Γεώργιου Διογένους κ.α. ν. OROGEORGIO JEWELLERY LIMITED, Αριθμός Απαίτησης: 207/2024, 15/7/2025
print
Τίτλος:
Γεώργιου Διογένους κ.α. ν. OROGEORGIO JEWELLERY LIMITED, Αριθμός Απαίτησης: 207/2024, 15/7/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

                                                            Αριθμός Απαίτησης: 207/2024 (i-justice)

 

Μεταξύ:

                                              1.  Γεώργιου Διογένους

       2.  Ελένης Αγαθαγγέλου

Εναγόντων

    και

 

                                      OROGEORGIO JEWELLERY LIMITED

Εναγόμενων

 

--------------------

Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης, ημερομηνίας 31/12/2024

 

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 15/7/2025

 

EMΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για ενάγοντες 1 και 2 - αιτητές: κ. Ρ. Χρυσοστόμου, για Γεώργιος Διογένους & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.  

Για εναγόμενους - καθ’ ων η αίτηση: κα Ρ. Χαριλάου, για Απόστολο Γεωργίου

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Η ενάγοντες 1 και 2 - που  είναι  αντρόγυνο - καταχώρησαν την αγωγή τους με έντυπο απαίτησης, μαζί με έκθεση απαίτησης, στις 13/3/2024. Με αυτή αξιώνουν εναντίον των εναγόμενων τα ακόλουθα:

 

«Α. Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου διά της οποίας οι Εναγόμενοι ή και οι αντιπρόσωποι αυτών  να διατάσσονται να παραδώσουν στους Ενάγοντες την ελεύθερη κατοχή (vacant possession) του επίδικου ακινήτου, το οποίο έχει αρ. εγγραφής 6/[ ], φύλλο 54, σχέδιο 500101, τμήμα 6, τεμάχιο ΕΠΙ [ ], και το οποίο βρίσκεται στην οδό [ ], 199, Ενορία [ ], Επαρχία Λεμεσός, Κύπρος, στο οικοδόμημα [ ] – [ ] Κατάστημα 2, με Μεσοπάτωμα 2 και χώρο στάθμευσης αρ. 11, εντός 15 ημερών από την επίδοση προς τους Εναγόμενους του παρόντος διατάγματος και/ή απόφασης.

 

Β. Γενικές Αποζημιώσεις και/ή Αποζημιώσεις και/ή Αποζημιώσεις υπό μορφή διαφυγόντων κερδών και/ή mesne profits οι οποίες για την περίοδο 1/1/2020 με 31/12/2023 ανέρχονται στο ποσό των €28.396, το οποίο προκύπτει από την αφαίρεση του ποσού των €18.000 το οποίο είχε ήδη καταβληθεί από τους Εναγόμενους από το ποσό των €46.396 το οποίο αποτελεί την αγοραία αξία ενοικίου του επίδικου ακινήτου για την ειρημένη περίοδο.

 

Γ. Γενικές Αποζημιώσεις και/ή Αποζημιώσεις και/ή Αποζημιώσεις υπό μορφή διαφυγόντων κερδών και/ή mesne profits οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των €1.030 τον μήνα από τις 1/1/2024 μέχρις ότου παραδοθεί στους Ενάγοντες η ελεύθερη κατοχή του επίδικου ακινήτου, το οποίο έχει αρ. εγγραφής 6/[ ], φύλλο 54, σχέδιο 500101, τμήμα 6, τεμάχιο ΕΠΙ [ ], και το οποίο βρίσκεται στην οδό [ ], 199, [ ], Επαρχία Λεμεσός, Κύπρος, στο οικοδόμημα [ ] – L/ssol Block Α Κατάστημα 2 με Μεσοπάτωμα 2 και χώρο στάθμευσης αρ. 11.

 

Δ. Ειδικές αποζημιώσεις εκ €1190 σε σχέση με τα έξοδα εκτίμηση του αγοραίου ενοικίου από τους κκ. ANGELOS C. AGATHANGELOU SURVEYORS LLC

 

E. Δηλωτική απόφαση (Declaratory Order)  του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι ο Εναγόμενος είναι παράνομος επεμβασίας του επίδικου ακινήτου.

 

ΣΤ. Οποιαδήποτε άλλη θεραπεία και/ή διάταγμα το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει ορθό και δίκαιο να διατάξει.

 

Ζ. Νόμιμο Τόκο επί παντός επιδικασθησόμενου ποσού.

 

Η. Δικηγορικά Έξοδα, πλέον ΦΠΑ, πλέον Νόμιμο Τόκο επ’ αυτών.

 

Θ. Έξοδα επίδοσης.»

 

Οι εναγόμενοι, στις 2/4/2024 καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και οι ενάγοντες, στις 31/12/2024 την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητούν την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον των εναγόμενων.

Η αίτηση υποστηρίζεται από τρεις ένορκες δηλώσεις. Στις δυο προέβησαν οι ενάγοντες και στην τρίτη, ο Νεόφυτος Λεμονάρης.

 

Οι εναγόμενοι καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Αποτελείται από 12 λόγους και υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση στην οποία προέβη ο διευθυντής τους, Γεώργιος Γεωργίου. Ο ενάγοντας και ο Γεωργίου προέβησαν και σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση.

 

Παρεμβάλλεται ότι τόσο η αγωγή όσο και η υπό κρίση αίτηση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των - νέων - Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 (στο εξής «ΚΠΔ»).

 

Η ακρόαση της αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας που αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση. Δεν προτίθεμαι να επαναλάβω το περιεχόμενο των παραπάνω και το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των εκατέρωθεν γραπτών αγορεύσεων των δικηγόρων. Στη συνέχεια και στο βαθμό που κριθεί αναγκαίο, θα διαφανεί - με αναφορά, τόσο στη μαρτυρία όσο και στις αγορεύσεις - ποιες από τις θέσεις κάθε πλευράς αποδέχομαι και ποιες απορρίπτω.

 

Με τον 4ο λόγο ένστασης υποβάλλεται ότι το παρόν Δικαστήριο είναι αναρμόδιο και/ή στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα, αφού η έννομη σχέση που συνδέει τα διάδικα μέρη είναι αυτή της ενοικίασης και/ή οι εναγόμενοι είναι θέσμιοι ενοικιαστές και/ή καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο είναι αποκλειστικά το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων.

 

Το Μέρος 12 των ΚΠΔ - στην έκταση που μας ενδιαφέρει - προνοεί τα εξής:

 

«12.1. Διαδικασία αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου

 

(1) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί:

(α) να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να εκδικάσει την απαίτηση· ή

(β) να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του,

δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο την έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι στερείται τέτοιας δικαιοδοσίας ή δεν θα πρέπει να ασκήσει οποιαδήποτε δικαιοδοσία δυνατόν να έχει.

(2) Εναγόμενος ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει τέτοια αίτηση οφείλει πρώτα να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης σύμφωνα με το Μέρος 10 και να σημειώσει την κατάλληλη επιλογή η οποία υποδηλώνει την πρόθεση αυτή.

(3) Αίτηση δυνάμει του παρόντος κανονισμού πρέπει:

(α) να υποβάλλεται εντός 14 ημερών από την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης· και

(β) να υποστηρίζεται από μαρτυρία.

(4) Αν ο εναγόμενος:

(α) δεν συμμορφωθεί με την παράγραφο (2) ή

(β) έχοντας συμμορφωθεί με την παράγραφο (2), δεν υποβάλει τέτοια αίτηση εντός της περιόδου η οποία καθορίζεται στην παράγραφο (3),

ο εναγόμενος θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου και δεν δύναται να ισχυριστεί ότι το δικαστήριο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του.

(5) Η αποδοχή από διάδικο δικαιοδοσίας δεν συνεπάγεται ανάληψη δικαιοδοσίας από δικαστήριο εκεί όπου αυτό στερείται δικαιοδοσίας δυνάμει Νόμου.

(6) …..

(7) …..

(8) …..

(9) …..»

 

Ο συγκεκριμένος λόγος ένστασης είναι αβάσιμος. Εάν οι εναγόμενοι ήθελαν να αμφισβητήσουν τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου να εκδικάσει την παρούσα αγωγή, είτε ακόμη, να ισχυριστούν ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, για οποιοδήποτε λόγο δεν πρέπει να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, αυτό, σε εφαρμογή του Κανονισμού 1(3)(α) του Μέρους 12 (ανωτέρω), θα μπορούσε να γίνει με την καταχώρηση σχετικής αίτησης, την οποία οι εναγόμενοι θα μπορούσαν - και όφειλαν - να καταχωρήσουν, εντός 14 ημερών από την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης στην εναντίον τους αγωγή, στο σχετικό μέρος του οποίου, σε εφαρμογή του Κανονισμού 1(2) του ίδιου Μέρους, θα έπρεπε να είχαν σημειώσει την πρόθεσή τους να καταχωρήσουν την εν λόγω αίτηση. Από  τη στιγμή που ούτε το ένα έκαναν μα ούτε και το άλλο από αυτά, σε εφαρμογή του Κανονισμού 1(4)(β) θεωρείται ότι έχουν αποδεχθεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, χωρίς να μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτό δεν πρέπει να την ασκήσει.

 

Παρά τα προηγούμενα, έχω υπόψη μου ότι το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Και τούτο, επειδή σύμφωνα με τον Κανονισμό 1(5) του ίδιου Μέρους, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει οποτεδήποτε ότι δυνάμει του Νόμου στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης, δεν μπορεί να ασκήσει τέτοια δικαιοδοσία. Όμως, για το ίδιο θέμα, θα επανέλθω.

 

Υπεισέρχομαι στην ουσία της αίτησης η οποία διέπεται από το Μέρος 24 των ΚΠΔ. Ακολουθεί αυτούσιο:

 

«24.1. Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους

 

(1) To παρόν Μέρος παραθέτει τη διαδικασία με την οποία το δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη.

 

(2) To δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου σε οποιοδήποτε είδος δικαστικής διαδικασίας.

 

24.2. Λόγοι έκδοσης συνοπτικής απόφασης

 

(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:

 

(α) κρίνει ότι:

 

(i)   ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή

 

(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και

 

(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.

 

24.3. Διαδικασία

 

(1) Ενάγων δεν δύναται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης μέχρις ότου ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια.

 

(2) Αν ενάγων αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης προτού ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση καταχωρίσει υπεράσπιση, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να καταχωρίσει υπεράσπιση πριν από την ακρόαση.

 

(3)  Όταν ορίζεται ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση, δίδεται στον καθ’ ου η αίτηση (ή στους διαδίκους όταν η ακρόαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο) ειδοποίηση τουλάχιστον 14 ημερών για την ημερομηνία ακρόασης.

 

24.4. Η Αίτηση

 

(1) Υπό την επιφύλαξη των προνοιών του παρόντος Μέρους, η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23.

 

(2) Η αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή ή επιδίδεται με αυτή:

 

(α) προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής, ή/και

 

(β) αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία, ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος ή (ανάλογα με την περίπτωση) προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις αναφέρει ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί.

 

(3) Εκτός αν η ίδια η αίτηση περιέχει το σύνολο τής μαρτυρίας (αν υπάρχει) στην οποία στηρίζεται ο αιτητής, η αίτηση πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία στηρίζεται ο αιτητής. Αυτό δεν επηρεάζει το δικαίωμα του αιτητή να καταχωρίσει πρόσθετη μαρτυρία, δυνάμει του κανονισμού 24.5(2).

 

24.5. Μαρτυρία για σκοπούς ακρόασης αίτησης για συνοπτική απόφαση

 

(1) Αν ο καθ’ ου η αίτηση σε αίτηση για συνοπτική απόφαση επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία στην ακρόαση, αυτός :

 

(α) καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και

 

(β) επιδίδει αντίγραφο αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στην αίτηση, τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, εκτός αν το δικαστήριο δώσει διαφορετικές οδηγίες.

 

(2) Αν ο αιτητής επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία προς απάντηση, αυτός :

 

(α) καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και

(β) επιδίδει αντίγραφο αυτής στον καθ’ ου η αίτηση, τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την ακρόαση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, εκτός αν το δικαστήριο δώσει διαφορετικές οδηγίες.

 

(3) Όταν ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο χωρίς την έκδοση άλλων οδηγιών:

 

(α) οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία κατά την ακρόαση:

 

(i)   καταχωρίζει τη γραπτή μαρτυρία· και

 

(ii) εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, επιδίδει αντίγραφα αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία, τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης·

 

(β) οποιοσδήποτε διάδικος, ο οποίος επιθυμεί να στηριχθεί σε γραπτή μαρτυρία κατά την ακρόαση προς απάντηση γραπτής μαρτυρίας οποιουδήποτε άλλου διαδίκου :

 

(i)   καταχωρίζει τη γραπτή απαντητική μαρτυρία· και

 

(ii) εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, επιδίδει αντίγραφα αυτής σε κάθε άλλο διάδικο στη διαδικασία, τουλάχιστον 3 ημέρες πριν από την ημερομηνία της ακρόασης.

 

(4) Ο παρών κανονισμός δεν απαιτεί:

 

(α) την καταχώριση γραπτής μαρτυρίας αν αυτή έχει ήδη καταχωριστεί· ή

 

(β) την επίδοση γραπτής μαρτυρίας σε διάδικο στον οποίο έχει ήδη επιδοθεί.

 

(5) Το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας, η οποία καταχωρίζεται επιβεβαιώνεται με δήλωση αληθείας.

 

24.6. Διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο

 

(1) Τα διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο κατόπιν αίτησης, δυνάμει του Μέρους 24 περιλαμβάνουν:

 

(α) απόφαση επί της απαίτησης,

 

(β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης,

 

(γ) απόρριψη της αίτησης,

 

(δ) διάταγμα υπό όρους.

 

(2) Διάταγμα υπό όρους είναι διάταγμα το οποίο απαιτεί από διάδικο:

 

(α) να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή

 

(β) να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση τού διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.

 

(3) Το δικαστήριο δύναται επίσης:

 

(α) να δώσει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση υπεράσπισης·

 

(β) να δώσει περαιτέρω οδηγίες για τη διαχείριση της υπόθεσης.

 

24.7. Παραμερισμός διατάγματος συνοπτικής απόφασης

 

(1) Αν εκδοθεί διάταγμα για συνοπτική απόφαση εναντίον καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στην ακρόαση της αίτησης, ο καθ’ ου η αίτηση δύναται να αιτηθεί τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση του διατάγματος.

 

(2) Κατά την ακρόαση αίτησης, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο δύναται να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ως κρίνει δίκαιο.»

 

Από την παραπάνω πρόνοια - για ό,τι μας ενδιαφέρει - προκύπτουν τα εξής:

 

Το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον του εναγόμενου σε σχέση με όλες ή για μερικές από τις αξιώσεις του ενάγοντα, εάν κρίνει ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση, δηλαδή την αγωγή και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.

 

Ο ενάγοντας, εκτός εάν έχει εξασφαλίσει την άδεια του Δικαστηρίου, μέχρις ότου ο εναγόμενος καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, δεν μπορεί να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης.

 

Η αίτηση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23 των ΚΠΔ και η αίτηση ή η υποστηρικτική της μαρτυρία, θα πρέπει, πρώτο, να προσδιορίζει περιεκτικά το νομικό σημείο/σημεία ή την πρόνοια/πρόνοιες στο έγγραφο/έγγραφα στα οποία στηρίζεται ο ενάγοντας ή/και, να αναφέρει ότι η αίτηση υποβάλλεται διότι ο ενάγοντας πιστεύει ότι με βάση τη μαρτυρία, ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης και ότι δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η αίτηση πρέπει να εκδικαστεί. Η φράση «ή/και» έχει την έννοια ότι αρκεί να ικανοποιείται η μια από τις δυο αυτές απαιτήσεις. Δεύτερο, δεδομένου ότι η αίτηση θα πρέπει να υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23, για σκοπούς στοιχειοθέτησής της απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας, επί της ουσίας της απαίτησης η οποία μπορεί να προκύπτει είτε από στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης είτε από το περιεχόμενο σχετικών ενόρκων δηλώσεων, οι οποίες θα πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση. Εκτός εάν το σύνολο της μαρτυρίας στην οποία στηρίζεται η αίτηση περιέχεται στην ίδια την αίτηση, αυτή θα πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία στηρίζεται ο ενάγοντας, χωρίς να επηρεάζεται το δικαίωμά του να καταχωρήσει πρόσθετη μαρτυρία.

 

Η βασική διαφορά που διέπει την αίτηση έκδοσης συνοπτικής απόφασης με βάση το Μέρος 24 των ΚΠΔ από την αίτηση η οποία εδράζεται στη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας έγκειται στο γεγονός, ότι στην πρώτη περίπτωση, όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις καθίστανται δικαιοδοτικής φύσεως, υπό την έννοια ότι, το δικαίωμα του ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θεμελιώνεται, νοουμένου ότι όλες αυτές οι προϋποθέσεις πληρούνται σωρευτικά.

 

Για να επιληφθεί το Δικαστήριο αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης, η οποία εδράζεται στη Δ.18, κατά πάγια νομολογία, θα πρέπει να πληρούνται οι ακόλουθες τρεις, προκαταρκτικές - δικαιοδοτικής φύσεως, προϋποθέσεις:

 

Πρώτο, το κλητήριο ένταλμα θα πρέπει να είναι ειδικά οπισθογραφημένο, δυνάμει της Δ.2 Θ.6, δεύτερο, ο εναγόμενος θα πρέπει να έχει καταχωρήσει εμφάνιση, και τρίτο, αίτηση θα πρέπει να συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προσώπου που να μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και να επαληθεύσει το αγώγιμο δικαίωμα και το ποσό που απαιτείται καθώς και να δηλώνει ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή (βλ. Αθηνούλα Δημητρίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 782, The Chain Gulf Traders Ltd κ.α. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (1997) 1(B) Α.Α.Δ. 1168, Νεάρχου κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 818 κ.ο.κ.).

 

Αν διαπιστωθεί ότι οι πιο πάνω προϋποθέσεις πληρούνται το δικαίωμα του ενάγοντα να αποταθεί στο Δικαστήριο για έκδοση συνοπτικής απόφασης, θεμελιώνεται, ενώ την ίδια ώρα, το βάρος να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης μετατοπίζεται στον εναγόμενο (βλ. Kyprianides v. Ioannou (1961) 1 C.L.R. 265, Hermes Insurance Co Ltd v. Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333 κ.α.).

 

Πλέον, δηλαδή, για όσες αιτήσεις έχουν δικαιοδοτικό υπόβαθρο το Μέρος 24 των ΚΠΔ δεν τίθεται θέμα μετατόπισης βάρους, υπό την εξής έννοια: Ο ενάγοντας οφείλει να αποδείξει με θετικό τρόπο ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση, δηλαδή στην αγωγή και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί με δίκη. Δηλαδή, ο ενάγοντας δεν αρκεί να το δηλώνει απλώς αυτό, αλλά απαιτείται και να το αποδεικνύει. Και η απόδειξή του εξυπακούει παράθεση εκ μέρους του, ικανοποιητικών στοιχείων μαρτυρίας που να στοιχειοθετούν τόσο την απαίτησή του όσο και τη θέση του ότι ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον του απαίτηση και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί με δίκη. Δηλαδή, κατόπιν πλήρους ακρόασης.

 

Εάν το πετύχει αυτό γίνεται αντιληπτό, ότι δεν τίθεται θέμα μετατόπισης βάρους στον εναγόμενο και υποχρέωσής του να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να θεωρηθούν επαρκή για να του δοθεί το δικαίωμα υπεράσπισης, αλλά, απλώς, απόσεισης του αρχικού συμπεράσματος/διαπίστωσης του Δικαστηρίου, περί απόδειξης των παραπάνω.

 

Συναφώς με τα παραπάνω και το Μέρος 24 των ΚΔΠ, ελλείψει δεσμευτικής νομολογίας θεωρώ χρήσιμες τις ακόλουθες ερμηνευτικές επισημάνσεις/παρατηρήσεις του Δικαστή Πασχαλίδη στην υπόθεση THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LTD ν. ΑΛΕΞΙΑ ΧΑΤΖΗΦΥΛΑΚΤΟΥ, Αρ. Αγωγής: 445/2024, ημερ. 28/4/2025:

 

«Επισημαίνω εδώ ότι ένεκα του ότι οι συγκεκριμένες πρόνοιες συνιστούν πρόνοιες που πρόσφατα εισήχθηκαν στην κυπριακή δικονομική τάξη και οι οποίες, έστω και αν σε κάποιο βαθμό προσομοιάζουν με τις φαινομενικά αντίστοιχες πρόνοιες των «παλαιών» Θεσμών, δηλαδή της Δ.18 (συνοπτική απόφαση) είναι εντούτοις διαφορετικές, έχω ανατρέξει για καθοδήγηση στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE'S CIVIL PRACTICE 2019, όπου στις σελίδες 614 - 623 αναλύεται η νομική πτυχή και ο τρόπος εφαρμογής των αντίστοιχων αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (CPR r.24) οι οποίοι είναι όμοιοι με τους υπό κρίση κυπριακούς Κανονισμούς (Μ.24). Γίνεται μάλιστα εκεί και συγκριτική αναφορά στους παλαιούς αγγλικούς κανονισμούς οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυποι με τους παλαιούς κυπριακούς Θεσμούς. Ενόψει λοιπόν και της απουσίας στο παρόν στάδιο οποιασδήποτε κυπριακής νομολογίας σε σχέση με τους συγκεκριμένους κυπριακούς Κανονισμούς, κρίνω σκόπιμο όπως εκεί όπου χρειάζεται να παραθέσω αυτούσια και σε κάποια έκταση τα σχετικά αποσπάσματα από τον Blackstone's (σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά):

 

…..

 

Όσον αφορά τώρα το «τεστ» για την έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει του Μ.24, αναφέρονται τα εξής σχετικά στον Blackstone's ανωτέρω:

 

«Τεστ για Έκδοση Συνοπτικής Απόφασης

 

.Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης αποφασίζεται με βάση το κατά πόσο ο καθ΄ ου η αίτηση αποκαλύπτει υπόθεση που έχει κάποια πραγματική προοπτική επιτυχίας για την οποία λαμβάνεται υπόψη ο πρωταρχικός σκοπός μεταχείρισης των υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο.  Αυτό έχει λεχθεί  ότι συνάδει με την ανάγκη για δίκαιη δίκη που επιβάλλει το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ . Το κατά πόσο υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας αποφασίζεται με το ίδιο τεστ που ισχύει για τις αιτήσεις παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην (βλ.E.D. and F. Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472). Το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχει μια πραγματική προοπτική επιτυχίας της υπόθεσης ως έχει δικογραφηθεί με την έκθεση απαίτησης. Στην υπόθεση Swain v Hillman [2001] 1 All ER 91.(λέχθηκε) ότι οι λέξεις «καμία πραγματική προοπτική επιτυχίας» δεν χρειάζονταν καμία επέκταση καθώς μιλούσαν από μόνες τους. Η λέξη «πραγματική» κατεύθυνε το δικαστήριο στην ανάγκη να διαπιστώσει εάν υπήρχε μια ρεαλιστική, σε αντίθεση με μια φανταστική, προοπτική επιτυχίας. Η φράση δεν σημαίνει «πραγματική και ουσιαστική» προοπτική επιτυχίας. Ούτε σημαίνει ότι συνοπτική απόφαση θα εκδοθεί μόνο εάν η αξίωση ή η υπεράσπιση «είναι βέβαιο ότι θα απορριφθεί στη δίκη». Ούτε ότι η υπεράσπιση είναι «σοβαρά αμφισβητήσιμη» (National Infrastructure Development Co. Ltd ν Banco Santander SA (2011] EWCA Civ 27... Ούτε απαιτεί να υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά απλώς αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για να εγείρουν μια πραγματική πιθανότητα περί ύπαρξης αντίθετης υπόθεσης (Korea National Insurance Corporation ν Allianz Global Corporate and Speciality AG [2007) EWCA Civ 1066... Στην Bee v Jenson [2006] EWHC 2534 (Comm). το δικαστήριο υιοθέτησε την προσέγγιση που εξήγησε ο Potter LJ στην υπόθεση E. D. Και F Man Liquid Products Ltd ν Patel [2003] EWCA CIV 472... «η υπεράσπιση που ζητείται να υποστηριχθεί πρέπει να φέρει κάποιο βαθμό πειστικότητας. Και οι δύο προσεγγίσεις απαιτούν από τον εναγόμενο να έχει μια υπόθεση που είναι καλύτερη από απλώς συζητήσιμη, όπως ίσχυε προηγουμένως βάσει του RSC Ord. 14.ο δικαστής θα πρέπει να λάβει υπόψη τη γραπτή μαρτυρία και να διερωτηθεί κατά πόσο η υπόθεση δύναται να ενισχυθεί με μαρτυρία κατά τη δίκη. όπου η μαρτυρία του καθ' ου η αίτηση, στο απόγειο της, δεν εγείρει την πιθανότητα υπεράσπισης αλλά είναι στη σφαίρα της απλής (και σαφώς απίθανης) πιθανότητας, (τότε) είναι ορθό να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (Akinleye v East Sussex Hospitals NHS Trust [2008] EWHC 68 (QB).Αντιστρόφως, όπου υπάρχει κάποια προοπτική επιτυχίας, το δικαστήριο θα αρνηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης και δεν θα πρέπει να διεξάγει μια μίνι δίκη σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα (cotton v Rickard Metals Inc. [2008] EWHC 824 (QB).

 

Το ερώτημα του κατά πόσο υπάρχει μια πραγματική προοπτική επιτυχίας δεν προσεγγίζεται με την εφαρμογή του συνήθους βάρους απόδειξης του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Πολλές υποθέσεις θα επιτύχουν στη δίκη αλλά θα είναι ακατάλληλες για συνοπτική απόφαση επειδή υπάρχουν πολυπλοκότητες, διαφωνίες γεγονότων ή περαιτέρω διερευνήσεις που θα πρέπει να επιλυθούν κατά την διάρκεια της διαχείρισης της υπόθεσης. Αιτήσεις για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να κρατούνται εντός του σωστού ρόλου τους. Δεν αποσκοπούν στο να αποφευχθεί η ανάγκη για δίκη όπου υπάρχουν θέματα που θα πρέπει να εξεταστούν σε δίκη. Επιπλέον η ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν θα πρέπει να συνιστά μίνι - δίκη. Είναι απλά συνοπτικές ακροάσεις προκειμένου να διεκπεραιωθούν υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν πραγματική πιθανότητα επιτυχίας.

 

Βάρος απόδειξης

 

.το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή να αποδείξει ότι η υπόθεση του καθ' ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας.

 

Πολύπλοκες Υποθέσεις

 

Πολύπλοκες υποθέσεις, υποθέσεις οι οποίες εδράζονται σε πολύπλοκα γεγονότα και υποθέσεις με θέματα που αφορούν και νομικά αλλά και πραγματικά θέματα όπου ο νόμος είναι πολύπλοκος μάλλον δεν είναι κατάλληλα για έκδοση συνοπτικής απόφασης.

 

Υπεράσπιση επί της ουσίας

 

Όταν αντιμετωπίζει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης από ένα ενάγοντα, ο εναγόμενος ενδεχομένως να επιχειρήσει να καταδείξει ότι (έχει) υπεράσπιση με πραγματική πιθανότητα επιτυχίας στη βάση (α) Μίας ουσιαστικής υπεράσπισης.(β) Ενός νομικού σημείου που καταστρέφει την υπόθεση του ενάγοντα.(γ) άρνησης των γεγονότων που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα.(δ) περαιτέρω γεγονότα που απαντούν στη βάση αγωγής του ενάγοντα

 

Ένα παράδειγμα με βάση τους παλιούς θεσμούς ήταν η υπόθεση Mercer v Craven Storage Ltd [1994]CLC 328.(όπου) ο εναγόμενος είχε ισχυριστεί ότι ο ενάγοντας είχε συμφωνήσει (με τρίτο πρόσωπο) για την αφαίρεση των εμπορευμάτων του από την αποθήκη του εναγόμενου. Με απλή πλειοψηφία αποφασίστηκε ότι αυτή η υπεράσπιση ήγειρε νομικά και πραγματικά ζητήματα που έπρεπε να εκδικαστούν σε κανονική δίκη. Με την αλλαγή όμως του «τεστ» αυτή η υπόθεση ενδεχομένως σήμερα να κατάληγε σε έκδοση κάποιου διατάγματος υπό όρους.

 

Νομικά Σημεία και ερμηνεία εγγράφων

 

Παρόλο που οι αιτήσεις για συνοπτικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να μετατρέπονται σε μίνι δίκες, όταν η υπόθεση αφορά ζήτημα ερμηνείας ενός όρου σε μια σύμβαση, το Δικαστήριο συνήθως θα επιλύσει το ζήτημα και θα εκδώσει την ανάλογη απόφαση του (Wootton ν Telecommunications UK Ltd (2000) LTL4/5/2000)...όπου στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση εγείρεται ένα ξεκάθαρο νομικό ζήτημα υπό τύπο υπεράσπισης, το Δικαστήριο θα πρέπει να το αποφασίσει άμεσα. Αυτό ακόμα και αν το ερώτημα είναι, εκ πρώτης όψεως, κάποιας πολυπλοκότητας και επομένως θα χρειαστεί χρόνος για να επιχειρηματολογηθεί (Cow v Casey [1949] 1 KB 474). Το να μην αποφασιστεί μια υπόθεση μετά που προβάλλεται πλήρης επιχειρηματολογία στο Δικαστήριο θα συνεπάγεται να οδηγηθεί η υπόθεση σε δίκη όπου η επιχειρηματολογία απλά θα επαναπροβληθεί με συνεπακόλουθο την πρόκληση ταλαιπωρίας και αχρείαστων εξόδων. Συνοπτική απόφαση μπορεί να εκδοθεί όταν η διαφορά είναι κατά κύριο λόγο νομική και τα οποιαδήποτε αμφισβητούμενα γεγονότα είναι κατά κύριο λόγο παρεμφερή (Jenson v Faux [2011] EWCA Civ 423.

 

Αμφισβητήσεις γεγονότων

 

Πολλές αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης υποβάλλονται μετά την καταχώριση υπεράσπισης από τον εναγόμενο. Οι περισσότερες από αυτές τις αιτήσεις αποφασίζονται με βάση τα γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από τον καθ' ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ' ου η αίτηση ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα (Prince of Wales ν Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776, [2008] Κεφ. 57). Απόφαση μπορεί να εκδοθεί εάν δεν υπάρχει, ή δεν υπάρχει πραγματική προοπτική ο εναγόμενος να αποδείξει γεγονότα επαρκή για να δικαιολογήσουν τα βασικά στοιχεία που επικαλείται στην υπεράσπιση του (P and S. Amusements Ltd ν Valley House Leisure Ltd (2006) 1510 (Ch), LTL 4/7/2006). Όταν δεν υπάρχει αμφισβήτηση πραγματικών γεγονότων, υπό την έννοια ότι τα αποδεικτικά στοιχεία περί ευθύνης είτε είναι παραδεκτά είτε προέρχονται από στοιχεία που προσκομίζει ο καθ' ου η αίτηση, μπορεί να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (Wrexham Association Football Club Ltd κατά Crucialmove Ltd [2006] EWCA Civ 237, [2008] 1 BCLC 508). Μια υπεράσπιση που αποτελείται κυρίως από αρνήσεις χωρίς εξηγήσεις μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η υπεράσπιση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας (Broderick κατά Centaur Tipping Services Ltd (2006) LTL 22/8/2006).όπου υπάρχουν ζητήματα αναφορικά με γεγονότα, τα οποία αν αποφασίζονταν υπέρ του καθ' ου η αίτηση θα οδηγούσαν στην έκδοση απόφασης υπέρ του τελευταίου τότε δεν είναι ορθό να εκδοθεί συνοπτική απόφαση ακόμη και αν υπάρχει ουσιαστική μαρτυρία προς υποστήριξη της υπόθεσης του αιτητή (Munn v north West Water Ltd (2000) LTL 18/7/2000).Το δικαστήριο δεν είναι πάντα υπόχρεο να δεχτεί την γραπτή μαρτυρία στην όψη της και μπορεί να αγνοήσει μαρτυρία η οποία δεν είναι πειστική.είναι γενικά ακροσφαλές να βασιστεί η έκδοση συνοπτικής απόφασης σε δεύτερου και τρίτου βαθμού μαρτυρίας. Τέτοια μαρτυρία συχνά λαμβάνει άλλη υπόσταση όταν υποστεί αντεξέταση.

 

Μαρτυρία η οποία δεν έχει ακόμη διερευνηθεί

 

.όπου ένα ζήτημα απαιτεί από το δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του συμπεριφορά που έλαβε χώρα σε μια περίοδο χρόνου είναι απίθανο ότι το ζήτημα θα μπορεί να επιλυθεί στα πλαίσια μιας αίτησης για συνοπτική απόφαση (Celador Productions Ltd v Melville [2004] EWHC 2362 (Ch)).»»

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση αποτελεί γεγονός, ότι οι εναγόμενοι καταχώρησαν σημείωμα εμφάνισης και ακολούθως, οι ενάγοντες, την υπό κρίση αίτηση η οποία υποβλήθηκε σύμφωνα με το Μέρος 23 των ΚΠΔ. Αποτελεί επίσης γεγονός, ότι η μαρτυρία που υποστηρίζει την αίτηση προσδιορίζει περιεκτικά, τόσο τα νομικά σημεία όσο και τις πρόνοιες στα έγγραφα στα οποία στηρίζονται οι ενάγοντες. Προς τούτο παραπέμπω στο περιεχόμενο των τριών ενόρκων δηλώσεων που υποστηρίζουν την αίτηση και ιδίως, στην ένορκη δήλωση του ενάγοντα, καθώς και των επισυνημμένων στην ένορκη δήλωση του τελευταίου, εγγράφων/τεκμήριων. Θα έλεγα πως, ούτε και υπάρχει περί αντιθέτου θέση από τους εναγόμενους.

 

Ό,τι απομένει προς εξέταση - που είναι και το πλέον σημαντικό - είναι να εξεταστεί κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν αποδείξει ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν πραγματική προοπτική προβολής επιτυχούς υπεράσπισης στην εναντίον τους αγωγή και ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.

 

Τα ουσιώδη  γεγονότα που συνθέτουν τη βάση της αγωγής των εναγόντων και θεμελιώνουν το αγώγιμο δικαίωμά τους εναντίον των εναγόμενων, σύμφωνα με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του ενάγοντα είναι τα εξής:

 

Οι ενάγοντες είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ενός καταστήματος στη Λεμεσό το οποίο είχε αγοραστεί από τον ενάγοντα με τη διαδικασία του πλειστηριασμού, δυνάμει των προνοιών του Μέρους VIA του περί Μεταβιβάσεως και υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 9/65 (το οποίο διαλαμβάνει για την πώληση ενυπόθηκου ακινήτου από τον ενυπόθηκο δανειστή). Ο πλειστηριασμός έλαβε χώρα, στις 11/9/2019 και το κατάστημα, στις 9/10/2019 γράφτηκε επ’ ονόματι του ενάγοντα, ο οποίος, στις 7/1/2020 μεταβίβασε το ½ μερίδιό του στην ενάγουσα σύζυγό του. Προηγούμενος ιδιοκτήτης του καταστήματος ήταν ο Χριστάκης Τσιορολής.

 

Ο ενάγοντας, την επομένη του πλειστηριασμού μετέβη στο χώρο που βρίσκεται το κατάστημα όπου συνάντησε τυχαία το διευθυντή των  εναγόμενων. Αφού του ανάφερε πως είχε αποκτήσει το κατάστημα και έχει καταστεί ιδιοκτήτης του, του ζήτησε, υπό την ιδιότητά του ως διευθυντή των εναγόμενων, όπως αυτοί του παραδώσουν εντός ευλόγου και συμφωνημένου χρόνου, ελεύθερη κατοχή του καταστήματος. Ο Γεωργίου αρνήθηκε και ισχυρίστηκε ότι οι εναγόμενοι έχουν συνάψει με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη συμφωνία ενοικίασης, ημερομηνίας 18/9/2013, η οποία έληξε το 2015 και  έκτοτε παραμένουν στο κατάστημα, καταβάλλοντας προς τον ιδιοκτήτη - με τη σύμφωνη γνώμη του - το μηνιαίο συμφωνημένο ενοίκιο και ως εκ τούτου δεν έχουν πρόθεση  να του παραδώσουν το κατάστημα.

 

Ο ενάγοντας, ο οποίος να σημειωθεί είναι δικηγόρος, με επιστολή του προς τους εναγόμενους, ημερομηνίας 5/12/2019, αφού τους ενημέρωσε ότι κατέστη ιδιοκτήτης του καταστήματος από τις 11/9/2019, ακολούθως, τους κάλεσε να καταβάλλουν στον ίδιο το μηνιαίο ενοίκιο των €500 που έδιδαν στους προηγούμενους ιδιοκτήτες. Επιπλέον, τους κάλεσε να αποπληρώσουν και τα οφειλόμενα ενοίκια για τους μήνες Σεπτέμβρης - Δεκέμβρης, 2019, τα οποία ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των €2.000. Η τελευταία παράγραφος ακολουθεί αυτούσια: «Επιπλέον καλείστε όπως καταβάλλετε τα πιο πάνω ενοίκια μέχρι νεωτέρας ρυθμίσεως. Τέλος, σας ενημερώνω ότι τα ρηθέν ενοίκια θα τα παραλάβω με πλήρη επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων μου τα οποία απορρέουν από την αναφερόμενη αγορά του υποστατικού.»

 

Η εν λόγω επιστολή έτυχε απάντησης από τους δικηγόρους των εναγόμενων, οι οποίοι, με σχετική επιστολή, ημερομηνίας 18/12/2019, μεταξύ άλλων αναφέρουν τα εξής:

 

Κατέχουν το κατάστημα ως θέσμιοι ενοικιαστές. Ο ενάγοντας επισκέφθηκε το κατάστημα για πρώτη φορά γύρω στις 20/9/2019 και έκτοτε, άλλες 2-3 φορές. Κατά τις εν λόγω επισκέψεις του, οι  εναγόμενοι τον εφοδίασαν τόσο με αντίγραφο του συμβολαίου που είχαν υπογράψει με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του καταστήματος (η ισχύς του οποίου έληξε κατά ή  περί την 1/10/2017, με αποτέλεσμα, οι εναγόμενοι από τότε να καταστούν θέσμιοι ενοικιαστές) όσο και με αντίγραφα των αποδείξεων πληρωμής των ενοικίων για το 2019.

 

Ο ενάγοντας απέρριψε το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, με μακροσκελή επιστολή του προς τους δικηγόρους των εναγόμενων, ημερομηνίας 30/12/2019. Η τελευταία παράγραφος ακολουθεί και πάλι αυτούσια: «Τέλος τονίζω ότι η λήψη των πιο πάνω αναφερόμενων ποσών αντικαταβολής γίνετε με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και χωρίς να αποδέχομαι ή να δεσμεύομαι από το υφιστάμενο καθεστώς ενοικίασης του πελάτη σας.»

 

Στην επιστολή αυτή απάντησαν και πάλι οι δικηγόροι των εναγόμενων με την επιστολή τους, ημερομηνίας 15/1/2020 (και όχι 15/1/2019 που προφανώς εκ λάθους αναγράφεται στην επιστολή). Το περιεχόμενο της οποίας απέρριψε και πάλι ο ενάγοντας, με την επιστολή του, ημερομηνίας 16/1/2020. Με αυτή, στο ερώτημα των δικηγόρων των εναγόμενων αναφορικά με τον τρόπο που επιθυμούσε να του καταβάλλουν οι τελευταίοι τα μελλοντικά ενοίκια, απάντησε ως εξής: «…διαφυλάττοντας άπαντα τα δικαιώματα μου ως προς τις μελλοντικές μου ενέργειες, σας αναφέρω ότι επιθυμώ η καταβολή του περί ου ο λόγος ποσού αντικαταβολής να γίνεται από μήνα σε μήνα στον κάτωθι αριθμό (IBAN NUMBER): (αναφέρεται ο αριθμός)»

 

Σύμφωνα πάντοτε με τον ενάγοντα, το επίδικο κατάστημα δε βρισκόταν υπό ενοικίαση την 31/12/1999 ούτε διατίθετο προς ενοικίαση την 31/12/1999 και προηγούμενα, αφού χρησιμοποιείτο από τον τότε ιδιοκτήτη του, Χριστάκη Τσιορολή, για την πώληση μαρμάρων, κάτι το οποίο είχε αποκαλύψει ο ίδιος σε γεύμα στο οποίο παρευρέθηκαν στις 26/5/2022 στο εστιατόριο «Φαγητοεπιλογές» στη Λεμεσό, στην παρουσία της ενάγουσας συζύγου του και του Φύτου Λεμονάρη. Εκείνη την ημέρα, ο Τσιορολής τους ανάφερε ότι το επίδικο κατάστημα το ενοικίασε για πρώτη φορά στους εναγόμενους, περί το τέλος του 2013.

 

Να πω απλώς, ότι όλα τα παραπάνω αναφορικά με το πραγματικό καθεστώς του επίδικου καταστήματος, τα αναφέρουν τόσο η ενάγουσα όσο και ο Λεμονάρης, ο καθένας, στη δική του ένορκη δήλωση.

 

Οι δικηγόροι των εναγόντων, με την επιστολή τους, ημερομηνίας, 25/7/2023, την οποία επέδωσαν στο διευθυντή των εναγόμενων, στις 27/7/2023, μεταξύ άλλων αναφέρουν τα εξής:

 

«…..

 

Όπως γνωρίζετε, το υποστατικό είχε αγορασθεί νομίμως και σύμφωνα με τη νομοθεσία και πρακτική από τον κο Διογένους στο πλαίσιο πώλησης δια πλειστηριασμού στις 11/9/2019.

 

…..

 

Ως εκ των ανωτέρω από την επομένη της 11ης/9/2019 και/ή από την ημερομηνία που ενημερωθήκατε για την αγορά του υποστατικού από τον κο Διογένους οφείλατε να παραδώσετε κενή κατοχή του υποστατικού σε αυτόν καθότι ο τελευταίος συνιστά καλόπιστο αγοραστή και δεν δεσμεύεται από το ισχυριζόμενο, σύμφωνα με εσάς, δικαίωμά σας να κατέχετε το υποστατικό. Εντούτοις, από την πιο πάνω ημερομηνία και μέχρι και σήμερα βρίσκεται ακόμη εντός του υποστατικού χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη και πλέον των πελατών μας.  

 

Σημειώνουμε επίσης ότι η μέχρι σήμερα καταβολή του μηνιαίου ποσού για το υποστατικό λαμβάνεται από τους πελάτες μας χωρίς επηρεασμό των δικαιωμάτων τους και άνευ βλάβης και θεωρείται ως αποζημίωση για την ανωτέρω παράνομη διαμονή σας στο υποστατικό και/ή την παράνομη κατοχή αυτού από εσάς. Οι πελάτες μας επιφυλάσσονται να αξιώσουν για την ως παράνομη κατοχή και/ή διαμονή σας στο υποστατικό αποζημιώσεις με βάση την ενοικιαστική αξία του υποστατικού η οποία είναι μεγαλύτερη του μηνιαίως καταβαλλόμενου ποσού…… Παράλληλα οι πελάτες μας σας ενημερώνουν ότι δεν είστε θέσμιοι ενοικιαστές του υποστατικού γιατί το ρηθέν υποστατικό κατά ή περί την 31/12/1999 δεν ενοικιάζετο ούτε ήταν προς ενοικίαση. Το υπό αναφορά ακίνητο την αναφερόμενη περίοδο κατείχετο και χρησιμοποιείτο από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη ο οποίος το χρησιμοποιούσε για την εκτέλεση της εργασίας του ήτοι την πώληση μαρμάρων.

 

Ανεξάρτητα των πιο πάνω με τον πλέον ρητό και απερίφραστο τρόπο ακόμα και εάν κριθεί όπως ισχυρίζεστε, θέση την οποία ρητά απορρίπτουμε ότι ενοικιάζετε το υποστατικό, οι πελάτες μας σας ενημερώνουν ότι δια της παρούσης σας δίδεται ειδοποίηση τερματισμού της εν λόγω ενοικίασης. Η ειδοποίηση τερματισμού εκπνέει και λήγει (expire) στις 31/8/2023 και ως εκ τούτου καλείστε όπως μέχρι και/ή κατά ή περί την εν λόγω ημερομηνία παραδώσετε τα κλειδιά του ακινήτου στους πελάτες μας και εκκενώσετε και παραδώσετε την ελεύθερη και κενή κατοχή του ακινήτου σ’ αυτούς.

 

Η ανωτέρω ειδοποίηση  νοείται ότι δεν δημιουργεί οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των πελατών μας και εσάς και σας αποστέλλεται, ένεκα του ότι έχετε την επιχείρησή σας στο υποστατικό, (και) ως λογικός χρόνος εντός του οποίου  οφείλετε να εκκενώσετε τον χώρο του υποστατικού.

 

Σας ενημερώνουμε επίσης ότι για την περίοδο μέχρι 31/8/2023 οφείλετε να συνεχίσετε με την καταβολή του μηνιαίου ποσού αποζημίωσης στον τραπεζικό λογαριασμό που μέχρι σήμερα αυτό καταβάλλεται καθώς επίσης ότι το εν λόγω ποσό αλλά και οποιοδήποτε ποσό συνεχίσετε να καταβάλλεται θα ληφθεί με πλήρη επιφύλαξη και άνευ βλάβης όλων των νόμιμων δικαιωμάτων των πελατών μας.

 

…..»

 

Σύμφωνα πάντοτε με τον ενάγοντα, οι εναγόμενοι δεν έχουν συμμορφωθεί μέχρι σήμερα με την πιο πάνω επιστολή και την απαίτησή των εναγόντων να προχωρήσουν με παράδοση του επίδικου ακινήτου προς τους ίδιους με αποτέλεσμα να το κατέχουν παράνομα.

 

Πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Πρώτο, έχει καταχωριστεί το έντυπο απαίτησης και η έκθεση απαίτησης, δεύτερο, οι εναγόμενοι έχουν καταχωρήσει σημείωμα εμφάνισης, τρίτο, οι ενάγοντες έχουν καλή αιτία αγωγής και καλό αγώγιμο δικαίωμα στην απαίτησή τους, τέταρτο, μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της παρούσας, πέμπτο, οι εναγόμενοι δεν έχουν καλή υπεράσπιση, μήτε και έχουν υπεράσπιση με πραγματική προοπτική επιτυχίας, έκτο, κανένας άλλος λόγος δεν υπάρχει που  να υποστηρίζει τη θέση ότι δεν πρέπει να εκδοθεί συνοπτική απόφαση και έβδομο, ο πρωταρχικός σκοπός εξυπηρετείται από την έκδοση  συνοπτικής απόφασης, καθότι, σε αντίθετη περίπτωση, η παρούσα υπόθεση θα προχωρήσει σε πλήρη ακρόαση, σπαταλώντας δικαστικό χρόνο και αυξάνοντας τα έξοδα της διαδικασίας. 

 

Έναντι των παραπάνω θέσεων των εναγόντων, ο διευθυντής των εναγόμενων, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την ένσταση στην αίτηση, μεταξύ  άλλων αναφέρει τα εξής:

 

Αποκλειστικά αρμόδιο Δικαστήριο για επίλυση της παρούσας διαφοράς είναι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Εξ’ όσων γνωρίζει από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη και από τους ενοικιαστές των γειτονικών  καταστημάτων, το επίδικο υποστατικό μετά την ανέγερσή του το 1995, νοικιάστηκε σε τρίτο πρόσωπο για κάποιο διάστημα και έπειτα, ο ιδιοκτήτης του, το χρησιμοποιούσε για προσωπικό του σκοπό. Ο ίδιος το παρέλαβε άδειο από τον ιδιοκτήτη του και το νοίκιασε από το Χριστάκη Τσοροζή, δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου, ημερομηνίας 18/9/2013 για περίοδο 2 ετών από 1/10/2013 με μηνιαίο ενοίκιο €500. Μετά τη λήξη της περιόδου ενοικίασης που καθόριζε το ενοικιαστήριο συνέχιζε να κατέχει το ακίνητο και να το νοικιάζει από μήνα σε μήνα. Ή ίδια κατάσταση συνεχίστηκε και μετά την ισχυριζόμενη από τους ενάγοντες, μεταβίβαση του ακινήτου  επ’ ονόματί τους.

 

Αναφορικά με τον ισχυριζόμενο τερματισμό της ενοικίασης, αυτός είναι  παράνομος και καταχρηστικός, καθότι οι εναγόμενοι ήταν και εξακολουθούν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους, καταβάλλουν εγκαίρως το ενοίκιο, διατηρούν το κατάστημα σε καλή κατάσταση και δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για να απομακρυνθούν οι εναγόμενοι από το κατάστημα.

 

Οι εναγόμενοι έχουν καλή και γνήσια υπεράσπιση και τα επίδικα θέματα χρίζουν εξέτασης σε δίκη επί της ουσίας και παρακαλεί το Δικαστήριο να τους επιτρέψει να καταχωρήσουν έκθεση υπεράσπισης ώστε να τεθούν όλα τα ζητήματα πλήρως.  

 

Παρατηρώ τα εξής:

 

Μολονότι ο 4ος λόγος ένστασης έχει ήδη κριθεί, εντούτοις, επειδή, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο (πιο πάνω) σύμφωνα με το Μέρος 12.1(5) των ΚΠΔ, εάν το Δικαστήριο διαπιστώσει οποτεδήποτε ότι δυνάμει του Νόμου στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί της υπόθεσης, δεν μπορεί να ασκήσει τέτοια δικαιοδοσία και επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η θέση των εναγόμενων ότι το παρόν Δικαστήριο είναι αναρμόδιο και/ή στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση, αφού αποκλειστικά αρμόδιο Δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς είναι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων, αποτελεί μια από τις βασικές υπερασπιστικές θέσεις τους στην εναντίον τους αγωγή, στη συνέχεια θα εξετάσω κατά πόσο υπάρχουν τέτοια στοιχεία μαρτυρίας, τα οποία καταδεικνύουν ότι οι εναγόμενοι, συναφώς με αυτή τη θέση τους έχουν πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπιση και ότι υπάρχει επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση σε σχέση με αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να αποφασιστεί σε κανονική δίκη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου του 1983 (Ν. 23/1983):

«“ακίνητο” σημαίνει κτίριο υπό ή προς ενοικίαση για κατοικία ή κατάστημα που βρίσκεται μέσα στα όρια ελεγχόμενης περιοχής και συμπληρώθηκε μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1999·»

 

«“ελεγχόμενη περιοχή” σημαίνει οποιαδήποτε περιοχή της Κύπρου ήθελε κηρυχθεί ως τέτοια με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου»

 

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των παραπάνω εννοιών προκύπτει ποια ακίνητα υπάγονται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων. Για να έχει δικαιοδοσία το συγκεκριμένο Δικαστήριο, το ακίνητο θα πρέπει, πρώτο, να είχε συμπληρωθεί (δηλαδή υφίστατο) το αργότερο, στις 31 Δεκεμβρίου, 1999, δεύτερο, κατά την ημερομηνία αυτή, είτε να νοικιαζόταν είτε να προσφερόταν για ενοικίαση, και τρίτο «..κατά τον χρόνο επίκλησης των δικαιωμάτων που αναφύονται από το Νόμο..» να βρίσκεται μέσα στα όρια ελεγχόμενης περιοχής (βλ. ΦΥΣΕΝΤΖΙΔΗ v. K&C SNOOKER & POOL ENTERTAINMENT, Πολ, Έφ., Αρ. 30/2019, ημερ. 1/6/2020 και ειδικά για το δεύτερο, τη φράση «Διαπιστώνεται λοιπόν πως διαχρονικά για την εφαρμογή του νόμου του ενοικιοστασίου, που περιορίζει τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη, η ενοικίαση ή διάθεση του ακινήτου προς ενοικίαση κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος των περιορισμών ήταν προϋπόθεση.»).

 

Και να ευσταθεί η θέση των εναγόμενων ότι το επίδικο ακίνητο μετά την ανέγερσή του το 1995 νοικιάστηκε σε τρίτο πρόσωπο για κάποιο διάστημα και έπειτα, ο ιδιοκτήτης του το χρησιμοποιούσε για προσωπικό του σκοπό, δεν στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός τους ότι αρμόδιο Δικαστήριο να επιληφθεί και εκδικάσει την παρούσα υπόθεση είναι το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων. Και τούτο, επειδή δεν υπάρχει μαρτυρία ότι το επίδικο ακίνητο, στις 31 Δεκεμβρίου, 1999, είτε νοικιαζόταν είτε προσφερόταν για ενοικίαση, που αποτελεί τη δεύτερη από τις παραπάνω προϋποθέσεις έτσι ώστε αυτό να θεωρείται ακίνητο τη εννοία του άρθρου 2 του περί Ενοικιοστασίου Νόμου. Και, με δεδομένο ότι για να θεωρηθεί ότι ένα ακίνητο υπάγεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων, οι παραπάνω προϋποθέσεις, θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, το όλο θέμα θα πρέπει να θεωρείται λήξαν. Αρμόδιο Δικαστήριο να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση είναι το παρόν Δικαστήριο.

 

Οι λόγοι για τους οποίους οι ενάγοντες σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων τους δικαιούνται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης είναι οι εξής:

 

Το επίδικο ακίνητο αγοράστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου 9/65. Οι ενάγοντες, ως καλόπιστοι αγοραστές και χωρίς γνώση των οποιωνδήποτε ισχυριζόμενων  δικαιωμάτων βαρύνουν το επίδικο ακίνητο, παρά τις εύλογες προς τούτο ενέργειες, δικαιούνται την ελεύθερη κατοχή του, μη επιβαρυμένου από το οποιοδήποτε δικαίωμα των εναγόμενων και του ισχυριζόμενου δικαιώματός τους για ενοικίαση και συνεπώς, η άρνησή τους να παραδώσουν την ελεύθερη κατοχή του στους ενάγοντες, ως τους νόμιμους ιδιοκτήτες του, παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα ιδιοκτησίας τους στο ακίνητο και συνιστά παράνομη επέμβαση επ’ αυτού.

 

Δικαιούνται την ελεύθερη κατοχή του επίδικου ακινήτου, καθότι η ισχυριζόμενη συμφωνία ενοικίασης μεταξύ των εναγόμενων και του προηγούμενου ιδιοκτήτη του δεν δεσμεύει τους ενάγοντες, αφού μηδέποτε κατέστησαν συμβαλλόμενα μέρη σ’ αυτή ή σε οποιαδήποτε άλλη συμφωνία ενοικίασης σε άλλο χρόνο και συνεπώς, η άρνηση των εναγόμενων να τους παραδώσουν την ελεύθερη κατοχή του παραβιάζει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας επί του επίδικου ακινήτου και συνιστά παράνομη επέμβαση επ’ αυτού.

 

Δικαιούνται την ελεύθερη κατοχή του επίδικου ακινήτου, καθότι, η ισχυριζόμενη συμφωνία ενοικίασης μεταξύ των εναγόμενων και του προηγούμενου ιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου, συνάφθηκε κατά παράβαση του εγγράφου υποθήκης του επίδικου ακινήτου και πιο συγκεκριμένα, οι  εναγόμενοι και ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου, ποτέ δεν ανέκτησαν την άδεια ή τη συγκατάθεση των ενυπόθηκων δανειστών για να συνάψουν την ισχυριζόμενη συμφωνία ενοικίασης, ημερομηνίας 18/9/2013. Οι ενάγοντες έχουν απαιτήσει την κατοχή του επίδικου ακινήτου από τους εναγόμενους και ως εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του, έχουν καλύτερο τίτλο από τους εναγόμενους έστω και αν οι αυτοί αρνούνται να παραδώσουν την ελεύθερη κατοχή του στους ενάγοντες.

 

Δικαιούνται την ελεύθερη κατοχή του επίδικου ακινήτου, καθότι, σε κάθε περίπτωση, η ισχυριζόμενη σχέση ενοικίασης μεταξύ των εναγόμενων και του προηγούμενου ιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου έχει τερματιστεί με την αποστολή της επιστολής παράδοσης ελεύθερης κατοχής, ημερομηνίας 25/7/2023 και συνεπώς, η άρνηση των εναγόμενων να παραδώσουν την ελεύθερη κατοχή του επίδικου ακινήτου  παραβιάζει τα δικαιώματα ιδιοκτησίας των εναγόντων επί του επίδικου ακινήτου και συνιστά παράνομη επέμβαση επ’ αυτού.

 

Παρατηρώ τα εξής:

 

Σύμφωνα με τα κατ’ ισχυρισμό των εναγόντων γεγονότα, ο ενάγοντας απέκτησε το επίδικο ακίνητο με τη διαδικασία πλειστηριασμού, δυνάμει του Μέρους VIA του Νόμου  9/65, στις 11/9/2019. Την επομένη, 12/9/2023 έλαβε γνώση από το διευθυντή των εναγόμενων ότι αυτοί το είχαν νοικιάσει από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του, δυνάμει σχετικής γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 18/9/2013, η οποία έληξε το 2015 και έκτοτε παρέμειναν σ’ αυτό, με τη σύμφωνη γνώμη του τότε ιδιοκτήτη, καταβάλλοντάς του το μηναίο ενοίκιο και ως εκ τούτου δεν έχουν πρόθεση να του παραδώσουν ελεύθερη κατοχή του επίδικου ακινήτου. Από την αλληλογραφία που είχε ανταλλαχθεί στη συνέχεια μεταξύ του ενάγοντα και των εναγόμενων, με τελευταία, την επιστολή των δικηγόρων των εναγόντων προς τους εναγόμενους, ημερομηνίας 25/7/2023 προκύπτουν τα εξής:

 

Ο ενάγοντας, με την επιστολή του, ημερομηνίας 5/12/2019, αφού είχε ενημερώσει τους εναγόμενους ότι κατέστη ιδιοκτήτης του επίδικου καταστήματος από τις 11/9/2019, ακολούθως, τους κάλεσε να καταβάλλουν στον ίδιο το μηνιαίο ενοίκιο των €500 που έδιδαν στους προηγούμενους  ιδιοκτήτες. Επιπλέον, τους κάλεσε να αποπληρώσουν και τα οφειλόμενα ενοίκια για τους μήνες Σεπτέμβρης - Δεκέμβρης, 2019. Η τελευταία παράγραφος ακολουθεί αυτούσια: «Επιπλέον καλείστε όπως καταβάλλετε τα πιο πάνω ενοίκια μέχρι νεωτέρας ρυθμίσεως. Τέλος, σας ενημερώνω ότι τα ρηθέν ενοίκια θα τα παραλάβω με πλήρη επιφύλαξη όλων των δικαιωμάτων μου τα οποία απορρέουν από την αναφερόμενη  αγορά του  υποστατικού.»

 

Με τη διευκρίνιση ότι, ουδεμία αναφορά ότι οι εναγόμενοι κατέχουν παράνομα το επίδικο κατάστημα υπάρχει στην εν λόγω επιστολή, αυτή, έτυχε απάντησης από τους δικηγόρους των εναγόμενων, με την επιστολή τους, ημερομηνίας 18/12/2019. Όπως αναφέρεται σε αυτή - μεταξύ άλλων - οι εναγόμενοι, μετά τη λήξη της συμφωνίας ενοικίασης (ανωτέρω) κατέστησαν και κατέχουν το επίδικο κατάστημα, ως θέσμιοι ενοικιαστές.

 

Ο ενάγοντας απέρριψε το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, με την επιστολή του προς τους δικηγόρους των εναγόμενων, ημερομηνίας 30/12/2019. Η τελευταία παράγραφος της εν λόγω επιστολής ακολουθεί αυτούσια: «Τέλος τονίζω ότι η λήψη των πιο πάνω αναφερόμενων ποσών αντικαταβολής γίνεται με πλήρη επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και χωρίς να αποδέχομαι ή να δεσμεύομαι από το υφιστάμενο καθεστώς ενοικίασης του πελάτη σας.» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου)

 

Από την παραπάνω φράση η ουσία έγκειται στο γεγονός, ότι ο ενάγοντας αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι κατείχαν τότε το επίδικο ακίνητο με κάποιο καθεστώς ενοικίασης και όχι η θέση του ότι αυτό δεν το δεσμεύει.

 

Στην τελευταία επιστολή απάντησαν οι δικηγόροι των εναγόμενων με την επιστολή τους, ημερομηνίας 15/1/2020. Το περιεχόμενο της οποίας απέρριψε και πάλι ο ενάγοντας με την επιστολή του, ημερομηνίας 16/1/2020. Με αυτή, στο ερώτημα των δικηγόρων των εναγόμενων αναφορικά με τον τρόπο που επιθυμούσε να του καταβάλλουν οι εναγόμενοι τα μελλοντικά ενοίκια, απάντησε ως εξής: «…διαφυλάττοντας άπαντα τα δικαιώματα μου ως προς τις μελλοντικές μου ενέργειες, σας αναφέρω ότι επιθυμώ η καταβολή του περί ου ο λόγος ποσού αντικαταβολής να γίνεται από μήνα σε μήνα στον κάτωθι αριθμό (IBAN NUMBER): (αναφέρεται ο αριθμός)»

 

Για ό,τι μας ενδιαφέρει, η ουσία και πάλι έγκειται στο γεγονός, πως ούτε και σ’ αυτή την επιστολή προβάλλεται η θέση ότι οι εναγόμενοι κατέχουν παράνομα το επίδικο κατάστημα, για οποιοδήποτε λόγο.

 

Λόγος ότι οι εναγόμενοι κατέχουν παράνομα το επίδικο ακίνητο γίνεται για πρώτη φορά από τους δικηγόρους των εναγόντων με την επιστολή τους προς τους εναγόμενους, ημερομηνίας 25/7/2023.

 

Και πάλι για ό,τι μας ενδιαφέρει, η ουσία της εν λόγω επιστολής περικλείεται στην ακόλουθη παράγραφο:

 

«Ανεξάρτητα των πιο πάνω με τον πλέον ρητό και απερίφραστο τρόπο ακόμα και εάν κριθεί όπως ισχυρίζεστε, θέση την οποία ρητά απορρίπτουμε ότι ενοικιάζετε το υποστατικό, οι πελάτες μας σας ενημερώνουν ότι δια της παρούσης σας δίδεται ειδοποίηση τερματισμού της εν λόγω ενοικίασης. Η ειδοποίηση τερματισμού εκπνέει και λήγει (expire) στις 31/8/2023 και ως εκ τούτου καλείστε όπως μέχρι και/ή κατά ή περί την εν λόγω ημερομηνία παραδώσετε τα κλειδιά του ακινήτου στους πελάτες μας και εκκενώσετε και παραδώσετε την ελεύθερη και κενή κατοχή του ακινήτου σ’ αυτούς.»

 

Δεδομένης της διαπίστωσής μου ότι το επίδικο κατάστημα υπάγεται στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, δηλαδή του Επαρχιακού Δικαστηρίου και όχι στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η συμφωνία ενοικίασης, ημερομηνίας 18/9/2013, την οποία είχαν συνάψει οι εναγόμενοι με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του  επίδικου καταστήματος, ήταν για περίοδο 2 ετών από 1/10/2013 και μετά τη λήξη της, δεν είχε ανανεωθεί και οι εναγόμενοι συνέχισαν να κατέχουν το επίδικο ακίνητο, η εν λόγω συμφωνία, αυτόματα μετατράπηκε σε ενοικίαση από μήνα σε μήνα. Το ίδιο νομικό καθεστώς ίσχυε, σε κάθε περίπτωση, μέχρι και την ημέρα που οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση από τον ενάγοντα ότι αγόρασε το επίδικο κατάστημα και κατέστη ιδιοκτήτης του.

 

Απ’ εκεί και πέρα, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της αλληλογραφίας που είχε ανταλλαχθεί μεταξύ των μερών στη συνέχεια μέχρι και τις 27/7/2023 που οι ενάγοντες επέδωσαν στους εναγόμενους, την επιστολή των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 25/7/2023 με την οποία τερμάτισαν την κατ’ ισχυρισμό των εναγόμενων, ενοικίαση του επίδικου καταστήματος, ασφαλές συμπέρασμα με το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης ότι οι εναγόμενοι διέμεναν στο επίδικο κατάστημα, νόμιμα, όπως είναι η θέση τους ή παράνομα, όπως είναι η θέση των εναγόντων θεωρώ πως δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να εξαχθεί. Κάτι τέτοιο μόνο στο πλαίσιο κανονικής δίκης μπορεί να γίνει.

 

Το απόσπασμα από τη Maximos Court Ltd. ν. Xριστόφορου Πιερή και Άλλου (2001) 1 Α.Α.Δ. 875 στο οποίο με παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των εναγόντων, δε βοηθά τους τελευταίους για το λόγο που το επικαλούνται. Χωρίς να χρειάζεται να το επαναλάβω, δύο μόνο σχόλια θέλω να κάνω συναφώς με αυτό και γενικά για την εν λόγω υπόθεση. Καταρχάς, σε αυτή, η εκκαλούμενη απόφαση είχε εκδοθεί στο πλαίσιο κανονικής δίκης και όχι στο πλαίσιο αίτησης για έκδοση συνοπτικής απόφασης, με ό,τι αυτό σημαίνει για το απαιτούμενο επίπεδο απόδειξης και στις δυο περιπτώσεις, που δεν είναι το ίδιο. Ακολούθως, το παρατεθέν απόσπασμα από την εφετειακή απόφαση, θα πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με το μέρος (iv) αυτής, με τίτλο «Κωλύεται η Εφεσείουσα με τη συμπεριφορά της να απαιτήσει έξωση λόγω υπενοικίασης» και όχι απομονωμένα.

 

Έχοντας υπόψη τη διαφαινόμενη κατάληξή μου επί της αίτησης, δε θα ήθελα και θεωρώ πως, ούτε και θα ήταν ορθό να επεκταθώ.

 

Επειδή ένας από τους λόγους για τους οποίους οι ενάγοντες, όπως είναι η θέση τους δικαιούνται την ελεύθερη κατοχή του επίδικου καταστήματος, είναι γιατί η ισχυριζόμενη, εκ μέρους των εναγόμενων, συμφωνία ενοικίασης που είχαν συνάψει με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του επίδικου καταστήματος, συνάφθηκε κατά παράβαση του εγγράφου υποθήκης, καθώς αυτοί, ποτέ δεν ανέκτησαν την άδεια ή τη συγκατάθεση των ενυπόθηκων δανειστών για να συνάψουν την εν λόγω συμφωνία, θα ήθελα να πω τα εξής:

 

Ο ενάγοντας, στην ένορκη δήλωσή του που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν υποθηκευμένο στην Τράπεζα Κύπρου. Λειτουργός της εν λόγω τράπεζας, τον είχε ενημερώσει ότι σύμφωνα με τα έγγραφα υποθήκης δεν επιτρέπεται η ενοικίαση του επίδικου ακινήτου, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της τράπεζας και εξ όσων η ίδια γνώριζε, τέτοια άδεια, ουδέποτε είχε ληφθεί (δοθεί υποθέτω ήθελε να πει) από την τράπεζα προς όφελος του προηγούμενου ιδιοκτήτη.

 

Εκτός του ότι, ο διευθυντής των εναγόμενων ισχυρίζεται πως δε γνώριζε ότι το επίδικο ακίνητο ήταν υποθηκευμένο είναι και το γεγονός, ότι τα έγγραφα υποθήκης στα οποία αναφέρεται ο ενάγοντας δεν έχουν τεθεί ενώπιόν μου, αν μη τι άλλο, για να μπορώ να εξακριβώσω το βάσιμο ή μη του παραπάνω ισχυρισμού του.

 

Επειδή τέλος, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι δικαιούνται την ελεύθερη κατοχή του επίδικου καταστήματος, επειδή, όπως είναι η θέση τους, η ισχυριζόμενη σχέση ενοικίασης του επίδικου ακινήτου μεταξύ των εναγόμενων και του προηγούμενου ιδιοκτήτη έχει τερματιστεί με την αποστολή της επιστολής παράδοσης ελεύθερης κατοχής, ημερομηνίας 25/7/2023, και επειδή η φράση «η ισχυριζόμενη σχέση ενοικίασης» σύμφωνα με το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων των εναγόντων έχει την έννοια, της από μήνα σε μήνα ενοικίασης του επίδικου ακινήτου, παρατηρώ τα εξής:

 

Όπως επισημαίνεται στην υπόθεση ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Χ.Π.Θ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΛΤΔ v. K ΤΣΙΑΜΕΖΗ, Πολ. ΄Εφ. Αρ. 162/2014, ημερ. 11/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:A313:

 

«Σύμφωνα με ό,τι λέχθηκε στην υπόθεση Nicos Christou Developm.Ltd v. Τοφινή (1998) 1 Α.Α.Δ. 1990, στη σελίδα 1995: «... για να θεωρηθεί η ενοικίαση ως λήξασα ή θα πρέπει να έχει λήξει η περίοδος ενοικίασης που αναφέρεται στο άκυρο ενοικιαστήριο έγγραφο, ή να έχει δοθεί νόμιμη ειδοποίηση τερματισμού.»  Ειδικά, σε περίπτωση ενοικίασης από μήνα σε μήνα, για να είναι νόμιμος ο τερματισμός της, πρέπει να δοθεί ειδοποίηση ενός μηνός, η οποία να εκπνέει στο τέλος της περιόδου της υπό αναφορά ενοικίασης, (βλ.Georghios E. Glykys v. Ioannis Stylianou Ioannides (1959 - 60) 24 C.L.R. 220 και Sergiou Estates Ltd v. Μπεντέζη (1995) 1 Α.Α.Δ. 889).»

 

Από τα παραπάνω είναι σαφές, ότι για σκοπούς νόμιμου τερματισμού ενοικίασης από μήνα σε μήνα, η μόνη προϋπόθεση που τίθεται είναι να δοθεί σχετική ειδοποίηση ενός μηνός η οποία να εκπνέει στο τέλος της περιόδου της ενοικίασης. Κατά πόσο οφείλονται ή όχι οποιαδήποτε ενοίκια αποτελεί στοιχείο αδιάφορο.

 

Στη Sergiou Estates Ltd (ανωτέρω) κρίθηκε ότι η ειδοποίηση τερματισμού ήταν άκυρη γιατί δεν εξέπνεε στο τέλος περιόδου της περιοδικής ενοικίασης, αλλά στο μέσο τέτοιας περιόδου. Συγκεκριμένα, εξέπνεε στις 15 του μηνός αντί στις 12, ημερομηνία κατά την οποία έληγε κάθε μηνιαία περίοδος της από μήνα σε μήνα ενοικίασης.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η συμφωνία ενοικίασης την οποία συνήψαν οι εναγόμενοι με τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του επίδικου ακινήτου έχει τεθεί ενώπιόν μου, τόσο από τους ενάγοντες όσο και από τους εναγόμενους. Καθώς ήδη έχει αναφερθεί είναι ημερομηνίας 18/9/2013 και με αυτή, η διάρκεια της ενοικίασης ορίστηκε στα δυο χρόνια από 1/10/2013. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μηνιαία περίοδος ενοικίασης εκπνέει την 1η του μηνός.

 

Παρόλα αυτά, οι δικηγόροι των εναγόντων με την επιστολή τους, ημερομηνίας 25/7/2023 την οποία επέδωσαν στους εναγόμενους, στις 27/7/2023 τούς ενημερώνουν ότι με αυτή, τους δίδεται ειδοποίηση τερματισμού της εν λόγω ενοικίασης «η οποία εκπνέει και λήγει (expire) στις 31/8/2023.»

 

Είναι φανερό, ότι η εν λόγω ειδοποίηση τερματισμού, είναι άκυρη. Σε συνδυασμό και με όσα προηγήθηκαν θεωρώ ότι οι ενάγοντες δε δικαιούνται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης σε σχέση με την πρώτη αξίωσή τους - σύμφωνα με το έντυπο απαίτησης - με την οποία ζητούν διάταγμα παράδοσης ελεύθερης κατοχής του επίδικου ακινήτου και το ίδιο ισχύει και για την πέμπτη αξίωσή τους, με την οποία ζητούν δηλωτική απόφαση με την οποία να αναγνωρίζεται ότι οι εναγόμενοι είναι παράνομοι επεμβασίες του εν λόγω ακινήτου. Και, με δεδομένο ότι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι τους με τη γραπτή αγόρευσή τους, καταληκτικά, συναρτούν τις διάφορες αξιώσεις τους για την καταβολή αποζημιώσεων με τον τερματισμό της περιοδικής ενοικίασης, εν τέλει, ούτε και γι’ αυτές τις αξιώσεις δικαιούνται στην έκδοση συνοπτικής απόφασης.

 

Σε σχέση λοιπόν με όλες τις αξιώσεις τους κρίνω ότι οι εναγόμενοι έχουν πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης και ότι υπάρχει σοβαρός επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση θα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη, δηλαδή σε πλήρη και κανονική ακρόαση.

 

Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου, η αίτηση απορρίπτεται.

 

Οι εναγόμενοι να καταχωρήσουν την υπεράσπισή τους, εντός 28 ημερών από σήμερα και να επιδώσουν αντίγραφό της στους δικηγόρους των εναγόντων.

 

Αναφορικά με τα έξοδα παρατηρώ τα εξής:

 

Οι εναγόμενοι, οι οποίοι υπέχουν θέση επιτυχόντα διαδίκου στην αίτηση, σε εφαρμογή του Μέρους 39.2(1) των ΚΠΔ, δικαιούνται στα έξοδα της αίτησης. Επειδή ωστόσο, τόσο αυτοί όσο και οι ενάγοντες, χωρίς εύλογη αιτία απέστησαν του, με βάση τον κανονισμό 9(1), καθήκοντός τους να με βοηθήσουν να προβώ σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων τους σύμφωνα με τον κανονισμό 7 του ίδιου Μέρους, καθώς δεν υπόβαλαν μέχρι σήμερα κατάλογο εξόδων, κάτι που όφειλαν να είχαν κάνει, το αργότερο, δυο μέρες πριν από την ακρόαση της αίτησης, σε εφαρμογή της παραγράφου 2 του κανονισμού 9 του  ίδιους  Μέρους, η επί του προκειμένου παράλειψή τους, θα ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των εξόδων τους.

 

Με τους δικούς μου υπολογισμούς, τα έξοδα των εναγόμενων ανέρχονται περίπου στο ποσό των €3.500, πλέον πραγματικά έξοδα.

 

Στις 3/2/2025 που η αίτηση ήταν ορισμένη για ακρόαση διαδικαστικών οδηγιών (ΑΔΟ), κατόπιν συνεννόησης των δικηγόρων των μερών, η αίτηση επαναορίστηκε για ΑΔΟ, στις 12/2/2025 με προοπτική την επίτευξη συμβιβασμού της υπόθεσης συνολικά και με οδηγίες για καταχώρηση ένστασης, μέχρι τις 10/2/2025. Στις 12/2/2025 ζητήθηκε άδεια από τους δικηγόρους των εναγόμενων να αποσυρθούν - η  οποία δόθηκε - και η αίτηση ορίστηκε για οδηγίες, στις 4/3/2025, ημερομηνία κατά την οποία ο διευθυντής των εναγόμενων ζήτησε περαιτέρω χρόνο για να διορίσει νέο δικηγόρο. Το αίτημα έγινε αποδεκτό και η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση, στις 8/5/2025, με οδηγίες για καταχώρηση ένστασης εντός 30 ημερών. Και στις τρεις αυτές δικασίμους, η διαταγή ως προς τα έξοδα ήταν «Έξοδα στην πορεία». Στις 8/5/2025 εμφανίστηκαν οι νέοι δικηγόροι των εναγόμενων και ζήτησαν αναβολή, επειδή - όπως αναφέρθηκε - μόλις την προηγουμένη είχαν διοριστεί δικηγόροι των εναγόμενων. Υπήρξε ένσταση στο αίτημα, ακολούθησαν εκατέρωθεν αγορεύσεις και με την έκδοση της σχετικής απόφασής μου ενέκρινα το αίτημα, ορίζοντας την αίτηση εκ νέου για ακρόαση, στις 23/6/2025,  με οδηγίες για καταχώρηση ένστασης, εντός 20 ημερών. Οι εναγόμενοι καταδικάστηκαν στα έξοδα της δικασίμου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ενόψει όλων των ανωτέρω τα έξοδα της αίτησης, τα οποία καθορίζω στο ποσό των €2.000, πλέον Φ.Π.Α. - αν υπάρχει -, πλέον πραγματικά έξοδα, επιδικάζονται υπέρ των εναγόμενων και σε βάρος των εναγόντων 1 και 2.

 

 

 

 

                                                                          (Υπ.) ...…………………………

                                                                                    Κ. Κωνσταντίνου, Π.Ε.Δ.

 

 

Πιστό Αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

/ΚΚ-TA

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο