
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Aίτηση Αρ. 36/2012
Αναφορικά με την εταιρεία Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd
-και-
Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ.113,
Άρθρα 203, 209, 211(ε), 212(β) και 214
----------------------------
Αίτηση ημερ. 8.10.2024
29 Αυγούστου 2025
Για τους Αιτητές: κα Α. Ιωάννου για Αργεντούλα Ιωάννου ΔΕΠΕ
Για τον Καθ’ ου η Aίτηση / Eκκαθαριστή: κ. Ν. Κυπραίος για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ
Για Πιστωτή / Ενδιαφερόμενο μέρος Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ: κ. Γ. Χαραλάμπους για Γεωργιάδης & Πελίδης ΔΕΠΕ
Για Πιστωτή / Ενδιαφερόμενο μέρος Banque SBA SA: κα Μ. Γιωρκάτζη για Α. Γιωρκάτζης ΔΕΠΕ
Για Πιστωτή / Ενδιαφερόμενο μέρος Themis Portofolio (S1) Management Holdings Limited: κ. Π. Σταύρου για Πανάγος & Πανάγος ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι Αιτητές, Ομάρ Σόποχ και Vameana Estates Ltd (στη συνέχεια θα αναφέρονται ως «οι Αιτητές 1 και 2»), με αίτηση τους ημερ. 08.10.2024 αξιώνουν την έκδοση σειράς διαταγμάτων εναντίον του εκκαθαριστή της εταιρείας Soboh Petroleum (Cyprus) Ltd (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η «υπό εκκαθάριση εταιρεία»), κ. Ιακωβίδη, με δραστικότερο τον τερματισμό των υπηρεσιών του από τη θέση του εκκαθαριστή συνεπεία ισχυριζόμενης κακοδιαχείρισης ή/και αμέλειας ή/και κακοπιστίας ή/και παράνομης προτίμησης πιστωτών ή/και οικειοποίησης χρημάτων της εκκαθάρισης ως αμοιβής αυτού. Στο πλαίσιο της ανωτέρω αίτησης καταχώρισαν την υπό εξέταση Αίτηση, στη βάση της οποίας εξασφάλισαν μονομερώς προσωρινό διάταγμα εναντίον του κ. Ιακωβίδη, το οποίο του απαγορεύει: α) να διεξάγει τη συνέλευση των πιστωτών της υπό εκκαθάριση εταιρείας, την οποία είχε συγκαλέσει για τις 14.10.2024 ή και σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία με σκοπό την έκδοση ψηφίσματος υπέρ της τροποποίησης του τρόπου υπολογισμού της αμοιβής του, β) να αποφασίζει επί οποιασδήποτε επαλήθευσης χρεών των πιστωτών της υπό εκκαθάριση εταιρείας, γ) να τερματίσει τις υπηρεσίες του δικηγορικού γραφείου Chrysses Demetriades & Co. LLC ή και του κ. Αραούζου ως δικηγόρων στις αγωγές 9921/2010 και 5770/2011 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και στην Αγωγή 5432/2010 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, δ) να λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση σε σχέση με τυχόν διαπραγματεύσεις ή/και συμβιβασμό των αξιώσεων της υπό εκκαθάριση Εταιρείας στις ανωτέρω περιγραφόμενες αγωγές του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, χωρίς την προηγούμενη έγκριση του Δικαστηρίου.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Αιτητή 1, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Η υπό εκκαθάριση εταιρεία ιδρύθηκε από τον πατέρα του και ασχολείτο με την προμήθεια ή/και εμπόριο πετρελαίου. Κατά τα έτη 2007-2009 κέρδισε διαγωνισμούς για την προμήθεια μαζούτ και ντίζελ στους ηλεκτροπαραγωγούς σταθμούς της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «η ΑΗΚ»). Περί τις αρχές του 2010 προέκυψαν διαφορές με την ΑΗΚ ως προς τις αποκοπές που αυτή έκανε επί του εκάστοτε τιμήματος πώλησης για κάθε ένα από τα φορτία πετρελαίου που η υπό εκκαθάριση εταιρεία είχε μέχρι τότε παραδώσει. Τελικά η ΑΗΚ καταχώρισε εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας την αγωγή υπ’ αρ. 9921/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, αφού προηγουμένως κατακράτησε την αξία του τελευταίου φορτίου που η υπό εκκαθάριση εταιρεία είχε παραδώσει τον Σεπτέμβριο του 2010 επί του πλοίου NEVA αξίας $16 εκατομμυρίων περίπου και εξαργύρωσε δύο εγγυητικές επιστολές συνολικής αξίας $10 εκατομμυρίων, τις οποίες η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στη συνέχεια θα αναφέρεται «ως Ελληνική Τράπεζα») είχε εκδώσει κατά παραγγελία της υπό εκκαθάριση εταιρείας προς όφελος της ΑΗΚ, ως εγγύηση της πιστής εκτέλεσης των δύο συμβολαίων για το 2010. Προς εξασφάλιση της Ελληνικής Τράπεζας για την έκδοση των ανωτέρω εγγυητικών επιστολών, είχαν εκχωρηθεί από την υπό εκκαθάριση εταιρεία προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας τα δικαιώματα της επί δύο συμβολαίων με την ΑΗΚ. Εκκρεμούσης της αγωγής υπ’ αρ. 9921/10, η υπό εκκαθάριση εταιρεία καταχώρισε την αγωγή υπ’ αρ. 5770/11 με την οποία αξίωνε εναντίον της ΑΗΚ τις αποκοπές που η τελευταία είχε κάνει στα συμβόλαια του 2008 και 2009.
Βάσει απόφασης που εκδόθηκε προς όφελος της Societe Generale S.A. στην αγωγή υπ’ αρ. 4839/10 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Αρχικά είχαν διοριστεί ως εκκαθαριστές ο κ. Καριτζής και ο κ. Ιακωβίδης. Ο κ. Καριτζής όμως παραιτήθηκε την 16.11.2016 και από την ως άνω ημερομηνία παρέμεινε ως μόνος εκκαθαριστής ο κ. Ιακωβίδης, ο οποίος αποδέχθηκε να εισπράξει την αμοιβή που θα εισέπραττε ο Επίσημος Παραλήπτης στη βάση των σχετικών κανονισμών. Όμως σε συνέλευση των πιστωτών που έλαβε χώρα κατά την 27.09.2016 ο κ. Ιακωβίδης εξασφάλισε απόφαση των πιστωτών για πληρωμή του στη βάση της ωριαίας ανάλωσης χρόνου, απόφαση η οποία διέπει μέχρι σήμερα τον καθορισμό της αμοιβής του.
Στις αγωγές υπ’ αρ. 9921/10 και 5770/11 η υπό εκκαθάριση εταιρεία εκπροσωπείτο από τον δικηγόρο κ. Αραούζο της δικηγορικής εταιρείας Chrysses Demetriades & Co. LLC. Την 05.02.2024 εκδόθηκε απόφαση στην αγωγή υπ’ αρ. 9921/10 προς όφελος της υπό εκκαθάριση εταιρείας με την οποία η ΑΗΚ καταδικάστηκε στην πληρωμή αποζημιώσεων ύψους $19.05 εκατομμυρίων περίπου περιλαμβανομένων των τόκων μέχρι την 30.09.2024. Με την ίδια απόφαση επιδικάστηκαν επίσης εναντίον της ΑΗΚ αποζημιώσεις ύψους €2.07 εκατομμυρίων που αδικαιολόγητα είχε πληρώσει στην Τράπεζα Κύπρου. Το ανωτέρω ποσό των €2.07 εκατομμυρίων η ΑΗΚ διατάχθηκε από το Δικαστήριο όπως το καταβάλει σε συγκεκριμένο λογαριασμό με την Ελληνική Τράπεζα. Η αγωγή υπ’ αρ. 5770/11 βρίσκεται υπό εκδίκαση και έχει ήδη ακουστεί μέρος της μαρτυρίας. Αν τελικά το Δικαστήριο ακολουθήσει και σ’ αυτή την αγωγή την απόφαση η οποία εκδόθηκε στην αγωγή υπ’ αρ. 9921/10, αναμένεται να αποδοθεί στην υπό εκκαθάριση εταιρεία τουλάχιστον επιπρόσθετο ποσό $15.199.310,21 πλέον τόκοι από το 2011.
Η οικογένεια του είχε ξεκινήσει από το 2021 διαπραγμάτευση των εξ αποφάσεως χρεών εναντίον των εταιρειών του ομίλου Soboh και του πατέρα του προς την Τράπεζα Κύπρου, τα οποία είχε εξαγοράσει η Gordian Holdings Ltd ( στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «η Gordian»). Πιο συγκεκριμένα η υπό εκκαθάριση εταιρεία ήταν Εναγόμενη σε 12 διαφορετικές αγωγές είτε ως πρωτοφειλέτιδα είτε ως εγγυητής. Το υπόλοιπο του συνόλου των χρεών του Ομίλου Εταιρειών και του πατέρα του προσωπικά ανερχόταν σε €42.000.287.042. Ο κ. Ιακωβίδης δεν συμμετείχε στις ως άνω διαπραγματεύσεις δηλώνοντας στην οικογένεια του να προχωρήσουν από μόνοι τους στη διαπραγμάτευση με την Gordian. Κατά την έναρξη των διαπραγματεύσεων η Gordian είχε ήδη ανακτήσει όλα τα ενυπόθηκα ακίνητα έναντι των εξ αποφάσεων χρεών, μετά από αποτυχημένες εκποιήσεις αυτών. Σε ότι αφορά το ακίνητο υπ’ αρ. εγγραφής 3/4445, στο οποίο βρίσκεται το κτίριο Soboh Tower, αρχικά μεταβιβάστηκε επ’ ονόματι της Τράπεζας Κύπρου, η οποία στη συνέχεια το μεταβίβασε στην Gordian. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες της Gordian να πωλήσει το ανωτέρω περιγραφόμενο ακίνητο, αυτό δεν κατέστη δυνατόν λόγω της κατοχής του από την εταιρεία Vameana Management Ltd. Κατόπιν των ανεπιτυχών προσπαθειών πώλησης του ανωτέρω ακινήτου, η Gordian αποδέχθηκε τελικά συνολικό συμβιβασμό των απαιτήσεων της εναντίον όλων των χρεών των εταιρειών του Ομίλου, με αντάλλαγμα την παραίτηση από τις διεκδικήσεις τους και την παράδοση ελεύθερης κατοχής του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου σε κάποιο ενδιαφερόμενο αγοραστή. Στη βάση της ως άνω συμφωνίας, οι συνδεδεμένες εταιρείες του Ομίλου, περιλαμβανομένης της Αιτήτριας 2, υπέγραψαν με την Gordian στις 15.05.2024 συμφωνία διευθέτησης και ταυτόχρονα υπέγραψαν τη συμφωνία παράδοσης της κατοχής του ανωτέρω περιγραφόμενου ακινήτου στον ενδιαφερόμενο αγοραστή.
Ο κ. Ιακωβίδης ενημερώθηκε προσωπικά τόσο από τον ίδιο όσο και από τον πατέρα του για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων και την πρόθεση υπογραφής της συμφωνίας διευθέτησης, του ζητήθηκε δε να προσυπογράψει την ως άνω συμφωνία για να εξασφαλιστεί η δέσμευση της Gordian έναντι και της υπό εκκαθάριση εταιρείας, αναγνωρίζοντας την εξόφληση όλων των χρεών αυτής. Ο κ. Ιακωβίδης όμως, προκειμένου να συγκατατεθεί να υπογράψει τις αμοιβαίες απαλλαγές, ζήτησε όπως η οικογένεια Soboh δεσμευθεί και/ή συμφωνήσει στην αύξηση της αμοιβής του ως εκκαθαριστή σε ποσοστό 11% επί όλων των εσόδων της υπό εκκαθάριση εταιρείας, κάτι το οποίο απορρίφθηκε από την οικογένεια του. Τελικά ο κ. Ιακωβίδης υπαναχώρησε και προσυπέγραψε το λεγόμενο «Release Soboh Petroleum Ltd» ή «Release Letter» το οποίο ήταν συνημμένο στη συμφωνία διευθέτησης. Όλες οι ανωτέρω συμφωνίες ολοκληρώθηκαν και/ή υλοποιήθηκαν πλήρως περί το τέλος Ιουνίου 2024.
Τόσο ο ίδιος προσωπικά όσο και ο πατέρας του ενημέρωσαν τον κ. Ιακωβίδη ότι πέτυχαν την εξόφληση όλων των χρεών της υπό εκκαθάριση εταιρείας προς την Gordian και τον πληροφόρησαν ότι προτίθεντο να υποβάλουν σχετικές επαληθεύσεις, αφού υποκατέστησαν την Gordian από πιστωτή της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Μάλιστα ο κ. Ιακωβίδης τους προέτρεψε να υποβάλουν τις εν λόγω επαληθεύσεις. Πιο συγκεκριμένα κατά την πρώτη συνάντηση που είχε με τον κ. Ιακωβίδη στις 07.08.2024, ο ίδιος ο κ. Ιακωβίδης του παρέδωσε τα έντυπα υποβολής των επαληθεύσεων, προβάλλοντας όμως την απαίτηση του για αλλαγή του τρόπου πληρωμής του σε ποσοστό 11 % επί των εισπράξεων της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Κατά την δεύτερη συνάντηση που είχε μαζί του στις 10.08.2024 ο κ. Ιακωβίδης του έθεσε εντελώς εκβιαστικά το αίτημα για την αλλαγή του τρόπου πληρωμής του, θέτοντας μάλιστα την απαίτηση του υπό τον εκβιασμό του «ανταλλάγματος», ότι δηλαδή εάν η οικογένεια του ως και οι εταιρείες του Ομίλου Soboh συναινούσαν στην ως άνω απαίτηση του, θα αντιμετώπιζε πολύ ευνοϊκά την επαλήθευση των χρεών που θα υπέβαλλαν. Διαφώνησε έντονα με το ανωτέρω αίτημα του κ. Ιακωβίδη, θεωρώντας το παράλογο και τον κάλεσε να εφαρμόσει τη συμφωνία της αμοιβής του που αποφασίστηκε στη συνέλευση των πιστωτών της 27.09.2016, όταν ο ίδιος πρότεινε και εξασφάλισε απόφαση για πληρωμή του στη βάση ωριαίας ανάλυσης του χρόνου. Ο κ. Ιακωβίδης δεν έχει αμφισβητήσει ότι μέχρι σήμερα εισέπραξε ως αμοιβή το ποσό των €500.000, κάτι το οποίο απέκρυψε από τους πιστωτές της υπό εκκαθάριση εταιρείας.
Ενώ λοιπόν ο κ. Ιακωβίδης όφειλε να αναμένει την υποβολή των επαληθεύσεων τους, εντελώς απροσδόκητα απέστειλε την 20.08.2024 ειδοποίηση σύγκλησης συνέλευσης πιστωτών, προτείνοντας ψήφισμα αύξησης της αμοιβής του σε ποσοστό 11% επί των εσόδων της εκκαθάρισης, καταλαμβάνοντας εξ απροόπτου τους Αιτητές, με τεράστια δυσκολία να αντιδράσουν και να προλάβουν να μετάσχουν στη συνέλευση, αφού ο στόχος του κ. Ιακωβίδη ήταν ακριβώς ο αποκλεισμός της οικογένειας του και των συνδεδεμένων εταιρειών από τη συνέλευση των πιστωτών. Ο στόχος της σύγκλησης της συνέλευσης ήταν η απόσπαση από τον κ. Ιακωβίδη αμοιβής της τάξης των €4 – 5 εκατομμυρίων ανάλογα με το τελικό ποσό που η ΑΗΚ θα πληρώσει στην υπό εκκαθάριση εταιρεία.
Όταν αντιλήφθηκαν τις νομικές και πρακτικές δυσκολίες υποβολής των επαληθεύσεων τους, απέστειλαν στον κ. Ιακωβίδη επιστολή, μέσω των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 29.08.2024 ζητώντας παράταση 7-10 ημερών για να υποβάλουν τις επαληθεύσεις τους και ταυτόχρονη αναβολή της συνέλευσης των πιστωτών, ώστε να τους δινόταν η ευκαιρία να μετάσχουν σ’ αυτήν. Ο κ. Ιακωβίδης απέρριψε το ως άνω αίτημα τους με επιστολή του ημερ. 30.08.2024. Με επιστολή των δικηγόρων τους ημερ. 02.09.2024 απάντησαν στην ως άνω επιστολή του κ. Ιακωβίδη, στην οποία έθιξαν διάφορα ζητήματα. Ο κ. Ιακωβίδης τους απάντησε με την επιστολή του ημερ. 04.09.2024, με την οποία τους ενημέρωσε ότι η συνέλευση των πιστωτών θα πραγματοποιείτο ούτως ή άλλως στις 14.10.2024, γεγονός για το οποίο κυκλοφόρησε νέα ειδοποίηση στις 04.09.2024 για σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών.
Η επαλήθευση της Αιτήτριας 2 παραδόθηκε τελικά στον κ. Ιακωβίδη την 20.09.2024 και η δική του επαλήθευση παραδόθηκε την 07.10.2024. Ο κ. Ιακωβίδης δεν έχει αποφασίσει ακόμα την επαλήθευση της Αιτήτριας 2, παρά το ότι παρήλθαν οι 14 μέρες εντός των οποίων όφειλε να αποφασίσει ή να ζητήσει περαιτέρω μαρτυρία σύμφωνα με τον Κ.30 των Περί Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμών.
Ως συμβουλεύεται από τους δικηγόρους τους, ο κ. Ιακωβίδης από του διορισμού του διέπραξε σωρεία παραβιάσεων των νομίμων υποχρεώσεων του, οι οποίες παρατίθενται αναλυτικά στην ένορκη δήλωση του.
Ο κ. Ιακωβίδης έχει καταδείξει την εμμονή του να πραγματοποιήσει την συνέλευση της 14.10.2024 με κατασκευασμένη πλειοψηφία υπέρ του αφού αφενός οι επαληθεύσεις των Αιτητών βρίσκονται στα χέρια του και είναι ξεκάθαρο ότι θα τις απορρίψει ή δεν θα αποδώσει την πραγματική αξία σ’ αυτές και αφετέρου θα αποδώσει την μέγιστη αξία στις επαληθεύσεις της Ελληνικής Τράπεζας, τις οποίες μέχρι σήμερα δεν έχει αποφασίσει και τις κρατεί σε πλήρη συσκότιση, ώστε να εξασφαλίσει την υλοποίηση των σχεδίων του για αύξηση της αμοιβής του, σε συμμαχία με την ελληνική τράπεζα ή τη διάδοχο της.
Αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα ο κ. Ιακωβίδης θα προχωρήσει στον τερματισμό των υπηρεσιών του κ. Αραούζου και σε εσπευσμένο συμβιβασμό με την ΑΗΚ, δημιουργώντας νέα τετελεσμένα και λήψη αποφάσεων προς εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων, τα οποία δεν θα μπορούν να ανατραπούν σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού ο συμβιβασμός του με την ΑΗΚ δεν θα μπορεί να ανατραπεί. Επιπρόσθετα σε περίπτωση μη έκδοσης του διατάγματος αναστολής της συνέλευσης των πιστωτών, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος ο κ. Ιακωβίδης να μην αποφασίσει επί των επαληθεύσεων των Αιτητών μέχρι την ημερομηνία της συνέλευσης, ώστε μ’ αυτό τον τρόπο να τους αποστερήσει το δικαίωμα συμμετοχής τους στη συνέλευση.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ
Ο Εκκαθαριστής εναντιώθηκε στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος. Με την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης, την οποία καταχώρησε, προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
(1) Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου για την έκδοση ή οριστικοποίηση του επίδικου προσωρινού διατάγματος.
(2) Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6 και συγκεκριμένα δεν υπήρχε ούτε αποδείχθηκε η προϋπόθεση του κατεπείγοντος ή άλλων ιδιαίτερων περιστάσεων.
(3) Οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν στο Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα ή και παραπλάνησαν το Δικαστήριο ή και απέκρυψαν σημαντικά γεγονότα ή και εν γνώσει τους και συνειδητά είπαν ψέματα στο Δικαστήριο με μοναδικό σκοπό να εξασφαλίσουν το επίδικο διάταγμα μονομερώς.
(4) Ελλείπουν από την παρούσα διαδικασία όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι και πιο συγκεκριμένα οι πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
(5) Η εγγύηση που υπεγράφη για την έκδοση του επίδικου διατάγματος δεν είναι μόνο ανεπαρκής, αλλά στην ουσία δεν έχει ισχύ, αφού δόθηκε από πρόσωπα τα οποία δεν έχουν περιουσία ή και δεν είναι σε θέση να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό εγγύησης.
(6) Τα γεγονότα τα οποία δικογραφούνται στην κυρίως αίτηση, ως και οι αιτούμενες θεραπείες είναι ζητήματα που μπορούν να επιλυθούν μόνο με αγωγή.
(7) Τόσο η παρούσα διαδικασία όσο και η κυρίως αίτηση είναι πρόωρες και ή καταχωρίστηκαν στη βάση εικαζομένων μελλοντικών γεγονότων.
(8) Το διάταγμα με το οποίο απαγορεύεται στον Εκκαθαριστή να αλλάξει δικηγόρο σε συγκεκριμένες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκεται ο ίδιος παραβιάζει ευθέως τα απορρέοντα από το Άρθρο 30 του Συντάγματος δικαιώματά του.
(9) Το διάταγμα που του απαγορεύει να διαπραγματεύεται και να συμβιβάζει τις δικαστικές υποθέσεις στις οποίες είναι διάδικος παραβιάζει ευθέως τα απορρέοντα από το Άρθρο 30 του Συντάγματος δικαιώματά του, το απορρέον από το Άρθρο 26 του Συντάγματος δικαίωμα του να συμβάλλεται ελεύθερα, το δημόσιο συμφέρον αλλά και την υποχρέωση του Δικαστηρίου για υλοποίηση του πρωταρχικού σκοπού κατά την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας και το καθήκον του προς υποβοήθηση διευθέτησης των δικαστικών υποθέσεων.
(10) Οι Αιτητές στερούνται locus standi καθότι κατά την καταχώρηση της παρούσας διαδικασίας δεν ήταν πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
(11) Οι Αιτητές όφειλαν να αναμένουν την εξέταση των επαληθεύσεων χρέους που κατάθεσαν και την ολοκλήρωση της διαδικασίας του άρθρου 251(7) του Κεφ. 113.
(12) Οι Αιτητές με το εκδοθέν διάταγμα πέτυχαν ουσιαστικά την αναστολή της εκκαθάρισης ως ενδιάμεση θεραπεία και πριν αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι κάθε διαδικασία σχετικά με την εκκαθάριση έπρεπε να ανασταλεί και ή διακοπεί.
Η Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης του Εκκαθαριστή υποστηρίζεται από μια μακροσκελή ένορκη δήλωση του ιδίου. Αναφορά στο περιεχόμενο της θα γίνεται σε κατάλληλα σημεία της απόφασής μου.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ
Πέραν του Εκκαθαριστή, στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος εναντιώθηκαν και τα ενδιαφερόμενα μέρη Ελληνική Τράπεζα, Banque S.B.A SA και Themis Portofolio (S1) Management Holdings Limited, τα οποία εμφανίστηκαν στην παρούσα διαδικασία υπό την ιδιότητα του πιστωτή της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Οι προβαλλόμενοι από το κάθε ενδιαφερόμενο μέρος στην καταχωρησθείσα Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης είναι, κατά το μεγαλύτερο τους μέρος, ίδιοι με τους εγειρόμενους από τον Εκκαθαριστή λόγους ένστασης. Συνεπώς θεωρώ αχρείαστο να τους επαναλάβω. Θα πρέπει όμως να επισημάνω ότι ένας εκ των λόγων ένστασης της Themis Portofolio (S1) Management Holdings Limited είναι ότι οι Αιτητές απέτυχαν να αποσείσουν το βάρος απόδειξης ότι ο Εκκαθαριστής είναι ακατάλληλος ή και ότι θα είναι προς το συμφέρον των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας να παυθεί από το Δικαστήριο. Επίσης στην ένορκη δήλωση του κου Παπαευαγόρου, η οποία υποστηρίζει την Ειδοποίηση για Πρόθεση Ένστασης της Banque S.B.A SA προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ότι η ως άνω Τράπεζα δεν έχει πεισθεί για τα όσα οι Αιτητές καταλογίζουν στον Εκκαθαριστή. Τα όσα δε επιρρίπτουν στον Εκκαθαριστή αποτελούν, κατά τη θέση της Τράπεζας, κατασκευασμένα επιχειρήματα των Αιτητών για να πετύχουν τους σκοπούς τους και να καρπωθούν οι ίδιοι ή και η οικογένεια Soboh οικονομικό όφελος. Το συμφέρον δε της εκκαθάρισης ως και του συνόλου των πιστωτών είναι όπως ο Εκκαθαριστής παραμείνει στο αξίωμά του.
Με δεδομένη λοιπόν την εμφάνιση των ως άνω ενδιαφερομένων μερών στην παρούσα διαδικασία, καθίσταται φανερό ότι ο λόγος ένστασης του Εκκαθαριστή ότι ελλείπουν οι αναγκαίοι διάδικοι και ειδικότερα οι πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, έχει πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Αίτηση στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, στο άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στα άρθρα 90, 90Α, 226, 228, 230(1),(2)(α)(β)(γ)(δ), 233, 234, 235, 237, 238, 239, 251, 282, 298, 298Β, 299, 300 και 301 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 και στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θθ1-9, Δ.63 και Δ.64.
Οι αρχές οι οποίες διέπουν την έκδοση ενδιάμεσων παρεμπιπτόντων διαταγμάτων δυνάμει του άρθρου 32 έχουν αναλυθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Οδυσσέως ν. Pieris Estates κ.ά. (1982) 1 C.L.R. 557, Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263). Με βάση την πιο πάνω νομολογία, οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση τους είναι οι ακόλουθες:
α) Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση κατά τη δικάσιμο
Αυτό δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως επιβάλλον οτιδήποτε πέραν από την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης στη βάση των δικογράφων.
β) Πιθανότητα ότι ο Ενάγοντας δικαιούται σε θεραπεία
Επιβάλλεται στον αιτητή να δείξει ότι έχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας που σημαίνει κάτι περισσότερο από απλή πιθανολόγηση αλλά σίγουρα κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Η προϋπόθεση αυτή συσχετίζεται περισσότερο με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης του ενάγοντα (evidential strength of the case of the plaintiff).
γ) Πρέπει να φανεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.
Το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει, μεταξύ άλλων, το θέμα της επάρκειας της θεραπείας των αποζημιώσεων με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Περαιτέρω, μετά την ικανοποίηση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων, το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ή να διατάξει τη συνέχιση της ισχύος του στη βάση του ισοζυγίου της ευχέρειας (Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου ν. Χατζηβασίλη (1989) 1Ε Α.Α.Δ. 152).
Η ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ
Ως έχει ήδη αναφερθεί, είναι εκ των βασικών λόγων ένστασης τόσο του Εκκαθαριστή, όσο και των ενδιαφερομένων μερών είναι ότι οι Αιτητές δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της υπό εξέταση Αίτησης και συναφώς της διά κλήσεως αίτησης για το λόγο ότι δεν είναι πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Κατά τη θέση του Εκκαθαριστή, όπως αποτυπώνεται στην ένορκη δήλωση του, οι Αιτητές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως πιστωτές για το λόγο ότι η απαίτηση τους εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας τελεί υπό αμφισβήτηση.
Στην υπόθεση Elamay Ltd κ.ά. ν. Λοϊζίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 150/2012 ημερ. 18.10.2018, ECLI:CY:AD:2018:A560 στην οποία γίνεται αναφορά στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εκκαθαριστή, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Το θέμα της ιδιότητας του πιστωτή εταιρείας, όπου τούτο εγείρεται σε διαδικασία η οποία αναλαμβάνεται κάτω από τις πρόνοιες του Κεφ. 113, και δη αυτές που αφορούν στην εκκαθάρισή της, αποφασίζεται, οριστικά, πριν από οτιδήποτε άλλο, σε κάθε επίπεδο δικαιοδοσίας. Διαφορετικά τεθέντος, η εδραίωση της ιδιότητας του πιστωτή αποτελεί προϋπόθεση, προκειμένου να προχωρήσει η οποιαδήποτε διαδικασία, η οποία αναλαμβάνεται από τον ίδιο, υπό αυτήν του την ιδιότητα. Στην υπόθεση Σπανού ν. G.I.P. Constructions Limited, ανωτέρω, λέχθηκε ότι το πρόσωπο που αναγνωρίζεται ως πιστωτής δυνάμει του άρθρου 243 του Κεφ. 113 είναι το ίδιο πρόσωπο που, δικαιωματικά, μπορεί να καταχωρίσει αίτηση για εκκαθάριση εταιρείας, δυνάμει του άρθρου 213(1) του Κεφ. 113, και, βεβαίως, το ίδιο ισχύει σε σχέση και με το άρθρο 290 του Κεφ. 113∙είναι το αντίστοιχο του άρθρου 243 που αναφέρεται σε εκκαθάριση εταιρείας από το δικαστήριο, στην οποία εξουσία γίνεται ειδική αναφορά στο άρθρο 290, ως εφαρμοζομένη και στην περίπτωση του άρθρου αυτού.»
Αντλώντας καθοδήγηση από την ως άνω νομολογία, το Δικαστήριο θα προχωρήσει στην εξέταση του κατά πόσο οι Αιτητές αποτελούν πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, ιδιότητα η οποία προσδίδει το νομιμοποιητικό έρεισμα (locus standi) στην καταχώρηση της παρούσας διαδικασίας. Πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο Αιτητής 1 στην ένορκη δήλωσή του αναφέρει ξεκάθαρα ότι προβαίνει σ΄ αυτή υπό την ιδιότητα αμφοτέρων των Αιτητών ως πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Το άρθρο 243(1) του Κεφ. 113, στο οποίο παραπέμπει η υπόθεση Elamay Ltd (ανωτέρω), προνοεί τα ακόλουθα:
«Το Δικαστήριο δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, μετά από αίτηση είτε του εκκαθαριστή είτε του επίσημου παραλήπτη ή οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα, και αφού αποδειχθεί προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι κάθε διαδικασία σχετικά με την εκκαθάριση έπρεπε να ανασταλεί ή να διακοπεί, να εκδώσει διάταγμα αναστολής ή διακοπής της διαδικασίας, είτε εξολοκλήρου ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα με τέτοιους όρους και προϋποθέσεις που το Δικαστήριο κρίνει πρέπον.»
Στην προκειμένη περίπτωση οι Αιτητές δεν αξίωσαν ευθέως την έκδοση διατάγματος αναστολής της διαδικασίας της εκκαθάρισης. Ως έχει ήδη αναφερθεί, εξασφάλισαν εναντίον του Εκκαθαριστή τα περιγραφόμενα στο προοίμιο της απόφασής μου διατάγματα. Αναμφισβήτητα όμως η έκδοση τους έχει ως αποτέλεσμα την κατά μεγάλο μέρος αναστολή της διαδικασίας εκκαθάρισης αφού, μεταξύ άλλων, απαγόρευσαν στον Εκκαθαριστή να αποφασίσει επί οποιασδήποτε επαλήθευσης χρεών πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας όπως και να λαμβάνει οποιαδήποτε μέτρα σε σχέση με τυχόν διαπραγματεύσεις ή και συμβιβασμό των αξιώσεων της στις αγωγές 9921/2010 και 5770/2011 του Ε.Δ. Λευκωσίας. Αφ΄ ης στιγμής λοιπόν η έκδοση τους είχε ως αποτέλεσμα την κατά μεγάλο μέρος αναστολή της διαδικασίας εκκαθάρισης, καθίσταται φανερό ότι το άρθρο 243(1) τυγχάνει εφαρμογής. Έχω την ταπεινή άποψη ότι ο λόγος ένστασης του Εκκαθαριστή ότι οι Αιτητές με το εκδοθέν διάταγμα πέτυχαν ουσιαστικά την αναστολή της εκκαθάρισης, είναι βάσιμος.
Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του Αιτητή 1, η Αιτήτρια 2 κατέστη εκδοχέας, δυνάμει εκχώρησης, των απαιτήσεων των Εταιρειών του Ομίλου Soboh, Vameana Management Ltd, Gulf Deep Foundation Ltd και Soboh Holdings Ltd, οι οποίες εξόφλησαν οφειλόμενα χρέη της υπό εκκαθάριση Εταιρείας προς την Gordian, ύψους €42.000.000 περίπου (πλέον €12.000.000 η αξία των υποθηκών που έχουν εκποιηθεί προς εξόφληση χρεών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας), με αποτέλεσμα να υποκατασταθούν στα δικαιώματα της Gordian εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Υπό την ιδιότητα δε του εκδοχέα των ως άνω απαιτήσεων, η Αιτήτρια 2 υπέβαλε την επαλήθευση της στον εκκθαριστή κατά την 20.9.2024. Καθ΄ όσον αφορά τον Αιτητή 1, όπως αναφέρεται στην παρ. 82 της ένορκης δήλωσης του, η επαλήθευση του παραδόθηκε στον Εκκαθαριστή την 7.10.2024. Όπως δε διαφάνηκε μέσα από παρουσιασθέν μαρτυρικό υλικό, η επαλήθευση της Αιτήτριας 2 δεν έγινε αποδεκτή από τον Εκκαθαριστή και απορρίφθηκε την 11.10.2024, ενώ καθ΄ όσον αφορά την επαλήθευση του Αιτητή 1, δεν κατέστη δυνατή η έκδοση απόφασης από τον Εκκαθαριστή, λόγω της έκδοσης στο μεταξύ του επίδικου διατάγματος, το οποίο του απαγορεύει, μεταξύ άλλων, να αποφασίσει επί οποιασδήποτε επαλήθευσης χρεών των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Εταιρεία G.I.P. Constructions Limited (1999) 1 AAΔ 315, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «πιστωτής»:
«Έχουμε την άποψη ότι η ερμηνεία που δόθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στον όρο "πιστωτής", μέσα στα πλαίσια του άρθρου 243(1) του Νόμου, ότι δηλαδή είναι ταυτόσημος με τον ίδιο όρο όπως απαντάται στο άρθρο 213(1), είναι ορθή. Όπως εύστοχα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα ήταν παράλογο κάποιος που δεν μπορεί να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης εταιρείας ως πιστωτής βάσει του άρθρου 213(1), να μπορεί να ζητήσει διάταγμα αναστολής της διαδικασίας της εκκαθάρισης ως πιστωτής βάσει του άρθρου 243(1).
Δοθέντος ότι η έννοια του "πιστωτή" στα άρθρα 213(1) και 243(1) είναι, σύμφωνα με τα πιο πάνω, ταυτόσημη, εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο, στην περίπτωση που εξετάζουμε, η εφεσείουσα είναι πιστωτής που μπορούσε να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης. Κρίνουμε ότι ορθή είναι η αρνητική απάντηση. Βάσει του άρθρου 213(1) στην έννοια του "πιστωτή" περιλαμβάνεται και ο "ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής" (contingent or perspective creditor). Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία ως ενδεχόμενος πιστωτής, βάσει του άρθρου 224(1) του αγγλικού Νόμου, θεωρείται "a person towards whom, under an existing obligation, the company may or will become subect to a present liability on the happening of some future event or at some future debt" - πρόσωπο έναντι του οποίου, βάσει υφιστάμενης υποχρέωσης, η εταιρεία ενδέχεται ή πρόκειται να ευρεθεί υπόλογη παρούσης ευθύνης με την επέλευση κάποιου μελλοντικού γεγονότος ή σε κάποια μελλοντική ημερομηνία (βλ. Re William Hockley [1962] 1 W.L.R. 555, Re Community Development Pty [1969] Qd. R.1 και Palmer΄s Company Law, 23rd Ed., 1127, para. 85-15). Με άλλα λόγια, "ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής" σημαίνει πιστωτή υπό αναβλητική αίρεση ή πιστωτή υπό αναβλητική προθεσμία όπως είναι ο πιστωτής μη ληξιπρόθεσμου χρέους, π.χ. μη πληρωτέας συναλλαγματικής, ή ο εγγυητής που δεν ξόφλησε χρέος της εταιρείας ή ο εκμισθωτής αναφορικά με μελλοντικά ενοίκια. Ο όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει "a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent" - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golstein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.L.R. 523, Palmer΄s πιο πάνω, σελ. 1127, παρ. 85-14, Halsbury΄s Laws of England, 4th Ed., Vol. 7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, δηλαδή, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen-y-van Colliery Co. [1877] 6 Ch. D. 477). Στην περίπτωση της εφεσείουσας δεν βρισκόμαστε μπροστά σε "ενδεχόμενο ή μελλοντικό πιστωτή", δηλαδή πιστωτή έναντι του οποίου η υποχρέωση της εφεσίβλητης υφίσταται μεν αλλά τελεί υπό αναβλητική αίρεση ή αναβλητική προθεσμία. Βρισκόμαστε μπροστά σε πρόσωπο έναντι του οποίου, με την υπεράσπιση στην ανταπαίτησή του, αμφισβητείται αυτή τούτη η υποχρέωση της εταιρείας. Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, μπροστά σε πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Επομένως η εφεσείουσα, έστω και εάν μέρος της ανταπαίτησής της είναι για εκκαθαρισμένες αποζημιώσεις, δεν είναι ούτε υφιστάμενος ούτε ενδεχόμενος ή μελλοντικός πιστωτής, υπό την έννοια των άρθρων 213(1) και 243(1) του Νόμου, και, κατά συνέπεια, δεν είχε το απαραίτητο locus standi για να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εφεσίβλητης καθ' η στιγμή τελούσε υπ' αμφισβήτηση η ανταπαίτησή της στην αγωγή.»
(η υπογράμμιση είναι δική μου)
Στην υπόθεση Elamay Ltd κ.ά. ν. Λοϊζίδη (ανωτέρω) αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με ό,τι έχει καθιερωθεί από τη σχετική νομολογία, δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί ως πιστωτής, δυνάμει των πιο πάνω προνοιών, πρόσωπο του οποίου η απαίτηση εναντίον εταιρείας αφορά σε μη εκκαθαρισμένο ποσό, και όταν αυτή τελεί, εύλογα, υπό αμφισβήτηση από την τελευταία, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το εκδικάζον δικαστήριο, στη βάση μαρτυρίας η οποία τίθεται ενώπιόν του από τα εμπλεκόμενα μέρη, (βλ.Re Welsh Brick Industries, Ltd. [1946] 2 All E. R. 197 και Σπανού ν. G.I.P. Constructions Limited).»
Θα πρέπει ακόμα να γίνει αναφορά και στην υπόθεση White Knight Holdings Ltd v. New World Investments Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 1749, στην οποία αναφέρθηκε ότι στο άρθρο 243(1) του Κεφ. 113 προσδιορίζονται με σαφήνεια και με τρόπο περιορισμένο τα πρόσωπα τα οποία δικαιούνται, κάτω από προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο αυτό, να υποβάλουν αίτηση αναστολής του διατάγματος εκκαθάρισης.
Στην προκειμένη περίπτωση οι λόγοι της μη αποδοχής της επαλήθευσης της Αιτήτριας 2 παρατίθενται λεπτομερώς στην επιστολή του Εκκαθαριστή ημερομηνίας 11.10.2024 (Τεκμήριο 19 της Ένορκης Δήλωσης του) και επαναλαμβάνονται συνοπτικά στην παράγραφο 59 της ένορκης δήλωσης του. Ασφαλώς δεν είναι του παρόντος να εξεταστεί η ορθότητα των προβαλλόμενων από τον Εκκαθαριστή λόγων απόρριψης. Αναμφισβήτητα αυτοί θα εξεταστούν στο πλαίσιο της αίτησης ημερομηνίας 1.11.2024 την οποία καταχώρησε η Αιτήτρια 2 με την οποία αιτείται την ακύρωση της απόφασης του Εκκαθαριστή να απορρίψει την επαλήθευσή της. Η εν λόγω αίτηση αποτελεί μέρος του δικαστικού φακέλου, συνεπώς το Δικαστήριο έχει δικαστική γνώση της καταχώρισής της. Αυτό το οποίο αξίζει να επισημανθεί στο στάδιο αυτό είναι ότι η υπό εκκαθάριση Εταιρεία αμφισβητεί, μέσω του Εκκαθαριστή της, ότι οφείλει στις εταιρείες του Ομίλου Soboh το ποσό των €42.781.615,81. Ισχυρίζεται δε ότι το οφειλόμενο από αυτήν κατά την ημερομηνία της εκκαθάρισης της ποσό ως πρωτοφειλέτιδα προς την Τράπεζα Κύπρου και ακολούθως στην Gordian ήταν €4.575.726,21 πλέον τόκοι. Στο υπόλοιπο ποσοστό των εξ αποφάσεως χρεών πρωτοφειλέτιδες ήταν οι εταιρείες Soboh Holdings Ltd και Gulf Deep Foundation Ltd ως και ο Aiman Soboh, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα να αξιώνουν αποζημίωση από την υπό εκκαθάριση Εταιρεία, που ήταν εγγυήτρια τους. Προβάλλεται ακόμα ότι η Αιτήτρια 2 δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας στη βάση του άρθρου 70 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι από τον πίνακα με τα ισχυριζόμενα εξοφληθέντα χρέη, ο οποίος παρουσιάζεται από τον ίδιο τον Αιτητή 1 στην ένορκη δήλωση του (παράγραφος 39), διαφαίνεται ότι η υπό εκκαθάριση Εταιρεία κατά το μεγαλύτερο μέρος των εξ αποφάσεων χρεών που φτάνουν το ποσό των €31.203.310,91 δεν ήταν πρωτοφειλέτιδα αλλά εγγυήτρια των εταιρειών Soboh Holdings Ltd, Gulf Foundation Ltd ως και του Aiman Soboh.
Από τα όσα έχουν παρατεθεί πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι, αφ΄ ης στιγμής η απαίτηση της Αιτήτριας 2 εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας τελεί υπό αμφισβήτηση, δεν θα μπορούσε να προσδοθεί σ΄ αυτήν η ιδιότητα του πιστωτή της υπό εκκαθάρισης Εταιρείας. Στο σημείο αυτό θεωρώ χρήσιμο όπως γίνει αναφορά στο σύγγραμμα του Δρ. Ανδρέα Π. Ποιητή «Η Εκκαθάριση Εταιρειών», 2η έκδοση, όπου στις σελίδες 169-170 αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:
«i. Κατά τα ανωτέρω, η επαλήθευση του χρέους διαδραματίζει ένα σημαντικό ρόλο στην όλη διαδικασία συνελεύσεων. Αποτελεί το δημιουργό του δικαιώματος της ψηφοφορίας. Γίνεται, λοιπόν, μια διάκριση. Αν πρόκειται περί ψηφοφορίας στην πρώτη συνέλευση των πιστωτών, ή περί ψηφοφορίας στην εξ αναβολής πρώτη συνέλευση, η επαλήθευση πρέπει να είναι καταχωρημένη στον Επίσημο Παραλήπτη, όχι αργότερα από το χρόνο που αναφέρεται γι΄ αυτό το σκοπό στην ειδοποίηση με την οποία συνεκλήθη η συνέλευση. Αν πρόκειται για οποιαδήποτε άλλη επαλήθευση, πρέπει η επαλήθευση να έχει γίνει αποδεκτή, εντελώς ή μερικώς, πριν από τον καθορισμένο χρόνο για τη συνέλευση.
…………………………………………………………………..
iv. Εκείνο που παρατηρείται στις δύο περιπτώσεις είναι ότι για την πρώτη συνέλευση η επαλήθευση θα πρέπει να έχει κατατεθεί, ενώ για τις επόμενες συνελεύσεις η επαλήθευση θα πρέπει να έχει γίνει αποδεκτή, μέχρι την ημέρα που αναφέρεται πιο πάνω. Αυτό σημαίνει ότι είναι δυνατόν ένας πιστωτής να ψηφίσει στην πρώτη συνέλευση, αλλά να μην ψηφίσει σε οποιαδήποτε επόμενη, γιατί η επαλήθευση του μπορεί να μην έχει γίνει αποδεκτή. Είναι φυσιολογικό ότι, αν η απαίτηση έχει απορριφθεί πλήρως, ο προβάς εις την επαλήθευση πιστωτής, του οποίου η επαλήθευση απερρίφθη, δε θεωρείται ότι είναι καν πιστωτής. Αν, όμως, η απαίτηση του γίνει αποδεκτή, έστω και μερικώς, είναι πιστωτής και έχει δικαίωμα ψήφου.
v. Η ψήφος του πιστωτή εξαρτάται απόλυτα από την ύπαρξη της απαίτησής του. Αν η απαίτηση είναι ακαθόριστη ή ενδεχόμενη ή ανεξακρίβωτη, ο πιστωτής ασφαλώς δεν μπορεί να έχει ψήφο. Αν, από την άλλη, ο πιστωτής είναι εξασφαλισμένος με συναλλαγματική, ή γραμμάτιο, μπορεί να ψηφίσει, αν αποδεχθεί ότι το ποσό της συναλλαγματικής ή του γραμματίου, που έχει στα χέρια του, θα υπολογισθεί μόνο για σκοπούς ψήφισης, αλλά όχι για σκοπούς μερίσματος.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Αξίζει να επισημανθεί ότι τα αμέσως πιο πάνω αναφερόμενα στηρίζονται στον Κ.53 των περί Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμών, ο οποίος αναφέρει επί λέξει τα ακόλουθα:
«Στην περίπτωση πρώτης συνέλευσης πιστωτών ή αναβολής πρώτης συνέλευσης ένα πρόσωπο δεν θα δικαιούται να ψηφίσει εκτός αν έχει καταθέσει επαλήθευση του χρέους του στον Επίσημο Παραλήπτη ουχί αργότερον του χρόνου που αναφέρεται για αυτό το σκοπό στην ειδοποίηση με την οποία κλήθηκε η συνέλευση. Στην περίπτωση οποιασδήποτε άλλης συνέλευσης ένα πρόσωπο δεν θα δικαιούται να ψηφίσει εκτός αν η επαλήθευση του έχει γίνει αποδεκτή εντελώς ή μερικώς πριν από τον καθωρισθέντα χρόνο για τη συνέλευση.»
Πέραν των πιο πάνω, καθ΄ όσον αφορά τον Αιτητή 1, ως έχει ήδη αναφερθεί, ο Εκκαθαριστής δεν πρόλαβε να αποφασίσει επ΄ αυτής συνεπεία της έκδοσης του επίδικου απαγορευτικού διατάγματος. Όμως, όπως διαφαίνεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο μέσα από την ένορκη δήλωση του Εκκαθαριστή, αμφισβητούνται οι υποβληθείσες από τον Αιτητή 1 απαιτήσεις του εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι καμμιά αναφορά γίνεται από τον Αιτητή 1 στην ένορκη δήλωσή του στις ισχυριζόμενες απαιτήσεις του εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας και ειδικότερα στην αιτία από την οποία προέκυψαν, ώστε να διαφανεί το εύλογο τους. Η παρουσίαση μέσω της ένορκης δήλωση του Αιτητή 1 της υποβληθείσας στον Εκκαθαριστή επαλήθευσης, κάθε άλλο παρά επαρκής ήταν προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρονται από τον Εκκαθαριστή, στην Έκθεση Καταστάσεως της υπό εκκαθάριση Εταιρείας ημερομηνίας 5.11.2015, η οποία ετοιμάστηκε από τους διευθυντές της, ένας εκ των οποίων ήταν ο Αιτητής 1, και καταχωρίστηκε στο Γραφείο του Επίσημου Παραλήπτη (Τεκμήριο 22 της Ένορκης Δήλωσης του Εκκαθαριστή), δεν καταγράφεται ο Αιτητής 1 ως πιστωτής της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Παρ΄ όλα αυτά στην επαλήθευση χρέους που υποβλήθηκε από τον Αιτητή 1 περιλαμβάνονται χρέη για πληρωμές που έγιναν κατά τη διάρκεια των ετών 2010-2015.
Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω διαφαίνεται ότι η απαίτηση του Αιτητή 1 εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, πέραν του ότι τελεί υπό αμφισβήτηση, δεν είναι ούτε εκκαθαρισμένη. Κατά συνέπεια ούτε στον Αιτητή 1 θα μπορούσε να προσδοθεί η ιδιότητα του πιστωτή της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Τα όσα αναφέρονται πιο πάνω καθιστούν φανερό ότι η Αιτητές 1 και 2 δεν κέκτεινται νομιμοποιητικό έρεισμα (locus standi) στην καταχώρηση της υπό εξέταση Αίτησης και γενικότερα της παρούσας διαδικασίας, ενόψει του ότι δεν είναι πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Συνεπώς η Αίτηση τους είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Παρά την ως άνω κατάληξή μου, θα προχωρήσω στην εξέταση των υπολοίπων λόγων ένστασης ώστε να υπάρχει απόφανση επί όλων των επίδικων θεμάτων σε περίπτωση που το εύρημά μου ότι οι Αιτητές δεν έχουν νομιμοποιητικό έρεισμα να προωθούν την παρούσα διαδικασία, ήθελε ανατραπεί κατ΄ έφεση.
Ένας εκ των λόγων ένστασης όλων των ενιστάμενων μερών είναι ότι δεν έχουν ικανοποιηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Νόμου 14/1960 για την έκδοση ή και οριστικοποίηση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος. Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, όπως είναι νομολογημένο, το Δικαστήριο κρίνει ποιό ή ποιά είναι τα αγώγιμα δικαιώματα με βάση το Κλητήριο Ένταλμα. Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση καταγράφεται η μαρτυρία, αλλά δεν είναι η ένορκη δήλωση που καθορίζει τα αγώγιμα δικαιώματα (Seamark Consultancy Services Ltd ν. Lasala κ.ά. (2007) 1 ΑΑΔ 162).
Στην προκειμένη περίπτωση αναμφισβήτητα δεν υπάρχει Κλητήριο Ένταλμα. Οι αξιούμενες από τους Αιτητές θεραπείες καταγράφονται στην διά κλήσεως αίτησή τους, η οποία, για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, θεωρώ ότι υπέχει θέση Κλητηρίου Εντάλματος. Ως έχει ήδη αναφερθεί, οι Αιτητές αξιώνουν, ως βασική θεραπεία, τον τερματισμό των υπηρεσιών του κου Ιακωβίδη από τη θέση του Εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση Εταιρείας καθώς και το διορισμό ως εκκαθαριστή του Επίσημου Παραλήπτη ή και άλλου συμβούλου αφερεγγυότητας τον οποίο θα υποδείξουν οι Αιτητές ή και θα εγκρίνει η συνέλευση των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Το άρθρο 230(1) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 προνοεί ότι «Εκκαθαριστής που διορίστηκε από τους πιστωτές δύναται να παραιτηθεί ή όταν δειχθεί αιτία, να παυθεί από το Δικαστήριο ή τους πιστωτές.». Οι Αιτητές προβάλλουν ως λόγους για τον τερματισμό των υπηρεσιών του κου Ιακωβίδη από τη θέση του εκκαθαριστή, ισχυριζόμενη κακοδιαχείριση των υποθέσεων της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, αμέλεια, κακοπιστία, παράνομη προτίμηση πιστωτών, οικειοποίηση χρημάτων τα οποία εισέπραξε ως αμοιβή του, σύνταξη αναληθών εκθέσεων, παραποίηση της οικονομικής κατάστασης της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Στο σύγγραμμα του Δρ. Ανδρέα Π. Ποιητή «Η Εκκαθάριση Εταιρειών», 2η έκδοση, αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελίδες 154-155:
«iv. Ο εκκαθαριστής είναι δυνατό να μετακινηθεί από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέως. Σ΄ αυτή την περίπτωση, θα πρέπει ασφαλώς να καταδειχθεί γιατί είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθεί ένα τέτοιο διάταγμα. Το Δικαστήριο, σε τέτοιες περιπτώσεις, θα λάβει υπόψη το γενικό συμφέρον των πιστωτών και συνεισφορέων της εταιρείας και όχι απλώς και μόνο του μοναδικού αιτητή. Τέτοιες περιπτώσεις είναι κυρίως όταν ο εκκαθαριστής είναι ακατάλληλος, είτε για προσωπικούς λόγους, είτε λόγω των σχέσεων του με άλλα άτομα, είτε λόγω των περιστατικών της υπόθεσης. Το Δικαστήριο εξετάζει πάντοτε το γενικό όφελος των ενδιαφερομένων στην περιουσία της εταιρείας και, με βάση το λόγο αυτό, μπορεί να μετακινήσει τον εκκαθαριστή και να διορίσει στη θέση του άλλο πρόσωπο. Είναι δυνατόν ο εκκαθαριστής να μετακινηθεί επειδή επιμένει να συνεχίζει διαδικασίες ενάντια στη θέληση των πιστωτών, ή, όταν ο ίδιος απουσιάζει για μακρό χρονικό διάστημα στο εξωτερικό, ή οποτεδήποτε αποδεικνύεται έστω και κάποια μικρή ανικανότητα εκ μέρους του εκκαθαριστή, νοουμένου ότι αυτό απαιτεί το γενικό καλό των ενδιαφερομένων προσώπων. Το Δικαστήριο, όμως, δε θα ακούσει μεμονωμένους πιστωτές μιας εταιρείας σε ακρόαση για τη μετακίνηση του εκκαθαριστή, όταν η εταιρεία ενέστη στην αίτηση η ίδια. Αν, όμως, τα συμφέροντα του ιδίου του εκκαθαριστή αντικρούονται με το καθήκον του, όπως π.χ. αν υπάρχει απαίτηση εναντίον του ιδίου και των διευθυντών της εταιρείας και εκείνος λαμβάνει με πείσμα θέση υπέρ των διευθυντών, ο εκκαθαριστής θα μετακινηθεί.»
Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, θεωρώ ότι η διά κλήσεως αίτηση των Αιτητών εμπεριέχει αναγνωρισμένη αιτία αγωγής και κατ΄ επέκταση, αποκαλύπτει μια συζητήσιμη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 (Λόρδος κ.ά. ν. Σιακόλα, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερ. 23.3.2017), ECLI:CY:AD:2017:A102. Φυσικά θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διά κλήσεως αίτηση περιλαμβάνει παρεπόμενες θεραπείες όπως η έκδοση διατάγματος το οποίο να αναγνωρίζει ότι η νόμιμη αμοιβή του κου Ιακωβίδη μέχρι την ημερομηνία τερματισμού των υπηρεσιών του διέπεται από την απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών ημερ. 29.6.2016, διατάγματος το οποίο να κηρύσσει ως άκυρη οποιαδήποτε άλλη απόφαση καθορισμού της αμοιβής του, διατάγματος το οποίο να διατάσσει τον κο Ιακωβίδη όπως αποζημιώσει την υπό εκκαθάριση Εταιρεία για οποιοδήποτε ποσό έλαβε ή και κατακράτησε κατά παράβαση της απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών ημερομηνίας 27.9.2016 και γενικά όπως αποζημιώσει την υπό εκκαθάριση Εταιρεία για τις ζημιές τις οποίες προκάλεσε σ΄ αυτήν συνεπεία αμέλειας ή και λανθασμένων ή παράνομων αποφάσεων και ή κακόπιστης συμπεριφοράς.
Όλες οι ανωτέρω παρεπόμενες θεραπείες περιλαμβάνονται κατ΄ ουσία στους λόγους για τους οποίους ζητείται ο τερματισμός των υπηρεσιών του κου Ιακωβίδη. Αφ΄ ης στιγμής δε το Δικαστήριο κατέληξε ότι η βασική αιτούμενη θεραπεία του τερματισμού των υπηρεσιών του κου Ιακωβίδη αποτελεί από μόνη της αναγνωρισμένη αιτίας αγωγής, θεωρώ αχρείαστο να εξετάσω λεπτομερώς τις παρεπόμενες αξιούμενες θεραπείες, ειδικότερα κατά πόσο συνιστούν αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής. Δεν διαφεύγει της προσοχής μου ότι ένας εκ των λόγων ένστασης του Εκκαθαριστή είναι ότι οι αιτούμενες στην κυρίως αίτηση θεραπείες μπορούν να επιλυθούν μόνο με αγωγή. Έχω την ταπεινή άποψη όμως ότι δεν είναι του παρόντος να εξεταστεί η ορθότητα του δικονομικού τύπου τον οποίο επέλεξαν οι Αιτητές για να προωθήσουν τις αξιώσεις τους.
Υπό το φως των όσων αναφέρονται πιο πάνω προχωρώ στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32. Οι λόγοι για τους οποίους ζητείται ο τερματισμός των υπηρεσιών του κου Ιακωβίδη από τη θέση του εκκαθαριστή καταγράφονται λεπτομερώς στην παράγραφο 84 της ένορκης δήλωσής του Αιτητή 1. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής 1 επιρρίπτει στον κον Ιακωβίδη τα ακόλουθα:
Κατά παράβαση του άρθρου 282 του Κεφ. 113 καμμιά συνέλευση πιστωτών συγκάλεσε για να λάβει την έγκρισή της για σημαντικά θέματα της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, όπως ήταν η υπογραφή της συμφωνίας διανομής με την οποία έδωσε προτίμηση και συγκατατέθηκε στην πληρωμή της Ελληνικής Τράπεζας, η οποία δεν ήταν εξασφαλισμένος πιστωτής, κατά παράβαση των συμφερόντων των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Τού αποδίδεται επίσης ότι κατά παράβαση της αρχής της κατ΄ αναλογία διανομής, έδωσε προνομιακή μεταχείριση στην Ελληνική Τράπεζα και την Τράπεζα Credit Agricole/Galaxy ως να ήταν εξασφαλισμένοι πιστωτές, τη στιγμή που οι εκχωρήσεις απαιτήσεων στη βάση των οποίων διεκδικούσαν δικαίωμα επί του προϊόντος πώλησης του φορτίου NEVA ήταν άκυρες και ανίσχυρες έναντι του, για το λόγο ότι δεν είχαν εγγραφεί στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών, ως απαιτεί το άρθρο 90 του Κεφ. 113.
Πρωτίστως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι το άρθρο 282 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση για το λόγο ότι περιλαμβάνεται στις διατάξεις που εφαρμόζονται σε εκούσια εκκαθάριση εταιρείας από πιστωτές. Όπως τουλάχιστον υπήρξε αδιαμφισβήτητο, η υπό εκκαθάριση Εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση κατόπιν δικαστικού διατάγματος το οποίο εξεδόθη την 31.12.2013. Είναι λοιπόν φανερό ότι αδίκως επιρρίπτεται στον Εκκαθαριστή ότι παρέβηκε τις πρόνοιες του ανωτέρω άρθρου.
Καθ΄ όσον αφορά την αναφερόμενη συμφωνία διανομής, στην οποία αφιερώνεται μεγάλο μέρος της ένορκης δήλωσης του Αιτητή 1, πρωτίστως θα πρέπει να αναφερθεί ότι από μια αντιπαραβολή των εκατέρωθεν διιστάμενων εκδοχών, διαφαίνεται ότι η συνομολόγηση της αποτελεί γεγονός αδιαμφισβήτητο. Πρόκειται δε για τη συμφωνία μεταξύ των τριών εναγομένων της αγωγής υπ΄ αρ. 9921/2010, την οποία ήγειρε η ΑΗΚ εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, της Ελληνικής Τράπεζας και της Τράπεζας Credit Agricole. Η τελευταία, σε μεταγενέστερο της έγερσης της ανωτέρω αγωγής στάδιο, φαίνεται να εκχώρησε τα δικαιώματά της στην Εταιρεία Galaxy Energy International Ltd (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η “Galaxy”).
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του Αιτητή 1, η Galaxy ήταν η προμηθεύτρια του φορτίου μαζούτ αξίας USD16.000.000 περίπου, το οποίο η υπό εκκαθάριση Εταιρεία είχε παραδώσει στην ΑΗΚ δυνάμει δύο συμβολαίων που είχαν συνομολογηθεί μεταξύ της ΑΗΚ και της υπό εκκαθάριση Εταιρείας (πριν αυτή τεθεί σε εκκαθάριση) για την τροφοδοσία πετρελαίου στους ηλεκτροπαραγωγούς σταθμούς Μονής/Δεκέλειας και Βασιλικού. Η Ελληνική Τράπεζα είχε εκδώσει, κατόπιν παραγγελίας της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, δύο τραπεζιτικές εγγυητικές συνολικής αξίας USD10.000.000 προς όφελος της ΑΗΚ ως εγγύηση για την πιστή εκπλήρωση των αναληφθεισών από την υπό εκκαθάριση Εταιρεία υποχρεώσεων της έναντι της ΑΗΚ, δυνάμει των ανωτέρω αναφερθέντων συμβολαίων. Η Credit Agricole ήταν η Τράπεζα που χρηματοδότησε την αγορά από την υπό εκκαθάριση Εταιρεία του ανωτέρω αναφερθέντος φορτίου μαζούτ. Σε κάποιο στάδιο είχαν προκύψει διαφορές μεταξύ της υπό εκκαθάριση Εταιρείας και της ΑΗΚ ως προς τις αποκοπές που η τελευταία έκανε επί του εκάστοτε τιμήματος πώλησης για καθένα από τα φορτία που η υπό εκκαθάριση εταιρεία είχα παραδώσει. Προς επίλυση των ως άνω διαφορών, η ΑΗΚ καταχώρησε τη αγωγή υπ΄ αρ. 9921/2010 εναντίον των προσώπων που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, αφού προηγουμένως κατακράτησε την αξία του τελευταίου φορτίου που της είχε παραδοθεί αξίας USD16.000.000 περίπου και επιπλέον εξαργυρώσει τις δύο τραπεζιτικές εγγυητικές που είχε εκδώσει προς όφελος της η Ελληνική Τράπεζα. Με την ανωτέρω αγωγή της η ΑΗΚ, μεταξύ άλλων θεραπειών, ζητούσε την έκδοση διατάγματος ως προς το ποια από τις τρεις Εναγόμενες ήταν η δικαιούχος του ποσού, το οποίο αντιπροσώπευε την αξία του παραδοθέντος από την υπό εκκαθάριση Εταιρεία φορτίου, το οποίο, ως έχει ήδη αναφερθεί, κατακράτησε. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι η Τράπεζα Credit Agricole διεκδικούσε το ως άνω ποσό δυνάμει εκχώρησης προς όφελος της των απαιτήσεως της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Θα πρέπει ακόμα να προστεθεί ότι προς εξασφάλιση της Ελληνικής Τράπεζας για την έκδοση των ανωτέρω τραπεζιτικών εγγυητικών, η υπό εκκαθάριση Εταιρεία εκχώρησε επίσης προς όφελος της τα δικαιώματα της επί του ανωτέρω παραδοθέντος στην ΑΗΚ φορτίου μαζούτ.
Πέραν των πιο πάνω, όπως κατέδειξε η παρουσιασθείσα μαρτυρία, εκκρεμούσης της αγωγής 9921/2010, οι Εναγόμενες κατέληξαν στην ανωτέρω αναφερόμενη συμφωνία διανομής, δυνάμει της οποίας συμφώνησαν μεταξύ τους τον τρόπο διαμοιρασμού του κατακρατηθέντος από την ΑΗΚ ποσού, το οποίο αντιπροσώπευε την αξία του παραδοθέντος σ΄ αυτήν από την υπό εκκαθάριση Εταιρεία φορτίου μαζούτ. Αξίζει να αναφερθεί ότι την υπό εκκαθάριση Εταιρεία εκπροσωπούσε στη συνομολόγηση της ρηθείσας συμφωνίας ο κος Ιακωβίδης.
Ο Αιτητής 1 με την ένορκη δήλωσή του επιρρίπτει στον Εκκαθαριστή ότι προέβηκε στη συνομολόγηση της ανωτέρω συμφωνίας αυθαίρετα, χωρίς να ενημερώσει τους πιστωτές, μετόχους αλλά και το ίδιο το Δικαστήριο πριν την υπογράψει. Επίσης τού επιρρίπτει ότι κατά παράβαση των νόμιμων υποχρεώσεων του δεν υπέβαλε αίτηση για λήψη οδηγιών από το Δικαστήριο με βάση το άρθρο 234(3) του Κεφ. 113. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο παραβίασε τα συμφέροντα των μην εξασφαλισμένων πιστωτών, προκαλώντας ζημιά σ΄ αυτούς, διασπαθίζοντας το ποσό των USD16.000.000 από την περιουσία της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Κατ΄ αρχήν θα πρέπει να αναφερθεί ότι το άρθρο 234(3) του Κεφ. 113 δεν επιβάλλει οποιαδήποτε υποχρέωση στον Εκκαθαριστή, κατά τρόπο ώστε να θεωρείται ότι παρέβηκε υποχρέωσή του. Τού παρέχει απλά το δικαίωμα να ζητήσει οδηγίες από το Δικαστήριο για συγκεκριμένο ζήτημα που αφορά την εκκαθάριση οποτεδήποτε το θεωρήσει σκόπιμο.
Καθ΄ όσον αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή 1 ότι το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό αποτελεί περιουσία της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, η θέση την οποία ο Εκκαθαριστής αντιπαραβάλλει, μέσω της ένορκης δήλωσης του, θέση με την οποία συμφωνεί και η Ελληνική Τράπεζα, είναι ότι σε συγκεκριμένες παραγράφους της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της υπό εκκαθάριση Εταιρείας στην αγωγή 9921/2010 καταγράφεται ξεκάθαρα ότι το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό, το οποίο κατακράτησε η ΑΗΚ, ήταν εκχωρημένο, τόσο στην Ελληνική Τράπεζα όσο και κατά απόλυτο τρόπο στην Credit Agricole, αποδεχόμενη δηλαδή ότι δεν της ανήκει. Ούτε και ανταξίωσε η υπό εκκαθάριση Εταιρεία ότι οι ρηθείσες εκχωρήσεις ήταν άκυρες λόγω μη εγγραφής τους με βάση το άρθρο 90 του Κεφ. 113, ως διατείνεται ο Αιτητής 1 μέσω της ενόρκου δηλώσεως του.
Ανεξάρτητα από τα ανωτέρω εκ μέρους του Εκκαθαριστή προβαλλόμενα και ειδικότερα το κατά πόσο οι ρηθείσες εκχωρήσεις είναι έγκυρες ή άκυρες έναντι του, ζήτημα που εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσε να εξεταστεί και επιλυθεί στο στάδιο αυτό, όπως διαφαίνεται από το μαρτυρικό υλικό που παρουσίασαν οι ίδιοι οι Αιτητές, η αναφερόμενη συμφωνία διανομής ήταν η αιτία η οποία οδήγησε τους συνηγόρους όλων των Εναγομένων να καταχωρήσουν από κοινού στο πλαίσιο της ανωτέρω αναφερόμενης αγωγής, την αίτηση ημερ. 8.3.22, με την οποία αξίωσαν, μεταξύ άλλων, την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσεται η ΑΗΚ όπως καταβάλει σε κοινό λογαριασμό των Εναγόμενων το κατακρατηθέν από αυτήν ποσό των USD14.995.239 πλέον τόκους, το οποίο, ως έχει ήδη αναφερθεί, αντιπροσώπευε την αξία του παραδοθέντος από την υπό εκκαθάριση Εταιρεία φορτίου μαζούτ. Από το αδιαμφισβήτητο δε περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11, το οποίο αποτελεί την απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 27.5.2022, η οποία εκδόθηκε στην ανωτέρω αίτηση, διαφαίνεται με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι το Δικαστήριο κατέληξε τελικά να εκδώσει το ανωτέρω αιτούμενο διάταγμα βασιζόμενο στην αναφερόμενη συμφωνία διανομής. Για του λόγου το αληθές παραθέτω αυτούσιο το κατωτέρω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστηρίου:
«Οι Εναγόμενοι αρ. 1, 2 και 3 έχουν, όπως δηλώνουν στην Αίτηση, συμφωνήσει μεταξύ τους ως προς την τύχη και διανομή του εν λόγω ποσού. Με την Ένσταση η Ενάγουσα (ΑΗΚ) προβάλλει την θέση ότι με την μη αποκάλυψη της συμφωνίας μεταξύ των Εναγομένων καλείται να αποδώσει εν λευκώ και εν κρυπτώ ποσά για τα οποία δυνατόν να καταστεί υπόλογη, αλλά και ότι έχει δικαίωμα να λάβει ετυμηγορία από το Δικαστήριο ως προς τον πραγματικό δικαιούχο του ποσού. Με όλο το σέβας προς τους συνήγορους της Ενάγουσας δεν μπορώ να ασπαστώ τους λόγους ένστασης αυτούς. Αφ΄ ενός το Δικαστήριο δεν εκδικάζει και αποφασίζει ζητήματα επί ματαίω (βλ. Τudor (2011) 1(B) A.Α.Δ. 1176). Αφ΄ ετέρου, με δεδομένο ότι από την ίδια την Έκθεση Απαιτήσεως προκύπτει ότι θέση της Ενάγουσας είναι ότι οι μόνοι ενδεχόμενοι δικαιούχοι του ποσού είναι ένας εκ των Εναγομένων αρ. 1, 2 και 3, και οι δικαιούχοι αυτοί έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους για τον διαμοιρασμό του ποσού, δεν μπορώ να αντιληφθώ πως κάτι τέτοιο δυνατόν να καταστήσει την Ενάγουσα υπόλογη.
Κατάληξη μου αποτελεί ότι η διακριτική μου ευχέρεια θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της έγκρισης του αιτήματος. Με αυτόν τον τρόπο θα υπάρξει πιο σύντομη επίλυση των ζητημάτων που άπτονται των δικαιωμάτων των Εναγομένων αρ. 1, 2 και 3 σε σχέση με το ποσό που κατακρατείται από την Ενάγουσα και αναφορικά με το οποίο η Ενάγουσα δεν διατηρεί κάποια αξίωση. Η δε έγκριση της Αίτησης δεν επηρεάζει την εκδίκαση των ζητημάτων που θα παραμείνουν επίδικα.»
Πριν προχωρήσω σε οποιαδήποτε περαιτέρω ανάλυση, θεωρώ ορθό να υπενθυμίσω ότι ένας εκ των λόγων ένστασης όλων των ενιστάμενων μερών είναι ότι οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν ή και απέκρυψαν ουσιώδη γεγονότα.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο Eκκαθαριστής εκπροσωπείτo από το δικηγόρο κο Αραούζο του δικηγορικού γραφείου Chrysses Demetriades & Co. LLC, ο οποίος καταχώρησε την ανωτέρω αναφερόμενη αίτηση από κοινού με τους δικηγόρους των άλλων δύο Εναγόμενων. Πρόκειται για το δικηγόρο ο οποίος, όπως παραδέχεται ο Αιτητής 1, συνεργάστηκε στενά αλλά και αρμονικά με τα μέλη της οικογένειας Soboh στην επιτυχία της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης της υπό εκκαθάριση Εταιρείας στην ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή ως επίσης και στην επιτυχία της αγωγής 5770/2011, η οποία ακόμα εκδικάζεται. Πρόκειται επίσης για τον ίδιο δικηγόρο, για τον οποίο η πλευρά των Αιτητών αιτήθηκε και εξασφάλισε διάταγμα το οποίο απαγορεύει στον Εκκαθαριστή να τερματίσει τις υπηρεσίες του στην αγωγή υπ΄ αρ. 9921/2010 και στην υπό εκδίκαση αγωγή 5770/2011.
Αυτό το οποίο προκύπτει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο από τα ανωτέρω αναφερόμενα, είναι ότι ο κος Αραούζος ήταν ενήμερος για την ανωτέρω αναφερόμενη συμφωνία διανομής τουλάχιστον από την 8.3.2022, ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης εκ μέρους όλων των Εναγόμενων στην αγωγή 9921/2010. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υποδειχθεί και η θέση της ένορκης δήλωσης του Εκκαθαριστή επί της αναφερόμενης συμφωνίας διανομής, πιο συγκεκριμένα ότι την υπέγραψε αφού συμβουλεύτηκε και έλαβε νομική καθοδήγηση από τον κο Αραούζο, ο οποίος είχε ουσιαστικό ρόλο και εμπλοκή στην τελική διαμόρφωση της. Όμως, ο Αιτητής 1 στην ένορκη δήλωση του δεν έστρεψε την προσοχή του Δικαστηρίου στο ως άνω γεγονός, δηλαδή στο ότι ο Εκκαθαριστής εκπροσωπήθηκε στην ανωτέρω αναφερόμενη αίτηση από τον κο Αραούζο. Αυτό το οποίο αναφέρει ο Αιτητής 1, γενικά και αόριστα, είναι ότι ο κος Αραούζος τούς είχε ενημερώσει για την ανωτέρω συμφωνία διανομής. Ούτε καν αναφέρει πότε επακριβώς είχαν ενημερωθεί από τον κο Αραούζο, αρκούμενος απλά να αναφέρει, επίσης γενικά και αόριστα, ότι τους είχε ενημερώσει σε ανύποπτο χρόνο. Έχω την ταπεινή άποψη ότι ήταν πολύ σημαντικό να αποκαλυφθεί στο Δικαστήριο ότι ο Εκκαθαριστής εκπροσωπείτο στην ανωτέρω αναφερόμενη αίτηση από τον κο Αραούζο, ο οποίος και προέβηκε στην καταχώρισή της εκ μέρους του. Δεν ήταν αρκετό το ότι ο Αιτητής 1 επισύναψε ως Τεκμήριο στην ένορκη δήλωσή του την απόφαση του Δικαστηρίου η οποία εκδόθηκε στην ανωτέρω αναφερόμενη αίτηση (Τεκμήριο 11). Αναφορικά με το θέμα της υποχρέωσης πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης παραπέμπω στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Ltd (2015) 1 AAΔ 386:
«Όπως τονίστηκε από το αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση National Bank of Sharjah v. Dellborg, The Times, December 24, [1992] (CA), υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά μεταξύ ειλικρινούς και πλήρους αποκάλυψης και του κατακλυσμού του δικαστηρίου με σωρεία εγγράφων, πλείστα των οποίων είναι μη ουσιώδη και αχρείαστα για τους σκοπούς που τίθενται ενώπιον του δικαστηρίου. Γι' αυτό είναι πολύ σημαντικό όπως στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, να επεξηγείται με τρόπο λακωνικό η σημασία των εγγράφων που επισυνάπτονται. Περαιτέρω, θα πρέπει να τονίζεται το σημαντικό μέρος των εγγράφων, ώστε τα ουσιώδη θέματα να αναδύονται εύκολα με μια απλή συνδυασμένη ανάγνωση της ένορκης δήλωσης και των εγγράφων. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος η αποκάλυψη να μην θεωρηθεί ειλικρινής και πλήρης.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Οι Αιτητές όχι μόνο δεν αποκάλυψαν τη συμμετοχή του κου Αραούζου στα ουσιώδη γεγονότα που σχετίζονται με την αναφερόμενη συμφωνία διανομής, αλλά προσπάθησαν να κατασκευάσουν ολόκληρο σενάριο, προβάλλοντας, μέσω της ένορκης δήλωσης του Αιτητή 1, ότι ο Εκκαθαριστής αρνείται να τους εφοδιάσει με αντίγραφο της, στην προσπάθεια του να απαλλαγεί από την ευθύνη του να οικειοποιηθεί, ως αμοιβή του, περιουσία της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Κατ΄ αυτό τον τρόπο οι Αιτητές παραπλάνησαν το Δικαστήριο, δημιουργώντας του την εντύπωση ότι ο Εκκαθαριστή ενήργησε με επιλήψιμο τρόπο προς τα συμφέροντα της υπό εκκαθάριση Εταιρείας και των πιστωτών της, γι΄ αυτό και προσπαθεί να αποκρύψει το περιεχόμενο της αναφερόμενης συμφωνίας διανομής. Είναι άξιον απορίας γιατί δεν είχαν ζητήσει από τον ίδιο τον κο Αραούζο, με τον οποίο συνεργάστηκαν και εξακολουθούν να συνεργάζονται στενά, να τους εφοδιάσει με αντίγραφο της αναφερόμενης συμφωνίας διανομής αφού επιθυμούσαν διακαώς να ενημερωθούν για το περιεχόμενό της. Ούτε καν προβάλλεται από τον Αιτητή 1 ο ισχυρισμός ότι είχε ζητηθεί κάτι τέτοιο από τον κο Αραούζο. Θα πρέπει ακόμα να υπογραμμιστεί ότι πρόκειται για τη συμφωνία διανομής για την οποία οι Αιτητές επιρρίπτουν στον Εκκαθαριστή ότι προέβηκε στη συνομολόγησή της αυθαίρετα, χωρίς να λάβει την έγκριση των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, περαιτέρω δε ότι με αυτήν έδωσε προνομιακή μεταχείριση στην Ελληνική Τράπεζα και την Τράπεζα Credit Agricole, παρά το ότι οι εκχωρήσεις απαιτήσεων επί των οποίων διεκδικούσαν δικαιώματα ήταν άκυρες έναντι του. Περαιτέρω θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν έχει παρουσιαστεί ίχνος μαρτυρίας σε σχέση με το πως οι Αιτητές αντέδρασαν και σε ποιες ενέργειες προέβηκαν όταν είχαν ενημερωθεί από τον κο Αραούζο, έστω και σε «ανύποπτο χρόνο» για το περιεχόμενο της αναφερόμενης συμφωνίας διανομής, αφ΄ ης στιγμής δεν συμφωνούσαν στο να διαμοιραστεί το ποσό που κατακρατούσε η ΑΗΚ μεταξύ Ελληνικής Τράπεζας και Galaxy, η οποία υποκατέστησε στο μεταξύ την Credit Agricole, καθότι, ως θεωρούσαν, η Ελληνική Τράπεζα δεν δικαιούτο σε οποιοδήποτε ποσό.
Πέραν των πιο πάνω, στην Έκθεση του Εκκαθαριστή προς τους πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας για την περίοδο 15.11.2017-14.7.2022, την οποία παρουσίασαν οι ίδιοι οι Αιτητές (μέρος του Τεκμηρίου 9 της Ενόρκου Δηλώσεως του Αιτητή 1), αναφερόμενος στην αγωγή υπ΄ αρ. 9921/2010 ο Εκκαθαριστής δηλώνει, μεταξύ άλλων, ότι, παρά το ότι στην Υπεράσπιση που καταχώρησε στην ως άνω αγωγή προέβαλε τον ισχυρισμό ότι οι εκχωρήσεις των δικαιωμάτων της υπό εκκαθάριση Εταιρείας προς την Ελληνική Τράπεζα και την Τράπεζα Credit Agricole ήταν άκυρες έναντι του, δυνάμει του άρθρου 90 του Κεφ. 113, εντούτοις, βασιζόμενος σε νομική γνωμάτευση την οποία έλαβε, ήταν ξεκάθαρο ότι πράγματι η υπό εκκαθάριση Εταιρεία δεν ήταν δικαιούχος του ποσού το οποίο κατακρατούσε η ΑΗΚ, το οποίο, ως έχει ήδη αναφερθεί, αντιπροσώπευε την αξία του φορτίου μαζούτ που είχε παραδοθεί σ΄ αυτήν. Στην ίδια έκθεση γίνεται επίσης αναφορά από τον Eκκαθαριστή στην αίτηση ημερ. 8.3.2022, η οποία καταχωρίστηκε από κοινού από τους δικηγόρους όλων των Εναγόμενων στη βάση της συμφωνίας διανομής μεταξύ των Εναγόμενων της ως άνω αγωγής. Όμως ο Αιτητής 1 ούτε σε αυτήν την περίπτωση έστρεψε την προσοχή του Δικαστηρίου στα σχετικά αποσπάσματα της ανωτέρω έκθεσης του Εκκαθαριστή. Το μόνο το οποίο αναφέρει ο Αιτητής 1 εν σχέση με τις Εκθέσεις του Τεκμηρίου 9 είναι ότι σε καμία από αυτές ο Εκκαθαριστής αποκαλύπτει ότι εισέπραξε ως αμοιβή το ποσό των €500.000. Θα πρέπει δε να επισημανθεί ότι σε κανένα σημείο της ένορκης δήλωσης του Αιτητή 1 γίνεται αναφορά στο χρόνο κατά τον οποίο οι ως άνω εκθέσεις περιήλθαν εις γνώση τους.
Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω και πιο συγκεκριμένα από το μαρτυρικό υλικό που παρουσίασε η πλευρά των Αιτητών, καθίσταται φανερό ότι ο Εκκαθαριστής είχε κάμει γνωστή, μέσω των εκθέσεων του, τόσο τη θέση του ότι η υπό εκκαθάριση Εταιρεία δεν δικαιούται να εισπράξει οποιοδήποτε μέρος του ποσού που κατακρατούσε η ΑΗΚ, όσο και τη συνομολογηθείσα συμφωνία διανομής. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι κανένας από τους πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, οι οποίοι παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο και εναντιώθηκαν στην οριστικοποίηση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος, παραπονείται ότι δεν ήταν ενήμερος για την αναφερόμενη συμφωνία διανομής, ούτε κανένας από αυτούς εκφράζει παράπονο ότι αυτή παραβιάζει τα συμφέροντα των μη εξασφαλισμένων πιστωτών, ως διατείνεται ο Αιτητής 1 στην ένορκη δήλωσή του.
Το άλλο παράπονο των Αιτητών είναι ότι ο Εκκαθαριστής εισέπραξε το ποσό των €500.000 ως αμοιβή με βάση την αναφερόμενη συμφωνία διανομής, παντελώς αυθαίρετα, “ανομιμοποίητα”, κατά παράβαση των όρων διορισμού του και της απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών ημερομηνίας 27.9.2016 ως επίσης και της δέσμευσης του προς τον πατέρα του Αιτητή 1 ότι η μέγιστη αμοιβή του θα ήταν €300.000. Τού αποδίδεται ακόμα ότι δόλια και παράνομα απέκρυψε από τους Λογαριασμούς Εισπράξεων και Πληρωμών που ετοίμασε την είσπραξη του ως άνω ποσού ως αμοιβή του.
Από πλευράς του ο Εκκαθαριστής στην ένορκη δήλωση του παραδέχεται ότι, κατόπιν της απόφασης του Δικαστηρίου στην αίτηση ημρ. 8.3.2022, εισέπραξε ως μέρος της αμοιβής του το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό από την εταιρεία Galaxy με βάση την αναφερόμενη συμφωνία διανομής, η οποία καθόρισε ότι το ποσό που κατακρατούσε η ΑΗΚ ανήκε στην Εταιρεία Galaxy και στην Ελληνική Τράπεζα. Αποτελεί συναφώς θέση του ότι το ανωτέρω εισπραχθέν ποσό προήλθε από χρήματα που δεν ανήκαν στην υπό εκκαθάριση Εταιρεία. Είναι δε γι΄ αυτό ακριβώς το λόγο για τον οποίο δεν γίνεται αναφορά σ΄ αυτό στους Λογαριασμούς Εισπράξεως και Πληρωμών.
Αυτό το οποίο θα ήθελα να αναφέρω είναι ότι το κατά πόσο νόμιμα ή όχι εισπράχθηκε από τον Εκκαθαριστή το ανωτέρω αναφερόμενο ποσό ως αμοιβή του, δεν είναι ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να αποφασιστεί στο στάδιο αυτό. Θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι αποτελεί ένα εκ των λόγων για τους οποίους ζητείται ο τερματισμός των υπηρεσιών του Εκκαθαριστή, γι΄ αυτό θα πρέπει να αφεθεί για να εξεταστεί στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης. Ό,τι αξίζει να επισημανθεί στο στάδιο αυτό είναι ότι, όπως προκύπτει από την παράγραφο 34(iv) της ένορκης δήλωσης του Αιτητή 1, οι Αιτητές και γενικότερα η οικογένεια Soboh είχαν ενημερωθεί από τον ίδιο τον κο Ιακωβίδη για την είσπραξη του ανωτέρω ποσού ως αμοιβή του δυνάμει της αναφερόμενης συμφωνίας διανομής. Φυσικά ούτε σ΄ αυτή την περίπτωση αποκαλύπτεται από τον Αιτητή 1 ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο είχαν ενημερωθεί από τον Εκκαθαριστή για την είσπραξη του ανωτέρω ποσού, καθώς και το αν αντέδρασαν και σε ποιες ενέργειες προέβηκαν όταν ενημερώθηκαν για την είσπραξη του.
Καθ΄ όσον αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή 1 ότι, πέραν του ανωτέρω αναφερόμενου ποσού, εισπράχθηκε ποσό €100.000 ως αμοιβή των δικηγόρων του Εκκαθαριστή, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι ο δικηγόρος που εκπροσωπούσε και συνεχίζει να εκπροσωπεί τον Εκκαθαριστή είναι ο κος Αραούζος του δικηγορικού γραφείου Chrysses Demetriades & Co LLC, ο οποίος συνεργάστηκε και εξακολουθεί να συνεργάζεται στενά και αρμονικά με τους Αιτητές, τόσο στην αγωγή 9921/2010, όσο και στην αγωγή 5770/2011. Προβάλλεται ακόμα από τον Αιτητή 1 ο ισχυρισμός ότι ο Εκκαθαριστής από το εισπραχθέν ποσό των €500.000 πλήρωσε τους δικηγόρους της Ελληνικής Τράπεζας. Θα πρέπει όμως να αναφερθεί ότι καμία απόδειξη πληρωμής ή είσπραξη παρουσιάστηκε από τον Αιτητή 1 προς τεκμηρίωση του ως άνω ισχυρισμού με αποτέλεσμα να παραμείνει γενικός και αόριστος.
Ισχυρίζεται περαιτέρω ο Αιτητής 1 στην ένορκη δήλωσή του ότι ο κος Ιακωβίδης φαίνεται ότι επιχειρεί να προσέλθει σε κάποιου είδους συνεννόηση ή και συμπαιγνία με την Ελληνική Τράπεζα, έχοντας ήδη ευνοήσει αυτήν με την αναφερόμενη συμφωνία διανομής και προφανώς στην περαιτέρω αποδοχή της πλήρους απαίτησης της με αντάλλαγμα την ψήφιση της αμοιβής του στο 11% επί των εισπράξεων της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, ενώ αντίθετα θα απορρίψει ή και δεν θα αποδώσει την πραγματική αξία στις επαληθεύσεις των Αιτητών. Τα όσα ανωτέρω ισχυρίζεται ο Αιτητής 1 αποτελούν απλές εικασίες εφόσον δεν υποστηρίζονται από τα γεγονότα τα οποία παρουσιάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αντίθετα καταρρίπτονται από αυτά. Πέραν των όσων έχουν ήδη αναφερθεί σε σχέση με την αναφερόμενη συμφωνία διανομής, τα οποία δεν χρειάζεται να επαναλάβω, θα πρέπει να επισημάνω ότι σύμφωνα με το περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου της παρούσας υπόθεσης, ο Εκκαθαριστής με αίτηση του ημερομηνίας 13.10.2022 ζητά την άδεια του Δικαστηρίου να πληρωθεί στην οικογένεια Soboh και πιο συγκεκριμένα στην Amani Soboh ως εμπιστευματοδόχο των μελών της οικογένειας της, ποσοστό 25% από τα ποσά που θα εισπράξει η υπό εκκαθάριση Εταιρεία σε περίπτωση επιτυχίας των αγωγών 5432/2010, 5772/2011 και 9921/2010, ως αντάλλαγμα για την πολύτιμη συνεισφορά τους στην εκδίκαση των ως άνω αγωγών. Ως διαφαίνεται επίσης από το δικαστικό φάκελο, η Ελληνική Τράπεζα εναντιώθηκε στην ως άνω αίτηση και καταχώρησε ένσταση. Είναι άξιο απορίας πως θα μπορούσε ο Εκκαθαριστής να βρίσκεται σε συνέργεια και συμπαιγνία με την Ελληνική Τράπεζα, αφ΄ ης στιγμής στην προσπάθεια του να εξυπηρετήσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα της οικογένειας Soboh, έρχεται σε σύγκρουση μαζί της. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι ο Αιτητής 1 ούτε σ΄ αυτή την περίπτωση προέβηκε σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη της ανωτέρω αναφερόμενης αίτησης, πιο συγκεκριμένα ότι αυτή καταχωρίστηκε από τον ίδιο τον Εκκαθαριστή. Γίνεται μεν αναφορά στην παράγραφο 58 της ένορκης δήλωσης του σ΄ αυτήν, αλλά κατά γενικό και αόριστο τρόπο, με αποτέλεσμα να μην αποκαλύπτεται από ποιον καταχωρίστηκε η ως άνω αίτηση. Το γεγονός ότι αντίγραφο αυτής επισυνάπτεται ως Τεκμήριο στην ένορκη δήλωση του Αιτητή 1, ουδόλως συνιστά, κατά την ταπεινή άποψή μου, πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη.
Καθ΄ όσον αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή 1 ότι ο κος Ιακωβίδης, ενεργώντας κακόπιστα θα απορρίψει ή και δεν θα αποδώσει την πραγματική αξία της επαλήθευσης των Αιτητών ενώ αντίθετα θα αποδώσει τη μέγιστη αξία στις επαληθεύσεις της Ελληνικής Τράπεζας, έχω να αναφέρω ότι, όπως διαφαίνεται από την ένορκη δήλωση της κας Παμπόρη, η οποία υποστηρίζει την ένσταση της Ελληνικής Τράπεζας στην υπό εξέταση Αίτηση, ο Εκκαθαριστής κατά την 9.10.2024, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρισης της υπό εξέταση Αίτησης, απέρριψε μερικώς την επαλήθευση της Ελληνικής Τράπεζας ημερομηνίας 23.5.2016, συγκεκριμένα απέρριψε μέρος των τόκων για ποσό πέραν των €2.000.000. Επειδή δε η ως άνω απόφαση του Εκκαθαριστή θεωρήθηκε ως εσφαλμένη, η Ελληνική Τράπεζα καταχώρισε αίτηση αμφισβήτησης της ημερομηνίας 30.10.2024, αξιώνοντας την έκδοση διατάγματος με το οποίο ο Εκκαθαριστής να διατάσσεται όπως αποδεχθεί στο σύνολό της τη ρηθείσα επαλήθευση. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ανωτέρω αίτηση αποτελεί μέρος του δικαστικού φακέλου της παρούσας υπόθεσης.
Καθ΄ όσον αφορά τον ισχυρισμό της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή 1 ότι ο κος Ιακωβίδης απείλησε ότι θα παύσει τον κο Αραούζο από δικηγόρο του, ο οποίος τον εκπροσωπεί στην ανωτέρω αναφερόμενη αγωγή, όπως έχει διαφανεί, αποτελεί απλή εικασία, αφού ούτε αυτός υποστηρίζεται από οποιαδήποτε γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να τον θεμελιώσουν. Αντίθετα, από την ίδια την επιστολή του δικηγόρου του κου Ιακωβίδη, στην οποία γίνεται αναφορά από τον Αιτητή 1 στην ένορκη δήλωσή του (παράγραφος 90) διαφαίνεται ότι δεν τίθεται ζήτημα αλλαγής της εκπροσώπησής της υπό εκκαθάριση Εταιρείας στις ανωτέρω αναφερόμενες αγωγές. Παραπονούνται επίσης οι Αιτητές, μέσω της ένορκης δήλωσης του Αιτητή 1, ότι ο κος Ιακωβίδης προσπαθεί να κατασκευάσει πλειοψηφία ψήφων για να «περάσει» στη συνέλευση των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας το προταθέν από αυτόν ψήφισμα για την είσπραξη εκ μέρους του αμοιβής ύψους 11%, αποστερώντας το δικαίωμα ψήφου στην οικογένεια Soboh και στις εταιρείες του Ομίλου, οι οποίες, λόγω εξόφλησης χρεών ύψους €42.000.000 περίπου, έχουν καταστεί ο μεγαλύτερος πιστωτής της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Αυτό το οποίο θα ήθελα να αναφέρω είναι ότι ακόμα και στην περίπτωση που ήθελε φανεί ότι οι Αιτητές είναι πιστωτές της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, σε καμία περίπτωση θα μπορούσε να ήταν οι μεγαλύτεροι πιστωτές της, για το λόγο ότι από το μαρτυρικό υλικό που οι ίδιοι παρουσίασαν, διαφάνηκε ότι τα χρέη τα οποία κατά τον ισχυρισμό τους πλήρωσαν οι Εταιρείες της οικογένειας Soboh ήταν, κατά το μεγαλύτερο τους μέρος, χρέη των ως άνω εταιρειών στα οποία η υπό εκκαθάριση Εταιρεία ήταν εγγυητής. Όπως διαφαίνεται από τον πίνακα της παραγράφου 39 της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή 1, ποσό €31.203.310,01 αφορούσε εξ αποφάσεως χρέη των εταιρειών Soboh Holding Ltd και Gulf Deep Foundation Ltd καθώς και του πατέρα του Αιτητή 1, στα οποία η υπό εκκαθάριση Εταιρεία ήταν εγγυήτρια.
Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι οι Αιτητές απέτυχαν να καταδείξουν το ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας της απαίτησης τους. Κατ΄ επέκταση απέτυχαν να ικανοποιήσουν τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32.
Παρά την πιο πάνω κατάληξή μου, η οποία έχει καταστήσει πλέον αχρείαστη την εξέταση της συνδρομής της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32, εντούτοις θα προχωρήσω στην εξέταση της συνδρομής και αυτής της προϋπόθεσης. Οι Αιτητής 1 ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωσή του ότι αν δεν εκδοθούν ή και οριστικοποιηθούν τα εκδοθέντα διατάγματα θα επιτραπεί ουσιαστικά στον κο Ιακωβίδη να νομιμοποιήσει, μέσω της συνέλευσης των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, το ποσό των €500.000 που έχει εισπράξει παράνομα ως αμοιβή του, ακόμα δε να εξασφαλίσει απόφαση της συνέλευσης για καθορισμό της αμοιβής του σε ποσοστό 11%. Περαιτέρω θα προχωρήσει στον τερματισμό των υπηρεσιών του κου Αραούζου καθώς και σε εσπευσμένο συμβιβασμό με την ΑΗΚ, δημιουργώντας νέα τετελεσμένα και λήψη αποφάσεων προς εξυπηρέτηση προσωπικών του συμφερόντων πλήττοντας ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα των πιστωτών και την εκκαθάριση, τετελεσμένα τα οποία δεν μπορούν να ανατραπούν σε μεταγενέστερο στάδιο.
«Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη, στον αιτητή, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση όπου αυτή, επιτύχει στις αξιώσεις του.
Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (Βλ. επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848.
Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317, «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».
Όλα τα ανωτέρω παράπονα των Αιτητών, κάθε άλλο παρά ως βάσιμα θα μπορούσαν να κριθούν. Καθ΄ όσον αφορά το ποσό των €500.000, η είσπραξη του από τον κο Ιακωβίδη ως μέρος της αμοιβής του αποτελεί τετελεσμένο γεγονός και, ως έχει ήδη αναφερθεί, το κατά πόσο νόμιμα ή όχι εισπράχθηκε από αυτόν, είναι ζήτημα που θα κριθεί στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης. Αξίζει να επισημανθεί ότι με ένα από τα αιτήματα της κυρίως αίτησης επιζητείται η έκδοση διατάγματος το οποίο να διατάσσει τον κο Ιακωβίδη όπως αποζημιώσει την υπό εκκαθάριση Εταιρεία με οποιοδήποτε ποσό το οποίο εισέπραξε ή κατακράτησε ως αμοιβή του κατά παράβαση της απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών ημερομηνίας 27.9.2016, με την οποία καθορίστηκε η αμοιβή του στη βάση ωριαίας χρέωσης του αναλωθέντος χρόνου αυτού. Οι ίδιες παρατηρήσεις μου θα πρέπει να λεχθούν και σε σχέση με την οποιαδήποτε απόφαση μελλοντικής συνέλευσης των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας με την οποία η αμοιβή του Εκκαθαριστή θα καθοριστεί σε ποσοστό 11%. Αναμφισβήτητα η νομιμότητα ή μη τέτοιας απόφασης είναι ζήτημα το οποίο επίσης θα κριθεί στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης. Επισημαίνεται ότι με το αιτητικό της παραγράφου 8 της κυρίως αίτησης αξιώνεται η έκδοση διατάγματος το οποίο να κηρύσσει ως άκυρη και παράνομη οποιαδήποτε απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών καθορισμού της αμοιβής του κου Ιακωβίδη σε ποσοστό 11%. Επιπρόσθετα, ακόμα και σε περίπτωση που ήθελε φανεί σε μεταγενέστερο στάδιο ότι ο κος Ιακωβίδης εισέπραξε ως αμοιβή του οποιοδήποτε ποσό το οποίο δεν δικαιούτο, είναι πλέον ζήτημα επιδίκασης αποζημιώσεων εναντίον του και δεν τίθεται ζήτημα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς είτε στην ίδια την υπό εκκαθάριση Εταιρεία είτε σε οποιοδήποτε πιστωτή της. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι ο ισχυρισμός της ενόρκου δηλώσεως του Αιτητή 1 ότι ο κος Ιακωβίδης δεν θα μπορεί να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό τυχόν επιδικαστεί υπέρ της υπό εκκαθάριση Εταιρείας καθότι δεν έχει περιουσία στην Κύπρο πέραν του €1.000.000, παρέμεινε γενικός και αόριστος, αφού δεν αποκαλύπτεται καν από τον Αιτητή 1 από που άντλησε την ως άνω πληροφόρηση. Θα ήθελα ακόμα να προσθέσω ότι δυνάμει του άρθρου 230 (2)(β) του Κεφ. 113, επαφίεται στους πιστωτές ή στην επιτροπή επιθεώρησης (αν υπάρχει) υπό εκκαθάριση εταιρείας να καθορίσει το ποσοστό που θα χρησιμοποιηθεί ως αμοιβή του Εκκαθαριστή.
Καθ΄ όσον αφορά το φόβο των Αιτητών περί παύσης του δικηγόρου κου Αραούζου από τον κο Ιακωβίδη, το Δικαστήριο έχει ήδη αναφέρει σε προγενέστερο στάδιο το λόγο για τον οποίο τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ομοίως δεν υφίσταται οποιοσδήποτε κίνδυνος ενός εσπευσμένου και “φτηνού” συμβιβασμού από τον κο Ιακωβίδη με την ΑΗΚ προς εξυπηρέτηση των προσωπικών του συμφερόντων. Δεν έχει διαφανεί μέσα από το μαρτυρικό υλικό ότι υπάρχει στον ορίζοντα πρόθεση ή και πρόταση εκ μέρους της ΑΗΚ να διευθετήσει τις εκκρεμούσες αγωγές ακόμα και με την πληρωμή εκ μέρους της μικρότερου ποσού από αυτό το οποίο έχει επιδικαστεί εναντίον της με την απόφαση η οποία εκδόθηκε στην αγωγή 9921/2010. Όπως επίσης έχει διαφανεί μέσα από το παρουσιασθέν μαρτυρικό υλικό, η ΑΗΚ έχει ήδη προσβάλει με έφεση την ανωτέρω εναντίον της εκδοθείσα απόφαση. Επιπρόσθετα θα ήθελα να αναφέρω ότι με βρίσκει σύμφωνο ο λόγος ένστασης της Ελληνικής Τράπεζας ότι το συγκεκριμένο μέρος του επίδικου διατάγματος με το οποίο απαγορεύεται στον Εκκαθαριστή να συμβιβάσει τις αξιώσεις της υπό εκκαθάριση Εταιρείας εμπίπτει στην κατηγορία των προληπτικών διαταγμάτων (Quia-Timet). Όπως είναι νομολογημένο, αυτού του είδους τα διατάγματα εκδίδονται μόνο εφόσον συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις (Fletcher v. Bealey [28 Ch. D. 688] at p.698). Όπως ειδικότερα αναφέρθηκε στην πρόσφατη υπόθεση GGH-RE Investment Partners Ltd κ.ά. ν. Golub Gethouse Realty Company Πολ. Έφεση Αρ. Ε56/2024, ημερ. 29.5.2025, διατάγματα αυτής της φύσης εκδίδονται μόνο εφόσον ο αιτητής προσκομίσει την απαραίτητη μαρτυρία για να πείσει το Δικαστήριο για το βέβαιο, σαφές, ορισμένο και σοβαρό δικαίωμά του το οποίο ενδέχεται να ζημιωθεί αν δεν εκδοθεί το προληπτικό διάταγμα. Η υποχρέωση που έχει ο αιτητής για να αποσαφηνίσει τον κίνδυνο που επαπειλείται περιλαμβάνει και το είδος καθώς και την έκταση της επαπειλούμενης ζημιάς.
Στην προκείμενη περίπτωση οι Αιτητές αναμφισβήτητα δεν έχουν αποσείσει το ανωτέρω βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένοι.
Πέραν των πιο πάνω, ούτε και η μη οριστικοποίηση του διατάγματος με το οποίο απαγορεύθηκε στον κο Ιακωβίδη να αποφασίζει επί οποιασδήποτε επαλήθευσης χρεών των πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας θα μπορούσε να προκαλέσει οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημιά στους Αιτητές. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οποιοσδήποτε δεν είναι ικανοποιημένος από την απόφαση του Εκκαθαριστή επί της επαλήθευσης του, περιλαμβανομένων και των Αιτητών, έχει το δικαίωμα να προσφύγει στο Δικαστήριο με βάση το άρθρο 251(7) του Κεφ. 113 και να ζητήσει την ακύρωση ή και τροποποίηση της απόφασης του Εκκαθαριστή. Όπως δε αποκάλυψε η ενώπιον μου μαρτυρία, τόσο η Αιτήτρια 2 όσο και η Ελληνική Τράπεζα έχουν ήδη προσβάλει με αίτηση τους την απόφαση του Εκκαθαριστή επί των επαληθεύσεων τους.
Για τους λόγους που έχω παραθέσει λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι ούτε η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 θα μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Στρεφόμενος τώρα στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας, θα ήθελα να αναφέρω ότι και αυτό θα έγερνε προς την πλευρά της υπό εκκαθάριση Εταιρείας. Έχω την ταπεινή άποψη ότι η ζημιά την οποία ήθελε υποστεί η υπό εκκαθάριση Εταιρεία από την οριστικοποίηση του εκδοθέντος διατάγματος θα ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ζημιά την οποία ήθελαν υποστεί οι Αιτητές από την μη οριστικοποίηση του. Αναμφισβήτητα με το εκδοθέν διάταγμα έχουν παραλύσει σχεδόν όλες οι εξουσίες του Εκκαθαριστή. Στην ουσία δε έχει ανασταλεί πλήρως η διαδικασία εκκαθάρισης, αφού, όπως διαφάνηκε, το μόνο περιουσιακό στοιχείο της υπό εκκαθάριση Εταιρείας είναι οι ανωτέρω αναφερόμενες αγωγές. Η αναστολή της διαδικασίας εκκαθάρισης εγκυμονεί κινδύνους πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς. Επισημαίνεται ότι με το εκδοθέν διάταγμα απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, στον Εκκαθαριστή να αποφασίσει επί οποιασδήποτε επαλήθευσης πιστωτή με αποτέλεσμα να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τα πρόσωπα τα οποία κέκτεινται το δικαίωμα να μετάσχουν και ψηφίσουν σε οποιαδήποτε συνέλευση πιστωτών της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Η ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΟΣ
Όλα τα ενιστάμενα πρόσωπα προβάλλουν επίσης ως λόγο ένστασης το ότι οι Αιτητές απέτυχαν να ικανοποιήσουν την συνδρομή του κατεπείγοντος κατά την εξέταση της Αίτησης τους από το Δικαστήριο.
Στην υπόθεση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited (ανωτέρω), αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Υπάρχει όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα του κατεπείγοντος. Όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Όπως νομολογήθηκε πρόσφατα από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κούππα ν. Πουλλά Τσαδιώτη Λίμιτεδ κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10, ημερ. 17.7.2014, όταν εγερθεί θέμα κατεπείγοντος μετά που ακουστεί ο εναγόμενος, το θέμα δεν «θα πρέπει να αφήνεται να καταστρατηγεί το ζητούμενο .. και να αποπροσανατολίζει από τον στόχο, αλλά να εκλαμβάνεται εξ αρχής ως καθήκον του Δικαστηρίου να εξετάζει με προσοχή το υλικό που τίθεται ενώπιον του ..». Σχετικές είναι επίσης και οι υποθέσεις Κασπαρή ν. Ανδρέου (2004) 1Β ΑΑΔ 784 και Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1Α ΑΑΔ 604, στις οποίες εκφράστηκαν επιφυλάξεις ως προς την προηγούμενη νομολογία επί του θέματος.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Όπως προκύπτει από το αμέσως πιο πάνω παραταθέν απόσπασμα, η επανεξέταση της συνδρομής του κατ’ επείγοντος από το Δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται αφού ληφθεί υπόψη το κατά πόσο ο αιτητής απέκρυψε οποιαδήποτε γεγονότα, κατά τρόπο ώστε το Δικαστήριο δέχθηκε να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς. Ως έχει ήδη αναφερθεί, ένας εκ των λόγων ένστασης των ενιστάμενων μερών είναι ότι οι Αιτητές απέκρυψαν από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα που θα επηρέαζαν την κρίση του στην έκδοση του επίδικου διατάγματος μονομερώς.
Στην προκείμενη περίπτωση, ως έχει ήδη αναφερθεί, οι Αιτητές δεν προέβηκαν σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, ειδικότερα αυτών που σχετίζονται με την αναφερόμενη συμφωνία διανομής, η οποία αποτέλεσε το βάθρο επί του οποίου οικοδομήθηκε κατά μεγάλο μέρος η υπόθεσή τους, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να παραπλανηθεί και να εκδώσει μονομερώς το επίδικο διάταγμα.
Στην υπόθεση Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου (2014) 1 Α.Α.Δ. 637, υπογραμμίστηκε ότι:
«Ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος απουσιάζει, εφόσον κατά πάγια νομολογία απουσιάζει κατ' αναλογίαν το δικαιοδοτικό βάθρο και η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση του στην απουσία του αντιδίκου (Stavros Hotel Apartments Ltd (Νο. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 836, 841, Βabel Boutique Ltd (1995) 1 A.A.Δ. 947, 954, Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377 και Αμβροσιάδου κ.ά. ν. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78).
Eίναι πλέον παγιωμένο ότι μόνο εκεί όπου συντρέχουν λόγοι που εξ αντικειμένου καθιστούν τη γνωστοποίηση του αιτήματος στον αντίδικο αδύνατη μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκβαση ώστε να χορηγηθεί θεραπεία χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά (Χατζηβασιλείου ν. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 203, σ. 207).»
Για τους λόγους που έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω το Δικαστήριο κρίνει ότι ο λόγος ένστασης περί μη ικανοποίησης τους στοιχείου του κατεπείγοντος από τους Αιτητές είναι καθόλα βάσιμος.
Προβάλλεται ακόμα από την Ελληνική Τράπεζα ως λόγος ένστασης το ότι η φερόμενη ως ένορκη δήλωση του Αιτητή 1, η οποία υποστηρίζει την υπό εξέταση Αίτηση, είναι παράτυπη για το λόγο ότι η επιβεβαίωση όρκου (jurat) είναι στα αγγλικά. Κατά τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Ελληνικής Τράπεζας, η ανωτέρω επιβεβαίωση θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτό το οποίο παρατηρώ είναι ότι πράγματι η επιβεβαίωση επί της ένορκης δήλωσης του Αιτητή 1 είναι συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα. Με βρίσκει σύμφωνο η θέση ότι η ως άνω επιβεβαίωση θα έπρεπε να είναι συνταγμένη σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας. Το γεγονός ότι η ένορκη δήλωση του Αιτητή 1 είναι συνταγμένη στην αγγλική γλώσσα, δεν δικαιολογούσε και την σύνταξη της επιβεβαίωσης στα αγγλικά. Δεν θεωρώ όμως ότι η ανωτέρω παρατυπία φτάνει μέχρι του σημείου να επιφέρει την ακυρότητα της ως άνω ενόρκου δηλώσεως. Κατά συνέπεια δεν με βρίσκει σύμφωνο η θέση ότι η ανωτέρω ένορκη δήλωση δεν έχει οποιαδήποτε αποδεικτική αξία.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω, καταλήγω ότι η υπό εξέταση Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει, γι’ αυτό θα απορριφθεί. Συνακόλουθα, και το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα θα ακυρωθεί.
Καθ΄ όσον αφορά τα έξοδα, δεν βλέπω λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Εκκαθαριστής και τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Η Αίτηση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ Εκκαθαριστή/Καθ΄ου η αίτηση και των Ενδιαφερομένων Μερών/Πιστωτών και εναντίον των Αιτητών 1 και 2, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Το προσωρινό διάταγμα ακυρώνεται.
(Υπ.) ……………………………….
Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής
/ΞΠ-ΣΤ
Subject: Civil Jurisdiction / Other Actions / Interim
Αναφορά: Προσωρινό διάταγμα για αναστολή συνέλευσης των πιστωτών υπό εκκαθάριση εταιρείας
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο