ANDREAS CHARALAMBOUS (KOUTZIOULIS) CONSTRUCTION COMPANY LTD ν. Μαρία Ταβέλη, Αρ. Αγωγής: 2296/2017, 25/7/2025
print
Τίτλος:
ANDREAS CHARALAMBOUS (KOUTZIOULIS) CONSTRUCTION COMPANY LTD ν. Μαρία Ταβέλη, Αρ. Αγωγής: 2296/2017, 25/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Πασιαρδή, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2296/2017

Μεταξύ:

 

ANDREAS CHARALAMBOUS (KOUTZIOULIS) CONSTRUCTION COMPANY LTD

                                                                                                        Ενάγουσας

            -και-   

 

Μαρία Ταβέλη

                                                                                    Εναγόμενης

Ημερομηνία: 25 Ιουλίου 2025

Εμφανίσεις:

Για την Ενάγουσα: κος Κ. Κωνσταντινίδης για Μιχαηλίδης & Παντελή Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε

Για την Εναγόμενη: κα Χ. Αναξαγόρου μαζί με κα Κ. Κίτσιου για Γεώργιος Ν. Τσίκκος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Εισαγωγή - Δικόγραφα

  1. Η Ενάγουσα καταχώρησε στις 01/08/2017 την παρούσα αγωγή με κλητήριο ένταλμα ειδικώς οπισθογραφημένο και σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης αξιώνει από την Εναγόμενη το ποσό των €2,850 ως οφειλόμενο ποσό για παράβαση προφορικής σύμβασης παροχής εργολαβικών υπηρεσιών. Ειδικότερα σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με κύρια δραστηριότητα την εκτέλεση εργολαβικών εργασιών και την 02/08/2007 συμβλήθηκε με την Εναγόμενη κατόπιν σχετικής προσφοράς εργασιών για την ανέγερση της κατοικίας της καταβάλλοντας το ποσό των 14,500Λ.Κ. Έπειτα ισχυρίζεται ότι κατόπιν νέας προφορικής συμφωνίας το έτος 2009 ανέλαβε την αποπεράτωση επιπλέον εργασιών για την Εναγόμενη πέραν των αρχικά συμφωνημένων, για το συνολικό ποσό των €2,850, οι οποίες καταγράφονται. Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη εμπλάκηκε προσωπικά στην προφορική συμφωνία και ότι σε αυτή  συμπεριλαμβάνονταν τα εργατικά αλλά όχι η αγορά των υλικών. Παρά το ότι η Ενάγουσα ζήτησε από την εναγόμενη να φέρει αρμόδιο εργολάβο- μηχανικό για σκοπούς επιθεώρησης των εργασιών μετά την διεκπεραίωση τους ώστε να εκδοθεί σχετικό διατακτικό, όπως γίνεται νομότυπα αυτό δεν κατέστη εφικτό καθότι η Εναγόμενη ενεργούσε ως επιβλέπον μηχανικός.  Δικογραφείται περαιτέρω ότι η Εναγόμενη παραλείπει να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό παρά τις προφορικές και γραπτές οχλήσεις της Ενάγουσας και των συνηγόρων της.

 

  1. Με την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση της ημερομηνίας 20/09/2017 η Εναγόμενη αρνείται τη σύναψη προφορικής συμφωνίας με την Ενάγουσα και προωθεί τη θέση ότι αυτή συνάφθηκε με τον κο Ανδρέα Χαραλάμπους Κουτζιουλή. Έπειτα δικογραφείται ότι το εν λόγω πρόσωπο στο παρελθόν καταχώρησε την πολιτική αγωγή 5261/2009 εναντίον της Εναγόμενης για τους ίδιους ακριβώς λόγους με την παρούσα. Ισχυρίζεται ότι εκείνη η αγωγή και ανταπαίτηση αποσύρθηκαν κατόπιν συμφιλίωσης τους με σκοπό να κλείσουν οικονομικές διαφορές. Ο εκεί ενάγοντας κατέβαλε τα δικηγορικά έξοδα και η εδώ Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ήταν ρητός όρος της συμφωνίας τους ότι η απόσυρση της αγωγής και ανταπαίτησης θα σήμαινε και την πλήρη διευθέτηση των μεταξύ τους οικονομικών συμπεριφορών. Αποδέχεται τον ισχυρισμό περί προηγούμενης συνεργασίας με την Ενάγουσα και εξόφληση των εκεί οφειλόμενων ποσών.

 

  1. Σχετικά με τη νέα προφορική συμφωνία του 2009 αποδέχεται τις εργασίες που καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης και ισχυρίζεται ότι η συμφωνία περιλάμβανε και 2 άλλες εργασίες. Περαιτέρω, αρνείται ότι οφείλει οποιοδήποτε ποσό καθότι οι εργασίες που εκτέλεσε ο Ανδρέας Χαραλάμπους Κουτζιουλή ήταν ελαττωματικές, χρησιμοποιήθηκαν ευτελή υλικά. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι απέστειλε σχετική επιστολή ημερομηνίας 14/07/2009 τερματίζοντας την προφορική συμφωνία καλώντας τον να πληρώσει τις ζημιές που υπέστη. Παραθέτει λεπτομέρειες των κακοτεχνιών που θεωρεί ότι υπήρχαν με αποτέλεσμα να πρέπει να προβεί σε ενέργειες επιδιόρθωσης των εν λόγω κακοτεχνιών, καταβάλλοντας το ποσό των €8,282 το οποίο αξιώνει με την Ανταπαίτηση της ως ειδικές ζημιές στη βάση παράβασης σύμβασης. Αρνείται ότι η Ενάγουσα την κάλεσε να πληρώσει οποιοδήποτε ποσό και απεναντίας είναι η ίδια που αξίωσε την πληρωμή ποσού από τον Ανδρέα Χαραλάμπους Κουτζιουλή.

 

  1. Η Ενάγουσα με την Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση ημερομηνίας 27/09/2017 αρνείται κάθε ισχυρισμό της Εναγόμενης  και ειδικότερα τους ισχυρισμούς περί πρόκληση ζημιάς ή ύπαρξης κακοτεχνιών. Διευκρινίζει ότι τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν δόθηκαν από τον υιό της Εναγόμενης όπως είχε συμφωνηθεί, ότι η μόνωση έγινε από τον υιό της Εναγόμενης, ότι η Ενάγουσα ανέλαβε απλά την τοποθέτηση κεραμικών και ότι το πρόβλημα στις ρήσεις του γκαράζ είναι από το αρμόδιο πρόσωπο που κατασκεύασε τα καλούπια ενώ η Ενάγουσα απλά τοποθέτησε τα κεραμικά. Αγνοεί δε το ποσό που ισχυρίζεται η Ενάγουσα ότι καταβλήθηκε και το οποίο αξιώνεται ως ειδικές ζημιές.

 

 

   

 

Διαδικασία

5.    Συμφωνήθηκε από τους συνηγόρους ότι ενόψει της φύσης της απαίτησης και ανταπαίτησης, αμφότερες θα συνεκδικαστούν. Προς υποστήριξη των θέσεων της Ενάγουσας, δόθηκε μαρτυρία από τον κ. Ανδρέα Χαραλάμπους Κουτζιουλή (ME1). Προς υποστήριξη της ισχυρισμών της Εναγόμενης δόθηκε μαρτυρία από την Εναγόμενη, τον κ. Αυγουστή Αυγουστή (ΜΥ1) και τον κ. Ανδρέα Παναγιώτου (ΜΥ2). Το σύνολο της προφορικής μαρτυρίας είναι καταγεγραμμένο στα πρακτικά που τηρήθηκαν και όλες οι γραπτές δηλώσεις και όλα τα Τεκμήρια βρίσκονται κατατεθειμένα στον φάκελο της διαδικασίας. Τα επιχειρήματα και όλη η μαρτυρία που προσκομίσθηκε, αμφοτέρων των πλευρών, εξετάστηκαν σε όλη τους την εμβέλεια από το Δικαστήριο, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ειδικής επίκλησής τους καθότι δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (BITONIC LTD v. BΑNK OF MOSCOW-BANK JOINT STOCK COMPANY ΠΡΩΗΝ JOINT STOCK COMMERCIAL BANK "BANK OF MOSCOW" (OPEN JOINT-STOCK COMPANY), Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 117/2018, 16/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A113, Νίκος Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

Μαρτυρία

 

  1. Στην παρούσα ενότητα θα συνοψίσω τη μαρτυρία των διαδίκων και επισημαίνω ότι δεν είναι αναγκαίο για το Δικαστήριο να παραθέτει ολόκληρη την μαρτυρία που παρουσίασε η κάθε πλευρά ή να αναφέρεται σε όλες τις πτυχές της. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω θα προχωρήσω να παραθέσω όσο το δυνατό πιο περιεκτικά την μαρτυρία του κάθε μάρτυρα, με τη σειρά που προσκόμισαν μαρτυρία, έχοντας όμως υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας για σκοπούς αξιολόγησης της (Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. v. Ανδρέα Στατιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).  Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας με δηλώσεις των συνηγόρων τα πιο κάτω δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα:

·         Η Ενάγουσα εταιρεία είναι εγγεγραμμένη στον Έφορο Εταιρειών.

 

·         Τα δικηγορικά έξοδα στις αγωγές 5260/2009 και 5261/2009 έχουν εξοφληθεί από τον Διευθυντή της Ενάγουσας.

 

  1. Επιπλέον κατατέθηκε ως παραδεκτό έγγραφο δηλαδή και για την αλήθεια του περιεχόμενου του Δικαστικό Διάταγμα ημερομηνίας 13/01/2016 στην πολιτική αγωγή 5261/2009 (Τεκμήριο Α).

 

 

 

 

Μαρτυρία Ανδρέα Χαραλάμπους Κουτζιουλή (ΜΕ1)

8.    Ο ΜΕ1 είναι Διευθυντής της Ενάγουσας και στη γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Α), κατ' ουσίαν, επανέλαβε τις θέσεις της Ενάγουσας, ως αυτές καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης καταθέτοντας αριθμό εγγράφων στα οποία θα αναφερθώ εκεί όπου χρειάζεται. Στη δήλωση του καταγράφεται ότι  κατά τον ουσιώδη χρόνο η Ενάγουσα κατείχε εργοληπτική άδεια και ότι και ο ίδιος προσωπικά είναι εργολάβος, επάγγελμα που ασκεί για περισσότερα από 45 χρόνια. Έπειτα εξιστορεί τη συνεργασία του με την Εναγόμενη με την οποία συμφώνησε την 02/08/2007 να εκτελέσει εργασίες στα πλαίσια ανέγερσης της οικίας της, εργασίες για τις οποίες πληρώθηκε πλήρως το συμφωνηθέν ποσό. Περιγράφει ότι το 2009 η Ενάγουσα μέσω του ίδιου, δυνάμει νέας προφορικής συμφωνίας, ανέλαβε την αποπεράτωση εργασιών για την Εναγόμενη, τις οποίες ζήτησε η ίδια εφόσον παρέμεινε ευχαριστημένη με τις προηγούμενες. Μετά την περιγραφή των εργασιών που εκτέλεσε καταγράφει ότι το ποσό που συμφωνήθηκε ήταν €2,850 και εξηγεί ότι η Εναγόμενη που είναι εκπαιδευτικός τα καλοκαίρια της άρεσε να επιβλέπει τις εργασίες. Στη συνέχεια αναφέρεται στην άρνηση της Εναγόμενης να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό και ότι ο ίδιος αρνείται ότι εκτελέστηκαν ελαττωματικές εργασίες στην οικία της Εναγόμενης. Διευκρινίζει ότι, κατόπιν συμφωνίας των μερών τα υλικά που θα χρησιμοποιούνταν είχαν αγοραστεί από τον υιό της και στον οποίο παρείχε υπηρεσίες η Ενάγουσα. Για το πρόβλημα μόνωσης στους τοίχους ισχυρίζεται ότι το μονωτικό υλικό τοποθετήθηκε από τον υιό της Εναγόμενης και ότι η Ενάγουσα απλά ανέλαβε την τοποθέτηση κεραμικών. Θεωρεί ότι οι εργασίες εκτελέστηκαν με κάθε επαγγελματισμό σύμφωνα με  τις οδηγίες της Εναγόμενης. Έπειτα αναφέρεται στις κλίσεις του γκαράζ της κατοικίας της Εναγόμενης και ότι αυτές είχαν γίνει από τον αρμόδιο κατασκευαστή καλουπιών και ότι ο ίδιος απλά τοποθέτησε τα κεραμικά που του υποδείχθηκαν. Θεωρεί ότι λόγω της παρουσίας της Εναγόμενης κατά το χρόνο των εργασιών έχει προσωπική εμπλοκή στην προφορική συμφωνία και διευκρινίζει ότι στην τιμή των υπηρεσιών του συμπεριλαμβάνονταν τα εργατικά.

 

9.    Μετά την αποπεράτωση των εργασιών, η Ενάγουσα μέσω του ιδίου κάλεσε την Εναγόμενη να φέρει αρμόδιο εργολάβο-μηχανικό για έλεγχο των εργασιών για να εκδοθεί σχετικό διατακτικό αλλά θεωρεί ότι αυτό δεν έγινε επειδή η Εναγόμενη λειτουργούσε ως επιβλέπων μηχανικός. Παρά τις εκκλήσεις των δικηγόρων της Ενάγουσας η Εναγόμενη αρνείται να πληρώσει και αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε δύο επιστολές ημερομηνιών 10/07/2009 (Τεκμήριο 8) και 26/08/2009 (Τεκμήριο 9) που όπως δήλωσε αποστάλθηκαν από την Ενάγουσα. Επιπλέον, αναφέρεται στην καταχώριση δύο αγωγών από τον ίδιο λόγω της άρνησης να πληρωθούν τα ποσά που οφείλονταν εναντίον της Εναγόμενης και του υιού της, για τις ίδιες εργασίες που αφορά η παρούσα. Οι εν λόγω διαδικασίες αποσύρθηκαν άνευ βλάβης και πληρώθηκαν δικηγορικά έξοδα προς την Εναγόμενη και τον υιό της. Προσκόμισε σχετικές φωτογραφίες των εργασιών (Τεκμήριο 6), χειρόγραφη κατάσταση των επιπλέον εργασιών που συμφωνήθηκαν (Τεκμήριο 7) καθώς και έκθεση πολιτικού μηχανικού που είχε διορίσει η Εναγόμενη (Τεκμήριο 2).

 

10. Αντεξεταζόμενος ρωτήθηκε αν συμφωνεί ότι ο ίδιος προσωπικά συμβλήθηκε με την Εναγόμενη και ανέφερε ότι είναι ο Διευθυντής της εταιρείας και ότι οι εργασίες που έγιναν στην οικία της εναγόμενης έγιναν από τους υπαλλήλους της εταιρείας. Επιπλέον ερωτήθηκε να προσκομίσει οποιαδήποτε επιστολή απέστειλε η εταιρεία του προς την Εναγόμενη και ανέφερε ότι ζήτησε να πληρωθεί προφορικά δεν χρειαζόταν επιστολή. Επίσης, αναφέρθηκε σε φόρμες του Φ.Π.Α τις οποίες υπέγραψε. Σε υποβολή ότι ουδέποτε απέστειλε η Ενάγουσα οποιαδήποτε επιστολή άλλα ότι αυτές στάλθηκαν εκ μέρους του προσωπικά, ανέφερε ότι ο ίδιος είναι ο διευθυντής και ότι η εταιρεία ήταν δική του όλα έρχονταν κοντά του.

 

11. Σε υποβολή ότι αποτελούν ξεχωριστά πρόσωπα η εταιρεία και ότι άλλες δουλειές έκανε η εταιρεία και άλλες ο ίδιος, ανέφερε ότι η Ανταπαίτηση είναι προς την εταιρεία. Σε υποβολή γιατί οι αγωγές κινήθηκαν από τον ίδιο προσωπικά εξήγησε ότι «Έγινε λάθος από τον Δικηγόρο μου γι’ αυτό και το σταματήσαμε και πήγαμε με την εταιρεία μετά από 7 χρόνια που πήγε δίκη συνειδητοποιούμε ότι ήταν του Ανδρέα και όχι της εταιρείας» και δεν γνωρίζει γιατί δεν λέει στην απόφαση τον λόγο απόσυρσης. Αρνήθηκε τη θέση ότι συμφώνησε με την Εναγόμενη να λύσουν τις διαφορές τους. Συμφώνησε, ότι όταν καταχωρήθηκε η αγωγή το 2009 δεν κατείχε προσωπικά άδεια εργολάβου αλλά η εταιρεία του. Του υποβλήθηκε ότι ο λόγος απόσυρσης ήταν το γεγονός ότι τότε δεν ήταν αδειούχος εργολάβος αλλά δεν γνώριζε να απαντήσει. Δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί δεν στάλθηκε επιστολή απαίτησης από την Ενάγουσα μετά την απόσυρση της αγωγής του 2009 και παρέπεμψε στο ότι το είχε αναθέσει στο δικηγόρο του.

 

12. Σε άλλη ερώτηση σχετικά με προηγούμενη αναφορά του ότι η προφορική συμφωνία ήταν συνέχεια αυτής του 2007 εξήγησε ότι ήταν νέα προφορική συμφωνία αλλά προχώρησαν με τα ίδια δεδομένα. Επίσης, ισχυρίστηκε ότι αγόρασε έγγραφα που όμως δεν υπογράφθηκαν επειδή δεν συμφώνησε η Εναγόμενη. Αρνήθηκε υποβολές ότι ο ίδιος συμβλήθηκε με την Εναγόμενη, ότι μετά την ολοκλήρωση των εργασιών του εκφράστηκαν παράπονα και ότι κλήθηκε πολιτικός μηχανικός για να δει τις εργασίες μετά την άρνηση του να τα επιδιορθώσει. Αν και δέχθηκε ότι ένα κεραμικό «κουδούνιζε» στη συνέχεια αρνήθηκε ότι του ζήτησαν να προβεί σε επιδιορθώσεις. Όταν του υποδείχθηκε το Τεκμήριο 8 (επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 10/07/2009), όπου υπάρχει αναφορά σε συνομιλία με τον πολιτικό μηχανικό της Εναγόμενης επέμεινε ότι δεν γνώριζε ότι υπήρχε οποιοδήποτε πρόβλημα και δεν είχε γνώση για πολιτικό μηχανικό. Σε υποβολή ότι η προφορική συμφωνία τερματίστηκε από την Εναγόμενη με το Τεκμήριο 10 λόγω των κακοτεχνιών διαφώνησε ότι υπήρχαν κακοτεχνίες και αν υπήρχαν αυτές οφείλονται σε προεργασίες της Εναγόμενης.

 

13. Του υποβλήθηκε ότι απέστειλε προσωπικά επιστολή (Τεκμήριο 5) με την οποία ζητούσε πρόσβαση για να ελέγξει τις εργασίες και απάντησε ότι δεν υπήρξε απάντηση στην εν λόγω επιστολή. Διερωτάται πώς γίνεται να υπάρχουν κακοτεχνίες σε κάποιο τόπο και σε άλλο να μην υπάρχουν. Ερωτήθηκε για το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 7 (χειρόγραφη κόλλα με κατάσταση των εργασιών) και κατά πόσο ετοιμάστηκε τώρα για την δίκη. Εξήγησε ότι το ετοίμασε και το έδειξε στην Εναγόμενη και συμφώνησαν το ποσό αλλά μετά τσακώθηκαν και έφυγε. Σε ερώτηση αν το κατείχαν οι δικηγόροι του από το 2009 απάντησε ότι το κατείχαν, αλλά δεν γνωρίζει αν το παρουσίασαν. Σε υποβολή ότι το περιεχόμενο του είναι αντίθετο με τις δικογραφημένες θέσεις και τις εργασίες που δικογραφήθηκαν ανέφερε ότι, ότι έγραψε τότε αυτά είναι

Μαρτυρία Αυγουστή Αυγουστή (ΜΥ1)

14. Ο ΜΥ1 είναι υιός της Εναγόμενης και στη γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Β), αναφέρει ότι είναι εναγόμενος στην αγωγή 2297/2017 στην οποία η Ενάγουσα αξιώνει και εναντίον του συγκεκριμένα ποσά για εργολαβικές εργασίες. Επιβεβαιώνει ότι οι όποιες εργασίες εκτελέσθηκαν είτε στην οικία του είτε στης μητέρας του βάσει της συμφωνίας του 2007 έχουν εξοφληθεί. Στη γραπτή του δήλωση εξέφρασε τη θέση ότι συνάφθηκε προφορική συμφωνία με την μητέρα του και τον ΜΕ1 προσωπικά όπως έγινε και με τον ίδιο για την δική του οικία για τις εργασίες. Αρνείται ότι καταρτίσθηκε συμφωνία μεταξύ της Ενάγουσας εταιρείας και του ίδιου ή της μητέρας τους προφορικά. Περιγράφει τις εργολαβικές εργασίες που συμφωνήθηκαν και εκφράζει τη θέση ότι ήταν ελαττωματικές. Όταν ζητήθηκε από τον ΜΕ1 να επιδιορθωθούν κάποιες από τις εργασίες αυτός αρνήθηκε και έτσι ζήτησαν υπηρεσίες πολιτικού μηχανικού (ΜΥ2) ο οποίος εκπόνησε σχετική έκθεση (Τεκμήριο 2). Έπειτα αναφέρεται σε επιστολές τερματισμού που απέστειλαν τόσο ο ίδιος όσο και η μητέρα του τερματίζοντας την προφορική συμφωνία τους με τον ΜΕ1. Αναφορικά με τις δύο αγωγές που καταχωρήθηκαν εκ μέρους του ΜΕ1 προσωπικά, αναφέρει ότι υπήρχε διευθέτηση και συμφωνήθηκε η απόσυρση των αγωγών και εκεί ανταπαιτήσεων στα πλαίσια συμφιλίωσης τους και επειδή το κόστος επιδιόρθωσης των κακοτεχνιών ήταν μεγαλύτερο καταβλήθηκαν τα δικηγορικά έξοδα προς όφελος τους.

 

15. Ουδέποτε έλαβε οποιαδήποτε επιστολή απαίτησης από την Ενάγουσα. Σε σχέση με το Τεκμήριο 7 αναφέρει ότι αυτό ουδέποτε δόθηκε στην Εναγόμενη ή στον ίδιο και θεωρεί ότι είναι κατασκευασμένο έγγραφο που ετοιμάστηκε για την ακρόαση σε κάθε περίπτωση το έγγραφο καταγράφει διαφορετικές εργασίες από αυτά της έκθεσης απαίτησης. Επιπλέον διαφωνεί ότι ο ΜΕ1 εκτελούσε τις εργασίες του βάσει των οδηγιών είτε της Εναγόμενης είτε του ιδίου καθότι δεν έχουν οικοδομικές γνώσεις αλλά είναι δάσκαλοι και το γεγονός ότι βρίσκονταν στο χώρο δεν σημαίνει ότι του έδιναν οδηγίες. Ανεξαρτήτως του ότι δεν έχει γνώσεις οικοδόμου κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά καθότι τα κεραμικά έτριζαν και ξεκολλούσαν, οι τσεκουλαδούρες είχαν ξεκολλήσει και «όταν καθαρίζαμε την αυλή με λάστιχο το νερό λίμναζε και/ή φορά του ήταν προς την οικία μου ενώ θα έπρεπε να είναι το αντίθετο». Όσον αφορά τα υλικά αποδέχεται ότι προμήθευαν τα υλικά στον ΜΕ1, κατόπιν οδηγιών του ο οποίος ουδέποτε ανέφερε οτιδήποτε σε σχέση με την ακαταλληλότητα των υλικών. Στο υπόλοιπο περιεχόμενο της γραπτής του δήλωσης καταγράφει αυτούσια τις λεπτομέρειες κακοτεχνιών όπως αυτές καταγράφονται στο Τεκμήριο 11 (έκθεση πολιτικού μηχανικού της Εναγόμενης του έτους 2017).

 

16. Αντεξεταζόμενος ρωτήθηκε με ποιον επικοινωνούσε η μητέρα του το 2007 κατά το χρόνο που εκτελούνταν οι εργασίες στην οικία της και δήλωσε τον διευθυντή της. Γνώριζε ότι δούλευαν 3-4 άτομα μαζί με τον ΜΕ1 αλλά δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν ήταν υπάλληλοι του ή όχι. Σε σχέση με τις εργασίες που εκτελέσθηκαν το 2009 ρωτήθηκε πώς ο ίδιος διαπίστωσε αν υπήρχαν κακοτεχνίες. Eξήγησε ότι έβαλε νερό στο γκαράζ για να το καθαρίσει και τα νερά δεν έβγαιναν έξω και επανέλαβε ότι οι τσεκουλαδούρρες γύρω από το σπίτι ξεκόλλησαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και κάποια κεραμικά ακούγονταν κούφια. Επιβεβαίωσε ότι δεν έχει ειδικότητα σε οικοδομικές εργασίες αλλά επανέλαβε ότι με ένα χτύπημα είναι αντιληπτό για να καταλάβει κάποιος εάν είναι κούφιο. Του ζητήθηκε αν είχε φωτογραφίες να προσκομίσει και ανέφερε ότι δεν χρειάζεται και ότι υπάρχει έκθεση του μηχανικού που τα επιβεβαιώνει και ότι μέχρι σήμερα αν μπει νερό στο γκαράζ το νερό μένει μέσα. Παραπέμφθηκε στις φωτογραφίες που προσκόμισε η Ενάγουσα και του υποδείχθηκε αν αντιλαμβάνεται κάποια κακοτεχνία απάντησε αρνητικά και δήλωσε ότι εξ όσων γνωρίζει ο πολιτικός μηχανικός έχει φωτογραφίες.

 

17. Σε άλλη ενότητα ερωτήθηκε για την έκθεση του πολιτικού μηχανικού το 2017 (μέρος Τεκμηρίου 11) και ερωτήθηκε κατά πόσο επιδιορθώθηκαν οι κακοτεχνίες. Όπως εξήγησε επιδιορθώθηκαν οι τσεκουλαδούρες 1-2 μήνες μετά, κάποια κεραμικά που ήταν κούφια έσπασαν μετά από λίγο από το αυτοκίνητο και αλλάχτηκαν. Σε άλλη θεματική ρωτήθηκε αν συζήτησε με τον ΜΕ1 για τον διορισμό ανεξάρτητου πολιτικού μηχανικού και εξήγησε ότι ήθελε μόνος του να επιβεβαιώσει το πρόβλημα πρώτα και στη συνέχεια το ανέφερε στον ΜΕ1.

 

18. Ερωτώμενος για την απόσυρση των αγωγών του 2009 ερωτήθηκε κατά πόσο είχε ήδη προκύψει η συμφιλίωση ή αυτό θα γινόταν στην πορεία. Ο ίδιος εξήγησε ότι δεν γνωρίζει για ποιο λόγο απέσυρε την αγωγή του ο ΜΕ1 αλλά κατόπιν εισήγησης των δικηγόρων τους δέχτηκαν και οι ίδιοι να αποσύρουν την ανταπαίτηση χωρίς να αναφερθεί κάτι σε συμφιλίωση ή κάτι άλλο. Τέλος αρνήθηκε ότι η Εναγόμενη συμβλήθηκε με την Ενάγουσα εταιρεία και όχι με τον ΜΕ1 προσωπικά, εξηγώντας ότι ο ίδιος είχε να κάνει με τον ΜΕ1 και αρνήθηκε υποβολή ότι η Ενάγουσα δεν φέρει ευθύνη για κακοτεχνίες ακόμα και αν υπήρχαν.

Μαρτυρία Εναγόμενης

19. Η Εναγόμενη υιοθέτησε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, η οποία κατατέθηκε ως «Έγγραφο Γ». Με τη γραπτή της δήλωση διατυπώνεται η θέση ότι συμβλήθηκε προσωπικά με τον Διευθυντή της Ενάγουσας και τα όσα περαιτέρω καταγράφονται σε αυτή έχουν ήδη συνοψισθεί κατά τη σύνοψη του περιεχόμενου της γραπτής δήλωσης του ΜΥ1 πιο πάνω. Ομοίως με τον ΜΥ1 ερωτήθηκε και η εν λόγω μάρτυρας κατά πόσο υπάρχουν φωτογραφίες των κακοτεχνιών με την ίδια να απαντά ότι οι ζημιές είναι εμφανείς και ότι όταν μπει νερό στη βεράντα δεν φεύγει χωρίς να απαιτείται φωτογραφία, αν και εισηγήθηκε ότι ενδεχομένως να έχει ο πολιτικός μηχανικός φωτογραφίες. Επίσης, ερωτήθηκε για το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10 και όταν της υποδείχθηκε ότι αντίθετα με τα όσα είχε αναφέρει στην γραπτή της δήλωση η εν λόγω επιστολή στάλθηκε εκ μέρους του υιού της και όχι από την ίδια, εξήγησε ότι στάλθηκε και εκ μέρους της ανάλογη επιστολή. Ερωτήθηκε επίσης να εξηγήσει για ποιο λόγο στο Τεκμήριο 10 δεν καταγράφονται κακοτεχνίες για την οικία της εφόσον ο Πολιτικός Μηχανικός επισκέφθηκε και σύνταξε την έκθεση του πριν την αποστολή της εν λόγω επιστολής, με την ίδια να εξηγεί ότι  παρουσιάστηκαν στην αγωγή οι κακοτεχνίες.  Επιμένοντας επί του σημείου της μη αναφοράς σε κακοτεχνίες στο σπίτι της,  η ΜΥ1 ισχυρίστηκε ότι η επιστολή αναφέρει «[…]τερματίζουμε τη συμφωνία και ζητάμε το ποσό των €3,000» και ότι μετά έδειξαν στο δικηγόρο τους την έκθεση του πολιτικού μηχανικού έστειλε την επιστολή (Τεκμήριο 5). Της ζητήθηκε να αναφέρει αν στην εν λόγω επιστολή ο ΜΕ1 κλήθηκε να επιδιορθώσει τις εργασίες με την ίδια να απαντά ότι του ζητήθηκε προφορικά και αρνήθηκε κατηγορηματικά.

 

20. Ακόμη, της υποβλήθηκε ότι το Τεκμήριο 5 αποτελεί επιστολή που αποστάλθηκε από τους δικηγόρους της Ενάγουσας για να εξετάσει τις κατ΄ ισχυρισμό κακοτεχνίες με την ίδια να μην θυμάται, λόγω και του χρόνου που παρήλθε. Σε υποβολή ότι ο ΜΕ1 ουδέποτε κλήθηκε να επιδιορθώσει κακοτεχνίες είτε στην οικία της είτε στου υιού της με την ίδια να αναφέρει τα εξής: «δεν αρνούμαστε να σε πληρώσουμε, εφόσον διορθωθούν αυτές οι ζημιές» και αυτός αρνήθηκε και είπε «εγώ θέλω τα λεφτά μου». Επίσης πρόσθεσε ότι ο ΜΕ1 της εισηγήθηκε ότι αν του φέρει τα κεραμικά θα της τα ξαναβάλει αν επωμιστεί η ίδια τα έξοδα. Όταν της τέθηκε ότι αυτά είναι νέα γεγονότα απάντησε «Τι νέα, τούτα εν προφορικά που έγιναν» και σε άλλο σημείο «επειδή ε προφορικά μεταξύ εμού και του κύριο Ανδρέα». Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί δεν προχώρησε με την υποβολή αγωγής εναντίον του ΜΕ1 προσωπικά εφόσον θεωρεί ότι αυτός προέβη στις εργασίες με την ίδια να εξηγεί ότι κίνησε ο ίδιος αγωγή και μετά η ίδια. Σε σχετική υποβολή ότι η Εναγόμενη δεν νομιμοποιείται να αξιώνει ποσά από την Ενάγουσα διαφώνησε.

 

21. Σχετικά με τις κακοτεχνίες και τη διαπίστωση τους επικαλέστηκε τον πολιτικό μηχανικό αν και εξήγησε ότι το ξεκόλλημα των τσεκουλαδούρων φαίνεται χωρίς να χρειάζεται κάποιος να είναι ειδικός. Σε σχέση με το ζήτημα της επιδιόρθωσης εξήγησε ότι κάποιες κακοτεχνίες επιδιορθώθηκαν αλλά όχι όλες και πιο συγκεκριμένα επιδιορθώθηκαν οι τσεκουλαδούρες ενώ για τα άλλα ανέφερε αρχικά ότι δεν διορθώνονται, ενώ μεταγενέστερα ότι δεν είναι εύκολο να επιδιορθωθούν. Της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 11 και της τέθηκε κατά πόσο οι δύο εκτιμήσεις (05/07/2009 και 04/09/2017) είναι οι ίδιες με την ίδια να λέει ότι αφορούν άλλη αγωγή  και έγινε επανεκτίμηση. Ερωτήθηκε να εξηγήσει γιατί οι καταγραφόμενες κακοτεχνίες είναι οι ίδιες με την ίδια να ισχυρίζεται ότι οι ζημιές είναι οι ίδιες αλλά άλλαξε το κόστος με την ίδια εν τέλει να εισηγείται όπως αυτό το ζήτημα θα έπρεπε να τεθεί στον πολιτικό μηχανικό.

 

22. Αναφορικά με το Τεκμήριο 6 (φωτογραφίες) ρωτήθηκε κατά πόσο εντοπίζει κάποια κακοτεχνία με την ίδια να αναφέρει ότι δεν καταλαβαίνει κάποιος την κλίση κεραμικών από τις φωτογραφίες καθότι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό αν δεν δοκιμαστεί κάτι. Σε σχέση με την αγορά υλικών εξήγησε ότι κάποια αγοράστηκαν από αυτούς και κάποια από τον ΜΕ1 με την ίδια να αναφέρει ότι αυτό που έκαναν, το έκαναν κατ’ εντολή του. Σε υποβολή ότι αν προέβαιναν τότε στις επιδιορθώσεις θα ήταν πιο φτηνά η ίδια συμφώνησε ότι μπορεί να ήταν πιο φτηνά αλλά ανέφερε ότι δεν μπορούσε τότε λόγω επαγγέλματος και με 4 παιδιά που σπούδαζαν.

 

Μαρτυρία Ανδρέα Παναγιώτου (ΜΥ2)

23. Ο ΜΥ2 εξήγησε ότι είναι πολιτικός μηχανικός εγγεγραμμένος στο ΕΤΕΚ από το 2005, επάγγελμα το οποίο ασκεί από τότε και υιοθέτησε το περιεχόμενο των εκθέσεων του, δηλαδή τα Τεκμήρια 2 και 11 τα οποία ετοιμάστηκαν το 2009 και το 2017 αντίστοιχα. Ουσιαστικά, όπως εξήγησε, το Τεκμήριο 11 συνιστά επανεκτίμηση του κόστους επιδιόρθωσης των κακοτεχνιών λόγω του χρόνου που παρήλθε.  Σύμφωνα με τον ίδιο εντόπισε προβλήματα στις τσεκουλαδούρες τις οποίες χτύπησε με ξύλο και αντιλήφθηκε ότι ήταν κούφιες κάτι που δεν έπρεπε να συμβαίνει, καθότι το υλικό που χρησιμοποιείται πρέπει να είναι συμπαγές. Σε σχέση με τις κλίσεις των κεραμικών στο πάρκινγκ, στη βεράντα και στη ράμπα ο ίδιος εξήγησε ότι συνήθως η κλίση που υπάρχει είναι 1% ενώ στην προκειμένη ήταν μικρότερη από 0,5% και υπήρχε αντίστροφη κλίση κατά την τοποθέτηση των κεραμικών με αποτέλεσμα να παραμένει το νερό. Σε σχέση με τα κεραμικά εξήγησε ότι το υπεύθυνο πρόσωπο για τη διαμόρφωση των κλίσεων και επιλογής του υλικού είναι το πρόσωπο που προβαίνει στην τοποθέτηση του δαπέδου, δηλαδή στην προκειμένη ο οικοδόμος ο οποίος έχει την αναγκαία εμπειρία. Πρόσθεσε ότι στα κεραμικά του παρκινγκ εντόπισε ότι δεν υπήρχε συμπαγές υλικό στο υπόστρωμα κάτι που θα έπρεπε να υπάρχει καθότι ήταν πάρκινγκ και εισηγήθηκε ότι υπήρχε άλλος τρόπος κατασκευής.

 

24. Κατά την αντεξέταση ρωτήθηκε αν γνώριζε ποιος ήταν ο κύριος εργολάβος με τον ίδιο να εξηγεί ότι δεν τον αφορά το ζήτημα και δεν ήταν δουλειά του να εξετάσει την ανάθεση εργασιών, ούτε γνωρίζει πόσοι εμπλάκηκαν. Ο ίδιος ανέφερε ότι η δουλειά του ήταν να εκτιμήσει αν έγινε σωστά η δουλειά και όχι ποιος την εκτέλεσε. Εξήγησέ την μεθοδολογία που ακολουθήσε στον εντοπισμό των κακοτεχνιών και επανέλαβε ότι χρησιμοποίησε «φάδι» το οποίο δείχνει την κλίση του δαπέδου και μια άλλη μέθοδο που είναι γνωστή στους οικοδόμους και στους τεχνίτες. Δεν θυμόταν αν επισκέφθηκε μία η δύο φορές την οικία της Εναγόμενης. Ερωτώμενος αν έχει φωτογραφίες ανέφερε ότι δεν του ζητήθηκε να της προσκομίσει αν και είπε ότι δεν μπορεί κάποιος να αντιληφθεί από τις φωτογραφίες το πρόβλημα. Ρωτήθηκε για τα όμβρια ύδατα και αν εντόπισε το πρόβλημα οπτικά και εξήγησε ότι χρησιμοποίησε φάδι πάνω στο έδαφος για να ελέγξει την κλίση. Σε σχετικές ερωτήσεις αν είδε ο ίδιος το πρόβλημα με το νερό ανέφερε ότι όταν βρεχθεί το δάπεδο μπορεί να ελεγχθεί χωρίς να χρειάζεται να βρέξει. Σε σχέση με τις επιδιορθώσεις ανέφερε ότι γνώριζε ότι κάποιες κακοτεχνίες επιδιορθώθηκαν κάτι το οποίο ισχυρίστηκε ότι καταγράφεται στην δεύτερη του έκθεση. Συμφώνησε ότι και στις δύο εκθέσεις υπάρχει αναφορά για κούφια κεραμικά που κινδυνεύουν με αποκόλληση αλλά δεν ήταν σε θέση να αναφέρει αν όντως αποκολλήθηκαν.  Του τέθηκε να σχολιάσει ότι μετά από 8 χρόνια θα αποκολλούνταν με τον ίδιο να αναφέρει ότι δεν ξέρει αν αποκολλήθηκαν ή αν αυτό έγινε και διορθώθηκαν και εξήγησε ότι ο κίνδυνος παραμένει. Δεν έχει δει οποιεσδήποτε αποδείξεις για κόστη επιδιορθώσεων. 

 

25. Ερωτώμενος για τον τρόπο υπολογισμού των εξόδων που καταγράφονται στις εκθέσεις του ανέφερε ότι είναι οι μέσες τιμές μονάδας των υλικών (κεραμικού) και συμφώνησε ότι οι τιμές αυτές διαφοροποιούνται συγκριτικά με άλλη χρονική περίοδο. Εξήγησε ότι χρησιμοποίησε τις μέσες τιμές και όπως ανέφερε όσοι είναι γνώστες κατασκευαστικών συμβολαίων τις γνωρίζουν και επιπλέον διευκρίνισε ότι η διαφορά στις τιμές (μεταξύ 2009 και 2017) αποδίδεται στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε  και ότι υπήρξαν αυξήσεις λόγω πληθωρισμού, αυξήσεις πετρελαίου και των δεικτών της στατιστικής υπηρεσίας.  Ερωτώμενος γιατί δεν προσκόμισε την έρευνα στην οποία προέβη για να καταλήξει στις σχετικές μέσες τιμές ο ίδιος εξήγησε ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να εξηγήσει σε βάθος πόσα αξίζει ένα υλικό αλλά αυτά που γράφει είναι από την εμπειρία του. Του υποδείχθηκε ότι στην δεύτερη έκθεση υπάρχει αναφορά σε τσεκουλαδούρες ενώ αυτές είχαν επιδιορθωθεί με τον ίδιο να εξηγεί ότι υπήρχε ένα κόστος. Του επαναλήφθηκε εκ νέου ότι ο ίδιος δεν είδε οποιαδήποτε τιμολόγια ή αποδείξεις με τον ίδιο να λέει ότι είδε επιτόπου ότι επιδιορθώθηκαν κάποιες κακοτεχνίες. Σε σχέση με τα κούφια κεραμικά εξήγησε ότι προέβη σε ενδεικτικούς ελέγχους, δεν θυμόταν συγκεκριμένο ποσοστό αν και αριθμητικά το τοποθέτησε σε 10%-20%. Επιπλέον, σε σχέση με το ποσό των €8,282 πλέον Φ.Π.Α που καταγράφει στο Τεκμήριο 11, όταν του υποδείχθηκε ότι το κάθε αντικείμενο που καταγράφει όταν προστεθεί δεν αθροίζει στον εν λόγω αριθμό αποδέχτηκε ότι μπορεί να υπήρξε κάποιο τυπογραφικό λάθος.

Ευρήματα επί παραδεκτών ή μη αμφισβητουμένων γεγονότων

26. Από το σύνολο των δικογραφημένων θέσεων και του μαρτυρικού υλικού προκύπτει αριθμός παραδεκτών ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων και τα οποία σχετίζονται με τα επίδικα. Ειδικότερα, με βάση το σύνολο της μαρτυρίας τα ακόλουθα συνιστούν κατά την κρίση μου περαιτέρω παραδεκτά ή μη αμφισβητούμενα γεγονότα:

 

·         Η Ενάγουσα παρέχει υπηρεσίες οικοδόμησης σπιτιών, τεχνικές εργασίες, εργολαβικές ή/και εργοληπτικές υπηρεσίες και το έτος 2009 κατείχε άδει εργολήπτη (Τεκμήριο 4). Ο ΜΕ1 κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο διευθυντής της Ενάγουσας. Η Εναγόμενη είναι δασκάλα όπου ζει και διαμένει μόνιμα στο χωριό Επισκοπή της Επαρχίας Λεμεσού και είναι η ιδιοκτήτρια της κατοικίας στην οποία εκτελέστηκαν εργολαβικές εργασίες.

 

·         Το 2007 κατόπιν γραπτής συμφωνίας, η Ενάγουσα συμβλήθηκε με την Εναγόμενη μέσω γραπτής συμφωνίας σε σχέση με εργασίες που αφορούσαν την ανέγερση της οικίας της (Τεκμήριο 1). Μετά την αποπεράτωση των εργασιών, η Εναγόμενη εξόφλησε πλήρως οποιεσδήποτε οφειλές προέκυψαν από τις εν λόγω εργασίες της Ενάγουσας.                       

 

·         Το 2009 εκτελέστηκαν στην οικία της Εναγόμενης εργολαβικές εργασίες, μεταξύ άλλων, ως η παράγραφος 7 της Έκθεσης Απαίτησης παράγραφος η οποία έτυχε αποδοχής με την παράγραφο 5β3) της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Υπενθυμίζω εδώ την νοµολογιακή αρχή ότι όταν ένας ισχυρισμός γίνεται άμεσα ή έµµεσα παραδεκτός στα δικόγραφα αυτός παύει να συνιστά αμφισβητούμενο και επίδικο θέμα για την υπόθεση και δεν χρειάζεται να αποδειχθεί µε την προσκόμιση μαρτυρίας κατά την ακρόαση (STARGEL CO LTD ν. LUTKIN κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 407/2011, 21/6/2018), ECLI:CY:AD:2018:A300.

 

·         Το 2009 ο διευθυντής της Ενάγουσας εταιρείας, ήτοι ο Ανδρέας Χαραλάμπους Κουτζιουλής καταχώρησε προσωπικά ως Ενάγοντας δύο αγωγές με αρ. 5261/2009 και 5260/2009 εναντίον της Εναγόμενης και του υιού της (ΜΥ3) για τα ίδια επίδικα ζητήματα και απαιτήσεις με την παρούσα αγωγή. Οι εν λόγω αγωγές αποσύρθηκαν άνευ βλάβης την 13/01/2016 και ο Ανδρέας Χαραλάμπους Κουτζιουλής κατέβαλε τα δικηγορικά έξοδα της άλλης πλευράς (Τεκμήριο Α).

 

·         Δικηγόρος εκ μέρους του ΜΕ1 απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 10/7/2009 (Τεκμήριο 8)  αξιώνοντας την καταβολή του ποσού των €2,850 από την Εναγόμενη αναφορικά με τις εκτελεσθείσες εργασίες. Δικηγόρος ενεργώντας εκ μέρους του ΜΥ1 απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 14/07/2009 (Τεκμήριο 10) προς τον ΜΕ1 προσωπικά. Δικηγόρος ενεργώντας εκ μέρους του ΜΕ1 απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 24/08/2009 (Τεκμήριο 12) αξιώνοντας  εκ νέου την καταβολή του οφειλόμενου ποσού. Δικηγόρος εκ μέρους της Εναγόμενης και του ΜΥ1 απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 26/08/2009 (Τεκμήριο 9) αξιώνοντας την καταβολή ποσών από τον ΜΕ1 για κακοτεχνίες. Δικηγόρος εκ μέρους του ΜΕ1 απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 21/01/2011 (Τεκμήριο 5) αξιώνοντας να του επιτραπεί να εισέλθει στην οικία της Εναγόμενης και του ΜΥ1 με σκοπό την σύνταξη έκθεσης επί των εργασιών.

 

·         Ο ΜΥ2, προέβη στη σύνταξη 2 εκθέσεων ημερομηνίας 05/07/2009 (Τεκμήριο 2) και 04/09/2017 (Τεκμήριο 11) σχετικά με τις εργασίες που εκτελέστηκαν στην οικία της Εναγόμενης. Ενδιάμεσα της σύνταξης των δύο εκθέσεων οι τσεκουλαδούρες στην οικία της Εναγόμενης επιδιορθώθηκαν.

Αξιολόγηση της μαρτυρίας

27. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας πραγματοποιείται προκειμένου να προβεί το Δικαστήριο σε ευρήματα αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα και στη συνέχεια στηριζόμενο σε αυτά να εξετάσει αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Ως επί το πλείστον, ζητήματα αξιοπιστίας εγείρονται όταν υπάρχουν δύο διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (Wynne Barry ν. David Costaki Mavronicola, ως διαχειριστή της περιουσίας του Kωστάκη Δαυίδ Mαυρονικόλα (ανίκανου προσώπου) (2009) 1 ΑΑΔ 1138).

 

28. Επισημαίνεται ότι, η αξιολόγηση της μαρτυρίας περιορίζεται στην έκταση των αμφισβητούμενων γεγονότων που προκύπτουν και είναι σχετικά με τα επίδικα και δεν επεκτείνεται σε θέματα που δεν δικογραφούνται ή σε θέματα που έχουν εγερθεί πρώτη φορά είτε μέσω της μαρτυρίας είτε μέσω των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων και άρα τέτοια μαρτυρία δεν λαμβάνεται υπόψη (Παπαγεωργίου ν Κλάππας Invstment Services Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 24) και  ΑΝΤΩΝΙΑ ΠΗΛΙΝΑ v. PASCAL EDUCATION LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 222/2015, 22/11/2023). Επιπλέον, έχει λεχθεί σε πληθώρα αποφάσεων ότι μαρτυρία που κατατίθεται έστω και χωρίς ένσταση και που τελικά φαίνεται ότι δεν είναι αποδεκτή μαρτυρία πρέπει να αγνοείται κατά την τελική κρίση του Δικαστηρίου (Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1 Α.Α.Δ. 826, DEMARI KRONOS LIMITED v. MICHAEL LESLIE GRAY κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 264/2014, 22/2/2023, ECLI:CY:AD:2023:A62.

 

29. Στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Για σκοπούς αξιολόγησης έλαβα υπόψη αριθμό νομολογιακών αναγνωρισμένων παραγόντων όπως την πληρότητα και σαφήνεια και αμεσότητα στον τρόπο περιγραφής των γεγονότων την ύπαρξη γενικών και αορίστων αναφορών, υπεκφυγών ή ουσιωδών αντιφάσεων ή υπερβολών στη σχετική μαρτυρία,  αλλά και την γενικότερη λογικοφάνεια της εκδοχής που προβάλλεται καθώς και την ύπαρξη ή την απουσία οποιουδήποτε προσωπικού συμφέροντος του προσώπου που προσκομίζει την μαρτυρία (Ζερβού ν. Ζερβού (2011) 1 ΑΑΔ 2192,  Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506, Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολιτική Έφεση 185/2012, 19/04/2018), ECLI:CY:AD:2018:A179.

 

30. Το Δικαστήριο προχωρεί με προσοχή στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με αντιπαραβολή των θέσεων των διαδίκων αλλά και των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στη διαδικασία και το περιεχόμενο, η πειστικότητα και η ποιότητα της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων ενώ υπόκειται και στη βάσανο της λογικής και της ανθρώπινης πείρας (Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ 1056,  Χριστοφίνης ν. Φραντζή, Π.Έ. 328/2011, ημερ. 31/05/2017, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ v. ΚΩΣΤΑ ΘΕΟΔΟΤΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 40/2014, 8/6/2022), ECLI:CY:AD:2022:D243. Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (Φάρμα Ρένος Χ" Ιωάννου Δημοσιά Εταιρεία Λτδ ν. Χίννη (2012) 1(Β) ΑΑΔ 1331, ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ v. ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 158/2013, 26/10/2022), ECLI:CY:AD:2022:A403. Στη βάση των πιο πάνω αρχών, τυχόν μαρτυρία που προσκομίστηκε και σχετική αντεξέταση επί θεμάτων που δεν σχετίζονται με τα επίδικα θέματα, που εκφεύγουν εξ ολοκλήρου των δικογραφημένων θέσεων των μερών ή επί θεμάτων που περιορίστηκαν  από τους συνηγόρους καθηκόντως θα αγνοηθεί και δεν θα τύχει περαιτέρω σχολιασμού.

 

31. Ως γενικότερο σχόλιο, παρατηρώ ότι όλοι οι μάρτυρες επέλεξαν να παρουσιάσουν μια γενική, αόριστη και ποιοτικά φτωχή μαρτυρία που δυσχέρανε το έργο του Δικαστηρίου στην εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων που αφορούν την παρούσα υπόθεση και είναι ενδεικτικό ότι ενώ το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει τη συνομολόγηση ή μη μιας προφορικής συμφωνίας, ουδείς εκ των μαρτύρων προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία της μεταξύ τους στιχομυθίας, γεγονός το οποίο αναγνώρισαν και με το οποίο συμφωνήσαν και οι συνήγοροι των μερών κατά το στάδιο των αγορεύσεων τους.

Μαρτυρία ΜΕ1

32. Ο ΜΕ1 είναι, όπως ανέφερα πιο πάνω, διευθυντής της Ενάγουσας. Το Δικαστήριο αναγνωρίζει το άμεσο συμφέρον του στην έκβαση της υπόθεσης και η μαρτυρία του προσεγγίζεται με την ανάλογη περίσκεψη και προσοχή. Παρακολουθώντας τον να καταθέτει από το εδώλιο του μάρτυρα, αν και απαντούσε με φυσικότητα στις ερωτήσεις που του υπεβλήθηκαν έχω εντοπίσει εγγενή κενά και αδυναμίες στην εκδοχή του, τα οποία σε συνδυασμό με τη γενικότητα, αοριστία και άλλοτε αντιφατικότητα από την οποία χαρακτηρίζεται η μαρτυρία του, δεν επιτρέπουν στο Δικαστήριο να στηριχθεί σε αυτή όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια.

 

33. Αρχίζω με το πιο βασικό κενό της μαρτυρίας, δηλαδή την απουσία παράθεσης οποιασδήποτε λεπτομέρειας τόσο σε σχέση με τις συνθήκες σύναψης της κατ΄ ισχυρισμό προφορικής συμφωνίας με την Εναγόμενη και αφήνω επί μέρους ότι παρέμεινε αδιευκρίνιστη η ακριβής ημερομηνία αυτής της όσο και  για οτιδήποτε λέχθηκε πριν και κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της συμφωνίας.  Ο ΜΕ1 απλά περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης. Ειδικότερα, η θέση του ΜΕ1 ότι η Ενάγουσα συμβλήθηκε με την Εναγόμενη τίθεται κατά τρόπο συμπερασματικό και βασιζόμενη στη δική του υποκειμενική αντίληψη των γεγονότων επειδή εκείνο το διάστημα ήταν ο Διευθυντής της Ενάγουσας εταιρείας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν αναφέρθηκε το περιεχόμενο της στιχομυθίας του ιδίου, ως το φερόμενο πρόσωπο που εκπροσωπούσε την Ενάγουσα, με την Εναγόμενη, ώστε το Δικαστήριο να δύναται να διαμορφώσει ανεξάρτητη κρίση επί των λεχθέντων τους στα πλαίσια αξιολόγησης της θέσης του η Εναγόμενη συμβλήθηκε με την Ενάγουσα εταιρεία. Με δεδομένη την απουσία προσκόμισης μαρτυρίας επί των όσων λέχθηκαν μεταξύ των μερών και που οδήγησαν στη σύναψη αυτής της προφορικής συμφωνίας το Δικαστήριο δύναται να ανατρέξει και στη μεταγενέστερη συμπεριφορά των μερών, για σκοπούς εξαγωγής συμπερασμάτων για να εξακριβώσει την ύπαρξη ή μη μιας δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ δύο προσώπων. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα στην παράγραφο 15-060 από το σύγγραμμα Chitty on Contracts, 34th edition (2021) όπου καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

“Subsequent actions are therefore inadmissible to interpret a written agreement, although there are certain exceptions to this rule: (i) where the contract is oral or partly oral289; (ii) where a conveyance is unclear or ambiguous with respect to the land conveyed by it290; (ii) in the case of ancient documents, contemporaneous or subsequent action may be adduced in order to explain words whose contemporary meaning may have become obscure;291 (iv) to show that an agreement, or a term of an agreement, is a sham292; (v) to show whether there was a contract and what the terms of the contract were293; (vi) to show that the terms of a contract have been varied or enlarged294; (vii) to found an estoppel295; and (viii) to infer the governing law.296

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

34. Ειδικότερα, στην Αγγλική απόφαση Maggs v March [2006] BLR 395  λέχθηκαν τα εξής τα οποία,  όπως έχω αναφέρει, ισχύουν και όταν το Δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει αυτή καθ’ αυτή την ύπαρξη ή μη μιας προφορικής συμφωνίας και όχι μόνο την εξακρίβωση των όρων της:

Determining the terms of an oral contract is a question of fact. Establishing the facts will usually, as here, depend upon the recollections of the parties and other witnesses. The accuracy of those recollections may be tested and elucidated by things said and done by the parties or witnesses after the agreement has been concluded. Receiving evidence of such words or actions does not mean that the judge is losing sight of his task of deciding what the parties agreed at the time of the contract. It is simply helping him to decide whose recollection is right. It is not surprising to me that the editor of Lewison should observe that there is nothing in the authorities to prevent the court from looking at post contract actions of the parties. As a matter of principle, I can see every reason why such evidence should be received”.

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

35. Περαιτέρω στην Αγγλική απόφαση BVM Management Ltd v Yeomans [2011] EWCA Civ 1254 αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:

"When the terms of a contract have to be ascertained from oral exchanges and conduct that is a question of fact: see Carmichael v National Power plc [1999] 1 WLR 2042 at 2049C per Lord Hoffmann; Thorner v Majors [2009] 1 WLR 776 at [82] per Lord Neuberger of Abbotsbury. Moreover, in the case of a contract which is entirely oral or partly oral, evidence of things said and done after the contract was concluded are admissible to help decide what the parties had actually agreed : Maggs v March [2006] BLR 395 at 400 per Smith LJ; Crema v Cenkos Services plc [2011] 1 WLR 2066 at [34] per Aikens LJ”.

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

36. Σε αυτό το σημείο προσθέτω ότι ο συνήγορος της Ενάγουσας παρέπεμψε σε αριθμό δικαστικών αποφάσεων όπου το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί εξωγενή μαρτυρία για σκοπούς ερμηνείας αυτής. Επισημαίνω ότι η εν λόγω νομολογία εφαρμόζεται στα πλαίσια ερμηνείας γραπτών συμβάσεων και όχι προφορικών ως η παρούσα και συνεπώς καμία από τις εν λόγω αποφάσεις δε δύναται να παρέχει καθοδήγηση στο παρόν Δικαστήριο. Επιπλέον, παρέπεμψε και σε αποφάσεις όπου το Δικαστήριο δύναται υπό προϋποθέσεις να συμπεράνει την ύπαρξη παράλληλων προφορικών συμφωνιών που και πάλι δεν έχουν οποιαδήποτε εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας.

 

37. Περαιτέρω, κατόπιν προσεκτικής μελέτης της μαρτυρίας του ΜΕ1 διαφάνηκε ότι ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται ή δεν του επεξηγήθηκε κατάλληλα η διαφορά μεταξύ του ιδίου και της εταιρείας του ως ξεχωριστή νομική προσωπικότητα από τον ίδιο αφού σε αρκετά σημεία της μαρτυρίας του ανέφερε ότι αποστάλθηκαν επιστολές εκ μέρους της Ενάγουσας κάτι το οποίο αντιμάχεται το ίδιο το περιεχόμενο των Τεκμηρίων 8, 9 και 12. Ειδικότερα στις εν λόγω επιστολές δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Ενάγουσα εταιρεία αλλά απεναντίας οι εν λόγω επιστολές αποστάλθηκαν εκ μέρους του ΜΕ1 προσωπικά, και σε αυτές,  μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι ο ΜΕ1 ήταν το πρόσωπο που εκτέλεσε τις εργασίες στην οικία της Εναγόμενης και απαιτούσε να πληρωθεί από την Εναγόμενη και τον υιό της. Η σύγχυση του ΜΕ1 καταδεικνύεται και από την επιστολή ημερομηνίας 21/01/2011 (Τεκμήριο 5), η οποία όπως και τα Τεκμήρια 8, 9 και 12 περιγράφθηκε από τον ΜΕ1 ως επιστολή που στάλθηκε από την Ενάγουσα και που όμως στην πραγματικότητα αποτελεί επιστολή από τον τότε δικηγόρο του (σημειώνεται ότι είναι διαφορετικός από το δικηγόρο που απέστειλε τα Τεκμήρια 8,9 και 12) εκ μέρους του ΜΕ1 και στην οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι ο εκεί ενάγοντας (δηλαδή ο ΜΕ1) επιθυμούσε να του επιτραπεί η είσοδος στις κατοικίες (της Εναγόμενης και του υιού της) για «να προβεί σε δική του έκθεση σχετικά με την ευθύνη του Ενάγοντα όσον αφορά το είδος της εργασίας που εκτέλεσε στις εν λόγω οικίες».

 

38. Πέραν των πιο πάνω, συμφωνώ πλήρως με τους συνήγορους της Εναγόμενης ότι ουδεμία επαρκής και πειστική εξήγηση δόθηκε από τον ΜΕ1 αναφορικά με την καταχώρηση της Αγωγής 5261/2009 εναντίον της Εναγόμενης από τον ΜΕ1 προσωπικά, αξιώνοντας την καταβολή του ίδιου ποσού, βάσει των ίδιων εκτελεσθείσων εργασιών. Αν και επικαλέστηκε την ύπαρξη λάθους από το δικηγόρο του ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε με την οποία να επεξηγεί με σαφήνεια σε τι έγκειτο και πώς προέκυψε το λάθος για το διάδικο, θέση που εξετάζεται και σε συνάρτηση και με το περιεχόμενο των προηγουμένων επιστολών που στάλθηκαν στην Εναγόμενη. Πόσο μάλλον όταν του τέθηκε και η διαζευκτική θέση για τον πραγματικό λόγο που αποσύρθηκαν οι αγωγές ήτοι ότι ο ίδιος προσωπικά τότε δεν κατείχε άδεια εργολάβου (αποδέχθηκε ότι ο ίδιος προσωπικά δεν κατείχε σχετική άδεια εργολήπτη). Δεν απαιτείται όπως το υφιστάμενο Δικαστήριο, για σκοπούς επίλυσης της παρούσας, να πιθανολογήσει και να προβεί σε σχετικό εύρημα κατά πόσο αυτός ήταν όντως ο λόγος που οδήγησε στην απόσυρση των τότε αγωγών.

39. Σε ευθεία υποβολή ότι ο ΜΕ1 συμβλήθηκε προσωπικά με την Εναγόμενη είναι δυσνόητη η αναφορά του «έχω αποδείξεις που πλήρωσα για το Φ.Π.Α και είναι με την εταιρεία που πλήρωσα το Φ.Π.Α, έχω την απόδειξη που πλήρωσα το Φ.Π.Α για τούτο» και ότι το Φ.Π.Α πληρώθηκε μέσω του λογιστή, ζήτημα που παρέμεινε αδιευκρίνιστο καθότι δεν προσκομίσθηκε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο και μόνο ο ίδιος είναι σε θέση να γνωρίζει τι εννοούσε με την εν λόγω αναφορά.  Προσθέτω, ότι είναι άξιο απορίας ότι στην παρούσα υπόθεση δεν προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς την έκδοση ή μη κάποιου τιμολογίου από την Ενάγουσα εταιρεία για τις εκτελεσθείσες εργασίες ούτε προσκομίσθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία όπου να διαφαίνεται απαίτηση πληρωμής από την ίδια την Ενάγουσα ζητήματα που ενέχουν τη δική τους δυναμική εν όψει του ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης εξέτασε τη μεταγενέστερη συμπεριφορά των διαδίκων, από το χρονικό σημείο σύναψης της φερόμενης ως προφορικής συμφωνίας.

 

40. Στρέφομαι να εξετάσω το περιεχόμενο του Τεκμήριου 7, ήτοι την χειρόγραφη κόλλα που καταγράφει τις “extra” εργασίες που συμφωνήθηκαν προφορικά μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης, σύμφωνα με τα όσα ισχυρίστηκε ο ΜΕ1 και την οποία έδειξε στην Εναγόμενη. Υπενθυμίζω ότι του υποβλήθηκε ότι κατασκεύασε το εν λόγω έγγραφο για σκοπούς της διαδικασίας, θέση που αρνήθηκε. Η επίκληση στο εν λόγω έγγραφο από τον ΜΕ1 είναι ιδιαίτερα προβληματική στην προώθηση της υπόθεσης της Ενάγουσας και κατά την κρίση μου η χρήση του είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί καίρια η αξιοπιστία του. Συγκεκριμένα, σημειώνω ότι το εν λόγω έγγραφο πέραν του ότι είναι ένα αντίγραφο μιας χειρόγραφης κόλλας που δεν φέρει ημερομηνία, δεν φέρει το όνομα της Ενάγουσας εταιρείας (σε αντιδιαστολή με την πρώτη γραπτή συμφωνία για τις εργασίες του 2007– Τεκμήριο 1), δεν φέρει την υπογραφή της Εναγόμενης, ούτε βεβαίως είναι έγγραφο στη βάση του οποίου η Εναγόμενη παραδέχεται την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής, ούτε προσδιορίστηκε με την απαιτούμενη σαφήνεια το χρονικό σημείο που αυτό υποδείχθηκε στην Εναγόμενη και τι ανέφερε η ίδια σε σχέση με αυτό.

 

41. Προσθέτω ότι στο εν λόγω έγγραφο αναφέρεται ότι το οφειλόμενο ποσό είναι €2,850 πλέον Φ.Π.Α ενώ στη μαρτυρία του ο ΜΕ1 ισχυρίστηκε ότι το συνολικά οφειλόμενο ποσό είναι €2,850, ζήτημα που επίσης παρέμεινε αδιευκρίνιστο. Πέραν των πιο πάνω, το περιεχόμενο του εν λόγω  εγγράφου τελεί και σε αντίθεση με τη δικογραφικά παραδεκτή περιγραφή των συμφωνηθέντων εργασιών, τουλάχιστο όπως αυτές δικογραφήθηκαν από την ίδια την Ενάγουσα. Δηλαδή ενώ το περιεχόμενο της παραγράφου 7 της Έκθεσης Απαίτησης σε σχέση με τις συμφωνηθείσες εργασίες έγινε παραδεκτό από την Εναγόμενη με την παράγραφο 5β3 της Υπεράσπισης, εντούτοις στο Τεκμήριο 7 καταγράφονται διαφορετικές εργασίες από αυτές που έχει δικογραφήσει η Ενάγουσα. Παρεμβάλλω ότι η προβολή αντιφατικών θέσεων με παραδεκτά γεγονότα συνιστά, σύμφωνα με την νομολογία, προσφυγή στο ψεύδος με στόχο την αποφυγή των δυσμενών για το διάδικο που προβαίνει σε μια τέτοια ενέργεια και τα όσα δεδομένα συνεπάγονται για την υπόθεση του (Αθλητικό Σωματείο Ολυμπιακός Λευκωσίας ν. Αριστοκλέους (2011) 1Β Α.Α.Δ. 1349). Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, το εν λόγω έγγραφο είναι απογυμνωμένο από οτιδήποτε που θα μπορούσε να προσδώσει κάποια αποδεικτική αξία στην προώθηση της υπόθεσης της Ενάγουσας διότι κατά την κρίση μου συνιστά ξεκάθαρα μια εκ των υστέρων προσπάθεια αυτοενίσχυσης των θέσεων της (Antwerp Diamond Polisher Ltd κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2005) 1(Α) ΑΑΔ, 533 και LOVE BIRDS PET SHOP LTD v. GRIVA, Πολιτική Έφεση Αρ. 133/2014, 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A335).

 

42. Η δε αναφορά του ΜΕ1 ότι το Τεκμήριο 7 υποδείχθηκε στην Εναγόμενη με την ολοκλήρωση των εργασιών και τότε «συμφωνήσαμε το ποσό» αλλά δεν υπογράφθηκε γιατί είχαν εμπιστοσύνη μεταξύ τους, πέραν του ότι στερείται πειστικότητας καθότι δεν προσκομίσθηκε καμία μαρτυρία που να δικαιολογεί τέτοια αντίληψη, η εν λόγω αναφορά τελεί σε πλήρη αντίθεση με τη ρητή δικογραφημένη της θέση ότι συνάφθηκε με την Εναγόμενη προφορική συμφωνία «Κατά ή περί το έτος 2009 η Ενάγουσας Εταιρεία δυνάμει νέας προφορικής συμφωνίας με την Εναγόμενη ανέλαβε[…]» καθότι κατ’ ουσίαν απολήγει σε  προώθηση της θέσης ότι η συμφωνία ήταν εν μέρη προφορική και εν μέρει γραπτή αλλά και τοποθετεί το χρονικό σημείο που συμφωνήθηκε το ποσό των εργασιών σε χρόνο μετά την εκτέλεση τους προκαλώντας περαιτέρω ρήγματα στην όλη εκδοχή της Ενάγουσας. Η επιλογή να προωθηθεί η απαίτηση με τέτοιο τρόπο προβαίνοντας στην παρουσίαση μαρτυρίας και ισχυρισμών που σαφώς και αποκλίνουν από τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας σε τέτοια έκταση και βαθμό, δεν μπορούν παρά να επηρεάσουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας του ΜΕ1 (Παπά ν. D. STAVRINOS CONSTRUCTIONS LTD Πολ. Έφεση 217/08, ημερομηνίας 21/02/2017), ECLI:CY:AD:2017:A56.

 

43. Για τα πιο πάνω ζητήματα, ο ΜΕ1 δεν έδωσε καμία λογική και πειστική εξήγηση και προπάντων είναι ακατανόητο γιατί υπήρξε προσπάθεια κατά την ακροαματική διαδικασία να παρουσιαστούν τα Τεκμήρια 5, 8, 9 και 12 ως έγγραφα που στάλθηκαν από ή εκ μέρους της Ενάγουσας χωρίς να υπάρχει σε αυτά οποιαδήποτε αναφορά στην Ενάγουσα. Συνυπολογίζοντας το σύνολο των πιο πάνω, συμπεριλαμβανομένου και της μεταγενέστερης συμπεριφοράς των μερών, αποφαίνομαι ότι η θέση του ΜΕ1 περί σύναψης προφορικής συμφωνίας μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης στερείται πειστικότητας και αληθοφάνειας.

 

44. Πέραν των πιο πάνω, σημειώνω ότι η μαρτυρία του σε σχέση με τις εκτελεσθείσες εργασίες είναι εξίσου αόριστη και γενικόλογη. Δεν υπάρχει καμία λεπτομέρεια ως προς τον τρόπο με τον οποίο εκτέλεσε τις εργασίες, τη μεθοδολογία που ακολούθησε κατά την εκτέλεση τους ούτε δόθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία για τους ισχυριζόμενους υπαλλήλους του που τον βοήθησαν  ή τα υλικά που χρησιμοποίησε, πλην της γενικής αναφοράς του ότι αυτές εκτελέσθηκαν με επαγγελματισμό. Προσθέτω, ότι οι θέσεις του ότι ενώ ο ίδιος είναι εργολάβος με πολύχρονη εμπειρία εντούτοις ακολουθούσε τις οδηγίες της Εναγόμενης, η οποία είναι δασκάλα στο επάγγελμα χωρίς οικοδομικές γνώσεις, για τον τρόπο εκτέλεσης των εργασιών, όπως και η μεταγενέστερη εκδοχή του ότι ο υιός της και ο σύζυγος της γνώριζαν από υλικά μόνωσης και ότι ο άντρας της εκτελούσε εργασίες ενώ προσλήφθηκε ο ίδιος για αυτές στερείται σοβαροφάνειας. Περαιτέρω, η απόλυτη θέση του ότι δεν γνώριζε για την ύπαρξη προβλημάτων ούτε γνώριζε για το διορισμό πολιτικού μηχανικού δεν υποστηρίζεται από σωρεία γεγονότων. Αρχικά αναφέρω, ότι κατά την αντεξέταση αποδέχθηκε ότι του είχε λεχθεί από την Εναγόμενη ότι «το κεραμικό κουδουνίζει». Επιπλέον η θέση του ότι δεν γνώριζε είναι αντίθετα με το ότι i) με την εκδοχή του ότι μόλις τέλειωσε τις εργασίες διαπληκτίστηκε με την Εναγόμενη και αποχώρησε μετά που του υπέδειξαν κάποια προβλήματα, ii) με το περιεχόμενο της επιστολής του δικηγόρου του ημερομηνίας 10/07/2009 που απευθύνεται προς την Εναγόμενη και τον ΜΥ1 και στην οποία γίνεται αναφορά σε «τηλεφωνική μας συνομιλία και την συνομιλία με τον πολιτικό σας μηχανικό» και iii) τελεί σε αντίθεση και με το γεγονός ότι ο ίδιος προσκόμισε το Τεκμήριο 2 (έκθεση πολιτικού μηχανικού της Εναγόμενης) κατά τρόπο ώστε να συνάγεται ξεκάθαρα ότι ήταν εις γνώση του ΜΕ1 η ύπαρξη προβλημάτων και παραπόνων. Ομοίως η κακής ποιότητας φωτογραφίες που προσκόμισε είναι άγνωστο τι αποσκοπούσαν να καταδείξουν ώστε ουδεμία βαρύτητα να μπορεί να αποδοθεί σε αυτές με δεδομένες και τις θέσεις της πλευράς της Εναγόμενης ως προς τη φύση των κακοτεχνιών, θέσεις οι οποίες ήταν εις γνώση του λόγω του περιεχόμενου της πρώτης έκθεσης του πολιτικού μηχανικού ημερομηνίας 05/07/2009 που προσκόμισε ο ίδιος  (Τεκμήριο 2).

 

45. Υπό το φως των ως άνω ουσιαστικών κενών, αντιφάσεων, γενικόλογων αναφορών στις οποίες αρκέστηκε ο ΜΕ1 καταλήγω ότι η μαρτυρία του δεν μπορεί υπό τις πιο πάνω περιστάσεις να αποτελέσει ασφαλές υπόβαθρο για την εξαγωγή ευρημάτων η οποία κρίνεται παντελώς αναξιόπιστη σε σχέση με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης και απορρίπτεται στην ολότητα της.

Μαρτυρία Εναγόμενης και ΜΥ1

46. Η μαρτυρία των εν λόγω μαρτύρων θα εξεταστεί από κοινού με δεδομένο ότι στο ουσιώδες μέρος της, οι μάρτυρες ουσιαστικά επαναλαμβάνουν τα ίδια γεγονότα. Ομοίως με τον ΜΕ1 τα εν λόγω πρόσωπα άφησαν αρνητική εντύπωση στο Δικαστήριο καθότι η μαρτυρία τους παρουσίαζε αστάθεια, σύγχυση, αοριστολογία και τέτοιες ελλείψεις ώστε να μην μπορεί το Δικαστήριο να στηριχθεί σε αυτή. Επισημαίνω ότι και από τη δική τους μαρτυρία απουσιάζει παντελώς οποιαδήποτε αναφορά και το περιεχόμενο οποιασδήποτε στιχομυθίας για τη σύναψη της κατ’ ισχυρισμό προφορικής συμφωνίας με τον ΜΕ1, όπως για παράδειγμα το χρονικό σημείο σύναψης της, τις λεπτομέρειες της επικοινωνίας τους και τις συζητήσεις που οδήγησαν στον καθορισμό των εργασιών και απουσιάζει οτιδήποτε άλλο από το οποίο το Δικαστήριο θα μπορούσε αντικειμενικά να εξετάσει με ποιο μέρος συμβλήθηκε η Εναγόμενη. Κρίνω ότι ήταν έκδηλη η προσπάθεια της Εναγόμενης να οικειοποιηθεί το περιεχόμενο της επιστολής τερματισμού (Τεκμήριο 10) που απέστειλε ο υιός της  στον ΜΕ1 παρουσιάζοντας το κατά τρόπο ότι μέσω αυτής επήλθε τερματισμός και των δύο προφορικών συμφωνιών, δηλαδή της δικής της αλλά και αυτής του υιού της. Εξ ου και μαρτύρησε ότι στην επιστολή Τεκμήριο 10 καταγράφεται ότι «τερματίζουμε την προφορική συμφωνία» κάτι που όμως δεν επαληθεύεται από το κείμενο της εν λόγω επιστολής. Η Εναγόμενη μεταγενέστερα μετέβαλε τη θέση της εκφράζοντας τη θέση ότι νόμιζε ότι στάλθηκε αντίστοιχη επιστολή εκ μέρους της ίδιας, χωρίς φυσικά να είναι σε θέση να αναφερθεί σε οτιδήποτε καταγράφηκε στην εν λόγω επιστολή, το περιεχόμενο της οποίας παρέμεινε άγνωστο, πλην της γενικής αναφοράς της σε «τερματισμό», ούτε και φυσικά δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει αντίγραφο επιστολής που σύμφωνα με την ίδια είχε ετοιμαστεί από το δικηγόρο της. Όταν της υποβλήθηκε για ποιο λόγο δεν υπάρχει στο Τεκμήριο 10 (ημερομηνίας 14/07/2009) αναφορά στις δικές της κακοτεχνίες, με δεδομένη την ημερομηνία επίσκεψης του ΜΥ2 για σκοπούς ετοιμασίας του Τεκμηρίου 2 (05/07/2009) ενώ εύλογα θα αναμένετο να πει ότι η δική της επιστολή αναφέρεται στις δικές της κακοτεχνίες εντούτοις ανέφερε ότι το Τεκμήριο 2 δόθηκε μεταγενέστερα στο δικηγόρο της με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα ως προς τον φερόμενο τερματισμό της προφορικής της συμφωνίας και τους λόγους που προβλήθηκαν, εφόσον σύμφωνα με την ίδια είναι μεταγενέστερα που κοινοποιήθηκε η έκθεση του πολιτικού της μηχανικού (Τεκμήριο 2) στο δικηγόρο της, σε απροσδιόριστο πάντα χρονικό σημείο.

 

47. Στη βάση των πιο πάνω, δεν μπορώ να αποδεχθώ ως πειστική τη θέση της ότι απέστειλε αντίστοιχου περιεχόμενου επιστολή με τον υιό της ούτε και το Δικαστήριο δύναται να συμπεράνει την αποστολή της από το περιεχόμενο των υπόλοιπων επιστολών, όπως εισηγήθηκαν οι συνήγοροι της. Ειδικότερα, στο Τεκμηρίου 12 η παραπομπή στην επιστολή ημερομηνίας 14/07/2010 (Τεκμήριο 10) έχει ως εξής «[…]επαναλαμβάνουν το περιεχόμενο της συστημένης επιστολής τους ημερομηνίας 14/07/2009» και είναι καίριας σημασίας η χρήση του ενικού προσώπου και όχι του πληθυντικού, δηλαδή χωρίς να γίνεται αναφορά σε επιστολές. Επιπλέον, η εξήγηση της Εναγόμενης ότι καταχώρησε ανταπαίτηση μετά που καταχώρησε απαίτηση ο Ενάγοντας (με αναφορά στην αγωγή του 2009) και όχι στην παρούσα αγωγή καταδεικνύει την υπεκφυγή της να τοποθετηθεί με σαφήνεια στο κατά τα άλλα εύλογο ερώτημα του συνηγόρου της Ενάγουσας ως προς το γιατί δεν προώθησε την ανταπαίτηση εναντίον του ΜΕ1 προσωπικά στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Η τοποθέτηση της αυτή κρίνεται ως ανεπαρκής συνυπολογίζοντας και την όλη θεώρηση και υπερασπιστική γραμμή που ακολουθήθηκε ήτοι ότι η Εναγόμενη συμβλήθηκε προσωπικά με τον ΜΕ1 και όχι με την Ενάγουσα.

 

48. Αστάθεια παρουσίαζε και ο ΜΥ1 όπου σε σχέση με ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας του φάνηκε να τελούσε υπό σύγχυση απαντώντας σε υποβολές του συνηγόρου της Ενάγουσας ωσάν να εκδικάζετο η υπόθεση 2297/2017 που προωθεί η Ενάγουσα εναντίον του ίδιου προσωπικά κάτι που προκύπτει, μεταξύ άλλων, τόσο από τις αναφορές του στο Έγγραφο Β όσο και κατά την αντεξέταση του επί των κακοτεχνιών:

 

·                              Οι τσεκολαδούρες είχαν ξεκολλήσει και όταν καθαρίζαμε την αυλή με λάστιχο το νερό λίμναζε και/ή φορά του ήταν προς την οικία μου ενώ θα έπρεπε να είναι το αντίθετο. (Έγγραφο Β)

 

·         Ε.        Πώς το διαπιστώσατε εσείς;

A.        Όταν έβαλα νερό μέσα στο γκαράζ να το καθαρίσω, γιατί άρχισα να καθαρίζω το σπίτι για να φέρω τα πράγματα μου, να μετακομίσω, είδα ότι τα νερά έμεναν μέσα, δεν έβγαιναν έξω τα νερά.

·         Ε.        Τις περισσότερες φορές ήσασταν εκεί.

Α.      Ναι, είχα αρκετό χρόνο τα απογεύματα, ήταν το σπίτι μου που χτιζόταν, είχα έγνοια, αρκετές φορές ήμουν εκεί.

 

·      E.        Κύριε Αυγουστή, μετά από όλα λέχθηκαν σας υποβάλλω ότι η   συμφωνία για τις extra εργασίες δεν έγινε με το φυσικό πρόσωπο και την εναγόμενη μητέρα σας, αλλά με την εταιρεία.

Α.        Εγώ δεν είχα να κάνω με την εταιρεία, εγώ μίλησα με τον κύριο Ανδρέα Κουτζιουλή, συμφωνήσαμε προφορικά να κάμει κάποιες εξωτερικές εργασίες, αυτό. Ούτε κάποιαν συμφωνία υπογράψαμε.

(η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

 

49. Κατά την κρίση μου, από τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα ότι ήταν φανερή η επιθυμία του να αναφέρει οτιδήποτε που μπορούσε να βοηθήσει τη μητέρα του όμως ουσιαστικά η μαρτυρία του περιοριζόταν σε γενικές αναφορές χωρίς την απαιτούμενη λεπτομέρεια όπως για παράδειγμα επί του ζητήματος των συμβαλλόμενων μερών όπου εξέφρασε θετική άποψη ότι η μητέρα του συμβλήθηκε με τον ΜΕ1 χωρίς όμως να εξηγεί από που πηγάζει αυτή η πεποίθηση του. Από αυτό το γεγονός, σε συνδυασμό με τις πιο πάνω αναφορές που έχω παραθέσει παραμένει άγνωστο αν κατά την προσκόμιση της μαρτυρίας του αναφερόταν στην όποια προφορική συμφωνία και κακοτεχνίες που αφορούσαν τη μητέρα του ή τον ίδιο. Επιπλέον, παρατηρήθηκε και μεταβολή στις θέσεις του σε σχέση με το ζήτημα της απόσυρσης των αγωγών του 2009 όπου ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι διευθετήθηκαν όλες οι διαφορές που αφορούσαν την προφορική συμφωνία που ισχυρίζονται ότι σύναψαν με τον ΜΕ1, εν τέλει διαφάνηκε ότι ουδεμία ουσιαστική συμφωνία ή τελικός διακανονισμός επήλθε μεταξύ των εκεί διαδίκων.

 

50. Πιο πάνω αναφέρθηκα στο γεγονός ότι η Εναγόμενη απέφυγε να τοποθετηθεί με σαφήνεια για ποιο λόγο δεν προχώρησε στην καταχώρηση ανταπαίτησης εναντίον του ΜΕ1 προσωπικά, στην παρούσα διαδικασία, εφόσον η θέση που αποφάσισε να προωθήσει στα πλαίσια της ακρόασης της παρούσας ήταν ότι συμβλήθηκε προφορικά μαζί του. Επιπλέον, με την Ανταπαίτηση της η Εναγόμενη αξιώνει αποζημιώσεις από την Ενάγουσα και προσθέτω ότι σε σχετικές υποβολές του συνηγόρου της Ενάγουσας, ότι δηλαδή η Ενάγουσα δεν φέρει ευθύνη για τις κακοτεχνίες τόσο η Εναγόμενη όσο και ο ΜΥ1 διαφώνησαν έντονα επί τούτου.

 

51. Τα πιο πάνω απολήγουν στην ταυτόχρονη προώθηση δύο διαφορετικών εκδοχών επί πραγματικών γεγονότων, οι οποίες αλληλοσυγκρούονται αλλά και που η μία αυτοαναιρεί την άλλη. Δεν μπορεί δηλαδή να προωθείται η πραγματική (factual) θέση ότι η επίδικη προφορική συμφωνία καταρτίστηκε με τον ΜΕ1 προσωπικά για σκοπούς της απαίτησης της Ενάγουσας και ταυτόχρονα μέσω της Ανταπαίτησης της η Εναγόμενη να αξιώνει αποζημιώσεις από την Ενάγουσα για την πλημμελή, κατά την ίδια, εκτέλεση των εργασιών, δηλαδή επί ζητήματος που άπτεται του τρόπου εκτέλεσης αυτής της προφορικής συμφωνίας, κάτι που εξ αντικειμένου εξ υπακούει την ύπαρξη μιας διαφορετικής πραγματικής (factual) κατάστασης, ήτοι ότι η Εναγόμενη συμβλήθηκε με την Ενάγουσα. Επομένως, μέσω της προώθησης της Ανταπαίτησης στη βάση αυτής της δεύτερης της εκδοχής προβάλλεται μία εκ διαμέτρου αντιφατική θέση, η οποία αντικρούει αλλά και που αυτοαναιρεί τον  βασικό πυρήνα επί του οποίου στηρίζεται η πρώτη της εκδοχή. Το οξύμωρο της όλης κατάστασης αναγνωρίζει ως ένα βαθμό και η συνήγορος της Εναγόμενης όπου στις αγορεύσεις της αναφέρει ότι «Εφόσον το Δικαστήριο προβεί στο πιο πάνω εύρημα [με αναφορά στο ότι δεν υφίσταται συμβατική σχέση μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης], συνεπάγεται ότι η ανταπαίτηση της εναγομένης είναι έκθετη σε απόρριψη αφού στρέφεται κατά της ενάγουσας εταιρείας και όχι του φυσικού προσώπου». Εντούτοις, φαίνεται να αναδύεται μια εσφαλμένη θεώρηση, δηλαδή ότι είναι κατά κάποιο τρόπο εφικτό να τύχουν ξεχωριστής αντιμετώπισης η απαίτηση από την ανταπαίτηση κατά την εξέταση του προαναφερθέντος πλαισίου πραγματικών γεγονότων που τις περιβάλλει, χωρίς όμως αυτό να δημιουργεί ρήγμα στην συνολική εκδοχή της Εναγόμενης.

 

52. Υπενθυμίζω συναφώς την πάγια νομολογιακή αρχή ότι ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφό του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αλλά οφείλει, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα προωθήσει  καθότι δεν είναι επιτρεπτή η προβολή διαζεύξεων ως προς τι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (El Fath Co ν. EDT Shipping και άλλος (1992) 1 ΑΑΔ 1255 , Kαλησπέρας ν. Δρυάδη κ.ά.(1998) 1 ΑΑΔ 867), Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 41 και ΑLPHA CONCRETE LTD v. ΖΑΒΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 277/2013, 1/7/2020, ECLI:CY:AD:2020:A207).

 

53. Η προώθηση από την Εναγόμενη και τον ΜΥ1 μιας εκ διαμέτρου αντιφατικής εκδοχής για ένα ζήτημα που πρωτίστως εξετάζεται ως πραγματικό ζήτημα, δηλαδή μετά από εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων τα οποία στη συνέχεια δύναται να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ύπαρξης ή μη μιας προφορικής συμφωνίας κλονίζει καίρια το θεμέλιο της μαρτυρίας και των δύο αυτών μαρτύρων, εφόσον η θέση περί σύναψης προφορικής συμφωνίας υποστηρίχθηκε απερίφραστα και από τον ΜΥ1. Οι εν λόγω μάρτυρες όφειλαν να επιλέξουν και να προωθήσουν με σαφήνεια μια εκδοχή επί των πραγματικών γεγονότων κατά την ακρόαση, με δεδομένο ότι δεν επιτρέπεται η προβολή διαζεύξεων ως προς τι ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και όχι να αφήσουν να αιωρείται ένα πέπλο ασάφειας με την απουσία παράθεσης λεπτομερειών για τις μεταξύ τους συζητήσεις με τον ΜΕ1. Απεναντίας, τόσο η Εναγόμενη όσο και ο ΜΥ1 επέλεξαν να μην προωθήσουν την μία εκ των δύο εκδοχών επί των πραγματικών γεγονότων αλλά να προωθήσουν συγκεχυμένα και τις δύο αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές ταυτόχρονα. Η επιλογή τους αυτή είναι ασυμβίβαστη και άπτεται τέτοιου ουσιαστικού ζητήματος που αναπόφευκτα, λαμβάνοντας υπόψη και τα όσα έχουν προαναφερθεί επί των υπόλοιπων ζητημάτων στην παρούσα ενότητα, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να απορρίψει τη μαρτυρία τους στο σύνολο της ως αναξιόπιστη (Ανδρέου κ.ά. ν. Ζήνωνος (2001) 1 Α.Α.Δ. 472).

Μαρτυρία ΜΥ2 

54. Αν και με δεδομένη την απόρριψη της μαρτυρίας των ΜΕ1, της Εναγόμενης και του ΜΥ2 που άπτεται της ύπαρξης συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων έχει υποχωρήσει το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων, ήτοι αυτό της ύπαρξης συμβατικής σχέσης μεταξύ των διάδικων εντούτοις θα αξιολογήσω και τη μαρτυρία του εν λόγω προσώπου.  Ο ΜΥ2 παρέθεσε μαρτυρία υπό την ιδιότητα τους ως εμπειρογνώμονας πολιτικός μηχανικός. Αρχικά παρατηρώ ότι τα προσόντα του και το γεγονός ότι αποτελεί εμπειρογνώμονα δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης και συνεπώς αποδέχομαι ότι είναι εμπειρογνώμονας στον εν λόγω τομέα (Θεοσκέπαστη Φάρμ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984 και Kayat Trading Ltd v. Genzyme Corporation (2013) 1 ΑΑΔ 438).

55. Κρίνω ορθό να υπενθυμίσω σε αυτό το σημείο το ρόλο εμπειρογνωμόνων ενώπιον του Δικαστηρίου. Η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αποτελεί κατά κανόνα μια πρωτογενής ανεξάρτητη μαρτυρία γνώμης σε ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητας του. Στην απόφαση Α.Α.Ι ν. Χρυσοστόμου, Πολιτική Έφεση 298/2014, ημερομηνίας 14/12/2023 του Ανωτάτου Δικαστηρίου λέχθηκε ότι:

«Ο νόμος και η πρακτική, υπαγορεύουν ότι, το δικαστήριο, δεν είναι επιτρεπτό να ενεργεί το ίδιο ως πραγματογνώμονας, σε σχέση με θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, ώστε να μην εμπίπτουν στη γνώση του κοινού ανθρώπου, (βλ. Μακρίδης ν. Dharaghji κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, σελίδα 1021). Όταν δε, για να διαπιστώσει τα γεγονότα υπόθεσης που εκδικάζεται ενώπιον του, πρέπει να βασιστεί στη μαρτυρία πραγματογνώμονα μάρτυρα, την αξιολογεί πρώτα, ως προς την αξιοπιστία της, με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης. Ακολούθως την κατανοεί. Αφού βεβαιωθεί και για τούτο, με τη γνώση που θα έχει πλέον αποκτήσει, προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την ιατρική πτυχή της. Όπως, ακριβώς, έχει λεχθεί, ο πραγματογνώμονας παρέχει στο Δικαστήριο την αναγκαία επιστημονική γνώση, ώστε να κατανοήσει, το ίδιο, δεδομένα επιστημονικού περιεχομένου, που έχουν τεθεί ενώπιον του, προκειμένου να καταλήξει στη δική του ανεξάρτητη κρίση σε σχέση με συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, (βλ. Πιττάλης κ.α. ν. Ianira Entr. Ltd κ.α. (1997 1 Α.Α.Δ. 184, Κοινοτικό Συμβ. Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298 και Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 Α.Α.Δ. 832)».

 

56. Πιο πρόσφατα στην απόφαση του Εφετείου Μίκη Γαλανού ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Πολ. Έφ. 141/20, 12/11/2024 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«(.) οι εμπειρογνώμονες υπόκεινται στους ίδιους κανόνες αξιολόγησης όπως και οι λοιποί μάρτυρες, με επιπρόσθετο της αξιοπιστίας, να εξετάζεται η εν γένει εμπειρογνωμοσύνη τους, η τεκμηρίωση και η πειστικότητα των λεγομένων τους, αλλά και η σαφήνεια της διαβιβασθείσας άποψης τουςστοιχεία βαρυσήμαντα ώστε να μπορεί το Δικαστήριο, στηριζόμενο σ΄ αυτή τη μαρτυρία, να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα και να διαμορφώνει ιδίαν άποψη, επί του επίμαχου, επίδικου θέματος (βλ. Σπύρου v. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 298 και Novichkova v. Βλάβη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111, Μαρκίδου ν. Παπαμάρκου, Πολιτική Έφεση Αρ. 228/2018, ημερ. 16/7/2024).»

(η έμφαση και η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

57. Επισημαίνω, ότι η μαρτυρία πραγματογνώμονα δεν είναι δεσμευτική παρά μόνο βοηθητική προς το Δικαστήριο και τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η γνώμη του, πρέπει να είναι γεγονότα που αποδεικνύονται με, αποδεκτή από το Δικαστήριο μαρτυρία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την απόφαση Φιλίππου ν. Οδυσσέως (1989) 1 Α.Α.Δ η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα εισάγεται υπό την αίρεση της απόδειξης του πραγματικού υποβάθρου κάτι που άλλωστε επαναβεβαιώθηκε πλειστάκις νομολογιακά (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Ευριπίδου και Άλλων (2015) 2 ΑΑΔ 140) ενώ η αποτυχία απόδειξης του υπόβαθρου αυτού, αφήνει τη γνώμη του εμπειρογνώμονα μετέωρη και χωρίς αξία. Περαιτέρω, λέχθηκε ότι, όσο και αν είναι δυνατόν να αναφερθεί ο εμπειρογνώμονας σε υποθετική κατάσταση πραγμάτων ή σε γεγονότα για τα οποία δεν έχει προσωπική γνώση προκειμένου να στηρίξει τους ισχυρισμούς του, αυτή η αναφορά δεν εισάγεται για να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη προς την ύπαρξη τους. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο μπορεί να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα, εφόσον υφίστανται συνθήκες που να δικαιολογούν τέτοια κατάληξη και χωρίς βεβαίως να μετατρέπεται το ίδιο το Δικαστήριο σε εμπειρογνώμονα. Προσθέτω, ότι το Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να υιοθετήσει τις απόψεις ενός εμπειρογνώμονα έστω και αν αυτός δεν έχει αντεξεταστεί (ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΙΩΑΝΝΟΥ v. YIANGOS I SOCRATOUS & SONS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.149/2015, 3/2/2025) και έστω αν είναι ο μόνος εμπειρογνώμονας που κατάθεσε στο Δικαστήριο (Αυγουστή κ.ά. v. Ιωάννου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1498, και Πελεκάνος Γιαννάκης, ως Διαχειριστής της περιουσίας του Χριστόφορου Πελεκάνου και Άλλοι ν. Ανδρέα Πελεκάνου και Άλλου (2010) 1 ΑΑΔ 1746).

 

58. Η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις. Αρχικά αναφέρω ότι ο ΜΥ2 ήταν επεξηγηματικός ως προς τον τρόπο που προέβη στην εξέταση των προβλημάτων σε σχέση με την κλίση των κεραμικών με επακόλουθο όπως εξήγησε να παραμένει νερό εντός του χώρου της βεράντας, της ράμπας και του γκαράζ και επί των όσων εντόπισε ως κακοτεχνίες μέσω της χρήση του εργαλείου «φάδι», θέσεις οι οποίες ήταν αναντίλεκτες καθότι οι περί του αντίθετου υποβολές του συνηγόρου της Ενάγουσας παρέμειναν μετέωρες στην απουσία προσκόμισης της αναγκαίας μαρτυρίας (ΣΤΕΓΗΣ ΕΥΓΗΡΙΑΣ «ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ» ΚΑΪΜΑΚΛΙΟΥ v. ΑΡΓΥΡΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 32/14, 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:A430). Παρά τα πιο πάνω, η υπόλοιπη μαρτυρία του στερείται της δέουσας σαφήνειας, σταθερότητας και επιστημονικότητας με τρόπο ώστε να καθίσταται ακροσφαλές να βασισθεί στο Δικαστήριο σε αυτές για σκοπούς εξαγωγής ευρημάτων. Ειδικότερα, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με οποιοδήποτε τρόπο για ποιο λόγο ενώ επισκευάστηκαν οι τσεκουλαδούρες μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έκθεσης του, προέβηκε στη συμπερίληψη της εν λόγω κακοτεχνίας ως έξοδο της Εναγόμενης, με δεδομένη την αποδοχή του ότι δεν είδε οποιαδήποτε απόδειξη και τιμολόγιο από την Εναγόμενη ως προς αυτές τις επιδιορθώσεις. Ως ζήτημα λογικής δεν θα απαιτείτο πλέον η εκτίμηση του κόστους επιδιόρθωσης εφόσον αν είχε καταβληθεί το εν λόγω ποσό, απλά θα αναμένετο να αναγραφεί το ποσό που κατέβαλε η Εναγόμενη.  Η  γενική αναφορά του ότι αναφέρθηκε στην εν λόγω επιδιόρθωση ή ότι είδε ο ίδιος τις επιδιορθωμένες τσεκουλαδούρες δεν διαφοροποιεί το ζήτημα. Παραμένοντας στο ζήτημα της ύπαρξης κακοτεχνιών στις τσεκουλαδούρες παρατηρώ ότι η αναφορά του περί χρήσης «μη κατάλληλου υλικού» είναι ασαφής και γενικόλογη καθότι ουδόλως επεξηγήθηκε στο Δικαστήριο ποιο υλικό χρησιμοποιήθηκε και γιατί δεν ήταν κατάλληλο για τον σκοπό αυτό. Περαιτέρω, η δε θέση του σε σχέση με την μη προσκόμιση φωτογραφιών που καταδεικνύουν τις κακοτεχνίες, ήτοι ότι δεν του ζητήθηκε, κρίνεται ως έκδηλα ανεπαρκής με δεδομένο ότι η πλευρά της Εναγόμενης φέρει το βάρος απόδειξης πόσο μάλλον σε υπόθεση όπου εξετάζονται κακοτεχνίες και εύλογα αναμένετο η προσκόμιση όλης της αναγκαίας μαρτυρίας και δη φωτογραφικού υλικού, εφόσον κατά τα λεγόμενα του υπάρχει, ακριβώς για να είναι σε καλύτερη θέση το Δικαστήριο σύμφωνα και με τα όσα θα ανέφερε ο εμπειρογνώμονας να κατανοήσει, και να προβεί στη δική του  ανεξάρτητη κρίση σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης. Ομοίως αντιφάσεις και αοριστίες ανακύπτουν και από το  ίδιο περιεχόμενο των εκθέσεων του όπου καταγράφεται ότι πέραν του 50% των κεραμικών είχαν τοποθετηθεί λανθασμένα, ώστε να κινδυνεύουν με αποκόλληση ποσοστό που κατά την αντεξέταση του αναπροσάρμοσε αυτό σε 10 ή 20% για το οποίο διαφάνηκε πώς ούτε και για αυτό ήταν σίγουρος και χωρίς να προσδιορίζεται που ακριβώς έγκειτο το λάθος στην τοποθέτηση των κεραμικών. Συνεπώς, αποφαίνομαι ότι δεν επεξηγήθηκε ποσώς επί ποιων αντικειμενικών και επιστημονικών κριτηρίων βασίστηκε στη διαμόρφωση των συμπερασμάτων ώστε τα όσα καταγράφει να παραμένουν απλά γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του (Γενικός Εισαγγελέας ανωτέρω).

 

59. Σε σχέση με το κόστος επιδιόρθωσης δεν παρασχέθηκε καμία πειστική εξήγηση ως προς το γιατί η εσφαλμένη καταγραφή του ποσού των 6960 κατέληξε να  αναγράφεται ως €8,282 πλέον €1,322 ως Φ.Π.Α συνιστά τυπογραφικό λάθος. Τα ως άνω σε συμφωνία με τις θέσεις του συνηγόρου της Ενάγουσας καταδεικνύουν κατά την κρίση μου την επιπολαιότητα με την οποία ετοιμάστηκαν οι εν λόγω εκθέσεις. Ορθή είναι και η ασάφεια που ανέδειξε ο συνήγορος της Ενάγουσας κατά την αντεξέταση του ΜΥ2 σε σχέση με τις τιμές που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του κόστους αντικατάστασης των κεραμικών. Όταν του υποδείχθηκε ότι σε διαφορετικά σημεία της έκθεσης του 2017 (Τεκμήριο 11) καταγράφεται διαφορετική τιμή μονάδας για την αγορά κεραμικών (δέστε σχετικά σημείο 1 και 3) και αφού προηγουμένως αποδέχθηκε ότι κάθε κεραμικό έχει διαφορετική τιμή, ο ΜΥ2 αρχικά προσπάθησε να εξηγήσει ότι η διαφορά προκύπτει από το συγκεκριμένο κεραμικό που αφορούσε το σημείο 3, το οποίο όμως δεν ήταν σε θέση να προσδιοριστεί όταν ερωτήθηκε επί αυτού και στο τέλος αναδιπλώνοντας τη θέση του ισχυρίστηκε ότι χρησιμοποίησε μέσες τιμές του 2009 των κεραμικών και μέσες τιμές του 2017 χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένα κεραμικά. Το πιο πάνω φυσικά αφήνουν αναπάντητο το ερώτημα που του τέθηκε και συνεπώς παραμένει ασαφές αν στο τέλος χρησιμοποίησε τις μέσες τιμές ή τιμές συγκεκριμένων κεραμικών. Ακόμη όμως και αν υιοθετείτο η θέση του περί χρήσης των μέσων τιμών της αγοράς κληθείς να αναφέρει στο Δικαστήριο την πηγή γνώσης του για τις τιμές που χρησιμοποίησε για να καταλήξει, αρκέστηκε στο να απαντήσει ότι τις γνωρίζουν οι «γνώστες των κατασκευαστικών συμβολαίων και των προσφορών». Κληθείς να σχολιάσει την αύξηση στα κόστη επιδιόρθωσης και τις διαφορές στα ποσά αν και αναφέρθηκε σε πληθωρισμό, αύξηση πετρέλαιού, δείχτες της στατιστικής υπηρεσίας, δείκτης αύξησης των υλικών καταδεικνύοντας ότι ήταν εις γνώση του εντούτοις ουδέν προσκόμισε. Αντίθετα με την αντίληψη του ιδίου ότι δεν απαιτείτο «να εξηγήσει σε βάθος πόσα αξίζει ένα υλικό» και δη στα πλαίσια πλέον δικαστικής διαδικασίας είναι ακριβώς αυτή η αναφορά του που καταδεικνύει και το λόγο που αν τύγχαναν απλά αποδοχής οι τιμές που έχει παραθέσει, η κρίση του Δικαστηρίου θα ήταν αιχμάλωτη αυτής της γυμνής του δήλωσης, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα ελέγχου ούτε από το Δικαστήριο ούτε από τον αντίδικο (Γενικός Εισαγγελέας ανωτέρω και Δημοκρατία ν. Αγιώτου (2000) 1 (Β) ΑΑΔ 1020). Συμφωνώ πλήρως και με τα όσα λέχθηκαν στην πρωτόδικη απόφαση GEORGE MARAS CONTRUCTIONDEVELOPERS LIMITED και ΚΥΡΙΑΚΟ ΦΑΦΑΛΙΟ κ.α. αγωγή αρ. 2357/2012 ημερ. 17/9/2021 στην οποία με παρέπεμψε ο συνήγορος της Ενάγουσας όπου λέχθηκε ότι:

«Η αναφορά του μάρτυρα-εμπειρογνώμονα αόριστα σ' ένα ολικό ποσό χωρίς να καταθέσει τα στοιχεία με βάση τα οποία κατέληξε στο συμπέρασμά του και πως κατέληξε σε συγκεκριμένες τιμές μονάδος, δεν παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα για έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων, ούτε παρέχει τη δυνατότητα ελέγχου τούτων όσον αφορά το αποδεκτό ή μη της μαρτυρίας του».

60. Από το σύνολο των πιο πάνω, προκύπτει ότι η μαρτυρία του ΜΥ2 δεν δύναται από να αποτελέσει σταθερό υπόβαθρο στη βάση του οποίου το Δικαστήριο δύναται να προβεί σε δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα στα όσα καταγράφει στην έκθεση του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει αποδεκτή και, επομένως, την απορρίπτω.

Νομική Πτυχή και Συμπεράσματα

61. Στις αστικές υποθέσεις όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί ότι η απόδειξη της υπόθεσης κρίνεται με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ενώ το βάρος απόδειξης βρίσκεται στους ώμους του εκάστοτε ενάγοντα, να αποδείξει τους ισχυρισμούς του που θεμελιώνουν την αξίωση του. Η απόσειση του βάρους αυτού, συναρτάται αποκλειστικά με την μαρτυρία η οποία κρίνεται αποδεκτή και αξιόπιστη (Demil Imports Exports Ltd ν. Zήνων η Kωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 ΑΑΔ 462). Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης (onus of proof) ικανοποίησε το Δικαστήριο, με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ότι η θέση του ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι (is more probable than not) (Μαρσέλ κ.α ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1858, ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ ν. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΧΛΩΡΑΚΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 214/2013, 24/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A238.

Προδικαστική Ένσταση

62. Οι συνήγοροι της Εναγόμενης προώθησαν με τη γραπτή τους αγόρευση την προδικαστική ένσταση τους με την οποία ισχυρίζονται ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας εναντίον της Εναγόμενης έχει παραγραφεί. Σημειώνω ότι δεν προωθήθηκε καμία ενδιάμεση αίτηση για προώθηση της προδικαστικής ένστασης όντως προδικαστικώς, δηλαδή πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ούτε και δόθηκε οποιαδήποτε εξήγησε σε σχέση με αυτό. Η εν λόγω δικονομική συμπεριφορά τελεί σε αντίθεση με τα όσα επιτάσσει η σχετική επί του θέματος νομολογία και ορθή πρακτική σχετικά με το χρονικό σημείο εκδίκασης προδικαστικών ενστάσεων και δη όταν με αυτές εγείρονται ζητήματα παραγραφής, τα οποία πρέπει να εξετάζονται κατά προτεραιότητα και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας δεδομένου του δικαιοδοτικού χαρακτήρα του όλου ζητήματος και της σοβαρότητας του θέματος, ως προς την περαιτέρω πορεία της αγωγής (ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΠΕΖΙΚΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε146/2020, 14/7/2021). Τα ίδια ισχύουν και όπου εγείρονται ζητήματα νομιμοποίησης διαδίκου ή μη αποκάλυψης εύλογης βάση αγωγής ή ζητήματα παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων το ορθό δικονομικό μέτρο είναι να υποβάλλεται αίτημα του για διαγραφή του κλητηρίου εντάλματος  ή αναστολή της διαδικασίας αναλόγως της περίπτωσης δυνάμει της Δ.27 θ.3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυαν, το συντομότερο δυνατόν. Ο κύριος σκοπός της Διαταγής 27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, καθιστώντας την ακρόαση, ή ουσιαστικού μέρους αυτής, αχρείαστη  έγκαιρα και πριν την διεξαγωγή της δίκης και όχι να προωθείται τέτοια επιχειρηματολογία κατά το τελικό στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας (βλ. Williams and Glyns Bank v. Ship "Maria" (1984) 1 C.L.R. 821, Μούρτζινος Μιχαήλ ν. Πλοίου "Galaxias" κ.α. (1997) 1 ΑΑΔ 80 και MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολ. Έφεση Αρ.: Ε88/2018, 29/1/2024).

 

63. Eν όψει της εκδίκασης της αγωγής και με δεδομένο ότι το Δικαστήριο δεν έχει ενώπιον του μια υπόθεση όπου για παράδειγμα προωθήθηκε έγκαιρα μια αίτηση εκδίκασης της προδικαστικής ένστασης και αυτή απορρίφθηκε όπου για παράδειγμα δεν υπήρχε συμφωνημένο πλαίσιο πραγματικών γεγονότων, κάτι που θα καθιστούσε αδύνατη την εξέταση του νομικού αυτού σημείου, αποφαίνομαι ότι θα αποτελούσε σχήμα οξύμωρο αν το Δικαστήριο επέτρεπε στην Εναγόμενη, σε αυτό το στάδιο, να προωθήσει την εν λόγω προδικαστική ένσταση. Ως εκ τούτου, δικαιολογείται δίχως άλλο η απόρριψη της προδικαστικής  ένστασης.

Απαίτηση

64. Η αξίωση της Ενάγουσας εδράζεται στη βάση παράβασης όρων κατ’ ισχυρισμό συμβατικής σχέσης που είχε η Ενάγουσα με την Εναγόμενη. Η Ενάγουσα, στην παρούσα αγωγή που στηρίζεται στην διεκδίκηση οφειλόμενου ποσού κατ’ επίκληση της εν λόγω σύμβασης, οφείλε να προσκομίσει μαρτυρία με την οποία να αποσείσει το βάρος που έφερε για την ύπαρξη και τεκμηρίωση αυτής της συμβατικής σχέσης (Λαϊκή Ασφαλιστική Λίμιτεδ ν. Ματσούκα και Άλλου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377).

 

65. Σύμφωνα με το Άρθρο 10 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 (εφεξής Κεφ.149) μια σύμβαση για να είναι έγκυρη πρέπει να καταρτίζεται με την ελεύθερη συναίνεση των μερών ικανών προς το συμβάλλεσαι, ενώ αυτή μπορεί να καταρτιστεί «γραπτά, ή προφορικά, ή μερικώς γραπτά και μερικώς προφορικά, ή δύνανται να συνάγονται από τη συμπεριφορά των μερών». Σύμφωνα με τη νομολογία, για τη σύναψη έγκυρης συμφωνίας, πέραν της αναγκαιότητας ύπαρξης αντιπαροχής, είναι αναγκαία και η δικαιοπρακτική βούληση προς δημιουργία έννομης σχέσης (intention to create legal relations) ή, με διαφορετικά λόγια, η ύπαρξη πρόθεσης δημιουργίας έννομης σχέσης (Στέλιος Στυλιανίδης vBritish American Insurance Co Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1772 και CMalathouras Sons Ltd v. Λαϊκής Ασφαλιστικής Εταιρείας Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ. 1233ΜΙΧΑΗΛ ΑΝΔΡΕΑ ΛΟΙΖΟΥ κ.α. v. ΦΡΟΣΟΥΛΑΣ ΤΟΦΑΡΗ κ.α., Π.Έ. Αρ. 269/2015, 12/12/2023).

 

66. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχουν στοιχεία και γεγονότα που να αποδεικνύουν τους ουσιώδεις όρους της κατ΄ ισχυρισμό συμφωνίας, προκειμένου να καταδειχθεί η σύναψη μιας δεσμευτικής συμφωνίας (Οικονόμου Σολωμός και Άλλη v. Γεωργίου Α. Ττοφίνη και Άλλης (1993) 1 C.L.R. 436 και Alpan Furnishings v. Δημάδη (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 170). Για να συναφθεί μια δεσμευτική σύμβαση θα πρέπει αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι να έχουν την ίδια αντίληψη ως προς τους όρους της.  Το Δικαστήριο εγκύπτει στα γεγονότα της υπόθεσης για να διακριβώσει κατά πόσο αποκαλύπτεται ή όχι συμφωνία (Βιομετάλ Λτδ ν. Hawaii Hotels Ltd (1998) 1 AAΔ 281 Gibson v. Manchester City Council (1979) 1 All E.R. 972). Το κατά πόσο έχει συναφθεί μια συμφωνία δεν κρίνεται υποκειμενικά αλλά αντικειμενικά, με την έννοια δηλαδή της εύλογης εντύπωσης που αποκομίζει ένας τρίτος ανεξάρτητος και αντικειμενικός κριτής και συνεπώς κριτής της ύπαρξης ή μη μιας συμβατικής σχέσης είναι αποκλειστικά το Δικαστήριο και η αντίληψη των διαδίκων ή των μαρτύρων τους ουδόλως το δεσμεύει.

 

67. Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό αλλά μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων (Αθανασίου κ.α. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614 και DAVID FOWLES v. ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΟΥΚΚΙΔΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2015, 1/3/2024). Στην παρούσα υπόθεση, πέραν από τη μαρτυρία του ΜΕ1, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε άλλη αποδεκτή και αξιόπιστη μαρτυρία εκ μέρους της Ενάγουσας. Ως εκ των ανωτέρω, έχοντας απορρίψει τη μαρτυρία του ΜΕ1 ως αναξιόπιστη, αποφαίνομαι ότι η Ενάγουσα δεν έχει πετύχει να θεμελιώσει την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας με την Εναγόμενη ούτε και η μετέπειτα παραδεκτή συμπεριφορά των μερών, όπως προκύπτει από τα ευρήματα μου δύναται να καταδείξει κάτι τέτοιο και συνεπώς η Ενάγουσα δεν έχει αποσείσει από τους ώμους της το βάρος απόδειξης που της αναλογούσε. Στην απουσία επαρκούς και ικανοποιητικής μαρτυρίας για να αποδειχθεί ότι τα μέρη έχουν συμβληθεί η απαίτηση καθίσταται έκθετη σε απόρριψη.

Ανταπαίτηση

68. Η ανταπαίτηση της Εναγόμενης στηρίζεται αποκλειστικά στην προώθηση της  βάσης αγωγής της παράβασης σύμβασης που κατ' ισχυρισμό επέδειξε η Ενάγουσα κατά την εκτέλεση των εργολαβικών εργασιών. Επαναλαμβάνω την αντιφατικότητα στην προώθηση της Ανταπαίτησης με δεδομένο τον δικογραφημένο ισχυρισμό στην Υπεράσπιση περί ανυπαρξίας συμβατικής σχέσης μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης, κάτι που άλλωστε οδήγησε και στην απόρριψη της μαρτυρίας της Εναγόμενης και του ΜΥ1. Σε κάθε περίπτωση, αποφαίνομαι ότι επί της βάσης αγωγής που προωθήθηκε στην παρούσα, η αποτυχία κατάδειξης συμβατικής σχέσης μεταξύ της Ενάγουσας και της Εναγόμενης αβίαστα οδηγεί στην απόρριψη και την Ανταπαίτηση, καθότι δεν δύναται να προωθείται Ανταπαίτηση για κακοτεχνίες ενώ δεν έχει καταδειχθεί προηγουμένως η ύπαρξη συμβατικής σχέσης μεταξύ των μερών.

Κατάληξη

69. Στη βάση όλων των πιο πάνω, τόσο η Απαίτηση της Ενάγουσας όσο και η Ανταπαίτηση της Εναγόμενης απορρίπτονται. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια κρίνω ορθό όπως η κάθε πλευρά επωμιστεί τα έξοδα της.

(Υπ.) ……………………………….

      Κ. Πασιαρδής, Ε.Δ.

 

Πιστό αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο