
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 3975/14
Μεταξύ:
1. LOIS BUILDERS LTD & LOIS PARKING LIMITED JOINT VENTURE
(KΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ LOIS BUILDERS LTD & LOIS PARKING LTD Σ11977)
2. LOIS BUILDERS LTD
3. LOIS PARKING LTD
Ενάγουσες/ Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενες
-και-
ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ
Εναγόμενος/ Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγων
-----
Ημερομηνία: 28.07.2025
Εμφανίσεις
Για τις Ενάγουσες / Εξ Ανταπαιτήσεως Εναγόμενες: κα Α. Χρίστου για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ
Για τον Εναγόμενο / Εξ Ανταπαιτήσεως Ενάγοντα: κ. Α. Αργυρού με κα Τζιούτ και κ. Α. Ευσταθίου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Εναγόμενος προκήρυξε τον διαγωνισμό με αριθμό 49/2010 για τη μελέτη/κατασκευή/χρηματοδότηση/διαχείριση/συντήρηση της ανάπτυξης νέου υπόγειου χώρου στάθμευσης και καταστημάτων στην οδό Θεμιστοκλέους, στη Λεμεσό (στο εξής «το έργο»), ο οποίος κατακυρώθηκε στην Ενάγουσα 1. Το έργο, ωστόσο, δεν έμελλε να υλοποιηθεί και οι διαφορές των διαδίκων κατέληξαν σε δικαστική διαμάχη.
Οι Ενάγουσες ισχυρίζονται ότι ο Εναγόμενος, ενεργώντας υπό τη διπλή ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής και της πολεοδομικής αρχής, επέδειξε κωλυσιεργία και/ή αμέλεια στη χορήγηση των απαιτούμενων αδειών για την εκτέλεση του έργου. Ειδικότερα, απαιτούσε συνεχείς αναθεωρήσεις και/ή τροποποιήσεις των υποβληθέντων σχεδίων γεγονός το οποίο επέφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις και επηρεασμό στο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί δραστικά και/ή καταλυτικά η πορεία εκτέλεσής του.
Ο Εναγόμενος δεν επέδειξε την απαιτούμενη συνεργασία και/ή καλή πίστη στο πλαίσιο της διαδικασίας φιλικού διακανονισμού των διαφορών των μερών. Αντιθέτως, παράνομα και/ή αντισυμβατικά προχώρησε στην είσπραξη της εγγύησης πιστής εκτέλεσης εκ ποσού €304.440.
Οι προαναφερόμενες ενέργειες του Εναγόμενου επέφεραν επιπλέον κόστος και/ή ζημιά στις Ενάγουσες, οι οποίες απαιτούν ως αποζημιώσεις το ποσό των €10.031.066.
Ο Εναγόμενος, από την άλλη, ισχυρίζεται ότι οι Ενάγουσες είναι αυτές που επέδειξαν αντισυμβατική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, φέρουν αποκλειστική ευθύνη για την καθυστέρηση στην έκδοση των απαιτούμενων αδειών. Τα υποβληθέντα σχέδια παρουσίαζαν ουσιώδεις ελλείψεις, αφού η μελέτη ήταν ελλιπής και/ή πλημμελής. Περαιτέρω, οι Ενάγουσες δεν συμμορφώνονταν με τις υποδείξεις και/ή παρατηρήσεις των αρμοδίων αρχών με αποτέλεσμα να υφίσταται η ανάγκη υποβολής τροποποιημένων σχεδίων.
Ο Εναγόμενος προχώρησε σε τερματισμό της σύμβασης, λόγω της αδυναμίας των Εναγουσών να υλοποιήσουν το αντικείμενό της. Περαιτέρω, λόγω της αντισυμβατικής συμπεριφοράς των Εναγουσών, ανταξιώνει το ποσό των €29.495.274 ως αποζημιώσεις για ειδικές ζημιές και/ή έξοδα και/ή απώλειες που υπέστη. Επιπροσθέτως, ανταπαιτεί το ποσό των €5.000 πλέον Φ.Π.Α ως έξοδα εκτίμησης, καθώς και αναγνωριστική απόφαση περί νόμιμης είσπραξης του ποσού της εγγύησης πιστής εκτέλεσης.
Στην τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση, οι Ενάγουσες αρνούνται ότι παραβίασαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη σύμβαση. Επιπλέον, ισχυρίζονται ότι ο Εναγόμενος δεν νομιμοποιείται να ανταξιώνει οποιοδήποτε ποσό καθώς, μεταξύ άλλων, δεν έλαβε οποιοδήποτε μέτρο προς ελαχιστοποίηση και/ή μείωση της ισχυριζόμενης ζημιάς του.
Η Απαίτηση και η Ανταπαίτηση συνεκδικάστηκαν.
Μαρτυρία
Οι Ενάγουσες παρουσίασαν έξι μάρτυρες και ο Εναγόμενος τέσσερις, ενώ κατατέθηκαν συνολικά 251 Τεκμήρια.
Θα επιχειρήσω στη συνέχεια να παραθέσω το ουσιαστικό μέρος της μαρτυρίας εκάστου μάρτυρα (Καννάουρου κ.ά ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ 35 και Παπακοκκίνου κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. 169/2011, ημερ.13.07.2022), ECLI:CY:AD:2022:D309.
Ο Μ.Ε.1 υιοθέτησε στην κυρίως εξέτασή του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης την οποία κατέθεσε ως Έγγραφο Β. Ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, ότι είχε άμεση ανάμειξη στο έργο καθώς κατά τον επίδικο χρόνο ήταν επιχειρησιακός διευθυντής των Εναγουσών και υπεύθυνος εκ μέρους του αναδόχου κατά το στάδιο της μελέτης και του σχεδιασμού του έργου.
Το έργο, μετά από σχετικό δημόσιο διαγωνισμό, κατακυρώθηκε στις Ενάγουσες και υπογράφηκε συμφωνία με τον Εναγόμενο στις 16.11.2011 (μέρος του Τεκμηρίου 22). Προηγουμένως, την 01.11.2011, οι Ενάγουσες με επιστολή τους προς τον Εναγόμενο, ενημέρωσαν ότι λόγω της καθυστέρησης που παρατηρήθηκε στη γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού μεσολάβησαν απρόβλεπτες συνθήκες, τόσο στο διεθνές, όσο και στο τοπικό σκηνικό που επηρέασαν την οικονομία και τον τραπεζικό τομέα. Οι πιο πάνω συνθήκες είχαν, με τη σειρά τους, αρνητική επίδραση στη χρηματοδότηση του έργου.
Η «φάση Α» του έργου περιλάμβανε τη διαβούλευση με τον Εναγόμενο και την υποβολή αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας. Η σχετική αίτηση υποβλήθηκε εντός των προβλεπόμενων χρονοδιαγραμμάτων στις 27.01.2012. Η πολεοδομική αρχή όφειλε να εκδώσει απόφαση εντός 3 μηνών. Παρά ταύτα, για λόγους που αφορούν τον Εναγόμενο, είτε ως ιδιοκτήτη του έργου, είτε υπό την ιδιότητά του ως πολεοδομική αρχή, η πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 15.04.2013.
Η καθυστέρηση στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας οφείλεται αποκλειστικά στον Εναγόμενο, καθώς οι Ενάγουσες υπήρξαν αποδέκτες συνεχών αναθεωρήσεων και υποβολών εκ μέρους του Εναγόμενου για να επιφέρουν τροποποιήσεις στα ήδη υποβληθέντα αρχιτεκτονικά σχέδια. Ειδικότερα, ο Εναγόμενος απαιτούσε διαρκώς αναθεωρήσεις και τροποποιήσεις στα αρχιτεκτονικά σχέδια και μελέτες, χωρίς αυτές να προνοούνται από τον εγκριμένο προκαταρκτικό σχεδιασμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της προχειρότητας με την οποία ο Εναγόμενος αντιμετώπιζε το έργο, ήταν η απαίτησή του, 11 μήνες μετά την αρχική υποβολή, όπως προσκομιστούν περαιτέρω έγγραφα για να καταστεί δυνατή η εξασφάλιση συναίνεσης από το Τμήμα Διατήρησης για το διατηρητέο κτήριο του παλαιού Πυροσβεστικού Σταθμού (στο εξής «ο Σταθμός»).
Η πολεοδομική άδεια δεν περιλάμβανε τον Σταθμό, ενώ σύμφωνα με το Τεκμήριο 22 οι εργασίες συντήρησης του Σταθμού θα έπρεπε να γίνουν κατά προτεραιότητα εντός του πρώτου εξαμήνου από την έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών.
Η εξαίρεση του Σταθμού από την πολεοδομική άδεια προκάλεσε περαιτέρω καθυστέρηση και παρέκκλιση από το χρονοδιάγραμμα του έργου. Περαιτέρω, οι Ενάγουσες υπέστηκαν ζημιές, αφού κατά την ετοιμασία της προσφοράς τους είχαν υπολογίσει το οικονομικό όφελος που θα λάμβαναν από τις εργασίες ανακαίνισης του Σταθμού.
Στις 24.07.2013 οι Ενάγουσες υπέβαλαν αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής, η οποία εκδόθηκε στις 23.10.2013, χωρίς και πάλι να περιλαμβάνει τον Σταθμό.
Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην προώθηση των διαδικασιών από μέρους του Εναγόμενου και ειδικότερα στην έκδοση των απαιτούμενων αδειών επηρέασε τη χρηματοδότηση των Εναγουσών.
Καταβλήθηκαν προσπάθειες φιλικού διακανονισμού μεταξύ των διαδίκων. Δεν κατέστη κάτι τέτοιο δυνατό, λόγω της αρνητικής στάσης που επέδειξε ο Εναγόμενος.
Στις 17.09.2014 ο Εναγόμενος μονομερώς και παράνομα προχώρησε σε εξαργύρωση της εγγύησης πιστής εκτέλεσης ύψους €304.440. Ακολούθως, στις 06.11.2015, ο Εναγόμενος με επιστολή του προχώρησε, κατά παράβαση των όρων του Τεκμηρίου 22, στον τερματισμό της συμφωνίας.
Στις 29.01.2015 οι Ενάγουσες πληροφορήθηκαν από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ότι ο Σταθμός δεν είχε κηρυχθεί ως διατηρητέο κτήριο.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι υπήρξε καθυστέρηση, τόσο στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, όσο και στην υπογραφή της συμφωνίας.
Δεν ήταν σε θέση να απαντήσει για τη χρηματοδότηση του έργου, καθώς αυτά τα θέματα τα διαχειριζόταν ο Μ.Ε.4. Αυτό που γνωρίζει, είναι ότι υπήρξε προέγκριση χορήγησης δανείου από την Ελληνική Τράπεζα. Στην πορεία, ωστόσο, ενόψει των γεγονότων που έλαβαν χώρα με την έκρηξη στο Μαρί και την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, δύο από τα τέσσερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Δημοκρατίας απέσυραν το ενδιαφέρον τους για χρηματοδότηση του έργου (Τεκμήριο 15). Εξ όσων γνωρίζει, δεν είχε εξασφαλιστεί χρηματοδότηση μέχρι την υπογραφή του συμβολαίου.
Μετά την υποβολή της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, ο Εναγόμενος λανθασμένα εισήλθε στη διαδικασία διαβουλεύσεων με αρμόδιες αρχές. Αυτές οι διαβουλεύσεις έπρεπε να γίνουν στο στάδιο της έκδοσης της άδειας οικοδομής. Παρά ταύτα, η Ενάγουσα 1, συμμετείχε στις εν λόγω διαβουλεύσεις στην προσπάθειά της να συμβάλει στην επίσπευση των διαδικασιών, καθώς σκοπός της ήταν η υλοποίηση του έργου. Δεν υπήρχε, όμως, η ανάλογη ανταπόκριση από την πλευρά του Εναγόμενου.
Διαφώνησε με τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου, ότι όφειλε η Ενάγουσα 1 να προχωρήσει σε διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές πριν την υποβολή της αίτησης χορήγησης πολεοδομικής άδειας.
Το ζήτημα της εξασφάλισης των απαιτούμενων αδειών για την εκτέλεση εργασιών στον Σταθμό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς επηρέαζε τη βιωσιμότητα του έργου. Η Ενάγουσα 1 ουδέποτε συμφώνησε να διαχωρίσει τον Σταθμό από το υπόλοιπο έργο.
O M.E.2 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Γ. Σε αυτή δήλωσε, ότι ασκεί το επάγγελμα του Πολιτικού Μηχανικού και Πολεοδόμου και διετέλεσε Δημοτικός Μηχανικός στον Δήμο Λευκωσίας.
Στις 17.11.2013 ετοίμασε έκθεση (Τεκμήριο 114) στην οποία κατέγραφε τις απόψεις του σχετικά με το ποιος έφερε ευθύνη για την καθυστέρηση της αδειοδότησης του έργου. Ακολούθως, τον Νοέμβριο του 2014 ζητήθηκε εκ νέου από τις Ενάγουσες η ετοιμασία έκθεσης προς τον σκοπό αξιολόγησης νέων πληροφοριών. Στη βάση των νέων δεδομένων που τέθηκαν ενώπιόν του ετοίμασε νέα έκθεση ημερομηνίας 24.11.2014 (Τεκμήριο 136).
Η απόφαση του Εναγόμενου να εμπλακεί σε διαβουλεύσεις με διάφορες αρμόδιες αρχές και ειδικότερα με την Πυροσβεστική Υπηρεσία, την Α.Η.Κ, τον Κ.Ο.Τ και το Τμήμα Δημοσίων Έργων στο στάδιο της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας ήταν λανθασμένη. Η εμπλοκή του Εναγόμενου στις εν λόγω διαβουλεύσεις είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία του, υπό την ιδιότητα του ως πολεοδομική αρχή, να εκδώσει την αιτούμενη άδεια εντός της προβλεπόμενης από τη νομοθεσία προθεσμίας των τριών μηνών.
Επιπροσθέτως, ενώ ως πολεοδομική αρχή όφειλε να παρακολουθεί την ανταπόκριση των προαναφερόμενων αρχών, εντούτοις παρέλειψε να το πράξει. Οι Ενάγουσες δεν είχαν υποχρέωση να απευθυνθούν στις αρμόδιες αρχές, καθώς αυτός που διαβουλεύεται είναι η πολεοδομική αρχή.
Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι κατά την υπηρεσία του ως Δημοτικός Μηχανικός στον Δήμο Λευκωσίας είχε εμπλοκή σε δημόσιες συμβάσεις.
Οι διαβουλεύσεις που ζήτησε ο Εναγόμενος, υπό την ιδιότητα της πολεοδομικής αρχής, έγιναν λανθασμένα και παράνομα. Απόψεις από την Πυροσβεστική Υπηρεσία, την Α.Η.Κ και τον Κ.Ο.Τ δεν ζητούνται στο στάδιο χορήγησης πολεοδομικής άδειας, καθώς τα ζητήματα που αφορούν τις πιο πάνω υπηρεσίες εξετάζονται στο πλαίσιο χορήγησης άδειας οικοδομής. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε προκάλεσε ουσιαστική καθυστέρηση στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας, η οποία, αντί να εκδοθεί στο χρονικό διάστημα των τριών μηνών, εκδόθηκε μετά παρέλευση ενός έτους.
Η πολεοδομική αρχή όφειλε με την υποβολή της αίτησης να προχωρήσει στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας επιβάλλοντας όρους, όπως εντέλει έπραξε, τόσο κατά τη χορήγηση της πολεοδομικής άδειας, όσο και κατά τη χορήγηση της άδειας οικοδομής.
Ο Μ.Ε.3 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Δ. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι είναι συνέταιρος στο αρχιτεκτονικό γραφείο το οποίο ανέλαβε εκ μέρους της Ενάγουσας 1 την εκπόνηση της μελέτης, τον σχεδιασμό και την επίβλεψη του έργου.
Τόσο πριν, όσο και μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού, υπήρξαν συναντήσεις μεταξύ των ιδίων, ως μελετητών, και του Εναγόμενου. Στο πλαίσιο των εν λόγω συναντήσεων ανταλλάχθηκαν απόψεις οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση της ετοιμασίας του πρώτου σχεδιασμού.
Μετά την υποβολή της αίτησης για πολεοδομική άδεια ο Εναγόμενος ζήτησε διάφορες τροποποιήσεις των ήδη υποβληθέντων σχεδίων (Τεκμήριο 38). Για τον σκοπό αυτό έγινε συνάντηση στις 05.03.2012. Κατά την εν λόγω συνάντηση ζητήθηκαν οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
(α) μετακίνηση κλιμακοστασίου και χώρων αποχωρητηρίων,
(β) διαμόρφωση χώρου καταστημάτων με τη δημιουργία αποχωρητηρίου και χώρου έκδοσης εισιτηρίων.
Σε συμμόρφωση με τις πιο πάνω απαιτήσεις υποβλήθηκαν τροποποιημένα σχέδια στις 05.04.2012. Μετά την υποβολή των τροποποιημένων σχεδίων και την αποστολή τους στις αρμόδιες αρχές για διαβουλεύσεις, προέκυψε η ανάγκη νέων τροποποιήσεων κατόπιν απαιτήσεων των αρμοδίων αρχών.
Υπήρξε και πάλι συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες απαιτήσεις. Για τον σκοπό αυτό ετοιμάστηκαν και υποβλήθηκαν νέα αναθεωρημένα σχέδια. Τα πιο πάνω αναθεωρημένα σχέδια στάλθηκαν και πάλι στις αρμόδιες αρχές από τον Εναγόμενο οι οποίες επανήλθαν με νέες απαιτήσεις. Ταυτόχρονα, επιπρόσθετες απαιτήσεις πρόβαλε και ο Εναγόμενος. Προέκυψε, επομένως, ανάγκη για νέα αναπροσαρμογή των σχεδίων τα οποία εντέλει υποβλήθηκαν στις 11.03.2013.
Η απαίτηση του Εναγόμενου για την αναδιάταξη των υποστυλωμάτων, προκειμένου να τηρηθούν οι καθαρές διαστάσεις 2,5 μ. x 5 μ., ήταν λανθασμένη. Τα υποβληθέντα από τις 27.01.2012 σχέδια, ήταν σε συμμόρφωση με τη σχετική νομοθεσία που προβλέπει για τις ελάχιστες διαστάσεις των χώρων στάθμευσης.
Το αρχιτεκτονικό γραφείο στο οποίο είναι συνέταιρος ενήργησε καθ’ όλα τα στάδια με επιμέλεια. Η καθυστέρηση που προκλήθηκε στην έκδοση των απαιτούμενων αδειών δεν οφειλόταν σε κακό σχεδιασμό που έγινε εκ μέρους τους. Τα περισσότερα αιτήματα των αρμοδίων αρχών και του Εναγόμενου δεν προνοούνταν στους όρους του Τεκμηρίου 22, αλλά αφορούσαν απαιτήσεις για τροποποιήσεις από μέρους του Εναγόμενου και των αρμοδίων αρχών.
Ο Σταθμός συμπεριλαμβανόταν σε όλες τις αιτήσεις και υποβολές σχεδίων για τη χορήγηση πολεοδομικής άδειας. Η πρώτη φορά που υπήρξαν από μέρους του Εναγόμενου παρατηρήσεις για τον Σταθμό ήταν στις 04.12.2012, δηλαδή 11 μήνες μετά από την αρχική υποβολή των σχεδίων.
Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι χρειάστηκαν επανειλημμένες τροποποιήσεις των σχεδίων διότι οι απόψεις των αρμοδίων αρχών δεν δόθηκαν συγκεντρωτικά στους μελετητές.
Οι διαβουλεύσεις που έλαβαν χώραν στο στάδιο χορήγησης της πολεοδομικής άδειας, εάν δεν γίνονταν στο εν λόγω στάδιο, θα έπρεπε να γίνουν στο στάδιο έκδοσης της άδειας οικοδομής. Ο Μ.Ε.3 συμφώνησε με την επισήμανση του κ. Αργυρού, ότι ο χρόνος που θα απαιτείτο σε κάθε περίπτωση για τη διενέργεια των διαβουλεύσεων θα ήταν ο ίδιος, είτε αυτός γινόταν στο στάδιο της χορήγησης πολεοδομικής άδειας, είτε στο στάδιο χορήγησης άδειας οικοδομής.
Οι διαστάσεις των χώρων στάθμευσης στα σχέδια που κατατέθηκαν στις 27.01.2012, ήταν 2,5 μ. x 5 μ. Αυτό το οποίο ζήτησε ο Εναγόμενος ήταν όπως οι πιο πάνω διαστάσεις διατηρούνται καθαρές και στα σημεία που βρίσκονταν οι κολώνες (υποστυλώματα). Ως μελετητές σεβάστηκαν την επιθυμία του Εναγόμενου, αν και αυτό συνεπαγόταν σε μεγάλο βαθμό επανασχεδιασμό του στατικού μέρους.
Αναφορικά με τον Σταθμό είχαν αποταθεί κατ’ επανάληψη στο Τμήμα Διατήρησης, χωρίς ωστόσο να λάβουν οποιεσδήποτε πληροφορίες. Για τον λόγο αυτό εξαιρέθηκε ο Σταθμός από το υπόλοιπο έργο, έτσι ώστε να προχωρήσει η υλοποίησή του.
Η αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας του Σταθμού υποβλήθηκε, χωρίς να εντοπιστεί ο σχετικός φάκελος, στις 26.06.2013. Ακολούθως, κατόπιν υπόδειξης του Εναγόμενου, υποβλήθηκε στις 09.07.2014 η αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής. Έκτοτε οι ίδιοι, ως μελετητές, ουδέποτε έλαβαν γνώση για το τί απέγινε η αίτηση έκδοσης άδειας οικοδομής. Στην επισήμανση του συνηγόρου του Εναγόμενου, ότι η Ενάγουσα 1 ενημερώθηκε από τις 29.01.2015 για το ότι ο Σταθμός δεν ήταν διατηρητέο κτίριο (Τεκμήριο 140), ο μάρτυρας απάντησε ότι το γραφείο τους δεν είχε λάβει τη σχετική ενημέρωση.
Ο Μ.Ε.4, διευθυντής της Ενάγουσας 1 κατά το στάδιο μελέτης και σχεδιασμού του έργου, υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης, η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Ε.
Δήλωσε, ανάμεσα σε άλλα, ότι το οικονομικό μοντέλο που χρησιμοποίησε η Ενάγουσα 1 για τον επίδικο διαγωνισμό συμπεριλήφθηκε στην προσφορά της ως Έντυπο 18. Αξιολογήθηκε από τον Εναγόμενο και αποτέλεσε μέρος του Τεκμηρίου 22.
Η καθυστέρηση στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού και οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στο μεσοδιάστημα στην οικονομία και τον τραπεζικό τομέα, είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην Ενάγουσα 1 και τη χρηματοδότηση του έργου. Συγκεκριμένα, η επιδείνωση της οικονομίας επηρέασε κάποιες βασικές παραμέτρους του μοντέλου, καθώς αυξήθηκε το επιτόκιο κατά περίπου 2%.
Μετά την υποβολή της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, το έργο δεν προχώρησε στην επόμενη φάση βάσει του χρονοδιαγράμματος, λόγω των συνεχών αναθεωρήσεων και απαιτήσεων του Εναγόμενου. Η Ενάγουσα, ενόψει των πιο πάνω, αδυνατούσε να προχωρήσει στη συμπλήρωση των τεχνικών μελετών οι οποίες θα έπρεπε να συνάδουν με την εγκεκριμένη πολεοδομική άδεια.
Λόγω της καθυστερημένης χορήγησης της πολεοδομικής άδειας, στην οποία μάλιστα δεν συμπεριλήφθηκε ο Σταθμός, οι Ενάγουσες, με επιστολή τους ημερομηνίας 03.09.2013, ζήτησαν από τον Εναγόμενο παράταση χρόνου και τροποποίηση του Τεκμηρίου 22, προκειμένου να απαλειφθεί η υποχρέωση για κατά προτεραιότητα ανακαίνιση του Σταθμού.
Η εξαίρεση του Σταθμού από την πολεοδομική άδεια προκάλεσε περαιτέρω καθυστέρηση, καθώς οι Ενάγουσες αδυνατούσαν, λόγω υπαιτιότητας του Εναγόμενου, να ολοκληρώσουν τη διαδικασία αδειοδότησης του έργου. Παράλληλα, υπέστηκαν ζημιές, διότι κατά τη σύνταξη της προσφοράς τους υπολόγισαν το κέρδος που θα λάμβαναν από την ανακαίνιση του Σταθμού.
Η καθυστέρηση, εξ υπαιτιότητας του Εναγόμενου, στην έκδοση των απαιτούμενων αδειών επηρέασε άμεσα την τραπεζική χρηματοδότηση των Εναγουσών. Παράλληλα, οι εκδοθείσες άδειες αφορούσαν μέρος του έργου. Τα πιο πάνω δεδομένα απάλλασσαν την Ελληνική Τράπεζα από την παραχώρηση της χρηματοδότησης.
Κατά τη διαδικασία επίτευξης φιλικού διακανονισμού, ο Εναγόμενος επέδειξε άκαμπτη στάση.
Οι Ενάγουσες έχουν υποστεί τις ακόλουθες ζημιές από την παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά του Εναγόμενου:
1. €3.157.111, ως αποτέλεσμα της καθυστέρησης στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας και της άδειας οικοδομής. Το εν λόγω ποσό προκύπτει από το οικονομικό μοντέλο που χρησιμοποίησαν οι Ενάγουσες και αποδέχθηκε ο Εναγόμενος (Έντυπο 18 Τεκμηρίου 22).
2. €2.245.413, ως οικονομική απώλεια λόγω της άρνησης του Εναγόμενου να συνεργαστεί με τις Ενάγουσες για να επιφέρει αλλαγή στο κυκλοφοριακό δίκτυο.
3. €3.315.830, ως διοικητικά έξοδα και κέρδος του εργολάβου σύμφωνα και με την εγκύκλιο του Γενικού Λογιστηρίου ΚΕΑΑ υπ’ αρ.1. Το ποσό προκύπτει από το κόστος του έργου επί ποσοστού 34,81% που αποτελεί το ποσοστό διοικητικών εξόδων και κέρδους. Οι ενέργειες του Εναγόμενου στέρησαν από την Ενάγουσα 2 τη δυνατότητα να εργαστεί σε άλλα έργα, ώστε να αναπληρώσει την πιο πάνω ζημιά.
4. €179.000, ως κίνητρα για ανακαίνιση της διατηρητέας οικοδομής. Οι Ενάγουσες παραπλανήθηκαν από τον Εναγόμενο, αφού μεταγενέστερα της υποβολής της προσφοράς τους ενημερώθηκαν ότι το κτήριο του Σταθμού δεν ήταν διατηρητέο.
5. €304.440, από την παράνομη εξαργύρωση της εγγυητικής.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε, ότι από πλευράς Εναγουσών ζητήθηκε μεν παράταση στην υπογραφή της συμφωνίας, πλην όμως δεν ευθύνονται οι τελευταίες για τον συνολικό χρόνο καθυστέρησης που μεσολάβησε μέχρι την υπογραφή της. Συγκεκριμένα, οι Ενάγουσες ενδεχομένως να ευθύνονται για την παράταση που δόθηκε από τις 06.09.2011 μέχρι τις 16.11.2011. Όλες οι προηγούμενες παρατάσεις οφείλονταν αποκλειστικά στον Εναγόμενο.
Διαφώνησε με τον ευπαίδευτο συνήγορο του Εναγόμενου, ότι η Ενάγουσα 1 δεν θα έπρεπε να υπογράψει τη συμφωνία, εφόσον θεωρούσε ότι επηρεάστηκε η βιωσιμότητα του έργου, λέγοντας ότι οι Ενάγουσες είχαν διασφαλίσει τη χρηματοδότηση του έργου και επομένως δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος για να μην υπογράψουν τη συμφωνία.
Όπως περαιτέρω ισχυρίστηκε ο μάρτυρας, ο Εναγόμενος είναι αυτός που φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την πρόκληση σημαντικού μέρους της καθυστέρησης, λόγω της απόφασής του να ζητήσει αλλαγή των διαστάσεων των χώρων στάθμευσης. Η εν λόγω απαίτηση του Εναγόμενου κοινοποιήθηκε στους μελετητές του έργου, ένα έτος μετά την καταχώρηση των αρχικών σχεδίων.
Ένας άλλος σημαντικός λόγος καθυστέρησης ήταν ο Σταθμός. Ο Εναγόμενος, ενώ όφειλε να γνωρίζει ότι ο Σταθμός δεν ήταν διατηρητέο κτήριο, εντούτοις δημιούργησε την πεπλανημένη αντίληψη ότι επρόκειτο περί διατηρητέου.
Τέλος, στην υποβληθείσα θέση, ότι η Ενάγουσα 1 δεν δικαιούται να αξιώνει αποζημιώσεις λόγω άρνησης αλλαγής στο κυκλοφοριακό δίκτυο, ο Μ.Ε.4 απάντησε ότι ο Εναγόμενος, ενόψει της φύσης της συμφωνίας, όφειλε να συνεργάζεται με τις Ενάγουσες για την ομαλή διεκπεραίωση του έργου. Η παράλειψή του να εισακούει τις εισηγήσεις των Εναγουσών δημιούργησε υποχρέωση αποζημίωσης.
Ο Μ.Ε.5 υιοθέτησε, ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης (Έγγραφο Στ), στην οποία ουσιαστικά επανέλαβε μεγάλο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.4 σε σχέση με τις οικονομικές αξιώσεις των Εναγουσών.
Περαιτέρω, ανέφερε ότι στην υπό κρίση περίπτωση εφαρμόζεται η εγκύκλιος ΚΕΑΑ υπ’ αρ.1, καθώς εκδόθηκε την 01.09.2010, δηλαδή πριν την υπογραφή της συμφωνίας. Συνεπώς, οι Ενάγουσες δικαιολογημένα ζήτησαν παράταση της χρονικής διάρκειας της συμφωνίας ενόψει των καθυστερήσεων που προκλήθηκαν. Η άρνηση του Εναγόμενου να παραχωρήσει παράταση χρόνου οδήγησε το έργο σε κατάσταση απροσδιόριστου χρόνου (time at large).
Οι συνεχείς απαιτήσεις για τροποποίηση των σχεδίων στη βάση απαιτήσεων του Εναγόμενου, είτε ως ιδιοκτήτη, είτε ως πολεοδομικής αρχής, προκάλεσαν επιπρόσθετο κόστος στους συμβούλους του έργου και κατ’ επέκταση στις Ενάγουσες. Ο υπολογισμός του επιπρόσθετου αυτού κόστους μπορεί να γίνει στη βάση δύο μεθόδων. Με την μία μέθοδο το κόστος ανέρχεται σε €94.951,80 και με την άλλη σε €86.328.
Όσον αφορά την αποζημίωση λόγω απώλειας κέρδους, διευκρίνισε ότι το καθαρό κόστος υλοποίησης του έργου θα ήταν €9.525.509. Το εν λόγω ποσό πολλαπλασιαζόμενο με ποσοστό 34,80%, οδηγεί στο ποσό της απώλειας κέρδους που ισούται με €3.314.877,13.
Επιπροσθέτως, στις αποζημιώσεις που δικαιούνται οι Ενάγουσες θα πρέπει να προστεθεί και το ποσό των €281.820 που προκύπτει από την απόρριψη του αιτήματος των Εναγουσών για την παροχή οικονομικών κινήτρων για τη δημιουργία χώρων στάθμευσης.
Στη δια ζώσης μαρτυρία του επεξήγησε, ότι ένα έργο περιέρχεται σε κατάσταση απροσδιόριστου χρόνου όταν διαφανεί ότι ένα εκ των συμβαλλόμενων μερών δεν θεωρεί τον χρόνο ως σημαντικό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο ιδιοκτήτης του έργου δεν μπορεί να τερματίσει τη συμφωνία.
Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι είχε εμπλοκή στο έργο καθώς ως διευθυντής των Εναγουσών παρακολουθούσε όλες τις πληροφορίες οι οποίες διοχετεύονταν στο ηλεκτρονικό σύστημα των εταιρειών. Ειδικότερα είχε την ευθύνη όλων των ζητημάτων που αφορούσαν την επίδικη συμφωνία. Επίσης, είχε άμεση εμπλοκή σε διαφορές που μπορούσαν να προκύψουν με συνεργάτες των Εναγουσών και με τον Εναγόμενο.
Η συμμετοχή της Ενάγουσας 2 σε ποσοστό 1% στην Ενάγουσα 1, δεν σημαίνει ότι η ζημιά και απώλεια που υπέστη περιορίζεται σε αυτό το ποσοστό. Η Ενάγουσα 2 ήταν ο εργολάβος του έργου και σύμφωνα με το Έντυπο 18 το κόστος για την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών ανερχόταν σε €10.148.000. Επομένως, το ποσό αυτό αποτελεί τη βάση του υπολογισμού της απώλειας που υπέστη σύμφωνα με τις πρόνοιες της ΚΕΑΑ υπ’ αριθμό 1.
Διαφώνησε με τη θέση του κ. Αργυρού, ότι οι αλλαγές που ζητήθηκαν από τον Εναγόμενο στα υποβληθέντα σχέδια ήταν επουσιώδεις και δεν προκάλεσαν οποιαδήποτε καθυστέρηση. Δήλωσε, επίσης, ότι ενώ οι τροποποιήσεις ζητούνταν από τον Εναγόμενο, εντούτοις ο τελευταίος δεν διαχειρίστηκε το εν λόγω ζήτημα, ως όφειλε, σε σχέση με το επιπλέον κόστος που προέκυψε για τις Ενάγουσες, αλλά και την προκληθείσα καθυστέρηση.
Σύμφωνα με τους όρους του Τεκμηρίου 22, προνοείτο η εξασφάλιση μόνο μίας πολεοδομικής άδειας και ακολούθως άδειας οικοδομής, τόσο για τον χώρο στάθμευσης και τα καταστήματα, όσο και για τον Σταθμό. Ο Εναγόμενος αποφάσισε να διαχωρίσει τις άδειες για τον Σταθμό. Παρά το ότι αυτή η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των όρων του Τεκμηρίου 22, εντούτοις έγινε αποδεκτή από τις Ενάγουσες στην προσπάθειά τους να μετριάσουν το όλο πρόβλημα.
Διαφώνησε με την υποβληθείσα θέση, ότι ο Εναγόμενος τερμάτισε την επίδικη συμφωνία διότι οι Ενάγουσες αντισυμβατικά δεν προχώρησαν στο στάδιο ανέγερσης του έργου. Ανέφερε, ότι ουδέποτε ενημερώθηκαν για την έκδοση της άδειας οικοδομής του Σταθμού. Περαιτέρω, αρνήθηκε τη θέση του κ. Αργυρού ότι το ζήτημα που προέκυψε με τον Σταθμό δεν αποτελούσε λόγο καθυστέρησης στην έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών και ήταν η θέση του ότι οι εργασίες ανακαίνισης του Σταθμού θα έπρεπε να εκτελεστούν κατά προτεραιότητα.
Ήταν περαιτέρω η θέση του, ότι η αίτηση για παροχή κινήτρων για τη δημιουργία δημόσιων χώρων στάθμευσης προωθήθηκε μεν από τον Εναγόμενο, πλην όμως με λανθασμένο τρόπο. Αυτό προκύπτει, όπως εξήγησε, από το γεγονός της απόρριψης του εν λόγω αιτήματος το οποίο θα έπρεπε να εγκριθεί, εφόσον η ανάπτυξη εμπίπτει στις πρόνοιες του εν λόγω σχεδίου.
Η βεβαίωση των λογιστών της Ενάγουσας 2 (Τεκμήριο 242) αποτελεί περίληψη των οικονομικών καταστάσεων της τελευταίας. Παρουσιάστηκε με τον συγκεκριμένο τρόπο, διότι θα ήταν πιο σύνθετο να ανατρέξει κάποιος στις οικονομικές καταστάσεις για να εξάξει τους αριθμούς που καταγράφονται στο Τεκμήριο 242. Τέλος, διαφώνησε με τη θέση του συνηγόρου του Εναγόμενου, ότι το Τεκμήριο 242 δεν παρουσιάζει την πραγματική οικονομική κατάσταση της Ενάγουσας 2.
Ο Μ.Ε.6 είναι επιμετρητής ποσοτήτων και υιοθέτησε ως την κυρίως εξέτασή του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Ζ. Δήλωσε, ότι εξέτασε το ζήτημα της καθυστέρησης στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας και της άδειας οικοδομής και ειδικότερα το ζήτημα της παράτασης χρόνου. Επίσης, αντικείμενο εξέτασής του αποτέλεσαν τα έξοδα επανασχεδιασμού των αρχιτεκτονικών σχεδίων, τα διοικητικά έξοδα και το κέρδος του εργολάβου (overhead & profit), ως επίσης και το δικαίωμα των Εναγουσών να διεκδικήσουν τα κίνητρα που αφορούσαν την ανακαίνιση διατηρητέας οικοδομής.
Για τον υπολογισμό του χρόνου καθυστέρησης έλαβε υπόψη τις πρόνοιες της ΚΕΑΑ υπ’ αρ. 1 (Τεκμήριο 244) και το εγχειρίδιο «Society of Construction Law» με τίτλο «Delay and Disruption Protocol». Στην προκείμενη περίπτωση, θεώρησε ότι οι άδειες θα έπρεπε να εκδοθούν εντός 12 μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας και η έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών θα έπρεπε να γίνει την 01.12.2012. Η άδεια οικοδομής για τον Σταθμό εκδόθηκε στις 04.11.2014. Συνεπώς, υπήρξε καθυστέρηση 703 ημερών.
Αναφορικά με τα έξοδα επανασχεδιασμού προέκυψε επιπρόσθετο κόστος κατασκευής, αλλά και επιπρόσθετο κόστος συμβούλων. Σύμφωνα με την ΚΕΑΑ υπ’ αρ. 1, σε τέτοιες περιπτώσεις ο εργοδότης θα πρέπει να συντονίζεται με τον εργολάβο για να προσδιορίζεται το επιπρόσθετο κόστος και ο χρόνος που απαιτείται. Στην παρούσα περίπτωση δεν δόθηκε από τον Εναγόμενο παράταση χρόνου και τούτο κατά παράβαση των άρθρων 15 και 16 του Τόμου Β.2 του Τεκμηρίου 22.
Στη βάση προκαταρκτικών υπολογισμών που έχει διεκπεραιώσει, το επιπρόσθετο κατασκευαστικό κόστος του έργου θα κυμαινόταν μεταξύ €1.500.000 - €1.700.000. Το δε επιπρόσθετο κόστος σχεδιασμού υπολογίζεται μεταξύ των ποσών €78.300 με €88.740.
Λόγω των καθυστερήσεων στην έκδοση των αδειών (πολεοδομικής και οικοδομικής) ο εργολάβος έχει υποστεί ζημιά η οποία υπολογίζεται στη βάση των γενικών εξόδων και της απώλειας κέρδους. Ως λογικό ποσοστό «overhead & profit», θεωρεί το 15%. Επομένως, η ζημιά που υπέστη ο εργολάβος αποτιμάται σε €1.461.894,26.
Εναλλακτική μέθοδος υπολογισμού της προαναφερόμενης ζημιάς μπορούν να αποτελέσουν τα στοιχεία που χρησιμοποίησε ο Εναγόμενος για το κόστος του έργου. Συγκεκριμένα, το εκτιμώμενο κόστος υλοποίησης του έργου ήταν €7.998.000, ενώ με βάση τις προσφορές που υποβλήθηκαν ο μέσος όρος του κόστους υλοποίησης ανερχόταν σε €7.333.333. Υπολογίζοντας ότι οι υπόλοιποι προσφοροδότες είχαν ελάχιστο ποσοστό «overhead & profit» 7%, τότε το κόστος κατασκευής ανέρχεται σε €6.820.000. Ενόψει του ότι η προσφορά των Εναγουσών ήταν για το ποσό των €10.148.000, τα έξοδα κεντρικών γραφείων και κέρδους που απώλεσαν ανέρχεται σε €3.328.000.
Οι Ενάγουσες κατά τη σύνταξη της προσφοράς τους υπολόγισαν το οικονομικό όφελος που θα λάμβαναν από την ανακαίνιση του Σταθμού, ο οποίος στο Τεκμήριο 22 χαρακτηριζόταν ως διατηρητέα οικοδομή. Σύμφωνα με το σχέδιο επιχορηγήσεων των διατηρητέων οικοδομών, οι Ενάγουσες δικαιούνται το ανώτατο όριο χορηγίας από το κράτος για το ποσό των €90.000 το οποίο καλύπτει το 50% του αναγνωρισμένου κόστους συντήρησης -αποκατάστασης της διατηρητέας οικοδομής. Επιπλέον, οι Ενάγουσες θα δικαιούνταν και το ποσό το οποίο θα προέκυπτε από την πώληση χαρισμένου συντελεστή δόμησης σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς για το ποσό των €89.000.
Ο Εναγόμενος δεν δικαιούται να αξιώνει ανταπαιτητικά οποιοδήποτε ποσό εφόσον δεν παραχώρησε, ως όφειλε, παράταση χρόνου στον ανάδοχο του έργου. Το έργο, ενόψει των καθυστερήσεων, τέθηκε σε καθεστώς απροσδιόριστου χρόνου. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα για περιορισμό της ισχυριζόμενης ζημιάς του.
Αντεξεταζόμενος ανέφερε, ότι κατά την επαγγελματική του πορεία ασχολήθηκε ξανά με κατασκευή χώρων στάθμευσης, όχι όμως με χώρους στάθμευσης που κατασκευάστηκαν με τη μέθοδο BFOT.
Το κατασκευαστικό κόστος του εργολάβου περιλαμβάνεται στο δελτίο ποσοτήτων και είναι αυτό που έλαβε υπόψη του για τον υπολογισμό των διοικητικών εξόδων και κέρδους (overhead & profit). Στην κάθε τιμή μονάδος περιλαμβάνονται και τα διοικητικά έξοδα και κέρδος του εκάστοτε εργολάβου.
Θεώρησε ως πολύ υψηλό και δεν υιοθέτησε το ποσοστό 38%, που υποστήριξαν οι Ενάγουσες ότι αποτελούσε το ποσοστό διοικητικών εξόδων και κέρδους που δικαιούνταν. Στο ποσοστό 15% κατέληξε βάσει της εμπειρίας των 30 χρόνων που διαθέτει ως επιμετρητής ποσοτήτων και έχοντας ελέγξει αρκετές περιπτώσεις διοικητικών εξόδων και κέρδους άλλων εργολάβων.
Δεν γνωρίζει κατά πόσο υπήρχαν άλλα έργα κατά την επίδικη περίοδο που μπορούσαν να εξασφαλίσουν οι Ενάγουσες και τα απώλεσαν. Στη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου, ότι από τη στιγμή που δεν απώλεσαν άλλο έργο δεν μπορούν οι Ενάγουσες να αξιώνουν διοικητικά έξοδα και κέρδος, απάντησε ότι για τον ίδιο το 15% αποτελεί λογικό ποσοστό.
Όπως, επίσης, είπε για το εν λόγω ζήτημα, ποσοστό 7% αποτελεί το ποσοστό διοικητικών εξόδων και κέρδους για τους υπόλοιπους προσφοροδότες, διότι οι προσφορές τους ήταν χαμηλότερες από αυτήν της Ενάγουσας 1.
Εν κατακλείδι, αρνήθηκε τη θέση του συνηγόρου του Εναγόμενου, ότι η ΚΕΑΑ υπ’ αρ. 1 δεν εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση. Υποστήριξε, ότι όλα τα έργα του δημοσίου εμπίπτουν στις πρόνοιες της ΚΕΑΑ.
Ο Μ.Υ.1 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο της γραπτής δήλωσής του η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Η. Σε αυτή ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι σήμερα είναι ο Δημοτικός Μηχανικός του Εναγόμενου. Κατά τον επίδικο χρόνο ο Εναγόμενος αποτελούσε την αναθέτουσα αρχή σε σχέση με τον επίδικο διαγωνισμό, αλλά και την αρμόδια πολεοδομική αρχή η οποία ήταν επιφορτισμένη με την εξέταση των αιτήσεων που κατά καιρούς υπέβαλαν οι μελετητές της Ενάγουσας 1 για το έργο.
Η αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας υποβλήθηκε αρχικά στις 27.01.2012, όμως, λόγω του ότι δεν ήταν ολοκληρωμένη η διαδικασία της κατάθεσής της, διεκπεραιώθηκε στις 09.02.2012. Εξού και έλαβε νέο αριθμό αίτησης, ήτοι τον αριθμό 89/2012.
Η πολεοδομική αρχή αμέσως μετά την παραλαβή της ολοκληρωμένης αίτησης απέστειλε στις 15.02.2012, ως όφειλε, επιστολές προς τις αρμόδιες αρχές ζητώντας τις απόψεις τους σε σχέση με τα υποβληθέντα σχέδια.
Η διαδικασία λήψης απόψεων από τις αρμόδιες αρχές αποτελεί δυνατότητα που πηγάζει από τη σχετική νομοθεσία, αλλά και από την πάγια πρακτική που ακολουθείται από τις πολεοδομικές αρχές. Η εν λόγω διαδικασία γίνεται στο στάδιο εξέτασης της πολεοδομικής άδειας και όχι στο στάδιο αξιολόγησης της άδειας οικοδομής. Αυτό, διότι τυχόν αλλαγές στα σχέδια θα καθιστούσαν την εξασφαλισθείσα πολεοδομική άδεια άνευ αντικειμένου και θα έπρεπε η διαδικασία να γίνει εξ΄ αρχής.
Μετά την παραλαβή της πολεοδομικής αίτησης διαπιστώθηκε ότι τα σχέδια που υποβλήθηκαν για αυτήν ήταν ουσιωδώς διαφοροποιημένα σε σχέση με τα προκαταρκτικά σχέδια και τους όρους του διαγωνισμού. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι οι μελετητές της Ενάγουσας 1 δεν προχώρησαν σε προκαταρκτικές διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές πριν την υποβολή της πολεοδομικής αίτησης.
Στις 27.08.2012 λήφθηκαν οι απόψεις τις Πυροσβεστικής Υπηρεσίας η οποία δεν έγκρινε τα αρχιτεκτονικά σχέδια, καθώς τόσο τα μέσα διαφυγής όσο και τα μέτρα πυροπροστασίας δεν προσέφεραν ικανοποιητική ασφάλεια σε περίπτωση πυρκαγιάς. Μάλιστα, η Πυροσβεστική Υπηρεσία κάλεσε τους μελετητές του έργου να έρθουν σε απευθείας επικοινωνία μαζί τους για βελτίωση των σχεδίων. Οι απόψεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας κοινοποιήθηκαν αυθημερόν στους μελετητές της Ενάγουσας 1 με σχετική γνωστοποίηση παρατηρήσεων.
Ακολούθησαν απευθείας διαβουλεύσεις της Ενάγουσας 1 με την Πυροσβεστική Υπηρεσία και την Α.Η.Κ, οι οποίες οδήγησαν στην υποβολή νέων τροποποιητικών σχεδίων τον Οκτώβριο του 2012. Τα πιο πάνω σχέδια εγκρίθηκαν με παρατηρήσεις από την Α.Η.Κ στις 18.10.2012. Αντιθέτως, η Πυροσβεστική Υπηρεσία δεν σύστησε και πάλι την έκδοση πολεοδομικής άδειας στη βάση των τροποποιημένων σχεδίων.
Κατατέθηκαν νέα τροποποιημένα σχέδια των Δεκέμβριο του 2012. Τα εν λόγω σχέδια έγιναν αποδεκτά από την Πυροσβεστική Υπηρεσία με όρους οι οποίοι περιλήφθηκαν σε σχετική επιστολή της ημερομηνίας 07.01.2013.
Κατόπιν συζήτησης στο Δημοτικό Συμβούλιο στη συνεδρίαση του ημερομηνίας 31.01.2013, στάλθηκε από την πολεοδομική αρχή στην Ενάγουσα 1 και τους μελετητές της στις 20.02.2013 γνωστοποίηση παρατηρήσεων με την οποία ενημερώθηκαν οι τελευταίοι, ότι η αίτηση για πολεοδομική άδεια εγκρίθηκε υπό όρους και υπό την προϋπόθεση ότι θα κατατίθονταν τροποποιημένα σχέδια προκειμένου να διορθωθούν οι διαστάσεις των χώρων στάθμευσης που εφάπτονταν σε κολώνες. Τα νέα τροποποιημένα σχέδια κατατέθηκαν στις 11.03.2013 και στη βάση αυτών εγκρίθηκε η πολεοδομική αίτηση.
Το επόμενο στάδιο αφορούσε την υποβολή αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής. Παρά την υποχρέωση της Ενάγουσας 1 να την υποβάλει αμέσως μετά την εξασφάλιση της πολεοδομικής άδειας, εντούτοις αυτή υποβλήθηκε με μεγάλη καθυστέρηση και συγκεκριμένα στις 24.07.2013, τρεις δηλαδή μήνες μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας.
Κατά την εξέταση της πιο πάνω αίτησης, η πολεοδομική αρχή διαπίστωσε ότι οι μελέτες που υποβλήθηκαν δεν ταυτίζονταν με τα σχέδια που εγκρίθηκαν στην πολεοδομική άδεια. Μετά τη συμμόρφωση της Ενάγουσας 1, ο Εναγόμενος προχώρησε άμεσα στην έγκριση της αίτησης άδειας οικοδομής η οποία και εκδόθηκε στις 23.10.2013.
Η Ενάγουσα 1 και οι μελετητές της δεν ακολούθησαν τη δέουσα διαδικασία, ούτε και σε σχέση με τον Σταθμό, το κτήριο του οποίου κατά τον επίδικο χρόνο θεωρούνταν ως διατηρητέο. Ειδικότερα, για το εν λόγω κτήριο θα έπρεπε να υποβληθεί ξεχωριστή πολεοδομική αίτηση και όχι αυτό να περιλαμβάνεται στον σχεδιασμό του υπόλοιπου έργου. Η Ενάγουσα 1 δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση, αλλά παράτυπα οι μελετητές της περιέλαβαν τον Σταθμό στον σχεδιασμό χωρίς να υποβάλουν τις απαραίτητες τεχνικές προδιαγραφές ανακαίνισης διατηρητέου κτηρίου. Η ορθή διαδικασία ακολουθήθηκε μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και συγκεκριμένα στις 26.06.2013 όταν και υποβλήθηκε στην πολεοδομική αρχή η πολεοδομική αίτηση για διατηρητέα οικοδομή. Η πολεοδομική άδεια για τον Σταθμό εκδόθηκε υπό όρους στις 11.02.2014.
Η αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής του Σταθμού υποβλήθηκε με καθυστέρηση και συγκεκριμένα μετά πάροδο πέντε μηνών από την έκδοση της πολεοδομικής άδειας. Η άδεια οικοδομής εκδόθηκε, μετά την υποβολή διορθωμένων σχεδίων, στις 04.11.2014 και παραδόθηκε άμεσα στους μελετητές της Ενάγουσας 1.
Η Ενάγουσα 1 και οι μελετητές της ουδέποτε διαμαρτυρήθηκαν για τις διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές, ούτε και για το γεγονός ότι η πολεοδομική αρχή ζήτησε τις απόψεις των εν λόγω αρχών.
Αντεξεταζόμενος, διευκρίνισε ότι η μαρτυρία του δίδεται υπό την ιδιότητα του ως προϊσταμένου της πολεοδομικής αρχής.
Στο στάδιο εξέτασης της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, η πολεοδομική αρχή δύναται να λαμβάνει υπόψη οποιοδήποτε ουσιώδη παράγοντα. Θέματα ασφαλείας αποτελούν ουσιώδη παράγοντα που όφειλε να λάβει υπόψη η πολεοδομική αρχή, εξού και ζητήθηκαν οι απόψεις της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας.
Επαναλαμβάνοντας την πιο πάνω θέση του, διαφώνησε με τη θέση της κας Χρίστου, ότι θα έπρεπε να εκδοθεί η πολεοδομική άδεια με παρατηρήσεις και στη συνέχεια να εξετάζονταν οι απαιτήσεις των αρμόδιων αρχών στο στάδιο της άδειας οικοδομής.
Κατά τη συνάντηση της 28.11.2011 ενημερώθηκε ο Εναγόμενος για την πρόθεση της Ενάγουσας 1 να προχωρήσει σε αλλαγές της κυκλοφοριακής διαρρύθμισης. Δεν μπορούσε να δοθεί συγκατάθεση ως προς την προτεινόμενη από την Ενάγουσα 1 διαμόρφωση της κυκλοφορίας, καθώς το όλο ζήτημα θα έπρεπε να τεθεί στον Φορέα Κυκλοφοριακών Μελετών για τη λήψη απόφασης.
Ο Μ.Υ.1 δέχθηκε ότι ήταν παράλειψη του Εναγόμενου η θεώρηση του Σταθμού ως διατηρητέου. Ωστόσο, εάν οι μελετητές ενεργούσαν ορθά στο στάδιο της υποβολής αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας σε σχέση με το εν λόγω κτήριο, θα διαπιστωνόταν το συγκεκριμένο ζήτημα και θα διορθωνόταν. Σε κάθε, όμως, περίπτωση αποφασίστηκε ο διαχωρισμός του Σταθμού από την υπόλοιπη ανάπτυξη, ούτως ώστε να αποφευχθούν περαιτέρω καθυστερήσεις.
Ο Μ.Υ.2 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Θ. Σε αυτήν ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο υπεύθυνος συντονιστής του έργου εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής.
Κριτήριο ανάθεσης του έργου ήταν η χαμηλότερη προσφορά, δηλαδή η μικρότερη σε διάρκεια σύμβαση. Κατόπιν αξιολόγησης των υποβληθέντων προσφορών, ο διαγωνισμός κατακυρώθηκε στην Ενάγουσα 1 η προσφορά της οποίας παρουσίαζε τη μικρότερη διάρκεια σύμβασης.
Μετά από παρακλήσεις της Ενάγουσας 1 για παράταση του χρόνου υπογραφής της συμφωνίας, αυτή υπογράφηκε στις 16.11.2011. Σε μία εκ των επιστολών της Ενάγουσας 1 με την οποία ζητούσε παράταση της προθεσμίας υπογραφής της σύμβασης, τέθηκε από πλευράς της για πρώτη φορά και ζήτημα αδυναμίας της να εξεύρει χρηματοδότηση για το έργο.
Αμέσως μετά την υπογραφή της συμφωνίας διευθετήθηκε συνάντηση με εκπροσώπους της Ενάγουσας 1 προκειμένου να ξεκινήσει στοχευμένα και αποτελεσματικά η υλοποίηση του έργου. Στις προκαταρκτικές αυτές συναντήσεις έγιναν υποδείξεις προς την Ενάγουσα 1, ότι ο σχεδιασμός της παρουσίαζε αποκλίσεις από τις πρόνοιες του Τεκμηρίου 22.
Παρά τα πιο πάνω, η Ενάγουσα 1, στην αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, συμπεριέλαβε σχέδια στα οποία αποτυπώνεται η προσθήκη ράμπας, καθώς και επιπρόσθετος όροφος στα καταστήματα για τη δημιουργία καφεστιατορίου/μπαρ. Επίσης, στην έκθεση έναρξης που κατέθεσε η Ενάγουσα 1 καταγράφονταν εισηγήσεις για αλλαγές στην κυκλοφοριακή διαρρύθμιση της ευρύτερης περιοχής.
Η διαδικασία έκδοσης πολεοδομικής άδειας παρουσίαζε καθυστέρηση, καθώς η Ενάγουσα 1 δεν λάμβανε υπόψη τις εισηγήσεις των αρμόδιων αρχών. Καθυστέρηση στην υλοποίηση του έργου παρουσιάστηκε και μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας. Προς τούτο υπήρξε αλληλογραφία μεταξύ των διαδίκων όπου αλληλοεπιρρίπτονταν ευθύνες για την παρατηρούμενη καθυστέρηση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός διακανονισμού διαφορών.
Η πιο πάνω αναφερόμενη διαδικασία δεν καρποφόρησε, λόγω των εισηγήσεων της Ενάγουσας 1. Συγκεκριμένα, η Ενάγουσα 1, με επιστολή της ημερομηνίας 25.09.2013, εισηγήθηκε όπως, μεταξύ άλλων, πιστωθεί το έργο με 10 μήνες και 24 ημέρες καθυστέρησης και παγοποιηθεί το αντικείμενο της σύμβασης για 12 μήνες σε μια προσπάθεια εξεύρεσης χρηματοδότησης για την ανάπτυξη του έργου. Οι πιο πάνω εισηγήσεις της Ενάγουσας 1, καθώς και άλλες οι οποίες κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος, δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές από τον Εναγόμενο.
Ενόψει της μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της Ενάγουσας 1 και της παράβασης ουσιωδών όρων του Τεκμηρίου 22, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη οικονομική ζημιά στον Εναγόμενο, ο τελευταίος εξάσκησε στις 17.09.2014 το δικαίωμα ρευστοποίησης της εγγύησης πιστής εκτέλεσης ύψους €304.440. Περαιτέρω, στις 06.11.2015 στάλθηκε στην Ενάγουσα 1 επιστολή τερματισμού της συμφωνίας.
Στη δια ζώσης μαρτυρία του διευκρίνισε, ότι στα αρχικά σχέδια που υποβλήθηκαν με την αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας υπήρχαν δύο ουσιαστικές τροποποιήσεις. Η πρώτη αφορούσε την προσθήκη ορόφου στα καταστήματα με χρήση εστιατορίου. Η δεύτερη την σύνδεση των υπόγειων χώρων στάθμευσης με το ισόγειο, κάτι που επηρέαζε ουσιωδώς την κυκλοφοριακή διαρρύθμιση της ευρύτερης περιοχής.
Στα τροποποιημένα σχέδια που υποβλήθηκαν στις 05.04.2012 ενσωματώθηκαν τρεις αλλαγές που είχαν ζητηθεί από την αναθέτουσα αρχή και συμφωνήθηκαν με την Ενάγουσα 1. Η πρώτη αφορούσε τη μετακίνηση των αποχωρητηρίων. Η δεύτερη σχετιζόταν με την πρόνοια που αφορούσε τη δημιουργία ενός ισόγειο χώρου καταστημάτων/περιπτέρου εμβαδού 190 τ.μ. Η Ενάγουσα 1 στον αρχικό της σχεδιασμό είχε διαμορφώσει τον χώρο του καταστήματος σε 190 τ.μ. και του περιπτέρου σε 30 τ.μ., ήτοι σύνολο 220 τ.μ. Μετά από συζητήσεις διευκρινίστηκε ότι το σύνολο του εμβαδού θα ήταν 190 τ.μ. Ως εκ τούτου διαμορφώθηκε ο σχεδιασμός, προκειμένου το κατάστημα να καταλαμβάνει 150 τ.μ. και το περίπτερο 40 τ.μ. Η τρίτη αλλαγή αφορούσε την ενσωμάτωση χώρου έκδοσης εισιτηρίων έκτασης 12 περίπου τ.μ., ο οποίος θα τοποθετούνταν στο ίδιο κέλυφος του κτιρίου των αποχωρητηρίων χωρίς να μεταβάλει το εμβαδό του εν λόγω κτιρίου.
Αντεξεταζόμενος συμφώνησε, ότι η δημιουργία χώρου έκδοσης εισιτηρίων δεν περιλαμβανόταν στις πρόνοιες του Τεκμηρίου 22. Πρόκειται, όμως, για επουσιώδη διαφοροποίηση καθώς αφορούσε χώρο 12 τ.μ. ο οποίος θα χωροθετείτο στο ίδιο κέλυφος στο οποίο θα τοποθετούνταν τα αποχωρητήρια. Επί της ουσίας, η Ενάγουσα 1 θα προχωρούσε σε εσωτερικές διαρρυθμίσεις, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ο χώρος των 12 τ.μ. για την έκδοση εισιτηρίων.
Η προσθήκη υποσταθμού της Α.Η.Κ δεν αποτελούσε ουσιώδη τροποποίηση. Σύμφωνα με τους όρους του Τεκμηρίου 22, ο ανάδοχος ήταν υπόχρεος να διαβουλευτεί με τις αρμόδιες αρχές και να συμπεριλάβει στον σχεδιασμό του έργου τυχόν απαιτήσεις τους.
Στην επισήμανση της κας Χρίστου, ότι ο Εναγόμενος όφειλε να δώσει παράταση χρόνου στην εκτέλεση του έργου στη βάση των προνοιών της ΚΕΑΑ υπ’ αρ. 1, ο Μ.Υ.2 απάντησε ότι η προαναφερόμενη εγκύκλιος δεν εφαρμόζεται σε δημόσιες συμβάσεις όπως η παρούσα.
Διαφώνησε, επίσης, με τη θέση της συνηγόρου των Εναγουσών, ότι η εκτέλεση του έργου δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να προχωρήσει, καθώς θα έπρεπε να ανακαινιστεί κατά προτεραιότητα ο Σταθμός. Όπως είπε ο Μ.Υ.2, η διαδικασία έκδοσης αδειών του Σταθμού διαχωρίστηκε από το υπόλοιπο έργο προς αποφυγή περαιτέρω καθυστερήσεων. Περαιτέρω, η Ενάγουσα 1 αποδεσμεύτηκε από την υποχρέωση για κατά προτεραιότητα ανακαίνιση του Σταθμού. Αυτό το γεγονός αποτυπώθηκε, τόσο σε συνεδρίες που συμμετείχαν αμφότεροι οι διάδικοι, όσο και σε σχετική αλληλογραφία.
Η δυνατότητα εξασφάλισης χρηματοδότησης δεν διασυνδεόταν με την έκδοση της άδειας οικοδομής του Σταθμού. Επισήμανε, ότι το αντικείμενο της σύμβασης ήταν η δημιουργία χώρου στάθμευσης. Η ανακαίνιση του Σταθμού δεν θα απέφερε οποιαδήποτε έσοδα, ούτως ώστε να επηρεάζει τις προσπάθειες χρηματοδότησης. Τα έσοδα θα προέκυπταν από τη λειτουργία του χώρου στάθμευσης.
Τέλος, αρνήθηκε τη θέση της κας Χρίστου ότι παράνομα εισπράχθηκε το ποσό της εγγυητικής επιστολής. Ανέφερε, ότι κατά τον χρόνο κατάπτωσης της εγγύησης οι συνολικές ζημιές που υπέστη ο Εναγόμενος υπερέβαιναν το ποσό της εγγύησης.
Η Μ.Υ.3 υιοθέτησε ως την κυρίως εξέτασή της το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης, η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Ι.
Είναι προϊστάμενη του Οικονομικού Τμήματος του Εναγόμενου και κατά τον επίδικο χρόνο ήταν λογίστρια στο προαναφερόμενο Τμήμα.
Ο Εναγόμενος κατέβαλε στην PKF Accountants & Business Advisers το ποσό των €42.550 για την ετοιμασία έκθεσης βιωσιμότητας του έργου, την ετοιμασία των εγγράφων και όρων του επίδικου διαγωνισμού και την ετοιμασία έκθεσης αξιολόγησης των προσφορών που υποβλήθηκαν σε αυτόν.
Ποσό €5.950 καταβλήθηκε στην εταιρεία Pamiac Advisory Ltd, για την ετοιμασία της μελέτης υπολογισμού των απαιτήσεων του Εναγόμενου εναντίον των Εναγουσών.
Περαιτέρω, ο Εναγόμενος κατέβαλε στην εταιρεία Rois Nicolaides – Talattinis – PH. Christodoulou (Property Consultants) LLC το ποσό των €1.190 για την ετοιμασία της έκθεσης υπολογισμού του αγοραίου ενοικίου του επίδικου ακινήτου.
Το κόστος του Εναγόμενου σε μισθοδοσία για την ετοιμασία προσφορών, την ανάθεση της σύμβασης και τη διαχείρισή της, ανήλθε σε €86.400. Συγκεκριμένα, πέντε λειτουργοί του Εναγόμενου είχαν άμεση εμπλοκή στο έργο. Ο ελάχιστος χρόνος που αναλώθηκε από κάθε λειτουργό ήταν 6 ώρες τον μήνα για περίοδο 6 ετών. Επομένως, αναλώθηκαν 2.160 εργατοώρες για τη συνολική περίοδο των 6 ετών. Ο δε μέσος όρος μισθοδοσίας των εν λόγω λειτουργών ανερχόταν σε €40 ανά ώρα.
Αναφορικά με τον Διαγωνισμό 15/2020, ο Εναγόμενος ανέλαβε να καταβάλει στην εταιρεία VIP Technologies Ltd το ποσό των €84.238 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α για την προμήθεια, τοποθέτηση, εγκατάσταση, δοκιμαστική λειτουργία, εκπαίδευση στη χρήση, λειτουργία και συντήρηση ολοκληρωμένου συστήματος ηλεκτρονικής διαχείρισης του επίμαχoυ χώρου στάθμευσης. Μέχρι σήμερα καταβλήθηκε το ποσό των €74.315,50 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Επιπλέον, καταβλήθηκε το ποσό των €6.103,51 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α για τα έξοδα συντήρησης.
Από την ημερομηνία εγκατάστασης του πιο πάνω αναφερόμενου συστήματος ηλεκτρονικής διαχείρισης, ο Εναγόμενος εισέπραξε ως τέλη στάθμευσης το συνολικό ποσό των €1.876.676,23 για την περίοδο 2021 – Οκτώβριος 2024.
Αντεξεταζόμενη δήλωσε, ότι δεν εφαρμόζεται σύστημα χρονοχρέωσης στον Εναγόμενο. Οι ώρες που απωλέσθηκαν υπολογίσθηκαν κατά τρόπο συντηρητικό και μόνο σε σχέση με λειτουργούς που είχαν άμεση εμπλοκή στο έργο. Πέραν των εν λόγω λειτουργών υπήρχε και άλλο προσωπικό που κατά διαστήματα χρειαζόταν να απασχοληθεί για το επίδικο έργο. Επίσης, δεν λήφθηκαν υπόψη τα διοικητικά έξοδα του Εναγόμενου που θα μπορούσαν να αυξήσουν το κόστος κατά 25%.
Το Τεκμήριο 249 ετοιμάστηκε από την ίδια και βασίζεται στο λογισμικό σύστημα του Εναγόμενου. Στο σύστημα περιλαμβάνονται όλες οι εισπράξεις του Εναγόμενου από τους διάφορους χώρους στάθμευσης που λειτουργεί. Για πρακτικούς σκοπούς, απομόνωσε τις εισπράξεις που αντιστοιχούν στον επίδικο χώρο και ετοίμασε το Τεκμήριο 249. Αρνήθηκε τη θέση της κας Χρίστου, ότι η πραγματική εικόνα των εισπράξεων, όπως αυτές καταγράφονται στο λογισμικό σύστημα, μπορεί να διαφέρει από το Τεκμήριο 249.
Τέλος, συμφώνησε με την ευπαίδευτη συνήγορο των Εναγουσών, ότι ο επίδικος χώρος λειτουργούσε και κατά την περίοδο 2015 – 2020 και υπήρχαν εισοδήματα την εν λόγω περίοδο.
O M.Y.4 υιοθέτησε στο πλαίσιο της κυρίως εξέτασής του το περιεχόμενο γραπτής δήλωσης η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο ΙΑ.
Είναι διευθυντής και μοναδικός μέτοχος της εταιρείας Pamiac Advisory Ltd, η οποία ετοίμασε την έκθεση – Τεκμήριο 213 αναφορικά με τα έξοδα και τις ζημιές που υπέστη ο Εναγόμενος λόγω της μη υλοποίησης του έργου. Στο Τεκμήριο 213 δεν εξετάστηκαν ζητήματα σε σχέση με την ορθή ή λανθασμένη εφαρμογή προνοιών του Τεκμηρίου 22 ή σε σχέση με τη διαχείριση της συμφωνίας από τους διαδίκους.
Τα έξοδα και οι ζημιές που έχει υποστεί ο Εναγόμενος αναλύονται σε (i) αποζημιώσεις που προκύπτουν από την ίδια τη σύμβαση, (ii) πραγματικά έξοδα που έχει υποστεί ο Εναγόμενος, (iii) αποστέρηση της βασικής υποδομής του χώρου στάθμευσης και των καταστημάτων και (iv) ζημιές από την απώλεια των καθαρών μελλοντικών εσόδων που θα είχε ο Εναγόμενος μετά τη λήξη της σύμβασης το 2026.
Στα πραγματικά έξοδα που υπέστη ο Εναγόμενος περιλαμβάνεται και το κόστος σε διοικητικά έξοδα και μισθούς που κατέβαλε κατά την επίδικη περίοδο μέχρι τον τερματισμό της σύμβασης. Το συγκεκριμένο κόστος, από €86.400 που αφορούσε μόνο τη μισθοδοσία των άμεσα εμπλεκόμενων λειτουργών, ανήλθε σε €129.600, αφού προστέθηκε ποσό €20 ανά ώρα στο σύνολο των 2.160 εργατοωρών που αναλώθηκαν την περίοδο 2010 – 2015. Το επιπρόσθετο ποσό των €20, αφορά το έμμεσο διοικητικό κόστος του υπολοίπου προσωπικού του Εναγόμενου και το υπολογιζόμενο μέσο κόστος των αμοιβών των Δημοτικών Συμβούλων.
Για τον υπολογισμό της αποστέρησης της βασικής υποδομής του χώρου στάθμευσης και των καταστημάτων χρησιμοποιήθηκε το κόστος κατασκευής του έργου, όπως αυτό καθορίστηκε από την Ενάγουσα 1, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και τις αποσβέσεις. Για τον υπολογισμό της απόσβεσης χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της σταθερής αποσβέσεως. Στη βάση των πιο πάνω, το αναπροσαρμοσμένο κόστος κατασκευής, μετά τις αποσβέσεις, ανέρχεται σε €7.945.448.
Όσον αφορά τις ζημιές από την απώλεια των καθαρών μελλοντικών εσόδων που θα είχε ο Εναγόμενος μετά τη λήξη της σύμβασης το 2026, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος του υπολογισμού της Καθαρής Παρούσας Αξίας (στο εξής «ΚΠΑ»). Η πιο πάνω μέθοδος αποτελεί μία από τις πλέον αποδεκτές και ευρέως χρησιμοποιούμενες μεθόδους αποτίμησης μελλοντικών ροών. Με αυτή, η αποτίμηση των μελλοντικών ροών γίνεται με προεξόφλησή τους με συντελεστή προεξόφλησης που αντανακλά το κόστος κεφαλαίου που ισχύει για την περίπτωση. Εν προκειμένω, ως συντελεστής προεξόφλησης, επιλέγηκε το ποσοστό 7,4%, καθώς, ανάμεσα σε άλλα, αποτυπώνει καλύτερα το τι θεώρησε η Ενάγουσα 1 ότι θα αντιπροσώπευε τη βάση αξιολόγησης της επένδυσής της κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της. Στη βάση των πιο πάνω, η ΚΠΑ των καθαρών εισροών υπολογίστηκε σε €20.811.778.
Η επιλογή των Εναγουσών να χρησιμοποιήσουν το τραπεζικό επιτόκιο δανεισμού για την απόδειξη ζημιάς εκ ποσού €3.157.511, είναι λανθασμένη. Η αύξηση του επιτοκίου κατά 2% ήταν προσωρινή. Όπως προκύπτει από το Τεκμήριο 239, το επιτόκιο ακολούθησε καθοδική πορεία σε ποσοστό μεγαλύτερο του 2% από το 2012 μέχρι το 2022. Περαιτέρω, μέσα από τη μαρτυρία των Εναγουσών, προκύπτει ότι δεν εξασφαλίστηκε δάνειο. Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κόστος ή ζημιά σε τόκους σε σχέση με ένα δάνειο το οποίο ουδέποτε εξασφαλίστηκε.
Η διεκδίκηση διοικητικών εξόδων και κέρδους (overhead & profit) σε ποσοστό 38,41% επί των κερδών της Ενάγουσας 2 δεν δικαιολογείται. Καταρχάς, η Ενάγουσα 2 συμμετέχει στην Ενάγουσα 1 με ποσοστό μόλις 1%. Επομένως, δεν μπορούν να αξιώνονται διοικητικά έξοδα και κέρδος που αφορούν την Ενάγουσα 1, η οποία είναι η ανάδοχος, στη βάση των οικονομικών καταστάσεων της Ενάγουσας 2.
Επιπροσθέτως, από τις οικονομικές καταστάσεις της Ενάγουσας 2, προκύπτει ότι στα ετήσια κέρδη της περιλαμβάνονται σημαντικά ποσά από επανεκτιμήσεις πάγιων περιουσιακών στοιχείων. Αυτά, όμως, δεν αποτελούν επαναλαμβανόμενα κέρδη από τις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητες της Ενάγουσας 2.
Το Τεκμήριο 242 αφορά και πάλι μόνο την Ενάγουσα 2. Στο εν λόγω Τεκμήριο γίνεται αναφορά σε μεικτό κέρδος από οικοδομικό κόστος. Το επίδικο έργο, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα σύνηθες οικοδομικό έργο, καθώς αποτελεί ουσιαστικά έργο παροχής υπηρεσιών το οποίο θα εκτελείτο με τη μέθοδο σύμπραξης ιδιωτικού και δημόσιου τομέα. Κατά συνέπεια, τα ποσά και τα ποσοστά που παρουσιάστηκαν από τις Ενάγουσες δεν είναι συγκρίσιμα.
Αντεξεταζόμενος δήλωσε, ότι χρησιμοποίησε ως χρονικό ορόσημο προς υπολογισμό των ζημιών που υπέστη ο Εναγόμενος την ημερομηνία 16.11.2011, καθώς ήταν η ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας. Από αυτή την ημερομηνία ξεκινά να μετρά αντίστροφα το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης του έργου. Στην επισήμανση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εναγουσών, ότι η αξιολόγηση της καθυστέρησης θα έπρεπε να γίνεται μεταξύ του τελευταίου παραδοτέου και του χρονικού ορίου για την παράδοσή του, ο Μ.Υ.4 ανέφερε ότι στην υπό κρίση περίπτωση παραδοτέο είναι η εκτέλεση ολόκληρης της συμφωνίας. Τα σημαντικότερα, επομένως, στάδια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως παραδοτέα είναι, αφενός η ολοκλήρωση των οικοδομικών εργασιών και η έναρξη λειτουργίας του χώρου στάθμευσης και, αφετέρου η ημερομηνία λήξης της σύμβασης κατά το έτος 2026 και η παράδοση του όλου έργου στον Εναγόμενο.
Στην μελέτη του δεν έλαβε υπόψη του τα εισοδήματα που είχε ο Εναγόμενος από τη λειτουργία του χώρου στάθμευσης καθόλη την επίδικη περίοδο μέχρι και το 2020.
Η διεκδίκηση αποζημιώσεων για τις μελλοντικές ροές δεν εμποδίζει την διεκδίκηση αποζημιώσεων για την απώλεια της υποδομής του χώρου στάθμευσης και των καταστημάτων. Η υποδομή αποτελεί περιουσιακό στοιχείο το οποίο, ως τέτοιο, καταγράφεται στα λογιστικά βιβλία του Εναγόμενου και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως παροχή εξασφάλισης για σκοπούς λήψης χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων. Αρνήθηκε την υποβληθείσα θέση, ότι ο λόγος καταγραφής στα λογιστικά βιβλία του Εναγόμενου είναι διότι δεν υπολογίζονται επί του εν λόγω περιουσιακού στοιχείου οι μελλοντικές ροές.
Αρνήθηκε, επίσης, τη θέση της κας Χρίστου ότι η ΚΠΑ θα έπρεπε να αναχθεί σε αξίες του 2014, λέγοντας ότι εφόσον η σύμβαση θα έληγε το 2026 τα εισοδήματα και τα δικαιώματα του Εναγόμενου θα ξεκινούσαν από την εν λόγω περίοδο που θα σηματοδοτούσε την ολοκλήρωση της σύμβασης και την παράδοση του έργου.
Η μέση ετήσια αύξηση από την στάθμευση και τα ενοίκια υπολογίστηκε, όπως είπε, σε ποσοστό 9,10%, αφού λήφθηκαν υπόψη οι αυξήσεις που υπολόγισαν οι Ενάγουσες στη δική τους πρόταση. Στην υπόδειξη της κας Χρίστου, ότι τα εν λόγω ποσοστά δεν αφορούν αυξήσεις στις χρεώσεις, αλλά προκύπτουν από την αύξηση στη χρήση των χώρων στάθμευσης, ο Μ.Υ.4 απάντησε ότι τα έσοδα που υπολόγισαν οι Ενάγουσες παρουσιάζουν αύξηση κατά τα αντίστοιχα ποσοστά. Επίσης, διαφώνησε με τη συνήγορο των Εναγουσών ότι η χρήση ποσοστού 9,10% είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των υπολογιζόμενων εισοδημάτων.
Ο Μ.Υ.4 διευκρίνισε, ότι στη μελέτη του δεν έλαβε υπόψη την επιβολή φορολογίας, καθώς δεν είναι ξεκάθαρο επί ποιών ζητημάτων φορολογούνται οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης. Σε κάθε, όμως, περίπτωση εάν λάμβανε υπόψη τη φορολογία, τα χρηματικά ποσά που παρουσιάζονται στη μελέτη του θα ήταν κατά πολύ αυξημένα. Όσον αφορά τον φόρο εισοδήματος που θα ήταν υπόχρεη να καταβάλει η Ενάγουσα 1, δεν τον προσμέτρησε καθώς δεν είχε στην διάθεσή του οποιαδήποτε στοιχεία.
Σε σχέση με την εγκατάσταση του νέου ηλεκτρονικού συστήματος διαχείρισης του επίδικου χώρου στάθμευσης, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει κατά πόσο ο Εναγόμενος μπορεί να διεκδικήσει επιστροφή του Φ.Π.Α από την εν λόγω επένδυση.
Ερωτηθείς για το κέρδος που, κατά την άποψή του, θα αποκόμιζε η Ενάγουσα 1 από την ολοκλήρωση του έργου, απάντησε ότι δεν μπορεί με ακρίβεια να τοποθετηθεί ως προς το ποσοστό του κέρδους. Τόνισε, ωστόσο, ότι τα ποσοστά τα οποία έχουν αναφερθεί στη μαρτυρία των Εναγουσών είναι εκτός πραγματικότητας.
Στην υπόδειξη της ευπαίδευτης συνηγόρου των Εναγουσών, ότι το ποσοστό επιτοκίου euribor χρησιμοποιήθηκε για να γίνει αναγωγή των συσσωρευμένων ποσών του 2026 στο έτος 2011 με προεξοφλητικό επιτόκιο 5,25%, ο Μ.Υ.4 απάντησε ότι δεν συνάγεται κάτι τέτοιο από τη μαρτυρία η οποία παρουσιάστηκε. Σε κάθε περίπτωση, όπως είπε, δεν χρησιμεύει σε οτιδήποτε η αναγωγή τιμών του 2026 σε τιμές του 2011.
Εν κατακλείδι, αρνήθηκε ότι οι απαιτήσεις του Εναγόμενου είναι υπέρογκες και αυθαίρετες, λέγοντας ότι αποτελούν μία αντικειμενική εκτίμηση των ζημιών που υπέστη ο τελευταίος.
Αξιολόγηση
Μέσα από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και την μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία αναδεικνύονται τα πιο κάτω γεγονότα ως κοινώς αποδεκτά:
· Ο Εναγόμενος προκήρυξε τον δημόσιο διαγωνισμό με αριθμό 49/2010, για τη Μελέτη/Κατασκευή/Χρηματοδότηση/Διαχείριση/Συντήρηση του έργου στην οδό Θεμιστοκλέους στη Λεμεσό.
· Η Ενάγουσα 1, η οποία είναι κοινοπραξία με ομόρρυθμους συνεταίρους τις Ενάγουσες 2 και 3, υπέβαλε προσφορά στον προαναφερόμενο διαγωνισμό.
· Ο διαγωνισμός κατακυρώθηκε στην Ενάγουσα 1 στις 28.04.2011 και η συμφωνία υπογράφηκε στις 16.11.2011.
· Η Ενάγουσα 1 εξασφάλισε εγγυητική επιστολή από την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ για το ποσό των €304.440 για την πιστή εκτέλεση του έργου.
· Η αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας του έργου, εξαιρουμένου του Σταθμού, υποβλήθηκε αρχικά στις 27.01.2012. Η διαδικασία κατάθεσής της, ωστόσο, συμπληρώθηκε στις 09.02.2012 και δόθηκε σε αυτήν ο αριθμός ΠΑ89/2012.
· Αρμόδια πολεοδομική αρχή για την έκδοση, τόσο της πολεοδομικής άδειας, όσο και της άδειας οικοδομής, ήταν ο Εναγόμενος.
· Ο Εναγόμενος, ως πολεοδομική αρχή, ζήτησε από τις αρμόδιες αρχές τις απόψεις τους σε σχέση με τα αρχιτεκτονικά σχέδια που υποβλήθηκαν με την αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας.
· Οι μελετητές του έργου, πέραν των αρχιτεκτονικών σχεδίων που κατατέθηκαν με την αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, υπέβαλαν τροποποιημένα αρχιτεκτονικά σχέδια τα οποία παραλήφθηκαν από τον Εναγόμενο στις 05.04.2012, 08.10.2012, 14.01.2013 και στις 11.03.2013.
· Η πολεοδομική άδεια, εξαιρουμένου του Σταθμού, εκδόθηκε στις 15.04.2013.
· Στις 26.06.2013 υποβλήθηκε η αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας αναφορικά με τον Σταθμό στην οποία δόθηκε ο αριθμός ΠΑ217/2013. Η σχετική πολεοδομική άδεια εκδόθηκε στις 11.02.2014.
· Η αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής του έργου, εξαιρουμένου του Σταθμού, υποβλήθηκε στις 24.07.2013. Η άδεια οικοδομής εκδόθηκε στις 23.10.2013.
· Ο Σταθμός, παρά τον χαρακτηρισμό του στα έγγραφα του διαγωνισμού ως διατηρητέας οικοδομής, δεν αποτελούσε εντέλει διατηρητέα οικοδομή.
· Η αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής του Σταθμού υποβλήθηκε στις 09.07.2014.
· Η Ενάγουσα 1 ενεργοποίησε τη διαδικασία διακανονισμού διαφορών. Η προσπάθεια φιλικής διευθέτησης των διαφορών που ανέκυψαν μεταξύ των διαδίκων δεν είχε επιτυχή κατάληξη.
· Ο Εναγόμενος στις 17.09.2014 ζήτησε την ρευστοποίηση της εγγύησης πιστής εκτέλεσης και εισέπραξε το ποσό των €304.440. Ακολούθως, προχώρησε σε τερματισμό της συμφωνίας.
· Ο Εναγόμενος, μέχρι σήμερα, δεν προκήρυξε νέο διαγωνισμό για την υλοποίηση του έργου.
Προτού προχωρήσω στην επί μέρους αξιολόγηση της μαρτυρίας, θεωρώ ότι θα πρέπει να οριοθετηθεί το πεδίο της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Το εν λόγω ζήτημα έχει άμεση επίδραση στο εύρος των επίδικων θεμάτων και κατ’ επέκταση στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, η οποία γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση μαρτυρίας σχετικής με τα επίδικα θέματα (Hasan v. Ανδρέου (2015) 1Γ Α.Α.Δ 2624). Σύμφωνα δε με τη νομολογία το ζήτημα της δικαιοδοσίας είναι δημοσίας τάξεως και μπορεί να εγερθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας (Θ.Ο.Κ ν. Σοφοκλέους (2016) 1Α Α.Α.Δ 105).
Η αγωγή, ως είναι διαμορφωμένη, στρέφεται εναντίον του Εναγόμενου υπό την ιδιότητά του ως αναθέτουσας αρχής – αντισυμβαλλομένου της Ενάγουσας 1, αλλά και υπό την ιδιότητά του ως πολεοδομικής αρχής, αρμόδιας για την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και της άδειας οικοδομής του έργου. Το βασικό, μάλιστα, παράπονο των Εναγουσών περιστρέφεται γύρω από την καθυστέρηση στην έκδοση πολεοδομικής άδειας και τις αλυσιδωτές συνέπειες που, κατά τους ισχυρισμούς τους, επέφερε στην όλη ανάπτυξη του έργου.
Η καθυστέρηση, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Εναγουσών, προέκυψε από την απόφαση του Εναγόμενου να ζητήσει τις απόψεις των αρμόδιων αρχών και τη διαβούλευση των μελετητών του έργου με αυτές. Τα πιο πάνω είχαν ως αποτέλεσμα, η πολεοδομική άδεια να εκδοθεί 14 περίπου μήνες μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης, χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτήν ο Σταθμός.
Ο έλεγχος της παράλειψης έκδοσης απόφασης επί πολεοδομικής αίτησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 3 μηνών (κανονισμός 5(2) της Κ.Δ.Π. 55/90) εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Συγκεκριμένα, τα άρθρα 31 και 32 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν.90/72, προνοούν για τη δυνατότητα καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής, ενώ το άρθρο 45 για την καταχώρηση δικαστικής προσφυγής. Ότι οι πράξεις ή παραλείψεις πολεοδομικής αρχής αναφορικά με την έκδοση πολεοδομικών αποφάσεων εμπίπτουν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου επιβεβαιώνεται και νομολογιακά (Γιαννή κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (2003) 4Α Α.Α.Δ 588 και Super Home Center D.I.Y. Ltd v. Νικολάου κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ 381). Ειδικότερα, η παράλειψη πολεοδομικής αρχής να αποφασίσει σε σχέση με αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας μπορεί να προσβληθεί ενώπιον αρμόδιου Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των άρθρων 29 και 146.1 του Συντάγματος (Γιαννή κ.ά. ν. Δήμου Πάφου, ανωτέρω).
Εν προκειμένω, η προαναφερόμενη απόφαση του Εναγόμενου λήφθηκε υπό την ιδιότητά του ως πολεοδομική αρχή και όχι ως αναθέτουσα αρχή. Επίσης, η καθυστέρηση στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας και η μη συμπερίληψη σε αυτήν του Σταθμού, αφορά και πάλι τον Εναγόμενο ως πολεοδομική αρχή. Πρόκειται, επομένως, για πράξεις και παραλείψεις οι οποίες εμπίπτουν στην εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία του Εναγόμενου. Ως τέτοιες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου από το παρόν Δικαστήριο, καθώς υπάγονται στον έλεγχο του Διοικητικού Δικαστηρίου. Στις υποθέσεις Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1Γ Α.Α.Δ 1424 και ΑΟΜΜ Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (2014) 1Β Α.Α.Δ 1584, τονίστηκε ότι είναι πλήρης ο διαχωρισμός της αναθεωρητικής και της πολιτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, καθώς και ότι η αναθεώρηση διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο είναι ανεπίτρεπτη.
Δεν παραβλέπω τον ισχυρισμό που προβλήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, ότι οι Ενάγουσες δεν είχαν τη δυνατότητα να καταχωρίσουν, είτε ιεραρχική προσφυγή, είτε δικαστική προσφυγή, διότι στην αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας αιτητής ήταν ο Εναγόμενος. Ουσιαστικά εγείρουν ζήτημα απουσίας εννόμου συμφέροντος.
Το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο αστικής δικαιοδοσίας, δεν μπορεί να αποφανθεί ως προς τα κατά πόσο οι Ενάγουσες είχαν ή δεν είχαν έννομο συμφέρον για να προσβάλουν τις επίμαχες πράξεις ή παραλείψεις. Η ουσία έγκειται στο ότι οι εν λόγω πράξεις ή παραλείψεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου, μόνο στο πλαίσιο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων. Συνεπώς, ακόμη και στην περίπτωση απουσίας εννόμου συμφέροντος, δεν μπορεί να προσδοθεί στο παρόν Δικαστήριο δικαιοδοσία πέραν της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του.
Ως εκ των ανωτέρω, μαρτυρία που σχετίζεται με την ευθύνη για την καθυστέρηση στην έκδοση της πολεοδομικής άδειας ή τη μη συμπερίληψη του Σταθμού στην εκδοθείσα πολεοδομική άδεια ή το κατά πόσο ενδεικνυόταν στο στάδιο χορήγησης της πολεοδομικής άδειας η διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και το κατά πόσο η εν λόγω διαβούλευση θα έπρεπε να γίνει από τους μελετητές ή την πολεοδομική αρχή, εκφεύγει των επιδίκων θεμάτων της παρούσας αγωγής και δεν θα αποτελέσει αντικείμενο αξιολόγησης.
Επίσης, δεν μπορεί να εξεταστεί το ζήτημα που εγέρθηκε μέσω της αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων του Εναγόμενου και αφορά τη θέση περί νομιμοποίησης μόνον της Ενάγουσας 1 στην προώθηση της παρούσας αγωγής. Τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται στην τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση. Αντιθέτως, ο Εναγόμενος στους δικογραφημένους ισχυρισμούς του αναφέρεται σωρευτικά στις Ενάγουσες, χωρίς να διακρίνει ή να διαχωρίζει την Ενάγουσα 1 από τις Ενάγουσες 2 και 3. Είναι καλά γνωστή η αρχή, ότι τα δικόγραφα αποτελούν το θεμέλιο της δίκης και αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων (Γεωργιάδη κ.α ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολ. Έφ. αρ.376/2014, ημερ.16.03.2023), ECLI:CY:AD:2023:A90.
Έχοντας οριοθετήσει το εύρος εξέτασης των επιδίκων θεμάτων, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας η οποία θα γίνει μόνο επί των διιστάμενων εκδοχών και σε σχέση με τα επίδικα θέματα που παραμένουν (Παπαλλής κ.ά. ν. Κυριακίδη (2008) 1Α Α.Α.Δ 83 και SP CONSULTANCY LTD κ.α v. TRANSTEAM LTD κ.α (2016) 1Β Α.Α.Δ 980), με κριτήρια, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος στην υπόθεση, την ευκαιρία που είχαν οι μάρτυρες να παρακολουθήσουν τα επίδικα γεγονότα, τη λογικότητα και τη συνοχή της μαρτυρίας τους, αλλά και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία (Μαυροσκούφη ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ (2014) 1Α Α.Α.Δ. 339).
Θα εξετάσω μαζί τη μαρτυρία των Μ.Ε.1, Μ.Ε.4, Μ.Ε.5 και Μ.Ε.6 καθώς η μαρτυρία των πιο πάνω προσώπων συμπλέκεται. Συγκεκριμένα, η μαρτυρία των Μ.Ε.1, 4 και 5 καλύπτει τα ζητήματα (i) της καθυστέρησης στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του επίδικου διαγωνισμού, (ii) της βιωσιμότητας του έργου, (iii) του Σταθμού και (iv) της παράτασης του χρόνου υλοποίησης της επίμαχης σύμβασης. Περαιτέρω, οι μαρτυρίες των Μ.Ε.4 και Μ.Ε.5, καθώς και η μαρτυρία του Μ.Ε.6 καταπιάνεται με τα ζητήματα των οικονομικών απαιτήσεων των Εναγουσών.
Οι Ενάγουσες παραπονούνται ότι υπήρξε καθυστέρηση στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι με βάση το Τεκμήριο 22 τα αποτελέσματα θα έπρεπε να γνωστοποιηθούν στους προσφοροδότες στις 17.01.2011, ενώ αυτά, εντέλει, γνωστοποιήθηκαν στις 28.04.2011. Στο διάστημα που μεσολάβησε προέκυψαν απρόβλεπτες συνθήκες οι οποίες επηρέασαν τον τραπεζικό τομέα και ευρύτερα την οικονομία, τόσο σε τοπικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Τα εν λόγω γεγονότα, με τη σειρά τους, είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη χρηματοδότηση των Εναγουσών και κατ’ επέκταση στη βιωσιμότητα του έργου.
Καταρχάς επισημαίνω, ότι με βάση τον Τόμο Α, παράγραφος 2.23 του Τεκμηρίου 22, η ημερομηνία 17.01.2011 αποτελούσε εκτιμώμενη και όχι δεσμευτική ημερομηνία ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού.
Περαιτέρω, η Ενάγουσα 1 δεν διαμαρτυρήθηκε κατά την παραλαβή της επιστολής ανάθεσης ημερομηνίας 28.04.2011 (Τεκμήριο 7) για την ισχυριζόμενη καθυστέρηση στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού. Αντιθέτως, στην επιστολή της ημερομηνίας 09.05.2011 (Τεκμήριο 8) περιορίστηκε να επισημάνει, ότι η περίοδος για την υπογραφή των συμβολαίων ήταν 60 μέρες από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής ανάθεσης και όχι 20 μέρες όπως αναφέρθηκε στο Τεκμήριο 7, καθώς και ότι η διάρκεια της σύμβασης στη βάση της προσφοράς της είναι 14 έτη και 8,4 μήνες. Ουδεμία αναφορά έγινε σε ισχυριζόμενο επηρεασμό της χρηματοδότησής της.
Επιπλέον, παρατηρώ ότι στη μαρτυρία των Μ.Ε.1, 4 και 5 δεν προσδιορίστηκαν τα ισχυριζόμενα γεγονότα που μεσολάβησαν μεταξύ της περιόδου 17.01.2011 – 28.04.2011 και τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, επηρέασαν δυσμενώς τον τραπεζικό τομέα και ευρύτερα την οικονομία. Ειδικότερα, οι μάρτυρες περιορίστηκαν στον γενικό ισχυρισμό περί επηρεασμού των παραμέτρων που χρησιμοποιήθηκαν στο οικονομικό μοντέλο της Ενάγουσας 1, λόγω της ισχυριζόμενης αύξησης του επιτοκίου κατά 2% περίπου.
Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, οι Ενάγουσες δεν παρουσίασαν μαρτυρία η οποία να τεκμηριώνει τη θέση περί αλλαγής των όρων χρηματοδότησης και ειδικότερα αύξησης του επιτοκίου με το οποίο θα επιβαρύνονταν. Επίσης, δεν διευκρίνισαν κατά πόσο η ισχυριζόμενη αύξηση αφορά το euribor ή το επιπλέον ποσοστό τόκου ύψους 5,25%, το οποίο θα προστίθετο στο εξαμηνιαίο euribor βάσει της επιστολής πρόθεσης δανεισμού της Ελληνικής Τράπεζας – Τεκμήριο 6.
Από την άλλη, το Τεκμήριο 239, το οποίο αφορά τη διακύμανση του εξαμηνιαίου euribor, δεν καλύπτει την περίοδο 17.01.2011 – 28.04.2011 και σε κάθε περίπτωση δεν υποστηρίζει τον ισχυρισμό των Μ.Ε.1, 4 και 5 περί αύξησης του επιτοκίου. Συγκεκριμένα, από τις 16.11.2011 μέχρι και το 2022 το εξαμηνιαίο euribor βρισκόταν κάτω του 2%. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι στο Τεκμήριο 6 δεν προσδιορίζεται το κατά τον ουσιώδη χρόνο ποσοστό του εξαμηνιαίου euribor. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει σύγκριση ως προς το κατά πόσο μεταγενέστερα του Τεκμηρίου 6 υπήρξε αύξηση ή μείωση του ποσοστού του εξαμηνιαίου euribor.
Ούτε και ο ισχυρισμός των μαρτύρων περί επηρεασμού ευρύτερα της οικονομίας λόγω της έκρηξης στο Μαρί βρίσκει εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Αποτελεί κοινή γνώση, ότι η έκρηξη έλαβε χώραν στις 11.07.2011, δηλαδή, σε χρόνο μεταγενέστερο της περιόδου που μεσολάβησε μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού.
Επιπρόσθετα των πιο πάνω, σημειώνω ότι το παράπονο των Εναγουσών είναι και ετεροχρονισμένο. Συγκεκριμένα, η πρώτη φορά που έγινε λόγος για καθυστέρηση ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων ήταν με την επιστολή ημερομηνίας 01.11.2011 - Τεκμήριο 19, έξι δηλαδή μήνες μετά την επιστολή ανάθεσης – Τεκμήριο 7. Θα πρέπει δε να σημειωθεί, ότι το Τεκμήριο 19, με το οποίο για πρώτη φορά τέθηκε ζήτημα καθυστέρησης στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, στάλθηκε αφότου προηγήθηκαν η επιστολή της Ενάγουσας 1 προς τον Εναγόμενο ημερομηνίας 06.09.2011 (Τεκμήριο 15) με την οποία η πρώτη ζήτησε παράταση υπογραφής της επίδικης συμφωνίας μέχρι τις 15.01.2012 και ο τελευταίος αρνήθηκε με την επιστολή του ημερομηνίας 20.09.2011 (Τεκμήριο 17).
Ακόμη, όμως, και με την επιστολή – Τεκμήριο 19 η Ενάγουσα 1 δεν έθεσε ζήτημα μη υπογραφής της επίδικης σύμβασης λόγω αδυναμίας της να υλοποιήσει το έργο στη βάση της καθυστέρησης της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού και του ισχυριζόμενου αρνητικού αντικτύπου που είχε το γεγονός αυτό στη χρηματοδότηση και κατ’ επέκταση στη βιωσιμότητα του έργου. Αντιθέτως, τόνισε ότι η υπογραφή της σύμβασης δεν συνδέεται με οποιοδήποτε τρόπο με τα πιο πάνω ζητήματα.
Τα πιο πάνω καταδεικνύουν, κατά την άποψή μου, την αντιφατικότητα των ισχυρισμών των Εναγουσών οι οποίες, από τη μία ισχυρίστηκαν ότι επηρεάστηκε η χρηματοδότηση λόγω της καθυστέρησης στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και, από την άλλη, ζήτησαν περαιτέρω παράταση στην υπογραφή της συμφωνίας διαβεβαιώνοντας, όμως, ότι δεν τίθεται ζήτημα αδυναμίας υλοποίησής της. Εντέλει υπέγραψαν τη συμφωνία, χωρίς να εξασφαλίσουν επιπρόσθετη παράταση. Τίθεται, επομένως, το εύλογο ερώτημα. Επηρεάστηκε ή όχι η βιωσιμότητα του έργου; Και εάν επηρεάστηκε, τότε γιατί υπέγραψαν τη συμφωνία;
Στην προσπάθειά τους να αιτιολογήσουν την υπογραφή της συμφωνίας, οι Μ.Ε.4 και 5, παλινδρομώντας, ισχυρίστηκαν ότι η Ενάγουσα 1 είχε εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση του έργου. Επικαλέστηκαν προς τούτο το Τεκμήριο 6. Το Τεκμήριο 6, όμως, τους διαψεύδει. Δεν αποτελεί βεβαίωση χρηματοδότησης, παρά μόνο, ως και ο τίτλος του καταδεικνύει, πρόθεση δανεισμού. Μάλιστα, στην τελευταία παράγραφο του Τεκμηρίου 6 καταγράφεται ότι παραχωρείται η εν λόγω επιστολή χωρίς οποιαδήποτε νομική ή άλλη ευθύνη και υποχρέωση της Τράπεζας.
Ένα άλλο σημείο ενδεικτικό της προσπάθειας των Εναγουσών να μετακυλήσουν στον Εναγόμενο την ευθύνη δικών τους πράξεων, είναι ο ισχυρισμός του Μ.Ε.4, ότι η καθυστέρηση στην υπογραφή του Τεκμηρίου 22 οφείλεται αποκλειστικά στον Εναγόμενο, με εξαίρεση το χρονικό διάστημα μεταξύ 06.09.2011 - 16.11.2011. Τα Τεκμήρια, όμως, 17 και 178 διαψεύδουν τον εν λόγω ισχυρισμό, αφού αυτά καταδεικνύουν ότι η Ενάγουσα 1 ήταν αυτή που ζήτησε δύο φορές παράταση υπογραφής της επίδικης συμφωνίας. Μάλιστα, ως αναφέρθηκε πιο πάνω, η Ενάγουσα 1 με το Τεκμήριο 15 ζήτησε και τρίτη παράταση, η οποία όμως δεν έγινε αποδεκτή από τον Εναγόμενο.
Μία άλλη πτυχή του παραπόνου των Εναγουσών περί καθυστέρησης αφορά τις απαιτήσεις του Εναγόμενου, υπό την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής, για τροποποίηση των σχεδίων. Συγκεκριμένα υποστήριξαν, ότι ο Εναγόμενος ζήτησε αλλαγές οι οποίες αφορούσαν τη μετακίνηση κλιμακοστασίου και χώρων αποχωρητηρίου, τη διαμόρφωση χώρου καταστημάτων, τη δημιουργία χώρου έκδοσης εισιτηρίων, την προσθήκη αποχωρητηρίων και τη δημιουργία χώρου έκδοσης εισιτηρίων για τα λεωφορεία.
Η αλληλουχία, ωστόσο, των γεγονότων δεν υποστηρίζει το πιο πάνω παράπονο των Εναγουσών. Αυτό, διότι οι αλλαγές που ζητήθηκαν από τον Εναγόμενο δεν επηρέασαν το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας, εφόσον, παράλληλα με αυτές, διεξάγονταν οι διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές. Δεν υπάρχει ενώπιον μου μαρτυρία που να δεικνύει, ότι υπήρξε επιπρόσθετη καθυστέρηση η οποία να οφείλεται αποκλειστικά σε οποιαδήποτε απαίτηση του Εναγόμενου υπό την ιδιότητά του ως αναθέτουσα αρχή.
Μέσα στο ίδιο πλαίσιο παραπόνου, έγινε αρκετός λόγος κατά την ακροαματική διαδικασία για την απαίτηση του Εναγόμενου σε σχέση με τη διατήρηση των καθαρών διαστάσεων των χώρων στάθμευσης (5,00μ x 2,50μ) και στα σημεία των υποστυλωμάτων. Σύμφωνα με τις Ενάγουσες, αυτή η απαίτηση του Εναγόμενου προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση, διότι, λόγω της διαρρύθμισης που έπρεπε να γίνει, επέφερε επανασχεδιασμό του έργου.
Εν πρώτοις παρατηρώ, ότι η εντολή υπ’ αριθμό 3/2011 του Υπουργού Εσωτερικών (Τεκμήριο 236) απευθυνόταν προς τις αρμόδιες πολεοδομικές αρχές, οι οποίες και καλούνταν να εφαρμόσουν τις πρόνοιές της κατά την εξέταση πολεοδομικών αιτήσεων. Επομένως, η απαίτηση για συμμόρφωση προς την πιο πάνω εντολή προήλθε από τον Εναγόμενο ως πολεοδομική αρχή. Με αυτό το γεγονός συνηγορούν και οι μαρτυρίες των Μ.Ε.2, 5 και Μ.Υ.2. Υπό αυτό το πρίσμα και για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η ορθότητα ή το λανθασμένο της υπό αναφορά απαίτησης της πολεοδομικής αρχής.
Κατά δεύτερο, η καθυστέρηση από την πιο πάνω απαίτηση ήταν αμελητέα, καθώς η εν λόγω απαίτηση κοινοποιήθηκε στις 20.02.2013 (Τεκμήριο 79) και τα τροποποιημένα σχέδια υποβλήθηκαν στις 13.03.2013. Χρειάστηκε, δηλαδή, διάστημα μικρότερο του ενός μήνα για την τροποποίηση των σχεδίων.
Ένα άλλο παράπονο των Εναγουσών εντοπίζεται στον ισχυρισμό τους, ότι ο Εναγόμενος όφειλε να συγκατατεθεί στο αίτημά τους για παράταση της χρονικής διάρκειας της επίδικης συμφωνίας. Ειδικότερα, ισχυρίστηκαν, ότι ενόψει της καθυστέρησης στην έκδοση των απαιτούμενων αδειών το έργο μετατράπηκε σε απροσδιορίστου χρόνου (time at large). Θεωρώ, ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τους Μ.Ε. 5 και 6, κατά κύριο λόγο, αλλά και από τον Μ.Ε.4, αναφορικά με το προαναφερόμενο ζήτημα είναι αβάσιμοι για τους ακόλουθους τέσσερις λόγους.
Πρώτον, η φύση της σύμβασης είναι τέτοια που δεν επιτρέπει την τροποποίηση σε ό,τι αφορά τον χρόνο υλοποίησής της. Σύμφωνα με το Τεκμήριο 22, Τόμος Α, παράγραφος 2.7, κριτήριο ανάθεσης ήταν η μικρότερη διάρκεια σύμβασης. Επομένως, τυχόν τροποποίηση της χρονικής διάρκειας της σύμβασης μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού στην Ενάγουσα 1 θα συνιστούσε επέμβαση σε ένα βασικό στοιχείο του επίδικου διαγωνισμού το οποίο αφορά άμεσα το κριτήριο ανάθεσης. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε χαρακτηριστική περίπτωση παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης εκ μέρους του Εναγόμενου. Άλλωστε, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 του Τόμου Β.2 του Τεκμηρίου 22, η οποιαδήποτε τροποποίηση της σύμβασης δεν μπορεί να θίγει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό. Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η εκ των υστέρων τροποποίηση της χρονικής διάρκειας της σύμβασης, η οποία τονίζω αποτελούσε το κριτήριο ανάθεσης, θα έθιγε κατά ουσιαστικό τρόπο τον ανταγωνισμό.
Προς περαιτέρω επίρρωση των πιο πάνω σημειώνω, ότι στην παράγραφο 8.3.2 του Τόμου Α του Τεκμηρίου 22, αναφέρεται ρητά ότι η προτεινόμενη διάρκεια σύμβασης εκ μέρους του προσφοροδότη θεωρείται οριστική και δεν θα επηρεάζεται από τυχόν αποκλίσεις από την υπολογίσιμη διάρκεια σύμβασης, εκτός περιπτώσεων ανωτέρας βίας.
Δεύτερον, στο Τεκμήριο 22 δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε πρόνοια που να παρέχει στον ανάδοχο το δικαίωμα να αιτηθεί παράταση του χρόνου. Επ’ αυτού, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εναγουσών εισηγήθηκε, ότι από τη στιγμή που απουσιάζει οποιαδήποτε ρήτρα η οποία να απαγορεύει την παράταση του χρόνου, τότε, αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατή η επέκτασή του. Με κάθε σεβασμό, η εν λόγω εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η απουσία ρύθμισης που να απαγορεύει την επέκταση της χρονικής διάρκειας της συμφωνίας δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι εξυπακούεται η δυνατότητα παράτασης. Επαναλαμβάνω, ότι ο χρόνος αποτελούσε ουσιώδη όρο της συμφωνίας των μερών και κριτήριο ανάθεσης του έργου. Η επινόηση εξυπακουόμενου όρου που να επιτρέπει την παράταση της χρονικής διάρκειας της συμφωνίας βρίσκεται εκτός του πνεύματος και της δομής της συμφωνίας, καθώς και των λοιπών εγγράφων του διαγωνισμού.
Στο σημείο αυτό υπογραμμίζω πως, ρυθμίσεις αναφορικά με τον χρόνο εντοπίζονται μόνο σε σχέση με την αναστολή του χρόνου στα άρθρα 17 και 24 του Τόμου Β.2 του Τεκμηρίου 22. Το μεν άρθρο 17 παρέχει τη δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή για αναστολή εκτέλεσης της σύμβασης. Εν προκειμένω, ο Εναγόμενος δεν ανέστειλε την εκτέλεση της σύμβασης. Το δε άρθρο 24 παρέχει τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης των υπηρεσιών του αναδόχου σε περιπτώσεις ανωτέρας βίας (άρθρο 24 παράγραφος 6). Οι περιπτώσεις που εντάσσονται στην έννοια της ανωτέρας βίας απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του άρθρου 24. Η παρούσα υπόθεση δεν εντάσσεται σε κάποια από αυτές.
Τρίτον, οι Μ.Ε. 4 – 6 υποστήριξαν, ότι για να εξακολουθούσε το έργο να είναι βιώσιμο θα έπρεπε να δοθεί παράταση της διάρκειας της σύμβασης ανάλογη της καθυστέρησης που προκλήθηκε από την μη έγκαιρη έκδοση των απαιτούμενων αδειών. Η ευθύνη που αποδίδεται στην προκείμενη περίπτωση στον Εναγόμενο έχει ως αφετηρία πράξεις ή παραλείψεις του τελευταίου υπό την ιδιότητά του ως πολεοδομική αρχή. Επαναλαμβάνω, ότι το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει πράξεις ή παραλείψεις του Εναγόμενου υπό την ιδιότητά του ως πολεοδομική αρχή.
Επισημαίνω, όμως, και το εξής. Ένας από τους ενδεικτικούς κινδύνους που αναλάμβανε ο ανάδοχος και συνδέονταν με την εκπλήρωση των προϋποθέσεων υλοποίησης του έργου ήταν η απόκτηση αδειοδοτήσεων και εγκρίσεων (Τεκμήριο 22, Τόμος Γ.1, παράγραφος 3.2).
Τέταρτον, οι Μ.Ε. 5 και 6 στην προσπάθειά τους να αιτιολογήσουν τη θέση τους για παράταση της χρονικής διάρκειας της σύμβασης επικαλέστηκαν την εγκύκλιο με αρ. ΚΕΑΑ 1 – Τεκμήριο 244. Σε αυτό το στάδιο περιορίζομαι να σημειώσω, ότι το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι του Τεκμηρίου 244 στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αποτελεί νομικό θέμα και ως τέτοιο εκφεύγει του πεδίου της εμπειρογνωμοσύνης των Μ.Ε. 5 και 6. Για το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι της προαναφερόμενης εγκυκλίου θα επανέλθω στο στάδιο της διατύπωσης των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου.
Οι Μ.Ε.4 και 5 επανήλθαν στο ζήτημα της χρηματοδότησης, το οποίο έθεσαν αυτή τη φορά στη βάση του επηρεασμού της βιωσιμότητας του έργου λόγω της καθυστέρησης στην αδειοδότηση. Οι ισχυρισμοί τους στερούνται, και πάλι βασιμότητας.
Καταρχάς η Ενάγουσα 1 με την επιστολή της ημερομηνίας 15.07.2013 (Τεκμήριο 90) συνέδεσε τη διασφάλιση της χρηματοδότησης με την αναθεώρηση της μελέτης βιωσιμότητας στη βάση των τρεχουσών συνθηκών αγοράς. Ανέφερε, μάλιστα, ότι θα προχωρούσε στην επανεξέταση των παραδοχών και δεδομένων της τεχνοοικονομικής μελέτης της με στόχο τον υπολογισμό της επίδρασης των αλλαγών της οικονομικής κατάστασης στη βιωσιμότητα του έργου. Παρά ταύτα, δεν τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε αναθεωρημένη μελέτη σε σχέση με τη βιωσιμότητα του έργου.
Επί του προαναφερόμενου ζητήματος σημειώνεται, ότι η θέση των μαρτύρων ότι θα έπρεπε να παρουσιαστεί νέα μελέτη βιωσιμότητας σε τραπεζικό ίδρυμα για σκοπούς εξασφάλισης χρηματοδότησης, δεν υποστηρίχθηκε από ανάλογη μαρτυρία προερχόμενη από τραπεζικό ίδρυμα. Ενώπιον του Δικαστηρίου τέθηκε μόνο η επιστολή της Ελληνικής Τράπεζας – Τεκμήριο 6, η οποία ετοιμάστηκε πριν την κατακύρωση του διαγωνισμού και αναφερόταν σε πρόθεση δανεισμού προς την Ενάγουσα 1. Πέραν του Τεκμηρίου 6 δεν τέθηκε οποιαδήποτε μεταγενέστερη απαίτηση της εν λόγω Τράπεζας ή οποιασδήποτε άλλης τράπεζας για υποβολή νέας μελέτης βιωσιμότητας προκειμένου να παραχωρηθεί δάνειο προς υλοποίηση του έργου.
Παράλληλα, κρίνω ως όψιμο τον ισχυρισμό των Μ.Ε. 4 – 6 ότι τα προβλήματα στην εξεύρεση χρηματοδότησης οφείλονται στην καθυστέρηση εξασφάλισης των απαιτούμενων αδειών για τον Σταθμό. Στην επιστολή της Ενάγουσας 1 ημερομηνίας 12.03.2014 (Τεκμήριο 119), η τελευταία προσδιορίζει ότι τα προβλήματα σε σχέση με την εκτέλεση του έργου προέκυψαν λόγω της οικονομικής κρίσης που διέρχετο ο τόπος. Κατά τον ουσιώδη, επομένως, χρόνο ουδεμία διασύνδεση υπήρξε των προβλημάτων χρηματοδότησης με τη λήψη των αδειών που αφορούσαν τον Σταθμό.
Ούτε και προκύπτει από το Τεκμήριο 6, ότι η έκδοση αδειών που θα κάλυπτε και τις εργασίες που θα έπρεπε να διενεργηθούν στον Σταθμό αποτελούσε προϋπόθεση για τη δανειοδότηση του έργου. Άλλωστε, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ο Σταθμός δεν θα προσέφερε εισοδήματα στην Ενάγουσα 1, αφού σύμφωνα με την παράγραφο 4.1.2.13 του Τόμου Γ.1 του Τεκμηρίου 22, ο ανάδοχος δεν θα είχε δικαίωμα είσπραξης των ενοικίων του Σταθμού. Επομένως, δεν θα ήταν και λογικό η δανειοδότηση να εξαρτηθεί από την εξασφάλιση των απαιτούμενων αδειών για τον Σταθμό, αφ’ ης στιγμής η Ενάγουσα 1 δεν θα είχε οποιαδήποτε εισοδήματα από την εκμετάλλευσή του.
Παραμένοντας στο κομμάτι του Σταθμού, δεν παραβλέπω τους ισχυρισμούς των Μ.Ε. 4 – 6 αναφορικά με την πιθανή επιχορήγηση που θα δινόταν από το Τμήμα Διατήρησης για την ανακαίνιση και αναβάθμιση του Σταθμού, καθώς και για τα ενδεχόμενα κίνητρα σε σχέση με τον χαριστικό συντελεστή. Όπως προκύπτει από τον περί Διατηρητέων Οικοδομών Νόμο, Ν.240(Ι)/2002 (βλ. άρθρα 14(2) και 22 Ν.240(Ι)/2002), τόσο ο χαρισμένος συντελεστής δόμησης, όσο και τα χρηματικά ποσά που παρέχονται για σκοπούς συντήρησης των διατηρητέων οικοδομών, παραχωρούνται προς το σκοπό επιχορήγησης ή χρηματοδότησης μέρους της δαπάνης συντήρησης μίας διατηρητέας οικοδομής. Συνεπώς, πρόκειται για αντισταθμιστικά μέτρα. Με άλλα λόγια, η Ενάγουσα 1 δεν θα αποκόμιζε οποιοδήποτε κέρδος, αλλά απλώς θα περιόριζε το κόστος της για τη συντήρηση της διατηρητέας οικοδομής, εάν ο Σταθμός ήταν διατηρητέα οικοδομή.
Σε αυτό το σημείο ανοίγω μία παρένθεση για να επισημάνω, ότι δεν τέθηκε ενώπιόν μου μαρτυρία ως προς το υπολογιζόμενο κόστος συντήρησης ή ανακαίνισης του Σταθμού. Η μόνη σχετική αναφορά εντοπίζεται στο Έντυπο 15 της προσφοράς της Ενάγουσας 1 (μέρος του Τεκμηρίου 22) και συγκεκριμένα στον α/α Α.4.3 του «Πίνακα Κόστους Υλοποίησης Ανάπτυξης», όπου ως κόστος για τον Σταθμό καταγράφεται το ποσό των €19.152. Εάν αυτό είναι το κόστος, τότε, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να αναμένεται η παροχή χορηγίας για το ποσό των €90.000, καθώς και η εξασφάλιση ποσού €89.000 από τη μεταφορά χαρισμένου συντελεστή δόμησης. Κλείνοντας την πιο πάνω παρένθεση, σημειώνω ότι δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι κόστος της τάξης των €19.152 μπορεί να επηρεάσει τη βιωσιμότητα ενός έργου με εκτιμώμενο κόστος περί τα €10.148.000.
Ομοίως αβάσιμο θεωρώ και τον ισχυρισμό περί υποχρέωσης εκ των εγγράφων του διαγωνισμού για έκδοση μόνο μίας πολεοδομικής άδειας και μίας άδειας οικοδομής αναφορικά τόσο με τον χώρο στάθμευσης και τα καταστήματα, όσο και με τον Σταθμό. Δεν εντοπίζεται τέτοια ειδική πρόνοια στο Τεκμήριο 22.
Ακόμη όμως κι αν προνοούνταν η έκδοση μίας μόνο άδειας και για τις δύο αναπτύξεις, ο συγκεκριμένος όρος διαφοροποιήθηκε με την κοινή συμφωνία των διαδίκων η οποία επιτεύχθηκε στη συνεδρίαση της 08.01.2013 στην παρουσία των Μ.Ε.1 και 4 και αποτυπώθηκε στο Τεκμήριο 75. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω Τεκμήριο καταγράφηκε, μεταξύ άλλων, ότι υπάρχει η δυνατότητα διαχωρισμού της πολεοδομικής άδειας των νέων κατασκευών από την πολεοδομική άδεια ανακαίνισης του Σταθμού και συμφωνήθηκε από κοινού όπως:
«1) Εντός μίας εβδομάδας ο ανάδοχος να ολοκληρώσει τις διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες υπηρεσίες ώστε ο Δήμος να μπορεί να εκδώσει πολεοδομική άδεια στις αρχές Φεβρουαρίου.
2) Εντός 3 μηνών ο ανάδοχος να προσκομίσει όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για έκδοση πολεοδομικής άδειας για το διατηρητέο κτίριο και τυχόν απαιτήσεις του ΚΟΤ.»
Η πιο πάνω συμφωνία αποτυπώθηκε και στη χορηγηθείσα πολεοδομική άδεια (Τεκμήριο 85), όπου στην παράγραφο 4 των ειδικών όρων καταγράφηκαν τα ακόλουθα:
«Το τμήμα της ανάπτυξης που αφορά τις εργασίες συντήρησης της διατηρητέας οικοδομής και αλλαγής χρήσης της σε εστιατόριο δεν θα αδειοδοτηθεί στο παρών στάδιο και θα κατατεθεί νέα αίτηση με όλα τα απαιτούμενα έγγραφα και σχέδια τα οποία θα σταλούν στο Τομέα Διατήρησης για να εξασφαλιστεί η Συναίνεση.»
Η προαναφερόμενη συμφωνία των διαδίκων, αφήνει εκτεθειμένους τους Μ.Ε.1, 4 και 5, οι οποίοι, παρά τα όσα συμφωνήθηκαν, επέμειναν στη θέση τους περί αδυναμίας έναρξης των κατασκευαστικών εργασιών λόγω της μη έκδοσης άδειας οικοδομής του Σταθμού.
Το ότι ο Σταθμός εξαιρέθηκε προς υποβοήθηση της υλοποίησης του έργου επιβεβαιώθηκε και από τον Μ.Ε.3. Συνεπώς, οι Ενάγουσες γνώριζαν, παρά τους περί αντιθέτου ισχυρισμούς των Μ.Ε.1, 4 και 5, ότι μπορούσαν να προχωρήσουν στην υλοποίηση του έργου.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, ότι η συμφωνία των διαδίκων επαναλήφθηκε ρητά και ξεκάθαρα και στην επιστολή του Εναγόμενου ημερομηνίας 07.06.2013 (Τεκμήριο 201) στην οποία τονίστηκε, ότι οι κατασκευαστικές εργασίες του χώρου στάθμευσης μπορούσαν να προηγηθούν των εργασιών του Σταθμού.
Ούτε και η θέση των Εναγουσών, ότι θα έπρεπε να μεσολαβήσει τροποποίηση του Τόμου Γ.1, άρθρο 4.1.2, υποπαράγραφος 12.2 του Τεκμηρίου 22, το οποίο προβλέπει για κατά προτεραιότητα έναρξη των εργασιών ανακαίνισης του Σταθμού βρίσκει έρεισμα στα γεγονότα της υπόθεσης. Στον όρο 5.4 του Τόμου Β.1 του Τεκμηρίου 22, ο οποίος διαλαμβάνει τα της ημερομηνίας έναρξης και διάρκειας εκτέλεσης, προβλέπεται ότι η υλοποίηση των απαιτούμενων εργασιών είναι δυνατόν να μεταβάλλεται χρονικά μετά από κοινή συμφωνία και υπό την προϋπόθεση της μη μεταβολής της συνολικής περιόδου εκτέλεσης του αντικειμένου της σύμβασης. Αρκούσε, δηλαδή, η συμφωνία των συμβαλλομένων χωρίς να απαιτείται η διαδικασία της τροποποίησης εφόσον δεν θα μεταβαλλόταν η συνολική περίοδος εκτέλεσης του έργου. Αυτό ακριβώς έγινε με τη συμφωνία που καταγράφηκε στο Τεκμήριο 75 και αποτυπώθηκε, τόσο στο Τεκμήριο 85, όσο και στο Τεκμήριο 201.
Επιπροσθέτως, σε ανύποπτο χρόνο, και η ίδια η Ενάγουσα 1 ανέφερε ότι οι εργασίες ανακαίνισης του Σταθμού δεν θα εκτελούνταν κατά προτεραιότητα σε σύγκριση με τις υπόλοιπες κατασκευαστικές εργασίες. Συγκεκριμένα, στο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 26.07.2012 – Τεκμήριο 52, ο Μ.Ε.1 ανέφερε ότι οι εργασίες συντήρησης του Σταθμού θα ξεκινήσουν το πιθανότερο ταυτόχρονα μαζί με τις υπόλοιπες εργασίες.
Σε κάθε περίπτωση, οι Μ.Ε.1, 4 και 5 φάσκουν και αντιφάσκουν. Εφόσον θεωρούσαν ότι ήταν απαραίτητη η τροποποίηση των όρων του Τεκμηρίου 22 προκειμένου να εκδοθούν ξεχωριστές άδειες (πολεοδομική και οικοδομής) για τον Σταθμό και για να απαλειφθεί η υποχρέωση για κατά προτεραιότητα εκτέλεση εργασιών στον Σταθμό, τότε γιατί αποδέχτηκαν, χωρίς να προηγηθεί η εν λόγω τροποποίηση, να υποβάλουν ξεχωριστές αιτήσεις για χορήγηση πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής για τον Σταθμό;
Έρχομαι στην οικονομική πτυχή της απαίτησης των Εναγουσών.
Προτού προχωρήσω στην εξέταση των διαφόρων πτυχών της οικονομικής αξίωσης των Εναγουσών, σημειώνω ότι μαρτυρία επ’ αυτής προσφέρθηκε από τους Μ.Ε.4 – 6. Πέραν της μαρτυρίας των πιο πάνω προσώπων επί πραγματικών ζητημάτων, έχει τεθεί και μαρτυρία που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην ισχυριζόμενη απώλεια λόγω της άρνησης αλλαγής στο κυκλοφοριακό δίκτυο και στην ισχυριζόμενη ζημιά των διοικητικών εξόδων και κέρδους εργολάβου (overhead & profit).
Ανοίγω μία παρένθεση για να σημειώσω, ότι μαρτυρία η οποία απαιτεί ειδικές γνώσεις προσφέρθηκε και σε σχέση με την ισχυριζόμενη ζημιά που προκλήθηκε από την καθυστέρηση στην έκδοση των απαιτούμενων αδειών. Υπενθυμίζω, ότι το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στην υπό κρίση αγωγή. Από τη στιγμή που οι πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ακυρωτικού ελέγχου, δεν αποτελεί επίδικο θέμα το ενδεχόμενο επιδίκασης αποζημιώσεων σε σχέση με αυτές (άρθρο 146.6 του Συντάγματος και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου κ.α (2005) 1Α Α.Α.Δ 586).
Κλείνω την παρένθεση και επανέρχομαι στην υπόλοιπη εξειδικευμένη μαρτυρία των Μ.Ε.4 – 6.
Θεωρώ, ότι τα ακαδημαϊκά προσόντα των Μ.Ε.4 – 6, επιτρέπουν στους τελευταίους να καταθέσουν για τα εν λόγω ζητήματα ως εμπειρογνώμονες (Halil κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφ. 271/18, ημερ.15.03.2024). Επιπροσθέτως, η ικανότητα των Μ.Ε.4 - 6 να προσφέρουν μαρτυρία επί των πιο πάνω ζητημάτων δεν έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση.
Το καθήκον, τώρα, των εμπειρογνωμόνων και ο τρόπος προσέγγισης της μαρτυρίας τους απασχόλησε σε αρκετές περιπτώσεις τη νομολογία. Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιος Ευριπίδου κ.ά., (2015) 2Α Α.Α.Δ 140, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:
«Υπενθυμίζουμε ότι με βάση καλά εδραιωμένες νομολογιακές αρχές, η υποχρέωση ενός εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύσει το δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του ώστε να σχηματίσει ίδιαν ανεξάρτητη γνώμη [βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) ΑΑΔ 298]. Ο εμπειρογνώμονας μάρτυρας, δεν πρέπει επίσης να αρκείται στην παρουσίαση της άποψης του με γυμνές δηλώσεις οι οποίες δεν παρέχουν στο Δικαστήριο δυνατότητα ελέγχου της επιστημονικής άποψης του [βλ. Δημοκρατία ν. Ηροδότου Αγιώτου (2000) 1 ΑΑΔ 1020].»
Η αποτίμηση της εξειδικευμένης μαρτυρίας που παρουσιάστηκε από τους Μ.Ε.4 – 6, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι τελευταίοι δεν εκπλήρωσαν το προαναφερόμενο καθήκον τους. Αυτό, διότι επί της ουσίας περιορίστηκαν στην παράθεση αριθμών και ποσοστών, χωρίς την αναγκαία τεκμηρίωση, είτε με αναφορά σε επιστημονικά κριτήρια, είτε με παραπομπή σε συγκεκριμένες εμπειρικές γνώσεις που απέκτησαν. Οι απόψεις τους, απογυμνωμένες από τα πιο πάνω στοιχεία, στερούνται του απαραίτητου εκείνου υποβάθρου που θα επέτρεπε την αξιολόγηση της ορθότητάς τους από το Δικαστήριο. Ως εκ των ανωτέρω, τα επίμαχα συμπεράσματα των Μ.Ε.4 - 6 στερούνται αποδεικτικής αξίας.
Υπό το φως του πιο πάνω θεμελιακού προβλήματος της συγκεκριμένης πτυχής της μαρτυρίας των Μ.Ε.4 – 6, θα προχωρήσω πιο κάτω σε ειδικότερο σχολιασμό των επιμέρους πτυχών της οικονομικής απαίτησης των Εναγουσών.
· Έξοδα επανασχεδιασμού
Η υπό αναφορά απαίτηση απορρέει από πράξεις ή παραλείψεις του Εναγόμενου κατά τη διαδικασία έκδοσης των απαιτούμενων αδειών. Επισημαίνω, ότι και στις τρεις περιπτώσεις υποβολής τροποποιημένων σχεδίων, οι τροποποιήσεις αφορούσαν κατά κύριο λόγο απαιτήσεις των αρμοδίων αρχών. Οι εν λόγω απαιτήσεις κρίθηκαν απαραίτητες από την πολεοδομική αρχή στη διαδικασία χορήγησης της πολεοδομικής άδειας. Επομένως, αυτή η πτυχή της ζημιάς αποτελεί απόρροια πράξεων ή παραλείψεων του Εναγόμενου υπό την ιδιότητα της πολεοδομικής αρχής οι οποίες δεν προσβλήθηκαν και δεν ακυρώθηκαν από αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο (άρθρο 146.6 του Συντάγματος και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου κ.α ανωτέρω).
Δεν παραβλέπω, ότι αλλαγές στα υποβληθέντα σχέδια ζητήθηκαν και από τον Εναγόμενο υπό την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής. Αυτές οι αλλαγές αφορούσαν, για παράδειγμα, τη μετακίνηση των αποχωρητηρίων και τη δημιουργία χώρου έκδοσης εισιτηρίων. Παρατηρώ, ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν διαχώρισε το κόστος επανασχεδιασμού σε σχέση με τις τροποποιήσεις που ζητήθηκαν αφενός από τον Εναγόμενο ως αναθέτουσα αρχή και αφετέρου από τις αρμόδιες αρχές και τον Εναγόμενο ως πολεοδομική αρχή. Ελλείψει του πιο πάνω διαχωρισμού, είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το κόστος που αφορά αποκλειστικά τις αλλαγές που ζήτησε ο Εναγόμενος ως αναθέτουσα αρχή.
Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία επί της συγκεκριμένης αξίωσης παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες. Συγκεκριμένα, ο Μ.Ε.3, ο οποίος προσέφερε μαρτυρία εκ μέρους των μελετητών του έργου οι οποίοι ετοίμασαν όλα τα αρχιτεκτονικά σχέδια, ουδέν ανέφερε περί επιπρόσθετου κόστους ή χρόνου που δαπανήθηκε για την εκπόνηση των τροποποιημένων αρχιτεκτονικών σχεδίων. Ούτε και ισχυρίστηκε, ότι απαιτήθηκε από τις Ενάγουσες επιπρόσθετη αμοιβή για την εν λόγω εργασία.
Μαρτυρία για τα πιο πάνω προσφέρθηκε από τους Μ.Ε.5 και 6. Η μαρτυρία τους είναι εξ ακοής και η αποδεικτική ισχύς της θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 27 του Κεφ.9. Το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης καταδεικνύει, ότι οι Ενάγουσες μπορούσαν να προσκομίσουν την καλύτερη δυνατή μαρτυρία, ήτοι τη μαρτυρία του Μ.Ε.3, αλλά επέλεξαν να μην το πράξουν (άρθρο 27(1) και (3) του Κεφ.9). Το πλέον αρμόδιο πρόσωπο για να προσφέρει μαρτυρία αναφορικά με τον ισχυριζόμενο χρόνο των 1328 ανθρωποωρών για την ετοιμασία των τροποποιημένων σχεδίων και την επιπρόσθετη αμοιβή των μελετητών, ήταν ο Μ.Ε.3. Δεν δόθηκε οποιαδήποτε πειστική εξήγηση για το ότι ο Μ.Ε.3, αν και προσήλθε στο Δικαστήριο, εντούτοις δεν πρόσφερε μαρτυρία για τα προαναφερόμενα ζητήματα. Στη βάση των πιο πάνω, η εξήγηση ότι για την οικονομική πτυχή της απαίτησης παρουσιάστηκε μαρτυρία από τους Μ.Ε.5 και 6, δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, αποδεκτή. Επαναλαμβάνω, ότι από τη στιγμή που κατέθεσε ο Μ.Ε.3, ο κανόνας για την προσκόμιση της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας επέβαλλε όπως ο τελευταίος κατέθετε και επί του συγκεκριμένου ζητήματος.
Τα ίδια ισχύουν και για το Τεκμήριο 241 (επιστολή των μελετητών του έργου ημερομηνίας 07.12.2015) επί του οποίου στηρίχθηκε ο Μ.Ε.6. Επισημαίνω, ότι η επιστολή – Τεκμήριο 241 που κατατέθηκε από τον Μ.Ε.6 υπογράφεται από τον Μ.Ε.3.
· Οικονομική απώλεια λόγω άρνησης αλλαγής στο κυκλοφοριακό δίκτυο
Οι Ενάγουσες αξιώνουν κάτω από αυτή την πτυχή το ποσό των €2.245.413. Η ανάλυση της υπό αναφορά αξίωσης περιλαμβάνεται στη μαρτυρία του Μ.Ε.4. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, πρόκειται για μαρτυρία που απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις. Επαναλαμβάνω, ότι ο Μ.Ε.4 περιορίστηκε στη στεγνή παράθεση αριθμών και ποσοστών χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω επεξήγηση ή παράθεση κάποιας τεκμηριωμένης έρευνας που να υποστηρίζει, ότι θα προέκυπτε ζημιά από την άρνηση αλλαγής στο κυκλοφοριακό δίκτυο.
Πέραν των πιο πάνω, ο Μ.Ε.4 δεν παρέπεμψε σε οποιοδήποτε σημείο της προσφοράς της Ενάγουσας 1 από το οποίο να προκύπτει ότι η τελευταία υπέβαλε την προσφορά της έχοντας ως δεδομένη την αλλαγή του υφιστάμενου κυκλοφοριακού δικτύου. Συνεπώς, δεν υπάρχει μαρτυρία, ότι ο Εναγόμενος, αποδεχόμενος την προσφορά της Ενάγουσας 1, συμφώνησε ταυτόχρονα και στη διενέργεια αλλαγών στην κυκλοφοριακή διαχείριση.
Σε κάθε περίπτωση, σημειώνω ότι δεν συνιστούσε συμβατική υποχρέωση του Εναγόμενου η διενέργεια οποιωνδήποτε αλλαγών στην κυκλοφοριακή διαρρύθμιση της περιοχής που συνορεύει με το έργο. Ο σχεδιασμός του έργου και ο τρόπος πρόσβασης σε αυτό καταγράφηκαν στον όρο 4.1.2, με τίτλο «Χαρακτηριστικά απαιτήσεων/στόχων», του Τόμου Γ.1 του Τεκμηρίου 22. Στην υποπαράγραφο 18.7 του πιο πάνω όρου καταγράφεται ρητά, ότι ο επιτυχών προσφοροδότης θα πρέπει να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της κυκλοφοριακής μελέτης, ενώ στην υποπαράγραφο 19 αναφέρεται ότι δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε απόκλιση από τα πολεοδομικά δεδομένα. Στο δε παράρτημα Α του Τόμου Γ.1, περιλαμβάνεται το σχέδιο στο οποίο αποτυπώνεται η πρόσβαση προς τον επίδικο χώρο στάθμευσης.
Το ότι η κυκλοφοριακή διαρρύθμιση δεν μπορούσε να αποτελέσει ζήτημα διαβούλευσης ή διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον Εναγόμενο και την Ενάγουσα 1, αναφέρθηκε εξ αρχής από τον Εναγόμενο σε απάντηση αντίστοιχων αιτημάτων της Ενάγουσας 1. Σχετική είναι η επιστολή του Εναγόμενου ημερομηνίας 07.06.2012 – Τεκμήριο 185, η οποία στάλθηκε σε απάντηση της επιστολής της Ενάγουσας 1 ημερομηνίας 09.05.2012 – Τεκμήριο 49.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μου στη συγκεκριμένη πτυχή της απαίτησης των Εναγουσών επισημαίνω, ότι η μελέτη του ΤΕ.ΠΑ.Κ σε σχέση με την κυκλοφοριακή διαρρύθμιση για την οποία έγινε λόγος κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν αποτελούσε μέρος των εγγράφων του διαγωνισμού ως λανθασμένα ισχυρίστηκε ο Μ.Ε.4. Ως εκ τούτου, η πιο πάνω μελέτη δεν ήταν μέρος της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι διάδικοι (βλ. όρος 4.2.1 του Τόμου Α του Τεκμηρίου 22, στον οποίο απαριθμούνται τα έγγραφα που συνιστούν «Έγγραφα του Διαγωνισμού»).
Τέλος, ούτε και από τη μελέτη της PKF Accounts & Business Advisers (Τεκμήριο 191), προκύπτει ότι η τελευταία έλαβε υπόψη κατά τον έλεγχο της βιωσιμότητας του έργου αλλαγές στο κυκλοφοριακό δίκτυο, όπως αυτές που εισηγήθηκε η Ενάγουσα 1. Αντιθέτως, αυτό το οποίο συνάγεται είναι ότι λήφθηκαν υπόψη τα υφιστάμενα δεδομένα. Άλλωστε, και η Ενάγουσα 1 είναι στη βάση των υφιστάμενων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεδομένων που υπέβαλε την προσφορά της.
· Οικονομική κρίση – διοικητικά έξοδα και κέρδος εργολάβου (Overhead & Profit)
Οι Ενάγουσες διεκδικούν το ποσό των €3.315.830 στη βάση των υπολογισμών των Μ.Ε.4 και 5 ή, διαζευκτικά, το ποσό των €1.461.894,26 στη βάση των υπολογισμών του Μ.Ε.6. Και αυτή η πτυχή παρέμεινε ατεκμηρίωτη.
Καταρχάς, η μαρτυρία που παρουσιάστηκε από τις Ενάγουσες παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές και τεράστιες αποκλίσεις, ενδεικτικές της αβεβαιότητας των υπολογισμών των Εναγουσών σε σχέση με τη συγκεκριμένη πτυχή της απαίτησής τους.
Πιο συγκεκριμένα, από τη μία, οι Μ.Ε.4 και 5 ισχυρίστηκαν, επί της ουσίας, ότι το ποσοστό διοικητικών εξόδων και κόστους αντιστοιχεί με τον μέσο όρο μεικτού κέρδους στο οικοδομικό κόστος. Στη βάση δε του Τεκμηρίου 242, ήτοι της βεβαίωσης των ελεγκτών της Ενάγουσας 2 η οποία στηρίχθηκε στις οικονομικές καταστάσεις της τελευταίας για τα έτη 2008 – 2011, προσδιόρισαν το εν λόγω ποσοστό σε 34,80%.
Από την άλλη, ο Μ.Ε.6, δεν επικαλέστηκε τις οικονομικές καταστάσεις οποιωνδήποτε εκ των Εναγουσών για να υπολογίσει το ποσοστό των διοικητικών εξόδων και κέρδους. Περιορίστηκε να δηλώσει, ότι ο δικός του υπολογισμός είναι πιο συντηρητικός θεωρώντας ως λογικό ποσοστό το 15%.
Μια άλλη διαφορά έγκειται στο ότι ο Μ.Ε.6 στους δικούς του υπολογισμούς έλαβε υπόψη του το συνολικό κόστος του έργου (€10.148.000), σε αντίθεση με τους Μ.Ε.4 και 5, οι οποίοι στηρίχθηκαν στο καθαρό κόστος υλοποίησής του (€9.525.509).
Οι πιο πάνω ουσιώδεις αποκλίσεις μεταξύ των υπολογισμών των Μ.Ε.4 και 5 αφενός και του Μ.Ε.6 αφετέρου, δεν επεξηγήθηκαν. Οι Ενάγουσες περιορίστηκαν στο να θέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου δύο διαφορετικές εκδοχές, χωρίς να επεξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο μεταξύ τους παρουσιάζεται διάσταση πέραν του 50% στο υπολογισθέν ποσοστό διοικητικών εξόδων και κέρδους.
Εκτός της εμφανούς διάστασης των δύο εκδοχών, η κάθε μία εξ αυτών παρουσιάζει και εγγενείς αδυναμίες. Ξεκινώντας από τους Μ.Ε.4 και 5, παρατηρώ ότι δεν έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε τεκμηριωμένη επιστημονική άποψη η οποία να υποστηρίζει ότι το ποσοστό των διοικητικών εξόδων και κέρδους αντιστοιχεί με τον μέσο όρο μεικτού κέρδους στο οικοδομικό κόστος.
Ο δε Μ.Ε.6 υποστήριξε, ότι στην κάθε τιμή μονάδος περιλαμβάνονται και τα διοικητικά έξοδα και κέρδος του εκάστοτε εργολάβου. Δεν ήταν, όμως, σε θέση να προσδιορίσει στην προκείμενη περίπτωση ποιο ακριβώς είναι το κέρδος των Εναγουσών για την κάθε τιμή μονάδος. Εξού και περιορίστηκε να ισχυριστεί, ότι θεωρεί ως λογικό ποσοστό το 15%. Χωρίς, ωστόσο, και πάλι οποιαδήποτε τεκμηρίωση της συγκεκριμένης άποψης. Δεν παραβλέπω, ότι κατά την αντεξέτασή του δήλωσε, ότι κατέληξε στο εν λόγω ποσοστό λόγω της εμπειρίας του. Η δήλωσή του, ωστόσο, παρέμεινε μετέωρη, αφού δεν παρέθεσε παραδείγματα αντίστοιχων έργων τα οποία έλαβε υπόψη του για να καταλήξει στο συγκεκριμένο ποσοστό.
Δεν μου διαφεύγει, επίσης, ότι ο Μ.Ε.6 αναφέρθηκε και σε εναλλακτική μέθοδο υπολογισμού των διοικητικών εξόδων και κερδών, η οποία ανεβάζει το ποσό από €1.461.894,26, στη βάση της προαναφερόμενης μεθόδου την οποία και πρόκρινε, σε €3.328.000. Η εναλλακτική μέθοδος εφαρμόστηκε στη βάση του μέσου όρου του κόστους υλοποίησης του έργου, όπως αυτό προκύπτει από τις προσφορές των υπολοίπων, πλην της Ενάγουσας 1, προσφοροδοτών. Από το εν λόγω κόστος αφαίρεσε ένα ελάχιστο ποσοστό διοικητικών εξόδων και κέρδους των εν λόγω προσφοροδοτών το οποίο καθόρισε σε 7%. Η θέση του και πάλι παρέμεινε μετέωρη, αφού δεν επεξήγησε στη βάση ποιας μεθοδολογίας το ποσοστό διοικητικών εξόδων και κέρδους των υπολοίπων προσφοροδοτών περιορίστηκε σε 7%, σε αντίθεση με εκείνο της Ενάγουσας 1, το οποίο καθόρισε σε 15%. Σημειώνω, ότι η διαφορά στο εκτιμώμενο κόστος υλοποίησης του έργου μεταξύ Ενάγουσας 1 (€10.148.000) και υπολοίπων προσφοροδοτών (€7.333.333) δεν αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσοστών διοικητικών εξόδων και κέρδους (7% και 15% αντίστοιχα), η οποία είναι υπερδιπλάσια.
Εν πάση περιπτώσει, αυτή η πτυχή της απαίτησης των Εναγουσών είναι εκτεθειμένη σε απόρριψη καθώς από την προσκομισθείσα μαρτυρία απουσιάζει ένα βασικό προαπαιτούμενο για την εξέτασή της. Συγκεκριμένα, οι Ενάγουσες όφειλαν να αποδείξουν ότι κατά την επίδικη περίοδο υπήρχαν άλλα διαθέσιμα έργα σε σχέση με τα οποία, λόγω της καθυστέρησης στο επίμαχο έργο, απώλεσαν τη δυνατότητα να τα διεκδικήσουν καθώς το προσωπικό τους ήταν δεσμευμένο στην εκτέλεση του τελευταίου. Εναλλακτικά, όφειλαν να θέσουν μαρτυρία ότι ο κύκλος εργασιών τους περιορίστηκε λόγω ακριβώς της καθυστέρησης στην εκτέλεση του επίμαχου έργου. Στο σύγγραμμα “Keating On Building Contracts, 5th edition” υπό τον τίτλο “Overheads” στη σελ.211, καταγράφονται σχετικά τα ακόλουθα:
«…But for the delay, the workforce would have had the opportunity of being employed on another contract which would have had the effect of contributing to the overheads during the overrun period. There is some authority that a claim on this basis is sustainable. But it is suggested that, in order to succeed, a contractor has in principle to prove that there was other work available which, but for the delay, he would have secured but which in fact because of the delay he did not secure. He might do this by producing invitations to tender which he declined with evidence that the reason for declining was that the delay in question left him insufficient capacity to undertake other work. He might alternatively show from his accounts a drop in turnover and establish that this resulted from the particular delay rather than from extraneous causes. If loss of turnover resulting from delay is not established, the effect of the delay is only that receipt of the money is delayed. It is not lost.»
Η ίδια μαρτυρία απαιτείται και για την απόδειξη απώλειας κέρδους. Στο πιο πάνω σύγγραμμα, στη σελ.211, και υπό τον τίτλο “Loss of profit” διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Loss of profit. Contractor’s commonly claim a loss of profit arising out of the diminution in turnover, but it seems that to establish this claim he must show, as with overheads, that at the time of the delay he could have used the lost turnover profitably.»
Τέτοια μαρτυρία δεν εντοπίζεται στην παρούσα υπόθεση.
· Κίνητρα δημόσιων χώρων στάθμευσης
Οι Ενάγουσες, μέσω της μαρτυρίας του Μ.Ε.5, αξιώνουν το ποσό των €281.820 λόγω απώλειας των οικονομικών κινήτρων για τη δημιουργία χώρων στάθμευσης εξαιτίας πράξεων του Εναγόμενου. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι ο τελευταίος παραβίασε το άρθρο 4.3.4 του Τόμου Β.2 του Τεκμηρίου 22.
Καταρχάς, τέτοιο άρθρο δεν εντοπίζεται στον Τόμο Β.2 του Τεκμηρίου 22. Γενικότερα, στο Τεκμήριο 22 δεν υπάρχει οποιοσδήποτε όρος που να υποχρεώνει τον Εναγόμενο να παραχωρήσει τα εν λόγω οικονομικά κίνητρα. Άλλωστε, όπως προκύπτει από τα Τεκμήρια 94 και 243, η απόφαση για την παροχή των κινήτρων δεν ανήκε αποκλειστικά στον Εναγόμενο. Ο τελευταίος συμμετείχε ως μέλος στην τετραμελή Ειδική Τεχνική Επιτροπή, η οποία ήταν αρμόδια να αξιολογήσει την αίτηση για παροχή κινήτρων.
Επιπροσθέτως των πιο πάνω, από το Τεκμήριο 243 συνάγεται ότι ο σκοπός της παροχής κινήτρων ήταν η προσέλκυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για τη δημιουργία χώρων στάθμευσης σε ιδιωτικές περιουσίες. Παραπέμπω στην παράγραφο 9 του Τεκμηρίου 243, το οποίο προνοεί για την εγγραφή δικαιώματος επικαρπίας προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο τεμάχιο όπου θα λειτουργήσουν οι χώροι στάθμευσης. Διευκρινίζεται, περαιτέρω, στην παράγραφο 9.1, ότι η υπό ανάπτυξη ιδιοκτησία θα πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στο όνομα του ιδιοκτήτη/επενδυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, η πρωτοβουλία ανήκε στο δημόσιο, ήτοι σε αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως είναι ο Εναγόμενος, ο οποίος και προκήρυξε τον επίδικο διαγωνισμό. Το δε τεμάχιο στο οποίο θα κατασκευαζόταν το έργο δεν ανήκε στις Ενάγουσες, αλλά στην Κυπριακή Δημοκρατία με μισθωτή τον Εναγόμενο.
Κατά συνέπεια, δεν ευθύνεται ο Εναγόμενος για το γεγονός ότι η αίτηση δεν εξυπηρετούσε τον βασικό στόχο του σχεδίου που ήταν η προσέλκυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (βλ. Τεκμήριο 94 – απόφαση της αρμόδιας τεχνικής επιτροπής).
Σε κάθε περίπτωση, οι Ενάγουσες είχαν εξαρχής πληροφορηθεί ότι η αίτησή τους κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είχε θετική κατάληξη. Σχετική αναφορά περιλαμβάνεται στα πρακτικά συνάντησης που τηρήθηκαν από τις Ενάγουσες στις 28.11.2011 (βλ. Τεκμήριο 25, σελ.2). Σημειώνεται, ότι η εν λόγω πληροφόρηση δόθηκε πριν την υποβολή της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας. Ακολούθως, η Ενάγουσα 1 ενημερώθηκε εκ νέου ότι η επίμαχη ανάπτυξη δεν εμπίπτει στο σχέδιο κινήτρων, με την επιστολή του Εναγόμενου ημερομηνίας 26.11.2012 – Τεκμήριο 198.
· Κίνητρα διατηρητέας οικοδομής (Σταθμού)
Προς αποφυγή επαναλήψεων παραπέμπω σε όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω σε σχέση με τους ισχυρισμούς των Μ.Ε.4 – 6 για τον κατ’ ισχυρισμό επηρεασμό της βιωσιμότητας του έργου από το γεγονός ότι οι Ενάγουσες δεν δικαιούνταν των υπό αναφορά κινήτρων.
Επιπροσθέτως των πιο πάνω, θεωρώ ότι το όλο ζήτημα της επιχορήγησης και των κινήτρων τίθεται ως εκ του μη όντος. Αυτό, διότι αφενός ο Σταθμός δεν αποτελεί διατηρητέα οικοδομή και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τίθεται προς εξέταση ζήτημα επιχορήγησης ή κινήτρων για διατηρητέες οικοδομές. Αφετέρου, δεν υπάρχει ενώπιον μου θετική μαρτυρία ως προς το κόστος συντήρησης του Σταθμού, είτε ως διατηρητέας οικοδομής, είτε ως κανονικής - συμβατικής οικοδομής. Κατά συνέπεια, παραμένει άγνωστη και η όποια τυχόν ζημιά των Εναγουσών.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους ουδεμία βαρύτητα μπορεί να δοθεί στη μαρτυρία των Μ.Ε.1, 4, 5 και 6.
Προχωρώ στη μαρτυρία του Μ.Ε.3 η οποία περιστράφηκε στις ενέργειες που έγιναν από τους μελετητές του έργου. Πιο συγκεκριμένα, ο Μ.Ε.3 αναφέρθηκε στις υποβολές των αρχικών και των τροποποιημένων αρχιτεκτονικών σχεδίων, την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας και ακολούθως άδειας οικοδομής. Επίσης, αναφέρθηκε στο ζήτημα που προέκυψε με τον Σταθμό και ειδικότερα τον διαχωρισμό του από το έργο.
Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.3 αφορά αδιαμφισβήτητα γεγονότα. Ο χρόνος καταχώρισης της αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας, η ανάγκη καταχώρισης τροποποιημένων σχεδίων, η έκδοση της πολεοδομικής άδειας με εξαίρεση τον Σταθμό, ο διαχωρισμός του Σταθμού και της αδειοδότησής του από το υπόλοιπο έργο, καθώς και η έκδοση άδειας οικοδομής του έργου αποτελούν κοινό έδαφος.
Οι ισχυρισμοί του Μ.Ε.3 ως προς την ορθότητα των διαβουλεύσεων με τις αρμόδιες αρχές στο στάδιο έκδοσης της πολεοδομικής άδειας, καθώς και οι ισχυρισμοί του ως προς την ορθότητα των σχεδίων που κατά καιρούς υποβλήθηκαν από τους μελετητές του έργου, εκφεύγουν των επιδίκων ζητημάτων της παρούσας αγωγής και ως εκ τούτου δεν θα αποτελέσουν αντικείμενο αξιολόγησης. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές και η αναγκαιότητα υποβολής τροποποιημένων σχεδίων κατόπιν των εν λόγω διαβουλεύσεων, αφορούν ενέργειες του Εναγόμενου υπό την ιδιότητα της πολεοδομικής αρχής οι οποίες δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.
Περιορίζομαι, ωστόσο, να επισημάνω τη δήλωση του Μ.Ε.3 κατά την αντεξέτασή του, ότι ο ίδιος χρόνος που δαπανήθηκε για τις διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές στο στάδιο της πολεοδομικής άδειας θα χρειαζόταν στο στάδιο της έκδοσης της οικοδομικής άδειας.
Για τους λόγους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν μπορεί να εξεταστεί και η θέση του Μ.Ε.3 περί λανθασμένης απαίτησης του Εναγόμενου για την αναδιάταξη των υποστυλωμάτων ούτως ώστε να τηρηθούν και στα σημεία των υποστυλωμάτων οι καθαρές διαστάσεις 2,5μ. x 5μ. των χώρων στάθμευσης. Η συγκεκριμένη απαίτηση δεν προήλθε από τον Εναγόμενο υπό την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής, αλλά υπό την ιδιότητα της πολεοδομικής αρχής (Τεκμήρια 79 και 236). Τούτο είναι αποδεκτό και από τον Μ.Ε.2, ο οποίος στην έκθεσή του – Τεκμήριο 114, προσδιόρισε ότι η εν λόγω απαίτηση προήλθε από τον Εναγόμενο υπό την ιδιότητά του ως πολεοδομική αρχή (βλ. ενδεικτικά σημ. 46, σελ. 45 του Τεκμηρίου 114).
Σε κάθε περίπτωση, η Ενάγουσα 1 δεν διαμαρτυρήθηκε κατά τον ουσιώδη χρόνο για την εν λόγω απαίτηση του Εναγόμενου, ούτε και υποστήριξε ότι αυτή η απαίτηση ήταν λανθασμένη διότι δεν εφαρμοζόταν στο επίδικο έργο η εντολή υπ’ αριθμό 3/2011 του Υπουργού Εσωτερικών. Το μοναδικό ζήτημα που εγέρθηκε από την Ενάγουσα 1, ήταν ότι η διαρρύθμιση των χώρων στάθμευσης στις περιοχές των υποστυλωμάτων θα γινόταν με τα σχέδια που θα υποβάλλονταν στο πλαίσιο της άδειας οικοδομής και όχι στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης της πολεοδομικής άδειας (Τεκμήριο 80).
Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία του Μ.Ε.3, με εξαίρεση τα γεγονότα που αποτελούν κοινό έδαφος, κρίνεται ως μη αποδεκτή ενόψει του ότι εκφεύγει των επίδικων ζητημάτων.
Προχωρώ στην αξιολόγηση των Μ.Ε.2 και Μ.Υ.1. Θα αναφερθώ από κοινού στους εν λόγω μάρτυρες, καθώς η μαρτυρία τους περιστράφηκε γύρω από τις πράξεις και παραλείψεις του Εναγόμενου ως πολεοδομική αρχή. Συγκεκριμένα, οι εκθέσεις που ετοίμασε ο Μ.Ε.2 (Τεκμήρια 114 και 136) αφορούν το ζήτημα της ευθύνης στην έκδοση των απαιτούμενων αδειών του έργου και ειδικότερα στο ζήτημα της ορθότητας της απαίτησης του Εναγόμενου για διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές στο στάδιο χορήγησης πολεοδομικής άδειας. Επί του ιδίου ζητήματος επικεντρώθηκε και η μαρτυρία του Μ.Υ.1, ο οποίος, αφού διευκρίνισε ότι η μαρτυρία του δίδεται υπό την ιδιότητα του προϊσταμένου του τεχνικού τμήματος του Εναγόμενου ενεργώντας υπό την ιδιότητα της πολεοδομικής αρχής (παράγραφος 1 Εγγράφου Η), υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης του Εναγόμενου για διενέργεια διαβουλεύσεων με τις αρμόδιες αρχές κατά την μελέτη της αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την ορθότητα ή μη των πράξεων ή παραλείψεων του Εναγόμενου ενεργώντας υπό την ιδιότητα της πολεοδομικής αρχής. Συνεπώς, η μαρτυρία των Μ.Ε.2 και Μ.Υ.1 κρίνεται ως μη αποδεκτή καθώς εκφεύγει των επιδίκων ζητημάτων της παρούσας αγωγής.
Έρχομαι στη μαρτυρία του Μ.Υ.2.
Έχω προσεγγίσει τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 με τη δέουσα προσοχή έχοντας κατά νου ότι ο τελευταίος κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ο συντονιστής του έργου εκ μέρους του Εναγόμενου, ενώ πλέον είναι ο Δημοτικός Γραμματέας. Πρόκειται, επομένως, για πρόσωπο που κατά τον επίδικο χρόνο είχε άμεση εμπλοκή στα γεγονότα της υπόθεσης, αλλά και για πρόσωπο το οποίο ως εκ της τωρινής θέσης του είναι ταγμένο στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Εναγόμενου.
Η συνολική αποτίμηση της μαρτυρίας του Μ.Υ.2 και η ζωντανή εικόνα του στο εδώλιο του μάρτυρα δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ως προς την αντικειμενικότητά του. Οι απαντήσεις του υπήρξαν άμεσες, πηγαίες και σε αρμονία με τα κατατεθειμένα Τεκμήρια. Θεωρώ, ότι το Δικαστήριο μπορεί να στηριχθεί στη μαρτυρία του.
Η αντικειμενικότητα του μάρτυρα διαφαίνεται και μέσα από τα πιο κάτω γεγονότα. Ο Μ.Υ.2 παραδέχθηκε ότι ορισμένες εκ των τροποποιήσεων που επήλθαν στα αρχιτεκτονικά σχέδια των μελετητών του έργου ήταν αποτέλεσμα απαιτήσεων του Εναγόμενου ως εργοδότη, δηλαδή ως αναθέτουσας αρχής. Συγκεκριμένα, ο Μ.Υ.2 ανέφερε ότι η μετακίνηση των αποχωρητηρίων, η συμπερίληψη του περιπτέρου στο συνολικό εμβαδόν των 190 τ.μ. του ισόγειου χώρου καταστημάτων – περιπτέρου και η δημιουργία χώρου έκδοσης εισιτηρίων και ενσωμάτωσης του τελευταίου στο κτίριο των αποχωρητηρίων, ήταν αλλαγές που ζητήθηκαν από τον Εναγόμενο σε σχέση με τις οποίες υπήρξε συνεννόηση με την Ενάγουσα 1. Επίσης, ο Μ.Υ.2 δήλωσε, χωρίς περιστροφές, ότι ο χαρακτηρισμός του Σταθμού στα έγγραφα του διαγωνισμού ως διατηρητέου κτιρίου ήταν λάθος του Εναγόμενου.
Οι εξηγήσεις που δόθηκαν από τον Μ.Υ.2 σε σχέση με τα προαναφερόμενα ζητήματα και ειδικότερα τις επιπτώσεις των τελευταίων στην πρόκληση καθυστέρησης και τον επηρεασμό της βιωσιμότητας του έργου κρίνονται ως καθόλα λογικές και πειστικές.
Ξεκινώ από τις απαιτήσεις του Εναγόμενου για τροποποίηση των υποβληθέντων σχεδίων. Η μετακίνηση του χώρου των αποχωρητηρίων, καθώς και η δημιουργία και ενσωμάτωση του χώρου έκδοσης εισιτηρίων στο κτίριο των αποχωρητηρίων αποτελούν επουσιώδεις αλλαγές. Ειδικότερα, η δημιουργία χώρου έκδοσης εισιτηρίων, η οποία δεν προβλεπόταν στα έγγραφα του διαγωνισμού, δεν ήταν ικανή να προκαλέσει οποιαδήποτε ουσιαστική καθυστέρηση ή χρηματική επιβάρυνση του έργου. Όπως ανέφερε ο Μ.Υ.2, χωρίς να αμφισβητηθεί η μαρτυρία του, το εμβαδόν του εν λόγω χώρου θα ήταν περί τα 12 τ.μ. και θα χωροθετούνταν στο ίδιο κέλυφος του κτιρίου των αποχωρητηρίων. Σημειώνεται, ότι δεν υπήρξε οποιοδήποτε παράπονο ή διαμαρτυρία εκ μέρους της Ενάγουσας 1 σε σχέση με τα πιο πάνω.
Όσον αφορά τη συμπερίληψη του περιπτέρου στο συνολικό εμβαδόν των 190 τ.μ. του ισογείου χώρου καταστημάτων – περιπτέρου, σημειώνω ότι ήταν προς όφελος ουσιαστικά της Ενάγουσας 1 καθώς ο αρχικός σχεδιασμός της αφορούσε δημιουργία χώρου συνολικού εμβαδού 220 τ.μ. Επομένως, ο ισόγειος χώρος καταστημάτων – περιπτέρου από 220 τ.μ. περιορίστηκε σε 190 τ.μ. μειώνοντας έτσι κατ’ ανάλογο τρόπο το κατασκευαστικό κόστος της Ενάγουσας 1.
Ως προς τον Σταθμό, ο Μ.Υ.2 δεν δίστασε να πει ότι ήταν «ουσιώδες λάθος» ο χαρακτηρισμός του ως διατηρητέας οικοδομής. Από εκεί και πέρα, οι δηλώσεις του ότι ο πιο πάνω λανθασμένος χαρακτηρισμός δεν ανέτρεπε τον σκοπό της επίμαχης σύμβασης και δεν επέφερε οποιαδήποτε ανατροπή ή καθυστέρηση στην εκτέλεση του έργου, συνάδουν με τα γεγονότα της υπόθεσης. Συγκεκριμένα, στη βάση της μη αμφισβητηθείσας μαρτυρίας του Μ.Υ.2, η οποία επιβεβαιώνεται, μεταξύ άλλων, από τα Τεκμήρια 75 και 201 καθώς και από τον Μ.Ε.3, η διαδικασία αδειοδότησης του Σταθμού διαχωρίστηκε από τον χώρο στάθμευσης. Περαιτέρω, οι κατασκευαστικές εργασίες σε σχέση με τον τελευταίο θα μπορούσαν να προηγηθούν των εργασιών που αφορούσαν τον Σταθμό.
Αναφορικά με την ανάγκη κατασκευής νέου υποσταθμού της Α.Η.Κ, η δήλωση του Μ.Υ.2, ότι αυτή προέκυψε κατόπιν απαίτησης της Α.Η.Κ και όχι του Εναγόμενου, δεν αμφισβητήθηκε. Η θέση που προβλήθηκε κατά την αντεξέτασή του, ότι ως εκ της προαναφερόμενης απαίτησης αυξήθηκε το κόστος του έργου, πράγμα το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από τον Εναγόμενο για ανάλογη παράταση, παρέμεινε μετέωρη. Σημειώνεται, ότι δεν τέθηκε στον Μ.Υ.2, ούτε και παρουσιάστηκε μαρτυρία εκ μέρους των Εναγουσών, αναφορικά με το κόστος που θα προκαλούνταν από την κατασκευή του νέου υποσταθμού της Α.Η.Κ. Συνεπώς, δεν υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου εκείνα τα δεδομένα που θα επέτρεπαν την εξέταση και αξιολόγηση της όποιας επίδρασης θα μπορούσε να έχει στη συνολική χρηματοδότηση του έργου απαίτηση για δημιουργία νέου υποσταθμού.
Ως απολύτως λογικές κρίνονται και οι δηλώσεις του Μ.Υ.2 για τον λόγο σε σχέση με τον οποίο δεν δόθηκαν οδηγίες προς την Ενάγουσα 1 για έναρξη κατασκευαστικών εργασιών. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι δεν υπήρχε σκοπιμότητα στο να δοθούν τέτοιες οδηγίες ενόψει της δεδηλωμένης αδυναμίας της Ενάγουσας 1 να εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την έναρξη των κατασκευαστικών εργασιών. Οι πιο πάνω δηλώσεις του Μ.Υ.2 επιβεβαιώνονται και από τα Τεκμήρια 103, 113, 119 και 209. Μάλιστα, τα Τεκμήρια 103, 113 και 119 προέρχονται από την ίδια την Ενάγουσα 1 και σε αυτά, επί της ουσίας, δηλώνει ότι δεν είχε ακόμη εξεύρει χρηματοδότηση ή επενδυτή για την υλοποίηση του έργου.
Ούτε και η διασύνδεση που επιχειρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο των Εναγουσών με την έκδοση των αδειών του Σταθμού ανατρέπει την προαναφερόμενη μαρτυρία του Μ.Υ.2, αφού όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η Ενάγουσα 1 ήταν ενήμερη για τον διαχωρισμό της αδειοδότησης και των κατασκευαστικών εργασιών του έργου από αυτά του Σταθμού.
Όσον αφορά τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 για τη δυνατότητα κατάπτωσης της εγγυητικής σε χρόνο προγενέστερο του τερματισμού της επίδικης συμφωνίας, αυτή δεν γίνεται αποδεκτή. Αυτό, διότι ο Μ.Υ.2 επιχείρησε ερμηνεία των όρων που περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 22. Η ερμηνεία όρων του Τεκμηρίου 22, ως νομικό ζήτημα, εναπόκειται στο Δικαστήριο.
Επίσης, δεν αποδέχομαι το μέρος της μαρτυρίας του σύμφωνα με το οποίο οι ζημιές που υπέστη ο Εναγόμενος κατά τον χρόνο κατάπτωσης της εγγυητικής υπερκάλυπταν το ποσό της τελευταίας. Η δήλωση του μάρτυρα ήταν γενική. Άλλωστε, όπως δήλωσε κατ’ επανάληψη στη μαρτυρία του, για την οικονομική πτυχή της απαίτησης του Εναγόμενου δεν θα έδιδε ο ίδιος μαρτυρία.
Με εξαίρεση τα δύο προαναφερόμενα ζητήματα, η μαρτυρία του Μ.Υ.2 κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη.
Η μαρτυρία της Μ.Υ.3 αφορούσε τις πληρωμές που διενεργήθηκαν από τον Εναγόμενο προς τρίτα πρόσωπα και σχετίζονταν με το έργο, τα διοικητικά έξοδα που υπέστη ο Εναγόμενος λόγω της απασχόλησης συγκεκριμένων λειτουργών του με το έργο και τα έσοδα από την λειτουργία του χώρου στάθμευσης μετά την εγκατάσταση συστήματος ηλεκτρονικής διαχείρισης και πιο συγκεκριμένα για την περίοδο των ετών 2021 – Οκτώβριος 2024.
Η μαρτυρία της αναφορικά με τις πληρωμές που διενεργήθηκαν προς τρίτα πρόσωπα παρέμεινε επί της ουσίας αναντίλεκτη. Πέραν τούτου, όσα ισχυρίστηκε η Μ.Υ.3, υποστηρίζονται από τα Τεκμήρια που παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου (Τεκμήρια 192, 193, 247 - 249).
Σε σχέση με τις εισπράξεις από τον χώρο στάθμευσης, η μάρτυρας επεξήγησε ότι αυτές αποτυπώνονται στο Τεκμήριο 249 το οποίο ετοίμασε η ίδια στηριζόμενη στο λογισμικό και λογιστικό σύστημα του Εναγόμενου. Στο πιο πάνω σύστημα περιλαμβάνεται το σύνολο των εισπράξεων από όλους τους χώρους στάθμευσης που λειτουργεί ο Εναγόμενος.
Κατά την αντεξέτασή της επιχειρήθηκε να αμφισβητηθεί η ορθότητα του Τεκμηρίου 249 επί του ότι δεν παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο το σύνολο των εισπράξεων όπως αυτές καταγράφονται στο λογισμικό και λογιστικό σύστημα του Εναγόμενου. Η μάρτυρας παρέμεινε σταθερή στη θέση της, ότι απομόνωσε τις εισπράξεις του επίμαχου χώρου στάθμευσης τις οποίες η ίδια μετέφερε στο Τεκμήριο 249. Επιπροσθέτως, επεξήγησε, χωρίς να αμφισβητηθεί επί τούτου, ότι προχώρησε στη συγκεκριμένη εργασία για καθαρά πρακτικούς λόγους καθώς το σύνολο των εισπράξεων από όλους τους χώρους στάθμευσης θα καταλάμβανε περί τις 100 – 200 σελίδες. Θεωρώ αρκούντως πειστική και λογική την εξήγηση που παρέθεσε η Μ.Υ.3. Σημειώνω, άλλωστε, ότι πέραν της γενικής θέσης ότι οι εισπράξεις του Εναγόμενου από τη λειτουργία του χώρου στάθμευσης είναι μεγαλύτερες από αυτές που παρουσιάζονται στο Τεκμήριο 249, δεν τέθηκε στη μαρτυρία οτιδήποτε απτό το οποίο να είναι ικανό να κλονίσει την αξιοπιστία της.
Από τη μαρτυρία της Μ.Υ.3 δεν μπορώ να αποδεχθώ τους ισχυρισμούς της που αφορούν το διοικητικό κόστος του Εναγόμενου. Η συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας της αφορά το ισχυριζόμενο κόστος που επωμίστηκε ο Εναγόμενος από τις εργατοώρες που αναλώθηκαν από συγκεκριμένους λειτουργούς του στο πλαίσιο διαχείρισης του έργου. Η μαρτυρία της επί του πιο πάνω ζητήματος χαρακτηρίζεται από γενικότητα. Τα όσα ανέφερε σε σχέση με τον χρόνο που αναλώθηκε από συγκεκριμένους λειτουργούς του Εναγόμενου αποτελούν υποθετικά σενάρια. Όπως παραδέχθηκε κατά την αντεξέτασή της, ο Εναγόμενος δεν εφαρμόζει τη διαδικασία της χρονοχρέωσης, ούτε και τηρήθηκαν οποιαδήποτε αρχεία στα οποία να καταγράφονται οι ώρες που αναλώθηκαν από τον κάθε συγκεκριμένο λειτουργό.
Περαιτέρω, η μαρτυρία της Μ.Υ.3 δεν καταδεικνύει την πρόκληση ζημιάς στον Εναγόμενο. Αυτό, διότι, όπως η ίδια δήλωσε οι μισθοί των λειτουργών του Εναγόμενου είναι σταθεροί και δεν πληρώνονται αναλόγως της ενασχόλησής τους με κάποια συγκεκριμένη υπόθεση. Επιπροσθέτως, δήλωσε, ότι μόνο οι υπερωρίες καταγράφονται σε ειδικό έντυπο και υπολογίζονται ξεχωριστά. Επισημαίνω, ότι δεν προβλήθηκε ισχυρισμός ότι το διεκδικούμενο διοικητικό κόστος αφορά υπερωριακή απασχόληση των λειτουργών του Εναγόμενου για το συγκεκριμένο έργο.
Ως εκ των ανωτέρω, η μαρτυρία της Μ.Υ.3, με εξαίρεση την πτυχή που αφορά στο διοικητικό κόστος του Εναγόμενου, κρίνεται ως αποδεκτή και αξιόπιστη.
Η μαρτυρία του Μ.Υ.4 αποσκοπούσε στην απόδειξη της ανταπαίτησης. Ο τελευταίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας και παρουσίασε σχετική μελέτη υπολογισμού των απαιτήσεων του Εναγόμενου – Τεκμήριο 213.
Παρά το ότι ο Μ.Υ.4, μέσω της προαναφερόμενης μελέτης του, επεξήγησε τη μεθοδολογία που εφάρμοσε, εντούτοις θεωρώ ότι δεν μπορεί να αποδοθεί βαρύτητα σε αυτήν για τους λόγους που θα επιχειρήσω να εξηγήσω πιο κάτω.
Οι βασικές αξιώσεις του Εναγόμενου αφορούν αφενός την απώλεια του έργου, ως ενός περιουσιακού στοιχείου βασικής υποδομής, και αφετέρου την απώλεια των καθαρών μελλοντικών εσόδων και ροών από την εκμετάλλευση του έργου. Οι ισχυριζόμενες ζημιές που υπέστη ο Εναγόμενος υπολογίστηκαν από τον Μ.Υ.4 σε €7.945.448 για την απώλεια του έργου και σε €20.811.778 για τα μελλοντικά έσοδα.
Για τον υπολογισμό της ζημιάς του Εναγόμενου από την απώλεια του έργου, ο Μ.Υ.4 έλαβε υπόψη του το κόστος κατασκευής του έργου, όπως αυτό αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 22, αλλά και τις αποσβέσεις, δηλαδή τη μείωση της αξίας του από τη φθορά που θα επερχόταν στο έργο λόγω του χρόνου και της χρήσης. Σε σχέση με τις αποσβέσεις χρησιμοποίησε τη μέθοδο της σταθερής αποσβέσεως. Σύμφωνα με την πιο πάνω μέθοδο, ο συντελεστής αποσβέσεως είναι σταθερός κάθε χρόνο και ο υπολογισμός με βάση τον συντελεστή γίνεται πάντοτε από την αρχική αξία του περιουσιακού στοιχείου. Ο δε συντελεστής απόσβεσης καθορίζεται στη βάση της ωφέλιμης οικονομικής ζωής του έργου, την οποία καθόρισε στα 33 έτη. Επομένως, υπολόγισε την ετήσια απόσβεση σε ποσοστό 3%.
Περαιτέρω, προχώρησε σε αναπροσαρμογή του κόστους κατασκευής στη βάση του δείκτη αναπροσαρμογής λόγω πληθωρισμού που χρησιμοποιεί το Τμήμα Φορολογίας. Στη βάση των πιο πάνω, κατέληξε στο ποσό των €7.945.448, το οποίο αποτελεί το αναπροσαρμοσμένο κόστος κατασκευής του έργου μετά τις αποσβέσεις.
Η πιο πάνω άσκηση στηρίχθηκε, σύμφωνα με τον Μ.Υ.4, σε λογιστικές πρακτικές και σε διεθνή λογιστικά πρότυπα. Παρατηρώ, ότι αυτά τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και πρακτικές δεν τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να ελέγξει, ούτε την ορθότητα της επιλογής της συγκεκριμένης μεθοδολογίας που εφάρμοσε ο Μ.Υ.4, αλλά ούτε και την ορθότητα των υπολογισμών του και να καταλήξει με ασφάλεια στα δικά του συμπεράσματα.
Ένα ενδεικτικό παράδειγμα της αδυναμίας του Δικαστηρίου, στη βάση της δοθείσας μαρτυρίας, να ελέγξει την ορθότητα της μεθοδολογίας και των υπολογισμών του Μ.Υ.4, είναι ο συντελεστής απόσβεσης και η ωφέλιμη οικονομική ζωή του έργου. Σημειώνεται, ότι τα πιο πάνω στοιχεία αποτέλεσαν βασική παράμετρο της μεθοδολογίας και των υπολογισμών που εφάρμοσε ο τελευταίος.
Συγκεκριμένα, ο Μ.Υ.4 υποστήριξε, ότι στη βάση των ισχυουσών λογιστικών πρακτικών και διεθνών λογιστικών προτύπων τα στοιχεία πάγιου ενεργητικού που αποτελούνται από κτίρια και άλλες παρόμοιες υποδομές έχουν κατά μέσο όρο ωφέλιμη οικονομική ζωή 33 χρόνια. Στη βάση αυτού του δεδομένου υπολόγισε και τον συντελεστή απόσβεσης. Δεν παρέθεσε, όμως, είτε στο Τεκμήριο 213, είτε στη διά ζώσης μαρτυρία του, οποιοδήποτε επιστημονικό σύγγραμμα ή κάποια διαδεδομένη κοινή πρακτική που να υποστηρίζει ότι η ωφέλιμη οικονομική ζωή όλων ανεξαιρέτως των κτιρίων ανέρχεται σε 33 χρόνια.
Πέραν του ότι η υπό αναφορά άποψη του Μ.Υ.4 δεν υποστηρίζεται από το απαραίτητο υπόβαθρο, θεωρώ ότι αφ’ εαυτής είναι διατυπωμένη με γενικότητα. Αυτό, διότι, ως η κοινή πείρα και λογική υπαγορεύει, η φθορά ενός κτιρίου διαφέρει αναλόγως της χρήσης και της ιδιότητάς του. Δεν είναι, για παράδειγμα, ίδια η χρήση και κατ’ επέκταση η φθορά μίας ιδιωτικής κατοικίας ή γραφείου και ενός δημόσιου κτιρίου (π.χ. σχολείο, νοσοκομείο, δικαστικό μέγαρο κλπ) ανοικτού προς το ευρύ κοινό. Η φθορά από τη χρήση του ενός και του άλλου σαφέστατα διαφέρει. Πόσω μάλλον, στην προκείμενη περίπτωση όπου το έργο αφορά ανάπτυξη πολυώροφου χώρου στάθμευσης δημόσιας χρήσης και εμπορικών καταστημάτων.
Έρχομαι στην απαίτηση του Εναγόμενου για το ποσό των €20.811.778 ως απώλεια μελλοντικών εσόδων. Θεωρώ ότι και αυτή παρέμεινε χωρίς υπόβαθρο.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η ωφέλιμη οικονομική ζωή του έργου αποτέλεσε βασική παράμετρο των υπολογισμών του Μ.Υ.4. Συγκεκριμένα, ο Μ.Υ.4 υπολόγισε την υπό αναφορά ζημιά στη βάση των 33 ετών της ωφέλιμης οικονομικής ζωής του έργου. Επομένως, θεώρησε ότι ο Εναγόμενος θα είχε απώλειες εσόδων από το έτος 2026, χρονολογία παράδοσης του έργου, μέχρι το έτος 2047, ημερομηνία συμπλήρωσης των 33 ετών της ωφέλιμης οικονομικής ζωής του.
Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν πιο πάνω, η άποψη ότι τα ακίνητα, ανεξαρτήτως είδους και χρήσης, έχουν ωφέλιμη οικονομική ζωή 33 χρόνια δεν τεκμηριώθηκε.
Προχωρώ στην εξέταση της απαίτησης για επιβολή ρητρών καθυστέρησης. Η συγκεκριμένη απαίτηση στηρίζεται στο άρθρο 7 του Τόμου Β.1 του Τεκμηρίου 22. Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου μαρτυρία, ότι ο Εναγόμενος εφάρμοσε τον πιο πάνω όρο επιβάλλοντας ρήτρες καθυστέρησης στην Ενάγουσα 1. Πρόκειται, προφανώς, για εκ των υστέρων σκέψη του Εναγόμενου στην προσπάθεια τεκμηρίωσης της ανταπαίτησής του.
Δεν μπορεί, επίσης, να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία του Μ.Υ.4, σε σχέση με το διοικητικό κόστος που επωμίστηκε ο Εναγόμενος. Ο Μ.Υ.4 στηρίχθηκε στις πληροφορίες που του δόθηκαν από τον Εναγόμενο και ειδικότερα από την Μ.Υ.3 η οποία και προσέφερε μαρτυρία επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Πρόκειται, επομένως, για εξ ακοής μαρτυρία. Κρίνω, ότι δεν μπορεί να δοθεί βαρύτητα στην εξ ακοής μαρτυρία του Μ.Υ.4, αφ’ ης στιγμής δεν έγινε αποδεκτή η συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας του προσώπου που προέβη στην αρχική δήλωση, ήτοι της Μ.Υ.3.
Κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και η θέση του Μ.Υ.4 ότι υπήρξε επιπρόσθετο έμμεσο διοικητικό κόστος ύψους €20 για κάθε εργατοώρα που αναλώθηκε στο πλαίσιο διαχείρισης του έργου από λειτουργούς του Εναγόμενου. Πέραν του ότι η συγκεκριμένη θέση του Μ.Υ.4 είναι καθαρά θεωρητική, αυτή, έχει ως βάση της τη μη αποδεκτή μαρτυρία της Μ.Υ.3.
Στη βάση των όσων λέχθηκαν πιο πάνω, η μαρτυρία του Μ.Υ.4 κρίνεται ως μη αποδεκτή.
Ευρήματα
Όλα τα γεγονότα τα οποία έχουν καταγραφεί στο κεφάλαιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ως κοινώς αποδεκτά καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου και δεν χρειάζεται να καταγραφούν εκ νέου. Επιπροσθέτως των πιο πάνω, αποτελούν ευρήματά μου και τα ακόλουθα γεγονότα:
Το ακίνητο εντός του οποίου θα κατασκευαζόταν ο χώρος στάθμευσης και τα εμπορικά καταστήματα, καθώς και το κτίριο του Σταθμού, ανήκουν στη Δημοκρατία η οποία παραχώρησε τη χρήση και διαχείρισή τους στον Εναγόμενο.
Το έργο θα αποτελούσε σύμπραξη του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα. Η συμφωνία που υπογράφηκε ανάμεσα στον Εναγόμενο και την Ενάγουσα 1 είναι σύμβαση παραχώρησης, δυνάμει της οποίας παραχωρήθηκε στην Ενάγουσα 1 το δικαίωμα υλοποίησης και διαχείρισης του έργου για το συμφωνημένο χρονικό πλαίσιο των 14,7 ετών.
Η Ενάγουσα 1 δεν θα εισέπραττε οποιαδήποτε αμοιβή από τον Εναγόμενο για την κατασκευή του έργου. Το αντάλλαγμά της συνίστατο στο δικαίωμα εκμετάλλευσης – διαχείρισης του έργου, δηλαδή της είσπραξης καθ’ όλη τη χρονική διάρκεια της σύμβασης των τελών και ενοικίων από τους χώρους στάθμευσης και τα καταστήματα. Με το πέρας της σύμβασης, η Ενάγουσα 1 όφειλε να παραδώσει το έργο στον Εναγόμενο.
Ανάμεσα στις υποχρεώσεις της Ενάγουσας 1 ήταν και η ετοιμασία των σχετικών μελετών και σχεδίων, προκειμένου να εξασφαλιστούν η πολεοδομική και οικοδομική άδεια του έργου.
Στο στάδιο εξέτασης της αίτησης για χορήγηση πολεοδομικής άδειας, οι αρμόδιες αρχές δεν συγκατατέθηκαν στη χορήγησή της. Κατόπιν διαβουλεύσεων των μελετητών του έργου με τις αρμόδιες αρχές προέκυψε η ανάγκη καταχώρησης τροποποιημένων σχεδίων.
Παράλληλα, υπήρξαν και απαιτήσεις του Εναγόμενου, υπό την ιδιότητα της αναθέτουσας αρχής, για τροποποίηση των υποβληθέντων σχεδίων. Οι αλλαγές που ζητήθηκαν υπό την πιο πάνω ιδιότητα του Εναγόμενου ήταν επουσιώδεις και αφορούσαν τη μετακίνηση του χώρου των αποχωρητηρίων, τη συμπερίληψη του περιπτέρου στο συνολικό εμβαδό των 190 τ.μ. του ισόγειου χώρου καταστημάτων – περιπτέρου και τη δημιουργία χώρου έκδοσης εισιτηρίων, ο οποίος θα χωροθετούνταν στο ίδιο κέλυφος του κτιρίου των αποχωρητηρίων.
Ταυτόχρονα, υπήρξε πρόβλημα και στην εξασφάλιση των αδειών αναφορικά με τον Σταθμό. Στις 08.01.2013 αποφασίστηκε από κοινού όπως, για σκοπούς επιτάχυνσης των διαδικασιών υλοποίησης του έργου, διαχωριστεί η διαδικασία αδειοδότησης του Σταθμού από την ανάπτυξη του χώρου στάθμευσης και των καταστημάτων. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος παραχώρησε στην Ενάγουσα την έγκρισή του για να ξεκινήσουν κατασκευαστικές εργασίες για το έργο πριν από τις εργασίες συντήρησης του Σταθμού.
Η αρμόδια πολεοδομική επιτροπή αποφάσισε, μετά και τη λήψη έγκρισης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας επί των τροποποιημένων σχεδίων, όπως χορηγηθεί η αιτούμενη πολεοδομική άδεια υπό τον όρο της κατάθεσης νέων τροποποιημένων σχεδίων προκειμένου να διορθωθούν οι διαστάσεις των χώρων στάθμευσης που εφάπτονταν σε κολώνες (υποστυλώματα), έτσι ώστε να διατηρούνται και σε αυτά τα σημεία οι καθαρές διαστάσεις 2,5μ. χ 5μ. Η πιο πάνω απαίτηση του Εναγόμενου, ως πολεοδομική αρχή, μεταφέρθηκε στην Ενάγουσα 1 και τους μελετητές του έργου στις 20.02.2013. Τα νέα τροποποιημένα σχέδια κατατέθηκαν στις 11.03.2013 και στη βάση αυτών εγκρίθηκε η πολεοδομική αίτηση.
Η Ενάγουσα 1 υπέβαλε με καθυστέρηση την αίτηση για έκδοση άδειας οικοδομής του έργου, αφού αυτή υποβλήθηκε τρεις μήνες μετά την έκδοση της πολεοδομικής άδειας.
Η Ενάγουσα 1 δεν εκτέλεσε οποιεσδήποτε κατασκευαστικές εργασίες στο έργο, ούτε και εξασφάλισε χρηματοδότηση για την υλοποίηση του έργου.
Η άδεια οικοδομής του Σταθμού εκδόθηκε στις 04.11.2014.
Ο Εναγόμενος, μετά την καταχώρηση της παρούσας αγωγής, απέστειλε στην Ενάγουσα 1 στις 06.11.2015 ειδοποίηση τερματισμού της επίδικης συμφωνίας και μετά πάροδο 7 ημερών η συμφωνία τερματίστηκε.
Ο Εναγόμενος δεν προχώρησε σε νέο διαγωνισμό για την κατασκευή του έργου. Αντ’ αυτού προκήρυξε τον διαγωνισμό με αρ.15/20, για την προμήθεια, τοποθέτηση, εγκατάσταση, δοκιμαστική λειτουργία, εκπαίδευση στη χρήση, λειτουργία και συντήρηση ολοκληρωμένου συστήματος ηλεκτρονικής διαχείρισης του επίμαχoυ χώρου στάθμευσης. Ο πιο πάνω διαγωνισμός κατακυρώθηκε στην εταιρεία VIP Technologies Ltd για το ποσό των €84.238 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Μέχρι σήμερα καταβλήθηκε το ποσό των €74.315,50 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Επιπλέον, καταβλήθηκε το ποσό των €6.103,51 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α ως έξοδα συντήρησης.
Από την ημερομηνία εγκατάστασης του πιο πάνω αναφερόμενου συστήματος ηλεκτρονικής διαχείρισης, ο Εναγόμενος εισέπραξε το συνολικό ποσό των €1.876.676,23 για την περίοδο 2021 – Οκτώβριος 2024, ως τέλη στάθμευσης.
Τέλος, αποτελεί εύρημά μου, ότι ο Εναγόμενος κατέβαλε τα πιο κάτω ποσά στα ακόλουθα πρόσωπα:
· Στην PKF Accountants & Business Advisers το ποσό των €42.550 για την ετοιμασία έκθεσης βιωσιμότητας του έργου, την ετοιμασία των εγγράφων και όρων του επίδικου διαγωνισμού και την ετοιμασία έκθεσης αξιολόγησης των προσφορών που υποβλήθηκαν σε αυτόν.
· Στην Pamiac Advisory Ltd το ποσό των €5.950 για την ετοιμασία της μελέτης υπολογισμού των απαιτήσεων του Εναγόμενου εναντίον των Εναγουσών.
· Στην Rois Nicolaides – Talattinis – PH. Christodoulou (Property Consultants) LLC το ποσό των €1.190 για την ετοιμασία της έκθεσης υπολογισμού του αγοραίου ενοικίου των καταστημάτων του επίδικου χώρου στάθμευσης.
Συμπεράσματα
Η υλοποίηση του έργου αποτελούσε υποχρέωση της Ενάγουσας 1. Η τελευταία, έστω και με σημαντική καθυστέρηση, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της μόνο σε σχέση με τη «Φάση Α» και τη «Φάση Β», όπως αυτές περιγράφονται στους όρους 4.2 και 5.2 του Τόμου Γ.1 του Τεκμηρίου 22. Υπήρξε, επίσης, μερική εκπλήρωση των υποχρεώσεων της σε σχέση τη «Φάση Γ», καθώς εξασφάλισε τις απαραίτητες άδειες, πλην όμως ουδέποτε προχώρησε στην έναρξη κατασκευαστικών εργασιών.
Σύμφωνα με το Τεκμήριο 22 (παράγραφος 4.1 της συμφωνίας και όρος 2.2, Τόμου Γ.1), η ευθύνη για όλα τα στάδια υλοποίησης του έργου ανήκε στην Ενάγουσα 1. Το ουσιαστικό κομμάτι της υλοποίησης του έργου δεν τέθηκε σε τροχιά υλοποίησης, αφού ο χώρος στάθμευσης και τα καταστήματα δεν κατασκευάστηκαν και κατ’ επέκταση ουδέποτε τέθηκαν σε λειτουργία και στη διάθεση των δημοτών και επισκεπτών της Λεμεσού.
Οι Ενάγουσες υποστήριξαν, ότι ο Εναγόμενος φέρει την ευθύνη για την αποτυχία υλοποίησης του έργου. Στη βάση της μαρτυρίας που κρίθηκε ως αποδεκτή και αξιόπιστη και των συνακόλουθων ευρημάτων δεν αποδείχθηκε, στο πλαίσιο του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι ο Εναγόμενος, ως αναθέτουσα αρχή και αντισυμβαλλόμενος της Ενάγουσας 1, φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για τη μη υλοποίηση του έργου.
Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, το βασικό παράπονο των Εναγουσών συνίστατο στην καθυστέρηση της αδειοδότησης. Έχει ήδη επεξηγηθεί, ότι το ζήτημα της καθυστέρησης σε όση έκταση αφορά ισχυριζόμενες πράξεις ή παραλείψεις του Εναγόμενου ως πολεοδομική αρχή, δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο της παρούσας αγωγής.
Μια πτυχή της καθυστέρησης, ωστόσο, που μπορεί να εξεταστεί και για την οποία έγινε αρκετός λόγος αφορά το κατά πόσο εφαρμόζεται η ΚΕΑΑ 1 (Τεκμήριο 244) στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Οι Μ.Ε.5 και 6 υποστήριξαν, ότι ο Εναγόμενος όφειλε να εφαρμόσει την εν λόγω εγκύκλιο και να παρατείνει τη χρονική διάρκεια της σύμβασης. Επίσης, υποστήριξαν, ότι στη βάση των προνοιών της ΚΕΑΑ 1, ο Εναγόμενος δεν νομιμοποιούνταν να τερματίσει την επίδικη συμφωνία, καθώς το έργο κατέστη απροσδιορίστου χρόνου (time at large).
Όπως αναφέρθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το ζήτημα της εφαρμογής ή όχι της ΚΕΑΑ 1, αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό ζήτημα.
Ερμηνεύοντας, επομένως, την ΚΕΑΑ 1 αυτό το οποίο διαπιστώνεται είναι ότι το πεδίο εφαρμογής της αφορά κατά κύριο λόγο τις δημόσιες συμβάσεις έργων. Τούτο προκύπτει ξεκάθαρα από τη συνοδευτική επιστολή του Γενικού Λογιστή της Δημοκρατίας (μέρος του Τεκμηρίου 244), αλλά και από το ίδιο το περιεχόμενο της ΚΕΑΑ 1. Συγκεκριμένα, στο προοίμιο της αναφέρεται ότι αυτή θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την ερμηνεία των δημόσιων συμβάσεων έργων. Ταυτόχρονα προσδιορίζεται, ότι οι όροι του συμβολαίου που περιλαμβάνονται στο κείμενο της ΚΕΑΑ 1 αφορούν τους «Όρους Συμβολαίου για Κατασκευή Δημόσιων Οικοδομικών Έργων και για Κατασκευή Δημόσιων Έργων Πολιτικής Μηχανικής». Παράλληλα, καταγράφεται, ότι συμβάσεις διαφορετικού τύπου θα πρέπει να ερμηνεύονται λαμβάνοντας υπόψη την ΚΕΑΑ 1, αλλά και τυχόν ιδιαιτερότητες που εκπηγάζουν από τον τύπο της κάθε σύμβασης.
Η υπό κρίση σύμβαση δεν είναι σύμβαση δημοσίων έργων. Η ίδια η σύμβαση, στον όρο 2.2 αυτής, αυτοπροσδιορίζεται ως σύμβαση παραχώρησης. Ανοίγω μία παρένθεση για να σημειώσω, ότι δεν μου διαφεύγει ότι στον Τόμο Α του Τεκμηρίου 22, στο άρθρο 1, η επίμαχη σύμβαση χαρακτηρίζεται ως σύμβαση υπηρεσιών. Χαρακτηρισμός ο οποίος επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 2.6 του Τόμου Α. Αυτόν τον τελευταίο χαρακτηρισμό υιοθέτησαν και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Εναγόμενου στην αγόρευσή τους.
Η φαινομενική ασάφεια ως προς το κατά πόσο πρόκειται για σύμβαση υπηρεσιών ή σύμβαση παραχώρησης, επιλύεται από το ίδιο το Τεκμήριο 22. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1.1 της συμφωνίας, προνοείται, ότι σε περίπτωση διαφοράς ανάμεσα στα μέρη που αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο κομμάτι του Τεκμηρίου 22 οι πρόνοιές τους θα εφαρμόζονται σύμφωνα με τη σειρά προτεραιότητας που καθορίζεται στο εν λόγω άρθρο. Στη βάση της σειράς προτεραιότητας, η συμφωνία προηγείται του Τόμου Α. Επομένως, η επίμαχη συμφωνία είναι σύμβαση παραχώρησης. Σε κάθε, όμως, περίπτωση η ουσία, κατά την άποψή μου, έγκειται στο ότι η επίδικη περίπτωση δεν είναι μία απλή δημόσια σύμβαση έργων.
Κλείνω την παρένθεση και επανέρχομαι στην έννοια της σύμβασης παραχώρησης. Ο πιο πάνω όρος ερμηνεύεται στον Τόμο Β.2, άρθρο 1.1 του Τεκμηρίου 22, ως σύμβαση δυνάμει της οποίας παραχωρείται στον ανάδοχο το δικαίωμα υλοποίησης του αντικειμένου της σύμβασης σε καθορισμένο χρονικό πλαίσιο.
Πέραν του ορισμού της ως σύμβαση παραχώρησης, το ίδιο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 22 είναι ενδεικτικό της διαφορετικότητας του σε σύγκριση με τις συμβάσεις που επιχειρεί να ρυθμίσει η ΚΕΑΑ 1. Υπενθυμίζω, ότι η υπό κρίση περίπτωση αφορά τη μελέτη, κατασκευή, χρηματοδότηση, διαχείριση και συντήρηση του έργου εκ μέρους του αναδόχου. Δεν βρισκόμαστε, επομένως, ενώπιον μίας κλασσικής δημόσιας σύμβασης κατά την εκτέλεση της οποίας μπορεί να προκύψουν οι συνήθεις απαιτήσεις, είτε παράτασης της χρονικής διάρκειας εκτέλεσης, είτε πρόσθετης αμοιβής που αποτελούν το αντικείμενο της ΚΕΑΑ 1. Εν προκειμένω, πρόκειται για σύμβαση σύμπραξης του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα, η οποία, μάλιστα, δεν περιορίζεται απλά και μόνο στη μελέτη και την κατασκευή ενός έργου, αλλά επεκτείνεται και στη χρηματοδότησή του.
Εξού και οι τυπικοί όροι συμβολαίου που καταγράφονται στην ΚΕΑΑ 1 δεν απαντώνται στο Τεκμήριο 22. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε όρος αναφορικά με το ενδεχόμενο παράτασης του χρόνου της σύμβασης. Σε αντίθεση, η ΚΕΑΑ 1 προβλέπει ειδικά για τον μηχανισμό υποβολής απαίτησης για παράταση χρόνου και για τις προϋποθέσεις που πρέπει να εξετάζονται. Επισημαίνεται, ότι οι εν λόγω προϋποθέσεις, οι οποίες περιλαμβάνονται στις τυπικές δημόσιες συμβάσεις έργων, δεν ενσωματώθηκαν στο Τεκμήριο 22.
Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το όλο πνεύμα της ΚΕΑΑ 1, περιλαμβανομένου και του Παραρτήματος Α αυτής, η παράταση χρόνου εξετάζεται σε συνάρτηση με την καταβολή ή όχι πρόσθετης αμοιβής στον εργολάβο. Στην υπό κρίση σύμβαση, όπου ο ανάδοχος υποχρεούται να χρηματοδοτήσει το έργο, δεν τίθεται καν ζήτημα αμοιβής του ανάδοχου. Πόσω μάλλον απαίτησης πρόσθετης αμοιβής. Πρόκειται, επομένως, για ουσιώδη διαφορά της παρούσας από τις δημόσιες συμβάσεις έργων. Σε σύμβαση, όπως η παρούσα, το εύλογο αντάλλαγμα του ανάδοχου έγκειται στη διάρκεια ισχύος της σύμβασης (όρος 3 της συμφωνίας του Τεκμηρίου 22). Το αντάλλαγμα, δηλαδή, του αναδόχου συνίσταται στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου για τη συμφωνηθείσα χρονική διάρκεια της σύμβασης εισπράττοντας μέσα σε αυτό το διάστημα τα τέλη ή ενοίκια ή άλλες παροχές από τους χρήστες του έργου.
Συνεπώς, οι ιδιαιτερότητες της παρούσας συμφωνίας διακρίνονται από το όλο πνεύμα της ΚΕΑΑ 1 και δεν επιτρέπουν, κατά την κρίση μου, ούτε και την κατ’ αναλογία εφαρμογή των προνοιών της.
Ούτε, από την άλλη, μπορεί να αποδοθεί ευθύνη στον Εναγόμενο για τη μη ευόδωση της διαδικασίας φιλικού διακανονισμού. Η άρνηση του Εναγόμενου να αποδεχθεί τις προτάσεις της Ενάγουσας 1 κρίνεται ως απολύτως αιτιολογημένη. Αυτό, διότι η όλη προσέγγιση της Ενάγουσας 1 συνίστατο στην παγοποίηση της σύμβασης και την επέκταση της χρονικής διάρκειάς της σε περίπτωση εξασφάλισης χρηματοδότησης. Όπως επεξηγήθηκε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τυχόν αποδοχή ενός τέτοιου αιτήματος θα αποτελούσε εκ των υστέρων επέμβαση στο κριτήριο ανάθεσης της σύμβασης και θα συνιστούσε χαρακτηριστική περίπτωση παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης εκ μέρους του Εναγόμενου.
Εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν καταδειχθεί οποιαδήποτε στοιχεία κακοπιστίας εκ μέρους του Εναγόμενου.
Προχωρώ στο ζήτημα της κατάπτωσης της εγγύησης πιστής εκτέλεσης. Σύμφωνα με το κείμενο της εγγύησης πιστής εκτέλεσης (μέρος του Τεκμηρίου 22), η Τράπεζα ήταν υπόχρεη να πληρώσει στην πρώτη γραπτή απαίτηση του Εναγόμενου οποιοδήποτε ποσό απαιτηθεί από τον τελευταίο μέχρι ποσού €304.440 έναντι γραπτής δήλωσής του ότι η Ενάγουσα 1 αρνήθηκε ή παρέλειψε να εκπληρώσει ή δεν εκπλήρωσε ή παραβίασε οποιοδήποτε όρο του Τεκμηρίου 22. Εν προκειμένω, ενόψει της παραβίασης των όρων της συμφωνίας και των εγγράφων του διαγωνισμού από την Ενάγουσα 1, ο Εναγόμενος είχε το δικαίωμα να ζητήσει την κατάπτωση της εγγύησης πιστής εκτέλεσης πράγμα το οποίο και έπραξε υποβάλλοντας στις 17.09.2014 γραπτή απαίτηση πληρωμής (Τεκμήριο 133).
Τα πιο πάνω αφορούν, φυσικά, τη σχέση του Εναγόμενου με την Τράπεζα η οποία εξέδωσε την εγγύηση πιστής εκτέλεσης προς όφελος της Ενάγουσας 1. Το ζήτημα, όμως, δεν τελειώνει εδώ καθώς σε ό,τι αφορά τη σχέση των διαδίκων εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο ο Εναγόμενος δικαιούται να κατακρατήσει το πιο πάνω ποσό ή υποχρεούται να αποδείξει ότι η ζημιά που υπέστη αντιστοιχεί στο ποσό της εγγύησης και σε διαφορετική περίπτωση να επιστρέψει οποιαδήποτε τυχόν υπερπληρωμή στην Ενάγουσα 1. Η απάντηση, φρονώ, ότι δίδεται μέσα από το Τεκμήριο 22 και ειδικότερα τον Τόμο Α και τον όρο 10.5 ο οποίος ρυθμίζει τα της εγγύησης πιστής εκτέλεσης για τη μελέτη και κατασκευή του έργου. Πιο συγκεκριμένα, στην παράγραφο 2 αναφέρονται τα εξής:
« Η Εγγύηση Πιστής Εκτέλεσης της Σύμβασης για την Μελέτη και Κατασκευή του Έργου θα έχει ισχύ για χρονική περίοδο ίση με την αναφερόμενη διάρκεια της Ανάπτυξης του χώρου στάθμευσης στην παράγραφο 1 του Εντύπου Προσφοράς και Προτεινόμενης Διάρκειας Σύμβασης (Έντυπο 9). Μετά την έκδοση του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή η παρούσα Εγγυητική Επιστολή θα αντικατασταθεί με την Εγγυητική Επιστολή της Σύμβασης για την Λειτουργία, Διαχείριση και Συντήρηση του Έργου αορίστου διάρκειας για την ακριβή και πιστή τήρηση, συμμόρφωση και εκτέλεση των όρων όπως αυτοί αναφέρονται στην παράγραφο 10.6. Η συγκεκριμένη Εγγύηση καταπίπτει αυτοδικαίως υπέρ της Αναθέτουσας Αρχής, σε περίπτωση τερματισμού της Σύμβασης εξαιτίας αποτυχίας του Αναδόχου να εκπληρώσει τις απορρέουσες από τη Σύμβαση υποχρεώσεις του.»
Καταρχάς, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η φράση: «Η συγκεκριμένη Εγγύηση…», αφορά την εγγύηση πιστής εκτέλεσης για τη μελέτη και κατασκευή του έργου και όχι την εγγυητική πιστής εκτέλεσης για τη λειτουργία, διαχείριση και συντήρηση του έργου για την οποία γίνεται αναφορά στην προηγηθείσα πρόταση του όρου 10.5 παράγραφος 2. Αυτό καθίσταται εμφανές από το γεγονός, ότι ο όρος 10.5 ρυθμίζει μόνο τα της εγγύησης πιστής εκτέλεσης για τη μελέτη και κατασκευή του έργου. Η εγγυητική για τη λειτουργία, διαχείριση και συντήρηση του έργου αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του όρου 10.6 του Τόμου Α του Τεκμηρίου 22. Στον πιο πάνω όρο καταγράφονται και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εν λόγω εγγυητική καταπίπτει ή δύναται να εισπραχθεί εν όλω ή εν μέρει (όρος 10.6 παράγραφοι 2, 3 και 6).
Έχοντας ξεκαθαρίσει το πιο πάνω ζήτημα, θεωρώ ότι η φράση «Η συγκεκριμένη Εγγύηση καταπίπτει αυτοδικαίως υπέρ της Αναθέτουσας Αρχής, σε περίπτωση τερματισμού της Σύμβασης εξαιτίας αποτυχίας του Αναδόχου να εκπληρώσει τις απορρέουσες από τη Σύμβαση υποχρεώσεις του» αφορά τη σχέση των συμβαλλόμενων μερών και ειδικότερα το χρηματικό ποσό που θα εισπραχθεί από την εγγυητική. Όπως υποδείχθηκε πιο πάνω, το πότε και με ποιόν τρόπο μπορεί να απαιτηθεί η είσπραξη της εγγυητικής από την Τράπεζα ρυθμίζεται στο ίδιο το κείμενο της εγγυητικής.
Συνεπώς, ο σκοπός των μερών, όπως ξεκάθαρα φανερώνει η χρήση της λέξης «αυτοδικαίως», ήταν όπως ο Εναγόμενος, δικαιωματικά (ipso facto) και χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει ζημιά στο πλαίσιο της συμβατικής σχέσης των μερών, εισπράξει και κατακρατήσει το ποσό της εγγύησης εφόσον ο ανάδοχος αποτύχει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
Στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου καθίσταται φανερό, ότι η Ενάγουσα 1 απέτυχε να εκπληρώσει ουσιώδεις συμβατικές της υποχρεώσεις. Υπήρξε ξεκάθαρη παράβαση του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης του έργου. Ενδεικτικά αναφέρω, ότι ενώ οι κατασκευαστικές εργασίες θα έπρεπε να ξεκινήσουν εντός 12 μηνών από την υπογραφή της συμφωνίας (όρος 5.2, Τόμος Γ1, «Φάση Γ», Τεκμήριο 22), εντούτοις η άδεια οικοδομής εξασφαλίστηκε στις 23.10.2013, δύο σχεδόν έτη μετά την υπογραφή της συμφωνίας. Μέχρι και την κατάπτωση της εγγύησης στις 17.09.2014 (Τεκμήριο 133) δεν εκτελέστηκε η παραμικρή κατασκευαστική εργασία. Η δε αδυναμία έναρξης κατασκευαστικών εργασιών οφείλεται, προφανώς, στην αδυναμία της Ενάγουσας 1 να εξασφαλίσει χρηματοδότηση ή να εξεύρει επενδυτή. Αυτό επιβεβαιώνεται από δηλώσεις της ίδιας της Ενάγουσας 1, η οποία κατ’ επανάληψη δήλωσε ότι δεν είχε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, αλλά βρισκόταν σε διαδικασία εξασφάλισης χρηματοδότησης ή εξεύρεσης ενδιαφερόμενου επενδυτή (Τεκμήρια 113 και 119).
Η αδυναμία της Ενάγουσας 1 να χρηματοδοτήσει το έργο συνιστά, επίσης, παράβαση ουσιαστικής συμβατικής υποχρέωσής της (όρος 2.1 και 3.2 της συμφωνίας και όρος 2.2 του Τόμου Γ.1 του Τεκμηρίου 22).
Δεν μου διαφεύγει το γεγονός, ότι κατά τον χρόνο κατάπτωσης της εγγύησης πιστής εκτέλεσης για τη μελέτη και κατασκευή του έργου, η σύμβαση δεν είχε τερματιστεί. Θεωρώ, ότι το γεγονός αυτό δεν διαφοροποιεί το ότι η Ενάγουσα 1 στις 17.09.2014 είχε ήδη αποτύχει να εκπληρώσει ουσιώδεις συμβατικές της υποχρεώσεις. Ο Εναγόμενος μπορούσε από τότε να προχωρήσει στον τερματισμό της συμφωνίας. Επομένως, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, δεν μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι η κατάπτωση της εγγύησης ήταν πρόωρη διότι δεν προηγήθηκε ή δεν έγινε ταυτόχρονα και ο τερματισμός.
Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης θα οδηγούμασταν σε άτοπα αποτελέσματα, εάν θεωρηθεί ότι η κατάπτωση της εγγύησης ήταν πρόωρη λόγω μη τερματισμού της σύμβασης. Αυτό, διότι η Ενάγουσα 1 δεν προχώρησε ποτέ στην έναρξη κατασκευαστικών εργασιών. Ούτε και μετά την είσπραξη της εγγυητικής εκτέλεσε οποιεσδήποτε συμβατικές της υποχρεώσεις. Εξού και ο Εναγόμενος απέστειλε την ειδοποίηση τερματισμού στις 06.11.2015. Συνεπώς, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί πρόωρη η κατάπτωση της εγγυητικής στις 17.09.2014, ο Εναγόμενος, σε κάθε περίπτωση, θα νομιμοποιούνταν στις 14.11.2015 να την εισπράξει. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, θα ήταν και πάλι το ίδιο εφόσον ουδεμία διαφοροποίηση επήλθε από τις 17.09.2014 μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας.
Ανταπαίτηση
Προχωρώ στην εξέταση της ανταπαίτησης. Οι μεγαλύτερες σε έκταση αξιώσεις του Εναγόμενου αφορούν, αφενός την απώλεια της υποδομής του χώρου στάθμευσης και των καταστημάτων και, αφετέρου την απώλεια μελλοντικών εσόδων από τη λειτουργία των πιο πάνω υποδομών. Σε σχέση και με τις δύο πιο πάνω αξιώσεις δεν έχει προσφερθεί αποδεκτή μαρτυρία.
Εν πάση περιπτώσει, ο Εναγόμενος δεν εκπλήρωσε το καθήκον του προς μετριασμό της ισχυριζόμενης ζημιάς του. Οι Ενάγουσες, οι οποίες έφεραν και το σχετικό βάρος απόδειξης του καθήκοντος προς μετριασμό της ζημιάς, ισχυρίστηκαν ότι ο Εναγόμενος όφειλε να επαναπροκηρύξει τον επίδικο διαγωνισμό.
Το καθήκον του αθώου συμβαλλόμενου μέρους να ενεργήσει προς μετριασμό της ζημιάς του αναγνωρίζεται, τόσο νομοθετικά (άρθρο 73(3) Κεφ. 149) όσο και νομολογιακά (Τάμπουρας ν. Κολάνη (2008) 1Α Α.Α.Δ 384 και Beaumont κ.α. ν. Παπακλεοβούλου (2010) 1Α Α.Α.Δ 525). Το όλο ζήτημα είναι θέμα γεγονότων και το κριτήριο συνίσταται στο κατά πόσο τα μέτρα που ληφθήκαν είναι υπό τις περιστάσεις εύλογα (Beaumont κ.α. ν. Παπακλεοβούλου, ανωτέρω και McGregor on Damages, 18η έκδοση, παράγρ. 7-070).
Εν προκειμένω, αποτελεί κοινό έδαφος, ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε προχώρησε σε προκήρυξη νέου διαγωνισμού για την κατασκευή του χώρου στάθμευσης και των καταστημάτων. Εύλογα, θα ανέμενε κάποιος ότι ο Εναγόμενος θα προχωρούσε στην επαναπροκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού, εφόσον, στη βάση της μαρτυρίας που ο ίδιος προσκόμισε, το έργο ήταν σημαντικό τόσο για την εξυπηρέτηση των αναγκών των δημοτών και επισκεπτών της Λεμεσού, όσο και υπό την έννοια της οικονομικής σημασίας των υποδομών που θα κατασκευάζονταν. Ιδιαίτερα, από τη στιγμή που δεν υποστηρίχτηκε ότι υπήρχαν δυσκολίες ή εμπόδια στην επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού ή ότι η λήψη του πιο πάνω μέτρου θα ήταν επαχθής για τον Εναγόμενο.
Παρά ταύτα, ο Εναγόμενος όχι μόνο δεν προχώρησε σε νέο διαγωνισμό, αλλά ούτε και έλαβε οποιοδήποτε άλλο εύλογο μέτρο προς περιορισμό της ζημιάς του. Συνεπώς, παραβίασε το καθήκον του για μετριασμό της ζημιάς.
Δεν παραβλέπω την εκδοχή του Εναγόμενου, ότι ο διαγωνισμός με αριθμό 15/20 για την προμήθεια, τοποθέτηση, εγκατάσταση, δοκιμαστική λειτουργία, εκπαίδευση στη χρήση, λειτουργία και συντήρηση ολοκληρωμένου συστήματος ηλεκτρονικής διαχείρισης του επίμαχoυ χώρου στάθμευσης προκηρύχθηκε στο πλαίσιο ενεργειών που έλαβε για μετριασμό της ζημιάς του.
Τα γεγονότα, ωστόσο, δεν επιβεβαιώνουν την πιο πάνω θέση. Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, ο Εναγόμενος προχώρησε στην είσπραξη της εγγυητικής στις 17.09.2014 ενόψει του ότι η Ενάγουσα 1 αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις συμβατικές της υποχρεώσεις. Ακολούθως, στις 06.11.2015, ενημέρωσε την Ενάγουσα 1 ότι θα προχωρούσε στον τερματισμό της σύμβασης μετά πάροδο 7 ημερών πράγμα το οποίο και έπραξε.
Συνεπώς, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τον Σεπτέμβριο του 2014, οπότε και ο Εναγόμενος διαμόρφωσε την ξεκάθαρη αντίληψη ότι η Ενάγουσα 1 δεν θα προχωρούσε στην υλοποίηση του έργου ή ακόμη και από την ημερομηνία τερματισμού (14.11.2015), μέχρι την προκήρυξη του διαγωνισμού με αρ.15/20 είναι τόσο μεγάλο που δεν επιτρέπει διασύνδεση μεταξύ των δύο γεγονότων. Το λογικά αναμενόμενο θα ήταν ο Εναγόμενος, εφόσον θεωρούσε ότι υφίστατο ζημιά, να λάβει έγκαιρα μέτρα για περιορισμό της. Η πάροδος 6 περίπου ετών δεικνύει, ότι ο Εναγόμενος δεν ενήργησε εύλογα.
Περαιτέρω, δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το σκεπτικό στη βάση του οποίου αποφασίστηκε η προκήρυξη του υπό αναφορά διαγωνισμού. Ελλείπουν, επομένως, ουσιώδη δεδομένα, τα οποία θα επέτρεπαν την εξέταση της γνησιότητας της θέσης ότι ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε στο πλαίσιο λήψης μέτρων προς μετριασμό της ζημιάς του Εναγόμενου.
Ο Εναγόμενος αξιώνει, επίσης, ως πραγματικά έξοδα τις αμοιβές που κατέβαλε προς τρίτα πρόσωπα, τόσο πριν, όσο και μετά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας.
Είναι πάγια νομολογημένο, ότι το μέτρο των αποζημιώσεων στο δίκαιο των συμβάσεων συνίσταται στο ότι το αναίτιο μέρος δικαιούται να αποκατασταθεί υπό μορφή αποζημιώσεων με την επιδίκαση εκείνου του ποσού ως εάν η σύμβαση είχε προχωρήσει σε πλήρη εκτέλεση (Άλπαν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ 679 και Men Mar Ltd ως εμπορεύεται υπό την εμπορική επωνυμία M & M Caterhome ν. CLP Catering Ltd, Πολ. Έφ.27/2012 σχετ. με 28/2012, ημερ.23.01.2018).
Οι αμοιβές που κατέβαλε ο Εναγόμενος προς τρίτους, πριν τη διενέργεια του διαγωνισμού, καθώς και στο πλαίσιο αξιολόγησης των προσφορών, δεν μπορούν να ανακτηθούν από τις Ενάγουσες. Αυτό, διότι δεν υφίσταται αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στα εν λόγω έξοδα και την αντισυμβατική συμπεριφορά των Εναγουσών (άρθρο 73(1) του Κεφ. 149). Πρόκειται για αμοιβές οι οποίες θα καταβάλλονταν σε κάθε περίπτωση από τον Εναγόμενο, είτε ο διαγωνισμός κατακυρωνόταν στην Ενάγουσα 1, είτε σε οποιονδήποτε άλλο προσφοροδότη, είτε και σε κανέναν.
Ούτε, όμως και οι αμοιβές που κατέβαλε στις εταιρείες Pamiac Advisory Ltd και Rois Nicolaides – Talattinis – PH. Christodoulou (Property Consultants) LLC, δύνανται να ανακτηθούν. Οι πιο πάνω αμοιβές συσχετίζονται με τις απαιτήσεις του Εναγόμενου αναφορικά με την απώλεια της υποδομής του χώρου στάθμευσης και των καταστημάτων, καθώς και την απώλεια μελλοντικών εσόδων. Αφ’ ης στιγμής, δεν θα αποδοθεί θεραπεία για τις πιο πάνω ισχυριζόμενες απώλειες, δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να αποκατασταθούν ζημιές που υπέστη ο Εναγόμενος προς απόδειξή τους.
Τα ίδια ισχύουν και για το ποσό των €84.238 περιλαμβανομένου του Φ.Π.Α, το οποίο αφορά τον διαγωνισμό με αρ.15/20. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η μαρτυρία δεν κατέδειξε διασύνδεση του εν λόγω διαγωνισμού με την αντισυμβατική συμπεριφορά της Ενάγουσας 1. Ως εκ τούτου, το προαναφερόμενο ποσό δεν είναι ανακτήσιμο.
Ο Εναγόμενος, πέραν των αποζημιώσεων, αξιώνει και την έκδοση αναγνωριστικής απόφασης με την οποία να δηλώνεται ότι νόμιμα εισέπραξε την εγγύηση πιστής εκτέλεσης εκ ποσού €304.440.
Θεωρώ, ότι δεν είναι αναγκαία η έκδοση αναγνωριστικής απόφασης καθώς δεν θα προκύψει οποιοδήποτε ουσιαστικό ή πρακτικό όφελος στον Εναγόμενο. Το ζήτημα της κατάπτωσης της εγγυητικής αποφασίστηκε στο πλαίσιο της αγωγής. Στην Πεκρής ν. Τζιάνναρου κ.α (2016) 1 Α.Α.Δ 92, λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:
«Αν η έκδοση δηλωτικής απόφασης επιτρεπόταν να καταστεί τυπική διαδικασία τότε σε κάθε αγωγή που θα απορρίπτετο, θα μπορούσε να εκδοθεί δηλωτική απόφαση προς το αντίθετο. Όμως κάτι τέτοιο, χωρίς να υπάρχουν ειδικές ή άλλες περιστάσεις, όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο αλλά ούτε προβάλλει τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της δικαιοσύνης.»
Κατάληξη
Υπό το φως των πιο πάνω, τόσο η απαίτηση όσο και η ανταπαίτηση απορρίπτονται.
Ενόψει της συνεκδίκασης της απαίτησης με την ανταπαίτηση και το απορριπτικό αποτέλεσμα σε αμφότερες, η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα δικά της έξοδα.
(Υπ.) …………………………………….
Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/ΜΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο