
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Αγωγή Αρ. 715/2024
iJustice
Μεταξύ:
KPAX MARKETING ONLINE LTD
Ενάγουσας
-και-
Χαράλαμπου Λάππα
Εναγόμενου
----------------------------
Αίτηση ημερ. 30.7.2024
27 Ιουνίου 2025
Για Ενάγουσα – Αιτήτρια: κα Σ. Σταύρου με κα Ι. Σταυρούλια για Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενο – Καθ’ ου η Αίτηση: κ. Κ. Ζαντήρα για Michael Kyprianou & Co LLC
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Την 1.8.2024 το Δικαστήριο, στη βάση μονομερούς αίτησης της Ενάγουσας Εταιρείας (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η Αιτήτρια), εξέδωσε προσωρινό διάταγμα το οποίο απαγορεύει στον Εναγόμενο από το να χρησιμοποιεί και ή κοινοποιεί και ή επιτρέπει την δημοσιοποίηση ή τη χρήση με οποιοδήποτε τρόπο των εμπιστευτικών πληροφοριών και ή δεδομένων και ή εγγράφων της Αιτήτριας, που έχει στην κατοχή του και στα οποία έχει πρόσβαση λόγω της προηγούμενης σχέσης εργοδότησης του με την Αιτήτρια, τα οποία απέσπασε και ή αντέγραψε και ή ιδιοποιήθηκε χωρίς τη γνώση ή και συγκατάθεση της Αιτήτριας.
Η Αίτηση περιλαμβάνει και άλλα αιτητικά, όπως η έκδοση διατάγματος το οποίο να διατάσσει τον Εναγόμενο όπως αποκαλύψει ενόρκως τις περιγραφόμενες στην παράγραφο Β πληροφορίες ή και έγγραφα, η έκδοση διατάγματος το οποίο να τον διατάσσει όπως διαγράψει και ή καταστρέψει και ή επιστρέψει στην Αιτήτρια τις ανωτέρω πληροφορίες ή και δεδομένα ή και έγγραφα καθώς και η έκδοση διατάγματος το οποίο να τον διατάσσει όπως διαγράψει ή και καταστρέψει αυτά. Αξιώνεται ακόμα η έκδοση διατάγματος το οποίο να απαγορεύει στον Εναγόμενο να προβαίνει σε ενέργειες που αντίκεινται σε συγκεκριμένους όρους της συμφωνίας εργοδότησης του ημερομηνίας 12.3.2019. Το Δικαστήριο όμως δεν τα εξέδωσε μονομερώς και έδωσε οδηγίες για επίδοση της Αίτησης.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Κυριάκου, διευθυντή της Αιτήτριας, στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:
Η Αιτήτρια δραστηριοποιείται στον τομέα της εξαγοράς και αγοράς μέσων ενημέρωσης (Acquisition & Media Bying) και παρέχει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες σχεδιασμού και ανάπτυξης ιστοτόπων (Website Design and Development), ανάλυσης δεδομένων κ.λ.π.. Αποτελεί μέλος του Ομίλου Εταιρειών Skill on Net, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα του IGaming και διαχειρίζεται περισσότερα από 30 διαδικτυακά καζίνο παγκόσμια. Η Αιτήτρια είναι μια από τις κύριες εταιρείες του Ομίλου και εξειδικεύεται στην πρόσληψη προσωπικού για τον Όμιλο στην Κύπρο. Ο Εναγόμενος εργαζόταν στην Αιτήτρια στη βάση συμφωνίας εργοδότησης, από την 12.3.2019 μέχρι την 8.7.2024 και κατείχε τις θέσεις του Επικεφαλή Ασφάλειας και Διακυβέρνησης Πληροφοριών (Head of Information Security and Governance) καθώς και του Υπεύθυνου Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Περί την 27.3.2024 η Αιτήτρια αποφάσισε να αλλάξει τη γραμμή αναφοράς (reporting line) και την εποπτεία (supervision) του Εναγόμενου σε σχέση με τη θέση του ως Επικεφαλή Ασφάλειας και Διακυβέρνησης Πληροφοριών και να αναθέσει την εποπτεία και αναφορά του στον Γενικό Διευθυντή Επιχειρήσεων (Chief Operating Officer) του Ομίλου και της Αιτήτριας κ. Naor. Όπως πληροφορείται, η αλλαγή στην εποπτεία και γραμμή αναφοράς του Εναγόμενου κρίθηκε αναγκαία επειδή, μεταξύ άλλων, διαπιστώθηκε ότι ο Εναγόμενος δεν εκτελούσε τα καθήκοντα του με επαρκή και ικανοποιητικό τρόπο. Η μη επαρκής και ικανοποιητική εκτέλεση των καθηκόντων του ήταν και ο λόγος για τον οποίο είχε ζητηθεί από τον Εναγόμενο περί τον Μάιο του 2024 να σταματήσει να εργάζεται από το σπίτι και να είναι παρών στον εργασιακό του χώρο καθημερινά. Ο Εναγόμενος αρχικά δεν συμμορφώθηκε με τις ως άνω οδηγίες και εξακολούθησε να εργάζεται από το σπίτι για ακόμα δύο περίπου εβδομάδες. Περαιτέρω ο Εναγόμενος αρνείτο να συμμορφωθεί με την υποχρέωση εβδομαδιαίας αναφοράς αρχικά στον κ. Naor και έπειτα στην Επιτροπή Κινδύνου. Ο λόγος τον οποίο επικαλέστηκε για να δικαιολογήσει την ως άνω άρνηση του ήταν ότι τυχόν αναφορά και εποπτεία του από τον κ. Naor θα έθετε σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του ως Επικεφαλή Ασφάλειας και Διακυβέρνησης Πληροφοριών. Μάλιστα έφτασε στο σημείο να απειλήσει τον κ. Naor ότι εάν η Αιτήτρια δεν αναθεωρήσει την απόφαση της σε σχέση με την εποπτεία και γραμμής αναφοράς του, θα παραιτείτο και θα υπέβαλλε καταγγελία στις αρμόδιες αρχές εναντίον της Αιτήτριας.
Ενόψει της ανωτέρω περιγραφόμενης στάσης του Εναγόμενου, η Αιτήτρια προχώρησε στις 18.6.2024 στη χορήγηση γραπτής προειδοποίησης προς αυτόν λόγω, μεταξύ άλλων, της ανεπαρκούς απόδοσης του και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του. Στην ως άνω προειδοποίηση επισημάνθηκε στον Εναγόμενο ότι η μη επίδειξη άμεσης βελτίωσης της απόδοσης και της συμπεριφοράς του θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμα και στον τερματισμό της απασχόλησης του. Μετά την παραλαβή της ανωτέρω προειδοποίησης πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του Εναγόμενου και της υπεύθυνης ανθρώπινου δυναμικού της Αιτήτριας, προκειμένου να συζητηθεί ένα σχέδιο βελτίωσης. Κατά τη συνάντηση συζητήθηκαν όλα τα θέματα που αναφέρονταν στην προειδοποίηση, περιλαμβανομένου του θέματος της υποβολής εβδομαδιαίας αναφοράς στην Επιτροπή Κινδύνου. Κατά το χρονικό διάστημα που ακολούθησε τη διεξαγωγή της ανωτέρω συνάντησης, ο Εναγόμενος δεν επέδειξε βελτίωση και συμμόρφωση με τις οδηγίες της Αιτήτριας και συνέχισε να διατηρεί μια παθητική επιθετική στάση (passive aggressive), ιδίως απέναντι στην Ανώτερη Διοίκηση και συγκεκριμένα τον κ. Naor, που δυσχέραινε την εύρυθμη λειτουργία της Αιτήτριας. Ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω και προκειμένου να διασφαλιστούν τα συμφέροντα και η ομαλή λειτουργία της Αιτήτριας, στις 8.7.2024 επιδόθηκε στον Εναγόμενο επιστολή τερματισμού της απασχόλησης του. Μέσω της ως άνω επιστολής η Αιτήτρια ζήτησε από τον Εναγόμενο όπως επιστρέψει αμέσως σ’ αυτήν οποιεσδήποτε πληροφορίες έχει στην κατοχή ή και έλεγχο του που ανήκουν ή σχετίζονται με τις επιχειρηματικές επαφές της Αιτήτριας και περαιτέρω όπως διαγράψει οριστικά οποιαδήποτε αντίγραφα τέτοιων πληροφοριών που έχει αποθηκεύσει σε οποιοδήποτε μαγνητικό ή οπτικό δίσκο ή μνήμη.
Την ίδια μέρα που δόθηκε η επιστολή τερματισμού απασχόλησης, ο Εναγόμενος, κατόπιν αιτήματος της Αιτήτριας, επέστρεψε τον εταιρικό φορητό υπολογιστή που κατείχε και χρησιμοποιούσε κατά την εργοδότηση του. Μετά την επιστροφή του, ο υπεύθυνος του Τμήματος Πληροφορικής της Αιτήτριας διεξήγαγε έρευνα στο ιστορικό του υπολογιστή. Όπως τον πληροφόρησε, κατά την έρευνα στον υπολογιστή διαπίστωσε ότι κατά την 20.6.2024 και μετέπειτα την 21.6.2024, 26.6.2024 και 28.6.2024, ο Εναγόμενος, ενόσω ήταν ακόμα εργοδοτούμενος στην Αιτήτρια, εγκατέστησε ένα λογισμικό στον υπολογιστή μέσω του οποίου αντέγραψε ή και απέσπασε ή και μετέφερε σημαντικό όγκο πληροφοριών δεδομένων και εγγράφων της Αιτήτριας χωρίς την προηγούμενη γνώση ή και συγκατάθεση της. Ειδικότερα, ο Εναγόμενος μετέφερε πληροφορίες, έγγραφα και δεδομένα της Αιτήτριας, τα οποία ξεπερνούν τα 100 GB σε εξωτερικό ιδιωτικό δίσκο για ιδιωτική του χρήση. Στα έγγραφα τα οποία απέσπασε κατά τον ως άνω τρόπο ο Εναγόμενος, περιλαμβάνονται έγγραφα και πληροφορίες υψίστης σημασίας και εμπιστευτικότητας για την Αιτήτρια καθώς περιέχουν πληροφορίες άκρως εμπιστευτικής φύσης που αφορούν, μεταξύ άλλων, το δίκτυο πελατών και συνεργατών της Αιτήτριας, εμπορικές συμφωνίες με τρίτα πρόσωπα, εμπορικά μυστικά, εσωτερικές πολιτικές και κανονισμούς της Αιτήτριας καθώς και εσωτερικά έγγραφα / εκθέσεις αυτής.
Όπως καλύτερα γνωρίζει και πιστεύει, εάν διαρρεύσουν ή κοινοποιηθούν τέτοιες πληροφορίες, η Αιτήτρια θα χάσει μεγάλη ανταγωνιστική δύναμη, καθώς ανταγωνιστές της ενδεχομένως να μειώσουν τις τιμές ή και να αλλάξουν τους όρους ή και τις πρακτικές τους αναλόγως, ώστε να προσελκύσουν πελάτες και συνεργάτες της Αιτήτριας. Ταυτόχρονα θα αποδυναμωθεί η διαπραγματευτική της δύναμη, καθώς άλλοι πελάτες ενδεχομένως να απαιτήσουν παρόμοιους όρους με αυτούς που δημοσιοποιήθηκαν. Επιπλέον, τυχόν αποκάλυψη των χωρών που προτίθεται να δραστηριοποιηθεί η Αιτήτρια, ενδεχομένως να ωθήσει ανταγωνιστές της να εξετάσουν το ενδεχόμενο επέκτασης σε εκείνες τις χώρες.
Η Αιτήτρια με βάση συγκεκριμένες συμφωνίες, υπέχει ρητές ή και εξυπακουόμενες υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας απέναντι σε τρίτα πρόσωπα ή και συμβαλλομένους της. Σε περίπτωση που ο Εναγόμενος διαρρεύσει ή και χρησιμοποιήσει ή και δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες που απέσπασε και αφορούν τέτοια τρίτα πρόσωπα, η Αιτήτρια θα βρεθεί υπόλογη απέναντι στα πρόσωπα αυτά καθώς πολύ πιθανόν θα παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις έναντι τους και ειδικότερα τις υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας που περιλαμβάνονται ρητά στις εκάστοτε συμφωνίες της Αιτήτριας μαζί τους. Είναι δηλαδή πιθανόν η Αιτήτρια να βρεθεί αντιμέτωπη με κυρώσεις ποινικής ή αστικής φύσης γι’ αυτές τις παραβιάσεις, καθώς τρίτα πρόσωπα που έχουν συμβατική σχέση με την Αιτήτρια ενδεχομένως να κινήσουν εναντίον της νομικές ή και δικαστικές διαδικασίες για παράβαση σύμβασης ή και καθήκοντος εμπιστευτικότητας. Μάλιστα δεν αποκλείεται τα ως άνω πρόσωπα, ένεκα του φόβου τους για πιθανή δημοσιοποίηση και των δικών τους προσωπικών δεδομένων, να διακόψουν τη σχέση και τη συνεργασία τους με την Αιτήτρια, κάτι το οποίο θα αποτελέσει σοβαρό οικονομικό πλήγμα γι’ αυτή. Τέτοια ζημιά είναι ουσιαστικά ανεπανόρθωτη, καθότι αφενός συνεπάγεται απώλεια πελατών / συνεργατών ή μελλοντικών πελατών / συνεργατών συνδεδεμένων με υφιστάμενους πελάτες / συνεργάτες, η οποία δεν μπορεί να αποδειχθεί, αφετέρου συνιστά και πλήγμα στο όνομα, την καλή φήμη και την αξιοπιστία της Αιτήτριας, γενικότερα λόγω της απότομης και μαζικής φυγής πελατών / συνεργατών, η οποία επίσης δεν δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
Ο Εναγόμενος εναντιώθηκε στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος καθώς και στην έκδοση των υπόλοιπων αιτούμενων διαταγμάτων. Με το Έντυπο Αρ.36, το οποίο καταχώρισε, προβάλλει σειρά λόγων ένστασης, οι βασικοί εκ των οποίων είναι οι ακόλουθοι:
1. Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη.
2. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων.
3. Η Αίτηση βασίζεται σε αυθαίρετα και αβάσιμα συμπεράσματα και επιχειρηματολογία της Αιτήτριας, τα οποία ουδόλως μπορούν να αποτελέσουν ασφαλή βάση για την επιτυχία της.
4. Η Αιτήτρια δεν αποκάλυψε ουσιώδη γεγονότα και πληροφορίες και/ή παρέβηκε το καθήκον της για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη και/ή παραπλάνησε το Δικαστήριο.
5. Δεν υπήρχε το δικαιοδοτικό στοιχείο του κατεπείγοντος κατά το χρόνο έκδοσης του ενδιάμεσου διατάγματος ημερομηνίας 1.8.2025 και/ή άλλες εξαιρετικές περιστάσεις.
6. Το ενδιάμεσο διάταγμα ημερομηνίας 1.8.2024 είναι άνευ αντικειμένου και/ή εκδόθηκε επί ματαίω καθότι ο ίδιος ουδέποτε προέβηκε σε οποιαδήποτε από τις καταλογιζόμενες σ’ αυτόν πράξεις.
7. Τα αιτούμενα διατάγματα αποκάλυψης είναι άνευ αντικειμένου καθότι ο ίδιος δεν έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε έγγραφα ή και εμπιστευτικές πληροφορίες ή και δεδομένα ως διατείνεται η Αιτήτρια.
8. Η Αίτηση καθώς και η Απαίτηση της Αιτήτριας καταχωρίστηκαν και προωθούνται καταχρηστικά και/ή με σκοπό την άσκηση πίεσης σ’ αυτόν.
9. Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της Αίτησης.
10. Το εκδοθέν ενδιάμεσο διάταγμα ημερ. 1.8.2024 δεν διατηρεί την κατάσταση πραγμάτων (status quo ante) ούτε προστατεύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την Αιτήτρια, εφόσον ο ίδιος ουδέποτε προέβηκε σε οποιαδήποτε από τις καταλογιζόμενες σ’ αυτόν πράξεις.
Η Ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου, στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:
Απασχολήθηκε στην Αιτήτρια από τις 12.3.2019 μέχρι την 8.7.2024 οπόταν και εκδιώχθηκε ουσιαστικά μετά τον παράνομο τερματισμό της απασχόλησης του. Η θέση του ήταν Επικεφαλής Ασφάλειας και Διακυβέρνησης Πληροφοριών, από το 2019 ήταν Υπεύθυνος Προστασίας Δεδομένων και επίσης από το 2022 Εσωτερικός Ελεγκτής Πληροφορικής (IT Internal Audit) ολόκληρου του Ομίλου, κάτι το οποίο απέκρυψε η Αιτήτρια. Τα καθήκοντα του ήταν να επιβλέπει τα ρυθμιστικά πλαίσια και τις πολιτικές της Αιτήτριας και του Ομίλου σε ό,τι αφορούσε την κυβερνοασφάλεια και τα προσωπικά δεδομένα που λαμβάνονταν. Ήταν υψίστης σημασίας η πλήρης ανεξαρτησία του για να συντάσσει τριμηνιαίες εκθέσεις με σκοπό την υποβολή τους στην αρμόδια Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου της Αιτήτριας για να υποβληθούν ακολούθως στην Επιτροπή Αλκοόλ και Παιγνίων του Ontario στον Καναδά, από την οποία εποπτεύεται ο Όμιλος Skill on Net. Πλήρη ανεξαρτησία απαιτούσε επίσης, βάσει νόμου, και ο ρόλος του ως Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων με αναφορά στον Ευρωπαϊκό Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών.
Απορρίπτει τους ισχυρισμούς της ενόρκου δηλώσεως του κ. Κυριάκου σε σχέση με το πώς αποφασίστηκε η αλλαγή της γραμμής αναφοράς και εποπτείας του αναφορικά με τα καθήκοντα του ως Επικεφαλή Ασφάλειας και Διακυβέρνησης Πληροφοριών, καθώς και ως Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων. Το τι έγινε στην πραγματικότητα ήταν μια συνεχής προσπάθεια ελέγχου του από τον κ. Naor, Γενικό Διευθυντή της Αιτήτριας, ο οποίος είχε προσωπική εμπάθεια εναντίον του για το λόγο ότι είχε εκφράσει τη διαφωνία του σε σχέση με τον τρόπο που ο κ. Naor επιθυμούσε να διευθύνει τις εργασίες της Αιτήτριας και τον οποίο είχε επίσημα αναφέρει στην Αιτήτρια για κακή πρακτική και μη συμμόρφωση και παραβίαση των εταιρικών κανόνων για ζητήματα που αφορούν την διαχείριση προσωπικών δεδομένων και άλλα συναφή με το ρόλο του θέματα που εντόπισε. Λόγω της κατάστασης αυτής ήταν υπό εντονότατη πίεση καθότι έπρεπε να διασφαλίσει τη συμμόρφωση του Ομίλου με τις νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζε εκφοβισμό και κακομεταχείριση στο εργασιακό του περιβάλλον. Παρόλα αυτά συνέχιζε να προσφέρει τις υπηρεσίες του και ήταν αφοσιωμένος στα καθήκοντα του, κάνοντας το καλύτερο δυνατό για τα συμφέροντα της Αιτήτριας και του Ομίλου.
Η απόφαση για δήθεν αλλαγή της γραμμής αναφοράς και εποπτείας του λήφθηκε με απώτερο σκοπό είτε να εξαναγκαστεί να σιωπήσει εφόσον το πρόσωπο στο οποίο θα έδιδε αναφορά ήταν εν τέλει ο Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων με τον οποίο διαφωνούσε, είτε να παραιτηθεί από την Αιτήτρια, κάτι το οποίο δεν έγινε. Καθ’ όσον αφορά την υποχρέωση του για υποβολή αναφορών και εκθέσεων σε σχέση με την άσκηση των καθηκόντων του, εκτός από την ετήσια αναφορά του προς τον τελικό δικαιούχο της Αιτήτριας, κ. Chervinski και τις τακτικές τους συναντήσεις, ενημέρωνε πλήρως και τον Επικεφαλή του Τμήματος Συμμόρφωσης, κ. Andrew. Επίσης τηρούσε τακτική επικοινωνία σχεδόν με όλα τα τμήματα και εταιρείες του Ομίλου και υπήρχε εξαιρετική συνεργασία με τους πλείστους. Τα μόνα άτομα με τα οποία υπήρξε σύγκρουση για υπηρεσιακούς καθαρά λόγους ήταν ο διευθύνων σύμβουλος και εκτελών χρέη Οικονομικού Διευθυντή της Αιτήτριας κ. Κυριάκου και ο κ. Naor, ο οποίος σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έλαβε τον ουσιαστικό έλεγχο της Αιτήτριας και υιοθέτησε μια εκφοβιστική και εκβιαστική στάση απέναντι στους πλείστους υπαλλήλους, εξαναγκάζοντας τους να φτάσουν μέχρι την παραίτηση εάν δεν έπρατταν ό,τι τους διέτασσε. Με δεδομένη την ως άνω κατάσταση, βρισκόταν υπό τεράστια ψυχολογική πίεση και αντιμετώπιζε καθημερινά τον εκφοβισμό και την κακομεταχείριση στο εργασιακό του περιβάλλον από τα ως άνω δύο πρόσωπα. Τον Ιανουάριο του 2024 ο κ. Naor του απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα, ζητώντας συνάντηση για την ετήσια αξιολόγηση του. Ζήτησε να συζητήσει το θέμα πρώτα με το Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού καθώς και τον κ. Chervinski, με τον οποίο ήταν σε άμεση επικοινωνία για τα θέματα αναφοράς και αξιολόγησης του μέχρι τότε. Την 15.2.2024 πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τον κ. Naor και την υπεύθυνη του Ανθρώπινου Δυναμικού της Αιτήτριας κα Ελευθερίου, με σκοπό τον ετήσια αξιολόγηση του. Κατά τη συνάντηση ενημερώθηκε ότι πλέον η αναφορά του θα έπρεπε να γίνεται στον κ. Naor. Παρόλο που εξέφρασε τις ανησυχίες του σχετικά με την ως άνω αλλαγή, ο κ. Naor προσπάθησε να τον εκφοβίσει με απόλυση, λέγοντας του ότι δήθεν η θέση του στην εταιρεία δεν δικαιολογούσε την πλήρη απασχόληση ενός ατόμου και τον υποτίμησε λέγοντας του ότι δεν προσέφερε οτιδήποτε στην Αιτήτρια όλα αυτά τα χρόνια.
Η προσωπική του στόχευση έγινε μετά την απόφαση του κ. Naor να δίνει αναφορά στον ίδιο αντί στον μοναδικό μέτοχο και τελικό δικαιούχο της Αιτήτριας, κ. Chervinski, ως η μέχρι τότε ισχύουσα πρακτική. Αυτό έγινε διά της σύστασης μιας επιτροπής, η οποία ονομάστηκε «Επιτροπή Κινδύνων» και αποτελείτο από τους κ.κ. Naor και Κυριάκου. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς της ενόρκου δηλώσεως του κ. Κυριάκου ότι υποδείχθηκαν από εξωτερικούς ελεγκτές μη συμμορφώσεις του με το πλαίσιο του προτύπου ISO27001 που ήταν άμεσα συνδεδεμένο με το θέμα της γραμμής αναφοράς του στον κ. Naor. Κατά την 18.6.2024 έλαβε την επιστολή προειδοποίησης της Αιτήτριας στην οποία γινόταν αναφορά σε ζητήματα ανεπαρκούς απόδοσης και συμπεριφοράς που αφορούσαν μη συμμόρφωση με την οδηγία για επιστροφή των υπαλλήλων στα γραφεία της Αιτήτριας, μη συμμόρφωση στην απαίτηση για εβδομαδιαίες αναφορές, ανάρμοστη συμπεριφορά και ανεπαρκή εκτέλεση των καθηκόντων του ως Επικεφαλή Ασφαλείας και Διακυβέρνησης και ως Υπεύθυνου Προστασίας Δεδομένων. Μετά την εν λόγω προειδοποιητική επιστολή είχε μια μόνο συνάντηση με το Τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού στις 27.6.2024 όπου δεν υπήρχε προθυμία να του παρασχεθούν οποιεσδήποτε εξηγήσεις ή να συζητηθούν τα όσα ανυπόστατα τέθηκαν με την ως άνω επιστολή. Κατά την 8.7.2024 του ζητήθηκε από την Υπεύθυνη του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού να παρευρεθεί σε μια συνάντηση, η οποία οργανώθηκε αμέσως. Προς έκπληξη του, χωρίς να μεσολαβήσει οτιδήποτε από την ημερομηνία που του δόθηκε η προειδοποιητική επιστολή της 18.6.2024, του ανακοινώθηκε η απόλυση του και του δόθηκε η επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 8.7.2024. Του ζητήθηκε η άμεση αποχώρηση του χωρίς καν να του δοθεί η ευκαιρία να αποχαιρετίσει τους συναδέλφους του. Μάλιστα με τη συνοδεία της Υπεύθυνης του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού μετέβηκε στο γραφείο του, όπου πήρε το σακίδιο του και ξανά με τη συνοδεία του ως άνω προσώπου κατευθύνθηκε προς το υπόγειο του κτιρίου όπου παρέδωσε την κάρτα πρόσβασης και το τηλεχειριστήριο για τον υπόγειο χώρο στάθμευσης. Όλος ο εξοπλισμός, περιλαμβανομένων των φορητών υπολογιστών, οθονών και δίσκων, παρέμεινε στις εγκαταστάσεις της Αιτήτριας την μέρα της απόλυσης του.
Απορρίπτει τα όσα του καταλογίζει ο κ. Κυριάκου ότι αντέγραψε και ή μετέφερε πληροφορίες, έγγραφα και δεδομένα της Αιτήτριας σε εξωτερικό σκληρό δίσκο για δική του χρήση χωρίς να ενημερώσει την Αιτήτρια. Πράγματι προέβηκε στην εγκατάσταση ενός λογισμικού “backup” (αντίγραφο ασφαλείας) στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του για το λόγο ότι ο Όμιλος του οποίου μέλος είναι η Αιτήτρια απέκτησε μια εταιρεία λογισμικού καζίνο (Spinart/Peter & Sons) και ήθελε να διασφαλίσει ότι οι πολιτικές και διαδικασίες του Ομίλου εφαρμόζονται και σ’ αυτή την εταιρεία, επομένως το πρόσωπο που είχε την αρμοδιότητα να το ελέγξει ήταν ο ίδιος. Το ως άνω λογισμικό θα κάλυπτε πολλές από τις ανάγκες και υποχρεώσεις της ως άνω εταιρείας, όπως την παροχή αντιγράφων ασφαλείας και την προστασία από ιούς σε μια πολύ οικονομική τιμή. Η φύση του ως άνω λογισμικού φαίνεται και στο ίδιο το τεκμήριο το οποίο παρουσίασε ο κ. Κυριάκου (Τεκμήριο 15) και καταγράφει την άδεια χρήσης δοκιμαστικής περιόδου (trial) που χρησιμοποίησε. Πουθενά όμως φαίνεται ότι τα αναφερόμενα δεδομένα, έγγραφα και πληροφορίες στάληκαν οπουδήποτε ή ότι εγκαταστάθηκε κάποια λειτουργία που να επιτρέπει την κοινοποίηση ή αποστολή ή άλλως πως μεταφορά των δεδομένων π.χ. σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μεταφορά σε σύστημα cloud ή άλλως πως για να δεικνύεται ότι πράγματι υπήρξε μεταφορά δεδομένων.
Η ημερομηνία 17.7.2024, κατά την οποία δήθεν αποφάσισε η Αιτήτρια να προβεί σε έλεγχο του εταιρικού του υπολογιστή, δεν είναι τυχαία αλλά συμπίπτει με την ημερομηνία που οι δικηγόροι του έστειλαν επιστολή στην Αιτήτρια για διεκδίκηση αποζημιώσεων για την παράνομη απόλυση του. Είναι εμφανής η σκοπιμότητα και η επιτήδευση γύρω από την έρευνα.
Η ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ
Προς απάντηση των ισχυρισμών της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου, η Αιτήτρια καταχώρισε ένορκη δήλωση μέσω του κ. Τσίτση, υπεύθυνου του Τμήματος Πληροφορικής της Αιτήτριας. Σ’ αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ο έλεγχος στον υπολογιστή του Εναγόμενου είχε ξεκινήσει από την επόμενη μέρα της αποχώρησης του από την Αιτήτρια, ήτοι στις 9.7.2024. Στις 17.7.2024 διεξήγαγε ακόμα ένα έλεγχο στον υπολογιστή του, κατά τη διάρκεια του οποίου διαπίστωσε ότι στις 20.6.2024 ο Εναγόμενος εγκατέστησε το λογισμικό Acronis Syper Protect House Office Trial (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως το Acronis) και ότι στις 20.6.2024, 21.6.2024, 26.6.2024 και 28.6.2024 συνέδεσε εξωτερικό σκληρό δίσκο στον υπολογιστή, μέσω του οποίου μεταφέρθηκαν τα έγγραφα, πληροφορίες και δεδομένα της Αιτήτριας. Ο λόγος για τον οποίο η ανωτέρω αναφερόμενη μεταφορά διαπιστώθηκε την 17.7.2024 και όχι κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ελέγχων ήταν το ότι κατ’ εκείνη την ημερομηνία εμφανίστηκε στον υπολογιστή το αναδυόμενο (Pop-Up) παράθυρο του Acronis, όπου αναφερόταν ότι η δοκιμαστική περίοδος έληγε σύντομα και ζητείτο η αγορά του εν λόγω λογισμικού. Η εμφάνιση του ως άνω παραθύρου ήταν κάτι που τον παραξένεψε, ενόψει του ότι το Acronis δεν ήταν ένα από τα λογισμικά που χρησιμοποιούσε η Αιτήτρια. Για το λόγο αυτό έκρινε ότι ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας στον υπολογιστή που χρησιμοποιούσε ο Εναγόμενος.
Η Αιτήτρια διαθέτει συγκεκριμένο και περιορισμένο αριθμό σκληρών δίσκων, τους οποίους μπορούν να κατέχουν συγκεκριμένα πρόσωπα/υπάλληλοι κατόπιν εξασφάλισης αδείας από την Αιτήτρια. Ο Εναγόμενος ουδέποτε κατείχε ένα εκ των ως άνω σκληρών δίσκων ούτε ήταν από τα πρόσωπα που είχε δοθεί άδεια ή και εξουσιοδότηση χρήσης εξωτερικού σκληρού δίσκου. Προέβηκε προσωπικά σε ενδελεχή έλεγχο των σκληρών δίσκων της Αιτήτριας που είναι αδειοδοτημένοι προς χρήση σύμφωνα με την πολιτική «Removable Media Procedure» και κανένας από αυτούς περιλαμβάνει τα έγγραφα και πληροφορίες της Αιτήτριας που απέσπασε ο Εναγόμενος. Περαιτέρω, ο Εναγόμενος συνδέθηκε στο Acronis με την προσωπική διεύθυνση του ηλεκτρονικού του ταχυδρομείου, η οποία δεν έχει σχέση με την Αιτήτρια. Η ως άνω διεύθυνση δεν είναι η εταιρική διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που ο Εναγόμενος είχε κατά την εργοδότηση του. Καμιά δε εξήγηση δίνεται από τον Εναγόμενο ως προς το λόγο για τον οποίο ενώ δήθεν εγκατέστησε το εν λόγω λογισμικό «Backup» στα πλαίσια της άσκησης των καθηκόντων του, χρησιμοποίησε την προσωπική του διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και όχι την εταιρική.
Ενόψει των αναφορών του Εναγόμενου στο σύστημα Data Loss Prevention System, το οποίο πράγματι εγκαταστάθηκε στον υπολογιστή του Εναγόμενου στις 10.6.2024, εκτύπωσε ο ίδιος κατά την 28.10.2024 την έκθεση (Report) από το εν λόγω σύστημα για την περίοδο από 10.6.2024 – 8.7.2024. Από την ως άνω έκθεση προκύπτει και βεβαιώνεται ότι στις 20.6.2024 και 21.6.2024 μεταφέρθηκαν από τον υπολογιστή του Εναγόμενου συγκεκριμένα έγγραφα, δεδομένα και πληροφορίες της Αιτήτριας σε μη αδειοδοτημένο εξωτερικό σκληρό δίσκο. Εξ όσων καλύτερα γνωρίζει λόγω του επαγγέλματος καθώς και της ιδιότητας του ως Υπεύθυνου Πληροφορικής της Αιτήτριας, το ανωτέρω σύστημα δεν καταγράφει αναλυτικά την μεταφορά ή και αντιγραφή εγγράφων που γίνεται μέσω του Acronis. Αυτό που καταγράφει το σύστημα είναι τη χρήση του Acronis. Γι’ αυτό και η έκθεση του περιλαμβάνει και καταδεικνύει μόνο την μεταφορά των εγγράφων τα οποία ο Εναγόμενος μετέφερε / έσυρε χειροκίνητα στον εξωτερικό σκληρό δίσκο.
Η ΑΠΑΝΤΗΤΙΚΗ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ
Ο Εναγόμενος, προς απάντηση των ισχυρισμών της ένορκης δήλωσης του κ. Τσίτση, καταχώρισε συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
Απορρίπτει τον ισχυρισμό του κ. Τσίτση ότι η Αιτήτρια διαθέτει συγκεκριμένο και περιορισμένο αριθμό σκληρών δίσκων, τους οποίους μπορούν να κατέχουν συγκεκριμένα πρόσωπα κατόπιν εξασφάλισης άδειας από την Αιτήτρια, περαιτέρω δε ότι ο ίδιος ουδέποτε κατείχε ένα εκ των ως άνω δίσκων ούτε και ήταν από τα πρόσωπα που είχαν άδεια ή και εξουσιοδότηση χρήσης του. Ισχυρίζεται ότι καμιά λίστα υπήρχε με εξουσιοδοτημένα πρόσωπα αλλά ούτε και αδειοδοτημένοι σκληροί δίσκοι προς χρήση. Η σύσταση που περιλαμβάνεται στο έγγραφο «removable media procedure» για διανεμητέα από το Τμήμα Πληροφορικής της Αιτήτριας αφαιρούμενα μέσα αποθήκευσης και/ή συσκευής μνήμης usb ουδέποτε έλαβε χώρα και ουδέποτε διανεμήθηκαν τέτοια μέσα αποθήκευσης. Η πρόθεση για την εν λόγω σύσταση απευθύνεται στους υπαλλήλους της Αιτήτριας που δεν είχαν την εξουσιοδότηση της να χρησιμοποιούν τέτοια μέσα, κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση του για τους σκοπούς της άσκησης των καθηκόντων του, όπως και για άλλα πρόσωπα με υψηλές διοικητικές θέσεις. Η δε πρόσβαση σε αρχεία και έγγραφα της Αιτήτριας είναι περιορισμένη στον κάθε υπάλληλο ανάλογα με τη θέση και τα καθήκοντα του, ενώ για τον έλεγχο οποιασδήποτε πρόσβασης και χρήσης εγγράφων από οποιοδήποτε πρόσωπο υπάρχει αυτόματο σύστημα ειδοποίησης καθώς και αρχείο καταγραφής συστήματος το οποίο επιβλέπει, ελέγχει και ειδοποιεί ανά πάσα στιγμή το τμήμα πληροφορικής της Αιτήτριας. Καθ’ όσον αφορά το σύστημα «Data Loss Prevention System», στο οποίο αναφέρεται ο κ. Τσίτσης, η θέση του είναι ότι το εν λόγω σύστημα εγκαταστάθηκε ακριβώς για την προστασία των δεδομένων της Αιτήτριας από υποκλοπές. Μπορεί να αποτρέψει τη μεταφορά δεδομένων και ενημερώνει σε πραγματικό χρόνο το Τμήμα Πληροφορικής για οποιαδήποτε μη εγκεκριμένη πράξη οποιουδήποτε.
Η αποθήκευση αντιγράφων ασφαλείας μέσω εσωτερικού δικτύου δεν μπορούσε να γίνει στην περίπτωση της εταιρείας Spinart/Peter & Sons για το λόγο ότι η εταιρεία αυτή δεν έχει φυσικά γραφεία, ούτε καν εσωτερικό δίκτυο, ενώ για ευνόητους λόγους έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κάποιου είδους εξωτερικός μηχανισμός εφόσον το backup δεν γίνεται στον ίδιο τον υπολογιστή για τον οποίο αυτό επιχειρείται. Επέλεξε ένα ασφαλή τρόπο, αντί να δοκιμάσει π.χ. backup σε σύστημα cloud στο διαδίκτυο, αλλά ένα τρόπο που ήξερε ότι τα δεδομένα θα παρέμεναν εντός της εταιρείας μέσω του σκληρού δίσκου που παρέμεινε στην εταιρεία. Ως προς τη φύση του λογισμικού που εγκατέστησε, αυτό ήταν μόνο για δοκιμαστική χρήση και κανένα έγγραφο κοινοποιήθηκε ή μεταφέρθηκε σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή σε σύστημα cloud ή άλλως πως.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Αίτηση στηρίζεται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6, άρθρα 2, 4, 5, 7, 8 και 9, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/1960 άρθρα 2, 21, 22, 29, 30, 31, 32, 41 – 44 και στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023, Μέρος 23 Κ.Κ. 1, 2, 4, 6 και 9 και Μέρος 25 Κ.Κ.1, 2, 3, 6 και 7.
Στην υπόθεση ABP Holdings Ltd κ.ά. v. Κιταλίδης κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 694, λέχθηκε ότι τα άρθρα 4 και 5 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 κάνουν ειδική ρύθμιση των καταστάσεων στις οποίες αναφέρονται. Δεν αφαιρούν τίποτε από τις πρόνοιες του άρθρου 32 του Ν14/60 που προσδιορίζει το γενικό πλαίσιο της δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων στην έκδοση παρεμπιπτόντων διαταγμάτων.
Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι το άρθρο 32 περιέχει το ουσιαστικό δίκαιο για τα προσωρινά διατάγματα η δε δικονομία ρυθμίζεται από τον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 και τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 2015).
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.α. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:
α) Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο
Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.
β) Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία
Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).
γ) Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο
Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).
Ένας εκ των λόγων ένστασης του Εναγόμενου είναι ότι δεν υπήρχε το στοιχείο του κατεπείγοντος κατά το χρόνο έκδοσης του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 1.8.2024 ή και άλλες εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την έκδοση του μονομερώς.
Έχοντας κατά νου τη νομολογιακή αρχή ότι το επείγον για την παροχή θεραπείας μονομερώς αποτελεί δικαιοδοτικό όρο, θεωρώ επιβεβλημένο όπως το στοιχείο αυτό εξεταστεί κατά προτεραιότητα (Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598, 604).
Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited (2015) 1 Α.Α.Δ. 386, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10, ημερ. 17.7.2014, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1Β ΑΑΔ 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1Α ΑΑΔ 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου.)
Όπως προκύπτει από το αμέσως πιο πάνω παρατεθέν απόσπασμα, η επανεξέταση της συνδρομής του κατ’ επείγοντος από το Δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό με το κατά πόσο ο αιτητής απέκρυψε οποιαδήποτε γεγονότα, κατά τρόπο που το Δικαστήριο δέχθηκε να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Αξίζει να επισημανθεί ότι ένας εκ των λόγων ένστασης του Εναγόμενου είναι ότι η Αιτήτρια παρέβηκε το καθήκον της για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη των ουσιωδών γεγονότων με σκοπό τη μονομερή έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 1.8.2024.
Όπως είναι νομολογημένο, όταν ένας διάδικος επιζητεί την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, έχει την υποχρέωση να θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου όλα εκείνα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία μπορούν να βοηθήσουν το Δικαστήριο να καταλήξει στα ορθά συμπεράσματα. Η υποχρέωση αυτή καθίσταται πιο επιτακτική σε μονομερείς αιτήσεις (ex parte applications) αφού το Δικαστήριο δεν έχει άλλη επιλογή παρά να βασιστεί στο περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων του αιτητή. Έτσι προκύπτει η ανάγκη της πλήρους αποκάλυψης γεγονότων (Τσιερκέζου ν. Dragon Tourist Enterprises Ltd (2009) 1 A.A.Δ., 734).
Έχω την ταπεινή άποψη ότι η Αιτήτρια δεν απέκρυψε οποιαδήποτε ουσιώδη γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά το μονομερές στάδιο έκδοσης του διατάγματος. Θα ήθελα επίσης να αναφέρω ότι ο ισχυρισμός του Εναγόμενου περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων παρέμεινε γενικός και αόριστος καθότι δεν παρατίθενται οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία απέκρυψε κατά τον ισχυρισμό του η Αιτήτρια.
Υπό το φως των όσων αναφέρονται πιο πάνω, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αποδεχθεί τον ισχυρισμό του Εναγόμενου περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων με σκοπό να το παραπλανήσει. Ανεξάρτητα όμως από το ζήτημα της απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, έχω την ταπεινή άποψη ότι ο χρόνος των 13 ημερών που παρήλθε από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώθηκε η κατ’ ισχυρισμό μεταφορά των εμπιστευτικών πληροφοριών και δεδομένων της Αιτήτριας σε εξωτερικό σκληρό δίσκο (17.7.2024), μέχρι την ημερομηνία καταχώρισης της υπό εξέταση Αίτησης, κάθε άλλο παρά μακρύς θα μπορούσε να κριθεί ώστε να μη δικαιολογούσε την έκδοση του προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 1.8.2024 μονομερώς.
Αποτελεί λοιπόν κατάληξη μου ότι ο Εναγόμενος απέτυχε να προβάλει οποιοδήποτε λόγο ο οποίος θα μπορούσε να αναιρέσει το κατεπείγον.
Η ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32
Έχοντας κατά νου ότι μέρος των λόγων ένστασης εστιάζεται στη μη ικανοποίηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32, θα προχωρήσω με την εξέταση του κατά πόσο η προσαχθείσα από την Αιτήτρια μαρτυρία ικανοποιεί τις εν λόγω προϋποθέσεις. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιο ή ποια είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το κλητήριο ένταλμα. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd v. Lasala κ.ά. (ανωτέρω).
Κατόπιν μελέτης του Εντύπου Απαίτησης της Αιτήτριας, έχω διαπιστώσει ότι η απαίτηση της στηρίζεται σε διαζευκτικές βάσεις αγωγής, όπως η παράβαση σύμβασης, η παράβαση καθήκοντος εμπιστευτικότητας ή και πίστης, η παράνομη ιδιοποίηση ή και απόσπαση ή και κατακράτηση ή και επεξεργασία εμπιστευτικών πληροφοριών της Αιτήτριας χωρίς την άδεια ή και συγκατάθεση της.
Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω έχω ικανοποιηθεί ότι το Έντυπο Απαίτησης της Αιτήτριας εμπεριέχει αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής και, κατ’ επέκταση, αποκαλύπτει μια συζητήσιμη υπόθεση (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολ. Έφεση αρ. Ε143/2015 ημερ. 23/3/2017), ECLI:CY:AD:2017:A102.
Προχωρώ τώρα στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32. Πρωτίστως θα πρέπει να αναφέρω ότι από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν εκδοχών έχω διαπιστώσει ότι αποτελεί κοινό τόπο το ότι ο Εναγόμενος εργοδοτήθηκε στην Αιτήτρια από την 1.3.2019 μέχρι την 8.7.2024, οπόταν και τερματίστηκε η εργοδότηση του δυνάμει επιστολής τερματισμού της ίδιας ημερομηνίας που του επιδόθηκε ιδιοχείρως. Έχω παρατηρήσει όμως ότι μεγάλο μέρος τόσο της ένορκης δήλωσης του κ. Κυριάκου, όσο και του Εναγόμενου αναλώνεται αχρείαστα στους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στον τερματισμό της απασχόλησης του Εναγόμενου. Η κάθε πλευρά προβάλλει λεπτομερώς τις εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις της. Το ζήτημα όμως αυτό δεν είναι επίδικο, γι’ αυτό δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με το κατά πόσο νόμιμα ή όχι τερματίστηκε η εργοδότηση του Εναγόμενου στην Αιτήτρια.
Η αξίωση της Αιτήτριας στηρίζεται κατ’ ουσία στο ότι ο Εναγόμενος, καθ’ ον χρόνο εργοδοτείτο στην Αιτήτρια, ιδιοποιήθηκε παράνομα ιδιοκτησία της. Όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στην ένορκη δήλωση του κ. Κυριάκου, μετά την επιστροφή του υπολογιστή του Εναγόμενου, η Αιτήτρια, μέσω του υπεύθυνου του Τμήματος Πληροφορικής κ. Τσίτση, διεξήγαγε κατά την 17.7.2024 έρευνα στο ιστορικό του υπολογιστή (history), από την οποία διαπιστώθηκε ότι ο Εναγόμενος στις 20.6.2024 και ακολούθως στις 21.6.2024, 26.6.2024 και 28.6.2024 εγκατέστησε ένα λογισμικό πρόγραμμα στον υπολογιστή του μέσω του οποίου αντέγραψε και ή μετέφερε σημαντικό όγκο πληροφοριών, δεδομένων και εγγράφων της Αιτήτριας σε εξωτερικό ιδιωτικό σκληρό δίσκο για δική του χρήση χωρίς να έχει την προς τούτο συγκατάθεση της Αιτήτριας. Στα έγγραφα τα οποία απέσπασε ο Εναγόμενος περιλαμβάνονται πληροφορίες υψίστης σημασίας και εμπιστευτικότητας για την Αιτήτρια, καθώς περιέχουν άκρως εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες που αφορούν, μεταξύ άλλων, το δίκτυο πελατών και συνεργατών της Αιτήτριας, εμπορικές συμφωνίες με τρίτα πρόσωπα, εμπορικά μυστικά, εσωτερικές πολιτικές και κανονισμούς, όπως επίσης εσωτερικά έγγραφα / εκθέσεις της Αιτήτριας. Στην παράγραφο 60 της ένορκης δήλωσης του κ. Κυριάκου περιγράφονται ενδεικτικά κάποια από τα έγγραφα τα οποία κατ’ ισχυρισμό μετέφερε παράνομα ο Εναγόμενος. Εν κατακλείδι ο κ. Κυριάκου ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος ιδιοποιήθηκε τον ως άνω τεράστιο όγκο εγγράφων και εμπιστευτικών πληροφοριών παράνομα ή και αντισυμβατικά ή και κατά παράβαση του καθήκοντος εμπιστευτικότητας και ή καλής πίστης και ή των καθηκόντων του που απορρέουν από τις θέσεις τις οποίες κατείχε στην Αιτήτρια.
Όπως επιμαρτυρεί ο όρος 2(a) του Μέρους Β[1] της συμφωνίας εργοδότησης μεταξύ Αιτήτριας και Εναγόμενου (Τεκμήριο 1 της ένορκης δήλωσης του κ. Κυριάκου), ο Εναγόμενος συμφωνεί να διατηρεί τις πληροφορίες που αποκτά ή δημιουργεί κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του στην Αιτήτρια και μετά, ως αυστηρά εμπιστευτικές, να μη τις χρησιμοποιεί εκτός αν πρόκειται για το συμφέρον της Αιτήτριας ή να μη τις αποκαλύπτει σε οποιοδήποτε πρόσωπο χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση της Αιτήτριας. Ο ίδιος όρος επιβάλλει στον Εναγόμενο την υποχρέωση να διατηρεί τις ως άνω πληροφορίες, ιδιοκτησίας της Αιτήτριας, ως εμπιστευτικές για δύο χρόνια από τον τερματισμό της εργοδότησης του, εκτός εάν τέτοια υποχρέωση συνεχιστεί επ’ αόριστο.
Ο Εναγόμενος από πλευράς του παραδέχεται ότι προέβηκε στην εγκατάσταση του λογισμικού συστήματος Acronis στον υπολογιστή που χρησιμοποιούσε κατά την εργοδότηση του στην Αιτήτρια. Ισχυρίζεται όμως ότι το έπραξε στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων του, με σκοπό να διασφαλίσει ότι οι πολιτικές και διαδικασίες του Ομίλου Skill on Net, στον οποίο υπάγεται και η Αιτήτρια, εφαρμόζονταν και στην περίπτωση της εταιρείας Spinart/Peter & Sons, την οποία είχε αποκτήσει ο Όμιλος. Το υπό αναφορά λογισμικό θα κάλυπτε πολλές από τις ανάγκες και υποχρεώσεις της ως άνω εταιρείας, η οποία, λόγω της γεωγραφικής της διασποράς, της χρήσης των προσωπικών υπολογιστών των υπαλλήλων της κ.λ.π. δεν είχε καν εσωτερικό δίκτυο, ενώ για ευνόητους λόγους θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί κάποιου είδους εξωτερικός μηχανισμός, εφόσον το “backup” δεν γίνεται στον ίδιο τον υπολογιστή για τον οποίο επιχειρείται το “backup”. Επέλεξε δε ένα ασφαλή τρόπο που ήξερε ότι τα δεδομένα θα παρέμεναν εντός της Αιτήτριας μέσω του σκληρού δίσκου, ο οποίος παρέμεινε στην Αιτήτρια. Ισχυρίζεται ακόμα ότι εγκατέστησε το υπό αναφορά λογισμικό μόνο για δοκιμαστική χρήση (trial) και κανένα έγγραφο κοινοποιήθηκε ή μεταφέρθηκε σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή σε σύστημα cloud ή άλλως πως.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τις εκατέρωθεν πλευρές. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο κ. Κυριάκου στην ένορκη δήλωση του διατείνεται ότι η ισχυριζόμενη μεταφορά των δεδομένων της Αιτήτριας σε εξωτερικό σκληρό δίσκο διαπιστώθηκε, κατόπιν έρευνας στον υπολογιστή του Εναγόμενου από την ιστορία (history) του υπολογιστή. Παρουσιάζει δε ως τεκμήριο στιγμιότυπα οθόνης από το ιστορικό του υπολογιστή, τα οποία, ως ισχυρίζεται, επιβεβαιώνουν την ως άνω μεταφορά (Τεκμήριο 15 της ένορκης δήλωσης του).
Αυτό το οποίο έχω παρατηρήσει, μελετώντας με προσοχή το ανωτέρω τετρασέλιδο έγγραφο, είναι ότι δεν διαφαίνεται μέσα από αυτό ποιά έγγραφα ή και δεδομένα μεταφέρθηκαν στον εξωτερικό σκληρό δίσκο. Ούτε και επεξηγείται είτε από τον κ. Κυριάκου, είτε από τον κ. Τσίτση ο τρόπος με τον οποίο διαπιστώθηκε ότι έγινε μεταφορά συγκεκριμένων εγγράφων ή και δεδομένων. Το ανωτέρω παρουσιασθέν τεκμήριο δεν αποτελεί, κατά την ταπεινή μου άποψη, επαρκή μαρτυρία, ακόμα και για το στάδιο αυτό, προς επιβεβαίωση της ισχυριζόμενης μεταφοράς των εμπιστευτικών δεδομένων της Αιτήτριας. Παρά το ότι δεν διαφεύγει της προσοχής μου η θέση τόσο του κ. Κυριάκου όσο και του κ. Τσίτση ότι η ένδειξη “D:\” στο Τεκμήριο 15 υποδηλώνει μεταφορά σε εξωτερικό σκληρό δίσκο, εντούτοις και πάλι δεν διαφαίνεται μέσα από το Τεκμήριο 15 τι επακριβώς μεταφέρθηκε σ’ αυτόν. Δεν αποκαλύπτεται η μέθοδος η οποία χρησιμοποιήθηκε για να διαπιστωθεί η μεταφορά των περιγραφομένων στην παράγραφο 60 της ενόρκου δηλώσεως του κ. Κυριάκου εγγράφων ή και δεδομένων της Αιτήτριας. Ούτε οποιαδήποτε επεξήγηση έχει δοθεί είτε από τον κ. Κυριάκου είτε από τον κ. Τσίτση ως προς τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατό να διαπιστωθεί η ταυτότητα των οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων ή και δεδομένων τα οποία κατ’ ισχυρισμό μετέφερε ο Εναγόμενος και να περιγράφουν σε κατάλογο ο οποίος θα παρουσιαζόταν στο Δικαστήριο.
Έχω την ταπεινή άποψη ότι ήταν απαραίτητη η παρουσίαση επιστημονικής μαρτυρίας η οποία να περιγράφει λεπτομερώς τη μεθοδολογία η οποία ακολουθήθηκε από τον ερευνητή / μελετητή για να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι υπήρξε μεταφορά συγκεκριμένων εγγράφων ή και δεδομένων σε εξωτερικό σκληρό δίσκο. Αναμφισβήτητα, ούτε η ένορκη δήλωση του κ. Κυριάκου ούτε και του κ. Τσίτση αποτελούν επιστημονική μαρτυρία. Θα πρέπει δε να επισημανθεί στο σημείο αυτό ότι η όλη υπόθεση της Αιτήτριας δομήθηκε στο ότι στα δεδομένα τα οποία απέσπασε παράνομα ο Εναγόμενος περιλαμβάνονται έγγραφα και πληροφορίες τα οποία είναι υψίστης σημασίας για την Αιτήτρια καθώς περιέχουν πληροφορίες άκρως εμπιστευτικής φύσης που αφορούν, μεταξύ άλλων, το δίκτυο πελατών και συνεργατών της Αιτήτριας, εμπορικές συμφωνίες με τρίτα πρόσωπα, εμπορικά μυστικά, εσωτερικές πολιτικές και κανονισμούς ως και εσωτερικά έγγραφα / εκθέσεις της Αιτήτριας. Όπως όμως έχει ήδη αναφερθεί, καμιά επιστημονική μαρτυρία παρουσιάστηκε ως προς τον τρόπο με τον οποίο διαπιστώθηκε η μεταφορά των ανωτέρω περιγραφομένων εγγράφων ή και δεδομένων.
Πέραν των πιο πάνω, ο κ. Τσίτσης με τη συμπληρωματική του ένορκη δήλωση παρουσιάζει έκθεση (report) την οποία, σύμφωνα με όσα αναφέρει, εκτύπωσε μέσω του συστήματος ασφαλείας Data Loss Prevention System (σύστημα πρόληψης απώλειας δεδομένων) το οποίο είχε εγκατασταθεί στον υπολογιστή του Εναγόμενου κατά την 10.6.2024 (Τεκμήριο 1 της ένορκης δήλωσης του). Όπως διατείνεται στην ένορκη δήλωση του, από την ως άνω έκθεση προκύπτει και επιβεβαιώνεται ότι στις 20.6.2024 και 21.6.2024 μεταφέρθηκαν από τον υπολογιστή του Εναγόμενου σε εξωτερικό σκληρό δίσκο συγκεκριμένα έγγραφα, δεδομένα και πληροφορίες της Αιτήτριας, τα οποία περιλαμβάνονται στο Τεκμήριο 15 της ένορκης δήλωσης του κ. Κυριάκου. Όπως περαιτέρω όμως αναφέρει, το ανωτέρω σύστημα ασφαλείας δεν καταγράφει αναλυτικά τη μεταφορά ή και αντιγραφή εγγράφων που γίνεται μέσω του συστήματος, αλλά αυτό το οποίο καταγράφει είναι τη χρήση του. Για το λόγο δε αυτό η έκθεση την οποία παρουσιάζει καταδεικνύει μόνο τη μεταφορά των εγγράφων στον εξωτερικό σκληρό δίσκο.
Αυτό το οποίο έχω παρατηρήσει, κατόπιν προσεκτικής εξέτασης του ανωτέρω παρουσιασθέντος τεκμηρίου, είναι ότι πρόκειται για ένα πολυσέλιδο έγγραφο, το οποίο είναι τόσο δυσανάγνωστο σε βαθμό που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τι ακριβώς αναγράφεται σ’ αυτό. Εν πάση όμως περιπτώσει, όπως ο ίδιος ο κ. Τσίτσης παραδέχεται, το ως άνω έγγραφο καταγράφει μόνο τη χρήση του συστήματος ασφαλείας και όχι ποια επακριβώς έγγραφα ή και δεδομένα μεταφέρθηκαν στον εξωτερικό σκληρό δίσκο. Πέραν των πιο πάνω, όπως αναφέρεται από τον κ. Τσίτση, το ανωτέρω τεκμήριο επιβεβαιώνει ότι έγινε μεταφορά εγγράφων ή και δεδομένων στις 20.6.2024 και 21.6.2024. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ο ίδιος ο κ. Τσίτσης σε κάποιο άλλο σημείο της ένορκης δήλωσης του, συγκεκριμένα στην παράγραφο 11(i), ισχυρίζεται ότι κατά τον έλεγχο που είχε κάμει στον υπολογιστή του Εναγόμενου διαπίστωσε ότι η σύνδεση εξωτερικού σκληρού δίσκου και η μεταφορά εγγράφων ή και δεδομένων έγινε όχι μόνο κατά την 20.6.2024 και 21.6.2024 αλλά και κατά την 26.6.2024 και 28.6.2024. Όπως δε έχει ήδη αναφερθεί, ο κ. Κυριάκου στην ένορκη δήλωση του διατείνεται ότι τα στιγμιότυπα οθόνης από το ιστορικό του υπολογιστή που χρησιμοποιούσε ο Εναγόμενος επιβεβαιώνουν ότι στις 20.6.2024, 21.6.2024, 26.6.2024 και 28.6.2024 μεταφέρθηκε όγκος εγγράφων ή και δεδομένων της Αιτήτριας σε εξωτερικό σκληρό δίσκο.
Από τα όσα αναφέρονται αμέσως πιο πάνω καθίσταται εμφανές ότι η παρουσιασθείσα από την ίδια την Αιτήτρια μαρτυρία δεν διαθέτει την απαιτούμενη ακρίβεια και σαφήνεια, αντίθετα δημιουργεί σύγχυση ως προς τις ημερομηνίες που έγινε η ισχυριζόμενη μεταφορά.
Ένα ακόμα δείγμα της ασάφειας και της αοριστίας της μαρτυρίας που παρουσίασε η Αιτήτρια, είναι και ο ισχυρισμός της ένορκης δήλωσης του κ. Τσίτση ότι ο Εναγόμενος συνδέθηκε στο λογισμικό σύστημα Acronis με την προσωπική του διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η οποία δεν έχει σχέση με την Αιτήτρια. Από πλευράς του ο Εναγόμενος στην απαντητική του ένορκη δήλωση ισχυρίζεται ότι εγκατέστησε το ανωτέρω λογισμικό για δοκιμαστική μόνο χρήση (trial) και ότι κανένα έγγραφο κοινοποιήθηκε ή μεταφέρθηκε σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή σε σύστημα cloud ή άλλως πως. Δυστυχώς ο κ. Τσίτσης δεν επεξηγεί σε τι επακριβώς εξυπηρετούσε η σύνδεση με την προσωπική ηλεκτρονική διεύθυνση ταχυδρομείου του Εναγόμενου, δεδομένης της θέσης του κ. Τσίτση ότι η κατ’ ισχυρισμό μεταφορά των εμπιστευτικών πληροφοριών και εγγράφων έγινε σε εξωτερικό σκληρό δίσκο και όχι σε οποιαδήποτε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Θα ήθελα ακόμα να επισημάνω ότι στην παράγραφο 18 της ένορκης δήλωσης του ο κ. Τσίτσης προβάλλει ως ένα εκ των λόγων για τους οποίους η ανωτέρω περιγραφόμενη έκθεση δεν παρουσιάστηκε αρχικά με την ένορκη δήλωση του κ. Κυριάκου, το ότι η παράνομη σύνδεση του εξωτερικού σκληρού δίσκου στον υπολογιστή του Εναγόμενου και η οικειοποίηση των εγγράφων και πληροφοριών της Αιτήτριας προέκυπτε από τον ίδιο τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, όπως φαίνεται από το ιστορικό του υπολογιστή και τα στιγμιότυπα οθόνης, τα οποία παρουσιάστηκαν με την ένορκη δήλωση του κ. Κυριάκου. Το Δικαστήριο όμως έχει ήδη επεξηγήσει σε προγενέστερο στάδιο τους λόγους για τους οποίους κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα στιγμιότυπα οθόνης που παρουσιάστηκαν από τον κ. Κυριάκου.
Στην υπόθεση Molvi Estates Ltd v. Κίμωνος, Πολ. Έφεση 193/2012 ημερομηνίας 9.5.2023 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση του Άρθρου 32 αναφέρεται στην Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita - Aluminium Co Ltd κ.α. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015, 2041, ότι αυτό που πρέπει να αποκαλύπτεται από την ένορκη δήλωση είναι ότι ο ενάγων έχει προοπτικές επιτυχίας οι οποίες υφίστανται στην ουσία και στην πραγματικότητα. Στην Πουργουρίδη κ.α. ν. Μέζου κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 201, 207 αναφέρθηκε ότι η έννοια της πιθανότητας περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων που είναι το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις. Αυτό που απαιτείται από τον αιτητή είναι να δείξει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας. Στην Κυτάλα κ.α. ν. Χρυσάνθου κ.α. (1996) 1 Α.Α.Δ. 253, 257-8, εξηγήθηκε, και αυτό είναι το ουσιώδες, ότι η μαρτυρία πρέπει να αναφέρεται με ακρίβεια σε γεγονότα από τα οποία να καταδεικνύεται η ύπαρξη πιθανότητας. Επισημάνθηκε, ακόμα, ότι η προοπτική επιτυχίας δεν μπορεί παρά να εξετάζεται στη βάση μαρτυρίας.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Στην προκείμενη περίπτωση η παρουσιασθείσα από την Αιτήτρια μαρτυρία δεν διακρίνεται για την ακρίβεια της στα γεγονότα και πιο συγκεκριμένα, ως έχει ήδη αναφερθεί, στον τρόπο με τον οποίο διαπιστώθηκε η ταυτότητα των εγγράφων ή και δεδομένων τα οποία μεταφέρθηκαν σε εξωτερικό σκληρό δίσκο, ειδικότερα δε κατά πόσο αυτά αποτελούν εμπιστευτικής φύσης πληροφορίες και δεδομένα, ως διατείνεται η Αιτήτρια. Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι η παρουσιασθείσα μαρτυρία δεν έχει καταδείξει το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της υπόθεσης της Αιτήτριας, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32.
Παρά την αποτυχία της Αιτήτριας να ικανοποιήσει τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, η οποία καθιστά πλέον περιττή οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση, εντούτοις για σκοπούς πληρότητας της απόφασης μου θεωρώ ορθό να προχωρήσω στην εξέταση της τυχόν συνδρομής και της τρίτης προϋπόθεσης. Κατόπιν μελέτης του μαρτυρικού υλικού που παρουσίασε η κάθε πλευρά, κατέληξα ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια πετύχαινε να καταδείξει το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της υπόθεσης της, η ζημιά την οποία θα υφίστατο από μια ενδεχόμενη κοινοποίηση ή δημοσιοποίηση των κατ’ ισχυρισμό μεταφερθέντων σε εξωτερικό σκληρό δίσκο εμπιστευτικών πληροφοριών και δεδομένων, θα ήταν ανεπανόρθωτη. Όπως επεξηγείται στην ένορκη δήλωση του κ. Κυριάκου, σε περίπτωση που διαρρεύσουν ή κοινοποιηθούν τέτοιες πληροφορίες, η Αιτήτρια θα χάσει μεγάλη ανταγωνιστική δύναμη, καθώς ανταγωνιστές της ενδεχομένως να μειώσουν τις τιμές και ή να αλλάξουν τους όρους ή τις πρακτικές τους αναλόγως, ώστε να προσελκύσουν πελάτες της Αιτήτριας. Ταυτόχρονα θα αποδυναμωθεί η διαπραγματευτική της δύναμη, καθώς άλλοι πελάτες ενδέχεται να απαιτήσουν παρόμοιους όρους με αυτούς που δημοσιοποιήθηκαν. Περαιτέρω η Αιτήτρια θα βρεθεί υπόλογη σε τρίτα πρόσωπα ή και σε αντισυμβαλλομένους της έναντι των οποίων ανέλαβε ρητές ή και εξυπακουόμενες υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας, καθώς πολύ πιθανόν να παραβεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις απέναντι τους. Σε μια τέτοια δε περίπτωση θα βρεθεί αντιμέτωπη με κυρώσεις ποινικής ή αστικής φύσης για αυτές τις παραβιάσεις. Είναι επίσης βέβαιο ότι η τυχόν δημοσιοποίηση ή και κοινοποίηση των ως άνω εγγράφων θα κλονίσει την εμπιστοσύνη τρίτων προσώπων προς αυτήν, κάτι το οποίο θα έχει ως συνέπεια το δυσμενή επηρεασμό της φήμης και αξιοπιστίας της στον επιχειρηματικό κλάδο που δραστηριοποιείται για διάστημα πέραν των τελευταίων δέκα χρόνων.
Ανεξαρτήτως του ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι ως άνω πληροφορίες ή και δεδομένα της Αιτήτριας έχουν μέχρι στιγμής κοινοποιηθεί ή δημοσιοποιηθεί, εντούτοις ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος δημοσιοποίησης ή και κοινοποίησης τους. Σε μια τέτοια δε περίπτωση η ζημιά την οποία θα υφίστατο η Αιτήτρια θα ήταν ανυπολόγιστη, αφού, μεταξύ άλλων, υπάρχει ο κίνδυνος επηρεασμού της φήμης ή και αξιοπιστίας της. Όπως δε είναι νομολογημένο, η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά, ο δε χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη (Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 και Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε203/2013, ημερ. 11.9.2019), ECLI:CY:AD:2019:A360.
Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω θα κατέληγα ότι ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Η αποτυχία της Αιτήτριας να ικανοποιήσει όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 32 έχει καταστήσει πλέον περιττή και την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας (Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1980, Μυλωνάς ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ., Πολ. Έφεση αρ. Ε176/2019, ημερ. 10.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A519. Εν πάση όμως περιπτώσει θα ήθελα να αναφέρω ότι σε περίπτωση που η Αιτήτρια ικανοποιούσε τις ως άνω προϋποθέσεις, θα κατέληγα όπως ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της έγκρισης της Αίτησης. Έχω την ταπεινή άποψη ότι η τυχόν ζημιά την οποία θα υφίστατο η Αιτήτρια από την απόρριψη της θα ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερη από την οποιαδήποτε ζημιά η οποία ήθελε προκληθεί στον Εναγόμενο από την οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος και την έκδοση των υπόλοιπων. Θα ήθελα ακόμα να αναφέρω ότι κανένας ισχυρισμός προβάλλεται από πλευράς Εναγόμενου ότι θα υφίστατο οποιαδήποτε ζημιά από την οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος ή και την έκδοση των υπολοίπων.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Η αποτυχία της Αιτήτριας να ικανοποιήσει τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 σφραγίζει και το αποτέλεσμα της υπό εξέταση Αίτησης. Κανένα εκ των αιτούμενων διαταγμάτων θα μπορούσε να εκδοθεί, αλλά ούτε και το εκδοθέν διάταγμα θα μπορούσε να οριστικοποιηθεί. Συνεπώς η Αίτηση θα απορριφθεί.
Καθ’ όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω λόγο για απόκλιση από το γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Εναγόμενος.
Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του Εναγόμενου – Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον της Ενάγουσας – Αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Το προσωρινό διάταγμα ημερομηνίας 1.8.2025 ακυρώνεται.
(Υπ.) ……………………………….
Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής
/ΞΠ
Subject: Civil Jurisdiction / Other Actions / Interim
Αναφορά: Προσωρινό Διάταγμα
[1] Ο συγκεκριμένος όρος υπό τον υπότιτλο “Proprietary Information” προνοεί επί λέξη τα ακόλουθα:
Company Information. I agree at all times during the term of the Relationship and thereafter, to hold in strictest confidence, and not to use, except for the benefit of the Company, or to disclose to any person, firm or corporation without written authorization of the President of the Company, any Proprietary Information of the Company that I obtain or create. I agree to hold the Proprietary Information confidential for two (2) years after termination of the Relationship, except that my obligations to hold confidential any trade secrets shall continue indefinitely. I further agree not to make copies of such Proprietary Information except as authorized by the Company. I understand that “Proprietary Information’' means any Company proprietary information, logos, services and software data, players emails and data, technical data, trade secrets or know-how, including, but not limited to, research, product plans, products, services, service providers, licensees, customer lists and customers (including, but not limited to, customers of the Company on whom I called or with whom I became acquainted during the Relationship), prices and costs, markets, software, developments, inventions, processes, technology, designs, drawings, engineering, hardware configuration information, marketing, licenses, finances, budgets or other business information disclosed to me by the Company either directly or indirectly in writing, orally or by drawings or observation of parts or equipment or created by me during the period of the Relationship, whether or not during working hours. I understand that “Proprietary Information" includes, but is not limited to, information pertaining to any aspects of the Company’s business which is either information not known by actual or potential competitors of the Company or is proprietary information of the Company or its customers, licensees or suppliers, whether of a technical nature or otherwise.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο