I. O. ν. P.N.S. RESTAURANTS LIMITED κ.α., Αρ. Αγωγής: 1113/2022, 22/7/2025
print
Τίτλος:
I. O. ν. P.N.S. RESTAURANTS LIMITED κ.α., Αρ. Αγωγής: 1113/2022, 22/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Αφρ. Χαραλαμπίδη.Ε.Δ.                                                                                     

Αρ. Αγωγής: 1113/2022 (IJ)

 

Μεταξύ:

 

 

I. O.

 

Ενάγοντα,

ν.

 

1.    P.N.S. RESTAURANTS LIMITED

2.    CBLUEM RESTAURANTS LIMITED

3.    LIMASSOL MARINA LIMITED

 

 

Εναγόμενης.

 

 

Ενδιάμεση Αίτηση ημερομηνίας 4/9/24

 

Ημερομηνία22 Ιουλίου, 2025

 

Εμφανίσεις (Μέσω Ηλεκτρ. Επικοινωνίας):

Για τον Ενάγοντα / Αιτητή: κος Μ. Αποστολίδης

Για την Εναγόμενη 2 / Καθ’ης η Αίτηση: Makis Anastasiou & Co LLC

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

I.    ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

1.   Με την παρούσα Αίτηση, ο Ενάγοντας / Αιτητής (στο εξής θα αναφέρεται ως ο «Αιτητής») επιζητεί Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται και/ή να επιτρέπεται η επιστροφή της Εγγυητικής Επιστολής, η οποία είχε δοθεί προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ως όρος για την έκδοση μονομερώς του διατάγματος ημερ.22/7/22, ως τροποποιήθηκε στις 28/7/22, στην αίτηση ίδιας ημερομηνίας στα πλαίσια της υπό τον άνω αριθμό και τίτλο αγωγής.

 

II.   ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

 

2.   Το ιστορικό της διαδικασίας προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης ως εξής:

 

3.   Στις 19/7/2022[1], ταυτόχρονα με την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, ο Αιτητής καταχώρησε αίτηση για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος εναντίον των Εναγόμενων 1-3, σε μονομερή βάση.

 

4.   Στις 22/7/2022, το Δικαστήριο, στα πλαίσια της προαναφερόμενης αίτησης, εξέδωσε μονομερώς ενδιάμεσο διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν στην Εναγόμενη 2 και/ή στους αντιπροσώπους και/ή τους αξιωματούχους και/ή τους υπαλλήλους και/ή τους υπηρέτες τους και/ή οποιαδήποτε άλλα εξουσιοδοτημένα πρόσωπα που ενεργούν στο όνομα ή για λογαριασμό τους από του να χρησιμοποιούν τα μεγάφωνα στο εστιατόριο-μπαρ με την ονομασία «ΧΧ-ΧΧ» που βρίσκεται στη ΧΧ ΧΧ, στη Λεμεσό, μεταξύ των ωρών 11:30 το βράδυ μέχρι τις 05:00 το πρωί πέραν των 41db(A).

 

5.   Ως προκύπτει και από το σχετικό πρακτικό ημερ.22/7/2022, το διάταγμα εκδόθηκε υπό τον όρο ότι ο Aιτητής θα υπέγραφε τραπεζική εγγύηση ύψους €20.000 για την κάλυψη τυχόν ζημιών που ήθελε προκύψουν από την έκδοση του διατάγματος, χωρίς εύλογη αιτία. Το Δικαστήριο όρισε το διάταγμα επιστρεπτέο και την Αίτηση για επίδοση την 1/8/2022 και ώρα 9 π.μ., με οδηγίες για επίδοση αυτών στο ενδιάμεσο στους Εναγόμενους 1-3/ Καθ’ων η Αίτηση.

 

6.   Στις 27/7/2022, ο Αιτητής συμμορφώθηκε με το πιο πάνω όρο καταθέτοντας στο Δικαστήριο την επίδικη Εγγυητική Επιστολή, η οποία εκδόθηκε από την ΤΡΑΠΕΖΑ ΧΧ ΧΧ ΧΧ ΛΤΔ.

 

7.   Στις 28/7/2022, ζητήθηκε από πλευράς του συνηγόρου του Αιτητή, απόσυρση της Αίτησης εναντίον των Εναγόμενων 1 και 3 και νέα ημερομηνία για επίδοση της Αίτησης και του προσωρινού διατάγματος στην Εναγόμενη 2 / Καθ’ης η Αίτηση.

 

8.   Στις 5/9/2022, κατόπιν ακρόασης, το Δικαστήριο οριστικοποίησε το διάταγμα ημερομηνίας 22/7/2022, ως τροποποιήθηκε την 28/7/2022, με την εξής διαφοροποίηση: «Εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής του  Ενάγοντος ή νεότερη  διαταγή του Δικαστηρίου, απαγορεύεται στην Εναγόμενη 2, δια οποιουδήποτε αξιωματούχου ή προσώπου εντέλλεται από την Εναγόμενη 2 ή την εκπροσωπεί, να εκπέμπει ήχο από το εξωτερικό του εστιατορίου –μπαρ «ΧΧ ΧΧ» στη ΧΧ ΧΧ με τη χρήση μεγαφώνων ή άλλως πώς, εκτός από εκπομπή ήχου κατά τις ώρες και στην ένταση και με τον τρόπο που επιτρέπει άδεια εκπομπής ήχου από την αρμόδια αρχή.»

 

III. ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ & ΕΝΣΤΑΣΗ

ΑΙΤΗΣΗ

9.   Ακολούθησε στις 4/9/2024, η καταχώρηση της παρούσας αίτησης η οποία βασίζεται στο άρθρο 9(2) του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6, στο άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60), στον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό Δ.33,θ.8, Δ.48 θ.θ. 1, 2 και 8 και Δ.64, στη διακριτική ευχέρεια, τις γενικές και συμφυείς εξουσίες και την πρακτική του Δικαστηρίου 

 

10.          Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου, η οποία εργοδοτείται στο γραφείο των συνηγόρων του Αιτητή. Η ενόρκως δηλούσα αναφέρθηκε στις περιστάσεις έκδοσης του διατάγματος ημερ.22/7/22 μονομερώς, τη συμμόρφωση της πλευράς της Εναγόμενης με τον όρο που επιβλήθηκε από πλευράς του Δικαστηρίου για την έκδοση του, την ισχύ της επίδικης εγγυητικής επιστολής και την οριστικοποίηση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος κατόπιν ακρόασης.

 

11.          Η ομνύουσα έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ότι καμία αναφορά δεν γίνεται στην επίδικη εγγυητική ότι αυτή θα φέρει ισχύ ή θα είναι αναγκαία να βρίσκεται κατατεθειμένη μέχρι την αποπεράτωση της αγωγής και ότι ούτε το Δικαστήριο στη σχετική ενδιάμεση απόφαση του ανέφερε ότι αυτά πρέπει να παραμείνει κατατεθειμένη εις το φάκελο του Δικαστηρίου. Κατά συνέπεια εισηγήθηκε ότι η εγγυητική έχει τελεσιδικήσει και ο Αιτητής έχει δικαίωμα να αιτηθεί την επιστροφή της.

 

ΕΝΣΤΑΣΗ

12.          Η Αίτηση προσέκρουσε στην ένσταση της Εναγόμενης 2 / Καθ’ης η Αίτηση (στο εξής θα αναφέρεται ως η «Καθ’ης η Αίτηση»), η οποία βασίζεται επί των Άρθρων 4, 7 και 9.2 του Κεφ.6, στο Άρθρο 32.3 του Ν.14/60, στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμούς Δ.48 θθ.1-8 και Δ.39 θ.1, τις γενικές και συμφυείς εξουσίες, την πρακτική και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

13.          Οι λόγοι ένστασης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: 1. Η Αγωγή δεν έχει αποπερατωθεί πλήρως και το προσωρινό διάταγμα, το οποίο κατέστη απόλυτο, ευρίσκεται σε ισχύ και συνεπώς βρίσκεται σε ισχύ και η εγγυητική η οποία ανανεώνεται αυτόματα ανά εξαμηνία και θα πρέπει να συνεχίσει μέχρι την τελική αποπεράτωση της αγωγής, 2. Η ανάληψη της προσωπικής υποχρέωσης από τον Αιτητή είναι υποχρεωτική για αποζημίωση της Καθ’ης η Αίτηση λόγω της έκδοσης του προσωρινού διατάγματος, 3. Εάν το προσωρινό διάταγμα ζητήθηκε για ανεπαρκείς λόγους, ή αν η αγωγή του Ενάγοντα αποτύχει ή εκδοθεί απόφαση εναντίον του λόγω παράλειψης ή με άλλο τρόπο, θα διαφανεί με την ολοκλήρωση της κυρίως διαδικασίας, εφόσον αυτή τελεσιδικήσει, 4. Λανθασμένα ο Αιτητής επιχειρεί να πείσει και/ή να παραπλανήσει το Δικαστήριο ότι έχει τελεσιδικήσει η διαδικασία στην οποία κατατέθηκε η επίδικη εγγυητική, 5. Η αίτηση είναι αβάσιμη, αδικαιολόγητη, πρόωρη και/ή αντικανονική και/ή παράτυπη, 6. Ο Αιτητής ψευδώς δηλώνει ενόρκως ότι η διαδικασία για την οποία καταχωρήθηκε η επίδικη εγγυητική έχει τελεσιδικήσει, 7. Η Καθ’ης η Αίτηση θα υποστεί ουσιώδη αδικία και ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση που εκδοθούν τα διατάγματα που επιδιώκει ο Αιτητής αφού θα αποστερηθεί του δικαιώματος της να αποταθεί στο Δικαστήριο για εύλογη αποζημίωση της για τις δαπάνες και βλάβες που της προκαλεί το προσωρινό διάταγμα, 8. Οι λόγοι που προβάλλονται για χορήγηση του αιτούμενου διατάγματος είναι αβάσιμοι και/ά ανυποστήρικτοι και/ή ανεπαρκείς και/ή ανειλικρινείς, 9. Η Αίτηση είναι καταχρηστική και  κακόπιστη, εκδικητική και/ή αχρείαστη και αποσκοπεί στον αδικαιολόγητο εκτροχιασμό της διαδικασίας προκαλώντας ταλαιπωρία και έξοδα στην Καθ’ης η Αίτηση, 10. Η Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, περιέχει παραπλανητικούς, ασαφείς, ανακριβείς και αόριστους ισχυρισμούς και είναι αντικανονική και/ή παράτυπη, και 11. Τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα υπομονεύσει την απονομή της δικαιοσύνης αφού η έγκριση της παρούσας αίτησης δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις και δεν είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

14.          Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του διευθυντή των Εναγόμενων 1 και 2 στα πλαίσια της οποίας κυρίως επαναλαμβάνονται εκτενέστερα οι λόγοι ένστασης, ως αυτοί έχουν διατυπωθεί στην γραπτή ένσταση της Καθ’ης η Αίτηση, συνοδευόμενοι από περαιτέρω επιχειρηματολογία προς υποστήριξη της τελευταίας.

 

IV. ΑΚΡΟΑΣΗ

 

15.          Η ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων, μέσω γραπτών αγορεύσεων, οι οποίες καταχωρήθηκαν στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης και το περιεχόμενο τους υιοθετήθηκε από τους ευπαίδευτους συνήγορους των μερών. 

 

16.          Έχω μελετήσει την αίτηση, την ένσταση, τις εκατέρωθεν υποστηρικτικές ένορκες δηλώσεις και έχω λάβει υπόψη μου το περιεχόμενο των αγορεύσεων των συνηγόρων των διαδίκων και δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνει ειδική αναφορά σε αυτό.

 

V.  ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

17.          Ως υποδείχθηκε από την ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Re Γρηγοριάδης Πολιτική Έφεση 10/2011, ημερ. 14.6.2013, οι πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 αφορούν στο ουσιαστικό δίκαιο που διέπει την έκδοση συντηρητικών διαταγμάτων αλλά το δικονομικό πλαίσιο καθορίζεται από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, όπως και τις πρόνοιες του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

 

18.          Συγκεκριμένα οι πρόνοιες του άρθρου 9(1) του Κεφ. 6, (όπως και αυτές των Κανονισμών 8(1) και 9 της Δ.48), καθιστούν δυνατή την έκδοση διαταγμάτων μονομερώς, κατ' εξαίρεση του γενικού κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει την παροχή θεραπείας χωρίς να έχει προηγουμένως παρασχεθεί η ευκαιρία στον αντίδικο να ακουστεί, εφόσον ο Ενάγοντας ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.

 

19.          Στην υπό κρίση περίπτωση, η αίτηση, αλλά και η ένσταση, εδράζονται επί του Άρθρου 9(2), του Κεφ.6, το οποίο, ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου μονομερούς διατάγματος, προνοούσε τα ακόλουθα σε σχέση με διατάγματα που εκδίδονται χωρίς ειδοποίηση:

 

«Πριν εκδώσει το διάταγμα αυτό χωρίς ειδοποίηση, το Δικαστήριο πρέπει να απαιτεί από το πρόσωπο που ζητά αυτό, όπως αναλάβει προσωπική υποχρέωση, με ή χωρίς εγγυητή ή εγγυητές, όπως το Δικαστήριο θεωρεί σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η υποχρέωση του για αποζημίωση του προσώπου εναντίον του οποίου ζητείται το διάταγμα.»

(Η υπογράμμιση δική μου)

20.          Από το λεκτικό του άρθρου 9(2), καθίσταται επιτακτική η παροχή εγγύησης ή η άλλως πως ανάληψη υποχρέωσης για αποζημίωση του Εναγόμενου, ως όρος για την έκδοση από πλευράς του Δικαστηρίου παρεμπίπτοντος διατάγματος μετά από μονομερή αίτηση. Τέτοια υποχρέωση όμως δεν φαίνεται να υφίσταται σε περιπτώσεις που το διάταγμα εκδόθηκε αφού η μονομερής αίτηση κατέστη δια κλήσεως κατόπιν σχετικών οδηγιών του Δικαστηρίου για την επίδοση της.[2]

 

21.          Επιπρόσθετα, το Άρθρο 7 του Κεφ.6, σε σχέση με συντηρητικά διατάγματα που εκδόθηκαν επί ανεπαρκών λόγων, και, συγκεκριμένα σχετικά με το δικαίωμα του Εναγόμενου σε εύλογη αποζημίωση από τον Ενάγοντα για τυχόν ζημιά που ήθελε υποστεί λόγω της εκτέλεσης των εν λόγω Διαταγμάτων, προνοεί τα εξής:

 

« Αν φαίνεται στο Δικαστήριο ότι διάταγμα που εκδόθηκε από αυτό δυνάμει των τριών προηγούμενων άρθρων ζητήθηκε για ανεπαρκείς λόγους, ή αν η αγωγή του ενάγοντα αποτύχει ή εκδοθεί απόφαση εναντίον του λόγω παράλειψης ή με άλλο τρόπο, και φαίνεται στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της αγωγής, το Δικαστήριο δύναται, αν θεωρήσει αυτό σκόπιμο, με αίτηση του εναγομένου, να διατάξει τον ενάγοντα να καταβάλει στον εναγόμενο τέτοιο ποσό το οποίο ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως εύλογη αποζημίωση αυτού για τη δαπάνη και βλάβη που προξενήθηκε σε αυτόν λόγω της εκτέλεσης του διατάγματος.

 

Η καταβολή αποζημίωσης δυνάμει του άρθρου αυτού συνιστά κώλυμα για έγερση οποιασδήποτε αγωγής για αποζημίωση σε σχέση με οτιδήποτε έγινε κατά την επιδίωξη του διατάγματος κάθε τέτοια αγωγή, αν άρχισε, αναστέλλεται από το Δικαστήριο με τέτοιο τρόπο και με τέτοιους όρους όπως το Δικαστήριο θα κρίνει δίκαιο.».

 

22.          Το άρθρο 32(3) του Ν.14/60, ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος σε μονομερή βάση, ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα σε σχέση με απαγορευτικά διατάγματα, ως ακολούθως:

«Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv απαγoρευτικόv διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1)[3] εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντίον του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ’  αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς.

Πληρωμή απoζημιώσεως δυvάμει τoυ εδαφίoυ τoύτoυ θα είvαι κώλυμα δι' oιαvδήπoτε αγωγήv δι' απoζημιώσεις εv σχέσει πρoς o,τιδήπoτε εγέvετo συvεπεία τoυ διατάγματoς. Και εάv τoιαύτη αγωγή έχη ήδη εγερθή τo δικαστήριov δύvαται vα διακόψη αυτήv κατά τoιoύτov τρόπov και επί τoιoύτoις όρoις, ως ήθελε θεωρήσει τoύτo πρέπov

(Η υπογράμμιση δική μου)

23.          Είναι εμφανές από το λεκτικό των Άρθρων 7 του Κεφ.6 και 32(3) του Ν.14/60, ότι δύναται να διεκδικηθούν αποζημιώσεις από πλευράς ενός Εναγόμενου όταν αποδειχθεί ότι:- (α) το διάταγμα βασίστηκε επί ανεπαρκών λόγων ή (β) η απαίτηση/αγωγή του Ενάγοντα απέτυχε ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντίον του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως πως και (γ) φανεί στο Δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησης/αγωγής του. Εκείνο που προκύπτει αβίαστα είναι, πως, οι δύο τελευταίες περιπτώσεις προϋποθέτουν την αποπεράτωση της αγωγής ενός Ενάγοντα για να δύναται το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο θα διατάξει αποζημίωση ενός Εναγόμενου ή όχι.

 

24.          Δεν συνεπάγεται όμως η αυτόματη καταβολή αποζημιώσεων σε Εναγόμενο σε περίπτωση που αποδείξει την συνδρομή των πιο πάνω στοιχείων, αλλά, θα πρέπει περαιτέρω να αποδειχθεί από πλευράς του η ζημιά που επικαλείται ότι υπέστη, αλλά και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της τελευταίας και της έκδοσης του σχετικού διατάγματος (Βλ. Greenock Navigation Co Ltd v. Tradex Ocean Transportation S.A. (1999) 1(B) AAΔ.852, 861). Στην συνέχεια, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, «εάν νομίζει τούτο πρέπον» να εκδώσει διάταγμα για καταβολή εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τη βλάβη που προξένησε η εκτέλεση του απαγορευτικού διατάγματος.

 

25.          Τώρα, ως προς τον τρόπο που εγείρεται τυχόν απαίτηση για αποζημιώσεις για δαπάνη ή βλάβη εξαιτίας της έκδοσης ενδιάμεσου διατάγματος, προκύπτει από το λεκτικό των πιο πάνω άρθρων ότι, απαιτείται «αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα»[4], αλλά, δεν αποκλείεται και το δικαίωμα έγερσης σχετικής αγωγής, εφόσον φυσικά δεν καταβλήθηκε ήδη αποζημίωση στα πλαίσια της προαναφερόμενης αίτησης. Η ενδεδειγμένη διαδικασία επιβεβαιώθηκε και στην Greenock Navigation Co Ltd v Tradax Ocean Transportation S.A (πιο πάνω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το άρθρο 32(3) δεν αποκλείει τη διεκδίκηση αποζημιώσεων με αγωγή. Ο εναγόμενος έχει την ευχέρεια να διεκδικήσει εύλογη αποζημίωση είτε με αίτηση στην αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε το εναντίον του απαγορευτικό διάταγμα, οπότε και πρέπει να απευθυνθεί στο δικαστήριο της αγωγής με αίτηση, είτε να εγείρει ανεξάρτητη αγωγή, "για αποζημιώσεις σε σχέση με οτιδήποτε έγινε συνεπεία του διατάγματος". Μόνο στην περίπτωση που επιδικάστηκαν και πληρώθηκαν αποζημιώσεις ύστερα από αίτηση στην αγωγή όπου εκδόθηκε το διάταγμα δημιουργείται κώλυμα για την έγερση αγωγής πάνω στην ίδια βάση.  Τούτο προκύπτει σαφώς από την όλη διατύπωση του άρθρου 32(3). »

 

VI. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΣΤΑ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

26.          Κατ’αρχάς σημειώνεται ότι, εν προκειμένω, τα ζητήματα που εγείρονται είναι κυρίως νομικής φύσεως, ενώ το υπόβαθρο των γεγονότων επί του οποίου στηρίζονται η αίτηση και ένσταση, και απορρέει από τον φάκελο της υπόθεσης, δεν τελεί υπό αμφισβήτηση.

 

27.          Η θέση του Αιτητή ουσιαστικά είναι ότι, μετά την διαφοροποίηση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος από το Δικαστήριο με την ενδιάμεση απόφαση του ημερ.5/9/2022, η Καθ’ης η Αίτηση δεν δύναται να υποστεί οιαδήποτε ζημιά, εφόσον δεν επιβάλλονται σε αυτήν πρόσθετες υποχρεώσεις πέραν αυτών που ήδη ισχύουν βάσει το Νόμου και της σχετικής άδειας από την αρμόδια αρχή. Ως εκ τούτου, η εγγυητική πρέπει να επιστραφεί στον Αιτητή.

 

28.           Όμως, ως προκύπτει από τη νομική πτυχή που έχω παραθέσει ανωτέρω και διέπει το ζήτημα των αποζημιώσεων, η ύπαρξη τυχόν ζημιάς που υπέστη ή θα υποστεί η Καθ’ης η Αίτηση από το διάταγμα, θα εξεταστεί στα πλαίσια αίτησης που θα καταχωρήσει η ίδια στην παρούσα αγωγή, ή στα πλαίσια ξεχωριστής από πλευράς της αγωγής. Δεν αποκλείεται να εξετάζετο το εν λόγω ζήτημα και κατά την εκδίκαση του διατάγματος, αφού αυτό κατέστη επιστρεπτέο. Ενδεχομένως αυτό να γινόταν μόνο εάν εγείρετο τέτοιο ζήτημα από πλευράς της Καθ’ης η Αίτηση κατά το εν λόγω στάδιο και το Δικαστήριο κατέληγε σε ακύρωση του διατάγματος επειδή βασίστηκε επί ανεπαρκών λόγων. Αλλά, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί στην περίπτωση μας αφού το μονομερές διάταγμα, κατόπιν ακρόασης, οριστικοποιήθηκε, έστω και με διαφοροποιήσεις που έγιναν από πλευράς του Δικαστηρίου.

 

29.          Αίτηση ή αγωγή από πλευράς της Καθ’ης η Αίτηση, σε σχέση με αποζημίωση της για τυχόν ζημιά που υπέστηκε είτε από το διάταγμα ως ήταν αρχικά σε ισχύ (μετά την μονομερή έκδοση του στις 22/7/2022 και τροποποίηση του στις 27/7/2022) ή αφού οριστικοποιήθηκε στις 5/9/2022, δεν φαίνεται να υφίσταται στο παρών στάδιο, εφόσον ένα τέτοιο διάβημα δεν έχει, τουλάχιστον ακόμη, προωθηθεί από πλευράς της. Ωστόσο, υπάρχει ακόμη περιθώριο και, πιθανότατα, δικαίωμα να προωθηθεί τέτοια αίτηση ή αγωγή από πλευράς της, εάν η Καθ’ής η Αίτηση θεωρήσει ότι συντρέχει οιοσδήποτε από τους λόγους που αναφέρονται στα Άρθρα 7 του Κεφ.6 και 32(3) του Ν.14/60 και είναι σε θέση να αποδείξει την ύπαρξη τυχόν ζημιάς που υπέστη ένεκα του επίδικου διατάγματος, η οποία ενδεχομένως, σε προγενέστερο στάδιο, να μην είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί.

 

30.          Επιπρόσθετα, ορισμένοι εκ των λόγων που προνοούνται στα Άρθρα 7 του Κεφ.6 και 32(3) του Ν.14/60, ως προανέφερα, προϋποθέτουν την αποπεράτωση της αγωγής και υποδεικνύουν ότι το αποτέλεσμα της δίκης δεν είναι παράγοντας αδιάφορος ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρεια του Δικαστηρίου να διατάξει αποζημίωση. Εν προκειμένω, από τo αδιαμφισβήτητο υπόβαθρο γεγονότων, ως προκύπτει από τον φάκελο της υπόθεσης, διαπιστώνεται ότι η ακρόαση της αγωγής δεν έχει ξεκινήσει, πόσο μάλλον ολοκληρωθεί. Ως αποτέλεσμα δεν έχουν διαπιστωθεί τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Το αποτέλεσμα της δίκης, ιδιαίτερα όταν επιλύει τη διαφορά των διαδίκων επί της ουσίας και καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μεταξύ τους, συνιστά σημαντικό οδηγό στο κατά πόσο είναι ορθό και δίκαιο να διαταχθεί αποζημίωση στα πλαίσια του άρθρου 32(3). [5]

 

31.          Ως εκ των πιο πάνω, κρίνω ότι είναι στα πλαίσια της προαναφερόμενης διαδικασίας που θα εξεταστεί από πλευράς του Δικαστηρίου η ύπαρξη τυχόν ζημιάς που υπέστη ή θα υποστεί η Καθ’ης η Αίτηση λόγω του επίδικου διατάγματος, εάν και εφόσον προωθήσει την εν λόγω διαδικασία η τελευταία, και όχι στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης.

 

32.          Περαιτέρω, δεν συμφωνώ με τη θέση του Αιτητή ότι η επίδικη εγγυητική έχει ‘τελεσιδικήσει’, και  κατά συνέπεια αυτός δικαιούται στην επιστροφή της. Η κατάθεση της επίδικης εγγυητικής αποτελούσε όρο για την έκδοση του επίδικου διατάγματος μονομερώς, κάτι που διαφαίνεται και από το ίδιο το λεκτικό του διατάγματος (drawn-up) αλλά και του σχετικού πρακτικού ημερ.22/7/2022. Το Δικαστήριο, προφανώς, έκρινε ότι, με την κατάθεση της στον φάκελο του Δικαστηρίου, ο Αιτητής συμμορφώθηκε με τον εν λόγω όρο, εφόσον το σχετικό διάταγμα στην συνέχεια συντάχθηκε. Ακολούθως, και αφού το διάταγμα κατέστη επιστρεπτέο και εκδικάστηκε μαζί με την αίτηση, αυτό κατέστη απόλυτο με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου ημερ.5/9/2022. Δηλαδή, το Δικαστήριο δεν ακύρωσε το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα και εξέδωσε νέο, αλλά οριστικοποίησε το διάταγμα που αρχικά εκδόθηκε σε μονομερή βάση, έστω και δια της τροποποίησης του. Το λεκτικό του διατάγματος ως τροποποιήθηκε στις 5/9/2022, προνοεί ότι αυτό έχει ισχύ μέχρι την εκδίκαση της αγωγής του Ενάγοντος ή νεότερη  διαταγή του Δικαστηρίου. Η εκδίκαση της αγωγής δεν έχει ολοκληρωθεί, και δεν έχει εκδοθεί οιαδήποτε άλλη διαταγή σε σχέση με την ισχύ του προσωρινού διατάγματος, ούτε ζητείται κάτι τέτοιο δια της υπό κρίση αίτησης. Ως εκ τούτου, εφόσον ευρίσκεται ακόμη σε ισχύ το προσωρινό διάταγμα, στην βάση του οποίου η Καθ’ης η Αίτηση δύναται να ισχυριστεί ότι υπέστηκε ζημιά και συνεπακόλουθα να διεκδικήσει αποζημιώσεις, κρίνω ότι η εν λόγω θέση του Αιτητή δεν ευσταθεί.

 

33.          Δεν θεωρώ επίσης ότι διαφοροποιεί την πιο πάνω κρίση μου το λεκτικό της ίδιας της εγγυητικής ή η μη αναφορά του Δικαστηρίου στην εγγυητική κατά την οριστικοποίηση του υπό κρίση διατάγματος. Η κατάθεση της εγγυητικής, εξυπηρετούσε επιτακτική πρόνοια της σχετικής Νομοθεσίας, συγκεκριμένα του Άρθρου 9(2), του Κεφ.6, ως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, για έκδοση του τελευταίου στην απουσία του αντιδίκου. Ως αναφέρθηκε πιο πάνω, το Δικαστήριο προφανώς έκρινε ότι η εγγυητική που κατατέθηκε με το συγκεκριμένο λεκτικό, ήταν ευθυγραμμισμένη με τον όρο που έθεσε κατά την έκδοση του μονομερούς διατάγματος και κατά συνέπεια επέτρεψε την σύνταξη του για σκοπούς περαιτέρω προώθησης της διαδικασίας. Το εν λόγω μονομερές διάταγμα, μετά από εκδίκαση, κατέστη απόλυτο και εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, έστω και μετά από διαφοροποιήσεις εις τις οποίες προέβη το ίδιο το Δικαστήριο, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν αφορούσαν την εγγύηση που δόθηκε από πλευράς του Αιτητή.

 

VII.         ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

34.          Υπό το φως των πιο πάνω και για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω καταλήγω στο ότι η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου πρέπει να ασκηθεί προς απόρριψη της Αίτησης. Κατά συνέπεια, η Αίτηση απορρίπτεται.

 

35.          Τα έξοδα δεν υπάρχει λόγος να μην ακολουθήσουν το αποτέλεσμα και συνεπώς επιδικάζονται υπέρ της Εναγόμενης 2 / Καθ’ης η Αίτηση και εναντίον του Ενάγοντα / Αιτητή, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, και θα είναι καταβλητέα με την ολοκλήρωση της αγωγής. 

 

 

 

                                                                                     (Υπ.)............................

                                                                                   Αφρ. Χαραλαμπίδη, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής         



[1] Βλ. Καν. 16, περί της Ηλεκτρονικής Δικαιοσύνης Διαδικαστικός Κανονισμός του 2024.

[2] Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., Πολ.Έφεση Αρ.354/12, ημερ.4/12/2015.

[3] Βλ. Άρθρο 32(1), του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 «Τηρoυμέvoυ oιoυδήπoτε διαδικαστικoύ καvovισμoύ έκαστov δικαστήριov, εv τη ασκήσει της πoλιτικής αυτoύ δικαιoδoσίας, δύvαται vα εκδίδη απαγoρευτικόv διάταγμα (παρεμπίπτov, διηvεκές, ή πρoστακτικόv) ή vα διoρίζη παραλήπτηv εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας τo δικαστήριov κρίvει τoύτo δίκαιov ή πρόσφoρov, καίτoι δεv αξιoύvται ή χoρηγoύvται oμoύ μετ' αυτoύ απoζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:

 

Νoείται ότι παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα δεv θα εκδίδεται εκτός εάv τo δικαστήριov ικαvoπoιηθή ότι υπάρχει σoβαρόv ζήτημα πρoς εκδίκασιv κατά τηv επ' ακρoατηρίoυ διαδικασίαv, ότι υπάρχει πιθαvότης ότι ο αιτών διάδικος δικαιoύται εις θεραπείαv, και ότι εκτός εάv εκδoθή παρεμπίπτov απαγoρευτικόv διάταγμα, θα είvαι δύσκoλov ή αδύvατov vα απovεμηθή πλήρης δικαιoσύvη εις μεταγεvέστερov στάδιov.»

 

[4] Άρθρο 7 του Κεφ.6 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6 και άρθρο 32(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

[5]  Βλ.Smith v. Day (1879) 25 Ch.D. 421.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο