
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Αγωγή Αρ. 432/2024
iJustice
Μεταξύ:
Fimoltres Commercial Ltd
Εναγόντων
και
Εναγομένου
----------------------------
Αίτηση ημερ. 28.01.2025
22 Ιουλίου 2025
Για τον Αιτητή – Εναγόμενο: κ. Μ. Παπαμιχαήλ με κ. Ν. Παπαμιχαήλ για Α. Παπαμιχαήλ και Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Για την Ενάγουσα – Καθ’ ης η Αίτηση: κα Ι. Σπηλιωτοπούλου για Α. Μ. Σοφοκλέους & Σία ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Κατά την 24.01.2025 εκδόθηκε απόφαση υπέρ της Ενάγουσας Εταιρείας (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η «Ενάγουσα») και εναντίον του Εναγόμενου, στην απουσία του, για ποσό €516.614,00 πλέον νόμιμο τόκο πλέον έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ο Εναγόμενος (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο «Αιτητής») με την υπό εξέταση Αίτηση του επιδιώκει τον παραμερισμό της εναντίον του εκδοθείσας απόφασης, ως επίσης και την παράταση της προθεσμίας για καταχώριση της Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης του.
Η Αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Παπαμιχαήλ, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί τον Αιτητή. Σ’ αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:
Στις 02.07.2024 καταχωρίστηκε σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους του Αιτητή, επί του οποίου σημειώθηκε ότι πρόθεση του Αιτητή ήταν να καταχωρίσει αίτηση για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων. Η αίτηση αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας καταχωρίστηκε την 15.07.2024. Στις 08.10.2024 καταχωρίστηκε από το γραφείο τους ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου ενώ σε επικοινωνία τους με το Δικαστήριο, μέσω του συστήματος i-justice, ζήτησαν όπως η ανωτέρω αίτηση οριστεί σε νέα ημερομηνία, αφού μόλις είχαν αναλάβει τον χειρισμό της υπόθεσης. Η αίτηση αναβλήθηκε και ορίστηκε στις 29.11.2024. Πριν την ως άνω ημερομηνία είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον δικηγόρο που εκπροσωπεί την Ενάγουσα, τον οποίο και ενημέρωσε ότι η αίτηση για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας θα αποσυρόταν κατά την ημερομηνία που είχε οριστεί, όπως και έγινε.
Κατά την 02.12.2024 καταχωρίστηκε σημείωμα εμφάνισης εκ μέρους του Αιτητή επί του οποίου σημειώθηκε ρητά ότι προτίθεται να αμφισβητήσει την απαίτηση. Αμέσως σε συνεργασία με τον Εναγόμενο καθώς και τους δικηγόρους που τον εκπροσωπούν σε δικαστικές διαδικασίες σε άλλες χώρες, άρχισαν να συγκεντρώνουν τις απαραίτητες πληροφορίες και στοιχεία για ετοιμασία της Υπεράσπισης. Λόγω αφενός της πολυπλοκότητας της υπόθεσης η οποία περιλαμβάνει σωρεία συμβάσεων δανείων, εκχωρήσεων και σχέσεις μεταξύ φυσικών και νομικών προσώπων και αφετέρου του γεγονότος ότι τόσο ο Αιτητής όσο και οι δικηγόροι που τον εκπροσωπούν διαμένουν στο εξωτερικό, υπήρξε κάποια καθυστέρηση στην ετοιμασία της Υπεράσπισης. Περί τις αρχές Ιανουαρίου του 2025 η Υπεράσπιση είχε σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί και ανέμεναν τα τελευταία σχόλια του Αιτητή και των δικηγόρων του στις άλλες διαδικασίες. Λόγω φόρτου εργασίας ή και παραδρομής ή και καλόπιστου λάθους παρήλθε η προβλεπόμενη στους κανονισμούς προθεσμία των 28 ημερών για την καταχώριση της Υπεράσπισης του Αιτητή, χωρίς να ζητήσουν από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν την Ενάγουσα παράταση της για λίγες μέρες. Στις 24.01.2025, μόλις αντιλήφθηκαν μέσω του συστήματος i-justice ότι είχε καταχωριστεί ένορκη δήλωση προς απόδειξη της υπόθεσης, καταχώρισαν άμεσα την Υπεράσπιση τους, σε μια προσπάθεια να ενημερώσουν το Δικαστήριο ότι ο Αιτητής αμφισβητεί την απαίτηση στην ολότητα της, προβάλλοντας μάλιστα και σχετική ανταπαίτηση.
Όπως προκύπτει από το σύστημα i-justice, η ένορκη δήλωση για απόδειξη της υπόθεσης καταχωρίστηκε εκ μέρους της Ενάγουσας στις 24.01.2025 η ώρα 10:30, ενώ η Υπεράσπιση τους η ώρα 11:39, ήτοι 69 λεπτά αργότερα. Σύμφωνα με στοιχεία που συνέλεξαν μέσω του συστήματος, η εναντίον του Αιτητή απόφαση εκδόθηκε η ώρα 10:47, ήτοι 17 λεπτά μετά την καταχώριση της ένορκης δήλωσης της Ενάγουσας.
Ο Αιτητής έχει καλή και συζητήσιμη υπεράσπιση και οι πιθανότητες επιτυχίας της είναι μεγάλες. Αυτός είναι και ο λόγος που η πλευρά της Ενάγουσας επέλεξε να «εκμεταλλευτεί» το ότι εκ παραδρομής δεν ζήτησαν παράταση της προθεσμίας καταχώρισης της Υπεράσπισης. Ειδικότερα ο Αιτητής με την Υπεράσπιση του προωθεί τη θέση ότι η επίδικη συμφωνία εκχώρησης ημερομηνίας 01.01.2019 είναι άκυρη λόγω απουσίας αντιπαροχής ή και ακυρώσιμη λόγω απάτης ή και πλάνης ή και ψευδών παραστάσεων ή και εκμετάλλευσης της εμπιστοσύνης που επέδειξε ο Αιτητής στον πραγματικό δικαιούχο της Ενάγουσας. Περαιτέρω ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη συμφωνία εκχώρησης είναι άκυρη και για το λόγο ότι με βάση τη συμφωνία δανείου ημερ. 18.12.2017, οποιεσδήποτε αλλαγές ή και προσθήκες σ’ αυτήν θα ήταν έγκυρες μόνο αν γίνονταν γραπτώς και υπογράφονταν από αμφότερα τα μέρη.
Σε περίπτωση απόρριψης της Αίτησης, ο Αιτητής θα απωλέσει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του να προωθήσει την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του.
Η ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ
Η Ενάγουσα εναντιώθηκε στην αιτούμενη θεραπεία. Με το Έντυπο Αρ.36, το οποίο καταχώρισε, προβάλλει τους ακόλουθους λόγους ένστασης:
1. H Αίτηση είναι ανυπόστατη ή και αδικαιολόγητη ή και αναιτιολόγητη ή και αντικανονική.
2. Η Απόφαση της οποίας ζητείται ο παραμερισμός εκδόθηκε δεόντως ή και νομότυπα ή και νόμιμα ή και σύμφωνα με τον Νόμο ή και τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας.
3. Ο Αιτητής δεν έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την Απαίτηση.
4. Δεν συντρέχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να παραμεριστεί η Απόφαση.
5. Δεν συντρέχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να επιτραπεί στον Αιτητή να υπερασπιστεί την Απαίτηση.
6. Ο Αιτητής δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης του ότι: α) έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την Απαίτηση και (β) υπάρχει εύλογος ή και βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την παράλειψη ή και την καθυστέρηση στην καταχώριση της Υπεράσπισης.
7. Δεν παρέχεται ικανοποιητική ή και καθόλου επεξήγηση γιατί δεν καταχωρίστηκε Υπεράσπιση εντός της καθοριζομένης από τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας προθεσμίας.
8. Τυχόν παραμερισμός της εκδοθείσας Απόφασης, θα της αποστερήσει τους καρπούς της επιτυχίας της και θα καταπατήσει τις αρχές της νομολογίας που επιβάλλουν την ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων ως και τη διατήρηση της ισχύος των αποφάσεων.
Η Ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της κας Σαββίδου, δικηγόρου στη δικηγορική εταιρεία που εκπροσωπεί την Ενάγουσα ως και μίας εκ των διευθυντών της. Σ’ αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα:
Στις 02.07.2024 καταχωρίστηκε για πρώτη φορά σημείωμα εμφάνισης για τον Αιτητή από το δικηγορικό γραφείο που τον εκπροσωπούσε αρχικά. Στις 08.10.2024 καταχωρίστηκε ειδοποίηση αλλαγής δικηγόρου από το δικηγορικό γραφείο Α. Παπαμιχαήλ & Συνεργάτες ΔΕΠΕ. Στο μεταξύ, στις 15.07.2024 είχε καταχωριστεί από τους προηγούμενους δικηγόρους του Αιτητή αίτηση για παραμερισμό του Εντύπου Απαίτησης λόγω ισχυριζόμενης έλλειψης δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου να εκδικάσει την Απαίτηση. Η ως άνω αίτηση αποσύρθηκε τελικά από τους νυν δικηγόρους του Αιτητή. Στις 02.12.2024 καταχωρίστηκε σημείωμα εμφάνισης από τους νυν δικηγόρους του Αιτητή με το οποίο αμφισβητείται η Απαίτηση. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 28 ημερών από την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης, η Ενάγουσα καταχώρισε στις 20.12.2024 μονομερή αίτηση για απόφαση λόγω παράλειψης καταχώρισης Υπεράσπισης από τον Αιτητή. Στις 24.01.2025 το Δικαστήριο, στη βάση ένορκης δήλωσης που καταχωρίστηκε η ώρα 10:30 της ίδιας ημέρας, εξέδωσε την Απόφαση της οποίας ζητείται ο παραμερισμός και ανάρτησε σχετικό πινάκιο στο σύστημα i-justice. Ο Αιτητής, αφού ειδοποιήθηκε μέσω του συστήματος για την έκδοση της Απόφασης, καταχώρισε η ώρα 11:39 Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση εκπρόθεσμα και χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου ή τη συγκατάθεση των δικηγόρων της Ενάγουσας.
Η Ενάγουσα ασχολείται, μεταξύ άλλων, με επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία και γενικότερα με την εκμετάλλευση ακίνητης περιουσίας. Τελικός δικαιούχος της είναι ο Shatalov, Ρώσσος επιχειρηματίας. Ο Αιτητής ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο τελικός δικαιούχος της εταιρείας LLC Redestate (στη συνέχεια θα αναφέρεται ως «Redestate») η οποία είναι εγγεγραμμένη στη Λετονία. O Shatalov και ο Αιτητής διατηρούσαν φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις. Περί το 2014 ο Αιτητής ανέφερε στον Shatalov ότι βρήκε μια επαγγελματική ευκαιρία η οποία αφορούσε την κατασκευή ξενοδοχείου στη Γερμανία, στην οποία μπορούσαν να επενδύσουν συνεταιρικά και η οποία θα τους απέφερε κέρδη. Ο Shatalov, βασιζόμενος στις διαβεβαιώσεις του Αιτητή, συμφώνησε όπως επενδύσουν από κοινού στο έργο. Ο Αιτητής για τον σκοπό της επένδυσης ζήτησε χρηματοδότηση και ως αντάλλαγμα θα αποπλήρωνε το ποσό που θα του παραχωρείτο πλέον τόκο. Για τον σκοπό αυτό υπεγράφη μεταξύ Ενάγουσας και Redestate σύμβαση δανείου ημερ. 28.12.2017, η οποία προέβλεπε την παραχώρηση δανείου ύψους €500.000 με τόκο προς 3,2 % ετησίως μέχρι την πλήρη εξόφληση. Σε κάποια φάση, περιήλθε στην αντίληψη του Shatalov και των συνεργατών του ότι τα λογιστικά βιβλία (book keeping) και οι οικονομικές καταστάσεις της Redestate δεν αντικατόπτριζαν την πραγματική οικονομική της εικόνα, με αποτέλεσμα η Ενάγουσα να βρίσκεται εκτεθειμένη. Η ανησυχία αυτή γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και με σκοπό να εξασφαλιστεί η Ενάγουσα ότι το δάνειο που παραχώρησε στην Redestate θα αποπληρωνόταν, τα μέρη συμφώνησαν να προχωρήσουν στη σύναψη της συμφωνίας ημερ. 01.01.2019 με βάση την οποία η Ενάγουσα εκχώρησε στον Αιτητή τα δικαιώματα της είσπραξης του δανείου από την Redestate. Εις αντάλλαγμα και ως αντιπαροχή ο Αιτητής θα κατέβαλλε στην Ενάγουσα το συμφωνηθέν ποσό των €516.614.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Η Αίτηση στηρίζεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023, Μέρος 1 Κ.2 και 3, Μέρος 2 Κ. 8 και 11, Μέρος 3 Κ.1, Μέρος 13 Κ.1, 3 και 4, Μέρος 14 Κ.1, 2 και 3, Μέρος 17 Κ.2 και Μέρος 23 Κ.1-16.
Το Μέρος 14 Κ.2 και 3 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας 2023 προνοεί τα ακόλουθα:
«14.2. Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε, δυνάμει του Μέρους 13
(1) Το δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του Μέρους 13, ανεξαρτήτως της σπουδής που επέδειξε ο εναγόμενος ή, στην περίπτωση ανταπαίτησης, ο ενάγων, ή, σε σχέση με την προοπτική επιτυχίας τους, αν η απόφαση εκδόθηκε εσφαλμένα:
(α) στην περίπτωση απόφασης, λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 13.3(1)·
(β) στην περίπτωση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 13.3(1) και 13.3(2)·
(γ) για τον λόγο ότι η απαίτηση ή ανταπαίτηση ικανοποιήθηκε στο σύνολό της πριν από την έκδοση απόφασης· ή
(δ) για τον λόγο ότι το έντυπο απαίτησης δεν επιδόθηκε στην πραγματικότητα.
14.3. Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13
(1) Σε κάθε άλλη περίπτωση, το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13 με τέτοιους όρους ως κρίνεται δίκαιο αν:
(α) ο εναγόμενος ή ο ενάγων έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση ή ανταπαίτηση· ή
(β) το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο:
(i) πρέπει να παραμεριστεί ή διαφοροποιηθεί η απόφαση· ή
(ii) πρέπει να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί την απαίτηση.
(2) Το δικαστήριο, εξετάζοντας αν πρέπει να παραμερίσει ή διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13, στα θέματα τα οποία λαμβάνει υπόψη του περιλαμβάνεται και το κατά πόσο το πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση της απόφασης, υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή».
Στην προκειμένη περίπτωση η Απόφαση, της οποίας ζητείται ο παραμερισμός, εκδόθηκε λόγω της παράλειψης του Αιτητή να καταχωρήσει την Υπεράσπιση του ή να αιτηθεί την παράταση της προθεσμίας για καταχώρηση της. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Υπεράσπιση του Αιτητή καταχωρίστηκε αργότερα την ίδια μέρα, μετά την έκδοση της Απόφασης.
Κατόπιν μελέτης του ηλεκτρονικού φακέλου της υπόθεσης έχω διαπιστώσει τα ακόλουθα:
O Αιτητής στις 02.07.2024 καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης επί του οποίου σημειώθηκε η πρόθεση του να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου να εκδικάσει την Απαίτηση. Η αίτηση αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας καταχωρίστηκε στις 15.07.2024. Κατά την 29.11.2024 η υπό αναφορά αίτηση αποσύρθηκε από τους νέους δικηγόρους του Αιτητή που είχαν διοριστεί στο μεταξύ. Κατά την 02.12.2024 ο Αιτητής καταχώρισε δεύτερο σημείωμα εμφάνισης μέσω των νέων δικηγόρων του επί του οποίου σημειώθηκε ότι προτίθεται να αμφισβητήσει την απαίτηση.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι τα ανωτέρω αποτελούν αδιαμφισβήτητα από τους διαδίκους γεγονότα. Αποτελεί θέση του Αιτητή ότι η αίτηση της Ενάγουσας ημερ. 20.12.2024, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε η Απόφαση της οποίας ζητείται ο παραμερισμός, καταχωρίστηκε πρόωρα, ήτοι πριν την πάροδο των 28 ημερών από την ημερομηνία καταχώρισης του σημειώματος εμφάνισης, με αποτέλεσμα η Απόφαση να έχει εκδοθεί εσφαλμένα, ήτοι χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μέρους 13, Κ.3(1) των Κανονισμών. Πιο συγκεκριμένα ο Αιτητής υποστηρίζει ότι στο Μέρος 12, Κ.7 των Κανονισμών προβλέπονται οι συνέπειες σε περίπτωση που το Δικαστήριο δεν εκδώσει αναγνωριστική δήλωση ότι στερείται δικαιοδοσίας για εκδίκαση απαίτησης. Ειδικότερα προβλέπεται ότι: (α) το σημείωμα εμφάνισης παύει να ισχύει, (β) ο Εναγόμενος δύναται να καταχωρίσει πρόσθετο σημείωμα εμφάνισης και (γ) το Δικαστήριο εκδίδει οδηγίες ως προς την καταχώριση και επίδοση της υπεράσπισης σε απαίτηση δυνάμει του Μέρους 7. Κατά τον Αιτητή, με την καταχώριση στις 02.07.2024 του σημειώματος εμφάνισης με το οποίο δηλώθηκε η πρόθεση του να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων και ακολούθως με την καταχώριση της σχετικής αίτησης στις 15.07.2025, η υποχρέωση του να καταχωρήσει Υπεράσπιση δεν εκκίνησε ή και διακόπηκε μέχρι την αποπεράτωση της εν λόγω αίτησης. Όπως επίσης υποστηρίζει, σε κάθε περίπτωση που μετά την καταχώριση αίτησης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας, δεν εκδίδεται από το Δικαστήριο αναγνωριστική δήλωση για έλλειψη δικαιοδοσίας, τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Μέρους 12 Κ.7, οι οποίες παρατέθηκαν πιο πάνω.
Στην αντίπερα όχθη η πλευρά της Ενάγουσας συμφωνεί ότι με την καταχώριση αίτησης αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και ενόσω εκκρεμεί τέτοια αίτηση μέχρι και την ακρόαση της, ο εναγόμενος τυγχάνει της προστασίας του Μέρους 17, Κ.4 (β) και δεν υποχρεούται να καταχωρήσει υπεράσπιση πριν από την ακρόαση της αίτησης. Αποτελεί όμως θέση της Ενάγουσας ότι η κατάσταση διαφοροποιείται και η προστασία που παρέχεται στον εναγόμενο να μην καταχωρήσει υπεράσπιση απομακρύνεται (removed) και δεν ισχύει (no longer applies) στην περίπτωση που η αίτηση για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας δεν προωθείται και αποσύρεται. Σε τέτοια περίπτωση ο χρόνος για την καταχώριση υπεράσπισης προσμετρά κανονικά από την ημερομηνία καταχώρισης του σημειώματος εμφάνισης. Η ως άνω θέση της Ενάγουσας στηρίζεται και σε αγγλική νομολογία η οποία παρατίθεται στην αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της.
Ως έχει ήδη αναφερθεί, το Μέρος 17 Κ.4 των Κανονισμών προνοεί ότι η περίοδος καταχώρισης υπεράσπισης, ως γενικός κανόνας, είναι 28 μέρες από την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης. Ο γενικός όμως κανόνας υπόκειται στις καθορισμένες στην παράγραφο (2) του ως άνω Κανονισμού εξαιρέσεις, μία εκ των οποίων είναι όταν ο εναγόμενος υποβάλλει αίτηση με την οποία αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δυνάμει του Μέρους 12. Ο Κ.1 (9) του Μέρους 12 προνοεί τα ακόλουθα:
«(9) Αν ο εναγόμενος υποβάλει αίτηση, δυνάμει του παρόντος κανονισμού, οφείλει να καταχωρίσει και επιδώσει τη γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη μαζί με την αίτηση, πλην όμως δεν χρειάζεται πριν από την ακρόαση της αίτησης να καταχωρίσει:
(α) σε περίπτωση απαίτησης κάτω από το Μέρος 7, υπεράσπιση, ή
(β) σε περίπτωση απαίτησης κάτω από το Μέρος 8, οποιαδήποτε άλλη γραπτή μαρτυρία».
Αξίζει να αναφερθεί ότι το λεκτικό του Κ.1 (9) (α) του Μέρους 12, είναι πανομοιότυπο με το λεκτικό του Κ.4 (2) (β) του Μέρους 17, ο οποίος επίσης προνοεί ότι όταν εναγόμενος υποβάλλει αίτηση με την οποία αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δεν είναι αναγκαίο να καταχωρίσει υπεράσπιση πριν από τη ακρόαση της αίτησης.
Στην υπόθεση Southfields Industries Ltd v. Δήμου Λευκωσίας (1995) 3 Α.Α.Δ. αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με τη ερμηνεία των νόμων:
«Σκοπός της ερμηνείας του νόμου είναι η ανεύρεση της πρόθεσης του νομοθέτη. Όπου το λεκτικό της διάταξης είναι σαφές, το Δικαστήριο την ερμηνεύει με βάση τη φυσική και συνήθη έννοια των λέξεων. Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συνφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίον, Αναθεωρητική Έφεση 832, ημερ. 12.7.1990. Βλ. επίσης Halsbury’s Laws of England, Τετάρτη Έκδοση, Τόμος 44, παραγρ. 863 - 873). Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων. (Βλ. Δημοκρατία ν. Αντωνίου και Άλλων)».
Έχω την ταπεινή άποψη ότι o τρόπος ερμηνείας των διαδικαστικών κανονιστικών διατάξεων, ως δευτερογενής νομοθεσία, δεν διαφέρει από τον τρόπο ερμηνείας διατάξεων πρωτογενούς νομοθεσίας. Tο λεκτικό με το οποίο είναι διατυπωμένος ο Κ.1 (9) του Μέρους 12 είναι σαφές και δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ότι η υποχρέωση του εναγόμενου να καταχωρίσει την υπεράσπιση του αναστέλλεται μέχρι την ακρόαση της αίτησης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Με βάση δε το επίσης σαφές λεκτικό του Κ.1 (7) του ιδίου Μέρους, αν κατόπιν αίτησης το Δικαστήριο δεν προβεί σε αναγνωριστική δήλωση ότι στερείται δικαιοδοσίας για εκδίκαση της υπόθεσης, το καταχωρισθέν σημείωμα εμφάνισης παύει να ισχύει. Στην προκείμενη περίπτωση, ως έχει ήδη αναφερθεί, η αίτηση του Αιτητή με την οποία αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, δεν οδηγήθηκε σε ακρόαση, αντίθετα εγκαταλείφθηκε από αυτόν. Αφ’ ης στιγμής η αίτηση του δεν οδηγήθηκε σε ακρόαση, με αποτέλεσμα να μην εκδοθεί οποιαδήποτε αναγνωριστική δήλωση από το Δικαστήριο, το καταχωρισθέν από τον Αιτητή σημείωμα εμφάνισης ημερ. 02.07.2024 δεν έπαυσε να ισχύει, ούτε και απαιτείτο η καταχώριση νέου σημειώματος εμφάνισης, ως έχει ήδη πράξει ο Αιτητής, μέσω των νέων δικηγόρων που διόρισε στο μεταξύ. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο σημείωμα εμφάνισης ημερομηνίας 2.7.2024, έχει σημειωθεί ότι ο Αιτητής, πέραν της αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας, προτίθεται να αμφισβητήσει και την Απαίτηση. Περαιτέρω η απαλλαγή του Αιτητή από την υποχρέωση να καταχωρίσει την υπεράσπιση του, έπαυσε να ισχύει κατά την 29.11.2024, ημερομηνία που αποσύρθηκε η αίτηση του για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Αφ’ ης στιγμής λοιπόν το σημείωμα εμφάνισης που καταχώρισε ο Αιτητής κατά την 02.07.2024 εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ, όφειλε να καταχωρίσει την υπεράσπιση του αμέσως μετά την απόσυρση της αίτησης για αμφισβήτηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, εφόσον η προθεσμία των 28 ημερών την οποία προνοεί το Μέρος 17 Κ.4 είχε ήδη παρέλθει προ πολλού. Ενόψει δε του ότι ο Αιτητής δεν είχε καταχωρίσει την υπεράσπιση του, ούτε και αιτήθηκε την παράταση της προθεσμίας για καταχώριση της, νόμιμα η Ενάγουσα προχώρησε στην καταχώριση μονομερώς της αίτησης ημερ. 20.12.2024, με την οποία αιτήθηκε την έκδοση απόφασης εναντίον του Αιτητή.
Έχω την ταπεινή άποψη ότι τα ανωτέρω υπό του Δικαστηρίου αναφερόμενα υποστηρίζονται και από το ακόλουθο απόσπασμα της υπόθεσης Flame SA v Primera Maritime (Hellas) Ltd (2009) EWHC 1973, το οποίο παρατίθεται και στην αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων της Ενάγουσας:
«The difficulty with both the above arguments is that the rules are clear. Where a defendant in the commercial list has expressed a wish to challenge the jurisdiction it enjoys the protection afforded by CPR r.58.7(2). If the challenge is not pursued, the protection ceases. Clearly those responsible for drafting Part 58 were not oblivious to the provisions of CPR r.6.35 because it receives express mention at CPR r.58.10(2), albeit in a different context».
Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, η θέση του Αιτητή ότι η αίτηση για έκδοση της απόφασης της οποίας ζητείται ο παραμερισμός ήταν πρόωρη δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Είναι λοιπόν φανερό ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής ο Κ.2 του Μέρους 14.
Προχωρώ τώρα να εξετάσω την περίπτωση παραμερισμού με βάση τον Κ.3 του Μέρους 14. Όπως προκύπτει από το ξεκάθαρο λεκτικό του αμέσως πιο πάνω Κανονισμού, το Δικαστήριο δύναται να παραμερίσει απόφαση εφόσον ο εναγόμενος έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση ή εφόσον κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να παραμεριστεί η απόφαση ή να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί την απαίτηση. Αναμφισβήτητα στον υπό αναφορά Κανονισμό δεν επεξηγείται η έννοια της «πραγματικής προοπτικής» επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του «καλού λόγου» που θα πρέπει να συντρέχουν για να παραμεριστεί η απόφαση. Η μέχρι σήμερα νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί αιτήσεων παραμερισμού απόφασης δυνάμει των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (Δ.17 θ.10 και Δ.26 θ.24) έχει αποκρυσταλλώσει τις αρχές για τον παραμερισμό απόφασης. Αυτές είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης καθώς και η διαγωγή του διαδίκου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης (Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.ΑΔ. 893).
Η Ενάγουσα υποστηρίζει, μέσω της αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων της, ότι με τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας 2023 έχει διαφοροποιηθεί η προσέγγιση του Δικαστηρίου κατά την εξέταση μαρτυρικού υλικού σε αίτηση παραμερισμού απόφασης. Συγκεκριμένα η προσέγγιση που ακολουθείται από το Δικαστήριο είναι πιο αυστηρή από αυτή που ίσχυε με βάση τους Παλαιούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας. Με αναφορά δε σε αγγλική νομολογία, υποστηρίζει ότι για σκοπούς εξέτασης του κατά πόσο έχει καταδειχθεί η πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης εφαρμόζονται οι ίδιες αρχές οι οποίες εφαρμόζονται από το Δικαστήριο σε αίτηση για έκδοση μίας συνοπτικής απόφασης.
Με κάθε σεβασμό προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους της Ενάγουσας, τα ανωτέρω αναφερόμενα δεν βρίσκουν σύμφωνο το Δικαστήριο. Το λεκτικό του Κ.3 του Μέρους 14 δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιήσει τις αποκρυσταλλωθείσες από τη νομολογία μας αρχές. Αντίθετα ο «καλός λόγος» ο οποίος χρησιμοποιείται στην παράγραφο (1)(β) του Κ.3 έχει διευρύνει, κατά την ταπεινή μου άποψη, την ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραμερίζει απόφαση η οποία εκδόθηκε ερήμην. Η ανωτέρω ερμηνεία συμβαδίζει με τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 30.1 ότι εις ουδένα δύναται να απαγορευθεί η προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο δικαιούται να προσφύγει. Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθούν τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Morris v. Saratoga Swimming Pools Ltd (Aρ.1) (2012) 1 Α.Α.Δ. 647, συγκεκριμένα ότι «το Δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη. Το συγκεκριμένο δικαίωμα δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο Δικαστήριο. Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης, θεώρησε ότι η πρόσβαση στο Δικαστήριο και το ταυτόχρονο δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, δεν πρέπει μόνο να διατυπώνονται, αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματικά».
Στην πρόσφατη υπόθεση Pechtchachanskaia κ.α. v. Esipovich (2014) 1 Α.Α.Δ. 1207 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«Σειρά αποφάσεων και πάγια νομολογία έχουν εδραιώσει τα κριτήρια καθοδήγησης που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση εκδοθείσα ερήμην εναγομένου. Το βασικό κριτήριο που λαμβάνεται υπόψη είναι κατά πόσον ο εναγόμενος ικανοποιεί το Δικαστήριο πως έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην αγωγή, ώστε να του δοθεί το δικαίωμα να την προβάλει. Τα υπόλοιπα κριτήρια, όπως για παράδειγμα η επιμέλεια την οποία επέδειξε και η ταχύτητα με την οποία έδρασε μετά την έκδοση της απόφασης εναντίον του, παρά τη σημασία τους, κατά κανόνα δεν αναιρούν το πιο ουσιώδες, δηλαδή την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, ισοζυγίζοντας δύο θεμελιακές αρχές, δηλαδή, αφενός την ανάγκη να ακούγεται ο διάδικος επί της ουσίας της υπόθεσής του και, αφετέρου, την ανάγκη της όσο το δυνατό ταχείας απονομής της δικαιοσύνης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, κριτήριο εξίσου σοβαρό για το Δικαστήριο είναι και η αναγκαιότητα να σφραγίζονται οι δικαστικές αποφάσεις με τελεσιδικία. (Βίκα Πίκα Ντίσκο Λτδ κ.α. ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 28, Ανδρέας Γιάγκου κ.α. ν. Λουκίας Φωτίου, Πολ. Έφεση 233/2009 ημερ. 24/1/2014).»
Σύμφωνα με την παράγραφο (2) του Κ.3, του Μέρους 14, ένα από τα κριτήρια τα οποία λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο, εξετάζοντας αν πρέπει να παραμερίσει απόφαση, είναι το κατά πόσο το πρόσωπο το οποίο επιδιώκει τον παραμερισμό, υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή. Αναμφισβήτητα το κριτήριο αυτό σχετίζεται με τη διαγωγή του αιτητή και ειδικότερα αν είναι τέτοια ώστε να πλήττεται το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως έχει διαφανεί από τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, ο Αιτητής έδρασε τάχιστα, συγκεκριμένα προέβηκε στην καταχώρηση της υπό εξέταση Αίτησης τέσσερις μόλις μέρες μετά την έκδοση της απόφασης της οποίας ζητείται ο παραμερισμός. Καθίσταται λοιπόν φανερό ότι η διαγωγή του κάθε άλλο παρά περιφρονητική της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ήταν (Siberia Air v. Πούλλικα (2005) (ανωτέρω)). Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι ο Αιτητής καταχώρισε ηλεκτρονικά την Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του λίγη μόνο ώρα μετά την έκδοση της απόφασης, υποστηρίζει, κατά την ταπεινή μου άποψη, τη θέση του ενόρκως δηλούντα ότι η μη εμπρόθεσμη καταχώριση της, οφειλόταν σε παραδρομή ή καλόπιστο λάθος των συνηγόρων του.
Προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο ο Αιτητής έχει αποκαλύψει μια εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση στην απαίτηση. Εν πρώτοις θα πρέπει να αναφερθεί ότι η απαίτηση της Eνάγουσας, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της Έκθεσης Απαίτησης της, στηρίζεται στη συμφωνία εκχώρησης ημερομηνίας 1.1.2019, η οποία υπεγράφη μεταξύ της ίδιας και του Αιτητή, δυνάμει της οποίας εκχώρησε προς τον Αιτητή τα δικαιώματα απαίτησης της για αποπληρωμή του δανείου μετά των δεδουλευμένων τόκων τα οποία απορρέουν από τη συμφωνία δανείου ημερομηνίας 18.12.2017, την οποία υπέγραψε με την Redestate, έναντι του συμφωνημένου ποσού των €516.614, το οποίο ο Αιτητής όφειλε να καταβάλει μέχρι την 31.12.2022, το οποίο όμως δεν κατέβαλε.
Όπως προκύπτει από το υλικό που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου, η Ενάγουσα, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 18.12.2017, παραχώρησε δάνειο στην Redestate για το ποσό των €500.000 πληρωτέου την 18.12.2020 με τόκο προς 3,2% ετησίως. Στη συνέχεια, με βάση την επίδικη συμφωνία εκχώρησης, η Ενάγουσα εκχώρησε τα απορρέοντα από την ρηθείσα συμφωνία δανείου δικαιώματα της στον Αιτητή, τελικό δικαιούχο της Redestate. Ως έχει ήδη αναφερθεί, ως αντάλλαγμα της εκχώρησης των δικαιωμάτων της Ενάγουσας στον Αιτητή, συμφωνήθηκε το ποσό των €516.614, πληρωτέου από τον Αιτητή στην Ενάγουσα κατά την 31.12.2022. Ως δε αναφέρεται στην ένορκη δήλωση της κας Σαββίδου, η οποία υποστηρίζει την ένσταση της Ενάγουσας, η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εκχώρησης σκοπό είχε να εξασφαλιστεί η Ενάγουσα ότι το δάνειο που παραχώρησε στην Redestate θα αποπληρωνόταν.
Ο Αιτητής με την Υπεράσπιση του δεν αρνείται, κατ’ ουσία, ότι υπέγραψε την επίδικη συμφωνία εκχώρησης. Προβάλλει όμως τον ισχυρισμό ότι αυτή είναι άκυρη ή και μη δυνάμενη να επιφέρει έννομες συνέπειες συνεπεία απουσίας ουσιώδους στοιχείου, ήτοι της αντιπαροχής ως επίσης και συνεπεία της αντικειμενικής αδυναμίας εκτέλεσης της. Ως επιπρόσθετος λόγος ακυρότητας της προβάλλεται το ότι δεν έχει υπογραφεί και από την Redestate, υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από τον όρο 7 της συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 18.12.2017, ο οποίος ρητά προνοεί ότι οποιεσδήποτε αλλαγές και προσθήκες στην υπό αναφορά συμφωνία θα είναι έγκυρες μόνο εφόσον γίνουν γραπτώς και υπογραφούν από αμφότερα τα μέρη. Περαιτέρω ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη συμφωνία εκχώρησης είναι ακυρώσιμη για το λόγο ότι καταρτίστηκε μετά από απαίτηση του Shatalov, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την ειδική σχέση εμπιστοσύνης που είχαν μεταξύ τους, και με πρόφαση ότι επιθυμούσε την αναδιοργάνωση του οργανογράμματος και των οικονομικών καταστάσεων των εταιρειών στις οποίες ήταν ο μοναδικός μέτοχος ή/και ο πραγματικός ή/και ο τελικός δικαιούχος, με απατηλές και δόλιες ενέργειες ή/και με ψευδείς παραστάσεις εξασφάλισε την υπογραφή του Αιτητή. Παρατίθενται δε λεπτομέρειες της απάτης ή/και του δόλου ή/και των ψευδών παραστάσεων ή/και της εκμετάλλευσης της σχέσης εμπιστοσύνης. Πιο συγκεκριμένα στο δικόγραφο της Υπεράσπισης παρατίθενται οι ακόλουθες λεπτομέρειες:
α. Η Ενάγουσα με πρόσχημα την διοικητική και οικονομική της αναδιοργάνωση εκμεταλλευόμενη τη σχέση εμπιστοσύνης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ του Εναγομένου (Αιτητή) και του Shatalov εξασφάλισε την υπογραφή του Εναγομένου επί της συμφωνίας εκχώρησης ημερ. 1/1/2019 αλλάζοντας ουσιαστικά τόσο το πρόσωπο του οφειλέτη όσο και το εφαρμοστέο δίκαιο και τον τόπο εκδίκασης των διαφορών που προέκυψαν.
β. Η Ενάγουσα δολίως και με πρόθεση εξαπάτησης διαβεβαίωσε τον Εναγόμενο ότι η συμφωνία εκχώρησης ημερ. 1/1/2019 απαιτείτο ώστε να ολοκληρωθεί η διοικητική και οικονομική αναδιοργάνωση των εταιρειών που έλεγχε ο Shatalov και ότι η υπογραφή της δεν θα επηρέαζε κατά τα άλλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Ενάγουσας και της Redestate.
γ. Η Ενάγουσα με ψευδείς παραστάσεις, ήτοι με την παροχή διαβεβαιώσεων ότι η υπογραφή της συμφωνίας 1/1/2019 δεν θα επιφέρει οποιεσδήποτε αλλαγές τόσο στο εφαρμοστέο δίκαιο όσο και στον τόπο επίλυσης της όποιας διαφοράς προκύψει, εντούτοις με την εν λόγω συμφωνία τόσο το εφαρμοστέο δίκαιο όσο και ο τόπος επίλυσης άλλαξαν.
δ. Η Ενάγουσα δολίως και με πρόθεση εξαπάτησης του Εναγομένου ετοίμασε και του παρουσίασε προς υπογραφή την συμφωνία εκχώρησης ημερ. 1/1/2019 ισχυριζόμενη ότι η υπογραφή της αφορά μόνο την διοικητική και οικονομική αναδιοργάνωση των εταιρειών που ελέγχονται από τον κ. Shatalov ενώ πραγματικός της στόχος ήταν αφενός η δημιουργία ετεροβαρούς υποχρέωσης στον Εναγόμενο και αφετέρου η αλλαγή των ρητρών διαιτησίας και δικαιοδοσίας ώστε να ταλαιπωρείται δικαστικά ο Εναγόμενος ο οποίος ουδέποτε δραστηριοποιήθηκε στην Δημοκρατία.
Όλες οι ανωτέρω παρατεθείσες από τον Αιτητή λεπτομέρειες είναι επαρκείς σε βαθμό που αποκαλύπτουν, κατά την ταπεινή μου άποψη, μια εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση. Κατ’ επέκταση αποκαλύπτουν πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της Απαίτησης από τον Αιτητή. Θα έλεγα ακόμα ότι στοιχειοθετούν επίσης «καλό λόγο» για τον οποία θα πρέπει να δοθεί το δικαίωμα στον Αιτητή να υπερασπιστεί την Απαίτηση. Όπως έχει διαφανεί, ο Αιτητής στρέφεται κατά της εγκυρότητας της επίδικης συμφωνίας εκχώρησης προβάλλοντας αφενός νομικούς λόγους για τους οποίους δεν είναι έγκυρη και αφετέρου πραγματικούς λόγους για τους οποίους η συναίνεση του ως και η υπογραφή την οποία έθεσε επ’ αυτής δεν ήταν το αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του. Θα πρέπει δε να επισημάνω ότι, όπως είναι νομολογημένο, το έργο του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό δεν εκτείνεται στην εξέταση της ουσίας των προβαλλόμενων ισχυρισμών, αλλά περιορίζεται στη διακρίβωση της καλοπιστίας τους και κατά πόσο αποκαλύπτουν ή όχι εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση (Morris v. Saratoga Swimming Pools Ltd (ανωτέρω)). Έχω την ταπεινή άποψη ότι ο Αιτητής απέσεισε το βάρος απόδειξης με το οποίο ήταν επιφορτισμένος.
ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι η Αίτηση θα πρέπει να πετύχει και να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα παραμερισμού της Απόφασης. Ενόψει όμως του ότι η Απόφαση της οποίας ζητείται ο παραμερισμός αφενός εξασφαλίστηκε καθ΄ όλα νόμιμα και νομότυπα, αφετέρου η Ενάγουσα δεν φέρει οποιαδήποτε ευθύνη στη μη εμπρόθεσμη καταχώρηση της Υπεράσπισης του Αιτητή, θα ήταν άδικο, κατά την ταπεινή μου άποψη, να απωλέσει τα επιδικασθέντα με την Απόφαση προς όφελος της έξοδα (Κλεάνθους ν. Tradex Ltd (1998) 1 AΑΔ 988). Συνεπώς θα τεθεί ως όρος του παραμερισμού η πληρωμή των εξόδων της Ενάγουσας.
Καθ’ όσον αφορά όμως τα έξοδα της Αίτησης, δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο για απόκλιση από τον γενικό κανόνα ότι επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα διαδίκου, που στην προκείμενη περίπτωση είναι ο Αιτητής.
Ως έχει ήδη αναφερθεί, ο Αιτητής αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να παρατείνεται ο χρόνος για την καταχώρηση της Υπεράσπισης του. Ενόψει του ότι η Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση του καταχωρίστηκαν ήδη κατά την ίδια ημερομηνία της έκδοσης της απόφασης, ο χρόνος για την καταχώρηση της θα παραταθεί για περίοδο 60 ημερών από την ημερομηνία απόρριψης της αίτησης αμφισβήτησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, ήτοι από την 29.11.2024, ώστε να θεωρείται ότι καταχωρίστηκε εμπρόθεσμα.
Εκδίδεται διάταγμα με το οποίο παραμερίζεται η εκδοθείσα προς όφελος της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου – Αιτητή Απόφαση ημερομηνίας 28.1.2025, υπό τον όρο ότι ο Εναγόμενος – Αιτητής θα πληρώσει στην Ενάγουσα ή και στους δικηγόρους της τα επιδικασθέντα προς όφελος της έξοδα με βάση την ως άνω Απόφαση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προθεσμία για την πληρωμή των εξόδων καθορίζεται στις 30 μέρες από την ημερομηνία που η Ενάγουσα ή/και οι δικηγόροι της κοινοποιήσουν στον Αιτητή – Εναγόμενο ή/και στους δικηγόρους του αντίγραφο του καταλόγου με τα έξοδα όπως αυτά υπολογίστηκαν από τον Πρωτοκολλητή και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο. Σε περίπτωση που τα έξοδα δεν πληρωθούν εντός της ως άνω προθεσμίας, το παρόν διάταγμα θα παύσει να ισχύει.
Συνακόλουθα παρατείνεται και ο χρόνος για την καταχώρηση της Απάντησης και Υπεράσπισης στην Ανταπαίτηση εκ μέρους της Ενάγουσας, για περίοδο 30 ημερών από την πληρωμή των εξόδων της από τον Αιτητή.
Τα έξοδα της Αίτησης, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του Εναγόμενου – Αιτητή και εναντίον της Ενάγουσας – Καθ’ ης η Αίτηση.
(Υπ.) …………………………………
Θ. Θωμά, Π.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο,
Πρωτοκολλητής
/ΚΦ
Subject: Civil Jurisdiction / Other Actions / Interim
Αναφορά: Αίτηση ακύρωση απόφασης
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο