοση ελεύθερης και κενής κατοχής του στον Ενάγοντα, με νόμιμο τόκο επί κάθε τέτοιου ποσού από το χρόνο που τούτο κατέστη ή θα καταστεί οφειλόμενο μέχρι τελείας εξόφλησής του.
61. Η ανταπαίτηση της Εναγόμενης εναντίον του Ενάγοντα απορρίπτεται.
62. Με δεδομένη την συνεκδίκαση Αγωγής και Ανταπαίτησης, επιδικάζεται ένα σετ εξόδων υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.)............................
Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση.
[2] Αποδείξεις αρ.541401, 541402, 541403, 541404, 541405, 541406, 541407, 541408, 541409, 541410, 541412 και 541411).
[3] Ημερ.4/02/19, 4/3/19, 2/04/19, 03/05/19, 3/6/19, 1/7/19, 7/8/19, 9/9/19, 9/10/19, 6/11/19, 30/12/19 και 1/1/2020.
[4] Frederickou Schools Co Ltd κ.ά. v. Acuac Inc. (2002) 1 Α.Α.Δ. 1527.
[5] Τιμοθέου v. Αστυνομίας (2012) 2 Α.Α.Δ. 671.
[6] Αποδείξεις αρ.541401, 541402, 541403, 541404, 541405, 541406, 541407, 541408, 541409, 541410, 541412 και 541411).
[7] Απόδειξη αρ.541411, ημερ.1/1/2020.
[8] ΕΓΓΡΑΦΟ ‘Β’, παρ.8.
[9] ΕΓΓΡΑΦΟ ‘Β’, παρ.10.
[10] ΕΓΓΡΑΦΟ ‘Β’, παρ.15.
[11] Βλ.Tryfon Co. v. Black and Decker (1983) 1 C.L.R. 971 και Adler v. Blackman [1952] 2 All E.R. 945.
[12] Βαβέλ Μπουτίκ Λτδ ν. Χρίστου Προδρόμου κ.ά. (2007) 1 ΑΑΔ 241).
[13] Glykys v. Ioannides (1959-60) 2 C.L.R. 220.
[14] Άρθρο 73, Περί Συμβάσεων Νόμος (ΚΕΦ.149).
[15] Βλ.Tryfon Co. v. Black and Decker (1983) 1 C.L.R. 971 και Adler v. Blackman [1952] 2 All E.R. 945.
[16] Παρ.1 και 3 της Έκθεσης Υπεράσπισης.
[17] Hughes v. Metropolitan Rly Co (1877) 2 App Cas 439 και Central London Property Trust v. High Trees House Ltd (1956) 1 ALL ER 256.
[18] Ελληνική Τράπεζα ν. Πολυδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 68 και Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας Λτδ (2005) 1Α Α.Α.Δ 127.
[19] Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Kύπρου (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 882 και Adrian Holdings Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ( 1998) 1 Α.Α.Δ. 1836.
[21] Stassinos Investment and Finance Limited v. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 142/2013, ημερ. 3/3/2020.
[22] Βλ. επίσης Rookes v. Barnard [1964] A.C. 1129 και Papakokkinou and Others v. Kanther (1982) 1 C.L.R. 65.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο