Κυριάκου Κυριάκου κ.α. ν. Κυριακούλλας Ερημούδη κ.α., Αρ. Αγωγής:1002/2024, 4/7/2025
print
Τίτλος:
Κυριάκου Κυριάκου κ.α. ν. Κυριακούλλας Ερημούδη κ.α., Αρ. Αγωγής:1002/2024, 4/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. Χαραλάμπους, Α.Ε.Δ.

 

Αρ. Αγωγής:1002/2024 (i-Justice)

 

Μεταξύ:

 

1.    Κυριάκου Κυριάκου

2.    Χρίστιας Κυριάκου

3.    Βενιζέλου Μαρίας

Ενάγοντες

-και-

 

 

1.    Κυριακούλλας Ερημούδη

2.    Χριστάκη Παπανικολάου

 

Εναγομένοι

 

                                         ……………………………….

 

Ημερομηνία: 4.7.2025

 

Εμφανίσεις:

 

Για  Ενάγοντες - Αιτητές:  Η κα. Γ. Σεργίδου για Gabriella Serghidou LLC

 

Για Εναγόμενους-Καθ’ων η Αίτηση : Ο κ. Α. Μαθηκολώνης μαζί με Ν. Δημητρίου για Α.Θ.Μαθηκολώνης & Σία Δ.Ε.Π Ε

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

(αναφορικά με την αίτηση, ημερομηνίας 4.11.2024, για την έκδοση συνοπτικής απόφασης)

 

 

Οι Ενάγοντες καταχώρησαν στις 14.10.2024, δυνάμει του Μέρους 7 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, Έντυπο Απαίτησης εναντίον των Εναγομένων, στο οποίο ενσωματώνεται και Έκθεση Απαίτησης τους. 

Με την απαίτηση τους αυτή οι Ενάγοντες αξιώνουν από τους Εναγομένους δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι τελευταίοι είναι παράνομοι επεμβασίες επί του ακινήτου τους (τα στοιχεία του οποίου καταγράφονται με λεπτομέρεια στην Έκθεση Απαίτησης τους) (στο εξής «το επίδικο ακίνητο») και ότι αυτοί το κατέχουν παράνομα σήμερα, διάταγμα του Δικαστηρίου που να τους διατάσσει όπως τους παραδώσουν ελεύθερη και κενή κατοχή αυτού καθώς και γενικές και ειδικές αποζημιώσεις. 

Στις 25.10.2024 οι Εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης.

Ακολούθως, στις 4.11.2024 οι Ενάγοντες-Αιτητές (στο εξής «οι Αιτητές»)  καταχώρησαν την υπό κρίση αίτηση αξιώνοντας εναντίον των Εναγομένων-Καθ’ων η Αίτηση  (στο εξής «οι Καθ’ ων η Αίτηση») την έκδοση συνοπτικής απόφασης ως ακολούθως:

α) Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ων η Αίτηση είναι παράνομοι επεμβασίες

β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ων η Αίτηση κατέχουν το επίδικο ακίνητο παράνομα

γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου που  να διατάσσει τους Καθ’ων η Αίτηση να παραδώσουν ελεύθερη και κενή κατοχή του επίδικου ακινήτου στους Αιτητές

δ) Ειδικές αποζημιώσεις ύψους €2800 για την παράνομη κατοχή του επίδικου ακινήτου από τους Καθ’ ων η Αίτηση

ε) Ειδικές αποζημιώσεις ύψους €2800, μηνιαίως, για την παράνομη κατοχή και χρήση του ακινήτου από τους Καθ’ων η Αίτηση, από την καταχώρηση της παρούσας απαίτησης μέχρι την παράδοση της κενής και ελεύθερης κατοχής αυτού

στ) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των €425.000

ζ) Ειδικές και γενικές αποζημιώσεις ύψους €425.000 για την οικονομική ζημιά που υφίστανται οι Αιτητές από την παράνομη κατοχή του ακινήτου από τους Καθ’ων η Αίτηση.  

Το πραγματικό υπόβαθρο της αίτησης στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του  Αιτητή 1. 

 

Οι Καθ’ων η Αίτηση αντέδρασαν στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων καταχωρώντας προς τούτο σχετική ένσταση, στην οποία προβάλλουν συνολικά 10 λόγους ένστασης.  Δεν κρίνω σκόπιμο να τους καταγράψω και αναφορά σε αυτούς θα γίνει όταν και εφόσον κριθεί αναγκαίο. Αναφέρω όμως το αυτονόητο ότι αυτοί έχουν ληφθεί υπόψιν και μελετηθεί με ιδιαίτερη προσοχή από το Δικαστήριο.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση 1.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν στο Δικαστήριο, αποτελούν κοινό τόπο τα ακόλουθα γεγονότα: 

 

Aρχικός ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου ήταν η Καθ’ης η αίτηση 1 (Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση).  Εντός αυτού έχει ανεγερθεί ισόγειος κατοικία. 

 

Ο Αιτητής 1 και η Αιτήτρια 3 είναι σύζυγοι, ενώ η Αιτήτρια 2 είναι η θυγατέρα τους. 

 

Οι Καθ’ων η αίτηση 1 και 2 είναι σύζυγοι. 

 

Η Καθ’ής η Αίτηση 1, την 13.7.2004, προχώρησε στην υποθήκευση του επίδικου ακινήτου στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού για το ποσό των τότε Λ.Κ 166.000 (Υποθήκη υπ’ αριθμό Υ5545/2004 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λεμεσού) (Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση).

 

Τον Νοέμβριο του 2022, στα πλαίσια διαδικασίας εκποίησης του επίδικου ακινήτου, μέσω πώλησης του δια πλειστηριασμού, στη βάση των προνοιών του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου, Ν. 9/1965 («ο Νόμος»), η ΚΕΔΙΠΕΣ (η οποία διαδέχθηκε το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λεμεσού) κατέστη, την 23.11.2022, η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του (Τεκμήριο 3 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση).

 

Λόγω άρνησης των Καθ’ων η Αίτηση να παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακινήτου στην ΚΕΔΙΠΕΣ, η τελευταία καταχώρισε εναντίον του Καθ’ου η Αίτηση 2 την αγωγή υπ’ αριθμόν 823/23 (Τεκμήριο 5 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση). Με την εν λόγω αγωγή η ΚΕΔΙΠΕΣ αξίωνε, μεταξύ άλλων, από τον Καθ’ ου η Αίτηση 2 να της παραδώσει την κατοχή του επίδικου ακινήτου. Η εν λόγω αγωγή όμως αποσύρθηκε από την ΚΕΔΙΠΕΣ, με έξοδα εις βάρος της, λόγω του ότι αυτή κατέστη χωρίς αντικείμενο εφόσον το επίδικο ακίνητο πωλήθηκε στους Αιτητές. 

 

Εν τω μεταξύ, την 29.3.2024, ο Αιτητής 1 κατάρτισε γραπτή συμφωνία με την ΚΕΔΙΠΕΣ (Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση), βάσει της οποίας αγόρασε το επίδικο ακίνητο έναντι χρηματικού ανταλλάγματος.  Στη συνέχεια το ακίνητο μεταβιβάστηκε και εγγράφηκε επ’ ονόματι των Αιτητών, κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου μερίδιο έκαστος (Τεκμήριο 8 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση).

 

Την 4.7.24 οι Αιτητές ενημέρωσαν τους Καθ’ων η Αίτηση, μέσω επιστολής του δικηγόρου τους (Τεκμήριο 9 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση), ότι οι πρώτοι είχαν καταστεί οι νέοι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου ζητώντας από τους δεύτερους να παραδώσουν την κατοχή αυτού μέχρι την 31.8.24.

 

Οι Καθ’ων η Αίτηση, μέσω επιστολής των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 12.7.24 (Τεκμήριο 10 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση), ζήτησαν χρονικό περιθώριο 60 ημερών ώστε να τοποθετηθούν επί του περιεχομένου της πιο πάνω επιστολής.

 

Στις 13.9.24 οι Καθ’ών η Αίτηση,  μέσω επιστολής των δικηγόρων τους (Τεκμήριο 12 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση), αρνήθηκαν να παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακινήτου στους Αιτητές προβάλλοντας διάφορους λόγους, οι οποίοι ως επί το πλείστον εγείρονται στην παρούσα διαδικασία και θα τύχουν αναφοράς κατωτέρω. 

 

Εκδοχή Αιτητών

 

Είναι η θέση των Αιτητών ότι η ΚΕΔΙΠΕΣ ζήτησε, πριν οι ίδιοι καταστούν οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, επανειλημμένως από τους Καθ’ων η Αίτηση να της παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακινήτου, πλην όμως οι τελευταίοι αρνήθηκαν.

 

Είναι η περιατέρω θέση τους ότι οι Καθ’ων η αίτηση ουδέποτε αμφισβήτησαν τη διαδικασία εκποίησης ή πώλησης του ακινήτου μέσω πλειστηριασμού, ούτε και προώθησαν μέτρα προσβολής ή ακύρωσης αυτού. Στα πλαίσια μάλιστα της αγωγής υπ’ αριθμόν 823/23, ο Καθ’ου η Αίτηση 2 εμφανίστηκε αδιαμαρτύρητα στο Δικαστήριο χωρίς να αμφισβητήσει το ο,τιδήποτε.  Ούτε και μέχρι σήμερα δεν έχουν ληφθεί από τους Καθ’ ων η Αίτηση οποιαδήποτε νομικά μέτρα είτε εναντίον των Αιτητών είτε εναντίον της ΚΕΔΙΠΕΣ όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απαντητική επιστολή των Καθ’ων η αίτηση (Τεκμήριο 12 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση) ότι οι τελευταίοι θα έπρατταν άμεσα.  

 

Είναι η θέση τους ότι μετά τη λήψη της πιο πάνω αρνητικής απαντητικής επιστολής των Καθ’ων η Αίτηση να τους παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακινήτου, οι τελευταίοι είναι πλέον παράνομοι επεμβασίες.  Σύμφωνα με σχετική εκτίμηση (Τεκμήριο 13 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση) η αγοραία αξία του επίδικου ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των €425.000, ενώ το ετήσιο αγοραίο ενοίκιο ανέρχεται στο ποσό των €34.000. 

 

Μέχρι σήμερα οι Καθ’ων η Αίτηση εκμεταλλεύονται το ακίνητο τους παράνομα προκαλώντας τους οικονομική ζημιά.  Με βάση την επιστολή των δικηγόρων τους οι Καθ’ων η αίτηση και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας τους που διαμένουν στο επίδικο ακίνητο δεν προτίθενται να παραδώσουν την κατοχή του μέχρι να διαταχθούν από το Δικαστήριο να το πράξουν. 

 

Σύμφωνα πάντοτε με τις θέσεις των Αιτητών, οι Καθ’ων η Αίτηση δεν έχουν καμία ορατή ή και καλή υπεράσπιση έναντι της Απαίτησης τους, εφόσον ουδέποτε ήγειραν οποιαδήποτε ένσταση στη διαδικασία εκποίησης του επίδικου ακινήτου και ουδέποτε προώθησαν οποιαδήποτε γραμμή υπεράσπισης στα πλαίσια της αγωγής υπ’ αριθμόν 823/23.  Τα όσα οι Αιτητές προβάλλουν αλλά και με βάση τα στοιχεία που προσκόμισαν στο Δικαστήριο αποδεικνύεται η καθαρότητα της απαίτησης τους και από την άλλη καταδεικνύεται ότι οι Καθ’ων η Αίτηση δεν μπορούν να προβάλουν, έναντι των αξιώσεων τους, οποιαδήποτε καλόπιστη Υπεράσπιση ή να εγείρουν το οποιοδήποτε ζήτημα το οποίο μπορεί να εκδικαστεί στα πλαίσια της παρούσας αγωγής.

 

Τα όσα οι Καθ’ων η Αίτηση προβάλλουν, μέσω της επιστολής των δικηγόρων τους, ουδέποτε προβλήθηκαν σε οποιοδήποτε στάδιο τόσο στα πλαίσια της διαδικασία εκποίησης του επίδικου ακινήτου, όσο και στα πλαίσια της αγωγής που καταχωρίστηκε το Μάιο του 2023. Με βάση τα γεγονότα όπως αυτά εξελίχθηκαν από το 2022 μέχρι και σήμερα, αλλά και στην βάση της ίδιας της συμπεριφοράς που οι ίδιοι οι Καθ’ων η Αίτηση επέδειξαν, δεν μπορεί να τους αποδοθεί οποιαδήποτε καλοπιστία ως προς τους λόγους που αρνούνται να παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακινήτου.  Εάν οι Καθ’ων η Αίτηση είχαν οποιαδήποτε καλόπιστη υπεράσπιση θα την είχαν ήδη προβάλει στα πλαίσια της αγωγής υπ’ αριθμόν 823/23.  Τυχόν παραχώρησης από το Δικαστήριο του δικαιώματος στους Καθ’ων η Αίτηση να καταχωρίσουν υπεράσπιση αυτό θα προκαλέσει καθυστέρηση στα συμφέροντα τους.  Δεν μπορεί να παραγνωριστεί από το Δικαστήριο η συμπεριφορά των Καθ’ων η αίτηση και η αδράνεια που επέδειξαν στη προώθηση των θέσεων που σήμερα αποφάσισαν να επικαλεστούν.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους είναι η καταληκτική τους θέση ότι ικανοποιούνται όλες οι τυπικές και νομικές προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Εκδοχή των Καθ’ων η Αίτηση

 

Από την άλλη είναι η θέση του Καθ΄ου η Αίτηση 1 ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε και αποτελεί τη μόνιμη και μοναδική κατοικία της οικογένειας του, στην οποία διαμένουν μόνιμα συνολικά εννέα άτομα. 

 

Η Καθ’ης η Αίτηση 2 είναι το μόνο πρόσωπο που ήταν και συνεχίζει να είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου. 

 

Ισχυρίζεται δε, κατόπιν νομικής συμβουλής που έλαβε, ότι η όλη διαδικασία εκποίησης της επίδικης υποθήκης και η διαδικασία εγγραφής του επίδικου στην παρούσα αγωγή ακινήτου στην ΚΕΔΙΠΕΣ, αλλά και η μεταγενέστερη πώληση του από την ΚΕΔΙΠΕΣ στους Αιτητές, είναι  πράξεις εξ υπαρχής παράνομες, άκυρες και ανεφάρμοστες που ο ίδιος και η σύζυγος του δεν γνώριζαν κατά τους επίδικους χρόνους.  

 

Και τούτο γιατί, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του, η επίδικη σύμβαση υποθήκης που κατάρτισε η Καθ’ης η Αίτηση 2 με την ΚΕΔΙΠΕΣ, για τους λόγους που παραθέτει, παραβιάζει τις πρόνοιες των άρθρων 5, 8, 21(1)(γ) και 21(1)(2) του Νόμου.  Επιπρόσθετα, για τους λόγους που αναφέρει, η επίδικη υποθήκη είναι εξ υπαρχής παράνομη, άκυρη και ανεφάρμοστη διότι με βάση τους όρους αυτής, και ειδικότερα τους όρους 7, 8, 12, 13, 14, 15 και 16, παρουσιάζεται να καλύπτει χρηματικά ποσά ή και χρέη που δεν είναι επιτρεπτό να καλύπτονται με βάση τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων του Νόμου. 

 

Με δεδομένη την εξ υπαρχής ακυρότητα της επίδικης υποθήκης, είναι πάντοτε η θέση του, ότι ολόκληρη η διαδικασία εκποίησης καθώς και η διαδικασία ανάκτησης του επίδικου ακινήτου από την ΚΕΔΙΠΕΣ, η μετέπειτα εγγραφή επ’ ονόματι της αλλά και η εν τέλει πώληση και εγγραφή του επίδικου ακινήτου στους Αιτητές,  είναι παράνομη, άκυρη και ανεφάρμοστη. Ισχυρίζεται δε περαιτέρω ότι παράνομα η ΚΕΔΙΠΕΣ κατέστη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου και ότι οι ίδιοι το κατέχουν νόμιμα και έγκυρα.  

 

Είναι η περαιτέρω θέση του ότι ο Αιτητής 1 δεν είναι πρόσωπο που έχει προσωπική γνώση των όσων δηλώνει στην ένορκη του δήλωση και των όσων θεμάτων και γεγονότων αφορούν την παρούσα υπόθεση και δεν είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκίζεται θετικά για τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.  Σε ό,τι αφορά την αγωγή υπ’ αριθμόν 823/23  αυτή αποσύρθηκε ως άνευ αντικειμένου πλέον, δεδομένης της κατ’ ισχυρισμό πώλησης του στους Αιτητές.  Ως προς τον λόγο που δεν καταχωρίστηκε εκ μέρους τους σχετική Έκθεσης Υπεράσπισης, στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής, είναι γιατί η ΚΕΔΙΠΕΣ ζητούσε επανειλημμένα και πιεστικά να αποσυρθεί αυτή, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για τα έξοδα εις βάρος της, πράγμα το οποίο δεν έγινε αποδεκτό από τη δική τους πλευρά με αποτέλεσμα εν τέλει να συμφωνηθεί η καταβολή στους ίδιους των συμφωνηθέντων εξόδων. 

 

Για τους πιο πάνω λόγους είναι η καταληκτική του θέση ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί και ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να τους παρέχει το δικαίωμα να προβάλουν τις πιο πάνω εγειρόμενες Υπερασπίσεις τους.

 

Ακρόαση Αίτησης

Η ακρόαση της αίτησης έγινε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που αμφότερες οι πλευρές καταχώρησαν, καθώς και στις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων τους, οι οποίοι επιχειρηματολόγησαν ως προς τις θέσεις τους. Σημειώνω επίσης ότι καμία πλευρά δεν προέβη στην αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα  ή στην καταχώρηση οποιασδήποτε συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης.

Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και τα επιχειρήματα εκάστης πλευράς.

Νομική Πτυχή

Η υπό κρίση Αίτηση εδράζεται επί της ουσίας στο Μέρος 24 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το οποίο διέπει δικονομικά την εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση συνοπτικής απόφασης.

Το Μέρος 24.2 προνοεί τα ακόλουθα:

«24.2. Λόγοι έκδοσης συνοπτικής απόφασης

(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:

(α) κρίνει ότι:

(i) ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή

(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και

(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.»

Περαιτέρω, το Μέρος 24.3(1) προνοεί ότι ο Ενάγοντας δεν μπορεί να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης πριν την καταχώρηση από τον Εναγόμενο σημειώματος εμφάνισης, εκτός αν το Δικαστήριο δώσει άδεια.

Το δε Μέρος 24.4 προνοεί, μεταξύ άλλων, ότι η αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται σε αυτή για την έκδοση συνοπτικής απόφασης θα πρέπει να αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο Αιτητής πιστεύει πως ο Καθ΄ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης και ότι δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση πρέπει να εκδικαστεί. 

Από την δικαστική έρευνα στην οποία έχω προβεί δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε απόφαση είτε του Ανωτάτου Δικαστηρίου είτε του νεοσύστατου Εφετείου που να διαπραγματεύεται το Μέρος 24 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας.

Πράγμα απόλυτα λογικό εφόσον οι Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας τέθηκαν σε ισχύ μόλις την 1.9.2023.

Καθοδήγηση όμως άντλησα από διάφορες Αγγλικές υποθέσεις και Αγγλικά νομικά συγγράμματα, εφόσον το Μέρος 24 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας είναι αντίστοιχο με το Part 24 των Αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. 

 

Στο The White Book Service 2024: Civil Procedure, Vol.1, στην παράγραφο 24.2.3, με παραπομπή σε σχετική νομολογία, καταγράφονται τα κριτήρια και οι εφαρμοστέες αρχές για την έκδοση από το Δικαστήριο συνοπτικών αποφάσεων. Παραθέτω αυτούσιο σχετικό απόσπασμα:

«The following principles applicable to applications for summary judgment were formulated by Lewison J in Easyair Ltd v Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) and approved by the Court of Appeal in AC Ward & Sons Ltd v Caitlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098; [2010] Lloyd's Rep. I.R. 301 at 24:

i) The Court must consider whether the claimant has a realistic as opposed to a fanciful prospect of success: Swain v Hillman [2001] 1 All E.R. 91;

ii) A "realistic" claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products v Patel [2003] EWCA Civ 472;

iii) In reaching its conclusion the Court must not conduct a "mini-trial": Swain v Hillman;

iv) This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted with contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products v Patel;

v) However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgment, but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust v Hammond (No. 5) [2001] EWCA Civ 550;

vi) Although a case may turn out at trial not to be really complicated, it does not follow that it should be decided without the fuller investigation into the facts at trial than is possible or permissible on summary judgment. Thus the court should hesitate about making a final decision without a trial even where there is no obvious conflict of fact at the time of the application, where reasonable grounds exist for believing that a fuller investigation into the facts of the case would add to or alter the evidence available to a trial judge and so affect the outcome of the case: Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd v Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] F.S.R. 3;

vii) On the other hand it is not uncommon for an application under Pt 24 to give rise to a shot point of law or construction and, if the court if satisfied that it has before it all the evidence necessary for the proper determination of the question and that the parties have had an adequate opportunity to address it in argument, it should grasp the nettle and decide it. The reason is quite simple: if the respondent's case is bad in law, the sooner that is determined, the better. If it is possible to show by evidence that although material in the form of documents or oral evidence that would put the documents in another light is not currently before the Court, such material is likely to exist and can be expected to be available at trial, it would be wrong to give summary judgment because there would be a real, as opposed to fanciful, prospect of success. However, it is not enough simply to argue that the case should be allowed to go to trial because something may turn up which would have a bearing on the question of construction: ICI Chemicals & Polymers Ltd v TTE Training Ltd [2007] EWCA Civ 725

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Mellor v Partridge [2013] EWCA Civ 477, το έργο του Δικαστηρίου σε μια Αίτηση για έκδοση συνοπτικής Απόφασης «is not to decide whether the Claimants are right. Our task is to decide which parts of the case (if any) are fit to go to trial.»

 

Στο νομικό σύγγραμμα Zuckerman on Civil Procedure, Principles of Practice, 4η έκδοση, 2021 στις παραγράφους 9.59-9.64 αναφέρονται επίσης τα εξής σχετικά:

‘‘9.59. An applicant for summary judgment must establish that the respondent has no real prospect of succeeding; it is not for the respondent to show a real prospect of success. A respondent will be called upon to show its hand only if the applicant has established that there are grounds for concluding that the respondent has no real prospect of success.

9.60, In Swain v Hillman Lord Woolf MR said that the “words ‘no real prospect of succeeding’ do not need any amplification, they speak for themselves. The word ‘real’ distinguishes fanciful prospects of success or they [sic] direct the court to the need to see whether there is a ‘realistic’ as opposed to a ‘fanciful’ prospect of success”. It has been said that “real” means that the respondent has to have a case which is better than merely arguable but has some degree of conviction, even if it is difficult to make out. But even these elaborations fail to convey a clear measure of what has to be established in order to obtain summary judgment and different judges may well have different conceptions of what counts as “real” and what counts as “fanciful” or what is better than “merely arguable”. It is of course not possible to obtain precision in a test of this kind, but adequate consistency can be achieved only if the test is better articulated so that judges can apply it in the context of a shared understanding of its nature and purpose.

9. 61 To appreciate the full implications of the test one must first articulate its rationale. The pre-CPR position was that only claimants could apply for summary judgment, and they had to demonstrate that the defendant had “no defense” to the claim. It was not enough for the court to conclude that the defendant was unlikely to succeed in its defence; it had to be convinced beyond reasonable doubt that the defendant could not succeed. As a result, leave to defend had to be given even where the defence was very weak, or “shadowy”, though the court had the power to impose conditions on the leave to defend if it considered the defence to be doubtful or lacking in substance.

9. 62 In his Access to Justice reports Lord Woolf found the old rule unsatisfactory because it allowed unmeritorious cases to go to trial when they should have been disposed of summarily. The test of “a real prospect of succeeding” must therefore be understood in the context of the reports’ policy to promote proportionate use of resources. The purpose of the CPR test is to avoid the use of the normal pre-trial and trial procedures for resolving disputes that cannot benefit from use of these procedures. It follows that summary judgment must be given where the normal processes are not likely to turn up something that could make a difference to the outcome.

9. 63 Whether a party has a real prospect of success therefore depends on an assessment of two distinct matters: first, whether the party has a real prospect of success on the basis of the facts that are known at the time; and second, whether there is a real prospect that some material support for the party’s case would emerge if the case followed the normal procedural route. It is only when the court is convinced that the party has no real prospect in respect of both these matters that the use of the normal process would be wasteful.

9. 64 Support for this interpretation of the test is found in S v Gloucestershire County Council where the Court of Appeal explained that before giving summary judgment the court must be satisfied of the following matters: (1) that it had before it all substantial relevant facts that were reasonably capable of being before it; (2) that those facts were undisputed or there was no real prospect of successfully disputing them; and (3) that there was no real prospect of oral evidence affecting the court’s assessment of the facts. The Court of Appeal stressed that even where there were gaps in the evidence, the court could proceed to summary judgment if there was no real prospect that the gaps would be filled.

Ως προκύπτει από το λεκτικό του Μέρους 24.4 το βάρος απόδειξης ότι ο Εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης και ότι δεν υπάρχει άλλος επιτακτικός λόγος για τη διεξαγωγή δίκης βρίσκεται στους ώμους του Ενάγοντα. Σχετική είναι και η αντίστοιχη αναφορά στο White Book Service του 2024 (ανωτέρω) στην παράγραφο 24.2.3 υπό τον τίτλο «Burdens of proof» όπου αναφέρεται ότι:

«In ED&F Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472, it was said that under r.24.2 the overall burden of proof rests on the applicant to establish that there are grounds to believe that the respondent has no real prospect of success and that there is no other reason for a trial. The existence of this burden is indicated by para.2(3) of Practice Direction 24; the applicant must: (a) identify concisely any point of law or provision in a document on which they rely; and/or (b) state that the application is made because the applicant believes that, on the evidence, the respondent has no real prospect of succeeding on the claim or issue or (as the case may be) of successfully defending the claim or issue to which the application relates, and in either case state that the applicant knows of no other reason why the disposal of the claim or issue should await trial. The essential ingredient is the applicant’s belief that the respondent has no real prospect of success and that there is no other reason for a trial.»

Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω εν πρώτοις  κατά πόσο πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση οι τυπικές προϋποθέσεις που το Μέρους 24 προνοεί σε σχέση με την καταχώρηση αίτησης για την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Ανατρέχοντας στην αίτηση και στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει διαπιστώνω ότι η Αίτηση καταχωρίστηκε μετά την καταχώρηση του σημειώματος εμφάνισης των Καθ’ων η Αίτηση (βλέπε Μέρος 24.3(1)) καθώς και αναφέρεται στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει προς υποστήριξη αυτής ότι η υπό κρίση αίτηση υποβάλλεται διότι οι Αιτητές πιστεύουν ότι οι Καθ’ών η Αίτηση με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία δεν έχουν πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της Απαίτησης τους και δεν γνωρίζουν άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση τους θα πρέπει να εκδικαστεί (βλέπε παραγράφους 35 και 37 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση). Επομένως ο Αιτητής έχει συμμορφωθεί με τις τυπικές προϋποθέσεις του Μέρους 24.

Οι Καθ’ων η Αίτηση προβάλλουν τη θέση ότι ο Αιτητής 1 δεν είναι πρόσωπο που έχει γνώση και μπορεί να ορκισθεί θετικά επί των γεγονότων που περιστοιχίζουν την παρούσα υπόθεση. Τέτοια τυπική προϋπόθεση πλέον δεν απαιτείται με το Μέρος 24 των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, σε αντιδιαστολή με την Διαταγή 18 των Παλαιών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Σε κάθε όμως περίπτωση αναφέρω ότι τα όσα προβάλλει ο Αιτητής, μέσω της ένορκης του δήλωσης, πλείστα εξ αυτών δεν αμφισβητούνται, και επιπρόσθετα αναφέρει τόσο την πηγή της γνώσης του, ενώ δε τα όσα προβάλλει τεκμηριώνονται από τα Τεκμήρια που έχει προσκομίσει στο Δικαστήριο. Επομένως με κάθε σεβασμό δεν με βρίσκει σύμφωνο η σχετική εισήγηση των Καθ’ ων η Αίτηση.

Προχωρώ στην συνέχεια να εξετάσω την ουσία της αίτησης.

Έχοντας αντιπαραβάλλει τις θέσεις κάθε πλευράς, αυτό που προκύπτει ως γενικό συμπέρασμα είναι ότι τα ουσιώδη επίδικα γεγονότα που περιστοιχίζουν την παρούσα απαίτηση είναι μη αμφισβητούμενα. 

Και τούτο γιατί τα όσα ο Αιτητής προβάλλει, μέσω της ένορκης δήλωσης του, δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση από την πλευρά των Καθ’ου η Αίτηση 1, υπό την έννοια ότι ο τελευταίος δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι οι Αιτητές είναι σήμερα οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, κατόπιν αγοράς του, έναντι νομίμου ανταλλάγματος, από την ΚΕΔΙΠΕΣ, ούτε αμφισβητεί το γεγονός ότι ο ίδιος με την σύζυγο του διαμένουν σήμερα στο επίδικο ακίνητο, χωρίς την συγκατάθεση των Αιτητών,  αλλά ούτε και αμφισβητεί το γεγονός ότι οι Καθ’ων η Αίτηση αρνούνται να παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακινήτου στους Αιτητές, διαμένοντας σε αυτό μέχρι και σήμερα. 

Η βάση της απαίτησης του Αιτητή εδράζεται κυρίως στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης.

Σύμφωνα με το άρθρο 43(1) του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148,  παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή σε παράνομη πρόκληση ζημιάς ή σε παράνομη παρέμβαση στην ιδιοκτησία αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπο. 

 

Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης στρέφεται εναντίον της κατοχής ακινήτων και όχι της κυριότητας ακινήτων (Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R. 100) και σκοπός είναι η προστασία τέτοιας κατοχής που είναι η προέκταση της προστασίας του προσώπου και η εξήγηση της είναι η ανάγκη παρεμπόδισης διατάραξης της ειρήνης.  Είναι αδίκημα αγώγιμο per se και δεν χρειάζεται απόδειξη ζημιάς (Αρτέμης & Ερωτοκρίτου, Κεφ. 148, Αστικά Αδικήματα, Δίκαιο και Αποφάσεις, Τόμος 1, σελ. 130-135 και Παπακόκκινου και άλλες ν. Θεοδοσίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 379).

 

Στην υπόθεση Liasidou and Another v. Papademetriou (1975) 1 C.L.R. 122 λέχθηκε ότι κατοχή (possession) σημαίνει πραγματική κατοχή (occupation) ή φυσικό έλεγχο της περιουσίας, όποιος δε διαταράσσει αυτήν την κατοχή μπορεί να εναχθεί για παράνομη επέμβαση.

 

Το δε βάρος απόδειξης της ισχυριζόμενης επέμβασης φέρει ο Ενάγων, αλλά, με την απόδειξη της επέμβασης, το βάρος μετατίθεται στους ώμους του Εναγομένου να αποδείξει ότι αυτή δεν ήταν παράνομη (βλ. άρθρο 43(2) του Κεφ. 148 και Μάρκου ν. Χρυσοστόμου κ.α., (2004)  1Β Α.Α.Δ. 813).

 

Το γεγονός ότι οι Αιτητές είναι σήμερα οι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, επιβεβαιώνεται από τον τίτλο ιδιοκτησίας που έχουν επισυνάψει (Τεκμήριο 8 στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση). Δεν έχει αμφισβητηθεί από τους Καθ’ων η Αίτηση ότι οι τελευταίοι διαμένουν εντός του επίδικου ακινήτου, παρά την περί αντιθέτου θέση των Αιτητών η οποία τους έχει κοινοποιηθεί. Με άλλα λόγια, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έχουν αμφισβητήσει με οποιοδήποτε τρόπο τη θέση του Αιτητή ότι σήμερα διαμένουν στο επίδικο ακίνητο χωρίς να είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του και χωρίς να τους έχει δοθεί οποιαδήποτε άδεια ή συγκατάθεση από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στον τίτλο να είναι οι ιδιοκτήτες του επίδικου  ακινήτου, δηλαδή τους Αιτητές. 

Το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης συνίσταται σε παράνομη πράξη υποδεικνύουσα αμφισβήτηση ή ενόχληση της κατοχής της περιουσίας κάποιου αντίθετα με τη θέληση του Δάμτσας Κωνσταντίνος Ε. και Άλλοι ν. D Ouzounian M Sultanian and Company (Cars) Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 805.

Με τα όσα οι Αιτητές προβάλλουν, και τα οποία δεν αμφισβητούνται, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι έχουν πείσει στον απαιτούμενο βαθμό εφόσον τα γεγονότα που επικαλούνται είναι επαρκή ώστε η πλευρά των Καθ’ων η Αίτηση να κληθούν να καταδείξουν ότι οι υπερασπίσεις που προβάλλουν έχουν κάποια πραγματική προοπτική επιτυχίας. 

Ανατρέχοντας στην ένορκη δήλωση του Καθ’ου η Aίτηση  1, αυτό το οποίο μπορεί να διαπιστωθεί είναι ότι εγείρονται από μέρους του τα ακόλουθα ζητήματα ως προς την υπεράσπιση τους σε σχέση με την απαίτηση των Αιτητών:

α) ο ίδιος με την Καθ’ης η αίτηση 2 είναι τα μόνα πρόσωπα που δικαιούνται να διαμένουν μόνιμα στο επίδικο ακίνητο και ότι η Καθ’ης η αίτηση 2 εξακολουθεί να είναι η νόμιμη ιδιοκτήτρια του. 

β) Η όλη διαδικασία εκποίησης της επίδικης υποθήκης και η διαδικασία εγγραφής του ακινήτου στην ΚΕΔΙΠΕΣ, αλλά και η μεταγενέστερη πώληση του στους Αιτητές, είναι πράξεις εξ υπαρχής παράνομες, άκυρες και ανεφάρμοστες.  Και τούτο γιατί  με βάση τις πρόνοιες των άρθρων 5, 8, 21(1)(γ) και 21(2) του Νόμου, μια υποθήκη για να είναι έγκυρη και νόμιμη επιβάλλεται και είναι επιτρεπτό να εξασφαλίζει αποκλειστικά και μόνο συγκεκριμένο και καθορισμένο ποσό κεφαλαίου, ποσοστό επιτοκίου, το οποίο πρέπει να είναι καθορισμένο ή δυνάμενο να προσδιοριστεί και επιπλέον είναι επιτρεπτό να καλύπτει μόνο έξοδα στην περίπτωση που ληφθούν νόμιμα μέτρα για την ανάκτηση του κεφαλαίου  και των τόκων.  Με βάση τους όρους της σύμβασης υποθήκης (όρους 7, 8, 12, 13, 14, 15 και 16) αυτή φέρεται να παρουσιάζεται ότι καλύπτει χρηματικά ποσά ή και χρέη που δεν είναι επιτρεπτό να καλύπτονται με βάση τις πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου, όπως για παράδειγμα έξοδα ή και δικαιώματα, τόκους υπερημερίας, ασφάλιστρα, προσαυξήσεις επιτοκίου ή και περιθωρίου, έξοδα εκτιμήσεων και δικαιώματα παροχής υπηρεσιών. 

γ)  Δυνάμει παραβίασης από την ΚΕΔΙΠΕΣ του άρθρου 5 του Νόμου και με δεδομένη την εξ υπαρχής ακυρότητα της επίδικης υποθήκης επί του επίδικου ακινήτου, δεν ήταν νομικά επιτρεπτό για την ΚΕΔΙΠΕΣ να προχωρήσει με την εκποίηση της επίδικης υποθήκης.  Ως εκ τούτου η ΚΕΔΙΠΕΣ δεν κατέστη νόμιμα και έγκυρα η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου.  Στη βάση των δεδομένων αυτών η ΚΕΔΙΠΕΣ δεν είχε δικαίωμα για την πώληση αυτού στους Αιτητές.

Δεν χρειάζεται να επεκταθώ και να αναλύσω την ουσία των πιο πάνω εγειρόμενων υπερασπίσεων. Και τούτο για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι δυνατή η από μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση προώθηση τέτοιων βάσεων υπεράσπισης εναντίον των Αιτητών στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. Τέτοιες υπερασπίσεις μόνο εναντίον της ΚΕΔΙΠΕΣ μπορούσαν να εγερθούν. Ζητήματα που αφορούν την κατ’ ισχυρισμό άκυρη σύμβαση υποθήκης αλλά και ζητήματα που αφορούν τη διεξαγωγή πλειστηριασμού δεν μπορούν να εξεταστούν ως βάσεις υπεράσπισης εναντίον των Αιτητών.  Όλα αυτά τα νομικά και πραγματικά ζητήματα που οι Καθ’ ων η Αίτηση εγείρουν μόνο εναντίον της ΚΕΔΙΠΕΣ μπορούσαν να προωθηθούν, η οποία ως ενυπόθηκος δανειστής προώθησε τη διαδικασία πλειστηριασμού με βάση τις πρόνοιες του Νόμου.  Οι Αιτητές ασφαλώς και δεν είναι σε θέση να επιχειρηματολογήσουν, τόσο επί νομικών σημείων αλλά και πραγματικών γεγονότων, στο κατά πόσο δηλαδή η επίδικη σύμβαση υποθήκης είναι εξ υπαρχής άκυρη λόγω παρανομίας και παραβίασης αυτής από μέρους της ΚΕΔΙΠΕΣ. Ζητήματα για τα οποία και ασφαλώς είναι άγνωστα γι’ αυτούς.

Οι Αιτητές απέκτησαν το επίδικο ακίνητο ως καλόπιστοι αγοραστές, δυνάμει σχετικής συμφωνίας και έναντι νομίμου ανταλλάγματος. Επίκληση των πιο πάνω θέσεων των Καθ’ων η Αίτηση δύναται να γίνει μόνο μεταξύ της ΚΕΔΙΠΕΣ και των Καθ’ων η αίτηση και δεν αφορούν τους Αιτητές. Το αγώγιμο δικαίωμα των Αιτητών δεν στηρίζεται στην επίδικη υποθήκη αλλά στο γεγονός ότι είναι οι νέοι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου. Ως εκ τούτου στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούν να προβληθούν εναντίον των Αιτητών υπερασπίσεις από τους Καθ’ών η Αίτηση που αφορούν τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, δηλαδή την ΚΕΔΙΠΕΣ. Η επίδικη υποθήκη, για την οποία οι Καθ’ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι είναι εξ υπαρχής άκυρη έχει εκποιηθεί, δυνάμει Νόμου, και δεν έχει πλέον αντικείμενο και έπαψε να υφίσταται. Η εκποίηση του επίδικου ακινήτου επέφερε νομικά αποτελέσματα, τα οποία οι Καθ’ων η Αίτηση, μέχρι και σήμερα, ουδέποτε έχουν αμφισβητήσει, κατ΄επιλογή δική τους, παρά το γεγονός ότι ήταν πλήρως ενήμεροι. Τα όσα οι Καθ΄ών η Αίτηση προβάλλουν με τις εγειρόμενες υπερασπίσεις τους δεν είναι σχετικά και δεν αφορούν την επίδικη διαφορά των Αιτητών και των Καθ’ ων η Αίτηση.

Επιπρόσθετα, και σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αγνοηθεί και το γεγονός ότι τα όσα μέχρι σήμερα προβάλλουν οι Καθ’ ων η Αίτηση ως υπερασπίσεις, δηλαδή περί του ότι αμφισβητούν τόσο το κύρος της επίδικης υποθήκης όσο και τη διαδικασία της εκποίησης που έγινε στη βάση αυτής, ουδέποτε τα έχουν προβάλλει είτε στο κατάλληλο χρόνο είτε εναντίον των κατάλληλων προσώπων.  

Ειδικότερα, η επίδικη υποθήκη καταρτίστηκε το 2004. Οι Καθ’ων η Αίτηση δικαιολογούν το γεγονός ότι δεν αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της λόγω του ότι δεν γνώριζαν το γεγονός αυτό. Η άγνοια του Νόμου δεν συγχωρείται και ούτε αποτελεί υπεράσπιση (Marfin Investment Group Ανώνυμος Εταιρεία Συμμετοχών ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2017) 3 ΑΑΔ 797, Παρασκευά ν. Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Ποινική Έφεση αρ. 329/2018, 18/9/2019), ECLI:CY:AD:2019:B376. Οι Καθ’ων η Αίτηση δεν έλαβαν οποιαδήποτε μέτρα για ακύρωση της επίδικης υποθήκης από το 2004 μέχρι και σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, όταν ενημερώθηκαν από τους νυν συνήγορους τους για το γεγονός αυτό, ούτε και μέχρι σήμερα έλαβαν οποιαδήποτε διαβήματα. Ούτε και ήγειραν οποιαδήποτε αγωγή εναντίον της ΚΕΔΙΠΕΣ αξιώνοντας την ακύρωση της επίδικης υποθήκης. Ούτε και αμφισβήτησαν με Αίτηση/Έφεση τη διαδικασία πλειστηριασμού του ακινήτου τους καθώς και την μετέπειτα ανάκτηση του από την ΚΕΔΙΠΕΣ. Σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζονται ότι δεν έλαβαν γνώση του σχετικού πλειστηριασμού. Ούτε προέβαλαν τις υπερασπίσεις τους αυτές, υπό τύπο ανταπαίτησης, αξιώνοντας την ακύρωση της επίδικης υποθήκης, στα πλαίσια της αγωγής υπ΄αριθμόν 823/2023 που η ΚΕΔΙΠΕΣ ήγειρε εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση 1. Εάν ήθελαν να προσβάλουν την επίδικη υποθήκη θα ήγειραν σχετική ανταπαίτηση ανεξαρτήτως της πρόθεσης της ΚΕΔΙΠΕΣ να αποσύρει την αγωγή. Σημειώνω ότι η παρούσα αγωγή ηγέρθη στις 23.10.2023 και μέχρι τις 16.12.2024 εκκρεμούσε σχετική αίτηση για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης, η οποία ορίσθηκε για απόδειξη κατά την πιο πάνω ημερομηνία. Συνάγεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν στην διάθεση τους τον απαιτούμενο εύλογο χρόνο να καταχωρήσουν Υπεράσπιση και κατ΄ επέκταση Ανταπαίτηση, πλην όμως για δικούς τους λόγους δεν το έπραξαν. Ακόμη και αν γίνει δεκτή η θέση τους περί αφόρητων πιέσεων από την ΚΕΔΙΠΕΣ για απόσυρση της εν λόγω αγωγής, που αντικειμενικά τέτοια θέση δεν τεκμηριώνεται με βάση την παράθεση των πιο πάνω γεγονότων, αποτελεί άξιον απορίας γιατί δεν ήγειραν οποιαδήποτε νέα αγωγή εναντίον της ΚΕΔΙΠΕΣ, μετά την απόσυρση της πιο πάνω αγωγής, προωθώντας και αξιώνοντας την ακύρωση της επίδικης υποθήκης. Ούτε και προχώρησαν άμεσα στα δικονομικά διαβήματα που ανάφεραν ότι θα πράξουν στην απαντητική επιστολή (Τεκμήριο 12) που απέστειλαν στους Αιτητές ως προς το αίτημα των τελευταίων να τους παραδώσουν την κατοχή του επίδικου ακινήτου. Τα όσα σήμερα προβάλλουν οι Καθ’ ων η Αίτηση θα έπρεπε να εγερθούν έναντι των κατάλληλων προσώπων, που σίγουρα δεν είναι οι Αιτητές, και στον κατάλληλο χρόνο, που σίγουρα δεν είναι μέσα στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας αγωγής. Ουδεμία εξήγηση δίδουν ως προς την καθυστέρηση λήψης διαφόρων μέτρων.

Με την όλη εν γένει συμπεριφορά τους οι Καθών η Αίτηση αποδέκτηκαν τα οποιαδήποτε νομικά αποτελέσματα και δεν έχουν σήμερα την δυνατότητα να τα προβάλουν έναντι των Αιτητών.  Οι Καθ’ών η Αίτηση είχαν το δικαίωμα να αμφισβητήσουν το δικαίωμα των δανειστών τους να προχωρήσουν με την εκποίηση της υποθήκης τόσο κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που προηγήθηκε της πράξης πλειστηριασμού όσο και μετά από αυτήν, αλλά και της μεταγενέστερης ανάκτησης τους από την ΚΕΔΙΠΕΣ.

Η όλη εν γένει συμπεριφορά τους, ως περιγράφεται ανωτέρω, και η καθυστέρηση στην διεκδίκηση οποιονδήποτε θεραπειών από τους Καθ’ων η αίτηση έναντι των ενεργειών της ΚΕΔΙΠΕΣ αφήνει αλώβητη την όλη διαδικασία ανάκτησης από την τελευταία και μετέπειτα πώλησης του επίδικου ακινήτου στους Αιτητές (βλέπε κατ΄αναλογία  Συμεού Καίτη και άλλοι ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Ύψωνα και άλλου (2013) 3 ΑΑΔ 668). 

Στην υπόθεση Χριστοφίδου v. Παπαχρυσοστόμου (2009) 1Α.Α.Δ. 1360 λέχθηκε επίσης ότι:

«Είναι θεμελιωμένο ότι ένας ενάγοντας θα πρέπει να προωθήσει την αξίωση του χωρίς υπέρμετρη καθυστέρηση, σύμφωνα με το αξίωμα vigilantibus et non dormientibus lex succurrit. Το δίκαιο της επιεικείας δεν θέτει οποιοδήποτε συγκεκριμένο χρονικό όριο για την προώθηση ενός αγώγιμου δικαιώματος αλλά το δικαστήριο εξετάζει το ζήτημα υπό το φως των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Κατά την εξέταση αυτή, με σκοπό να αποφασιστεί το κατά πόσον υπήρξε τέτοια καθυστέρηση που να συνιστά κώλυμα στην προώθηση της υπόθεσης (laches) τα κύρια σημεία που λαμβάνονται υπόψη είναι: (α) Η συγκατάθεση του ενάγοντα στην παράβαση των δικαιωμάτων του από τον εναγόμενο, μετά που ο ενάγοντας έχει πλήρη γνώση των ουσιωδών γεγονότων, και (β) οποιαδήποτε αλλαγή έχει συμβεί, στο μεταξύ, στον εναγόμενο, η οποία τον επηρεάζει δυσμενώς. Θεωρείται γενικά άδικο να παρέχεται σε ένα ενάγοντα θεραπεία, όταν εκείνος με τη συμπεριφορά του έχει δείξει ότι αποποιήθηκε ή απεμπόλησε τα δικαιώματα του (Δέστε: Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 14, σελ. 641).»

 

Και κάτι εξίσου σημαντικό. Ούτε και προβάλλεται καν η θέση, μέσω της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η Αίτηση 1, ότι οι προβαλλόμενες υπερασπίσεις που εγείρουν οι Καθ’ ων η Αίτηση έναντι των Αιτητών θα εγερθούν υπό τύπο ανταπαίτησης, δηλαδή θα αξιώσουν την εξ υπαρχής ακύρωση της επίδικης υποθήκης, αλλά και ότι θα καλέσουν ως τριτοδιάδικο μέρος στην παρούσα αγωγή την ΚΕΔΙΠΕΣ με την οποία είχαν συμβατική σχέση, αξιώνοντας την ακύρωση αυτής αλλά και την διαδικασία του πλειστηριασμού.  Το ζήτημα αυτό, ότι δηλαδή οι Καθ΄ων η Αίτηση έχουν τέτοια πρόθεση, θίχτηκε στις προφορικές αγορεύσεις των συνηγόρων των Καθ’ων η αίτηση μετά από διευκρινίσεις του Δικαστηρίου.  Ως έχει νομολογηθεί όμως οι αγορεύσεις των δικηγόρων δεν συνιστούν μαρτυρία αλλά ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των ισχυρισμών του (Σοφοκλέους Κυριάκος ν. Γιώτας Κυριάκου (2010) 1 ΑΑΔ 665). Εν πάση όμως περιπτώσει όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση  AIS Pipework Limited v. Sexlund International Ltd (2017) ENCH 1253 από μόνη της η ύπαρξη ισχυρισμού για συμψηφισμό ή ανταπαίτηση δεν αποτελεί λόγο για απόρριψη αίτησης για συνοπτική απόφαση. 

Το γεγονός ότι η Καθ΄ης η Αίτηση 2 ήταν στο παρελθόν η ιδιοκτήτρια του του επίδικου ακινήτου, το οποίο το υποθήκευσε, σε πιστωτή, που τελικά προχώρησε με διαδικασία εκποίησης, και η Καθ’ής η Αίτηση αμφισβητεί και την εγκυρότητα της υποθήκης και τη διαδικασία εκποίησης, δεν της αφήνει κατάλοιπο δικαιώματος κατοχής του επίδικου ακινήτου έναντι στους νέους τιτλούχους, δηλαδή τους Αιτητές και δεν της δίδει δικαίωμα παραμονής στο ακίνητο ή κατοχής οποιουδήποτε μέρους του.

Και ούτε με κάθε σεβασμό με βρίσκει σύμφωνο η εισήγηση των ευπαίδευτων συνηγόρων των Καθ’ων η Αίτηση ότι οι προβαλλόμενες υπερασπίσεις των Καθ’ων η Αίτηση είναι νεοφανείς. Και τούτο γιατί τέτοιες προβαλλόμενες υπερασπίσεις που έχουν εγερθεί από τους Καθ’ ων η Αίτηση στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης (χωρίς να παραγνωρίζω και αγνοώ το γεγονός ότι η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά και χωρίς βεβαίως να αποφαίνομαι επί της βασιμότητας τους ή όχι), έχουν εγερθεί, κατά παρόμοιο τρόπο, από τους νυν συνηγόρους των Καθ’ ων στα πλαίσια άλλων υποθέσεων. Μεταξύ άλλων, τέτοιες προβαλλόμενες υπερασπίσεις, οι οποίες και απορρίφθηκαν απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση ΜΑΡΙΑΣ ΜΙΤΣΗΓΙΩΡΓΗ κ.α. v. GORDIAN HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.287/2015, 12/6/2025, από την οποία και παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

«Προς υποστύλωση του 2ου λόγου έφεσης, οι εφεσείοντες,  παραπέμποντας γενικότερα σε πρόνοιες του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.9/1965 και ειδικότερα στο  άρθρο 21(1)(γ) του ως άνω Νόμου, εισηγούνται ότι οι επίδικες υποθήκες είναι εξ' υπαρχής άκυρες και παράνομες. Υποστηρίζουν ότι το περιεχόμενο και οι όροι τους, βάσει και της προσαχθείσας μαρτυρίας, έρχονται σε αντίθεση με νομοθετικές πρόνοιες του Ν.9/1965, επηρεάζοντας έτσι την εγκυρότητα των επίδικων υποθηκών.  Ειδικότερα, προβάλλεται από την πλευρά τους ότι δεν καθορίζεται ούτε καθίσταται δυνάμενο να υπολογιστεί «το ποσό που δεσμεύει τις επίδικες υποθήκες», καθότι μαζί με το κεφάλαιο συμπεριλαμβάνονται και ακαθόριστες χρεώσεις, όπως τόκοι, προμήθειες, άλλα τραπεζικά δικαιώματα, δικηγορικά, δικαστικά και άλλα έξοδα και τέλη, καταστρατηγώντας σχετικές πρόνοιες της ως άνω νομοθεσίας. Περαιτέρω, υποστηρίζουν πως με τον τρόπο  που προβλέπεται η επιβολή του επιτοκίου που επιβαρύνονται τα οφειλόμενα ποσά, είναι αδύνατος ο προσδιορισμός ή ο καθορισμός του και, ως εκ τούτου, λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι «με μαθηματικές πράξεις καταλήγουμε σε συγκεκριμένο ποσοστό επιτοκίου που επιβαρύνονται τα οφειλόμενα ποσά».

Το άρθρο 5 του Ν.9/1965, προνοεί ρητά ότι καμία μεταβίβαση ή υποθήκευση ακινήτου είναι έγκυρη εκτός αν γίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου. Από τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του Ν.9/1965, ως αναφέρθηκε στην σχετική επί του θέματος απόφαση Φελλάς κ.α. ν. Emporiki Bank-Cyprus Limited, Πολιτική Έφεση Αρ. 17/2013, 7/4/2020, ECLI:CY:AD:2020:A111, προκύπτει εμφανώς ότι:

«...το ποσό για το οποίο παραχωρείται η υποθήκη πρέπει να είναι καθορισμένο ή να μπορεί να προσδιοριστεί, μαζί με τυχόν συμφωνηθέντες τόκους σε ποσοστό το οποίο είναι καθορισμένο ή μπορεί να προσδιοριστεί με αναφορά σε οποιοδήποτε άλλο ποσοστό, καθώς επίσης και των εξόδων που απαιτούνται σε περίπτωση λήψης νόμιμων μέτρων προς είσπραξη του ποσού της υποθήκης και του τόκου».

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατατέθηκαν οι επίδικες συμβάσεις και δηλώσεις υποθήκης  (τεκμήρια 3, 4 και 9 στην πρωτόδικη διαδικασία).  Στην παράγραφο 4 εκάστου εγγράφου υποθήκης, αναγράφεται το συγκεκριμένο ποσό που εξασφαλίζεται και οφείλεται να πληρωθεί, επιπλέον τόκους, προμήθειες και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα, όπως αναγράφονται στην παράγραφο 12 των ιδίων εγγράφων.

Ειδικότερα, στην υποθήκη Υ9005/99 (τεκμήριο 3), η οποία αφορά την εφεσείουσα 1, η παράγραφος 12 διαλαμβάνει ότι:

«Το μεγαλύτερο ποσό με το οποίο δεσμεύονται τα υποθηκευμένα κτήματα είναι το τελικό υπόλοιπο το οποίο θα παραμένει απλήρωτο κατά την ημέρα εκποίησης αυτής της υποθήκης. Σχετικά με τις υποχρεώσεις που για την εξασφάλισή τους γίνεται αυτή η υποθήκη με συνολικό ποσό κεφαλαίου που δεν ξεπερνά τις ΛΚ 30.000,00 πλέον τόκους προς 8,000% κάθε χρόνο, προμήθειας και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα πάνω στο ποσό αυτό μέχρι την πλήρη και τελική εξόφληση, καθώς και για δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και ή άλλα έξοδα και δαπάνες. Εννοείται ότι η Τράπεζα θα έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε αποφασίσει αφού μου δώσει γραπτή ειδοποίηση, να αυξομειώνει το πιο πάνω ποσοστό επιτοκίου μέχρι το ανώτατο όριο που επιτρέπει κάθε φορά ο Νόμος ...».

Στην αντίστοιχη παράγραφο 12 των εγγράφων υποθήκης Υ846/04 (τεκμήριο 4) και Υ4137/07 (τεκμήριο 9) που αφορούν τον εφεσείοντα 2, αναφέρεται ότι:

«Το ανώτατο ποσό με το οποίο δεσμεύονται τα υποθηκευμένα κτήματα είναι το τελικό υπόλοιπο το οποίο θα παραμένει απλήρωτο κατά την ημέρα εκποίησης αυτής της υποθήκης. Σχετικά με τις υποχρεώσεις που για την εξασφάλισή τους γίνεται αυτή η υποθήκη με συνολικό ποσό κεφαλαίου που δεν ξεπερνά τις ΛΚ 20.000,00. Επιπλέον θα ευθύνομαι για τόκους (τόσο μετά όσο και πριν οποιαδήποτε απαίτηση ή δικαστική απόφαση) που, σε περίπτωση μη έγκαιρης πληρωμής τους θα κεφαλαιοποιούνται κάθε έξι μήνες, κατά την 30η Ιουνίου και 31η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους μέχρι την πλήρη και τελεία εξόφληση των υποχρεώσεων που εξασφαλίζονται με την παρούσα υποθήκη προς ποσοστό επιτοκίου το οποίο ήθελε συμφωνηθεί από καιρού εις καιρό μεταξύ του πρωτοφειλέτη και της Τράπεζας και/ή σύμφωνα με τη συνήθη πρακτική της Τράπεζας, πλέον προμήθειες και/ή άλλα τραπεζικά δικαιώματα και δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και/ή άλλα έξοδα και δαπάνες που ήθελε υποστεί η Τράπεζα...»

Ως προκύπτει δε από τις σχετικές συμβάσεις και δηλώσεις υποθηκεύσεως ακινήτων, στην Υ9005/99, το επιτόκιο είναι σταθερό (προς 8,000%), με δικαίωμα μεταβολής του από τον ενυπόθηκο δανειστή βάσει των όρων της σύμβασης και μόνο εφόσον ο ενυπόθηκος οφειλέτης λάβει γνώση, ενώ στις άλλες δύο, Υ846/04 και Υ4137/07, το επιτόκιο είναι κυμαινόμενο, αποτελούμενο από το εκάστοτε καθοριζόμενο από την τράπεζα βασικό επιτόκιο, πλέον την προσαύξηση.

Σύμφωνα λοιπόν με την τεθείσα υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία, σε κάθε μία από τις επίδικες υποθήκες καθορίζεται το μέγιστο ποσό της υποχρέωσης του ενυπόθηκου οφειλέτη καθώς και το συνολικό επιβαλλόμενο επιτόκιο που ίσχυε κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, το ύψος του οποίου μπορούσε να διαπιστωθεί και ελεγχθεί ανά πάσα στιγμή από τον τελευταίο. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αοριστία του ποσού που υπέχει υποχρέωση να καταβάλει ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή των τόκων, και κατ' επέκταση για παραβίαση των προϋποθέσεων του άρθρου 21(1)(γ) του Ν. 9/1965. Παρόμοια ζητήματα απασχόλησαν και στην Φελλάς (ανωτέρω), όπου επίσης κρίθηκε ότι το επιτόκιο ήταν δυνατόν να προσδιοριστεί, χωρίς να τίθεται ζήτημα ακυρότητας της υποθήκης.

Η πλευρά των εφεσειόντων, μέσω της τελικής αγόρευσης των δικηγόρων της, πέραν της εισήγησης ότι η αναφορά στα επίδικα έγγραφα υποθήκης σε προμήθειες, άλλα τραπεζικά δικαιώματα, δικηγορικά και δικαστικά έξοδα και/ή άλλα έξοδα, επηρεάζει την εγκυρότητα των επίδικων υποθηκών, παραπέμποντας στη γενική αρχή «equity of redemption», που, ως εισηγούνται, εκπηγάζει από τις πρόνοιες του άρθρου 21(1)(γ) του Ν.9/1965, υποστήριξε παράλληλα ότι με τους όρους των επίδικων υποθηκών, οι εφεσείοντες αποστερούνται το εξ επιεικείας δικαίωμα τους να εξοφλήσουν και εξαλείψουν τις σχετικές υποθήκες.

Είναι σημαντικό να  σημειωθεί ότι τα πιο πάνω ζητήματα, δεν προβλήθηκαν δικογραφικά από την πλευρά των εφεσειόντων στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας, ούτε απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ούτε, βεβαίως, καλύπτονται από την ειδοποίηση έφεσης. Συνεπώς δεν μπορούν να εξεταστούν κατ' έφεση (βλ. Παπαργυρού ν. Μιχαηλίδη (Αρ.1) (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 144 και Prestos Confectionery Ltd κ.ά. ν. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 114/2015, ημερ. 30.4.2024). 

Εν πάση περιπτώσει, δεν διαλανθάνει της προσοχής πως ουδέποτε προβλήθηκε από την πλευρά των εφεσειόντων ότι εκδηλώθηκε από την πλευρά τους πρόθεση εξάλειψης, με οποιοδήποτε τρόπο, των επίδικων υποθηκών και απαλλαγής των ενυπόθηκων ακινήτων τους. Ούτε προκύπτει από το άρθρο 21 του Ν. 9/1965, πως αναφορά σε σύμβαση και δήλωση υποθήκης σε προμήθειες και άλλα έξοδα, τα οποία δύνανται να προσδιοριστούν, καθιστούν την υποθήκη άκυρη.

Συνοψίζοντας, με βάση το περιεχόμενο των επίδικων υποθηκών, δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε αοριστία στα ποσά που εξασφαλίζονται μέσω τους, ενώ το ύψος του επιτοκίου που προβλέπεται σε αυτές, δύναται επίσης να προσδιοριστεί. Ως εκ τούτου, δεν αντιβαίνουν τις σχετικές πρόνοιες του Ν.9/1965

 

Παρομοίως, στην υπόθεση ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ κ.α. v. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. E95/2021, 8/2/2024 οι Εφεσείοντες, οι οποίοι εκπροσωπούνταν και πάλι από τους νυν συνηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση στην παρούσα αγωγή, προσέβαλαν την πρωτόδικη Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με την οποία εξεδόθη συνοπτική απόφαση εναντίον τους. Μοναδικός λόγος έφεσης που προωθήθηκε ήταν ότι ήταν λανθασμένη η  κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε ικανοποιηθεί πως υπήρχε καλόπιστη υπεράσπιση. Οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι μέσω της ένστασης τους, αλλά και της καταχωρηθείσας Υπεράσπισης τους, είχε προβληθεί αριθμός ζητημάτων τα οποία περιλάμβαναν ισχυρισμούς περί παρανομίας της διαδικασίας εκποίησης, αντισυνταγματικότητας του Άρθρου 44(Ι) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Ν.9/1965, ακυρότητας της υποθήκης με αρ. Υ3649/2009, ακυρότητας των Ειδοποιήσεων Τύπου «Ι» και εκκρεμοδικίας στο πλαίσιο των αγωγών με αρ. 1634/17 και 827/20 του Ε.Δ. Λάρνακας.

Το Εφετείο απέρριψε την εν λόγω Έφεση, μεταξύ άλλων, με το εξής σκεπτικό:

«Εν πρώτοις τονίζουμε ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται και που αφορούν στην διαδικασία εκποίησης της Υποθήκης (που απέληξε σε εγγραφή του ακινήτου στο όνομα της Εφεσίβλητης) ή στην εγκυρότητα των Ειδοποιήσεων Τύπου Ι και ΙΑ μπορούν να εξεταστούν μόνο στο πλαίσιο Αίτησης - Έφεσης που υποβάλλεται βάσει του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου Ν.9/1965 και ως εκ τούτου δεν συνιστούσαν υπεράσπιση στην υπό κρίση αγωγή. Όπως φαίνεται από την απόφαση στην Αίτηση - Έφεση αρ. 40/19 που οι Εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει, προβλήθηκαν και εξετάστηκαν όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί καθώς και ισχυρισμοί περί αντισυνταγματικότητας των συγκεκριμένων διατάξεων του Ν.9/1965. Ορθά, συνεπώς, έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι τα θέματα που αφορούν στη νομιμότητα του πλειστηριασμού όχι μόνον δεν συνιστούσαν υπεράσπιση στην αγωγή, αλλά επιπλέον εξετάστηκαν και αποφασίστηκαν σε Δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν της αίτησης για συνοπτική απόφαση και ότι πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του κωλύματος του δεδικασμένου.

Προβάλλεται από μέρους των Εφεσειόντων ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε την θέση τους περί «Equitable Remedy of Redemption». Είναι γεγονός ότι στην Πρωτόδικη Απόφαση δεν υπάρχει ξεχωριστή ενασχόληση με το θέμα. Επειδή πρόκειται, όμως, για καθαρά νομικό ζήτημα θα προχωρήσουμε στην εξέταση του.

Τονίζεται στο σημείο αυτό ότι έχει καθιερωθεί νομολογιακά πως δεν είναι αρκετό για τον εναγόμενο να παραθέτει μια νομική ένσταση, αλλά θα πρέπει να δίδει επαρκή γεγονότα και λεπτομέρειες που να δείχνουν ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση (βλ. μεταξύ άλλων, J. & M. Loizides Agencies κ.α. ν Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2011) 1 Α.Α.Δ. 1280). Όπως λέχθηκε στην N.V. Caterchef Ltd v P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912:

«Είναι αρκετό για εναγόμενο, για την εξασφάλιση του δικαιώματος υπεράσπισης χωρίς όρους, να δείξει πως υπάρχει δικάσιμο θέμα ανεξάρτητα αν το δικαστήριο πιστεύει πως τελικά η προβαλλόμενη υπεράσπιση μπορεί να μην επιτύχει. Όμως, το κριτήριο δεν ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση. Διαφορετικά θα ήταν εύκολο σε κάθε σχεδόν περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Με αποτέλεσμα την αχρήστευση του μέτρου.

Τη θέση μας ενισχύει το παρακάτω απόσπασμα από την Annual Practice (1959) σελ. 250, που αποτελεί το απαύγασμα της αγγλικής νομολογίας με την οποία είναι εναρμονισμένη η κυπριακή:

"The defendant's affidavit must "condescend upon particulars".  It is not enough merely to deny the debt, or allege fraud, or state a legal objection.  Sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence (Wallingford v. Mutual Soc., 5 App Cas. 685, see judgment of Lord Blackburn at p. 704; Harrison v. Bottenheim, 26 W.R. 362; Ray v. Barker, 4 Ex. D. 283; Shurmer v. Young, 5 T.L.R. 155, and cases cited r. 6(n.)"».

Η σχετική εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες αναφορικά με το «equity of redemption» εδράζεται  επί της θέσης τους ότι η επίδικη υποθήκη δεν επιτρέπει σε αυτούς να επανακτήσουν την ιδιοκτησία τους όπου η υποθήκη έχει ξοφληθεί. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η σχετική θέση τίθεται στην ένσταση που καταχωρίστηκε στην αίτηση για συνοπτική απόφαση, εντελώς θεωρητικά και χωρίς καμία παραπομπή σε συγκεκριμένη παράβαση κάποιου δικαιώματος των Εφεσειόντων. Ούτε και από το κείμενο της επίμαχης υποθήκης προκύπτει πως εμποδίζεται με οποιοδήποτε τρόπο το δικαίωμα των Εφεσειόντων να ζητήσουν την εξάλειψη της, νοουμένου φυσικά ότι ξοφλήσουν το ενυπόθηκο χρέος. Ούτε και αναφέρθηκε από τους Εφεσείοντες ότι υπήρξε τέτοια εξόφληση ή έστω τέτοια αίτημα. Θα επισημαίναμε, μάλιστα ότι το ίδιο το Άρθρου 44(Γ) και η Ειδοποίηση Τύπου  «Ι» προβλέπουν ακριβώς για το δικαίωμα ενυπόθηκου οφειλέτη να αποφύγει την έναρξη της διαδικασίας εκποίησης, αποπληρώνοντας το ενυπόθηκο χρέος. Επομένως η επίκληση από μέρους τους της πιο θέσης αναφορικά με το «equity of redemption», παραμένει μετέωρη και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτε και του Εφετείου.»

 

Συνεπακόλουθα, για όλους τους πιο πάνω λόγους, οι Καθ’ων η Αίτηση δεν έχουν πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης των προβαλλόμενων υπερασπίσεων τους αλλά ούτε και υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικό λόγος ότι τα όσα εγείρουν πρέπει να αποφασισθούν σε δίκη.

 

Με δεδομένο τα πιο πάνω οι Καθ’ων η Αίτηση δεν έχουν κανένα δικαίωμα να επεμβαίνουν ή να χρησιμοποιούν ή να κατέχουν ή να εκμεταλλεύονται με οποιονδήποτε τρόπο το επίδικο ακίνητο και ως εκ τούτου η απαίτηση των Αιτητών είναι και βάσιμη αλλά και αδιαμφισβήτητη. Το ίδιο όμως ισχύει και για την απαίτηση των Αιτητών όπως αναγνωριστεί ότι υπό τις περιστάσεις οι Καθ’ων η Αίτηση παράνομα βρίσκονται σε αυτό, ότι δηλαδή είναι επεμβασίες, και ότι λόγω τούτου οφείλουν να εκκενώσουν το ακίνητο και να παραδώσουν κενή και ελεύθερη την κατοχή του στους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες του, δηλαδή τους Αιτητές.

Στην ίδια βάση ουδείς εκ των λόγων ένστασης που ήγειραν οι Καθ’ων η Αίτηση ευσταθεί εφόσον, πέραν του γεγονότος ότι επί της ουσίας δεν έχουν προωθηθεί, ούτε η υπό κρίση αίτηση στηρίζεται σε λανθασμένη νομική βάση, ούτε οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν ουσιώδη γεγονότα (που εν πάση περιπτώσει οι Καθ’ων η Αίτηση δεν προβάλλουν ποια είναι αυτά), ούτε και έχει διαπιστωθεί ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρίστηκε κακόπιστα και με αλλότρια κίνητρα

Ως προς τα υπόλοιπα αιτητικά της υπό κρίση αίτησης (αιτητικά Δ’, Ε’ , Στ ‘ και Ζ’) βάση των οποίων αξιώνονται ειδικές και γενικές αποζημιώσεις κρίνω ότι δεν είναι ζητήματα για το οποία μπορεί να εκδοθεί συνοπτικά απόφαση.

Σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση MUKHTAR MOHAMED AL NWILI v. MAREMONTE INVESTEMENTS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017, 9/1/2024, από την οποία παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

«.Σε σχέση με την επιδίκαση αποζημιώσεων μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας, σημειώνουμε ότι στο Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα ζητείτο αποζημίωση €1.500 μηνιαίως μέχρι την εκκένωση και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας στην Εφεσίβλητη.  Ωστόσο, δεν επρόκειτο για προσυμφωνημένη αποζημίωση στην οποία η Εφεσίβλητη θα εδικαιούτο χωρίς άλλο. Δικογραφείτο ότι το ποσό, δηλαδή €1.500 μηνιαίως, ήταν η ενοικιαστική αξία της επίδικης κατοικίας, όμως δεν ήταν περίπτωση ανάκτησης κατοχής από ενοικιαστή που ήταν υπόχρεος στην καταβολή συγκεκριμένου ενοικίου.  Δεν εγειρόταν καν ζήτημα διαπίστωσης υπεράσπισης του Εφεσείοντα στην επιμέρους απαίτηση, αλλά αξίωσης που η Εφεσίβλητη όφειλε να αποδείξει με μαρτυρία, που θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης, στο πλαίσιο της μόνης προσφερόμενης διαδικασίας, της «κανονικής» δίκης.  Το μηνιαίο ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημίωση με την πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν €1.500, αλλά €1.067, για το οποίο είχε προσφερθεί μαρτυρία με την επισύναψη σχετικού τεκμηρίου, έκθεσης εκτίμησης ημερ.13.3.2017, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση.  Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την αποδοχή ως αξιόπιστης της σχετικής μαρτυρίας (έκθεσης) από το πρωτόδικο Δικαστήριο, διεργασία ανεφάρμοστη στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση.

Στην J. & M. Loizides Ag. Ltd κ.ά. ν. Τράπ. Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1280, 1288-9, αναφέρθηκε ότι:

«Στο στάδιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το ρόλο του Δικαστηρίου. ........Εξάλλου, διαφορετικός τρόπος προσέγγισης δεν θα συνήδε με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θέση ότι κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα όχι μόνο να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά και να απαιτήσει να παρουσιάσει και να εξετάσει μάρτυρες και γενικά να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει μέσα στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας τις θέσεις και τα επιχειρήματά του (βλ. Άρθρο 30 του Συντάγματος)».

Υπόλογος ή όχι να πληρώσει αποζημιώσεις για την κατοχή της κατοικίας μέχρι την παράδοση της, ο Εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να αντεξετάσει τον εκτιμητή της Εφεσίβλητης και να παρουσιάσει και δικό του, για να καταδείξει ότι η ενοικιαστική αξία της κατοικίας ήταν μικρότερη και συνεπώς και η αποζημίωση που όφειλε να καταβάλει πιο μικρή.  Αυτό μόνο στο πλαίσιο της «κανονικής» δίκης μπορούσε να γίνει.»

Με γνώμονα τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψιν ότι τα πιο πάνω αξιούμενα ποσά από την στιγμή που δεν συνιστούν προσυμφωνημένες ή προκαθορισμένες αποζημιώσεις, αλλά αποζημιώσεις το ύψος και η φύση των οποίων θα πρέπει να αποδειχτεί με την ανάλογη μαρτυρία και συνεπώς «μόνο στο πλαίσιο της «κανονικής» δίκης» μπορούν να εξεταστούν, δεν μπορούν να εκδοθούν και ανάλογες σχετικές αποφάσεις στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους εκδίδεται συνοπτική απόφαση υπερ των Αιτητών ως η παράγραφος Α’, Β’ και Γ’ της αίτησης και εκδίδεται ανάλογη διαταγή με την επισήμανση ότι όσον αφορά τον χρόνο που θα έχουν οι Καθ’ ων η Αίτηση για να συμμορφωθούν με τα διατάγματα για παύση της παράνομης επέμβασης τους στο επίδικο ακίνητο και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής του Αιτητές (ως είναι το αιτητικό Γ’), ο χρόνος αυτός καθορίζεται στις 40 ημέρες από την επίδοση του διατάγματος.

Όσον αφορά τώρα το θέμα των αξιούμενων αποζημιώσεων (Αιτητικά Δ’ εώς Ζ’) για το οποίο δίδεται άδεια στους εναγόμενους να προβάλουν τις υπερασπίσεις τους, δίδονται οδηγίες όπως οι Καθ’ ων η Αίτηση καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους εντός 30 ημερών από σήμερα. Κατά τα λοιπά να ακολουθηθούν οι Νέοι Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας.

Σε σχέση με τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας παρατηρώ ότι ουδείς εκ των διαδίκων δεν συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του Μέρους 39.9 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Βάσει των όσων προνοούνται στο Μέρος 39 αποτελεί καθήκον των διαδίκων και των δικηγόρων τους να υποβοηθούν το Δικαστήριο στην πραγματοποίηση συνοπτικού υπολογισμού εξόδων σε οποιαδήποτε ακρόαση που διήρκησε λιγότερο από 6 ώρες, όπως η παρούσα, υποβάλλοντας σχετικό κατάλογο εξόδων δύο ημέρες πριν την ακρόαση, κάτι το οποίο συνυπολογίζεται κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για επιδίκαση εξόδων. Ο εν λόγω Κανονισμός δεν τέθηκε επί ματαίω εφόσον αποσκοπεί στο να διευκολύνει το δικαστικό έργο του Δικαστηρίου σε σχέση με τον υπολογισμό των εξόδων. Οφείλουν επομένως οι συνήγοροι να συμμορφώνονται με την υποχρέωση τους αυτή. Λαμβάνω επίσης υπόψιν ότι ο γενικός κανόνας αναφορικά με τα έξοδα, δυνάμει του Μέρους 39.2(1), είναι ότι ο αποτυχών διάδικος διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι τέτοια διαταγή ή διαταγές θα εκδίδονται σε σχέση με οποιαδήποτε αίτηση υποβάλλεται κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας. Συνεπώς, ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια και αφού λαμβάνω υπόψιν και το Μέρος 39.9(2) έχω αποφασίσει να επιδικάσω το εν ½ των εξόδων της αίτησης, εφόσον αυτή πέτυχε μερικώς. Κατόπιν συνοπτικού υπολογισμού, σε συνεννόηση με το Πρωτοκολλητείο, επιδικάζονται έξοδα υπερ των Αιτητών και εναντίον των Καθ’ων η Αίτηση, αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα, δικηγορικά έξοδα ύψους €1600, πλέον €36 πραγματικά έξοδα, πλέον €33 έξοδα επίδοσης, πλέον Φ.Π.Α. Αυτά όμως θα είναι μειωμένα κατά 10% ενόψει της μη συμμόρφωσης των Αιτητών με το Μέρος 39.9(1) και (2) των Νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Ένα σετ εξόδων να δοθεί στους Αιτητές.

 

 

(Υπ.).....................................

                                                               Μ. Χαραλάμπους, Α.E.Δ

 

ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο