Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λίμιτεδ ν. Ρένου Παναγιώτη Αντωνιάδη κ.α., Αγωγή Αρ. 1952/2017, 30/6/2025
print
Τίτλος:
Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λίμιτεδ ν. Ρένου Παναγιώτη Αντωνιάδη κ.α., Αγωγή Αρ. 1952/2017, 30/6/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Αγωγή Αρ. 1952/2017

 

Μεταξύ:

 

Κυπριακής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λίμιτεδ

 

Εναγόντων

-και-

 

                        1.   Ρένου Παναγιώτη Αντωνιάδη

                        2.  Σωτήρας Αδάμου Λοΐζου

3.  Renos Antoniades Constructors Developers Limited

Εναγομένων

 

----------------------------

 

Αίτηση ημερ. 23.9.2024 για παραμερισμό απόφασης

 

30 Ιουνίου 2025

 

Για Εναγόμενους – Αιτητές:  κ. Κ. Ανδρεάκος για Μ. Ξ. Ιωάννου & Συνεργάτες

Για Ενάγοντες – Καθ’  ων η Αίτηση:  κα Ρ. Σάββα για Α. Ι. Κίτσιος ΔΕΠΕ

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

            Κατά την 13.9.2024 εκδόθηκε απόφαση προς όφελος της Ενάγουσας και εναντίον των Εναγομένων, στην απουσία τους, για ποσό €1.058.531,078 με τόκο προς 6,50% από 1.1.2023 μέχρι εξοφλήσεως, πλέον έξοδα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Εκδόθηκε επίσης διάταγμα με το οποίο διατάχθηκε η εκποίηση και η πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό δύο ενυπόθηκων ακινήτων των Εναγομένων 2 και 3. 

            Οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως οι Αιτητές) με την υπό εξέταση Αίτηση τους επιδιώκουν την ακύρωση ή και τον παραμερισμό της εναντίον τους εκδοθείσας ανωτέρω απόφασης. Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωσης της κας Ανδρέου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τους Αιτητές,  στην οποία αναφέρει τα ακόλουθα:

 

            Μετά την ολοκλήρωση των δικογράφων, η αγωγή ορίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες για ακρόαση, με τελευταία την 2.7.2024.  Ο δικηγόρος που χειρίζεται την υπόθεση αιτήθηκε αναβολής της ακροαματικής διαδικασίας  μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος προς το Δικαστήριο και με κοινοποίηση του στους δικηγόρους της Ενάγουσας.  Κατά την ίδια ημερομηνία οι δικηγόροι της Ενάγουσας ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι δεν φέρουν ένσταση στο αίτημα αναβολής.  Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα αναβολής και εξέδωσε πινάκιο οδηγιών το οποίο αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα το δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού στις 2.7.2024.  Με αυτό ενημέρωνε τους δικηγόρους των διαδίκων για τη νέα ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης για ακρόαση που ήταν η 13.9.2024 και ώρα 08:30.  Η γραμματέας του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί τους Αιτητές εκ παραδρομής σημείωσε στο σύστημα την υπόθεση ως ορισθείσα για ακρόαση την 19.9.2024 αντί την 13.9.2024, κάτι το οποίο δεν υπέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου που χειρίζεται την υπόθεση. 

 

            Ο δικηγόρος των Αιτητών, έχοντας κατά νου ότι η αγωγή είχε οριστεί στις 19.9.2024, με ηλεκτρονικό του μήνυμα ημερομηνίας 17.9.2024 ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι αιτείτο αναβολής λόγω παλαιότερης αγωγής που είχε οριστεί γι’  ακρόαση κατά την ίδια ημερομηνία.  Οι δικηγόροι της Ενάγουσας για πρώτη φορά στις 18.9.2024 τους ενημέρωσαν μέσω απαντητικού ηλεκτρονικού τους μηνύματος ότι προχώρησαν σε απόδειξη της αγωγής και στη συνέχεια το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον των Αιτητών. 

 

            Οι Αιτητές έχουν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή  και θα πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να την προβάλουν.  Σε περίπτωση που δεν παραμεριστεί η απόφαση, η Ενάγουσα θα προχωρήσει στην εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων, χωρίς να έχει αποφασιστεί το πραγματικά οφειλόμενο υπόλοιπο.  Ως εκ των πιο πάνω οι Αιτητές θα υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά, ενώ αντίθετα η Ενάγουσα δεν θα υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από τον παραμερισμό της απόφασης.

 

Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ

 

            Η Ενάγουσα εναντιώθηκε στην αιτούμενη θεραπεία.  Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασής την οποία καταχώρισε προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:

 

1.    Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραμερισμό (set aside) της εκδοθείσας απόφασης.

 

2.     Η Αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και λανθασμένη ή και ελλιπής.

 

3.    Δεν έχει δοθεί επαρκής ή και πειστική δικαιολογία για την μη εμφάνιση των Αιτητών κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

4.    Η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι ελλιπής.

 

5.    Η Αίτηση αντίκειται στο άρθρο 30 του Συντάγματος και ειδικότερα στην ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας.

 

6.    Η τυχόν επαναφορά της αγωγής θα επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα ή και δικαιώματα της. 

 

7.    Η απουσία των Αιτητών από την ακροαματική διαδικασία οφείλεται στη συστηματική αδιαφορία ή και αμέλεια να προωθήσουν την Υπεράσπιση τους.

 

8.    Οι Αιτητές με την όλη στάση ή και συμπεριφορά τους επέδειξαν ασέβεια προς το Δικαστήριο και αδιαφορία για την προώθηση της Υπεράσπισης τους.

 

Η Ειδοποίηση για πρόθεση ένστασης υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Ζένιου, ο οποία εργοδοτείται από την Dovalue Cyprus Limited, η οποία, δυνάμει σχετικής συμφωνίας, ενεργεί για λογαριασμό της Ενάγουσας και έχει αναλάβει τη διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επίδικες.  Η κα Ζένιου στην ένορκη δήλωση της επεξηγεί λεπτομερώς τους λόγους ένστασης, γι’  αυτό θεωρώ αχρείαστο να μεταφέρω οποιοδήποτε απόσπασμα της. 

 

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

            Η Αίτηση στηρίζεται στους θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 θ.5 και Δ.48 θ.θ. 1 – 9. 

 

            Είναι κατάλληλο το σημείο αυτό για να γίνει αναφορά στον λόγο ένστασης της Ενάγουσας ότι η Αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και λανθασμένη.  Αναμφισβήτητα η Αίτηση δεν στηρίζεται επί των ορθών δικονομικών διατάξεων, κάτι το οποίο παραδέχονται και οι Αιτητές μέσω της γραπτής αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων τους.    Η ορθή δικονομική διάταξη, η οποία θα έπρεπε να περιλαμβάνεται στη νομική βάση της Αίτησης είναι η Δ.33 θ.5 η οποία προνοεί επί λέξη τα ακόλουθα:

 

«Any judgment obtained where one party does not appear at the trial may in a proper case be set aside by the Court upon such terms as may seem fit, upon an application made within fifteen days after the trial.»

 

Πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι δεν αμφισβητείται από πλευράς Ενάγουσας ότι η υπό εξέταση Αίτηση καταχωρίστηκε εντός της καθορισμένης στην ανωτέρω δικονομική διάταξη προθεσμίας των δεκαπέντε ημερών.

 

Η πλευρά των Αιτητών υποστηρίζει ότι η παράλειψη τους να περιλάβουν στην νομική βάση της Αίτησης την ανωτέρω δικονομική διάταξη αποτελεί απλή παρατυπία ή και αντικανονικότητα, η οποία μπορεί να θεραπευτεί από το Δικαστήριο, κατ’  εφαρμογή των προνοιών της Δ.64, θ.1 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στην αντίπερα όχθη η πλευρά της Ενάγουσας υποστηρίζει ότι η παράλειψη συμπερίληψης της Δ.33 θ.5 στη νομική βάση της Αίτησης, την καθιστά νομικά αβάσιμη και δικονομικά άκυρη, ως τέτοια δε θα πρέπει να απορριφθεί. 

Στην υπόθεση David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 208/2012, ημερ. 24.11.2017, ECLI:CY:AD:2017:A415 αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

 

«Η Δ.48, θ.2 προνοεί ότι οι ενδιάμεσες αιτήσεις πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζουν τις νομικές διατάξεις πάνω στις οποίες βασίζονται. Η αναφορά στα άρθρα και στους θεσμούς που στοιχειοθετούν το νομικό υπόβαθρο της αίτησης με βάση το οποίο η αίτηση θα αποφασιστεί, όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί από τη νομολογία, αποτελεί απαράβατο όρο της εγκυρότητας του δικονομικού πλαισίου της αίτησης (βλ. Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Kozinskaya River Limited κ.ά  (ανωτέρω)).»

 

Στην αμέσως πιο πάνω υπόθεση κρίθηκε πρωτόδικα ότι η παράλειψη αναγραφής της Δ.16 θ.9 στη νομική βάση αίτησης με την οποία ζητείτο ο παραμερισμός της επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και του διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, ισοδυναμούσε με παρατυπία, εύρημα με το οποίο συμφώνησε το Ανώτατο Δικαστήριο. 

 

Κατ’  εφαρμογή των ανωτέρω νομολογηθέντων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παράλειψη των Αιτητών να περιλάβουν στη νομική βάση της Αίτησης τους τη Δ.33 θ.5 συνιστά παρατυπία, η οποία δεν καθιστά το δικονομικό μέτρο άκυρο, ως λανθασμένα προβάλλει η πλευρά της Ενάγουσας.  Όπως δε έχει νομολογηθεί, το Δικαστήριο διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια, στη βάση της Δ.64 θ.1 των θεσμών Πολιτικής Δικονομίας να προβεί το ίδιο αυτεπαγγέλτως, στην κατάλληλη περίπτωση στη θεραπεία της παρατυπίας.  Καθοδηγητική επί του προκειμένου είναι η υπόθεση Wunderlich κ.ά. ν. Παναγιώτου (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 366 στην οποία αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το θέμα έχει τύχει αντιμετώπισης από το Αγγλικό Εφετείο στην Metroinvest Ansalt a.ο. v. Commercial Union [1985] 1 W.L.R. 513, 520, 521, 522. Στην υπόθεση εκείνη έχει ερμηνευθεί η νέα αγγλική Δ.2 - αντιστοιχεί με τη δική μας νέα Δ.64 - και από τη μελέτη της απόφασης προκύπτουν τα εξής:

 

1. Όπου διαπιστώνεται παρατυπία λόγω παράλειψης συμμόρφωσης με τους Θεσμούς το παράτυπο μέτρο ή έγγραφο παραμένει παράτυπο inter partes μέχρις ότου το ζήτημα εξεταστεί από το δικαστήριο δυνάμει της νέας Δ.64 θ.2.

 

2. Επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος της παρατυπίας από το δικαστήριο έστω και αν τέτοιο ζήτημα δεν είχε εγερθεί από τους διάδικους.

 

3. Η παραίτηση της άλλης πλευράς, με τρόπο ρητό ή εξυπακουόμενο, από το δικαίωμα που της παρέχεται λόγω της παρατυπίας αποτελεί καλό λόγο για να γίνει αποδεκτή η παρατυπία.

 

4. Ένας από τους κύριους λόγους που λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας δυνάμει της Δ.64 θ.2 είναι ο δυσμενής επηρεασμός (prejudice) της άλλης πλευράς λόγω της συγκεκριμένης παρατυπίας. Ωστόσο η νέα Δ.64 θ.2 είναι διατυπωμένη με τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο την ευρύτερη δυνατή εξουσία για να απονέμει δικαιοσύνη.

 

5. Στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το δικαστήριο μπορεί να παραμερίσει πλήρως ή μερικώς τη διαδικασία στην οποία έχει σημειωθεί η παρατυπία ή - διαζευκτικά - "να εκδώσει τέτοιο διάταγμα αναφορικά με τη διαδικασία γενικά όπως κρίνει πρέπον".»

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχει διαφανεί ότι η Ενάγουσα έχει υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό συνεπεία της ανωτέρω παρατυπίας.  Αναμφισβήτητα η Αίτηση είναι σαφής τόσο ως προς την επιδιωκόμενη θεραπεία, όσο και ως προς το πραγματικό της υπόβαθρο.  Συμμετέχοντας δε στη διαδικασία της Αίτησης, η Ενάγουσα υποστηρίζει, μέσω της ένστασης που καταχώρισε, τις αντίθετες θέσεις της στην Αίτηση.  Ούτε πρόκειται κατά την ταπεινή μου άποψη για μείζονα παρατυπία (David κ.ά. ν. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (ανωτέρω)).

 

Υπό το φως των όσων αναφέρονται πιο πάνω το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα απαλλαγής από την παρατυπία στη βάση της Δ.64 θ.1. 

 

Προχωρώ τώρα στην εξέταση του ουσιώδους μέρους της Αίτησης.   Στην υπόθεση Χρυσάνθου κ.ά. ν. Mariala Constructions Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 1129 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η πρόνοια της Δ.33 θ.5 προσομοιάζει απόλυτα με τις πρόνοιες της Δ.17 Θ.10 για παραμερισμό απόφασης ένεκα παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης και της Δ.26 θ. 14 ένεκα παράλειψης καταχώρησης έκθεσης υπεράσπισης. Κατά συνέπεια μπορούμε να αντλήσουμε καθοδήγηση και από τις αυθεντίες που βασίζονται στις πρόνοιες αυτές.

 

Κλασσική αγγλική απόφαση είναι η Evans v. Bartlam (ανωτέρω) η οποία υιοθετήθηκε από τη δική μας νομολογία και ιδιαίτερα στην απόφαση Ioannis Kotsapas & Sons Ltd. v. Titan Constructions & Engineering Company (ανωτέρω).

 

Στην αγγλική αυτή υπόθεση τίθεται σαν θέμα πρωταρχικής σημασίας η ύπαρξη καλής υπεράσπισης. Τίθεται όμως και θέμα ύπαρξης σοβαρής και εύλογης αιτιολογίας για την απουσία των αιτητών κατά την ακρόαση της αγωγής με συνέπεια την έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο.

 

Το βάρος της απόδειξης είναι σίγουρα πάνω στους αιτητές να αποδείξουν ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης. Δεν απαιτείται απόδειξη της υπεράσπισής τους. Είναι αρκετό να αποδείξουν ότι έχουν εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση και αυτό είναι αρκετό για να παραμεριστεί η απόφαση και να επανεκδικαστεί η υπόθεση επί της ουσίας.»

 

Στην υπόθεση Phylactou a.o. v. Michael (1982) 1 C.L.R. 204, η οποία αφορούσε αίτηση παραμερισμού απόφασης λόγω παράλειψης του Εναγόμενου να εμφανιστεί κατά τη δίκη, λέχθηκαν επί λέξη τα ακόλουθα:

 

 

«It would be injudicious on the part of the trial Judge to pronounce either on the correctness of the facts propounded before him at the stage of the application to set aside judgment, or their implications on the rights of the parties. This is properly the province of the trial Court. His task is primarily to discern whether sufficient merits are disclosed as to justify the re-opening of the case. The disclosure of such merits being, as counsel agreed, the foremost consideration governing the discretion of the Court on the subject of re-opening a case.

The principles upon which the discretion of the Court to set aside a judgment given by default are exercised, are well known to the point of making it unnecessary to discuss them by reference to specific cases.

 

In exercising its discretion, the Court must strive to balance two considerations fundamental for the administration of justice: The need to uphold effectively, on the one hand, the right of a party to be heard in his cause, and the need to ensure the expeditious transaction of judicial business, on the other. The speedy determination of judicial causes is not merely a matter of convenience but an all important factor for the effective vindication of the rights of the citizen. This principle is closely associated with another consideration likewise important for the administration of justice, that is, the need to uphold finality of judgments. If a party is lightly allowed to re-open a case, the imprint of finality, attaching to a judgment, with all that goes with it, and the certainty it imports in the management of human affairs, will disappear with grave consequence to the administration of justice. (See, Observations of Megaw L.J. in Lambert v. Mainland Market [1977] 2 All E.R. 826, at p. 833 (c-d)).

 

The effect of the case law is that the Court must not be astute to unseat a party from his right to be heard in his cause, so long as he discloses merits. But the Court may, nevertheless, decline to re-open the case if his conduct is such as to strike at the root of the administration of justice. Where the conduct of the party applying to set aside judgment is inexcusable, contumelious to the extent of gross disregard for the judicial process or the rights of his adversary, the Court may, in its discretion, refuse to set aside judgment.»

 

Όπως προκύπτει από το δικαστικό φάκελο της υπόθεσης, κατά την 2.7.2024, ημερομηνία κατά την οποία ήταν ορισμένη για ακρόαση η αγωγή, το Δικαστήριο της επιλήφθηκε στην απουσία των δικηγόρων και ενέκρινε το αίτημα αναβολής που υποβλήθηκε ηλεκτρονικά από την πλευρά των δικηγόρων των Αιτητών.  Η αγωγή επαναορίστηκε για ακρόαση την 13.9.2024 ώρα 08.30.   Οι δικηγόροι αμφοτέρων των πλευρών ενημερώθηκαν για την νέα ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης μέσω της σχετικής δημοσίευσης η οποία αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού κατά την ιδία ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση.  Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι δεν αμφισβητείται από πλευράς Αιτητών ότι στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού αναγράφηκε η ορθή ημερομηνία και ώρα κατά την οποία είχε επαναοριστεί η υπόθεση για ακρόαση.  Προβάλλεται όμως από την κα Ανδρέου στην ένορκη δήλωση της που υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση, ότι η γραμματέας του δικηγορικού γραφείου που εκπροσωπεί τους Αιτητές εκ παραδρομής σημείωσε στο σύστημα ότι η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση την 19.9.2024, αντί την 13.9.2024, κάτι το οποίο δεν υπέπεσε στην αντίληψη του δικηγόρου που χειρίζεται την υπόθεση. 

 

Πρωτίστως θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν διευκρινίζεται από την ενόρκως δηλούσα σε ποιο επακριβώς “σύστημα” αναφέρεται στο οποίο είχε σημειωθεί λανθασμένα ότι η αγωγή ορίστηκε για ακρόαση την 19.9.2024.  Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η ισχυριζόμενη παράλειψη της γραμματέως του δικηγορικού γραφείου να αναγράψει την ορθή ημερομηνία, δεν αποτελεί σοβαρό λόγο, ο οποίος θα  μπορούσε να δικαιολογήσει το επανάνοιγμα της υπόθεσης.  Όφειλε ο δικηγόρος ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση εκ μέρους των Αιτητών να έλεγχε ο ίδιος το ηλεκτρονικό πινάκιο, ώστε να βεβαιωθεί ότι είχε αναγραφεί από τη γραμματέα η ορθή ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης. Έχω την ταπεινή άποψη ότι ο δικηγόρος, ο οποίος είναι και υπόλογος απέναντι στους πελάτες του, είχε την ευθύνη να βεβαιωθεί ότι ενημερώθηκε ορθά το «σύστημα» για την ημερομηνία που ορίστηκε η υπόθεση.  Δεν θα μπορούσε όμως το λάθος της γραμματέως να προβάλλεται από τους δικηγόρους των Αιτητών ως δικαιολογία για την απουσία τους από την ακροαματική διαδικασία.

 

Καθ’  όσον αφορά την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης στην αγωγή, ισχυρίζονται οι Αιτητές, μέσω της ένορκης δήλωσης της κας Ανδρέου, ότι θα πρέπει να τους δοθεί η ευκαιρία να ακουστούν στην υπόθεση και να προβάλουν την Υπεράσπιση τους η οποία συνίσταται σε υπερχρεώσεις και υπερτοκισμούς.   Αξίζει να αναφερθεί ότι και στο δικόγραφο της υπεράσπισης τους οι Αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι οποιεσδήποτε χρεώσεις, κεφαλαιοποιήσεις εξόδων, καθυστερημένων τόκων, τόκων υπερημερίας καθώς και δικηγορικών εξόδων που επιβλήθηκαν από την Ενάγουσα είναι παράνομες και αντίκεινται στον περί Ελευθεροποίησης των Επιτοκίων Νόμο και στον περί Καταχρηστικών Ρητρών Νόμο καθώς και σε άλλη Εθνική και Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.  Όμως, δεν παρατίθεται οποιαδήποτε λεπτομέρεια σε σχέση με τις ισχυριζόμενες παράνομες χρεώσεις ή και υπερτοκισμούς.  Αυτό το οποίο λογικά θα ανέμενα από τους Αιτητές ήταν ότι με την ένορκη δήλωση της κας Ανδρέου θα παρουσιαζόταν λογιστική κατάσταση στην οποία θα παρατίθεντο λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων παράνομων χρεώσεων στις οποίες προέβηκε η Ενάγουσα.  Η γενική και αόριστη αναφορά της κας Ανδρέου σε υπερχρεώσεις και υπερτοκισμούς κάθε άλλο παρά επαρκής ήταν ώστε να καταδείξει την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης.

 

Ισχυρίζονται ακόμα οι Αιτητές, μέσω της ενόρκου δηλώσεως της κας Ανδρέου, ότι θα ήταν άδικο να στερηθούν του συνταγματικού τους δικαιώματος να προβάλουν την υπεράσπιση τους στο πλαίσιο ακροαματικής διαδικασίας.  Ως έχει ήδη αναφερθεί, οι Αιτητές απέτυχαν να καταδείξουν ότι έχουν εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.  Ανεξάρτητα όμως από αυτό, ουδείς αποστέρησε από τους Αιτητές το δικαίωμα να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία και να προβάλουν την όποια υπεράσπιση τους.   Το ότι όμως τελικά αυτό δεν έγινε κατορθωτό οφείλεται αποκλειστικά στην υπαιτιότητα των δικηγόρων τους, που δεν εμφανίστηκαν στην ακροαματική διαδικασία.   Συνεπώς, δεν μπορούν να παραπονούνται ότι τους αποστερήθηκε το δικαίωμα τους να εμφανιστούν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακροαματική διαδικασία.

 

 

 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

            Για όλους τους λόγους που έχω επεξηγήσει λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει.  Συνεπώς θα απορριφθεί.

 

            Καθ’  όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου που στην προκείμενη περίπτωση είναι η Ενάγουσα.

 

            Η Αίτηση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος της Ενάγουσας – Καθ’  ης η Αίτηση και εναντίον των Εναγομένων – Αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

(Υπ.) ……………………………..

                                                                                                              Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφο,

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΞΠ

 

Subject:  Civil Jurisdiction / Other Actions / Interim

Αναφορά:  Αίτηση για παραμερισμό απόφασης


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο